Διαδικαστικός προγραματισμός

Το πρότυπο του διαδικαστικού προγραμματισμού είναι το παλαιότερο και το πιο διαδεδομένο. Το πρόγραμμα αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία, τις εντολές του προγράμματος και τις δομές δεδομένων όπου χρησιμοποιούνται για αποθήκευση πληροφοριών απαραίτητη για την εκτέλεση του προγράμματος.

Υπάρχουν πολλές γλώσσες που ακολουθούν το πρότυπο του διαδικαστικού προγραμματισμού με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους τόσο ως προς το συντακτικό τους όσο και προς τις δυνατότητες τους. Όμως κάθε διαδικαστική γλώσσα έχει τουλάχιστον τις εξής κατηγορίες εντολών:

  • Εντολές ανάθεσης, με τις εντολές αυτές καταχωρούμε τιμές σε θέσεις μνήμης. Οι θέσεις μνήμης αναφέρονται με ονόματα που τους έχουν δοθεί. Πολλές γλώσσες όπως η C προσφέρει στους χρήστες της προσπέλαση της μνήμης τόσο μέσω διευθύνσεων (με την χρήση δεικτών) όσο και με ονόματα.
  • Εντολές συνθήκης, με την βοήθεια αυτών τον εντολών υλοποιείται ή όχι ένα κομμάτι κώδικα. Εάν η συνθήκη είναι αληθής τότε εκτελείται το τάδε κομμάτι κώδικα, αλλιώς το άλλο κομμάτι κώδικα.
  • Εντολές επανάληψης. Τι γίνεται εάν επιθυμούμε να επαναλάβουμε ένα σύνολο από εντολές σε κάποιο πρόγραμμα χίλιες φορές ή ακόμα χειρότερα να εκτελέσουμε ένα κομμάτι κώδικα τόσες φορές όσο το αποτέλεσμα μιας πράξης μας λέει; Την λύση δίνουν οι εντολές επανάληψης όπου μπορούμε να εκτελέσουμε ένα κομμάτι κώδικα όσο μία συνθήκη είναι αληθής χωρίς να χρειάζεται να γράψουμε τον ίδιο κώδικα ξανά και ξανά.
  • Εντολές εισόδου εξόδου, είναι προφανές ότι ένα πρόγραμμα χρειάζεται κάποια δεδομένα με σκοπό να παράξει κάποια άλλα. Πολλά από αυτά τα δεδομένα μπορούν να κωδικοποιηθούν μέσα στο ίδιο το πρόγραμμα(κυρίως τα δεδομένα εισόδου) πώς όμως ένα δυναμικό πρόγραμμα μπορεί να παίρνει και να δίνει δεδομένα στον χρήστη; Οι εντολές εισόδου εξόδου δίνουν την λύση σε αυτό το πρόβλημα. Οι εντολές αυτές βοηθούν στην είσοδο και έξοδο δεδομένων από το πληκτρολόγιο, την οθόνη, το ποντίκι, τον εκτυπωτή και τέλος από τον σκληρό δίσκο.