Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 9789602311363

Το έκτο εγχειρίδιο της σειράς "Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση" τιτλοφορείται Ελληνική αρχα

469 147 3MB

Greek Pages [348] Year 2010

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
 9789602311363

Citation preview

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ & ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΡΑΓΚΟΣ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΛΕΜΟΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ [ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ]

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 541 24 Θεσσαλονίκη http://ins.web.auth.gr e-mail: [email protected] © 2010 Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών ISBN 978–960–231–136–3 Στοιχειοθετήθηκε στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη από τη Μ. Τριανταφύλλου & Σία Ο.Ε. Πρώτη έκδοση 2010 Στο εξώφυλλο επιτάφιο ανάγλυφο του Δεξίλεω (394 π.Χ.· Μουσείο Κεραμεικού, Αθήνα) Η συγγραφή του βιβλίου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος “Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση” Αποκλειστικός χορηγός της συγγραφής: Ι Δ Ρ Υ Μ Α Σ Τ ΑΥ Ρ Ο Σ Ν Ι Α Ρ Χ Ο Σ

Περιεχόμενα Πρόλογος του συντονιστή της σειράς Πρόλογος των συγγραφέων Πρώτο Μέρος Αρχαϊκή εποχή 1. Πόλεις και αποικίες Την πόλη περιβάλλουν πυργωμένα τείχη (Κ) Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα (Ρ) Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός (Κ) Όλοι σχεδόν οι θεοί ήρθαν από την Αίγυπτο (Ρ) Η Πυθία έδωσε χρησμό να κτιστεί μια αποικία (Κ) Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή (Κ) Με το γλυκό τους χάρισμα με προίκισαν οι Μούσες (Ρ) Αλλά όταν λάμψη από τον Δία κατεβεί… (Ρ) Πάντα πλήρη θεῶν (Ρ) 2. Νομοθέτες και τύραννοι Να συγκαλείς τη συνέλευση των πολιτών σε διαστήματα τακτά (Ρ) Ένας μεγάλος βράχος έπεσε πάνω στους άρχοντες (Κ) Η πόλη παραμένει ίδια αλλά οι κάτοικοί της έχουν αλλάξει (Ρ) Στάθηκε στη μέση προβάλλοντας τη δυνατή του ασπίδα (Κ) Κυβέρνησε την πόλη στολίζοντάς την όμορφα και ταιριαστά (Ρ) Το πολίτευμά μας αποκαλείται δημοκρατία (Κ) Το άριστο πολίτευμα (Κ) Τρισευτυχισμένοι οι θνητοί που πάνε στον Άδη μυημένοι (Ρ) Ἄραρα Χάραρα (Ρ) Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων (Ρ) [5]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Δεύτερο Μέρος Κλασική εποχή 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό Επάνω σε μια χάλκινη πλάκα ήταν χαραγμένος ο χάρτης όλης της γης (Κ) Πολλά δεινά άρχισαν και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους (Κ) Αγαπούμε το ωραίο διακριτικά (Ρ) Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες (K) Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε (Ρ) Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης (Ρ) 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια Βαδίζοντας εναντίον του Πέρση βασιλιά (Κ) Η ήττα των Σπαρτιατών στο μνήμα των παρθένων (Κ) Κάθε πόλη αποτελείται από οικογένειες (Ρ) Μια εράσμια χάρη έβαλε το χέρι της (Κ) Εγκωμιάζοντας την ορθή φιλοσοφία (Ρ) Το δέκατο τρίτο θεϊκό άγαλμα (Κ) Τρίτο Μέρος Ελληνιστική εποχή 5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο Μια λαμπερή αστραπή (Κ) Όμορφος και φιλοκίνδυνος (Κ) Από την ίδια τη φύση τους οι άνθρωποι επιθυμούν γνώση (Ρ) Πόδια από σίδερο και πηλό (Κ) Εάν ο Αλέξανδρος είχε περάσει στην Ιταλία (Κ) 6. Η έλευση των Ρωμαίων Οι μαθητές που ξεπερνούσαν τους δασκάλους (Κ) Τρεις εθνικές ομάδες κατοικούν στην πόλη αυτή (Ρ) Μέσα σε πενήντα τρία χρόνια (Κ) Η απελευθέρωση των Ελλήνων (Κ) Μια αυτοκρατορία με όρια τους ωκεανούς (Κ) [6]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Δώσε μου σημείο να σταθώ (Ρ) Να εξηγείς τον Όμηρο με βάση τον Όμηρο (Ρ) Εγώ είμαι η βασίλισσα του κόσμου (Ρ) ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 7. Η ρωμαϊκή ηγεμονία Η ωμότητα των δούλων είναι ανταπόδοση αδικημάτων (Κ) Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες (Κ) Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον άγριο νικητή της (Ρ) Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή (Κ) Ας βρούμε τα σημάδια που αποκαλύπτουν κατάλληλα την ψυχή του καθενός (Ρ) 8. Η ύστερη αρχαιότητα Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας (Κ) Η πατρίδα μας είναι εκεί απ’ όπου ήρθαμε, και ο Πατέρας μας εκεί (Ρ) Για να διάκειται ευμενώς η θεότητα στην αυτοκρατορία (Κ) Επιθυμούμε να κλείσουν όλοι οι ναοί και να απαγορευτούν οι θυσίες (Κ) Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου (Ρ) Επιλεγόμενα (Κ & Ρ) Χρονολόγιο

Πρόλογος του συντονιστή της σειράς

Συντελέστηκε και κυκλοφορεί το έκτο πειραματικό εγχειρίδιο της σειράς “Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση” − ακολουθεί σε λίγο και το έβδομο, με το οποίο η σειρά συμπληρώνεται. Φαίνεται, για τα νεοελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, σχεδόν απίστευτο ότι μέσα σε οκτώ χρόνια σχεδιάστηκαν, συντάχθηκαν και δημοσιεύτηκαν επτά συνεργατικά εγχειρίδια, τα οποία ελπίζω και εύχομαι να μην αγνοηθούν από το Υπουργείο Παιδείας της νεοσύστατης κυβέρνησης. Το προκείμενο έκτο εγχειρίδιο τιτλοφορείται Ελληνική αρχαιότητα με υπότιτλο το τρίπτυχο Πόλεμος – πολιτική – πολιτισμός. Τίτλος και υπότιτλος παραπέμπουν στο πολύτροπο και ατίθασο κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ασκώντας επιλεκτική μέθοδο, η οποία δικαιώνει τον πειραματικό χαρακτήρα του εγχειριδίου, καθιστώντας τη σχολική του χρήση ωφέλιμη και ερεθιστική για διδάσκοντες και μαθητές. Πρόκειται για συνεργατικό πόνημα, με το οποίο συστήνεται η ελληνική αρχαιότητα από τον 8ο προχριστιανικό αιώνα έως τον 4ο μεταχριστιανικό, μοιρασμένη σε τέσσερις συμβατικές εποχές: αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ελληνορωμαϊκή. Κάθε εποχή ταξινομείται σε επιμέρους ενεπίγραφα κεφάλαια και υποκεφάλαια, στα οποία συντάσσονται στοιχεία που αφορούν δρώμενα πολεμικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Επιβάλλονται: επιλεγόμενα, χρονολόγιο, χάρτες και ευρετήριο. Η γραμμή πλεύσεως ομολογείται ευθαρσώς στον πρόλογο των δύο συγγραφέων. Παραφράζω συντέμνοντας: “Το παρελθόν έχει πολλές όψεις: φανερές, κρυφές και λανθάνουσες. Όλα τα έργα και τα πάθη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης περιόδου αποτελούν πεδίο έρευνας και πραγμάτευσης. Από το πλήθος αυτών των στοιχείων ο ιστορικός επιλέγει ορισμένα που τα θεωρεί ενδεικτικά, ενώ άλλα τα αποσιωπά. Ο αποκλεισμός δεν περιορίζεται μόνο σε επιμέρους συμβάντα, που μπορεί να θεωρηθούν δευτερεύοντα και επουσιώδη· αφορά κάποτε και ολόκληρους τομείς του παρελθόντος.” Η οικονομική αυτή αρχή, που τηρείται με ελεγχόμενη φρόνηση, [9]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ

επιμένει ιδιαίτερα: (α) σε κομβικά σημεία, όπου σαφέστερα διασταυρώνονται ή και συγκρούονται οι τρεις συντελεστές του υπότιτλου· (β) σε κεφάλαια της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, που η νεοελληνική τουλάχιστον ιστοριογραφία τα έχει υποτιμήσει ή και αγνοήσει (όπως είναι η ελληνορωμαϊκή εποχή)· (γ) σε θέματα που συστήνουν αμφίβολες ή και γκρίζες ζώνες της ελληνικής αρχαιότητας (λ.χ. την εύπορη πολυτέλεια των Περσών, που δελέασε μεγάλες μορφές της ελληνικής αρχαιότητας, ή την υποτακτική κάποτε κολακεία των Αθηναίων προς διαβόητους στρατηγούς της ρωμαϊκής εξουσίας). Η σύνταξη του εγχειριδίου προκρίνει και εφαρμόζει προπάντων την αφηγηματική μέθοδο, περιορίζοντας στο ελάχιστο τα εικονογραφικά στοιχεία και αποφεύγοντας γενικότερα την παραστατική διακόσμηση, συνδυασμένη συνήθως με αφόρητο κατακερματισμό της ύλης. Από την άποψη αυτή το ύφος του εγχειριδίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηροδότειο, συνδυάζοντας την αναγνωστική μάθηση με την αναγνωστική τέρψη. Μίλησα για συνεργατικό πόνημα, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται κυριολεκτικά διαλογικό. Στον βαθμό που οι δύο συγγραφείς (ο Δημήτρης Κυρτάτας και ο Σπύρος Ράγκος, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, δόκιμοι ιστορικοί, θεωρητικότερος ο δεύτερος, πρακτικότερος ο πρώτος) συνομιλούν και συγγράφουν στο εσωτερικό των διαδοχικών κεφαλαίων. Συμπλέκουν δηλαδή τις συνεισφορές τους, υπογράφοντας κάθε φορά, με το αρκτικό του ονόματός του ο καθένας, το συμβαλλόμενο κείμενό του. Με τον τρόπο αυτό η εταιρική συνεργασία φτάνει στο αλτρουιστικό της όριο, σε μια εποχή που κυριαρχεί ο εγωιστικός ανταγωνισμός. Δ. Ν. Μαρωνίτης

[ 10 ]

Πρόλογος των συγγραφέων

Το παρελθόν έχει πολλές όψεις. Όλα τα έργα και τα πάθη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (οι θεσμοί της κοινωνίας τους, οι οικονομικές τους δραστηριότητες, οι πεποιθήσεις και τα έθιμά τους, η ένδυση και η ομιλία τους, τα έργα τέχνης και η ποίησή τους) αποτελούν θέματα για έρευνα. Από το πλήθος των στοιχείων αυτών ο ιστορικός επιλέγει να ασχοληθεί με ορισμένα που θεωρεί ενδεικτικά, ενώ αποσιωπά άλλα. Ο αποκλεισμός δεν αφορά μόνο επιμέρους συμβάντα, που μπορούν να θεωρηθούν δευτερεύοντα ή επουσιώδη· αφορά και ολόκληρους τομείς του παρελθόντος. Συνεχίζοντας τη σειρά “Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση”, το εγχειρίδιό μας παρουσιάζει την ελληνική αρχαιότητα από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ., μέσα από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία που δηλώνεται στο τρίπτυχο του υπότιτλου: πόλεμος – πολιτική – πολιτισμός. Οι δύο πρώτοι όροι του τριπτύχου είναι αρχαιοελληνικοί, ενώ ο τρίτος αποτελεί σημασιολογικό δάνειο της νέας ελληνικής από τον γαλλικό όρο civilisation. Η σύνθεσή τους δείχνει έμμεσα ότι ο θεματικός πυρήνας του εγχειριδίου συμπλέκεται αναγκαστικά με τη σύγχρονη συζήτηση περί ιστοριογραφίας. Ο πόλεμος ήταν πανταχού παρών σε όλες τις κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά ειδικά στην ελληνική αρχαιότητα απέκτησε τεράστιες ιδεολογικές διαστάσεις. Εκεί, η ίδια η ανθρώπινη ζωή παρομοιάστηκε με αγώνα, και ο πόλεμος έφτασε να αναγορευτεί “βασιλιάς και πατέρας των πάντων”. Η πρακτική και θεωρητική σημασία του πολέμου στην αρχαιοελληνική κοινωνία δείχνει γιατί η ιστορία των μαχών και των πολεμικών (με έργα και με λόγια) διενέξεων αποτελεί κατάλληλο δρόμο για την επίτευξη μιας συνάντησης με το συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν. Ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο, πολιτική στα αρχαία ελληνικά σήμαινε τη γνώση των δημόσιων πραγμάτων, των ζητημάτων που αφορούν την κοινωνία συνολικά. Η λέξη προήλθε από μια συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση: το ιδιότυπο ιστορικό μόρφωμα της αυτόνομης (ιδεωδώς οικονομικά ανεξάρτητης και διοικητικά ελεύθερης) πόλεως. Αυτή ήταν η πολιτική κοινωνία. Σε αυτή ειδικά την κοινωνική μορφή, [ 11 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

και όχι αδιακρίτως σε κάθε μορφή κοινωνίας, πίστευαν ορισμένοι αρχαίοι φιλόσοφοι ότι ο άνθρωπος εκπληρώνει την ουσία του. Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής δραστηριότητας των αρχαίων πόλεων αφορούσε ζητήματα πολέμου και ειρήνης. Και ένα μεγάλο μέρος των πολέμων που διεξήγαγαν οι πολίτες αφορούσε οργανωμένες συγκρούσεις που συνέβαιναν ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις ή τα ελληνιστικά βασίλεια. Η αρχαία ελληνική πολιτική νοοτροπία, με τη μεγάλη έμφαση που έδινε στην αυτονομία των πολιτικών επικρατειών, συνδεόταν με τον πόλεμο εγγενώς και εσωτερικά, όχι απλώς επιφανειακά ή εξωτερικά. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα – και την πνευματική παράδοση που διαμορφώθηκε μέσα της – δεν υπήρχε ειδική λέξη για τον πολιτισμό. Με τον τελευταίο από τους τρεις όρους του τριπτύχου εισάγεται μια ιδέα σχεδόν άγνωστη στην αρχαιότητα. Η έννοια του πολιτισμού, αντίθετα με τις ιδέες του πολέμου και της πολιτικής, είναι έννοια της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ως πολιτισμός νοείται άλλοτε το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν τη ζωή ενός λαού σε μια συγκεκριμένη περίοδο και σε αντιδιαστολή με τον τρόπο ζωής άλλων λαών, και άλλοτε μόνο τα ανώτερα επιτεύγματα του πνεύματος στον χώρο των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών. Στο τρίπτυχο του εγχειριδίου μας ο πολιτισμός εκλαμβάνεται αρχικά με την ευρεία έννοια, για να δηλώσει την αρχαιοελληνική νοοτροπία, το κοσμοείδωλο, τη στάση ζωής των περισσότερων ανθρώπων – κυρίως των ανθρώπων που επικράτησαν, με τα έργα ή τα λόγια τους, και σημάδεψαν τις αντιλήψεις συγχρόνων και μεταγενεστέρων. Ωστόσο, στην αρχαία ελληνική κοινωνία, η ποίηση, η φιλοσοφία και οι τέχνες, αν και ανώτερα επιτεύγματα διακεκριμένων ποιητών, στοχαστών και καλλιτεχνών, διέπνεαν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και καθόριζαν τάσεις και στάσεις. Επίσης, η ελληνική αρχαιότητα έχει μείνει στην ιστορία ως η εποχή που ενέπνευσε κατ’ επανάληψη αναγεννήσεις σε μεταγενέστερους πολιτισμούς. Για τους δύο αυτούς λόγους, στην αφήγησή μας περιλάβαμε τη μνημόνευση εκείνων των επιτευγμάτων του πνεύματος (γραμματειακών ειδών, καλλιτεχνικών μορφών, φιλοσοφικών δοξασιών, επιστημονικών ανακαλύψεων) τα οποία απέκτησαν μεγάλη αξία από τις χρήσεις και επαναχρήσεις που τους επιφύλασσε το μέλλον, είτε είχαν αρχικά πάνδημο χαρακτήρα είτε δεν εξέφραζαν παρά λίγους. Μέριμνά μας, πάντως, ήταν να δείξουμε επίσης τη σχέση αυτών των επιτευγμάτων, αν υπήρχε ή μπορούσε να διαφανεί, με τις πολιτικές συνθήκες και τα πολεμικά συμβάντα της εποχής τους. [ 12 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Στη νεωτερική σφαίρα του πολιτισμού αυτό που μας καθοδηγούσε ήταν το αρχαιοελληνικό δίπολο του πολέμου και της πολιτικής. Οι Έλληνες της αρχαιότητας βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Προτιμούσαν τοποθεσίες κοντά στη θάλασσα, αλλά βρέθηκαν κάποτε να κατοικούν και σε μεγάλη απόσταση από αυτήν. Μιλούσαν διακριτές διαλέκτους και ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από διαφορετικές φυλές. Προσάρμοζαν με σχετική ευκολία τα έθιμά τους στα ήθη των γειτονικών τους λαών και δανείζονταν από αυτούς αντιλήψεις για τους θεούς και τον κόσμο. Πολύ συχνά βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους και αναζητούσαν συμμάχους οπουδήποτε μπορούσαν να τους βρουν. Ουδέποτε ωστόσο λησμόνησαν ότι όλοι ανήκουν σε ένα κοινό ἔθνος ή γένος, το οποίο αποκαλούσαν ἑλληνικόν. Παρά τις εσωτερικές τους διαφορές, πίστευαν ότι το ἑλληνικόν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους λαούς και αναγνώριζαν ότι οι πόλεμοι στο εσωτερικό του ήταν εμφύλιοι – μολονότι αντιλαμβάνονταν ως χειρότερες εμφύλιες διαμάχες τις συγκρούσεις (στάσεις) που ξεσπούσαν στο εσωτερικό μιας πόλεως. Οι Έλληνες της πρώιμης αρχαιότητας δεν σκέφτηκαν ποτέ το ενδεχόμενο πολιτικής συνένωσής τους σε ενιαίο κρατικό οργανισμό. Υπέρτατη αξία παρέμενε η πολιτική αυτονομία των πόλεων. Πολλές φορές όμως αισθάνθηκαν την ανάγκη να συνεργαστούν στρατιωτικά μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν εξωτερικούς εχθρούς. Στις περιπτώσεις αυτές αναζητούσαν τα σημάδια που τους ξεχώριζαν από τους αλλόφυλους: την κοινή καταγωγή, τις κοινές θρησκευτικές πρακτικές, τα ομότροπα ήθη και κυρίως την κοινή γλώσσα. Η αρχαία ελληνική γλώσσα, παρ’ όλη τη διαλεκτική πολυμορφία της, παρήγαγε μέσα στους αιώνες στοιχεία μιας κοινής και αναγνωρίσιμης παιδείας, την οποία αξιώνονταν (σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά) οι πάντες. Η ελληνική παίδευσις, στοιχεία της οποίας διαχύθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του γνωστού κόσμου, ήταν το πλησιέστερο που διέθεταν οι αρχαίοι σε ό,τι εμείς σήμερα ονομάζουμε πολιτισμό. Στο εγχειρίδιό μας, μαζί με τις μάχες και την πολιτική, προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε επίσης την ιστορική εξέλιξη της κοινής αυτής παιδείας. Μολονότι η γλώσσα διατηρήθηκε ενιαία, ορισμένες βασικές αντιλήψεις καθώς και οι αποδεκτοί τρόποι λατρείας άλλαξαν ριζικά με την επικράτηση του χριστιανισμού. Αυτές οι εξελίξεις καθόρισαν το χρονικό πέρας της ιστορίας μας. Κάθε ματιά στο παρελθόν γίνεται από ορισμένη προοπτική θέασης που [ 13 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

διανοίγεται στο παρόν. Απροϋπόθετη θέαση (ή αλλιώς: ματιά από το πουθενά) δεν υπάρχει. Τη δική μας στάση καθόρισαν τρεις παράγοντες: η νεοελληνική πραγματικότητα γενικά και το νεανικό κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο ειδικότερα· τα οπωσδήποτε επιστημονικά αλλά ποτέ αναντίρρητα ή απόλυτα δεδομένα της σύγχρονης έρευνας και της σχετικής βιβλιογραφίας· και η βιωματική ματιά των αρχαίων συγγραφέων, ιστορικών ή άλλων, στους οποίους βασιζόμαστε. Η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια ιδιότυπη σχέση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες, δυτικές ή μη, η γνώση που διαθέτει ο μέσος Νεοέλληνας για την αρχαία Ελλάδα είναι αυξημένη. Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία τη συμπερίληψη γεγονότων με συμβολική σημασία, τα οποία, εξεταζόμενα από καθαρά ιστορική άποψη, θα μπορούσαν να θεωρηθούν δευτερεύοντα και να λείπουν από ένα εγχειρίδιο. Από την άλλη, η ιδεολογική οικειοποίηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος από τη νεοελληνική κοινωνία είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των γενικών γνώσεων αρχαίας ιστορίας στους τομείς εκείνους που δεν συγκρούονταν με άλλα δεδομένα της – υπό συγκρότηση ή μερικώς συγκροτημένης – νεοελληνικής ταυτότητας. Από το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας που προσφέρεται στον μαθητή ή τον φοιτητή λείπουν κάποτε οι αρνητικές όψεις του αρχαίου κόσμου, κυρίως όσες είναι λιγότερο συμβατές ή συμβιβάσιμες με τα ισχύοντα ιδανικά. Λείπουν επίσης γνώσεις για εποχές υποτιθέμενης παρακμής, όπως η ύστερη ελληνιστική περίοδος και η εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αυτές όμως οι όψεις και οι εποχές αποτελούν οργανικό τμήμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και ταυτόχρονα μπορούν να λειτουργήσουν ως φωτοσκίαση, καθιστώντας το παρελθόν ανάγλυφο, ζωντανό και διδακτικό. Μολονότι δεν είχαμε την ευχέρεια να καλύψουμε με τρόπο εξίσου συστηματικό όλες τις περιόδους της ελληνικής αρχαιότητας, επιλέξαμε να φέρουμε στο προσκήνιο, άλλοτε υπαινικτικότερα και άλλοτε με πιο άμεσο τρόπο, ορισμένες παραμελημένες πλευρές της. Η σύγχρονη έρευνα στα θέματα του πολέμου (οπλισμός, αρχαίες τακτικές μάχης, πολεμικές εφευρέσεις κτλ.) και της πολιτικής (θεσμοί, νόμοι, ψηφίσματα, πολιτειακές αλλαγές κτλ.) έχει πραγματοποιήσει άλματα. Σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα τι συνέβαινε στη Σπάρτη τον 6ο και στην Αθήνα τον 4ο αιώνα, πώς πολεμούσε ένας Μακεδόνας στρατιώτης και πώς διεκπεραιωνόταν η διοικητική αλληλογραφία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο από όσα γνώριζαν οι ευρυμαθείς λόγιοι σε παλαιότερες εποχές. Η γνώση μας έχει αυξηθεί αφενός χάρη στα αρχαιολογικά [ 14 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

δεδομένα και αφετέρου λόγω της χρήσης επιστημονικών μεθόδων σύγκρισης και χρονολόγησης των στοιχείων, υλικών ή άλλων. Οι αρχαίες πηγές αποδείχθηκαν αρκετές φορές ανακριβείς ή υπερβολικές. Προέκυψε έτσι ένα κλίμα γενικής δυσπιστίας σε σχέση με πολλές από τις πληροφορίες που ενσωματώθηκαν στην αρχαία παράδοση. Δεν υιοθετήσαμε πλήρως την υπερκριτική στάση της σύγχρονης έρευνας. Ενδιαφερθήκαμε συχνά να αποδώσουμε τι παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς, πώς και γιατί το ισχυρίζονται, χωρίς να συσχετίζουμε πάντοτε τα λεγόμενά τους με τα πορίσματα της νεότερης ακαδημαϊκής ορθοδοξίας. Ένα από τα μελήματά μας ήταν οι τρόποι πρόσληψης του παρόντος και του παρελθόντος (αμεσότερου ή μακρινότερου) από τους ίδιους τους Έλληνες. Επινοημένοι θρύλοι και μεταγενέστερα ανέκδοτα εκτίθενται ενίοτε ως στοιχεία ενδεικτικά του αρχαίου τρόπου σκέψης. Παραθέματα από τις αρχαίες πηγές φωτίζουν, σε αρκετές περιπτώσεις, το θέμα ή το κλίμα μιας εποχής με τρόπο άμεσο. Ειδικά οι αρχαίοι ιστορικοί βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησής μας και μνημονεύονται τακτικά για να υπενθυμίζουν στον αναγνώστη το αυτονόητο: ότι η ιστορία βασίζεται σε πηγές. Διαφοροποιηθήκαμε ωστόσο από την οπτική των αρχαίων Ελλήνων σε ένα σημαντικό θέμα. Όλοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πίστευαν ότι η ιστορία τους συνεχιζόταν αδιάσπαστη από την εποχή της Αργοναυτικής Εκστρατείας, του Οιδίποδα και των Τρωικών. Παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που άρχισαν στο τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζονται αδιάλειπτα έως σήμερα αποκαλύπτουν ότι ανάμεσα στην Εποχή του Χαλκού, όταν η Θήβα, οι Μυκήνες και η Τροία βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή, και τον 8ο ή τον 7ο αιώνα, όταν οι ελληνικοί μύθοι άρχισαν να λαμβάνουν την επεξεργασία με την οποία μας είναι σήμερα γνωστοί, μεσολαβεί μια μακρά περίοδος ριζικών ανακατατάξεων. Για όσα συνέβησαν κατά τη 2η χιλιετία και στην αρχή της 1ης, οδηγός είναι πλέον τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κατάλοιπα της λεγόμενης γραμμικής Β γραφής, όχι τα ομηρικά έπη – ακόμη λιγότερο οι θρύλοι που σώθηκαν σε μεταγενέστερες παραλλαγές. Όπως γίνεται σήμερα κοινά αποδεκτό, ο λεγόμενος μυκηναϊκός κόσμος μιλούσε ελληνικά. Ωστόσο, οι πόλεμοί του, η πολιτική του διάρθρωση και οι πολιτισμικές του αξίες είναι αντικείμενα επιστημονικών εικασιών. Καμία γραπτή πηγή δεν παρέχει ακριβείς πληροφορίες. Ακόμη και οι πινακίδες της γραμμικής Β (δηλαδή τα οικονομικά αρχεία των ανακτόρων) ελάχιστα διαφωτίζουν την καθημερινή ζωή της εποχής. Η δική μας ιστορία αρχίζει με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τους [ 15 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

οποίους αξιοποιούμε για τις πληροφορίες που δίνουν σχετικά με τον κόσμο στον οποίο έζησαν οι ίδιοι. Ήδη κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς πίστευαν ότι οι κοινές πεποιθήσεις για τη γέννηση και τη δράση των θεών, ένα διακριτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοσμοαντίληψης, ήταν επίτευγμα των δύο αυτών ποιητών. Όπως λοιπόν αποφασίσαμε να διακόψουμε την αφήγηση της άτμητης ιστορικής ροής στο σημείο όπου οι θρησκευτικές αυτές πεποιθήσεις, χωρίς να απαλειφθούν εντελώς, έπαψαν να είναι κυρίαρχες, έτσι πήραμε και την πρωτοβουλία να παραλείψουμε τις αναντίρρητες μυκηναϊκές απαρχές. Σε αντίθεση με τον συρμό των διδακτικών εγχειριδίων, όπου φωτογραφίες, σχέδια, έγχρωμα πλαίσια και λεζάντες προσφέρονται για να διαφωτίσουν τον αναγνώστη, αλλά δρουν επίσης ανταγωνιστικά προς το κυρίως κείμενο και διασπούν την ενότητα της ανάγνωσης, ακολουθήσαμε τον παραδοσιακότερο δρόμο της συνεχούς αφήγησης, που διακόπτεται μόνο στις αρθρώσεις και τους αρμούς της για να διευκολυνθεί η μελέτη. Στην περιοδολόγηση της αρχαίας ιστορίας ακολουθήσαμε την καθιερωμένη πλέον διάκριση σε τέσσερις βασικές εποχές (αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή). Θελήσαμε όμως να υπογραμμίσουμε τη συνέχεια μέσα στις σχηματικές διαφοροποιήσεις των περιόδων. Μέλημά μας ήταν η ανάδειξη της βασικής ενότητας που παρουσιάζει η ελληνική αρχαιότητα, παρ’ όλες τις συνεχείς αλλαγές και μεταβάσεις. Για να επισημανθεί η ενότητα μέσα στη διαφορά, άλλοτε παρουσιάζουμε πρωθύστερα την εξέλιξη ενός πολιτικού θεσμού από τις απαρχές του έως την ολοκληρωμένη του μορφή, και άλλοτε εκθέτουμε μια προγενέστερη ιδέα με καθυστέρηση, όταν ακριβώς φαίνεται ότι κατόρθωσε να ριζώσει στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Ενώ από την άποψη της δημιουργικής πρωτοτυπίας και του “πρώτου ευρετή”, η χρονολογική σειρά είναι αναγκαία τόσο στα πολιτικά και στρατιωτικά όσο και στα πολιτιστικά γεγονότα, όταν το ενδιαφέρον μετατοπιστεί στην απήχηση και τις επιδράσεις που είχε μια πρωτοπόρα ιδέα, η χρονολογική διαδοχή καθίσταται παραπλανητική. Γενικά, οι πολιτιστικές εξελίξεις είτε αποτελούν συνέπειες προγενέστερων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών είτε δείχνουν προς το μέλλον. Ο συγχρονισμός τους με το εκάστοτε παρόν δεν είναι πάντοτε ο ασφαλέστερος τρόπος για να φανεί η σημασία τους. Πάντως, αντί να αναφερόμαστε γενικά σε εποχές, προτιμήσαμε να αναφέρουμε, όπου ήταν εφικτό, συγκεκριμένους αιώνες ή χρονιές, ιδίως όταν αυτές αποτελούν δείκτες και επισημαίνουν σταθμούς. Οι εποχές είναι επινοήσεις του ανθρώπι[ 16 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

νου μυαλού, τα έτη και οι εκατονταετίες αντικειμενικά δεδομένα της χρονικής ροής. Κατά τη συγγραφή του εγχειριδίου μας διασταυρωθήκαμε με τους άλλους πέντε τόμους της σειράς σε πολλά σημεία. Τα σημαντικότερα σταυροδρόμια δηλώνονται παρενθετικά μέσα στο κείμενο μας, για να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέχει, να συγκρίνει και να συμπληρώνει. Με την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Α.-Φ. Χριστίδη συμπέσαμε εκεί όπου η γλώσσα, πέρα από εξελισσόμενο όργανο επικοινωνίας, αποτελεί επίσης δείκτη της νόησης, στοιχείο ταυτότητας, εργαλείο της σκέψης και μέσο για τη διαμόρφωση συνειδήσεων και αξιών. Την Αρχαία ελληνική γραμματολογία του Φ. Ι. Κακριδή τη χρησιμοποιήσαμε ως σταθερό υπόβαθρο για να αναδείξουμε τη σχέση εγγράμματου λόγου και πολιτικής ή πολέμου. Η Ρώμη και ο κόσμος της του Θ. Παπαγγελή μάς βοήθησε να εξάρουμε τα ελληνικά ή ελληνόφωνα χαρακτηριστικά των τελευταίων δύο φάσεων της αρχαιότητας στο πλαίσιο των ρωμαϊκών δομών και θεσμών. Στο εγχειρίδιο Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη αναφερθήκαμε συχνά, διότι οι πολιτικές (καθώς και οι εχθρικές προς την πολιτική) αντιλήψεις των αρχαίων σοφών έχουν διαρθρωθεί σε φιλοσοφικά συγγράμματα, αλλά και γιατί ο πόλεμος στην αρχαιότητα δεν διεξαγόταν μόνο στο πεδίο των μαχών αλλά και στον χώρο των ιδεών. Οι ιδέες καθοδηγούν συχνά τη δράση των ανθρώπων σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο οι ίδιοι θα δέχονταν. Ορισμένες μάλιστα αποδεικνύονται εξαιρετικά ανθεκτικές στις αλλαγές και θα μπορούσαν να ονομαστούν καταστατικές. Τις καταστατικές ιδέες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τις βρίσκουμε ήδη στα ομηρικά έπη. Εκεί διασταυρωθήκαμε με το εγχειρίδιο Αρχαϊκή επική ποίηση των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα. Λόγω της επικείμενης έκδοσης του εγχειριδίου Αρχαία ελληνική τέχνη της Αλεξάνδρας και του Μανόλη Βουτυρά περιορίσαμε την έκθεση επιτευγμάτων των εικαστικών τεχνών στα παραδείγματα εκείνα που δείχνουν όψεις της ελληνικής νοοτροπίας και αναδεικνύουν τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού (όπως χαρακτηριστικά στη μνημειώδη αρχιτεκτονική) ή πολιτισμού και πολέμου (όπως στην έγερση επινίκιων μνημείων), αλλά δεν είχαμε τη δυνατότητα να γίνουμε σαφέστεροι με ακριβείς παραπομπές. Όπου δεν αναγράφεται το όνομα άλλου μεταφραστή, η απόδοση στη νέα ελληνική των αποσπασμάτων που παρατίθενται στο κείμενο έγινε από τους συντάκτες του τόμου και αποσκοπεί περισσότερο στη [ 17 ]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

μεταφορά του πνεύματος του πρωτοτύπου παρά στην πιστότητα του γράμματος. Όταν, για την ενημέρωση του αναγνώστη, αναφέρουμε σημαντικούς αρχαιοελληνικούς όρους (είτε εντός είτε εκτός παρενθέσεων), χρησιμοποιούμε, όπως συνηθίζεται, πλάγια στοιχεία και το κοινά αποδεκτό πολυτονικό σύστημα. Εξαίρεση αποτελούν οι τίτλοι έργων που έχουν ήδη ενσωματωθεί στη νέα ελληνική (π.χ. Ιλιάδα αντί Ἰλιάς, Πέρσες αντί Πέρσαι). Ωστόσο, οι αναγραφόμενοι αρχαίοι όροι είναι από γραμματική και συντακτική άποψη προσαρμοσμένοι στη δομή της πρότασης που τους δεξιώνεται. Το αντίθετο θα σήμαινε κατάφωρη απαξίωση του κλιτικού συστήματος της γλώσσας μας και θα προκαλούσε την απολίθωση των αρχαίων λέξεων στην ονομαστική πτώση (αν πρόκειται για ονόματα) και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα (αν πρόκειται για ρήματα). Στην κατάτμηση και τους τίτλους των κεφαλαίων ακολουθήσαμε τη χρονολογική διάταξη των τεσσάρων περιόδων. Όμως, μέσα σε κάθε κεφάλαιο πήραμε την πρωτοβουλία να χρησιμοποιήσουμε ως τίτλους ενοτήτων παραθέματα από τις αρχαίες πηγές, τα οποία δεν αγκαλιά­ ζουν όλα τα θέματα που εξετάζονται σε κάθε ενότητα και δεν προέρχονται πάντοτε από σύγχρονους με τα θέματα αυτά συγγραφείς. Πιστεύουμε ότι αναδείξαμε έτσι καλύτερα τις εντυπώσεις που προκάλεσαν ορισμένα από τα “μεγάλα και θαυμαστά” έργα των αρχαίων Ελλήνων και των λαών με τους οποίους συνδιαλέχθηκαν και συγκρούστηκαν. Η ροή της αφήγησης καθιστά σαφές ποιες από τις χρονολογίες είναι προ Χριστού και ποιες μετά Χριστόν. Όπου υπάρχουν αμφιβολίες, το χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου μπορεί να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. Οι ενδείξεις Κ (= Κυρτάτας) και Ρ (= Ράγκος) υποδηλώνουν τον συγγραφέα κάθε υποκεφαλαίου. Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους συναδέλφους Ναννώ Μαρινάτου και Κώστα Βλασόπουλο για τις χρήσιμες υποδείξεις και την ενθάρρυνσή τους. Από τον αρχικό σχεδιασμό έως την τελική διόρθωση είχαμε τη μεγάλη χαρά και την τύχη να συζητούμε διαρκώς και για όλα τα θέματα με τον Δημήτρη Μαρωνίτη. Εντέλει, πολλές ιδέες του τις αφομοιώσαμε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τις καταγράψαμε ως δικές μας – με πρώτη και καλύτερη την ίδια την ιδέα του τριπτύχου. Το εγχειρίδιό μας θα ήταν αναντίρρητα πεζότερο χωρίς τη συνδρομή του. Δημήτρης Ι. Κυρτάτας Σπύρος Ι. Ράγκος

[ 18 ]

Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

1. Πόλεις και αποικίες 1.1. Την πόλη περιβάλλουν πυργωμένα τείχη Ο Όμηρος περιγράφει την πόλη των Φαιάκων στο όριο του πραγματικού και του φανταστικού· πλησιέστερα στο φανταστικό. Την αποκαλεί Σχερία, παρόλο που προτιμά να κάνει λόγο για τους κατοίκους της ή για τον δήμο των Φαιάκων. Εξηγεί ότι οι Φαίακες κατοικούσαν κάποτε κοντά στους Κύκλωπες, αλλά επειδή, ισχυρότεροι εκείνοι, τους έβλαπταν συχνά, ξεσπιτώθηκαν και αναζήτησαν νέο τόπο, παράμερα από τους άλλους, στο έσχατο όριο του πολυκύμαντου πελάγους. Η Σχερία περιλάμβανε το άστυ και την ύπαιθρο χώρα. Διάσπαρτοι, δέσποζαν ναοί των θεών. Το άστυ βρισκόταν σε ύψωμα, κυκλωμένο από μακρύ και ψηλό τείχος. Εκεί κατοικούσαν οι άρχοντες, αλλά και οι περισσότεροι απλοί κάτοικοι. Κάπου στο κέντρο του, πλάι στον ναό του Ποσειδώνα, ήταν η πλακόστρωτη αγορά. Από τις δυο πλευρές του σχηματίζονταν λιμάνια, όπου άραζαν τα καράβια, ανάλογα με τον καιρό. Ένας δρόμος οδηγούσε έξω από το τείχος. Πρώτο διακρινόταν το άλσος της Αθηνάς, με την κρήνη του και ολόγυρα λιβάδι. Παραδίπλα το τέμενος του βασιλιά Αλκίνοου: ένα καταπράσινο περιβόλι. Η ύπαιθρος χώρα ήταν μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες, με χωράφια και καλλιεργημένα κτήματα. Τα βοσκοτόπια παρέμεναν μάλλον κοινόχρηστα. Ένας ποταμός πότιζε τη γη και χυνόταν στη θάλασσα.

Την εξουσία στην πόλη κατείχε ο Αλκίνοος με αξίωμα κληρονομικό. Το αρχοντικό του ήταν λαμπρό, γειτόνευε ωστόσο με τις οικίες άλλων επιφανών ανδρών. Όλοι μαζί οι Φαίακες αποτελούσαν τον δήμο. Ξεχώριζαν οι αριστοκράτες ή ευγενείς - ο ποιητής τούς αποκαλεί βασιλῆας, δηλαδή «βασιλιάδες». Συμμετείχαν στη βουλή και συσκέπτονταν με τον Αλκίνοο για τα σοβαρά θέματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ασχολούνταν με τα καθημερινά τους έργα. Όσοι δεν καλλιεργούσαν τη γη ήταν ναυτικοί. Αν χρειαζόταν θα έπαιρναν τα όπλα. Στο νοικοκυριό του Αλκίνοου (ασφαλώς και σε άλλα αρχοντικά) υπήρχαν αρκετοί δούλοι (ο ποιητής τούς αποκαλεί δμῶας) και δούλες (δμωαί αλλά και ἀμφίπολοι). Ακόμη και στην απομονωμένη Σχερία κατέφθαναν κάποτε περαστικοί ξένοι. Ορισμένοι, όπως ο Οδυσσέας, επειδή είχαν χάσει τον δρόμο τους· άλλοι για να εμπορευτούν. Στις κοινωνίες της εποχής πλέον ευπρόσδεκτοι ήταν αυτοί που γνώριζαν χρήσιμες τέχνες: ο μάντης, ο γιατρός, ο μαραγκός αλλά και ο αοιδός (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.2-11.3 [σ. 174182]). Οι φανταστικές διηγήσεις κρύβουν συχνά απλές και μεγάλες αλήθειες. Τέτοια είναι η περίπτωση της ανύπαρκτης Σχερίας. Σε ολόκληρη σχεδόν την αρχαιότητα οι Έλληνες κατοικούσαν σε πόλεις που της έμοιαζαν. Πόλεις για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πρώτα απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα οι πολίτες. Οι πάντες γνώριζαν ποια ήταν και πού βρισκόταν η Αθήνα ή η Σπάρτη, αλλά προτιμούσαν να μιλούν για τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμόνιους ή τους Σπαρτιάτες. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλό σχήμα λόγου. Παρά την αγάπη που είχαν για τη γη τους και παρά τον σεβασμό που έτρεφαν για τους τάφους των προγόνων και τα ιερά τους, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν προτεραιότητα στην ασφάλεια και την ευδαιμονία των πολιτών. Αν η ανάγκη το έφερνε, ήταν αποφασισμένοι να αναζητήσουν ασφαλέστερη περιοχή. Δύο φορές στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και βρήκαν αλλού προσωρινό καταφύγιο. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να επιλέξουν και έναν μόνιμο νέο τόπο κατοικίας. Όπως το διατύπωσε ο στρατηγός τους Θεμιστοκλής πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, μπορούσαν να πάρουν τις οικογένειές τους και να εγκατασταθούν στην Ιταλία. Με μετεγκατάσταση αντέδρασαν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί άλλοι Έλληνες. Οι ελληνικές πόλεις είχαν συνήθως ένα άστυ, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες κατοικίες, και μια ύπαιθρο χώρα, από την οποία τρέφονταν. Ορισμένες είχαν αντί για άστυ μόνο μια ακρόπολη ή ένα σύνολο χωριών. Οι γνωστότερες, και πάντως οι σημαντικότερες, αν δεν ήταν κτισμένες πάνω στη θάλασσα, είχαν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν. Παρά τους κινδύνους της, η θάλασσα ήταν η καλύτερη οχύρωση και εξασφάλιζε την ταχύτερη δυνατή επικοινωνία. Σε καιρό πολέμου

αποτελούσε

την

ασφαλέστερη

οδό

ανεφοδιασμού

και

διαφυγής.

Στον

πλατωνικό Φαίδωνα ο Σωκράτης φαντάζεται τον κόσμο των Ελλήνων να κατοικεί γύρω από τη θάλασσα, όπως τα μυρμήγκια ή οι βάτραχοι γύρω από έναν βάλτο. Η θάλασσα ένωνε τους Έλληνες περισσότερο από ό,τι οι οροσειρές και τα ψηλά βουνά. Ως προς το μέγεθός τους οι ελληνικές πόλεις είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλές κατοικούνταν από λίγες χιλιάδες ανθρώπους. Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν πάνω από 200.000. Αρκετές γύρω στις 20.000. Ο αριθμός αυτός ήταν συνήθως επαρκής για τις ανάγκες τους και κατάλληλος για την εύρυθμη λειτουργία τους. Πολλές πόλεις πάντως είχαν πολύ λιγότερους

κατοίκους, χωρισμένους πάντα σε κατηγορίες. Οι πολῖται, που κατείχαν τη γη, είχαν πολιτικά δικαιώματα· οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι είχαν δικαίωμα στην εργασία και μπορούσαν να αγοράσουν σπίτια, αλλά δεν συμμετείχαν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ούτε κατείχαν καλλιεργήσιμα κτήματα. Σε πολλές πόλεις, όπως στην Αθήνα, αποκαλούνταν μέτοικοι. Όταν το καλούσε η ανάγκη, πολίτες και μέτοικοι στρατεύονταν και πολεμούσαν τους κοινούς εχθρούς της πόλης. Μοιρασμένοι στα νοικοκυριά βρίσκονταν πάντα και αρκετοί δούλοι. Από τον 6ο αιώνα ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ. Οι περαστικοί ξένοι ήταν γενικά ευπρόσδεκτοι στις πόλεις, με εξαίρεση τη Σπάρτη. Όλες οι πόλεις χρειάζονταν οχύρωση (και πάλι εκτός από τη Σπάρτη) και, όταν βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, λιμάνια, δηλαδή φυσικούς όρμους για να αράζουν τα πλοία. Οι ναοί που ήταν κτισμένοι μέσα στο άστυ ξεχώριζαν συνήθως για τη λαμπρότητά τους. Για την οικοδόμησή τους καταβάλλονταν μεγάλα έξοδα και προσλαμβάνονταν οι ικανότεροι τεχνίτες. Η λατρεία των θεών ήταν υπόθεση όλης της πόλης. Οι εορτές έδιναν στη ζωή νόημα και ρυθμό. Τα ναΰδρια έξω από το άστυ μπορούσαν κάποτε να έχουν επίσης μεγάλη αξία. Συχνά όριζαν την επικράτεια και την κυριαρχία της πόλης. Φροντίζοντας και προστατεύοντας τους αγροτικούς ναούς, μια πόλη φρόντιζε και προστάτευε τη γη της. Η αγορά ήταν τόπος εργασίας, εμπορίου, συναθροίσεων και συζητήσεων. Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού κόσμου οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ενότητες, που αποκαλούνταν ἔθνη. Συνεκτικό τους στοιχείο ήταν η συνείδηση μιας κοινής καταγωγής και η διαφύλαξη μιας κοινής λατρείας. Στα έθνη αυτά οι πόλεις (όσες υπήρχαν) και οι διακριτοί οικισμοί δεν διέθεταν πολιτική αυτονομία, αλλά συνεργάζονταν μεταξύ τους στενά, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Αρκαδίας, της Αχαΐας, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Έως τον 4ο αιώνα, τα έθνη δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις των Ελλήνων, αλλά αμέσως μετά ορισμένα από αυτά διευρύνθηκαν, δυνάμωσαν και επισκίασαν τις παλαιές πόλεις. Η φανταστική Σχερία υπενθυμίζει ότι η πλήρης περιγραφή μιας πόλης περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα ακόμη συστατικά στοιχεία: νερό, γη, μουλάρια ή βόδια και γάμους. Κανένας Έλληνας δεν ήταν τόσο αστόχαστος να θεμελιώσει πόλη σε περιοχή που δεν διέθετε ποταμό και άφθονα νερά - μολονότι από τις βροχοπτώσεις ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Πολλές μικρές πόλεις εκμεταλλεύονταν τα βουνά, τους λόφους και τα υψώματα. Εκτός από προστασία, οι ορεινοί όγκοι παρείχαν ξυλεία και προσφέρονταν για τη διαμόρφωση μικρών ιδιοκτησιών: περιβόλια και καλλιεργήσιμες πεζούλες - αἱμασιάς τις αποκαλούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες. Επιπλέον, και ίσως σημαντικότερο, στους πρόποδες των βουνών μπορούσαν να ζήσουν εύκολα τα κατοικίδια ζώα και να βρεθεί κατάλληλο κυνήγι. Οι κάμποι ήταν συνήθως ευφορότεροι, αλλά απαιτούσαν καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη προστασία. Επιπλέον, ευνοούσαν τη διαμόρφωση μεγάλων ιδιοκτησιών και άφηναν άκληρους τους φτωχότερους πολίτες. Για την καλλιέργεια της γης, και μάλιστα για το όργωμα, ήταν απαραίτητα τα μουλάρια και τα βόδια. Όταν δεν απασχολούνταν στις αγροτικές εργασίες, μπορούσαν να σύρουν τις άμαξες. Πολυτιμότερα ήταν τα βόδια, που προσφέρονταν και για τροφή.

Η θυσία τους στους θεούς ήταν πάντα η επιφανέστερη. Πριν από την εισαγωγή του νομίσματος, οι Έλληνες μετρούσαν με αυτά τις μεγάλες αξίες. Για την ξακουστή οικονόμο Ευρύκλεια (ταμίην και τροφόν την ονομάζει ο ποιητής) ο πατέρας του Οδυσσέα είχε πληρώσει είκοσι βόδια. Διαφορετικά, τις περιουσίες των αρχόντων τις μετρούσαν σε κοπάδια ζώων ή σε ετήσια παραγωγή δημητριακών. Πόλεις δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς γάμους. Η αναπαραγωγή των κατοίκων, και μάλιστα των πολιτών, ήταν διαρκές μέλημα και έγνοια κάθε οργανωμένης κοινότητας. Τα συχνά γαμήλια γλέντια επιβεβαίωναν ότι μια πόλη είχε μέλλον. Ιδανικό κάθε πόλης ήταν η αυτάρκεια και η πολιτική αυτονομία. Μια πόλη, αν ήταν δυνατόν, θα έπρεπε να παράγει όλα όσα είχε ανάγκη για την επιβίωση της και για την ευτυχία των κατοίκων της. Η πλήρης αυτάρκεια ήταν φυσικά μια ουτοπία που καμία ελληνική πόλη δεν μπόρεσε να επιτύχει. Κάθε τόπος είχε τους περιορισμούς του, ενώ οι επιθυμίες των ανθρώπων ούτε γνώριζαν ούτε γνωρίζουν όρια. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για την πολιτική αυτονομία. Κάθε πόλη είχε τη φιλοδοξία να καθορίζει μόνη της την πολιτική της, να επιλέγει τους φίλους της και τους εχθρούς της. Αλλά οι περισσότερες βρίσκονταν συνήθως κάτω από τον έλεγχο άλλων ελληνικών πόλεων, φανερά ή συγκαλυμμένα. Πολλούς αιώνες αργότερα όλες οι ελληνικές πόλεις βρέθηκαν ενωμένες κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι περισσότερες διατήρησαν ωστόσο τους βασικούς θεσμούς διοίκησης για τις εσωτερικές τους υποθέσεις καθώς και ένα αίσθημα διακριτής ταυτότητας και αυτόνομης ιστορικής διαδρομής. Οι ελληνικές πόλεις είχαν διάφορα πολιτεύματα. Από τον 7ο αιώνα και ύστερα, ελάχιστες εξακολουθούσαν να διοικούνται από κληρονομικό άρχοντα. Ο θεσμός της βασιλείας ανήκε στο παρελθόν και επιβίωνε σε απόμακρες περιοχές, στη Σπάρτη και στον μύθο. Τα γνωστότερα πολιτεύματα ήταν η αριστοκρατία, όπου κυβερνούσαν οι ευγενείς (ἄριστοι), η τυραννία, όπου κυβερνούσε ένας άρχοντας (τύραννος) χωρίς κληρονομικά δικαιώματα στην εξουσία, η ολιγαρχία, όπου κυβερνούσαν λίγοι, εύποροι πολίτες, και η δημοκρατία, όπου κυβερνούσαν όλοι οι πολίτες (δῆμος). Πολλούς αιώνες μετά την εποχή της μυθικής Σχερίας, ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να καταγράψει τι δεν θα έπρεπε να λείπει από μια ελληνική πόλη: τα δημόσια κτίρια (ἀρχεῖα), ένας τόπος άθλησης και παιδείας (γυμνάσιον), το θέατρο, η αγορά, το νερό που διοχετεύεται σε κρήνη και σπίτια καλύτερα από απλές καλύβες με στρογγυλές στέγες. Ακόμη και αν δεν τα διέθετε αυτά, μια πόλη έπρεπε να έχει τουλάχιστον σύνορα (ὅρους), που περιέκλειαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια. Από τη σκοπιά του Παυσανία, η Σχερία ίσως να μην ήταν μια κανονική πόλη, καθώς από την περιγραφή της απουσιάζουν σημαντικά δημόσια κτίρια. Αλλά οι απαιτήσεις άλλαζαν μέσα στον χρόνο και μαζί τους άλλαζε κάπως η εικόνα μιας ολοκληρωμένης πόλης. Περιγράφοντας τη Σχερία, ο ποιητής φρόντισε να τονίσει ότι τα πάντα ήταν ωραία και καλοφτιαγμένα: το λιμάνι, ο ναός, η αγορά, το σπίτι του βασιλιά. Επρόκειτο ασφαλώς για τόπο

φανταστικό, όπου όλα ήταν τέλεια. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Σχερία ήταν επίσης αυτάρκης και αυτόνομη, τότε ασφαλώς πλησίαζε το ελληνικό ιδανικό περισσότερο από κάθε άλλη πόλη - και ας μην είχε γυμνάσιο ή θέατρο.

1.2. Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός ξεκινούν ποιητικά. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δημιουργίες της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, είναι οι αρχαιότερες ολοκληρωμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε οπλισμένη από το κεφάλι του Δία, ο δομημένος κόσμος του Ομήρου αναδύεται στα μάτια μας ώριμος. Τα δύο αυτά έπη που η αρχαιότητα απέδωσε στον ίδιο ποιητή, τον θρυλικό Όμηρο, κατορθώνουν μέσα από χιλιάδες στίχους να διατηρήσουν μια αξιοθαύμαστη ενότητα αφηγηματικής πλοκής (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 2.1-2.2 [σ. 31-42]). Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης, στο πρώτο θεωρητικό σύγγραμμα περί ποιητικής τέχνης που μας διέσωσε η αρχαιότητα, θα μνημονεύσει πολλές φορές τα δύο έπη ως αξεπέραστα πρότυπα. Είχαν επιτύχει την ύψιστη αρετή κάθε καλλιτεχνικού έργου: την ενότητα του μύθου. Με τον πρώτο στίχο της αρχαιοπρεπέστερης Ιλιάδας ο ποιητής ζητούσε από τη Μούσα να υμνήσει την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα. Ο ελληνικός λόγος, στην πρώτη του εμφάνιση, δόξαζε τον δίκαιο θυμό του ἀρίστου. Ξεκινώντας ποιητικά, ο ελληνικός πολιτισμός εκκινούσε με έναν ύμνο στον πόλεμο και την αριστεία.

Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται όμως επίσης και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες. Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας έβλεπε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο εντοπίζεται στη σχέση της θνητής με την αθάνατη φύση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.10, 11.11, 11.12 [σ. 213-228]). Οι άνθρωποι παρουσιάζονται να θαυμάζουν, να σέβονται και να φοβούνται τους θεούς. Τους λατρεύουν με θυσίες και κάθε λογής προσφορές, τους υπενθυμίζουν σε δύσκολες στιγμές την έμπρακτη ευσέβεια που τους έχουν δείξει στο παρελθόν και τους ζητούν, με προσευχές και ικεσίες, την ευόδωση των νέων τους σχεδίων. Οι θεοί άλλοτε συναινούσαν και άλλοτε έδειχναν να αδιαφορούν. Ούτως ή άλλως η δική τους μακάρια κατάσταση δεν μπορούσε να απειληθεί από την επιτυχία ή την αποτυχία των

ανθρώπινων προσπαθειών. Αν το ήθελαν, μπορούσαν επίσης να επέμβουν οικειοθελώς για να σώσουν έναν αγαπημένο τους άνδρα ή για να πλήξουν κάποιον μισητό εχθρό. Γενικά στον ομηρικό κόσμο πίσω από οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια κρυβόταν η επέμβαση, θετική ή αρνητική, μιας θεότητας ή η υπεροπτική αδιαφορία των θεών στο σύνολό τους. Οι άνθρωποι επέρριπταν συχνά στους θεούς την ευθύνη για τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Δεν ήταν όμως άγνωστη στον Όμηρο η ηθική υπαιτιότητα του ατόμου. Η συμφορά που έπληττε έναν θνητό λογιζόταν ως συνέπεια τόσο των δικών του επιλογών, για τις οποίες ήταν πλήρως υπεύθυνος, όσο και της θείας δράσης. Η θεϊκή και η ανθρώπινη γραμμή αιτιότητας έβαιναν παράλληλα και αποσκοπούσαν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα της ζωής με τρόπο που να μην υποτιμά ούτε την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων ούτε την υπεροχή των θεών. Με τον τρόπο αυτό ο ατομικός ανθρώπινος βίος εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο θεϊκής και κοσμικής τάξης. Στον ομηρικό κόσμο ἄριστος ήταν εκείνος που έπραττε σωστά και μιλούσε όμορφα. Λόγος και πράξη αποτελούσαν τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής. Η εναρμόνιση λόγων και έργων ήταν «η μόνη αληθινά ελληνική μουσική», θα έγραφε πολύ αργότερα ο Πλάτων. Στην όμορφη ομιλία περιλαμβάνονταν τόσο η δύναμη νοητικής ανάλυσης των περιστάσεων με στόχο την εύρεση καίριας λύσης όσο και η ικανότητα να παρουσιαστεί η λύση με τρόπο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δηλαδή πειστικά. Η ορθή πράξη, από την άλλη μεριά, σήμαινε τη δύναμη να τεθεί η λύση που βρέθηκε σε πρακτική εφαρμογή. Στον πολεμικό κόσμο της Ιλιάδας σπουδαιότερη από όλες τις πράξεις ήταν η νίκη σε μια μονομαχία και σπουδαιότερη από όλες τις αρετές η ανδρεία. Ἄριστος ήταν, κατά κύριο λόγο, ο θαρραλέος και ισχυρός στη μάχη. Ο Όμηρος παρουσίαζε ως ιδανικό τον τύπο ανθρώπου στον οποίο σκέψη, απόφαση, λόγος και πράξη αποτελούν διακριτές στιγμές σε ένα συνεχές φάσμα, που ορίζεται στο ένα άκρο του από τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες και στο άλλο από τις εξωτερικές, φανερές ενέργειες. Οι φάσεις αυτού του συνεχούς αποσκοπούσαν στην επιτυχία και τη διάκριση. Η ομηρική επιταγή αφορούσε την πρωτιά: «να είσαι ο πρώτος και ο καλύτερος από όλους τους άλλους» (αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων), συμβούλευε τον Αχιλλέα ο δάσκαλός του. Υπήρχαν ωστόσο όρια. Το αξεπέραστο όριο της ανθρώπινης δράσης ήταν βεβαίως το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου. Οι ήρωες του Ομήρου επιδίωκαν την υπεροχή και την επιτυχία, γνώριζαν όμως ότι δεν ήταν θεοί. Η διαφορά ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους υπήρξε, στην ελληνική νοοτροπία, καθοριστική και αγεφύρωτη. Η θνητότητα των ανθρώπων δεν σήμαινε μόνο το αναγκαστικό πέρας του βίου τους. Σήμαινε επίσης ότι η ζωή τους ήταν γεμάτη κόπους, φροντίδες και μέριμνες, σε αντίθεση με την ξένοιαστη ύπαρξη των αθανάτων. Σήμαινε ακόμη ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας ήταν περιορισμένος. Συχνά οι θνητοί κατανοούσαν το νόημα γεγονότων που είχαν ήδη ζήσει ύστερα από την παρέλευση πολλών ετών. Δεμένοι στο εδώ και στο τώρα, και αγκιστρωμένοι στα συμφέροντα της δικής τους περιορισμένης ζωής, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα τον ευρύτερο ορίζοντα των θεών.

Οι θεοί του Ομήρου, που ήταν σε μεγάλο βαθμό οι θεοί ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας, δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι ούτε παντογνώστες. Έβλεπαν τα πράγματα ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα και τους δικούς τους περιορισμούς - και δρούσαν ανάλογα. Έτσι προέκυπτε και μεταξύ τους ο πόλεμος. Πάνω από το γήινο πεδίο της Τροίας, καθώς παρακολουθούσαν τη σύγκρουση των θνητών, οι ίδιοι οι θεοί πάλευαν, κάποτε σώμα με σώμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η ανθρώπινη ύπαρξη γινόταν ακόμη πιο επισφαλής. Δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς βέβαιος ότι με τη συμπεριφορά και με τις επιλογές του δεν είχε προκαλέσει, άθελά του ίσως, την οργή ή τον φθόνο κάποιου θεού. Παρ᾽ όλα αυτά, ο Όμηρος δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα της ματαιότητας των πάντων. Αντίθετα, θεώρησε την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια παροδική λάμψη, που δεν χάνει καθόλου το μεγαλείο της επειδή συμβαίνει να μην είναι αιώνια. Το ζήτημα ήταν η ποιότητα και η ένταση της λάμψης.\ Όταν ο Αχιλλέας, ο κατεξοχήν ήρωας της Ιλιάδας, αντιμετώπισε το δίλημμα μιας πολύχρονης αλλά άσημης ζωής ή ενός τιμημένου και ένδοξου θανάτου σε νεαρή ηλικία, μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει την πρώτη εκδοχή. Κανένας επίσημος νόμος δεν του επέβαλλε να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου και κανένα δικαστήριο δεν θα τον έκρινε ένοχο αν αντιδρούσε με ρεαλιστική μετριοπάθεια. Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχαν ηθικά καθήκοντα. Η επαινετή συμπεριφορά βασιζόταν σε έναν κοινά αποδεκτό κώδικα τιμής. Όποιος αποδεικνυόταν κατώτερος των περιστάσεων ήταν ένας ατιμασμένος δειλός (κακός), όχι ένας ένοχος που είχε παραβεί τον νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίζει στα μάτια συγγενείς και φίλους. Οι συμπατριώτες θα τον έψεγαν σε κάθε ευκαιρία, και θα ήταν αναγκασμένος να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Μάλιστα, η αἰδώς για μια επαίσχυντη πράξη ήταν ευθέως ανάλογη με την αξία του πράττοντα και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Επιλέγοντας την οδό του ένδοξου θανάτου, ο Αχιλλέας φανέρωνε έμπρακτα την υπεροχή του. Το αντίθετο θα τον έκανε να ντρέπεται και να νιώθει μικροπρεπής, όχι να έχει τύψεις συνείδησης ή ενοχές. Η ζωή αποκτούσε νόημα μόνο για εκείνους που μπορούσαν να τη θυσιάσουν εκούσια, χωρίς να ελπίζουν σε μεταθανάτια ευδαιμονία. Το πολιτικό ήθος που εξυμνούσε ο Όμηρος προϋπέθετε τον πόλεμο, αφού εκεί αναδεικνυόταν ο άριστος. Πολεμώντας εναντίον των αντιπάλων του, ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε πρωτίστως για τη δική του δόξα, για το κλέος του (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 12 [σ. 245-277]). Χρέος του ήταν λιγότερο να υπερασπιστεί κάποια επαπειλούμενα αγαθά και περισσότερο να φανεί σε όλους άξιος - και συνεπώς αντάξιος των περιστάσεων στις οποίες, τυχαία ή μοιραία, βρέθηκε. Δίπλα στη βίαιη σύγκρουση των εχθρών, βλάσταινε έτσι ο ανταγωνισμός των συμπολεμιστών για την κατεξοχήν πολεμική αρετή: την ανδρεία. Για να αναδείξει την αμφίθυμη στάση των ανθρώπων απέναντι στο επώδυνο γεγονός του πολέμου, ο Ησίοδος, ο δεύτερος ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε, στο ειρηνικό και διδακτικό έπος Έργα και ημέρες, την αγαθή από την κακή έριδα. Η πρώτη έκανε τους ανθρώπους να προοδεύουν αμιλλώμενοι, η άλλη τούς έριχνε στα χειρότερα δεινά. Ο Ησίοδος γνώριζε καλά ότι η διάκριση αυτή ισχύει μόνο στην πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία σε ειρηνικές περιόδους. Εκεί

μόνο επικρατεί η δικαιοσύνη (δίκη), το μεγάλο και τελικό δώρο του Δία στους θνητούς. Στη φύση που δεν γνωρίζει πολιτισμό εξακολουθούσε, κατά τη γνώμη του, να ισχύει άκρατος και αδυσώπητος ο νόμος του ισχυρότερου, όπως ακριβώς ίσχυε και μεταξύ των θεών στα πρώτα στάδια εξέλιξης του κόσμου. Την έριδα που ο Ησίοδος με αναλυτικό πνεύμα διχοτόμησε στο ποίημα για την ειρηνική ανθρώπινη ζωή, την είχε παρουσιάσει προηγουμένως ως ενιαία. Στη Θεογονία του ο πόλεμος των γενεών θεωρήθηκε παράγοντας καθοριστικός και, τελικά, αγαθοποιός για την εξέλιξη του σύμπαντος. Η τάξη του κόσμου και των ολύμπιων θεών προήλθε, κατά τη γνώμη του ποιητή, από μια βίαιη ρήξη με το άγριο παρελθόν των άθεσμων και άτακτων απαρχών. Η πρόοδος και η ευημερία πληρώνονταν με αίμα - και όχι μόνο στην ποίηση. Οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν υποχρέωσή τους να συνάπτουν συνθήκες ειρήνης για διάστημα που να μην ξεπερνά τα 30 χρόνια - αν και σχεδόν ποτέ δεν τηρήθηκε πραγματική εκεχειρία για τόσο πολύ χρόνο. Φαίνεται να πίστευαν ότι κάθε γενιά έπρεπε να έχει τον δικό της πόλεμο. Μια ολόκληρη ζωή δίχως την απειλή πολέμου θα μείωνε το σθένος και το φρόνημα των πολιτών και θα προκαλούσε γενική ύφεση, ακόμη και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Ο πόλεμος, είτε ως βίαιη σύρραξη με έναν εξωτερικό εχθρό είτε ως ειρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών, έτρεφε την πολιτική και τον πολιτισμό. Η μεγαλύτερη εφεύρεση του 8ου αιώνα ήταν η δημιουργία του πρώτου συστήματος φωνητικής γραφής. Η εφεύρεση αυτή προϋπέθετε μεγάλη αφαιρετική ικανότητα και υψηλό βαθμό νοητικής ανάλυσης, γιατί η φωνητική γραφή, αντίθετα από τα προγενέστερα συλλαβικά συστήματα, κατέγραψε όλους τους φθόγγους μιας γλώσσας (Χριστίδης κεφ. 3.4.6 [σ. 57-63], κεφ. 5 [σ. 91107]). Υιοθετώντας το φοινικικό αλφάβητο, οι Έλληνες τροποποίησαν τις φωνητικές αξίες των συμβόλων του, πρόσθεσαν ορισμένα νέα γράμματα και, το σημαντικότερο, έδωσαν γραπτή μορφή στα φωνήεντα. Δεν είναι γνωστό ποιοι λόγοι ώθησαν στη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η διευκόλυνση του εμπορίου με τη δημιουργία λογιστικών πινάκων είναι μια εύλογη υπόθεση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημιουργία του αλφαβήτου δεν ήταν άσχετη με τις μεγάλες ομηρικές συνθέσεις. Οι επικοί ποιητές χρησιμοποίησαν πιθανότατα τη νέα τεχνολογία της γραφής για να οργανώσουν αφηγηματικά ένα πολυσχιδές και ετερογενές υλικό προφορικής (αλλά όχι λαϊκής ή λαϊκότροπης) ποίησης. Το πρώτο φωνητικό αλφάβητο ενδέχεται να δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει όχι τις καθημερινές και πρακτικές ανάγκες των εμπόρων αλλά τις απαιτήσεις ενός υψηλού πολιτισμού. Η γλώσσα στην οποία είναι συντεθειμένα τα δύο έπη δεν μιλήθηκε ποτέ από τα μέλη κάποιας ελληνικής κοινότητας. Η ομηρική διάλεκτος είναι γλώσσα τεχνητή, φτιαγμένη για την ποίηση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 1.4 [σ. 17-18]). Μέσα της συμφύρονται στοιχεία από τις σπουδαιότερες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Στο Αιγαίο, τη θάλασσα που συνδέει την Ευρώπη με την Ανατολή, η ιωνική και η αιολική ενώθηκαν με άλλες μικρότερης εμβέλειας διαλέκτους και έδωσαν το πρώτο γνωστό δείγμα λόγου του ελληνικού πολιτισμού.

Οι Έλληνες ήταν διαχωρισμένοι σε φυλές. Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι Ίωνες (στην Αττική, την Εύβοια, την κεντρική Μικρά Ασία και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου), οι Αιολείς (στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια) και οι Δωριείς (στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και το βορειοδυτικό άκρο, στην Κρήτη, τη Μήλο, τη Θήρα, τα Δωδεκάνησα και την περιοχή της Αλικαρνασσού). Υπήρχαν βέβαια και άλλες μικρότερης εμβέλειας ή επιρροής φυλετικές ομάδες (για παράδειγμα, στην Αρκαδία, την Αχαΐα, τη δυτική Στερεά και την Κύπρο) που χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο συντηρητισμό και μικρή σχετικά πρόοδο στα πολιτιστικά έργα. Από τις εστίες τους οι τρεις βασικές φυλές των Ελλήνων εξαπλώθηκαν στη Δύση. Κάθε φυλή μιλούσε τη δική της διάλεκτο, που ήταν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας. Επειδή οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομες κρατικές οντότητες με σχετική αυτάρκεια και

πολιτική

ανεξαρτησία,

οι

διάλεκτοι

της

ελληνικής

υπέστησαν

περαιτέρω

τοπικές

διαφοροποιήσεις. Έτσι, τα δωρικά που μιλούσαν στη Λακωνία ήταν διαφορετικά από αυτά των Μεγάρων ή της Κορίνθου, και η αιολική της Λέσβου είχε σημαντικές αποκλίσεις από τις αιολικές διαλέκτους της Θεσσαλίας. Αυτή η ενότητα μέσα στη διαφορά που ανιχνεύεται στη γλώσσα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με πάμπολλες εφαρμογές: από την πολιτική έως τη θρησκευτική ζωή και από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων έως τις βαθύτερες σκέψεις των φιλοσόφων, κάθε πράγμα φαίνεται να μοιάζει με τα άλλα και ωστόσο είναι διαφορετικό. Οι Έλληνες ενθάρρυναν τη διαφοροποίηση μέσα σε κάθε δεδομένο κοινό πλαίσιο. Στην Ιλιάδα οι

κάτοικοι

της

Ελλάδας -ο

ποιητής

δεν

τους

αποκαλεί

Έλληνες

αλλά Δαναούς, Ἀχαιούς ή Ἀργείους- εμφανίζονται συνασπισμένοι σε μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τρώων και των συμμάχων τους. Η φυλετική ενότητα που αισθάνονταν, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό, είναι εμφανής. Και οι αντίπαλοί τους όμως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, όμοιοι με αυτούς. Οι Τρώες λάτρευαν τους ίδιους θεούς, είχαν τον ίδιο κώδικα τιμής, ακολουθούσαν τις ίδιες αξίες, διέθεταν τα ίδια ήθη και έθιμα (ταφικά και άλλα), μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Στο πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι σε όλα όμοιοι με τους αντιπάλους τους που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο κόσμος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που περιγράφει ο Όμηρος ήταν σχετικά ενιαίος και αδιαίρετος.

1.3. Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός Ο Ησίοδος δεν ήταν ευτυχισμένος με το χωριό όπου ζούσε, τη βοιωτική Άσκρα στην πλαγιά του Ελικώνα. Το θεωρούσε κακό τον χειμώνα και μίζερο το καλοκαίρι· ποτέ δεν το έβρισκε ευχάριστο. Η οικογένεια του καταγόταν από την αιολική Κύμη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Καθώς ο πατέρας του ήταν άτυχος, αναγκάστηκε να παρατήσει τις θαλάσσιες εμπορικές επιχειρήσεις και να εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος εργάστηκε ως κτηνοτρόφος και αγρότης. Μια μέρα, καθώς έβοσκε πρόβατα, δέχτηκε το κάλεσμα των Μουσών και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και την αλήθεια. Προφανώς διέθετε καλή παιδεία και είχε μεγάλη εξοικείωση με την Ιλιάδα - ίσως και με την Οδύσσεια. Σε αντίθεση με τον λίγο παλαιότερό του Όμηρο, που δεν δηλώνει ποτέ το όνομά του, αυτός συστήνεται με υπερηφάνεια και, ως έναν βαθμό, αυτοβιογραφείται (Κακριδής κεφ. 1.5 [σ. 36-39]). Το θέμα που επέλεξε στο ποίημα του Έργα και ημέρες είναι παράδοξο με βάση τα ομηρικά κριτήρια. Απευθυνόμενος ευθέως στον αδελφό του Πέρση, τον κατηγορεί ότι, παρόλο που είχε ιδιοποιηθεί με άδικο τρόπο μεγαλύτερο μέρος από όσο του αναλογούσε στην πατρική κληρονομιά, με την αστόχαστη συμπεριφορά του βρέθηκε πάλι σε ανάγκη. Του δίνει λοιπόν πρακτικές οδηγίες για τις καθημερινές ασχολίες ενός αγρότη. Συμβουλεύοντας τον αδελφό του, βρίσκει την ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Όσα διδάσκει είχαν, κατά τη γνώμη του, γενική ισχύ. Τόσο γενική ισχύ είχαν οι συμβουλές του Ησιόδου, ώστε μοιάζουν αυτονόητες. Δεν χρειαζόταν να καταφύγει στο διδακτικό του έπος ένας αγρότης για να πληροφορηθεί πότε αρχίζει το όργωμα και πότε ο θερισμός. Ακόμη και ο Πέρσης θα πρέπει να ήξερε καλά τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι ηθικές παραινέσεις. Ο πλουτισμός που γίνεται αυτοσκοπός θεωρείται καταδικαστέος, ενώ επαινείται η σύνεση και το μέτρο, το δίκαιο και προπαντός η ευσέβεια. Τα πάντα έπρεπε, σύμφωνα με τον ποιητή, να αρχίζουν και να τελειώνουν με μια προσευχή. Αλλά και οι ηθικές αυτές παραινέσεις ηχούν αρκετά κοινότοπες. Η εναλλαγή των εποχών και οι απρόοπτες μεταβολές της φύσης έφερναν πάντα τον άνθρωπο πλησιέστερα στον θεό. Ο θεός έστελνε τη βροχή, αλλά ευθυνόταν και για την ανομβρία. Ο θεός έστελνε τον κεραυνό και έκανε τη γη να σείεται. Την εύνοια των θεών όφειλαν να την εξασφαλίζουν οι αγρότες με τη χρηστή τους διαγωγή. Μολονότι ο Ησίοδος έζησε γύρω στο 700, η καλλιέργεια της γης, όπως την περιγράφει, γινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα. Η πραγματική αξία του ποιήματος ενδέχεται να βρισκόταν στην ίδια την επιλογή του θέματος. Σε μια εποχή που τα ομηρικά έπη υμνούσαν λαμπρά πολεμικά κατορθώματα, ο Ησίοδος στράφηκε στην αγροτική παραγωγή. Γι᾽ αυτόν ήρωας δεν ήταν ο ευγενής πολεμιστής που θυσίαζε τη ζωή του για την τιμή του, αλλά ο αγρότης που αφιέρωνε τη ζωή του στην παραγωγή και την οργάνωση του νοικοκυριού. Στον κόσμο του Ησιόδου ο πόλεμος ήταν μαζί με τη σιτοδεία (λιμόν) και τις επιδημίες (λοιμόν) οι μεγαλύτερες συμφορές. Και η γυναίκα, από γοητευτικό αντικείμενο επιθυμίας

για το οποίο άξιζε να πεθάνει ή να οργώνει τις θάλασσες ένας ήρωας, έγινε στην καλύτερη περίπτωση ένας βοηθός στην εργασία· στη χειρότερη, ένας άχρηστος καταναλωτής ή μια επικίνδυνη ξελογιάστρα. Η εξύμνηση του αγρότη ενδέχεται να ήταν επιλογή επαναστατική. Μια μεγάλη και σημαντική κοινωνική τάξη διεκδικούσε με τον Ησίοδο θέση στην ποίηση και τον υψηλό πολιτισμό. Βάση για να ξεκινήσουν όλα, σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν τρία πράγματα: ένας οἶκος, μια γυναίκα και ένα βόδι. Ο οίκος, δηλαδή το νοικοκυριό, περιλάμβανε τα κτήματα και το σπίτι (οἰκίαν), τόπο διαμονής και ασφαλούς αποθήκευσης. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη βοηθός σε όλες τις δουλειές, ακόμη και τις εξωτερικές ή τις καθαρά αγροτικές. Στην αρχή ο αγρότης έπρεπε να αρκεστεί σε μια αγορασμένη γυναίκα, δηλαδή μια δούλη - η ώρα για την κανονική σύζυγο θα έπρεπε να έρθει όταν όλα ήταν τακτοποιημένα και η ηλικία κατάλληλη. Το βόδι χρειαζόταν για το όργωμα, τις μεταφορές αλλά και για πλήθος άλλες εργασίες. Μαζί με το βόδι ή στη θέση του ήταν χρήσιμο και το μουλάρι. Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να φανταστούμε τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών. Ένα νοικοκυριό με πολύ μικρή έκταση γης δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια και ανάγκαζε τον νοικοκύρη να αναζητήσει συμπληρωματικό εισόδημα. Συνηθέστερη λύση ήταν η προσφορά μισθωτής εργασίας. Ένα μεσαίο νοικοκυριό τα έφερνε ίσως βόλτα, αν ήταν καλά οργανωμένο και κατανάλωνε με οικονομία. Η οικογένεια εκτελούσε όλες σχεδόν τις αναγκαίες εργασίες με μικρή μόνο εποχική βοήθεια. Τρίτο ήταν το εύπορο νοικοκυριό, που παρήγε πλεόνασμα. Ένα μέρος του πλεονάσματος αποθηκευόταν για ασφάλεια και ένα άλλο κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα. Για τη φροντίδα του εύπορου νοικοκυριού χρειάζονταν αρκετά πρόσθετα χέρια. Πλάι στο μόνιμο προσωπικό καλούνταν, σε εποχές αιχμής, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μισθωτοί. Ο Ησίοδος ασχολείται με αυτό το τρίτο, το εύπορο νοικοκυριό. Ο αγρότης τον οποίο αποφάσισε να υμνήσει ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης έκτασης γης, με επιλογές στον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του. Εκτός από καλλιεργήσιμη γη, κατείχε αμπέλια, πρόβατα, κατσίκια, μελίσσια και ό,τι άλλο μπορούσε να εξασφαλίσει ευμάρεια - ασφαλώς και ελαιόδενδρα, μολονότι ο Ησίοδος δεν τα μνημονεύει. Αυτός ο συγκεκριμένος τύπος αγρότη διεκδικούσε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα - και στο δημοφιλές έπος. Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα θαλασσινά ταξίδια. Αντιλαμβανόταν ωστόσο ότι ήταν μια προσοδοφόρος λύση για τη διοχέτευση του αγροτικού πλεονάσματος. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο εύπορος αγρότης κατείχε συχνά το δικό του μικρό ή μεγάλο πλοίο, με το οποίο μπορούσε να διακινήσει τα αγαθά του. Αν όλα πήγαιναν καλά, το κέρδος ήταν γρήγορο και αξιόλογο. Ο προορισμός του κέρδους ήταν πάντως να επενδυθεί και πάλι σε γη. Μόνο αυτή πρόσφερε ασφάλεια και κύρος. Εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών, στον κόσμο του Ησιόδου υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στο ένα άκρο ήταν οι επαίτες, οι εργάτες (θῆτες), οι δούλοι (δμῶες) και οι τεχνίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν επίσης οι αοιδοί - κάποιος έπρεπε να τραγουδά τα ηρωικά αλλά και τα διδακτικά έπη. Στο ίδιο άκρο βρίσκονταν ακόμη οι κλέφτες, όπως επίσης οι

περαστικοί ξένοι. Στο άλλο άκρο οι άρχοντες, με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη έκταση γης και εξουσία, πολιτική και δικαστική. Ο Ησίοδος τους αποκαλεί βασιλῆας και τους φαντάζεται να ασκούν μια εξουσία συλλογική. Στο άλλο του ποίημα, τη Θεογονία, επαινεί όσους από αυτούς ήταν ἐχέφρονες και δίκαιοι στις κρίσεις τους, αλλά στα Έργα και ημέρες τους χαρακτηρίζει συλλήβδην δωροφάγους. Είχε πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός του τους εξαγόρασε με δώρα για να τον αδικήσει στην κληρονομιά. Τα κρίματά τους τα πλήρωνε συχνά ολόκληρος ο δήμος. Οι αριστοκράτες ασφαλώς παινεύονταν για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά ο Ησίοδος προτίμησε να αποσιωπήσει τελείως το θέμα αυτό. Έτσι κι αλλιώς ο αγροτικός του κόσμος δεν επικοινωνούσε με αυτόν της αριστοκρατίας, που έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες. Ο κόσμος του Ησιόδου ήταν οργανωμένος σε πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στα τείχη για προστασία, αλλά είχαν τα κτήματα τους στους γειτονικούς κάμπους

και

τους

πρόποδες

των βουνών.

Ο

Ησίοδος

αποκαλεί

την Άσκρα,

όπου

κατοικούσε, κώμην, χωριό, επειδή ήταν μικρή αλλά και επειδή ήθελε να τη μειώσει. Ήταν όμως και αυτή μια ολοκληρωμένη πολιτεία με την αγορά της. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει περιστασιακά, γιατί ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα από το κέντρο για να περιγράψει το αγροτικό νοικοκυριό. Ωστόσο, από τους υπαινιγμούς του γίνεται σαφές ότι στην αγορά συνέβαιναν σημαντικά πράγματα. Εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προφανώς για εργασία και εμπορικές ανταλλαγές. Εκεί διεξάγονταν οι δίκες - και… οι κακοδικίες. Στα ομηρικά έπη οι ήρωες απέδιδαν μεγάλη σημασία στους συντρόφους τους, τους ἑταίρους. Πήγαιναν στον πόλεμο μαζί, αγωνίζονταν πλάι πλάι και, όταν έφτανε η ώρα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν πάλι μαζί. Στον αγροτικό κόσμο του Ησιόδου σημασία είχαν οι γείτονες. Ο καλός γείτονας ήταν μεγάλος θησαυρός. Αποτελούσε το καθημερινό στήριγμα, τον συνεργάτη και τον βοηθό. Δάνειζε και δανειζόταν. Σε ώρα ανάγκης οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο χωρίς χρονοτριβή. Στο εσωτερικό του νοικοκυριού, πάντως, ο εύπορος αγρότης του Ησιόδου βασιζόταν κυρίως στους δούλους του. Οι δμῶες ήταν μια αυτοαναπαραγόμενη κοινωνική ομάδα: τα παιδιά τους γίνονταν και αυτά δμῶες. Για την προέλευσή τους ο Ησίοδος δεν ανέφερε τίποτε. Πιθανότατα ούτε και γνώριζε. Στην εποχή του ο θεσμός που τους κρατούσε υπόδουλους ήταν καλά εδραιωμένος. Δεν πληροφορούμαστε επίσης αν κάποιος δμώς μπορούσε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία του ή αν κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να υποδουλωθεί. Στην κοινωνία του Ησιόδου υπήρχαν πιθανότατα και δούλοι αγορασμένοι από ξένο τόπο, θύματα πειρατείας ή πολέμου (όπως εξηγούν τα ομηρικά έπη). Αλλά αυτοί δεν μπορεί να ήταν πολλοί. Γίνεται λόγος για μία μόνο αγορασμένη γυναίκα σε κάθε εύπορο νοικοκυριό. Το καλοκαίρι οι δμῶες κοιμούνταν στο ύπαιθρο και για τον χειμώνα έχτιζαν οι ίδιοι ξύλινα καλύβια. Μια φορά τον μήνα γινόταν επιθεώρηση εργασίας και έπαιρναν την αμοιβή που τους αναλογούσε για να συντηρηθούν. Για τον θεσμό της οικογένειας ο Ησίοδος είχε να πει αρκετά. Τον απασχολούσε η σωστή επιλογή της συζύγου, που θα έπρεπε να είναι παρθένος και, όσο γινόταν, από το κοντινό περιβάλλον - κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι λογής ήταν μια εντελώς ξένη γυναίκα, όπως λέει.

Για να τα οργανώσει όλα σωστά, ο σύζυγος χρειαζόταν να φτάσει τα τριάντα χρόνια και, για να παραμένει επαρκώς ενάρετη, η σύζυγος θα έπρεπε να είναι κάτω από τα δεκαεπτά. Η απιστία ήταν μια μόνιμη έγνοια. Οι κίνδυνοι ελλόχευαν τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω. Το ζήτημα είχε μια ηθική, μια ψυχολογική αλλά και μια πρακτική πλευρά. Υπέρτατη αξία, αυτή που εξασφάλιζε στον άνθρωπο ένα είδος αθανασίας, ήταν τα γνήσια τέκνα - και τα γνήσια τέκνα των τέκνων. Η μοιχεία διέκοπτε αυτή την πολύτιμη αλυσίδα. Η γη και η ακίνητη περιουσία μοιράζονταν ισότιμα σε όλα τα αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια έπαιρναν μάλλον κινητά αγαθά. Όσο ευπορότερος ήταν ο αγρότης τόσο λιγότερα αγόρια επιθυμούσε να αποκτήσει. Προφανώς η διανομή της περιουσίας και ο κατακερματισμός της γης δεν επέτρεπαν στα πολλά παιδιά να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα τους. Διαφορετικά, η πολύτεκνη οικογένεια μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά χέρια για να αυξήσει την περιουσία της. Ο Ησίοδος θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε πάντα διαθέσιμη γη για αγορά. Όταν ο ένας αγρότης ευημερούσε, ο άλλος αστοχούσε.

1.4. Όλοι σχεδόν οι θεοί ήρθαν από την Αίγυπτο Ο Όμηρος δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση των θεών. Αναφέρει περιστασιακά τον Ωκεανό και την Τηθύν ως το θεϊκό ζεύγος από το οποίο εκβλάστησαν οι υπόλοιποι θεοί και υπαινίσσεται ότι η Νύκτα υπήρξε ίσως η σκοτεινή μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ολύμπια τάξη. Με το ερώτημα της αρχής του κόσμου και των θεών ασχολήθηκε πρώτος ο Ησίοδος. Στη Θεογονία έθεσε στον εαυτό του το εξαιρετικά δύσκολο έργο να απαριθμήσει όλες τις γενιές των θεών, ξεκινώντας από την πρώτιστη αρχή. Με τη συνδρομή των Μουσών, που τον ενέπνευσαν, τα κατάφερε περίφημα. Μέσα σε 1.000 περίπου στίχους ξετύλιξε ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό πάνθεο, οργανώνοντάς το σε ένα πολυσχιδές γενεαλογικό δέντρο που εκτεινόταν σε τρεις γενιές: τη γενιά του Ουρανού και της Γαίας, τη γενιά του Κρόνου και της Ρέας και, τέλος, την κυρίαρχη γενιά του Δία και των υπόλοιπων ολύμπιων θεών που διοικούσαν το σύμπαν στο παρόν. Ο μύθος διαδοχής, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της ησιόδειας Θεογονίας, προέρχεται από την Ανατολή. Πολλούς αιώνες πριν από την ανάδυση της θεογονικής ποίησης στην Ελλάδα, διάφοροι λαοί στην Εγγύς Ανατολή (Βαβυλώνιοι, Χετταίοι και άλλοι) είχαν δημιουργήσει και αναπτύξει επικές θεογονίες, των οποίων οι ομοιότητες με αυτή του Ησιόδου αποκλείεται να οφείλονται στην τύχη. Πώς ακριβώς τα ανατολικά έπη μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου, τι είδους μεταφράσεις υπέστησαν και με ποιον τρόπο εμβολιάστηκαν στον κορμό των αυτόχθονων μύθων της ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πάντοτε σαφές. Η περιοχή της Συρίας, πάντως, είναι ο πιθανότερος χώρος από τον οποίο, μέσω της Κύπρου και στη συνέχεια της Εύβοιας, έφτασαν οι ανατολικές επιρροές σε ελληνικό έδαφος. Η ανατολική επίδραση φαίνεται επίσης στα έργα του υλικού πολιτισμού, κατά τον 8ο και τον πρώιμο 7ο αιώνα. Ελεφαντοστό, πολύτιμοι λίθοι και σκαλισμένοι σφραγιδόλιθοι έρχονταν στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Τα θυμιάματα που άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη λατρεία ήταν ανατολικής προέλευσης και συνέχισαν να εισάγονται στην Ελλάδα από τον Λίβανο (κυρίως) έως το τέλος της αρχαιότητας. Χάλκινα και ασημένια αγγεία που προέρχονταν από εργαστήρια ανατολικών λαών, κάποια μάλιστα και με αραμαϊκές-φοινικικές επιγραφές, αφιερώνονταν σε ελληνικά ιερά. Λατρευτικά προσωπεία, που βρέθηκαν στη Σάμο και τη Σπάρτη, φέρουν αδιάψευστη τη σφραγίδα της Ανατολής. Ακόμη και οι πολύ γνωστές παραστάσεις του Δία και του Ποσειδώνα, που κρατούν τον κεραυνό ή την τρίαινα στο δεξί χέρι, έχουν τις απαρχές τους σε ανατολικά πρότυπα. Η επίδραση της Ανατολής υπήρξε εμφανής και στην αρχιτεκτονική. Οι μεγάλοι κτιστοί βωμοί για μεγαλοπρεπείς θυσίες αντλούσαν από ανατολικά πρότυπα, και ο χαρακτηριστικός τύπος του ελληνικού ναού που πρωτοεμφανίστηκε αυτή την περίοδο -το ιερό κτίριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού και αποτελούσε, με μια έννοια, την κατοικία του- έχει επίσης ανατολική προέλευση. Για να δηλωθεί η σημασία του ανατολικού στοιχείου στην αναγέννηση της ελληνικής τέχνης και τεχνικής, η περίοδος του 8ου και του 7ου αιώνα ονομάζεται από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς της τέχνης «ανατολίζουσα». Αλλά και ο πρώτος χάρτης της οικουμένης που

σχεδιάστηκε στην Ελλάδα κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα αποτελεί μετεξέλιξη ενός πολύ παλαιότερου βαβυλωνιακού προτύπου. Η επίδραση της Ανατολής δεν περιορίστηκε στην τέχνη. Ο Ησίοδος αποτελεί ένα εξαίρετο πρώτο δείγμα της τάσης για γενίκευση, αφαίρεση και αναγωγή στο καθολικό, που χαρακτηρίζει την ελληνική σκέψη σχεδόν στο σύνολό της. Στον μύθο διαδοχής, τον οποίο ο ποιητής δανείστηκε από την Ανατολή, προστέθηκαν αφηρημένες θεότητες ως αρχέγονες δυνάμεις. Πρώτες και καλύτερες ήταν το Χάος και ο Έρως. Οι προσθήκες αυτές δείχνουν διάθεση φιλοσοφικής κατανόησης μέσα στην ίδια την παραδοσιακή ποίηση. Χάος ήταν η πρώτιστη και αδιαμόρφωτη σκοτεινή άβυσσος πριν από κάθε διαφοροποίηση, και Έρως η κύρια δύναμη εξέλιξης του σύμπαντος, η ορμή που φέρνει στο φως κάθε τι νέο. Κατά τον Ησίοδο, το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύκτα, και αυτά γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αιθέρας ήταν η λαμπρή όψη του χώρου, δηλαδή το φωτεινό στερέωμα του μεσημεριανού ουρανού, και Ημέρα η λαμπρή φάση του χρόνου. Το φως, συνεπώς, αποτελούσε γέννημα του σκότους, και η γέννηση ήταν μια φανέρωση που παράγεται από τη σκοτεινή αφάνεια των πραγμάτων. Με την εισαγωγή αυτών των απρόσωπων και αμυθολόγητων θεοτήτων ο Ησίοδος έθετε το ερώτημα της αρχής του σύμπαντος με τρόπο που έβγαινε έξω από τα στενά όρια της μυθολογίας. Η γενιά του Χάους, για παράδειγμα, στην οποία κυριαρχούν -θα λέγαμε σήμερα- οι απειλητικές και ακαθόριστες δυνάμεις του ασυνειδήτου, παρουσιάστηκε ως ένα γενεαλογικό δέντρο το οποίο δεν ενώνεται πουθενά με το κυρίαρχο γενεαλογικό δέντρο της Γαίας. Το χάος, κατά κάποιον τρόπο, περιβάλλει την τάξη του κόσμου και την απειλεί. Ο Έρως πάλι, που εμφανίστηκε στην αρχή της Θεογονίας, δεν είχε κανέναν εμφανή ρόλο να παίξει στη μεταγενέστερη αφήγηση. Η δράση του μπορούσε μόνο να υπονοηθεί μέσα από τις διαρκείς γεννήσεις και τις έριδες των θεών. Όταν ο Ησίοδος συνένωνε δικές του πρωτότυπες συλλήψεις με υλικό προερχόμενο από την Ανατολή, ήθελε να δει τι κρύβεται πίσω από τον πέπλο των παραδοσιακών μύθων. Η διάθεσή του φαίνεται να αποσκοπούσε στον περιορισμό της εικονοποιίας, που είναι το χαρακτηριστικό κάθε μυθολογίας, προς χάριν της ίδιας της αλήθειας. Έτσι θα ξεκινούσε αργότερα η φιλοσοφία.

Η σημασία των αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, και ειδικά της Αιγύπτου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα ταξίδια. Στους επόμενους δύο αιώνες όμως σημαντικοί άνδρες ταξίδεψαν πολύ, από περιέργεια και διάθεση γνώσης. Κάποιοι, όπως ο Σόλων και ο Πυθαγόρας, λέγεται ότι επισκέφθηκαν την Αίγυπτο και εντυπωσιάστηκαν από τον πολιτισμό της. Η χώρα αυτή είχε ήδη γεμίσει δέος και σεβασμό τις καρδιές εμπόρων και μισθοφόρων στρατιωτών, οι οποίοι για πρακτικότερους λόγους βρέθηκαν στην επικράτειά της. Τα εκπληκτικά αγάλματα των θεών, οι επιβλητικοί ναοί και οι πυραμίδες -όλα δημιουργήματα μιας εποχής πολύ προγενέστερης από οτιδήποτε ελληνικό- μαζί με τους θρύλους, τους μύθους και τις δοξασίες που διηγούνταν οι ιερείς των Αιγυπτίων για τους θεούς, τη ζωή και τον θάνατο προκάλεσαν τέτοιο πηγαίο σεβασμό στους Έλληνες ταξιδευτές ώστε πολλοί θεώρησαν τελικά ότι τα ελληνικά επιτεύγματα είναι ασήμαντα παιχνίδια αν συγκριθούν με τα έργα του πολιτισμού αυτού. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν

στο σημείο να πιστέψουν ότι ακόμη και τους θεούς τους οι Έλληνες τους είχαν δανειστεί από εκεί. Ο Ηρόδοτος, τον 5ο αιώνα, ήταν ένας από αυτούς. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έναν ησιόδειο μύθο στον οποίο πέντε γένη ανθρώπων αντικαθιστούν διαδοχικά το ένα το άλλο, η ιστορική εξέλιξη στις ανθρώπινες κοινωνίες θεωρείται ως μια προοδευτική απομάκρυνση από τον κόσμο των απαρχών, έναν κόσμο εμβαπτισμένο στη μακαριότητα. Αυτό τον τέλειο κόσμο των απαρχών, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη σε αγαστή συνεννόηση με τους θεούς, έτεινε να εγκαταστήσει στο παρόν κάθε γνήσια τελετουργία που ακολουθούσε τα πατρώα ήθη και συνοδευόταν από σχετική μυθική διήγηση. Οι συμμετέχοντες μεταφέρονταν έτσι στη μυθική εποχή ενός φανταστικού παρελθόντος. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που οι Έλληνες θαύμασαν τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και επηρεάστηκαν καίρια από αυτούς στον δρόμο που θα οδηγούσε στη δική τους πολιτιστική έκφραση. Οι ανατολικοί πολιτισμοί, και ιδίως αυτός της Αιγύπτου, βρίσκονταν εγγύτερα στις απαρχές.

1.5. Η Πυθία έδωσε χρησμό να κτιστεί μια αποικία Μερικές δεκαετίες μετά τον Ησίοδο, γύρω στο 630, μια αντιπροσωπεία κατέφθασε στους Δελφούς. Υπήρχε εκεί από παλιά ένα ιερό μαντείο που έδινε απαντήσεις (χρησμούς) στις ερωτήσεις των επισκεπτών του. Ο άρχοντας της Θήρας (που διατηρούσε τον τίτλο του βασιλιά), προσφέροντας πλούσια θυσία εκατό βοδιών (ἑκατόμβην), ζητούσε να λάβει διάφορες συμβουλές, προφανώς για το καλό του τόπου του. Τον συνόδευαν πολλοί συμπολίτες του και ανάμεσά τους ένας ευγενής που λεγόταν Βάττος. Αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις που της έγιναν, η ιέρεια του μαντείου που ονομαζόταν Πυθία, από το στόμα της οποίας ακουγόταν η βούληση και η κρίση του Απόλλωνα, έδωσε χρησμό ότι έπρεπε να κτιστεί μια ἀποικία, δηλαδή μια νέα πόλη, στη Λιβύη. Γέρος και δυσκίνητος καθώς ήταν ο βασιλιάς, παρέπεμψε την υπόθεση στον Βάττο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Θήρας δεν ήξεραν ούτε καν πού βρίσκεται η Λιβύη· προτίμησαν λοιπόν να αγνοήσουν τη θεϊκή εντολή. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σημειώνει και μια δεύτερη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Βάττος είχε πάει από μόνος του στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για τη φωνή του, επειδή ήταν τραυλός. Πήρε πάντως τον ίδιο χρησμό. Μια άλλη, μεταγενέστερη πηγή ισχυρίζεται ότι ο Βάττος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θήρα μετά την ήττα του σε πολιτικές διαμάχες. Λίγο αργότερα οι κάτοικοι της Θήρας υποχρεώθηκαν από μια παρατεταμένη ανομβρία να υπακούσουν στον χρησμό. Ζήτησαν τη συνδρομή ενός ψαρά από την Κρήτη και, νησιώτες καθώς ήταν, έκαναν μια απόπειρα να εγκατασταθούν σε ένα νησί της Λιβύης. Ο ψαράς, που παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μόνος στο νησί να το φυλάει, δέχτηκε τη βοήθεια ενός εμπορευόμενου καραβοκύρη από τη Σάμο. Στη συνέχεια έφτασαν και οι πρώτοι άποικοι, που δεν ήταν πολλοί. Χωρούσαν όλοι σε δύο πενηντάκωπα καράβια. Είχαν επιλεγεί με κλήρο, ένας γιος από κάθε οικογένεια, αντιπροσωπεύοντας όλα τα τμήματα του νησιού. Για γυναίκες δεν γίνεται λόγος. Η ελπίδα ήταν, προφανώς, ότι θα υπήρχαν διαθέσιμες στον τόπο εγκατάστασης. Μη βλέποντας προκοπή, οι άποικοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Θήρα, αλλά δεν έγιναν δεκτοί και αναγκάστηκαν με τη βία να πάρουν και πάλι τον δρόμο του ξενιτεμού. Στο τέλος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του μαντείου, εγκαταστάθηκαν στην ακτή της κτηνοτρόφου Λιβύης, όπως τη χαρακτήριζε ο χρησμός, σε μια τοποθεσία με δύο όμορφα λιβάδια που τα διέσχιζε ένας ποταμός. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Λίβυοι ενοχλήθηκαν από την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή τους. (Στην αρχή δεν φαίνεται να είχαν δώσει σημασία.) Τους υπέδειξαν λοιπόν να μετακινηθούν δυτικότερα, σε καλύτερη περιοχή. Προσπερνώντας τις ωραιότερες εκτάσεις μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε μια κρήνη αφιερωμένη στον Απόλλωνα. «Εδώ είναι καλά για να κατοικήσετε, Έλληνες», τους είπαν, «διότι στον τόπο αυτό ο ουρανός είναι τρύπιος», δηλαδή βρέχει πολύ. Καθώς οι άποικοι ήταν αγρότες, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να αρχίσουν εκεί μια νέα ζωή και δέχτηκαν. (Δεν είχαν άλλωστε ούτε διάθεση ούτε δυνάμεις για να φέρουν αντίρρηση.) Η πόλη που έκτισαν ονομάστηκε Κυρήνη. Το μαντείο δεν τους λησμόνησε. Δυο γενιές αργότερα ενθάρρυνε πολύ κόσμο από διάφορα μέρη

της

Ελλάδας

να

αναζητήσει

εκεί

μια

καλύτερη

ζωή.

Στους

νέους

κατοίκους

μοιράστηκαν κλῆροι, δηλαδή ίσα μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Οι Λίβυοι αισθάνθηκαν πια

πραγματική απειλή και ζήτησαν τη συνδρομή του φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Αλλά η Κυρήνη είχε προκόψει τόσο πολύ στο μεταξύ, ώστε κατάφερε να νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό. Ο ποιητής Πίνδαρος, ήδη πριν από τον Ηρόδοτο, ύμνησε την ομορφοκτισμένη Κυρήνη για τα φημισμένα της άλογα και για τα άρματά της. Παίνεψε τον Βάττο, που έφτασε εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα, που φρόντισε να κτίσει ιερά άλση για τους θεούς και χάραξε μια ολόισια, σκυρόστρωτη οδό στον κάμπο, για να γίνονται οι απολλώνιες πομπές. Μνημονεύει επίσης τα παλάτια του Βάττου καθώς και τον τάφο του. Ενώ οι πάντες ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη, σε αυτόν παραχωρήθηκε μια θέση μέσα στην αγορά. Έτσι τιμούσαν οι αποικίες τον οἰκιστήν, δηλαδή τον πρώτο τους αρχηγό: σαν ήρωα. Οι κάτοικοι της Κυρήνης διατήρησαν, καθώς φαίνεται, καλές σχέσεις με τον αρχικό τους τόπο, τη Θήρα. Είχαν περάσει περίπου τρεις αιώνες από την ίδρυση της αποικίας, όταν αντιπρόσωποι από τη μητρόπολη τούς επισκέφθηκαν για να συσφίξουν τους δεσμούς. Όσα συμφωνήθηκαν χαράχτηκαν σε πέτρα, που τοποθετήθηκε στον ναό του Απόλλωνα. Στην επιγραφή αυτή, που η αρχαιολογική σκαπάνη ανέσυρε από τη λήθη, οι Θηραίοι υπενθύμιζαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αρχική επιλογή των αποίκων ήταν υποχρεωτική και ότι όποιος επιχειρούσε να διαφύγει καταδικαζόταν σε θάνατο. Εάν μέσα σε πέντε χρόνια δεν έβλεπαν προκοπή, τότε μόνο μπορούσαν να επιστρέψουν. Επίσης, ότι οι συγγενείς των πρώτων αποίκων που ζούσαν στη Θήρα είχαν δικαίωμα, εφόσον το επιθυμούσαν, να αποκτήσουν και αυτοί αδιάθετη γη στην Κυρήνη. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει επίσης στο φως υπολείμματα του ωραίου πλακοστρωμένου δρόμου, από όπου διέρχονταν οι θρησκευτικές πομπές. Οι αρχαίοι Έλληνες δίνουν συχνά την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Άλλοτε μεμονωμένα άτομα, άλλοτε οικογένειες και άλλοτε μεγάλες ομάδες ή ολόκληρες πόλεις εγκατέλειπαν με σχετική ευκολία τον τόπο τους για να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου αλλού. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να βρίσκονται πολύ μακριά από την κοιτίδα τους. Εκεί έκτιζαν μια αποικία, δηλαδή μια νέα πόλη που διατηρούσε, όσο ήταν εφικτό, καλές σχέσεις με τη μητρόπολη. Τις δύο πόλεις ένωναν δεσμοί αίματος, κοινές παραδόσεις και θρησκευτικές συνήθειες. Όμως, η αποικία ήταν από την πρώτη στιγμή μια ανεξάρτητη κοινότητα. Εάν το έφερνε η ανάγκη, δεν δίσταζε να αναμετρηθεί πολεμικά με τη μητρόπολη, όπως αναμετρήθηκε κάποια στιγμή η Κέρκυρα με την Κόρινθο. Συνέβαινε συχνά μια αποικία να ιδρύσει αργότερα νέες, δικές της αποικίες. Οι κάτοικοι της Θήρας, που ίδρυσαν την Κυρήνη, προέρχονταν από τη Σπάρτη, ενώ κάτοικοι της Κυρήνης ίδρυσαν με τη σειρά τους άλλες αποικίες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Οι αιτίες για τις συχνές μετακινήσεις θα πρέπει να ήταν πολλές. Ορισμένοι Έλληνες, όπως ο πατέρας του Ησιόδου, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ανέχεια. Άλλοι, όπως οι μυθικοί Φαίακες ή οι πραγματικοί Φωκαείς στην Ιωνία, ήθελαν να γλιτώσουν από επικίνδυνους γείτονες. Οι κάτοικοι της Θήρας πιέστηκαν, καθώς φαίνεται, από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και αποφάσισαν να απαλλαγούν από το πλεόνασμα του πληθυσμού, αυτό που δεν μπορούσαν να θρέψουν. Η συρρικνωμένη παραγωγή ενδέχεται μάλιστα να οδήγησε σε πολιτικές συγκρούσεις, που

επιβάρυναν το κλίμα περισσότερο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετακινήσεις έγιναν και για εμπορικούς λόγους. Αναζητώντας αγορές για τα προϊόντα τους και, κυρίως, πρώτες ύλες για την αναγκαία μεταλλοτεχνία τους, Έλληνες ναυτικοί έκτιζαν κάποτε σταθμούς σε κεντρικά περάσματα. Ορισμένοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένες πόλεις. Από το μέσον του 8ου έως το μέσον του 6ου αιώνα, το φαινόμενο των μόνιμων και μαζικών μετεγκαταστάσεων πήρε μαζικές διαστάσεις. Τόσο πολλές ήταν οι αποικίες που ιδρύθηκαν από τον Εύξεινο Πόντο έως τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή τα στενά του Γιβραλτάρ, που άλλαξε η όψη της Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι ακτές γέμισαν με ελληνικές πόλεις. Οι περισσότερες είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ᾽ όλα ιδρύονταν όχι με ατομικές πρωτοβουλίες αλλά με απόφαση των μητροπόλεων, που κάποτε συνεργάζονταν μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό. Δεύτερον, είχαν ως κύριο στόχο την εξεύρεση και εκμετάλλευση καλλιεργήσιμης γης, όχι τη διεξαγωγή εμπορίου. Τρίτον, έλυναν τα προβλήματα των μητροπόλεων απαλλάσσοντάς τες από πληθυσμιακό πλεόνασμα και όχι παρέχοντάς τους εμπορική, στρατιωτική ή πολιτική στήριξη. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως ελληνικός αποικισμός. Τα αίτια του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την κοινωνική σύνθεση των παλαιών πόλεων. Όλες είχαν πρωτίστως αγροτικό προσανατολισμό και, στις περισσότερες από αυτές, τις καλύτερες και ευφορότερες εκτάσεις γης τις κατείχαν λίγοι άνθρωποι, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής. Το κοινά αποδεκτό έθιμο διαμοιρασμού της κτηματικής περιουσίας σε όλους τους γιους οδηγούσε στον γρήγορο κατακερματισμό των αγροτικών ιδιοκτησιών. Τις κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές που προκλήθηκαν επιδείνωνε ασφαλώς η αύξηση του πληθυσμού. Η απλούστερη λύση ήταν να απαλλαγούν οι πόλεις από τους κατοίκους που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν με την επάρκεια την οποία απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής. Η ίδρυση νέων πόλεων δεν είναι σε όλες τις εποχές εφικτή λύση. Για την ακρίβεια, σπάνια είναι εφικτή σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως αυτός που διαπιστώθηκε τη συγκεκριμένη εποχή. Με εξαίρεση την Αίγυπτο, που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, δεν υπήρχε καμιά άλλη ισχυρή εξουσία στη Μεσόγειο ικανή να ανακόψει την εξάπλωση των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Καρχηδόνας είχαν κυρίως εμπορικά συμφέροντα, ενώ οι Ετρούσκοι δεν είχαν ξεκινήσει την επέκτασή τους. Στην Ασία, οι Φρύγες, οι Λυδοί, οι (νεο-)Βαβυλώνιοι και οι Μήδοι πολεμούσαν μεταξύ τους, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον για τη θάλασσα. Οι ακτές ήταν ελεύθερες για δράση στους Έλληνες, αρκεί να υπήρχε αποφασιστικότητα και μικρή στρατιωτική ισχύς. Όπου έβρισκαν έστω και στοιχειώδη αντίσταση, οι Έλληνες άποικοι συμβιβάζονταν, όπως στην περίπτωση της Κυρήνης, έως ότου γίνονταν επαρκώς δυνατοί. Όταν είχαν τη δυνατότητα, απωθούσαν με τη βία τους παλαιούς κατοίκους, όπως έγινε στην περίπτωση των Συρακουσών, τις οποίες έκτισαν οι Κορίνθιοι. Η καλύτερη λύση ήταν πάντως να γίνεται η εγκατάσταση σε μέρος που δεν το διεκδικούσε κανείς. Οι αποικίες με καθαρά εμπορικό χαρακτήρα ήταν ελάχιστες και μπορούν να θεωρηθούν εξαιρέσεις. Πιο φημισμένη ήταν η Ναύκρατις, που ιδρύθηκε ως κοινοπραξία διαφόρων Ελλήνων, με συγκατάθεση και εποπτεία από τις αιγυπτιακές αρχές. Επίσης η Κύμη, η παλαιότερη αποικία στην Ιταλία, από την οποία γινόταν, καθώς φαίνεται, εμπόριο μετάλλων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει μια ακόμη εγκατάσταση στη Συρία, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, γνωστή

μόνο με τη σημερινή της ονομασία Αλ Μίνα, που αποτελούσε σταθμό για εμπορικές συναλλαγές με τους πληθυσμούς της Μεσοποταμίας. Πόσο πεινασμένοι ήταν κάποτε οι υποψήφιοι άποικοι το δείχνει ωραία μια αφήγηση. Ένας από αυτούς που ταξίδευαν για να εγκατασταθούν στη Σικελία πούλησε στη διάρκεια του ταξιδιού το κομμάτι γης (κλῆρον) που έμελλε να αποκτήσει με λαχνό (κλῆρον) για μια πίτα από μέλι. Ο Ηρόδοτος αφηγείται και άλλη μια ωραία ιστορία, που την τοποθετεί γύρω στο μέσον του 6ου αιώνα. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινές εξορμήσεις και ανακάλυψαν την Αδριατική, την Τυρρηνία, την Ιβηρία και την Ταρτησσό. Μια από τις πλέον φημισμένες αποικίες τους ήταν η Μασσαλία. Στην Ταρτησσό (έξω από τις στήλες του Ηρακλή) κέρδισαν τη φιλία του τοπικού βασιλιά σε τέτοιο βαθμό, ώστε τους προσφέρθηκε νέος τόπος μόνιμης εγκατάστασης. Οι Φωκαείς προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη τους, μολονότι αντιμετώπιζαν ήδη την πίεση των Περσών. Δέχτηκαν πάντως άφθονα χρήματα από τον ξένο βασιλιά, για να οικοδομήσουν ισχυρό προστατευτικό τείχος. Έφτασε ωστόσο η μέρα (γύρω στο 540) που δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην περσική πολιορκία. Αποφάσισαν λοιπόν με όρκους που έδιναν μεταξύ τους να ξενιτευτούν σε μια παλαιά τους αποικία στην Κύρνο, δηλαδή την Κορσική. Έβαλαν τα παιδιά, τις γυναίκες τους καθώς και όλη την κινητή τους περιουσία στα καράβια, μαζί με τα αγάλματα από τους ναούς και τα αναθήματα, και εγκατέλειψαν την πόλη τους στο έλεος των κατακτητών. (Τελικά το ταξίδι της μετεγκατάστασης το πραγματοποίησαν περίπου οι μισοί, αφού οι υπόλοιποι επέλεξαν τη σκλαβιά και επέστρεψαν.) Στην Κορσική οι Φωκαείς, μαζί με τους παλαιούς αποίκους, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι Τυρρηνοί, δηλαδή οι Ετρούσκοι, δεν ήταν πια διατεθειμένοι να ανεχθούν την ανεξέλεγκτη

δράση

των

Ελλήνων.

Εξίσου

ενοχλημένοι

εμφανίστηκαν

οι

Καρχηδόνιοι.

Συνασπισμένοι οι δυο τους πολέμησαν (γύρω στο 535) εναντίον των Φωκαέων σε μια πολύνεκρη ναυμαχία με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Με κατεστραμμένα τα πλοία και πεσμένο το ηθικό, οι Φωκαείς μετακινήθηκαν οικογενειακώς για μία ακόμη φορά. Ως νέο τόπο εγκατάστασης επέλεξαν το Ρήγιο και από εκεί την Ελέα στην Κάτω Ιταλία. Τα παθήματα των Φωκαέων δείχνουν πολύ παραστατικά τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Οι συνθήκες που είχαν επιτρέψει στους Έλληνες να ιδρύουν αποικίες σχεδόν όπου ήθελαν, από το ένα άκρο της Μεσογείου στο άλλο και ακόμη πιο πέρα, δεν ίσχυαν πια. Στην Ανατολή ο βασιλιάς των Περσών Κύρος κατάφερε να ιδρύσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε. Φτάνοντας στο Αιγαίο, άρχισε να καταλαμβάνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Στη Δύση πάλι, δύο μεγάλες δυνάμεις συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες: οι Ετρούσκοι στην Ιταλία και οι Καρχηδόνιοι στην Αφρική. Μετά τη σύγκρουσή τους με τους Φωκαείς, οι Ετρούσκοι συγκρούστηκαν με την ιταλική Κύμη (γύρω στο 525). Οι Κυμαίοι βγήκαν νικητές, αλλά ήταν πια φανερό ότι η περιοχή δεν τους χωρούσε όλους. Ο ελληνικός αποικισμός είχε φτάσει στα όριά του.

Οι ελληνικές πόλεις δεν συμμετείχαν όλες με τον ίδιο τρόπο στην ίδρυση αποικιών. Αρκετές δεν ίδρυσαν καμία, άλλες λιγοστές και άλλες πολλές - υπερβολικά πολλές για τον πληθυσμό τους. Η εικόνα αυτή είναι πάντως αρκετά απατηλή. Ο αποικισμός ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια κοινή ελληνική υπόθεση. Συνέβαινε κάποτε να συνεργαστούν δύο πόλεις από την αρχή. Σχεδόν πάντα υπήρχε θέση σε μια αποστολή και για κατοίκους από άλλες περιοχές. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Κυρήνης, η προσέλευση νέων αποίκων ήταν συχνά αναγκαία για να αναπτυχθεί επαρκώς η νέα πόλη. Δύο τουλάχιστον πόλεις φαίνεται ότι απείχαν συνειδητά από την ίδρυση αποικιών. Από την πολυπληθή Σπάρτη είχαν φύγει κάτοικοι μόνο για τη Θήρα και για τον Τάραντα στην Ιταλία, και αυτό έγινε κάτω από πολύ ειδικές πολιτικές συνθήκες. Από την Αθήνα πάλι, που ήταν επίσης μια πολυπληθής πόλη, δεν ιδρύθηκε καμία αποικία στο δυναμικό ξεκίνημα του αποικιστικού ρεύματος. Η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν άλλα σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν και δεν είχαν την πολυτέλεια να στερηθούν τις στρατιωτικές υπηρεσίες των πολιτών τους. Επέλεξαν έτσι διαφορετικές λύσεις στο δημογραφικό και κοινωνικό τους πρόβλημα.

1.6. Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή Ο ποιητής Αρχίλοχος δεν φαίνεται να στενοχωρήθηκε πολύ που αναγκάστηκε να πετάξει την ασπίδα του δίπλα σε έναν θάμνο. Ίσως και να διασκέδαζε με τη σκέψη ότι τη βρήκε και τη χαιρόταν ένας Θράκας. «Εγώ πάντως σώθηκα», κομπάζει σε ένα του ποίημα. «Τι με μέλει η ασπίδα εκείνη; Ας χαθεί. Θα αποκτήσω άλλη διόλου χειρότερη.» Τα λόγια αυτά, όπως ήξερε καλά ο ποιητής, ηχούσαν προκλητικά στα αφτιά των ακροατών του. Η ποίησή του όμως ήταν σκόπιμα σκωπτική. Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα - σε μια εποχή που ο Ησίοδος ενδέχεται να ήταν ακόμη ζωντανός (Κακριδής κεφ. 2.4.Β.ii.α [σ. 61-62]). Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά η μητέρα του ήταν δούλη. Αναζήτησε την τύχη του στη Θάσο ως άποικος και στη συνέχεια πρόσφερε με αμοιβή τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε διάφορα μέρη. Ταυτοχρόνως ήταν και ποιητής. Στην ποίησή του ανέδειξε θέματα της καθημερινής ζωής, όπως ο έρωτας ή το ναυάγιο, αλλά και θέματα παραδοξότερα, όπως τα αμύθητα πλούτη του βασιλιά της Λυδίας και η πλήρης έκλειψη ηλίου (του έτους 648). Τα παρουσίασε όλα με αμεσότητα, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό. Ένας πολεμιστής θα πρέπει να είχε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για να υμνήσει την άδοξη φυγή του από μια μάχη. Σύμφωνα με τα ιδανικά της εποχής, η προσωπική διάσωση δεν ήταν αρετή αλλά ανανδρία, ενδεχομένως ατιμία. Για να σκανδαλίσει περισσότερο, ο Αρχίλοχος ισχυρίστηκε ότι πέταξε το πολυτιμότερό του όπλο, την ασπίδα, που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ὅπλον. Τη θεωρούσαν τόσο σημαντική, ώστε οι πολεμιστές που την κρατούσαν ονομάζονταν ὁπλίτες και ο πόλεμος που διεξήγαν ὁπλομαχία. Η ασπίδα (σάκος) που κρεμούσαν οι περισσότεροι ομηρικοί πολεμιστές στον ώμο τους με μια μακριά λουρίδα (τελαμῶνα) ήταν όσο γινόταν ελαφριά, για να τη γυρίζουν στην πλάτη και να προστατεύονται, όταν το έβαζαν στα πόδια. Αντίθετα, ο Αρχίλοχος και οι οπλίτες κρατούσαν μια στρογγυλή, βαριά και δυσκίνητη ασπίδα, κατασκευασμένη από ξύλο και κάποτε με μια λεπτή στρώση από ορείχαλκο στο εξωτερικό. Επρόκειτο για ελληνική επινόηση ή, το πιθανότερο, για ελληνική τελειοποίηση. (Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι πρώτοι τη χρησιμοποίησαν οι Κάρες.) Ο πολεμιστής τη βαστούσε σταθερά, περνώντας τον αριστερό του βραχίονα μέσα από μια κεντρική λαβή, που λεγόταν ὀχάνη και πόρπαξ. Με την παλάμη του κρατούσε την ἀντιλαβήν, που βρισκόταν κοντά στην περίμετρο. Με κέντρο τη λαβή, η ασπίδα είχε έτσι ακτίνα λίγο μεγαλύτερη από το μήκος ενός ανθρώπινου βραχίονα. Πίσω της ο πολεμιστής μπορούσε να κρύψει μεγάλο μέρος του σώματος του, από τον λαιμό έως τα γόνατα. Στο κεφάλι φορούσε κράνος, που άφηνε ελεύθερα μόνο τα μάτια και το στόμα· στον κορμό, θώρακα και στις κνήμες περικνημίδες, όλα κατασκευασμένα από ορείχαλκο. Τον επιθετικό οπλισμό αποτελούσαν δόρυ με σιδερένια αιχμή και σιδερένιο ξίφος. Με τον βαρύ αυτό οπλισμό, που ήταν πρωτίστως αμυντικός, ο πολεμιστής δεν είχε πολλά περιθώρια να επιδείξει τις δεξιότητές του και την ατομική του ανδρεία, όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ο

μοναδικός ίσως τρόπος με τον οποίο μπορούσε να πολεμήσει ήταν σχηματίζοντας μαζί με τους συμπολεμιστές του μια συνεχή, σφιχτοδεμένη γραμμή. Πίσω της μια δεύτερη, μια τρίτη και μια τέταρτη γραμμή, όσο έφτανε το δόρυ του τελευταίου πολεμιστή να προβάλλει μπροστά από τον πρώτο. Όλο αυτό το σώμα μαζί ονομαζόταν φάλαγξ ὁπλιτῶν. Βάδιζε εναντίον του εχθρού και έπεφτε επάνω του με ορμή. Με το δόρυ, και πολύ λιγότερο με το ξίφος, οι πολεμιστές προσπαθούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν κάποιους αντιπάλους, ώστε να διασπάσουν τις γραμμές τους. Περισσότερο όμως βασίζονταν στη συνολική πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν. Οι μάχες αυτές, σε αντίθεση και πάλι με τις ομηρικές, δεν κρατούσαν πολλή ώρα και, έως τον 4ο αιώνα, σπάνια ήταν πολύνεκρες. Πολλά εξαρτόνταν από το πρώτο, αποφασιστικό χτύπημα. Όσο η φάλαγγα διατηρούσε τη συνοχή της δεν κινδύνευε. Όταν όμως ο εχθρός κατάφερνε να διασπάσει τις γραμμές της, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν βέβαιο. Κυκλωμένη ή σε αταξία, δεν είχε πολλές δυνατότητες ανασύνταξης, αναγνώριζε την ήττα της και εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης στους νικητές. Αυτοί έστηναν τρόπαιο νίκης. Η δύναμη της φάλαγγας των οπλιτών βασιζόταν ασφαλώς στη δύναμή τους και, ακόμη περισσότερο, στη συνοχή και την αλληλεγγύη τους. Ο πολεμιστής όφειλε από τη μια να υπακούει στον αρχηγό και από την άλλη να μην κάνει τίποτε ξεχωριστά από τους άλλους. Αυτό το δεύτερο μπορεί να ήταν σημαντικότερο από το πρώτο. Άλλωστε, στη διάταξη της φάλαγγας ο οπλίτης βρισκόταν συνήθως δίπλα σε έναν γνωστό του, έναν φίλο ή έναν γείτονα, με τον οποίο είχε ισχυρούς δεσμούς. Την αυτενέργεια του οπλίτη απέτρεπε ένας σοβαρός λόγος. Η ασπίδα, με τον τρόπο που την κρατούσε, άφηνε ακάλυπτο τον δεξιό του ώμο. Για να τον προστατέψει, ήταν υποχρεωμένος να στέκεται κοντά στον δεξιό συμπολεμιστή του και να εκμεταλλεύεται την ελεύθερη αριστερή πλευρά μιας ξένης ασπίδας. Στην πραγματικότητα, κάθε οπλίτης πίεζε προς τα δεξιά και, όπως παρατήρησε ο ιστορικός Θουκυδίδης, ανάγκαζε ολόκληρη την παράταξη να έχει πάντα μια δεξιά απόκλιση. Ο ποιητής της Ιλιάδας περιγράφει συνήθως άλλου είδους μάχες. Οι αντίπαλοι στρατοί είναι πολυπληθείς, αλλά όταν φτάνει η ώρα της σύγκρουσης έχουν λίγα να προσφέρουν, πέρα από επευφημίες και αποδοκιμασίες. Το βάρος πέφτει σχεδόν πάντα στους ηρωικούς αρχηγούς, που συχνά περιφέρονται με άρματα. Η ομηρική μάχη είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια αναμέτρηση ευγενών πολεμιστών. Σε λιγοστές ωστόσο περιπτώσεις ο ποιητής φαίνεται να απομακρύνεται από την παράδοση και τη συνθετική του φαντασία. Αφήνει τότε να διαφανούν εικόνες της δικής του εποχής, όταν η νέα πολεμική τεχνική άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Σε μια από τις σπάνιες περιγραφές αυτού του είδους εξηγεί ότι επιλέγονταν οι γενναιότεροι πολεμιστές και ότι στέκονταν ακλόνητοι μπροστά στον εχθρό. «Το δόρυ του ενός έσμιγε με του άλλου, η ασπίδα με την ασπίδα και το κράνος με το κράνος.» Δεν είναι σαφές από την περιγραφή τι άλλα όπλα φορούσαν και τι κρατούσαν. Η νέα τεχνική ενδέχεται να δοκιμάστηκε στην αρχή με τον παραδοσιακό οπλισμό. Αλλά όταν κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ο καινούριος, κανείς δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει με τον παλαιό τρόπο. Το απαγόρευε πρώτη και καλύτερη η βαριά ασπίδα.

Η μετάβαση στο νέο είδος πολέμου δίνει την εντύπωση μιας επανάστασης. Ολοκληρωμένη απαιτούσε οπλισμό με τεχνολογικές απαιτήσεις και πολεμιστές με συνοχή και υψηλό φρόνημα. Οι οπλίτες δεν ήταν ευγενείς ούτε επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν οι εύποροι αγρότες που είχε υμνήσει ο Ησίοδος και, ολοένα και περισσότερο, αγρότες από λιγότερο εύπορα νοικοκυριά. Τέτοιοι άνδρες υπήρχαν πολλοί. Ανάλογα με την πόλη και την περίσταση, αριθμούσαν από λίγες έως πολλές χιλιάδες. Για να στρατευτούν στις φάλαγγες χρειάζονταν δύο πράγματα: επαρκές εισόδημα, ώστε να προμηθευτούν τα ακριβά όπλα, και κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν. Το ισχυρότερο κίνητρο για να εξοπλιστούν με δικά τους έξοδα και να πολεμήσουν ήταν η διασφάλιση της ατομικής τους ιδιοκτησίας. Στη φάλαγγα των οπλιτών δεν πολεμούσαν ήρωες για τη δόξα και την τιμή τους, όπως ο Αχιλλέας, αλλά αγρότες για τη γη τους - και τη γη που ήλπιζαν να αποκτήσουν. Οι περισσότερες και συνηθέστερες συγκρούσεις της εποχής ήταν μεταξύ γειτονικών πόλεων για τη διεκδίκηση μιας σπιθαμής γης - περὶ γῆς ὅρων, όπως θα το διατύπωνε αργότερα ο Θουκυδίδης. Στην υπόθεση αυτή στρατεύτηκαν τόσο οι αγρότες των παλαιών πόλεων όσο και των αποικιών. Οι ανάγκες τους και οι αγώνες τους είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Όταν τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, κοντά σε αυτούς στρατεύονταν, σε ξεχωριστά σώματα, και οι φτωχότεροι πολίτες. Οι οικονομικές τους δυνατότητες επέτρεπαν μόνο έναν ελαφρύ οπλισμό, από τον οποίο έπαιρναν την ονομασία ψιλοί. Συνηθέστερα έριχναν ακόντια ή πετούσαν πέτρες. Μετά την οπλιτική επανάσταση οι ευγενείς εξακολουθούσαν να φτάνουν στα πεδία των μαχών έφιπποι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης πολεμούσαν και αυτοί πεζοί. Το ιππικό άργησε να αξιοποιηθεί στις ελληνικές μάχες και μόνο σταδιακά ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις του πεζικού. Ακόμη και τον 5ο αιώνα, οι ιππείς έπαιζαν βοηθητικό ρόλο. Κινούνταν με ευελιξία, όπου υπήρχε ανάγκη, και καταδίωκαν τους ηττημένους. Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα όλες οι ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τις μονάδες του ιππικού σε συνδυασμό με τις φάλαγγες των οπλιτών και τη δράση των ψιλῶν. Ο ποιητής Τυρταίος ήταν λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο (Κακριδής 2.4.Β.iii.α [σ. 69]). Την εποχή που βρισκόταν στην ακμή του, προς το τέλος του 7ου αιώνα, οι κατακτημένοι από τους Σπαρτιάτες Μεσσήνιοι διεκδικούσαν την ελευθερία τους και απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της σπαρτιατικής πολιτείας. Ο Τυρταίος ανέλαβε να εμψυχώσει τους αποκαρδιωμένους Σπαρτιάτες. Σύμφωνα με την παράδοση, το πέτυχε με το παραπάνω. Με τα ποιήματα που έγραψε δοξάστηκε και ο ίδιος, κατακτώντας σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε ένα από αυτά δίνει άριστα το πολεμικό κλίμα της εποχής και αναδεικνύει τις αξίες του οπλίτη. Ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο ο γενναίος άνδρας να πεθαίνει πέφτοντας στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας για την πατρίδα του. Αντίθετα, είναι ντροπή να βρεθεί σκοτωμένος ο πιο ηλικιωμένος μπροστά από τους νέους. Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Εάν βρεθεί στην πρώτη γραμμή νεκρός ένας γεροντότερος, αυτό σημαίνει ότι οι νεότεροι, που όφειλαν να βρίσκονται μπροστά, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Γίνεται έτσι φανερός ο σαρκασμός του Αρχίλοχου. Για να ξεφύγει από τη μάχη και να τρέξει μακριά, ο οπλίτης έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να ξεφορτωθεί τη βαριά του ασπίδα. Στον κόσμο των οπλιτών, η εγκατάλειψη της ασπίδας τα έλεγε όλα. Ῥίψασπις ήταν στη Σπάρτη ο λιποτάκτης, αυτός

που διέπραττε τη μεγαλύτερη ατιμία. Ο Αρχίλοχος, πάντως, δεν ήθελε να παραστήσει τον δειλό ούτε τον αδιάφορο. Επέλεξε τον δικό του, αμφιλεγόμενο τρόπο να δοξάσει και αυτός τον ικανό πολεμιστή. Με τον ίδιο ειρωνικό τρόπο που αναφέρθηκε στον εαυτό του, περιέγραψε και τον στρατηγό της αρεσκείας του: Δεν χρειαζόταν να είναι σωματώδης ή κορδωμένος και να καμαρώνει για τις πλεξούδες και το ξυρισμένο γένι του· μπορούσε να είναι μικροκαμωμένος και στραβοπόδης, αρκεί να πατάνε σταθερά τα πόδια του και να έχει ψυχή. Ο Ησίοδος ισχυρίστηκε ότι είχε κάνει ένα και μοναδικό θαλάσσιο ταξίδι στη ζωή του. Έφτασε έως τη Χαλκίδα και πήρε μέρος στους αγώνες προς τιμήν του ήρωα Αμφιδάμαντα. Κέρδισε ως έπαθλο τον τρίποδα και τον αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο Αμφιδάμας, όπως λεγόταν, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο που διεξήγαγε η πατρίδα του Χαλκίδα εναντίον της γειτονικής Ερέτριας και κηδεύτηκε ως ήρωας. Μολονότι νικητής στον ποιητικό αγώνα, ο Ησίοδος δεν θέλησε, όσο φανερώνουν τα γνωστά του ποιήματα, να αναφερθεί στα πολεμικά εκείνα γεγονότα. Ο Θουκυδίδης, πάντως, πληροφορεί ότι η σύγκρουση δεν ήταν συνηθισμένη. Ενώ έως εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολεμούσαν μόνο εναντίον των γειτόνων τους για μια σπιθαμή γης, πρώτη φορά συνεργάστηκαν μεταξύ τους πολλές πόλεις, ακόμη και μακρινές. Στο πλευρό των Χαλκιδέων τάχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Σάμιοι, ενώ στο πλευρό των Ερετριέων οι Μιλήσιοι. Αφορμή για τον πόλεμο ήταν και πάλι η καλλιεργήσιμη γη που χώριζε τις δύο πόλεις της Εύβοιας και ονομαζόταν Ληλάντιο Πεδίο· η γενίκευσή του όμως δείχνει ότι διακυβεύονταν πολλά άλλα θέματα στρατηγικής σημασίας στο Αιγαίο και τη Δύση. Η αναμέτρηση αυτή έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων ως ένα πολεμικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Ο Ησίοδος είχε αρνηθεί να υμνήσει τον πόλεμο αλλά, θέλοντας και μη, ύμνησε έναν μεγάλο πολεμικό ήρωα.

1.7. Με το γλυκό τους χάρισμα με προίκισαν οι Μούσες Στον κόσμο του Ομήρου οι ποιητές και οι μάντεις ήταν κοινωνικά προβεβλημένοι. Οι δύο διακριτές λειτουργίες τους αποτελούν πιθανότατα ιστορικό επιμερισμό μιας ενιαίας αρχικά φύσης: του χαρισματικού προφήτη, που προλέγει το μέλλον και μαντεύει το χαμένο μέσα στην αχλύ της λήθης παρελθόν. Η ενότητα αυτή έχει διατηρηθεί σε λογοτυπικές εκφράσεις που δηλώνουν ότι, με τη βοήθεια της Μούσας, ο ποιητής γνωρίζει και ανακοινώνει στο ακροατήριό του όχι μόνο τα παρελθόντα και τα τωρινά αλλά και τα μελλούμενα γεγονότα. Οι δύο συναρτώμενοι κοινωνικοί σκοποί που αποδίδονται στους αοιδούς, η τέρψη και η διδαχή, αποτελούν μια παρακαταθήκη του Ομήρου η οποία διαχέεται στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστορίας. Οι ποιητές θεωρούνταν δάσκαλοι, ακόμη και παιδαγωγοί, και η διδασκαλία που παρείχαν αναγνωριζόταν ως ευχάριστη και τερπνή, όχι επίπονη όπως των άλλων επιμέρους δασκάλων μιας πρακτικής τέχνης. Παράλληλα, οι ποιητές, με τα λόγια που έρεαν από το στόμα τους γλυκά σαν το μέλι, έκαναν τους ανθρώπους να ξεχνούν τις μέριμνες του καθημερινού βίου και ανακούφιζαν τις έγνοιες τους. Με την ανάδυση της λυρικής ποίησης και την απελευθέρωση του ρυθμού από τη μεγαλοπρεπή μονοτονία του δακτυλικού εξαμέτρου, οι ποιητές, τους δύο επόμενους αιώνες, άρχισαν να μιλούν όλο και περισσότερο για θέματα του παρόντος και για προσωπικές εμπειρίες. Συχνότατα εμβολίαζαν και λάμπρυναν το παρόν, το συγκεκριμένο και το προσωπικό, με καθολικότερα και αρχετυπικότερα στοιχεία καθώς και με πρότυπα του μυθικού παρελθόντος. Το νέο πλαίσιο που δεξιώθηκε πολλά από τα καινούργια ποιητικά είδη ήταν το συμπόσιον των αριστοκρατών και άλλες, παρόμοιες με αυτό, συνάξεις της άρχουσας τάξης, όπως ο κύκλος της Σαπφώς και των μαθητριών της στη Λέσβο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-65]). (Η ίδια η λέξη συμπόσιον δείχνει τη σημασία που απέδιδαν οι αρχαίοι στο «κοινό ποτό» ως μέσο ενδυνάμωσης των κοινωνικών και των φιλικών σχέσεων.) Μέσα στα συμπόσια η ποίηση της αρχαϊκής εποχής βρήκε νέες εκφραστικές και θεματικές φόρμες. Από την άλλη, οι θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις παρείχαν μονίμως αφορμή για δημόσιες ποιητικές παραστάσεις, συχνότατα με συνοδεία κύκλιου χορού. Οι τρεις ακόλουθες περιπτώσεις είναι ενδεικτικές της θεματικής πολυμορφίας των τραγουδιών στην αρχαϊκή εποχή.

Σπάρτη, δεύτερο μισό του 7ου αιώνα Μια ποιητική σύνθεση του Αλκμάνα αποτελεί καλό δείγμα της ευρείας απήχησης που είχε η ποίηση στην κοινωνία (Κακριδής 2.4.Β.i [σ. 56-57]). Ένας πολυμελής χορός παρθένων τραγουδούσε και χόρευε. Το άσμα ονομαζόταν παρθένειον. Η ομορφιά των δύο πρώτων κοριτσιών του χορού, της Αγιδώς και της Αγησιχόρας, παρομοιαζόταν με το φως των ουράνιων σωμάτων και με τα υπερήφανα άλογα των αγώνων, που ήταν τα σύμβολα του πλούτου της αριστοκρατίας. Η εκδήλωση λάμβανε χώρα στο πλαίσιο ενός νυκτερινού εορτασμού προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας: Ευτυχισμένος όποιος με ωραία διάθεση περνά τη μέρα στη χαρά. Εγώ όμως τραγουδώ της Αγιδώς το φως. Τη βλέπω σαν τον ήλιο που αυτή για μας πιστοποιεί ότι όντως λάμπει. Ωστόσο, ούτε να την επαινώ, μα ούτε και να την ψέγω μου επιτρέπει η ξακουσμένη πρώτη του χορού, έτσι που υπερέχει: σαν ίππος πλάι σε πρόβατα -στιβαρός, νικηφόρος, με οπλές θορυβώδειςδοσμένος σε όνειρο μεσημεριανό κάτω από βράχο. […] Αυτή ᾽ν᾽ η Αγησιχόρα. Και η επόμενη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ θα παραβγεί στο τρέξιμο μ᾽ αυτές σαν άλογο Σκυθών δίπλα σε κελτικό. Σε σύγκριση με μας που φέρνουμε τον πέπλο της Ορθίας μέσα σε θεία νύκτα, αυτές είναι οι Πλειάδες: δείτε πώς λάμπουν σβήνοντας και τον Σείριο καθώς μεσουρανούν! Η ομορφιά των νεαρών κοριτσιών ήταν το αντίστοιχο της ανδρείας του πολεμιστή. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Σάμο, υπήρχαν θεσμοθετημένα καλλιστεία για την ανάδειξη της ωραιότερης κόρης. Με τον ίδιο τρόπο που οι πολεμιστές έριζαν στη μάχη για να αναδείξουν την αρετή τους, τα κορίτσια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φανούν θελκτικότερα. Στο παρθένειο του Αλκμάνα περιγράφονται να φορούν χρυσά κοσμήματα, σπάνια πορφυρά ρούχα, εξαρτήματα της κόμης φερμένα από την Ανατολή. Όλες βέβαια αναγνώριζαν την έκπαγλη ομορφιά της Αγησιχόρας. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να υμνήσουν υπερβολικά τη γοητευτικότατη Αγιδώ. Η λάμψη της αντικειμενικής ομορφιάς προκαλούσε τον γενικό θαυμασμό, αλλά γεννούσε επίσης ζήλια. Στην πραγματική ζωή της Σπάρτης κάποια κορίτσια οπωσδήποτε θα είχαν σκεφτεί να πετύχουν με ξόρκια την πρόωρη γήρανση, την απόσυρση μέσω του γάμου ή ακόμη και τον αφανισμό της Αγησιχόρας. Η σκοτεινή αυτή πλευρά του ανταγωνισμού δεν βρήκε βέβαια χώρο έκφρασης στην υμνητική ποίηση της αρχαϊκής εποχής.

Μέγαρα, πρώιμος 6ος αιώνας Σε συμπόσιο αριστοκρατών ο ποιητής Θέογνις απήγγειλε μια ελεγεία, με την οποία φαινομενικά τιμούσε τον φίλο του Κύρνο, ενώ στην ουσία εγκωμίαζε την τέχνη του λόγου (Κακριδής 2.4.Β.iii.ε [σ. 72]). Η δύναμη της ποίησης να παράσχει την αθανασία βρήκε στην ελεγεία αυτή την αποκορύφωσή της: Κύρνε, σου χάρισα φτερά ανάλαφρα να σε σηκώσουν πάνω από την απέραντη θάλασσα και ολάκερη την οικουμένη. Παντού σε όλα τα συμπόσια και τις γιορτές θα βρίσκεσαι και συ, όλοι τους θα ᾽χουνε για σε να λένε. […] Και όταν στα σπλάχνα της μαύρης γης θα κατεβείς, όταν θα φτάσεις στο πολυστέναχτο παλάτι του Άδη, ούτε και τότε, αν και νεκρός, θα ξεχαστείς. Όλοι θα σε θυμούνται, αθάνατο θα ᾽ναι στους ανθρώπους το όνομά σου. (μτφρ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης) Πόσο έντονα πρέπει να αισθάνονταν οι αρχαίοι την υμνητική δύναμη της ποίησης· πόσο μεγάλη πρέπει να ήταν η επιθυμία τους για αθανασία· και πόσο ισχυρή η πεποίθησή τους ότι άλλη ζωή, εκτός από την παρούσα, δεν υπάρχει, για να καταφεύγουν με τόσο πάθος στη μνήμη των μεταγενέστερων γενεών προκειμένου να διατηρήσουν, ως μοναδικό αντίβαρο στον θάνατο, την αιώνια διατήρηση του ονόματός τους!

Κολοφών της Ιωνίας ή Ελέα της Κάτω Ιταλίας, ύστερος 6ος αιώνας Ο Ξενοφάνης απήγγειλε μια ελεγεία που αναφερόταν στην ίδια τη συμποτική πράξη και τις συνθήκες της (Κακριδής 2.4.Α [σ. 50-51]). Το ποίημα αποτελεί την πρωιμότερη διαθέσιμη πηγή για την οργάνωση των αριστοκρατικών συμποσίων: Τώρα το δάπεδο είναι καθαρό κι όλων τα χέρια επίσης - ομοίως οι κύλικες. Ένας κοσμεί αρμονικά τα κεφάλια μας με πλεγμένα στεφάνια και άλλος εύοσμο μύρο από φιάλη μάς προσφέρει. Ο κρατήρας στέκεται γεμάτος τη χαρά μας. Κι άλλο κρασί είναι έτοιμο -ποτέ δεν θα μας λείψεικρασί γλυκό σε πήλινα αγγειά και που μοσχομυρίζει άνθη. Το λιβάνι, στο κέντρο, αναδίδει αγνή μυρωδιά και το νερό είναι ψυχρό κι ευχάριστο και καθαρό. Δίπλα μας βρίσκονται καρβέλια ξανθά και πλούσιο τραπέζι που βαραίνει απ᾽ το τυρί και το παχύ το μέλι. Στη μέση ο βωμός με άνθη στολισμένος. Τραγούδι διαχέεται σ᾽ ολόκληρο το σπίτι - καθώς επίσης και χορός. Συμπόσια διεξάγονταν στην Ελλάδα από την αρχαϊκή εποχή έως το τέλος της αρχαιότητας και αποτελούσαν δείγματα του ελληνικού τρόπου διασκέδασης. Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα ήταν φανερή σε όλες τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης. Οι συμπότες, ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, στεφανωμένοι με άνθη και αρωματισμένοι, όριζαν έναν κύκλο γύρω από τον στολισμένο βωμό στο κέντρο της συνεστίασης. Λιβάνι έκαιγε στον φρεσκοπλυμένο χώρο. Κοντά στον βωμό έστεκε ο μεγάλος κρατήρας, όπου οι δούλοι αραίωναν τη μεθυστική δύναμη του κρασιού με τέσσερα μέρη δροσερού νερού και κατόπιν κερνούσαν τους συνδαιτυμόνες. Άκρατον οίνο έπιναν μόνο οι θεοί. Σε αυτούς προσφέρονταν οι προκαταρκτικές σπονδές πριν από την έναρξη της οινοποσίας των θνητών. Τα εδέσματα, άλλοτε τόσο απλά όπως ρεβίθια ή ξερά σύκα και άλλοτε πιο πλουσιοπάροχα, ήταν τοποθετημένα σε χαμηλά τραπεζάκια για εύκολη πρόσβαση. Με τον αριστερό αγκώνα ακουμπισμένο στο ανάκλιντρο, οι συμπότες είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιούν το ελεύθερο δεξί τους χέρι για φαγητό, ποτό και εκφραστικές χειρονομίες. Οι πάντες μπορούσαν να παρατηρούν και να σχολιάζουν τους πάντες. Στα πλούσια συμπόσια αυλητρίδες έπαιζαν μουσική, ορχηστρίδες χόρευαν και τραγουδούσαν, εταίρες παρείχαν τα ερωτικά θέλγητρά τους. Αυτές ήταν οι μόνες γυναικείες παρουσίες. Ελεύθερες γυναίκες δεν συμμετείχαν. Τα συμπόσια ήταν υπόθεση ανδρών - και μάλιστα πλουσίων, που είχαν τον χρόνο και την οικονομική δυνατότητα για διασκεδάσεις.

1.8. Αλλά όταν λάμψη από τον Δία κατεβεί… Ο Πυθαγόρας παρομοίασε την ανθρώπινη ζωή με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Άλλοι έρχονται για ν᾽ αγωνιστούν», είπε, «άλλοι για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και άλλοι για να παρακολουθήσουν το ωραίο θέαμα.» Να είναι κάποιος θεατής του κόσμου ήταν για τον Πυθαγόρα το σπουδαιότερο επίτευγμα. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι παλαιότερα. Δύο αιώνες πριν από τη γέννησή του, το 776, όταν καταγράφηκαν οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τη ζωή ως αγώνα και έδιναν προβάδισμα στην πράξη και τη νίκη, όχι στη θεωρία και τη νόηση.

Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων σηματοδοτεί την έναρξη της αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων ως ενιαίου λαού. Από εκεί θα αρχίσουν αργότερα να μετρούν τον κοινό ιστορικό χρόνο. Πλήρης συμφωνία δεν επιτεύχθηκε βέβαια ποτέ ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Η καθεμία είχε το δικό της σύστημα μέτρησης του χρόνου, βασισμένο στη μυθολογία και την ιστορία της. Ωστόσο, οι αγώνες της Ολυμπίας έγιναν σταδιακά κοινό ορόσημο. Η θέση της Ολυμπίας στη δυτική και λιγότερο προηγμένη πλευρά της Πελοποννήσου, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, μακριά από τους οξείς εδαφικούς ανταγωνισμούς της ανατολικής Ελλάδας, αναμφίβολα βοήθησε στην πανελλήνια αναγνώριση των αγώνων. Η θρησκευτική σημασία του τόπου όμως έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο. (Τη μυστηριώδη γαλήνη του τόπου μπορεί και σήμερα να διαισθανθεί ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου.) Αρχικά η Ολυμπία, όπως και οι Δελφοί, ήταν ένα τέμενος της Γης που δεν ανήκε στη δικαιοδοσία καμίας πόλης. Αργότερα την προστασία της ανέλαβε ο Δίας, ο πατέρας των ολύμπιων θεών. Τότε άρχισαν και οι έριδες για την κυριαρχία της. Οι Ηλείοι ήταν οι επικρατέστεροι και αυτοί οργάνωσαν τις περισσότερες φορές τους αγώνες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονταν κάθε τέσσερα έτη. Η τετραετής περιοδικότητά τους ονομαζόταν πεντετηρίς, γιατί οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν αμφότερα τα άκρα στη μέτρηση του χρόνου. Στους αγώνες μετείχαν όλες οι αναγνωρισμένες ελληνικές πόλεις. Επρόκειτο για μια πανήγυριν. Ομαδικά αθλήματα δεν υπήρχαν. Ο καθένας αγωνιζόταν για τον εαυτό του και τη δική του δόξα - και φυσικά η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι και βεβαίως η πόλη δοξάζονταν αντανακλαστικά από κάθε ατομική νίκη. Όπως στον Όμηρο ο πολεμιστής, έτσι και εκεί ο αθλητής ήταν μόνος εναντίον όλων - ή μόνος προς μόνο. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος, έκριναν τους νικητές και παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα μόνο άνδρες. Οι γυναίκες αποκλείονταν. Κατά τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου), τότε που οι μέρες μικραίνουν αλλά η δύναμη του ήλιου θεριεύει, θεατές από όλη την Ελλάδα μαζεύονταν στο ιερό του Δία για να επευφημήσουν και να δοξάσουν συμπατριώτες και ξένους. Το πλήθος που συσσωρευόταν μπορούσε να αγγίξει ακόμη και τις 40.000. Ανάμεσά τους πολλοί (έμποροι, μικροπωλητές, μάγειροι, προαγωγοί) αποσκοπούσαν στο κέρδος. Οι περισσότεροι όμως έρχονταν

για

να

δουν.

Οι

αγώνες

ήταν

πανελλήνιοι,

οι

κριτές

ονομάζονταν

χαρακτηριστικά ἑλλανοδίκαι και οι εμπόλεμες πόλεις που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη μετάβαση και παραμονή αθλητών και θεατών στην Ολυμπία υποχρεώνονταν να συνάψουν

εκεχειρία. Ο πραγματικός πόλεμος σταματούσε για να ξεκινήσει ο συμβολικός πόλεμος αυτών που αγωνίζονταν. Οι Έλληνες αρχικά αγωνίζονταν καλυμμένοι, φορώντας περιζώματα, όπως και οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Όμως, πενήντα χρόνια μετά κάποιος πέταξε το περίζωμα, άλλοι τον ακολούθησαν και καθιερώθηκε ο θεσμός να αγωνίζονται όλοι γυμνοί. Οι αγώνες ονομάστηκαν τότε γυμνικοί - απ᾽ όπου προέρχεται και η σύγχρονη «γυμναστική». Η αγωνιστική γυμνότητα ήταν ελληνική επινόηση παντελώς άσχετη προς τον φυσικό πρωτογονισμό. Μάλιστα, από τις αρχές του 6ου αιώνα γυμνάσια (δηλαδή γυμναστήρια) άρχισαν να οικοδομούνται στις περισσότερες πόλεις, για να διευκολυνθεί η προετοιμασία - κυρίως για τους αγώνες, δευτερευόντως για τον πόλεμο. Από τα αθλήματα οι δρόμοι, τα ιππικά και τα πολεμικά αγωνίσματα ήταν αυτοτελή. Τα υπόλοιπα τρία αγωνίσματα -δίσκος, άλμα, ακόντιο- ήταν μέρη του πεντάθλου, μαζί με την πάλη και το στάδιον. Αυτό το τελευταίο, αγώνας δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε 185 μέτρα, ήταν το πρώτο (και αρχικά μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δικαιολογημένα υπήρξε πάντοτε ένα πολύ δημοφιλές θέαμα. Το 724 εισήχθη ο δίαυλος, διπλό στάδιο με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, και αμέσως μετά ο δόλιχος, ο μεγαλύτερος αγώνας δρόμου, που δεν ξεπερνούσε τα 4.800 μέτρα. (Μαραθώνιος, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ.) Στο τέλος του αιώνα εγκαινιάστηκε το πένταθλο και η πάλη. Όλοι οι αγώνες σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η σχέση όμως αυτή φαινόταν καθαρότερα στην ὁπλιτοδρομίαν - έναν αγώνα δρόμου που εγκαινιάστηκε σχετικά αργά, το 520. Αρχικά οι αθλητές φορούσαν ολόκληρη την οπλιτική εξάρτυση αλλά τελικά διατήρησαν μόνο το κράνος και την ασπίδα (το ὅπλον). Η σχέση με τον πόλεμο φαίνεται επίσης στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιον, ένα ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, που επέτρεπε χτυπήματα και λαβές σε ολόκληρο σχεδόν το σώμα. Τα αθλήματα αυτά εγκαινιάστηκαν από το τέλος του 8ου έως το μέσον του 7ου αιώνα. Η επιτυχία των πρώτων πανελλήνιων αγώνων στην Ολυμπία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, διακόσια περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή τους, εγκαινιάστηκαν νέοι πεντετηριακοί αγώνες στους Δελφούς, το άλλο μεγάλο πανελλήνιο κέντρο, προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνος (582). Μικρότερης αίγλης ήταν οι τριετηρίδες που πρωτοοργάνωσαν, την ίδια περίπου εποχή, η Νεμέα στην Αργολίδα προς τιμήν του Δία και η Κόρινθος στον Ισθμό προς τιμήν του Ποσειδώνα. Για να διατηρείται ετησίως ακμαίο το αγωνιστικό ήθος των αθλητών, οι τέσσερις βασικοί πανελλήνιοι αγώνες εναλλάσσονταν με τη μικρότερη δυνατή επικάλυψη. Ο αθλητισμός που αναπτύχθηκε τόσο οργανωμένα στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν συνέπεια του αγωνιστικού ήθους. Από τη μια, βίαιες συγκρούσεις και έριδες θεών, πόλεμοι και θανατώσεις ανθρώπων· από την άλλη, τάση υπεροχής, ανταγωνισμός και άμιλλα των ομοτέχνων: αυτός ήταν ο αρχαϊκός κόσμος. Εκτός από μέσο βελτίωσης της σωματικής ρώμης που ήταν απαραίτητη στον πόλεμο, οι αγώνες λειτουργούσαν επίσης και ως δίοδοι ειρηνικής εκτόνωσης της επιθετικότητας. Με τον τρόπο αυτό, μια φυσική ροπή υπεροχής και επικράτησης με δυνητικά ολέθριες συνέπειες μετατράπηκε σε πολιτιστικό αγαθό με το μικρότερο δυνατό κόστος σε απώλεια ανθρώπινων ζωών.

Διότι βέβαια δεν είναι λίγες οι μαρτυρημένες περιπτώσεις αθλητών που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο από τα βίαια αθλήματα - «τόσο ήταν το πάθος τους για τη νίκη», δήλωναν με υπερηφάνεια οι θλιμμένοι συγγενείς και φίλοι. Η προπόνηση, η γυμνή άθληση και η παρακολούθηση των αγώνων συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης του ωραίου σώματος ως εστιακού σημείου φανέρωσης της ομορφιάς. Τα πρώτα αγάλματα γυμνών νέων, γνωστά ως κοῦροι, χρονολογούνται τον 7ο αιώνα. Ακολούθησαν αγάλματα πεπλοφόρων νεανίδων, γνωστά ως κόραι. Η παραγωγή εντάθηκε κατά τον επόμενο αιώνα. Οι κούροι και οι κόρες, με αυτό το αινιγματικό και γεμάτο βαθύτητα για την ανθρώπινη κατάσταση μειδίαμα, εικονίζουν είτε θνητούς στο απόγειο του νεανικού σφρίγους είτε τους αιώνιους θεούς. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη τα δύο αυτά διακριτά πεδία συγχέονταν εύκολα, γιατί η ομορφιά των θεών και των ανθρώπων ήταν μία. Παράλληλα με την ανάδειξη της αριστείας σε δύναμη και κάλλος, οι πανελλήνιοι αγώνες δεξιώθηκαν και άλλες μορφές ανταγωνισμού. Οι ιπποδρομίες και ακόμη περισσότερο οι αρματοδρομίες με τέσσερα άλογα (τέθριππον) ήταν το πεδίο επίδειξης των πλούσιων γαιοκτημόνων, διότι η ιδιαίτερα δαπανηρή συντήρηση αλόγων υπήρξε σύμβολο της αριστοκρατίας. Στις πανελλήνιες αγωνιστικές συνάξεις δινόταν επίσης η δυνατότητα σε ποιητές και μουσικούς να κάνουν επίδειξη της τέχνης τους. Αγώνες οργανικής μουσικής και, κυρίως, τραγουδιού συνοδευόμενου από λύρα καθώς και αγώνες ρυθμικής απαγγελίας παλαιών και νέων επών εντάχθηκαν, μαζί με τα κυρίως γυμνικά αθλήματα, στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων. Από τον 4ο αιώνα, ακόμη και κήρυκες και σαλπιγκτές ανταγωνίζονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες για νίκη στην ένταση της φωνής ή της σάλπιγγας. Οι ποιητικοί αγώνες ήταν γνωστοί από παλιά. Το πρώτο βραβείο που κέρδισε ο Ησίοδος ήταν ένας πολύτιμος τρίποδας. Η νίκη είχε μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αξία του επάθλου, το οποίο ο ποιητής αφιέρωσε στις Ελικωνιάδες Μούσες ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά κυρίως για τη δόξα της πρωτιάς. Στην αρχαϊκή εποχή δύσκολα θα βρούμε τομέα της ανθρώπινης ζωής που να μη διαποτίστηκε από το αγωνιστικό ιδανικό. Η επική ποίηση είχε και πάλι δείξει τον δρόμο. Ο Οδυσσέας σκότωσε τους επίδοξους μνηστήρες της συζύγου του στο πλαίσιο ενός αγώνα δεξιοτεχνίας και δύναμης στον χειρισμό άκαμπτου τόξου. Ο ίδιος είχε νωρίτερα προκαλέσει σε αγώνα θερισμού τον μνηστήρα που αμφισβήτησε τις γεωργικές ικανότητές του. Ακόμη πιο πριν, στο νησί των Φαιάκων, ο Αλκίνοος, για να τιμήσει την αναχώρηση του ξένου του, διέταξε αγώνες χορού, μουσικής και ρίψεων. Εκεί ο Οδυσσέας απάντησε εμπράκτως σε όσους τον αμφισβητούσαν, ρίχνοντας, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τον δίσκο μακρύτερα από όλους. Είχε κατηγορηθεί ότι είναι έμπορος και, συνεπώς, άπειρος στα αθλητικά. Σε παρόμοιο ανταγωνισμό βρίσκονταν οι όμορφες κοπέλες του χορού στη Σπάρτη του Αλκμάνα, καθώς και ο Θέογνις που διατεινόταν ότι δοξάζει τον φίλο του καλύτερα από κάθε άλλο ποιητή. Οι αγώνες υμνήθηκαν πολύ στην ποίηση. Όλη η σωζόμενη ποιητική παραγωγή του Θηβαίου Πινδάρου (περ. 518-443) και μεγάλο μέρος αυτής του ανταγωνιστή του Κείου Βακχυλίδη (περ. 520-450) είναι αφιερωμένη σε νικητές των Ολυμπιακών, Πυθικών, Ισθμικών και Νεμεακών

Αγώνων. Ο Πίνδαρος γνώριζε καλά πόσο μάταιη και εφήμερη είναι η ανθρώπινη ζωή, συγκρινόμενη με την αθάνατη νεότητα και την ομορφιά των θεών. Στην τελευταία σωζόμενη ωδή που συνέθεσε, γέροντας πια, για να υμνήσει τον νεαρό Αριστομένη από την Αίγινα, που πήρε το πρώτο βραβείο στην πάλη των παίδων στους Δελφούς (446), ο Θηβαίος ποιητής έγραψε χαρακτηριστικά: Εφήμεροι οι άνθρωποι· τι είναι ζωντανός; και τι νεκρός; Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος. Ωστόσο, συνέχισε: Αλλά όταν η λάμψη από τον Δία κατεβεί, φωτοχυσία γίνεται και ευχάριστη η ζωή. Η λάμψη για την οποία μιλούσε ο Πίνδαρος ήταν η δόξα της νίκης. Η μάταιη και άφεγγη ζωή γινόταν υποφερτή εξαιτίας αυτής της θεόσδοτης αίγλης. Η ιστορία όμως είχε και τη σκοτεινή της όψη, την πλευρά των ηττημένων. Αυτοί, μας λέει ο Θηβαίος λυρικός, όταν ήρθαν πίσω στις μανάδες τους, δεν σηκώθηκε ολούθε η γλυκιά χαρά του γέλιου, αλλά μακριά από τους εχθρούς τους κρύβονταν στα σοκάκια, ντροπιασμένοι απ᾽ το δάγκωμα της ήττας.

1.9. Πάντα πλήρη θεῶν Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν λέξη για τη θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν οι θρησκευτικές πρακτικές συνυφασμένες με άλλους τομείς της ανθρώπινης δράσης που δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν τη θρησκευτικότητα. Οι Έλληνες, επίσης, δεν είχαν ιερά βιβλία (όπως είναι η Βίβλος ή το Κοράνι) ούτε ξεχωριστή τάξη ιερέων, όπως υπήρχε σε πολλά μέρη της Εγγύς Ανατολής. Τη θρησκεία τους τη μάθαιναν στην πράξη, μέσα από συμμετοχή σε ιερές τελετουργίες και εορτές. Τις περισσότερες φορές ιερείς ήταν αξιοσέβαστοι πολίτες που επιλέγονταν με συγκεκριμένη θητεία - όπως και οι άλλοι αξιωματούχοι της πόλης. Κάθε ιερέας ή ιέρεια είχε τη φροντίδα ενός συγκεκριμένου ναού ή λατρείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτός από εκείνους που εκλέγονταν διά βίου (όπως η Πυθία στους Δελφούς) ή προέρχονταν από τις ελάχιστες ιερατικές οικογένειες της Ελλάδας (όπως ήταν οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες στην Ελευσίνα). Όσον αφορά τη γέννηση και τη δράση των θεών, υπήρχαν πάντοτε οι ποιητές για να υμνούν τους θεούς και να διδάσκουν συγχρόνους και μεταγενέστερους. Τόση ήταν μάλιστα η αίγλη των ποιητών σε θέματα θεολογικά, ώστε ο Ηρόδοτος θεώρησε ότι τη μυθολογία των Ελλήνων τη δημιούργησαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Ο Ηρόδοτος είχε και δίκιο και άδικο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν ανακάλυψαν τους μύθους των θεών. Οι μύθοι υπήρχαν από πολύ παλιά και μετασχηματίζονταν με την προφορική μετάδοση στο μήκος πολλών γενεών. Οι ποιητές αυτοί όμως, και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο ένδοξοι, πήραν τις λαϊκές διηγήσεις, τις αφηγήθηκαν ξανά και ξανά και τις συστηματοποίησαν τόσο υποδειγματικά, ώστε οι Έλληνες κατέφευγαν τελικά σε αυτούς για να μάθουν τι έκανε σε μια δεδομένη περίσταση η Ήρα ή ο Απόλλων. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν ζήτημα προσωπικών πεποιθήσεων και πίστης. Ήταν πρωτίστως λατρεία, δηλαδή ενεργητική συμμετοχή σε εορτές και πανηγύρεις, πομπές και τελετουργίες. Οι λατρευτικές αυτές πρακτικές διάνοιγαν ή ανανέωναν τους διαύλους επικοινωνίας των ανθρώπων με την αθάνατη φύση. Η κατεξοχήν και σχεδόν πανταχού παρούσα πράξη λατρευτικής επαφής με τους θεούς ήταν η θυσία. Θυσία είναι γενικά μια αποστέρηση αγαθών και η προσφορά τους στους θεούς, δηλαδή η αφιέρωση. Οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούσαν πολύτιμο για τη ζωή τους, από τα πρώτα δείγματα σοδειάς του χωραφιού τους (ἀπαρχάς) έως και τον έφηβο γιο ή τη μονάκριβη κόρη τους, μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο θυσίας, πραγματικής ή φαντασιακής. Στην αρχαία Ελλάδα οι ανθρωποθυσίες, τις οποίες γνωρίζει ο Όμηρος, περιορίστηκαν στον μύθο και αντικαταστάθηκαν στην πραγματική λατρεία από συμβολικές θανατώσεις ανθρώπων - μάλλον επειδή θεωρήθηκαν ιδιαίτερα βάρβαρες για μια πολιτισμένη κοινωνία. Το αίμα από τις θυσίες των ζώων, όμως, έρεε άφθονο σε κάθε εκδήλωση θρησκευτικότητας. Το πιο αγαπημένο θύμα ήταν το βόδι, λόγω της μεγάλης αξίας του και του εντυπωσιακού του όγκου. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε άλλο κατοικίδιο ζώο - ακόμη και το άλογο ή ο σκύλος, κάποτε μάλιστα και άγρια ζώα πιασμένα ειδικά για την περίσταση. Πριν από την

έναρξη της μάχης και για να ευοδωθεί η έκβασή της, θυσιάζονταν κατσίκες στην Άρτεμη. Οι Έλληνες, και κυρίως οι ιδιαίτερα θεοφοβούμενοι Σπαρτιάτες, μετέφεραν στις εκστρατείες τους ολόκληρα κοπάδια ζώων για τις απαραίτητες θυσίες. Η επιλογή του θύματος σχετιζόταν με τη θεότητα στην οποία απευθυνόταν η προσφορά και καθοριζόταν, συχνά με εξονυχιστική ακρίβεια, από απαράβατους ιερούς νόμους. (Ορισμένοι σώζονται σε επιγραφές.) Γενικά, για τις σκοτεινές και επικίνδυνες θεότητες της γης θυσιάζονταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ζώα μαύρου χρώματος, τα οποία καίγονταν ολόκληρα στην πυρά ενός σκάμματος πάνω στο χώμα (βόθρου ή ἐσχάρας), αφού πρώτα το αίμα τους είχε ποτίσει τη γη. Αυτά ήταν τα ὁλοκαυτώματα και συνέβαιναν σπανιότερα. Η συνηθέστερη θυσία αφορούσε τους μεγάλους ολύμπιους θεούς και γινόταν στο άπλετο φως της ημέρας. Σε αυτές τις πολύ συχνότερες περιπτώσεις οι παρευρισκόμενοι συμμετείχαν μαζί με τους θεούς σε μια συμβολική ευωχία, κατά την οποία οι αιθέριοι θεοί απολάμβαναν τις οσμές του καμένου λίπους και οι θνητοί τρέφονταν, λίγο πιο υλικά, με τα εντόσθια και το κρέας. Η τελετουργική θανάτωση ενός ζωντανού γέμιζε τους συμμετέχοντες με ιερό δέος για τη σχέση ζωής και θανάτου. Σε αυτό αποσκοπούσε η απαραίτητη δραματοποίηση, που ήταν μέρος κάθε θυσίας ζώου. Ο Όμηρος, η εικονογραφία και άλλες μεταγενέστερες πηγές φανερώνουν τις λεπτομέρειες, καθώς το τελετουργικό της θυσίας διατηρήθηκε αναλλοίωτο για αιώνες. Οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν τη θυσία όρθιοι, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από το κέντρο που σηματοδοτούσε ο βωμός με την αναμμένη πυρά. Ένας ταύρος με χρυσωμένα τα κέρατα οδηγούνταν στον βωμό. Ο ιερέας ράντιζε αρχικά το κεφάλι του ζώου με νερό. Το ανάγκαζε έτσι να κατανεύσει συμβολικά στη θανάτωσή του. Η φωτιά τονωνόταν με σπονδές άκρατου οίνου. Μετά ο ιερέας έκοβε λίγες τρίχες από το μέτωπο του ζώου και τις πετούσε στη φωτιά ως απαρχή της προσφοράς που θα ακολουθούσε. Από ένα καλάθι με κριθάρι, όπου ήταν κρυμμένο το μαχαίρι της σφαγής, ο ιερέας έριχνε λίγους σπόρους πάνω στον ταύρο και έβγαζε το φονικό όπλο. Όλα ήταν έτοιμα για τη φοβερή κορύφωση της τελετής. Με ένα απότομο και επιδέξιο χτύπημα ο ιερέας ανάγκαζε τον ταύρο να αναπηδήσει και κατόπιν να σωριαστεί στο έδαφος. Μετά έκοβε τη βασική αιμοφόρο αρτηρία του λαιμού. Το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας. Οι παρευρισκόμενοι, και ιδίως οι γυναίκες που ως τότε παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, έβγαζαν τώρα σπαρακτικές κραυγές (ὀλολυγάς). Η θανάσιμη και χαίνουσα πληγή του ταύρου στρεφόταν προς τον βωμό για να τον ραντίσει με αίμα. Ακολουθούσε η εκδορά του ζώου και ο τεμαχισμός του σώματος με βάση τις αρθρώσεις. Τα οστά καλύπτονταν με λίπος και τοποθετούνταν στην πυρά για τους θεούς. Τα βρώσιμα μέρη ψήνονταν για να αναλωθούν επιτόπου μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα γλεντιού μαζί με κρασί. Η ιερή πράξη τελέστηκε με επιτυχία. Οι θεοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι. Το ίδιο και οι θνητοί. Θυσία ήταν η τελετουργική πράξη που καθαγίαζε τη θανάτωση έμψυχων ζώων και εξάγνιζε την κοινωνία. Οι μοναδικοί τρόποι αφαίρεσης ζωής με τους οποίους μπορούσε να φαγωθεί νόμιμα κρέας στην αρχαία Ελλάδα ήταν δύο: η θυσία και το κυνήγι - ένα είδος άγριας θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης. Κάθε άλλη θανάτωση ζωντανού έμοιαζε με ανόσιο φόνο.

Θηριόμορφες και τερατόμορφες θεότητες εξακολούθησαν να λατρεύονται στην Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, οι κατεξοχήν ελληνικοί θεοί παρουσιάστηκαν στην ποίηση και την τέχνη, δηλαδή στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων, με ανθρώπινη μορφή. Ήταν βέβαια πιο λαμπροί, πιο ωραίοι και πιο δυνατοί από τους ανθρώπους και επίσης αθάνατοι. Στα ανάγλυφα και την αγγειογραφία παρουσιάζονται πάντοτε ψηλότεροι από τους θνητούς. Στον ανθρωπομορφισμό των θεών αντιστοιχούσε ο δυνητικός θεομορφισμός των ανθρώπων. Οι περισσότεροι θεοί ήταν κοινοί για όλους. Κάθε περιοχή όμως ή πόλη προσηλωνόταν σε ορισμένες θεότητες με μεγαλύτερη αφοσίωση και τους χάριζε ειδικά λατρευτικά επίθετα - περίπου όπως συμβαίνει σήμερα με τους αγίους και την Παναγία. Η πόλις είχε τον προστάτη της ήρωα ή θεό, τις δικές της γιορτές και τους δικούς της ιερούς κανόνες. Το Άργος λάτρευε πρωτίστως την Ήρα, η Κόρινθος τον Απόλλωνα, η Αθήνα την Αθηνά. Η Αθηνά Χαλκίοικος, ο Απόλλων Κάρνειος και η Άρτεμις Ορθία ήταν οι τρεις βασικές θεότητες της Σπάρτης. Τα Θεσμοφόρια, μια γυναικεία γιορτή αφιερωμένη στη Δήμητρα όπου απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών, μαρτυρούνται σε πολλές πόλεις, αλλά όχι σε όλες. Η λατρεία του Ήλιου, αντίθετα, ήταν το ιδιάζον χαρακτηριστικό της δωρικής Ρόδου. Άλλα νησιά του Αιγαίου τιμούσαν το ηλιακό φως με τη μορφή του Απόλλωνα. Η πολυμορφία χαρακτήριζε τη θρησκεία, όπως και τόσους άλλους τομείς. Η λατρεία ήταν σε μεγάλο βαθμό υπόθεση κοινωνική, μολονότι υπήρχαν και τελετές καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα. Αν και δεν εξαφανίστηκαν οι πατροπαράδοτες λατρείες που αποτελούσαν προνόμιο κάποιων ισχυρών οικογενειών, το μεγαλύτερο μέρος των ιερατικών καθηκόντων των παλαιών γενών μεταβιβάστηκε σταδιακά στο σώμα των πολιτών. Η πόλη στο σύνολό της ήταν πλέον υπεύθυνη για τη δημόσια λατρεία, για τις θυσίες, τις πομπές, τους ναούς - και τις αναγκαίες δαπάνες. Οι πολυτελείς ναοί, το κορυφαίο επίτευγμα της ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής, ήταν δική της υπόθεση. Οι σεληνιακοί μήνες του πολιτικού ημερολογίου έπαιρναν το όνομα τους από τη βασική εορτή ή θεότητα του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος. Φυσικά ούτε στο θέμα αυτό υπήρξε ομοφωνία, αφού οι εορτές διέφεραν από τόπο σε τόπο. Διαφαίνεται ωστόσο μια γενική ανταπόκριση ανάμεσα στις ιερές τελετές και τον ετήσιο κύκλο των εποχών και της βλάστησης. Με τον τρόπο αυτό η πολιτική θρησκεία, προϊόν πολιτισμού η ίδια, ήταν στενά δεμένη με τη φύση - ή μάλλον συντονισμένη στους ρυθμούς της. Κάθε επισφαλής τομέας της ανθρώπινης ζωής, όπως η γέννηση, η ενηλικίωση, ο γάμος, ο πόλεμος και ο θάνατος, είχε τον δικό του έφορο θεό - όχι τον ίδιο παντού και πάντοτε. Κάποτε μάλιστα συνεργάζονταν πολλές θεότητες για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τον τοκετό, για παράδειγμα, τον προστάτευαν τουλάχιστον τρεις γυναικείες θεότητες: η Ειλείθυια, η Ήρα Τελεία και η Άρτεμις Λοχία. Αφηρημένες έννοιες, όπως η Νίκη, ο Ίμερος (ερωτικός πόθος), η Ειρήνη, η Φήμη και το Γέλιο, μπορούσαν επίσης να προσλάβουν θεϊκές τιμές και να γίνουν το αντικείμενο δημόσιας λατρείας. Είτε επρόκειτο για μια ιερή πομπή που κόμιζε στην τιμώμενη θεότητα ένα νέο ένδυμα, όπως στα Παναθήναια, είτε για θυσία, είτε για οποιοδήποτε άλλη τελετή, ανοιχτή σε όλους ή περιορισμένη σε κάποιες ηλικιακές ομάδες, η αρχαιοελληνική λατρεία ήταν κάτι που συνέβαινε στο ύπαιθρο, κάτω

από τον καυτό ήλιο, τη σελήνη, τα σύννεφα ή τη βροχή. Ο ναός δεν ήταν παρά το περικαλλές οίκημα του αγάλματος του θεού. Ελάχιστα πράγματα, πλην προσφορών και προσκύνησης, συνέβαιναν στο εσωτερικό του. Εξαίρεση αποτελούν τα μυστήρια, τελετουργίες μύησης που συνοδεύονταν από αυστηρούς κανόνες μυστικότητας και τελούνταν σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τις περισσότερες φορές οι τελετουργίες είχαν τοπική μόνο εμβέλεια. Ωστόσο, δύο περιοχές απέκτησαν γρήγορα υπερτόπια αίγλη. Οι Δελφοί και η Ολυμπία μετατράπηκαν από επιχώριοι τόποι λατρείας σε πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα. Οι Δελφοί ήταν το κατεξοχήν μαντείο της αρχαίας Ελλάδας (όπως η Ολυμπία ο κατεξοχήν τόπος αγώνων), αλλά δεν ήταν το μόνο. Το απομακρυσμένο ιερό του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου ήταν ένας επίσης ονομαστός, αν και λιγότερο πλούσιος, τόπος πρόγνωσης του μέλλοντος. Οι τρόποι μαντείας δεν ήταν παντού οι ίδιοι. Στη Δωδώνη η ἱερὰ φηγός, μια τεράστια βαλανιδιά αφιερωμένη στον Δία, έδινε, με το θρόισμα των φύλλων της και τις κινήσεις των πουλιών που φώλιαζαν πάνω της, κρυπτικά σημάδια, τα οποία τρεις ιέρειες, που ενδεικτικά ονομάζονταν πελεῖαι («περιστερές»), αποκρυπτογραφούσαν για τους πελάτες τους. Στους Δελφούς ακολουθούσαν άλλη μέθοδο. Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς συνέβη κατά τον ύστερο 9ο ή πρώιμο 8ο αιώνα. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, το μαντείο είχε ήδη αποκτήσει πανελλήνια φήμη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον ελληνικό αποικισμό. Κατά τον 6ο αιώνα η αίγλη του ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Το συμβουλεύονταν πλέον τόσο ιδιώτες όσο και πόλεις, τόσο απλοί άνθρωποι για τα καθημερινά προβλήματα του βίου όσο και μέγιστοι άρχοντες και βασιλείς, όπως ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, και ο Φίλιππος Β' των Μακεδόνων, για πολεμικές επιχειρήσεις και πολιτικούς σχεδιασμούς. Για τον τρόπο με τον οποίο δίνονταν οι χρησμοί στους ενδιαφερόμενους διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, κυρίως από ύστερους συγγραφείς (τον Πλούταρχο, τον Παυσανία και άλλους). Αρχικά έπρεπε ο θεός να συναινέσει. Την έβδομη μέρα κάθε μήνα, τότε που εορτάζονταν τα γενέθλια του Απόλλωνα, η θέληση του θεού «διαβαζόταν» στην αντίδραση μιας γίδας που ράντιζαν με νερό: αν το δέρμα του ζώου έτρεμε, αυτό σήμαινε ότι ο θεός ήταν σύμφωνος· αν το ζώο δεν αντιδρούσε, έπρεπε να περιμένουν. Στη χρησμοδοσία βασική ήταν η μορφή της Πυθίας, μιας γυναίκας άνω των πενήντα ετών από την τοπική κοινωνία, η οποία υπηρετούσε τον Απόλλωνα διά βίου και ήταν υποχρεωμένη να παραμένει αγνή. Ύστερα από τελετουργικό καθαρμό στην Κασταλία πηγή έκαιγε φύλλα δάφνης και κριθάρι στην εστία του ναού, και κατόπιν καθόταν, στεφανωμένη με δάφνη, πάνω στον ιερό τρίποδα του Απόλλωνα μέσα στο άδυτο του ναού. Από το σημείο αυτό, σε κατάσταση ενθουσιαστικής μανίας, προέφερε τους χρησμούς. Δύο ἱερεῖς και πέντε ὅσιοι ήταν υπεύθυνοι για όλες τις συναλλαγές με τους πελάτες του μαντείου, τις θυσίες και την εν γένει τήρηση της τάξης. Πιθανόν ένας από τους ιερείς (ο προφήτης) ήταν υπεύθυνος για την καταγραφή των χρησμών ή την έμμετρη μεταγραφή τους. Υπήρξε διαβόητη, ήδη από την αρχαιότητα, η αμφισημία αρκετών (πραγματικών ή επινοημένων) χρησμών. Για να αυξήσει το κόρος του, το μαντείο των Δελφών κατασκεύαζε κάποτε χρησμούς για

γεγονότα που δεν είχε αρχικά προβλέψει ή τροποποιούσε αποτυχημένες προρρήσεις εκ των υστέρων. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι περισσότεροι χρησμοί δεν επιδέχονταν πολλαπλές ερμηνείες. Ο οικονομικότερος μάλιστα τρόπος μαντείας, ειδικά για τους ιδιώτες, ήταν να ζητηθεί μονολεκτική απάντηση του τύπου «ναι» ή «όχι», σε ένα κατάλληλα διατυπωμένο ερώτημα. Το μαντείο τότε περισσότερο συμβούλευε παρά δεσμευόταν για την έκβαση του μέλλοντος. Οι περισσότερες απαντήσεις του ήταν καταφατικές, γεγονός που δηλώνει ότι ο θεός έδινε την έγκριση του στις ιδιωτικές ή δημόσιες επιθυμίες. Σημαντικός και κάποτε καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του μαντείου σε θέματα ειρήνης και πολέμου, επίλυσης των εσωτερικών κρίσεων που μάστιζαν τις αρχαϊκές πόλεις και θεσμοθέτησης νέων νόμων. Πιθανότατα το μαντείο διέθετε εκτεταμένο σύστημα συγκέντρωσης γεωπολιτικών πληροφοριών και, με το θεοπρόβλητο κύρος του, μπορούσε έμμεσα να ασκεί πολιτική στις διακρατικές σχέσεις των ελληνικών πόλεων και στις διεθνείς σχέσεις τους με τους αλλοεθνείς πληθυσμούς των συνόρων.

2. Νομοθέτες και τύραννοι 1. Να συγκαλείς τη συνέλευση των πολιτών σε διαστήματα τακτά Η Σπάρτη υπήρξε η ισχυρότερη ελληνική πόλη για τριακόσια περίπου χρόνια. Από τον ύστερο 7ο έως τον πρώιμο 4ο αιώνα, αυτή η δωρική κοινωνία με την εκτεταμένη επικράτεια κυριαρχούσε στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας - ειδικά της Πελοποννήσου. Η πολιτική και στρατιωτική της δύναμη ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που αποδόθηκαν στον θρυλικό Λυκούργο. Βάση τους ήταν μια ῥήτρα («συμφωνία, συνθήκη») που είχε την έγκριση του μαντείου των Δελφών. Τόσο το πρόσωπο όσο και το νομοθετικό έργο του Λυκούργου είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου. Πάντως, από τον 6ο αιώνα η Σπάρτη παρουσίαζε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή της πολιτιστικά προηγμένης πόλης όπου ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, όπως ακριβώς ήταν πριν. Όλη η ενέργειά της ήταν πλέον αφιερωμένη σε ένα και μόνο μέλημα: τη στρατιωτική υπεροχή. Οι πολεμικές παροτρύνσεις του Τυρταίου αποτελούν την καλύτερη δίοδο πρόσβασης στο ήθος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια της ιστορικής εμπέδωσής του. Ο ποιητής όμως μας κατατοπίζει ελάχιστα για την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Για τις σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του 7ου αιώνα είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς (από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα έως τον Πλούταρχο), πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί την επίδραση μιας επιτυχημένης σπαρτιατικής προπαγάνδας μακράς διάρκειας. Σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται στους ταξιδιώτες της ερήμου, η εικόνα της Σπάρτης μετεωρίζεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία. Σύμφωνα με μια εύλογη υπόθεση, τρεις φυλές Δωριέων, των οποίων τα ονόματα διατηρήθηκαν στα ιστορικά χρόνια, εισέβαλαν γύρω στον 11ο αιώνα από τον βορρά στην περιοχή της Λακωνίας, κατέκτησαν τον εντόπιο πληθυσμό και τον εξανάγκασαν σε ένα ιδιαίτερο είδος δουλείας. Οι εἵλωτες, όπως ονομάστηκαν οι προηγούμενοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής (με μια λέξη που μάλλον σήμαινε τους «κατακτημένους»), περιήλθαν στην κατοχή των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων, αλλά δεν έγιναν ατομική ιδιοκτησία τους, όπως ήταν οι δούλοι στις άλλες πόλεις. Οι είλωτες λογίζονταν πάντοτε περιουσία της πόλης. Οι περισσότεροι δεν εργάζονταν στα σπίτια των κυρίων τους ούτε διαβιούσαν μαζί με ελεύθερους πολίτες, αλλά ασχολούνταν με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ζούσαν σε καλύβες μέσα στα χωράφια ως δουλοπάροικοι. Εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσής τους, οι είλωτες είχαν σχετική αυτονομία σε σύγκριση με τους οικόσιτους δούλους άλλων πόλεων. Συγκροτούσαν οικογένειες, κατείχαν περιουσιακά στοιχεία -μέχρι και την επικαρπία γης-, τελούσαν δικές τους θρησκευτικές λατρείες και διατηρούσαν τα έθιμά τους. Το κυριότερο: ήταν όλοι Έλληνες, όπως ακριβώς και οι δεσπότες τους. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Σπάρτης - μολονότι δεν συνέβαινε μόνο εκεί. Παρά τη σχετική αυτονομία τους, οι είλωτες (που έφταναν κάποτε να είναι

έως και δέκα φορές πολυπληθέστεροι από τους ελεύθερους πολίτες) ζούσαν σε καθεστώς ιδιαίτερης καταπίεσης. Η παρουσία τους αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης. Για να αποφευχθεί το μίασμα που θα προκαλούσε ο φόνος τους, αλλά και για να είναι δυνατή η άμεση καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής τους ενέργειας, η Σπάρτη κήρυσσε επίσημα συμβολικό πόλεμο εναντίον τους κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να σκοτώνουν είλωτες χωρίς να λογοδοτούν. Μάλιστα, η αυστηρότατη εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών, γνωστή ως ἀγωγή, περιλάμβανε ενέδρες και θανατώσεις ειλώτων ως μέρος των θεσπισμένων τελετών ενηλικίωσής τους. Οι υπόδουλοι ζούσαν διαρκώς κάτω από τον ζυγό της επίσημης κρατικής τρομοκρατίας. Καθώς ήταν οι μόνοι που δούλευαν στη γη των πολιτών και επίσης η μοναδική πηγή εργατικού δυναμικού για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, οι είλωτες αποτελούσαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην οικονομία της Σπάρτης. Ο άλλος ήταν οι περίοικοι, αυτόνομες ομάδες ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιφέρεια. Οι περίοικοι καλλιεργούσαν τη δική τους (λιγότερο εύφορη) γη, ασχολούνταν με την αλιεία και το εμπόριο και διέθεταν ελευθερία κινήσεων. Επίσης, είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ασκούσαν στις μικρές κοινότητές τους. Επειδή θεωρούνταν Λακεδαιμόνιοι (δηλαδή ελεύθεροι κάτοικοι της Σπάρτης), αλλά όχι Σπαρτιάτες πολίτες, οι περίοικοι συμμετείχαν, μαζί με τους πολίτες, σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης. Ο συνολικός πληθυσμός των κατοίκων της Σπάρτης ήταν, συνεπώς, διαστρωματωμένος σε τρεις τελείως διακριτές κοινωνικές ομάδες, με πληθυσμό αντιστρόφως ανάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων

της

καθεμίας:

τους

σχετικά

λιγοστούς

ελεύθερους

Σπαρτιάτες,

τους

πολυπληθέστερους περίοικους, που ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και τις μεγάλες μάζες των υποδουλωμένων ειλώτων. Το ἄστυ, η πολιτική καρδιά της Σπάρτης -εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη- προήλθε από τον συνοικισμό τεσσάρων χωριών (στα οποία προστέθηκαν κατόπιν οι Αμύκλες) και παρέμεινε για πολλούς αιώνες ατείχιστο, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και δύναμης. Η αρχαία πόλις, όμως, της Σπάρτης εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Αρχικά περιλάμβανε μόνο τη Λακωνία και συγκεκριμένα την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Κατά το τελευταίο τρίτο του 8ου αιώνα (περ. 735-715), όμως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν, μάλλον λόγω υπερπληθυσμού, να προσαρτήσουν τη Μεσσηνία στα δυτικά του Ταΰγετου. Κατέλαβαν τη νέα περιοχή με πόλεμο και τη διατήρησαν με σκληρή καταπίεση του επίσης ελληνικού πληθυσμού, τον οποίο υποδούλωσαν αμέσως. Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, οι Μεσσήνιοι είλωτες αγωνίζονταν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Εξεγέρθηκαν για πρώτη φορά γύρω στο μέσον του 7ου αιώνα, όταν, με αρχηγό τον θρυλικό Αριστομένη, κατόρθωσαν να βρουν συμμάχους σε πόλεις της Πελοποννήσου και να απειλήσουν τη Σπάρτη. Η επανάστασή τους απέτυχε. Οι μάχες από την πλευρά των Σπαρτιατών, σε αυτόν τον λεγόμενο Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο -πρώτος θεωρήθηκε η αρχική κατάκτηση της περιοχής- δόθηκαν με τον νέο οπλιτικό τρόπο της φάλαγγας. Η ιστορία

επαναλήφθηκε, με λιγότερο συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών, δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου Γ' Μεσσηνιακού Πολέμου, για τον οποίο είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Ο πόλεμος διήρκεσε δέκα περίπου χρόνια (περ. 465-455), και τελικά οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι, που είχαν κλειστεί στην Ιθώμη μαζί με άλλους είλωτες από τη Λακωνία, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η διατήρηση της Μεσσηνίας υπήρξε επί μακρόν επίπονη υπόθεση για τη Σπάρτη, αλλά μείωσε σημαντικά την ανάγκη της για αποικισμό σε μακρινές περιοχές. Πριν από την επιτυχία του Β' Μεσσηνιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Αργείους το 669 στη μάχη των Υσιών. Η νίκη των Αργείων, που ήταν έως τότε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Πελοποννήσου, οφειλόταν πιθανόν στην πρώιμη χρήση της φάλαγγας. Οι Λακεδαιμόνιοι υιοθέτησαν αμέσως την αποτελεσματική αυτή στρατιωτική μηχανή και τελειοποίησαν τη χρήση της. Τότε συντελέστηκαν οι πολιτικές αλλαγές που μετασχημάτισαν τη Σπάρτη σε αδιαμφισβήτητα πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας και τότε εντοπίζονται οι απαρχές της μεγάλης συμμαχίας της με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (πλην του Άργους), που είναι σήμερα γνωστή ως Πελοποννησιακή. Στη συμμαχία αυτή η Σπάρτη παρείχε πολιτική και στρατιωτική στήριξη για ανατροπή τυραννικών καθεστώτων και επίλυση εδαφικών διαφορών, ενώ οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι τη βοηθούσαν να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητά της, που βασιζόταν, όπως και η οικονομία της, στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου υπόδουλου πληθυσμού. Μετά την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας, μια αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης στο μέσον του 7ου αιώνα επέτρεψε τη δημιουργία ενός σχετικά διευρυμένου σώματος οπλιτών, που πιθανότατα έφτασε τις 9.000. Πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν όλοι οι νέοι κάτοχοι γης που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια (ή φιδίτια), ένα από τα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού βίου. Κριθαρένιο αλεύρι, κρασί, σύκα και τυρί ήταν τα συνηθισμένα είδη που οι είλωτες αναγκάζονταν να παρέχουν στους κατόχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν. Από τα τρόφιμα αυτά ένα μεγάλο μέρος πήγαινε στην κοινή σίτιση των οπλιτών. Η καθημερινή συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Αυτοί οι πολίτες-οπλίτες ονομάζονταν ὅμοιοι (για να δηλωθεί η πολιτική ισότητα και η αδελφοσύνη τους) και ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την πολιτική και τον πόλεμο. Έχοντας πλήρως απαλλαγεί από τις καθημερινές φροντίδες βιοπορισμού, επιδίδονταν αποκλειστικά στη σωματική άσκηση και τη βελτιστοποίηση της αλκής, μάθαιναν να ζουν λιτά και να αντέχουν στις κακουχίες και είχαν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, μάλλον χαλαρό καθημερινό οικογενειακό βίο, αλλά εξίσου σθεναρές οικογενειακές παραδόσεις. Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον πόλεμο. Τα πολιτιστικά αγαθά του λόγου και της τέχνης τούς έγιναν ξένα και απεχθή. Η ποίηση ατόνησε. Οι καλές τέχνες περιέπεσαν σε ύφεση. Φιλοσοφία και επιστήμη δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Η ρητορεία αποθαρρύνθηκε. Από τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής, η Σπάρτη επέλεξε να τελειοποιήσει μόνο τον έναν: την αποτελεσματική πράξη, κυρίως στην αντιμετώπιση εχθρών. Ο ευφράδης λόγος άφηνε τους πολίτες της αδιάφορους και συχνά τους έβρισκε εχθρικούς. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν μάλιστα να φοβούνται τόσο πολύ τη διαβρωτική επιρροή άλλων ελληνικών

πόλεων πάνω στο ήθος της δικής τους ιδιοπροσωπίας, ώστε ανέπτυξαν έντονη ξενοφοβία με συχνές απελάσεις ανεπιθύμητων προσώπων (ξενηλασίας). Στη Σπάρτη η παρουσία μετοίκων, γνωστή σε άλλες ελληνικές πόλεις, ήταν αδιανόητη, το εμπόριο υποτυπώδες και ανταλλακτικό, η κυκλοφορία νομισμάτων περιορισμένη -αντί κανονικών κερμάτων χρησιμοποιούσαν κυρίως δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους- και η σχέση με τη θάλασσα συρρικνωμένη στις ανάγκες του πολέμου. Ωστόσο, η Σπάρτη ανέπτυξε πνευματικό πολιτισμό μέσα στις ψυχές των πολιτών της. Το πολίτευμά της, τόσο ιδιόμορφο όσο και το ήθος που ανδρώθηκε μέσα του, υπήρξε βασική αιτία της φήμης που απέκτησε στην αρχαιότητα. Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της όμως δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας. Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα όμως του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε να ανέβουν και τα δύο στον θρόνο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο ρωτώντας το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη (που σημαίνει τον υφαντουργό, αλλά μπορεί επίσης να δηλώσει τον πανούργο που διεισδύει παντού), ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη. Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι. Η ιστορία αυτή μπορεί να μην αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δείχνει όμως μια ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος της Σπάρτης που χρησιμοποιήθηκε τελικά προς όφελος του πολέμου. Από τον ύστερο 6ο αιώνα μόνο ο ένας από τους δύο βασιλείς πρωτοστατούσε ως αρχηγός στα εκστρατευτικά σώματα έξω από τα σύνορα της πόλης. Ο άλλος παρέμενε στη Σπάρτη. Η συνεχής απειλή των ειλώτων ίσως συνέβαλε σε αυτή τη διευθέτηση. Οπωσδήποτε όμως έπρεπε να αποτρέπεται η πιθανή διχογνωμία των βασιλέων στις κρίσιμες ώρες της μάχης. Σε καιρό πολέμου ο ένας βασιλιάς φρόντιζε τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και ο άλλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας. Στο πολίτευμα της Σπάρτης υπήρχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές ήταν η Γερουσία. Στο σώμα αυτό εκλέγονταν είκοσι οκτώ επιφανείς πολίτες, ηλικίας άνω των εξήντα ετών, για να υπηρετήσουν την πόλη διά βίου. Η εκλογή γινόταν από τους ομοίους. Στο σώμα συμμετείχαν αυτοδικαίως και οι δύο βασιλείς, με διπλή μάλιστα ψήφο ο καθένας, ώστε ο συνολικός αριθμός των ανδρών της Γερουσίας έφτανε τους τριάντα. Μάλιστα, σε περίπτωση απουσίας ενός

βασιλιά, υπήρχε η δυνατότητα εκπροσώπησής του στη Γερουσία από κάποιο προσφιλές και έμπιστο πρόσωπο. Η Γερουσία είχε πολλές αρμοδιότητες. Στη δικαιοδοσία της ανήκαν η εφαρμογή του νόμου, η διατήρηση της τάξης και, κυρίως, η προεργασία των θεμάτων που θα έρχονταν για έγκριση στη συνέλευση των ομοίων. Η συνέλευση των ομοίων, που ονομαζόταν Ἐκκλησία τοῦ Δάμου ή απλώς δᾶμος (δωρική μορφή του δήμου), ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο και η βάση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Το μικρό κείμενο της «λυκούργειας» ρήτρας, που διασώζει ο Πλούταρχος, όριζε ότι «στον δήμο ανήκει η εξουσία και η δύναμη» της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες. Στις συνελεύσεις της γινόταν συζήτηση και εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τον λόγο όλοι οι όμοιοι με την ίδια ευκολία. Οι αντιλογίες συνήθως περιορίζονταν στα μέλη των ανώτερων οικογενειών. Οι τελικές αποφάσεις (για αποδοχή ή απόρριψη των προτάσεων της Γερουσίας) λαμβάνονταν διά βοής. Μεγάλη εξουσία στη Σπάρτη είχαν επίσης οι πέντε ἔφοροι, άρχοντες εκλεγμένοι από την Εκκλησία του Δήμου, με πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες - άλλη μια ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Η ενιαύσια θητεία τους δεν επιτρεπόταν να ανανεωθεί, και το γεγονός αυτό μείωνε τον πιθανό καιροσκοπισμό των αποφάσεών τους. Ο θεσμός των εφόρων, που ήταν οι «επιστάτες» του κράτους, εισήχθηκε σε στάδιο μεταγενέστερο από τους άλλους τρεις πολιτικούς θεσμούς (τη διπλή βασιλεία, τη Γερουσία και την Εκκλησία του Δήμου) και είχε ως στόχο την τήρηση της νομιμότητας στην καθημερινή ζωή και τον έλεγχο της βασιλικής αυθαιρεσίας. Σταδιακά η δύναμη των εφόρων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέμουν ενώπιόν τους οι πάντες, ακόμη και οι βασιλείς. Από τους εφόρους, δύο ακολουθούσαν πάντοτε τα εκστρατευτικά σώματα εκτός των συνόρων. Η Σπάρτη έγινε υπόδειγμα πολιτείας για αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Στο ιδιόρρυθμο πολίτευμά της, με τους πολλούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, πολλοί έβλεπαν την αληθινή πραγματοποίηση της ευνομίας. Γραπτοί νόμοι στη Σπάρτη δεν υπήρχαν. Το δίκαιο της πόλης ήταν εξαρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος εθιμικό. Με την προσκόλληση στην παράδοση και το συντηρητικό πνεύμα που ανέπτυξε, η Σπάρτη δεν γνώρισε τυραννία ή άλλη πολιτειακή αλλαγή για αιώνες. Τουλάχιστον ως ιδανικό, το ήθος ζωής που διέπνεε την πόλη διατηρήθηκε επίσης σχετικά σταθερό. Τα συμπόσια των αριστοκρατών, με τις εταίρες, τη μουσική και το άφθονο κρασί, ήταν άγνωστα στη Σπάρτη. Αντίθετα, ήταν υποχρεωτικά τα συσσίτια, που ενίσχυαν καθημερινά τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος ήταν υποχρέωση του πολίτη και η τεκνοποιία επιβεβλημένη. Ο ψόγος των Σπαρτιατών για τους ανύμφευτους και άτεκνους συμπολίτες τους ήταν συχνά αμείλικτος. Σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, τα κορίτσια της Σπάρτης παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα δεκαοκτώ) και οι άνδρες σε μικρότερη (κάτω από τριάντα). Αυτή η σχετικά περιορισμένη ηλικιακή διαφορά των συζύγων θεωρούνταν ότι ενώνει τα σώματά τους σε

παράλληλη ακμή. Για να τονωθεί μάλιστα η γονιμοποιός δύναμη του σπέρματος που μειώνεται όπως διατείνονταν- από τη συμβίωση και την καθημερινή συναναστροφή, απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να βλέπουν τις γυναίκες τους στα φανερά. Έτσι, η ερωτική επαφή καλύφθηκε με χαρακτηριστική αιδημοσύνη, ενώ η ίδια η τελετή του γάμου θεωρήθηκε μια συμβολική βίαιη αρπαγή. Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία. Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι. Η Σπάρτη διέθετε ένα περίτεχνο σύστημα οργάνωσης των νέων σε ηλικιακές κατηγορίες, με δυσνόητες ονομασίες και χαρακτηριστικά προνόμια των μεγαλυτέρων έναντι των νεοτέρων. Η αυστηρή παιδεία των νέων από την ηλικία των επτά ετών μέχρι την ενηλικίωση στα είκοσι (ἀγωγή) ήταν κρατική υπόθεση και αποσκοπούσε στην πειθαρχία και τη μεγαλύτερη δυνατή εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος. Για τα επόμενα δέκα χρόνια το κράτος παρέμενε επίσης υπεύθυνο για τη σωματική κατάσταση των ανδρών του. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, το κυνήγι παρείχε σε καιρούς ειρήνης ένα υποκατάστατο του πολέμου και ήταν, μαζί με τη γύμναση, μια διά βίου ἀγωγή. (Στην αρχαιότητα η Σπάρτη υπήρξε επίσης διάσημη για τα κυνηγετικά σκυλιά της.) Αρχαίοι φιλολάκωνες συγγραφείς, όπως ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφών, τα έβλεπαν όλα αυτά με απεριόριστο και απροσποίητο θαυμασμό. Με αυστηρή έννοια, ιδιωτική ζωή για τους ομοίους δεν υπήρχε. Ολόκληρος ο βίος τους βρισκόταν κάτω από την επιστασία του κράτους, που μεριμνούσε για την αλκή, τη ρώμη και την πολεμική υπεροχή. Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν, για όλες τις αναγκαίες χειρωνακτικές εργασίες, από μεγάλο αριθμό ειλώτων, που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έφτασε τους επτά για κάθε οπλίτη. Για ευνόητους λόγους οι είλωτες δεν είχαν δικά τους όπλα και συνήθως δεν πολεμούσαν - αν και ορισμένες φορές οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τους χρησιμοποιήσουν επικουρικά. Οι περίοικοι, από την άλλη, υπηρετούσαν σε χωριστές μοίρες στρατού. Αντίθετα

με

τους

περισσότερους

Έλληνες,

που

θεωρούσαν

την

κόμη

γυναικείο

χαρακτηριστικό, οι Σπαρτιάτες άφηναν μακριά μαλλιά, σαν τους ομηρικούς Αχαιούς -δείγμα ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη χειρωναξία-, τα οποία άλειφαν με λάδι τακτικά, και οπωσδήποτε πριν από τις μάχες. Η στρατιωτική περιβολή τους ήταν κόκκινη σαν αίμα (για να φοβίζει τον αντίπαλο και να περιορίζει την εμφάνιση των πληγών) και οι ασπίδες τους επενδεδυμένες με

στρώση χαλκού, για να γυαλίζονται εύκολα και να λάμπουν στον ήλιο. Το θέαμα μιας σπαρτιατικής φάλαγγας σε πλήρη σχηματισμό πρέπει να ήταν εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό. Ο πόλεμος ήταν για τους Σπαρτιάτες το πραγματικό πεδίο επίδειξης των σωματικών και ψυχικών αρετών, στις οποίες στόχευε ολόκληρη η ειρηνική διαβίωση μέσα στην πόλη. Στο επικίνδυνο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί που όλα κρίνονταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, βρήκαν οι Σπαρτιάτες το βαθύτερο νόημα της αγωνιστικής τους ύπαρξης. Αυτοί που τόσο υμνήθηκαν για τη σχεδόν κοριτσίστικη αιδώ μέσα στην πόλη τους, και ιδιαίτερα έναντι των πρεσβυτέρων, γίνονταν ομαδικά θρασείς στο πεδίο της μάχης. Όσοι εγκατέλειπαν τη θέση τους από δειλία, οι τρέσαντες («αυτοί που φοβήθηκαν»), έχαναν αυτομάτως τα πολιτικά δικαιώματα και την περιουσία τους και υποβιβάζονταν, αν επέστρεφαν στην πατρίδα, σε αμφίβολη και ατιμασμένη κοινωνικά θέση. Το σπαρτιατικό ήθος υπήρξε επίσης διάσημο για τη «λακωνικότητά» του. Ο Πλούταρχος αναφέρει σωρεία σύντομων απαντήσεων που υποτίθεται ότι έδωσαν σημαντικοί Σπαρτιάτες σε διάφορες περιστάσεις. Οι ολιγόλογες αυτές ρήσεις διακρίνονται για την αποφθεγματική διαύγεια με την οποία κυριολεκτικά καθήλωναν την πραγματικότητα. Η ιδιότυπη «φιλοσοφία» που ανέπτυξε η Σπάρτη, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο τόσο πολύ θαυμάστηκε σε αρχαίους και νεότερους χρόνους και το πραγματικό έργο του πολιτισμού της, που δεν έχει επιζήσει στα υλικά κατάλοιπα του τόπου (όπως είχε προειδοποιήσει με διορατικότητα ο Θουκυδίδης), ήταν η καίρια και διεισδυτική ματιά στην καρδιά της παλλόμενης από τον αγώνα ζωής. Η οξύτητα του ιδιαίτερου αυτού βλέμματος γεννήθηκε μέσα στους αγώνες του 7ου και του 6ου αιώνα.

2.2. Ένας μεγάλος βράχος έπεσε πάνω στους άρχοντες Γύρω στο 500 οι Σπαρτιάτες κάλεσαν τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους σε σύσκεψη. Είχαν κάνει ένα σοβαρό λάθος στην εξωτερική πολιτική και επιθυμούσαν να επανορθώσουν το ταχύτερο. Ισχυρίστηκαν ότι, παραπλανημένοι από χαλκευμένους χρησμούς, ανέτρεψαν τον τύραννο της Αθήνας, τον Ιππία, μολονότι ήταν φιλικός προς αυτούς, και παρέδωσαν την πόλη σε έναν αχάριστο δήμο. Οι Αθηναίοι ωστόσο, παρά την ευεργεσία, σήκωσαν κεφάλι και τους έδιωξαν από την πόλη (αντί να ενταχθούν, όπως αναμενόταν, στη συμμαχία τους). Ελεύθεροι πλέον και ανεξάρτητοι, γίνονταν καθημερινά ισχυρότεροι. Επιθυμούσαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, να αποδώσουν την εξουσία και πάλι στον τύραννο. Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, εμφανίζει τον αντιπρόσωπο των Κορίνθιων στη σύσκεψη να εξανίσταται και βάζει στο στόμα του τα ακόλουθα λόγια: Ο ουρανός θα βρεθεί κάτω από τη γη και η γη θα βρεθεί μετέωρη πάνω από τον ουρανό και οι άνθρωποι θα ζουν με θαλασσινό νερό και τα ψάρια στη στεριά, όταν εσείς,

Λακεδαιμόνιοι,

ετοιμάζεστε

να

καταργήσετε

στις

διάφορες

πόλεις

την ἰσοκρατίαν και να επιβάλετε τυραννίες, που απ᾽ αυτές δεν υπάρχει πιο άδικο και σκληρό καθεστώς. Αν νομίζετε ότι είναι σωστό να υπάρχουν τυραννίες στις πόλεις, τότε εσείς πρώτοι διαλέξτε έναν τύραννο και τότε μόνο προσπαθήστε να επιβάλετε και στους άλλους τυραννία. Αλλά εσείς δεν έχετε δοκιμάσει την τυραννία και προφυλάσσετε με όλα τα μέσα τη Σπάρτη για να την αποφύγει, ενώ θέλετε να την επιβάλετε στους συμμάχους σας. (μτφρ. Ά. Βλάχος) Την εποχή που έγινε η σύσκεψη, η τυραννία ήταν πολίτευμα μισητό στον ελληνικό κόσμο. Πολλές ελληνικές πόλεις είχαν διακυβερνηθεί από τυράννους τους οποίους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάφεραν να ανατρέψουν - συχνά με τη βοήθεια της Σπάρτης. Ο αντιπρόσωπος των Κορίνθιων, οι οποίοι διέθεταν μεγάλο κύρος στη συμμαχία, θεώρησε χρήσιμο να αφηγηθεί τη δική τους εμπειρία. Την πόλη τους διοικούσαν κάποτε οι Βακχιάδες, μια ομάδα ευγενών που παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Μια από τις κόρες τους, ωστόσο, επειδή ήταν κουτσή και δεν βρήκε γαμπρό στον κύκλο της, παντρεύτηκε κάποιον από άλλο γένος. Μαζί του απέκτησε έναν γιο, τον Κύψελο. Με την ενθάρρυνση του μαντείου των Δελφών, ο Κύψελος ανέτρεψε τους Βακχιάδες και έγινε τύραννος. Έδιωξε αρκετούς Κορίνθιους από την πόλη, κατέσχεσε τις περιουσίες πολλών και σκότωσε ακόμη περισσότερους. Στην εξουσία παρέμεινε ευτυχής για τριάντα χρόνια και, όταν πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος. Ο Περίανδρος ήταν στην αρχή ηπιότερος από τον πατέρα του, αλλά στη συνέχεια έγινε πολύ χειρότερος. Ασκώντας βία, θεώρησε επιπλέον σωστό να προσβάλει τις γυναίκες των Κορίνθιων για να τιμήσει τη δική του νεκρή σύζυγο. Η ιστορία αυτή είναι διαφωτιστική, καθώς υπογραμμίζει βασικά χαρακτηριστικά της τυραννίας. Αφήνει ωστόσο κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες αδιευκρίνιστες. Δεν είναι σαφές πώς κατάφερε ο

Κύψελος να κερδίσει την εύνοια του μαντείου, να ανατρέψει τους ευγενείς και να παραμείνει στην εξουσία για πολύ μεγάλο διάστημα, μεταβιβάζοντάς την μάλιστα στον γιο του. Για την τυραννία στην Κόρινθο συγκέντρωσε πληροφορίες και ένας μεταγενέστερος ιστορικός, ο Νικόλαος Δαμασκηνός, από το έργο του οποίου έχουν σωθεί αποσπάσματα. Σύμφωνα με τον Νικόλαο, ο Κύψελος δεν έγινε τύραννος αλλά βασιλιάς. Πριν ανατρέψει τους ευγενείς, κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών της Κορίνθου, επειδή, σε αντίθεση με τους Βακχιάδες που ήταν υβριστές και βίαιοι, αυτός είχε θεωρηθεί ανδρείος και σώφρων. Επιπλέον, διακρίθηκε ως πολέμαρχος, ασκώντας με ηπιότητα τα δικαστικά καθήκοντα που του αναλογούσαν. Διαπιστώνοντας ότι οι πολίτες της Κορίνθου εχθρεύονταν τους Βακχιάδες, έγινε αρχηγός τους. Είχε άλλωστε με το μέρος του και χρησμό από το μαντείο. Σκότωσε αυτόν που ασκούσε εκείνη τη χρονιά την εξουσία και αναγορεύτηκε από τον δήμο βασιλιάς στη θέση του. Δήμευσε τις περιουσίες ευγενών και τους έδιωξε από την πόλη. Επανέφερε όμως όσους είχαν εξοριστεί από τους Βακχιάδες και απέδωσε πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που τα είχαν στερηθεί. Όσα χρόνια παρέμεινε στην εξουσία ο Κύψελος ήταν πράος και δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει σωματοφύλακες (δορυφόρους), όπως συνήθιζαν οι τύραννοι. Όταν πέθανε, άφησε την εξουσία στον γιο του Περίανδρο, ο οποίος όμως υπήρξε ωμός και βίαιος. Αυτός χρειαζόταν τριακόσιους σωματοφύλακες για την προστασία του. Δεν άφηνε τους πολίτες να αγοράζουν δούλους και τους κρατούσε διαρκώς απασχολημένους. Ούτε τους επέτρεπε να κάθονται στην αγορά, από φόβο μήπως συνωμοτήσουν εναντίον του. Βρισκόταν σε διαρκείς πολέμους και ναυπηγούσε πολεμικές τριήρεις. Στον ερωτικό του βίο υπήρξε ανόσιος. Ο Περίανδρος, με δυο λόγια, εξέτρεψε τη βασιλεία σε τυραννία. Οι δύο αφηγήσεις δεν είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα έχει πάντα σημασία η οπτική γωνία του αφηγητή. Ακόμη και όταν επιθυμεί να είναι αντικειμενικός, ο ιστορικός προσέχει διαφορετικές πλευρές των ίδιων φαινομένων και αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στις ίδιες πράξεις. Σε βασικά ζητήματα, πάντως, οι δύο εκδοχές συμφωνούν. Πρώτον, ο Κύψελος πήρε την εξουσία με βία, ανατρέποντας το παλαιό πολιτικό σύστημα. Δεύτερον, κυβέρνησε με αυθαιρεσία, εξορίζοντας, δημεύοντας περιουσίες και θανατώνοντας. Τρίτον, προσπάθησε να καταστήσει την εξουσία του κληρονομική. Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν επίσης ότι ο Περίανδρος, είτε από την αρχή είτε αργότερα, έγινε πολύ χειρότερος και, επιπλέον, δεν σεβόταν τα χρηστά ήθη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συμπληρωματικές διευκρινίσεις της δεύτερης εκδοχής. Απέναντι στους Βακχιάδες ο Κύψελος ήταν σκληρός και αδίστακτος, αλλά μόνο ο Νικόλαος εξηγεί ότι εξέφραζε το γενικό αίσθημα του δήμου και ότι η επιτυχία του οφειλόταν στη διαφθορά του παλαιού καθεστώτος. Η μακρά παραμονή του στην εξουσία δείχνει άλλωστε ότι υπήρξε δημοφιλής. Η αυθαιρεσία του μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, στρεφόταν ωστόσο εναντίον μιας ολιγομελούς κλειστής ομάδας, όχι εναντίον των μαζών. Η αρχαιολογία και διάσπαρτες ιστορικές μαρτυρίες βοηθούν να φανταστούμε κάπως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κόρινθο πριν από την επικράτηση του Κύψελου. Για έναν περίπου αιώνα, την εποχή δηλαδή που κυβερνούσαν οι Βακχιάδες, η πόλη ευημερούσε. Αξιοποιούσε με επιτυχία τη γεωγραφική της θέση στον Ισθμό για τις χερσαίες μετακινήσεις μεταξύ

Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου και τα δύο λιμάνια της για τις θαλάσσιες μετακινήσεις προς το Αιγαίο πέλαγος ανατολικά και το Ιόνιο δυτικά. Διακρίθηκε έτσι τόσο στο εμπόριο όσο και στην ίδρυση αποικιών, από τις οποίες ξεχώρισαν η Κέρκυρα και οι Συρακούσες. Στην ίδια την πόλη, τεχνίτες

και

έμποροι

ήταν

διαρκώς

απασχολημένοι,

κατασκευάζοντας

και

διακινώντας

εμπορεύματα υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Ο πλούτος που άρχισε να συσσωρεύεται διαμοιράστηκε σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και, σε μεγάλο βαθμό, επενδύθηκε στη γη, δημιουργώντας μια σημαντική τάξη εύπορων αγροτών. Τα συμφέροντα και οι ανάγκες της Κορίνθου, μετά από έναν αιώνα ανάπτυξης, συγκρούονταν πλέον ευθέως με τα συμφέροντα και τις ανάγκες μιας κλειστής ομάδας ευγενών που δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία με νέους άνδρες. Επιπλέον, ισχυροί και επικίνδυνοι γείτονες, όπως το Άργος και τα Μέγαρα, δεν αντιμετωπίζονταν πλέον αποτελεσματικά από την παλαιά αριστοκρατία. Η λύση βρέθηκε, καθώς φαίνεται, στο πρόσωπο του Κύψελου. Ως απόλυτος άρχοντας μπορούσε να αναδείξει και να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις. Όταν εδραίωσε την εξουσία του, θα πρόβαλε ασφαλώς στο πλήθος ως αγαθός βασιλιάς και στους ευγενείς ως σφετεριστής δυνάστης, δηλαδή τύραννος. Οι διαφορετικοί τίτλοι που αποδίδονται στον Κύψελο δεν δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα: βασιλεύς και τύραννος ήταν αρχικά λέξεις συνώνυμες. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται αρκετοί βασιλείς με μεγάλη εξουσία, αλλά ο τίτλος δίνεται κάποτε και σε άλλους ευγενείς. Στον Ησίοδο βασιλείς αποκαλούνται γενικά οι ευγενείς. Για «τυραννία» έγινε πρώτη φορά λόγος, όσο ξέρουμε, από τον ποιητή Αρχίλοχο, στο μέσον του 7ου αιώνα, ίσως για να δηλωθεί η απόλυτη εξουσία που δεν είχε μεταβιβαστεί κληρονομικά. Για άνδρες που επιβάλλονταν μόνοι τους, έξω από το αριστοκρατικό πλαίσιο, εξοντώνοντας ή εκτοπίζοντας άλλους ευγενείς, θεωρήθηκε χρήσιμο να χρησιμοποιηθεί ένας νέος όρος, δάνειο, μάλλον, από κάποιον ανατολικό πολιτισμό - ίσως από τη Λυδία, όπου κυβερνούσε εκείνη την εποχή ο σφετεριστής Γύγης. Το μαντείο των Δελφών πάντως, ακόμη και στην εκδοχή του Ηροδότου, προανήγγειλε τον Κύψελο ως βασιλιά. Ο Κύψελος ήταν ένας από τους παλαιότερους Έλληνες τυράννους. Πήρε την εξουσία στο μέσον περίπου του 7ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν σε πολλές άλλες πόλεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι τύραννοι επικράτησαν ύστερα από αναταραχή ή σφοδρή σύγκρουση, ενώ σε ορισμένες με πόλεμο. Συχνά είχαν ισχυρή υποστήριξη από τον δήμο. Ορκισμένοι τους εχθροί ήταν οι ευγενείς, που έχαναν την εξουσία και κάποτε τις περιουσίες ή τη ζωή τους. Συνέβαινε ωστόσο να τους υποστηρίζουν και ορισμένοι ευγενείς που αισθάνονταν αποκλεισμένοι από την πολιτική εξουσία. Ο κυριότερος λόγος που καθιστούσε την εγκαθίδρυση μιας τυραννίας επιθυμητή από τον δήμο, ή πάντως από μια μεγάλη μερίδα του, ήταν ο πόλεμος. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις βρίσκονταν σε αυξανόμενη ένταση με γειτονικές κοινότητες για τον έλεγχο της γης, αλλά και με μακρινές για τον έλεγχο περιοχών κατάλληλων προς αποικισμό, επομένως πάλι για τον έλεγχο καλλιεργήσιμων εδαφών. Οι ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν ικανούς στρατηγούς, όχι κληρονομικούς άρχοντες. Ο Κύψελος και ο Περίανδρος, μεταξύ άλλων, ήταν αποτελεσματικοί

οργανωτές του στρατού και πρόθυμοι να στηριχτούν στη δύναμη και τη βούληση των οπλιτών. Για να επέλθει μια αλλαγή που θα περιόριζε την εξουσία και την αυθαιρεσία των ευγενών, χρειαζόταν μια επίσης αυθαίρετη και αποφασιστική παρέμβαση. Προκειμένου να εξασφαλίσουν στρατιωτικές επιτυχίες, οι τύραννοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον δήμο, από τον οποίο προέρχονταν οι οπλίτες. Σε αντίθεση με τους ευγενείς, που προτιμούσαν να επιδεικνύουν τη δόξα των προγόνων τους, αυτοί είχαν κάθε λόγο να αναδείξουν τη δόξα της πόλης και των πολιτών. Επέβλεψαν την κατασκευή λαμπρών ναών και την εκτέλεση άλλων δημόσιων έργων, δίνοντας στους αντιπάλους τους την εντύπωση ότι επιθυμούσαν απλώς να κρατούν τον λαό απασχολημένο. Επιπλέον, προσπάθησαν να καταστήσουν τις εορτές υπόθεση όλου του δήμου, τονώνοντας το ηθικό του και το αίσθημα ενότητας που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο Περίανδρος μπορεί να απαγόρευσε την αγορά πολλών δούλων, για να περιορίσει την επίδειξη των ευγενών, ή να κατέσχεσε τα κοσμήματα που φορούσαν οι ευγενείς δέσποινες, αλλά αξιοποίησε πολυάριθμους δούλους και έκανε μεγάλες δαπάνες για έργα της πόλης. Ως πολιτικοί άνδρες, οι τύραννοι έθεσαν τον πολιτισμό στην υπηρεσία της πόλης και του πολέμου. Οι πρώτοι τύραννοι είχαν αρκετούς εχθρούς αλλά πολύ περισσότερους φίλους. Το μαντείο ήξερε τι έκανε όταν τους ενθάρρυνε και τους στήριζε. Οι μύθοι που πλάστηκαν για τα παιδικά χρόνια του Κύψελου και τη διάσωσή του μέσα σε μια κυψέλη από τις επιβουλές των ευγενών φανερώνουν ότι κάποιοι τον φαντάστηκαν να επιβιώνει με σκοπό να επιτελέσει ηρωικά κατορθώματα. Η Πυθία, καθώς λεγόταν, το είχε πει καθαρά πριν γεννηθεί: «Ένας μεγάλος βράχος θα πέσει πάνω στους άνδρες που κατέχουν την εξουσία και θα αποδώσει στην Κόρινθο τη θέση που δικαιούται.» (μτφρ. Ά. Βλάχος) Άλλωστε, παρά τα όσα είχαν να προσάψουν πολλοί στον Περίανδρο, στην ιστορία παρέμεινε περισσότερο ως ένας από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς και λιγότερο ως δυνάστης. Η πρόθεση των τυράννων να καταστήσουν την εξουσία τους κληρονομική ήρθε πάντως σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες του δήμου που τους είχε στηρίξει. Η πολυετής διακυβέρνηση μιας πόλης χωρίς ουσιαστικό έλεγχο καθιστούσε πολλούς από αυτούς άπληστους και μισαλλόδοξους. Κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η εξουσία τους αντιμετωπιζόταν με μεγάλη σκληρότητα. Εκτός από την παλαιά αριστοκρατία, που παρέμενε σταθερά εχθρική απέναντί τους, εναντίον τους στράφηκε τελικά και ο δήμος. Αρκετοί τύραννοι κατάφεραν να μεταβιβάσουν την εξουσία στα παιδιά τους, αλλά μόνο στην Κόρινθο η τυραννία πέρασε στην τρίτη γενιά - και αυτό για λίγα μόνο χρόνια. Στο τέλος ανατράπηκαν όλοι σε συνθήκες αναταραχών ή εξωτερικών επεμβάσεων, εξάπτοντας νέα πάθη. Η λέξη «τύραννος» κατέληξε να σημαίνει τον καταπιεστή και τον δυνάστη. Μόνο στην ποίηση, που επιθυμούσε να χρησιμοποιεί αρχαϊκό λεξιλόγιο, ο τύραννος μπορούσε να παραμένει αγαθός και καλοπροαίρετος άρχοντας. Ο Σοφοκλής προτίμησε να αποκαλέσει έτσι τον Οιδίποδα. Στη Μυτιλήνη του ύστερου 7ου αιώνα επικρατούσαν συνθήκες που θύμιζαν πολύ την Κόρινθο. Η πόλη, την οποία κυβερνούσε το αριστοκρατικό γένος των Πενθιλιδών, ευημερούσε και είχε συμμετάσχει στην ίδρυση πολλών αποικιών. Αλλά οι Πενθιλίδες βασιλείς φέρονταν με υπεροψία.

Λέγεται ότι περιδιάβαιναν τους δρόμους της πόλης και χτυπούσαν τους κατοίκους με ρόπαλα, χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Στο μεταξύ οι αριστοκρατικές οικογένειες που δεν συμμετείχαν στην εξουσία διαμαρτύρονταν. Το πολίτευμα ανατράπηκε, και στη θέση των ευγενών κυβέρνησαν διαδοχικά διάφοροι τύραννοι. Η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη, με διαρκείς συνωμοσίες και πολιτικές δολοφονίες. Κάποια στιγμή δόθηκε απόλυτη εξουσία στον Πιττακό που, όπως ο Κύψελος, είχε αριστοκρατική καταγωγή μόνο από τη μητέρα του. Ο αριστοκράτης ποιητής Αλκαίος τον αποκαλούσε τύραννο και είχε πολλά να του προσάψει, αλλά ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ήταν αἰσυμνήτης, δηλαδή, όπως εξηγεί, ένας «αιρετός τύραννος». Σε άλλες πηγές ο Πιττακός αποκαλείται βασιλιάς. Άσκησε τα καθήκοντά του για δέκα χρόνια, όπως προβλεπόταν, και, όταν παραιτήθηκε, ιδιώτευσε για άλλα δέκα. Ένα από τα βασικά του καθήκοντα ήταν να αποτρέψει την επάνοδο των εξόριστων ευγενών στην πόλη και την εξουσία. Ο Πιττακός κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας. Η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση τυράννων σε πολλές ελληνικές πόλεις είναι εντυπωσιακή. Υπήρχαν δύο λόγοι που συνέβαλαν στη γρήγορη διάδοση του φαινομένου. Ο ένας ήταν ο μιμητισμός: οι επιτυχίες των τυράννων στην Κόρινθο έδωσαν την ιδέα σε άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ο άλλος λόγος ήταν η βοήθεια που έσπευδαν να προσφέρουν ο ένας στον άλλο. Ο Περίανδρος, για παράδειγμα, μπορούσε να γεφυρώσει τις παλαιές διαφορές της πόλης του με τη Μίλητο και να συνεργαστεί με τον τύραννό της, τον Θρασύβουλο. Ισχυροί τύραννοι αναδείχθηκαν ορισμένες φορές μπροστά στον κίνδυνο μιας σοβαρής εξωτερικής απειλής. Ο Πολυκράτης της Σάμου οικοδόμησε μια ισχυρή συμμαχία ικανή να αντισταθεί, για ένα διάστημα, στην περσική επέκταση. Προκειμένου να επιβληθεί στην εξουσία, δέχτηκε τη βοήθεια του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη και έγινε γρήγορα τόσο ισχυρός, ώστε έθεσε κάτω από τον έλεγχό του πολλά άλλα νησιά, όπως τη Ρόδο. Είχε στη διάθεσή του 100 πολεμικά πλοία και 1.000 τοξότες. Για τα κατορθώματά του κατέστη ο θρυλικότερος και ενδοξότερος τύραννος, με φιλίες που περιλάμβαναν τον φαραώ της Αιγύπτου. Τα δημόσια έργα που προώθησε ήταν για την εποχή του αξεπέραστα σε μεγαλείο και τεχνική αρτιότητα. Στην αυλή του συγκεντρώθηκαν ποιητές όπως ο Ανακρέων και ο Ίβυκος, που τον δόξασε και τον ύμνησε (Κακριδής 2.4.Β.i, 2.4.Β.ii.β [σ. 58, 67]). Το καθεστώς του πάντως δεν το ανέχτηκε ο σοφός Πυθαγόρας, που προτίμησε να εγκατασταθεί στη νότια Ιταλία για να ιδρύσει τη σχολή του. Η αυξανόμενη δύναμη του Πολυκράτη φόβισε πολλούς Έλληνες. Παρακινημένοι από εξόριστους Σάμιους, οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να τον ανατρέψουν. Η επιχείρηση απέτυχε, αλλά ο Πολυκράτης δεν άργησε να βρει τον θάνατο στα χέρια των Περσών, που τον συνέλαβαν με δόλο. Στη συνέχεια οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να ανατρέψουν τον Λύγδαμη της Νάξου και αργότερα τον Ιππία της Αθήνας. Προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια δική τους μεγάλη συμμαχία, ικανή να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Στη συμμαχία αυτή οι φιλόδοξοι τύραννοι δεν είχαν θέση. Αλλά τα σχέδια των Σπαρτιατών σκόνταψαν στον αθηναϊκό δήμο, που αποδείχθηκε ακόμη πιο φιλόδοξος από τους τυράννους.

Προς το τέλος του 6ου αιώνα, όταν πολλές ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τους τυράννους τους, οι Πέρσες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα μικρασιατικά παράλια. Για τη διοίκηση των ελληνικών πόλεων που εξουσίαζαν, οι Πέρσες θεώρησαν ότι το καταλληλότερο σύστημα διακυβέρνησης ήταν η τυραννία. Με τυράννους της δικής τους επιλογής μπορούσαν να ασκούν τον έλεγχο που επιθυμούσαν και να εξασφαλίζουν τους φόρους που απαιτούσαν. Με αυτή την εξέλιξη, στις συνειδήσεις των Ελλήνων οι τύραννοι έγιναν επιπλέον μισητοί εκπρόσωποι μιας ξένης δύναμης. Ακόμη και για την αντιμετώπιση επικίνδυνων εχθρών, οι περισσότεροι Έλληνες πίστευαν πλέον ότι καταλληλότερα ήταν άλλα πολιτεύματα με πολύ ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Παρόμοιες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες δημιουργήθηκαν και στις δυτικές αποικίες. Εκτός από τις συγκρούσεις των ευγενών με τον δήμο, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, τους Ετρούσκους από τη βόρεια και τη δυτική Ιταλία και τους Καρχηδόνιους από τη βόρεια Αφρική. Στον Ακράγαντα, τη Γέλα, τις Συρακούσες και άλλες πόλεις επιβλήθηκαν τυραννίες. Όπως και αλλού, οι τυραννίες αυτές αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από συμμετοχικότερα πολιτεύματα, αλλά νέοι εξωτερικοί κίνδυνοι και εσωτερικές αναταραχές επέτρεψαν και πάλι την επιβολή τυράννων στις Συρακούσες, που παρέμεινε για πολλούς αιώνες η ισχυρότερη ελληνική πόλη στη Σικελία.

2.3. Η πόλη παραμένει ίδια αλλά οι κάτοικοί της έχουν αλλάξει Ο Θέογνις έζησε τον 6ο αιώνα και προερχόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Μεγάρων (Κακριδής 2.4.Β.iii.δ [σ. 72]). Από τον πατέρα και τον παππού του θα είχε ασφαλώς ακούσει πόσο καλά ήταν στο παρελθόν τα πολιτικά πράγματα, τότε που η εξουσία των ἀρίστων δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί. Ο ίδιος όμως ζούσε σε περίοδο μεγάλων αλλαγών. Ο πλουτισμός πολλών ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, που συνέβη με την αναδιανομή των γαιών και την αύξηση των εσόδων του αγροτικού κόσμου, συνεπαγόταν την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διοίκηση του τόπου. Η πόλη είχε ανάγκη από περισσότερους οπλίτες, και έτσι το σώμα των πολιτών διευρύνθηκε. Ο Θέογνις δεν ήταν σύμφωνος με αυτό τον νεωτερισμό. Η οικονομικά και πολιτικά τονωμένη αυτοπεποίθηση οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές αξιώσεις. Τα ήθη όμως και ο τρόπος ζωής αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς και απαιτούν την πάροδο δύο ή τριών γενεών. Στην απόσταση ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική δύναμη, από τη μια, και την κοινωνική συμπεριφορά, από την άλλη, εστίασε την προσοχή του ο αριστοκράτης ποιητής και θεώρησε απρεπή και δυνητικά καταστροφική για τον τόπο του την πολιτική ενδυνάμωση απλών αγροτών. Εξάλλου, τα νέα προνόμια της ανερχόμενης τάξης έθιγαν τα κεκτημένα συμφέροντα του ίδιου και των ομοίων του και αμφισβητούσαν την (αναντίρρητη πριν) κοινωνική και ηθική πρωτιά τους. Τους νεόπλουτους που έβλεπε να ξεφυτρώνουν παντού γύρω του ο Θέογνις τους αποκάλεσε κακούς, για να υπογραμμίσει την κατώτερη και άξεστη κοινωνική τους προέλευση. Κάποιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στο άστυ, ενώ οι πραγματικοί αστοί, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, ήταν ἐσθλοί και ἀγαθοί. Στην ιδεολογική αντιπαράθεσή του με τους ανερχόμενους αγρότες των Μεγάρων ο ποιητής μεταχειρίστηκε την ομηρική σημασία του κακοῦ, που δηλώνει τον δειλό και άνανδρο στη μάχη. Ο Θέογνις ανήκε ακόμη στη γενιά των ευγενών, που έβλεπαν τις κοινωνικές διαφορές να αντικατοπτρίζονται στα σώματα των ανθρώπων. Μπορούσε, όπως σημειώνει υπερήφανα, να διακρίνει αμέσως έναν ελεύθερο από έναν δούλο. Απευθυνόμενος στον νεότερο, επίσης αριστοκράτη, φίλο του Κύρνο, ο Θέογνις γράφει: Κύρνε, αυτή εδώ η πόλη είναι ακόμη ίδια, όμως οι κάτοικοι έχουν αλλάξει και δεν γνώρισαν ποτέ τους μήτε τη δικαιοσύνη μήτε νόμους, μα τα πλευρά τους τα κατέτριβαν δέρματα κατσικίσια και ζούσαν κι έτρωγαν μακριά απ᾽ την πόλη σαν τα ελάφια. Τώρα αυτοί είναι οι καλοί, άριστε Κύρνε, και οι πριν καλοί τώρα είναι ασήμαντοι. Ποιος άραγε μπορεί να τα ανέχεται όλα αυτά; Η κοινωνική και οικονομική αναστάτωση στα Μέγαρα εγκυμονούσε πραγματικούς πολιτικούς κινδύνους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η εμφύλια σύρραξη (στάσις) -μια συμφορά για όλουςκαι η εγκαθίδρυση τυραννίας - μια συμφορά για τους ευγενείς. Στο πρόσωπο του Θεαγένη τα Μέγαρα γνώρισαν πράγματι έναν χαρακτηριστικό τύραννο της εποχής. Ο Θέογνις είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή.

Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Αλκαίος ζούσε και αυτός με πάθος τα πολιτικά γεγονότα του τόπου του και διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο σε ορισμένα από αυτά. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πιττακό, η πολιτική ομαλότητα ανεστάλη και στη Μυτιλήνη ξέσπασε εμφύλια διαμάχη. Ο Αλκαίος συνέθεσε ένα ποίημα για να καταγγείλει την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας και τα δεινά που την ακολουθούν. Το ποίημα είναι αλληγορικό. Η αποκρυπτογράφησή του βασίζεται σε έναν και μόνο όρο του πρώτου στίχου. Στάσις σημαίνει «επανάσταση» και «εμφύλια διαμάχη», το αιφνίδιο σταμάτημα στη φυσική κίνηση μιας πόλης που αναστέλλει κάθε κανονική λειτουργία της: Ακατανόητη σ᾽ εμέ η στάσις των ανέμων. Το ένα κύμα στροβιλίζεται από δω το άλλο από κει, κι εμείς στη μέση πλέουμε σε μαύρο πλοίο ταλαιπωρημένοι απ᾽ τον κακό καιρό. Νερό καλύπτει του καταρτιού τη βάση και ήδη τα ιστία είναι διαμπερή. Ρακένδυτο το σκάφος. Θυμώνουν οι άγκυρες. Ήταν μάλλον η πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία που η πολιτεία παρομοιάστηκε με πλοίο. Τόσο επιτυχημένη, μάλιστα, κρίθηκε η παρομοίωση, ώστε έγινε κοινός τόπος στη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Στην πρώτη εμφάνισή της, όμως, η εικόνα του ταλαιπωρημένου από την κακοκαιρία καραβιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για να καυτηριαστεί η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για να τονωθεί το φρόνημα της αντιπιττακικής πτέρυγας, που θα μπορούσε να ανατρέψει την τυραννία. Όπως στον Τυρταίο, τον Θέογνι ή τον Αθηναίο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, έτσι και στον Αλκαίο η πολιτισμένη ποίηση ήταν όπλο στην υπηρεσία της πολιτικής και, αν υπήρχε ανάγκη, του πολέμου - ακόμη και του εμφύλιου. Η αντιπαράθεση των ποιητών δεν γινόταν πάντοτε ανοιχτά, ούτε αφορούσε μόνο την πολιτική σκηνή. Ούτως ή άλλως η τέχνη των υπαινιγμών ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι ποιητές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο αλληγορίες. Συχνότερα μεταχειρίζονταν παραδοσιακούς μύθους και τους μετασχημάτιζαν για να καταγγείλουν, να επικρίνουν ή να επαινέσουν καταστάσεις που ζούσαν οι ίδιοι, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, τουλάχιστον στους μορφωμένους. Στις αρχαίες πατριαρχικές κοινωνίες η φωνή των γυναικών ήταν ισχνή. Η Λέσβος του 6ου αιώνα παρείχε, συγκριτικά με άλλες αρχαϊκές πόλεις, μεγάλη πνευματική ελευθερία στις εύπορες γυναίκες, αφού επέτρεπε να είναι εγγράμματες και να έχουν μουσική καλλιέργεια. Η σημαντικότερη ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών όπου νέα κορίτσια μάθαιναν την ποιητική τέχνη -που ήταν τότε αξεχώριστη από τη μουσική- και μορφώνονταν τόσο αισθητικά όσο και ψυχικά. Η ίδια η Σαπφώ εξύμνησε τον έρωτα και το ψυχικό πάθος περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα ομότεχνό της. Η τύχη μάς έχει διασώσει δύο ολοκληρωμένες παραλλαγές στο ίδιο μυθικό θέμα, που προέρχονται από την ίδια εποχή και από το ίδιο νησί. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν σύγχρονοι,

αλλά, επειδή διέφεραν στο φύλο και συνεπώς στη νοοτροπία, χειρίστηκαν τον ομηρικό μύθο της ωραίας Ελένης με τρόπο διαμετρικά αντίθετο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-67]). Ο Αλκαίος, αναφερόμενος φαινομενικά στο παρελθόν, σχολίαζε ποιητικά: Όπως το λέει ο μύθος, για τα δικά σου, Ελένη, κρίματα βρήκε τον Πρίαμο και τους γιους του συμφορά πικρή, κι από δικό σου φταίξιμο ο Δίας χάλασε στις φλόγες πανίερο το Ίλιο. Δεν ήταν τέτοια η νύφη που ο γιος του Αιακού λαμπρός, καλώντας όλους τους μακάριους θεούς στο γάμο του, πήγε να φέρει αβρή παρθένα απ᾽ το παλάτι του Νηρέα στο αρχοντικό του Χείρωνα, όπου της λύνει την παρθενική της ζώνη. Κι έσμιξαν στης αγάπης τους τη θέρμη η άριστη από τις Νηρηίδες κι ο Πηλέας. Πάνω στον ένα χρόνο γέννησε εκείνη γιο, ημίθεο, όλβιο καβαλάρη σε ξανθά πουλάρια. Οι άλλοι όμως για την Ελένη χάθηκαν και πάνε, οι Φρύγες με την τειχισμένη πόλη τους. (μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης) Αντίθετα, η Σαπφώ έγραφε σε τόνο πολύ πιο άμεσα προσωπικό: Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται. Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό. Έτσι κι εγώ αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται. (μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης) Και τα δύο ποιήματα αφορμώνται από το παράδειγμα της ομηρικής Ελένης. Ο Αλκαίος την ψέγει για την πράξη της και τη θεωρεί αιτία δεινών, τη χρησιμοποιεί όμως ως αφορμή για να εξάρει υπαινικτικά τον δοξασμένο Αχιλλέα, που δεν κατονομάζεται ευθέως στην ωδή. Η Σαπφώ, αντίθετα, ταυτίζεται προσωπικά με την ενέργεια της Ελένης, η οποία, μεθυσμένη από έρωτα, ακολούθησε την παρόρμησή της προς το καλύτερο από όλα τα αγαθά: τον αγαπημένο της εραστή. Ο Αλκαίος αντιπαραθέτει την Ελένη προς τη Θέτιδα, την ομορφότερη κόρη του Νηρέα και μητέρα του Αχιλλέα. Στην αντιπαράθεση αυτή η αρετή της νόμιμης συζύγου, που είναι πιστή στον άνδρα της και μένει σταθερή κολόνα του σπιτιού, αντιδιαστέλλεται προς την επαίσχυντη

συμπεριφορά της μοιχαλίδας, που ακολουθεί ερωτικές παρορμήσεις και εγκαταλείπει τον οίκο της. Κατά τον Αλκαίο, το αληθινό καύχημα της ενάρετης συζύγου που εισέρχεται παρθένα στον νόμιμο γάμο της είναι ο ήρωας γιος της, ο καβαλάρης των ξανθών αλόγων. Η Σαπφώ, αντίθετα, αδιαφορεί για την αίγλη του ιππικού και προσεταιρίζεται το παράδειγμα της Ελένης για να αναφερθεί στον δικό της πόθο για την απούσα Ανακτορία. Το ομηρικό ιδανικό για τον ήρωα που δοξάζεται στη μάχη ανατρέπεται έτσι πλήρως. Η ανδρική αγάπη για τα όπλα και για τη λάμψη του στρατού, που είτε πεζός είτε σε άλογα είτε με άρματα προχωρεί στοιχισμένος για νίκη, γίνεται απλό αντικείμενο υποκειμενικής προτίμησης. Η κοινωνική απαίτηση για έναν νόμιμο σύζυγο ως απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ολοκλήρωσης πλαγίως υποσκάπτεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αθετείται επίσης έμμεσα και η μυθική αγάπη της Ελένης για τον Πάρη. Αντικείμενο του ερωτικού πόθου της ποιήτριας είναι μια ομόφυλη. Εκείνης το πρόσωπο και την εράσμια κίνηση η Σαπφώ θέλει να εγκαταστήσει στο παρόν. Και με την έξοχη τέχνη του λόγου της η ποιήτρια που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί θεώρησαν δέκατη Μούσα επιτυγχάνει να φέρει την αφανή Ανακτορία μπροστά στα μάτια μας - όπως θα κατόρθωνε, στο κέντρο του κύκλου των κοριτσιών που διηύθυνε, να την καταστήσει παρούσα, όποτε τραγουδούσε με τη λύρα την απουσία της. Μέσα από το ίδιο μυθικό θέμα και την έντεχνη αξιοποίησή του διαφαίνονται ορισμένες καίριες διαφορές στην αξιολόγηση του κόσμου από άνδρες και γυναίκες. Διαγράφεται, επίσης, ο ανταγωνισμός δύο ομοτέχνων και η διαφορετική στάση που κρατούν απέναντι στην κοινή ομηρική παράδοση. Διακρίνεται, τέλος, η ορμή αυτοκατάφασης και ατομικής διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει κάθε αληθινά πολιτισμένη κοινωνία.

2.4. Στάθηκε στη μέση προβάλλοντας τη δυνατή του ασπίδα Ο Αθηναίος Σόλων κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών. Ήταν εξάλλου ποιητής (Κακριδής 2.4.Β.iii.γ [σ. 70-71]). Ο ίδιος θεωρούσε μάλλον ότι πάνω απ᾽ όλα υπήρξε πολιτικός και ότι το ποιητικό χάρισμα και η σοφία του υπηρετούσαν πολιτικούς στόχους. Το όνομά του ταυτίστηκε με την πόλη του και έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Αντί να πέσει πάνω στους δυνατούς σαν βράχος, όπως ο Κύψελος, στάθηκε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Έτσι ισχυρίστηκε σε ένα από τα ποιήματά του και έτσι τον κράτησε ζωντανό η αθηναϊκή παράδοση. Αποτιμώντας ο ίδιος το έργο που είχε επιτελέσει, έγραψε τους ακόλουθους στίχους: Διότι στον δήμο απέδωσα τόση εξουσία όση του αρκεί, δίχως ούτε να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω κάτι σε αυτά που αξίζει (την τιμήν του). Πρόσεξα ωστόσο να μην πάθουν τίποτα ανάρμοστο αυτοί που είχαν δύναμη και χρήματα. Στάθηκα ανάμεσά τους προβάλλοντας κραταιή ασπίδα, χωρίς να αφήσω καμία από τις δύο πλευρές να νικήσει άδικα. Στο τέλος του 7ου αιώνα, μια γενεά περίπου πριν από την εμφάνιση του Σόλωνα, τα προβλήματα στην Αθήνα ήταν οξύτατα και προκαλούσαν μεγάλες εντάσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζουν ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος, συγκρούονταν μεταξύ τους οι πλούσιοι και οι πένητες, οι «λίγοι» και οι «πολλοί», οι γνώριμοι (δηλαδή οι επιφανείς, οι ευγενείς) και ο δήμος. Οι αιτίες για την κοινωνική αυτή αναστάτωση ήταν πολλές. Ένας μικρός αριθμός Αθηναίων αριστοκρατικής καταγωγής είχε τον έλεγχο της καλύτερης γης. Οι περισσότεροι βρίσκονταν υπερχρεωμένοι. Επιπλέον, κινδύνευαν να χάσουν την ελευθερία τους, εφόσον τα δάνεια που αναγκάζονταν να συνάψουν δίνονταν με εγγύηση το σώμα τους, δηλαδή την ελευθερία τους, και συνεπώς γίνονταν οι ίδιοι δούλοι, αν δεν κατόρθωναν να εξοφλήσουν έγκαιρα το χρέος. Τα οικονομικά και κοινωνικά αυτά προβλήματα τα επιδείνωνε το πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όλη η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των λίγων. Και ενώ επικρατούσε μεγάλη αναταραχή, η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει τα γειτονικά Μέγαρα σε μακροχρόνιο και δύσκολο πόλεμο για τον έλεγχο της Σαλαμίνας. Η κατάσταση έδειχνε ώριμη για την επικράτηση ενός τυράννου. Πράγματι, ένας αριστοκράτης, ο Κύλων, νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν έκανε τις σωστές ενέργειες. Οπωσδήποτε η υποστήριξη που έλαβε από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη, δεν τον ωφέλησε. Η σύγκρουση με τα Μέγαρα ήταν μέρος του προβλήματος, όχι μέρος της λύσης. Όπως και να έχει, ο Αθηναίος άρχοντας Μεγακλής (που ανήκε στην επιφανή αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμεωνιδών) κατάφερε να συσπειρώσει επαρκείς δυνάμεις για να καταστείλει την απόπειρα και να θανατώσει

τους οπαδούς του επίδοξου τυράννου. Ωστόσο, η αποτροπή της τυραννίας, και μάλιστα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε, δεν γαλήνεψε τα πάθη στην Αθήνα. Ούτε και η προσπάθεια του Δράκοντα να ρυθμίσει την κατάσταση έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Οι νόμοι του ήταν υπερβολικά σκληροί και δεν αντιμετώπιζαν τα κοινωνικά προβλήματα. Λίγες δεκαετίες αργότερα οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν ότι κατάλληλο πρόσωπο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ήταν ο Σόλων, αριστοκρατικής καταγωγής και ήδη γνωστός για το θάρρος και τη σοφία του. Ο Σόλων ανέλαβε το 594/3 το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα και αναμόρφωσε ριζικά τη νομοθεσία. Τα σημαντικότερα κοινωνικά και οικονομικά μέτρα που έλαβε ήταν δύο: η απαγόρευση των δανεισμών με εγγύηση την ελευθερία του δανειζόμενου και η κατάργηση

όλων

των

χρεών,

δημόσιων

και

ιδιωτικών.

Με

τα

μέτρα

αυτά,

που

ονομάστηκαν σεισάχθεια, κανένας Αθηναίος δεν κινδύνευε στο εξής να καταστεί δούλος επειδή αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη του. Αλλά και αυτοί που είχαν υποδουλωθεί αφέθηκαν ελεύθεροι - αν μάλιστα είχαν πωληθεί έξω από την πόλη, εξαγοράστηκαν. Ο Σόλων προχώρησε επίσης σε πολιτικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με το αθηναϊκό πολίτευμα, την εξουσία ασκούσαν εννέα ἄρχοντες, που επιλέγονταν κάθε χρόνο από τις τάξεις των ευγενών και που, μετά τη λήξη της θητείας τους, γίνονταν ισόβια μέλη της Βουλής, που συνερχόταν στον Άρειο Πάγο. Από τους άρχοντες αυτούς τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι, ο ἐπώνυμος (που ονομαζόταν έτσι επειδή έδινε το όνομά του στο έτος), ο βασιλεύς, με καθήκοντα κυρίως θρησκευτικά, και ο πολέμαρχος, με καθήκοντα κυρίως στρατιωτικά. Οι υπόλοιποι έξι αποκαλούνταν θεσμοθέται και είχαν καθήκον να επεξεργάζονται τις διατάξεις με βάση τις οποίες εκδίδονταν οι δικαστικές αποφάσεις. Το κύριο έργο της Βουλής του Αρείου Πάγου ήταν η διαφύλαξη των νόμων αλλά και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης. Οι άρχοντες είχαν επίσης δικαστικά καθήκοντα που σχετίζονταν με τους τομείς ευθύνης τους. Στον Άρειο Πάγο εκδικάζονταν πολλές σημαντικές υποθέσεις. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις ήταν τελεσίδικες. Ο Σόλων διατήρησε τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου, πρόσθεσε όμως στο πολίτευμα δύο νέα σημαντικά όργανα εξουσίας: μια δεύτερη Βουλή, που ονομάστηκε των Τετρακοσίων, επειδή συμμετείχαν σε αυτή τετρακόσια μέλη, εκατό από κάθε αθηναϊκή φυλή, και ένα δικαστήριο, αποτελούμενο από πολίτες, που ονομάστηκε Ηλιαία. Τα δύο αυτά όργανα αποδυνάμωσαν τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου. Το πρώτο προετοίμαζε τις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή της συνέλευσης των πολιτών, και το δεύτερο ανέλαβε το κύριο βάρος των δικαστικών υποθέσεων. Στον τρόπο εκλογής των αρχόντων ο Σόλων υπήρξε επίσης καινοτόμος. Οργάνωσε το πολίτευμα στη βάση τεσσάρων τελῶν, δηλαδή εισοδηματικών τάξεων, στις οποίες κατέταξε όλους τους πολίτες: τους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς, τους ζευγίτες και τους θήτες. Η κατάταξη αυτή αποτύπωνε ως έναν βαθμό τη στρατιωτική οργάνωση των Αθηναίων. Οι ευγενείς ήταν πάντα ιππείς. Την εποχή του Σόλωνα πολεμούσαν και αυτοί πεζοί, αλλά έφταναν έφιπποι (και ξεκούραστοι) στο πεδίο της μάχης. Ζευγίτες ήταν οι οπλίτες, δηλαδή οι εύποροι αγρότες που εξασφάλιζαν μόνοι τον οπλισμό τους και πολεμούσαν στις οργανωμένες φάλαγγες. Θήτες αποκαλούνταν οι φτωχοί πολίτες, που ήταν συνήθως άκληροι, και συμμετείχαν στους πολέμους

ως ψιλοί, με μικρό οπλισμό και ελαφριά εξάρτυση για μεγαλύτερη ευκινησία. Πραγματικά νέα κατηγορία ήταν μόνο οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι λίγες εκατοντάδες πολύ πλούσιοι Αθηναίοι. Οι πεντακοσιομέδιμνοι προέρχονταν από την παλαιά τάξη των ιππέων, αλλά ξεχώρισαν από αυτούς διότι θεωρήθηκαν με τον μεγάλο τους πλούτο κατάλληλοι να αναλάβουν το αξίωμα του ταμία της πόλης, καθώς μπορούσαν να εγγυηθούν για την ασφάλεια των θησαυρών της με την προσωπική τους περιουσία. Οι άρχοντες επιλέγονταν από τους πεντακοσιομέδιμνους και τους ιππείς. Όλα τα άλλα αιρετά αξιώματα ήταν ανοιχτά στις τρεις ανώτερες τάξεις. Οι θήτες είχαν δύο μόνο δικαιώματα: να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια. Την εποχή που έγιναν οι μεταρρυθμίσεις σημαντικότερο μέτρο θεωρήθηκε η σεισάχθεια, που βελτίωσε αμέσως τη θέση πολλών. Αργότερα φάνηκε ότι ριζικότερες αλλαγές επέφεραν δύο δικαστικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τη μία από αυτές, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο δεν είχαν μόνο όσοι αισθάνονταν ότι έχουν αδικηθεί αλλά όλοι ανεξαιρέτως, για την υπεράσπιση τρίτων ή του δημόσιου συμφέροντος. Σύμφωνα με την άλλη αλλαγή, δόθηκε στους πάντες το δικαίωμα της έφεσης στο δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα, εάν αισθάνονταν αδικημένοι, να κριθούν και πάλι από ένα όργανο μαζικό και αντιπροσωπευτικό. Με τα δυο αυτά δικαιώματα οι πολίτες προστατεύτηκαν από τις αυθαιρεσίες των ευγενών. Εφόσον όλες οι υποθέσεις μπορούσαν να ξανακριθούν, η Ηλιαία έγινε σύντομα το κύριο αθηναϊκό δικαστήριο. Σημαντικότατα θέματα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου ρυθμίζονταν πλέον από τα δικαστήρια στα οποία συμμετείχαν μαζικά και οι φτωχότεροι Αθηναίοι. Σε αυτά κρινόταν πολλές φορές ακόμη και η εγκυρότητα των νόμων. Ο ίδιος ο Σόλων θεώρησε πάντως ότι ένα από τα σπουδαιότερα μέτρα του ήταν η απελευθέρωση της γης. Είχε αφαιρέσει από αυτήν, όπως εξηγούσε σε ένα του ποίημα, τους ὅρους που την κρατούσαν υποδουλωμένη. Εννοούσε, καθώς φαίνεται, ότι απάλλαξε πολλούς καλλιεργητές από τις υποχρεώσεις που είχαν έναντι των πλούσιων γαιοκτημόνων, αυτές που καταγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες (ὅρους) και τους ανάγκαζαν συχνά να δανείζονται με εγγύηση το σώμα τους. Αφαιρώντας τους όρους, είχε απελευθερώσει ταυτοχρόνως τη γη και τους καλλιεργητές της. Τον επόμενο αιώνα η Αθήνα ξεχώριζε για το πλήθος των ελεύθερων ιδιοκτητών γης. Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα η Αθήνα επέλυσε οξύτατα κοινωνικά προβλήματα και ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει επικίνδυνους εξωτερικούς εχθρούς. Χωρίς να ανατραπούν τελείως οι παλαιές ισορροπίες, η κοινωνική ένταση εκτονώθηκε και η πόλη απέκτησε νέους πολεμιστές. Πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην τάξη των θητών, αρκετοί όμως στην τάξη των ζευγιτών, στην αποφασιστικότητα των οποίων στηριζόταν κυρίως η πολεμική ισχύς της πόλης. Πολλές ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή παρόμοια προβλήματα και αναζητούσαν λύσεις. Στα γειτονικά Μέγαρα, μετά την ανατροπή του τυράννου Θεαγένη, τα χρέη δημιουργούσαν μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Φαίνεται ωστόσο ότι επιστράφηκαν μόνο οι τόκοι των δανείων - και αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό, ώστε η μεταρρύθμιση έμεινε γνωστή ως παλιντοκία. Πάντως, καμία μεταρρύθμιση εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο συνολική και τόσο ριζική όσο αυτή που σχεδίασε ο Σόλων.

Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν πολύ καλά υπολογισμένες και αντιμετώπιζαν τα σημαντικότερα προβλήματα της Αθήνας στη ρίζα τους. Αλλά η εκτέλεσή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ανταγωνισμοί για την εξουσία και οι διαφορετικές απόψεις για τους ρυθμούς με τους οποίους έπρεπε να εφαρμοστούν οι νέοι νόμοι συνεχίζονταν για χρόνια. Ορισμένοι είχαν ήδη υποδείξει στον Σόλωνα ότι μόνο με την ιδιότητα του τυράννου θα μπορούσε να επιβάλει το πρόγραμμα του. Αλλά αυτός ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Πρόθεσή του δεν ήταν να επιβληθεί με αίμα και βία. Αυτό που αρνήθηκε ο Σόλων το πραγματοποίησε μια γενεά αργότερα ο Πεισίστρατος. Κάποια στιγμή που οι διαμάχες είχαν αποδυναμώσει τις σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες, αυτός επικαλέστηκε τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Μεγαρέων, εξασφάλισε προσωπική φρουρά σωματοφυλάκων και κατέλαβε την εξουσία. Οι εχθροί του ενώθηκαν μεταξύ τους και κατάφεραν να τον διώξουν. Αλλά ο Μεγακλής, εγγονός του ομώνυμου άρχοντα που είχε εξουδετερώσει τον Κύλωνα, του έδωσε για σύζυγο την κόρη του και τον βοήθησε να επιβληθεί για δεύτερη φορά. Όμως, και αυτή η συμμαχία δεν κράτησε πολύ. Χάνοντας την εξουσία για δεύτερη φορά, ο Πεισίστρατος προετοιμάστηκε καλά για την οριστική του επάνοδο. Εξασφάλισε βοήθεια από τους Θηβαίους, τους Αργείους, τον Λύγδαμη της Νάξου αλλά και χρήματα από τα μεταλλεία του Στρυμόνα. Προσέλαβε μισθοφόρους και κατέλαβε με τη βοήθεια των γιων του τον Μαραθώνα. Από εκεί προχώρησε προς την πόλη και, ύστερα από μάχη, επιβλήθηκε για τρίτη φορά, εξορίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Έτσι, με εξαίρεση δύο διαλείμματα, παρέμεινε τύραννος από το 561 έως το 527. Ανάμεσα σε πολλά άλλα ανταπέδωσε τη βοήθεια στον Λύγδαμη, καθιστώντας τον τύραννο στη Νάξο. Ο Πεισίστρατος πολιτεύτηκε με μετριοπάθεια. Δεν κατήργησε τη νομοθεσία του Σόλωνα μολονότι φρόντιζε να επιλέγονται άρχοντες Αθηναίοι που είχαν καλές σχέσεις μαζί του. Ενίσχυσε τους φτωχούς και τους βοήθησε να καλλιεργούν τη γη τους ώστε να ευπορούν, αλλά και να παραμένουν διασκορπισμένοι στους αγρούς, χωρίς να συχνάζουν στο άστυ ούτε να ασχολούνται με την πολιτική. Φαίνεται μάλιστα ότι συνέδραμε τους μικροκαλλιεργητές με διάφορους τρόπους. Έτσι, συνέβαλε αφενός στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και αφετέρου εισέπραττε φόρους. Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου, η εξουσία μεταβιβάστηκε στον γιο του Ιππία, ο οποίος συνέχισε να κυβερνά στο ίδιο πνεύμα την πύλη μαζί με τους αδελφούς του. Οι τύραννοι των Αθηνών ισχυροποίησαν την πόλη τους και τη θέση τους περισσότερο με τη διπλωματία παρά με πολέμους. Εκτός από τη φιλία τους με τη Νάξο, ανέπτυξαν δεσμούς με το Άργος, τη Σπάρτη, τη Σάμο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Όταν όμως οι Πέρσες κυριάρχησαν στη Μακεδονία, επέλεξαν να αλλάξουν πολιτική. Άρχισαν να απομακρύνονται από τους παλαιούς τους φίλους και να προσεγγίζουν τη μεγάλη ασιατική δύναμη που εξαπλωνόταν. Ο Ιππίας έσπευσε να παντρέψει την κόρη του Αρχεδίκη με τον γιο του τυράννου της Λαμψάκου, ο οποίος συνεργαζόταν ήδη στενά με τον μεγάλο βασιλιά της Περσίας, τον Δαρείο. (Σύμφωνα με το επιτύμβιο επίγραμμά της, η Αρχεδίκη ήταν κόρη, σύζυγος, αδελφή και μητέρα τυράννων.) Στο εσωτερικό της πόλης οι Αθηναίοι τύραννοι διακρίθηκαν για τα μεγάλα και επιβλητικά δημόσια έργα

τους. Σε ακμή οδηγήθηκε την εποχή εκείνη και το εμπόριο, όπως βεβαιώνουν τα -αρχικά μελανόμορφα και στη συνέχεια ερυθρόμορφα- αγγεία, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο. Οι Πεισιστρατίδες, στα πολλά χρόνια που διακυβέρνησαν, κατάφεραν να συμφιλιωθούν με αρκετές αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Αλλά οι φιλίες αυτές δεν είχαν βαθιές ρίζες, και μια προσωπική αντιδικία (ή, ορθότερα, αντιζηλία) ήταν αρκετή για να οδηγήσει το 514 στη δολοφονία του Ιππάρχου, αδελφού του Ιππία. Την τολμηρή αυτή πράξη, με αρχικό στόχο τον ίδιο τον τύραννο, ανέλαβαν δύο φίλοι αριστοκράτες, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. (Ο αθηναϊκός δήμος τούς θεώρησε αργότερα πρωτοστάτες της δημοκρατίας, τους αποκάλεσε τυραννοκτόνους και τους απέδωσε τιμές ηρώων.) Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να γίνει η τυραννία πολύ σκληρότερη και να αποκτήσει νέους εχθρούς. Τον αγώνα εναντίον της συνέχισε από την εξορία η αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Οι Αλκμεωνίδες, όπως λεγόταν, ενίσχυσαν οικονομικά το μαντείο των Δελφών και κέρδισαν την εύνοιά του. Έτσι, η Πυθία προέτρεψε τους Σπαρτιάτες να αναλάβουν πρωτοβουλία για την απελευθέρωση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη παρότρυνση, διότι η ανατροπή των τυράννων ήταν έτσι κι αλλιώς στα σχέδιά τους - ιδίως όταν οι τύραννοι συνεργάζονταν με τους Πέρσες. Το 510, με επικεφαλής τον βασιλιά Κλεομένη (περ. 520-490) και σε συνεργασία με δυσαρεστημένους Αθηναίους, εξόρισαν τον Ιππία, που είχε παραμείνει στην εξουσία για 17 χρόνια. Ήλπιζαν ότι η Αθήνα, από ευγνωμοσύνη και ανάγκη, θα γινόταν σύμμαχός τους. Ωστόσο, μια μεγάλη μερίδα του αθηναϊκού δήμου είχε άλλα σχέδια. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν για να παραδώσουν την εξουσία στον Αθηναίο πολιτικό Ισαγόρα, που ήταν φίλος τους. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να εξορίσουν 700 αθηναϊκές οικογένειες. Δεύτερη να καταργήσουν τη Βουλή. Αλλά ο αθηναϊκός δήμος αντιστάθηκε, κατάφερε να απομακρύνει τους Σπαρτιάτες από την πόλη του και επανέφερε τους εξόριστους, που είχαν επικεφαλής τους τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη. Οι Σπαρτιάτες δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες. Ήθελαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν την Αθήνα, που μέρα με τη μέρα δυνάμωνε. Το 506 προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν τον Ισαγόρα ως τύραννο, αλλά τους εγκατέλειψαν ακόμη και οι σύμμαχοί τους. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος (περ. 515-491), διαχώρισε τη θέση του και αποχώρησε. (Η διαφωνία αυτή οδήγησε τους Σπαρτιάτες να στέλνουν στο εξής μόνο ένα βασιλιά σε κάθε εκστρατεία.) Έτσι, ο Κλεομένης υποχρεώθηκε να επιστρέψει άπρακτος στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Θηβαίους και τους Χαλκιδείς, που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία. Λίγα χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες έκαναν μια τελευταία προσπάθεια με σκοπό να επαναφέρουν τον Ιππία. Αυτή τη φορά οι Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοί τους δεν δέχτηκαν ούτε να τους ακούσουν. Στην ανατροπή των Ελλήνων τυράννων συνέβαλαν πολλοί: οι ευγενείς, που είχαν απολέσει την εξουσία, ο δήμος, που έβλεπε τις τυραννίες να μετατρέπονται σε κληρονομικές μοναρχίες, οι Σπαρτιάτες, που ήθελαν να παίξουν ηγετικό ρόλο σε μια μεγάλη συμμαχία. Στις περισσότερες

πόλεις, μετά την ανατροπή των τυράννων, οι πολίτες κατάφερναν να παίξουν κεντρικό ρόλο και να διεκδικήσουν μερίδιο στην πολιτική διακυβέρνηση. Στις ελληνικές πόλεις, ωστόσο, δεν κατοικούσαν μόνο πολίτες. Εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά, πολιτικά δικαιώματα στερούνταν επίσης οι ξένοι και οι δούλοι. Οι ξένοι ήταν μια πολύ ευρεία κατηγορία που περιλάμβανε, πέρα από τους περαστικούς, και ανθρώπους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια πόλη, ορισμένοι από τους οποίους ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε αυτήν.

Σε

ορισμένες

πόλεις,

όπως

στην

Αθήνα,

οι

μόνιμα

εγκατεστημένοι

ξένοι

ονομάζονταν μέτοικοι και είχαν ορισμένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις: κατέβαλλαν φόρους και στρατεύονταν. Δεν συμμετείχαν ωστόσο σε καμία πολιτική δραστηριότητα και για να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστηρίων είχαν ανάγκη από έναν πολίτη-προστάτη. Σε όλες τις ελληνικές πόλεις δικαίωμα κατοχής γης είχαν μόνο οι πολίτες. Οι ξένοι και οι μέτοικοι ασχολούνταν έτσι, σχεδόν αποκλειστικώς, με τις τέχνες και το εμπόριο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως ανταμοιβή για σπουδαίες υπηρεσίες τους στην Αθήνα, οι μέτοικοι μπορούσαν, με απόφαση του δήμου, να ενταχθούν στην κατηγορία των πολιτών. Οι υποδουλωμένοι Αθηναίοι είχαν κερδίσει με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα την ελευθερία τους. Στο εξής κανένας πολίτης δεν γινόταν πια δούλος μέσα στην πόλη του επειδή δεν είχε να πληρώσει τα χρέη του. Κανένας νόμος δεν απαγόρευε, πάντως, την εισαγωγή δούλων από άλλες περιοχές. Οι εύποροι γαιοκτήμονες, μάλιστα, που με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στερήθηκαν τα φτηνά εργατικά χέρια, στράφηκαν σε μαζικές αγορές δούλων από μη ελληνικές περιοχές. Η Αθήνα γέμισε με υποδουλωμένους Θράκες και Σκύθες. Οι άνθρωποι αυτοί διακινούνταν μέσα από το διεθνές εμπόριο και πωλούνταν στην αγορά, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Τα παιδιά που αποκτούσαν γίνονταν και αυτά δούλοι. Ορισμένοι είχαν την ευκαιρία, ύστερα από σκληρή εργασία, να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, να γίνουν απελεύθεροι και να ενταχθούν στην τάξη των μετοίκων.

2.5. Κυβέρνησε την πόλη στολίζοντάς την όμορφα και ταιριαστά Οι θεοί των αρχαίων ήταν βεβαίως ανθρωπόμορφοι, αλλά δεν ήταν άνθρωποι. Μπορούσαν να παρουσιάζονται συχνά ως κοινοί θνητοί, αλλά ήταν αθάνατοι. Οι ανθρώπινες ενσαρκώσεις τους είχαν συμβεί στο μυθικό παρελθόν που αφηγούνταν οι ποιητές. Στο εκάστοτε παρόν οι άνθρωποι έβλεπαν τους θεούς με το φως της φαντασίας τους, όχι με τα ίδια τους τα μάτια· τις περισσότερες φορές, όχι όμως πάντα… Κατά την πρώτη επιστροφή του Πεισίστρατου από την εξορία, τότε που ήρθε στην Αθήνα για να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή, οι Αθηναίοι είχαν τη σπάνια ευκαιρία να αντικρύσουν την πολιούχο της πόλης τους. Επρόκειτο βεβαίως για ένα τέχνασμα που σκοπό είχε να παρουσιάσει τον Πεισίστρατο ως θεοπρόβλητο ηγέτη. Το τέχνασμα όμως, αν και απλοϊκό κατά τη γνώμη του Ηροδότου που μας το παραδίδει, πέτυχε πλήρως. Λαός συνέρρευσε από όλες τις άκρες της Αττικής για να δει την Αθηνά σε πλήρη εξάρτυση πάνω σε άρμα να οδηγεί και να εγκαθιστά τον αγαπημένο της μονάρχη στην Ακρόπολη. Η ενότητα της Αθήνας τονώθηκε. Η ιδέα ανήκε στον Μεγακλή. Κατά τον Ηρόδοτο, την Αθηνά υποδύθηκε μια πολίτις από την Παιανία ονόματι Φύα· κατ' άλλους, μια δούλη από τη Θράκη, μικροπωλήτρια λουλουδιών, που είχε το ίδιο όνομα. Η γυναίκα επιλέχθηκε με κριτήριο το ύψος και την ομορφιά της. Διδάχτηκε πώς να στέκεται μεγαλόπρεπα και πώς να κοιτάζει επιβλητικά, περιβλήθηκε με πανοπλία, κράνος και δόρυ, και στήθηκε στο στολισμένο άρμα. Τόσο λίγο απείχαν οι θεοί από τους ανθρώπους - όσο και η βαρβαρική ευπιστία από την αθηναϊκή ευστροφία. Ο Ηρόδοτος απορεί πώς πείστηκαν οι ευφυείς Αθηναίοι. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί τι ακριβώς θα τους εμπόδιζε να πειστούν. Πάντως, η ιστορία είναι ενδεικτική της σημασίας που είχαν οι πολλοί στην αποδοχή των τυράννων και της εξουσίας τους. Επειδή δεν αναγνωρίζουμε τους αρχαίους θεούς, δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε το πολιτιστικό μεγαλείο που ψυχικά έκρυβε αυτή η πολιτική πράξη. Στα μάτια των απλών Αθηναίων, όμως, τα αρχιτεκτονικά μνημεία με τα οποία κόσμησε αργότερα ο Πεισίστρατος την πόλη τους είχαν αναντίρρητα, εκτός από πατριωτική, και θρησκευτική σημασία: οι θεοί ήταν εκεί, δίπλα τους, και τους βοηθούσαν. Πρώτος από όλους οικοδομήθηκε ένας ναός στην Ακρόπολη για να τιμηθεί η Αθηνά - πιθανόν ως αντίδωρο για την ευεργεσία που είχε παράσχει στην πόλη της. Ύστερα τιμήθηκε ο πατέρας της, ύπατος των θεών, με μια μνημειώδη κατασκευή που ανέλαβε να ολοκληρώσει, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός: οι σωζόμενοι μέχρι σήμερα στύλοι του Ολυμπίου Διός οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αρχική έμπνευση του Πεισίστρατου. Ολόκληρο το δωδεκάθεο βρήκε επίσης τη θέση του στο κέντρο της αγοράς, πάνω σε έναν πολυτελή βωμό που διατηρήθηκε για χρόνια. Ακολούθησαν άλλες, χρηστικότερες δημόσιες κατασκευές, όπως η Εννεάκρουνος, για να προμηθεύονται εύκολα νερό οι πολίτες. Πρωτοφανής ήταν η αίγλη που κέρδισαν στα χρόνια του Πεισίστρατου τα Παναθήναια, μια ετήσια θρησκευτικοπολιτική γιορτή η οποία, από το μέσον του 6ου αιώνα, επαναλαμβανόταν κάθε

τέσσερα χρόνια, πολυήμερη και με πανελλήνια λαμπρότητα. Στη γιορτή αυτή δοξάζονταν από κοινού η Αθήνα και η Αθηνά - ή έτσι περίπου κατέληξε να είναι, αφού η μεγαλοπρεπής πομπή που μετέφερε παραδοσιακά τον νέο πέπλο της Αθηνάς Πολιάδος πάνω στον ιστό ενός πλοίου προς τον ναό της στην Ακρόπολη έγινε τελικά η αφορμή για να επιδεικνύεται όλη η ομορφιά, η δεξιοτεχνία και η καλλιέργεια των νέων και των ενηλίκων της Αθήνας. Η πόλη έδειχνε στους Έλληνες που συνέρρεαν από παντού τη δύναμή της. Το γόητρο των Αθηναίων ενισχυόταν. Μια χαρακτηριστική αρματοδρομία που παρέπεμπε σε ένα απώτερο παρελθόν συνδύαζε την ομηρική τεχνική με την οπλιτική εξάρτυση: ο αναβάτης πηδούσε από το άρμα εν κινήσει και έτρεχε πεζός μέχρι το ορισμένο τέρμα του δρόμου, σε έναν αγώνα που απαιτούσε ταυτόχρονα δεξιοτεχνία και ταχύτητα - όπως στον πόλεμο. Απαγγελίες ποιημάτων, και μάλιστα ραψωδιών από τα ομηρικά έπη, συναυλίες, χοροί, αθλητικοί και μουσικοί αγώνες και κάθε είδους εορταστικοί πανηγυρισμοί εντάχθηκαν τελικά στο πρόγραμμα των παναθηναϊκών εκδηλώσεων. Βέβαια, κάθε χρόνο η πολιούχος θεά λάμβανε τις πατροπαράδοτες τιμές με μικρότερη, αποκλειστικά τοπική, εμβέλεια. Παράλληλα με τους μεγάλους ολύμπιους θεούς, ο Πεισίστρατος έστρεψε την προσοχή του και στον παραμελημένο αλλά πολύ αγαπητό στον αγροτικό πληθυσμό θεό του κρασιού και της μέθης, τον Διόνυσο, και μετέφερε το ξόανό του από τις αρχικά βοιωτικές Ελευθερές εγκαινιάζοντας ειδικό ιερό προς τιμήν του στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ακρόπολης. Με το ίδιο σκεπτικό ενθάρρυνε τα λαϊκά διονυσικά δρώμενα και τις αγροτικές λατρείες και ίδρυσε τη μεγάλη γιορτή του Διονύσου στην Αθήνα, τα μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια. Το χαρακτηριστικότερο αθηναϊκό επίτευγμα στον χώρο του πολιτισμού, η τραγωδία, έλκει την απώτερη καταγωγή της από εκείνα τα χρόνια της τυραννίας. Ο Θέσπις, ο θρυλούμενος πρώτος τραγωδοποιός, λέγεται ότι έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, και οι τραγωδίες του πρέπει να πρωτοπαρουσιάστηκαν σε διονυσιακές εορτές. Τότε επίσης καταγράφηκαν, κατά τη μαρτυρία των αρχαίων, τα ομηρικά έπη, και τότε μάλλον έγινε η πρώτη συλλογή των ορφικών ποιημάτων και χρησμών από τον Ονομάκριτο. Ακόμη και αν οι μαρτυρίες αυτές δεν είναι εντελώς αξιόπιστες, φανερώνουν το ενδιαφέρον που έδειξαν ο Πεισίστρατος και οι γιοι του για τον πολιτισμό ως υπόθεση της πόλης. Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που ασκούσε την εξουσία του την ίδια εποχή, ενδιαφέρθηκε και αυτός για έργα πολιτισμού που μπορούσαν να δώσουν κύρος στην πόλη και να αυξήσουν την υπερηφάνεια του λαού της. Ορισμένα τεχνικά επιτεύγματα που εφαρμόστηκαν στο νησί του είναι αξιοθαύμαστα ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί το Ευπαλίνειο Όρυγμα. Για να βελτιώσει την ύδρευση της πόλης, ο τύραννος κάλεσε έναν διάσημο μηχανικό από τα Μέγαρα, τον Ευπαλίνο, και του ζήτησε να σκάψει το βουνό και να μεταφέρει νερό από το ένα σημείο του νησιού στο άλλο. Ο Ευπαλίνος τα κατάφερε περίφημα: το εντυπωσιακό όρυγμα που κατασκεύασε έχει μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο, και ο ενδιαφερόμενος περιηγητής μπορεί να το επισκεφθεί και να το θαυμάσει ακόμη και σήμερα. Ένας άλλος μηχανικός κατασκεύασε τεχνητό μόλο μήκους 350 μέτρων για την προστασία των καραβιών από τους ξαφνικούς θυμούς του Ποσειδώνα. Το έργο όμως για το οποίο υπήρξε ξακουστή η Σάμος, το περίφημο Ηραίον, σχεδιάστηκε από ντόπιο αρχιτέκτονα, τον Ροίκο, και

αποτελεί ένα εξαιρετικό και πρωτοποριακό δείγμα αρχιτεκτονικής. Η πανάρχαιη Μεγάλη Θεά της Σάμου, που ταυτίστηκε στους ιστορικούς χρόνους με τη σύζυγο του Ολύμπιου Δία, έλαβε γενναίο μερίδιο από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές κατακτήσεις της εποχής. Ο νέος ναός της ήταν ένας από τους μεγαλύτερους που κατασκευάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα. Η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική στην πελοποννησιακή Σικυώνα. Η τυραννία εκεί ήταν, εξάλλου, προγενέστερη. Ο Κλεισθένης υπήρξε γιος ενός από τους πρώτους τυράννους στην Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε την εξουσία από τον πατέρα του περίπου το 600. Η λαϊκή στήριξη που είχε βασιζόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Αργείων. Στην προσπάθειά του να ανακόψει την επεκτατική πολιτική του Άργους στην Πελοπόννησο, ο Κλεισθένης, αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα που έχει η ποίηση στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων του λαού, απαγόρευσε σε ραψωδούς να απαγγέλλουν τα ομηρικά έπη στην πόλη του. Όπως σωστά υποστήριξε, ο Όμηρος υμνεί πάρα πολύ το Άργος και τους Αργείους. Φυσικά, στην Ιλιάδα ο όρος αναφέρεται συλλογικά σε όλους τους συμμάχους που εκστράτευσαν από την Ελλάδα εναντίον των Τρώων. Υποδηλώνει όμως σαφώς και την πολεμική υπεροχή της πόλης του Άργους. Ο αρχηγός της εκστρατείας Αγαμέμνων προερχόταν από εκεί. Με τέτοια αδιάψευστα πειστήρια που έφεραν τη σφραγίδα της αυθεντίας του Ομήρου, πώς θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί στις αξιώσεις των νεότερων Αργείων να έχουν τον πρώτο λόγο; Η λογοκρισία κρίθηκε απαραίτητη. Πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούσε και μια άλλη αλλαγή που επέφερε ο Κλεισθένης - στον χώρο της θρησκείας αυτή τη φορά. Ο Άδραστος ήταν ένα επιχώριος ήρωας που είχε το ιερό του στην αγορά των Σικυωνίων και λατρευόταν με ιδιαίτερες τιμές. Η παράδοση όμως ήθελε τον Άδραστο να κατάγεται από το Άργος. Μέσα στο ίδιο το κέντρο της πόλης που διοικούσε ο Κλεισθένης έβλεπε τον εχθρό με τη μορφή ενός ήρωα του παρελθόντος. Έπρεπε να τον εξορίσει. Έστειλε αντιπροσώπους στους Δελφούς για να πάρει τη συγκατάνευση του θεού και να προχωρήσει στην κατάργηση της λατρείας. Η Πυθία όμως απάντησε ότι ο Άδραστος είναι ο πραγματικός βασιλιάς των Σικυωνίων και ο Κλεισθένης δεν ήταν παρά «πετροβολητής» του, κάποιος που θέλησε να σφετεριστεί την εξουσία του. Ο Κλεισθένης έπρεπε τώρα να βρει νέο τέχνασμα για να ευοδωθούν τα πολιτικά του σχέδια. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εισαγάγει από τη Θήβα τη λατρεία ενός άλλου ήρωα που βρισκόταν, κατά τον μύθο, σε εχθρική σχέση με τον Άδραστο. Οι Θηβαίοι συμφώνησαν να του δανείσουν τη λατρεία του Μελάνιππου. Με την εισαγωγή της νέας λατρείας στη Σικυώνα, ο Κλεισθένης φρόντισε να εγκαταστήσει τον Μελάνιππο στο πρυτανείο της πόλεως και να δημιουργήσει εκεί το τέμενός του. Παράλληλα ενθάρρυνε τη λατρεία με πολυτελείς θυσίες και εορτές. Πίστευε ότι ο νέος ήρωας θα εξόριζε τον μισητό εχθρό του. Ο Άδραστος, όμως, και τα ηρωικά του παθήματα λατρεύονταν με τρόπο που θύμιζε τις διονυσιακές εορτές και είχαν βαθύ λαϊκό έρεισμα. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να αντικαταστήσει την οργιαστική λατρεία του Αδράστου με αυτή του Διονύσου, να εγκαταστήσει χορούς (που σε πολλούς μεταγενέστερους θα θύμιζαν τους τραγικούς χορούς της Αθήνας) και να απευθύνει τις παλαιές θυσίες που δεχόταν ο Άδραστος στον Μελάνιππο. Με τη συνδυαστική

εισαγωγή δύο μυθικών Θηβαίων, του Μελάνιππου και του Διονύσου, ο Αργείος Άδραστος έχασε τη δύναμή του.

2.6. Το πολίτευμά μας αποκαλείται δημοκρατία Η ανατροπή των τυράννων και η απώθηση των Σπαρτιατών άφησαν την Αθήνα ελεύθερη με ηγέτη τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη. (Η οικογένειά του είχε πάρει το όνομά της από τον παππού του Αλκμέωνα, που διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης και συναναστράφηκε με τον Λυδό βασιλιά Κροίσο.) Ο πατέρας του ο Μεγακλής παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη και έδωσε το όνομά του στον γιο του. Μετά την εκδίωξη του Ιππία και την ήττα των Σπαρτιατών ο Κλεισθένης επέστρεψε θριαμβευτικά από την εξορία και πρωτοστάτησε το 507 στη θεμελίωση της δημοκρατίας. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των νέων πολιτικών μεταρρυθμίσεων ήταν ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν. Ο Κλεισθένης είχε ήδη διατελέσει άρχων και δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά σημαντικό δημόσιο αξίωμα. Ούτε άλλωστε απέκτησε κάποια έκτακτη εξουσία. Για να επιφέρει αλλαγές στο πολίτευμα όφειλε να πείθει σε κάθε στάδιο τους συμπολίτες του. Τις προτάσεις του τις επεξεργαζόταν πρώτα η Βουλή των Τετρακοσίων και στη συνέχεια τις ενέκρινε με πλειοψηφία η Εκκλησία του Δήμου - όπως λειτουργούσε μετά τον Σόλωνα, με τη συμμετοχή όλων των πολιτών, ακόμη και των άκληρων θητών. Έτσι, η δημοκρατία θεσμοθετήθηκε στην Αθήνα με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες. Μολονότι εμπνευστής των αλλαγών, ο Κλεισθένης παρέμεινε στη σκιά των εξελίξεων, ουδέποτε ανέλαβε ξανά δημόσιο αξίωμα και χάθηκε από την ιστορία χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη. Βάση των μεταρρυθμίσεων ήταν οι 140 (όπως υπολογίζουν οι μελετητές) δήμοι της Αττικής και οι δέκα νέες φυλές που αντικατέστησαν τις τέσσερις παλαιές. Με την ενηλικίωσή τους οι πολίτες γράφονταν πλέον στους καταλόγους των δήμων (το ληξιαρχικόν γραμματεῖον) και ασκούσαν στις συνελεύσεις τους πολλά από τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από διάφορες απόψεις οι δήμοι ήταν το σχολείο της δημοκρατίας. Στο εξής οι πολίτες αποκαλούνταν με το όνομα, το πατρώνυμο και τον δήμο τους, όχι πλέον το γένος τους, ακόμη και όταν ήταν ευγενείς. Ο όρος δημοκρατία, εκτός από εξουσία του δήμου, δηλαδή των πολιτών, δήλωνε και την εξουσία των δήμων, δηλαδή των διοικητικών μονάδων στις οποίες ήταν ενταγμένοι οι πολίτες. Οι φυλές συγκροτούνταν από τη συνένωση δήμων αλλά με έναν σύνθετο τρόπο. Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις μεγάλες περιφέρειες, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Κάθε φυλή περιλάμβανε τρεις ομάδες δήμων, που ονομάστηκαν τριττύες, μία από κάθε περιφέρεια. Στη νέα Βουλή των Πεντακοσίων, που αντικατέστησε την παλαιά των Τετρακοσίων, συμμετείχαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή. Η οργάνωση αυτή μοιάζει περίπλοκη, αλλά υπηρετούσε μια απλή και πρακτική ανάγκη. Αντί να εγγράφονται στις παλαιές φατρίας, που ήταν διάσπαρτες σε όλη την πόλη, οι πολίτες εγγράφονταν πλέον σε τοπικές ενώσεις, όπου καθένας γνώριζε και μπορούσε να ελέγξει τον άλλο. Στους δήμους τους οι πολίτες εξέλεγαν τους βουλευτές που προβλέπονταν, ανάλογα με το μέγεθός τους, ώστε να συγκεντρωθούν οι πενήντα κάθε φυλής. Με παρόμοιο τρόπο εκλέγονταν και οι άλλοι αξιωματούχοι. Κατά δήμους πάλι συγκροτούνταν, σε καιρό πολέμου, οι στρατιωτικές

μονάδες της πόλης. Εφόσον όμως οι δήμοι ήταν μοιρασμένοι στις δέκα φυλές, καθεμία από αυτές αποτελούσε μικρογραφία της πόλης. Κύριο χαρακτηριστικό των φυλών ήταν ότι περιλάμβαναν πολίτες, βουλευτές, αξιωματούχους και πολεμιστές από όλες τις γεωγραφικές περιοχές, τις πλούσιες και τις φτωχές, τις αγροτικές και τις ναυτικές, τις ορεινές και τις πεδινές. Όταν οι Αθηναίοι ψήφισαν για πρώτη φορά τον νέο αυτό τρόπο οργάνωσης, διαλύθηκαν ήσυχα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, γράφτηκαν στους δήμους τους, εντάχθηκαν σε τριττῦας και φυλές και επέλεξαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή. Η νέα Βουλή των Πεντακοσίων συγκροτήθηκε σε σώμα, συνήλθε και προετοίμασε, όπως όφειλε, τα θέματα που έπρεπε να συζητηθούν στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες μαζεύτηκαν και πάλι στην Εκκλησία του Δήμου, συζήτησαν και ενέκριναν τις αλλαγές. Η δημοκρατία είχε βρει τον τρόπο να αυτορρυθμίζεται. Αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περιλάμβαναν επίσης έναν εντελώς νέο θεσμό, που ονομαζόταν ὀστρακισμός. Σύμφωνα με αυτόν, μια φορά τον χρόνο οι Αθηναίοι καλούνταν να αποφασίσουν στην Εκκλησία του Δήμου, διά ανατάσεως της χειρός (διά ἐπιχειροτονίας, όπως έλεγαν) και χωρίς συζήτηση, εάν επιθυμούσαν να κινηθεί η σχετική διαδικασία. Σε περίπτωση που η πρόταση συγκέντρωνε την πλειοψηφία, οι Αθηναίοι μπορούσαν να εξορίσουν από την πόλη έναν ανεπιθύμητο συμπολίτη τους. Για τον σκοπό αυτό συνέρχονταν και πάλι στην αγορά, όπου κάθε πολίτης έγραφε, εφόσον το επιθυμούσε, ένα όνομα επάνω σε ὄστρακον, δηλαδή σε θραύσμα αγγείου. Στη συνέχεια γινόταν μια πρώτη καταμέτρηση των οστράκων. Εάν ήταν λιγότερα από 6.000, η διαδικασία δεν ολοκληρωνόταν και κανείς δεν εξοριζόταν. Εάν ήταν περισσότερα, γινόταν καταμέτρηση των ονομάτων που ήταν γραμμένα σε αυτά. Ο πολίτης του οποίου το όνομα είχε καταγραφεί τις περισσότερες φορές ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια. Μέσα στους δύο περίπου αιώνες που λειτούργησε η αθηναϊκή δημοκρατία εξορίστηκαν εννέα πολιτικοί -ίσως και κάποιοι ακόμη για τους οποίους δεν έχουν σωθεί ασφαλείς πληροφορίες- όλοι από το 487 έως το 417. Από τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ο θεσμός προκύπτει και ο σκοπός του. Η δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να απομακρύνει από τον δημόσιο βίο τον πολιτικό που μπορούσε να σταθεί σοβαρό εμπόδιο στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο για να αποφευχθούν οι έκρυθμες καταστάσεις σε στιγμές μεγάλης πολιτικής έντασης. Ο οστρακισμός ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απάντηση της δημοκρατίας σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική. Σε όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, τα αριστοκρατικά και τα τυραννικά, αυτοί που κατείχαν την εξουσία φόνευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τους εξόριζαν και ιδιοποιούνταν τις περιουσίες τους με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ο Ισαγόρας, για παράδειγμα, εξόρισε από την Αθήνα, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, όχι μόνο τον Κλεισθένη αλλά και 700 οικογένειες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Με τον οστρακισμό η διαδικασία ήταν αυστηρά ελεγχόμενη και επέτρεπε την απομάκρυνση ενός μόνο πολίτη τον χρόνο. Ο πολίτης αυτός δεν έχανε ούτε την περιουσία ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, τα οποία μπορούσε να ασκήσει και πάλι ύστερα από δέκα χρόνια ή και νωρίτερα, εάν τον ανακαλούσε ο δήμος. Αλλά και η οικογένειά του δεν υφίστατο καμία βλάβη.

Οι Αθηναίοι, μάλιστα, αξιοποίησαν τη δυνατότητα που είχαν με μεγάλη σύνεση. Πρώτη φορά ενεργοποίησαν τον θεσμό είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωσή του, στις έκρυθμες συνθήκες των Περσικών Πολέμων. Πρόθεσή τους δεν ήταν να αυθαιρετούν, αλλά να τερματίσουν, όσο ήταν δυνατόν, την αυθαιρεσία. Όταν κατάλαβαν ότι μπορούσε να γίνει κατάχρηση του θεσμού δεν τον ξαναχρησιμοποίησαν. Μαρτυρίες για οστρακισμούς υπάρχουν και από άλλες πόλεις: το Άργος, τα Μέγαρα, τη Μίλητο και, με την ονομασία πεταλισμός, τις Συρακούσες (όπου αντί για όστρακα χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς, και αντί για δέκα χρόνια εξόριζαν τους επικίνδυνους πολιτικούς για πέντε). Έξι χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η αθηναϊκή δημοκρατία απέκτησε επίσης δέκα στρατηγούς που εκλέγονταν για έναν χρόνο. Μόνοι αυτοί από τους άρχοντες μπορούσαν να επανεκλέγονται συνεχώς, χωρίς περιορισμούς. Στην αρχή διοικούσαν τον στρατό μαζί με τον πολέμαρχο, αλλά στη συνέχεια ανέλαβαν τη συνολική ευθύνη για τις στρατιωτικές υποθέσεις. Καθώς ο πόλεμος ήταν σχεδόν ενδημικός στον ελληνικό κόσμο, οι στρατηγοί έγιναν στην πραγματικότητα οι σημαντικότεροι πολιτικοί ηγέτες της δημοκρατίας. Η αθηναϊκή δημοκρατία συνέχισε να αυτορρυθμίζεται τα επόμενα χρόνια. Η δημιουργία ισχυρού στόλου, με τον οποίο οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανέδειξε τη σημασία και την αξία της τάξης των θητών, που κωπηλατούσαν στα πολεμικά πλοία. Η δημοκρατία είχε άλλωστε ανάγκη όλο και περισσότερους πολίτες ικανούς και πρόθυμους να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις της. Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν τέσσερις: Το 487 αποφασίστηκε να γίνεται η επιλογή των εννέα αρχόντων με κλήρωση. Οι πρόσφατες πολεμικές εμπειρίες έπεισαν τους Αθηναίους ότι η εξουσία των στρατηγών δεν θα έπρεπε να τίθεται σε αμφισβήτηση από κανέναν άλλο αιρετό αξιωματούχο. Οι άρχοντες ήταν ασφαλώς ένας πατροπαράδοτος θεσμός που δεν ήταν εύκολο να καταργηθεί· μπορούσε όμως να χάσει τη σημασία του και να καταστεί υπόθεση ρουτίνας, την οποία ήταν άξιοι να αναλάβουν (σχεδόν) όλοι οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων. Το 461 περιορίστηκαν δραστικά οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου. Τα όργανα της δημοκρατίας, η Βουλή των Πεντακοσίων, η Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια ήταν πλέον σε θέση να αναλάβουν όλες τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Στην αρχαία Βουλή του Αρείου Πάγου απέμεινε έτσι μόνο μία βασική αρμοδιότητα, η εκδίκαση ανθρωποκτονιών όταν το θύμα ήταν Αθηναίος πολίτης. Ο Εφιάλτης, που ήταν εισηγητής της ριζοσπαστικής αυτής μεταρρύθμισης, είχε την υποστήριξη του δήμου και εξουδετέρωσε τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων της πόλης. Έπεσε όμως θύμα μιας από τις ελάχιστες πολιτικές δολοφονίες στην Αθήνα. Το 457 αποφασίστηκε ότι στην κλήρωση από την οποία επιλέγονταν οι εννέα άρχοντες μπορούσαν να μετέχουν και οι ζευγίτες. Με την πολεμική τους ανδρεία ως οπλίτες είχαν κατακτήσει και αυτοί το δικαίωμα να διεκδικούν ένα αξίωμα που δεν συνοδευόταν άλλωστε από πραγματική εξουσία, αλλά προσέδιδε τιμή σε αυτόν που το κατείχε. Λίγο αργότερα έγινε και η τελευταία μεγάλη αλλαγή στο πολίτευμα, όταν κρίθηκε σκόπιμο να λαμβάνουν μισθό οι πολίτες που κληρώνονταν δικαστές, βουλευτές ή σε άλλα αξιώματα. Από τον 4ο αιώνα μισθό έπαιρναν και όσοι εμφανίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου. Τα όργανα της

δημοκρατίας συνεδρίαζαν πλέον τακτικά, και η συμμετοχή των φτωχότερων πολιτών σε αυτά γινόταν προβληματική. Ο μισθός δεν ήταν μεγάλος, αλλά επέτρεπε στους πάντες να δραστηριοποιούνται, χωρίς να ανησυχούν για την καθημερινή τους επιβίωση. Εισηγητής του νόμου ήταν ο Περικλής, εγγονός του Κλεισθένη από τη μητέρα του. Είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως συνεργάτης του Εφιάλτη και, μετά τη δολοφονία του τελευταίου, κυριάρχησε στην Αθήνα για 32 χρόνια. Εξελέγη στρατηγός περισσότερες από 20 φορές. Τα βασικότερα όργανα της δημοκρατίας ήταν η Εκκλησία του Δήμου, όπου λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, και το δικαστήριο, όπου εκδικάζονταν όλες οι σημαντικές δικαστικές υποθέσεις. Τον έλεγχο και των δύο οργάνων είχε χωρίς διάκριση ο αθηναϊκός δήμος, δηλαδή το σύνολο των πολιτών. Στην Εκκλησία δικαίωμα συμμετοχής, παρέμβασης, υποβολής προτάσεων και ψήφου είχαν όλοι οι ενήλικοι Αθηναίοι πολίτες· στο δικαστήριο είχαν δικαίωμα συμμετοχής μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας τους. Τα όργανα αυτά υπήρχαν ήδη από την εποχή του Σόλωνα, αλλά με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η Εκκλησία συνερχόταν πλέον τακτικά και όχι ευκαιριακά, ενώ το δικαστήριο έκρινε τις περισσότερες υποθέσεις εξαρχής, χωρίς να έχει προηγηθεί έφεση. Τα δύο βασικά όργανα της δημοκρατίας έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως αντιπροσωπευτικά και αποτελεσματικά, έπρεπε δηλαδή να λαμβάνουν γρήγορα αποφάσεις και οι αποφάσεις αυτές να εκφράζουν τη βούληση των περισσότερων πολιτών. Τη λύση έδινε ο αριθμός 6.000, δηλαδή το ένα πέμπτο των πολιτών την εποχή του Κλεισθένη. Εκτός από τον οστρακισμό, ο ίδιος αριθμός πολιτών έπρεπε να συμμετέχει στην Εκκλησία για να είναι έγκυρες διάφορες σημαντικές αποφάσεις, όπως η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους. Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν άλλωστε ότι αυτή ήταν η χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συγκεντρωνόταν η Εκκλησία. Η πληρότητά της βεβαίωνε ότι ο απαραίτητος αριθμός είχε συγκεντρωθεί. 6.000 πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο και για να επανδρώσουν το δικαστικό σώμα, από το οποίο, πάλι με κλήρωση, επιλέγονταν κάθε μέρα τα μέλη των διαφόρων τμημάτων του που καλούνταν να εκδικάσουν τις τρέχουσες υποθέσεις. Στην Εκκλησία, που συνερχόταν σαράντα ή και περισσότερες φορές τον χρόνο, οι αποφάσεις λαμβάνονταν συνήθως με ανάταση της χειρός, σπάνια με καταμέτρηση βότσαλων (ψήφων). Οι συνεδριάσεις κρατούσαν συνήθως από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι, επιτρέποντας σε αυτούς που κατοικούσαν μακριά από το κέντρο να επιστρέψουν στις εργασίες και τις κατοικίες τους εγκαίρως. Τα δικαστήρια αποφάσιζαν επιτόπου, μόλις οι αντίδικοι ολοκλήρωναν τις αγορεύσεις τους, πάντα με καταμέτρηση ψήφων και χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες. Κανένα θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Εκκλησία για συζήτηση χωρίς να έχει πρώτα υποστεί επεξεργασία και κωδικοποίηση (προβούλευσιν) στη Βουλή των Πεντακοσίων. Αυτή ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της δημοκρατίας. Η Εκκλησία έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις με ταχύτητα και αυτοπεποίθηση, επειδή όλη η προεργασία είχε γίνει σε ένα σχετικά μικρό αλλά τελείως αντιπροσωπευτικό σώμα. Η Βουλή είχε επίσης διάφορες άλλες αρμοδιότητες,

οικονομικές και διπλωματικές. Για να διεκπεραιώσει τις εργασίες της, πάντως, δεν χρειαζόταν να συνέρχεται συχνά σε ολομέλεια. Οι πενήντα βουλευτές που κληρώνονταν από κάθε φυλή ονομάζονταν πρυτάνεις και αναλάμβαναν τις περισσότερες υποθέσεις του σώματος για το ένα δέκατο του έτους. Κανένας Αθηναίος δεν επιτρεπόταν να διατελέσει βουλευτής περισσότερες από δύο φορές στη ζωή του, και αυτές όχι συνεχόμενες. Εκτός από τους εννέα άρχοντες και τους δέκα στρατηγούς, διάφορες αρμοδιότητες αναλάμβαναν και άλλοι, κατώτεροι αξιωματούχοι, που ονομάζονταν επίσης άρχοντες. Τα καθήκοντά τους ήταν στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά, αγορανομικά, δημόσιας τάξης, καθαριότητας και επίβλεψης δημόσιων έργων. Σχεδόν όλοι κληρώνονταν και είχαν θητεία για έναν χρόνο. Στο τέλος της θητείας τους όλοι οι άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, έδιναν λόγο για τα πεπραγμένα τους (εὔθυναι). Ως στοιχειώδες σώμα καταστολής και αστυνόμευσης της πόλης λειτουργούσε μια ομάδα από 300 Σκύθες δούλους που αποκαλούνταν ῥαβδοῦχοι, και των οποίων οι δικαιοδοσίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία της αθηναϊκής δημοκρατίας προέκυψε ήδη από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, όταν κλήθηκε να αποκρούσει τους Σπαρτιάτες. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία ήρθε με την απόβαση των Περσών στον Μαραθώνα, όταν ήταν μόλις 17 ετών. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα βεβαίωσε τους περισσότερους Αθηναίους ότι η δημοκρατία ήταν το πολίτευμα που τους ταίριαζε καλύτερα.

Οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι το πολίτευμά τους ήταν το μεγάλο παράδειγμα της δημοκρατίας. Στην καθιέρωσή του απέβλεπαν οι πολίτες πολλών άλλων πόλεων, ιδίως οι άποροι ή οι λιγότερο εύποροι. Μάλιστα, παρά την αποφασιστική συμβολή του Κλεισθένη και του Εφιάλτη στην ολοκληρωμένη του οργάνωση, πολλοί υποστήριζαν ότι πραγματικός θεμελιωτής της δημοκρατίας ήταν ήδη ο Σόλων. Υπάρχουν, πάντως, σοβαρές ενδείξεις που δίνουν την εντύπωση ότι άλλες πόλεις είχαν ήδη κάνει αποφασιστικά βήματα προς τη δημοκρατία πριν από τον Κλεισθένη. Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία, η Χίος διέθετε Βουλή και Εκκλησία ήδη πριν από το 550 μολονότι δεν διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Την ίδια περίπου εποχή η Κυρήνη υπέστη μια συντριπτική ήττα από τους Λίβυες. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, οι Κυρηναίοι ζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών. Η πρώτη μεταρρύθμιση του νομοθέτη που προσκάλεσαν, σύμφωνα με την απόκριση της Πυθίας, ήταν η αναδιάρθρωση των φυλών, ώστε να αναμειχθούν οι πολίτες μεταξύ τους. Στις νέες φυλές θεμελιώθηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αφήνοντας στον βασιλιά μόνο ιερατικά καθήκοντα. Κρίνοντας από το αθηναϊκό πολίτευμα, το μόνο για το οποίο υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, συμπεραίνουμε ότι πέντε ήταν οι βασικές αρχές μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης: Πρώτον, όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν με την αρχή της πλειοψηφίας. Δεύτερον, δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι (άρρενες) πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Τρίτον, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε συνελεύσεις των πολιτών, ύστερα από επεξεργασία στη Βουλή. Τέταρτον, όλοι όσοι αναλάμβαναν αξιώματα λογοδοτούσαν μετά το τέλος της θητείας τους,

που συνήθως διαρκούσε έναν χρόνο. Πέμπτον, ενώ για τα στρατιωτικά και ορισμένα οικονομικά αξιώματα οι άρχοντες εκλέγονταν, για όλα τα υπόλοιπα κληρώνονταν.

2.7. Το άριστο πολίτευμα Μετά την εμπειρία της τυραννίας, στον ελληνικό κόσμο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα. Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τους διοικεί ένας άνθρωπος, είτε αυτός ονομαζόταν τύραννος είτε βασιλιάς. Προτιμούσαν την ἰσονομίαν, την ἰσοκρατίαν και την ἰσηγορίαν. Με τους όρους αυτούς εννοούσαν την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, τη δυνατότητά τους να μετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και την ελευθερία να εκφράζονται δημοσίως, ιδίως σε θέματα πολιτικής. Εκτός από ισηγορία θα έπρεπε βεβαίως να υπάρχει και παρρησία, δηλαδή το θάρρος για τη διατύπωση μιας γνώμης. Δεν ήταν όμως όλοι οι Έλληνες σύμφωνοι εάν τα δικαιώματα αυτά θα έπρεπε να τα έχει το σύνολο των ελεύθερων κατοίκων μιας πόλης ή μόνο μια μερίδα τους. Για τους ξένους, περαστικούς ή μέτοικους, δεν γινόταν λόγος. Κανείς επίσης δεν έθεσε θέμα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή των πόλεων (ούτε άλλωστε σε άλλες κοινωνίες έως τον 20ό αιώνα). Επικρατούσε η πεποίθηση ότι οι γυναίκες (δηλαδή οι γυναίκες των πολιτών) έχουν φτιαχτεί για τον προστατευμένο και κλειστό χώρο του σπιτιού, όχι για δημόσιες αντιπαραθέσεις στην υπαίθρια αγορά. Όπως γινόταν άλλωστε δεκτό, οι άρρενες εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα όλης της οικογένειας, όχι μόνο τα ατομικά τους. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν βεβαίως ότι οι γυναίκες δεν στρατεύονταν, και οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις σχετίζονταν με τον πόλεμο. Το μόνο ουσιαστικό ζήτημα που μπορούσε να τεθεί ήταν εάν θα είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όλοι οι πολίτες ή μόνο οι εύποροι, δηλαδή πρακτικά οι αγρότες που στρατεύονταν ως οπλίτες με τον δικό τους οπλισμό (οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι). Σε ακραίες περιπτώσεις, εύποροι θεωρούνταν όσοι ανήκαν στα ανώτερα στρώματα ή, ενδεχομένως, μόνο οι ιππείς. Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο τον δήμο, ακόμη και στους άπορους, όπως ήταν οι θήτες στην Αθήνα (οι οποίοι στρατεύονταν με ελαφρύ οπλισμό ως ψιλοί ή ως ναύτες για να κωπηλατούν τα πολεμικά πλοία) ονομάζονταν δημοκρατίες. Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα μόνο στους εύπορους ονομάζονταν ολιγαρχίες, επειδή οι εύποροι ήταν πάντα λίγοι. Δημοκρατία ήταν κατεξοχήν το πολίτευμα των πολλών, όχι γιατί απαγορευόταν η συμμετοχή των λίγων σε αυτό, αλλά γιατί η πολιτική δύναμή τους περιοριζόταν αποφασιστικά από την αριθμητική υπεροχή του πλήθους. Για να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα της πόλης, οι εύποροι ευγενείς έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους σημαντική μερίδα του δήμου. Μια ωραία συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα καταγράφει ο Ηρόδοτος. Μολονότι τη φαντάζεται να διεξάγεται στην Περσία ανάμεσα σε συνωμότες που είχαν ανατρέψει τον βασιλιά, σε όλες τις λεπτομέρειές της είναι καθαρά ελληνική. Προκύπτει έτσι ότι αρετή της δημοκρατίας ήταν η κλήρωση των αρχόντων, η λογοδοσία τους και η δημόσια διαβούλευση για τη λήψη όλων των αποφάσεων. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της ήταν ο σημαντικός περιορισμός της αυθαιρεσίας των αρχόντων. Το μειονέκτημά της ήταν η αμάθεια και η αλαζονεία του πλήθους: διαθέτοντας εξουσία αλλά όχι σύνεση, οι μάζες μπορούσαν εύκολα να εξαχρειωθούν. Αρετή της ολιγαρχίας ήταν η δυνατότητα να εκχωρηθεί η εξουσία στους ἀρίστους, δηλαδή στους «καλύτερους» πολίτες, αυτούς που λόγω της οικογενειακής τους παράδοσης και της υψηλής τους

μόρφωσης διέθεταν τα κατάλληλα εφόδια. Το μειονέκτημά της ήταν οι έχθρες που δημιουργούνταν μεταξύ των ολίγων και η επιθυμία καθενός να ηγηθεί και να επιβάλει τη γνώμη του. Οι Πέρσες συνωμότες επέλεξαν τη μοναρχία. Αυτή θεώρησαν ως το καλύτερο πολίτευμα. Ο άριστος μονάρχης μπορούσε και το πλήθος να φροντίζει και τα μυστικά της πόλης να διαφυλάττει. Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι ο μονάρχης ήταν ανεξέλεγκτος. Ακόμη και ένας άριστος άνθρωπος μπορούσε γρήγορα να μεταβληθεί σε υπερόπτη και φθονερό. Οι τύραννοι ανέτρεπαν τα πατροπαράδοτα έθιμα, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν ανθρώπους χωρίς δίκη. Αλλά οι Πέρσες, σύμφωνα με τη φανταστική διήγηση του Ηροδότου, ήταν διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο. Τον 4ο αιώνα ο Πλάτων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως, αν οι άρχοντες δεν φιλοσοφήσουν, δηλαδή δεν αποκτήσουν πραγματική γνώση, ή αν οι φιλόσοφοι δεν ασκήσουν, από κάποια απρόβλεπτη εύνοια της τύχης, την εξουσία, δεν πρόκειται να υπάρξει βελτίωση στα πολιτικά πράγματα. Άλλοι πίστευαν ακόμη στη δύναμη της αθηναϊκής δημοκρατίας όχι μόνο να ανασυντάξει την πόλη τους, αλλά και να ηγηθεί σε ολόκληρο τον ελληνισμό - αρκεί να απέφευγε τις ακρότητες και να περιόριζε τις αυθαιρεσίες του δήμου.

2.8. Τρισευτυχισμένοι οι θνητοί που πάνε στον Άδη μυημένοι Οι περισσότεροι Έλληνες δεν αναγνώριζαν μεταθανάτια ζωή. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τη στιγμή του θανάτου μια μαύρη σκιά, πιστό αλλά άυλο αντίγραφο του σώματος, εξέρχεται από την ανοιχτή πληγή ή από το στόμα του νεκρού και κατεβαίνει στον Άδη για να μείνει παντοτινά εκεί, δίχως αισθήσεις και τυφλή σαν νυχτερίδα. Έχοντας χάσει την ικμάδα του σώματος, η ψυχή αυτή (που μπορούσε να εγκαταλείψει προσωρινά το σώμα και σε στιγμές λιποθυμίας) διψούσε για αίμα. Ποθούσε να ξαναζωντανέψει. Αλλά αυτό ήταν ανέφικτο. Όλοι οι νεκροί, ακόμη και οι άριστοι, ήταν αναίσθητοι, ολοκληρωτικά μουδιασμένοι και δυστυχείς. Ο κάτω κόσμος του Άδη, μέσα στα έγκατα της γης, ήταν ένας τόπος κρύος και σκοτεινός, όπου το ζωτικό φως του ήλιου δεν μπορούσε ποτέ να εισχωρήσει. Επιστροφή ή λύτρωση δεν υπήρχε. Ο Αχιλλέας, όταν βρέθηκε εκεί βασιλιάς των νεκρών, δήλωνε ότι θα αντάλλασσε ευχαρίστως τη σκιώδη αυτή κατάσταση με την πιο ασήμαντη ζωή ενός άγνωστου υπηρέτη πάνω στη γη. Ωστόσο, μετά τον Όμηρο, και ιδίως κατά τον 6ο αιώνα, μια (ίσως παλαιά) πεποίθηση σχετικά με τη δυνατότητα αναγέννησης και μεταθανάτιας ευδαιμονίας άρχισε να ενδυναμώνεται. Το ακριβές μήνυμά της δεν είναι γνωστό. Οι προβλεπόμενες τελετές ήταν μυστικές, και οι μυούμενοι δένονταν με όρκο να μην αποκαλύψουν όσα άκουσαν, είδαν ή έκαναν κατά τη διάρκειά τους. Διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Σοφοκλής, ύμνησαν τη δύναμη των μυστηρίων με λόγια θερμά· οι ίδιοι ήταν μύστες. Η μυστηριακή πεποίθηση βασιζόταν στο θαύμα της αναγεννώμενης φύσης και στη γονιμοποιό δύναμη του θανάτου. Οι μυούμενοι δέχονταν τελετουργικά μια φώτιση που τους λύτρωνε από την κατάσταση της θνητότητας και τους έκανε ευτυχισμένους στην παρούσα ζωή και μακάριους στην άλλη. Οι σχετικές πηγές διατείνονται ότι οι μύστες μάθαιναν, εκτός από το αναπόφευκτο τέλος του βίου, επίσης τη διόσδοτην ἀρχήν του. Στα μυστήρια, και ειδικά σε αυτά της Ελευσίνας στην Αττική, για τα οποία είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, γίνονται δεκτοί οι πάντες άσχετα από την κοινωνική θέση και την οικονομική τους δύναμη. Μοναδικές προϋποθέσεις ήταν να μην έχουν μιάνει τα χέρια τους με αίμα και να γνωρίζουν ελληνικά. Οι αλλόφωνοι και οι ανθρωποκτόνοι αποκλείονταν. (Φυσικά, ανθρωποκτόνοι δεν θεωρούνταν όσοι είχαν σκοτώσει σε επίσημο πόλεμο, αλλά ακόμη και η ακούσια θανάτωση κάποιου σε περίοδο ειρήνης λειτουργούσε περιοριστικά.) Σε ορισμένες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών, διακριτικό σημάδι της πολιτισμένης κοινωνίας κατά την ομόφωνη γνώμη των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα (έργο του πρώιμου 6ου αιώνα), οι δύο μεγάλες δωρεές της θεάς στην πολιτισμένη ανθρωπότητα ήταν η γεωργία και τα μυστήρια. Όπως στην αγροτική παραγωγή οι εγγενείς δυνάμεις της φύσης τίθενται υπό τον έλεγχο του ανθρώπου που γνωρίζει πότε και πώς πρέπει να σπείρει και να θερίσει για να έχει τη μέγιστη σοδειά, έτσι και στα μυστήρια της Δήμητρας οι φυσικές δυνάμεις της γέννησης και του θανάτου

χαλιναγωγούνταν προς όφελος των μυστών. Σε άλλες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή περιλάμβανε την ιδέα της κάθαρσης από ένα αρχέγονο μίασμα που είχε καταστήσει τους ανθρώπους θνητούς. Λυτρωτής θεός ήταν τότε ο Διόνυσος-Βάκχος. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, η μυστηριακή διδαχή ήταν συμβολική. Τα μυστήρια δεν πρόσφεραν λεκτική διδασκαλία. Κινητοποιούσαν αρχέγονες ψυχικές εικόνες και υπέβαλλαν τους μύστες σε τελετουργικές εμπειρίες ολοκλήρωσης του εαυτού και ενότητας με τον κόσμο. Με την έννοια αυτή, τα μυστήρια παρείχαν βιωματική γνώση. Το τελευταίο στάδιο μύησης -εκεί όπου, αν η ψυχή του μύστη ήταν κατάλληλα δεκτική, μπορούσε να συμβεί ολοκληρωτική αποκάλυψη του μυστηρίου της ζωής- ονομαζόταν ενίοτε ἐποπτεία (ξεκάθαρη θέαση). Μυστήρια υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ειδικά η υπανάπτυκτη περιοχή της Αρκαδίας είχε πολλές μυστηριακές τελετές. Αλλά τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, των Καβείρων στη Θήβα και, κυρίως, τα Ελευσίνια Μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης στην Αττική απέκτησαν πανελλήνια αίγλη. Εκτός από αυτά τα μυστηριακά κέντρα, υπήρχαν επίσης πολλοί περιπλανώμενοι ιερείς που επικαλούνταν την αυθεντία του Ορφέα και του γιου του Μουσαίου, εξάγνιζαν με θυσίες και μαγικές επωδές άτομα, οικογένειες και πόλεις ολόκληρες, καλούσαν τον Βάκχο, την Περσεφόνη και άλλες θεότητες του Άδη και μυούσαν, έναντι αμοιβής, τους ενδιαφερόμενους σε τελετές οι οποίες, κατά την άποψή τους, εξασφάλιζαν καλή τύχη τόσο πάνω στη γη όσο και στο επέκεινα. Ανάμεσα στους περιπλανώμενους ιερείς επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν φυσικό για ανθρώπους που εμπορεύονταν το ίδιο αγαθό. Ορισμένοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση και με τους εκπροσώπους των μυστηριακών κέντρων. Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακαλύπτει συνεχώς, κυρίως στην περιφέρεια του ελληνισμού, ταφικές επιγραφές, πρόχειρα χαραγμένες σε φύλλα χρυσού και τοποθετημένες στο κεφάλι ή το στήθος του νεκρού, που μαρτυρούν τη μυητική διαδικασία οπαδών του ορφικού Διονύσου. Οι επιγραφές χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τον 2ο αιώνα π.Χ., αλλά αναντίρρητα απηχούν ιδέες που διαμορφώθηκαν παλιότερα. Μια επιγραφή από το Ιππώνιον της Κάτω Ιταλίας δίνει οδηγίες για την τοπογραφία του Άδη. Ο νεκρός μύστης, διψασμένος όπως όλες οι ψυχές, πρέπει να αγνοήσει την πρώτη κρήνη που θα συναντήσει στον δρόμο του και να προχωρήσει στην επόμενη. Εκεί θα βρει φύλακες που θα τον ρωτήσουν τι γυρεύει στου Άδη τα σκοτάδια. Εκείνος πρέπει να αποκριθεί με το τελετουργικό σύνθημα που οι αμύητοι αγνοούν και να προφέρει τα ακόλουθα λόγια: Γιος είμαι της Γης και του έναστρου Ουρανού, μα από τη δίψα είμαι στεγνός και χάνομαι. Δώστε μου γρήγορα να πιω το κρύο νερό που ρέει από τη λίμνη της Μνήμης. Αντίθετα με τους αμύητους που θα βιαστούν να ξεδιψάσουν από την πηγή της Λήθης, ο μύστης θα πιει το νερό της Μνημοσύνης και θα σωθεί μέσω του λυτρωτικού έργου που εκτελέστηκε για χάρη του από τον υποχθόνιο βασιλιά Διόνυσο. Στη συνέχεια τον περιμένει χαρά και αγαλλίαση μαζί με τους υπόλοιπους μυημένους βάκχους.

Το ομηρικό μοτίβο των διψασμένων και επιλησμόνων ψυχών έχει εδώ μετασχηματιστεί σε δύναμη μνήμης και αναγέννησης για τους μύστες του Διονύσου. Αν εξαιρέσουμε σπάνιες περιπτώσεις ηρώων του ένδοξου παρελθόντος που είχαν μεταβεί στις Νήσους των Μακάρων ή στο Ηλύσιον, παρόμοιες απόψεις ήταν εντελώς άγνωστες στα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη. Ο Ορφέας εμφανίστηκε ως ανανεωτής της θρησκευτικής παράδοσης. Αν ποτέ υπήρξε ιστορικό πρόσωπο με αυτό το όνομα, έχει χαθεί μέσα στον θρύλο. Οι οπαδοί του, πάντως, διατείνονταν ότι έζησε και έδρασε πολύ πριν από τον Όμηρο. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Ορφέας ξεκίνησε αρχικά ως ακόλουθος του Διονύσου, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στον Απόλλωνα και έγινε αποκλειστικός λάτρης του φωτός, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του σκότους να θιγούν και να βρει τραγικό θάνατο από μαινάδας, τις μαινόμενες συντρόφισσες του Διονύσου. Το μύθευμα αυτό για τον διασπαραγμόν του Ορφέα δηλώνει ότι η μυστηριακή εμπειρία της αναγέννησης ήταν αρχικά προσανατολισμένη στον φυσικό κύκλο της γέννησης και του θανάτου και δεν περιλάμβανε ατομική σωτηρία. Με τη συγχώνευση όμως διονυσιακών και απολλώνιων στοιχείων αναπτύχθηκε επιπρόσθετα η ιδέα ότι αυτό που συμβαίνει στο ανθρώπινο γένος συνολικά μέσω της αναπαραγωγής μπορεί να συμβεί και στον άνθρωπο ατομικά: να αναγεννηθεί. Στο μέσον του 6ου αιώνα το προϊστορικό ιερό της Δήμητρας και της Κόρης (γνωστής και ως Περσεφόνης) στην Ελευσίνα γνώρισε πρωτοφανή άνθηση. Πλήθη άρχισαν να συρρέουν από όλα τα μέρη της Ελλάδος για να μυηθούν. Ταυτόχρονα, στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία η διαδεδομένη λατρεία της Περσεφόνης συνδέθηκε με ύμνους και νέα έπη, των οποίων η σύνθεση αποδόθηκε στον Ορφέα. Κατά το τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα, η ιδέα της μετενσάρκωσης έκανε την πρώτη εμφάνισή της στην Ελλάδα μεταξύ των Πυθαγορείων. Αυτές οι παράλληλες αλλαγές (ανανέωση των μυστηρίων, ορφικά έπη, πίστη στη μετενσάρκωση) δίνουν το στίγμα μιας νέας στάσης απέναντι στον θάνατο, που συνδέεται πιθανότατα με την ανάδυση της αξίας του ατόμου. Για όσους είχαν μυηθεί ο θάνατος μπορούσε να είναι πλέον κάτι αγαθό. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο φοβερός όσο τον περιέγραφε ο Όμηρος και πίστευε μαζί του ο περισσότερος κόσμος των αμύητων.

2.9. Ἄραρα Χάραρα Δεν διακρίνεται πάντοτε εύκολα η θρησκεία από τη μαγεία. Μαγικές πρακτικές συνυπάρχουν με θρησκευτικές τελετές, παραδοσιακούς μύθους, ακόμη και ορθολογικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Αντίθετα με μια εσφαλμένη άποψη που λέει ότι η θρησκεία περιλαμβάνει ανώτερα όντα ενώ η μαγεία λειτουργεί μηχανικά, στις μαγικές επικλήσεις περιλαμβάνονται συχνά δαίμονες ή θεοί, ενώ ορισμένες επίσημες ιεροπραξίες δεν απευθύνονται σε θεότητες. Γενικά η μαγεία βασίζεται στην αρχή της συμπάθειας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο κόσμος είναι ένα κλειστό σύστημα, τα μέρη του οποίου βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και αμφίδρομη επιρροή. Αν λοιπόν κάποιος μάθει τις αφανείς σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων, θα μπορεί, παραδείγματος χάριν, να προκαλεί βροχή για το χωράφι του, χύνοντας μια συμβολική ποσότητα νερού πάνω στο ξερό έδαφος. Το μέρος θα μαγνητίσει συμπαθητικά το όλον και έτσι νερό θα συγκεντρωθεί από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα υπό μορφή νεφών και, για να βρει το όμοιό του, θα κατέλθει ως βροχή. Οι κυριότερες πηγές μας για την αρχαία ελληνική μαγεία προέρχονται από την αρχαιολογική σκαπάνη. Μολύβδινες πινακίδες με ολιγόστιχες επιγραφές που «δένουν» τον εχθρό (κατάδεσμοι), μικρές πήλινες κούκλες τρυπημένες με περόνες σε διάφορα σημεία του σώματος, φυλακτά για αποτροπή του «κακού ματιού» ή για ενδυνάμωση αυτού που τα φορά και ξόρκια (ἐπῳδαί) για ίαση από ασθένειες που έχουν προκληθεί με παρεμβολή πνευμάτων και δαιμόνων έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία του ελληνικού κόσμου, μέσα σε τάφους και πηγάδια. Τα ευρήματα ξεκινούν τον 6ο αιώνα και πληθαίνουν την κλασική εποχή, ιδίως στην Αθήνα. (Σε σχέση με άλλες πόλεις, η Αθήνα ήταν, όπως σε άλλους τομείς, ανεκτικότερη και στις μαγικές πρακτικές.) Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, η μαγεία βρισκόταν σε πλήρη άνθηση σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Πληθώρα μαγικών κειμένων γραμμένων σε παπύρους έχει ανακαλυφθεί στην Αίγυπτο, και έτσι η παλαιά υπόθεση ότι η μαγεία έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, τη χώρα της πανάρχαιης σοφίας στα ζητήματα των θεών, παραμένει ελκυστική. Η αρχαία μαγεία καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων από αυτό που περιλαμβάνει συνήθως ο σύγχρονος όρος. Εκτός από την πρόκληση αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, οι αρχαίες μαγικές επικλήσεις και τελετές αποσκοπούσαν επίσης, ορισμένες φορές, σε εμπειρίες πνευματικής επαφής με θεούς. Ο μάγος ήταν ένας ειδήμων στα θέματα των θεών και, κατά την ελληνιστική περίοδο, υποτίθεται ότι μπορούσε να προκαλέσει κάποιες θεότητες, όπως την Εκάτη, την Ίσιδα ή τον Ήλιο, να φανερωθούν με βιωματική αμεσότητα. Λίγες είναι οι αναφορές των συγγραφέων της αρχαϊκής και κλασικής εποχής στις μαγικές πρακτικές. Αυτή η απουσία είναι δικαιολογημένη εξαιτίας τόσο της μυστικότητας των τελετών όσο και της μικρής εκτίμησης που έχαιραν οι πρακτικές αυτές στα μάτια των διανοουμένων. Η μαγεία βρισκόταν στα όρια της κοινής ηθικής και κάποτε μάλιστα τα ξεπερνούσε. Μια επιγραφή χαραγμένη σε μολύβδινο έλασμα τον 4ο αιώνα παρουσιάζει τον ανταγωνισμό μαγείρων στο πλαίσιο μιας δικαστικής διένεξης. Ο πελάτης του μάγου, που μιλάει σε πρώτο

πρόσωπο, «δεσμεύει» τον αντίδικό του Θεαγένη και τους συμμάχους του για να μην μπορέσουν να εμφανιστούν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας: Δένω (καταδέω) τον Θεαγένη, τη γλώσσα του και την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί. Δένω επίσης τα χέρια και τα πόδια του Πυρρία, του μαγείρου, τη γλώσσα του, την ψυχή του, τα λόγια του. Δένω επίσης τη γυναίκα του Πυρρία, τη γλώσσα της και την ψυχή της. Δένω επίσης τον μάγειρο Κερκίωνα και τον μάγειρο Δόκιμο, τις γλώσσες τους, τις ψυχές τους, τα λόγια που χρησιμοποιούν. Δένω επίσης τον Κινέα, τη γλώσσα του, την ψυχή του και τα λόγια με τα οποία βοηθάει τον Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Φερεκλή, την ψυχή του και τη μαρτυρία του προς όφελος του Θεαγένη. Δένω επίσης τη γλώσσα του Σεύθη, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Δένω επίσης τη γλώσσα του Λαμπρία, την ψυχή του και τα λόγια που χρησιμοποιεί, όπως επίσης τα πόδια του, τα χέρια του, τα μάτια και το στόμα του. Όλους αυτούς τους δένω, τους εξαφανίζω, τους θάβω, τους καρφώνω - για να μην καταφέρουν διόλου να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστών ως μάρτυρες κατηγορίας, είτε με επιχειρήματα είτε με αποδείξεις. Τέτοιες επιγραφές προϋποθέτουν αντίστοιχες νυχτερινές τελετές. Ο μάγος (μια λέξη που αρχικά σήμαινε τον Μήδο και μετά τον Πέρση ιερέα αλλά σύντομα χαρακτήρισε αυτόν που εισάγει ξένες θρησκευτικές πρακτικές) ονομαζόταν επίσης γόης («αυτός που θρηνεί») και ἀγύρτης («αυτός που μαζεύει τις ψυχές των νεκρών») και χαρακτηριζόταν συχνά νυκτιπόλος («αυτός που περπατά τη νύχτα»). Για την επιτυχία των μαγικών τελετών επιλεγόταν συχνά η φάση πριν από τη νέα σελήνη (η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν χαρακτηριστικά «παλαιά μαζί και νέα»), τότε που ο ουρανός είναι εντελώς σκοτεινός, καθώς πραγματοποιείται η μετάβαση από τον προηγούμενο στον επόμενο μήνα. Ως κατάλληλοι τόποι θεωρούνταν τα τρίστρατα, εκεί που ο δρόμος ανοίγει σε σχήμα φουρκέτας (σαν το γράμμα Υ). Αυτές οι στιγμές της χρονικής και τοπικής αβεβαιότητας, αυτές οι μεταβατικές φάσεις που φαίνεται σαν να βάζουν την ίδια τη φύση σε δίλημμα, ήταν πάντοτε οι πιο ταιριαστές για την επιτυχία των μαγικών τελετουργιών. Τα γραπτά σύμβολα της τελετουργίας, όπως ο κατάδεσμος εναντίον του Θεαγένη, τοποθετούνταν, μετά την ολοκλήρωση της τελετής, μέσα στη μαύρη γη, στα σημεία εκείνα όπου ο υποχθόνιος κόσμος των νεκρών φαίνεται να έρχεται σε επαφή με τον επίγειο κόσμο των ζώντων. Φυσικά, και μόνο λόγω τύχης, κάποιες μαγικές τελετουργίες είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η επιτυχία, σωστά διαφημιζόμενη, ενίσχυε το κύρος των μάγων. Για τις άλλες το κέρδος που αποκόμιζε ο πελάτης ήταν αποκλειστικά ψυχικό - διόλου ευκαταφρόνητο όφελος, αφού και η επιτυχία των πράξεων καθορίζεται συχνά από τη διάθεση. Μέσω των μαγικών πρακτικών εκτονώνονταν τα έντονα συναισθήματα της οργής ή του θυμού, έβρισκε διέξοδο η φυσική επιθετικότητα, εκπληρωνόταν άμεσα η επιθυμία και μπορούσε να αποκατασταθεί η ψυχική ισορροπία ανθρώπων που αισθάνονταν αδικημένοι, περιθωριοποιημένοι ή απλώς, σε δεδομένες περιστάσεις, αδύναμοι.

Επειδή η ευσέβεια των αρχαίων Ελλήνων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέλεση των καθιερωμένων και πατροπαράδοτων τελετουργιών, είναι δύσκολο να χαραχθεί απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον χώρο της θρησκείας και το συναφές πεδίο των μαγικών πρακτικών. Γενικά η μαγεία ήταν ιδιωτική υπόθεση που ενδιέφερε μεμονωμένα άτομα και συγκεκριμένες επιδιώξεις τους, ενώ η θρησκεία αφορούσε συνήθως ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Η διαφορά αυτή οδήγησε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς στο συμπέρασμα ότι οι τραγουδιστές των ορφικών επών και οι περιπλανώμενοι ιερείς, που υπόσχονταν λύτρωση από τα παρόντα και τα μέλλοντα δεινά, δεν ήταν παρά μια ειδική κατηγορία μάγων.

2.10. Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων Οι Έλληνες έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία. Στον Όμηρο και τους μεταγενέστερους ποιητές σοφός ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε καλά μια τέχνη, έναν συγκεκριμένο χώρο δημιουργίας ή δράσης, όπως τη χρήση του πηδαλίου, την κατασκευή αγγείων, τη θεραπεία ασθενειών ή τη σύνθεση ποιημάτων. Σοφία ήταν η εξειδικευμένη και πρακτική γνώση. Όταν επρόκειτο για αποφάσεις, ο σοφός διέκρινε το νόημα των περιστάσεων καλύτερα από τους άλλους και πρότεινε λύσεις ευφυείς και αποτελεσματικές: έβρισκε, όπως έλεγαν, περάσματα μέσα στο σφιχτό δίχτυ της αναγκαιότητας. Αυτή η έννοια της πρακτικής σοφίας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη αρχαϊκή εποχή και πήρε σημασία πολιτική. Ένας κατάλογος Επτά Σοφών καταρτίστηκε αργότερα και περιλάμβανε άνδρες με ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια. Τέτοιοι ήταν ο Αθηναίος Σόλων, ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Μυτιληναίος Πιττακός, ο Λίνδιος Κλεόβουλος (από τη Ρόδο), ο Βίας από την Πριήνη και ο Λακεδαιμόνιος Χίλων. Όλοι τους είχαν συμβάλει στην αντιμετώπιση των πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων της εποχής και της πόλης τους. Στην κατάρτιση του καταλόγου των Επτά Σοφών δόθηκε μέριμνα να αντιπροσωπεύεται ολόκληρη η επικράτεια του ελληνισμού. Ο αριθμός επτά ήταν συμβολικός. Το κοινό χαρακτηριστικό της σκέψης και της δράσης τους ήταν η μετριοπάθεια. Οι άνδρες αυτοί συνειδητοποίησαν ότι κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, κάθε ενέργεια προς τη μια κατεύθυνση γεννά αντίρροπη δύναμη με αντίθετη φορά, κάθε κέρδος έχει το ισόποσο τίμημά του. Αυτός ήταν ο νόμος της Ανάγκης. Στις πολιτικές αποφάσεις που πήραν και στους νόμους που συνέταξαν οι σοφοί της αρχαϊκής εποχής προσπάθησαν να βρουν και να εφαρμόσουν δυναμικές ισορροπίες: καταστάσεις στις οποίες ο νόμος της Ανάγκης δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το κοινωνικό σώμα. Το εκκρεμές δεν μπορούσε να σταματήσει. Μπορούσε όμως το πεδίο του να περιοριστεί. Έτσι αναγνώρισαν τη σημασία του μέτρου. Τα διδάγματά τους αναγράφηκαν στο μαντείο των Δελφών και αποτέλεσαν το μέγιστο μάθημα του Απόλλωνος για τους θνητούς: «Τίποτε μην κάνεις υπερβολικό», «Το μέτρο είναι ο καλύτερος οδηγός», «Είσαι τόσο σίγουρος ώστε να δίνεις εγγυήσεις; Στη γωνιά παραμονεύει η πτώση σου.» Η υπερβολική αυτή έμφαση στο μέτρο και τη μετριοπάθεια δεν αποσκοπούσε στην ανάσχεση του πρακτικού δυναμισμού. Πάντοτε οι επιχειρήσεις περικλείουν κινδύνους και πάντοτε το μέλλον είναι πιο αβέβαιο όταν πατάς σε ξένη γη. Οι Έλληνες το γνώριζαν πολύ καλά αυτό από τη μυθική εκστρατεία στην Τροία και την εποχή του πρώτου αποικισμού. Ο τονισμός της αξίας του μέτρου προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που κρύβεται μέσα στην επιτυχία. Ήταν η φρόνιμη αντίδραση των σοφών στην παθιασμένη έφεση για υπεροχή, που χαρακτήριζε ολόκληρη την αρχαϊκή εποχή. Το πιο γνωστό ρητό του δελφικού Απόλλωνα, Γνῶθι σαυτόν, σήμαινε αρχικά «γνώριζε ότι είσαι θνητός». Οι Επτά Σοφοί θέλησαν να περιορίσουν την ὕβριν, την αλαζονική συμπεριφορά που συνεπάγεται η επιτυχία και να προειδοποιήσουν για τις καταστροφικές

συνέπειες που φέρνει η λήθη της ανθρώπινης κατάστασης, η ἄτη. Οι ίδιοι οι θεοί φθονούν πίστευαν- όσους πλησιάζουν υπερβολικά τη δική τους ατελεύτητη και άμοχθη ευδαιμονία και τους εκδικούνται στέλνοντας τη νέμεσιν. Οι θνητοί έπρεπε δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, να πάθουν για να μάθουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι. Όλα αυτά βασίζονταν σε μια ακριβή και ρεαλιστική γνώση της ανθρώπινης ψυχής και ενθάρρυναν την επίγνωση των φυσικών ανθρώπινων περιορισμών. Ωστόσο, στην αρχή του 6ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται στην Ιωνία και ένα άλλο είδος γνώσης, που δεν αφορούσε πλέον τον ανθρώπινο κόσμο και την πολιτική κοινωνία ούτε τον ολύμπιο αιθέρα και τις συγκρούσεις των θεών, τις οποίες εξέθετε μυθικά η παραδοσιακή ποίηση: αφορούσε τη δομή, τη σύσταση και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου, την ίδια τη φύσιν ως μια αέναη διαδικασία γέννησης και φθοράς. Το ιδιαίτερο αυτό είδος γνώσης ονομάστηκε τελικά φιλοσοφία, «αγάπη και έφεση για σοφία», για να τονιστεί τόσο η διαφορά του από την πρακτική σοφία των τεχνιτών, των ποιητών και των πολιτικών όσο και η απόσταση από την πλήρη κατανόηση του κόσμου που μπορούσαν να διαθέτουν μόνο οι θεοί. Η γνώση αυτή ήταν θεωρητική και δεν αποσκοπούσε σε άλλο πρακτικό αποτέλεσμα εκτός από την αγαλλίαση που φέρνει η ίδια η κατάσταση του εἰδέναι. Εργαλείο για αυτή τη νέα ενασχόληση ήταν ο λόγος. Και όπως κάθε εργαλείο κατασκευάζεται όταν έχει ήδη παραστεί η ανάγκη της δημιουργίας του, έτσι και ο λόγος εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας μαζί με την ανάγκη για μια συνεκτική και λογική κατανόηση της φύσης. Λόγος είναι εκείνη η δύναμη του νου που φέρνει κοντά, συγκρίνει και συνθέτει πράγματα που φαίνονται διακριτά και άσχετα μεταξύ τους. Συλ-λέγοντας και συγ-κρίνοντας ξεχωριστά και φαινομενικά ανεξάρτητα πράγματα ο νους συλ-λαμβάνει την κοινή τους ρίζα ή το κοινό τους στοιχείο σε μια ενορατική αφαίρεση των διαφορών τους. Έτσι αναδύεται η αφαιρετική σκέψη και η γενική έννοια. Προϋποτυπώσεις και των δύο βρίσκουμε στους αφηρημένους θεούς, όπως είναι η Βία, ο Έρως, η Φήμη, το Κράτος και η Νίκη. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο διασημότερος ίσως από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς, θεωρήθηκε ο πρωτεργάτης αυτής της μετάβασης από τον μυθικό στον λογικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου. Ήταν ο μόνος από τους Επτά που δεν εστίασε το ενδιαφέρον του στην πολιτική. Στο θρυλικό πρόσωπό του συνυφαίνεται η παλαιά πρακτική σοφία με τη νέα θεωρητική δραστηριότητα του νου. Στόχος του ήταν να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις διηγήσεις των ποιητών, όταν έλεγαν ότι η Νύκτα, το Χάος ή η Γαία ήταν τα πρώτα πράγματα που εμφανίστηκαν στον κόσμο και τον γέννησαν στη μορφή που τον ξέρουμε. Αναλογιζόμενος τις μυθικές διηγήσεις που μιλούσαν για τον Ωκεανό και τη σύζυγό του και παρατηρώντας την υγρή φύση του σπέρματος, τη γονιμοποιό δύναμη της βροχής, καθώς ίσως και την τριπλή μορφή (στερεά, υγρή και αέρια) που παρουσιάζει το νερό όταν θερμαίνεται ή ψύχεται, ο Θαλής συμπέρανε ότι όλα προέρχονται κατά βάση από μία αρχή. Το πραγματικά θεϊκό στοιχείο του κόσμου και η απώτατη ρίζα ολόκληρης της πραγματικότητας έπρεπε να είναι το ὕδωρ. Για να ισχύει όμως αυτό, θα έπρεπε το νερό να μην είναι μόνο ένα εύπλαστο και μετασχηματιζόμενο υλικό, αλλά επίσης κάτι ζωντανό και νοήμον. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να παραχθεί η ζωή και η σκέψη;

Μέσα στην πολιτικά ελεύθερη, ανοιχτή στις συζητήσεις και φιλοπερίεργη ατμόσφαιρα της ιωνικής Μιλήτου αναδύθηκε ένα νεοφανές είδος έρευνας που αναζητούσε την ἀρχήν του κόσμου, εκείνη την κρυφή ρίζα της πραγματικότητας που επιτρέπει την κίνηση και την πολλαπλότητα, δίχως να οδηγεί το κοσμικό πλέγμα στο χάος και την αναρχία. Η διαδοχή των εποχών του έτους, οι μηνιαίες φάσεις της σελήνης και η εναλλαγή του ημερονυκτίου ήταν σημάδια μιας νομοτέλειας τακτικής και σχεδόν απαράβατης. Ποιος ήταν άραγε ο μηχανισμός που επέτρεπε αυτή την τάξη; Ο Αναξίμανδρος, ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος που εμφανίστηκε στη δυτική ιστορία, ήταν λίγο νεότερος από τον Θαλή, συμπολίτης και φίλος του, και άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη θεωρία για το νερό (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 2 [σ. 33-44]). Όμως το νερό -σκέφτηκε- είναι ένα από τα στοιχεία του σημερινού κόσμου. Η αρχή τόσο του νερού όσο και του κόσμου πρέπει λογικά να είναι κάτι άλλο. Αυτή την κρυφή και άγνωστη δύναμη που βρίσκεται πίσω από όλα τα γνωστά αντικείμενα και μπορεί να εξηγήσει τη γέννηση, την κίνηση και τον θάνατο όλων των πραγμάτων

μέσα

στον

κόσμο

ο

Αναξίμανδρος

την

ονόμασε ἄπειρον,

που

σημαίνει

«αδιαμόρφωτο» και «ανεξάντλητο» ταυτόχρονα. Ο νόμος της δράσης του ήταν ο νόμος της Ανάγκης, ο ίδιος νόμος που οι σοφοί είχαν ανιχνεύσει στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους και είχε ίσως παλαιότερα υπαινιχθεί ο Ησίοδος, όταν μιλούσε για τη Δίκη του Δία. Ο Αναξίμανδρος όμως κατανόησε τη σχέση δράσης και αντίδρασης ως ένα σύστημα διαρκώς ανανεούμενων και ανατροφοδοτούμενων ανισορροπιών και αδικιών. Στατική δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει, σκέφτηκε. Ο κόσμος κινείται διαρκώς, γιατί ανάμεσα στα μέρη του μαίνονται διηνεκώς πόλεμοι, μάχες και έριδες. Μάλιστα, ο Αναξίμανδρος θεώρησε ότι το σύμπαν που γνωρίζουμε δεν είναι το μοναδικό. Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν αμέτρητα σύμπαντα - όσα ο χρόνος ορίζει. Άλλα γεννιούνται και άλλα πεθαίνουν. Όλα όμως αλλάζουν και μετασχηματίζονται συνεχώς. Στη σκέψη του Αναξίμανδρου ο νόμος της Ανάγκης ήταν ένας κύκλος μεταξύ ακραίων αντιθετικών δυνάμεων. Δεν επρόκειτο όμως για έναν φαύλο κύκλο, γιατί όλη η ζωή και η δράση αναπτύσσονταν μέσα του. Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 570, αλλά εξαιτίας πολιτικών ταραχών στο νησί του μετοίκησε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου δημιούργησε έναν πρωτότυπο φιλοσοφικό κύκλο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 3 [σ. 47-60]). Οι μαθητές ήταν αναγκασμένοι να τηρούν σιωπή για πέντε έτη και να ακολουθούν πιστά ορισμένες περίεργες πρακτικές επιταγές. Για παράδειγμα, έπρεπε να μην τρώνε κουκιά, να αποφεύγουν τα δημόσια λουτρά, να είναι ντυμένοι στα λευκά, να τεντώνουν τα σεντόνια μόλις ξυπνήσουν για να σβηστεί το αποτύπωμα του σώματός τους. Μεταξύ τους μοιράζονταν τα υλικά αγαθά και τις περιουσίες τους ως κοινά κτήματα. Στην οργάνωση γίνονταν δεκτές και γυναίκες. Βασικό δόγμα του κύκλου ήταν η μετενσάρκωση των ψυχών και κεντρική επιταγή η τελετουργική, σωματική και πνευματική καθαρότητα. Παράλληλα, οι Πυθαγόρειοι ανέπτυξαν τα μαθηματικά. Μάλιστα, λέγεται ότι αυτοί πρώτοι ονόμασαν το σύμπαν κόσμον - μια λέξη που παλαιότερα σήμαινε την όμορφη τάξη γενικά (όπως σε ένα ωραίο κόσμημα) και ειδικά την εύρυθμη διάταξη των πολεμιστών μέσα στη φάλαγγα.

Η κλειστή οργάνωση των Πυθαγορείων είχε έντονη πολιτική δράση στον Κρότωνα και επηρέαζε για ένα διάστημα καθοριστικά την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της πόλης. Ως οπαδοί μιας μυστικής γνώσης που δεν πρέπει να βεβηλώνεται από τους πολλούς, οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν την αριστοκρατική παράταξη. Σε αυτούς αποδόθηκε και η καταστροφή της Σύβαρης, μιας από τις πλουσιότερες πόλεις της Ιταλίας, που ήταν σύμβολο πλούτου, πολυτέλειας και περίτεχνου, πολιτισμένου τρόπου ζωής. Τελικά, λόγω πολιτικών εντάσεων και της εξοργιστικής ιδιαιτερότητάς τους, οι Πυθαγόρειοι εξορίστηκαν από τον Κρότωνα στο τέλος του 6ου αιώνα. Ο δήμος και οι προστάτες του δεν μπορούσαν να τους ανεχτούν άλλο. Η οργάνωση, που διατηρήθηκε σε διάφορες μορφές για έναν ακόμη αιώνα, χωρίστηκε στα δύο. Η μία πλευρά διατήρησε μόνο την εξωτερική ηθική διδασκαλία και αδιαφόρησε για την επιστημονική γνώση. Η άλλη συνέχισε την παράδοση των μαθηματικών ανακαλύψεων και έφτασε να λατρεύει τους αριθμούς ως θεούς. Επιστημονική γνώση, μεταφυσική ανησυχία, τελετουργική καθαρότητα και πολιτική δράση ήταν, για αυτούς, ένα αδιαίρετο όλον. Στο τέλος του 6ου αιώνα η ιωνική θεωρία της διαρκούς ροής και του πολέμου βρήκε την πιο μεγαλειώδη έκφρασή της στα αφοριστικά και αινιγματικά λόγια του Ηράκλειτου από την Έφεσο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 4 [σ. 61-75]). Στο σκοτεινό σύγγραμμα που λέγεται ότι αφιέρωσε στον μεγάλο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος ο Ηράκλειτος έγραφε: Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων: αυτός διαχώρισε τους θεούς από τους ανθρώπους, αυτός έκανε άλλους ελεύθερους και άλλους δούλους. Με τρόπο πιο κατηγορηματικό και άμεσο από αυτόν του Αναξίμανδρου ο πόλεμος παρουσιάστηκε στον νου του Ηράκλειτου ως πρότυπο κάθε κίνησης και διαφοροποίησης μέσα στον κόσμο. Η λιγότερο απειλητική όψη του πολέμου -ή μάλλον η βαθύτερη νομοτέλεια και δικαιοσύνη τουονομάστηκε Λόγος (ως η δύναμη που ενώνει τα διεστώτα), και το υλικό σύμβολο της κίνησής του ανακαλύφθηκε στη Φωτιά (η οποία ενοποιεί καταστρέφοντας). Η αντιμετώπιση της ζωής ως πεδίου μάχης ή ως σταδίου αγωνιστικής αντιπαράθεσης, όπου ο νικητής στεφανώνεται για μια ένδοξη όσο και παροδική τιμή, διατυπώθηκε στην κοσμολογία της αρχαϊκής εποχής - όπως προγενέστερα είχαν βρει μυθική έκφραση παρόμοια βιώματα στις ποιητικές θεογονίες. Με την ανάδυση της φιλοσοφίας, η θεϊκή αυθεντία των ποιητών αντικαταστάθηκε από την ελεύθερη έρευνα της ανθρώπινης νόησης. Η καινοφανής εμπιστοσύνη στην εγγενή δύναμη του νου να γνωρίσει το βάθος της πραγματικότητας φάνηκε ιδιαίτερα στον Παρμενίδη, έναν σύγχρονο ή λίγο μεταγενέστερο του Ηράκλειτου, που έζησε και έδρασε στην Ελέα, μια αποικία των Φωκαέων στην Κάτω Ιταλία. Ο Παρμενίδης, για ορισμένους ο εισηγητής της μεταφυσικής στην ευρωπαϊκή σκέψη, ανακάλυψε τον νόμο της αντίφασης και ισχυρίστηκε ότι η πραγματικότητα είναι κατά βάθος συμπαγής, άρτια, τετελεσμένη και ακίνητη. Μην μπορώντας να αποδεχθεί ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από το τίποτε ή να καταστραφεί ολοσχερώς, ο Παρμενίδης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά υπάρχει (το ἐόν = ον) είναι αιώνιο και σταθερό και ότι η γέννηση και ο θάνατος, η αύξηση και η φθορά είναι διαδικασίες φαινομενικές. Με τον τρόπο αυτό ο Παρμενίδης υποβίβασε την κίνηση που μας προσπορίζουν οι αισθήσεις σε επίπεδο κατώτερο και λιγότερο

αληθινό από την ενιαία και απαρασάλευτη πραγματικότητα την οποία αποκάλυψαν οι λογικές κατηγορίες και απαιτήσεις του νου. Ο ίδιος όμως ήταν, επίσης, θεραπευτής. Ο αφηρημένος και ενορατικός στοχασμός του βρισκόταν σε συμφωνία με την πρακτική και αποτελεσματική σοφία του εξειδικευμένου γιατρού. Ο μαθητής του Ζήνων, που καταγόταν από την ίδια πόλη, θεωρήθηκε ο πρῶτος εὑρετής της διαλεκτικής. Με πρωτοφανή χειρισμό της λογικής αναγκαιότητας αποδείκνυε το αδύνατον κάθε κίνησης, οδηγώντας τον παρμενίδειο ορθολογισμό στις πιο ακραίες συνέπειες. Στην ιστορία έμεινε γνωστός για τα περίφημα παράδοξα, που απασχολούν ακόμη όσους ασχολούνται με τη λογική. Στην αρχαιότητα ορισμένοι προτιμούσαν να τον θεωρούν ἐριστικόν, άνθρωπο που ενδιαφέρεται να κατατροπώσει τον αντίπαλο, όχι να βρει την αλήθεια. Άλλοι τον θαύμαζαν και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Ο Αριστοτέλης πίστεψε ότι μπορεί να λύσει τους γρίφους του. Το πρόβλημα που έθετε με τον πλέον οξύ τρόπο ο Ζήνων ήταν η σχέση του λόγου με την πραγματικότητα. Στο μέσον του 5ου αιώνα ο Εμπεδοκλής αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμειξης των ιδιωμάτων του ορθολογιστή επιστήμονα, του μάγου-θεραπευτή και του θρησκευτικού οραματιστή στο ίδιο πρόσωπο. Από τη μια, πρώτος αυτός περιέλαβε στη φυσική φιλοσοφία του τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, αέρα και φωτιά), που επρόκειτο να γίνουν τα βασικά υλικά του σύμπαντος για ολόκληρη τη μεταγενέστερη επιστήμη της φύσης στην αρχαιότητα. Από την άλλη, ήταν αυτός που διατεινόταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βροχή, σφοδρούς ανέμους, ακόμη και την ανάσταση ενός νεκρού. Οι συμπολίτες του στον Ακράγαντα της Σικελίας τον λάτρευαν σαν θεό για τις αποτελεσματικές θεραπείες που είχε πετύχει. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να θυμηθεί τις διαδοχικές ενσαρκώσεις του στο παρελθόν, τότε που ήταν θάμνος, ψάρι, νεαρό κορίτσι και έφηβος. Στην πραγματικότητα ήταν ένας δαίμονας -έλεγε- που είχε πέσει στη γη, για να πληρώσει το τίμημα ενός παλαιού παραπτώματος. Ο νόμος της Ανάγκης λειτουργούσε και στη δική του προσωπική περιπέτεια μέσα στο σύμπαν. Όχι λιγότερο από τους άλλους τομείς της πολιτικής και του πολιτισμού, η φιλοσοφία αναδύθηκε και ενηλικιώθηκε σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού: αντιπαράθεση με τη μυθική σοφία των ποιητών, αντιπαράθεση με την πρακτική σοφία των νομοθετών και των τυράννων, αντιπαράθεση με τις απόψεις των προγενέστερων φιλοσόφων, συγχρονική αντιπαράθεση των φιλοσόφων μεταξύ τους. Υπήρχαν όμως και εδώ, όπως και στην ηθική του πολέμου, ορισμένες κοινές αποδοχές. Πίσω από τις συχνά δυσνόητες διατυπώσεις του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή κρύβεται η ακλόνητη πεποίθηση ότι ανάμεσα στον νου και την πραγματικότητα επικρατεί ισομορφισμός. Η μεγαλύτερη προσφορά της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και το αξεπέραστο όριό της, υπήρξε η αδιαπραγμάτευτη πίστη ότι ο κόσμος είναι πέρα για πέρα λογικός και, συνεπώς, πλήρως γνωρίσιμος. Ο νους -πίστευαν οι Έλληνες φιλόσοφοι- διαπνέεται από το αντικείμενο της γνώσης, συντονίζεται στον ρυθμό του και τελικά γίνεται ένα με αυτό, όπως το αφτί γεμίζει με μουσική όταν ακούει τον αυλό, και το χέρι θερμαίνεται ερχόμενο σε επαφή με τη φωτιά. Παρά τη φαινομενική αταξία της, η φύση ήταν ένας φιλόξενος τόπος για τη σκέψη. Μάλιστα, η ίδια ήταν στο βάθος της λόγος και νους.

ΙI. ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό 3.1. Επάνω σε μια χάλκινη πλάκα ήταν χαραγμένος ο χάρτης όλης της γης Το 499 έφτασε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος με μια ασυνήθιστη πρόταση. Μολονότι ασφαλώς γνώριζε πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Κλεομένη (520-490), θεωρώντας ότι η γνώμη του μετρούσε περισσότερο από αυτή του άλλου βασιλιά και ότι θα επηρέαζε τόσο τη Γερουσία όσο και τους εφόρους. Στη συνάντηση κρατούσε στα χέρια του έναν χάρτη της γης, χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα. Πρώτα αναφέρθηκε στους Ίωνες, τους Έλληνες που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ζούσαν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, και αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους ίδιους αλλά και για τους Σπαρτιάτες -όπως υποστήριξε-, που ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα. Αμέσως μετά πρότεινε στον βασιλιά μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.

Ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι, από στρατιωτική άποψη, η επιτυχία ήταν εφικτή, διότι οι βάρβαροι (έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες όλους τους ξένους) ούτε θάρρος είχαν στη μάχη ούτε σπουδαίο οπλισμό. Επιπλέον, το εγχείρημα μπορούσε να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο, καθώς τα πλούτη των Περσών ήταν αμύθητα. Ύστερα, δείχνοντας τον χάρτη -έργο ασφαλώς των σοφών Ιώνων γεωγράφων- απαρίθμησε με τη σειρά τους λαούς που κατοικούσαν από τα μικρασιατικά παράλια έως την έδρα του μεγάλου Πέρση βασιλιά: Ίωνες, Λυδοί, Φρύγες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι, Ματιηνοί. Με αυτούς τους τελευταίους γειτόνευε η Κισσία, όπου βρίσκονταν τα Σούσα, κοντά στον ποταμό Χοάσπη. Εκεί κατοικούσε ο βασιλιάς και φύλαγε τους θησαυρούς του. (Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς κατοικούσε επίσης στα Εκβάτανα και στη Βαβυλώνα, ενώ οικοδομούσε ήδη μια νέα πρωτεύουσα, την Περσέπολη.) Γιατί λοιπόν, αναρωτήθηκε ο Αρισταγόρας, να πολεμάτε με τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους για μια περιοχή μικρή, φτωχή και με περιορισμένα όρια, όταν μπορείτε να κατακτήσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία; Ο Κλεομένης ζήτησε δύο μέρες για να το σκεφτεί. Στη νέα συνάντηση, πριν ανακοινώσει την απόφασή του, θέλησε να μάθει πόσες μέρες απείχε η έδρα του μεγάλου βασιλιά από τα παράλια της Ιωνίας. Όταν άκουσε ότι η απόσταση ήταν πορεία τριών μηνών, διέταξε τον Αρισταγόρα να εγκαταλείψει τη Σπάρτη πριν από τη δύση του ηλίου. Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πρόθυμοι να απομακρυνθούν από την πόλη τους. Είχαν πάντα την έγνοια των γειτόνων τους, Αρκάδων και Αργείων, ενώ μεγάλο πρόβλημα τους δημιουργούσαν και οι Μεσσήνιοι. Μολονότι τους είχαν υποτάξει και καταστήσει είλωτες πολλά χρόνια πριν, αυτοί ήταν διαρκώς έτοιμοι να εξεγερθούν. Φρόντιζαν λοιπόν να εκστρατεύουν έξω από τα σύνορά τους μόνο όταν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν όσο γρηγορότερα γινόταν. Μια επιχείρηση που θα απαιτούσε μήνες οδοιπορία μακριά από τη θάλασσα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με το Άργος συνεχώς επιδεινώνονταν. Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, αφήνει να διαφανεί μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του Αρισταγόρα. Εάν οι Πέρσες ήταν ανάξιοι πολεμιστές, δεν θα μπορούσαν να έχουν οικοδομήσει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, κατακτώντας όχι μόνο τους λαούς που απαρίθμησε, αλλά επίσης την Αίγυπτο και πολλές άλλες περιοχές, από τα Σούσα έως την Ινδία. Παρά τη σχετική απομόνωσή τους, οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ήδη το 546 είχαν φτάσει στη Σπάρτη αντιπρόσωποι του Λυδού βασιλιά Κροίσου (περ. 560546). Ο Κροίσος είχε υποτάξει τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλει επαχθείς όρους. Έτρεφε εκτίμηση στον ελληνικό πολιτισμό και συμβουλευόταν τακτικά το μαντείο των Δελφών - μολονότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων. Κάποια στιγμή είδε με ανησυχία την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και αναζήτησε στηρίγματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι πολεμιστές και τους πρότεινε συμμαχία, δηλαδή πιθανότατα να τους προσλάβει ως μισθοφόρους. Αυτοί δέχτηκαν, χωρίς να υπολογίσουν, καθώς φαίνεται, ότι ο Λυδός βασιλιάς θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους πολύ σύντομα.

Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες από τη σύναψη της συμμαχίας, ο Κροίσος ηττήθηκε σε μια σημαντική μάχη από τον Κύρο τον Μέγα (557-530), τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πολιορκημένος στην πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις, ο Λυδός βασιλιάς έσπευσε να καλέσει όλους τους συμμάχους του, τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους και τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς για τους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε σύγκρουση με τους Αργείους, ο Κύρος δεν περίμενε να φτάσουν οι ενισχύσεις και κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών - και αμέσως μετά, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Διαπιστώνοντας ότι η περσική κυριαρχία ήταν πολύ επαχθέστερη από τη λυδική, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Πρώτη τους σκέψη ήταν να απευθυνθούν στους Σπαρτιάτες, αλλά η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική. Παρά την άρνησή τους, οι Σπαρτιάτες δεν παρέμειναν εντελώς αδρανείς. Έστειλαν αντιπροσώπους για να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ο Ηρόδοτος συμπληρώνει μάλιστα ότι οι αντιπρόσωποι ζήτησαν να δουν τον ίδιο τον μεγάλο Πέρση βασιλιά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στις Σάρδεις. Ο κήρυκας των Σπαρτιατών τού μετέφερε μήνυμα να μην καταστρέψει ελληνική γη, διότι οι Σπαρτιάτες δεν θα το ανέχονταν. Ο Κύρος ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που τον απειλούσαν και, όταν κατάλαβε, έδειξε όλη του την περιφρόνηση. Γύρω στο 513 οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, όπως λεγόταν, και δεύτερη πρόταση για επιχειρήσεις στην Περσία. Αντιπροσωπεία από τη Σκυθία πρότεινε στον βασιλιά Κλεομένη μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α', που προσπαθούσε να κατακτήσει τη χώρα τους. Οι Σκύθες θα ξεκινούσαν από την Ανατολή και οι Σπαρτιάτες από τη Δύση - συγκεκριμένα, από την Έφεσο. Κάποια στιγμή, έχοντας προφανώς κάμψει την αντίσταση των Περσών, οι δύο στρατοί θα συναντιόνταν θριαμβευτικά. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, και οι Πέρσες συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική χωρίς να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας στράφηκε και πάλι στους Σπαρτιάτες για βοήθεια, αλλά η αντίδραση του Κλεομένη δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν ούτε καν μια αυστηρή προειδοποίηση στους Πέρσες.

Φεύγοντας από τη Σπάρτη, ο Αρισταγόρας πήγε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε τους ίδιους περίπου συλλογισμούς, προσθέτοντας ότι οι συμπατριώτες του, οι Μιλήσιοι, ήταν άποικοι των Αθηναίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μόλις οκτώ ετών, αλλά λειτουργούσε κιόλας χωρίς παρέκκλιση από τις βασικές αρχές που είχε εισηγηθεί ο Κλεισθένης. Αρμόδια να αποφανθεί για το αίτημά του ήταν συνεπώς η Εκκλησία του Δήμου. Οι Αθηναίοι ήταν επίσης αρκετά καλά πληροφορημένοι για όσα συνέβαιναν στην Ασία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκδίωξαν τους τυράννους τους, είχαν βρεθεί σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες. Για να αντιμετωπίσουν την απειλή στράφηκαν προς τους Πέρσες. Μια αντιπροσωπεία τους επισκέφθηκε τον Πέρση σατράπη (δηλαδή διοικητή) Αρταφέρνη, που ήταν αδελφός του Δαρείου και είχε την έδρα του στις Σάρδεις. Αυτός ζήτησε, ως δείγμα υποταγής, γῆν και ὕδωρ. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι συμφώνησαν και η συμμαχία αποφασίστηκε.

Πολύ σύντομα ο Αρταφέρνης δέχτηκε και άλλη αθηναϊκή επίσκεψη. Αυτή τη φορά τη βοήθειά του ζητούσε ο εξόριστος Ιππίας, τον οποίο οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καταφέρει να επαναφέρουν στην εξουσία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν και έστειλαν κήρυκες στις Σάρδεις για να διαμαρτυρηθούν. Η συμμαχία τους με τους Πέρσες δεν επέτρεπε συνεννοήσεις με τον παλαιό τους τύραννο. Ο Αρταφέρνης σκέφτηκε, ωστόσο, ότι ένας τύραννος θα εξασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των Περσών και απαίτησε από τους Αθηναίους να δεχτούν και πάλι ως ηγέτη τους τον Ιππία. Αυτοί αρνήθηκαν και η συμφωνία που είχαν κάνει με τους Πέρσες διαλύθηκε οριστικώς. Όταν λοιπόν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας ζήτησε για λογαριασμό των Ιώνων τη συνδρομή των Αθηναίων, αυτοί, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, συμφώνησαν πρόθυμα. Ο Ηρόδοτος, που θαύμαζε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία τους, κάνει στο σημείο αυτό της αφήγησής του ένα κακεντρεχές σχόλιο. Θεωρώντας προφανώς ότι η απόφαση για βοήθεια ήταν πηγή δεινών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, σημειώνει ότι είναι ευκολότερο να παραπλανηθούν πολλοί από ό,τι να παραπλανηθεί μόνο ένας. Ο Αρισταγόρας δεν μπόρεσε να πείσει τον Κλεομένη, κατάφερε όμως να πείσει 30.000 Αθηναίους. (Για τον Ηρόδοτο ήταν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας, οι 6.000 περίπου Αθηναίοι που συσκέφθηκαν στην Εκκλησία αντιπροσώπευαν το σύνολο των πολιτών.) Έως το μέσον του 6ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είχε αναπτυχθεί και επεκταθεί χωρίς να συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ειδικά στην Ανατολή, τα τοπικά βασίλεια και οι αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε διαρκείς ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν συστηματικά με τη Μεσόγειο. Πρώτοι οι Λυδοί κατάφεραν να επιβληθούν στους Ίωνες, αλλά η προσοχή τους παρέμενε στραμμένη προς τους ανερχόμενους Πέρσες και έτσι προτιμούσαν τη φιλία των Ελλήνων παρά την εχθρότητα τους. Από τη στιγμή όμως που οι Πέρσες εξουδετέρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ανατολή, η θέση των Ελλήνων έγινε εξαιρετικά επισφαλής. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα όφειλαν να πάρουν θέση, είτε στο πλευρό των Περσών είτε εναντίον τους. Παρά τον υψηλό τους πολιτισμό, οι Πέρσες δεν συνέταξαν ιστορικά αφηγήματα, όπως ο Ηρόδοτος. Η ανεξάρτητη έρευνα, η διασταύρωση στοιχείων και η διατύπωση προσωπικής γνώμης ήταν πέρα από τις ανάγκες και τη λογική τους. Ωστόσο, σε μνημειακές επιγραφές, σκαλισμένες πάνω σε επιβλητικούς βράχους, οι βασιλείς τους κατέγραφαν, στις διάφορες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λαμπρά τους κατορθώματα. Απαριθμούσαν τους λαούς που κυβερνούσαν, τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους και τις ευεργεσίες που πρόσφεραν στους πιστούς υπηκόους τους. Πριν από τους Πέρσες πολλά βασίλεια και πολλές αυτοκρατορίες είχαν ακμάσει και παρακμάσει στην αχανή έκταση με τα πανύψηλα βουνά, τις πλούσιες πεδιάδες και τα αστείρευτα ποτάμια, από τα παράλια της Μεσογείου έως την Ινδία. Άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους και άλλοτε κατάφερναν να συνυπάρξουν ειρηνικά δύο, τρεις ή και περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Αίγυπτος. Το μεγάλο επίτευγμα των Περσών ήταν ότι κατάφεραν να επιβάλουν, για πρώτη φορά, μια μοναδική εξουσία σε ολόκληρη αυτή την περιοχή, εκτοπίζοντας ή

υποτάσσοντας τους ανταγωνιστές τους. Ιδρυτής της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας ήταν ο Κύρος Β' (γνωστός ως Μέγας για τις κατακτήσεις του), που εξεγέρθηκε εναντίον των Μήδων το 550, νίκησε τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο το 546, κατέκτησε τη Βαβυλωνία το 539 και σκοτώθηκε το 530 πολεμώντας στην κεντρική Ασία. Συνεχίζοντας το έργο του, ο γιος του Καμβύσης Β' (530-522) υπέταξε την Αίγυπτο και τη Λιβύη το 525. Ο τρίτος μεγάλος Πέρσης βασιλιάς, ο Δαρείος Α' (522-486), από τον οποίο ουσιαστικά ξεκινά ο οίκος των Αχαιμενιδών, υποχρεώθηκε, μόλις πήρε την εξουσία, να ξανακερδίσει την αυτοκρατορία, καταπνίγοντας μια σειρά από επαναστάσεις στη Βαβυλωνία και αλλού. Κατόπιν ασχολήθηκε και αυτός με την επέκταση της αυτοκρατορίας. Πριν από το 513 είχε κατακτήσει την περιοχή του Ινδού ποταμού. Στη συνέχεια προσπάθησε να υποτάξει τους Σκύθες νομάδες, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε ωστόσο τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Την ίδια εποχή έκανε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Ο Δαρείος διοικούσε πλέον τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε στην παγκόσμια ιστορία. Ήδη ο Κύρος είχε ισχυριστεί ότι τις χώρες που κυβερνούσε τις είχαν παραδώσει στα χέρια του οι μεγάλοι θεοί και ότι αυτός με τη σειρά του είχε καταστήσει τη γη μια ειρηνική κατοικία. Ο Δαρείος επανέλαβε τον ίδιο συλλογισμό. «Εγώ είμαι ο βασιλιάς», δήλωσε με αυτοπεποίθηση. «Με την προστασία του (θεού) Αχούρα Μάζντα επέβαλα την τάξη και ό,τι πρόσταξα έγινε σύμφωνα με τη θέλησή μου.» Η θέλησή του ήταν να τιθασευτούν οι έχθρες ανάμεσα στις διάφορες χώρες και να σταματήσει ο αλληλοσπαραγμός. «Αγαπώ ό,τι είναι δίκαιο, και μισώ ό,τι είναι άδικο», διακήρυξε ο βασιλιάς. «Ποτέ δεν επέτρεψα να βλάψει ο ταπεινός τον άρχοντα ή ο άρχοντας τον ταπεινό.» «Μέσα μου δεν υπάρχει οργή, και όποιον είναι οργισμένος τον συγκρατώ. Όποιον βλάπτει τους άλλους τον τιμωρώ, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε. Ποτέ δεν άφησα ατιμώρητο όποιον αμάρτησε. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα ούτε μια λέξη όποιου δεν σέβεται την αλήθεια.» Ο Δαρείος ήξερε ότι οι Πέρσες θα επαινούσαν τα λόγια του. Όπως επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Ηρόδοτος, όλοι τους είχαν πάθος με την αλήθεια. Εκτός από την ανδρεία στη μάχη, έστρεφαν το ενδιαφέρον

τους

στα

παιδιά

τους,

στα

οποία

δίδασκαν

τρία

πράγματα: ἱππεύειν, τοξεύειν και ἀληθίζεσθαι. Ως μεγαλύτερη απρέπεια θεωρούσαν το ψεύδος. Για να διοικηθεί η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, ο Κύρος την είχε διαιρέσει σε περιφέρειες, που αποκαλούνταν σατραπείες. Καθεμία είχε έναν σατράπη με σχεδόν απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ο Δαρείος φρόντισε επίσης για την οικονομική οργάνωση της επικράτειας. Όρισε με ακρίβεια τους φόρους που αντιστοιχούσαν σε κάθε περιοχή και έκοψε, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο νόμισμα στην αυτοκρατορία, τους δαρεικούς στατήρες. Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Περσίας βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στους 10.000 επίλεκτους πολεμιστές που αποκαλούνταν «αθάνατοι» και από τους οποίους οι 1.000 υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες στα διάφορα φρούρια καθώς και άνδρες που επιστρατεύονταν ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι σατράπες πρόσφεραν όσους δικούς τους στρατιώτες απαιτούσε ο βασιλιάς. Κάθε στρατιωτικό σώμα πολεμούσε με τον παραδοσιακό του οπλισμό και τις συνήθειές του. Η ενότητα της αυτοκρατορίας δεν βασιζόταν πάντως μόνο στη στρατιωτική της ισχύ.

Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, με πολλές γλώσσες, πολλά διαφορετικά ήθη και πολλούς θεούς. Σύμφωνα με την κατεύθυνση που έδωσε ο Κύρος, όλοι οι πολιτισμοί γίνονταν πλήρως σεβαστοί. Οι βασιλικές αναφορές και τα διατάγματα εκδίδονταν σε όλες τις βασικές γλώσσες, ενώ οι επίσημες επιγραφές ήταν συχνά δίγλωσσες και τρίγλωσσες. Οι Πέρσες βασιλείς τιμούσαν, πρώτο και καλύτερο, τον μεγάλο Αχούρα Μάζντα, που στη γλώσσα τους σήμαινε τον Κύριο Σοφό και τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ωρομάσδη, αλλά έδειχναν τον σεβασμό τους και προς τους άλλους θεούς, τους περσικούς και τους τοπικούς. Στη δημόσια λατρεία ιδιαίτερη θέση κατείχαν ιερείς που αποκαλούνταν «μάγοι». (Η θρησκεία των Περσών έγινε αργότερα γνωστή ως ζωροαστρισμός.) Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες της βασιλικής πολιτικής. Πρώτοι το κατανόησαν αυτό οι τοπικοί ιερείς, που αναβαθμίστηκαν και ανέλαβαν να πείσουν τους κατακτημένους λαούς ότι η περσική κυριαρχία ήταν ευεργετική· απόδειξη, η επισκευή κατεστραμμένων ναών και η οικοδόμηση νέων. Πολλοί λαοί δίνουν την εντύπωση ότι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην περσική διακυβέρνηση. Χαιρέτισαν τη γενική ειρήνη και αναθάρρησαν με τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών. Αν πιστέψουμε τον Κύρο, οι κάτοικοι της Βαβυλώνας τον υποδέχθηκαν ως λυτρωτή. Οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν συγκεντρώσει στην πόλη τους τα αγάλματα πολλών ξένων θεών, είτε για να τα προστατέψουν είτε για να προστατευτούν οι ίδιοι με αυτά. Έτσι όμως οι επιχώριοι θεοί, πάνω από όλους ο Μαρδούκ (τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Βήλο και τον ταύτιζαν με τον Δία), είχαν υποβαθμιστεί και προσβληθεί. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Κύρου ήταν να αποστείλει και πάλι τα θεϊκά αγάλματα στους τόπους λατρείας τους και να τα αποκαταστήσει στους ανακαινισμένους τους ναούς. Μέσα στη Βαβυλώνα ο παραμελημένος Μαρδούκ γνώρισε και πάλι τιμές. Για την αντίδραση των Εβραίων στην περσική κατάκτηση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην περσική προπαγάνδα. Από το 587 πολλοί ζούσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, όπου τους είχε σύρει ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, έχοντας πρώτα καταστρέψει τον Ναό του Σολομώντα. Ο Κύρος τούς έδωσε την άδεια να επιστρέψουν και χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέου Ναού. Επιπλέον, επέστρεψε τα ιερά σκεύη που είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου. Ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες έφτασε να δοξάσει τον Κύρο, όχι μόνο ως απελευθερωτή, αλλά και ως μεσσία, που θα ποιμάνει τον λαό του Θεού. Η ανοικοδόμηση του Ναού ολοκληρώθηκε την εποχή του Δαρείου, που συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του Κύρου και του Καμβύση. Την εύνοια που έδειξε ο Δαρείος στους θεούς της Αιγύπτου, και μάλιστα στον ιερό Άπη, την τίμησε ιδιαίτερα και το αιγυπτιακό ιερατείο. Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και έγινε κυρίαρχος στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες - μια επαφή που έμελλε να συνεχιστεί για πολλούς αιώνες. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες χρειάζονταν ειδική μεταχείριση, όχι μόνο για να κατακτηθούν, αλλά και για να διακυβερνηθούν. Οι λαοί της Ασίας έδειχναν να εκτιμούν την ειρήνη και τη θρησκευτική ελευθερία. Οι Έλληνες όμως απέδιδαν εξίσου μεγάλη σημασία στην πολιτική τους ελευθερία. Επιπλέον, η πολιτική των Περσών έναντι των Ελλήνων έπρεπε να παίρνει στα σοβαρά τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι Έλληνες οπλίτες ήταν άριστοι πολεμιστές,

τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, οι ελληνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθούσε δική της εξωτερική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Τρίτον, σε κάθε ελληνική πύλη οι πολίτες ήταν μοιρασμένοι σε αντιμαχόμενες μερίδες, που αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο το συλλογικό συμφέρον. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διαπίστωσαν ότι έναντι των Περσών είχαν διάφορες επιλογές. Η ευκολότερη λύση ήταν να δεχτούν την υποταγή με συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους. Έτσι έπραξαν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πλούσιας και ισχυρής Μιλήτου, και αμέσως μετά οι κάτοικοι πολλών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η δεύτερη λύση, την οποία είχε υποδείξει άλλωστε και ο σοφός Βίας από την Πριήνη, ήταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν νέα κατοικία σε ασφαλές μέρος. Έτσι έπραξαν οι Φωκαείς που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια (για την ακρίβεια, οι μισοί από αυτούς) και οι Τήιοι. Η τρίτη και ριζοσπαστικότερη λύση ήταν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μόνιμες και σταθερές συμμαχίες, που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο είχε κάνει μάλιστα μια συγκεκριμένη πρόταση στους Ίωνες: να ιδρύσουν όλοι μαζί ένα κοινό βουλευτήριο στην Τέω, που βρισκόταν στο μέσον της Ιωνίας, και να θεωρήσουν τις άλλες πόλεις τους ως απλούς δήμους. Οι περισσότεροι Έλληνες επέλεξαν την (προφανέστερη) τέταρτη λύση, να πορευτούν βλέποντας και κάνοντας. Παρέμειναν στον τόπο τους, με σκοπό να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των πόλεών τους. Συμμαχούσαν και διέλυαν έτσι τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις εκτιμήσεις τους για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κάθε στιγμή. Ο Κύρος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο με τους Έλληνες, διότι βιαζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ασία. Ωστόσο, με τις επιχειρήσεις του γιου του Καμβύση και στη συνέχεια του Δαρείου, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου βρέθηκε υποταγμένο, με πόλεμο ή συνθηκολόγηση, στους Πέρσες. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, το βόρειο Αιγαίο, τα μικρασιατικά παράλια, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πολλά και σημαντικά νησιά καθώς και η Μακεδονία ήταν πλέον κάτω από περσική κυριαρχία. Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να στραφεί προς την κυρίως Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτά θα πρέπει να ήταν σχετικά προφανές. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, χωρίς ισχυρό αντίπαλο, είναι πάντα έτοιμη να επεκταθεί. Αυτό που κρατούσε την Περσική Αυτοκρατορία ενωμένη δεν ήταν ούτε τα σύνορά της ούτε ο λαός της, ούτε μια κοινή θρησκεία, ούτε μια κοινή γλώσσα, ούτε ένας κοινός πολιτισμός. Ενωμένη την κρατούσε η δύναμή της, την οποία εκπροσωπούσε, αλλά και συμβόλιζε, ο μεγάλος της βασιλιάς. Και ο μεγάλος βασιλιάς όφειλε διαρκώς να επιβεβαιώνει αυτή τη δύναμη. Την αφορμή για τις νέες τους επιχειρήσεις την έδωσαν άλλωστε στους Πέρσες οι ίδιοι οι Ίωνες, που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ζυγό. Η εξέγερση των Ιώνων ξεκίνησε από τη Μίλητο, που είχε υποταχθεί στους Πέρσες χωρίς να δώσει μάχη. Την πρωτοβουλία πήρε μάλιστα ο διορισμένος τύραννος της πόλης, ο Αρισταγόρας. Τα κίνητρά του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ηρόδοτος, που

εξηγεί επίσης με ποιο τρόπο όσα συνέβαιναν στην Ιωνία σχετίζονταν με τα εσωτερικά προβλήματα των άλλων Ελλήνων. Μετά την ανατροπή του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων ακολουθούσε μια πορεία παρόμοια με αυτή της Αθήνας. Στις εσωτερικές συγκρούσεις νίκησε ο δήμος και εξόρισε τους ηγέτες των ολιγαρχικών. Οι ολιγαρχικοί αναζήτησαν βοήθεια για να επιστρέψουν στο νησί. Προφανώς, δεν μπορούσαν να στραφούν ούτε στη δημοκρατική Αθήνα αλλά ούτε και στη Σπάρτη, με τις ενέργειες της οποίας είχε ανατραπεί ο Λύγδαμης. Στράφηκαν έτσι προς τον Αρισταγόρα, με τη σκέψη ότι οι μόνοι που θα είχαν σοβαρούς λόγους να τους συνδράμουν ήταν οι Πέρσες. Το 499 έφτασαν στη Μίλητο αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών από τη Νάξο και εξήγησαν τα σχέδιά τους. Ο Αρισταγόρας ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, την έγκριση του Αρταφέρνη, στον οποίο υπάγονταν οι Ίωνες. Αυτός συμφώνησε. Μια επιτυχημένη επιχείρηση μπορούσε να οδηγήσει στην υποταγή όχι μόνο της Νάξου, αλλά επίσης της Πάρου, της Άνδρου και των άλλων Κυκλάδων, ίσως και της Εύβοιας. Αλλά η εκστρατεία εναντίον της δημοκρατικής Νάξου απέτυχε, και ο Αρισταγόρας βρέθηκε καταχρεωμένος και εκτεθειμένος στους προστάτες του. Θεώρησε έτσι ότι η λύση στο πρόβλημά του ήταν να αποστατήσει από τους Πέρσες. Για τα αισθήματα των Μιλησίων και των άλλων Ιώνων ο Αρισταγόρας δεν είχε αμφιβολία: όλοι επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα ήταν να τους πείσει για τις αγαθές του προθέσεις και να τους βεβαιώσει ότι υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχημένη εξέγερση. Προχώρησε έτσι σε δύο σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, διακήρυξε ότι στη Μίλητο δεν θα υπήρχε πλέον τυραννία αλλά ἰσονομία. Συνέλαβε μάλιστα τους τυράννους άλλων ιωνικών πόλεων και τους παρέδωσε στους πολίτες τους. Δεύτερον, απέπλευσε ο ίδιος για τη Σπάρτη, ελπίζοντας να εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική βοήθεια. Ο Αρισταγόρας κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τη συνδρομή των Αθηναίων, που του υποσχέθηκαν είκοσι πολεμικά πλοία, και των Ερετριέων, που του υποσχέθηκαν άλλα πέντε. Η συνδρομή ήταν μικρή, αλλά τουλάχιστον δεν επέστρεψε στην Ιωνία χωρίς συμπαράσταση. Όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, με τα καράβια αυτά άρχισαν πολλά δεινά και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους. Οι Ίωνες με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εξέγερση με ενθουσιασμό. Εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, τις κυρίεψαν και τις πυρπόλησαν - μαζί και έναν ναό. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να καταλάβουν την ακρόπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφέρνης, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιωνία, καθώς οι Πέρσες ετοίμαζαν αντεπίθεση με ισχυρό στράτευμα. Μια κρίσιμη μάχη δόθηκε τελικά στην Έφεσο, όπου οι Ίωνες ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι Αθηναίοι, όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα και ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχία και μάχη στην Κύπρο, χωρίς επιτυχίες για τους εξεγερμένους. Εξίσου αποτυχημένη ήταν η εξέγερση που επιχείρησαν οι Κάρες με τη συνδρομή των Μιλησίων. Την εξέγερση των Ιώνων έκριναν οριστικά μια μεγάλη ναυτική ήττα στη Λάδη (ένα μικρό νησί έξω από τη Μίλητο) και η κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες. Έτσι, το 494, έξι χρόνια μετά την εξέγερσή τους, οι Ίωνες υποδουλώθηκαν για τρίτη φορά. Πρώτος τούς είχε υποτάξει ο Κροίσος,

ύστερα ο Κύρος και τέλος ο Δαρείος. Η είδηση της ήττας και ιδιαίτερα η κατάληψη της Μιλήτου συγκλόνισε τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες που είχαν αποφασίσει να μην υποταχθούν στους Πέρσες.

3.2. Πολλά δεινά άρχισαν και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους Για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Αρταφέρνης πήρε δύο πρωτοβουλίες. Πρώτον, υποχρέωσε τις ιωνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτησία και να μη βλάπτουν η μία την άλλη. Δεύτερον, καθόρισε με σαφήνεια τους φόρους που έπρεπε να πληρώνει καθεμία, σε επίπεδα που δεν ήταν υψηλότερα από τα παλαιότερα. Έτσι, κάτω από τον περσικό ζυγό, οι Ίωνες ενώθηκαν με έναν τρόπο που δεν είχαν έως τότε πετύχει μόνοι τους. Σύντομα

ο

Πέρσης

στρατηγός

Μαρδόνιος,

γαμπρός

του

Δαρείου,

προχώρησε

σε

ριζοσπαστικότερες αλλαγές. Όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, έπαυσε όλους τους διορισμένους από την Περσία τυράννους και κατέστησε τις ιωνικές πόλεις «δημοκρατίες» - ό,τι και αν μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος σε συνθήκες ξένης κατοχής. Η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι οι τύραννοι δεν αποτελούσαν εγγύηση για τα περσικά συμφέροντα. Ο Μαρδόνιος θα σκέφτηκε ότι, μονοιασμένοι και λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους δημοκρατικά, οι Ίωνες είχαν κάθε λόγο να φροντίσουν για το συμφέρον τους και να δεχτούν την κυριαρχία των Περσών. Και αυτοί από την πλευρά τους ανέλαβαν να πληρώνουν τους φόρους τους και να συστρατεύονται με τους Πέρσες ακόμη και όταν στρέφονταν εναντίον άλλων Ελλήνων. Ο Δαρείος ήταν πλέον έτοιμος να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του. Η συμμετοχή της Αθήνας και της Ερέτριας στην εξέγερση των Ιώνων τού υπέδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί. Εάν πετύχαινε να τις υποτάξει, μοναδικό εμπόδιο θα απέμενε η Σπάρτη και η Πελοποννησιακή της Συμμαχία. Για τις επιχειρήσεις του διέθετε άλλωστε καλούς συμβούλους, εφόσον δεχόταν με μεγάλη προθυμία στην αυλή του Έλληνες ηγέτες που ζητούσαν την προστασία του. Ήδη στο περιβάλλον του βρίσκονταν ο έκπτωτος τύραννος της Αθήνας Ιππίας και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος. Για να ξεσηκώσει τους Ίωνες εναντίον των Περσών, ο Αρισταγόρας είχε θεωρήσει ότι μόνο μια επιχείρηση με ευρύτερη ελληνική συμμετοχή είχε ελπίδες επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν ήδη είτε υποταχθεί στους Πέρσες είτε συνθηκολογήσει μαζί τους. Και από αυτές που παρέμεναν ανεξάρτητες, οι σημαντικότερες δεν είχαν πολλά περιθώρια να δράσουν, διότι ανταγωνίζονταν η μία την άλλη. Η Σπάρτη βρισκόταν από καιρό σε θανάσιμη αναμέτρηση με το Άργος, το οποίο κατάφερε να κατατροπώσει μόλις το 494. Στην αναμέτρηση εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 6.000 Αργείοι. (Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως σφαγή οπλιτών σε καθαρά ενδοελληνικό πόλεμο.) Η Αθήνα πάλι, που συμφώνησε να στείλει μια σχετικά μικρή δύναμη για να ενισχύσει τους Ίωνες, εγκατέλειψε τον αγώνα επειδή απειλήθηκε από την Αίγινα. Το 491 οι δύο πόλεις βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Αθήνα είχε και άλλους εχθρούς. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει με επιτυχία τη μικρή πόλη των Πλαταιών, που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη μεγάλη βοιωτική συμμαχία των Θηβαίων. Η ενέργεια αυτή κατέστησε τη Θήβα φανατικό εχθρό της Αθήνας και

σύμμαχο της Αίγινας. Η κατάσταση στον ελληνικό κόσμο ήταν μάλιστα ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν επίσης ανοιχτά εσωτερικά μέτωπα. Στη Σπάρτη καραδοκούσαν οι είλωτες της Μεσσηνίας, έτοιμοι να εξεγερθούν σχεδόν σε κάθε ευκαιρία. Οι δύο βασιλείς, που αντιδικούσαν με τους εφόρους γύρω από την εξωτερική πολιτική της πόλης, δεν ήταν καν σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο Κλεομένης συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Δημάρατο και κατάφερε να τον ανατρέψει, οδηγώντας τον στην αυτοεξορία. Στο Άργος επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Πολλοί κάτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ονομάζονταν περίοικοι ή, δυσφημιστικότερα, δοῦλοι. Η στάση που κράτησαν στη σύγκρουση με τη Σπάρτη δεν είναι σαφής, αλλά ορισμένοι ενδέχεται να συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Μετά την ήττα και την απώλεια μεγάλου μέρους του στρατού, ορισμένοι από αυτούς έγιναν αναγκαστικά δεκτοί στο σώμα των πολιτών και τη διακυβέρνηση της πόλης, αλλά η σύγκρουση δεν καταλάγιασε. Στην Αθήνα οι φίλοι του Ιππία και των τυράννων ενεργούσαν πλέον μέσα από τους νεοσύστατους θεσμούς της δημοκρατίας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοχής ή φιλίας προς την Περσία. Αλλά και οι εχθροί της Περσίας δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Θεμιστοκλής είχε την άποψη ότι το μέλλον της πόλης βρισκόταν στη θάλασσα - προφανώς για να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην Αίγινα. Αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από ισχυρό ναυτικό και κατάλληλο λιμάνι, η πόλη έπρεπε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στους φτωχότερους πολίτες, κυρίως στους θήτες, που κωπηλατούσαν τα πολεμικά πλοία. Άλλοι πολιτικοί εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν αποκλειστικά εμπιστοσύνη στους βαριά οπλισμένους αγρότες, τους ζευγίτες. Στην Αίγινα διεξαγόταν ένας οξύς κοινωνικός αγώνας. Οι πλούσιοι αντιστέκονταν με επιτυχία στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δημοκρατικών. Ανταγωνίζονταν σκληρά την Αθήνα και στηρίζονταν στη Σπάρτη. Όταν όμως ο φόβος τους και η εχθρότητα προς την Αθήνα τούς οδήγησε να αποδεχθούν την υποταγή στην Περσία, βρήκαν αντιμέτωπους και τους Σπαρτιάτες. Οι δημοκρατικοί αναθάρρησαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Όμως, η εξέγερση απέτυχε, και 700 δημοκρατικοί εκτελέστηκαν. Η Ερέτρια ήταν επίσης διχασμένη. Τον έλεγχο είχε η μερίδα που ακολουθούσε σταθερά αντιπερσική πολιτική, και έτσι η πόλη έσπευσε να συνδράμει, όσο μπορούσε, τους Ίωνες, και μάλιστα τους Μιλήσιους, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Η αντίπαλη μερίδα, πάλι, λογάριαζε ότι μπορούσε να ωφεληθεί από τους Πέρσες και σχεδίαζε να τους παραδώσει την πόλη την κρίσιμη στιγμή. Εσωτερικά προβλήματα που επηρέαζαν την εξωτερική τους πολιτική είχαν και πολλές άλλες πόλεις. Αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι, οι Πέρσες είχαν χρειαστεί έξι ολόκληρα χρόνια για να καταστείλουν την εξέγερση των Ιώνων. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Γνώριζαν πλέον καλά τις αντιθέσεις του ελληνικού κόσμου και ήταν αποφασισμένοι να τις εκμεταλλευτούν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν με απεσταλμένους υποταγή και συνεργασία. Οι περισσότερες απαντήσεις που λάμβαναν ήταν θετικές. Για τις λίγες αρνητικές αντιδράσεις χρειάζονταν άλλου είδους ενέργειες.

Το 492 οι Πέρσες ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη επιχείρηση. Αρχηγός του πολυπληθούς στρατού και του στόλου ανέλαβε ο Μαρδόνιος. Ο στόλος όμως, καθώς περιέπλεε τον Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έπαθε απροσδόκητη καταστροφή, ενώ ο στρατός δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από θρακικά φύλα. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε σοβαρά, και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε. Έπρεπε να γίνουν νέες προετοιμασίες προκειμένου να συγκεντρωθεί νέο αξιόμαχο στράτευμα. Το 490 οι Πέρσες αποφάσισαν να διασχίσουν το Αιγαίο με ισχυρές δυνάμεις και να επιτεθούν εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Σε ειδικά καράβια επιβίβασαν πολλά πολεμικά άλογα. Νέοι αρχηγοί του στρατού και του στόλου ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων και ανεψιός του Δαρείου. Σύμβουλος στην επιχείρηση ήταν ο Ιππίας, που ήλπιζε ότι θα του δινόταν και πάλι η εξουσία στην Αθήνα. Στη διαδρομή κατέλαβαν τη Νάξο (που είχε αντισταθεί με επιτυχία εννέα χρόνια νωρίτερα), έκαψαν τους ναούς της και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν. Σεβάστηκαν όμως και τίμησαν το ιερό νησί της Δήλου, θέλοντας ασφαλώς να δείξουν ότι δεν εχθρεύονταν τους θεούς των Ελλήνων. Η Δήλος, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχαν γεννηθεί ο Απόλλων και η Άρτεμη, ήταν πανελλήνιο κέντρο λατρείας και ιερός τόπος όλων των Ιώνων ήδη από τον 8ο αιώνα. Η περιστολή των Περσών είχε αναμφίβολα συμβολική σημασία. Η Ερέτρια υπέκυψε εύκολα ύστερα από σύντομη πολιορκία και προδοτικές ενέργειες πολιτών της. Οι Πέρσες σύλησαν τους ναούς, για να εκδικηθούν την καταστροφή των δικών τους ναών, και υποδούλωσαν τους κατοίκους. (Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι απόγονοί τους κατοικούσαν ακόμη, καθώς λεγόταν, κοντά στη Βαβυλώνα, εκεί όπου τους είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος.) Σειρά είχε πλέον η Αθήνα. Ο πολυάριθμος στρατός και το ιππικό αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα. Η ιδέα ήταν του Ιππία, που θυμήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι από μια μάχη στον Μαραθώνα, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο ίδιος, κρίθηκε η οριστική επικράτηση του πατέρα του στην τυραννία. Ο Μαραθώνας ήταν επίσης άριστη τοποθεσία για την ανάπτυξη του ιππικού. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να παραταχθούν απέναντι από τους Πέρσες σε ένα ύψωμα. Όπως υπολόγισαν, είχαν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις από 46 διαφορετικά έθνη. Η αθηναϊκή δύναμη περιλάμβανε 10.000 οπλίτες. Οι Σπαρτιάτες, που είχαν ειδοποιηθεί, δεν έφτασαν εγκαίρως, διότι από θρησκευτική πρόληψη ανέμεναν την πανσέληνο πριν ξεκινήσουν. Ως μοναδική ενίσχυση κατέφθασαν μόνο οι Πλαταιείς με όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), για να ανταποδώσουν στους Αθηναίους τη βοήθεια που είχαν λάβει στο παρελθόν. Είχαν συγκεντρώσει 1.000 άνδρες. Αρχηγοί του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Καλλίμαχος, που εκείνη τη χρονιά κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου, και δέκα στρατηγοί. Από αυτούς ξεχώριζε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε καλά τους Πέρσες, εφόσον είχε διατελέσει τύραννος στη θρακική Χερσόνησο. Οι απόψεις των στρατηγών ήταν μοιρασμένες, αλλά ο Καλλίμαχος συντάχθηκε με τον Μιλτιάδη, και έτσι αποφασίστηκε να επιτεθούν πρώτοι οι Αθηναίοι εναντίον του εχθρού. Όπως πληροφορεί ο βυζαντινός λεξικογράφος της Σούδας, που συμπληρώνει στο σημείο αυτό μια σημαντική παράλειψη του Ηροδότου, ο Δάτις

είχε ξαναφορτώσει κρυφά το ιππικό στα πλοία. Προφανώς, ο σκοπός του ήταν να κρατήσει με το πεζικό καθηλωμένους τους Αθηναίους οπλίτες στον Μαραθώνα και να επιτεθεί με το ιππικό στην αφύλακτη πόλη, περιπλέοντας το Σούνιο. Ωστόσο, οι Ίωνες, που συμμετείχαν στον περσικό στρατό, έδωσαν τη σημαντική αυτή πληροφορία στους Αθηναίους, και ο Μιλτιάδης έσπευσε να την εκμεταλλευτεί. Η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα, τη στιγμή που έλειπε το ιππικό και πριν οι περσικές δυνάμεις φτάσουν στο Φάληρο. Μόλις έλαβαν την εντολή, οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν τρέχοντας εναντίον των εισβολέων. Αυτό ήταν κάτι παρακινδυνευμένο, που γινόταν για πρώτη φορά. Ο οπλισμός των Ελλήνων ήταν βαρύς και το τρέξιμο τον έκανε ασφαλώς επαχθέστερο. Το πιο παράτολμο ήταν ωστόσο ότι η αθηναϊκή φάλαγγα, για να εξασφαλίσει το ίδιο εύρος με τις περσικές γραμμές, είχε μικρότερο βάθος στο κέντρο. Ένα ρήγμα στη φάλαγγα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η νίκη όμως για τους Αθηναίους ήταν θριαμβευτική. Πολεμώντας χωρίς ιππικό και χωρίς τη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στο κέντρο του μετώπου και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Αθηναίους, που κατάφεραν να ανασυνταχθούν στα νώτα τους. Οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία με βαριές απώλειες, κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να φτάσουν στο Φάληρο πριν από τους Αθηναίους οπλίτες. (Το ιππικό θα πρέπει να βρισκόταν εν πλω.) Αλλά διαψεύστηκαν, διότι οι Αθηναίοι οπλίτες πρόλαβαν και επέστρεψαν εγκαίρως πεζή. Ηττημένοι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Είχαν αφήσει στο πεδίο της μάχης, καθώς λεγόταν, περίπου 6.300 νεκρούς, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μόνο 192. Στον Μαραθώνα δεν κρίθηκε αποκλειστικά η ελευθερία των Αθηναίων αλλά και η δημοκρατία τους. Από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη είχαν περάσει μόλις δεκαεπτά χρόνια. Οι νέοι θεσμοί λειτουργούσαν κανονικά, αλλά δεν είχαν δοκιμαστεί σε συνθήκες σκληρής πολεμικής αναμέτρησης. Κανένας δεν γνώριζε εκείνη την εποχή εάν ένας στρατός μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά με δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση δόθηκε για πρώτη φορά. Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν εκλεγμένοι άρχοντες: ο πολέμαρχος και οι στρατηγοί, με ετήσια θητεία και υποχρέωση να λογοδοτούν δημοσίως για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Την απόφαση να παραταχθεί το αθηναϊκό στράτευμα στον Μαραθώνα την έλαβε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Παρά την πίεση των γεγονότων, συνήλθε για να συζητήσει και να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα που υπέβαλε ο Μιλτιάδης. Στο πεδίο της μάχης, πάλι, οι εκλεγμένοι στρατηγοί όφειλαν να ενεργούν ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία. Η κρίσιμη απόφαση πάρθηκε με μία ψήφο διαφορά. Έτσι, καθώς οι Αθηναίοι κατατρόπωναν τους Πέρσες, διαβεβαίωναν τους πάντες αλλά κυρίως τον εαυτό τους ότι η δημοκρατία ήταν ένα καλό πολίτευμα - ακόμη και στον πόλεμο. Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να επανέλθουν. Για την έκταση και τη δύναμη της αυτοκρατορίας τους μια μάχη όπως αυτή στον Μαραθώνα δεν ήταν κάτι άξιο λόγου. Είχε τρωθεί όμως το γόητρό τους, και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να ανεχθούν. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζονται για μια νέα επιχείρηση, που θα είχε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κάθε προηγούμενη. Για τρία χρόνια ολόκληρη η Ασία αναστατώθηκε από τη στρατολόγηση ανδρών. Τον τέταρτο, όταν πλέον οι προετοιμασίες πλησίαζαν στο τέλος τους, οι Αιγύπτιοι αποσκίρτησαν από την

αυτοκρατορία και οι Βαβυλώνιοι εξεγέρθηκαν. Ο Μαραθώνας, όπως φαίνεται, είχε δείξει ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι. Μαζί με το γόητρο των Περσών έπρεπε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα και η συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος σχεδίασε πρώτα να καταπνίξει την εξέγερση και μετά να βαδίσει εναντίον των Ελλήνων. Αλλά τον επόμενο χρόνο πέθανε, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια στην εξουσία. Την ολοκλήρωση των σχεδίων του ανέλαβε ο γιος του Ξέρξης (486-465). Το 484 ο Ξέρξης υπέταξε την Αίγυπτο, που είχε για δύο περίπου χρόνια ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Αμέσως μετά εισήλθε στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αφαίρεσε από τον ναό ένα ολόχρυσο λατρευτικό άγαλμα και σκότωσε τον ιερέα που του αντιστάθηκε. Μετά άρχισε πάλι τις ετοιμασίες εναντίον των Ελλήνων. Γνώριζε ότι αποτελούσαν το μόνο άξιο λόγου εμπόδιο στην πορεία του προς τη Δύση. Φαντάστηκε έτσι την περσική γη να αποκτά για σύνορα τον «αιθέρα του Δία». Το 480, έχοντας οργανώσει τη μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιχείρηση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος έως την εποχή του, γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, άνοιξε διώρυγα στον Άθω, για να περάσουν χωρίς κίνδυνο τα καράβια του, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς την Αθήνα. Στον στρατό του συμμετείχαν άνδρες από τη μακρινή Ινδία έως τα ιωνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί 61 έθνη και 17 διαφορετικούς τύπους οπλισμού. Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις της εποχής και προβαίνοντας σε δικούς του υπολογισμούς, ισχυρίστηκε ότι ο στρατός του Ξέρξη είχε 2.641.610 πολεμιστές (από τους οποίους βεβαίως αρκετοί ήταν Έλληνες) και περίπου άλλους τόσους υπηρέτες. Κοντά σε αυτούς πορεύονταν γυναίκες που ζύμωναν το ψωμί, παλλακίδες και ευνούχοι. Τα καράβια των Περσών τα ανεβάζει σε 1.207. Οι αριθμοί αυτοί είναι πέρα από κάθε λογική ή φαντασία, αλλά δείχνουν την εντύπωση (και τον τρόμο) που προκάλεσε ο στρατός στο πέρασμά του. Οι περισσότεροι Έλληνες, όσοι δεν είχαν ήδη υποταχθεί, έσπευσαν να αποδεχθούν την κυριαρχία των Περσών - άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό και κάποιοι από πεποίθηση. Πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσά τους οι Αλευάδες, οι τοπικοί άρχοντες της Θεσσαλίας. Ήδη από καιρό προσκαλούσαν τους Πέρσες και τους υπόσχονταν κάθε δυνατή βοήθεια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι. Οι Έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Πέρσες πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να σταματήσουν τις έχθρες και τους πολέμους μεταξύ τους και, δεύτερον, να ζητήσουν τη συνεργασία ισχυρών πόλεων που, χωρίς να έχουν υποταχθεί στους Πέρσες, δεν συμμετείχαν έως εκείνη τη στιγμή στις προετοιμασίες. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό αντιπροσωπείες στο Άργος, τη Σικελία, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε, αλλά ο δεύτερος όχι. Για διάφορους λόγους οι απαντήσεις που έλαβαν από ισχυρές ελληνικές πόλεις ήταν αρνητικές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και όσοι συμμάχησαν μαζί τους υποχρεώθηκαν να ενεργήσουν μόνοι. Οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν με τους δημοκρατικούς τρόπους που είχαν καθιερώσει. Όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησαν τις προετοιμασίες ζητώντας χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ύστερα συνήλθαν για να εκτιμήσουν την απάντηση και να πάρουν τις αποφάσεις

τους. Στη συζήτηση που έγινε στην Εκκλησία του Δήμου διαφώνησαν μεταξύ τους, όπως ήταν φυσικό σε μια δημοκρατία. Άλλοι εκτιμούσαν ότι έπρεπε να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και άλλοι στα καράβια τους. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα αντιστέκονταν στους Πέρσες με όλες τους τις δυνάμεις. Εάν ήταν αναγκαίο θα έκαναν όποια υποχώρηση χρειαζόταν για να συνεργαστούν με τους συμμάχους τους. Στη συζήτηση παρενέβη ο Θεμιστοκλής, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε πείσει τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρό στόλο, και τους έπεισε ξανά να ρίξουν το βάρος στη θάλασσα. Ένας ελληνικός στρατός 6.000 ή 7.000 ανδρών από διάφορες πόλεις, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα (490-480), αδελφό του Κλεομένη, αντιμετώπισε τους εισβολείς στις Θερμοπύλες. Ταυτοχρόνως, ένας στόλος 270 πολεμικών πλοίων, με αρχηγό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, συγκεντρώθηκε στο Αρτεμίσιο. Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, οι δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές. Στόχο τους δεν είχαν τη νίκη αλλά μάλλον την καθυστέρηση των Περσών, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες. Ενώ ο στρατός του Ξέρξη παρέμενε καθηλωμένος για λίγες μέρες στις Θερμοπύλες, το ελληνικό ναυτικό αναζητούσε ευκαιρίες για να επιφέρει πλήγματα στα περσικά καράβια. Στις πρώτες θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Πέρσες οι Έλληνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά τίποτε δεν είχε κριθεί. Όταν έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τον περσικό στρατό, ο Λεωνίδας κράτησε στο πεδίο της μάχης 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 300 Θηβαίους, που δεν είχαν συνταχθεί με τη φιλοπερσική τους ηγεσία. Στο πεδίο της μάχης παρέμειναν επίσης οι πολυάριθμοι είλωτες που συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Λεωνίδας σχεδίασε μια νυχτερινή επίθεση για να σκοτώσει τον Ξέρξη, που αν πετύχαινε θα έδινε ίσως τέλος στην αναμέτρηση. Αλλά παρά τις επιτυχίες των Σπαρτιατών, το σχέδιο απέτυχε, και έτσι, πολεμώντας όλοι τους έως τον τελευταίο (για την ακρίβεια, τον διακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο, αφού δύο σώθηκαν), έδωσαν τη δυνατότητα στον υπόλοιπο στρατό να υποχωρήσει συντεταγμένα, χωρίς να κινδυνεύει από το περσικό ιππικό. Η ήττα τους πάντως αποδόθηκε και σε προδοσία, που επέτρεψε στους Πέρσες να επιτεθούν στους Έλληνες από τα νώτα και να εκμεταλλευτούν τη βασική αδυναμία της φάλαγγας των οπλιτών. Οι 300 Λακεδαιμόνιοι ήταν όλοι ήδη πατέρες. Οι άτεκνοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Σπάρτη, για να αποκτήσουν απογόνους. Ο θάνατός τους θα ήταν υπερβολικά σκληρό πλήγμα, αν δεν υπήρχαν παιδιά για να διατηρούν ζωντανή την ένδοξη μνήμη της θυσίας τους. Η ήττα του Λεωνίδα υποχρέωσε επίσης το ναυτικό να εγκαταλείψει τη θέση του. Η πρώτη αυτή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην εκστρατεία του Ξέρξη δεν είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Είχε όμως μεγάλη επίπτωση στο ηθικό των δύο πλευρών. Η ελληνική πλευρά βίωσε εκείνη την εποχή την ήττα ως τραυματικό γεγονός, ενώ η περσική αναθάρρησε. Ύστερα από κατάλληλες σκηνοθετικές προετοιμασίες, ο Ξέρξης έδωσε άδεια στους στρατιώτες του να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και να δουν από κοντά τους νεκρούς Σπαρτιάτες. Η μαζική προσέλευση βεβαιώνει ότι ο περσικός στρατός, παρά τον όγκο του, αισθανόταν ένα δέος έναντι των Ελλήνων πολεμιστών. Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι ντόπιοι επιδείκνυαν στους επισκέπτες το μνημείο του Λεωνίδα και το ακριβές σημείο όπου είχαν αναμετρηθεί οι δύο στρατοί.

Στο μεταξύ, καθώς τελείωνε η μάχη των Θερμοπυλών, οι Έλληνες, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο ελληνικός στόλος που έφυγε από το Αρτεμίσιο συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Τον αποτελούσαν 380 πλοία, από τα οποία τα μισά τουλάχιστον ήταν αθηναϊκά, αλλά γενικός αρχηγός ανέλαβε και πάλι ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Η ανάγκη να καταστρωθούν νέα σχέδια ήταν πλέον προφανής. Καθώς οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους τείχιζαν τον Ισθμό για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, οι υπόλοιπες πόλεις απέμειναν παντελώς απροστάτευτες. Αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα τους οι Αθηναίοι, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους δούλους τους και τους φυγάδεψαν όπως μπορούσαν. Στο μεταξύ ο Ξέρξης κατέστρεφε κάθε πόλη που του αντιστεκόταν αλλά και αυτές που είχαν εγκαταλειφθεί. Πυρπόλησε έτσι τη χώρα των Θεσπιέων και των Πλαταιέων, καθώς επίσης την Αθήνα - μαζί και τον ναό της Αθηνάς. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας του είχε πλέον επιτευχθεί. Μόνο τους ιερούς Δελφούς, που έτσι κι αλλιώς είχαν συνταχθεί με το μέρος του, άφησε απείραχτους. Στο συμβούλιο των Ελλήνων στρατηγών τέθηκε το ζήτημα εάν θα κατευθυνόταν και ο στόλος στον Ισθμό για να συνεργαστεί καλύτερα με το πεζικό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Θεμιστοκλή, και η ναυμαχία δόθηκε στα στενά της Σαλαμίνας. Από τη μια πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι απέναντι από τους Φοίνικες, και οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι από τους Ίωνες· από την άλλη πλευρά οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς· στο κέντρο συγκεντρώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη και τα προγνωστικά αμφίβολα. Αλλά στο περσικό ναυτικό ο συντονισμός δεν ήταν επιτυχής, ενώ οι ελιγμοί των πλοίων στα στενά αποδείχτηκαν δυσχερείς. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε οι Έλληνες έδειξαν όλη την τέχνη και την ανδρεία τους, κατατροπώνοντας τους εισβολείς. Έχασαν 40 πλοία και βύθισαν περισσότερα από 200, πέρα από αυτά που αιχμαλώτισαν. Επιπλέον, καθώς οι ναυαγοί του εχθρού πνίγονταν μαζικά, οι δικοί τους ναυαγοί, έμπειροι στα θαλασσινά, κολυμπούσαν έως τις πλησιέστερες στεριές. Ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε προσεκτικά την έκβαση της αναμέτρησης από τους πρόποδες του Αιγάλεω, κρατούσε σημειώσεις για να επιβραβεύσει τους θαρραλέους και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της ήττας. Όταν είδε το αποτέλεσμα επέστρεψε βιαστικά στην Περσία με το ναυτικό του που είχε σωθεί. Φοβόταν πλέον ότι οι Έλληνες θα έσπευδαν πρώτοι να καταστρέψουν τη γέφυρα στον Ελλήσποντο, αποκόβοντας τον στρατό του από την Ασία. Ο Ηρόδοτος έγραψε πολλά για να επαινέσει τους Αθηναίους, το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνει, «σωτήρες της Ελλάδας», τα συμπυκνώνει όλα. Τη δόξα για τη νίκη είχε πάρει άλλωστε ο Θεμιστοκλής. Η ήττα των Περσών ήταν πολύ σοβαρή. Ο στόλος που είχαν συγκεντρώσει με μεγάλη φροντίδα δοκιμάστηκε ενώπιον του βασιλιά του και αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Οι υψηλές φιλοδοξίες των Περσών να κυριαρχήσουν στη θάλασσα διαψεύδονταν. Επιπλέον, άρχισαν και τριγμοί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι αποστασίες στη Χαλκιδική ήταν το προμήνυμα. Πολλές ιωνικές πόλεις ήταν επίσης ανήσυχες και ζητούσαν πάλι τη συνδρομή των Σπαρτιατών για να ελευθερωθούν. Στη Βαβυλώνα ξέσπασε εξέγερση. Ωστόσο, οι πιο

αξιόμαχες δυνάμεις των Περσών παρέμεναν ανίκητες. Με αρχηγό τον Μαρδόνιο, συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία για να ξεχειμάσουν και να συνεχίσουν την κατάκτηση της Ελλάδας την άνοιξη. Εντωμεταξύ στη Δύση εξελισσόταν μια άλλη μεγάλη αναμέτρηση. Η αυξανόμενη δύναμη των Καρχηδονίων στη βόρεια Αφρική και η πίεση των Ετρούσκων στην Ιταλία ήταν η κύρια αιτία που οι Έλληνες της Δύσης δεν είχαν συνδράμει τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των Περσών. Άλλωστε, και οι ίδιοι βρίσκονταν σε διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Όταν ο έκπτωτος τύραννος μιας σικελικής πόλης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν. Την ίδια εποχή που γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων κατατρόπωσε τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα και εξασφάλισε την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της Σικελίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 474, ο αδελφός του και διάδοχος στη τυραννία Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους σε μια ναυμαχία έξω από την Κύμη. Οι Έλληνες της Δύσης εξασφάλισαν έτσι και αυτοί την ανεξαρτησία τους. Ασφαλώς δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι, παρά τη συντριπτική τους ήττα, οι Καρχηδόνιοι έμελλε να γίνουν πολύ ισχυρότεροι, ενώ αντίθετα οι ηττημένοι Ετρούσκοι άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τη ραγδαία ανάπτυξη της Ρώμης. Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες δόθηκε στις Πλαταιές το 479. Ο Μαρδόνιος διέθετε πλέον έναν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν που είχε αρχικά κινητοποιηθεί, αλλά πάντα αξιόμαχο. Ο Ηρόδοτος, δίνοντας για μια ακόμη φορά έναν υπερβολικό αριθμό, αναφέρεται σε 300.000 άνδρες πεζούς και ιππικό. Με αυτούς άλλωστε συμπαρατάχτηκαν και πάρα πολλοί Έλληνες - ίσως και 50.000 άνδρες, όπως υπολόγισε ο ιστορικός. Οι Έλληνες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν γνώριζαν καλά ότι τα πάντα θα κρίνονταν πλέον στην ξηρά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία τόσοι Έλληνες, από τόσες πόλεις, παρατάχθηκαν μαζί για να πετύχουν έναν κοινό σκοπό. Ο Ηρόδοτος υπολόγισε ότι το σύνολο των οπλιτών ήταν 40.500 και το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων 69.500, μαζί και οι είλωτες. Όλοι αυτοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν ασφαλώς στείλει το σύνολο των ανδρών που μπορούσαν να στρατευτούν (πανστρατιά). Δύο ακόμη πόλεις έστειλαν τον στρατό τους με καθυστέρηση και δεν πρόλαβαν τη μάχη. Αρχηγός των συνασπισμένων δυνάμεων ήταν ο Παυσανίας, επίτροπος του ανήλικου γιου του Λεωνίδα. Η μάχη των Πλαταιών κράτησε συνολικά πολλές μέρες, με μεγάλα στάδια αναμονής και αναδιάταξης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι Έλληνες παρατάχθηκαν όλοι μαζί, στη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες και στην αριστερή οι Αθηναίοι. Ανάμεσά τους οι υπόλοιποι. Ωστόσο, την κρισιμότερη στιγμή το βάρος το μοιράστηκαν αποκλειστικά οι Σπαρτιάτες, που υποχρεώθηκαν μαζί με τους Τεγεάτες να αντιμετωπίσουν το περσικό πεζικό, οι Αθηναίοι, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ιππικό των Θεσσαλών και των Βοιωτών, καθώς και οι οπλίτες της Θήβας. Το αποτέλεσμα παρέμενε αμφίρροπο, καθώς και οι δύο πλευρές πολεμούσαν με αποφασιστικότητα. Όταν όμως ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας, η μάχη κρίθηκε σχετικά γρήγορα. Οι Πέρσες, που ήταν αποτελεσματικοί στην επίθεση, και μάλιστα με το ιππικό τους, αποδείχθηκαν πολύ κακοί στην υποχώρηση. Η αμφίρροπη αναμέτρηση εξελίχθηκε έτσι σε σφαγή. Οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι

και οι Τεγεάτες μετρούσαν τους νεκρούς της τελικής μάχης σε δεκάδες άνδρες, ενώ οι Πέρσες σε δεκάδες χιλιάδες. Το ένα δέκατο από τα πλουσιότατα λάφυρα οι Έλληνες νικητές το αφιέρωσαν στους πανελλήνιους θεούς των Δελφών, της Ολυμπίας και σε άλλα ιερά. Την ίδια μέρα που ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικούσε στις Πλαταιές, ο στόλος καταδίωκε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Οι Πέρσες δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη θάλασσα και η μάχη κρίθηκε πάλι στη στεριά. Καθώς η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Ελλήνων, οι Ίωνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν εναντίον τους - πρώτοι και καλύτεροι οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι. Έτσι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερσή τους εναντίον του Δαρείου, οι Ίωνες απελευθερώθηκαν για δεύτερη φορά. Μετά τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές τίποτε πια δεν ήταν ίδιο στον κόσμο των Ελλήνων - ούτε άλλωστε στον κόσμο των Περσών. Οι Έλληνες που είχαν αντισταθεί με επιτυχία στις εισβολές αποκτούσαν συνείδηση υπεροχής και ανωτερότητας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη βάρβαρος, με την οποία αποκαλούνταν ως αλλοεθνείς και αλλόγλωσσοι οι Πέρσες και οι λαοί που κυβερνούσαν, σήμαινε πλέον αυτόν που από την ίδια του τη φύση ήταν κατώτερος. Με την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία που απέκτησαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν έβλεπαν πλέον τον λόγο να συμμαχούν μεταξύ τους. Ο μεγάλος κίνδυνος από την Ανατολή είχε αποσοβηθεί, και έτσι οι παλαιοί τους ανταγωνισμοί μπορούσαν να εκδηλωθούν και πάλι ελεύθερα. Στον μισό αιώνα που ακολούθησε μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (περίοδος γνωστή ήδη από την αρχαιότητα ως Πεντηκονταετία) οι ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο άλλαξαν. Παρά το κύρος που απέκτησε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η Σπάρτη έσπευσε να κλειστεί γρήγορα στα σύνορά της. Ο μεγάλος αγώνας εναντίον των Περσών, στον οποίο ηγήθηκε με απόλυτη επιτυχία, την είχε οδηγήσει στα όριά της. Η απουσία του στρατού της από την πόλη για μεγάλο διάστημα ανέδειξε τη μόνιμη και εγγενή αδυναμία της, καθώς οι είλωτες ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, σύντομα έμελλε να ξεσηκωθούν ανοιχτά. Η Αθήνα είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική. Αμέσως μετά τις μεγάλες αναμετρήσεις με τους Πέρσες, ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιώνων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης νέας απειλής. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια συμμαχία εκατοντάδων ελληνικών πόλεων, που είχε ως κέντρο το ιερό νησί της Δήλου. Η στροφή στη θάλασσα, την οποία είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής, ολοκληρώθηκε. Την πόλη προστάτευαν πλέον ένα πανίσχυρο ναυτικό και τα Μακρά Τείχη, που σταδιακά ένωσαν το άστυ με τον Πειραιά. Η Συμμαχία της Δήλου βασιζόταν πρώτα και καλύτερα στο ναυτικό της Αθήνας, της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου. Οι υπόλοιπες πόλεις συνεισέφεραν οικονομικά, με ποσά σαφώς μικρότερα από αυτά που παλαιότερα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν στους Πέρσες. Η έκβαση των αγώνων είχε πείσει τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων και πολλών νησιών του Αιγαίου ότι μια μόνιμη συμμαχία δεν ήταν μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή. Όταν η Συμμαχία έφτασε τη μέγιστη ακμή της, συμμετείχαν σε αυτήν περισσότερες από 400 ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις.

Η ισχύς της Αθήνας και η προθυμία της να συνεχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες την κατέστησαν αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της κοινής προσπάθειας. Νέες αναμετρήσεις με τους Πέρσες υπενθύμιζαν άλλωστε διαρκώς ότι ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Με στρατηγό τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι συνέτριψαν ταυτοχρόνως το περσικό (δηλαδή το φοινικικό) ναυτικό και το πεζικό στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας. Όταν όμως οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αναμειχθούν στις περσικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, υπέστησαν μια μεγάλη ήττα. Το 454 το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Δήλο στην Αθήνα και η ίδια η συμμαχία μετατράπηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία. Οι διαδοχικές νίκες της Αθήνας δυνάμωσαν και τη δημοκρατία της. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Σαλαμίνα, ακόμη και ο μεγάλος της πρωταγωνιστής, ο Θεμιστοκλής, ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον θέση στην πόλη. Με τη διαδικασία του οστρακισμού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, να αναζητήσει καταφύγιο στην περσική αυλή. Ο Ξέρξης είχε δολοφονηθεί, και ο γιος του, ο νέος βασιλιάς Αρταξέρξης Α' (465-424), έσπευσε να υποδεχθεί πρόθυμα τον άνδρα που ταπείνωσε την αυτοκρατορία του. Για ένα σύντομο διάστημα στην Αθήνα άσκησε την επιρροή του ο συντηρητικός πολιτικός Κίμων. Αλλά οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη, ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε νέες, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του Θεμιστοκλή, οστρακίστηκε και ο Κίμων. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη το 461, η αθηναϊκή δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Περικλή τον επιφανέστερο ηγέτη της. Με τη δική του καθοδήγηση η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερή της ακμή. Στη Σπάρτη ο εσωτερικός αγώνας διεξαγόταν με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα. Ο μεγάλος νικητής των Πλαταιών, ο Παυσανίας, άρχισε να δρα στο Αιγαίο αυτόνομα, χωρίς την έγκριση της πόλης του. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τους Πέρσες και τον ανακάλεσαν να λογοδοτήσει. Στο τέλος μια επώδυνης διαδικασίας οδηγήθηκε σε έναν βασανιστικό θάνατο από ασιτία. Τα ηνία της πόλης έπαιρναν όλο και περισσότερο οι αιρετοί έφοροι, που περιόριζαν την εξουσία των βασιλέων και των στρατηγών. Σύντομα, ωστόσο, ένας καταστροφικός σεισμός έδωσε την ευκαιρία στους είλωτες να ξεσηκωθούν για μια ακόμη φορά. Στον λεγόμενο Γ' Μεσσηνιακό Πόλεμο, που κράτησε πολλά χρόνια, συμμετείχαν μάλιστα με το μέρος των ειλώτων και περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν με μεγάλο κόπο και κόστος την κυριαρχία τους.

Η Πεντηκονταετία ήταν επίσης πολύ σημαντική για τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Η τυραννία, που είχε επιβληθεί στις περισσότερες πόλεις της περιοχής, αποδείχθηκε κατάλληλο πολίτευμα για τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων. Εκτός των άλλων επέτρεπε τη σύναψη συμμαχιών, που σφραγίζονταν με επιγαμίες των τυράννων. Οι πληροφορίες που δίνει ο Θουκυδίδης δεν είναι πολλές, συμπληρώνονται όμως θαυμάσια από έναν αρκετά μεταγενέστερο ιστορικό. Αντιγράφοντας από παλαιότερους συγγραφείς, ο Διόδωρος Σικελιώτης συγκέντρωσε άφθονες ειδήσεις για τον τόπο της καταγωγής του. Οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ενισχυμένοι από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα. Η μεγάλη τους νίκη εναντίον των Καρχηδονίων δεν τους εξασφάλισε μόνο την ασφάλεια που χρειάζονταν αλλά και υπερβολικά μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων.

Μοιρασμένοι στις διάφορες πόλεις ως δούλοι, οι αιχμάλωτοι αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή περίλαμπρων κτιρίων, υπονόμων αλλά και ιχθυοτροφείων. Πολλοί κατέληξαν στην ιδιοκτησία ιδιωτών και εργάστηκαν για τον εξωραϊσμό της υπαίθρου. Λέγεται ότι ορισμένοι δεσπότες είχαν στην ιδιοκτησία τους περίπου 500 δούλους ο καθένας. Τα αμπέλια και τα δέντρα που φυτεύτηκαν απέδωσαν μεγάλα εισοδήματα στον Ακράγαντα και τις άλλες πόλεις. Στις συνθήκες ευημερίας που επικράτησαν οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας προώθησαν ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα. Διάσημοι ποιητές προσκλήθηκαν από τις μητροπόλεις να δοξάσουν τους αθλητές των πόλεών τους και να διασκεδάσουν τους πολίτες. Όπως όμως είχε ήδη συμβεί σε άλλες ελληνικές πόλεις, οι τύραννοι έπεσαν θύματα των επιτυχιών τους. Σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής ασφάλειας οι πολίτες επιδόθηκαν στην αύξηση της παραγωγής τους και το εμπόριο. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανακάλυπτε έτσι ότι η τυραννία δεν ήταν το πολίτευμα της αρεσκείας του. Όλο και περισσότεροι πολίτες στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και άλλες πόλεις επιθυμούσαν και διεκδικούσαν συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες τυραννίες ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από δημοκρατίες. Πρότυπο ορισμένων ήταν ασφαλώς η Αθήνα. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Σικελίας ήταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια τοπικών πληθυσμών, τους οποίους από την εποχή του μεγάλου αποικισμού είχαν υποτάξει ή απωθήσει στο εσωτερικά του νησιού. Μια μεγάλη εξέγερση σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες. Οι Σικελοί ανέδειξαν δικό τους βασιλιά και συγκρότησαν ένα κοινόν, στο οποίο συμμετείχαν πολλές πολιτείες. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και ορισμένοι Έλληνες. Το 451 ο βασιλιάς τους, που τον έλεγαν Δουκέτιο, κατάφερε να νικήσει ακόμη και τον ενωμένο στρατό των Συρακούσιων και των Ακραγαντίνων. Αλλά οι επιτυχίες του αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς οι Συρακούσιοι πέτυχαν τελικά να επιβληθούν. Οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν διαρκείς και σταθερές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους και τους άλλους Έλληνες. Δραστήριοι στην περιοχή τους ήταν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Αθηναίοι. Οι Σπαρτιάτες διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την αποικία τους, τον Τάραντα, από όπου παρακολουθούσαν τις τοπικές εξελίξεις και συμμετείχαν σε αυτές. Οι Αθηναίοι, πάλι, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, προχωρούσαν σε συμμαχίες με διάφορες πόλεις, ακόμη και μη ελληνικές. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων επεκτάθηκε στη Σικελία πολύ πριν ξεσπάσει μεταξύ τους ανοιχτός πόλεμος.

3.3. Αγαπούμε το ωραίο διακριτικά Ορισμένα

από

τα

επιφανέστερα

πολιτιστικά

επιτεύγματα

της

Αθήνας

συντελέστηκαν

στην Πεντηκονταετίαν. Τότε άκμασε ο Σοφοκλής και ο Φειδίας, η ποιητική και η εικαστική ολοκλήρωση της κλασικής εποχής. Ο λόγος και η μορφή απέκτησαν δυναμισμό και κίνηση, σαν να ήταν πράγματα ζωντανά. Η διογκωμένη αυτοπεποίθηση των Αθηναίων μετατράπηκε σε δημιουργικό οργασμό προς όλες τις κατευθύνσεις. Μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας διοχετεύτηκε στον πολιτισμό. Κάποιοι μεταγενέστεροι Έλληνες έβλεπαν τη ζωή όχι πια ως αγώνα αλλά ως θεατρικό έργο, στο οποίο καθένας έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο, που οφείλει να υποδυθεί με επιτυχία. Αυτή η σύλληψη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την τραγωδία. Από όλα τα πολιτιστικά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να καυχηθεί η Αθήνα κανένα άλλο δεν αποτελεί δική της επινόηση. Η τραγωδία είναι το κατεξοχήν βλάστημα της αττικής γης: εκεί γεννήθηκε και ωρίμασε, με τους συνθετικούς χυμούς ενός πνεύματος που είχε ζήσει πολιτικές αλλαγές και πολεμική κινητοποίηση σε ευρεία κλίμακα. Αντιλαμβανόμενοι τη σημασία των Περσικών Πολέμων στην ανάπτυξη της τραγικής τέχνης, ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς διηγούνται ότι την επαύριο της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα βρέθηκαν, με έναν συμβολικό τρόπο, μαζί οι τρεις μεγάλοι τραγωδοποιοί του αιώνα: ο Αισχύλος, που είχε πολεμήσει με αξιοθαύμαστη ανδρεία· ο νεαρός Σοφοκλής, που πρωτοστατούσε ως όμορφος έφηβος στον επινίκιο χορό· και ο Ευριπίδης, που γεννιόταν την ίδια ακριβώς ημέρα. Η τραγωδία δημιουργήθηκε στο μέσον του 6ου αιώνα από τη σύνθεση της επικής αφήγησης με τη λυρική έκφραση (Κακριδής 3.5.Γ [σ. 111-127]). Ένας ποιητής διθυράμβων, ο θρυλικός Θέσπις, είχε την ιδέα να αποσπαστεί από τον πολυμελή χορό και να του απευθυνθεί διαλογικά. Με την κίνηση αυτή δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα στη μυθική πλοκή να παρασταθεί ενώπιον θεατών, αντί να αποτελεί το αντικείμενο μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης ενώπιον ακροατών. Επειδή ο διθύραμβος περιλάμβανε μουσική και χορό, η νεογέννητη τραγωδία κληρονόμησε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η αθηναϊκή σύνθεση ήταν το πληρέστερο ποιητικό είδος που ανέπτυξε η αρχαιότητα: ικανοποιούσε τόσο την όραση όσο και την ακοή, τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα, και τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις όχι λιγότερο από τον απαιτητικό νου. Από το σύνολο των υποψήφιων ποιητών επιλέγονταν τρεις που θα διαγωνίζονταν στο πλαίσιο μιας διονυσιακής εορτής (Λήναια, Μεγάλα Διονύσια). Αυτοί έπαιρναν στη συνέχεια χορό, τη δαπάνη του οποίου αναλάμβαναν πλούσιοι πολίτες, που γίνονταν κυριολεκτικά χορηγοί. Η επιλογή των ποιητών και η οργάνωση του εορταστικού διαγωνισμού βρίσκονταν στη δικαιοδοσία δύο αρχόντων της Αθήνας: του βασιλέως και του ἐπωνύμου. Οι θεατρικές παραστάσεις αποτελούσαν το σύνθετο προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του ποιητή, της πολιτικής εξουσίας, που μπορούσε να αποδεχθεί ή να αρνηθεί το ανέβασμα ενός έργου, και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των πλουσίων, που υποχρεώνονταν μεν από το κράτος σε δημόσιες δαπάνες για το κοινό καλό (λειτουργίας), αλλά είχαν το ελεύθερο να επιλέξουν ποιο δημόσιο αγαθό θα χρηματοδοτούσαν.

Ολόκληρο τον 5ο αιώνα οι παραστάσεις γίνονταν σε ξύλινα παραπήγματα που στήνονταν στη νοτιοανατολική παρυφή της Ακρόπολης, εκεί όπου βρισκόταν, από την εποχή του Πεισίστρατου, το ιερό του Διονύσου. Κάθε ποιητής ήταν ταυτόχρονα σκηνοθέτης των έργων του, μουσικός συνθέτης των λυρικών μερών τους και, συχνότατα, υποκριτής ο ίδιος. Διαγωνιζόταν με μια σειρά τεσσάρων δραμάτων, μια τετραλογίαν, από τα οποία τα τρία πρώτα ήταν τραγωδίες και το τελευταίο ένα σατυρικό δράμα - θεατρικό είδος με έντονα διονυσιακά και κωμικά χαρακτηριστικά, που εισήγαγε μάλλον στην Αθήνα ο Πρατίνας από τον Φλειούντα για να απαλύνει την ένταση των τραγωδιών. Ορισμένοι από τους πρώτους τραγικούς ποιητές είναι γνωστοί μόνο ως ονόματα. Για τον Φρύνιχο, ωστόσο, υπάρχει η πληροφορία ότι τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, επειδή το 493 ανέβασε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, όπου περιέγραφε την κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες και θύμισε στους συμπολίτες του οἰκεῖα κακά, τις δικές τους συμφορές. Το γεγονός δείχνει τη διαπλοκή πολιτικής και πολιτισμού διπλά. Η θεματολογία της τραγωδίας του Φρυνίχου είχε αντληθεί από την πολιτική επικαιρότητα, στην οποία η Αθήνα είχε άμεση εμπλοκή με τις παραλείψεις των διπλωματικών και πολεμικών χειρισμών της. Από την άλλη μεριά, η οργισμένη αντίδραση του κοινού και των αρχόντων βασιζόταν σε κριτήρια περισσότερο πολιτικά παρά αισθητικά. Είναι πιθανό ότι ο Φρύνιχος θέλησε να ψέξει τη φιλοπερσική πτέρυγα των Αθηναίων και αυτή πήρε την εκδίκησή της τιμωρώντας τον. Λιγότερο από 20 χρόνια αργότερα, πάντως, και συγκεκριμένα το 476, ο ίδιος ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο για το έργο του Φοίνισσες, όπου δοξαζόταν η ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα. Η καλλιτεχνική αρτιότητα δεν ήταν φυσικά το μοναδικό κριτήριο του ενθουσιασμού που αισθάνθηκε το κοινό για την τραγωδία αυτή. Ο πρώτος βεβαιωμένα μεγάλος τραγικός ποιητής και αληθινός δεύτερος δημιουργός της τραγωδίας υπήρξε ο Αισχύλος από την Ελευσίνα (περ. 525-456). Αυτός ο ευσεβής πολίτης εισήγαγε ορισμένες καθοριστικής σημασίας καινοτομίες στην τραγωδία: πρόσθεσε τον δεύτερο υποκριτή, μείωσε την έκταση των λυρικών μερών προς όφελος των επεισοδίων και εισήγαγε νέους τύπους όρχησης. Οι καινοτομίες του είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι δραματικές δυνατότητες της τραγωδίας. Ο Αισχύλος κατόρθωσε επίσης να πραγματευτεί μακροσκελή μυθικά θέματα με την τριλογική σύνθεση, που πιθανότατα αποτελεί επίσης δική του επινόηση. Ενώ οι προγενέστεροι

ποιητές

συνέθεταν

τρεις

τραγωδίες

με

διαφορετικό

θέμα,

ο

Αισχύλος

συνέθεσε τριλογίας, δηλαδή τραγωδίες με ενιαία και συνεχή πλοκή από την πρώτη έως την τελευταία. Αυτή ήταν η μοναδική καινοτομία που δεν έγινε αποδεκτή από τους μεταγενέστερους ποιητές. Στην αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία ο Αισχύλος ακολούθησε το παράδειγμα του Φρυνίχου και συνέθεσε έργο με θεματολογία αντλημένη από τα σύγχρονα πολεμικά συμβάντα - αυτά στα οποία είχε λάβει μέρος ο ίδιος. Οι Πέρσες ἐδιδάχθησαν (δηλαδή παραστάθηκαν) το 472, με χορηγό τον Περικλή, που έκανε τότε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του, και αφηγούνται την ελληνική νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η παρουσίαση του θέματος γίνεται από την πλευρά του ηττημένου Ξέρξη και των υπηκόων του, με τρόπο τόσο χαρακτηριστικά οικουμενικό, ώστε ο μεγάλος βασιλιάς μετατρέπεται σε πανανθρώπινο σύμβολο των συνεπειών που έχει η καταστροφική ὕβρις. Η

συμπάθεια του Αισχύλου για την προσωπικότητα και την πολιτική οξύνοια του Θεμιστοκλή βρίσκεται πίσω από αυτή την τραγωδία, που παρουσιάστηκε για δεύτερη φορά στις Συρακούσες, όταν ο Αισχύλος ήταν προσκεκλημένος του τυράννου Ιέρωνα και πέρασε αρκετό χρόνο στην αυλή του. Τότε έγραψε μάλλον και μια χαμένη τραγωδία με τίτλο Αιτναίες, για να τιμήσει την επανίδρυση της κατεστραμμένης Κατάνης. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Αισχύλος επισκέφθηκε και πάλι τη Σικελία. Μάλιστα, πέθανε στη Γέλα, την πόλη καταγωγής και κατοικίας του Ιέρωνα πριν αναλάβει την τυραννία στις Συρακούσες. Στο επιτύμβιο επίγραμμα που συνέθεσε για να τον συνοδεύσει στον τάφο, ο ποιητής μνημόνευσε όχι την τέχνη του και την επιτυχία που είχε στο αθηναϊκό ή το σικελικό κοινό, αλλά τη συμμετοχή του στην ηρωική αντιμετώπιση των Περσών. Ο αδελφός του είχε σκοτωθεί στη μάχη του Μαραθώνα με τρόπο τόσο θρυλικό, ώστε να απαθανατιστεί στην Ποικίλη Στοά και να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού για αιώνες. Σε αυτή την ένδοξη μάχη αναφερόταν και ο ίδιος με το επιτύμβιο επίγραμμά του. Η Ποικίλη Στοά, στο βορειοδυτικό τμήμα της αθηναϊκής αγοράς, κτίστηκε στο δεύτερο τέταρτο του 5ου αιώνα με πρωτοβουλία του Κίμωνα και πήρε το όνομά της από τις ζωγραφικές παραστάσεις πολεμικών συγκρούσεων που τη διακοσμούσαν: Αμαζονομαχία, Τρωικός Πόλεμος, Αθήνα εναντίον Σπάρτης, μάχη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι ζούσαν το παρόν ως μια συνέχεια του ηρωικού παρελθόντος, μυθικού και ιστορικού. Εγγράφοντας τον εαυτό του σε αυτή την παράδοση, ο Αισχύλος ήθελε να τον θυμούνται ως έναν Αθηναίο οπλίτη. Εξάλλου, το κυρίαρχο θέμα που διέπνεε τα έργα του ήταν το πρόβλημα των σχέσεων του ατόμου με την οικογένεια και του οἴκου με την πόλιν. Ενώ διέθετε μια αρχαϊκού τύπου εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του Δία, ο Αισχύλος αφουγκραζόταν ταυτόχρονα τα ζητήματα που έθετε η εποχή του. Ο δεύτερος μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Σοφοκλής (περ. 496-406) από τον δήμο του Κολωνού, αποτελεί το πνευματικό σύμβολο του αθηναϊκού μεγαλείου. Ο Σοφοκλής υπήρξε, όπως και ο προκάτοχός του, μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή -προσθήκη που αποδέχθηκαν όλοι οι τραγικοί ποιητές-, αύξησε τον αριθμό των μελών του χορού από 12 σε 15 και ανέπτυξε τη σκηνογραφία με την εγκατάσταση περιστρεφόμενων πινάκων ζωγραφικής στα δύο άκρα της σκηνής. Το δραματικό σύμπαν του Σοφοκλή ήταν γνήσια τραγικό. Ο Οἰδίπους τύραννος (που διδάχθηκε στη δεκαετία του 420), η πρότυπη τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη, δείχνει με μεγάλη ενάργεια τις αρετές και τον κεντρικό άξονα προβληματισμού του Σοφοκλή, που υπήρξε, όσο ζούσε, ο δημοφιλέστερος τραγικός ποιητής των Αθηναίων. Ο Σοφοκλής δραματοποίησε το τεράστιο πρόβλημα της σχέσης της ανθρώπινης ευφυΐας με την ευδαιμονία. Διερεύνησε ειδικά την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα στην περιορισμένη ανθρώπινη κατανόηση και την υπέρτερη σοφία των θεών. Η τραγικότητα της ζωής παρουσιάστηκε ως το αποτέλεσμα μιας γνώσης που δεν μπορεί να είναι ποτέ ασφαλής και που έρχεται όχι με αναστοχασμό αλλά μέσα από την οδύνη και τη βιωμένη συμφορά, όταν είναι ήδη αργά. Οι επτά σωζόμενες τραγωδίες του χαρακτηρίζονται από έναν αποτελεσματικό χειρισμό των δραματικών τεχνικών, και ιδίως της ηθογραφίας και της τραγικής ειρωνείας, σε σκηνές εξαιρετικής έντασης και πάθους.

Ο Ευριπίδης δεν εισήγαγε καινοτομίες στη μορφή της τραγωδίας. Πρωτοτύπησε όμως στο περιεχόμενό της (Κακριδής 3.5.Γ.ii [σ. 123-127). Επηρεασμένος από το νέο πνεύμα των φυσικών φιλοσόφων και σοφιστών τόνισε την αυθαιρεσία πολλών κοινωνικών συμβάσεων και την τάση της ανθρώπινης φύσης να κατακλύζεται από δυνατά συναισθήματα και να χάνει κάθε λογικό έλεγχο. Τέτοια ισχυρά πάθη, κατά τη γνώμη του, γεννούν και ανακυκλώνουν τις μεγαλύτερες συμφορές. Ειδικά σε δύο έργα με θέμα τη μυθική άλωση της Τροίας (Εκάβη, Τρωάδες) ο Ευριπίδης είδε τα δεινά του πολέμου μέσα από τα μάτια αιχμαλωτισμένων γυναικών που έχουν χάσει συζύγους και γιους και βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. Ο αντιπολεμικός τόνος των δύο αυτών τραγωδιών, που παραστάθηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δείχνει τη δύναμη των ποιητών να ασκούν έμμεση κριτική στις πολιτικές αποφάσεις των συμπολιτών τους. Δείχνει όμως επίσης γιατί ο Ευριπίδης δεν υπήρξε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του βίου του, αλλά θαυμάστηκε ιδιαιτέρως μετά τον θάνατό του: οι μεταγενέστεροι μπορούσαν να διακρίνουν καθαρότερα και αντικειμενικότερα το ανθρωπιστικό μήνυμά του. Αν και η οικονομία της μυθικής δράσης στα έργα του δεν είναι πάντοτε συνεπής ή εύλογη, οι τραγωδίες του παρουσιάζουν μεγάλη δραματικότητα και χαρακτηριστική αληθοφάνεια στη διαγραφή του ψυχισμού γυναικών, παιδιών και δούλων. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι Αθηναίοι αιχμάλωτοι σώθηκαν επειδή μπορούσαν να τραγουδήσουν λυρικά άσματα του Ευριπίδη ή να εκθέσουν την υπόθεση κάποιων τραγωδιών του. Μετά τον Σοφοκλή έπαυσαν οι μορφολογικές αλλαγές στην τραγική ποίηση, διότι η τραγωδία είχε βρει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την οἰκείαν φύσιν. Η ανάπτυξή της ήταν όμοια με αυτή ενός υπεραιωνόβιου δέντρου δίχως σημαντικούς απογόνους. Όταν προς το τέλος του αιώνα πέθαναν, με διαφορά λίγων μηνών, οι Σοφοκλής και Ευριπίδης, η τραγική τέχνη πρακτικά έσβησε μαζί τους. Η αδιανόητη ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη προκάλεσε τον πρόωρο θάνατο μιας τέχνης που είχε τόσο στενά συνδεθεί με την πολιτική δύναμη της πόλης στην οποία αναπτύχθηκε. Από τον επόμενο αιώνα, τα έργα των τριών τραγικών ποιητών ανέβαιναν ετησίως στη σκηνή, παράλληλα με τις νέες παραγωγές, ως συντελεσμένα αριστουργήματα. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης είχαν καταστεί, ήδη κατά την ύστερη κλασική εποχή, οι κλασικοί τραγωδοποιοί. Αν η τραγωδία ήταν μια αθηναϊκή επινόηση, η κωμωδία είχε, όπως αναγνώριζε ήδη ο Αριστοτέλης, δωρική καταγωγή (Κακριδής 3.5.Γ.iii [σ. 127-133]). Τόσο οι Μεγαρείς και οι Κορίνθιοι στην Πελοπόννησο όσο και οι Δωριείς της Σικελίας γνώριζαν το θέατρο στην εύθυμη και σκωπτική μορφή του. Οι μῖμοι ήταν ένα θεατρικό είδος σε πεζό λόγο που αναπτύχθηκε στις Συρακούσες και έμελλε να επηρεάσει τόσο την αττική πεζογραφία (στο λογοτεχνικό είδος των σωκρατικών διαλόγων) όσο και τη μεταγενέστερη ελληνιστική ποίηση (στο βουκολικό ειδύλλιο). Στις Συρακούσες έδρασε και ο Επίχαρμος, κωμικός ποιητής με ιδιαίτερα φιλοσοφημένη στάση ζωής, που είχε μάλλον γεννηθεί σε άλλη δωρική πόλη. Κατά τον 5ο αιώνα, η Κάτω Ιταλία και η Σικελία βρίσκονταν μόνο από γεωγραφική άποψη στην περιφέρεια του ελληνισμού. Από την άποψη του πολιτισμού ήταν ήδη σπουδαία κέντρα. Στην αυλή του Ιέρωνα βρέθηκαν κατά καιρούς οι πιο διάσημοι ποιητές της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως ήταν οι Κείοι Σιμωνίδης και Βακχυλίδης (θείος και ανεψιός), ο Θηβαίος Πίνδαρος

και ο Αθηναίος Αισχύλος. Ο Πίνδαρος ειδικά, αναντίρρητα ο πιο βαθύνους και ποικίλος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας (Κακριδής 3.5.Β.i [σ. 107-108]), εξύμνησε τον πλούτο και την αίγλη τυράννων, οι οποίοι, κάνοντας επίδειξη της οικονομικής και πολιτικής ισχύος τους, άλλοτε κέρδιζαν το πιο πολυδάπανο αγώνισμα της Ολυμπίας, το τέθριππον, και άλλοτε αφιέρωναν πολυτελή έργα τέχνης στους πανελλήνιους Δελφούς. Ο διάσημος Ηνίοχος που εκτίθεται στους Δελφούς αποτελεί μια τέτοια αναθηματική προσφορά του αδελφού του Ιέρωνα, που ήταν τύραννος της Γέλας. Αλλά και πολλές από τις σωζόμενες ωδές του Πινδάρου αποτελούν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μισθωμένων παραγγελιών από σημαντικούς πολιτικούς άνδρες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Επειδή ο Πίνδαρος ήταν, κατά κοινή ομολογία, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της εποχής, η αμοιβή που απαιτούσε και εισέπραττε δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Η πολιτική αποζητούσε τον υψηλό πολιτισμό για να δοξάσει τα δικά της, ειρηνικά ή πολεμικά, επιτεύγματα, όπως και ο πολιτισμός επωφελούνταν από τις επιτυχίες και φιλοδοξίες της πολιτικής σκηνής. Αυτή την εποχή οι κατοικίες των Ελλήνων, ακόμη και των πλουσίων, ήταν πλίθινες και αρχιτεκτονικά ασήμαντες. Οι καλύτερες διέθεταν εσωτερική αυλή για φωτισμό -αφού δεν είχαν παράθυρα στις εξωτερικές πλευρές- και δύο πατώματα. Όλες οι πολυτελείς κατασκευές (ναοί, στοές, γυμνάσια, αρχεία) ήταν δημόσια κτίρια. Αντίθετα από την ποίηση, η μνημειώδης αρχιτεκτονική απαιτούσε μεγάλα κονδύλια και ήταν αδιανόητη χωρίς ακμαία οικονομία και αντίστοιχη πολιτική βούληση. Τέτοια ήταν η δημοσιονομική πολιτική του Περικλή. Η ανακάλυψη των αργυρωρυχείων του Λαυρίου το 483, που αύξησε απρόσμενα τον πλούτο της πόλης, η αφθονία σε κοντινή απόσταση από το άστυ του πεντελικού μαρμάρου και η παρουσία στην Αττική ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού αποτελούμενου από μέτοικους, δούλους και ελεύθερους πολίτες ήταν αναγκαίες προϋποθέσεις για το μεγαλόπνοο σχέδιο ανανέωσης της αθηναϊκής Ακρόπολης. Το σχέδιο όμως δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολιτική απόφαση της μεταφοράς του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα και τη διάθεση των συμμαχικών πόρων σε δημόσια έργα για τον εξωραϊσμό της πόλης. Όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα, ο τότε ανεγειρόμενος ναός της Αθηνάς -στην τοποθεσία που επρόκειτο να οικοδομηθεί αργότερα ο νεότερος Παρθενώνας- βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο: δύο ή το πολύ τρεις σειρές σπονδύλων είχαν ανεγερθεί πάνω στον στυλοβάτη, και η απαιτητικότερη εργασία των κιονόκρανων και του θριγκού φάνταζε ακόμη μακρινή. Ο ναός καταστράφηκε από τους κατακτητές, όπως και πολλά άλλα οικήματα θεών στην αθηναϊκή Ακρόπολη και την ελληνική επικράτεια συνολικά. Μετά τις Πλαταιές, οι Έλληνες ορκίστηκαν να μην τα ανακατασκευάσουν, για να θυμούνται την περσική πράξη και να πάρουν στο μέλλον εκδίκηση. Μάλιστα, ορισμένοι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου ναού της Αθηνάς ενσωματώθηκαν συμβολικά στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, για να δείχνουν την περσική βαρβαρότητα. Τα χρόνια όμως περνούσαν και η αρχική οργή εξασθενούσε. Δεν μπορούσαν ούτε οι άνθρωποι ούτε οι θεοί να ζουν επί μακρόν μέσα σε συντρίμμια. Λίγο μετά το μέσον του αιώνα η απόφαση για την κατασκευή ενός νέου Παρθενώνα είχε ήδη ληφθεί.

Το έργο ανατέθηκε συνολικά στον Φειδία, ενώ ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης ήταν υπεύθυνοι για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του. Για την ολοκλήρωση του απαιτήθηκαν 15 χρόνια εντατικής δουλειάς (447-432), χρόνος ελάχιστος αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του εγχειρήματος και την τεχνολογία της εποχής. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια θα πρέπει να φανταστούμε ένα πλήθος ανθρώπων να δουλεύουν πυρετωδώς, όχι μόνο στην Ακρόπολη, αλλά επίσης στην Πεντέλη και στον Πειραιά καθώς και σε διάφορα εργαστήρια της αγοράς. Έναν χρόνο πριν από την έναρξη του πολέμου με τη Σπάρτη, η Αθήνα είχε στεγάσει και πάλι την προστάτιδα θεά της και είχε κατασκευάσει μια ιδιαίτερα πολυτελή είσοδο στον ιερό βράχο. Ο Παρθενώνας είναι, από πολλές απόψεις, ένας μη τυπικός ελληνικός ναός. Ενώ είναι δωρικός, έχει ωστόσο περίτεχνη ιωνική ζωοφόρο στο εσωτερικό, πίσω από το περιστύλιο, κρυμμένη στη σκιά. Αντί για έξι κίονες στις μικρές πλευρές, αυτός έχει οκτώ - για μείζονα μεγαλοπρέπεια. Αντί για ευθείες γραμμές, έχει μόνο καμπύλες. Η προοπτική διόρθωση της οφθαλμαπάτης, που είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε άλλους ναούς, οδηγήθηκε σε ακραία τελειότητα. Αν προεκτείνει κανείς τις γραμμές των κιόνων προς το ουράνιο διάστημα, αυτές θα συναντηθούν περίπου δύο χιλιόμετρα πάνω από το έδαφος. Το έργο αυτό ήταν το σύμβολο της ενότητας των Ελλήνων υπό την ηγεσία της Αθήνας, την οποία οραματιζόταν ο Περικλής. Ομοίως, μη τυπικά και εντελώς πρωτότυπα ήταν επίσης τα Προπύλαια, που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μνησικλής. Κατασκευάστηκαν στη διάρκεια των ετών 436-432 για να υπογραμμίσουν το μεγαλείο της δύναμης της Αθήνας, το οποίο συμβόλιζαν τα μνημειώδη έργα της Ακρόπολης και ειδικά ο νέος Παρθενώνας. Τα Προπύλαια, που έμειναν ημιτελή από την απορρόφηση των αθηναϊκών δυνάμεων στα νέα έργα του πολέμου, βασίζονταν σε μια λιγότερο πολυτελή κατασκευή, κατεστραμμένη από τους Πέρσες, και αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό του επισκέπτη κατά την είσοδό του στον χώρο λατρείας. Η βορειοδυτική πλευρά του Παρθενώνα χάριζε μέσα από αυτή τη μεγαλοπρεπή κιονοφόρο είσοδο θέαμα αλησμόνητο. Οι μετόπες του Παρθενώνα αφηγούνταν συμβολικά τη νίκη του πολιτισμού επί της βαρβαρότητας: άνθρωποι εναντίον Αμαζόνων και Κενταύρων, θεοί εναντίον Γιγάντων και Έλληνες εναντίον Τρώων αποτελούσαν συμβολικές απεικονίσεις της πρόσφατης νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών. Τα αετώματα, από την άλλη, παρουσίαζαν την επικράτηση της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα, που διεκδικούσε επίσης τη χώρα της Αττικής (δυτικό αέτωμα), και την ίδια τη γέννηση της θεάς (ανατολικό αέτωμα, στην κυρίως είσοδο του ναού), με μια θεματική εκζήτηση και ανεπανάληπτη προσοχή στη λεπτομέρεια. Το θέμα της σύγκρουσης Ελλήνων και βαρβάρων επανήλθε λίγο αργότερα στο κομψοτέχνημα της αθηναϊκής Ακρόπολης, τον μικρό ναό της Αθηνάς Νίκης, που κατασκευάστηκε μέσα στην τριετία 427-424. Τελευταίο από τα έργα της Ακρόπολης ήταν το Ερεχθείο (όπως ονομάστηκε αργότερα), μια ιδιαίτερα πολύπλοκη και πρωτότυπη κατασκευή προς τιμήν της Αθηνάς και των πρώτων, αυτόχθονων όπως πίστευαν, βασιλέων της Αττικής. Ξεκίνησε με το τέλος της πρώτης φάσης του πολέμου με τη Σπάρτη και ολοκληρώθηκε λίγο πριν από την οριστική ήττα της Αθήνας (περ. 421406). Από επιγραφές μαθαίνουμε ότι στην κατασκευή του εργάστηκαν όλες οι κατηγορίες κατοίκων της Αθήνας μαζί. Κατά τη φάση αποπεράτωσης του ναού εργάζονταν 44 κτίστες, 19 ξυλουργοί, 9

γλύπτες και πολλοί άλλοι τεχνίτες διαφορετικών ειδικοτήτων. Από τους κτίστες ένα ποσοστό 36% ήταν δούλοι, 27% μέτοικοι και 20% ελεύθεροι πολίτες. (Οι υπόλοιποι παραμένουν άγνωστης προέλευσης.) Στους ξυλουργούς τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 21% δούλοι, 36% μέτοικοι και 26% πολίτες. Στους γλύπτες, αντίθετα, δεν συγκαταλεγόταν κανένας δούλος: τα 2/3 απαρτίζονταν από μέτοικους. Οι περισσότεροι ειδικευμένοι τεχνίτες στην Αθήνα προς το τέλος του αιώνα ήταν άνθρωποι με ελευθερία στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά δίχως πολιτικά δικαιώματα. Ένα άλλο αρχιτεκτονικό έργο, στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης αυτό, δείχνει από μια διαφορετική προοπτική τη σύμπραξη πολέμου, πολιτικής και πολιτισμού. Το λεγόμενο Ωδείο του Περικλέους ήταν ένα στεγασμένο κτίριο τεράστιων διαστάσεων για μουσικές παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η ιδέα της κατασκευής του ανήκε στον Αθηναίο πολιτικό. Αλλά αξιοσημείωτη υπήρξε η στέγη του: κατασκευάστηκε έτσι ώστε να θυμίζει τη σκηνή εκστρατείας του Μεγάλου Βασιλιά και κοσμήθηκε με κατάρτια περσικών πλοίων που αλώθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εδώ τα λάφυρα και οι εικόνες του πολέμου μετασχηματίστηκαν σε υλικό για τον πολιτισμό. Η τραγωδία και η γλυπτική του 5ου αιώνα διέθεταν έντονα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική παραγωγή στο σύνολό της: αδρή ενότητα περιεχομένου και σημασία στη λεπτομέρεια, έμφαση στο καθολικό και το καίριο δίχως απομάκρυνση από τη γοητεία του ζωντανού και του συγκεκριμένου, βαθιά αίσθηση της σωστής αναλογίας, καθαρότητα στη μορφή που

κρύβει

τεράστια

τεχνική

εκζήτηση,

εμμονή

στην

αληθοφάνεια

και

αίσθηση

της

πραγματικότητας - ό,τι οι αρχαίοι ονόμαζαν μίμησιν. Η λάμψη του ηρωικού μεγαλείου και η οδύνη της απρόσμενης αλλά ποτέ αδικαιολόγητης πτώσης, η ανθρώπινη μεγαλοσύνη και η ανθρώπινη ασημαντότητα, αποτελούσαν το υφάδι και το στημόνι του τραγικού και γλυπτικού ρεπερτορίου. Παρόμοια θέματα επεξεργάστηκε με τον αφηγηματικό και όχι αναπαραστατικό τρόπο που είχε στη διάθεση του ο Όμηρος. Δεν είναι διόλου άξιο απορίας που ορισμένοι θεωρούσαν ως αρχηγέτη της τραγωδίας αυτόν ακριβώς τον πρώτο ποιητή της ελληνικής ιστορίας. Ούτε ξαφνιάζουν ιστορίες που αποδίδουν την έμπνευση του Φειδία για τη δημιουργία του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία στην αντίστοιχη ομηρική περιγραφή του πατέρα των θεών. Αν ο Αθηναίος γλύπτης που εργάστηκε στην Ολυμπία δημιούργησε ένα από τα Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, ο πανέλλην Όμηρος έπρεπε να έχει το δικό του μερίδιο στη δόξα. Η μεγάλη τεχνική κατάρτιση των καλλιτεχνών της κλασικής εποχής και η συνειδητοποίηση τόσο των πρακτικών δυσκολιών όσο και των πολύπλοκων κανόνων της τέχνης τους φαίνονται από το γεγονός ότι κάποιοι δεν αρκέστηκαν μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά συνέγραψαν επίσης θεωρητικές πραγματείες. Ο Σοφοκλής, για παράδειγμα, συνέγραψε ένα (χαμένο σήμερα) θεωρητικό έργο Περὶ χοροῦ, και ο διάσημος γλύπτης του Άργους Πολύκλειτος, ο μεγαλύτερος ανδριαντοποιός του αιώνα, συνέγραψε θεωρητική μελέτη περί αναλογιών - τον περίφημο Κανόνα, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα πολύτιμα, όσο και αινιγματικά, αποσπάσματα. Οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν επιστημονικές εξηγήσεις των μεθόδων ορθής σύλληψης, σύνθεσης και εκτέλεσης των έργων τους. Με παρόμοιο τρόπο, οι ιπποκρατικοί γιατροί περιέγραφαν τις μεθόδους

διάγνωσης

και

θεραπείας

των

ασθενειών.

Η

ποιητική

και

η

γλυπτική

αποτελούσαν

συνειδητοποιημένα και εν μέρει συστηματοποιημένα είδη γνώσης. Το αντίστοιχό τους βρίσκεται στην ορθολογική μεθοδολογία της επιστήμης της εποχής.

3.4. Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες Το 431 η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα ήταν πλέον αναπόφευκτη. Σαράντα οκτώ χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, όταν οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις είχαν αντιμετωπίσει τους Πέρσες πολεμώντας πλάι πλάι, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει· ολόκληρος ο κόσμος έδειχνε να έχει αλλάξει. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι οι Πέρσες δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή και ότι το Αιγαίο ήταν αδιαφιλονίκητα μια ελληνική θάλασσα. Οι Σπαρτιάτες παρέμεναν, όπως πάντα, περιορισμένοι, όσο μπορούσαν, στην πόλη τους, χωρίς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και χωρίς να απομακρύνονται από την παραδοσιακή αγωγή, που τους καθιστούσε άριστους πολεμιστές. Ασπίδα τους ήταν η ανδρεία τους στη μάχη και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, είχαν επενδύσει στο ναυτικό τους. Ηγεμόνευαν σε μια πολύ μεγάλη συμμαχία και αισθάνονταν κυρίαρχοι των θαλασσών. Με την πολυπραγμοσύνη τους γίνονταν συνεχώς ισχυρότεροι. Κάθε νέο βήμα που πραγματοποιούσαν μείωνε την επιρροή και το κύρος της Σπάρτης. Είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιμετώπιζαν ακόμη και τους συμμάχους τους με υπεροψία. Σε ορισμένες περιπτώσεις φέρονταν περισσότερο ως δυνάστες και λιγότερο ως προστάτες. Όταν μάλιστα κάποια πόλη επιχειρούσε να αποστατήσει, την υποχρέωναν να συνετιστεί, επιδεικνύοντας συχνά υπέρμετρη σκληρότητα. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν ότι έπρεπε να δράσουν. Εάν αδρανούσαν, η Αθήνα θα γινόταν ακαταμάχητη. Πριν αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση, οι δύο πλευρές μέτρησαν τις δυνάμεις τους και σχεδίασαν τη στρατηγική που όφειλαν να ακολουθήσουν. Ο επερχόμενος πόλεμος δεν επρόκειτο να κριθεί από μία μάχη στην ξηρά ούτε από μία ναυμαχία. Η Σπάρτη δεν κινδύνευε από εισβολή, και η Αθήνα ήταν καλά προστατευμένη από τα Μακρά Τείχη της. Πεδίο σύγκρουσης θα ήταν όλος ο κόσμος όπου κατοικούσαν Έλληνες, από την Ανατολή έως τη Δύση. Γι᾽ αυτό και οι διάφορες πόλεις έσπευδαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα προμηνύματα του πολέμου δεν συγκλόνισαν άλλωστε μόνο τους Έλληνες αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων. Ο Θουκυδίδης εκτίμησε ότι επρόκειτο για εξελίξεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, που άξιζε τον κόπο να καταγραφούν με κάθε δυνατή σχολαστικότητα. Χάρη στις οξυδερκείς του παρατηρήσεις, είναι γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες του πολέμου. Στην αρχή κιόλας της αφήγησής του ο ιστορικός βάζει στο στόμα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου Β' (περ. 469-427) μια γενική επισκόπηση της κατάστασης: Οι Σπαρτιάτες όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που αναλάμβαναν ήταν δύσκολος. Για έναν στρατό που μπορούσε να μετακινηθεί κυρίως διά ξηράς, η Αθήνα βρισκόταν μακριά. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Διέθεταν μεγάλο πλούτο (ιδιωτικό και δημόσιο), ναυτικό, ιππικό, όπλα, εφεδρείες και συμμάχους που κατέβαλλαν φόρους. Ακόμη και αν οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τη γη τους με συχνές επιδρομές, αυτοί είχαν τον τρόπο να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονταν από τη θάλασσα. Η λύση ίσως βρισκόταν στην αποστασία των συμμάχων τους, αλλά, για να επιτευχθεί αυτό, οι Σπαρτιάτες χρειάζονταν ισχυρό

ναυτικό, το οποίο δεν διέθεταν. Εκτός από στόλο, οι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασφαλίσουν νέους συμμάχους, πέρα από τους Πελοποννήσιους, Έλληνες αλλά και βαρβάρους, δηλαδή Πέρσες. Ο Αρχίδαμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου θα καθόριζαν περισσότερο τα χρήματα και λιγότερο τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που έδινε ασφαλώς προβάδισμα στην Αθήνα. Την ίδια γνώμη είχαν και οι Αθηναίοι. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου πήραν τις αποφάσεις τους, μίλησε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Περικλής. Ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του μια γενική επισκόπηση της κατάστασης, η οποία επιβεβαιώνει τα λόγια του Αρχίδαμου. Ιδιαίτερο βάρος εμφανίζεται να αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός στην τροφοδοσία και γενικότερα σε οικονομικά θέματα. Στον τομέα αυτό οι Αθηναίοι υπερείχαν από κάθε άποψη. Άλλωστε, όπως εξήγησε, τον πόλεμο τον συντηρούσαν τα αποθέματα, όχι οι αναγκαστικές εισφορές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν οι Πελοποννήσιοι. Σε άλλη ευκαιρία, ο Περικλής, για να εμψυχώσει τους Αθηναίους, απαρίθμησε με ακρίβεια το μέγεθος των αποθεμάτων τους, τον συμμαχικό φόρο, τα ιδιωτικά και τα δημόσια αφιερώματα στους θεούς, τους θησαυρούς των ναών - ακόμη και τον χρυσό στο άγαλμα της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε συγκεντρωμένο μέσα στα τείχη της ούτε ένα μικρό μέρος αυτού του πλούτου. Ο Περικλής απέφυγε, όσο μπορούσε, να θυμίσει στους Αθηναίους ότι οι Σπαρτιάτες διέθεταν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο: εμφανίζονταν ως απελευθερωτές των Ελλήνων. Οι πάντες γνώριζαν ότι η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε ένα είδος τυραννίας. Αυτό το παραδεχόταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, και ο ίδιος. Εάν οι σύμμαχοι δέχονταν τους Σπαρτιάτες ως απελευθερωτές, τότε όλα τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αθήνας γίνονταν επισφαλή. Ο Περικλής αναγνώριζε ότι η τυραννία ήταν άδικη, αλλά προειδοποιούσε ότι η παραίτηση από αυτή ήταν επικίνδυνη. Ο Πελοποννησιακός ή Αττικός Πόλεμος, όπως τον αποκαλούσαν οι Πελοποννήσιοι, κράτησε με διαλείμματα 27 χρόνια. Όπως είχε προβλέψει ο βασιλιάς Αρχίδαμος, αυτοί που τον ξεκίνησαν τον κληροδότησαν στα παιδιά τους. Η πρώτη δεκαετία έμεινε γνωστή ως Αρχιδάμειος Πόλεμος, με κύριο χαρακτηριστικό τις εισβολές των Πελοποννήσιων στην Αττική. Η λεηλασία της αττικής γης ήταν αναμενόμενη. Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα τείχη τους και απέφυγαν να δώσουν μάχη στο ανοιχτό πεδίο, όπου δεν είχαν ελπίδα να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στους Σπαρτιάτες. Όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν, όπως συνήθιζαν, σε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες να εκφωνήσει τον επιτάφιο για τους πολεμιστές που είχαν σκοτωθεί. Ο Περικλής, που ανέλαβε αυτό το έργο, επέλεξε να τιμήσει τους νεκρούς εξυμνώντας τη δημοκρατία της πόλης για την οποία είχαν αγωνιστεί. Εκείνο που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ήταν ο λοιμός που έπληξε την πόλη και εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα στον πανικό τους, οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τον Περικλή τη στρατηγία που κατείχε για 15 συνεχή χρόνια, αλλά το 429 τον εξέλεξαν και πάλι στρατηγό. Όμως, για κακή τους τύχη πέθανε από τον λοιμό λίγους μήνες αργότερα. Όπως πληροφορεί ο Πλούταρχος, η εξέλιξη της αρρώστιας του ήταν αργή και με πολλές διακυμάνσεις.

Πεθαίνοντας, δεν παινεύτηκε για τις πολλές του νίκες, αλλά επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κανένας δεν είχε φορέσει μαύρα εξαιτίας του - εννοώντας ότι δεν είχε προκαλέσει καμία θανατική καταδίκη. Οι Αθηναίοι δεν υπέκυψαν. Αποκλεισμένοι στην πόλη τους έκαναν διαρκείς επιδρομές με τον στόλο τους στην Πελοπόννησο. Οι ενέργειές τους έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δεν είχαν τη δική τους ευχέρεια στον ανεφοδιασμό. Το 425 πέτυχαν περιφανή νίκη στη Σφακτηρία, ένα μικρό νησί έξω από την Πύλο, σκοτώνοντας πολλούς και αιχμαλωτίζοντας 292 άνδρες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Η σύλληψη τόσο πολλών οπλιτών μαζί ήταν κάτι πρωτοφανές που πανικόβαλε τη Σπάρτη και έδωσε την ευκαιρία σε πολυάριθμους είλωτες να λιποτακτήσουν. Στην επιχείρησή τους οι Αθηναίοι είχαν στρατηγό τον Δημοσθένη, αλλά το σχέδιο ήταν του Κλέωνα, που εξελισσόταν σε ηγετική μορφή στη θέση του Περικλή. Οι δύο αντίπαλοι έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στη Δύση. Η Σικελία ήταν ένας πλούσιος τόπος που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα επισιτισμού των Πελοποννήσιων. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις όσων κατάγονταν από τη Χαλκίδα και ήταν Ίωνες με τους απογόνους των Δωριέων και προσπάθησαν να επέμβουν. Αλλά οι κάτοικοι της Σικελίας αποδέχθηκαν τη πρόταση του Συρακούσιου πολιτικού Ερμοκράτη, που τους καλούσε να διαφυλάξουν το νησί για τον εαυτό τους, και κατάφεραν να ενωθούν. Η αναμέτρηση μεταφέρθηκε στο βόρειο Αιγαίο. Τον στρατό των Σπαρτιατών διοικούσε ο ικανός στρατηγός Βρασίδας, που είχε στρατολογήσει εκατοντάδες απελευθερωμένους είλωτες. Εμφανίστηκε ως απελευθερωτής, με κύριο στόχο την αποστασία των Αθηναίων συμμάχων. Μολονότι διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να ελευθερωθούν, πέτυχε στρατιωτικές νίκες που έφεραν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη, όπως είχε αναλάβει, και τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους με εξορία. (Η αποτυχία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ιστορικό του σύγγραμμα.) Σε μια κρίσιμη μάχη σκοτώθηκαν ο Κλέων αλλά και ο Βρασίδας. Το 421, εξαντλημένες από τις συνεχείς αναμετρήσεις, οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ειρήνη, που ονομάστηκε Νικίειος, επειδή από την πλευρά των Αθηναίων την πρωτοβουλία είχε πάρει ο στρατηγός Νικίας. Δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την κύρωση της συνθήκης, ο εικοσιτριάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε στα Διονύσια την κωμωδία με τον σημαίνοντα τίτλο Ειρήνη. Σε αυτή ο ποιητής εμφανίζεται καταφανής υπέρμαχος της ανακωχής. Η επιλογή και πραγμάτευση του θέματος της ειρήνης αποσκοπούσαν προφανώς να μεταπείσουν τους φιλοπόλεμους συμπολίτες για τα οφέλη που θα αποκόμιζε η πόλη από την παύση της σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους και, ενόσω ο Αριστοφάνης δούλευε πάνω στην κωμωδία του, η έκβασή τους ήταν ακόμη αβέβαιη. Η επιλογή από τους άρχοντες να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο έργο στο αθηναϊκό κοινό σχετιζόταν ασφαλώς με την πολιτική ειρήνης που υποστήριζε ο ποιητής. Ενδεικτικό, πάντως, του πολιτικού κλίματος της εποχής είναι το γεγονός ότι τελικά η κωμωδία δεν κατόρθωσε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο, αλλά ήρθε δεύτερη. Όσον αφορά την ίδια τη συνθήκη με τους Σπαρτιάτες, προβλεπόταν ότι κάθε πλευρά έπρεπε να επιστρέψει στην άλλη ό,τι είχε κυριεύσει με τα όπλα. Αυτό σήμαινε ότι κερδισμένη έβγαινε η Αθήνα, αφού διατήρησε τη συμμαχία της.

Παρά τη συνθήκη, οι αναμετρήσεις στο Αιγαίο δεν σταμάτησαν. Το 417, σε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της περιόδου, οι Αθηναίοι υπέταξαν την ουδέτερη Μήλο, την οποία κατοικούσαν Δωριείς. Στις διαπραγματεύσεις, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε, ούτε τον εφαρμόσαμε πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχτούν […]. (μτφρ. Ά. Βλάχος) Ισχυρότεροι καθώς ήταν, οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί, σκότωσαν όλους τους ενήλικες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Στη θέση τους εγκατέστησαν δικούς τους αποίκους. Οι Σπαρτιάτες δεν αντέδρασαν, πιθανότατα επειδή τους ανησυχούσε η εχθρότητα του Άργους. Ενθαρρυμένοι οι Αθηναίοι, έσπευδαν να αναμειχθούν σε υποθέσεις των Περσών, υποστηρίζοντας την εξέγερση ενός σατράπη. Ο βασιλιάς Δαρείος Β' (423-404), που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον πατέρα του Αρταξέρξη Α', διαπίστωσε έτσι ότι μια συνεχιζόμενη ουδετερότητα μπορούσε να αποδειχθεί επιβλαβής για τα συμφέροντά του. Η ὕποπτος ἀνακωχή, όπως την αποκαλεί ο Θουκυδίδης, κράτησε έως το 415.

Το 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν ένα παράτολμο εγχείρημα. Με πολύ ισχυρές δυνάμεις οργάνωσαν μια εκστρατεία στη Σικελία. Στο νησί είχαν εκδηλωθεί νέες αντιθέσεις, που τους έδιναν μεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Όπως ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, η πραγματική τους πρόθεση ήταν να κατακτήσουν ολόκληρο το νησί. Εκμεταλλεύτηκαν πάντως την πρόσκληση συμμάχων τους, που τους καλούσαν με πολύ πιο περιορισμένο στόχο. «Εάν δεν μας βοηθήσετε εναντίον των εχθρών μας», ισχυρίστηκαν οι Εγεσταίοι, «τότε σύντομα θα κυριεύσουν το νησί οι Συρακούσιοι, και αυτοί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους Σπαρτιάτες.» Οι Εγεσταίοι, που δεν ήταν Έλληνες (κάτι που λησμονεί να σημειώσει ο Θουκυδίδης), υπόσχονταν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία. Στο διπλωματικό πεδίο οι Αθηναίοι είχαν κινηθεί από νωρίς με δεξιότητα, κερδίζοντας τη συμμαχία πολλών πόλεων. Συνομίλησαν με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδόνιους και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Σικελίας. Οι διαβεβαιώσεις που έλαβαν φαίνονταν πειστικές. Το εγχείρημα προπαγάνδιζε έντονα και ο νέος πολιτικός Αλκιβιάδης, προστατευόμενος παλαιότερα του Περικλή και μαθητής του Σωκράτη. Αφού λοιπόν συζήτησαν το θέμα διεξοδικώς, όλους τους έπιασε σφοδρή επιθυμία να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, την ηγεσία του αθηναϊκού στρατού ανέλαβαν ο Νικίας και ο Λάμαχος. Οι Αθηναίοι διέπραξαν το σφάλμα να ανακαλέσουν, τελευταία στιγμή, τον Αλκιβιάδη. Το βάρος έπεσε έτσι στον Νικία, που δεν ενέκρινε το εγχείρημα. Αλλά το σοβαρότερό τους λάθος ήταν, καθώς φαίνεται, η ίδια η μεγάλη δύναμη που απέστειλαν. Οι σύμμαχοί τους στη Σικελία

τρομοκρατήθηκαν και αρνήθηκαν τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η εκστρατεία κατέληξε έτσι σε μια τραγική ήττα από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Ο Λάμαχος, ο Νικίας και ο Δημοσθένης σκοτώθηκαν, ενώ ο Αλκιβιάδης άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σπάρτη. Λέγεται ότι οι ελάχιστοι Αθηναίοι που σώθηκαν από τις αποπνικτικές συνθήκες των λατομείων, στα οποία είχαν φυλακιστεί, ήταν όσοι γνώριζαν από στήθους χορικά του Ευριπίδη και προτιμήθηκαν ως οικόσιτοι δούλοι στα σπίτια πλούσιων Σικελιωτών. Με την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία το 413, η μεγάλη αναμέτρηση εισήλθε στην τελική της φάση, που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους Δεκελεικός Πόλεμος, επειδή οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον βασιλιά Άγη Β' (περ. 427-400), γιο του Αρχίδαμου, ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη: κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, από όπου απειλούσαν άμεσα την Αθήνα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ενώ περισσότεροι από 20.000 δούλοι βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο ίδιος πόλεμος ονομάστηκε και Ιωνικός, επειδή οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν στα ιωνικά παράλια. Για τη διεξαγωγή του και οι δύο πλευρές χρειάζονταν άνδρες και στόλο. Παρά τα προβλήματά τους, οι Αθηναίοι άρχισαν αμέσως να ναυπηγούν νέα πλοία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, διαπίστωναν ότι η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθεταν ήταν ο στόλος των Συρακουσών. Στράφηκαν έτσι στους Πέρσες, οι οποίοι τους συνέδραμαν οικονομικά με προθυμία. Αλλά με την επιτυχία τους αυτή στερήθηκαν το βασικό ιδεολογικό τους όπλο. Ενώ είχαν αναλάβει να ελευθερώσουν τους Έλληνες από την τυραννία των Αθηναίων, έσπευδαν να παραδώσουν ελευθερωμένες πόλεις στους Πέρσες. Η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το 411, ενώ ο στόλος απουσίαζε στη Σάμο, η δημοκρατία ανατράπηκε και τη θέση της πήρε μια καταπιεστική τυραννία τετρακοσίων ανδρών. Οι άνδρες του στόλου αντέδρασαν και ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους Πέρσες. Στο μεταξύ την τυραννία διαδέχθηκε ένα μετριοπαθέστερο καθεστώς, που βασιζόταν σε 5.000 άνδρες, και σύντομα η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το ναυτικό, που παρέμενε ακόμη στη Σάμο, νικούσε συστηματικά τους Σπαρτιάτες. Ενωμένη πάλι και δημοκρατική, η Αθήνα άρχιζε να ελπίζει. Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη στρατηγός, αλλά σύντομα δυσαρέστησε ξανά τους Αθηναίους και κατέφυγε στην Περσία, όπου βρήκε τον θάνατο. Το 406 οι Αθηναίοι, με νέο στόλο που ναυπήγησαν χάρη στη συνδρομή των Μακεδόνων, πέτυχαν μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχία τους καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς τους, επειδή δεν είχαν περισυλλέξει ναυαγούς και νεκρούς. Εκλαμβάνοντας τον πόλεμο ως τρόπο ζωής, οι απλοί Αθηναίοι πολίτες, που διακινδύνευαν συνεχώς τη ζωή τους για την πόλη, απαιτούσαν τον μέγιστο σεβασμό από τους στρατηγούς τους: σεβασμό προς τους ζωντανούς, ναυαγούς και αιχμαλώτους, αλλά και προς τους νεκρούς. Μόνο ο σοφός Σωκράτης είχε το σθένος να αντιταχθεί σε αυτή την ακραία απόφαση. Για τις ανάγκες της ναυμαχίας οι Αθηναίοι είχαν απελευθερώσει ακόμη και δούλους. Αυτό που τους όφειλαν, το διατύπωσε ωραία ο Αριστοφάνης: Στους Βατράχους του, ο Χάρων απαξιούσε να παραλάβει με τη βάρκα του στον κάτω κόσμο δούλους, εκτός από εκείνους που είχαν ναυμαχήσει στις Αργινούσες - οι υπόλοιποι έπρεπε να περιδιαβούν τη λίμνη πεζή. Τέτοιου είδους στράτευση δούλων για τη σωτηρία των δεσποτών τους δεν ήταν συνήθης. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είχε συμβεί στην Κέρκυρα,

όταν οι δημοκρατικοί πολεμούσαν εναντίον των ολιγαρχικών για τον έλεγχο της πόλης. Και οι δύο πλευρές έσπευσαν στην ύπαιθρο να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση να τους απελευθερώσουν. Οι περισσότεροι δούλοι προτίμησαν, πάντως, να συνταχθούν με τους δημοκρατικούς. Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Οι Σπαρτιάτες, με στρατηγό τον Λύσανδρο, συνέτριψαν το 405 τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι τον τελευταίο τους στόλο και τους τελευταίους ικανούς άνδρες. Όταν η είδηση έφτασε στο άστυ από τον Πειραιά, κανείς δεν έκλεισε μάτι. Δεν πενθούσαν για τους σκοτωμένους (σημειώνει ο Ξενοφών, που ανέλαβε να συμπληρώσει το ημιτελές αφήγημα του Θουκυδίδη), αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με μοναδική εξαίρεση τη Σάμο, οι πάντες εγκατέλειψαν την Αθήνα, που ήταν υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους πλέον ταπεινωτικούς όρους. Το 404, με μεγάλη πλειοψηφία, η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και να προσχωρήσει η πόλη στη συμμαχία της Σπάρτης. Στη θέση της δημοκρατίας την εξουσία ανέλαβαν τριάντα άνδρες, που έμειναν γνωστοί ως Τριάκοντα τύραννοι. Αυτοί διοίκησαν την πόλη με μνησικακία και σκληρότητα, θανατώνοντας περίπου 1.500 πολίτες. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τους τυράννους. Η νέα δημοκρατία επέδειξε τη μεγαλοψυχία της κηρύσσοντας γενική αμνηστία. Στη Σικελία, εντωμεταξύ, οι ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει και πάλι τις διαμάχες τους. Οι Καρχηδόνιοι επενέβησαν και επιβλήθηκαν εύκολα. Μοναδική δύναμη ικανή να αντισταθεί απέμεναν οι Συρακούσες. Ενώπιον του κινδύνου, ο στρατηγός Διονύσιος ανέτρεψε τη δημοκρατία και επέβαλε την τυραννία του, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια.

3.5. Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε Με την αρρώστια που τη λένε ιερή ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι, όμως, είτε από άγνοια είτε γιατί τους έκανε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες- τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. […] Κατά τη δική μου γνώμη, οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτήν την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάνουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τέλειά τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή. (μτφρ. Δ. Λυπουρλής) Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ήταν γιατρός. Έζησε προς το τέλος του 5ου αιώνα και ανήκε στη σχολή του Ιπποκράτη, του μεγαλύτερου γιατρού της αρχαιότητας, που θεμελίωσε επιστημονικά την ιατρική. Σήμερα σώζονται περίπου 60 πραγματείες με το όνομα του Ιπποκράτη, οι οποίες έχουν στην πραγματικότητα συντεθεί από διάφορα μέλη της σχολής που ίδρυσε ο ίδιος στην Κω, καθώς και της ανταγωνιστικής σχολής που υπήρχε στην κοντινή Κνίδο της Μικράς Ασίας. Ορισμένες πραγματείες φέρουν καθαρά τη σφραγίδα της σοφιστικής ρητορικής. Άλλες είναι καταφανώς μεταγενέστερες. Ἱερά νόσος ή (στην ιωνική διάλεκτο) ἱρή νοῦσος ονομαζόταν η επιληψία. Παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, που προκαλούσαν ξαφνικές κρίσεις και έφερναν τον άρρωστο εκτός εαυτού, ταξινομούνταν στο ίδιο γένος. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι η ιερά νόσος προκαλείται από καθαρά φυσικές αιτίες, όπως και όλες οι άλλες αρρώστιες, και δεν προέρχεται από την παρεμβολή δαιμόνων ή θεών. Κατά τη γνώμη του, η νόσος προκύπτει όταν η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου παρεμποδίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού φλέγματος ή χολής. Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του για να αποδείξει ότι το κέντρο της συνείδησης του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος και όχι το διάφραγμα (φρένες), όπως πίστευε ο Όμηρος, ούτε η καρδιά, όπως θεωρούσαν κάποιοι σαν τον Εμπεδοκλή. Ο λόγος του βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, εύλογες υποθέσεις και συλλογισμούς που τον οδηγούσαν σε πειστικά συμπεράσματα. Από τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία της νόσου, ο συγγραφέας απέκλεισε εντελώς τον θεϊκό παράγοντα. Η ιερά νόσος πρέσβευε- έχει τη δική της σταθερή μορφή (φύσιν) και τη δική της φυσική αιτία (πρόφασιν): δεν είναι απρόβλεπτη ή παράλογη ή χαώδης και, αν κάποιος γνωρίσει τη φυσική αιτία που την προκαλεί, μπορεί να τη θεραπεύσει, προτείνοντας στον άρρωστο αγωγή που να εναντιώνεται

κατάλληλα στην αιτία και να την υπερνικά. Η νόσος δεν θεραπεύεται με μαγικές επωδές και τελετουργικούς καθαρμούς, όπως διατείνονταν οι περιπλανώμενοι αγύρτες, που έκρυβαν την άγνοιά τους επικαλούμενοι τους θεούς. Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει τον αυτόνομο χώρο της φύσης που διαθέτει δική της νομοτέλεια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «όλα τα νοσήματα είναι θεϊκά και όλα είναι ανθρώπινα». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί η φύση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτή είναι η θεϊκή πλευρά της. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την κανονικότητά της. Πώς αλληλεπιδρούν τα τέσσερα στοιχεία μεταξύ τους (η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά), πώς το θερμό έρχεται σε επαφή με το ψυχρό (και το υγρό με το ξηρό), πόσα είναι τα ζωτικά υγρά του ανθρώπινου σώματος και τι ιδιότητες έχουν, ποια κλίματα ευνοούν ποιες νόσους και ποιες δίαιτες τις παρεμποδίζουν: όλα αυτά είναι πράγματα κανονικά, γνωρίσιμα και προβλέψιμα. Και είναι αυτή η γνώση -ισχυρίζεται- ικανοποιητική για την πρόληψη και την ίαση των ασθενειών. Αυτός ήταν ο νέος κόσμος στον οποίο ανδρωνόταν ο Θουκυδίδης. Η ανακάλυψη της φύσης των πραγμάτων αποτελούσε την πρώτιστη προτεραιότητα της σκέψης. Σε μια τέτοια έρευνα, όπως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα, επιδίδονταν και οι σοφιστές, οι οποίοι έφταναν στην πολιτιστικά προηγμένη και πολιτικά ηγεμονική Αθήνα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας, για να διδάξουν και να δοξαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας Αθηναίος δεν είχε ουσιαστικά διαπρέψει στη φιλοσοφία ή την επιστήμη. Ωστόσο, κατά την Πεντηκονταετία, η Αθήνα, με την επεκτατική πολιτική της και τον αυξανόμενο πλούτο της, γινόταν σταδιακά ο σταθερός πόλος έλξης όλων των διανοουμένων της Ελλάδας. Το σπίτι του Περικλή έγινε εστία φιλοξενίας των μεγαλύτερων πνευμάτων της εποχής. Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο φυσικός φιλόσοφος Αναξαγόρας ήταν προσωπικοί του φίλοι. Ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι, που αποζητούσαν είτε μάθηση είτε κοινωνική προβολή είτε και τα δύο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Κατά την τριακονταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου η Αθήνα είχε καταστεί πολιτιστικά η πεμπτουσία της Ελλάδας. Τέτοια και τόση συγκέντρωση πνευματικού δυναμικού είναι πολύ σπάνια στην ιστορία. Λίγο μετά το μέσον του αιώνα λέγεται ότι ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα και διάβασε δημοσίως μεγάλα αποσπάσματα της ιστορίας του στην αγορά. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν κάθε λόγο να συγκινηθούν και να επευφημήσουν, όχι μόνο γιατί στη νίκη κατά των Περσών είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι ίδιοι, αλλά και γιατί ο ιστορικός της δωρικής Αλικαρνασσού παρουσίαζε έτσι τα πράγματα, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η διπλή αποτυχία των Περσών ήταν, στην ουσία, διπλή επιτυχία της Αθήνας και της φρόνιμης πολιτικής που είχε ακολουθήσει. Πολύ αργότερα, κάποιοι αρχαίοι λόγιοι και ιστορικοί έψεξαν τον Ηρόδοτο για φιλαθηναϊκή μονομέρεια. Ίσως είχαν δίκιο. Ο Ηρόδοτος έγραφε θαμπωμένος από τη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας και από τη θαλασσοκρατορία της στο Αιγαίο. Ίσως επίσης διέβλεπε ότι μέσω της Αθήνας θα μπορούσε να διασφαλιστεί η λογοτεχνική του φήμη στις επερχόμενες

γενιές.

Μαζί

με

τα

άλλα

επιτεύγματα,

το

ποσοστό

αλφαβητισμού

και

εγγραμματοσύνης των Αθηναίων ανέβαινε, συγκριτικά με άλλες πόλεις, ταχύτερα. Ορισμένοι

έψεξαν τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρον, διότι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στην περιγραφή των εθίμων και των δοξασιών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σκύθες και οι Πέρσες. Οι επικριτές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έργο του ιστορικού ήταν να αναζητεί το δίκαιο και τη λογική κάθε πλευράς. Η ιστορία του Ηροδότου εγγράφεται συνδυαστικά στην παράδοση των ποιητών και στη νεωτερική φυσική φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί στην Ιωνία. Από τους πρώτους κληρονόμησε την όρεξη να προστατέψει με τον γραπτό λόγο του τα «μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων για να μην αφανιστούν», όπως εξαλείφονται τα δυνατά χρώματα που χτυπά αλύπητα ο ήλιος. Μέριμνά του ήταν η διατήρηση της ανάμνησης των σημαντικών γεγονότων που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του καθώς και των εθνογραφικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος, ρωτώντας και ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους. Από την ιωνική φυσιολογία πήρε την κριτική αποτίμηση των πληροφοριών, την αμφιβολία, τη σύγκριση και την ταξινόμηση. Με τον προγενέστερό του Μιλήσιο Εκαταίο, που πρώτος συνέστησε τον κλάδο της συστηματικής γεωγραφίας συγγράφοντας το έργο Γῆς περίοδος (περιδιάβαση στη γη), ο Ηρόδοτος, που είχε ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τους τόπους και τις παραδόσεις των λαών, κάποτε διαφωνούσε. Ο κόσμος του, όμως, δεν ήταν ο κόσμος της αυτόνομης φύσης των φιλοσόφων και των ιπποκρατικών γιατρών, όπου το θείο και το φυσικό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι θεοί των ποιητών τον έθελγαν ιδιαίτερα. Αν ο πρώτος ιστορικός της Ελλάδας ήθελε κάτι να αποδείξει μέσα από τα πολλά και ασύνδετα περιστατικά που δεν κουράζεται να αφηγείται και μέσα από τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για πρόσωπα ηγεμονικά της Ασίας και της Αιγύπτου, είναι ότι η υπερβολή οδηγεί στην πτώση και ότι στον κόσμο επικρατεί τελικά η δικαιοσύνη, όσο και αν η τιμωρία κάποτε αργεί να φανεί. Το ιστορικό του αφήγημα δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση της περιέργειας των φιλομαθών και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έχει επίσης διάσταση ηθική. Ο «πατέρας της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρων, αισθανόταν πολύ καλά μέσα στον κόσμο όπου ζούσε. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς και την κρυφή δράση τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακλόνητη. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και των λατρειών, οι θεοί τού φάνηκαν κατά βάθος, αν όχι οι ίδιοι παντού, τουλάχιστον παρόμοιοι. Η σύγκριση τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Παράλληλα ο Ηρόδοτος συνειδητοποίησε την τεράστια ποικιλία των πεποιθήσεων και των εθίμων των διαφορετικών λαών και περιέγραψε τις διαφορές αυτές με την αντικειμενικότητα που παρέχει η ολύμπια απόσταση και ο σεβασμός του διαφορετικού. Ανάμεσα στους Αθηναίους που άκουσαν τον Ηρόδοτο να διαβάζει δημόσια τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων ήταν και ο νεαρός Θουκυδίδης. Τόσο ζήλεψε τη δόξα του Αλικαρνασσέα, ώστε αποφάσισε να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει. Αυτή τουλάχιστον την υποθετική ιστορία γνωριμίας των δύο ανδρών επινόησαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι, που εντόπισαν τόσο γραμμές συνέχειας ανάμεσα στα έργα των δύο ιστορικών όσο και σημαντικές αποκλίσεις.

Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν. Ως Αθηναίος πολίτης, ο Θουκυδίδης κλήθηκε να πολεμήσει. Είχε ο ίδιος προσωπικά γευτεί τον πόλεμο, όπως είχε άμεσα βιώσει και τον μεγάλο λοιμό που έπεσε στην Αθήνα. Ήξερε από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλούσε. Όμως, δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του πικρίες και απογοητεύσεις. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από μια υψηλότερη προοπτική. Θέλησε να ανακαλύψει την ίδια τη φύση του πολέμου και να διαχωρίσει τις εξωτερικές αφορμές (τὰς ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας) από την πραγματική αιτία του (τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν). Η περίπτωση του πολέμου που συνέβη να ζήσει ο ίδιος ήταν παραδειγματική. Σαν μια αρρώστια του σώματος, είχε και αυτός εμφανή συμπτώματα και βαθύτερα αίτια. Ο Θουκυδίδης απέφευγε τις άμεσες κρίσεις και τις γενικεύσεις. Προτιμούσε να υποδηλώνει τις απόψεις του μέσα από τη δομή της αφήγησής του. Με την επιλογή των σημαντικών γεγονότων από την αχανή δεξαμενή της ανθρώπινης πράξης και με την επιμελημένη σύνθεση των πολιτικών αποφάσεων, των πολεμικών προετοιμασιών και των μαχών σε μια εύλογη σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων, έδειχνε καθαρά πώς αντιλαμβανόταν το έργο της ιστορίας. Η έκθεση των πολεμικών γεγονότων θα ήταν όμως ελλιπής -σκέφτηκε-, αν δεν συμπληρωνόταν από τους λόγους που οδήγησαν τους πρωταγωνιστές σε αυτά. Αν τα ακριβή λόγια όσων αγόρευσαν στην Εκκλησία του Δήμου ή ενώπιον της σπαρτιατικής Γερουσίας δεν μπορούσαν να βρεθούν, γιατί δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι στενογράφοι και αρχεία, μπορούσαν να ανασυντεθούν εκ των υστέρων με βάση το πιθανό. Η αφήγηση του Θουκυδίδη αποτελεί μια εύκρατη εναλλαγή πολιτικών δημηγοριών και πολεμικών συμβάντων. Σε μία μάλιστα περίπτωση το επίπεδο δραματικότητας του λόγου ανέρχεται τόσο, ώστε η αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων εκτίθεται σε ευθύ διάλογο - όπως σε μια τραγωδία. Η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ως πράξη στον πόλεμο και ως λόγος στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των κρατών και των ηγεμονικών δυνάμεων. Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης εκφράζει άμεσα την προσωπική του κρίση εστιάζει το βλέμμα στην αλλοίωση των ηθών, που συνέβη ως αποτέλεσμα του εσωτερικού

διχασμού στην Κέρκυρα. Αυτός ήταν ο προάγγελος ενός γενικευμένου πολέμου που επρόκειτο να διχάσει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε της πόλη σε καιροσκοπικές παρατάξεις δημοκρατικώνφιλαθηναίων και ολιγαρχικών-φιλολακώνων. Το ύφος του ιστορικού γίνεται εδώ πυκνό και δύσβατο, σαν να θέλει να περιλάβει ύλες τις αποχρώσεις των συμπτωμάτων μιας φυσικής ασθένειας μέσα σε ελάχιστες φράσεις: Έπεσαν πολλές και δυσβάστακτες συμφορές στις πόλεις με την εμφύλια διαμάχη, συμφορές που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντοτε, όσο είναι ίδια η φύση των ανθρώπων, με περισσότερο ήπιο, όμως, τρόπο και με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες και το μέγεθος των μεταπτώσεων. Κατά τις ειρηνικές περιόδους ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ανώτερο φρόνημα, γιατί δεν πέφτουν στην ακούσια ανάγκη. Ο πόλεμος, όμως, υποκλέπτοντας την ευπορία της καθημερινής διαβίωσης, γίνεται δάσκαλος βιαιότητας και εξομοιώνει την οργή του πλήθους προς τις εκάστοτε συνθήκες. Κατά τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη γυμνότητα στις ακραίες καταστάσεις. Τότε αποκαλύπτεται ο δυναμισμός του πλάσματος που, όπως επισήμαινε ο συμπολίτης του Σοφοκλής, είναι το «φοβερότερο» (με όλες τις σημασίες του όρου) από όλα τα ζωντανά του κόσμου: του ανθρώπου. Στη θεώρηση του Θουκυδίδη οι θεοί, οι χρησμοί και οι μαντικές προβλέψεις δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο εκτός από το να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Τίθεται όμως πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους. Για την επίλυση των αινιγματικών γρίφων που θέτουν τα θεϊκά σημάδια οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με εκείνη τη γνωστική δύναμη που ο Θουκυδίδης ονόμασε γνώμην, και η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική αλλά και τη διαίσθηση. Μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκυρίας στο παρόν, να προβλέψουν το άμεσο μέλλον και να συμβάλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με καίριες αποφάσεις. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στην ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης, που καθιστά τη γενική πρόβλεψη υπόθεση εφικτή. Ωστόσο, παρεμβαίνουν επίσης απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα ένας σεισμός και η ξαφνική αλλαγή στην κατεύθυνση των ανέμων, που καθιστούν την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης αδιάγνωστη. Τους παράγοντες αυτούς συγκεντρώνει ο Θουκυδίδης κάτω από τον γενικό όρο τύχη. Την τύχη δεν την αποδίδει ρητά στη βούληση των θεών. Στην αφήγηση του ιστορικού, όμως, υποφώσκει η ιδέα ότι η τύχη δεν είναι τελικά κάτι εντελώς τυχαίο! Αν μπορεί να βρεθεί, έστω και αναδρομικά, ένα βαθύτερο νόημα στην ιστορική πορεία που εξηγεί γιατί τα πράγματα κατέληξαν έτσι και όχι αλλιώς, η καθαρή τυχαιότητα δεν αρκεί, εφόσον δεν μπορεί να γίνει πραγματικό αντικείμενο γνώσης. Πίσω από τη θουκυδίδεια τύχη κρύβεται μια πίστη στην κοσμική δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή που απέδιδαν στους προσωπικούς θεούς οι τραγικοί ποιητές και στο θεῖον ο Ηρόδοτος.

Ο Θουκυδίδης είδε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως την εμπράγματη φανέρωση μιας προγενέστερης πνευματικής σύγκρουσης δύο πολιτικών νοοτροπιών: του τολμηρού και νεωτερικού πνεύματος, που δεν έβρισκε ησυχία πουθενά, και του συντηρητικότερου πνεύματος της πολιτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην παράδοση. Το πρώτο εκπροσωπούσαν οι Αθηναίοι, το δεύτερο οι Λακεδαιμόνιοι. Ορισμένοι σύμμαχοι του ενός ή του άλλου στρατοπέδου ανήκαν ουσιαστικά στην αντίπαλη πτέρυγα από την άποψη της νοοτροπίας, αλλά είχαν συνταχθεί με βάση τα συμφέροντά τους και την ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Κορίνθιοι ήταν τόσο τολμηροί όσο και οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι, οι Σάμιοι, που συντάχθηκαν με τους Αθηναίους, οπαδοί της ησυχίας και της πολιτικής αυτονομίας, όπως και οι Σπαρτιάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών στάσεων ζωής αποτελεί την πολιτική εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης διάστασης που έρεε υπογείως στον ελληνικό πολιτισμού. «Μη λησμονείς ποτέ ότι είσαι θνητός», έλεγε η μία τάση. «Προσπάθησε όσο μπορείς να γίνεις αθάνατος», έλεγε η άλλη. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που αναπτυσσόταν μεταξύ τους ήταν ο κοσμικός πόλεμος του Ηράκλειτου. Η ένταση ανάμεσα στις δύο τάσεις εκφράστηκε στην ιστοριογραφία, αφού πριν η πολιτική ιστορία είχε φανερώσει την ύπαρξή της σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε σε μέγεθος τους προηγούμενους. Το ιστορικό αφήγημα του Θουκυδίδη, η ξυγγραφή, δεν είναι μια απλή καταγραφή αξιομνημόνευτων συμβάντων. Είναι πρωτίστως ένα έργο εφαρμοσμένης πολιτικής φιλοσοφίας. Όπως δίκαια πίστεψε ο ίδιος χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, η ιστορία του είναι «ένα απόκτημα για την αιωνιότητα» (κτῆμα ἐς αἰεί) που στόχο έχει να διδάξει, όχι να τέρψει ή να διασκεδάσει, όπως θα έκανε μια χρονογραφία. Μελετώντας την μπορεί κανείς να βρει τους νόμους της πολιτικής δράσης των ανθρώπων, που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα. Την πραγματική ισχύ τους την ανακαλύπτει όποιος ζει και ταυτόχρονα αναλογίζεται την ιστορία. Η ξυγγραφή του Θουκυδίδη είναι ο μεγεθυντικός φακός αυτής της αναζήτησης.

3.6. Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης Τα Άβδηρα ήταν μια ακμάζουσα πόλη της Θράκης. Η εισφορά της στο ταμείο της Δήλου τη φέρνει τρίτη στον κατάλογο των πλουσιότερων πόλεων της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Πρωταγόρας. Οι Λεοντίνοι ήταν μια αποικία της σικελικής Νάξου, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον 6ο αιώνα. Η πόλη, κτισμένη δέκα χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώρα του μεγάλου νησιού, υπήρξε μία από τις λίγες περιπτώσεις ελληνικής αποικίας που δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Λόγω του εύφορου εδάφους του τόπου και της αγροτικής οικονομίας που ακολούθησαν οι άποικοι, οι Λεοντίνοι έγιναν γρήγορα ο σιτοβολώνας της Σικελίας. Από εκεί καταγόταν ο Γοργίας. Η Ήλιδα, μια σημαντική πόλη της Πελοποννήσου που είχε τη δικαιοδοσία των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν ο τόπος καταγωγής του Ιππία. Ο Πρόδικος καταγόταν από την Κέα, το μικρό νησί των Κυκλάδων στα ανατολικά της Αττικής. Οι τέσσερις αυτοί άνδρες, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της ελληνικής επικράτειας, και πολλοί άλλοι με παρόμοια στάση ζωής, ταξίδεψαν πολύ. Όλοι τους πέρασαν και από την Αθήνα. Στόχος τους ήταν να διδάξουν συστηματικά τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάποιος να πείσει ένα ακροατήριο για την ορθότητα των απόψεών του. Δεν τους ενδιέφερε αν αυτό που θα υποστήριζε ο μαθητής τους ήταν σωστό ή λάθος, αληθές ή ψευδές. Τους απασχολούσε η ίδια η δύναμη της πειθούς. Αν και ήδη στον Όμηρο οι Έλληνες θαύμαζαν την όμορφη ομιλία, η ρητορική δεινότητα των περισσότερων ομιλητών μέχρι τον 5ο αιώνα ήταν αποτέλεσμα έμφυτου ταλέντου και ερασιτεχνικής άσκησης. Τη συστηματική τέχνη της πειστικότητας στον λόγο εφηύραν, περίπου ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, άνθρωποι σαν αυτούς που αναφέραμε, οι οποίοι δεν σχετίζονταν προσωπικά μεταξύ τους, δεν είχαν κοινό πρόγραμμα σκέψης και δράσης ούτε ομοιόμορφες ιδέες, αλλά δρούσαν με γνώμονα το ατομικό τους συμφέρον και είχαν ως στόχο την αύξηση της προσωπικής τους φήμης σε πανελλήνια κλίμακα και τον πλουτισμό μέσω της διδαχής. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους σοφιστάς -που τότε ακόμη σήμαινε τους σοφούς-, και έτσι τους αποκαλούσαν και τους αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοί τους: ως ανθρώπους με ιδιαίτερη και σπάνια γνώση. Το μόνο κοινό στοιχείο που ξεχώριζε τη διδασκαλία τους από τα διδάγματα των φιλοσόφων ήταν η επικέντρωση της προσοχής στον άνθρωπο και στην κοινωνία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 6 [σ. 87-109]). Τα φιλοσοφικά προβλήματα για την αρχή ή τις αρχές από τις οποίες προήλθε ο κόσμος, για τα αίτια της κίνησης και της μεταβολής στη φύση, για τη σταθερότητα των άστρων και για τη φύση των θεών δεν τους απασχολούσαν. Χαρακτηριστικά ο Πρωταγόρας έλεγε: Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τούτη τη γνώση, και πρωτίστως η ασάφεια του θέματος και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής. Οι σοφιστές ενδιαφέρθηκαν για τη γλώσσα, την ψυχολογία, την ερμηνεία της ποίησης, τις κοινωνικές σχέσεις, την πολιτική και κυρίως τον νόμον, δηλαδή τις συμβάσεις και τα έθιμα των ανθρώπινων κοινωνιών. Στόχος τους ήταν να δείξουν ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με ένα πανίσχυρο όργανο, τον λόγο, το οποίο μπορούσε να τελειοποιηθεί και να γίνει εξαιρετικά

αποτελεσματικό. Όπως κάθε κατασκευαστής ή μεταπράτης εργαλείων, έτσι και οι σοφιστές δεν ενδιαφέρονταν για τη χρήση του όπλου που εμπορεύονταν. Η καλή ή κακή χρήση εναπόκειται, όπως πίστευαν, στη δικαιοδοσία του ίδιου του χρήστη. Υπόσχονταν, πάντως, ότι το όπλο τους μπορούσε να κλονίσει τις παγιωμένες πεποιθήσεις των ανθρώπων και να εμφανίσει την ασθενέστερη άποψη ως ισχυρότερη. Με τον τρόπο αυτό εγκαινίασαν τη συστηματική αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων, τους ἀγῶνας λόγων. Για να υπογραμμίσουν μάλιστα την ικανότητα που είχαν να υπερασπίζονται εναλλάξ τις δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, σκηνοθέτησαν ακόμη και φανταστικές δίκες, συγγράφοντας οι ίδιοι τους λόγους κατηγορίας και υπεράσπισης των υποθετικών αντιδίκων. Η έπαρση των σοφιστών στα ζητήματα της θεωρητικής και πρακτικής γνώσης ήταν κάποτε σκανδαλώδης. Κάποιοι διατείνονταν ότι μπορούν να μιλήσουν για οποιοδήποτε θέμα, είτε σε μορφή μονολόγου είτε σε διάλογο με ερωταποκρίσεις. Οι επιδείξεις της τέχνης τους ήταν μνημειώδεις. Ο Πρωταγόρας προκάλεσε τόση αίσθηση όταν, γύρω στο 450, πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα, ώστε έξι χρόνια αργότερα ο Περικλής τού ανέθεσε τη συγγραφή των νόμων για τους Θούριους, τη νέα πανελλήνια αποικία των Αθηναίων στην περιοχή της κατεστραμμένης Σύβαρης στην Κάτω Ιταλία. Ο Ιππίας λέγεται ότι κυκλοφορούσε στους δρόμους των ελληνικών πόλεων διατεινόμενος ότι όλα όσα φορούσε, από τα σανδάλια έως τον χιτώνα και τα χρυσά δακτυλίδια, ήταν κατασκευασμένα από τον ίδιο. Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις πόλεις καταγωγής των σοφιστών είναι περιορισμένες. Στους Λεοντίνους και τα Άβδηρα οι δημοκρατικοί θεσμοί ήταν ήδη καλά θεμελιωμένοι στο μέσον του 5ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε όμως πολλά ούτε για το πνευματικό επίπεδο των πολιτών ούτε των συζητήσεων στην αγορά ή την Εκκλησία, ούτε βέβαια για τις τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, αν και γνωρίζουμε την ανάπτυξη του θεάτρου. Στον Ακράγαντα της Σικελίας, μια άλλη μεγάλη αποικία που είχε ιδρυθεί από αποικία, έζησε ο περίφημος Εμπεδοκλής, και από αυτό τον υποτιθέμενο θεμελιωτή της ρητορικής λέγεται ότι διδάχτηκε ο Γοργίας. Μύθος ή ιστορία; Όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο: πάμπολλες πόλεις στην ανατολική και δυτική, βόρεια και νότια ακρώρεια του ελληνισμού διέθεταν ένα επίπεδο πνευματικής και πολιτιστικής ζωής που θα ήταν αδιανόητο ακόμη και για τις αντίστοιχες σύγχρονες περιφερειακές κωμοπόλεις με την τηλεόραση και το διαδίκτυο. Οι σοφιστές κέρδισαν ενθουσιώδεις οπαδούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά δημιούργησαν και άσπονδους εχθρούς. Η διδασκαλία τους βρισκόταν κάποτε σε αντίθεση με την παραδοσιακή ηθική που εξέφραζαν ορισμένοι ποιητές, και ειδικά ο Όμηρος. Πολλοί θεώρησαν ότι με τη νέα διδασκαλία ανατρέπονταν τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνικής τάξης και του πυρήνα της μέσα στην παραδοσιακά ιεραρχημένη οικογένεια. Και είχαν εν μέρει δίκιο. Οι σοφιστές ήθελαν να καταστήσουν την πολιτική αριστεία ένα σοβαρό και μεταβιβάσιμο αντικείμενο γνώσης, χωρίς να αμφισβητούν γενικά την ισχύουσα πολιτική κατάσταση. Ωστόσο, ορισμένες απόψεις τους ήταν πραγματικά καινοφανείς για την εποχή. Ο Αντιφών, ο μόνος μαζί με τον Κριτία σημαντικός σοφιστής που παρήγαγε η Αθήνα, υποστήριξε, για παράδειγμα, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση όμοιοι και ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στις καλές και τις ταπεινές

οικογένειες ή ανάμεσα στους Έλληνες και στους βαρβάρους αποτελούν ανθρώπινες συμβάσεις. Ο ρήτορας Αλκιδάμας, που υπήρξε μαθητής του Γοργία, έφτασε να υποστηρίζει το αδιανόητο για την εποχή: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση ελεύθεροι και ότι η δουλεία είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού - μια κοινωνική σύμβαση βασισμένη στη βία. Αν και δεν γνωρίζουμε το ακριβές πλαίσιο στο οποίο διατυπώθηκε ο ισχυρισμός, είναι βέβαιο ότι προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Κάποιοι ποιητές σαν τον Ευριπίδη είχαν παρουσιάσει παρόμοιες απόψεις από τα χείλη τραγικών ηρώων τους. Η ευθεία τοποθέτηση πάνω στο θέμα αυτό, όμως, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από την έμμεση λογοτεχνική κρίση, που μπορούσε να περιλαμβάνει ειρωνεία ή να εξυπηρετεί τον συνολικό σκοπό του δράματος. Πολλοί σύγχρονοι του Αντιφώντα και του Αλκιδάμαντα είχαν αναμφίβολα ταραχθεί βλέποντας Έλληνες πολίτες ηττημένους στον πόλεμο ή λεηλατημένους στη θάλασσα από πειρατές να εξανδραποδίζονται και να υπηρετούν ως δούλοι, αλλά κανένας δεν μπορούσε εύκολα -και δεν θα ήθελε, εκτός αν ήταν ο ίδιος δούλος- να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα ότι η δουλεία είναι αφύσικος θεσμός. Η πλειονότητα των δούλων της κλασικής εποχής προερχόταν, εξάλλου, από αλλοεθνείς πληθυσμούς - γεγονός που μπορούσε να καθησυχάσει τις όποιες συνειδησιακές τύψεις των δεσποτών τους και να εντείνει, ιδίως μετά τα Περσικά, την ιδεολογία περί φυσικής ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων. Οι συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξη της ρητορικής τέχνης ήταν προφανώς πολιτικές. Στην Εκκλησία του Δήμου όλα κρίνονταν από το πόσο πειστικός φαινόταν στο κοινό ο ομιλητής που υποστήριζε τον πόλεμο έναντι του πολιτικού αντιπάλου του που αξίωνε ειρήνη. Στα δικαστήρια συνέβαινε το ίδιο. Οι αντίδικοι μιλούσαν εναλλάξ και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κερδίσουν την εύνοια ενός πολυάριθμου ακροατηρίου, που στην Αθήνα αριθμούσε 201, 401, 501 ή και περισσότερα μέλη. Η δυνατότητα εκπροσώπησης του κατήγορου ή του κατηγορουμένου από δικηγόρο ήταν άγνωστη. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει όποιος αναγκαζόταν να βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου ήταν να μισθώσει έναν επαγγελματία ρήτορα, να αποστηθίσει την απολογία που εκείνος είχε συγγράψει και να την απαγγείλει προφορικά, σαν να ήταν έκθεση επιχειρημάτων που είχε ο ίδιος σκεφτεί. Για όσους αξίωναν ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους η ευφράδεια ήταν απαραίτητο προσόν - και όχι μόνο για την Εκκλησία του Δήμου. Οι πολιτικοί αντίπαλοι καραδοκούσαν για να καταγγείλουν δημόσια οποιοδήποτε πραγματικό ή υποθετικό παράπτωμα της ιδιωτικής ζωής των εχθρών τους. Η πιθανότητα να βρεθεί ο καθένας, αλλά ιδίως ένας πολίτης με έντονη δράση, στη δυσάρεστη θέση του εναγομένου ήταν πολύ μεγάλη. Ένας διαρκής κίνδυνος ελλόχευε στη ζωή των δημόσιων προσώπων και μπορούσε να τους καταστρέψει ανά πάσα στιγμή. Αν κατόρθωναν να πείσουν τους δικαστές για την αθωότητά τους και για τα πραγματικά κίνητρα των αντιπάλων τους, μπορούσαν να σωθούν. Ο χρηματισμός ή ο πολιτικός εκβιασμός ενός τόσο πολυπληθούς και ετερογενούς δικαστηρίου ήταν αδύνατος. Μοναδικό βέβαιο όπλο ήταν η τέχνη της πειθούς, ο αξιόπιστος, ο λογικά ευρηματικός και ο κατάλληλα συναισθηματικός λόγος.

Οι σοφιστές ήρθαν να καλύψουν ένα υπαρκτό κενό στην εκπαίδευση των νέων. Έως την ηλικία των επτά ετών τα παιδιά βρίσκονταν υπό την προστασία των μανάδων τους στο σπίτι. Στη συνέχεια

οι

εύποροι

πολίτες

ανέθεταν

τους

γιους

τους

σε

ιδιωτικούς

δασκάλους,

τους παιδαγωγούς, που συχνά ήταν δούλοι, και τους μάθαιναν γραφή, ανάγνωση και μουσική, με βάση τα κείμενα του Ομήρου και άλλων ποιητών. Η πόλη ενδιαφερόταν -και όχι μόνο στη Σπάρτηπερισσότερο για τη σωματική ανάπτυξη των νέων, που επρόκειτο να γίνουν οπλίτες και να υπερασπιστούν την αυτονομία της πόλης τους, και λιγότερο για την καλλιέργεια του πνεύματός τους. Δημόσια γυμνάσια υπήρχαν σε κάθε πόλη -και ήταν μάλιστα ένα διακριτό χαρακτηριστικό του ελληνικού τρόπου ζωής-, αλλά δημόσια σχολεία πουθενά. Η παιδεία των πολιτών προερχόταν από τις δημόσιες συζητήσεις, την απαγγελία ποίησης σε εορταστικές εκδηλώσεις και την προσωπική αναζήτηση. Στην Αθήνα ειδικά υπήρχε, επίσης, το θέατρο. Πάντως, το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν μεγάλο, και οι ελληνικές πόλεις ήταν, μέχρι τον 4ο αιώνα, κοινωνίες προφορικού λόγου, στις οποίες η μετάδοση της γνώσης γινόταν πρωτίστως με την προσωπική επαφή. Οι σοφιστές ήταν αυτοί που εγκαινίασαν μιαν «ανώτατη» εκπαίδευση σε σχετικά ευρεία κλίμακα. Το οικονομικό τίμημα που απαιτούσαν για τούτη τη δυσεύρετη γνώση ήταν απρόσιτο στους πολλούς. Μόνο οι λίγοι πλούσιοι μπορούσαν να χαρούν το αγαθό αυτής της νέας παιδείας γεγονός που συνέβαλε στην αρνητική στάση αρκετών συντηρητικών ανθρώπων απέναντι στο κίνημα των σοφιστών.

Το 427 ο Γοργίας ήρθε ως πρεσβευτής των Λεοντίνων στην Αθήνα, για να ζητήσει πολιτική και στρατιωτική στήριξη στη διαμάχη που είχε η γενέτειρα του με τις Συρακούσες. Οι Αθηναίοι εντυπωσιάστηκαν από τη ρητορική του δεινότητα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο εικοσάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία Νεφέλες. Το έργο δεν είχε επιτυχία στο κοινό. Ο κωμικός ποιητής, που είχε ήδη κερδίσει δύο πρώτα βραβεία με προηγούμενες κωμωδίες, δεν κατάφερε να συγκινήσει τους θεατές και ήρθε τρίτος. Παρά τη νεότητά του, ο Αριστοφάνης είχε απόψεις παραδοσιακές και μάλλον συντηρητικές. Ήταν ο πρώτος που επισήμανε -ή μάλλον εφηύρε- τη διαβρωτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην κοινωνία η νέα διδασκαλία των σοφιστών και των φυσικών φιλοσόφων, όσων πίστευαν στη δύναμη του νου και αδιαφορούσαν για τους θεούς και το υπεραισθητό. Οι συμπολίτες του, υπό την επήρεια ακόμη του πνεύματος της μεγάλης και κοσμοπολίτικης Αθήνας του Περικλή, δεν ένιωθαν ιδιαίτερο κίνδυνο. Ο Αριστοφάνης επέμεινε στις απόψεις του και αναθεώρησε, λίγα χρόνια μετά, το κείμενο των αποτυχημένων Νεφελών του, ίσως για να διδάξει όσους ενδιαφέρονταν να το διαβάσουν. Στη μορφή αυτή, τη μόνη που σώζεται, ο Σωκράτης είναι ένας βασικός ήρωας του έργου και κατατάσσεται μαζί με τους σοφιστές. Αν εξαιρέσουμε την ιδιότυπα ατημέλητη εμφάνιση του μοναδικού φιλοσόφου που παρήγαγε η Αθήνα κατά τον 5ο αιώνα, η εικόνα ενός Σωκράτη σοφιστή δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Η μόνη ουσιαστική διαφορά του από τους υπόλοιπους σοφιστές ήταν ότι ο Σωκράτης δεν ζητούσε αμοιβή για τη διδασκαλία που παρείχε ούτε υποσχόταν βέβαιη γνώση. Ούτως ή άλλως, οι διαφορές ανάμεσα στους σοφιστές ήταν ήδη μεγάλες. Για ένα

μάτι που έβλεπε τα πράγματα από ψηλά, παραμερίζοντας τις ατομικές λεπτομέρειες, ο Σωκράτης μπορούσε κάλλιστα να ταξινομηθεί μαζί με όσους άλλους κόμιζαν τη νέα παιδεία: ενδιαφερόταν και αυτός για τη διαπαιδαγώγηση των νέων, ασκούσε κριτική στις παραδοσιακές αξίες αν δεν περνούσαν επιτυχώς τη βάσανο της λογικής, εστίαζε την προσοχή του στην ηθική και την πολιτική αριστεία και, προπάντων, αντιλαμβανόταν την αρετή ως γνώση. Η ανάδειξη της παραδοσιακής ηθικής που καθοδηγούσε τους Μαραθωνομάχους έναντι της καινούργιας παιδείας που υποτίθεται ότι διέφθειρε τους νέους υπήρξε ένα σταθερό μέλημα του Αριστοφάνη. Το 405, έναν μόλις χρόνο μετά τον θάνατο, μέσα σε λίγους μήνες, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, ο κωμικός ποιητής παρουσίασε τον Διόνυσο, τον θεό του θεάτρου, επί σκηνής να αναζητά κάποιον μεγάλο τραγικό και να αναγκάζεται να κατεβεί στον Άδη. Το σκηνικό του κάτω κόσμου έγινε έτσι ο χώρος μιας φανταστικής αντιπαράθεσης του παραδοσιακού Αισχύλου με τον νεωτερικό Ευριπίδη σε έναν αγώνα λόγων που είναι, όπως δηλώνεται στο κείμενο, ένας ἀγὼν σοφίας. (Ο Σοφοκλής δεν μετέχει, διότι βρίσκεται με την πλευρά που εκπροσωπεί ο Αισχύλος.) Σε κάποιο σημείο εμφανίζεται η εξής χαρακτηριστική στιχομυθία: Διόνυσος: Πάρε κι εσύ λίγο λιβάνι και ρίξ᾽ το στην πυρά. Ευριπίδης: Εντάξει. Όμως εγώ προσεύχομαι σ᾽ άλλους θεούς. Διόνυσος: Πρόκειται για δικούς σου; καινούργιο φρούτο; Ευριπίδης: Βεβαίως. Διόνυσος: Εμπρός, λοιπόν. Προσευχήσου σε ιδιωτικούς θεούς. Ευριπίδης: Ω Αιθέρα και Στρόφαλε της Γλώσσας και Λογική και Κυνηγετικά Ρουθούνια, βοηθήστε με να καταρρίπτω επιτυχώς τα επιχειρήματα των αντιπάλων μου. Ο Ευριπίδης εκπροσωπεί το νέο πνεύμα. Ο Αισχύλος, όμως, δεν πτοείται. Υποστηρίζει σθεναρά το αρχαίο ήθος. Καθώς οι αντίπαλοι είναι περίπου ισοδύναμοι, ο Διόνυσος βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Παρακάμπτοντας τις αμφιβολίες του, δίνει τελικά τη νίκη στον Αισχύλο. Η προτροπή του Αριστοφάνη στους συμπολίτες του ήταν σαφής. Η διάβρωση είχε διεισδύσει ακόμη και στην ποίηση, προπύργιο της παραδοσιακής σοφίας.

Αν πιστέψουμε τους πολυάριθμους μαθητές που επηρέασε βαθιά ο Σωκράτης, και ιδίως τον Πλάτωνα, η κριτική του Αριστοφάνη έφερε τελικώς αποτέλεσμα - αν και ίσως βαρύτερο από το αναμενόμενο. Πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Σωκράτης κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τους θεούς της πόλεως και διαφθορά των νέων. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο με 281 καταδικαστικές ψήφους και 220 αθωωτικές. Μετά τη δευτερολογία του, είκοσι σύμφωνα με άλλη εκτίμηση έως και ογδόντα- πολίτες που τον είχαν θεωρήσει αθώο συμφώνησαν να καταδικαστεί σε θάνατο. Τόση ήταν η οργή που τους είχε προκαλέσει η αλαζονική και αμεταμέλητη στάση του απολογούμενου, ο οποίος έφτασε στο σημείο να ζητήσει δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο ως μεγάλος ευεργέτης της πόλεως - σαν τους Ολυμπιονίκες. Η ποινή εκτελέστηκε ύστερα από λίγες ημέρες.

Η γραφὴ ἀσεβείας (δηλαδή η έγγραφη και ονομαστική καταγγελία στον άρχοντα βασιλέα για το αδίκημα της ελλιπούς αναγνώρισης ή δυσπιστίας προς τους παραδοσιακούς θεούς που διέπραττε κάποιος πολίτης ή ξένος στην Αθήνα) ήταν μια αποδεκτή νομική διαδικασία. Ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας είχαν νωρίτερα κατηγορηθεί με το ίδιο αιτιολογικό. Όμως, σε καμία άλλη περίπτωση δεν είχε επιβληθεί η θανατική καταδίκη. Τα αίτια της καταδίκης ενδέχεται να είχαν και πολιτική διάσταση. Μετά την ανατροπή των Τριάκοντα τυράννων και την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας στην Αθήνα, ο δήμος ψήφισε μια φρόνιμη πρόταση πολιτικής αμνηστίας, για να παύσουν οριστικά οι πολιτικές και προσωπικές έριδες ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους φιλολάκωνες ολιγαρχικούς που είχαν προδώσει την πάτριον πολιτείαν. Μετά το 403, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που έφταναν στα δικαστήρια δεν μπορούσαν πλέον να επικαλούνται πολιτικές πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν πριν από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πιθανόν κάποιοι Αθηναίοι να θεώρησαν ότι βαθύτερη αιτία της ήττας ήταν η διάβρωση των ηθών που προκάλεσε η νέα παιδεία. Ο Σωκράτης ίσως αποτέλεσε το εξιλαστήριο θύμα, που συγκέντρωσε πάνω του τη λαϊκή οργή. Κάποιοι μνημόνευαν καυστικά τη φιλική σχέση του με σημαίνοντα πρόσωπα του ολιγαρχικού πραξικοπήματος. Πάντως, στις δύο λογοτεχνικές απολογίες του Σωκράτη που μας έχουν σωθεί, τα πολιτικά κίνητρα της καταδίκης δεν μνημονεύονται. Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο δεδομένου ότι οι συγγραφείς αυτοί (ο Πλάτων και ο Ξενοφών) είχαν τους δικούς τους πολιτικούς λόγους να μέμφονται την αθηναϊκή δημοκρατία. Συμβολικά, η καταδίκη του Σωκράτη σήμανε το τέλος της πολιτικής και πολιτιστικής ακμής της Αθήνας, η οποία οριοθετήθηκε από δύο μεγάλους πολέμους.

4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια 4.1. Βαδίζοντας εναντίον του Πέρση βασιλιά Το 401 περίπου 13.000 Έλληνες στρατιώτες, που έμειναν γνωστοί ως Μύριοι (δηλαδή 10.000), βάδισαν προς τη Βαβυλώνα, με σκοπό να ανατρέψουν τον μεγάλο Πέρση βασιλιά. Ο Αρταξέρξης Β' Μνήμων (404-359) είχε διαδεχθεί ομαλά τον πατέρα του Δαρείο Β' λίγο πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά σύντομα αμφισβητήθηκε από τον νεότερο αδελφό του Κύρο. Με σκοπό να υπερασπιστεί τον θρόνο του, συγκέντρωσε πολύ ισχυρό στράτευμα και περίμενε να αντιμετωπίσει τους εισβολείς κοντά στην πρωτεύουσά του. Ένα μικρό αλλά αξιόμαχο τμήμα των εχθρών του το αποτελούσαν Έλληνες, που υπηρετούσαν στον στρατό του Κύρου. Έλληνες μισθοφόροι υπήρχαν διαθέσιμοι από πολύ παλιά. Όταν έμαθαν να πολεμούν βαριά οπλισμένοι στους σχηματισμούς της φάλαγγας, έγιναν περιζήτητοι. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τόσο οι Αθηναίοι όσο και οι Σπαρτιάτες κατέφυγαν αρκετές φορές στη μίσθωση ανδρών για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το ίδιο έκαναν και οι εμπόλεμοι στη Σικελία. Επίσης, πολλοί Έλληνες στρατιώτες, ανάμεσά τους και Σπαρτιάτες, αναζητούσαν εργασία ως μισθοφόροι στην Περσική Αυτοκρατορία - με ή χωρίς τη συγκατάθεση της πόλης τους. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι που υπηρετούσαν στον στρατό του Κύρου είχαν αρχηγό τον εξόριστο στρατηγό Κλέαρχο. Δραστήριος ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Κλέαρχος ανέλαβε να αντιμετωπίσει τους Θράκες που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στον Ελλήσποντο. Διαφώνησε ωστόσο με τους Σπαρτιάτες εφόρους και, καταδικασμένος σε θάνατο στην πόλη του, άρχισε να πραγματοποιεί τα σχέδια του με χρήματα του Κύρου. Όταν ο Κύρος τον χρειάστηκε, άφησε τον πόλεμο με τους Θράκες και έσπευσε να συνδράμει τον χρηματοδότη του. Στον στρατό του Πέρση πρίγκιπα κατατάχθηκαν και πολλοί Έλληνες από τη Θεσσαλία, καθώς και από διάφορες άλλες περιοχές, ακόμη και από τις Συρακούσες. Όπως ο Κλέαρχος, αρκετοί από αυτούς εγκατέλειπαν τις πόλεις τους εξαιτίας εσωτερικών προβλημάτων. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες στον στρατό του Κύρου δεν διέθεταν, καθώς φαίνεται, χάρτη της Περσικής Αυτοκρατορίας - όπως αυτόν που είχε προσκομίσει στην Ελλάδα έναν αιώνα νωρίτερα ο Αρισταγόρας, όταν σχεδίαζε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Ούτε φαντάστηκαν άλλωστε ότι θα τον χρειάζονταν. Εξάλλου, οι χάρτες της εποχής ήταν πολύ γενικοί και δεν παρείχαν συγκεκριμένες πληροφορίες. Όλα πήγαιναν καλά, έως ότου έφτασαν στην Ταρσό της Κιλικίας. Εκεί στύλωσαν τα πόδια. Άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι πραγματικός στόχος της εκστρατείας ήταν ο μεγάλος βασιλιάς, κάτι που επίσημα γνώριζαν μόνο οι στρατηγοί τους. Αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος που αρνήθηκαν να συνεχίσουν. Με εξασφαλισμένο τον μισθό τους, ήταν συνήθως πρόθυμοι να αναλάβουν κάθε δύσκολη αποστολή. Το πραγματικό τους πρόβλημα ήταν ότι από εκείνο το σημείο θα άρχιζαν να κατευθύνονται στα ενδότερα της αυτοκρατορίας. (Όπως είχε εξηγήσει στον Αρισταγόρα ο βασιλιάς Κλεομένης, οι Σπαρτιάτες αρνούνταν να αναλάβουν επιχειρήσεις σε περιοχές που απείχαν μήνες δρόμο από τη θάλασσα.) Ο Κλέαρχος άρχισε να πιέζει τους άνδρες του, και αυτοί δεν δίστασαν να τον λιθοβολήσουν. Χρειάστηκαν όλων

των ειδών τα τεχνάσματα και κυρίως μια αύξηση μισθού κατά 50%, για να παραμείνουν στον στρατό του Κύρου. Εξόριστος από την πόλη του, ο Κλέαρχος έδινε την εντύπωση ότι ενεργούσε με δική του πρωτοβουλία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, παρακολουθούσαν προσεκτικά την πορεία του και φαίνεται ότι την ενέκριναν. Όταν μάλιστα δέχτηκαν πρόσκληση του Κύρου για συμπαράσταση, επειδή και αυτός τους είχε συνδράμει στον αγώνα τους εναντίον των Αθηναίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν. Έτσι, τη στιγμή που οι Έλληνες μισθοφόροι συμφώνησαν να συνεχίσουν την πορεία τους, κατέφθασαν ενισχύσεις με πλοία και οπλίτες από την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες είχαν κάθε λόγο να ελπίζουν ότι, με τον Κύρο βασιλιά, η Περσία θα ήταν μόνιμα φιλική προς την πόλη τους.

Ο Κύρος ο νεότερος, που είχε το όνομα του μεγάλου θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, συναισθανόταν πλήρως την κατάσταση του. Ενώ ο ίδιος ήταν διοικητής μιας περιφέρειας, ο αδελφός του κυβερνούσε μιαν αυτοκρατορία. Δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί ούτε στα πλούτη ούτε σε ανθρώπινο δυναμικό. Παρ᾽ όλα αυτά, διέθετε τρία πλεονεκτήματα που τον έκαναν να αισιοδοξεί. Το πρώτο ήταν ότι με τους στρατηγούς που τον ακολουθούσαν, Έλληνες και Πέρσες, είχε δεσμούς φιλίας. Από καιρό οικοδομούσε μαζί τους προσωπικές σχέσεις και δεν χρειαζόταν να τους επιβληθεί αποκλειστικά με χρήματα ή απειλές. Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ο αξιόμαχος μισθοφορικός στρατός των Ελλήνων. Όπως είχαν δείξει καθαρά οι μάχες στον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και τις Πλαταιές, οι Έλληνες οπλίτες διέθεταν υπέρτερη τεχνική και απαράμιλλο θάρρος. Το τρίτο πλεονέκτημα ήταν ο αιφνιδιασμός. Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν πανίσχυρη, αλλά οι μεγάλες αποστάσεις και ο κατακερματισμός των στρατιωτικών δυνάμεων την καθιστούσαν τρωτή σε περίπτωση γρήγορης προέλασης του εχθρού. Ο Αρταξέρξης είχε επίσης πιστούς φίλους. Ένας από αυτούς, ο σατράπης Τισσαφέρνης, τον προειδοποίησε εγκαίρως για τις προετοιμασίες του Κύρου και τον προφύλαξε από τον αιφνιδιασμό. Πρόλαβε λοιπόν να συγκεντρώσει έναν εξαιρετικά μεγάλο στρατό, πολλαπλάσιο της στρατιωτικής δύναμης του αδελφού του. Του απέμενε έτσι να αντιμετωπίσει ένα μόνο πλεονέκτημα του Κύρου: τους Έλληνες μισθοφόρους. Η μεγάλη μάχη δόθηκε αρκετά κοντά στη Βαβυλώνα, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Κούναξα, όπου ο Ευφράτης και ο Τίγρης πλησιάζουν περισσότερο ο ένας τον άλλο. Όταν συναντήθηκαν με τους Έλληνες, οι δυνάμεις του βασιλιά δεν όρμησαν εναντίον τους μαζικά και με κραυγές, όπως συνήθιζαν. Γνώριζαν πλέον καλά ότι δεν επρόκειτο να τους τρομάξουν. Απεναντίας επιτέθηκαν πειθαρχημένα και συντεταγμένα, επιχειρώντας να αποδυναμώσουν τους Έλληνες οπλίτες με δρεπανηφόρα άρματα. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες, παρά τις νέες τακτικές που δοκίμαζαν οι Πέρσες, κατάφεραν για μία ακόμη φορά να νικήσουν τους εχθρούς τους. Όταν πλησίασαν αρκετά, όρμησαν με τις φάλαγγές τους, κραυγάζοντας και τρέχοντας. Αυτή την τακτική είχαν μάθει να ακολουθούν όταν πολεμούσαν με τους Πέρσες, για να αποφεύγουν τα βέλη των τοξοτών. Ίσως μάλιστα κατόρθωσαν να πανικοβάλουν τα άλογα των δρεπανηφόρων αρμάτων, χτυπώντας δυνατά τα

δόρατα πάνω στις ασπίδες τους. Ύστερα από σύντομη μάχη, οι άνδρες του βασιλιά τράπηκαν σε φυγή. Θεωρώντας πλέον τη νίκη εξασφαλισμένη, ο Κύρος αναζήτησε τον αδελφό του στο κέντρο των εχθρικών δυνάμεων. Αν τον σκότωνε, η υπόθεση θα τελείωνε. Τον εντόπισε και κατάφερε να τον τραυματίσει, αλλά μέσα στην αναταραχή σκοτώθηκε ο ίδιος, και έτσι η υπόθεση τελείωσε όπως επιθυμούσε ο Αρταξέρξης. Χωρίς να έχουν ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, οι Έλληνες αναζήτησαν τον δρόμο της επιστροφής. Τότε θα πρέπει να κατανόησαν την αξία που έχουν οι χάρτες - έστω και οι πολύ γενικοί που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Όταν μάλιστα ο Τισσαφέρνης συνέλαβε με δόλο όλους τους στρατηγούς τους, μαζί και τον Κλέαρχο, η διαφυγή μέσα από το περσικό έδαφος έγινε εφιαλτική. Ηγετικό ρόλο ανέλαβε ο Αθηναίος Ξενοφών, που γλίτωσε τη σφαγή επειδή ήταν χαμηλόβαθμος αξιωματικός. Ύστερα από μύριες ταλαιπωρίες, οι μισθοφόροι βρήκαν τον τρόπο να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο, στο ύψος της Τραπεζούντας. Μετρήθηκαν και διαπίστωσαν ότι είχαν επιβιώσει 8.600. Αυτό θεωρήθηκε θρίαμβος. Ο Ξενοφών έζησε το φιλόδοξο εγχείρημα του Κύρου και τη μακρά πορεία ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς ως μια συγκλονιστική περιπέτεια (Κακριδής 3.6.Β [σ. 156-158]). Γεννημένος στο ξεκίνημα του Πελοποννησιακού Πολέμου, συμμετείχε στη δραματική του κατάληξη ως ώριμος άνδρας. Η καταγωγή του και η μαθητεία του στον Σωκράτη δεν τον έκαναν φιλικό προς τη δημοκρατία. Αλλά και οι ακρότητες της τυραννίας των Τριάκοντα, που είχαν επιβάλει οι Σπαρτιάτες νικητές, τον αποξένωσαν επίσης από τους πλέον συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας. Η συμμετοχή του στον μισθοφορικό στρατό του Κύρου πρόσφερε λύση σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Με τη μόρφωση που διέθετε πάντως δεν ήταν ένας απλός στρατιώτης, ικανοποιημένος να λαμβάνει τον μισθό του και να επιβιώνει στις μάχες. Παρατηρούσε όσα συνέβαιναν γύρω του περισσότερο με τα μάτια ενός στοχαστή παρά ενός πολεμιστή. Καθώς η περιπλάνηση των Μυρίων ολοκληρωνόταν, εντάχθηκε μαζί με πολλούς άλλους στον σπαρτιατικό στρατό, που συνέχιζε τον αγώνα για την προστασία των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία. Όταν την ηγεσία του στρατού αυτού ανέλαβε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος Β' (περ. 400-359), ο Ξενοφών βρήκε στο πρόσωπό του έναν πραγματικό φίλο. Ο Ξενοφών επέστρεψε στην Ελλάδα το 394 και συνέχισε να πολεμά στον στρατό των Σπαρτιατών, ακόμη και όταν στο αντίπαλο στρατόπεδο βρέθηκαν μεταξύ άλλων οι Αθηναίοι. Τα επόμενα 23 χρόνια αναγκάστηκε να παραμείνει εξόριστος και να ζήσει, με την άδεια των Σπαρτιατών, στον Σκιλλούντα, πολύ κοντά στην Ολυμπία. Προς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του ασχολήθηκε συστηματικά με το συγγραφικό έργο, πειραματιζόμενος με νέα γραμματειακά είδη. Μεταξύ άλλων τον απασχόλησε και η ιστορία. Μία από τις εργασίες που ανέλαβε ήταν να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη, που είχε πεθάνει πριν ολοκληρώσει την αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η συνέχεια αυτή πήρε τον χαρακτηριστικό τίτλο Ἑλληνικά. Σε ένα άλλο σύγγραμμα εξιστόρησε την Ανάβαση του Κύρου προς τη Βαβυλώνα και την Κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα. Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος ήταν προφανής για έναν άνδρα που διέθετε την παιδεία του Ξενοφώντα και θαύμαζε τον Θουκυδίδη. Ο Ξενοφών ωστόσο δεν ήταν ο πρώτος που

σκέφτηκε να αφηγηθεί τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Πριν από αυτόν τα είχε καταγράψει ένας άλλος Έλληνας, που υπηρετούσε τον Αρταξέρξη. Ονομαζόταν Κτησίας και καταγόταν από την Κνίδο (Κακριδής 3.6.Β [σ. 159]). Ο Κτησίας βρέθηκε στην αυλή του Αρταξέρξη, στην αρχή ως αιχμάλωτος και στη συνέχεια ως ευνοούμενος και προσωπικός του γιατρός. Σπουδασμένος καθώς ήταν στην περίφημη σχολή της πατρίδας του, μπόρεσε να προσφέρει υπηρεσίες και στη μητέρα του βασιλιά, από το στόμα της οποίας συγκέντρωσε άφθονες πληροφορίες για τις αυλικές δολοπλοκίες και τον παρασκηνιακό ρόλο των ισχυρών γυναικών στην Περσία. Η τύχη ενός παλαιότερου γιατρού από την ανταγωνιστική σχολή της Κω, που βρέθηκε και αυτός στη βασιλική αυλή, τον έκανε ιδιαίτερα προσεκτικό. (Ο γιατρός από την Κω βασανίστηκε για δύο μήνες και θάφτηκε ζωντανός, επειδή εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να συνάψει ερωτικό δεσμό με τη θυγατέρα του Ξέρξη - κάτι που, έτσι κι αλλιώς, απαγόρευε αυστηρά ο ιπποκρατικός όρκος.) Έχοντας χειριστεί διάφορες υποθέσεις ως έμπιστος του Αρταξέρξη, ο Κτησίας επέστρεψε στην πατρίδα του ύστερα από 17 χρόνια. Εκεί φαίνεται ότι ασχολήθηκε με το συγγραφικό έργο. Εκτός των άλλων, ισχυρίστηκε ότι είχε πρόσβαση στα περσικά αρχεία, όπου καταγράφονταν τα πεπραγμένα της αυτοκρατορίας. Από το έργο του σώζονται μια περίληψη και αρκετά αποσπάσματα. Ακόμη και έτσι, ωστόσο, πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στην αρχαία ιστορία που μας παρέχεται η δυνατότητα να διασταυρώσουμε πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Η ίδια η ονομασία του τόπου όπου δόθηκε η μεγάλη μάχη, Κούναξα, παραδίδεται μόνο από τον Κτησία· αλλά και για τον τραυματισμό του βασιλιά, ο ίδιος ο Ξενοφών παραπέμπει σε αυτόν, που ανέλαβε άλλωστε και τη σχετική θεραπεία. Για το τέλος του Κλέαρχου, που θανατώθηκε με τους άλλους Έλληνες στρατηγούς, παρέχεται μια πολύ χαρακτηριστική πληροφορία. Πριν εκτελεστεί, ο Σπαρτιάτης στρατηγός ζήτησε από τον Κτησία, που του συμπαραστεκόταν με τη μεσολάβηση της βασιλομήτορος, ένα χτένι. Όπως όλοι οι γενναίοι Σπαρτιάτες πολεμιστές, ήθελε και αυτός να πεθάνει καλλωπισμένος. Το 396 ο Αγησίλαος ανέλαβε αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η επιτυχία των Μυρίων έδινε την εντύπωση ότι οι Πέρσες μπορούσαν να νικηθούν ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορία τους. Πριν ξεκινήσει, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς πέρασε από την Αυλίδα όπου έκανε θυσίες - όπως ο Αγαμέμνων όταν αναχωρούσε για την Τροία. Ήθελε να δώσει στην επιχείρηση που ανέλαβε πανελλήνιο χαρακτήρα. Βρήκε όμως αντίθετους τους άρχοντες των Βοιωτών, που οργίστηκαν μαζί του τόσο, ώστε πέταξαν τα σφάγια από τον βωμό. Για τις θυσίες στον συγκεκριμένο τόπο οι Βοιωτοί είχαν τον δικό τους μάντη. Περισσότερο όμως ήθελαν να δείξουν ότι δεν συναινούσαν σε έναν γενικό πόλεμο εναντίον των Περσών. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πτόησαν τον Αγησίλαο, που σημείωσε αρκετές επιτυχίες στη Μικρά Ασία. Στάθηκε άλλωστε τυχερός, όταν ο Αρταξέρξης θεώρησε υπεύθυνο τον Τισσαφέρνη για τις ήττες των Περσών και τον θανάτωσε. Με τον σατράπη Φαρνάβαζο, που ανέλαβε να διαχειριστεί τις υποθέσεις των Ελλήνων, ο Αγησίλαος είχε κάποια περιθώρια συνεργασίας. Σύντομα όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τελείως τη Μικρά Ασία.

Για να αντιμετωπίσει τη Σπάρτη, που γινόταν διαρκώς απειλητικότερη, ο Αρταξέρξης αποφάσισε να ενισχύσει τους εχθρούς της. Ανέθεσε έτσι στον Φαρνάβαζο να συνεργαστεί με τον βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και με τον Αθηναίο στρατηγό Κόνωνα, που είχε γλιτώσει από την ήττα στους Αιγός Ποταμούς και ζούσε εξόριστος. Το 394 η συμμαχία αυτή πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Σπαρτιατών σε ναυμαχία έξω από την Κνίδο. Επιπλέον, ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε άφθονα χρήματα στη Θήβα, με την οποία διατηρούσε δεσμούς, στην Κόρινθο, το Άργος και την Αθήνα. Είχε πληροφορίες ότι όλες αυτές οι πόλεις αναζητούσαν ήδη τρόπους να μειώσουν τη δύναμη της Σπάρτης. Πολλοί Έλληνες ήταν άλλωστε έτοιμοι να συμπράξουν ακόμη και χωρίς περσικά χρήματα. Αντί για την αναμενόμενη ελευθερία από την τυραννία της Αθήνας, είδαν τον νικητή στρατηγό Λύσανδρο να εγκαθιδρύει στις πόλεις τους δεκαρχίας, που υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Σπάρτης και σκληρών επιχώριων ολιγαρχιών. Ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα με μεγάλη σπουδή. Στον Βοιωτικό Πόλεμο που ξέσπασε σκοτώθηκε ο Λύσανδρος, και η Σπάρτη τού ανέθεσε τη γενική αρχηγία. Καθώς έφτανε η είδηση της ναυτικής ήττας στην Κνίδο, ο Αγησίλαος κατατρόπωνε στην Κορώνεια τους Βοιωτούς, πλάι στους οποίους πολεμούσαν Αθηναίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι και άλλοι εχθροί της Σπάρτης. Παρά την ήττα της, η νέα αυτή συμμαχία δεν ήταν πρόθυμη να παραιτηθεί από τον αγώνα. Στην Κόρινθο, μάλιστα, μια επανάσταση των δημοκρατικών επιβεβαίωνε την εχθρότητα της πόλης προς τη Σπάρτη, με την οποία είχε συμπαραταχθεί για πολλά χρόνια. Όπως συνέβαινε συχνά, η εξωτερική πολιτική μιας πόλης ήταν σε άμεση συνάρτηση με τις εσωτερικές εξελίξεις. Ο πόλεμος, που συνεχίστηκε για οκτώ ακόμη χρόνια, ονομάστηκε Κορινθιακός, επειδή στο επίκεντρο βρέθηκε η Κόρινθος. Η Αθήνα άρχισε πάλι να ασκεί ανεξάρτητη πολιτική. Δέχτηκε πίσω τον Κόνωνα με σαράντα πλοία που ο Φαρνάβαζος έστειλε ως δώρο και, με περσικά χρήματα, ξανάχτισε τα Μακρά Τείχη. Ακόμη και μέσα στην Πελοπόννησο σημείωνε επιτυχίες. Ο στρατηγός της Ιφικράτης διακρίθηκε όχι με τους οπλίτες αλλά με ευέλικτα, ελαφρά οπλισμένα σώματα πελταστών, που έκαναν επιθέσεις με ακόντια και υποχωρούσαν γοργά. Οι Σπαρτιάτες παρακολουθούσαν με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη Δύση. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τους είχε διδάξει ότι η Σικελία, και ιδιαιτέρως οι Συρακούσες, μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Στάθηκαν έτσι σταθερά στο πλευρό του τυράννου Διονυσίου, όχι μόνο όταν το απαιτούσε ο πόλεμος με τους Καρχηδόνιους, αλλά και όταν κινδύνευε η θέση του από τα συνεχή δημοκρατικά κινήματα μέσα στην πόλη του. Ο Διονύσιος ήξερε ότι ο πόλεμος με την Καρχηδόνα θα συνεχιζόταν σφοδρότερος και άρχισε να οικοδομεί οχυρά τείχη, να ναυπηγεί ισχυρό στόλο και να κατασκευάζει όπλα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, που συγκέντρωσε τις πληροφορίες, ισχυρίζεται ότι μόνο στην πρώτη φάση των προετοιμασιών ναυπηγήθηκαν 200 νέα πλοία και κατασκευάστηκαν 140.000 ασπίδες, άλλα τόσα εγχειρίδια και ισάριθμες περικεφαλαίες. Επίσης χαλκεύτηκαν περισσότεροι από 14.000 θώρακες διαφόρων ειδών, κατάλληλοι για τους ιππείς. Μολονότι τύραννος, πριν κηρύξει τον πόλεμο ο Διονύσιος συγκάλεσε την Εκκλησία του Δήμου και ζήτησε τη συναίνεση των πολιτών. Αλλά η

πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε, διότι οι πολίτες βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην τυραννία του, ακόμη και σε συνθήκες πολέμου. Ένα από τα μέτρα που αναγκάστηκε να λάβει συχνά ο Διονύσιος για τις ανάγκες του πολέμου ήταν η απελευθέρωση δούλων. Οι Έλληνες κατέφευγαν στη λύση αυτή μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, παίρνοντας πάντα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Ο Διονύσιος υπήρξε τολμηρότερος, διότι, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, απέδωσε στους δούλους όχι μόνο την ελευθερία τους αλλά και δικαιώματα πολίτη, καθιστώντας τους νεοπολίτας. Ενδέχεται να επρόκειτο για άνδρες που προέρχονταν όχι από αγορά ή αιχμαλωσία αλλά από τους κατακτημένους πληθυσμούς της περιοχής. Σε άλλες περιπτώσεις υποσχόταν ελευθερία σε οικιακούς δούλους, αλλά όταν δεν υπήρχε πλέον ανάγκη αθετούσε την υπόσχεσή του. Ο πόλεμος απαιτούσε, άλλωστε, διαρκώς μεγάλο αριθμό Ελλήνων και ξένων μισθοφόρων, στους οποίους περιλαμβάνονταν και Λακεδαιμόνιοι. Κύριοι αντίπαλοι του Διονυσίου ήταν οι Καρχηδόνιοι, με τους οποίους αναμετρήθηκε, με μικρά διαλείμματα, για σχεδόν σαράντα χρόνια, έως τον θάνατό του το 367. Συμμαχώντας συχνά με τους Καρχηδόνιους, εναντίον του Διονυσίου πολέμησαν οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Σικελίας, που αγωνίζονταν να απελευθερώσουν τη γη των προγόνων τους. Με παρόμοια αισθήματα τον πολέμησαν, όταν χρειάστηκε, οι μη ελληνικοί πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας. Για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς αυτούς, ο Διονύσιος θεώρησε ότι έπρεπε να γίνει κύριος όχι μόνο ολόκληρης της Σικελίας αλλά και των ελληνικών πόλεων στην Ιταλία. Στράφηκε ακόμη και προς την Αδριατική, διευρύνοντας τους ορίζοντες των επιχειρήσεών του. Επειδή πολλοί Έλληνες του αντιστάθηκαν, συμμαχώντας ακόμη και με τους Καρχηδόνιους, πολέμησε και εναντίον τους με όλες του τις δυνάμεις. Καθώς οι νίκες εναλλάσσονταν με ήττες, στα πεδία των μαχών σκοτώνονταν διαρκώς χιλιάδες στρατιώτες και στις θάλασσες χάνονταν δεκάδες πλοία με τους άνδρες τους. Σε μία μόνο μάχη μπορούσαν να μετρηθούν περισσότεροι από 10.000 νεκροί. Στις συχνές πολιορκίες αφανίζονταν ολόκληρες πόλεις και πλήθος άμαχοι εξανδραποδίζονταν. Μέσα σε όλα αυτά ο Διονύσιος έβρισκε τον χρόνο να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τις τέχνες και τα γράμματα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες έστελνε να διαγωνιστούν τέθριππα άρματα και ραψωδοί. Όταν όμως απαγγέλθηκαν στίχοι που είχε συνθέσει ο ίδιος, μόλις παρήλθε η καλή εντύπωση της ευφωνίας των ραψωδών, η αποδοκιμασία ήταν έντονη και οι αντιδράσεις χλευαστικές. Ο πόλεμος υπήρξε ενδημικός στον ελληνικό κόσμο. Η ειρήνη και η ανακωχή δεν ήταν παρά διαλείμματα ανάμεσα σε βίαιες αναμετρήσεις. Αλλά η περίοδος μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο είχε νέα χαρακτηριστικά. Οι συμμαχίες ήταν ασταθείς και μπορούσαν να διαλυθούν κάθε στιγμή. Οι συχνές μεταστροφές των Περσών ανέτρεπαν άλλωστε κάθε σχεδιασμό. Οι πολεμικές συγκρούσεις έπαιρναν έτσι διαρκώς διαφορετικές μορφές. Η φάλαγγα των οπλιτών έπαψε να είναι η αδιαφιλονίκητη επιλογή των εμπολέμων. Όλοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία του ιππικού για γρήγορη επέμβαση και καταδίωξη του εχθρού. Προστατευμένοι από το ιππικό και τους οπλίτες, οι πελταστές παρενοχλούσαν τους αντιπάλους τους με την ευελιξία τους και μπορούσαν να

κρίνουν ακόμη και την έκβαση μιας μάχης. Την τεχνική των πελταστών ανέπτυξε ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης, εξοπλίζοντας ορισμένους πολεμιστές με μικρότερες ασπίδες αλλά δόρατα μακρύτερα από τα συνηθισμένα και ξίφη με διπλάσιο μήκος. Ακόμη και τα υποδήματα των πελταστών ήταν ελαφρά, επιτρέποντάς τους να τρέχουν γρήγορα. Στη θάλασσα οι επινοήσεις νέων τεχνικών ήταν διαρκείς. Τα πλοία έπρεπε να κατασκευάζονται γρήγορα και να γίνονται ταχύτερα. Για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους, μαζί με τις τριήρεις, τετρήρεις και πεντήρεις, πλοία με τέσσερις και πέντε σειρές κουπιών. Σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις αναλαμβάνονταν και τη νύχτα, με το φως της σελήνης. Μεγάλη ανάγκη υπήρχε επίσης για την εξέλιξη των πολιορκητικών μηχανών, καθώς οι συνήθεις πολιορκίες ήταν χρονοβόρες και συχνά αναποτελεσματικές. Υψώθηκαν έτσι εξαώροφοι τροχοφόροι πύργοι και επινοήθηκαν ὀξυβελεῖς, ένα είδος καταπέλτη. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις του πολέμου υποχρέωναν τις πόλεις να καταφεύγουν όλο και συχνότερα στην άσκηση μυστικής διπλωματίας και στην ανεπίσημη αποστολή στρατιωτών. Για πολλές επιχειρήσεις οι ιστορικοί που έζησαν τα γεγονότα δεν ήξεραν να πουν αν αναλαμβάνονταν με εντολή των πόλεων ή με πρωτοβουλία εξορισμένων και αυτοεξόριστων στρατηγών. Η Σπάρτη διατηρούσε φρουρές και άνδρες σε διάφορες απόμακρες περιοχές, χωρίς αυτό να είναι γενικότερα γνωστό. Ακόμη και στην αποκατεστημένη αθηναϊκή δημοκρατία λέγεται ότι η Βουλή, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορούσε να λάβει στρατιωτικές πρωτοβουλίες χωρίς επίσημη έγκριση από την Εκκλησία του Δήμου. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η διαρκής εμπλοκή ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου. Ο Θουκυδίδης το είχε ήδη αντιληφθεί αυτό καθαρά πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στη σύγκρουση εκείνη όλοι οι Έλληνες, αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων, ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν θέση. Μετά το τέλος του πολέμου, οι πάντες διαπίστωναν ότι ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν διαρκώς θέση: από τον Εύξεινο Πόντο έως την Καρχηδόνα και από τη Χαλκιδική έως την Κύπρο και την Αίγυπτο. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονταν, βεβαίως, τα μικρασιατικά παράλια, οι μεγάλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και η Σικελία. Στις

συνθήκες

αυτές

πολλοί

αντιλαμβάνονταν

την

ανάγκη

οικοδόμησης

μόνιμων

συνασπισμών και, αν ήταν εφικτό, συνένωσης πόλεων ή ολόκληρων περιοχών. Έως εκείνη την εποχή μόνο η Σπάρτη είχε διατηρήσει μια σταθερά ηγεμονική θέση σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, και η Αθήνα, πριν από την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μια σταθερά ηγεμονική θέση σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου. Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Διονύσιος προσπάθησε επίμονα να καταστεί άρχοντας ολόκληρης της Σικελίας και να επεκτείνει την κυριαρχία του στην Κάτω Ιταλία και την Αδριατική. Ο Ευαγόρας κατάφερε να επικρατήσει σε ολόκληρη την Κύπρο. Ο Λυκόφρων ο Φεραίος και ύστερα από αυτόν ο Ιάσων επιχείρησαν να ενώσουν τη Θεσσαλία. Ο Ιάσων μάλιστα είχε τη φιλοδοξία να ηγεμονεύσει σε όλη την Ελλάδα, αλλά δολοφονήθηκε πριν το επιχειρήσει. Στη Βοιωτία, όπου υπήρχε από παλιά μια ομοσπονδία, οι Θηβαίοι επέμεναν να δημιουργηθεί ένας ενιαίος πολιτικός σχηματισμός. Το Άργος έκανε μια προσπάθεια να συνενωθεί με την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, αγωνίζονταν να

οικοδομήσουν και πάλι την παλαιά τους συμμαχία. Λίγο αργότερα, ο Λυκομήδης από τη Μαντινεία προχώρησε σε σοβαρές ενέργειες για την πολιτική ενοποίηση της Αρκαδίας. Η Σπάρτη, που δυσκολευόταν να διατηρήσει την παλαιά της συμμαχία, βρέθηκε για μια ακόμη φορά πιεσμένη. Είχε υπερβεί τα περιθώρια συνεχούς παρουσίας στα εναλλασσόμενα θέατρα του πολέμου. Το βάρος που αναγκάστηκε να ρίξει στο ναυτικό και η εξάρτησή της από στρατηγούς που δεν ήταν βασιλείς ανέτρεπαν τις βάσεις του πολιτεύματός της. Οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό από τους μακροχρόνιους πολέμους ήταν σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν, εφόσον το πολίτευμά της απέτρεπε την ανάδειξη νέων πολιτών από τις τάξεις των ειλώτων και των περιοίκων. Απεναντίας, ακόμη και πολίτες έχαναν τα πλήρη τους δικαιώματα, είτε επειδή δεν ήταν ανδρείοι στη μάχη (τρέσαντες) είτε επειδή δεν διέθεταν πλέον την απαραίτητη περιουσία. Μέσα στην ίδια την πόλη εξυφαίνονταν συνωμοσίες. Στις ανακρίσεις που διενεργήθηκαν όταν εκδηλώθηκαν ύποπτες κινήσεις, οι έφοροι πληροφορήθηκαν αυτό που έτσι κι αλλιώς γνώριζαν: οι είλωτες και οι απελευθερωμένοι είλωτες θα τους έτρωγαν ευχαρίστως ζωντανούς, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Εκείνο που ίσως δεν γνώριζαν ή δεν ήθελαν να πιστέψουν ήταν ότι τα ίδια αισθήματα έτρεφαν πλέον και οι περίοικοι - ή πάντως πολλοί από αυτούς. Αλλά και μέσα στο σώμα των πολιτών κυκλοφορούσαν ανατρεπτικές ιδέες. Για τον ίδιο τον Λύσανδρο λεγόταν ότι σχεδίαζε τη ριζική αλλαγή του πολιτεύματος. Εάν το επιτύγχανε, το αξίωμα του βασιλιά δεν θα ήταν πλέον προνόμιο των δύο βασιλικών οίκων. Ακόμη και για την κυριαρχία της Σπάρτης στη Λακωνία ακούγονταν για πρώτη φορά αντιρρήσεις. Η ανάγκη να στραφεί και πάλι η πόλη στον Πέρση βασιλιά ήταν πιεστική. Ο Αρταξέρξης δεν είχε αντίρρηση να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες. Η πείρα τού είχε διδάξει, ωστόσο, ότι δεν αρκούσε να ενισχύει εναλλακτικά τους Έλληνες για να τους καθιστά ακίνδυνους. Έπρεπε να θέσει τρεις πολύ συγκεκριμένους όρους. Πρώτον, να του αναγνωριστεί η κυριαρχία στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, από όπου άλλωστε είχαν ξεκινήσει οι ελληνοπερσικές διαφορές. Δεύτερον, οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις να παραμείνουν αυτόνομες, χωρίς να συνάπτουν μεταξύ τους συμμαχίες, είτε μόνιμες είτε ευκαιριακές. Και τρίτον, να αποδεχθούν τη συμφωνία όχι μόνο οι Σπαρτιάτες, αλλά και οι άλλοι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες ανέλαβαν να πείσουν και τους υπόλοιπους, όπου χρειαζόταν με τη βία - λαμβάνοντας βεβαίως για τον σκοπό αυτό περσικά χρήματα. Στην προσπάθειά τους βρήκαν αρωγό και τον Διονύσιο των Συρακουσών, που τους ανταπέδιδε την υποχρέωση. Το 386 αντιπρόσωποι από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις συναντήθηκαν με τον εκπρόσωπο του Πέρση βασιλιά στις Σάρδεις και ορκίστηκαν να τηρούν τους όρους της ειρήνης που τους επιβλήθηκε. Η συμφωνία αυτή έμεινε γνωστή ως Ειρήνη του Βασιλιά ή του Ανταλκίδα, από το όνομα του Σπαρτιάτη που διεκπεραίωσε με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις. Έτσι κι αλλιώς, οι Σπαρτιάτες, που υποχρέωσαν τους πάντες να συμφωνήσουν, ανέλαβαν επισήμως και την «προστασία» της ειρήνης.

4.2. Η ήττα των Σπαρτιατών στο μνήμα των παρθένων Λίγα χρόνια μετά από την Ειρήνη του Βασιλιά η Σπάρτη μπόρεσε να ασκήσει σχεδόν απόλυτη ηγεμονία στα ελληνικά πράγματα. Αφού ταπείνωσε τους Κορίνθιους και τους Αργείους, τοποθέτησε μόνιμη φρουρά στην ακρόπολη των Θηβών. Με την ορμή και την αποφασιστικότητά της, έπειθε πολλές πόλεις να την ακολουθήσουν. Σε όσες δεν συναινούσαν ασκούσε βία. Έτσι, ύστερα από πολιορκία, υποχρέωσε την Όλυνθο στη Χαλκιδική να προσχωρήσει στη συμμαχία της. Οι ορίζοντές της ήταν ευρύτεροι παρά ποτέ. Συνεργαζόταν με τον Αρταξέρξη Β', με τον ἄρχοντα της Σικελίας, όπως ήθελε ο Διονύσιος Α' να τον ονομάζουν, και με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ' (393-370). Ακόμα και με τους βασιλείς της Αιγύπτου, που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία της χώρας τους από τους Πέρσες, διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις. Εναντίον των Σπαρτιατών ξεσηκώθηκαν πρώτοι οι Θηβαίοι. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, που ανταπέδιδαν τη βοήθειά τους στην ανατροπή των Τριάκοντα τυράννων, έδιωξαν τη φρουρά από την πόλη τους και ανασυγκρότησαν τη συμμαχία τους με τους υπόλοιπους Βοιωτούς. Ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή έπαιξε ο Πελοπίδας, που από τότε εκλεγόταν κάθε χρόνο άρχοντας. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι απευθύνθηκαν στους παλαιούς τους συμμάχους και τους προσκάλεσαν να αγωνιστούν υπέρ της κοινής ελευθερίας. Πολλοί ανταποκρίθηκαν αμέσως, και όλοι μαζί συγκρότησαν ένα συνέδριον, δηλαδή κοινό συμβούλιο, που συνερχόταν στην Αθήνα. Κάθε πόλη ήταν αυτόνομη και είχε μία ψήφο. Για να αποφευχθούν τα σφάλματα του παρελθόντος, οι Αθηναίοι δεσμεύτηκαν να μην καταχρώνται τη γη των συμμάχων τους και να μην καλλιεργούν κτήματα έξω από την Αττική. Στο συνέδριο προσήλθαν σύντομα περισσότερες από εβδομήντα πόλεις. Έτσι, το 377 η Β' Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν έτοιμη να παίξει μαζί με τους Θηβαίους ενεργητικό ρόλο. (Το καταστατικό της συμμαχίας αυτής σώζεται αποσπασματικά σε μαρμάρινη επιγραφή.) Μια από τις πρώτες ενέργειες των Αθηναίων ήταν η συνεργασία με τον βασιλιά της Αιγύπτου, ο οποίος τους θεώρησε καλύτερους συμμάχους από τους Σπαρτιάτες στον αγώνα εναντίον των Περσών. Οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν αμέσως και προσπάθησαν να ανακτήσουν τη Θήβα. Αλλά τους περίμενε μια έκπληξη. Οι Θηβαίοι, με στρατηγό τον Πελοπίδα, έδειξαν αποφασισμένοι όχι μόνο να τους αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης, αλλά και να τους νικήσουν - μολονότι διέθεταν τους μισούς μόνο άνδρες. Την ίδια ακριβώς εποχή, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες, για πρώτη φορά μετά τις Αργινούσες, σε δύο σημαντικές ναυμαχίες: έξω από τη Νάξο, με αρχηγό τον Χαβρία, και έξω από τη Λευκάδα, με αρχηγό τον Τιμόθεο, τον γιο του Κόνωνα.

Καθώς οι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων συνεχίζονταν με αυξανόμενη ένταση, ο Αρταξέρξης ανέλαβε πρωτοβουλίες για να επαναφέρει την ειρήνη που είχε συμφωνηθεί. Σε μια από τις πολλές προσπάθειες συγκατατέθηκαν οι πάντες, εκτός από τους Θηβαίους. Στο πρακτικό που συντάχθηκε ήθελαν να περιληφθούν όλοι μαζί οι Βοιωτοί, αλλά οι Σπαρτιάτες θεώρησαν ότι η απαίτηση αυτή καταστρατηγούσε τον όρο της αυτονομίας των πόλεων. Ο εκπρόσωπος των

Θηβαίων Επαμεινώνδας, ένας ικανός στρατηγός με φιλοσοφική κατάρτιση, έθεσε με τη σειρά του θέμα αυτονομίας των οικισμών της Λακωνίας, όπου κατοικούσαν οι περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες ανέθεσαν στον βασιλιά τους Κλεόμβροτο (380-371) να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβαίων και να επιβάλει με τη βία τους όρους της ειρήνης. Μια μεγάλη μάχη δόθηκε το 371 στα Λεύκτρα, πολύ κοντά στις Πλαταιές: από τη μια πλευρά οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους με πολλαπλάσια δύναμη, από την άλλοι οι Βοιωτοί. Όλοι σχεδόν θεωρούσαν ότι το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο υπέρ των Σπαρτιατών. Ακόμη και οι στρατηγοί των Βοιωτών, οι βοιωτάρχαι, μοιράστηκαν: ο Επαμεινώνδας και δύο ακόμη επέμεναν να δοθεί μάχη, οι άλλοι τρεις πίστευαν ότι έπρεπε να αποσυρθούν. Τελευταία στιγμή έφτασε ο Πελοπίδας, που συντάχθηκε με τον Επαμεινώνδα. Αλλά και οι Βοιωτοί στρατιώτες ήταν φοβισμένοι. Έπαιρναν ωστόσο θάρρος από χρησμούς, ένας από τους οποίους έλεγε ότι οι Λακεδαιμόνιοι πρέπει να νικηθούν εκεί όπου βρισκόταν το μνήμα των παρθένων. Σύμφωνα με την παράδοση, πρεσβευτές των Σπαρτιατών είχαν βιάσει στον τόπο εκείνο παρθένες, και αυτές, πριν αυτοκτονήσουν, είχαν καταραστεί την πατρίδα των βιαστών. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: οι Σπαρτιάτες είχαν ταπεινώσει τους Έλληνες και τους ανέμενε για αυτό σκληρή τιμωρία. Ο Ξενοφών περιέγραψε τη μάχη στα Λεύκτρα με αρκετές λεπτομέρειες. Παρακολουθούσε άλλωστε τα πολεμικά γεγονότα της εποχής από πολύ κοντά. Ήξερε έτσι τις μεγάλες αδυναμίες του σπαρτιατικού ιππικού, που την εποχή εκείνη ήταν άθλιο, διότι τα άλογα τα συντηρούσαν οι πλούσιοι, ενώ τα ίππευαν οι ασθενέστεροι πολεμιστές, χωρίς να έχουν μάλιστα ασκηθεί. Δεν πρόσεξε ωστόσο ότι οι Θηβαίοι εφάρμοσαν ένα νέο στρατήγημα, που αποδίδεται στον Επαμεινώνδα. Όπως βεβαιώνουν άλλοι ιστορικοί, η φάλαγγά τους είχε λοξή διάταξη. Η μεγάλη δύναμη ήταν συγκεντρωμένη από τη μία πλευρά, επιτρέποντας την εύκολη περικύκλωση του εχθρού. Επρόκειτο, καθώς φαίνεται, για μια τελειοποιημένη εκδοχή της τακτικής που είχαν ακολουθήσει οι Αθηναίοι στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Ξενοφών δεν απέδωσε επίσης καμία σημασία στην παρουσία του ἱεροῦ λόχου των Θηβαίων, που είχε αρχηγό τον Πελοπίδα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η θηβαϊκή αυτή επινόηση ενός σώματος 300 οπλιτών που μάχονταν κατά ζεύγη υπήρξε καθοριστική. Τα ζεύγη αυτά τα αποτελούσαν άνδρες που, καθώς λεγόταν, συνδέονταν με ερωτική φιλία και ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι θανάτου ο ένας για τον άλλο. Το επίλεκτο αυτό σώμα ονομαζόταν και λόχος τῆς πόλεως, επειδή η πόλη παρείχε στους άνδρες τροφή και κατοικία. Στη μάχη που ακολούθησε οι Βοιωτοί πέτυχαν περιφανή νίκη. Από τους περίπου 1.000 Σπαρτιάτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα που είχαν απομείνει συνολικά, στη μάχη είχαν αποσταλεί 700 ικανοί πολεμιστές και από αυτούς σκοτώθηκαν περίπου 300 - μαζί με 1.000 συμμάχους τους. Έπεσε επίσης ο βασιλιάς Κλεόμβροτος - ο πρώτος Σπαρτιάτης βασιλιάς, από όσο είναι γνωστό, εκτός από τον Λεωνίδα, που σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Η είδηση της μεγαλύτερης καταστροφής που είχαν υποστεί οι Σπαρτιάτες σε πεζομαχία έφτασε στην πόλη τους την τελευταία μέρα των γυμνοπαιδιῶν. Στην εορτή αυτή τα παιδιά χόρευαν γυμνά και εκτελούσαν γυμναστικές ασκήσεις. Ο ανδρικός χορός βρισκόταν μάλιστα στη σκηνή. Οι έφοροι δεν διέκοψαν τον εορτασμό ούτε επέτρεψαν στον χορό να σταματήσει. Συνέστησαν

απεναντίας στις γυναίκες να υπομείνουν τη συμφορά σιωπηλές. Οι πάντες αντιλαμβάνονταν ότι η ζημιά που είχαν υποστεί ήταν ανεπανόρθωτη. Το πρώτο και άμεσο μέλημά τους ήταν αν θα εφάρμοζαν τον νόμο που απαιτούσε τον στιγματισμό όσων δεν είχαν πολεμήσει γενναία. Εάν τον εφάρμοζαν, θα έμεναν χωρίς πολεμιστές, εάν τον αθετούσαν θα παραβίαζαν το πάτριο πολίτευμα. Την υπόθεση ανέλαβε να διευθετήσει ο βασιλιάς Αγησίλαος, που ανακοίνωσε ότι την ημέρα εκείνη οι νόμοι έπρεπε να κοιμηθούν. Από την επόμενη θα ήταν και πάλι σε ισχύ. Χωρίς σαφή ηγεσία ικανή να επιβάλει την τάξη, πολλές ελληνικές πόλεις βρήκαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Παντού σχεδόν εκδηλώνονταν στάσεις, δηλαδή αιματηρές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντέδρασαν οι δημοκρατικοί στο Άργος, όταν αντιλήφθηκαν ότι γινόταν απόπειρα ανατροπής της δημοκρατίας. Περισσότεροι από 1.200 εξέχοντες και πάμπλουτοι πολίτες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Έντονες ήταν οι εξελίξεις και σε πόλεις όπου οι Σπαρτιάτες είχαν στηρίξει ολιγαρχικά πολιτεύματα. Η αδυναμία στην οποία είχαν περιέλθει οι εχθροί τους ενθάρρυνε τους δημοκράτες να ανατρέψουν και συχνά να φονεύσουν τους ολιγαρχικούς. Οι σύμμαχοι εγκατέλειπαν πλέον τους Σπαρτιάτες μαζικά, και οι εχθροί τους συνασπίζονταν για να τους αποτελειώσουν. Έναν χρόνο μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Επαμεινώνδας και οι Θηβαίοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ενός μεγάλου συνασπισμού στον οποίο συνέπρατταν πάνδημοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι και οι Αργείοι. Συνολικώς μετείχαν περίπου 70.000 άνδρες, οπλίτες και ελαφρά οπλισμένοι, αλλά επίσης και άοπλοι με αποκλειστικό σκοπό την αρπαγή. Οι εχθροί έφτασαν στην ατείχιστη Σπάρτη και απειλούσαν την ίδια της την ύπαρξη. Για πρώτη φορά οι Σπαρτιάτισσες είδαν με τα μάτια τους εχθρικό καπνό. Η πόλη ήταν ανάστατη, και οι αρχές αναγκάστηκαν να εκτελούν τους συνωμότες, ακόμη και όταν ήταν πολίτες, χωρίς δίκη. Πολλοί περίοικοι και είλωτες δραπέτευαν προς τον εχθρό. Χωρίς συμμάχους και χωρίς δικούς της οπλίτες, η πόλη κατέφυγε για βοήθεια στους εσωτερικούς της εχθρούς, τους είλωτες. Έξι χιλιάδες δήλωσαν πρόθυμοι να συνδράμουν με δέλεαρ την ελευθερία τους, αλλά και αυτοί πρόβαλαν περισσότερο ως απειλή παρά ως συμπολεμιστές. Παρά τη μεγάλη υπεροχή του στρατού του, ο Επαμεινώνδας επέλεξε να μην εισέλθει στην πόλη. Ήξερε ότι οι λιγοστοί υπερασπιστές της ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν και ότι θα προξενούσαν μεγάλη ζημιά στους εισβολείς. Πέτυχε ωστόσο κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Απέσπασε από τη Σπάρτη τη Μεσσηνία και επανίδρυσε τη Μεσσήνη (αρχικά με την ονομασία Ιθώμη), που βρισκόταν στον έλεγχο των Σπαρτιατών για αιώνες. Στη νέα πόλη, που έγινε αμέσως δεκτή από τους άλλους Έλληνες ως ισότιμη, έσπευσαν να κατοικήσουν όλοι οι είλωτες της περιοχής και, μαζί με αυτούς, φυγάδες που βρίσκονταν διάσπαρτοι στη Σικελία, την Κάτω Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική. Οι κάτοικοί της ισχυρίζονταν ότι είχαν διασώσει μνήμες από το μακρινό παρελθόν και ότι μπορούσαν να επανιδρύσουν λατρείες ξεχασμένες από την εποχή της δωρικής κατάκτησης. Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως μια πόλη σχεδιασμένη από την αρχή, με εξαίρετη οχύρωση, περίβλεπτα κτίρια και πλήθος επιγραφές.

Λίγο αργότερα ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, σε μια τεχνητή προσπάθεια να ενωθεί η Αρκαδία γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στη σπαρτιατική επεκτατικότητα προς τον βορρά. Οι αρκαδικές πόλεις έστειλαν επίσημους οικιστές, ενώ πληθυσμοί από πολλές κώμες, που βρίσκονταν σε χαλαρή πολιτική οργάνωση στην κεντρική Αρκαδία, πείστηκαν ή εξαναγκάστηκαν να συνδράμουν το εγχείρημα με μετοικεσία. Λίγο νωρίτερα, άλλωστε, οι Αρκάδες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Λακεδαιμόνιους (στην πρώτη επιτυχία τους μετά τα Λεύκτρα). Η προσπάθεια πολιτικής ένωσης των διάσπαρτων οικισμών της Αρκαδίας δεν θα είχε τελεσφορήσει χωρίς τη θερμή υποστήριξη του Επαμεινώνδα. Ο ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε κατάσταση αναδιοργάνωσης, και όλοι όφειλαν να χαράξουν την πορεία τους με βάση τα καινούργια δεδομένα. Οι Θηβαίοι ανοίχτηκαν σε νέους πολέμους εναντίον του Αλεξάνδρου των Φερών, που είχε διαδεχθεί τον Ιάσωνα και προτιμούσε τη φιλία των Αθηναίων. Στη συνέχεια στράφηκαν για συνεργασία στον νέο βασιλιά της Μακεδονίας, τον Αλέξανδρο Β' (370368/9), που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Αμύντα Γ'. Επιστρέφοντας στην πόλη του, ο Πελοπίδας είχε μαζί του ως όμηρο τον αδελφό του Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο (που έμελλε να γίνει και ο ίδιος βασιλιάς). Με τις επιτυχίες τους οι Θηβαίοι έγιναν συνομιλητές του Πέρση βασιλιά, που έκρινε ότι αυτοί εξυπηρετούσαν πλέον τα συμφέροντά του καλύτερα. Το 367 ο Πελοπίδας βρέθηκε στα Σούσα, όπου συμφωνήθηκε με τον Αρταξέρξη η ανανέωση της ειρήνης, αυτή τη φορά με τους όρους της Θήβας. Η Μεσσήνη, παρά τις αντιρρήσεις της Σπάρτης, αναγνωρίστηκε επίσημα ως ελεύθερη πόλη. Οι Σπαρτιάτες συνέχισαν να δέχονται σταθερά τη συνδρομή του Διονυσίου των Συρακουσών, αλλά είχαν ανάγκη και από νέους συμμάχους. Στράφηκαν έτσι για συνεργασία στους παλαιούς, μεγάλους τους αντίπαλους. Παρά τις συγκρούσεις του παρελθόντος, οι Αθηναίοι έκριναν ότι δεν τους συνέφερε η συντριβή της Σπάρτης και συμφώνησαν να τη βοηθήσουν. Τις φιλικές σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Διονύσιος, για να διακριθεί επιτέλους ως ποιητής. Έχοντας υποστεί πολλές αποτυχίες, το 367 βραβεύτηκε στα Λήναια για μια τραγωδία που είχε γράψει ο ίδιος. Είχε μόλις ηττηθεί για μια ακόμη φορά από τους Καρχηδόνιους, αλλά προτίμησε να εορτάσει την ποιητική του νίκη και πέθανε στο γλέντι από την υπερβολή χαρά. Για τον θάνατό του λεγόταν ότι ήταν σαν θεατρικό τέλος μιας μεγάλης τραγωδίας. Το 364 ο Πελοπίδας νίκησε ξανά τον Αλέξανδρο των Φερών, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη. Τέτοια ήταν η δόξα του, ώστε οι Θεσσαλοί σύμμαχοι των Θηβαίων τού πρόσφεραν τη λαμπρότερη κηδεία που αξιώθηκε πολεμιστής έξω από την πόλη του. Εκτός από τους Θηβαίους, που εκδικήθηκαν σύντομα τον θάνατό του, εναντίον του Αλεξάνδρου στράφηκε λίγο αργότερα και η γυναίκα του, που τον σκότωσε μαζί με τα αδέλφια της. Τον αγώνα των Θηβαίων συνέχισε σχεδόν μόνος του ο Επαμεινώνδας. Το 362 ο Επαμεινώνδας εισέβαλε πάλι στην Πελοπόννησο και προσπάθησε για μία ακόμη φορά να εισέλθει στην ανοχύρωτη Σπάρτη. Την πόλη έσωσε και πάλι ο Αγησίλαος, πολεμώντας τους Θηβαίους από τις στέγες των σπιτιών με τα παιδιά και τους γέροντες, και στα στενά δρομάκια με τους ελάχιστους ενήλικες που είχαν απομείνει. Ο Επαμεινώνδας νίκησε ωστόσο τους

Σπαρτιάτες στη Μαντίνεια. Με το στρατόπεδο των Βοιωτών πολεμούσαν οι Ευβοείς, οι Θεσσαλοί, οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και άλλοι. Με το στρατόπεδο των Σπαρτιατών πολεμούσαν οι Αθηναίοι και άλλοι. Οι Αρκάδες ήταν μοιρασμένοι. Η μάχη ήταν σκληρή, και ο Επαμεινώνδας υποχρεώθηκε να εκτεθεί προσωπικά περισσότερο από ό,τι συνηθιζόταν για στρατηγούς. Σε μια συμπλοκή τραυματίστηκε σοβαρά και αποσύρθηκε από τη μάχη. Πριν ξεψυχήσει ρώτησε, όπως όφειλε κάθε γενναίος πολεμιστής, αν είχε σωθεί η ασπίδα του· ύστερα, αν είχε κερδίσει τη μάχη. Σε ηλικία 84 ετών ο βασιλιάς Αγησίλαος εξακολουθούσε να αγωνίζεται για να διασώσει ό,τι απέμενε από την πόλη του. Την είχε παραλάβει στη μεγαλύτερη ακμή της και την παρέδιδε ταπεινωμένη και αμελητέα. Για να εξασφαλίσει χρήματα, επέλεξε να συνδράμει ως μισθοφόρος τον Αιγύπτιο στρατηγό Τάχω, που εξακολουθούσε να πολεμά τον Πέρση βασιλιά. Η υπόθεση δεν εξελίχθηκε καλά, και ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του στασιαστή Νεκτάναβη, που αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς της Αιγύπτου. Έστω και έτσι, συγκέντρωσε κάποια χρήματα, που εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απαραίτητα στην πόλη του. Δεν πρόλαβε ωστόσο να τα παραδώσει ο ίδιος, καθώς πέθανε στο δρόμο της επιστροφής το 360, έχοντας βασιλέψει για 40 χρόνια. Τον επόμενο χρόνο πέθανε και ο Αρταξέρξης Β' ύστερα από 46 χρόνια στην εξουσία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ώχος, που πήρε και αυτός το όνομα του πατέρα του και βασίλεψε ως Αρταξέρξης Γ' (359-338). Μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Ξενοφών υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Σκιλλούντα. Η σχέση του με τους Αθηναίους είχε πλέον αποκατασταθεί και μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη του - μολονότι ενδέχεται να προτίμησε την Κόρινθο ως τόπο μόνιμης διαμονής. Στη μάχη της Μαντίνειας, όπου οι Αθηναίοι πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, σκοτώθηκε ο γιος του Γρύλλος, πολεμώντας γενναία με προτροπή του πατέρα του. Ο Ξενοφών συνέχισε το συγγραφικό του

έργο.

Σε

μία

από

τις

εργασίες

του

με

τον

χαρακτηριστικό

τίτλο Πόροι ἤ Περὶ

προσόδων υπέδειξε στους Αθηναίους με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδά τους. Στους συνεχείς πολέμους της εποχής οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν εξαντλήσει τα αποθέματά τους. Για να καλύψουν τις πιεστικές ανάγκες τους στρέφονταν όλο και συχνότερα στον Πέρση βασιλιά, όπως επίσης στη λεηλασία και στον εξανδραποδισμό των εχθρών τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά βρίσκονταν διαθέσιμοι ως δούλοι σε αφθονία ύστερα από κάθε σχεδόν πολεμική σύγκρουση. Ο Ξενοφών πίστευε ότι η Αθήνα όφειλε να αναζητήσει μονιμότερες λύσεις για την ανόρθωση των οικονομικών της. Ιδιαίτερο βάρος απέδωσε στην εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Όπως θυμούνταν οι πάντες, με το αργυρομετάλλευμά τους οι Αθηναίοι είχαν ναυπηγήσει τον στόλο της Σαλαμίνας και είχαν χρηματοδοτήσει τα δημόσια οικοδομήματα στην Πεντηκονταετία. Η πόλη αποκόμιζε έσοδα από τα μεταλλεία ενοικιάζοντας τις γαίες σε ιδιώτες. Αυτοί με τη σειρά τους έκαναν τις αναγκαίες επενδύσεις για να ανακαλύπτουν νέες φλέβες μεταλλεύματος και για την εξόρυξη του αργύρου. Τα κέρδη που απέμεναν ήταν δικά τους. Οι εύποροι Αθηναίοι πάλι, που δεν επιθυμούσαν να έχουν τη φροντίδα τέτοιου είδους εργασιών, αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη με άλλο, ασφαλέστερο τρόπο. Προμηθεύονταν με τα κεφάλαιά τους μεγάλους αριθμούς δούλων,

τους οποίους μίσθωναν στους διαχειριστές των μεταλλείων με την ημέρα. Ο στρατηγός Νικίας, για παράδειγμα, που χάθηκε στη Σικελική Εκστρατεία, διέθετε 1.000 τέτοιους δούλους· άλλοι είχαν 600, άλλοι 300. Οι συνθήκες εργασίας των δούλων σε τέτοιου είδους εργασίες ήταν πολύ σκληρές. Στις ανθυγιεινές σήραγγες των μεταλλείων του Λαυρίου, με τον τεχνητό φωτισμό και τον ανεπαρκή αερισμό, το προσδόκιμο ζωής των δούλων ήταν πολύ χαμηλό. Οι συνεχείς απώλειες έπρεπε να καλύπτονται με νέες αγορές. Ελπίδες για απελευθέρωση δεν υπήρχαν. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το Λαύριο είχε βρεθεί απροστάτευτο και χιλιάδες δούλοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Πολλοί συνελήφθησαν και ξαναπουλήθηκαν στη Θήβα σε χαμηλές τιμές, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της πόλης. Μετά τον πόλεμο τα μεταλλεία υπολειτουργούσαν. Ο Ξενοφών ήταν της γνώμης ότι η εκμετάλλευση των μεταλλείων στο Λαύριο μπορούσε να τεθεί σε νέα βάση. Τα αποθέματα έμοιαζαν αστείρευτα, αλλά δεν υπήρχαν ιδιώτες πρόθυμοι να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις. Η δική του πρόταση ήταν να αναλάβει η πόλη τον ρόλο των ιδιωτών. Οι δούλοι θα έπρεπε να αγοραστούν από το δημόσιο ταμείο και να πολλαπλασιάζονται, μαζί με τα έσοδα. Επίσης, τις δαπάνες για αναζήτηση μεταλλεύματος, που δεν ήταν πάντα επικερδείς, όφειλαν να τις αναλάβουν οι δέκα φυλές. Για μεγαλύτερη μάλιστα ασφάλεια, οι δούλοι έπρεπε να στιγματίζονται με τη σφραγίδα του δημοσίου, ώστε να μην τολμά κανείς να τους σφετεριστεί.

4.3. Κάθε πόλη αποτελείται από οικογένειες Η πόλη είναι ένα πλήθος από οικογένειες και γη και ιδιόκτητες περιουσίες που παρέχει αυτάρκεια για την καλή ζωή. Έτσι συνόψιζε ένας συγγραφέας του ύστερου 4ου αιώνα την κυρίαρχη πολιτική άποψη των αρχαίων

Ελλήνων.

Και

διευκρίνιζε:

«μέρη

του

οίκου

είναι

οι

άνθρωποι

και

τα

αποκτήματα». Οἰκονομία -κυριολεκτικά η διευθέτηση (νομή) του οἴκου- σήμαινε την επιστήμη της ορθής διαχείρισης του νοικοκυριού. Στην αρχαιότητα οἶκος ήταν το σύνολο των έμβιων και άψυχων όντων που συναπάρτιζαν μια οικογένεια και την περιουσία της. Αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στην περιουσία περιλαμβάνονταν όχι μόνο το σπίτι (οἰκία), τα έπιπλα, τα καλλιεργημένα κτήματα και τα ζωντανά, αλλά επίσης οι οικόσιτοι δούλοι. Όλα αυτά υπήρχαν προς χάριν της καλής ζωής των ελεύθερων μελών. Ελεύθερα μέλη του οίκου ήταν οι σύζυγοι και τα τέκνα - και όποιος παππούς ή γιαγιά τυχόν ζούσε μαζί τους. Αδιαμφισβήτητος όμως αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας-πατέρας, που ονομαζόταν κύριος (σε σχέση με όλα τα μέλη) και δεσπότης (σε σχέση ειδικά με τους δούλους). Η χρηστή διαχείριση του οίκου απαιτούσε καταμερισμό των εργασιών μεταξύ των συζύγων, επίβλεψη των τέκνων και εποπτεία του υπόδουλου υπηρετικού προσωπικού. Απαιτούσε, επίσης, την καθημερινή συντήρηση όλων των μελών με τροφή και την προστασία τους κάτω από μια στέγη. Γενικά, η διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα σε μια αρχαιοελληνική οικογένεια ήταν μεγάλη. Αντικατοπτριζόταν μάλιστα στην ίδια την αρχιτεκτονική του σπιτιού. Τα δωμάτια της συζύγου και των λοιπών γυναικών (γυναικωνῖτις), όπου έμεναν και τα παιδιά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ήταν διαχωρισμένα από τους χώρους των ανδρών (τον ἀνδρῶνα), εκεί όπου μπορούσε ο κύριος του οίκου να δέχεται τους φίλους του και να οργανώνει συμπόσια. Η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι και ο άνδρας πρωτοστατούσε στις εξωτερικές εργασίες. Αυτός εκπροσωπούσε την οικογένεια στην κοινωνία: έκανε τις αναγκαίες οικονομικές συναλλαγές, παρουσιαζόταν στο δικαστήριο και την Εκκλησία του Δήμου, καλλιεργούσε τα κτήματα, προμηθευόταν σκεύη και εργαλεία, έφερνε τις πρώτες ύλες της τροφής και της ένδυσης. Η γυναίκα ήταν αρμόδια για την παρασκευή του φαγητού (σιτίον, δηλαδή ξηρά τροφή) και των ρούχων. Το άλεσμα των δημητριακών και το ζύμωμα του -συχνότατα κριθαρένιου- ψωμιού, το μαγείρεμα της όποιας συνοδείας του (ὄψον, δηλαδή ό,τι τρώγεται μαζί με το ψωμί), η ύφανση χιτώνων και κλινοσκεπασμάτων στον αργαλειό, το συγύρισμα και η καθαριότητα του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών μέχρι την ηλικία των επτά ετών ήταν δικές της ευθύνες, που τις διεκπεραίωνε είτε με τη βοήθεια δούλων είτε μόνη της. Στις σχετικά εύπορες οικογένειες, όπου ένας αριθμός δούλων αρκούσε για το μεγαλύτερο μέρος των χειρωνακτικών εργασιών, η πιο έμπιστη δούλη αναλάμβανε τον ρόλο της οικονόμου. Ονομαζόταν ταμία. Αυτή είχε την επιστασία των υπόλοιπων δούλων που έμεναν στο σπίτι, των οἰκετῶν -άλλοι ακολουθούσαν τον άνδρα στα κτήματα ή έμεναν μόνιμα εκεί- και αυτή φρόντιζε για την αποθήκευση και συντήρηση των προϊόντων στους χώρους της οικίας. Επιτηρήτρια της

οικονόμου ήταν η σύζυγος. Αντίστοιχα, ο άνδρας μπορούσε να ορίσει κάποιον ἐπίτροπον ως επιστάτη των δούλων στα κτήματα. Τα αγαθά έρχονται στο σπίτι, κατά κύριο λόγο, από του άντρα τις πράξεις, ενώ τα περισσότερα καταναλώνονται με τις μετρημένες ενέργειες της γυναίκας, γράφει ο Ξενοφών στον Οἰκονομικόν του, το πρώτο σωζόμενο σύγγραμμα οικιακής οικονομίας. Την έντονη διαφοροποίηση των ρόλων ανάμεσα στα φύλα ενδυνάμωνε η πεποίθηση ότι η κυριότερη κοινωνική λειτουργία της γυναίκας είναι η τεκνοποιία, ότι στον γάμο βρίσκει η ίδια την ολοκλήρωσή της και ότι η φύση την έχει φτιάξει έτσι, ώστε να προτιμά τον κλειστό και προφυλαγμένο χώρο του σπιτιού από την εκτεθειμένη σε κίνδυνους υπαίθρια χώρα. Ό,τι ήταν ο πόλεμος και η προετοιμασία του για τον άνδρα, ήταν για τη γυναίκα η εγκυμοσύνη, η γέννα και η ανατροφή των παιδιών. Ειδικά ο τοκετός, με τους σοβαρούς κινδύνους που περιλάμβανε λόγω της περιορισμένης τεχνικής γνώσης και της άγνωστης ακόμη καισαρικής τομής, αντιμετωπιζόταν ως το πεδίο όπου οι γυναίκες δίνουν τις δικές τους σπουδαίες μάχες. Ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εγκύων πέθαινε κατά τη γέννα, ιδιαίτερα εξαιτίας της κακής θέσης του εμβρύου στη μήτρα. Στη Σπάρτη, αναγράφονταν στους τάφους μόνο τα ονόματα αυτών των γυναικών, όπως ακριβώς επιτρεπόταν η αναγραφή του ονόματος μόνο για όσους οπλίτες σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο λεγόμενος «όμορφος θάνατος» των Σπαρτιατών πολεμιστών είχε το αντίστοιχό του στις βίαιες ωδίνες της γέννας. Οι φυσιολογικοί θάνατοι των υπολοίπων δεν είχαν τίποτε ένδοξο για να είναι άξιοι μνήμης. Αναμφίβολα η σωματική άσκηση των κοριτσιών και το γεγονός ότι τεκνοποιούσαν σε μεγαλύτερη ηλικία μείωνε στη Σπάρτη τις περιπτώσεις θανάτου κατά τον τοκετό. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου, όπου η δημόσια γύμνωση και εκγύμναση ελεύθερων γυναικών ήταν αδιανόητη, τα αδύνατα σώματα αρκετών νεαρών συζύγων δεν άντεχαν τη δοκιμασία της γέννας. Η βοήθεια που μπορούσε να παράσχει μια έμπειρη μαία δεν ήταν πάντοτε αρκετή. Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας το δέρμα μιας ευυπόληπτης γυναίκας έπρεπε να είναι λευκό από τη σκιατραφία. Το ίδιο χαρακτηριστικό στον άνδρα ήταν δείγμα επονείδιστης θηλυπρέπειας και απολιτικής βαρβαρότητας. Στα αγγεία και στα επιζωγραφισμένα αγάλματα, η χρωματική διάκριση ήταν ιδιαίτερα τονισμένη: κατάλευκες οι γυναίκες (όπως και οι κάθε λογής βάρβαροι), μαυρισμένοι από την έκθεση στον μεσογειακό ήλιο οι άνδρες (και οι μεγάλοι ήρωες του παρελθόντος). Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεώρησαν τον άνδρα και τη γυναίκα ως συμπληρωματικά αντίθετα, η σωστή εναρμόνιση των οποίων παράγει οικογενειακή σταθερότητα και πολιτική ισορροπία. Ο διαχωρισμός των σφαιρών δράσης για τα δύο φύλα υπήρξε σαφέστατος: το μέσα, το κλειστό, το περιορισμένο, προστατευμένο και ιδιωτικό ήταν ο χώρος του θηλυκού, ενώ το έξω, το ανοιχτό, το υπαίθριο, δημόσιο και εντέλει πολιτικό ήταν ο χώρος του αρσενικού. Φυσικά η αντίθεση αυτή δεν ίσχυε πλήρως στην πραγματικότητα. Το ιδανικό της ελεύθερης γυναίκας που δεν βγαίνει από το σπίτι της παρά μόνο για να μετάσχει σε κάποια ιερά πανήγυρη ή εορτή μπορούσε να εφαρμόζεται μόνο στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Οι πολλές άλλες

γυναίκες, είτε πολίτιδες είτε μέτοικοι, ήταν αναγκασμένες να βοηθούν τους συζύγους τους στις αγροτικές

και

λοιπές

εργασίες

και

να

πωλούν

διάφορα

προϊόντα

(λουλούδια,

μέλι,

οπωροκηπευτικά, άνθινα στεφάνια, κορδέλες) στη δημόσια αγορά. Οι γυναίκες αυτές υπολείπονταν από το πρότυπο της λευκής ομορφιάς, αλλά, αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα μειονεκτικά. Από την άλλη μεριά, οι αστές των καλών οικογενειών, που μπορούσαν πράγματι να ανταποκρίνονται στο ιδανικό της κοινωνίας τους, είχαν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εκλέγονται ιέρειες και να πρωτοστατούν στις θρησκευτικές τελετές των θηλυκών θεοτήτων. Μετά την κριτική αποτίμηση της ιστορικής πραγματικότητας από τους σοφιστές, το ζήτημα της φύσεως τέθηκε με μεγαλύτερη οξύτητα. Κάποιοι είχαν αρνηθεί να δεχτούν ότι όλες οι παραπάνω διαφορές στους κοινωνικούς ρόλους ανδρών και γυναικών ή δούλων και ελευθέρων προέρχονταν από τη φύση. Ορισμένες ήταν το αποτέλεσμα σύμβασης (νόμου) και καταναγκασμού (βίας) - ισχυρίζονταν. Οι εθνογραφικές γνώσεις πολυταξιδεμένων ανθρώπων, όπως του Ηροδότου, μπορούσαν να κλονίσουν την εδραιωμένη πεποίθηση για τη φυσικότητα των ελληνικών θεσμών. Μέσα στον ίδιο τον ελληνικό χώρο υπήρχε επίσης το αντιπαράδειγμα της Σπάρτης: κορίτσια που χαίρονταν τον ήλιο και την άσκηση με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από οπουδήποτε αλλού. Ακόμη και αν οι γυναίκες ήταν, όπως κάποιοι άρχιζαν τώρα να πιστεύουν, ικανές για πολύ περισσότερα επιτεύγματα από όσα η πόλη συνήθως απαιτούσε από αυτές, η ίδια η βιολογική διαφοροποίηση των φύλων υποδείκνυε διαφορετικές λειτουργίες και, κατά συνέπεια, διακριτές αρετές. Η φυσική ανομοιότητα απέκλειε κάθε λόγο για κοινωνική εξομοίωση ή ισότητα: Νομίζω ότι οι θεοί, γυναίκα μου, δημιούργησαν με περίσκεψη μεγάλη αυτό το ζεύγος που αποκαλούμε θηλυκό και αρσενικό, για να επωφελείται στον μέγιστο βαθμό από τη συνύπαρξη. Και εξηγούμαι. Τα φύλα υπάρχουν για να δίνουν απογόνους και να μην εκλείπει το είδος. Επίσης, ο άντρας και η γυναίκα αποκτούν με τον τρόπο αυτό μέλη ικανά για να τους φροντίσουν στα γεράματα. Μάλιστα, επειδή η ζωή των ανθρώπων δεν είναι, όπως των άλλων ζώων, στο ύπαιθρο αλλά χρειάζεται στέγη, […] ο θεός, νομίζω, έφτιαξε ευθύς εξαρχής τη φύση της γυναίκας κατάλληλη για τα εσωτερικά έργα, ενώ του άντρα για τα εξωτερικά. Με άλλα λόγια, ο θεός διευθέτησε έτσι το σώμα και την ψυχή του άντρα ώστε να αντέχει τα κρύα και τις ζέστες και τις πεζοπορίες και τις εκστρατείες και του ανέθεσε αυτές τις υπαίθριες δραστηριότητες, ενώ στη γυναίκα έδωσε ασθενέστερο σώμα, της επέβαλε τις εσωτερικές δουλειές […] και της χάρισε μεγαλύτερη στοργή και αγάπη για τα βρέφη και […] περισσότερο φόβο. Στον άντρα, αντίθετα, έδωσε ο θεός μεγαλύτερο θάρρος, επειδή γνώριζε ότι όποιος είναι υπεύθυνος για τα εξωτερικά έργα θα χρειαστεί να υπερασπιστεί το δίκιο του απέναντι σε αυτόν που τον αδικεί. Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει ο Ξενοφών έναν χρηστό Αθηναίο πολίτη να διαπαιδαγωγεί τη νεαρή σύζυγό του.

Τη φαινομενική ή ουσιαστική υποταγή της γυναίκας στον άνδρα της, που αποτελούσε το ιδανικό όλων των αρχαίων πόλεων, βοηθούσε η σημαντική διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους συζύγους. Ιδανικά, ο γαμπρός ήταν τριάντα ετών και η νύφη δεκαπέντε, αλλά τα χρόνια που τους χώριζαν στην πραγματικότητα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα. Ο ίδιος ο γάμος δεν ήταν παρά μια υπόθεση ανδρών. Ο επίδοξος σύζυγος ζητούσε από τον πατέρα της μελλόνυμφης την κόρη του, όταν αυτή βρισκόταν σε προεφηβική ηλικία. Οι δύο άνδρες συμφωνούσαν με μια αμοιβαία υπόσχεση (ἐγγύην) που επικυρωνόταν, όταν πλησίαζε η κόρη σε γόνιμη ηλικία, με την εγκατάστασή της στο σπίτι του συζύγου. Η εγκατάσταση ονομαζόταν συνοίκησις. Οι παράγοντες που κυρίως καθόριζαν τον γάμο ήταν ο πλούτος και η κοινωνική θέση των δύο οικογενειών. Η ομορφιά του νεαρού κοριτσιού, όπως και οι συνθήκες ανατροφής του, είχαν οπωσδήποτε σημασία, αλλά δεν αποτελούσαν κυρίαρχο κριτήριο στην επιλογή. Σε μια ελεύθερη αγορά προσφοράς και ζήτησης οι δυνατότητες απότομης κοινωνικής ανόδου μέσω του γάμου ήταν μάλλον περιορισμένες και η ταξική συμβατότητα πρακτικά είχε τον πρώτο λόγο στη σύναψη της συμφωνίας. Ωστόσο, μαρτυρούνται μεμονωμένες περιπτώσεις ταξικά ασύμβατων γάμων, ιδίως όταν η νύφη παντρευόταν για δεύτερη φορά, λόγω διαζυγίου ή θανάτου του πρώτου συζύγου της. Ο πατέρας της νύφης είχε την υποχρέωση να δώσει στην κόρη του προίκα. Συνήθως δίνονταν κινητά αγαθά (σκεύη, ρούχα, έπιπλα κτλ.), αλλά η προίκα μπορούσε να περιλαμβάνει και γη. Ο άνδρας αναλάμβανε την υποχρέωση να συντηρεί τη σύζυγό του και να συνευρίσκεται μαζί της για την απόκτηση νόμιμων τέκνων. Η διατήρηση της γενιάς και του ονόματος της οικογένειας, η μεταβίβαση της περιουσίας σε άρρενα τέκνα και η φροντίδα κατά τη γεροντική ηλικία από νόμιμα παιδιά ήταν οι κύριοι στόχοι του γάμου. Η ερωτική ζωή των καλῶν κἀγαθῶν, όπως αρέσκονταν να αυτοαποκαλούνται οι εύποροι και μορφωμένοι πολίτες, δεν περιοριζόταν στον οίκο. Εκτός από τους δούλους, υπήρχαν επίσης εταίρες, παλλακίδες και κοινές πόρνες. Βεβαίως, οι θρυλικές αντιδράσεις της Κλυταιμνήστρας και της «βάρβαρης» Μήδειας στις προκλητικές συμπεριφορές των συζύγων τους υπενθύμιζαν ότι υπήρχαν όρια τα οποία δεν ήταν συνετό να παραβιάζονται. Μέχρι και ο πανίσχυρος Δίας προσπαθούσε να προφυλαχθεί από την οργή της απατημένης Ήρας. Η τελετή του γάμου διαρκούσε τρεις μέρες και ήταν ιδιωτική υπόθεση των δύο οικογενειών. Την πρώτη μέρα η νύφη αφιέρωνε τα παιδικά παιχνίδια της στην Άρτεμη, την παρθένα θεότητα των δασών. Από εδώ και στο εξής θα εγκατέλειπε οριστικά την άγρια θεά, μαζί με την παρθενία, για να βρεθεί κάτω από την προστασία της Ήρας Τελείας, θεάς του γάμου, της Εστίας, που προστάτευε την οικογενειακή φωτιά, και της Δήμητρας, που χάριζε γονιμότητα. Μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στους θηριώδεις πόνους του τοκετού θα ξανάβρισκε η παντρεμένη γυναίκα τη θεά της παιδικής της ηλικίας (που ονομαζόταν τώρα Άρτεμις Λοχία), μαζί με την Ειλείθυια, προστάτιδα των ωδίνων. Τη δεύτερη μέρα, ύστερα από το γαμήλιο γεύμα που παρέθετε ο πατέρας της νύφης στο σπίτι του, οδηγούσαν την κοπέλα, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο, στο σπίτι του γαμπρού και τελούσαν ενώπιόν του τα ἀποκαλυπτήρια. Την επόμενη και τελευταία μέρα της τελετής η νύφη δεχόταν στη νέα της κατοικία τα γαμήλια δώρα συγγενών και φίλων και προετοιμαζόταν για την επόμενη φάση της ζωής της. Ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνία και

την οικονομική επιφάνειά του, ο πατέρας της νύφης μπορούσε να παραθέσει γαμήλιο τραπέζι στον δῆμον όπου ανήκε. Η τριήμερη τελετή του γάμου ήταν, εκτός από γιορτή, επίσης μια διαβατήρια τελετή για την ενηλικίωση της νύφης. Η κοπέλα δεν άλλαζε μόνο κύριον και τόπο κατοικίας. Άλλαζε πρωτίστως θέση στην κοινωνία. Από παρθένα και κόρη, που ήταν έως τότε, γινόταν τώρα γυναίκα, και σε λίγους μήνες θα φανέρωνε την ιδιότητα της μητέρας. Η στειρότητα ήταν η μεγαλύτερη μομφή για μια γυναίκα, γιατί σήμαινε αδυναμία να επιτελέσει τον κυριότερο ρόλο που της είχε αναθέσει η φύση και η πόλη. Η γέννηση, όπως και ο θάνατος, αντιμετωπιζόταν με δέος. Μια έκφραση του σεβασμού απέναντι στην ακατάληπτη δύναμη που φέρνει στο φως νέες υπάρξεις ήταν η θεώρηση του τοκετού και της λοχείας ως φάσεων που προκαλούν μόλυνση - ιδίως σε όσους δεν συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία. Οι άνδρες χρειάζονταν μεγαλύτερη προφύλαξη, διότι ήταν ευκολότερα θύματα της δυναμικής αυτής έξαρσης της ζωής. Η επαφή τους με το νεογέννητο και τη λεχώνα σύζυγο απαιτούσε τελετουργικούς καθαρμούς. Την κλασική περίοδο έγιναν προσπάθειες να διαδοθεί η καινοφανής ιδέα ότι ο άνδρας είναι ο αληθινός γεννήτορας του βρέφους και ότι η γυναίκα παρέχει μόνο τον απαραίτητο τόπο για την ανάπτυξη του ανδρικού σπόρου με τροφή. Όμως η παλαιά (και φυσικότερη) πεποίθηση ότι το νεογνό ανήκει ουσιαστικά στη μητέρα παρέμενε ισχυρή. Η απόσπασή του από αυτή και το καλωσόρισμά του στον ευρύτερο χώρο του οίκου έπρεπε να γίνεται τελετουργικά. Η ένταξη του νεογέννητου βρέφους στους κόλπους της οικογένειας ήταν μια ιδιωτική υπόθεση, που συνέβαινε με θρησκευτική σοβαρότητα. Την πέμπτη μέρα μετά τη γέννηση, ο πατέρας έτρεχε, με το βρέφος στην αγκαλιά και ίσως γυμνός, γύρω από την εστία του σπιτιού, ζητώντας την ευμένεια των θεών και παρακαλώντας την Εστία, θεά του οίκου, να το δεχτεί. Η μητέρα ήταν παρούσα και ίσως συμμετείχε τρέχοντας και αυτή. Η τελετή ονομαζόταν ἀμφιδρόμια, είχε τη μορφή υιοθεσίας και ήταν παρόμοια με αυτή που τελούσαν για να δεξιωθούν στο σπιτικό έναν νεοαποκτηθέντα δούλο. Το γεγονός σηματοδοτούσε την απόφαση των γονέων να αναθρέψουν το παιδί, αντί να το απορρίψουν εκθέτοντάς το στους δρόμους. Κατόπιν οι συγγενείς έφερναν γενέθλια δώρα. Σε μια άλλη ιδιωτική τελετή, που γινόταν πέντε μέρες μετά, οι γονείς έδιναν όνομα στο ανώνυμο νεογνό. Το πρώτο αγόρι της οικογένειας έπαιρνε κατά κανόνα το όνομα του παππού του. Έτσι έκλεινε ο τριμερής κύκλος φυσικής αναγέννησης (πατέρας-γιοςεγγονός), καθώς είχε αποδειχθεί η γονιμική δύναμη του γιου. Για τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής του το παιδί θα συναναστρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες: τη μητέρα του, τη βάγια-τροφό (αν υπήρχε) και τις δούλες του σπιτιού. Στις

ιωνικές

πόλεις

η

καταγραφή

των

αρρένων

τέκνων

στους

καταλόγους

της φρατρίας γινόταν μια φορά τον χρόνο, κατά την τρίτη μέρα της εορτής των Απατουρίων (Οκτώβριος-Νοέμβριος). Η μέρα ονομαζόταν κουρεῶτις. Όλα τα μέλη της φρατρίας, σε μια κοινή σύναξη, ανέφεραν στους επικεφαλής (φράτορας) τα νέα μέλη. Ο πατέρας ή ένας εκπρόσωπός του ορκιζόταν ότι το αγόρι ήταν νόμιμο τέκνο που είχε προέλθει από κανονικό γάμο με ελεύθερη

πολίτιδα και, αν δεν εκφραζόταν αντίρρηση, το νέο μέλος εγγραφόταν στη φρατρία. Δεν είναι σαφές αν η ίδια διαδικασία ίσχυε για τα κορίτσια. Όπως είναι αναμενόμενο για κοινότητες παραδοσιακού τύπου, όπου μόνο τα άρρενα τέκνα αποτελούν πλουτοπαραγωγικές μονάδες, ενώ τα κορίτσια απαιτούν προίκα για να παντρευτούν και ζημιώνουν οικονομικά την πατρική περιουσία, η έκθεση των θηλέων βρεφών ήταν ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο και αποτελούσε λύση ανάγκης για τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Προστατευμένα μέσα σε μια χύτρα, τα εκτεθειμένα βρέφη αφήνονταν στην τύχη τους κοντά στο σπίτι που γεννήθηκαν. Η έκθεσή τους ονομαζόταν χυτρισμός. Αν δεν πέθαιναν επιτόπου, το μέλλον τους καθοριζόταν από τον περαστικό. Μπορούσαν να καταλήξουν υιοθετημένα σε μια άτεκνη οικογένεια, να πουληθούν ως δούλοι ή να βρεθούν τελικά σε κάποιο πορνείο. Στον χώρο του αγοραίου έρωτα η πλούσια Κόρινθος, με τη μεγάλη εμπορική κίνηση και τους πάμπολλους ξένους ναυτικούς, κρατούσε τα πρωτεία. Αλλά και του Πειραιά η φήμη δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Από τις πόρνες, που συνήθως προστατεύονταν από κάποιον μαστροπό και ήταν εγκατεστημένες σε μια από τις κακόφημες και πολυσύχναστες συνοικίες, η πόλη εισέπραττε φόρο. Αν δεν ήταν, όπως συνέβαινε συχνά, δούλες, αλλά ελεύθερες ή απελεύθερες που είχαν μετοικήσει στην Αθήνα, η πόλη εισέπραττε επίσης τον νόμιμο ετήσιο φόρο που πλήρωναν όλοι οι μέτοικοι (μετοίκιον), και που ανερχόταν στις δώδεκα δραχμές για τους άνδρες και στις έξι για τις γυναίκες. (Μισή δραχμή ήταν το χαμηλότερο ημερομίσθιο στην Αθήνα της κλασικής εποχής.) Κανένας περιορισμός δεν επιβαλλόταν στην ελεύθερη αγορά της σωματικής ηδονής, όταν επρόκειτο για δούλους ή ξένους. Αλλά αν κάποιος οδηγούσε στην πορνεία το αρσενικό ή θηλυκό τέκνο μιας οικογένειας ελεύθερων πολιτών, τότε η τιμωρία του ενόχου ήταν βαρύτατη. Η πόλη ενδιαφερόταν, πάνω απ᾽ όλα, για την προστασία των πολιτών της. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση της μοιχείας, που ήταν έγκλημα σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Αυστηρά μιλώντας, μοιχεία ήταν η ερωτική συνεύρεση με μια ελεύθερη παντρεμένη γυναίκα. Γενικότερα, όμως, κάθε μορφή γενετήσιας επαφής με την κόρη, μητέρα ή αδελφή ενός πολίτη, ακόμη και σε περίπτωση χηρείας της, αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο αυστηρό τρόπο. Στην πραγματικότητα, η πράξη αποτελούσε βαρύτατη προσβολή κατά της τιμής του κυρίου της και εντασσόταν στα εγκλήματα αλαζονείας (ὑβριστικά), όπως ήταν και η χειροδικία προς ελεύθερο πολίτη. Στην Αθήνα, αν ο κύριος έπιανε τον εραστή τη στιγμή της πράξης μέσα στο ίδιο του το σπίτι, είχε το δικαίωμα να τον θανατώσει. Αυτή ήταν μία από τις λίγες περιπτώσεις αυτοδικίας που επέτρεπε, στο πνεύμα της παλαιάς νομοθεσίας του Δράκοντα, η νεότερη του Σόλωνα. Παρόμοια ήταν η εκτέλεση του διαρρήκτη που είχε πιαστεί επ᾽ αυτοφώρω. (Η τιμωρία ενός λωποδύτη που είχε δράσει σε δημόσιο χώρο ήταν ηπιότερη.) Τα εγκλήματα αυτά παραβίαζαν, με τον πλέον κατάφωρο τρόπο, τον ιδιωτικό χώρο των πολιτών. Η αδυναμία, λόγω αμέλειας ή δειλίας, να υποστηρίξει κάποιος αποτελεσματικά τον οίκο του επέφερε τη μείωση της υπόληψής του στα μάτια των συμπολιτών. Η θανάτωση του μοιχού επιτρεπόταν, μόνο εφόσον ο ίδιος είχε ομολογήσει το έγκλημά του πράγμα σχεδόν αυτονόητο όταν συλλαμβανόταν επ᾽ αυτοφώρω, δεδομένου ότι ο μόνος

αποδεκτός τρόπος να καταπραΰνει τον θυμό του προσβληθέντος συζύγου ήταν να προτείνει αμέσως χρηματική αποζημίωση. Αν η πληγωμένη τιμή του συζύγου δεν έμενε ικανοποιημένη από την πρόταση, ο μοιχός μπορούσε να θανατωθεί επιτόπου. Λίγες τέτοιες θανατώσεις συνέβησαν στην Αθήνα της κλασικής εποχής. Από έναν λόγο του διάσημου ρήτορα Λυσία, που ήταν γιος πλούσιου μέτοικου από τις Συρακούσες, μαθαίνουμε ότι η εφαρμογή της αυτοδικίας μπορούσε κάποτε να οδηγήσει τον αυτουργό στο δικαστήριο με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Συνηθέστερη ήταν λοιπόν η παρουσίαση του μοιχού ενώπιον των αρχόντων, οι οποίοι, αν ομολογούσε, τον έδιναν αμέσως στον απατηθέντα σύζυγο για να τον κακοποιήσει όπως ήθελε, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί αιχμηρά αντικείμενα. Στις άλλες περιπτώσεις ακολουθούσαν την κανονική διαδικασία της δίκης. Αυτά ίσχυαν στην Αθήνα, για την οποία οι σωζόμενοι δικανικοί λόγοι μάς πληροφορούν καλύτερα. Αλλού, όπως για παράδειγμα στη δωρική Γόρτυνα της Κρήτης, η χρηματική αποζημίωση του προσβληθέντος ήταν το μοναδικό νόμιμο τίμημα, ενώ στη Λοκρίδα ο μοιχός έπρεπε να τιμωρηθεί με τύφλωση. Η παγιωμένη πεποίθηση ότι η γυναίκα ήταν κατώτερο ον με ενδιάθετη ροπή προς τη φιληδονία έριχνε όλη την ευθύνη για τη μοιχεία στον άνδρα που αποφάσισε να την αποπλανήσει, έχοντας επίγνωση της αδικίας που θα διέπραττε. Οι ελληνικές πόλεις εκτός από τη Σπάρτη αντιμετώπιζαν τις γυναίκες ως διά βίου ανήλικες, παιδιά που έχουν συνεχώς ανάγκη από επίβλεψη. Η τιμωρία ήταν, κατά συνέπεια, ηπιότερη για τη γυναίκα που είχε δεξιωθεί τον παράνομο εραστή. Η συνηθισμένη τιμωρία της ήταν η υποχρεωτική απαγόρευση της συμμετοχής της στις θρησκευτικές εορτές της πόλης και η αποπομπή της από τον οίκο, δηλαδή η διάζευξη. Όποιος πολίτης αρνιόταν να αποπέμψει τη σύζυγο που είχε προσβάλει την τιμή του μπορούσε να τιμωρηθεί ο ίδιος με ἀτιμίαν, δηλαδή με απώλεια των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ κάθε πολίτης που έβλεπε μοιχαλίδα να παραβαίνει τη θρησκευτική απαγόρευση μπορούσε να επέμβει βίαια. Αιτία των πάντοτε αυστηρών κυρώσεων κατά της μοιχείας ήταν η αγωνία των ανδρών για τη γνησιότητα των τέκνων τους. Η μοιχεία διασάλευε τη θεσπισμένη νομιμότητα. Από την πλευρά των ανδρών, ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί τόσο εύκολα όσο είχε ξεκινήσει. Χωρίς καμία ιδιαίτερη αιτιολόγηση της στάσης του, ο σύζυγος μπορούσε να αποπέμψει τη γυναίκα του, με την υποχρέωση να επιστρέψει την προίκα που είχε λάβει. Αυτή ήταν η συνηθέστερη μορφή διαζυγίου και ονομαζόταν ἔκπεμψις. Αλλά και ο πατέρας της κόρης μπορούσε να ζητήσει πίσω τη θυγατέρα του για τρεις λόγους: αν ο σύζυγος τη μεταχειριζόταν άσχημα, αν έφθειρε αδικαιολόγητα την προίκα της ή αν (συνηθέστερα) ήταν η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας και η ίδια δεν είχε γιο. Αυτή η περίπτωση διαζυγίου ονομαζόταν ἀφαίρεσις. Δικαίωμα είχε και η ίδια η σύζυγος να εγκαταλείψει τον οίκο της, αφού πρώτα ζητούσε σχετική άδεια από τον επώνυμο άρχοντα. Η διαδικασία ονομαζόταν ἀπόλειψις. Η τελευταία δυνατότητα ήταν η πιο σπάνια και δεν κέρδισε την ανοχή της κοινωνίας. Η ανδρική νομοθεσία, πάντως, την είχε προβλέψει. Οι οικονομικές προτεραιότητες του αρχαιοελληνικού και ιδιαίτερα του αθηναϊκού γάμου, για τον οποίο είμαστε πολύ καλύτερα πληροφορημένοι, φαίνονται στην περίπτωση της ἐπικλήρου, της μεγαλύτερης κόρης σε οικογένεια χωρίς άρρενα τέκνα. Η επίκληρος ήταν αναγκαστικά η κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Αν κατά τον θάνατο του πατέρα της ήταν ανύπαντρη, είχε

την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, συχνότατα τον θείο της, άλλοτε τον πρώτο εξάδελφό της. Αν ήταν ήδη παντρεμένη αλλά χωρίς αρσενικό παιδί, τότε ο ενδιαφερόμενος συγγενής μπορούσε, με τη διαδικασία της ἀφαιρέσεως, να ζητήσει τη διάζευξή της για να τη νυμφευτεί ο ίδιος. Μόνο εφόσον είχε ήδη αποκτήσει αγόρι διατηρούσε χωρίς αντεκδικήσεις τη συζυγική της κατάσταση. Στην αθηναϊκή νομοθεσία η γυναίκα μπορούσε να λειτουργήσει ως γέφυρα για τη μεταβίβαση της περιουσίας από τον πατέρα της σε κάποιο άλλο αρσενικό μέλος της οικογένειας, αλλά όχι ως ιδιοκτήτρια η ίδια. Η επίκληρος είχε, συνεπώς, πιο περιορισμένες δυνατότητες επιλογής στην προσωπική της ζωή από τις υπόλοιπες ελεύθερες γυναίκες.

Μια πολυσυζητημένη ρήση ενός ρήτορα επιχειρούσε να καθορίσει αυτάρεσκα τη λειτουργία των γυναικών στη ζωή ενός εύπορου πολίτη: Τις εταίρες τις έχουμε για ξεχωριστές απολαύσεις, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματός μας και τις συζύγους για να αποκτούμε νόμιμα τέκνα και να διαθέτουμε έμπιστη φύλαξη των σπιτικών μας. Στο παραπάνω χωρίο, που αποτελεί μέρος ενός δικανικού λόγου, ο συγγραφέας επικαλείται το κοινό αίσθημα. Όλοι θα συμφωνούσαν για τον ρόλο των συζύγων. Οι εταίρες ήταν αρκετά καλλιεργημένες, ειδικά στη μουσική και τον χορό, και οι υπηρεσίες που πρόσφεραν, συνήθως σε πολύ υψηλές τιμές, δεν περιορίζονταν μόνο στη σωματική επαφή. Αλλά για όλους, εκτός από τους εξαιρετικά πλούσιους, μια βραδιά με εταίρες στον ανδρώνα του σπιτιού ενός φίλου αποτελούσε τη σπάνια εξαίρεση και όχι τον κανόνα της ερωτικής ζωής. Τα συμπόσια των εύπορων αστών, στα οποία εμφανίζονταν αυλητρίδες και ορχηστρίδες εταίρες αλλά ποτέ ελεύθερες γυναίκες, διοργανώνονταν για να εορταστεί μια νίκη ή κάποιο άλλο χαρμόσυνο γεγονός και δεν αποτελούσαν καθημερινότητα. Αντίθετα, καθημερινότητα μπορούσε να αποτελέσει η συνοίκηση ενός άνδρα με μια παλλακίδα μέσα στο ίδιο σπίτι όπου ζούσαν η νόμιμη σύζυγος και τα παιδιά του. Ο αγοραίος έρωτας με πόρνες δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στις ανώτερες τάξεις, εκτός αν επρόκειτο για μια εξαιρετικά σαγηνευτική εταίρα - και υπήρξαν αρκετές τόσο ονομαστές, ώστε η φήμη τους ξεπέρασε τα όρια της πόλης όπου εργάζονταν. Οι επισκέψεις στους οίκους ανοχής και οι επαφές με κοινές γυναίκες προορίζονταν για τους πολλούς. Άλλωστε κόστιζαν μόνο ένα ή δύο οβολούς. Οι ἄριστοι καταδίκαζαν τον λεγόμενο πάνδημον έρωτα όχι ως ηθικά μεμπτό αλλά ως αισθησιακά ανεπαρκή. Ο έρωτας των πορνείων λειτουργούσε στο επίπεδο της σωματικής εκτόνωσης και δεν μπορούσε να παράσχει ανώτερη ψυχοσωματική εξύψωση. Την πληρέστερη αυτή λειτουργία είχαν επωμιστεί οι εταίρες, που μπορούσαν να μισθωθούν για μια βραδιά, μια ολόκληρη βδομάδα ή έναν μήνα, ή ακόμη και να εξαγοραστούν διά βίου. Λέγεται ότι η Φρύνη, μια διάσημη εταίρα από τις Θεσπιές που διέμενε στην Αθήνα, στο πλαίσιο της εαρινής προετοιμασίας για την ελευσίνια μύηση μπήκε στη θάλασσα γυμνή. Στο θέαμα του κορμιού της ο Κολοφώνιος Απελλής, ο διασημότερος ζωγράφος της εποχής, εμπνεύστηκε έναν πίνακα με

θέμα την αναδυόμενη Αφροδίτη. Ο Αθηναίος Πραξιτέλης, ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας, ήταν εραστής της ίδιας εταίρας και τη χρησιμοποιούσε ως μοντέλο. Φημολογείται, μάλιστα, ότι από αυτή εμπνεύστηκε το άγαλμα της Κνιδίας Αφροδίτης, ένα ονομαστό γλυπτό κατασκευασμένο περίπου το 350, που παρουσίαζε τη θεά γυμνή τη στιγμή του λουτρού της, και το οποίο είναι σήμερα γνωστό χάρη στα πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα. Ο Αθηναίος ρήτορας Υπερείδης, για να πετύχει την αθώωση της ίδιας εταίρας από την κατηγορία της εισαγωγής νέων θεοτήτων στην Αθήνα -μια γραφὴν ἀσεβείας που είχε κατατεθεί από προηγούμενο εραστή τηςτράβηξε, κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα, τον χιτώνα της πελάτισσάς του και έδειξε, ενώπιον του πολυπληθούς δικαστηρίου, το γυμνό στήθος της (Κακριδής 3.6.Α [σ. 147]). Το τέχνασμα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, και η Φρύνη αθωώθηκε. Οι ιστορίες αυτές, μεταγενέστερες και ενδεχομένως πλαστές, εκφράζουν την ελληνική στάση απέναντι στη σωματική ομορφιά: πέρα από τη σαρκική επιθυμία, αλλά με αυτή ως κινητήριο δύναμη, το έκπαγλο κάλλος δρούσε ανατατικά στην ψυχή του ορώντος, διότι κατά βάθος αποτελούσε ιδίωμα της ίδιας της θεότητας. Το εγχείρημα του Πραξιτέλη ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο. Όλες οι γυναικείες θεότητες, μετά το 600, παριστάνονταν ντυμένες. Κάποιες, όπως χαρακτηριστικά η Νίκη του Παιωνίου στην Ολυμπία, μπορούσαν να έχουν ενδύματα τόσο λεπτά και διάφανα, ώστε να διαγράφεται θελκτικά το σώμα πίσω από αυτά. Καμία όμως δεν ήταν ολόγυμνη. Η αιδημοσύνη των γυναικών είχε προβληθεί στις θεές - ακόμη και στη θεά του έρωτα. Αλλά με την Αφροδίτη της Κνίδου τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα το γυναικείο σώμα μπορούσε να φανεί ακάλυπτο, όπως το ανδρικό. Η αλλαγή αυτή δεν σηματοδοτούσε βελτίωση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία· αλλά υποδείκνυε μια μεγαλύτερη ευαισθησία για το καθαρά γυναικείο κάλλος. Οι αρχαϊκές κόρες βασίζονταν κυρίως στην ανδρική σωματική διάπλαση με την προσθήκη ορισμένων γυναικείων χαρακτηριστικών, όπως το στήθος. Στην αλλαγή που εγκαινίασε ο Πραξιτέλης οι καλλιεργημένες εταίρες, οι μόνες γυναίκες με πραγματική ελευθερία κινήσεων και επιλογών στην αρχαιότητα, πρέπει να συνέβαλαν ουσιαστικά. Η Φρύνη κατέληξε να θεωρείται επίγεια φανέρωση της ίδιας της Αφροδίτης. Ενώ οι μύθοι ανέφεραν από παλαιά έρωτες θεών για νεαρά αγόρια (Δίας και Γανυμήδης, Ποσειδών και Πέλοψ, Απόλλων και Υάκινθος), η μορφή της λεγόμενης «ελληνικής παιδεραστίας» δεν είναι γνωστή στα ομηρικά έπη. Ορισμένες πηγές αποδίδουν στο ιδιότυπο αυτό φαινόμενο δωρική καταγωγή και εντοπίζουν τις απαρχές του στη Σπάρτη και την Κρήτη. Τον 6ο αιώνα παρουσιάζεται, πάντως, διαδεδομένο στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας - και όχι μόνο τις δωρικές. Στην αποδοχή του θεσμού συνέβαλαν η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας και το ιδανικό της πολεμικής αρρενωπότητας, που συνδύαζε σωματική λειτουργικότητα, δύναμη και καθαρές γραμμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο έρωτας αυτός ήταν απαγορευμένος στους δούλους. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η φυσική έλξη προς το άλλο φύλο δεν αποτελεί πρόσκομμα για εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας προς μέλη του ίδιου φύλου. Πίστευαν, επίσης, ότι η επιθυμία αυτή εκδηλωνόταν μονομερώς, από την πλευρά ενός ώριμου άνδρα προς έναν αρκετά νεότερο έφηβο και, αν προέκυπτε σχέση, αυτή δεν θα ήταν συναισθηματικά αμοιβαία - τουλάχιστον όχι με

τον ίδιο τρόπο. Ο ώριμος άνδρας ονομαζόταν ἐραστής και ο νεότερος ἐρώμενος ή παιδικά. Την ερωτική επιθυμία βίωνε μόνο ο εραστής. Ο ερωμένος, ναρκισσευόμενος από το ερωτικό βλέμμα του εραστή, μπορούσε να θαυμάζει την ωριμότητα, την ανδρεία και τη σοφία του εραστή και να ανταποδίδει τον έρωτα με εκτίμηση και φιλία. Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στα μέλη, η συμβατότητα της σχέσης αυτής με τον γάμο και η συνηθισμένη διακοπή της μετά την ενηλικίωση του ερώμενου αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής παιδεραστίας. Θεωρητικά, οι σχέσεις αυτές είχαν κυρίως παιδαγωγικό χαρακτήρα. Η κοινωνική αποδοχή τους βασιζόταν στη βοήθεια που παρείχαν για την ωρίμανση των νέων. Στην Κρήτη, χαρακτηριστικά, ο εραστής με τον ερώμενο απομακρύνονταν μέσα στην άγρια φύση των δασών και των ορέων για δύο μήνες και ζούσαν μαζί βίο απολίτιστο. Μετά την πάροδο του διμήνου και την επιτυχή λήξη της δοκιμασίας, ο νέος μπορούσε πλέον να ενταχθεί στο σώμα των πολιτών. Παρόμοιες μαρτυρίες υπάρχουν για τη Σπάρτη. Η παιδεραστία, όπως γινόταν αντιληπτή, εξομάλυνε τη μετάβαση από τον γυναικείο χώρο του σπιτιού και των γυναικών στον ανοιχτό χώρο των ανδρικών συγκρούσεων και της ωριμότητας. Παρά την αποδοχή των παιδεραστικών σχέσεων, η διατήρηση του παθητικού ρόλου κατά την ωριμότητα και η αποφυγή του γάμου προς χάριν ομοφυλοφιλικού δεσμού ήταν, σε διάφορες πόλεις, αντικείμενα κριτικής. Ο Αριστοφάνης, που δεν χάνει ευκαιρία να διακωμωδήσει ως κιναίδους διάφορους νεωτερίζοντες συμπατριώτες του, απηχούσε το κοινό αίσθημα της εποχής για την κατακριτέα εκθήλυνση ορισμένων ανδρών. Η κατηγορία αφορούσε κυρίως την ηδυπάθεια. Από την πλευρά του νόμου, ο ελεύθερος ενήλικας που αποφάσιζε να εκπορνευτεί για χρηματικό όφελος διακινδύνευε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του (ἀτιμίαν), που ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τη θανατική. Στον αγοραίο έρωτα μπορούσαν να εργάζονται μόνο όσοι δεν ήταν κύριοι του εαυτού τους. Η σχέση των ερωτικών δεσμών με τον πόλεμο φανερώνεται άλλωστε και στον ἱερὸν λόχον της Θήβας. Γενικά, οι διαβατήριες τελετές ενηλικίωσης των εφήβων ακολουθούν ένα τριμερές σχήμα (α) απόσπασης από την κοινότητα, (β) απομόνωσης για ορισμένο χρονικό διάστημα, και (γ) επανένταξης με νέα ιδιότητα. Η κεντρική φάση της απομόνωσης αποτελούσε τον συμβολικό θάνατο του παλαιού εαυτού, ώστε η ανάληψη του νέου ρόλου να ολοκληρώνεται δίχως ψυχικές παλινδρομήσεις και επιπλοκές. Οι Αθηναίοι έφηβοι, όταν γίνονταν δεκαοκτώ ετών, υπηρετούσαν ένοπλοι για δύο χρόνια την πατρίδα τους μέσα στα σύνορα της Αττικής. Με το πέρας της περιόδου αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη-οπλίτη, που μπορεί να συμμετάσχει στην Εκκλησία του Δήμου και να πολεμήσει εκτός συνόρων. Ο όρκος που σηματοδοτούσε τη μετάβαση στο νέο κοινωνικό καθεστώς έχει διασωθεί: Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα ούτε θα εγκαταλείψω τον παραστάτη της φάλαγγας σε όποια σειρά κι αν στοιχηθώ. Θα υπερασπιστώ τα ιερά και τα όσια και δεν θα παραδώσω την πατρίδα μου μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, και μόνος μου και από κοινού με όλους τους άλλους. Θα υπακούω στις εντολές όσων διατάζουν με φρόνηση και θα υπηρετώ τους θεσπισμένους νόμους και όσους άλλους θεσπιστούν με φρόνηση στο μέλλον. Αν κάποιος τους παραβιάζει, θα αντιδράσω, και

μόνος μου και από κοινού με όλους τους άλλους, και θα τιμώ τα πάτρια ιερά. Μάρτυρές μου οι θεοί Άγλαυρος, Εστία, Ενυώ, Ενυάλιος Άρης και Αθηνά Αρεία, Ζευς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη, Ηρακλής, και όρια της πατρίδας μου το σιτάρι και το κριθάρι και τα αμπέλια και οι ελιές και οι συκιές. Η

εκτός

του

οίκου

δραστηριότητα

πλουτισμού

ονομαζόταν

γενικά χρηματισμός ή χρηματιστική (εννοείται: ἐπιστήμη). Όταν όμως κάποιος χρησιμοποιούσε το χρήμα ως αυταξία και αποσκοπούσε στην αύξηση του πλούτου, όχι ως μέσο για την καλή ζωή αλλά ως σκοπό, τότε η χρηματιστική επιστήμη ονομαζόταν καπηλική. Όλοι οι μεταπράτες, ανεξάρτητα από το βεληνεκές των δραστηριοτήτων τους, μπορούν να θεωρηθούν κάπηλοι, αλλά ο όρος αναφερόταν ειδικά στους μικροπωλητές της αγοράς. Όσοι αντίθετα ασχολούνταν με τη χονδρική μεταπώληση και τη διακίνηση των αγαθών σε μεγάλες αποστάσεις ονομάζονταν ἔμποροι. Οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη και καλύτερη ήταν η γεωργία. Σε μια κατά κύριο λόγο αγροτική οικονομία, κάτω από τον γενικό τίτλο της γεωργίας μπορούν να ενταχθούν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη γη αλλά δεν είναι κυριολεκτικά γεωργικές. Τέτοιες ήταν η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η υλοτομία. Το κυνήγι, ιδίως των μεγάλων θηραμάτων, ήταν περισσότερο άθλημα των ευπόρων παρά καθημερινή ενασχόληση, και η αλιεία, αν και αυτόνομη δραστηριότητα για ορισμένους, μπορούσε επίσης να ασκείται ερασιτεχνικά. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε όλες τις χειρωνακτικές και βιοτεχνικές εργασίες, όπως ήταν η αγγειοπλαστική, η οπλοποιητική, τα εργαστήρια κατασκευής επίπλων, εργαλείων ή μουσικών οργάνων, τα ναυπηγεία και τα ορυχεία. Τελευταία κατηγορία ήταν αυτή των συναλλαγών. Οι διακινητές, οι μεταπράτες, οι ναυτικοί, οι μικροπωλητές και οι έμποροι ανήκαν σε αυτήν. Η γεωργία και οι συναφείς ενασχολήσεις έχαιραν σχετικής εκτίμησης. Αντίθετα με τις χειρωνακτικές εργασίες των εργαστηρίων και των τεχνών, που χαρακτηρίζονταν βαναυσικαί και, τουλάχιστον στη θεωρία, δεν ταίριαζαν σε ελεύθερο πολίτη, η γεωργία κρατούσε τους αγρότες στο ύπαιθρο, γύμναζε ολόκληρο το σώμα και βελτίωνε το ψυχικό φρόνημα. Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, μέχρι και το 80%, ασχολούνταν με τη γεωργία υπό την ευρεία της έννοια. Αυτή αποτελούσε το θεμέλιο της αρχαίας οικονομίας. Τα τρία βασικά καλλιεργούμενα είδη της αρχαιότητας ήταν τα δημητριακά (σῖτος), τα αμπέλια και οι ελιές. Είτε ως σιτάρι (πυροί) είτε, συνηθέστερα, ως κριθάρι (κριθαί) τα δημητριακά παρείχαν τη βάση της καθημερινής διατροφής. Από αυτά παρασκευαζόταν όχι μόνο το ψωμί, αλλά και διάφοροι χυλοί και γλυκά (πλακοῦντες). Από τα σταφύλια έβγαινε το κρασί και από τις ελιές το λάδι, ως απαραίτητα διατροφικά συμπληρώματα. Όσπρια, οπωροκηπευτικά και καρποφόρα δέντρα (μηλιές, αχλαδιές, αμυγδαλιές, κερασιές, συκιές, ροδιές, κυδωνιές) καλλιεργούνταν επίσης. Τα εσπεριδοειδή ήταν άγνωστα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά και το μέλι πολύ διαδεδομένα, η κρεοφαγία σπάνια και εορταστική. Σε γενικές γραμμές, οι αρχαίοι είχαν διατροφικές συνήθειες υπαγορευόμενες από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν και ακολουθούσαν μια μεσογειακή δίαιτα που διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Οι αγρότες εξαναγκάζονταν σε μόνιμη διαβίωση σε

ορισμένο τόπο και το γεγονός αυτό έθεσε τις ρίζες της πολιτικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η καλλιέργεια των σιτηρών, δώρο της Δήμητρας, θεωρήθηκε ως απαρχή της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Ο μέσος κλήρος γης ενός οπλίτη στην Αθήνα του 5ου αιώνα υπολογίζεται γύρω στα 50 στρέμματα. Τα μεγάλα κτήματα δεν ξεπερνούσαν τα 300 στρέμματα. Φυσικά υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την πόλη και την ιστορική περίοδο. Πολλοί, λόγω κακής διαχείρισης, αμέλειας ή άσχημων καιρικών συνθηκών, κατέληξαν ακτήμονες, αλλά γενικά η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ιδιοκτήτες γης δεν ήταν τεράστια. Οι μικροκαλλιεργητές φρόντιζαν τα χωράφια μόνοι τους (αὐτουργοί). Για τους άλλους η βοήθεια δούλων ήταν επιβεβλημένη, ιδιαίτερα στις περιόδους της συγκομιδής. Οι λεγόμενες «βαναυσικές» τέχνες θεωρούνταν ανθυγιεινές. Έσχατο όριο εξαθλίωσης του ανθρώπου ήταν η εξόρυξη μεταλλεύματος μέσα σε σκοτεινές και υγρές σύραγγες. Ωστόσο, και άλλα επαγγέλματα, όπως αυτό του σιδερά, που αναγκαζόταν να εργάζεται σε κλειστό χώρο, δίπλα στη φωτιά και τον πυρακτωμένο σίδηρο -εδώ ο όρος βάναυσος κυριολεκτεί-, δεν αντιμετωπίζονταν πολύ καλύτερα. Η κύρια μομφή κατά των βαναυσικών (ή ἀναγκαίων) τεχνών δεν ήταν τόσο η χειρωναξία, όσο η καθιστική στάση και ο περιορισμός του σώματος σε ορισμένες μόνο κινήσεις. Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, που ήταν και εδώ η εξαίρεση στον γενικό κανόνα των ελληνικών πόλεων, το ποσοστό τεχνιτών ίσως άγγιξε το ένα τρίτο του πληθυσμού των πολιτών πέρα από τους μέτοικους και τους δούλους. Κάποια εργαστήρια ήταν κανονικά εργοστάσια, με μηχανές τα χέρια του ανελεύθερου πληθυσμού. Το εργαστήριο ασπίδων του μέτοικου από τις Συρακούσες Κέφαλου, πατέρα του Λυσία, αριθμούσε 120 δούλους, ενώ ο πατέρας ενός μεταγενέστερου Αττικού ρήτορα, του Δημοσθένη, διέθετε δύο βιοτεχνίες (κρεβατιών και μαχαιριών) με 20 και 30 εργάτες αντίστοιχα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι, παρά τα όσα ισχυρίζονταν οι αριστοκράτες της εποχής, πολλοί χειρώνακτες ήταν υπερήφανοι για τα «βάναυσα» επιτεύγματα των χεριών τους. Για τη διακίνηση των γεωργικών και βιοτεχνικών αγαθών και των πρώτων υλών (ξύλου, μετάλλου, λίθων) οι αρχαίοι χρησιμοποιούνταν υποζύγια στη στεριά και φορτηγά πλοία (ὁλκάδας) στη θάλασσα, που ακολουθούσαν παράκτιες (κυρίως) και διαπόντιες πορείες, καθορισμένες από την εμπειρία αιώνων (ὑγρὰ κέλευθα). Ο τύραννος Διονύσιος, για παράδειγμα, διέταξε να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα ξυλείας από τα δάση της Αίτνας και της Κάτω Ιταλίας στις Συρακούσες, χρησιμοποιώντας τους δύο αυτούς τρόπους. Τα ζωτικής σημασίας σιτηρά εισάγονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα από τον Εύξεινο Πόντο, τη Σικελία και την Αίγυπτο, όταν οι διαθέσιμες ποσότητες τοπικής παραγωγής δεν επαρκούσαν. Οι συναφείς με το εμπόριο δραστηριότητες είχαν το προσόν ότι μπορούσαν να κάνουν κάποιον πλούσιο μέσα σε λίγο χρόνο. Δεν δημιουργούσαν όμως νέα προϊόντα. Το γεγονός αυτό ήταν αιτία να θεωρούνται ενασχολήσεις που συγγενεύουν με την κλοπή. Ο Κερδώος Ερμής, εξάλλου, προστάτης των εμπόρων, είχε από παιδική ηλικία αποδείξει την επιτηδειότητά του κλέβοντας τα βόδια του Απόλλωνα. Από την άλλη, τα μεταπρατικά επαγγέλματα εξανάγκαζαν τον έμπορο να γίνει δέσμιος της πελατείας του. Η συμπεριφορά του όφειλε να προσαρμόζεται στις

απαιτήσεις του αγοραστή, και ο ελεύθερος χρόνος του ήταν περιορισμένος. Ο έμπορος δεν είχε την αυτονομία και τη σχολήν (δηλαδή χρόνο διαθέσιμο για ελευθέριες δραστηριότητες) που ταίριαζε στον ελεύθερο πολίτη. (Οι παραγωγοί, πάντως, που πωλούσαν μόνοι τα προϊόντα τους, σε σπίτια, κτήματα ή την κεντρική αγορά της πόλης, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν έμποροι.) Η αξιολογική διάκριση που έκαναν οι αρχαίοι της κλασικής εποχής στο ζήτημα της εργασίας ήταν αρκετά διαφορετική από τη σημερινή. Αντί να χωρίζουν τους ανθρώπους σε εργατικούς και φυγόπονους, εργαζόμενους και ανέργους, χώριζαν τις ίδιες τις δραστηριότητες ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετούν. Πόνος ήταν κάθε μορφή εργασίας που είχε υπαγορευτεί από την ανάγκη επιβίωσης, ἔργον κάθε δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην καλή ζωή. Γενικά, ο βιοπορισμός ήταν πόνος, ενώ η πολιτική, η προετοιμασία για τον πόλεμο, η γενική επίβλεψη καλλιεργειών και το ενδιαφέρον για τη γνώση χαρακτηριζόταν ως έργα. Ἄσχολοι ήταν όσοι δεν είχαν χρόνο για να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο πέρα από τα αναγκαία προς το ζην. Σε ακραία διατύπωση, ο πόνος ταίριαζε στους δούλους και το ἔργον στους ελεύθερους πολίτες. Οι Έλληνες αξιοποίησαν το νομισματικό σύστημα ως διεθνές μέσο εκτίμησης των αξιών και των εμπορικών συναλλαγών. Ενώ η ανταλλακτική οικονομία διατηρήθηκε σε πολλές πόλεις για τις μικρής κλίμακας καθημερινές συναλλαγές, το εμπόριο σταδιακά προσανατολίστηκε προς τη νομισματική οικονομία, που παρείχε περισσότερες δυνατότητες και μεγαλύτερη ευελιξία. Από τον πρώιμο 6ο αιώνα, ορισμένες ελληνικές πόλεις άρχισαν να σφραγίζουν μετρημένες ποσότητες ευγενούς μετάλλου με κάποιο έμβλημά τους και να δημιουργούν έτσι νομίσματα. Από τη διαδικασία αυτή κέρδιζαν τα δημόσια ταμεία, γιατί η πραγματική αξία του μετάλλου ήταν λίγο μικρότερη από την αγοραστική. Έβγαιναν, όμως, ωφελημένοι και οι ιδιώτες, διότι με τη χρήση νομισμάτων αποσοβούσαν τον κίνδυνο εξαπάτησης που μπορούσε να προκύψει από τη νόθευση του μετάλλου ή το σφαλερό ζύγισμα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα οι περισσότερες πόλεις είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια κοπῆς (χτυπήματος), και τα ελληνικά νομίσματα μπορούσαν να βρεθούν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, όπως και σε μέρη της Εγγύς Ανατολής. Λόγω της πολυμορφίας των ελληνικών νομισμάτων προέκυψε η ανάγκη ανταλλαγής τους και κατά συνέπεια ένα νέο επάγγελμα, αυτό του τραπεζίτη. Η επινόηση του νομίσματος ανήκει στους Λυδούς. (Προϋποτύπωσή της βρίσκουμε στα μεταλλικά σταθμά της Μεσοποταμίας, που όμως δεν έφεραν σφραγισμένες παραστάσεις.) Την ιδέα ακολούθησαν γρήγορα οι πόλεις της Μικράς Ασίας, καθώς και οι Πέρσες, που κατέκτησαν την αυτοκρατορία του Κροίσου. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη και διάδοση του νομισματικού συστήματος συνδέεται άρρηκτα με την άνθηση του εμπορίου, όπου οι Έλληνες, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι διέπρεπαν ήδη. Τα πρώτα ελληνικά νομίσματα ήταν φτιαγμένα από μείγμα χρυσού και αργύρου (ἥλεκτρον). Κατόπιν, τα δύο μέταλλα διαχωρίστηκαν στη νομισματοκοπία. Ο άργυρος, αν και ευτελέστερος, κατέληξε να αποτελεί το μέταλλο αναφοράς για τον καθορισμό των τιμών. Το ἀργύριον έγινε συνώνυμο του νομίσματος. Η σχέση του αργύρου με τον χρυσό ποίκιλλε ανάλογα με την περίοδο και μπορούσε να διακυμανθεί από 1/17 έως 1/10 (όπου και σταθεροποιήθηκε τον 3ο αιώνα). Τα

χάλκινα νομίσματα, που πρωτοκυκλοφόρησαν τον 5ο αιώνα για μικρές συναλλαγές και χρήση μόνο εντός των συνόρων της πόλης, είχαν πολύ μεγαλύτερη αγοραστική αξία από την αξία του μετάλλου τους - όπως τα σημερινά χαρτονομίσματα. Έθεταν έτσι το ζήτημα της ανθρώπινης σύμβασης στις αξίες. Η λέξη νόμισμα δήλωνε ήδη σχέση με τον νόμον. Από τον 4ο αιώνα τα αγαθά άρχισαν να υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τη νομισματική τους αξία και η οικονομία μπήκε στη φάση της νομισματοποίησης, ακόμη και όταν δεν γινόταν χρήση μετρητών. Η παλαιά μέθοδος των ανταλλαγών εξακολούθησε για καιρό, αλλά με αναφορά πλέον των τιμών προς το νόμισμα. Τα υλικά αντικείμενα, τα χρηστικά αγαθά και οι περιουσίες έπρεπε πλέον να μεταφράζονται σε αφηρημένες αξίες. Από την εξέλιξη αυτή προέκυψε η έννοια και η πρακτική της πίστωσης και το πρώτο τραπεζικό σύστημα. Όσοι είχαν συσσωρεύσει κινητή περιουσία σε μετρητά μπορούσαν να δανείζουν με τόκο, για να καλύψουν απροσδόκητα έξοδα ή τολμηρές επιχειρήσεις άλλων. Το επιτόκιο βρισκόταν γύρω στο 12%. Οι πρώτες αυτές τράπεζες ανήκαν σε ιδιώτες. (Από τον 3ο αιώνα, κάποια πανελλήνια ιερά με συσσωρευμένο πλούτο ακολούθησαν το παράδειγμα της τραπεζικής πίστωσης με χαμηλότερο επιτόκιο.) Στην ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκουμε μια έκφραση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στη δημόσια πολιτική απόφαση (κοπή νομισμάτων) και την ιδιωτική πρωτοβουλία (εμπόριο, τράπεζες). Το πρώτο δημοσιονομικό σύγγραμμα που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα είναι οι Πόροι του Ξενοφώντα. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Αθήνας ο συγγραφέας προτείνει μια σειρά από τολμηρά μέτρα, όπως την κατάργηση του φόρου των μετοίκων και της υποχρέωσής τους να συστρατεύονται με τους οπλίτες, τη βελτίωση του κύρους των ξένων εμπόρων μέσα στην πόλη, τη διευκόλυνση των διαδικασιών φορολόγησης και εκφόρτωσης των εισαγόμενων αγαθών, την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με δέλεαρ το αμεσότερο κέρδος και την αγορά δημόσιων φορτηγών πλοίων και δούλων για εκμίσθωση σε ιδιώτες. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η ευμάρεια μιας πόλης δημιουργεί μεγαλύτερη ανάγκη για ρευστό, καθώς αυξάνουν οι καταναλωτικές απαιτήσεις. Οι άνδρες -υπογραμμίζει- επιθυμούν όμορφα όπλα, γρήγορα άλογα και πολυτελείς κατοικίες, οι γυναίκες ακριβά φορέματα και κοσμήματα. Στο σύγγραμμα διατυπώνεται ευκρινώς ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης στον καθορισμό των τιμών της αγοράς.

4.4. Μια εράσμια χάρη έβαλε το χέρι της Μετά τον θάνατο του Διονυσίου το 367, τύραννος στις Συρακούσες έγινε ο γιος του, ο Διονύσιος ο νεότερος. Οι διαρκείς πόλεμοι είχαν εξαντλήσει την πόλη και ολόκληρη τη Σικελία, ενώ οι Καρχηδόνιοι ανέμεναν πάντα την κατάλληλη στιγμή να επανέλθουν δυναμικά. Ο Διονύσιος ο νεότερος απέφυγε, όσο μπορούσε, τους πολέμους και κράτησε την εξουσία για δέκα χρόνια, με σύμβουλο τον θείο του Δίωνα, που είχε βαθιά φιλοσοφική κατάρτιση. Όταν κατάλαβε ότι ο Δίων είχε την πρόθεση και το κύρος να καταλύσει το τυραννικό πολίτευμα, τον ανάγκασε να φύγει από την πόλη. Από την εξορία ο Δίων συγκέντρωσε στρατό και, ύστερα από πολλές δυσκολίες, ανέτρεψε τον Διονύσιο. Δολοφονήθηκε ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα και οι Συρακούσες πέρασαν μια περίοδο αστάθειας. Έτσι το 346 ο Διονύσιος κατάφερε να επιστρέψει και να γίνει πάλι τύραννος των Συρακουσών. Αυτή τη φορά τον επιβουλεύτηκε ο τύραννος των Λεοντίνων Ικέτης, που κατέλαβε την πόλη και τον υποχρέωσε να καταφύγει στην οχυρωμένη ακρόπολη. Με δύο πλέον τυράννους να ερίζουν για κυριαρχία, οι Συρακούσιοι ζήτησαν τη βοήθεια της Κορίνθου, ελπίζοντας ότι η μητρόπολή τους θα τους βοηθούσε να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Οι Κορίνθιοι έσπευσαν να ανταποκριθούν και επέλεξαν στρατηγό τον Τιμολέοντα, έναν επιφανή πολίτη που εχθρευόταν φανερά τα τυραννικά πολιτεύματα, στον οποίο έδωσαν μια μικρή δύναμη. Ο Τιμολέων, καθώς λεγόταν, δέχτηκε διότι η θέση του ήταν επισφαλής. Είχε πρόσφατα δολοφονήσει τον αδελφό του, που επιχειρούσε να γίνει τύραννος στην Κόρινθο, και βρισκόταν ήδη υπό κατηγορία. Η συμφωνία ήταν ότι, εάν κατάφερνε να επιβληθεί και να κυβερνήσει δίκαια τις Συρακούσες, οι συμπολίτες του ήταν αποφασισμένοι να τον ανακηρύξουν τυραννοκτόνο. Εάν όμως κυβερνούσε με πλεονεξία, θα τον καταδίκαζαν ως αδελφοκτόνο. Φτάνοντας στη Σικελία το 344, ο Τιμολέων βρήκε υποστηρικτή μόνο τον Ανδρόμαχο, τύραννο της μικρής πόλης του Ταυρομενίου, αλλά δεν έχασε καιρό και με ελάχιστες δυνάμεις ανέλαβε το έργο που του είχε ανατεθεί. Μπροστά στη νέα απειλή, ο Ικέτης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που περίμεναν. Η κατάσταση στις Συρακούσες ήταν δραματική. Η πόλη βρισκόταν στα χέρια ενός ξένου τυράννου, το λιμάνι στην εξουσία των Καρχηδονίων και η ακρόπολη στον έλεγχο του Διονυσίου. Η συνδρομή που περίμεναν οι πολίτες από την Κόρινθο είχε έρθει, αλλά ήταν παντελώς ανεπαρκής. Ο Τιμολέων ωστόσο επέδειξε εξαίρετη ανδρεία και στρατηγική ευφυΐα. Θαύμαζε άλλωστε και ακολουθούσε το παράδειγμα του Επαμεινώνδα. Με μια αιφνιδιαστική επίθεση έτρεψε σε φυγή τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις του Ικέτη και πρόβαλε ως ελπίδα για ολόκληρο το νησί. Η μία μετά την άλλη, οι σικελικές πόλεις έσπευδαν να συνεργαστούν μαζί του. Το σημαντικότερο ήταν ότι ο Διονύσιος, που βρισκόταν πλέον σε απελπιστική κατάσταση, του παρέδωσε την ακρόπολη των Συρακουσών. Οι Έλληνες είδαν τότε να παίζεται μια πραγματική τραγωδία. Από τύραννος της ισχυρότερης και ενδοξότερης πόλης την εποχή εκείνη, ο Διονύσιος έχανε την εξουσία για δεύτερη φορά. Όλη του η οικογένεια είχε ατιμαστεί και θανατωθεί. Και αυτός, εξόριστος στην Κόρινθο, τριγύριζε στις ταβέρνες και περνούσε τις ώρες του στα μυροπωλεία, πίνοντας και αντιδικώντας με τις γυναίκες

του δρόμου. Η πιο ενδιαφέρουσα ίσως ασχολία του ήταν να διδάσκει τις τραγουδίστριες της πόλης και να συζητά μαζί τους γύρω από τα θεατρικά άσματα και την αρμονία του μουσικού μέλους. Αυτές μόνο τις γνώσεις, που είχε προφανώς λάβει από τον πατέρα του, μπορούσε πλέον να αξιοποιεί. Στο μεταξύ η τύχη συνέχισε να χαμογελά στον Τιμολέοντα. Στις Συρακούσες, με πρόσκληση του Ικέτη, οι Καρχηδόνιοι είχαν εισέλθει για πρώτη φορά μαζικά στην πόλη, με 150 πλοία και 60.000 άνδρες. Από εκεί ξεκίνησαν να αντιμετωπίσουν τον Τιμολέοντα. Βλέποντας ωστόσο τον στρατό να αναχωρεί, η φρουρά της ακρόπολης, που είχε παραδοθεί από τον Διονύσιο στους Κορίνθιους, επιτέθηκε και κατέλαβε μέρος της πόλης. Ταυτοχρόνως έφταναν και ενισχύσεις από την Κόρινθο. Οι Καρχηδόνιοι απελπίστηκαν και επέστρεψαν στον τόπο τους. Στην κρισιμότερη μάχη, ο Τιμολέων έτρεψε σε φυγή τον κατά πολύ υπέρτερο στρατό του Ικέτη και έγινε κύριος των Συρακουσών. Ένα από τα πρώτα του μελήματα ήταν να κατεδαφίσει τα οχυρά των τυράννων στην ακρόπολη και στη θέση τους να οικοδομήσει δικαστήρια. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε απαρχή της ελευθερίας. Στη συνέχεια προσκλήθηκαν όσοι Συρακούσιοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη και όσοι άλλοι Έλληνες επιθυμούσαν να εγκατασταθούν ως άποικοι. Οι Συρακούσες έγιναν και πάλι μια πολυπληθής και ευημερούσα πολιτεία. Βλέποντας τον Τιμολέοντα να εδραιώνεται στις Συρακούσες και να αποκτά αίγλη σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλης της Σικελίας, οι Καρχηδόνιοι αποφάσισαν να επέμβουν για να εκδιώξουν ολοκληρωτικά τους Έλληνες από το νησί. Αποβιβάστηκαν λοιπόν με 200 πλοία και 70.000 άνδρες. Τέτοιος ήταν ο τρόμος που προκάλεσαν, ώστε ο Τιμολέων δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει περισσότερους από 5.000 πολεμιστές για να τους αντιμετωπίσει. Ωστόσο, καθώς οι Καρχηδόνιοι με τους συμμάχους τους διάβαιναν έναν ποταμό, ενώ μαινόταν καταιγίδα και έπεφτε χαλάζι, ο Τιμολέων επιτέθηκε και πέτυχε μια συντριπτική νίκη. Λέγεται ότι από την πλευρά των Καρχηδονίων χάθηκαν 10.000 άνδρες. Για τρεις ημέρες οι Έλληνες συγκέντρωναν τα λάφυρα, μέχρι να βρουν χρόνο για να στήσουν το τρόπαιο της νίκης. Αδιαφιλονίκητος πλέον ο Τιμολέων ανέτρεψε τις τυραννίες σε όλη τη Σικελία και εγκατέστησε δημοκρατικά πολιτεύματα. Έχοντας παραμείνει στην εξουσία λιγότερο από οκτώ χρόνια, και καθώς το φως του τον εγκατέλειπε, παραιτήθηκε και αποσύρθηκε. Αλλά οι Συρακούσιοι συνέχισαν να τον τιμούν και να τον συμβουλεύονται έως τον θάνατό του. Ο μόνος τύραννος που ο Τιμολέων ανέχτηκε και δεν ανέτρεψε ήταν ο Ανδρόμαχος του Ταυρομενίου, που τον είχε ενισχύσει στο δύσκολο ξεκίνημα της πορείας του. Και σε αυτό ακόμη στάθηκε τυχερός. Ο γιος του τυράννου, ο Τίμαιος, έγινε ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής του και δόξασε στο έργο του τον Τιμολέοντα όσο κανένας άλλος (Κακριδής 4.5.Β [σ. 207]). Ο Τίμαιος είχε σπουδάσει στην Αθήνα στη σχολή του Ισοκράτη και ήταν ο πρώτος που χρονολόγησε τα γεγονότα με τις Ολυμπιάδες. Το έργο του έχει χαθεί, αλλά πολλές από τις πληροφορίες του για τον Τιμολέοντα τις διέσωσε ο Πλούταρχος.

4.5. Εγκωμιάζοντας την ορθή φιλοσοφία Ο Λυσίας ως μέτοικος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα και, συνεπώς, δεν μπορούσε να μιλήσει στην Εκκλησία του Δήμου ή στα δικαστήρια. Μπορούσε όμως να μισθώνει τα αντικείμενα της τέχνης του σε όσους αναγκάζονταν ή ήθελαν να αγορεύσουν δημόσια. Γρήγορα απέκτησε ιδιαίτερη φήμη ως συντάκτης δικανικών λόγων (Κακριδής 3.6.Α [σ. 140-141]). Η επιτυχία του προερχόταν από τη μεγάλη ικανότητά του να μιμείται την ομιλία των απλών ανθρώπων και ταυτόχρονα να την εξωραΐζει, προσθέτοντας ευφωνία στη σειρά των λέξεων και δομή στη διάρθρωση των επιχειρημάτων. Ήταν επίσης εξαιρετικός στη συναισθηματική κινητοποίηση του ακροατηρίου. Οι λόγοι του θαυμάστηκαν για την επιμελημένη απλότητα με την οποία ηθογραφείται ο ομιλητής, τη σαφήνεια της διήγησης, την κυριολεξία στην έκθεση των συλλογισμών και τη συγκινητική ατμόσφαιρα που μεταδίδουν. Όταν αργότερα συστηματοποιήθηκε η ρητορική τέχνη, έγινε φανερό ότι η πειστικότητα ενός ρητορικού λόγου κρίνεται τεχνικά σε τρεις τομείς: στην αξιοπιστία ή φερεγγυότητα του ομιλητή (ἦθος), στην ποιότητα των επιχειρημάτων του (πρᾶγμα) και στη συγκίνηση που προκαλούν τα λόγια του στους αποδέκτες (πάθος). Αυτός ήταν ο κατεξοχήν χώρος της ρητορικής ως τέχνης και ονομαζόταν ἔντεχνοι πίστεις. Αλλά ο ομιλητής μπορούσε επίσης να αναγνώσει νόμους ή ιδιωτικά συμβόλαια, να φέρει μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας, να παράσχει τους δούλους του για βασανισμό (προκειμένου να θεωρηθεί αξιόπιστη η μαρτυρία τους) ή να καλέσει σε αντιπαράθεση τον αντίδικό του. Επειδή αυτές οι αποτελεσματικές μέθοδοι αφορούσαν την προσκόμιση στοιχείων και δεδομένων ευνοϊκών για την υπόθεση, αλλά δεν ήταν μέρος της τέχνης του ρήτορα ως συντάκτη λόγων, ονομάζονταν ἄτεχνοι πίστεις. Ο Λυσίας υπήρξε ένας από τους πρώτους άριστους χειριστές και των δύο μέσων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί άλλοι. Η αρχαία λογοτεχνική κριτική χώρισε τα ύφη του έντεχνου λόγου σε τρεις γενικές κατηγορίες: το υψηλό, το μέσο και το χαμηλό. Η ταξινόμηση δεν ήταν αξιολογική. Ένας συγγραφέας μπορούσε να είναι καλός ή κακός χρήστης οποιουδήποτε τύπου. Ο Θουκυδίδης θαυμάστηκε για το υψηλό του ύφος. Ο Λυσίας ήταν άριστος χρήστης άλλοτε του χαμηλού και άλλοτε του μέσου ύφους. Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν συχνά στις πράξεις και στα κατορθώματά τους. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους μπορούσαν να επικαλούνται ανερυθρίαστα την αξία του προσώπου και της οικογένειάς τους και τη μεγάλη προσφορά τους στην πόλη. Σπάνια όμως κατέγραφαν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τις συγκινητικές λεπτομέρειες του βίου τους - εκτός αν βρίσκονταν στο δικαστήριο και ήθελαν να επηρεάσουν τους δικαστές. Τότε μπορούσαν να φέρουν ολόκληρη την οικογένειά τους (γυναίκα και παιδιά), προκειμένου να προκαλέσουν τον οίκτο των κριτών. Στις άλλες περιπτώσεις, αν χρειαζόταν να αναφέρουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έκαναν σε τρίτο πρόσωπο δίχως ιδιαίτερο συναισθηματισμό. Ως προς αυτό ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών ακολουθούσαν το παλαιό παράδειγμα του Ησιόδου. Ωστόσο, η δύναμη της κατακτημένης γνώσης μπορούσε να σπάσει το φράγμα της φυσικής συστολής. Στην αγωνιώδη προσπάθεια ορθής περιγραφής και ερμηνείας των φαινομένων του

κόσμου και της ιστορίας τόσο οι γιατροί και οι φιλόσοφοι όσο και οι ιστορικοί και οι ποιητές εξέφραζαν έντονα την προσωπική τους εκτίμηση για τις κρυμμένες αιτίες και τους αφανείς λόγους, δηλώνοντας σε πρώτο πρόσωπο, ρητά και υπερήφανα, με ποιους από τους προγενεστέρους τους, σε ποια σημεία και γιατί διαφωνούν. Οι εσωτερικές συγκινήσεις και διακυμάνσεις της ψυχής ήταν πολύ ανθρώπινα πράγματα για να βρουν έκφραση στον προφορικά ή γραπτό λόγο που προοριζόταν για την αιωνιότητα. Απέναντι στην ασημαντότητα του ατομικού βίου και των συγκινησιακών μεταπτώσεών του ορθωνόταν το μεγαλείο του έργου που ξεπερνά τη χρονική φθορά. Το πρώτο γνήσια αυτοβιογραφικό κείμενο που μας διέσωσε η αρχαιότητα είναι η Έβδομη επιστολή του Πλάτωνα. Το κείμενο διαπνέεται από έναν τόσο προσωπικό τόνο, που δεν μοιάζει με κανένα προγενέστερο ή σύγχρονό του έργο. Σε προχωρημένη ηλικία και απαλλαγμένος από το βάρος της δημοσίευσης, ο συγγραφέας έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση της απογοήτευσης που αισθάνθηκε για την πολιτική κατάσταση της Αθήνας και για την αναξιοκρατία που μάστιζε όλες συλλήβδην τις ελληνικές πόλεις. Μίλησε επίσης για την απόφασή του να αδιαφορήσει για την πρακτική πολιτική και να ασχοληθεί με την ὀρθήν φιλοσοφίαν, δηλαδή την έγκυρη θεωρητική γνώση που προηγείται της πράξης. Γράφει συγκεκριμένα: Όταν ήμουν νέος, είχα την επιθυμία, όπως και πολλοί άλλοι, να ασχοληθώ με την πολιτική (τὰ κοινὰ τῆς πόλεως). Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω, ευθύς μόλις ενηλικιωθώ και γίνω κύριος του εαυτού μου. Τότε, όμως, συνέβησαν οι ακόλουθες αλλαγές στα πολιτικά πράγματα της πόλης μου. Επειδή πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι και λοιδορούσαν το πολίτευμα, έγινε πραξικόπημα υπό την αρχηγία 51 ανδρών. Έντεκα πήγαν στην Αθήνα, άλλοι δέκα στον Πειραιά, ως επικεφαλής των οικονομικών και διοικητικών αναγκών της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι τριάντα έγιναν άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Από αυτούς κάποιοι έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί δικοί μου και με παρακίνησαν από την αρχή να συμπορευτώ μαζί τους - όπως και θα μου ταίριαζε. Αν αναλογιστεί κανείς το νεαρό της ηλικίας μου, καθόλου περίεργο δεν ήταν που πίστεψα ότι ίσως λύτρωναν την πόλη από την αδικία και την οδηγούσαν, με σωστή διακυβέρνηση, σε έναν δίκαιο τρόπο ζωής. Περίμενα, λοιπόν, με αγωνία να δω τι θα κάνουν. Όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι άνθρωποι αυτοί έκαναν το προηγούμενο πολίτευμα να λάμπει σαν χρυσός μπροστά τους. […] Ύστερα από λίγο χρόνο, η εξουσία των τριάκοντα κατέρρευσε και μαζί τους κατέρρευσε και το πολίτευμα που είχαν εγκαθιδρύσει. Συνέχισε, ωστόσο, να με μαγνητίζει η επιθυμία να ασχοληθώ με τα κοινά και την πολιτική - αν και με μικρότερη ένταση τώρα. Πολλά στοιχεία θα έκαναν κάποιον να απογοητευτεί σε μια τόσο ταραγμένη εποχή όπου οι αντεκδικήσεις συχνά ξεπερνούσαν τα όρια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι πολιτικοί εξόριστοι που ανέτρεψαν το πολίτευμα των τριάκοντα έδειξαν μετριοπάθεια και επιείκεια. […]

Ενώ είχα ξεκινήσει με όρεξη μεγάλη για την πολιτική και για τη δράση, καθώς παρατηρούσα όλες αυτές τις αλλαγές που έφερναν τα πάνω κάτω, άρχισε να με πιάνει πραγματικός ίλιγγος. Βεβαίως δεν σταμάτησα ούτε στιγμή να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση. Ιδίως το θέμα του πολιτεύματος με απασχολούσε έντονα. Ανέμενα όμως με υπομονή την κατάλληλη στιγμή να δράσω. Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όλες συνολικά οι πόλεις είχαν άσχημη διακυβέρνηση, γιατί η νομοθεσία τους βρισκόταν σε κατάσταση τόσο άθλια που δεν επιδεχόταν την παραμικρή θεραπεία, αν δεν γινόταν υπεράνθρωπη προσπάθεια που να έχει ως βοηθό της και την τύχη. Έτσι, αναγκάστηκα να καταφύγω στον λόγο και να επαινώ την ορθή φιλοσοφία, αφού μέσα από αυτή -θεώρησα- μπορεί κανείς να διακρίνει όλα τα δίκαια πράγματα και στον πολιτικό και στον ιδιωτικό τομέα. Και δεν θα σταματήσουν ποτέ οι συμφορές των ανθρώπινων γενεών -συμπέρανα-, αν δεν αναλάβουν την πολιτική εξουσία όσοι ορθά φιλοσοφούν ή αν οι άρχοντες των πόλεων, από κάποια θεία βουλή οδηγημένοι, δεν συμβεί να φιλοσοφήσουν αληθινά. Ο Πλάτων γεννήθηκε το 427 στην Αθήνα (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 7 [σ. 110-135]). Ήταν ο τρίτος γιος μιας πλούσιας αστικής οικογένειας που είχε σημαντικό παρελθόν δύο αιώνων στα πολιτικά πράγματα της πόλης. Ειδικά από την πλευρά της μητέρας του, το οικογενειακό δέντρο του Πλάτωνα έφτανε μέχρι τον μεταρρυθμιστή νομοθέτη Σόλωνα. Ο σημαντικός αυτός οίκος δεν ήταν διόλου παρηκμασμένος. Ο σοφιστής και θεατρικός συγγραφέας Κριτίας, ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του ολιγαρχικού πραξικοπήματος των Τριάκοντα τυράννων, ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Πλάτωνα. Ο Χαρμίδης, ένα άλλο μέλος της ίδιας ομάδας, υπήρξε αδελφός της. Αυτούς εννοεί ο συγγραφέας της επιστολής πίσω από την αόριστη δήλωση των συγγενών που τον παρακινούσαν να αναλάβει πολιτική δράση. Σε νεαρή ηλικία ο Πλάτων γνωρίστηκε με τον Σωκράτη. Στα γυμναστήρια, στην αγορά και στα σπίτια των πλούσιων Αθηναίων γνώρισε επίσης τη διδασκαλία όσων ξένων σοφών έρχονταν στην Αθήνα για να διδάξουν. (Η ριζική διαφοροποίηση του Σωκράτη από το κίνημα των υπόλοιπων σοφιστών είναι, σε μεγάλο βαθμό, δικό του επίτευγμα.) Ο Αθηναίος σοφός άσκησε έντονη γοητεία πάνω στον νεαρό Πλάτωνα -όπως και σε πολλούς άλλους νέους της εποχής- όχι μόνο με την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητά του, αλλά και με την απαρασάλευτη ηθική στάση του απέναντι στον θάνατο. Όλοι οι νέοι του σωκρατικού κύκλου επιθυμούσαν γνώση πληρέστερη από αυτή των ποιητών και των ρητόρων, γνώση που να μπορεί όχι μόνο να πείσει τους άλλους αλλά επίσης να εξηγήσει ικανοποιητικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και, αν ήταν δυνατό, να τη βελτιώσει. Όπως είχε άσπονδους εχθρούς, ο Σωκράτης είχε επίσης πιστούς ακόλουθους και φίλους. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου τους ορισμένοι εγκατέλειψαν αγανακτισμένοι την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά Μέγαρα. Κάποιοι πήγαν ύστερα στην Κυρήνη, άλλοι στην Ηλεία, άλλοι στην Ερέτρια. Οι περισσότεροι κατέληξαν στα μέρη καταγωγής τους. Αφού είχαν χάσει τον

δάσκαλό τους, είχε εκλείψει και ο λόγος παραμονής τους στην Αθήνα. Οι καλύτεροι και πιο ενθουσιώδεις μαθητές, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, ίδρυσαν σχολές φιλοσοφίας και άρχισαν να γράφουν διαλόγους σε πεζό λόγο με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 9 [σ. 157-162]). Έτσι, δημιουργήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, ένα εντελώς καινούργιο λογοτεχνικό είδος

που

ήταν,

κατά

κάποιο

τρόπο,

ποίηση

δίχως

μέτρο.

Οι

διάλογοι

αυτοί

ονομάστηκαν σωκρατικοί λόγοι. Από το θέατρο το νέο είδος είχε αντλήσει τον διαλογικό χαρακτήρα, από την πραγματική ζωή τους χαρακτήρες και την πεζολογία. Οι σωκρατικοί λόγοι δεν ήταν πιστή καταγραφή αληθινών συζητήσεων αλλά δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας, δηλαδή λογοτεχνία. Οι σωκρατικοί συγγραφείς κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της ιστορικής αληθοφάνειας. Στόχος τους ήταν να πείσουν ότι αυτοί, και όχι οι ανταγωνιστές τους, διατηρούσαν την αυθεντική διδασκαλία του Σωκράτη. Οι αποκλίσεις στην ηθογράφηση και την επιχειρηματολογία του κοινού δασκάλου ήταν πράγματι μεγάλες. Αυτός που είχε την τόλμη να αναγνωρίζει την άγνοιά του και διακήρυττε δημόσια ότι δεν είχε τίποτε θετικό να διδάξει, μόνο να απορήσει και να μάθει από τη συζήτηση με άλλους, είχε κατορθώσει, με την εκπληκτική ειρωνεία του, να μεταδώσει στους φίλους που τον ακολουθούσαν μια τόσο διαφορετική εικόνα του προσώπου του και της αποστολής του, ώστε, όταν ο ίδιος εξέλιπε, εκείνοι δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν τη μορφή του στις εικόνες των συναδέλφων τους και άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους. Υπήρξαν τόσες ψυχικές αναπαραστάσεις του Σωκράτη όσοι ήταν και οι μαθητές του. Κάπως λιγότερες ήταν οι λογοτεχνικές του εικόνες. Η ιστορία διέσωσε, σε υπολογίσιμη έκταση, μόνο αυτές του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Αν δεν ήταν οι καλύτερες και πιστότερες, σίγουρα ήταν αυτές που κέρδισαν τους περισσότερους οπαδούς στο αναγνωστικό κοινό των επόμενων αιώνων. Ανάμεσα σε εκείνους που εγκατέλειψαν αηδιασμένοι την Αθήνα μετά την εκτέλεση του Σωκράτη ήταν και ο Πλάτων. Φεύγοντας από τα Μέγαρα λέγεται ότι πήγε στην Κυρήνη, ότι επισκέφθηκε τις κοινότητες των Πυθαγορείων στην Κάτω Ιταλία και ότι κατέληξε στην Αίγυπτο. Τελικά επέστρεψε στην Αθήνα. Σε επόμενο ταξίδι προορισμός του ήταν οι Συρακούσες, που τις κυβερνούσε ο τύραννος Διονύσιος Α'. Εκεί ο σαραντάχρονος Πλάτων γνώρισε τον εικοσάχρονο Δίωνα και συνδέθηκε στενά μαζί του. Από την επαφή αυτή αναδύθηκε η ελπίδα ότι ίσως οι ιδέες πολιτικής αναμόρφωσης που σχεδίαζε μπορούσαν κάποτε να βρουν πρακτική εφαρμογή. Οι συνθήκες, όμως, δεν ήταν ακόμη κατάλληλες. Παρά τις ποιητικές φιλοδοξίες του τυράννου, ο Πλάτων αισθάνθηκε ότι στην αυλή του μπορούσε να βρει κανείς μόνο τρυφή και καλοπέραση. Τελικά συγκρούστηκε με τον Διονύσιο και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στις Συρακούσες. Η επιστροφή του στην Αθήνα υπήρξε ένας οδυσσειακός νόστος. Λέγεται ότι πουλήθηκε δούλος και ότι τελικά ανέκτησε την ελευθερία του, όταν κάποιος γνώριμός του, κατά τύχη παρών στην Αίγινα όπου είχε καταλήξει, τον εξαγόρασε αντί σημαντικού ποσού. Έτσι βρέθηκε πίσω στη γενέθλια πόλη.

Όταν είκοσι χρόνια αργότερα ο Διονύσιος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο συνονόματος αλλά πολιτικά άπειρος γιος του, ο Δίων κάλεσε τον Πλάτωνα πάλι στη Σικελία για να διδάξει αυτοπροσώπως τον νεαρό μονάρχη. Αν ο Διονύσιος Β' κατόρθωνε να φιλοσοφήσει αληθινά, τότε με τη πολιτική δύναμη που διέθετε θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα την ιδανική πολιτεία που σχεδίαζε ο Πλάτων. Ο φιλόσοφος δέχτηκε την πρόσκληση, αλλά το σχέδιο απέτυχε οικτρά. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Δίωνα, διαβλέποντας τη δύναμη που θα αποκτούσε ο ίδιος αν ο τύραννος ασπαζόταν τις πλατωνικές ιδέες, κατόρθωσαν να τον δυσφημήσουν τόσο πολύ, ώστε να πετύχουν την εξορία του. Ο Πλάτων εγκατέλειψε άπραγος τις Συρακούσες. Δεν απογοητεύτηκε όμως εντελώς. Λίγα χρόνια αργότερα ξαναπήγε, για τρίτη φορά, στην ισχυρή πόλη της Σικελίας. Ο αγαπημένος Δίων είχε θεωρήσει και πάλι τις συνθήκες ευνοϊκές για την πολιτική αναμόρφωση της πόλης. Η προσπάθεια δεν είχε, όμως, ούτε αυτή τη φορά τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το πλατωνικό πολιτικό ιδεώδες δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί επί γης. Ωστόσο, η έμπρακτη εμμονή του φιλοσόφου να υλοποιήσει τις ιδέες του δείχνει πόσο απείχε ο πολιτικός στοχασμός του από το πνεύμα της ουτοπίας. Αμέσως πριν από το πρώτο ή ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, ο Πλάτων ίδρυσε στην Αθήνα μια σχολή. Ήταν η πρώτη οργανωμένη και νομικά κατοχυρωμένη σχολή φιλοσοφίας στην αρχαιότητα. Μέχρι τότε οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες και οι σοφιστές δημιουργούσαν κύκλους μαθητών που κατόπιν διέδιδαν παραλλαγές της διδασκαλίας τους, χωρίς κάποια θεσμική οργάνωση. Οι «σχολές» αυτές δήλωναν όμοιες τάσεις έρευνας και δημιουργικής παραγωγής, δηλαδή ένα κοινό πνεύμα, το οποίο αναπτυσσόταν από τη φυσική έλξη και διάθεση μίμησης που ασκεί η λάμψη ενός σπουδαίου δασκάλου. Οι κύκλοι αυτοί έπαιρναν το όνομά τους από τον δάσκαλο ή τον τόπο (πυθαγόρειοι, ελεάτες, αναξαγόρειοι, σωκρατικοί κλπ.). Ο Πλάτων όμως ίδρυσε μια επίσημη σχολή, το νομικό καθεστώς της οποίας οριζόταν ως θίασος (λατρευτικός κύκλος) προς τιμήν των Μουσών, και έδρα είχε το ίδιο το σπίτι του ιδρυτή. Πολύ κοντά βρισκόταν η Ακαδήμεια, ένα από τα τρία γυμνάσια της Αθήνας. Λόγω της τοπικής αυτής εγγύτητας -που ήταν αναντίρρητα ηθελημένη, αφού φιλοσοφικές συζητήσεις διεξάγονταν κυρίως στα γυμνάσια, εκεί που αθλούνταν καθημερινά οι πλούσιοι νέοι- η πλατωνική σχολή κατέληξε να γίνει γνωστή με το ίδιο όνομα. Οι γιατροί είχαν ήδη παρόμοιες οργανωμένες αδελφότητες. Αλλά αυτοί ήταν ειδικευμένοι ερευνητές των νόσων και της υγείας. Με την ίδρυση της Ακαδήμειας (ή Ακαδημίας, όπως έχει καθιερωθεί), ο Πλάτων δημιούργησε έναν νέο θεσμό οργανωμένης έρευνας, συζήτησης και προβληματισμού πάνω στα μεγάλα πολιτικά, ηθικά, κοσμολογικά και μεταφυσικά ζητήματα, ο οποίος επρόκειτο να έχει μεγάλη ιστορία - και όχι μόνο στην αρχαιότητα. Οι απαρχές του πανεπιστημίου, ως θεσμοθετημένου χώρου ελεύθερης έρευνας και διδασκαλικής δράσης, ανιχνεύονται εδώ. Ωστόσο, επειδή στην αρχαία νομοθεσία δεν υπήρχε η έννοια της συλλογικής ευθύνης, υπεύθυνος για τη λειτουργία της σχολής πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Πλάτων. Μετά τον θάνατό του, αρχηγός της σχολής εκλέχθηκε από τα μέλη ο Σπεύσιππος, ανεψιός του ιδρυτή από την αδελφή του. Όταν απεβίωσε και αυτός, τη διεύθυνση ανέλαβε ο Ξενοκράτης. Δημιουργήθηκε έτσι μια διαδοχή που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια και να ονομαστεί, αργότερα, χρυσῆ σειρά.

Κατά τον 5ο αιώνα οι ελληνικές πόλεις υπολογίζεται ότι υπερέβαιναν τις χίλιες. Η πολυμορφία ήταν αναπόφευκτη. Όλες είχαν, βεβαίως, τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ελληνικού τρόπου ζωής: ναούς, στοές, γυμνάσια, αγορά, τόπο συνέλευσης των πολιτών και, από τον 4ο αιώνα, θέατρο. Η ρυμοτομία ήταν, ωστόσο, σε όλες αυθόρμητη και άναρχη. Κεντρικός πολεοδομικός σχεδιασμός δεν υπήρχε. Η διαμόρφωση του εδάφους καθόριζε τη θέση των δημόσιων κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Γύρω από αυτό το σημείο αναφοράς, που σηματοδοτούσε τον χώρο του πολιτικού βίου, αναπτύσσονταν σταδιακά οι ιδιωτικές κατοικίες των πολιτών, αφήνοντας για τη μετακίνηση στενούς και τεθλασμένους δρομίσκους. Τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών έτρεχαν σε ανοιχτούς υπονόμους. Για τα όρια της ιδιοκτησίας και παρόμοιες διεκδικήσεις γειτόνων, οι διαφωνίες λύνονταν τοπικά και κατά περίπτωση και, αν έφταναν στα δικαστήρια, με τη χρήση μαρτύρων. Ο Ιππόδαμος, ένας αρχιτέκτονας από τη Μίλητο γεννημένος στην αρχή του 5ου αιώνα, ήταν ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε ρυμοτομικό σχέδιο. Στον πολεοδομικό σχεδιασμό που πρότεινε τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια θα απάρτιζαν οικοδομικά τετράγωνα, καθώς οι προσχεδιασμένοι δρόμοι της πόλης θα τέμνονταν κάθετα. Το σχέδιο υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους και εφαρμόστηκε για την ανάπτυξη του Πειραιά. Ο ίδιος σχεδίασε την ορθογώνια ρυμοτομία των Θουρίων, της αθηναϊκής αποικίας στην Κάτω Ιταλία, ίσως και της Ρόδου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιππόδαμου κτίστηκε και η νέα πολιτεία της Μεσσήνης, όταν η Μεσσηνία απελευθερώθηκε από τους Σπαρτιάτες με τη συνδρομή των Θηβαίων. Ωστόσο, ο Ιππόδαμος δεν ήταν ένας πολεοδόμος με τη σημερινή, εξειδικευμένη έννοια του όρου. Ήταν, όπως μαθαίνουμε από τις πηγές, ο πρώτος πολιτικός στοχαστής ο οποίος, χωρίς να έχει πολιτευτεί ή νομοθετήσει, ασχολήθηκε θεωρητικά με το πρόβλημα της άριστης πολιτείας. Το ρυμοτομικό σχέδιο του Πειραιά και των Θουρίων ήταν μέρος μιας πολύ ευρύτερης προσπάθειας πολιτικού σχεδιασμού. Ως προς το μέγεθος της άριστης πόλης, ο Ιππόδαμος πίστεψε ότι δέκα χιλιάδες πολίτες ήταν αρκετοί. Αυτούς τους χώρισε σε τρεις κατηγορίες: σε τεχνίτες, γεωργούς και πολεμιστές. Με όμοιο τρόπο διαίρεσε τη γη σε τρία μέρη: την ιερή, τη δημόσια και την ιδιωτική. Η πρώτη θα ήταν αφιερωμένη στους θεούς, η τελευταία μοιρασμένη εξίσου στους γεωργούς. Όπως φαίνεται από την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης, η πρόταση δεν ήταν επεξεργασμένη στις λεπτομέρειές της. Για παράδειγμα, δεν ήταν σαφές αν οι ίδιοι οι πολεμιστές ή κάποια τέταρτη μερίδα του πληθυσμού θα καλλιεργούσαν τη δημόσια γη που θα έτρεφε τους υπερασπιστές της πόλης. Αν ο Ιππόδαμος εννοούσε ότι οι γεωργοί, εκτός από τη δική τους, θα είχαν την υποχρέωση να καλλιεργούν και τη δημόσια γη, τότε ποιος ήταν ο λόγος να μην αυξηθεί το μέγεθος των κλήρων της ιδιωτικής γης και να απαλειφθεί εντελώς η δημόσια; Επίσης, οι άοπλοι τεχνίτες και γεωργοί θα γίνονταν σχεδόν δούλοι όσων έφεραν όπλα, αφού αναγκαστικά οι άρχοντες της πόλης θα έπρεπε να εκλέγονται από την κατηγορία των οπλιτών. Αλλά με αυτή τη διευθέτηση, ήταν ασαφές τι τελικά θα καθιστούσε τους γεωργούς και τους τεχνίτες πολίτες, αφού δεν θα είχαν τη δυνατότητα ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων. Η κριτική του Αριστοτέλη δείχνει ξεκάθαρα πόσο ρεαλιστικός ήταν ο πολιτικός στοχασμός στην Ελλάδα. Η άριστη πολιτεία, όποια μορφή και αν είχε, θα έπρεπε να είναι εφαρμόσιμη στην

πράξη και, για να το πετύχει αυτό, όφειλε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι οποιαδήποτε αβάσιμη εξιδανίκευσή τους. Το ζήτημα δεν ήταν πώς τάχα θα έπρεπε να φέρονται οι άνθρωποι, αλλά πώς όντως ενεργούν. Ο πολιτικός στοχασμός οδηγούσε αναπόφευκτα στην επιστήμη της ανθρώπινης ψυχολογίας. Έθετε, επίσης, το πρόβλημα των δυνατοτήτων και των ορίων της παιδείας. Έτσι αντιλήφθηκε το θέμα και ο Πλάτων. Ο Πλάτων κατανόησε ότι υπάρχει βεβαίως κοινή φύση σε όλους τους ανθρώπους (και εξαιτίας αυτής μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά των άλλων), αλλά ότι οι άνθρωποι διαφέρουν σημαντικά ως μονάδες. Ορισμένες διαφορές καθορίζονται από το φύλο, άλλες από την ηλικία, άλλες από τον τρόπο αγωγής. Υπάρχουν, όμως, και φυσικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους ίδιου φύλου και ίδιας ηλικίας και όμοιας αγωγής που δεν μπορούν να εξηγηθούν τόσο απλά. Ο ένας έχει, από νεαρή ηλικία, έφεση στη μουσική και το τραγούδι, ο άλλος στις κατασκευές, ο τρίτος γεννιέται με ανεπτυγμένη κτητικότητα, ο τέταρτος κάνει αλλόκοτες ερωτήσεις για την προέλευση του κόσμου που φέρνουν σε αμηχανία τους γονείς του, ο πέμπτος δείχνει ακατανόητη επιθετικότητα. Οι τάσεις αυτές είναι εμφανείς σε κάθε παιδί και φαίνεται να είναι δοσμένες από τη φύση. Ο πολιτικός φιλόσοφος που θέλει να αναμορφώσει την κοινωνία δεν μπορεί να τις αγνοήσει. Ύστερα από πολλή σκέψη, ο Πλάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι μετέχουμε ψυχικά σε όλες τις συμπεριφορές των συνανθρώπων μας, ακόμη και στις πιο εγκληματικές, αλλά δεν μετέχουμε στον ίδιο βαθμό. Η ατομική ψυχολογία είναι μια συγκεκριμένη σχέση, ένας λόγος, ανάμεσα στα μέρη της ψυχής. Στις επιμέρους υποδιαιρέσεις τους οι τάσεις της ανθρώπινης ψυχής ενδέχεται να είναι περισσότερες από τρεις, αλλά μπορούν να ταξινομηθούν γενικά στις εξής σφαίρες ενεργειών: στο μέρος που υπολογίζει και σκέφτεται (λογιστικόν), στο μέρος που θίγεται από τις προσβολές των άλλων, αμύνεται για τα δίκαιά του και επιτίθεται όταν ασφυκτιά από τους περιορισμούς που του έχουν τεθεί (θυμικόν), και στο μέρος που επιθυμεί τη σωματική ευχαρίστηση με κάθε είδους απολαύσεις (ἐπιθυμητικόν). Κατά τον Πλάτωνα, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ανεπτυγμένα τα τρία αυτά μέρη στον ίδιο βαθμό. Οι εντάσεις και οι δυσλειτουργίες στις πόλεις προέρχονται από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη θέση που κατέχει μέσα στην κοινωνία. Έτσι όμως δημιουργείται αδικία, και η αδικία προκαλεί αναγκαστικά διενέξεις. Δικαιοσύνη τελικά -συμπέρανε ο Πλάτων- είναι να κάνει ο καθένας αυτό για το οποίο είναι κατάλληλα φτιαγμένος. Και επειδή το λογιστικό μέρος είναι φτιαγμένο από τη φύση για να άρχει και τα άλλα δύο μέρη, ως υποδεέστερα, για να υπακούουν, θα ήταν λογικό να δημιουργηθούν τρεις διαβαθμισμένες τάξεις στην κοινωνία, από τις οποίες η μία θα κυβερνά, η άλλη θα υπερασπίζεται την πόλη και η τρίτη θα παράγει τα απαραίτητα τρόφιμα και λοιπά αγαθά από τη γη και τις αναγκαίες τέχνες. Η ένταξη των ανθρώπων σε μία από αυτές τις τάξεις θα γινόταν με βάση τη φυσική τους προδιάθεση και, λόγω κληρονομικότητας, θα μπορούσε να είναι σχετικά σταθερή. Ωστόσο, η αναβάθμιση ή ο υποβιβασμός ενός μέλους, ανάλογα με την αξία ή την απαξία του, θα έπρεπε να μείνουν ανοιχτές δυνατότητες της πολιτείας. Παρά την όποια κανονικότητα, η φύση ενίοτε

αποτυγχάνει στους στόχους της και άλλοτε κάνει θαυμαστά άλματα. Η δημόσια εκπαίδευση θα αναλάμβανε τον ρόλο της εμπέδωσης των ταξικών διαφορών στη συνείδηση του πληθυσμού. Στον πλατωνικό σχεδιασμό οι γυναίκες προβλεπόταν να έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και προσφορά στην κοινωνία τους από την παραδοσιακή μητρότητα. Η σπαρτιατική πολιτική πρακτική επηρέασε οπωσδήποτε τον Πλάτωνα. Η τριμερής αυτή διάκριση της κοινωνίας θυμίζει σε κάποια σημεία την παλαιότερη πρόταση του Ιππόδαμου. Όμως εδώ, εκτός από τις διαφορές, οι λεπτομέρειες για την επίτευξη του σχεδίου έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας. Ο Πλάτων κατέγραψε αυτές τις απόψεις στον εκτενέστερο διάλογο των ώριμων χρόνων του, την Πολιτεία, ένα ογκώδες και σημαντικό έργο. Εκεί παρουσιάζεται ο Σωκράτης να συνομιλεί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του ίδιου του συγγραφέα (προς χάριν της αληθοφάνειας της συζήτησης) και να εκθέτει την πλατωνική διδασκαλία σε αδρές και εύληπτες γραμμές. Ο Πλάτων επανήλθε στο ίδιο θέμα κατά τα γηρατειά του με ένα ακόμη ογκωδέστερο έργο, τους Νόμους. Εδώ η συζήτηση ανάμεσα σε έναν Σπαρτιάτη, έναν Κρητικό και έναν ανώνυμο Αθηναίο είναι ακόμη πιο λεπτομερής και πραγματιστικά προσηλωμένη στις επιμέρους ρυθμίσεις που θα πρέπει να ισχύουν στην άριστη πόλη. Για πρώτη φορά ο Πλάτων, γέρος πια, άφησε πίσω από το προσωπείο του ανώνυμου Αθηναίου συζητητή να διαφανεί η προσωπική του συμβολή στο ζήτημα της πολιτείας και της νομοθεσίας της. Η ορμή και η απογοήτευση των νεανικών χρόνων θα έβρισκαν την όψιμη πλήρωσή τους.

Μέχρι και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, η έννοια και το περιεχόμενο της φιλοσοφίας δεν είχαν παγιωθεί. Φιλοσοφία σήμαινε, γενικά, φιλομάθεια και πνευματική καλλιέργεια. Ο όρος αναφερόταν ειδικά στην ικανότητα επιτυχούς διάρθρωσης και διατύπωσης σημαντικών σκέψεων με έντεχνη χρήση του λόγου. Ένας λίγο πρεσβύτερος συμπολίτης του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης (436-338), είχε μαθητεύσει στον Γοργία και ανέπτυσσε, την ίδια ακριβώς περίοδο, το δικό του πρόγραμμα εκπαίδευσης των νέων και ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ισοκράτη ήταν ανταγωνιστικό προς το πλατωνικό και είχε στόχευση αμεσότερα πολιτική. Ο Ισοκράτης είχε ένα σαφές σχέδιο για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η συνολική προσωπικότητα του νέου: Πρώτα πρώτα αυτός που θέλει να συνθέσει, προφορικά ή γραπτά, λόγους άξιους για έπαινο και τιμή δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί με μικρές και ιδιωτικές υποθέσεις αντεγκλήσεων και αντιδικίας, αλλά θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τα μεγάλα και ευγενή και σπουδαία θέματα, αυτά που προάγουν τους ανθρώπους και σχετίζονται με τα κοινά, δηλαδή τα δημόσια πράγματα. Αν δεν βρει τέτοια θέματα, τίποτε δεν θα καταφέρει. Στη συνέχεια, από τις πράξεις που υποστηρίζουν το θέμα του θα επιλέξει να αναπτύξει τις πιο κατάλληλες και συμφέρουσες για την προοπτική του. Όποιος συνηθίζει να σκέφτεται τέτοιες σπουδαίες πράξεις, να τις εξετάζει από κάθε πλευρά και να τις αξιολογεί, θα αποκτήσει (όχι μόνο τώρα σε σχέση με τον λόγο που συνθέτει,

αλλά και στο μέλλον για ζητήματα άλλα) την ίδια αντιληπτική ικανότητα, ώστε τελικά να αναπτυχθούν μαζί οι δυνάμεις της όμορφης ομιλίας και της φρόνιμης σκέψης. Τέλος, είναι προφανές ότι όποιος θέλει να πείσει τους άλλους δεν θα παραμελήσει ο ίδιος την αρετή, αλλά θα εστιάσει όλες τις δυνάμεις του νου του εκεί, για να κερδίσει τη λαμπρότερη από τους συμπολίτες του δόξα. Τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν στο μέσον του 4ου αιώνα, όταν ο Ισοκράτης ήταν ήδη 83 ετών. Με αφορμή μια προσωπική αντιδικία σχετική με τα έξοδα κάποιας δημόσιας λειτουργίας, ο ρήτορας, σκηνοθετώντας την απολογία του, συνόψισε ολόκληρη την προσφορά του στην παιδεία και την πολιτική της Αθήνας. Το βάθρο του πολιτικοεκπαιδευτικού προγράμματος του Ισοκράτη ήταν η πίστη στη βαθιά ενότητα του ανθρώπου. Ενώ είναι εμπειρικά σαφές ότι τα λόγια βρίσκονται συχνά σε διαφωνία με τα έργα και ότι, πίσω από την ομιλία, είναι κρυμμένες οι αληθινές σκέψεις και τα συναισθήματα του ομιλητή, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η κατάλληλη παιδεία θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη ενότητα σκέψεων, λόγων και έργων. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό δεν είναι αναγκαίο ισχυριζόταν- να ξεκινήσει κανείς από τις ίδιες τις κρυμμένες σκέψεις και να επιχειρήσει την αναμόρφωσή τους. Αντίθετα με τον Πλάτωνα, που πίστευε ότι χωρίς μια γνώση δομημένη στέρεα μέσα στη ψυχή κανένα έργο και κανένας λόγος δεν έχουν αληθινή αξία, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η σωστή καλλιέργεια του λόγου συμπαρασύρει με θετικά αποτελέσματα τόσο τη σκέψη όσο και τη δράση. Η εξαγγελλόμενη παιδεία του Ισοκράτη (ἡ ἀληθὴς φιλοσοφία, όπως την ονόμαζε ο ίδιος) βρισκόταν πολύ κοντά στο πνεύμα των σοφιστών και εκείνης της παραδοσιακής παιδείας που εστιαζόταν στην ανάγνωση της ποίησης και την αξία της απομνημόνευσης εκτενών κειμένων. Ο Ισοκράτης, που είχε διακριθεί ως νέος στη δικανική ρητορική, απέρριψε τις ιδιωτικές υποθέσεις ως ακατάλληλες για την ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των μαθητών του και ενθάρρυνε την ανάπτυξη θεμάτων και λόγων αληθινά πολιτικών, δηλαδή συμβουλευτικών και επιδεικτικών. Επίσης, απέρριψε τις φυσικές έρευνες για τα θεμέλια της πραγματικότητας, δηλαδή την κοσμολογία σε όλες της τις εκφάνσεις, καθώς και τις αυστηρά λογικές συζητήσεις για τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη του, ενώ οι μελέτες αυτές αρχικά οξύνουν την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητα των μαθητών, αν παραταθούν για πολύ, καταλήγουν να μην προσφέρουν τίποτε πιο ουσιαστικό από την υιοθέτηση ενός πνεύματος άσκοπης και ατελέσφορης εριστικότητας. Η μέθοδος της αντιλογίας ήταν απλό μέσο για την επίτευξη του μόνου αξιόλογου σκοπού: της ηθικής και πολιτικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου μέσα από τον λόγο. Όσους δεν συμφωνούσαν με το εκπαιδευτικό πρόγραμμά του, αλλά επιδίδονταν στις -κατά τη γνώμη του- άσκοπες έρευνες περί φύσης και λογικής, ο Ισοκράτης τους αποκαλούσε «σοφιστές». Μέγιστο σοφιστή θεωρούσε τον Πλάτωνα. Ενώ ο Πλάτων προβληματιζόταν πάνω στο θέμα του ορθού πολιτεύματος και κατέληξε να πιστεύει ότι μια γνήσια πολιτική αναμόρφωση απαιτεί την ανάληψη της εξουσίας από τους πραγματικούς γνώστες-φιλοσόφους, ο Ισοκράτης, πιο προσγειωμένος, αποδεχόταν την πολιτική κατάσταση του τόπου και της εποχής του και καλούσε τους νέους να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο

στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, εμπνεόμενοι από ένα όραμα πολιτικής και στρατιωτικής ενότητας των Ελλήνων εις βάρος των Περσών. Αυτό το ανέφικτο, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όραμα το είχε πρώτος εξαγγείλει ο Γοργίας με έναν διάσημο λόγο που εκφώνησε στην Ολυμπία στο πλαίσιο των αγώνων του 392. Πρότυπό του ήταν αναμφίβολα οι ελληνικές επιτυχίες στους Περσικούς Πολέμους. Όμως, οι επιτυχίες εκείνες ήταν αμυντικές και προήλθαν από τον φόβο υποδούλωσης. Για μια κοινή ελληνική επεκτατική πολιτική έναντι των Περσών χρειαζόταν ομόνοια και ομογνωμία τέτοια που οι ελληνικές πόλεις δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στην ιστορία τους. Ο τόσο έντονος τοπικισμός των Ελλήνων δεν μπορούσε να παραμεριστεί με πολιτική πειθώ: μπορούσε μόνο να κατασταλεί με τη βία.

4.6. Το δέκατο τρίτο θεϊκό άγαλμα Ο Ξενοφών τελείωσε την αφήγηση των Ελληνικών του με τη μάχη της Μαντίνειας. Η έκβαση των γεγονότων τού φάνηκε ιδιαίτερα προβληματική. Δεν ήταν καν σαφές, κατά τη γνώμη του, ποιοι ήταν οι νικητές και ποιο το όφελος που αποκόμισαν από τη νίκη τους. Αντί να βρεθεί νέος ηγεμόνας για την Ελλάδα, είχε δημιουργηθεί μεγαλύτερη ἀκρισία (αβεβαιότητα) και ταραχή. Δύο χρόνια αργότερα είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται εξελίξεις που κανείς δεν είχε προβλέψει, αλλά που έμελλε να ανατρέψουν όλα τα δεδομένα. Το 360 στον θρόνο της Μακεδονίας ανέβηκε ο Φίλιππος Β' (360-336) σε συνθήκες πολύ δυσμενείς. Ο αδελφός του Περδίκκας Γ' (365-360) είχε σκοτωθεί πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών μαζί με 4.000 Μακεδόνες στρατιώτες, και το μέλλον του βασιλείου προδιαγραφόταν ζοφερό. Οι Μακεδόνες είχαν εμφανιστεί στην ελληνική ιστορία τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα, ώστε για το παρελθόν τους, την κοινωνική τους οργάνωση και τον πολιτισμό τους πολύ λίγα ήταν γνωστά. Γράφοντας τον 5ο αιώνα, ο Ηρόδοτος ήταν πεπεισμένος ότι οι βασιλείς τους κατάγονταν από το Άργος - μια παράδοση χάρη στην οποία ονομάζονταν Αργεάδες. Μάλιστα, αφηγείται μια ιστορία σύμφωνα με την οποία όταν αμφισβητήθηκε η καταγωγή του βασιλιά Αλεξάνδρου Α' (περ. 495 - περ. 450/440), που ήθελε να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οργανωτές τους, οι ἑλλανοδίκαι, αποδέχθηκαν τον ισχυρισμό του ότι ήταν Έλληνας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει (προφανώς από τον ίδιο τον βασιλικό οίκο), μολονότι υποταγμένος στους Πέρσες, ο Αλέξανδρος διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Αθηναίους. Στην κρίσιμη μάχη των Πλαταιών τον εμφανίζει μάλιστα να τους δίνει αυτοπροσώπως χρήσιμες συμβουλές. Για τον ρόλο του αυτό ο Αλέξανδρος έμεινε στην ιστορία ως φιλέλλην. Το

βασίλειο

των

Μακεδόνων

βασιζόταν

στο

ιππικό,

όπου

στρατεύονταν

οι

αριστοκράτες ἑταῖροι του βασιλιά, και το πολύ πιο αδύναμο πεζικό των πεζεταίρων. Αυτό που κυρίως το διέκρινε ήταν η απουσία αυτοδιοικούμενων πόλεων. Για την επέκταση της Μακεδονίας και τη δράση των βασιλέων της στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν τότε ο γιος του Αλεξάνδρου, ο Περδίκκας Β' (περ. 450/440-413). Ασκούσε την κυριαρχία του σε μια πολύ μεγάλη περιοχή, αλλά στην Άνω Μακεδονία υπήρχαν ακόμη ημιαυτόνομοι βασιλείς. Τα φρούρια ήταν λιγοστά και η άμυνα απέναντι στους Θράκες επιδρομείς δύσκολη. Ο γιος του Περδίκκα, ο Αρχέλαος (413-399), χάραξε δρόμους και οργάνωσε τον στρατό. Επιπλέον, απέδωσε μεγάλη σημασία στο ιππικό και τον οπλισμό. Την περίοδο της βασιλείας του έγιναν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, όσα δεν είχαν γίνει στα χρόνια των οκτώ προκατόχων του. Ο Αρχέλαος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για τον ελληνικό πολιτισμό. Προσκάλεσε στην αυλή του τον ζωγράφο Ζεύξη και ποιητές, επιφανέστερος από τους οποίους ήταν ο Ευριπίδης. Στη Μακεδονία, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ευριπίδης συνέθεσε μια τραγωδία για να τιμήσει έναν υποτιθέμενο πρόγονο του Αρχέλαου, που καταγόταν από τον Ηρακλή, καθώς και τις Βάκχες, με θέμα τη λατρεία του Διονύσου, για την οποία ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως οι Μακεδόνες. Μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου η Μακεδονία πέρασε βαθιά κρίση, από την οποία

ξαναβγήκε πια στα χρόνια του Φιλίππου Β'. Ακόμη και στα χρόνια του Φιλίππου, πάντως, η θέση των Μακεδόνων στον κόσμο των Ελλήνων παρέμενε αμφισβητούμενη, και οι εχθροί τους μπορούσαν με ευκολία να τους αποκαλούν βαρβάρους. Αλλά και μετά την κυριαρχία τους, στις ιστορικές αφηγήσεις διατηρείται συνήθως η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων. Μόλις ανέλαβε τη βασιλεία, ο Φίλιππος Β' αντιμετώπισε με επιτυχία τους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες, με τους οποίους συνέπρατταν οι Αθηναίοι. Αμέσως μετά άρχισε να επιβάλλεται σε ελληνικές πόλεις. Οι επιτυχίες αυτές, και μάλιστα η κατάκτηση ολόκληρης της Θράκης, του έδωσαν τον έλεγχο σε χρυσοφόρα μεταλλεία και σε σιτοπαραγωγικές περιοχές καθώς και πρόσβαση στο εμπόριο του βόρειου Αιγαίου. Πολλές ελληνικές πόλεις αντιλήφθηκαν από νωρίς την απειλή, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιδράσουν δυναμικά. Η Σπάρτη, μετά την ήττα στα Λεύκτρα, ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένη. Η Θήβα και η Αθήνα πάλι είχαν εμπλακεί σε σκληρούς και μακροχρόνιους πολέμους, η πρώτη για τον έλεγχο των Δελφών και η δεύτερη για τον έλεγχο της συμμαχίας της. Συνδυάζοντας πυγμή και διπλωματία, ο Φίλιππος αναμείχθηκε σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις. Διέθετε άλλωστε μεγάλο και αποτελεσματικό στρατό. Στην οργάνωση του στρατού ο Φίλιππος εμπνεύστηκε από τις καινοτομίες του Ιφικράτη και του Επαμεινώνδα. Από τον πρώτο πήρε την ιδέα να εφοδιάσει τους στρατιώτες του με ένα μακρύ δόρυ που ονομάστηκε σάρισα. Τον χειρισμό της καθιστούσε ευχερέστερο μια μικρή ασπίδα, που κρεμόταν με ιμάντα και άφηνε ελεύθερα τα χέρια, καθώς και ο ελαφρύτερος αμυντικός οπλισμός. Από τον δεύτερο πήρε την ιδέα να διατάξει τη μακεδονική φάλαγγα με βάθος πολύ περισσότερων σειρών από ό,τι συνηθιζόταν και να της δώσει μεγαλύτερη ευελιξία στη μάχη. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι η δράση του πεζικού συνδυάστηκε οργανικά με αυτή του ιππικού. Και τα δύο σώματα υποστηρίζονταν από Θράκες ακοντιστές, τους Αγριάνες, από Κρήτες τοξότες και από μισθοφόρους πελταστές. Στο σώμα των πεζεταίρων προστέθηκαν και οι ὑπασπισταί, επίλεκτοι άνδρες που περιέβαλλαν τον βασιλιά. Τον αμεσότερο κίνδυνο τον διέτρεχαν οι Αθηναίοι. Τα συμφέροντά τους εκείνη την εποχή τούς υποχρέωναν να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή όσα συντελούνταν στο βόρειο Αιγαίο. Εκεί κρινόταν το μέλλον της συμμαχίας τους και κυρίως η τροφοδοσία τους με σιτάρι από τον Ελλήσποντο. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται πολύ σοβαρή το 357, όταν ο Φίλιππος κατέλαβε την Αμφίπολη, την οποία διεκδικούσαν οι ίδιοι, και ταυτοχρόνως ξεσπούσε συμμαχικός πόλεμος, με την αποστασία της Χίου, της Ρόδου, της Κω και του Βυζαντίου από τη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία. Οι Αθηναίοι είχαν στρατηγούς τον Ιφικράτη, τον Τιμόθεο και τον Χάρη, αλλά όταν οι δύο πρώτοι έπεσαν σε δυσμένεια, τις στρατιωτικές υποθέσεις ανέλαβε μόνος του ο τελευταίος. Για την εξασφάλιση χρημάτων ο Χάρης συμμετείχε στην εξέγερση ενός σατράπη εναντίον του Πέρση βασιλιά. Όταν όμως ο Αρταξέρξης Γ' Ώχος έστειλε πρεσβεία απειλώντας τους Αθηναίους, αυτοί αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν τον στρατηγό τους και να τερματίσουν άδοξα τον συμμαχικό πόλεμο. Στο μεταξύ ο Φίλιππος συνέχιζε τη νικηφόρο πορεία του, κατακτώντας την Ποτείδαια, τη Μεθώνη, τα Άβδηρα και τη Μαρώνεια.

Αντιμέτωποι με τα νέα δεδομένα, οι πολιτικοί της Αθήνας προβληματίστηκαν και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις επιχειρήσεις τις οποίες θεωρούσαν επιβεβλημένες ήταν η έλλειψη πόρων. Μετά από μια σειρά αποτυχιών, ο Εύβουλος και οι συνεργάτες του ανέλαβαν πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των οικονομικών της πόλης. Για ένα διάστημα έπεισαν τους Αθηναίους ότι το συμφέρον τους απαιτούσε ειρήνη. Ο Ισοκράτης πάλι είδε στο πρόσωπο του Φιλίππου τον άνδρα που μπορούσε να ενώσει τους Έλληνες και να επιλύσει τα κοινωνικά και πολιτικά τους προβλήματα εκστρατεύοντας εναντίον των Περσών. Ο ρήτορας Αισχίνης προέκρινε διπλωματικές λύσεις στις σχέσεις της πόλης με τον Φίλιππο (Κακριδής 3.6.Α [σ. 146-147]). Ορισμένοι ρήτορες, ωστόσο, με κύριο εκπρόσωπο τον Δημοσθένη, θεωρούσαν ότι ο Φίλιππος συνιστούσε τόσο μεγάλη απειλή για την ελευθερία των Αθηναίων, ώστε χρειαζόταν κάθε είδους συνεργασία και συστράτευση για την αντιμετώπισή του (Κακριδής 3.6.Α [σ. 144-146]). Ακόμη και τα χρήματα του Πέρση βασιλιά μπορούσαν να γίνουν, και γίνονταν, δεκτά. Για αρκετά χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών ήταν οξύτατες και βίαιες. Αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα σε μια αμυντική και μια επιθετική πολιτική, οι Αθηναίοι δεν κατόρθωσαν το 349 ούτε να βοηθήσουν την Όλυνθο, που ήταν ο βασικός τους σύμμαχος και η σημαντικότερη πόλη στη Χαλκιδική, ούτε να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους στην Εύβοια. Η Όλυνθος κατελήφθη και κατεδαφίστηκε από τον Φίλιππο, ενώ η Εύβοια αποσπάστηκε από την Αθηναϊκή Συμμαχία. Ο Φίλιππος είχε στο μεταξύ διευρύνει την επιρροή του προς την κεντρική Ελλάδα. Από το 357 είχε ξεσπάσει ένας ακόμη αιματηρός και πολυετής πόλεμος, που ονομάστηκε Γ' Ιερός Πόλεμος, επειδή το επίδικο θέμα ήταν ο έλεγχος των Δελφών. (Είχαν προηγηθεί άλλοι δύο, ο ένας στα χρόνια του Σόλωνα και ο άλλος πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.) Η νέα διαμάχη ξεκίνησε όταν οι Φωκείς καταδικάστηκαν για καταπάτηση ιεράς γης. Το υπέρογκο πρόστιμο επιδικάστηκε από τους ἱερομνήμονας των Αμφικτυόνων. Σε Αμφικτυονικό Συνέδριο, δηλαδή σε μόνιμο σύνδεσμο για τη διαχείριση του ιερού, αντιπροσωπεύονταν οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί αλλά και άλλες ισχυρές πόλεις. Οι Φωκείς αντέδρασαν και κατέλαβαν τους Δελφούς. Οι Θηβαίοι και οι Θεσσαλοί ανέλαβαν την εκδίωξή τους και σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες, αλλά οι Φωκείς, με τα χρήματα του ιερού, κατάφεραν να ξαναοργανώσουν έναν μεγάλο μισθοφορικό στρατό. Οι Φωκείς, με την υποστήριξη των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, συμμάχησαν με τους τυράννους των Φερών και επιχείρησαν να καταλάβουν ολόκληρη τη Θεσσαλία. Αντιμέτωπους ωστόσο δεν βρήκαν μόνο τους Θηβαίους, τους Λοκρούς, την πλειονότητα των Θεσσαλών και τους Περραιβούς, αλλά και τον Φίλιππο. Προσκεκλημένος το 353 από τους Θεσσαλούς αριστοκράτες, τους Αλευάδες, ο βασιλιάς των Μακεδόνων πέτυχε ολοκληρωτική νίκη. Άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 6.000 νεκρούς και διέταξε τον πνιγμό των περίπου 3.000 αιχμαλώτων ως ιερόσυλων. Για τον ρόλο του αυτό πέτυχε να εκλεγεί τον επόμενο χρόνο ἄρχων ή ταγός της Θεσσαλίας. Ο Ιερός Πόλεμος όμως συνεχίστηκε και οι ανασυγκροτημένοι Φωκείς αναζήτησαν βοήθεια από τον Αρταξέρξη, ο οποίος την πρόσφερε με προθυμία. Το 346 οι Αθηναίοι ήταν πλέον εξαντλημένοι και θεώρησαν αναγκαία μια ειρήνη με τον Φίλιππο. Ήταν πρόθυμοι να του αναγνωρίσουν τη θέση που ήδη κατείχε, ώστε να αποτρέψουν την

επέκτασή του νοτιότερα. Ακόμη και ο Δημοσθένης ήταν σύμφωνος. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχε μαζί με τον Αισχίνη και τον Φιλοκράτη, το όνομα του οποίου δόθηκε στη συμφωνία. Ταυτοχρόνως διευθετήθηκε οριστικώς και ο Ιερός Πόλεμος. Οι Φωκείς τιμωρήθηκαν σκληρά και διασκορπίστηκαν σε χωριά. Επιπλέον, οι ψήφοι τους στην Αμφικτυονία δόθηκαν στον Φίλιππο. Με τη συνεργασία των Θεσσαλών, ο Φίλιππος απέκτησε πλέον τον απόλυτο έλεγχο και του μαντείου. Αν ο πρόγονός του Αλέξανδρος Α' είχε πετύχει να γίνει δεκτός στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αυτός πέτυχε να πρωταγωνιστήσει σε βασικές θρησκευτικές υποθέσεις των Ελλήνων. Ανέλαβε μάλιστα να οργανώσει τα Πύθια μαζί με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς. Έτσι, στα μάτια πολλών Ελλήνων εμφανιζόταν και ως ευσεβής υπερασπιστής των ιερών τους. Για λίγα χρόνια ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με τους παλαιούς εχθρούς των Μακεδόνων, τους Ιλλυριούς· επιπλέον, με την αναδιοργάνωση της Θεσσαλίας και με στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη. Το 340 βάδισε εναντίον της Περίνθου στην Προποντίδα. Στη διάρκεια της πολιορκίας στράφηκε και εναντίον του Βυζαντίου, που ενίσχυε του Περίνθιους. Οι ενέργειές του αυτές τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Πέρσες. Η επέκτασή του στη Θράκη είχε ανησυχήσει τον μεγάλο βασιλιά, που έδωσε εντολή να ενισχυθεί η πολιορκημένη πόλη. Στην περιοχή έσπευσαν και οι Αθηναίοι. Τα ζωτικά τους συμφέροντα ήταν πλέον σε σοβαρότατο κίνδυνο, καθώς υπήρχε φόβος ο ανεφοδιασμός τους σε σιτηρά να βρεθεί στον έλεγχο των Μακεδόνων. Έκριναν άλλωστε ότι η ειρήνη είχε παραβιαστεί. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε έτσι να υποχωρήσει και να λύσει την πολιορκία. Ήταν όμως αποφασισμένος να διευθετήσει οριστικά το ελληνικό ζήτημα εξουδετερώνοντας την Αθήνα. Το 338 η είδηση ότι ο Φίλιππος πλησίαζε στην Αττική έσπειρε τον τρόμο στους Αθηναίους. Οι πολίτες συγκεντρώθηκαν για συνεδρίαση πριν ακόμη τους καλέσουν οι άρχοντες. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν αντιδικίες μεταξύ των ρητόρων. Οι πάντες έστρεψαν το βλέμμα στον Δημοσθένη. Έχοντας μόλις δύο μέρες στη διάθεσή του, αυτός έσπευσε στη Θήβα και έπεισε τους Βοιωτούς να αναλάβουν μαζί την αναχαίτιση του Φιλίππου. Αμέσως άρχισαν οι πολεμικές προετοιμασίες στη Χαιρώνεια, όπου οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις (πανδημεί) για να σώσουν την πατρίδα τους. Παρομοίως έπραξαν οι Θηβαίοι. Οι μεγάλοι στρατηγοί της Αθήνας ήταν πλέον νεκροί και ο μόνος που είχε απομείνει, ο Χάρης, ασφαλώς δεν ήταν ισάξιος του Φιλίππου. Η αναμέτρηση ήταν σφοδρή και μεγάλης διάρκειας. Έως ένα σημείο ο αγώνας ήταν μάλιστα αμφίρροπος. Αλλά η αποφασιστική παρέμβαση του νεαρού Αλεξάνδρου, του γιου του Φιλίππου, έκρινε, καθώς λεγόταν, το αποτέλεσμα. Περισσότεροι από 1.000 Αθηναίοι έπεσαν νεκροί και περίπου 2.000 αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Βοιωτών ήταν μεγαλύτερες. Ο Φίλιππος έστησε το τρόπαιό του θριαμβευτής. Η Θήβα τιμωρήθηκε σκληρά και αναγκάστηκε να δεχτεί μακεδονική φρουρά και την επιβολή μιας φιλομακεδονικής ολιγαρχίας. Η Αθήνα όμως είχε ακόμη λίγες μέρες περιθώριο να προετοιμάσει την άμυνά της. Σε συνθήκες πανικού οι πάντες έσπευδαν πίσω από τα τείχη. Για τις ανάγκες του πολέμου αξιοποιήθηκαν ακόμη και όσα πολύτιμα αντικείμενα βρέθηκαν στους ιδιωτικούς τάφους του Κεραμεικού. Με την απώλεια τόσων ανδρών στη Χαιρώνεια, οι συνθήκες ήταν απελπιστικές, αλλά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να υποστούν την υπέρτατη θυσία.

Αντιμέτωπος με τέτοιες πρωτοφανείς προετοιμασίες, ο Φίλιππος επέλεξε να προσφέρει στους Αθηναίους πολύ ευνοϊκούς όρους ειρήνης. Η συμμαχία τους έπρεπε να διαλυθεί, αλλά η πόλη θα παρέμενε ελεύθερη, διατηρώντας το δημοκρατικό πολίτευμα. Επιπλέον, οι αιχμάλωτοι αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι και οι νεκροί αποδόθηκαν για ταφή. Ο Φίλιππος σχεδίαζε άλλωστε ήδη την περσική εκστρατεία του, και οι Αθηναίοι, που εχθρεύονταν τους Πέρσες, ήταν μια πολύ χρήσιμη δύναμη. Ανακουφισμένοι, οι Αθηναίοι έσπευσαν να αποδεχθούν τους όρους των Μακεδόνων. Το όραμα του Ισοκράτη για μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών ήταν πλέον εφικτό, αλλά όχι με τους όρους που εκείνος ήλπιζε. Σύμφωνα με μια παράδοση, μετά από τη μεγάλη ήττα της πόλης του πέθανε από ηθελημένη ασιτία. Τον επιτάφιο για τους νεκρούς της Χαιρώνειας ανέλαβε να εκφωνήσει ο Δημοσθένης. Οι παλαιοί ηγέτες της πόλης τραβήχτηκαν ταπεινωμένοι στο περιθώριο και παραχώρησαν την ηγεσία στον Λυκούργο. Εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος ικανός να ανορθώσει την κατεστραμμένη οικονομία της πόλης - κάτι που η Αθήνα είχε απόλυτη ανάγκη. Τέτοια ήταν η επιτυχία του στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, ώστε η πόλη γνώρισε μια ακόμη περίοδο δημιουργικής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων άρχισαν να οικοδομούνται νέα λαμπρά κτίρια, ενώ μπήκαν οι βάσεις για καλύτερη οργάνωση του στρατού. Ο μεγάλος γλύπτης της εποχής, ο Λύσιππος, ανέλαβε να κατασκευάσει ανδριάντα του Σωκράτη. Στις δύσκολες περιστάσεις οι Αθηναίοι ζητούσαν με τον τρόπο αυτό συγνώμη για την καταδίκη του. Την ίδια χρονιά που η μάχη της Χαιρώνειας έκρινε τις υποθέσεις των Ελλήνων, στη Σικελία πέθαινε τιμημένος ο Τιμολέων και στην Ιταλία ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρχίδαμος Γ' (360-338). Είχε βασιλέψει για 23 χρόνια, κρατώντας τη Σπάρτη μακριά από όλες σχεδόν τις κρίσιμες αποφάσεις. Καθώς ο Φίλιππος κυριαρχούσε στην Ελλάδα, αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό των Ταραντίνων, που ήταν άποικοι της Σπάρτης. Τη χρονιά που ο Φίλιππος επέβαλε την κυριαρχία του στον ελληνικό κόσμο με τη νίκη του στη Χαιρώνεια, ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης Γ' Ώχος έπεφτε θύμα αυλικής συνωμοσίας. Τη διακυβέρνηση της μεγάλης αυτοκρατορίας ανέλαβε ο γιος του Αρσής (338-335) σε συνθήκες ιδιαίτερα απαιτητικές. Η Αίγυπτος, για παράδειγμα, κατάφερε να ελευθερωθεί από τον περσικό ζυγό. Ο Φίλιππος άδραξε την ευκαιρία και το 337, σε κοινό συνέδριο των Ελλήνων (πλην των Λακεδαιμονίων) που συνήλθε στην Κόρινθο, εξελέγη ἡγεμών και στρατηγὸς αὐτοκράτωρ, δηλαδή στρατηγός με απόλυτη εξουσία, για να ηγηθεί σε κοινό αγώνα εναντίον της Περσίας. Στόχος, όπως διακηρύχθηκε, ήταν η εκδίκηση για τη βεβήλωση των ελληνικών ιερών το 480· απαραίτητη προϋπόθεση, η ειρήνη μεταξύ των ελληνικών πόλεων και η διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Απαγορεύονταν ρητώς οι δημεύσεις περιουσιών, ο αναδασμός της γης και η παραγραφή των χρεών (βασικά αιτήματα των κατώτερων τάξεων) καθώς και η απελευθέρωση των δούλων με στόχο την κοινωνική αλλαγή. Χωρίς χρονοτριβή, οι Μακεδόνες στρατηγοί Άτταλος και Παρμενίων στάλθηκαν στην Ασία για να ξεκινήσουν τον πόλεμο με 10.000 άνδρες. Κεντρικό σύνθημα ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων.

Τον επόμενο χρόνο, με την ευκαιρία του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας, ο Φίλιππος διοργάνωσε μεγάλη γιορτή. Στην πομπή που οδηγούσε στο θέατρο παρήλασαν και τα αγάλματα των θεών, με δέκατο τρίτο το δικό του. Διεκδικούσε πλέον για τον εαυτό του μια θέση πλάι στους μεγάλους θεούς. Ο ίδιος εμφανίστηκε με λευκό ιμάτιο, αλλά, καθώς βάδιζε σε κάποια απόσταση από τους σωματοφύλακές του, δολοφονήθηκε. Ο Φίλιππος παρέλαβε μια Μακεδονία που αγωνιζόταν για την επιβίωσή της και την παρέδωσε κυρίαρχη στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου και έτοιμη να αναμετρηθεί με τη μεγάλη Περσική Αυτοκρατορία. Με τις στρατιωτικές του νίκες και τη διπλωματία του δεν άλλαξε μόνο την πορεία της ιστορίας αλλά και της ιστοριογραφίας. Τα επιτεύγματά του αφηγήθηκε ένας σύγχρονός του, ο Θεόπομπος ο Χίος, μαθητής του Ισοκράτη (Κακριδής 3.6.Β [σ. 159]). Το εκτενές του σύγγραμμα έχει χαθεί, αλλά και μόνο ο τίτλος του, Φιλιππικά, είναι ενδεικτικός. Για πρώτη φορά ένας άνθρωπος έδινε το όνομά του σε μια περίοδο της ιστορίας. Από τη νέα τροπή που είχε λάβει η ιστορία εμπνεύστηκε και ένας άλλος μαθητής του Ισοκράτη, ο Έφορος από την Κύμη (Κακριδής 3.6.Β [σ. 159-160]). Και το δικό του έργο έχει χαθεί, αλλά, καθώς ήταν η πρώτη σοβαρή και αξιόπιστη προσπάθεια συγγραφής παγκόσμιας ιστορίας, άσκησε μεγάλη επίδραση στους περισσότερους μεταγενέστερους ιστορικούς. Επρόκειτο για μια αφήγηση πολύ μακράς διάρκειας, από την εμφάνιση των Δωριέων στην Πελοπόννησο έως την κυριαρχία του Φιλίππου, σχεδόν 750 χρόνια αργότερα. Ιδιαιτέρως τον ακολούθησε και τον συμβουλεύτηκε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Σύντομα μετά τη δολοφονία του Φιλίππου δολοφονήθηκε και ο βασιλιάς της Περσίας Αρσής. Έτσι η αναμέτρηση των δύο μεγάλων δυνάμεων αναβλήθηκε. Ο δολοφόνος του Φιλίππου εκτελέστηκε επιτόπου και δεν πρόλαβε να αποκαλύψει ούτε τα κίνητρα ούτε τους συνεργούς του. Η εξέλιξη αυτή ευνόησε πάντως τον Αλέξανδρο Γ' (336-323). Οι στρατιωτικές ικανότητες του νεαρού βασιλιά είχαν αποδειχθεί ήδη στις μάχες, αλλά η θέση του στη διαδοχή ήταν επισφαλής. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την υποστήριξη του στρατού και ανέλαβε τη βασιλεία της Μακεδονίας, εξοντώνοντας όλους τους διεκδικητές της εξουσίας. Αμέσως μετά φρόντισε να εδραιώσει τη θέση του στον ελληνικό κόσμο. Πολλοί Έλληνες αναθάρρησαν με την είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου και άρχισαν να προετοιμάζουν την απελευθέρωσή τους από τη μακεδονική κυριαρχία. Πρώτοι και καλύτεροι οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι, οι Αιτωλοί, οι Αμβρακιώτες, οι Αρκάδες, οι Αργείοι και οι Ηλείοι. Αλλά ο Αλέξανδρος αντέδρασε με αποφασιστικότητα και ταχύτητα - όπως έμελλε άλλωστε να κάνει σε όλη τη σύντομη ζωή του. Οι Θεσσαλοί τον αναγνώρισαν ἄρχοντα του κοινοῦ τους και, αμέσως μετά, οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων στην Κόρινθο στρατηγὸν αὐτοκράτορα και του ανέθεσαν να αναλάβει την κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών. Μόνο οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν και πάλι να συμμαχήσουν. Η ιστορία τους, όπως ισχυρίστηκαν, τους απαγόρευε να συμμετάσχουν σε μια στρατιωτική επιχείρηση στην οποία δεν ήταν οι ίδιοι αρχηγοί. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο Αλέξανδρος κατάφερε έτσι να κερδίσει τη θέση που κατείχε ο πατέρας του πριν από τη δολοφονία του και άρχισε να προετοιμάζει την περσική εκστρατεία του.

Στη νέα αναμέτρηση Ανατολής και Δύσης το πρώτο θύμα ήταν και πάλι ο Βορράς. Όπως ο Δαρείος ενάμιση αιώνα νωρίτερα πριν στραφεί εναντίον των Ελλήνων, έτσι και ο Αλέξανδρος, πριν διαβεί στην Ασία, φρόντισε πρώτα να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στους ανυπότακτους λαούς που κατοικούσαν στη Θράκη έως τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη) και πέρα από αυτόν. Καθώς όμως υπέτασσε διάφορα πολεμικά φύλα, ορισμένα από τα οποία του αντιστέκονταν σθεναρά, πληροφορήθηκε ότι οι Θηβαίοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του. Είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι σκοτώθηκε στις μάχες και αυτό τους έδωσε θάρρος. Οι Θηβαίοι θυμήθηκαν το παλαιό και ένδοξο σύνθημα της ελευθερίας, καθώς και τα πρόσφατα λαμπρά τους κατορθώματα, και επιχείρησαν να απαλλαγούν από τη μακεδονική φρουρά. Ο κίνδυνος να επεκταθεί η εξέγερση ήταν μεγάλος. Το 335 ο Αλέξανδρος ανέλαβε δράση με όλο του τον στρατό, περισσότερους από 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Παρά τις υποσχέσεις που είχαν λάβει από διάφορες πόλεις, οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες μόνοι τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που συμμερίζονταν τις ελπίδες τους, αλλά κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να σπεύσει με τον στρατό του εναντίον του Αλεξάνδρου. Στην άνιση μάχη οι Θηβαίοι αρνήθηκαν κάθε συμβιβασμό, πολεμώντας με αυτοθυσία για να επαναλάβουν το ανέλπιστο επίτευγμα στα Λεύκτρα. Όταν όμως κρίθηκε το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, ακολούθησε γενική σφαγή. Περισσότεροι από 6.000 Θηβαίοι σκοτώθηκαν και 30.000 αιχμαλωτίστηκαν και υποδουλώθηκαν. Η Θήβα ισοπεδώθηκε, με εξαίρεση τα σπίτια στα οποία είχε κάποτε φιλοξενηθεί ο Φίλιππος καθώς και το σπίτι του Πινδάρου. Στη μεγάλη αυτή μάχη σκοτώθηκαν 500 Μακεδόνες. Η είδηση της καταστροφής έφτασε στην Αθήνα καθώς τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια. Οι Αθηναίοι τα διέκοψαν και άρχισαν να προετοιμάζουν για μια ακόμη φορά την άμυνά τους. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος δεν τους επιτέθηκε και αρκέστηκε να ζητήσει την παράδοση των δέκα ρητόρων που τους παρακινούσαν εναντίον του. Επιφανέστεροι ανάμεσά τους ήταν ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος και ο Υπερείδης. Οι Αθηναίοι, με όση διπλωματία διέθεταν, ζήτησαν συγνώμη, στέλνοντας ως μεσολαβητές τον Δημάδη και τον Φωκίωνα, αλλά αρνήθηκαν να παραδώσουν τους πολιτικούς τους. Το αίτημά τους έγινε (ανέλπιστα) δεκτό. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πρόθεση να καταστρέψει την Αθήνα. Βιαζόταν άλλωστε να ξεκινήσει την εκστρατεία του. Καθώς ο Αλέξανδρος διαδεχόταν τον πατέρα του Φίλιππο, τον Πέρση βασιλιά Αρσή διαδεχόταν ένας εξάδελφός του. Ονομαζόταν Αρτασάτα ή, σύμφωνα με λιγότερο ασφαλείς μαρτυρίες, που έχουν ωστόσο καθιερωθεί, Κοδομαννός. Ως βασιλιάς έλαβε το δυναστικό όνομα Δαρείος Γ' (335-330). Πρώτο του μέλημα ήταν να υποτάξει και πάλι την Αίγυπτο, μια επιχείρηση που έφερε σε πέρας με επιτυχία. Αμέσως μετά άρχισε να αναζητά συμμάχους στην Ελλάδα εναντίον των Μακεδόνων. Ο Δαρείος, που εικονίζεται σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό πολεμώντας, έμελλε να είναι ο τελευταίος Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Αχαιμενιδών.

ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο 5.1. Μια λαμπερή αστραπή Το 334 ο Αλέξανδρος, επικεφαλής περίπου 30.000 πεζών, 5.000 ιππέων και 180 πλοίων, πέρασε στην Ασία. Με τις διακηρύξεις και τις ενέργειές του κατέστησε από την αρχή σαφές ότι πρόθεση του ήταν να ζήσει (και να πεθάνει) ανάμεσα στην ιστορία και τον θρύλο - πλησιέστερα ίσως στον θρύλο. Παρουσίασε τις πολεμικές επιχειρήσεις του ως εκδίκηση για όσα είχαν υποστεί οι Έλληνες από τους Πέρσες, αλλά και ως επανάληψη όσων λαμπρών κατορθωμάτων είχαν επιτύχει οι Αχαιοί εναντίον των Τρώων. Εκτός από τους Περσικούς Πολέμους και τον Τρωικό Πόλεμο, εμπνεύστηκε από το τόλμημα των Μυρίων εναντίον του μεγάλου βασιλιά και από το εγχείρημα του Αγησίλαου να απελευθερώσει τους Έλληνες της Ασίας. Ο Αλέξανδρος έδειχνε να πιστεύει ότι η σύγκρουση με την Περσική Αυτοκρατορία είχε μακρά ιστορία, που την καθόριζε και την καθοδηγούσε. Επιπλέον, ότι θα έδινε διέξοδο στα προβλήματα του ελληνικού κόσμου και ότι θα επιβεβαίωνε εμπράκτως την ηγετική του θέση. Στον στρατό του συμμετείχαν άλλωστε πολλές χιλιάδες οπλίτες από πολλές ελληνικές πόλεις καθώς και μισθοφόροι.

Διαβαίνοντας τον Ελλήσποντο, ο Αλέξανδρος ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία από αυτή του Ξέρξη. Εφόσον ο Πέρσης βασιλιάς είχε αποτύχει να ενώσει την Ασία με την Ευρώπη, απέμενε σε αυτόν να επιτύχει την ένωση της Ευρώπης με την Ασία. Με μια συμβολική χειρονομία πρόσφερε θυσία στον τάφο του Πρωτεσίλαου, του Αχαιού που σκοτώθηκε πατώντας πρώτος το έδαφος της Τροίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την τελική νίκη. Στη συνέχεια στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα, ενώ ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων στεφάνωνε τον τάφο του Πατρόκλου. Στο προσκέφαλό του, σύμφωνα με την παράδοση, είχε πάντοτε, μαζί με το εγχειρίδιό του, την Ιλιάδα, διορθωμένη από το χέρι του δασκάλου του Αριστοτέλη. Είναι προφανές ότι επιθυμούσε όχι μόνο να θριαμβεύσει, αλλά και να δοξαστεί όπως ο Αχιλλέας. Στην αυλή του περιέλαβε για τον σκοπό αυτό τον έμπειρο ιστορικό Καλλισθένη, ανεψιό και συνεργάτη του Αριστοτέλη. Ανέθεσε επίσης σε ειδικούς τη σύνταξη καθημερινών αναφορών (ἐφημερίδων) για την πρόοδο της εκστρατείας του. Την εξιστόρηση των στρατιωτικών επιτευγμάτων του Αλεξάνδρου ανέλαβαν να αφηγηθούν και άλλοι συγγραφείς, σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι. Από νωρίς η ιστορία εμπλουτίστηκε με πλήθος μυθικά στοιχεία, όπως απαιτούσαν τα ιστοριογραφικά ήθη της εποχής και το ακόρεστο αναγνωστικό κοινό. Ήδη από την αρχαιότητα, οι αντιφάσεις και οι αντιγνωμίες ήταν τέτοιες που δύσκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα πραγματικά γεγονότα από τη φαντασία. Τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα τη διάκριση αυτή επιχείρησε ο Αρριανός, ένας ανώτατος αξιωματούχος της ρωμαϊκής διοίκησης με καλή φιλοσοφική κατάρτιση. Από το υλικό που είχε στη διάθεσή του επέλεξε κυρίως τις μαρτυρίες δύο συμπολεμιστών του Αλεξάνδρου, του Αριστόβουλου και του Πτολεμαίου, γιου του Λάγου. (Ο τελευταίος είχε συνθέσει την αφήγησή του όταν ήταν πλέον και ο ίδιος βασιλιάς.) Τόσο επιτυχές θεωρήθηκε το έργο του Αρριανού, ώστε επισκίασε όλες τις προγενέστερες ιστορίες. Καθώς ο Αλέξανδρος περνούσε με τον στρατό του στην Ασία, στρατηγός της Ευρώπης αναλάμβανε στη θέση του ο Αντίπατρος, αριστοκράτης και παλαιός συμπολεμιστής του Φιλίππου. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η διοίκηση της Μακεδονίας, η διαφύλαξη των συνόρων της και η επιτήρηση των Ελλήνων. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι πολλές πόλεις, πρώτες και καλύτερες η Σπάρτη και η Αθήνα, ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.

Οι Πέρσες δεν αιφνιδιάστηκαν με την έλευση του Αλεξάνδρου. Ήδη από την εποχή του Φιλίππου αντιμετώπιζαν τους εισβολείς σε περσικό έδαφος. Άλλωστε, η διάβαση στην Ασία ενός τόσο μεγάλου πλήθους ανδρών δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Άφησαν ωστόσο τον εχθρό να περάσει τον Ελλήσποντο ανενόχλητος. Στην Περσία η συγκέντρωση ενός μεγάλου στρατού ήταν πάντα πιο χρονοβόρα από ό,τι στον ελληνικό κόσμο. Επιπλέον, η επιλογή της ορθής αμυντικής στρατηγικής αποδεικνυόταν υπόθεση δυσχερής. Οι στρατηγοί των Περσών που είχαν αναλάβει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ήταν πολλοί. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και συγγενείς του μεγάλου βασιλιά. Το ιππικό που συγκέντρωσαν υπερείχε αριθμητικά από αυτό του Αλεξάνδρου - μολονότι το πεζικό ενδέχεται να ήταν μικρότερο. (Όπως συνήθως, στα αριθμητικά δεδομένα οι πηγές δεν έχουν μεγάλη αξιοπιστία ούτε συνέπεια μεταξύ τους.) Με την πλευρά των Περσών μάχονταν επίσης πολλοί Έλληνες

μισθοφόροι, αρκετοί από αυτούς Αθηναίοι. Στο συμβούλιο των Περσών αρχηγών πήρε μέρος και ο Μέμνων ο Ρόδιος. Ο Μέμνων ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να συμβουλεύσει τους Πέρσες. Κατείχε υψηλό αξίωμα στην αυτοκρατορία και ήταν αφοσιωμένος στον Δαρείο. Επιπλέον, ήταν παντρεμένος με τη Βαρσίνη, κόρη του σατράπη Αρτάβαζου. Γνώριζε καλά τους Μακεδόνες, έχοντας θητεύσει στην αυλή του Φιλίππου. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε τρομοκρατήσει τον μακεδονικό στρατό, που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Παρμενίωνα. Αντιλαμβανόμενος τη νέα κατάσταση, ήταν της γνώμης να μην αναμετρηθούν οι Πέρσες κατά μέτωπο με τον Αλέξανδρο, αλλά να υποχωρούν, πυρπολώντας τα χωράφια από τα οποία θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί ένας τόσο μεγάλος στρατός σε εχθρικό έδαφος. Η γνώμη του απορρίφθηκε, διότι οι στρατηγοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν περσική γη. Θεώρησαν άλλωστε ανάξιο από μέρους τους να αποφύγουν τη μάχη. Παρέταξαν λοιπόν τις δυνάμεις τους στις όχθες του ποταμού Γρανικού. Στην άλλη όχθη βρέθηκε σύντομα ο στρατός του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε για μάχη, αναθέτοντας την αριστερή πτέρυγα στον Παρμενίωνα και οδηγώντας ο ίδιος από τα δεξιά τους καλύτερους ιππείς. Αντί να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να διαβεί τον ποταμό, ξεκίνησε απροσδόκητα και παράτολμα την επίθεση, με τους εχθρούς τοποθετημένους σε υψηλότερη και πλεονεκτικότερη θέση. Οι Πέρσες από την πλευρά τους, αντί να εμποδίσουν τη διάβαση του ποταμού με το πεζικό τους, προτίμησαν να αμυνθούν με το ιππικό, που αποδείχθηκε κατώτερο από τις περιστάσεις και κατατροπώθηκε. Στο πεδίο της μάχης έπεσαν και πολλοί Πέρσες στρατηγοί. Ανενόχλητος πλέον, ο Αλέξανδρος στράφηκε με το ιππικό του εναντίον των πεζών Ελλήνων μισθοφόρων, που τον πολέμησαν με γενναιότητα. Σκότωσε τους περισσότερους και, όσους αιχμαλώτισε, τους έστειλε στη Μακεδονία για να εργαστούν ως δούλοι στις σκληρότερες συνθήκες. Για να τιμήσει τους νεκρούς Μακεδόνες, ο Αλέξανδρος διέταξε να στηθούν χάλκινα αγάλματά τους, φτιαγμένα από τον γλύπτη Λύσιππο, τον μόνο που είχε το δικαίωμα να φιλοτεχνεί τις δικές του προτομές. Τριακόσιες περσικές πανοπλίες ή ασπίδες τις έστειλε στην Αθήνα να αφιερωθούν στη θεά. Τα λάφυρα συνοδεύονταν από επιγραφή: «Ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου και οι Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμόνιους, από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία [αφιέρωσαν].» Ήθελε με τον τρόπο αυτό να κολακέψει τους Έλληνες, και μάλιστα τους Αθηναίους, δείχνοντας την περιφρόνησή του προς τους Σπαρτιάτες. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι μάλλον εξέλαβαν την αποστροφή ως διάκριση. Μόνοι αυτοί από τους Έλληνες είχαν αρνηθεί να υποταχθούν. Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό ο Αλέξανδρος γνώρισε πολλές ακόμη επιτυχίες. Οι Σάρδεις, η παλαιά πρωτεύουσα της Λυδίας, παραδόθηκε. Παρομοίως αρκετές ελληνικές πόλεις τον υποδέχθηκαν ως απελευθερωτή. Μπορεί να μην απαλλάσσονταν από τους φόρους, αλλά αποκαθιστούσαν τα δημοκρατικά τους πολιτεύματα - όποιο νόημα και αν είχε η πολιτειακή αυτή μεταβολή με την κηδεμονία ενός πανίσχυρου στρατού. Η Μίλητος, πάντως, στην οποία συγκεντρώθηκαν περσικές δυνάμεις, αντιστάθηκε και υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να την κατακτήσει με κόπο και βία. Ο Αλέξανδρος κατέκτησε επίσης την Αλικαρνασσό, με δύσκολη και αιματηρή πολιορκία, και άλλες πόλεις, κατασκευάζοντας πολιορκητικές μηχανές. Θεωρώντας ότι τα

πάντα πλέον θα κρίνονταν στην ξηρά, διέλυσε το ναυτικό του, το οποίο μετά βίας άλλωστε μπορούσε να συντηρήσει. Αναζήτησε ωστόσο ενισχύσεις ανδρών από τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και από όπου αλλού ήταν εφικτό. Πίσω από τις πόλεις που αντιστέκονταν στον Αλέξανδρο βρισκόταν συχνά ο Μέμνων, τον οποίο ο Δαρείος Γ' είχε πλέον διορίσει γενικό στρατηγό του πολέμου. Ο Μέμνων ακολουθούσε πάντα την ίδια στρατηγική. Σημασία για αυτόν δεν είχε πόσες πόλεις μπορούσε να κατακτήσει ο Αλέξανδρος, αλλά με ποιες θυσίες γινόταν η προέλασή του. Περνώντας στην αντεπίθεση, ανακατέλαβε για λογαριασμό της Περσίας τη Χίο και τη Λέσβο. Ύστερα άρχισε να δέχεται πρέσβεις από τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Οι προϋποθέσεις ήταν πλέον κατάλληλες για την εφαρμογή μιας τακτικής δοκιμασμένης στο παρελθόν. Με άφθονα χρήματα στη διάθεσή του, ο Μέμνων ετοιμαζόταν να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα, ξεσηκώνοντας όσους μπορούσε. Αρρώστησε όμως και πέθανε. Η ευθύνη του πολέμου πέρασε έτσι και πάλι στους Πέρσες στρατηγούς, που αποφάσισαν να αναμετρηθούν με τους εισβολείς σε ανοιχτή μάχη. Οι καθυστερήσεις του Αλεξάνδρου τούς έδιναν την εντύπωση ότι απέφευγε τη σύγκρουση με τις κύριες δυνάμεις τους. Είχαν άλλωστε συγκεντρώσει έναν πραγματικά πολύ μεγάλο και ισχυρό στρατό. Οι πηγές κάνουν λόγο ακόμη και για 600.000 άνδρες, μια υπόθεση που ξεπερνά κάθε φαντασία. (Το πιθανότερο είναι ότι ακόμη και ο Αλέξανδρος δεν έμαθε ποτέ την πραγματική αριθμητική δύναμη των αντιπάλων του.) Όταν πέθανε ο Μέμνων, η γυναίκα του Βαρσίνη έπεσε στα χέρια των Μακεδόνων. Από τις αιχμάλωτες ο Αλέξανδρος επέλεξε αυτή ως ερωμένη, για την καταγωγή της, την ελληνική της μόρφωση και την ομορφιά της. Με την πρώην σύζυγο του μεγάλου του αντιπάλου απέκτησε έτσι έναν γιο, τον μοναδικό που πρόλαβε να γνωρίσει στη διάρκεια της ζωής του. Το 333 ο Δαρείος επέλεξε να κινηθεί αυτοπροσώπως εναντίον των εχθρών του. Επειγόμενος να δώσει τέλος στην εισβολή, εγκατέλειψε το ανοιχτό πεδίο, όπου θα μπορούσε να αναπτύξει τις πολυπληθείς του δυνάμεις, και αναζήτησε τον Αλέξανδρο στα σχετικώς στενά περάσματα της Ισσού. Όταν ήρθε η ώρα, έλαβε θέση με το άρμα του στο κέντρο, όπως προβλεπόταν για τους Πέρσες βασιλείς. Τα περσικά βέλη που εκτοξεύτηκαν ήταν τόσο πυκνά ώστε συμπλέκονταν μεταξύ τους, ενώ από τους αλαλαγμούς των στρατιωτών αντιλάλησαν τα βουνά. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και στην αρχή αμφίρροπη. Ο Αλέξανδρος ωστόσο, που όρμησε, όπως συνήθιζε, αιφνιδιαστικά από τα δεξιά, έβαλε στόχο τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά. Μολονότι οι Έλληνες μισθοφόροι που μάχονταν από την πλευρά των Περσών σημείωναν επιτυχίες, ο Δαρείος, μπροστά στην ορμή του μακεδονικού ιππικού, πανικοβλήθηκε και υποχώρησε. Εγκατέλειψε το άρμα του, πέταξε τα βασιλικά όπλα και τον μανδύα και έσπευσε να σωθεί έφιππος. Η αναχώρησή του προκάλεσε σύγχυση στο περσικό στράτευμα και η άτακτη υποχώρηση κατέληξε σε σφαγή. Άφθονο περσικό χρυσάφι και ασήμι πέρασαν στα χέρια των νικητών, ενώ η μητέρα του Δαρείου, η πανέμορφη αδελφή και σύζυγός του, οι θυγατέρες του καθώς και γυναίκες των στρατηγών του, που συνόδευαν, σύμφωνα με το έθιμο, τον στρατό, ατιμάστηκαν. Όταν ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τη σύλληψη της οικογένειας του Δαρείου, φέρθηκε στις γυναίκες με μεγαλοψυχία

και τους απέδωσε όσες βασιλικές τιμές επέτρεπαν οι περιστάσεις της αιχμαλωσίας - μολονότι τελικώς η σύζυγος του Δαρείου πέθανε εγκυμονούσα. Έχοντας επιτύχει συντριπτική νίκη στην Ισσό, ο Αλέξανδρος απέρριψε τις συμβιβαστικές προτάσεις του Δαρείου, που του παραχωρούσε μεγάλο μέρος του βασιλείου του, και οδήγησε τον στρατό του προς την Αίγυπτο, μέσα από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Στο πέρασμά του έβρισκε τις πύλες των περισσότερων πόλεων ανοιχτές και τους κατοίκους έτοιμους να παραδοθούν. Η κύρια αντίσταση προήλθε από την ισχυρή Τύρο, που αποφάσισε να παραμείνει πιστή στον Δαρείο. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν την ελπίδα ότι θα τους προστάτευαν τα ισχυρά της τείχη και, επιπλέον, ότι θα έδιναν τον απαιτούμενο χρόνο στον Δαρείο να συγκεντρώσει πάλι έναν νέο και ισχυρό στρατό. Η πολιορκία της Τύρου κράτησε σχεδόν επτά μήνες, κατά τους οποίους κάθε πλευρά επέδειξε όχι μόνο τον ζήλο της αλλά και την επινοητικότητά της. Για να αντιμετωπίσει μια πόλη κτισμένη πάνω σε νησί, με ισχυρή οχύρωση και ναυτικό, ο Αλέξανδρος διέταξε την κατασκευή μεγάλου προχώματος, ώστε να επιτεθεί από τη θάλασσα. Χρησιμοποίησε πολιορκητικούς πύργους, οξυβελείς και πετροβόλα όπλα που εκτόξευαν πελώριους λίθους και καταπονούσαν τα τείχη. Οι Τύριοι, από την πλευρά τους, αξιοποίησαν καταπέλτες, πυρφόρους και τεχνάσματα κάθε λογής. Έριχναν στους πολιορκητές πυρακτωμένη άμμο που εισχωρούσε στην πανοπλία τους και τους επιτίθονταν με γάντζους και σιδερένιες αρπάγες. Όταν πλέον τα τείχη της Τύρου είχαν μισογκρεμιστεί, ο ίδιος ο Αλέξανδρος τέθηκε επικεφαλής στρατιωτών που πέρασαν μέσα στην πόλη με ξύλινη γέφυρα και την κατέλαβαν. Κατά την πολιορκία είχαν σκοτωθεί περίπου 8.000 Τύριοι και 400 Μακεδόνες. Τα αντίποινα για τις απώλειες και την καθυστέρηση ήταν αμείλικτα. Όσοι μαχητές παρέμειναν ζωντανοί θανατώθηκαν. Περισσότεροι από 2.000 νέοι κρεμάστηκαν κατά μήκος της ακτής, και οι χιλιάδες άμαχοι εξανδραποδίστηκαν. Η έρημη πλέον πόλη παραδόθηκε σε νέους κατοίκους. Στη συνέχεια πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε η Γάζα μέσα σε δύο μήνες. Οι μαχητές σκοτώθηκαν όλοι, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, όπως και στην Τύρο, υποδουλώθηκαν. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για την Αίγυπτο. Οδεύοντας από την Τύρο προς τη Γάζα, ο Αλέξανδρος διέσχισε με τον στρατό του την Παλαιστίνη, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ. Κανένας Έλληνας ιστορικός άλλωστε δεν σχολίασε την κατάκτηση του μικρού ιουδαϊκού λαού. Οι Ιουδαίοι είχαν καλές σχέσεις με τους Πέρσες από την εποχή του Κύρου και του Δαρείου Α', αλλά δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν στον Αλέξανδρο. Ήλπιζαν, προφανώς, ότι ο νέος κατακτητής θα ανεχόταν, όπως οι Πέρσες, τις θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες και ότι θα τους επέτρεπε να συνεχίσουν να ζουν σύμφωνα με τους νόμους τους. Τους έκανε ωστόσο τρομερή αίσθηση η ορμή του βασιλιά και η ταχύτητα με την οποία κατακτούσε την Περσική Αυτοκρατορία. Οι εντυπώσεις τους αποτυπώθηκαν χρόνια αργότερα στην λεγόμενη προφητεία του Δανιήλ. Ο συγγραφέας της φαντάστηκε τον Αλέξανδρο ως τράγο με ένα εντυπωσιακό κέρατο ανάμεσα στα μάτια, ο οποίος ερχόταν από τη Δύση και έτρεχε πάνω στη γη, χωρίς να αγγίζει το έδαφος. Τον Δαρείο τον φαντάστηκε ως κριάρι με δύο κέρατα. Εξαγριωμένος ο τράγος έτρεξε με όλη του την ορμή εναντίον του κριαριού και του

συνέτριψε τα κέρατα. Το κριάρι δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, και έτσι ο τράγος το έριξε στη γη και το καταπάτησε. Πράγματι, η κυριαρχία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή δεν έδειχνε να αλλάζει πολλά στις συνήθειες των Ιουδαίων, ούτε και των άλλων κατακτημένων λαών. Κανένας ωστόσο δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να προβλέψει τις συνέπειες που θα είχε για τους Ιουδαίους η μετάβαση από την περσική οικουμένη, που μιλούσε αραμαϊκά, στη νέα οικουμένη, που επρόκειτο να μιλήσει ελληνικά. Ο Πέρσης σατράπης παρέδωσε το 331 την Αίγυπτο χωρίς μάχη. Δεν διέθετε ικανό στρατό για να αμυνθεί και δεν μπορούσε να βασιστεί στη συνδρομή των Αιγυπτίων. Οι Αιγύπτιοι δεν είχαν αποδεχθεί ποτέ την περσική κυριαρχία και μέμφονταν τους Πέρσες για ασέβεια προς τα ιερά τους. Στις συχνές τους εξεγέρσεις είχαν ανακτήσει πολλές φορές την ανεξαρτησία τους. Η έλευση των νέων κατακτητών ενδέχεται να τους δημιούργησε προσδοκίες για καλύτερη μεταχείριση. Για να εδραιώσει την κυριαρχία του στη γη του Νείλου, ο Αλέξανδρος επέδειξε σεβασμό προς τον Άπη, την Ίσιδα και τις άλλες αιγυπτιακές θεότητες. Φρόντισε επίσης να διαμοιραστεί η εξουσία σε πολλούς άνδρες, ώστε να μη βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια ενός στρατηγού. Σημαντικότερη αποδείχθηκε ωστόσο μια άλλη πρωτοβουλία του: Έβαλε τα θεμέλια μιας νέας παραθαλάσσιας πόλης, που θα ονομαζόταν Αλεξάνδρεια - και έμελλε να καταστεί η επιφανέστερη από όλες τις Αλεξάνδρειες που επρόκειτο να ιδρύσει. Ο σχεδιασμός της πόλης ανατέθηκε στον διαπρεπή αρχιτέκτονα Δεινοκράτη τον Ρόδιο. (Η πόλη αυτή προοριζόταν να πάρει τη θέση της Μέμφιδας, της παλαιάς πρωτεύουσας.) Πριν αναχωρήσει από την Αίγυπτο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα στη λιβυκή έρημο, σε ένα προσκύνημα που είχε συμβολικό αλλά και προσωπικό χαρακτήρα. Μετά τις μεγάλες του επιτυχίες, που άλλαζαν ήδη την όψη του κόσμου, είχε ανάγκη από θεϊκή επίνευση. Για τις συζητήσεις του με τους ιερείς του μαντείου γράφτηκαν πολλά. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι άκουσε αυτά που λαχταρούσε. Έχοντας λάβει ενισχύσεις από τον Αντίπατρο και αφού δέχτηκε αντιπροσωπείες από τις ελληνικές πόλεις, επέστρεψε στη Συρία. Την ίδια πάντα χρονιά, το 331, διέσχισε με τον στρατό του τον Ευφράτη και πορεύτηκε για να συναντήσει τον Δαρείο. Ο Δαρείος γνώριζε πλέον ότι το μέλλον ολόκληρης της Ασίας θα κρινόταν ουσιαστικώς από μια τελική αναμέτρηση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τη μάχη στην Ισσό κατάφερε να συγκεντρώσει ακόμη μεγαλύτερο στρατό, αξιοποιώντας κυρίως τις ανατολικές επαρχίες του βασιλείου του. Ο αριθμός των ανδρών του δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί ούτε από τους επιτελείς του. Οι ιστορικοί κατέφυγαν έτσι σε υποθέσεις που δεν έχουν καμία σχεδόν αξία. Αποδίδουν ωστόσο με ακρίβεια την αίσθηση που προκάλεσε η γενική αυτή κινητοποίηση. Αυτοί που αντίκρισαν τον περσικό στρατό έκαναν λόγο για 1.000.000 ή και περισσότερους άνδρες. Επιπλέον, για λίγους πολεμικούς ελέφαντες και αρκετά δρεπανηφόρα άρματα. Ο μεγάλος αυτός στρατός δεν είχε πάντως ιδιαίτερη συνοχή. Ήταν οργανωμένος, όπως πάντα, σε σατραπείες και μιλούσε πολλές διαφορετικές γλώσσες, που έκαναν την επικοινωνία δυσχερή. Αυτή τη φορά ο Δαρείος είχε επιλέξει ένα ανοιχτό πεδίο κοντά στα Γαυγάμηλα, πλάι σε έναν παραπόταμο του Τίγρη, όπου ο στρατός του μπορούσε να αναπτυχθεί και να κινηθεί με σχετική άνεση. Ο ίδιος

έλαβε τη γνωστή του θέση στο κέντρο, περιστοιχισμένος όχι μόνο από τους επίλεκτους άνδρες του και την προσωπική του φρουρά, αλλά και από τους Έλληνες μισθοφόρους, τους πιο αξιόμαχους πολεμιστές που διέθετε. Ο Αλέξανδρος απέρριψε τις τελευταίες δελεαστικές προτάσεις για συμφιλίωση. Αρνήθηκε να απελευθερώσει τη βασιλική οικογένεια έναντι πλούσιων λύτρων και προετοίμασε τον στρατό του για μάχη, ακολουθώντας την καθιερωμένη του τακτική. Ανέθεσε τη διοίκηση της αριστερής παράταξης στον Παρμενίωνα, ενώ ο ίδιος τοποθετήθηκε με το ιππικό στη δεξιά πλευρά. Επέλεξε ωστόσο να εισαγάγει πολλές καινοτομίες, αναγκαίες για την αντιμετώπιση ενός τόσο πολυάριθμου στρατού. Διέθετε μόλις 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πέρσες υπερείχαν με το μεγάλο τους πλήθος. Ο Αλέξανδρος ωστόσο, με τους καλύτερους ιππείς του, έβαλε πάλι στόχο τον Δαρείο, επιτυγχάνοντας και αυτή τη φορά να τον τρέψει σε φυγή. Η αναχώρηση του βασιλιά δημιούργησε σύγχυση και πανικό, αλλά η πτέρυγα του Παρμενίωνα δοκιμαζόταν ακόμη σκληρά. Στις ιππομαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν αρκετοί επίλεκτοι Μακεδόνες, αλλά τελικά οι άνδρες του Αλεξάνδρου υπερίσχυσαν. Όπως συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις, οι νικητές επιδόθηκαν στην εξόντωση των ηττημένων. Η είδηση της συντριπτικής νίκης του Αλεξάνδρου έγινε δεκτή στην Ελλάδα με ανάμεικτα συναισθήματα. Πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ότι τους δινόταν μια καλή ευκαιρία να απαλλαγούν από την κυριαρχία των Μακεδόνων. Καθώς έβλεπαν τον Αντίπατρο απασχολημένο με εξέγερση στη Θράκη και τον Αλέξανδρο υποχρεωμένο να καταδιώξει τον Δαρείο στο βάθος της Ασίας, οι Σπαρτιάτες ξεσήκωσαν τους Πελοποννήσιους και μερικούς άλλους Έλληνες. Με γενικό αρχηγό τον βασιλιά τους Άγη Γ' (338-331) και κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), πορεύτηκαν εναντίον των Μακεδόνων. Οι Αθηναίοι, μολονότι πρόθυμοι να συνεργαστούν, κρατήθηκαν τελικώς απέξω. Ακόμη και ο Δημοσθένης τούς συμβούλεψε να μην πάρουν μέρος στον νέο πόλεμο εναντίον του Αλεξάνδρου. Ο Αντίπατρος έσπευσε στην Πελοπόννησο με υπέρτερες δυνάμεις και κατάφερε, ύστερα από μακρύ αγώνα, να κυριαρχήσει και να σκοτώσει τον Άγη. Οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην πόλη τους αποδεκατισμένοι και αναγκασμένοι να ζητήσουν διαπραγματεύσεις με ταπεινωτικούς όρους. Ενώ ο Δαρείος έτρεχε για τη ζωή του, ο Αλέξανδρος εισερχόταν στη Βαβυλώνα, που του παραδόθηκε με όλα της τα πλούτη. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ανοικοδομήσει τα ιερά που, καθώς λεγόταν, είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης. Ιδιαιτέρως τίμησε τον μεγάλο θεό Μαρδούκ. Σύντομα εισήλθε και στα Σούσα. Εκεί δεν παρέλαβε μόνο τους θησαυρούς του βασιλιά αλλά και πολλά από τα λάφυρα που είχε φέρει μαζί του από την Ελλάδα ο Ξέρξης. Σύμφωνα με μια παράδοση, τις χάλκινες προτομές των τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, τις επέστρεψε στους Αθηναίους,

που

τις

τοποθέτησαν

στον

Κεραμεικό.

Από

τα

χρήματα

του

περσικού

θησαυροφυλακίου ένα μέρος το έστειλε στον Αντίπατρο, για να αντιμετωπίσει την εξέγερση της Σπάρτης, χωρίς να γνωρίζει την καταστολή της. Δίνοντας μια ακόμη μάχη με ισχυρές περσικές δυνάμεις, έφτασε στους Πασαργάδες, όπου εξασφάλισε και άλλο μεγάλο θησαυρό, και στην

Περσέπολη, στην οποία ο Δαρείος Γ' είχε ήδη κτίσει το παλάτι του, πλάι σε αυτά του Δαρείου Α' και του Ξέρξη. Ο τάφος του παρέμενε ακόμη ημιτελής. Ο Αλέξανδρος παρέδωσε τη μεγάλη περσική πρωτεύουσα με τον αμύθητο πλούτο στους στρατιώτες του να τη λεηλατήσουν. Ο ίδιος πυρπόλησε τα ανάκτορα, που καταστράφηκαν ολοσχερώς. (Η Περσέπολη δεν ξανακτίστηκε ποτέ, αναμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη να επιβεβαιώσει τον πλήρη αφανισμό της.) Απέμενε να καταληφθεί η τελευταία πρωτεύουσα του περσικού βασιλείου, τα Εκβάτανα, στα οποία είχε καταφύγει ο Δαρείος, οργανώνοντας την αντίστασή του. Ο Δαρείος ωστόσο δεν πρόλαβε να αντιμετωπίσει ξανά τον Αλέξανδρο. Δολοφονήθηκε το 330 από έναν σατράπη, ο οποίος σφετερίστηκε για λογαριασμό του όση εξουσία είχε απομείνει.

5.2. Όμορφος και φιλοκίνδυνος Ο Αλέξανδρος φόρεσε το περσικό διάδημα. Εκτός από κατακτητής του βασιλείου, εμφανιζόταν πλέον ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Είχε ήδη αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του ιδρυτή της δυναστείας, του Κύρου, και έσπευσε να αποδώσει τιμητική ταφή στον Δαρείο, τιμωρώντας ταυτοχρόνως τον δολοφόνο του με σκληρό τρόπο. Περιστοιχιζόταν άλλωστε από συγγενείς του τελευταίου Πέρση βασιλιά και πολλούς ανώτατους αξιωματούχους του, στους οποίους περιλαμβανόταν ο σατράπης Αρτάβαζος. Αναγκαία έκρινε επίσης τη στρατολόγηση ανδρών από τα κατακτημένα έθνη. Για πρώτη φορά, αντί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ηττημένους Έλληνες μισθοφόρους, τους κατέταξε στον στρατό του. Ήταν καιρός άλλωστε να αποστρατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Κράτησε έτσι κοντά του μόνο τους Μακεδόνες - μολονότι αρκετοί από αυτούς έδειχναν όλο και πιο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εκστρατεία. Ο Αλέξανδρος προχώρησε περισσότερο. Ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών, άρχισε να απομακρύνεται από τα ήθη των Μακεδόνων, υιοθετώντας βασικά χαρακτηριστικά της περσικής τελετουργίας. Μάλιστα, η απαίτησή του να τον προσκυνούν τον αποξένωσε από πολλούς φίλους και εταίρους. Οι συζητήσεις για συνωμοσίες και συνωμότες, που δεν είχαν άλλωστε εκλείψει ποτέ, αναζωπυρώθηκαν. Ο Αλέξανδρος αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες ο γιος του Φιλώτας, που είχε διακριθεί σε όλες τις μεγάλες μάχες. Με παρόμοιο τρόπο εξόντωσε και άλλους επιφανείς Μακεδόνες. Το πιο ακραίο ήταν ότι σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Κλείτο, έναν από τους προσωπικούς του φίλους, που του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό. Λίγο αργότερα άφησε να λιθοβοληθούν πολλά τέκνα επιφανών Μακεδόνων, που αποκαλούνταν βασιλικοὶ παῖδες και του πρόσφεραν προσωπικές υπηρεσίες. Είχαν κατηγορηθεί για συνωμοσία, την οποία ομολόγησαν ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Αμέσως μετά θανάτωσε τον ιστορικό Καλλισθένη ως εμπνευστή της συνωμοσίας, αλλά και επειδή χλεύαζε την απαίτησή του να τον προσκυνούν. Η εκστρατεία συνεχιζόταν χωρίς οι στόχοι της να είναι πλέον σαφείς στους πολεμιστές. Μετά την οριστική ήττα των περσικών στρατευμάτων, ο πόλεμος πήρε μάλιστα άλλη τροπή. Αντί για μεγάλες και καθοριστικές μάχες, οι άνδρες του Αλεξάνδρου άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αντίσταση μαχητικών λαών, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμείνει έως τότε ανεξάρτητοι. Οι νέες συγκρούσεις γίνονταν συχνά σε περιοχές δύσβατες, ορεινές και χιονισμένες. Ο Αλέξανδρος, αναπροσαρμόζοντας ταχύτατα την τακτική του, διασπούσε τον στρατό του σε μικρότερα τμήματα, αναθέτοντας στους στρατηγούς του ειδικές αποστολές. Στις κρίσιμες αναμετρήσεις ήταν ωστόσο πάντα παρών, κάποτε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος ακόμη και πεζός ή σκαρφαλώνοντας τα τείχη στις πολιορκίες. Σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίστηκε και κινδύνεψε. Η νικηφόρος πορεία του Αλεξάνδρου απαιτούσε διαρκώς μεγαλύτερες θυσίες και κατέληγε σε αβέβαια αποτελέσματα. Οι νικημένοι συχνά ανασυντάσσονταν και οι σύμμαχοι συχνά αποσκιρτούσαν. Στα πεδία των μαχών οι νεκροί αντίπαλοι πολλαπλασιάζονταν, περιλαμβάνοντας ορισμένες φορές γυναίκες που αγωνίζονταν για τις εστίες τους με αυτοθυσία. Μετά από μια

δύσκολη πολιορκία και νίκη στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος επέλεξε από τις αιχμάλωτες ως σύζυγο τη Ρωξάνη, θυγατέρα ενός τοπικού αρχηγού, που ξεχώριζε για την ομορφιά της. Η επιλογή αυτή του επέτρεψε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να εξασφαλίσει την υποταγή του. Με τη Ρωξάνη έμελλε να αποκτήσει έναν ακόμη γιο, τον οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Το 326 ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό και αναμετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Πώρο, που διέθετε 50.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, πάνω από 1.000 άρματα και 130 ελέφαντες. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και άλλο βασιλιά με πολυπληθή στρατό, ο οποίος συνέπραττε με τον Πώρο. Ύστερα από μία ακόμη νίκη, άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 12.000 νεκρούς Ινδούς και περίπου 1.000 Μακεδόνες. Επίσης, αιχμαλώτισε περισσότερους από 9.000 άνδρες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του Πώρου, του απέδωσε το βασίλειό του, καθιστώντας τον σύμμαχο και υποτελή. Οι μάχες με τους τοπικούς πληθυσμούς συνεχίζονταν χωρίς ανάπαυλα. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο στρατός του Αλεξάνδρου σκότωνε ή εξανδραπόδιζε, καθώς λεγόταν, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Οι μαζικές σφαγές και η λεηλασία μεγάλων εκτάσεων ήταν διαρκείς. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί παραδίδονται συχνά από αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Υποδεικνύουν ωστόσο την κλίμακα των επιχειρήσεων. Βαριές απώλειες είχε άλλωστε και ο στρατός του Αλεξάνδρου, όχι μόνο από τις συγκρούσεις με λαούς πολεμικούς που αντιστέκονταν σθεναρά και έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά και από τα καιρικά φαινόμενα. Μετά από οκτώ χρόνια αδιάκοπων μαχών σε μια πορεία που δεν έδειχνε να τελειώνει, οι άνδρες του Αλεξάνδρου αποφάσισαν ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος επέμεινε. Ήθελε να φτάσει στον Γάγγη, θεωρώντας ότι η ανατολική θάλασσα δεν θα ήταν μακριά. (Προφανώς αγνοούσε την ύπαρξη της Κίνας.) Κατακτώντας ολόκληρη την Ινδία, πίστευε ότι η κυριαρχία του σε ολόκληρο τον κόσμο βρισκόταν πλέον κοντά. Ο έλεγχος της Λιβύης (δηλαδή της Αφρικής) του φαινόταν σχετικά εύκολος, και θα απέμενε μόνο μια επιχείρηση στον Εύξεινο Πόντο. (Για τη δυτική Ευρώπη δεν φαίνεται να έδειχνε ενδιαφέρον και μάλλον αγνοούσε την ύπαρξη των Ρωμαίων.) Ισχυρίστηκε έτσι ότι τα όρια της εξουσίας του θα ταυτίζονταν με τα όρια που οι θεοί είχαν δώσει στη γη. (Στα λόγια που του αποδίδονται, οι αναγνώστες του Ηροδότου δεν θα είχαν δυσκολία να αναγνωρίσουν τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς του Ξέρξη όταν ξεκινούσε να καταλάβει την Ελλάδα.) Πίστευε επιπλέον ότι άξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα. Αλλά οι άνδρες του αγνόησαν όλες τις προτροπές και επέμεναν να τερματιστεί η εκστρατεία. Αναλογίζονταν πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι είχαν απομείνει. Πολλοί είχαν σκοτωθεί στις μάχες και περισσότεροι είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Αλλά και από αυτούς που διασκορπίζονταν σε διάφορα μέρη ως απόστρατοι δεν παρέμεναν όλοι στην Ασία με τη θέλησή τους. Από τη μεγάλη στρατιά είχαν διασωθεί λίγοι, αδύναμοι στο σώμα και με πεσμένο ηθικό. Διατηρούσαν τον πόθο να ξαναδούν τους γονείς τους, εάν ζούσαν ακόμη, τις γυναίκες, τα παιδιά και τη γη τους. Οργισμένος και

απογοητευμένος, ο

Αλέξανδρος

υποχρεώθηκε να

συγκατατεθεί,

προκαλώντας

ένα

παραλήρημα χαράς στους στρατιώτες. Παρόμοια χαρά έδειξαν ασφαλώς και οι Ινδοί.

Παρακολουθώντας τη στρατιά που αποχωρούσε διαπλέοντας τον Ινδό ποταμό, θεώρησαν ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τραγούδια. Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύτιμες για τις νέες κατακτήσεις και τους νέους πολύνεκρους αγώνες που σχεδίαζε ο Αλέξανδρος. Αλλά η πορεία μέσα από την έρημο της Γαδρωσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Οι ταλαιπωρίες από τον καύσωνα, τη λειψυδρία και τις πλημμύρες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχε αντιμετωπίσει η στρατιά διασχίζοντας ολόκληρη την Ασία. Όσα από τα άλογα και τα υποζύγια δεν πέθαιναν από τις κακουχίες γίνονταν τροφή των ανδρών. Οι άρρωστοι και οι καταπονημένοι εγκαταλείπονταν στη μοίρα τους, ενώ μεγάλο πλήθος των αιχμάλωτων γυναικών και παιδιών πνίγηκαν από την υπερχείλιση ενός χειμάρρου. Από τους 60.000 άνδρες με τους οποίους ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία της επιστροφής διασώθηκαν μόλις 15.000. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων παρέμεινε άγνωστος. Φτάνοντας στα Σούσα, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Στάτειρα, τη μεγαλύτερη θυγατέρα του Δαρείου, και την Παρύσατη, θυγατέρα του Αρταξέρξη Γ', ενώ αρκετοί από τους επιφανείς φίλους του παντρεύτηκαν ευγενείς Περσίδες. Στο μεταξύ πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν τεκνοποιήσει με αιχμάλωτες. Το σοβαρότερο εγχείρημα πάντως ήταν η αξιοποίηση Περσών για τις ανάγκες του στρατού. Επιλέχθηκαν 30.000 εύρωστοι νέοι από τις οικογένειες των κατακτημένων και ασκούνταν επίμονα στην τέχνη του πολέμου, σύμφωνα με τα μακεδονικά ήθη. Την ίδια στιγμή, οι Μακεδόνες πολεμιστές αποστρατεύονταν μαζικά, ενώ πολλοί από όσους απέμεναν αποξενώνονταν από τον βασιλιά τους. Για να διατηρήσει την τάξη, ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να εκκαθαρίσει ορισμένους από τους άνδρες του που διαμαρτύρονταν εντόνως. Αποκατάσταση χρειαζόταν και η διοίκηση της αυτοκρατορίας, εφόσον αρκετοί από τους νεοδιορισμένους σατράπες, Έλληνες και Πέρσες, θεωρήθηκαν ακατάλληλοι - ορισμένοι εκτελέστηκαν. Όταν το 324 πέθανε στα Εκβάτανα ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος που θύμιζε στην υπερβολή του την αντίδραση του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του Πατρόκλου. Συνέχισε ωστόσο εντατικές προετοιμασίες για την κατάκτηση της Αραβίας. Μερικούς μήνες αργότερα, το 323, αρρώστησε και πέθανε, σε ηλικία 32 ετών. Είχε βασιλέψει 12 χρόνια και 8 μήνες. Πριν ξεψυχήσει, οι Μακεδόνες που είχαν παραμείνει κοντά του τον αποχαιρέτησαν σιωπηλοί. Όπως σημειώνει ο Αρριανός, ξεχώριζε για την ομορφιά του, την εργατικότητά του, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις τιμές, την περιφρόνηση των κινδύνων και την ευσέβειά του. Τετρακόσια χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έπαιρναν ακόμη χρησμούς προς τιμήν του. Σύμφωνα με γενική εκτίμηση, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο επιφανέστερος στρατηγός της αρχαιότητας. Για να διοικήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία που κατακτούσε, ο Αλέξανδρος διατήρησε όλες σχεδόν τις μεθόδους των Περσών προκατόχων του. Αναγνώρισε τον πολυεθνικό της χαρακτήρα και διόρισε σατράπες, όχι μόνο δικούς του ανθρώπους αλλά και ανώτατους αξιωματούχους του Δαρείου. Οι φόροι που επέβαλε στους κατακτημένους δεν ήταν συνήθως μεγαλύτεροι από αυτούς στους οποίους ήταν συνηθισμένοι - με μόνη βεβαίως διαφορά τον βαρύ φόρο αίματος που ήταν

υποχρεωμένοι να καταβάλουν. Στον θρησκευτικό τομέα υπήρξε ανεκτικός όσο και οι Πέρσες, δείχνοντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλύτερο σεβασμό από αυτούς στους τοπικούς θεούς. Σε ένα μόνο ζήτημα διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ίδρυσε νέες πόλεις, δίνοντας σε πολλές το όνομά του - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για περισσότερες από εβδομήντα. Είχε την εύλογη προσδοκία ότι μέσα από αυτές θα μπορούσε να διοικήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα. Οι νέες πόλεις κατοικούνταν από τοπικούς πληθυσμούς, συγκεντρωμένους από τις γύρω περιοχές, αλλά παραδίδονταν από την αρχή σε αξιωματούχους του Αλεξάνδρου και είχαν, ως πυρήνα, απόστρατους άνδρες του. Στη μορφή και τις συνήθειες θύμιζαν πολύ τις ελληνικές, ενώ οι διοικητές τους μιλούσαν ελληνικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώνονται σε αυτές στρατεύματα ικανά για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Επιπλέον, μεταφύτευαν σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον τον πολιτισμό των Ελλήνων, με θέατρα, γυμνάσια, στοές και λουτρά. Χάρη στις νέες αυτές πόλεις δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ομάδες τοπικών πληθυσμών, εξοικειωμένες με τον κόσμο και τη σκέψη των Ελλήνων. Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άλλαζαν ριζικά και τον παλαιό ελληνικό κόσμο. Κατακτημένες και υποταγμένες, οι σημαντικότερες πόλεις του δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής. Όπου διασώζονταν τα πάτρια πολιτεύματα, λειτουργούσαν συνήθως μέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι Μακεδόνες. Ταυτοχρόνως επερχόταν μια άλλη βαθύτερη μεταβολή, που άλλαζε την όψη των πόλεων και τη δομή των κοινωνιών τους. Ο πλούτος της Περσίας (τα ταμεία των βασιλέων, οι θησαυροί που συσσωρεύονταν για αιώνες, τα χρήματα πολλών αριστοκρατών αλλά και τα αγαθά ιδιωτών) βρέθηκε στα χέρια των κατακτητών, άλλοτε με κατάσχεση, άλλοτε με τη λεηλασία και άλλοτε με διαρπαγή, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες που επικρατούσαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος δαπανήθηκε για τις ανάγκες του παρατεινόμενου πολέμου, για τη συγκρότηση νέων διοικήσεων και για την οικοδόμηση πόλεων. Αλλά ένα σημαντικό μέρος διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, καθώς ο Αντίπατρος και άλλοι Μακεδόνες λάμβαναν τακτικά ενισχύσεις από τον βασιλιά τους. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος είχε στείλει έναν ολόκληρο στόλο για να μεταφέρει περσικούς θησαυρούς στη Μακεδονία. Αλλά με χρήματα και αγαθά επέστρεφαν στις πατρίδες τους και οι άνδρες που αποστρατεύονταν, ιδίως οι πάμπλουτοι πλέον στρατηγοί. Η διάθεση του τεράστιου πλούτου στον ελληνικό κόσμο γινόταν με τρόπο άνισο, που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολλοί ιδιώτες άρχισαν να επιδεικνύουν τη νέα τους θέση, οικοδομώντας λαμπρές κατοικίες σε βαθμό πρωτόγνωρο έως την εποχή εκείνη. Εμφανιζόμενοι ως ευεργέτες των πόλεων, νέοι μεγιστάνες χρηματοδοτούσαν δημόσια κτίρια, λουτρά, γυμνάσια και θέατρα. Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο κατέφθαναν διαρκώς πλήθη από υποδουλωμένους άνδρες και γυναίκες για να προσφέρουν τις φθηνές υπηρεσίες τους. Η δουλεία λάμβανε πλέον διαστάσεις άγνωστες στον ελληνικό κόσμο. Όταν έγινε γνωστή η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ πολλοί Αθηναίοι εκδήλωσαν τον τρομερό τους ενθουσιασμό - ιδιαιτέρως οι μεγάλες μάζες των φτωχότερων πολιτών. Μάταια συντηρητικοί ηγέτες, όπως ο Φωκίων, που εξέφραζαν

περισσότερο τα αισθήματα των πλουσίων, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Αθηναίους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι η αντίδραση στη μακεδονική κυριαρχία θα ήταν δυναμική. Υπήρχαν άλλωστε πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούσαν σε μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μακεδονία. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να αφαιρέσει από την Αθήνα τον έλεγχο της Σάμου, να διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από το νησί και να αποκαταστήσει τους παλαιούς κατοίκους του. Είχε εκδώσει διαταγή άλλωστε όλες οι ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξορίστους τους, που υπολογίζονταν σε περίπου 20.000. Επιπλέον, υποδείκνυε στους Έλληνες να του αποδίδουν θεϊκές τιμές. Μέσα στη γενική αναταραχή συνέβη και ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός. Ο θησαυροφύλακάς του, ο Άρπαλος, είχε εγκαταλείψει τον βασιλιά του και με έναν μεγάλο θησαυρό ζητούσε καταφύγιο από τη Βαβυλώνα στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοσθένη, υποχώρησαν στο ζήτημα των θεϊκών τιμών, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσουν τον Αλέξανδρο στην υπόθεση της Σάμου και των εξορίστων, άφησαν ωστόσο τον Άρπαλο να διαφύγει. Σύντομα διαπίστωσαν ότι από τον θησαυρό, τον οποίο είχαν καταθέσει στην Ακρόπολη, έλειπαν περίπου τα μισά χρήματα. Υπεύθυνος θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης, που καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Κατήγορός του ήταν ο πρώην συνεργάτης του Υπερείδης. Αδυνατώντας να καταβάλει το πρόστιμο (εάν είχε καταχραστεί χρήματα, αυτά είχαν αξιοποιηθεί προφανώς για τον αντιμακεδονικό αγώνα), ο φυλακισμένος Δημοσθένης δραπέτευσε από την πόλη. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης άρχισε να συγκροτεί έναν αντιμακεδονικό συνασπισμό, έχοντας τη συνδρομή των Αιτωλών και πολλών άλλων Ελλήνων, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους, που δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να σκεφτούν για νέο εγχείρημα. Υπήρχαν όμως διαθέσιμες αρκετές χιλιάδες έμπειρων μισθοφόρων, από αυτούς που είχαν πολεμήσει με τον στρατό του Αλεξάνδρου στην Ασία και βρίσκονταν σε αποστρατεία. Όλοι οι Αθηναίοι έως 40 ετών στρατεύτηκαν, και ένας στόλος 240 πλοίων (στα οποία έμελλε να προστεθούν περισσότερα) ετοιμάστηκε. Η γενική αμνηστία που δόθηκε επέτρεψε στον Δημοσθένη να επιστρέψει στην πόλη του και να δώσει, σε συνεργασία με τον Υπερείδη, την τελευταία του μάχη. Ο Δημάδης, που είχε εισηγηθεί τις θεϊκές τιμές για τον Αλέξανδρο, καταδικάστηκε επειδή είχε εισαγάγει καινὰ δαιμόνια, δηλαδή νέους θεούς. Ο Ελληνικός Πόλεμος, όπως τον αποκάλεσαν οι εξεγερμένοι, ξεκίνησε το 323 με σημαντικές επιτυχίες και ο Αντίπατρος βρέθηκε πολιορκημένος στη Λαμία. (Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί τον αποκάλεσαν, για τον λόγο αυτό, Λαμιακό.) Σκοτώθηκε ωστόσο ο ικανός στρατηγός Λεωσθένης, ενώ οι Μακεδόνες έλαβαν ισχυρές ενισχύσεις από την Ασία, στις οποίες περιλαμβάνονταν πολλοί Πέρσες στρατιώτες. Τον επιτάφιο για τον νεκρό Λεωσθένη και τους πρώτους πεσόντες εκφώνησε ο Υπερείδης - πρόκειται για τον τελευταίο ίσως σπουδαίο λόγο που σώζεται από τη δημοκρατική Αθήνα. Το 322, σε δύο ναυμαχίες και σε μία αποφασιστική μάχη, ηττήθηκαν όσοι είχαν απομείνει από τους συνασπισμένους Έλληνες, και οι Αθηναίοι έχασαν τον τελευταίο τους στόλο. Ο Δημάδης και ο Φωκίων διαπραγματεύτηκαν μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο Ξενοκράτη τους ταπεινωτικούς όρους της συνθηκολόγησης.

Μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία, και οι Αθηναίοι ανέλαβαν να πληρώσουν όλα τα έξοδα του πολέμου. Επιπλέον, η δημοκρατία καταργήθηκε ή, πάντως, συρρικνώθηκε σε βαθμό που έγινε αγνώριστη. Δικαιώματα πολίτη είχαν πλέον μόνο οι εύποροι και, συνεπώς, πολλές χιλιάδες Αθηναίοι υποβιβάστηκαν. Αρκετοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Με πρόταση του Δημάδη, οι Αθηναίοι πολιτικοί που είχαν αναλάβει το βάρος του πολέμου εναντίον των Μακεδόνων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Υπερείδης σκοτώθηκε και ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε. Σύντομα οι Αθηναίοι που ήταν εγκαταστημένοι στη Σάμο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη τους

5.3. Από την ίδια τη φύση τους οι άνθρωποι επιθυμούν γνώση Η παρέμβαση της τύχης έφερε έτσι τα πράγματα ώστε η αυτοκτονία του Δημοσθένη να συμπέσει με τη χρονιά θανάτου του Αριστοτέλη (322). Η ίδια ακατανόητη τύχη είχε ορίσει να γεννηθούν το ίδιο ακριβώς έτος (384). Οι βίοι των δύο σημαντικότερων ελλόγιμων ανδρών του 4ου αιώνα συγχρονίστηκαν πλήρως. Αλλά οι πολιτικές αντιλήψεις, οι θεωρητικές τοποθετήσεις και η δημόσια δράση τους διέφεραν τόσο πολύ, ώστε μπορούν να λογιστούν ως αντίπαλοι. Στην Αθήνα, όπου συνέπεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχαν διαφορετική θέση στην κοινωνία και ασκούσαν διακριτά έργα. Χωρίς πολιτικά δικαιώματα και, συνεπώς, στερημένος από τη δυνατότητα δημόσιας και ανοιχτής παρέμβασης στα κοινά, ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάπτυξη της γνώσης σε όλους τους τομείς. Ήταν, με την πληρέστερη έννοια της λέξης, ο Φιλόσοφος - με αυτή μάλιστα την προσωνυμία τον γνώρισε η μεσαιωνική Ευρώπη. Παθιασμένος για την ανόρθωση της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη διατήρηση της αυτονομίας της πόλης του, ο Δημοσθένης βρέθηκε να ακολουθεί τα μονοπάτια της ενεργού πολιτικής δράσης, με πύρινους λόγους και ένταση πρακτική. Ήταν η πλήρης ενσάρκωση του Ρήτορα. Η φιλοσοφία και η ρητορική, η θεωρητική και η πρακτική γνώση που ήταν αξεδιάλυτα δεμένες σε στοχαστές του 5ου αιώνα, και ιδίως στους σοφιστές, άρχισαν να αποκλίνουν στις πορείες τους. Τον δρόμο είχε ήδη ανοίξει η αντιπαράθεση του Πλάτωνα με τον Ισοκράτη. Ο Αριστοτέλης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μακεδονία, όπου έλαβε εγκύκλια μόρφωση (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 8 [σ. 136-156]). Ο πατέρας του ήταν γιατρός, και μάλιστα του μακεδονικού βασιλικού οίκου, ενώ η μητέρα του καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια που κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης στην Εύβοια. Μεγαλωμένος στο ευκατάστατο και καλλιεργημένο περιβάλλον της ανώτερης τάξης, ο Αριστοτέλης κληρονόμησε το επιστημονικό πνεύμα του πατέρα του και την ελευθερία από τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας (σχολήν), την οποία παρείχε ο οικογενειακός πλούτος. Με πάθος για γνώση και διαθέσιμο χρόνο, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, πήγε -πού αλλού;- στην πόλη της σοφίας (την Ἑλλάδος παίδευσιν, όπως διετεινόταν ο Ισοκράτης), για να μαθητεύσει στη σχολή του Πλάτωνα. Αν εξαιρέσουμε δεκατρία χρόνια φυσιοδιφικών και άλλων επιτόπιων ερευνών στη Μικρά Ασία, τη Λέσβο και τη Μακεδονία, όπου δίδαξε και τον νεαρό Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης πέρασε το υπόλοιπο μέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα ως μέτοικος. Το γεγονός ότι δεν είχε πολιτικά δικαιώματα δεν εμπόδισε τον Αριστοτέλη να μελετήσει συστηματικά τα πολιτικά συστήματα της εποχής του και να στοχαστεί βαθιά για τη φύση και τα προβλήματα της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής. Σε ένα χαμένο έργο του μελέτησε, με τη συνδρομή μαθητών του, τους διακριτούς τύπους διακυβέρνησης 158 ελληνικών πόλεων (Πολιτεῖαι). Μικρό τμήμα αυτής της συστηματικής καταγραφής των πολιτικών συστημάτων της αρχαιότητας

ανακαλύφθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα σε πάπυρο και διαφωτίζει για την ιστορία και τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος - πρόκειται για την Ἀθηναίων πολιτεία. Με μια διάσημη ρήση από τα Πολιτικά ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως εκείνο το ζωντανό πλάσμα που έχει τη φυσική τάση να ζει σε οργανωμένες κοινωνίες (φύσει πολιτικὸν ζῷον). Ύψιστη μορφή κοινωνικής οργάνωσης θεωρήθηκε η ελληνική πόλη της αρχαϊκής και κλασικής εποχής - που σήμαινε πρωτίστως το πολίτευμα, τους νόμους και το ήθος ζωής της. Εφόσον όμως τα γνωστά πολιτεύματα επιδέχονταν βελτίωση, το ιδανικό πολίτευμα θα συνέθετε τα προτερήματα των τριών τύπων πολιτείας που είχαν υπάρξει στην αρχαιότητα και θα απέφευγε τα καίρια ελαττώματα καθενός. Βασικό κριτήριο της αριστοτελικής ταξινόμησης των πολιτευμάτων ήταν ο αριθμός των αρχόντων. Ανάλογα με το ενδιαφέρον ή την αδιαφορία των αρχόντων για το κοινό καλό, τα πολιτεύματα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αγαθά ή κακά, ορθά ή εσφαλμένα. Όταν ένας άνθρωπος κατείχε την εξουσία και την ασκούσε για το συμφέρον του συνόλου το πολίτευμα ονομαζόταν βασιλεία. Μπορούσε όμως να παρεκτραπεί σε τυραννίδα, αν ο μονάρχης λησμονούσε το κοινό καλό και στρεφόταν αποκλειστικά στο ατομικό του συμφέρον και τον πλουτισμό. Με παρόμοιο τρόπο, η ἀριστοκρατία των λίγων άξιων πολιτών μπορούσε να εκτραπεί σε πλουτοκρατική ὀλιγαρχίαν, και η ορθή πολιτεία των περισσοτέρων -την οποία ο Αριστοτέλης προτιμούσε να ονομάζει τιμοκρατίαν αφού οι πολίτες νέμονταν εξίσου τα δημόσια αξιώματα και τις τιμές- μπορούσε να αλλοιωθεί σε δημοκρατίαν. Με τον τελευταίο όρο ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε την οχλοκρατική έκπτωση της ορθής πολιτείας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι είναι η λιγότερο κακή από τις τρεις πολιτειακές παρεκτροπές. Η αντιπαράθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών και η σημασία της αξιοκρατίας ήταν τα δύο σταθερώς επανερχόμενα θέματα στις πολιτικές αναλύσεις του. Έγραφε χαρακτηριστικά ότι οι εμφύλιες διαμάχες και οι πολιτικές έριδες προκαλούνται «όταν ή ίσοι άνθρωποι νέμονται άνισα αγαθά ή άνισοι ίσα» (ὅταν ἢ μὴ ἴσα ἴσοι ἢ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται). Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τις νέες μορφές διακυβέρνησης που διανοίγονταν με τις μακεδονικές κατακτήσεις. Πίστευε μάλλον ότι οι εκτεταμένες επικράτειες διαλύουν τη συνοχή του κοινωνικού σώματος και αποξενώνουν τους ανθρώπους από τον τόπο. Ωστόσο, οι πολιτικές ιδέες του μπορούσαν να στηρίξουν την ενοποίηση του ευρωπαϊκού και ασιατικού χώρου που αποτόλμησε ο Αλέξανδρος, διότι βασίζονταν εξαρχής σε ιεραρχημένα ζεύγη αντιθέτων, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η (γνωστή από παλαιότερα) αξιολογική διάσταση Ελλήνων και βαρβάρων. Πυρήνας της ανθρώπινης κοινωνικότητας ήταν, κατά τον Αριστοτέλη όπως και για πολλούς συγχρόνους του, η οικογένεια στη διευρυμένη της έννοια, ο οἶκος. Στο εσωτερικό της διακρίνονταν οι

συμπληρωματικές

αντιθέσεις:

άνδρας/γυναίκα,

ενήλικας/ανήλικος



ώριμος/

παιδί),

ελεύθερος/δούλος. Τα πρώτα μέλη των ζευγών αυτών θεωρούνταν ανώτερα και κυριαρχικά έναντι των δεύτερων. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η ιεραρχική αυτή αντίθεση δεν είναι προϊόν απλής ανθρώπινης σύμβασης, όπως ισχυρίζονταν ορισμένοι σοφιστές, αλλά βασίζεται στη φύση. Εννοούσε ότι υπάρχει ένα φυσικό υπόβαθρο στην ανωτερότητα των ανδρών, των ενηλίκων και

των ελευθέρων, παρά την εμπειρική διαπίστωση ότι η κυριαρχία βασίζεται συχνά στην καταπίεση και τη βία. Το φυσικό αυτό υπόβαθρο το παρείχε η ειδοποιός διαφορά που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα: ο λόγος. Με τον όρο αυτό ο Αριστοτέλης εννοούσε, μεταξύ άλλων, την έναρθρη γλώσσα, τη λογική ικανότητα και τη δύναμη κατανόησης. Με το συστηματικό πνεύμα που τον χαρακτήριζε, ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερις τύπους ανθρώπινης ζωής και τους αντίστοιχους σκοπούς καθεμιάς: τον ἀπολαυστικὸν βίον, που έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αισθήσεων και τη σωματική ηδονή, τον χρηματιστικόν, που αποσκοπεί στο κέρδος και τον πλούτο, τον πολιτικόν, που ορέγεται τιμές και δόξες δημόσιες, και τον θεωρητικὸν βίον του φιλοσόφου, που επιδιώκει γνώση και αλήθεια. Από αυτά τα είδη μόνο τα δυο τελευταία θεωρήθηκαν αξιοζήλευτα για τις ιδιαίτερα προικισμένες φύσεις. Τα άλλα δύο ήταν κατάλληλα για εκείνους που δεν γνωρίζουν απολαύσεις πέρα από αυτές που προσπορίζουν οι αισθήσεις. Τα ανθρώπινα αγαθά, αντίστοιχα, μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: στα εξωτερικά αγαθά (π.χ. καλή καταγωγή, ισχυροί φίλοι, πλούτος), στα αγαθά του σώματος (υγεία, ρώμη, ομορφιά) και στα αγαθά της ψυχής (ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, σοφία). Έσχατος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν, κατά τον Αριστοτέλη, η εὐδαιμονία. Ενώ τα εξωτερικά και τα σωματικά αγαθά αποτελούσαν προαπαιτούμενα στοιχεία για την επίτευξη του στόχου -ποιος θα μπορούσε να είναι ευτυχής αν νοσούσε συνεχώς ή αν δεν διέθετε τα αναγκαία προς το ζην;- μόνο τα αγαθά της ψυχής μπορούσαν να κάνουν κάποιον πραγματικά ευδαίμονα. Η ευδαιμονία ως τελικός σκοπός της χαρακτηριστικά ανθρώπινης ζωής προερχόταν αποκλειστικά από τις ηθικές και διανοητικές αρετές που, αν και δεν θεωρούνταν δοσμένες εξαρχής από τη φύση, μπορούσαν ωστόσο να αναπτυχθούν με κατάλληλη αγωγή και παιδεία. Η ηθική διαμόρφωση του ατόμου και η διανοητική ανάπτυξή του δεν ήταν προσπάθεια αλλοίωσης ή τροποποίησης της ανθρώπινης φύσης, αλλά η πραγματική τελειοποίησή της. Με ένα επιχείρημα, η αξία του οποίου δεν έχει μειωθεί από τη φθορά που επιφέρει συνήθως ο χρόνος, ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν είναι μια στατική κατάσταση απραξίας, αλλά μια διαρκής ἐνέργεια της ανθρώπινης ψυχής στους τομείς της δράσης (πράξεως) και της σκέψης (διανοίας ή νοήσεως). Οι συλλογισμοί αυτοί και τα συμπεράσματά τους ήταν βαθιά ριζωμένα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας. Οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών έπρεπε να επιλέξουν τι είδους ζωή θα ζήσουν. Στους πιο φιλόδοξους θα έμπαινε το δίλημμα: πολιτική σταδιοδρομία ή φιλοσοφική αναζήτηση; Ο Αριστοτέλης δεν αρνήθηκε την αξία των τιμών και της δόξας ούτε θεώρησε μεμπτή την προσπάθεια κάποιου νέου να κερδίσει τον έπαινο των συμπολιτών και του πλήθους. (Το νεοελληνικό φιλότιμο προέρχεται από την αρχαιοελληνική φιλοτιμίαν, που σημαίνει κυριολεκτικά την αγάπη για τις τιμές και την επιδίωξη δόξας.) Αν ο Αχιλλέας ήταν το μυθικό παράδειγμα αυτής της τάσης σε μια εποχή που χανόταν στον θρύλο, υπήρχε τώρα ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζωντανός και δραστήριος, ως ακρότατη περίπτωση φιλοτιμίας. Όμως ο Αριστοτέλης διέκρινε εδώ ένα εγγενές ελάττωμα. Η πολιτική σταδιοδρομία, αν και αξιοζήλευτη, καθιστούσε τον πολιτικό δέσμιο των συνθηκών, της τύχης και κυρίως της ευμετάβολης γνώμης των πολλών. Με την έννοια αυτή, η ευδαιμονία του πολιτικού βρισκόταν σε

ξένα χέρια. Όμως μια ζωή αφιερωμένη στη γνώση, μια ζωή εστιασμένη στην κατανόηση του κόσμου και των όντων, ήταν μια ζωή αυτοτελής και αυτάρκης. Τέτοια -φανταζόταν ο Αριστοτέληςπρέπει να είναι η ζωή των θεών: μια ζωή θεωρίας, ενατένισης της αλήθειας των όντων. Ο θεωρητικός βίος κινητοποιούσε το πιο θεϊκό στοιχείο του ανθρώπου, τον λόγο. Δεν μας είναι γνωστό πόσο καλός συγγραφέας υπήρξε ο Αριστοτέλης. Όλα τα σωζόμενα έργα του αποτελούν σημειώσεις προφορικών παραδόσεων και είναι από υφολογική άποψη ατημέλητα, γιατί δεν προορίζονταν για δημοσίευση. Αν και έγραψε κάποιους διάλογους -ιδίως στη νεότητά του-, ο Αριστοτέλης δεν διέθετε το λογοτεχνικό τάλαντο του δασκάλου του. Αργότερα στράφηκε στην πιο στέρεη μορφή της επιστημονικής πραγματείας, που παρείχε καλύτερες δυνατότητες για την εκδίπλωση των λογικών επιχειρημάτων και των αποδεικτικών συλλογισμών που τόσο αγαπούσε. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν παραμέλησε ούτε τη ρητορική ούτε την ποίηση. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που συστηματοποίησε θεωρητικά τη ρητορική. Στο έργο του Ρητορική τέχνη, ανάμεσα στις πολλές άλλες πρωτοτυπίες, χώρισε και τους λόγους σε τρία είδη: το δικανικόν είδος, που αφορά την εξιχνίαση υποθέσεων του παρελθόντος και εκφωνείται στα δικαστήρια, το συμβουλευτικόν, που αφορά τις δημόσιες υποθέσεις, εκφωνείται στην Εκκλησία του Δήμου ή παρόμοιες συγκεντρώσεις πολιτών και ενδιαφέρεται για το μέλλον της πόλης, και το ἐπιδεικτικόν, που αφορά πρωτίστως ζητήματα επαίνου και ψόγου στο παρόν, αλλά μνημονεύει επίσης το παρελθόν και κάνει εύλογες προβλέψεις για το μέλλον. Στο αρχαιότερο σωζόμενο σύγγραμμα λογοτεχνικής κριτικής, το Περὶ ποιητικῆς, ο Αριστοτέλης διέκρινε ρητά τις καλές τέχνες από τις χρηστικές και αναγκαίες και θεώρησε ότι την καλλιτεχνία χαρακτηρίζει γενικά η μίμησις. Ανάμεσα στις μιμητικές τέχνες πρώτη και καλύτερη ήταν η ποίηση, διότι μεταχειριζόταν λόγο. Ιδίως όταν συνδύαζε τον λόγο με ῥυθμόν (μέτρο) και μέλος (μουσική), η ποίηση μπορούσε όχι μόνο να τέρψει και να διδάξει, αλλά και να συνδράμει στην ορθή διαμόρφωση των συναισθημάτων. Ως αναπαράσταση τυπικών μορφών ανθρώπινης δράσης, η ποίηση θεωρήθηκε σπουδαιότερη και φιλοσοφικότερη από την ιστορία, που εξέθετε τα συμβάντα του παρελθόντος δίχως να τα αναβαπτίζει στο φως καθολικών μορφών. Με τον Αριστοτέλη ο όρος ἱστορία, που σήμαινε γενικά την «έρευνα» και τη «γνώση», καθιερώθηκε επίσης στην ειδική σημασία της αφήγησης σημαντικών γεγονότων του παρελθόντος. Η ιστορία, ωστόσο, δεν θεωρήθηκε επιστήμη, γιατί κάθε επιστήμη έπρεπε να μπορεί να συλλαμβάνει και να κατανοεί το καθολικό. Από την ιστορία μαθαίνουμε απλώς και μόνο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης ή ο Νικίας -γράφει ο Αριστοτέλης-, ενώ από την ποίηση, και ειδικά την τραγωδία, μαθαίνουμε τι συμβαίνει γενικά σε τέτοιας λογής ανθρώπους με τέτοιου είδους συμπεριφορά (όπως παρουσιάζονταν επί σκηνής ο Οιδίπους ή ο Αγαμέμνων). Η άποψη του Αριστοτέλη ήταν διαμετρικά αντίθετη προς αυτή του Θουκυδίδη (ο οποίος -αξίζει να σημειωθεί- δεν μνημονεύεται πουθενά στα συγγράμματα του φιλοσόφου). Ο Αριστοτέλης ήταν πανεπιστήμων. Μέσα στις πολλές καινοτομίες του συγκαταλέγεται το γεγονός ότι, πρώτος αυτός, οργάνωσε επιστημονικές ομάδες έρευνας. Ήδη στη Λέσβο, στην αντίπερα Άσσο και τον Αταρνέα της Μικράς Ασίας (όπου ο τύραννος Ερμείας είχε παραχωρήσει

στη φιλοσοφική παρέα που ήρθε από την Αθήνα όλα τα αναγκαία για τον θεωρητικό βίο) ο Αριστοτέλης συνέλεγε, με τη συνδρομή φίλων, εμπειρικό υλικό από τον κόσμο των φυτών και των ζώων. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε τη δική του σχολή, το Λύκειο, θα πρέπει να βρέθηκε επικεφαλής αρκετών επιστημονικών ομάδων που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν το διαθέσιμο υλικό. Ολόκληρη η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, από τις καθαρά εμπειρικές βιολογικές μελέτες μέχρι την πιο αφηρημένη πρώτην φιλοσοφίαν (μεταφυσική θεολογία), ήταν μια αναζήτηση του σκοπού, του τέρματος και του στόχου (τέλους) κάθε ενέργειας. Αυτή η πρωτοκαθεδρία του σκοπού διαφοροποιεί καίρια την αριστοτελική (πρωτίστως) επιστήμη της αρχαιότητας από την επιστήμη της νεωτερικής Ευρώπης.

Ανέκαθεν οι φιλόσοφοι ήθελαν να έχουν λόγο στα δημόσια πράγματα ως κάτοχοι γνώσης. Η σύμπλευση πολιτικής και φιλοσοφίας φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις. Ο Πρωταγόρας κλήθηκε να συγγράψει νόμους για την πανελλήνια αποικία των Θουρίων. Ο Πλάτων επισκέφθηκε τρεις φορές τη Σικελία για να αναμορφώσει πολιτικά τις Συρακούσες. Μαθητές του λέγεται ότι οργάνωσαν την εξόντωση τυράννων σε διάφορα σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Ο Σπεύσιππος, ανεψιός και διάδοχός του στην Ακαδημία, έστειλε μια πολύ εγκωμιαστική επιστολή στον Φίλιππο για το έργο και τη δράση του. Ίσως θεωρούσε, όπως ο Ισοκράτης, ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένωση κάτω από μια ισχυρή πολιτική κυριαρχία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υπήρξε δάσκαλος του Αλεξάνδρου και διατηρούσε επίσης στενή επαφή με τον Αντίπατρο. Όταν με τον θάνατο του Αλεξάνδρου το αντιμακεδονικό ρεύμα στην Αθήνα διογκώθηκε επικίνδυνα, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την πόλη και αποσύρθηκε στα κτήματα που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του στη Χαλκίδα. Φέρεται να είπε, υπονοώντας την καταδίκη του Σωκράτη, ότι δεν θα επέτρεπε στους Αθηναίους να αμαρτήσουν για δεύτερη φορά εις βάρος της φιλοσοφίας. Μακριά από την πόλη της σοφίας όμως δεν ήταν εύκολο να ζήσει. Μέσα σε λίγους μήνες πέθανε, ορίζοντας εκτελεστή της διαθήκης του τον Αντίπατρο. Στο Λύκειο τον διαδέχθηκε ο Θεόφραστος, αγαπημένος του μαθητής ήδη από τα χρόνια της Λέσβου. Είχε ανοίξει ο κύκλος της Περιπατητικής Σχολής ως ανταγωνιστικής προς την πλατωνική Ακαδημία, που διοικούσε πλέον ο Ξενοκράτης. (Περιπατητικοί ονομάστηκαν οι φιλόσοφοι του Λυκείου, γιατί συζητούσαν ερευνητικά ζητήματα βαδίζοντας.) Θα περνούσαν πολλοί αιώνες μέχρι να εναρμονιστούν οι θέσεις της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας και να αναδειχθεί εκ νέου το κοινό τους βάθρο: η πεποίθηση ότι υφίστανται άυλα πράγματα. Ο Δημοσθένης υπήρξε σφοδρός αντίπαλος του μακεδονικού επεκτατισμού. Πίστευε στην πολιτική ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων και την πολεμική δύναμη της Αθήνας. Ήθελε να ανυψώσει το φρόνημα των συμπολιτών του και να ξαναφέρει τις μέρες της αθηναϊκής δόξας. Ασχολήθηκε επιτυχημένα με όλα τα είδη ρητορικής, αλλά από την ηλικία των τριάντα ετών, όταν συνειδητοποίησε πόσο επικίνδυνη ήταν η αύξηση της δύναμης του Φιλίππου Β', αντέδρασε με τόσο έντεχνους λόγους που, πέρα από τα πρακτικά αποτελέσματά τους, συνέβαλαν καίρια στην

τελειοποίηση της συμβουλευτικής, δηλαδή της κατεξοχήν πολιτικής, ρητορικής. Παράλληλα με τους λόγους που εκφωνούσε, ο Δημοσθένης είχε και ενεργητική δράση στα ζητήματα της πόλης του, είτε μετέχοντας σε αποστολές εξωτερικής πολιτικής ως πρεσβευτής είτε συνεισφέροντας οικονομικά

στο

εσωτερικό

ως λειτουργός.

Λόγια

και

έργα

έπρεπε

να

συμβαδίζουν

(Κακριδής 3.6.Α [σ. 144-146]). Δύο χρόνια μετά την ήττα των συνασπισμένων Ελλήνων στη Χαιρώνεια, κάποιος Αθηναίος πολίτης, ονόματι Κτησιφών, πρότεινε να στεφανωθεί δημόσια ο Δημοσθένης για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην πατρίδα. Η στεφάνωση θα γινόταν στο θέατρο του Διονύσου. Ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχίνης, ένας ρήτορας που είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός και δημόσιος γραφέας, αντέδρασε έντονα, κατηγορώντας επίσημα τον Κτησιφώντα. Ο Αισχίνης συμμετείχε ενεργητικά στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας με μάλλον φιλομακεδονική στάση. Ο Δημοσθένης τον κατηγορούσε αβάσιμα ότι είχε δωροδοκηθεί από τη βασιλική οικογένεια των Μακεδόνων. Η σύγκρουσή τους ήταν σφοδρή και διήρκεσε πολλά χρόνια. Ουσιαστικά ο Αισχίνης δεν ήθελε να επιτρέψει να τιμηθεί ο πολιτικός του αντίπαλος, αλλά έκρυψε τον φθόνο του πίσω από τρία νομικά ζητήματα. Το πρώτο αφορούσε νόμο που όριζε ότι δεν επιτρέπεται να στεφανωθεί κάποιος πριν κάνει δημόσιο απολογισμό του πολιτικού λειτουργήματός του. Ο Δημοσθένης είχε πρόσφατα αναλάβει την επιστασία της ανόρθωσης των αθηναϊκών τειχών και δεν είχε προλάβει να κάνει δημόσιο απολογισμό. Ήταν ακόμη ὑπεύθυνος. Το δεύτερο νομικό ζήτημα αφορούσε τον τόπο της στεφάνωσης. Ο νόμος όριζε ότι οι στεφανώσεις δημόσιων προσώπων έπρεπε να γίνονται στην Πνύκα, όχι στο θέατρο του Διονύσου. Ένας τρίτος νόμος απαγόρευε να καταθέτει κάποιος ψευδή έγγραφα στο Μητρώο. Ο Αισχίνης κατηγόρησε τον Κτησιφώντα για μεροληπτική εύνοια υπέρ του Δημοσθένη, και συνεπώς για ψευδή δήλωση, και πρότεινε την εξέταση ολόκληρου του πολιτικού βίου του αντιπάλου του για να αποδειχθεί το ψεύδος. Η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αρκετά χρόνια λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε μετά τη δολοφονία του Φιλίππου. Όταν τελικά εκδικάστηκε το 330, ο Δημοσθένης χρησιμοποίησε το τελευταίο επιχείρημα του Αισχίνη ως αφορμή για να εκθέσει, με εξαιρετικές λεπτομέρειες, ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία του και την προσφορά του στην αθηναϊκή πολιτεία σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Ο λόγος Περὶ τοῦ στεφάνου ήταν μακροσκελής, αλλά άριστα δομημένος. Ο Δημοσθένης συνέθεσε ένα ρητορικό αριστούργημα υπέρ του Κτησιφώντα, το εκφώνησε με όλο το αναμενόμενο πάθος ως άμεσα εμπλεκόμενος και έπεισε σε τέτοιο βαθμό το ακροατήριο, ώστε ο Αισχίνης δεν κατόρθωσε να πάρει ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων, όπως απαιτούσε ο νόμος, και αναγκάστηκε, μην μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο που του επιβλήθηκε, να αυτοεξοριστεί χρεοκοπημένος από την Αθήνα. Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε στη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως δάσκαλος ρητορικής. Η τέχνη που τον είχε απομακρύνει οριστικά από την πατρίδα του αποδείχθηκε ταυτόχρονα σωτήρια, αφού του παρείχε πλέον τα αναγκαία.

Την ίδια χρονιά που ο Δημοσθένης κέρδισε πανηγυρικά τον δικαστικό αγώνα σε βάρος του Αισχίνη είχε ανακαινιστεί με πρόταση του ρήτορα Λυκούργου το παλαιό θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως.

Η ανακαίνιση -που έδωσε στο θέατρο, αν εξαιρέσουμε κάποιες ρωμαϊκές προσθήκες στη σκηνή, τη σημερινή περίπου μορφή του- είχε ως κύριο άξονα τη δημιουργία υπονόμου στην ορχήστρα και τη λιθόστρωση του κοίλου. Μπορούμε να φανταστούμε τον Δημοσθένη να παίρνει το στεφάνι της πατριωτικής δόξας στο ανακαινισμένο αυτό θέατρο, παρουσία 17.000 και πλέον Αθηναίων πολιτών. Από το μέσον του αιώνα, λίθινα θέατρα άρχισαν να κατασκευάζονται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, και η χρήση τους επεκτεινόταν πέρα από την παρακολούθηση δραματικών παραστάσεων σε άλλες δραστηριότητες του δημόσιου βίου. Εκτός από τα λίθινα θέατρα που έβρισκε πλέον ο επισκέπτης παντού, νεωτερισμοί συνέβαιναν και στα υπόλοιπα αρχιτεκτονήματα (ναούς, στοές, δημόσια κτίρια κ.ά.). Αν και διατηρούνταν γενικά οι παλαιές φόρμες, τα οικοδομήματα εμπλουτίζονταν με μεγαλύτερη διακοσμητική ποικιλία. Νέα αρχιτεκτονικά μέλη έκαναν επίσης την εμφάνισή τους. Τη γενική τάση αύξησης της έντασης, ενδυνάμωσης του πάθους και προώθησης της κίνησης στις εικαστικές τέχνες ακολούθησε η γλυπτική - αν μάλιστα δεν πρωτοστάτησε η ίδια στις αλλαγές. Τον 4ο αιώνα ξεχώρισαν ο Πραξιτέλης και ο Λύσιππος, όπως τον προηγούμενο αιώνα είχαν ξεχωρίσει ο Πολύκλειτος και ο Φειδίας. Η Αθήνα, αν και σημαντική δύναμη στον χώρο των τεχνών, δεν ήταν ωστόσο μονοκράτειρα. Ο Λύσιππος καταγόταν από τη Σικυώνα και δούλεψε στην πόλη του μαζί με τον αδελφό του. (Τα περισσότερα εργαστήρια ανδριαντοποιίας, όπως και τα αντίστοιχα αγγειοπλαστικής και αγγειογραφίας, βασίζονταν σε μακρά οικογενειακή παράδοση.) Ο Λύσιππος ήταν πιθανότατα ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που σκέφτηκε να πάρει εκμαγεία για τη ρεαλιστικότερη απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου. Η βασική καινοτομία του, πάντως, ήταν η αναμόρφωση των αναλογιών του ανδρικού σώματος, με λεπτότερο κορμό και μικρότερη κεφαλή από τις αναλογίες του κανόνα που είχε θεμελιώσει ο Αργείος Πολύκλειτος τον προηγούμενο αιώνα. Ίσως οι νέες αναλογίες έδειχναν μια τάση προς εξαΰλωση των μορφών. Έτσι κι αλλιώς, το ανθρώπινο σώμα λειτουργούσε, ήδη από την αρχαϊκή εποχή, ως σύμβολο καταστάσεων και συναισθημάτων που ξεπερνούσαν κατά πολύ την πιστή αντιγραφή της φύσης. Επιπλέον, ο Λύσιππος απέδωσε μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και αύξησε τη ρεαλιστική ψευδαίσθηση των αγαλμάτων. Ήταν άλλωστε αυτός που καθόρισε τον κυρίαρχο, για τις μεταγενέστερες γενιές, τύπο που θα έπαιρνε στις εικαστικές και πλαστικές τέχνες η θρυλική μορφή του Αλεξάνδρου. Γιος του διάσημου Αθηναίου γλύπτη Κηφισόδοτου, ο Πραξιτέλης υπήρξε επίσης μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε το γυναικείο γυμνό στην ελληνική πλαστική και καθόρισε τις αναλογίες του γυναικείου σώματος, που επρόκειτο να διατηρηθούν ως πρότυπο κάλλους για πολλούς αιώνες. Αντίθετα με τον Λύσιππο, που φιλοτέχνησε ορειχάλκινα αγάλματα, ο Πραξιτέλης τελειοποίησε την τεχνική του μαρμάρου. Στην περίφημη Αφροδίτη της Κνίδου παρουσίασε τη θεά με σχετικά μικρό στήθος και ηδυπαθές, στρογγυλό πρόσωπο, που αντιστίζεται από τη θηλυκή λεκάνη και τους βαρείς μηρούς. Η διάπλαση της κοιλιακής χώρας αποπνέει αισθησιακή θηλυκότητα. Μια κυματοειδής διάταξη του σώματος φαίνεται ότι ήταν χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Πραξιτέλης απέδιδε τη χάρη των γυμνών σωμάτων. Ο διάσημος Ερμής του, που κρατά τον μικρό

Διόνυσο, παρουσιάζει παρόμοια κίνηση με την Κνιδία Αφροδίτη. Το άγαλμα βρέθηκε στην Ολυμπία, στον ναό της Ήρας, εκεί όπου το είδε ο περιηγητής Παυσανίας. (Αν, όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί, πρόκειται για ελληνιστικό αντίγραφο, έχουμε μια άριστη απομίμηση του πρωτότυπου έργου που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης.) Ένας πολύ ταλαντούχος νέος ποιητής πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα λίγο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος. Ονομαζόταν Μένανδρος και ήταν Αθηναίος (Κακριδής 4.4.Α [σ. 189-190]). Στην παρηκμασμένη θεατρική παραγωγή της εποχής έδωσε νέα ώθηση, συνθέτοντας κωμωδίες που χειροκροτήθηκαν πολύ στους επόμενους αιώνες. Ο Μένανδρος επηρεάστηκε από τον Ευριπίδη στην πειστική και ψυχολογικά ευαίσθητη ηθογράφηση των ηρώων του και δημιούργησε ένα νέο είδος δράματος, τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία. Η μεγάλη διαφορά του νέου αυτού θεατρικού είδους από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη ήταν η σχεδόν παντελής απουσία της πολιτικής επικαιρότητας από τις υποθέσεις της. Μια άλλη διαφορά ήταν η περιθωριοποίηση του χορού. Αντί να είναι, όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, άλλος ένας χαρακτήρας, με φωνή και δράση στο έργο, ο χορός κατάντησε να μην έχει την παραμικρή σχέση με την υπόθεση του έργου και απλώς να ξεκουράζει τους θεατές με εμβόλιμα άσματα. Οι εξελίξεις αυτές στη δραματική τέχνη και τεχνική δεν φαίνονται άσχετες με την αντίστοιχη απομάκρυνση της προσοχής από τον δημόσιο και τον πολιτικό χώρο προς όφελος της ατομικότητας. Ο Μένανδρος ενδιαφέρθηκε για την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και παρουσίασε στη σκηνή καθημερινές καταστάσεις φιλίας και έχθρας, σύγκρουσης και ομόνοιας, με τρόπο που θα ήταν αδιάφορος δίχως πολιτική πλαισίωση στα χρόνια του Αριστοφάνη. Τώρα όμως το ενδιαφέρον των ανθρώπων μετατοπιζόταν σταδιακά προς τις προσωπικές εμπειρίες της ιδιωτικής ζωής. Τον δρόμο είχε διανοίξει, ήδη από τον 5ο αιώνα, ο Ευριπίδης, που θαυμάστηκε πολύ σε μεταγενέστερες εποχές, αν και δεν αξιώθηκε παρά λίγες νίκες όσο ζούσε. Ο Μένανδρος, ένθερμος λάτρης του τελευταίου μεγάλου τραγικού ποιητή της Αθήνας, υπήρξε πρωτοπόρος στη δημιουργία ενός δράματος ανθρώπινων τύπων. Επειδή μάλιστα υπήρξε μαθητής του Θεόφραστου στο Λύκειο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τη φυσική του κλίση στη λεπτομερή παρατήρηση και την ακριβή περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενίσχυσε αποφασιστικά ο δάσκαλος του. Ό,τι έκανε ο Θεόφραστος

στο

έργο

του Χαρακτήρες,

όπου

ταξινομούνται

οι

ανθρώπινοι

τύποι

και

περιγράφονται οι αντίστοιχες συμπεριφορές, το πέτυχε ο Μένανδρος στο θέατρο. Η τυποποίηση, μάλιστα, επρόκειτο να έχει μακρό μέλλον τόσο στη λογοτεχνία όσο και στα στερεότυπα της σκέψης των απλών ανθρώπων. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, στην Αθήνα επέστρεψε, μαζί με τους άλλους κληρούχους από τη Σάμο, η οικογένεια του Επίκουρου, που ήταν τότε 20 ετών. Λίγο μετά κατέφθασε στην πόλη ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου. Και οι δύο είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στην Αθήνα. Σύντομα εγκαινίασαν τις δικές τους φιλοσοφικές σχολές, που έμελλε να έχουν μεγάλη επίδραση στους επόμενους αιώνες. Η φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου ονομάστηκε Κήπος από τη βλάστηση που υπήρχε στον χώρο, ίσως και την ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε

μεταξύ των μελών του. Ο Ζήνων και οι ακόλουθοί του ονομάστηκαν στωικοί, γιατί ο κόσμος τούς έβλεπε να συζητούν στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής αγοράς.

5.4. Πόδια από σίδερο και πηλό Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι αγώνες για ατέρμονα στρατιωτική κυριαρχία σταμάτησαν. Οι στρατηγοί του είχαν να διαχειριστούν μια τεράστια επικράτεια και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ασχολήθηκαν με νέες κατακτήσεις. Μέσα σε δέκα χρόνια είχαν φτάσει έως την Ινδία και την Αίγυπτο, αφήνοντας έξω από τον έλεγχό τους μόνο κάποιες περιοχές στη βόρεια Μικρά Ασία και τη Λιβύη. Ήταν πλέον πιεστική η ανάγκη να διοικήσουν αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει πολεμώντας στο πλευρό του βασιλιά τους. Όπως αποδείχθηκε, χρειάστηκε περίπου μισός αιώνας για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να επιβληθούν σχετικά σαφή όρια εξουσίας. Όλοι οι άμεσοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου είχαν πια πεθάνει (οι περισσότεροι πολεμώντας), πρωταγωνιστούσαν ωστόσο οι απόγονοι κάποιων από τους επιφανέστερους. (Σύμφωνα με την ορολογία που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό ιστορικό Γιόχαν Γκούσταβ Ντρόιζεν, ο κόσμος που δημιουργήθηκε με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου αποκαλείται «ελληνιστικός», για να υπογραμμιστεί η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε ένα μη ελληνικό περιβάλλον.) Αν οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου έδωσαν την εντύπωση μιας λαμπερής αστραπής, όπως το διατύπωσε ο Αππιανός, ένας μεταγενέστερος ιστορικός, οι πόλεμοι των Διαδόχων του έδωσαν την εντύπωση μιας βασιλείας που συντρίφτηκε και διαμοιράστηκε στους τέσσερις ανέμους, όπως το διατύπωσε ο Ιουδαίος «προφήτης Δανιήλ». Το βασίλειο του Αλεξάνδρου ήταν δυνατό σαν το σίδερο, αλλά τα δάχτυλα και τα πόδια του περιείχαν επίσης πηλό και ήταν έτσι ισχυρά και εύθραυστα ταυτοχρόνως, καθώς ο σίδηρος δεν ενώνεται με τον πηλό. Ο Ιουδαίος προφήτης δεν είχε πάντως καμία ψευδαίσθηση. Οι πόλεμοι που ήταν σε θέση να διεξάγουν μεταξύ τους οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου μπορούσαν κάποτε να προσλαμβάνουν κοσμογονικές διαστάσεις. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνδρες βρίσκονταν διαρκώς σε κατάσταση ετοιμότητας σε όλα τα στρατόπεδα, διεκδικώντας μισθούς, τροφή και στέγη. Στις μεγάλες προετοιμασίες οι αριθμοί τους πολλαπλασιάζονταν

δραματικά.

Μετά

από

κάθε

αναμέτρηση,

οι

ηττημένοι

στρατιώτες

αιχμαλωτίζονταν ή προσλαμβάνονταν από τον νικητή, ενώ οι νεκροί αριθμούνταν με τις χιλιάδες ή τις δεκάδες χιλιάδες. Στην καλύτερη περίπτωση οι νεκροί αξιώνονταν μια εύλογη ταφή, αλλά όταν αυτό δεν ήταν εφικτό εγκαταλείπονταν στα πεδία των μαχών. Από τη σκοπιά των στρατηγών, εκείνο που κυρίως ενδιέφερε ήταν η αντικατάστασή τους. Όπως το διατύπωσε ένας από τους επιφανέστερους, οι νεκροί δεν είχαν ανάγκη από συσσίτιο. Σοβαρότερες ήταν πάντως οι επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό. Οι υποδουλωμένοι σπανίως έβρισκαν τον δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους. Κανείς άλλωστε δεν χρειάστηκε να υπολογίσει και να καταγράψει τον αριθμό των σκοτωμένων γερόντων, των γυναικών και των παιδιών. Όλα τα άρρενα μέλη του μακεδονικού βασιλικού οίκου που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία είχαν εξοντωθεί - τα περισσότερα από την εποχή που ανέλαβε τη βασιλεία ο Αλέξανδρος. Επιζούσε μόνο ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Αρριδαίος, τον οποίο ο Φίλιππος είχε αποκτήσει με μια χορεύτρια. Ως διανοητικά καθυστερημένος δεν είχε θεωρηθεί σοβαρή απειλή. Υπήρχε επίσης ο μικρός γιος του Αλεξάνδρου, ο Ηρακλής, αλλά η μητέρα του Βαρσίνη δεν ήταν

νόμιμη βασιλική σύζυγος. Απέμενε έτσι το παιδί που ανέμενε η Ρωξάνη. Έτσι κι αλλιώς, την πραγματική εξουσία όφειλαν να αναλάβουν αμέσως οι Μακεδόνες στρατηγοί. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο ενός εμφύλιου πολέμου, αποφάσισαν να αναγνωρίσουν ως βασιλείς τον Αρριδαίο (στον οποίο δόθηκε το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ') και το παιδί του Αλεξάνδρου, εφόσον γεννιόταν αγόρι (όταν γεννήθηκε, το ονόμασαν Αλέξανδρο Δ'.) Επιμελητή όρισαν τον Περδίκκα, που κατείχε την υψηλότερη θέση στον μακεδονικό στρατό μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν μεταξύ τους την αυτοκρατορία, αφήνοντας στον Αντίπατρο τη Μακεδονία και τις πόλεις της Ελλάδας και στον Αντίγονο, τον λεγόμενο Μονόφθαλμο, τη δυτική Μικρά Ασία. Αμφότεροι, γηραιοί πλέον, ανήκαν στη γενεά του Φιλίππου και διατήρησαν τις θέσεις στις οποίες τους είχε τοποθετήσει ο Αλέξανδρος. Από τους νεότερους, ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο, όπου μετέφερε με πανουργία τη σορό του νεκρού βασιλιά, και επεκτάθηκε σύντομα στην Κυρήνη. Ο Λυσίμαχος ανέλαβε τη διοίκηση της Θράκης, ενώ ο Σέλευκος τη διοίκηση των ἑταίρων. Οι υπόλοιπες σατραπείες παραδόθηκαν σε άλλους στρατηγούς. Ευνοημένος βρέθηκε και ο Ευμενής ο Καρδιανός, που είχε υπηρετήσει τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο ως αρχιγραμματέας. Μολονότι δεν ήταν Μακεδόνας, διακρίθηκε και ως στρατηγός, αναλαμβάνοντας μετά τον θάνατο του βασιλιά τη διοίκηση της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας και άλλων περιοχών που δεν είχαν ακόμη τεθεί σε πλήρη έλεγχο. Στην υπηρεσία του βρισκόταν ένας προικισμένος συμπολίτης του που τον έλεγαν Ιερώνυμο. Αυτός ευτύχησε να ζήσει περισσότερα από εκατό χρόνια και να υπηρετήσει διαδοχικά τον Αλέξανδρο, τον Ευμένη, τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, τον γιο του Δημήτριο και τον εγγονό του Αντίγονο Γονατά. Σε προχωρημένη ηλικία αφηγήθηκε με σύνεση και ακρίβεια την ιστορία των Διαδόχων - τα πενήντα κρίσιμα χρόνια μετά από τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Οι βασικές πληροφορίες από το χαμένο του σύγγραμμα ενσωματώθηκαν στην ιστορία του Διόδωρου. Τα προβλήματα των Διαδόχων ήταν σοβαρά. Οι κατακτημένοι λαοί δεν εξεγέρθηκαν, ούτε ανέδειξαν άλλωστε ισχυρούς διεκδικητές με ερείσματα νομιμότητας. Η αντίδραση πολλών Ελλήνων, ωστόσο, ήταν άμεση και βίαιη. Πρώτοι εξεγέρθηκαν οι πολλές χιλιάδες Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί, χωρίς τη θέλησή τους, στην Ασία, αλλά σύντομα συντρίφτηκαν και εξοντώθηκαν. Στην κεντρική Ελλάδα πάλι χρειάστηκε μεγαλύτερος αγώνας για να εξασφαλιστεί η κυριαρχία των Μακεδόνων. Δυσκολότερο ήταν πάντως να διευθετηθούν οι σχέσεις των ίδιων των Διαδόχων. Όπως το διατύπωσε ο Πλούταρχος, εφόσον κυριαρχούσε η υπέρμετρη πλεονεξία, ούτε το πέλαγος ούτε τα όρη, ούτε η ακατοίκητη έρημος αλλά ούτε και τα σύνορα της Ευρώπης και της Ασίας μπορούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους. Οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου διέθεταν πρωτόγνωρη στρατιωτική πείρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το είχαν περάσει πολεμώντας. Συμμετέχοντας στην ασιατική εκστρατεία, αντιμετώπισαν τις πιο περίπλοκες καταστάσεις και υποχρεώνονταν να επινοούν συνεχώς νέα στρατηγήματα. Είχαν άλλωστε στις διαταγές τους πολλούς εμπειροπόλεμους Μακεδόνες, πάντα πρόθυμους

να

συμμετάσχουν

σε

προσοδοφόρους

αγώνες.

Ορισμένοι

από

τους

παλαιούς ὑπασπιστάς, που ονομάστηκαν ἀργυράσπιδες, πολεμούσαν από την εποχή του Φιλίππου και ήταν πλέον τουλάχιστον 60 ή και 70 χρόνων - πάντα όμως αξιόμαχοι. Οι στρατηγοί διέθεταν άφθονα χρήματα για να προσλαμβάνουν πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Με τα ανυπολόγιστα αποθέματά τους χρηματοδοτούσαν επιχειρήσεις με έναν τρόπο που κανένας Πέρσης βασιλιάς δεν είχε έως τότε τη δυνατότητα ή τη βούληση να το πράξει. Στις μετακινήσεις τους οι στρατοί μετέφεραν τεράστιες σκευοφόρους με τα χρήματα και τα λάφυρα που αποκόμιζαν. Στις μάχες συνοδεύονταν συχνά από πλῆθος ὄχλου παντοδαπόν, που αναλάμβανε το πλιάτσικο, χωρίς να προσφέρει άλλη υπηρεσία. Επιπλέον, από μίμους, θαυματοποιούς, ορχηστρίδες και ψάλτριες, που αναλάμβαναν να ψυχαγωγήσουν τους άνδρες σε ώρες ανάπαυλας. Μετά από κάθε νίκη, οι στρατιώτες φόρτωναν στις αποσκευές τους νέα αποκτήματα, ενώ οι στρατηγοί τους περιέφεραν ολόκληρα θησαυροφυλάκια. Οι νικηφόροι στρατοί έσερναν επίσης πλήθη υποδουλωμένων ανδρών και γυναικών. Με τα φορτία τους γίνονταν συχνά δυσκίνητοι και ευάλωτοι. Οι εχθροί επιτίθονταν κάποτε πρώτα στις αποσκευές τους, για να τις λεηλατήσουν και για να καταρρακώσουν το ηθικό των αντιπάλων τους. Οι Διάδοχοι εξέλιξαν τις πολιορκητικές μηχανές, που έφταναν πλέον έως τα σαράντα μέτρα ύψος και διέθεταν εννέα ορόφους. Για τις ναυμαχίες τους κατασκεύαζαν όλο και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία. Πρώτη φορά μνημονεύονται ἑπτήρεις, αλλά και πλοία με 15 ή 16 σειρές κουπιά. Επιπλέον, άρχισαν να παραγγέλνουν σιδερένιους θώρακες και πανοπλίες μεγάλου βάρους. Η ουσιαστικότερη καινοτομία που αποδέχθηκαν ήταν πάντως η χρήση πολεμικών ελεφάντων, τους οποίους προμηθεύονταν κυρίως από την Ινδία. Για να σταθεροποιήσουν κάπως τις μεταξύ τους συμμαχίες, που άλλαζαν σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, παντρεύονταν ο ένας τις αδελφές ή τις θυγατέρες του άλλου, συχνά σε δεύτερο και τρίτο γάμο. Από τις πλέον περιζήτητες νύφες ήταν βεβαίως η αδελφή του Αλεξάνδρου, η Κλεοπάτρα. Για αυτούς τους γάμους σκοπιμότητας ορισμένοι παρέφραζαν έναν στίχο του Ευριπίδη: «Όπου υπάρχει κέρδος, οι γάμοι πρέπει να γίνονται παρά φύσιν.» Ορισμένοι άρχισαν να παντρεύονται τις αδελφές τους. Ο Αντίπατρος προσπαθούσε ακόμη να καταστείλει την εξέγερση των Αιτωλών που είχαν πάρει μέρος στον Λαμιακό Πόλεμο, όταν ο Περδίκκας κατέστησε φανερό ότι προετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Μακεδονία. Ήταν ήδη προστάτης των δύο κατ᾽ όνομα βασιλέων, είχε νυμφευτεί την Κλεοπάτρα και διοικούσε τον κύριο όγκο των βασιλικών στρατευμάτων. Επιπλέον, εξασφάλισε ως βασικό σύμμαχο τον Ευμένη. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος, ο Λυσίμαχος και ο Πτολεμαίος συνασπίστηκαν εναντίον του, και έτσι ξέσπασε ο Πρώτος Πόλεμος των Διαδόχων. Το 320, μετά από σκληρές μάχες και ενώ ο Ευμένης νικούσε, η αναμέτρηση κρίθηκε στην Αίγυπτο, όπου, πολεμώντας εναντίον του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας δολοφονήθηκε από τους άνδρες του. Έγινε έτσι αμέσως νέος διακανονισμός στον Τριπαράδεισο της βόρειας Συρίας. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος και ο Πτολεμαίος παρέμειναν στις θέσεις τους, αλλά ο πρώτος ανέλαβε την επιμέλεια των βασιλέων και ο δεύτερος τα βασιλικά στρατεύματα της Ασίας. Ο Πτολεμαίος επεκτάθηκε στη Συρία. Στον Σέλευκο δόθηκε η πλούσια Βαβυλωνία, ενώ οι υπόλοιπες σατραπείες διαμοιράστηκαν και πάλι σε άλλους στρατηγούς.

Οι Αθηναίοι θεώρησαν τις συνθήκες κατάλληλες για να ζητήσουν με διπλωματική αποστολή την απομάκρυνση της μακεδονικής φρουράς από την πόλη τους. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό ως πρέσβη τον Δημάδη, που είχε διαπραγματευτεί την ταπεινωτική τους παράδοση. Αλλά ο Αντίπατρος ήταν ανένδοτος και επιπλέον θανάτωσε τον πρεσβευτή. Σύντομα ωστόσο οι συνθήκες άλλαξαν αναπάντεχα με τον θάνατο του Αντίπατρου. Ο Πολυπέρχων, που τον διαδέχθηκε, ένας παλαιός αξιωματικός του Φιλίππου Β' και συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου, προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Έλληνες και τους επέτρεψε να αποκαταστήσουν τα παλαιά τους πολιτεύματα. Στους Αθηναίους έδωσε την άδεια να δεχτούν πίσω όσους είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την πόλη όταν απώλεσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να πάρουν πάλι τον έλεγχο της Σάμου.

Αναπτερωμένοι οι δημοκρατικοί Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο τους ηγέτες τους που είχαν συνεργαστεί με τον Αντίπατρο. Επιφανέστερος ανάμεσά τους ήταν ο Φωκίων, που είχε εκλεγεί 45 φορές στρατηγός και ήταν πλέον πάνω από 80 ετών. Η δίκη έγινε σε έκρυθμες συνθήκες και χωρίς να τηρηθούν οι συνήθεις δημοκρατικές διαδικασίες. Για πρώτη φορά στην Εκκλησία του Δήμου παρευρίσκονταν ανεμπόδιστα δούλοι και ξένοι. Αλλά τα πάθη ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένα, καθώς πολλοί είχαν υποφέρει σκληρά. Ο Πολυπέρχων κινδύνευε πλέον από τον Αντίγονο, που με τον μεγάλο του στρατό και τον έλεγχο των θησαυροφυλακίων της Ασίας διεκδικούσε τη γενική εξουσία. Για την αντιμετώπισή του συμφιλιώθηκε με τον Ευμένη και τον διόρισε στρατηγό της Ασίας. Επιπλέον, ενίσχυσε τη θέση του προσκαλώντας από την Ήπειρο, όπου είχε καταφύγει, την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Αλεξάνδρου, η οποία ανέλαβε την επιμέλεια του εγγονού της. Μια από της πρώτες της φροντίδες ήταν να θανατώσει τον Αρριδαίο-Φίλιππο Γ' και τη γυναίκα του. Βασιλιάς έπρεπε να απομείνει μόνο ο Αλέξανδρος Δ'. Με τον Αντίγονο πάλι συνέπραττε ο παραγκωνισμένος Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, που επιθυμούσε να αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση της Μακεδονίας. Στον Δεύτερο Πόλεμο των Διαδόχων, που διήρκεσε από το 319 έως το 315, ανέδειξαν τις στρατηγικές τους ικανότητες τόσο ο Αντίγονος όσο και ο Ευμένης. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στην Περσία, όπου αμφότεροι είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις. Και από τις δύο πλευρές πολεμούσαν Μακεδόνες, νεότεροι και πρεσβύτεροι, καθώς και πλήθος άλλοι πολεμιστές. Η αναμέτρηση άρχισε με συμπλοκή ελεφάντων, 65 από την πλευρά του Αντίγονου, 114 από την πλευρά του Ευμένη. Αμέσως μετά ακολούθησε ιππομαχία και πεζομαχία. Η κατάσταση παρέμενε αμφίρροπη, αλλά ο Αντίγονος κατόρθωσε να κυριεύσει τις αποσκευές των Μακεδόνων που πολεμούσαν με τον Ευμένη. Και αυτοί, που ουδέποτε είχαν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τους οδηγούσε στη μάχη ένας Έλληνας, προτίμησαν να ανταλλάξουν τον αρχηγό τους με τις περιουσίες τους. Στα χέρια του Αντίγονου ο Ευμένης βρήκε βασανιστικό θάνατο. Σειρά είχε ο Σέλευκος, ο οποίος ωστόσο πρόλαβε να καταφύγει στην Αίγυπτο, εγκαταλείποντας τη σατραπεία του. Καθώς ο Αντίγονος κυριαρχούσε στην Ασία, το βασίλειο των Μακεδόνων διεκδικούσε πλέον ο Κάσσανδρος. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν η θανάτωση της Ολυμπιάδας, η δεύτερη ο γάμος του με τη Θεσσαλονίκη, μια άλλη αδελφή του Αλεξάνδρου. Έκτισε μια πόλη στο Θερμαϊκό στην οποία έδωσε το όνομά της, η οποία έμελλε να καταστεί το κυριότερο λιμάνι της Μακεδονίας.

Αναζητώντας συμμάχους, επανίδρυσε τη Θήβα, είκοσι χρόνια μετά την ισοπέδωσή της, δίνοντας την άδεια στους επιζώντες παλαιούς κατοίκους να επιστρέψουν στην πόλη τους. Στην Αθήνα ωστόσο επέβαλε πάλι φρουρά, κατήργησε τη δημοκρατία και όρισε επιμελητή της πόλης τον αριστοτελικό φιλόσοφο Δημήτριο Φαληρέα. Αμέσως μετά ξέσπασε Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων, που συμπαρέσυρε πολλές ελληνικές πόλεις στην Πελοπόννησο, την Αιτωλία, την Ακαρνανία, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τα νησιά του Ιονίου, αλλά επίσης την Ήπειρο και άλλες περιοχές. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος, έχοντας με το μέρος τους τον Σέλευκο, συγκρότησαν συμμαχία εναντίον του Αντίγονου. Ένας από τους λίγους παλαιούς στρατηγούς που συνεργάστηκε με τον Αντίγονο ήταν ο Πολυπέρχων, ο οποίος, διωγμένος από τη Μακεδονία, είχε ως βάση του την Πελοπόννησο. Ο Αντίγονος αξιοποιούσε επίσης τις στρατηγικές ικανότητες του νεαρού γιου του Δημητρίου. Μια μεγάλη ήττα ωστόσο του Δημητρίου στη Γάζα επέτρεψε στον Σέλευκο να ανακτήσει τον έλεγχο της Βαβυλωνίας. Το 311 οι ισορροπίες δυνάμεων υποχρέωσαν τους πάντες να συνάψουν νέα συνθήκη. Ο Κάσσανδρος αναγνωρίστηκε επισήμως στρατηγός της Ευρώπης έως την ενηλικίωση του μικρού Αλεξάνδρου Δ', και ο Αντίγονος στρατηγός της Ασίας. Ο Λυσίμαχος διατήρησε τον έλεγχο της Θράκης, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου έως τη Λιβύη και την Αραβία, ενώ οι ελληνικές πόλεις αφέθηκαν τυπικώς αυτόνομες. Η συμφωνία δεν περιλάμβανε τον Πολυπέρχοντα και τον Σέλευκο, αλλά αμφότεροι διατήρησαν τις περιοχές που είχαν κατακτήσει, στην Πελοπόννησο ο πρώτος, στη Βαβυλωνία ο δεύτερος. Ο διακανονισμός έδειχνε εύλογος και ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αλλά παρέμενε από τη φύση του προσωρινός, εφόσον υπήρχε ακόμη νόμιμος κληρονόμος όλου του βασιλείου. Την εκκρεμότητα αυτή ανέλαβε να διευθετήσει ο Κάσσανδρος, δολοφονώντας τον μικρό Αλέξανδρο και τη μητέρα του. Οι Διάδοχοι δεν είχαν πλέον καμία τυπική υποχρέωση να εμφανίζονται ως προστάτες της ξεκληρισμένης πλέον δυναστείας των Αργεαδών. Η συνθήκη των Διαδόχων δεν οδήγησε σε γενική ειρήνη. Στο ευρύτερο Αιγαίο οι ανταγωνισμοί συνεχίζονταν διαρκείς. Ο Πολυπέρχων επιχείρησε να ανεβάσει στον θρόνο της Μακεδονίας τον ανήλικο Ηρακλή, ως τέκνο του Αλεξάνδρου, αλλά ο Κάσσανδρος τον έπεισε ότι ήταν για το συμφέρον όλων να τον δολοφονήσουν και αυτόν. Ο Δημήτριος, ο γιος του Αντίγονου, κατέλαβε την Αθήνα και την απάλλαξε από τη μακεδονική φρουρά. Ο Δημήτριος Φαληρέας, εντεταλμένος επιμελητής της, κατέφυγε στη Θήβα και τελικώς στην Αλεξάνδρεια - όπου διέπρεψε στα γράμματα. Για την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά από 15 χρόνια, ο απελευθερωτής Δημήτριος δέχτηκε από τους Αθηναίους τιμές πρωτόγνωρες και υπερβολικές ως Σωτήρας - δείγμα της παθιασμένης προσήλωσής τους στο πάτριο πολίτευμα. Στις δέκα φυλές προστέθηκαν η Αντιγονίς και η Δημητριάς, για να τιμηθούν οι νέοι ευεργέτες και, για να εκπροσωπηθούν, οι βουλευτές αυξήθηκαν από 500 σε 600. Αμέσως μετά ο Δημήτριος έδιωξε τη μακεδονική φρουρά από τα Μέγαρα. Επιθυμούσε να αναγνωριστεί ως ελευθερωτής των Ελλήνων - και πράγματι απελευθέρωσε αρκετές ελληνικές πόλεις. Συγκάλεσε το Συνέδριο της Κορίνθου και αναγορεύτηκε ηγεμόνας της Ελλάδας, όπως είχαν πράξει ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος Γ'.

Όταν το 306 ο Δημήτριος κατέλαβε την Κύπρο με πείσμονες μάχες και πολύνεκρες ναυμαχίες, ο πατέρας του και αυτός αυτοανακηρύχθηκαν βασιλείς και φόρεσαν διαδήματα. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος έσπευσαν να τους μιμηθούν. Η αυτοκρατορία την οποία είχε οικοδομήσει ο Αλέξανδρος διέθετε πλέον μια πλειάδα βασιλέων. Τέσσερις από αυτούς ήταν στρατηγοί του και δύο, ο Κάσσανδρος και ο Δημήτριος, τέκνα στρατηγών. Ο Δημήτριος, με τη δυναμική και εντυπωσιακή πολιορκία της Ρόδου, που κράτησε έναν χρόνο, κέρδισε τον τίτλο του Πολιορκητή - μολονότι τελικώς η Ρόδος δεν κατακτήθηκε και διατήρησε σχετική αυτονομία. Οι άνδρες της είχαν αμυνθεί γενναία από τα τείχη της πόλης σε ναυμαχίες στις οποίες πυρπολούσαν τα εχθρικά πλοία, προσδένοντας τους φλεγόμενες βάρκες και καταστρέφοντας τις περίτεχνες πολιορκητικές μηχανές, πολλές από τις οποίες ήταν πλωτές. Όπως παραδίδει ο Πλούταρχος, μετά από τη συμφωνία που επήλθε με τη μεσολάβηση των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων, οι Ρόδιοι ζήτησαν από τον πολιορκητή τους να τους αφήσει ως ενθύμιο της ανδρείας τους δείγματα των πολιορκητικών του μηχανών. Από την πώλησή τους, σύμφωνα με την παράδοση που διασώζει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, οι Ρόδιοι συγκέντρωσαν αρκετά χρήματα για να κατασκευάσουν μέσα σε 12 χρόνια το μεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλμα της εποχής, αφιερωμένο στον θεό Ήλιο. Ο Κολοσσός της Ρόδου, όπως ονομάστηκε, ήταν έργο ενός μαθητή του Λύσιππου και είχε ύψος μεγαλύτερο από 30 μέτρα (όσο και το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη). Ο Σέλευκος πάλι, που επειγόταν να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του προς τη Μεσόγειο, όπου διεξάγονταν πλέον οι σημαντικότεροι αγώνες, παρέδωσε τις ανατολικότερες περιοχές του βασιλείου του στους Ινδούς με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες. Οι συνεχείς συγκρούσεις στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία από το 303 αριθμούνται ως Τέταρτος Πόλεμος των Διαδόχων. Έληξαν το 301 στην Ιψό της Φρυγίας, όπου δόθηκε μία από τις σημαντικότερες μάχες της εποχής. Από τη μια πλευρά ήταν ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος με τον γιο του Δημήτριο, επικεφαλής ενός στρατού που διέθετε 70.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 75 ελέφαντες. Από την άλλη, συνασπισμένοι ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος με τον γιο του Αντίοχο. (Με το μέρος τους ήταν επίσης ο Πτολεμαίος, που ωστόσο δεν πήρε μέρος στη μάχη.) Όλοι μαζί διέθεταν 64.000 πεζούς, 10.500 ιππείς, 400 ελέφαντες και 120 άρματα. Η υπεροχή των συνασπισμένων σε ελέφαντες υπήρξε, καθώς φαίνεται, καθοριστική. Ο Δημήτριος με τους ιππείς του καταδίωξε τον Αντίοχο, αλλά οι ελέφαντες του Σέλευκου τον απέκοψαν από τον στρατό του πατέρα του. Ηττημένος ο Αντίγονος, χτυπήθηκε από εχθρικά ακόντια και σκοτώθηκε. Ήταν πλέον 81 ετών. Οι αντίπαλοί του τον έθαψαν με βασιλικές τιμές και διαμοιράστηκαν την επικράτειά του. Μεγάλοι κερδισμένοι βγήκαν ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος. Ο πρώτος κυριαρχούσε πλέον από τον Ευφράτη ποταμό έως τη Συρία, ο δεύτερος στη Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. Ο Πτολεμαίος, πέρα από την Αίγυπτο, είχε καταλάβει μόνος του τη νότια Συρία, γνωστή ως Κοίλη Συρία. Ο Κάσσανδρος διατήρησε το βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά δεν έζησε για πολύ ακόμη. Έτσι, η μάχη στην Ιψό έκρινε την τύχη της αυτοκρατορίας που είχε κατακτήσει ο

Αλέξανδρος. Δεν υπήρχε πλέον ούτε κληρονόμος ούτε διεκδικητής για το σύνολό της. Τη θέση της πήραν τέσσερα μεγάλα βασίλεια. Εκτός από τα μεγάλα βασίλεια των Διαδόχων, την ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν και άλλα μικρότερα, τα οποία είτε εκμεταλλεύονταν τα κενά που δημιουργούσαν οι ισορροπίες δυνάμεων είτε ενθαρρύνονταν από τους ίδιους τους νέους βασιλείς. Τέτοια βασίλεια ήταν της Βιθυνίας και του Πόντου στη Μικρά Ασία ή των Θρακών, που ζούσαν έξω από την επικράτεια του Λυσιμάχου και πολεμούσαν εναντίον του σχεδόν διαρκώς. Σημαντικό για τις εξελίξεις αποδείχθηκε επίσης το παλαιό βασίλειο της Ηπείρου. Βασιλικό τίτλο διεκδίκησε στη Σικελία και ο τύραννος Αγαθοκλής. Ο Αγαθοκλής είχε πάρει την εξουσία στις Συρακούσες από το 317 σε συνθήκες που θύμιζαν κοινωνική εξέγερση. Το σύνθημά του ήταν η κατάργηση των χρεών και η αναδιανομή γης στους φτωχούς. Επιπλέον, ενίσχυσε το δημόσιο ταμείο και προετοίμασε στρατιωτικά την πόλη. Γρήγορα επέκτεινε την εξουσία του σε πολλές άλλες σικελικές πόλεις. Στον μακρό του πολιτικό βίο πολεμούσε σχεδόν αδιάκοπα, άλλοτε εναντίον εσωτερικών του αντιπάλων, άλλοτε εναντίον των σικελικών πόλεων που δεν ανέχονταν την υποταγή τους και άλλοτε εναντίον των Καρχηδονίων. Διακρίθηκε για τις μεγάλες του στρατηγικές ικανότητες αλλά και για τη σκληρότητά του. Φαίνεται ότι με τη μεγαλύτερη ευκολία αθετούσε τις συμφωνίες του και θανάτωνε όσους του αντιστέκονταν κάποτε κατά χιλιάδες. Στις μεγάλες του επιχειρήσεις στη Λιβύη οι επιτυχίες εναλλάσσονταν με αποτυχίες. Το 306, όταν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε ότι οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου φόρεσαν βασιλικά διαδήματα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς - προτιμώντας ωστόσο να διατηρήσει το στεφάνι του ιερατικού αξιώματος που ήδη κατείχε. Θεωρούσε πως δεν ήταν κατώτερος από τους άλλους βασιλείς ούτε σε εξουσία ούτε σε κατορθώματα. Όταν πέθανε δολοφονημένος το 289, στις Συρακούσες αποκαταστάθηκε το μετριοπαθές δημοκρατικό πολίτευμα που είχε εγκαθιδρύσει ο Τιμολέων. Στο μεταξύ ο Αγαθοκλής είχε συνάψει συμμαχία με τον Δημήτριο Πολιορκητή, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει καρπούς. Μετά τη μάχη στην Ιψό ο Δημήτριος επέστρεψε στην Αθήνα με έναν μικρό στρατό για να ξεκινήσει νέους αγώνες. Διέθετε ακόμη ισχυρό ναυτικό με βάσεις στα ιωνικά παράλια, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, αλλά επίσης στα Μέγαρα και την Κόρινθο. Ενημερωμένοι για τη νέα κατάσταση, οι Αθηναίοι δεν άνοιξαν τις πύλες τους στον παλαιό τους ευεργέτη. Στη δραματική θέση που βρέθηκε, του παρουσιάστηκε ωστόσο αναπάντεχη ευκαιρία, καθώς ο Πτολεμαίος είχε συμμαχήσει με τον Λυσίμαχο. Απομονωμένος και απειλημένος, ο Σέλευκος πρότεινε στον Δημήτριο να ενεργήσουν μαζί για να τους αντιμετωπίσουν. Ο Δημήτριος άρχισε έτσι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Μία από τις πρώτες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη της Αθήνας ύστερα από πολιορκία που προκάλεσε φοβερό λιμό. Στην πόλη εισήλθε και πάλι ως ελευθερωτής, ανατρέποντας τον τύραννο που της είχε επιβληθεί. Αμέσως μετά ξεκίνησε να κατακτήσει τη Σπάρτη. Νίκησε τον βασιλιά της Αρχίδαμο Δ' (305-275) και εισέβαλε στη Λακωνία. Πριν εισέλθει στην πόλη ωστόσο, πληροφορήθηκε ότι κινδύνευε άμεσα από τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο και

αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία. Για μία ακόμη φορά, οι ηττημένοι Σπαρτιάτες δεν υποχρεώθηκαν να δουν ξένα στρατεύματα μέσα στην πόλη τους. Όταν πέθανε ο Κάσσανδρος, τα νεαρά τέκνα του συγκρούστηκαν για τον θρόνο της Μακεδονίας. Προσκεκλημένος από τον έναν διεκδικητή, ο Δημήτριος κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας για λογαριασμό του και δολοφόνησε τα δύο αδέλφια. Στη συνέχεια κυριάρχησε στη Θεσσαλία, όπου ίδρυσε μια νέα πρωτεύουσα στον Παγασητικό, τη Δημητριάδα. Είχε πλέον ικανό συνεργάτη τον γιο του Αντίγονο Γονατά. Με στόχο να ξανακερδίσει το χαμένο βασίλειο του πατέρα του, άρχισε τις μεγαλύτερες προετοιμασίες που είχαν γίνει από την εποχή του Αλεξάνδρου για μια εκστρατεία στην Ασία. Ο Πλούταρχος κάνει λόγο για 98.000 πεζούς, σχεδόν 12.000 ιππείς και 500 πλοία. Απειλούσε πλέον ανοιχτά και τους τρεις άλλους βασιλείς, τον Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, που για να τον αντιμετωπίσουν συνασπίστηκαν μεταξύ τους και συμμάχησαν με τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο. Το 287 ο Δημήτριος αποφάσισε να κινηθεί πρώτα εναντίον του Πύρρου. Πίστευε ότι οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν αποφασιστικότερα εναντίον ενός ξένου παρά εναντίον ενός στρατηγού του Αλεξάνδρου. Αλλά όταν έφτασε στη Βέροια, οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν και προσχώρησαν στον εχθρό. Οι Μακεδόνες είχαν κουραστεί να αγωνίζονται για τη δική του τρυφηλή ζωή. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, ο Δημήτριος πήγε στη σκηνή του, έβγαλε τα βασιλικά ενδύματα και το έσκασε μεταμφιεσμένος - όπως κάνουν οι ηθοποιοί, σημειώνει ο Πλούταρχος. Είχε βασιλεύσει στη Μακεδονία για επτά χρόνια. Το βασίλειο της Μακεδονίας διαμοιράστηκαν ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος. Ο Δημήτριος δεν το έβαλε κάτω και ανοίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Βρίσκοντας για μια ακόμη φορά τους Αθηναίους απρόθυμους να τον δεχτούν και έτοιμους να επαναφέρουν τη δημοκρατία τους, στράφηκε προς την Ασία. Το 285 ωστόσο αιχμαλωτίστηκε από τον Σέλευκο και πέθανε τρία χρόνια αργότερα σε ηλικία 54 ετών, μέθυσος και σε κατάσταση πλήρους παρακμής. Ύστερα από περιπέτειες, το βασίλειο της Μακεδονίας πέρασε στην εξουσία του Λυσιμάχου. Σύντομα, ωστόσο, ο Λυσίμαχος συγκρούστηκε με τον Σέλευκο για τον έλεγχο της Φρυγίας - αλλά και τη γενικότερη κυριαρχία. Οι δύο βασιλείς ήταν πλέον σχεδόν 80 ετών. Το 281, σε μια κρίσιμη μάχη στο Κουροπέδιο κοντά στη Μαγνησία, ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, αλλά ο Σέλευκος, καθώς περνούσε στην Ευρώπη και διεκδικούσε πλέον το σύνολο της παλαιάς αυτοκρατορίας (εκτός από την Αίγυπτο), δολοφονήθηκε από τον προστατευόμενό του Πτολεμαίο Κεραυνό. Βασιλιάς της Μακεδονίας ανέλαβε έτσι ο νεαρός δολοφόνος, ενώ στο βασίλειο του Σέλευκου εδραιωνόταν ο γιος του Αντίοχος. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, που βρέθηκε ανέλπιστα βασιλιάς της Μακεδονίας, ήταν γιος του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, αλλά είχε παραγκωνιστεί στη διαδοχή για χάρη του μικρότερου αδελφού του. Μέσα σε έναν χρόνο πάντως σκοτώθηκε και αυτός, πολεμώντας με Κέλτες επιδρομείς, που άρχισαν να κατακλύζουν σε απίστευτα μεγάλους αριθμούς τη Μακεδονία. Ορισμένοι από τους Κέλτες, τους οποίους οι Έλληνες αποκάλεσαν Γαλάτες, έφτασαν έως τους Δελφούς. Για την αντιμετώπισή τους δημιουργήθηκε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς, αλλά επίσης οι Αθηναίοι και διάφορες άλλες ελληνικές πόλεις. Οι σύμμαχοι είχαν τη συνδρομή τόσο του Αντίγονου Γονατά όσο και του Αντίοχου. Γράφοντας αιώνες

αργότερα για αυτό τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των επικίνδυνων επιδρομέων, ο περιηγητής Παυσανίας τον παραλλήλισε με τους Περσικούς Πολέμους. Η εισβολή στην Ελλάδα αποκρούστηκε, αλλά πολλοί Γαλάτες κατέκλυσαν, εκτός από τη Μακεδονία, και τη Μικρά Ασία. Αποφασιστικό πλήγμα τούς έδωσε πάντως ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς, ο οποίος με τη νίκη του αυτή κέρδισε το 276 το βασίλειο της Μακεδονίας. Πολύ σύντομα τους επιδρομείς νίκησε και ο Αντίοχος στην Ασία. Οι Γαλάτες αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια περισσότερο ως μισθοφόροι. Από την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία μια περιοχή ονομάστηκε Γαλατία. Μισό αιώνα περίπου μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, τα τέσσερα βασίλεια στα οποία είχε διαμοιραστεί η αυτοκρατορία του περιορίστηκαν σε τρία. Στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη βασιλιάς ήταν ο Αντίγονος Γονατάς (276-239), γιος του Δημητρίου και εγγονός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου αλλά και του Αντίπατρου από την πλευρά της μητέρας του. Στη Συρία, τη Μεσοποταμία και σε μεγάλο μέρος της Μικρά Ασίας βασίλευε ο γιος του Σέλευκου Α', ο Αντίοχος Α' (281-261). Λίγο νωρίτερα, τον Πτολεμαίο Α' είχε διαδεχθεί ο γιος του Πτολεμαίος Β' (285-246) - που έμεινε γνωστός ως Φιλάδελφος επειδή παντρεύτηκε την αδελφή του Αρσινόη. Κυριαρχούσε στην Αίγυπτο, την Κοίλη Συρία, την Κύπρο και πολλά νησιά του Αιγαίου. (Η Αρσινόη, που σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Λυσίμαχο και σε δεύτερο τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό, έμελλε, ως σύζυγος του Πτολεμαίου Β', να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην Αίγυπτο.)

5.5. Εάν ο Αλέξανδρος είχε περάσει στην Ιταλία Θύμα δυναστικών συγκρούσεων, ο Πύρρος είχε ζήσει περιπετειώδη παιδικά χρόνια. Έγινε για πρώτη φορά βασιλιάς της Ηπείρου δώδεκα ετών, αλλά στα δεκαεπτά του έχασε τον θρόνο και μπήκε στην υπηρεσία του Δημητρίου Πολιορκητή. Διακρίθηκε στη μάχη της Ιψού και παρέμεινε στην υπηρεσία του προστάτη του μετά την ήττα. Όταν ο Δημήτριος ήρθε σε συμφωνία με τον Πτολεμαίο, ο Πύρρος παραδόθηκε στην Αίγυπτο ως όμηρος. Με τη βοήθεια του Πτολεμαίου ξανακέρδισε το βασίλειό του, στην αρχή συμβασιλεύοντας και στη συνέχεια ως απόλυτος μονάρχης. Η επιγαμία του με τον οίκο του Αγαθοκλή τού απέφερε επίσης κυριαρχία στην Κέρκυρα. Ήταν πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να διεκδικήσει ακόμη και το βασίλειο της Μακεδονίας. Στη Βέροια κατατρόπωσε τον Δημήτριο, χωρίς να δώσει μάχη, και μοιράστηκε τη Μακεδονία με τον Λυσίμαχο. Σύντομα ωστόσο υποχρεώθηκε να περιοριστεί πάλι στην Ήπειρο. Μια νέα περίοδος άρχισε στη ζωή του Πύρρου όταν το 280 τον προσκάλεσαν οι κάτοικοι του Τάραντα και άλλων ελληνικών πόλεων στην Κάτω Ιταλία να ηγηθεί στον αγώνα τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος αποδέχθηκε την πρόσκληση με την ελπίδα όχι μόνο να νικήσει τους Ρωμαίους που απειλούσαν τους Έλληνες, αλλά να κυριαρχήσει στη Σικελία και να αναλάβει τον παλαιό αγώνα εναντίον των Καρχηδονίων. Αφού συγκέντρωσε τον κατάλληλο μεταφορικό στόλο, επιβίβασε 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονιστές και 20 ελέφαντες. Έχασε ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού σε θαλασσοταραχή και υποχρεώθηκε να βασιστεί κυρίως στα στρατεύματα που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν αυτοί που τον προσκάλεσαν. Πολεμώντας εναντίον των Ρωμαίων, ο Πύρρος διαπίστωσε την τρομερή πειθαρχία και το πείσμα των εχθρών του. Κατάφερε όμως να τους νικήσει σε αποφασιστικές μάχες, χάρη στην ανδρεία του και τους ελέφαντες που φαίνεται ότι έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος στις στρατιωτικές συγκρούσεις της Ιταλίας. Οι αναμετρήσεις, ωστόσο, ήταν πολύνεκρες, και μόνο οι Ρωμαίοι διέθεταν επαρκείς εφεδρείες. Ο Πύρρος ισχυρίστηκε, καθώς λέγεται, ότι μία ακόμη τέτοια νίκη εναντίον των Ρωμαίων θα τον κατέστρεφε παντελώς. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν ήδη αναμετρηθεί στην Ιταλία πριν από την άφιξη του Πύρρου, αλλά δεν γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Οι Ρωμαίοι ήταν πληροφορημένοι για τον Αλέξανδρο και τα απίστευτα κατορθώματά του. Ορισμένοι ήθελαν να πιστεύουν ότι, αν είχε περάσει στην Ιταλία, θα μπορούσαν να τον νικήσουν και να κατακτήσουν αιώνια δόξα. Έτσι, κάθε συμβιβασμός με τον Πύρρο τούς φαινόταν αδιανόητος. Στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον απεσταλμένο του, έναν μαθητή του Δημοσθένη, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική φιλοσοφία. Τη μεγαλύτερη εντύπωση τους προξένησε η διδασκαλία του Επίκουρου, η οποία σημείωνε επιτυχία ακόμη και στους στρατιωτικούς κύκλους των Μακεδόνων. Θεώρησαν παράδοξο να πιστεύει κανείς, όπως ο Επίκουρος, ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα και ταυτοχρόνως να μάχεται, όπως ο Πύρρος. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, προβληματίστηκαν για τις αιτίες της ρωμαϊκής πειθαρχίας και αποφασιστικότητας. Ο απεσταλμένος του Πύρρου τις αναζήτησε στο πολίτευμα (όπως άλλωστε και αρκετοί Έλληνες ύστερα από αυτόν). Η Σύγκλητος του έδωσε την εντύπωση ενός

συνεδρίου με πολλούς βασιλείς. Οι δύο πλευρές πάντως, σύμφωνα με την παράδοση που διασώθηκε, αισθάνθηκαν η μία για την άλλη περισσότερο δέος και θαυμασμό παρά μίσος. Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, οι Ρωμαίοι συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους, και αυτοί με τη σειρά τους επιτέθηκαν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον των Ελλήνων της Σικελίας. Οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι έσπευσαν να προσκαλέσουν τον Πύρρο, που είχε άλλωστε παντρευτεί θυγατέρα του Αγαθοκλή. Έτσι, δύο περίπου χρόνια μετά από την άφιξή του στην Ιταλία, ο Πύρρος πέρασε στη Σικελία και άρχισε να κατατροπώνει τους Καρχηδόνιους του νησιού, πολεμώντας συχνά ο ίδιος στην πρώτη γραμμή. Οι Συρακούσιοι, ωστόσο, και οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποβληθούν στους κόπους και την πειθαρχία που απαιτούσε αυτή η αναμέτρηση. Στη συμπεριφορά του Πύρρου είδαν περισσότερο έναν τύραννο παρά έναν ελευθερωτή. Ορισμένοι άρχισαν να συμμαχούν με τους Καρχηδόνιους. Ο Πύρρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Ύστερα από αγώνες έξι χρόνων, χωρίς επαρκή υποστήριξη και χωρίς χρήματα, επιβιβάστηκε στα πλοία του και αναχώρησε για την Ήπειρο μόνο με 8.000 πεζούς και 500 ιππείς. Στη Μακεδονία βασίλευε πλέον ο Αντίγονος Γονατάς. Αξιοποιώντας Γαλάτες πολεμιστές, ο Πύρρος άρχισε να κάνει επιδρομές στη Μακεδονία, φέρνοντας κάποτε τον Αντίγονο σε πολύ δύσκολη θέση. Το 272 ωστόσο του παρουσιάστηκε μια νέα ευκαιρία. Αποδέχθηκε την πρόσκληση ενός επιφανούς Σπαρτιάτη που είχε παραμεριστεί από τη διαδοχή και ανέλαβε να τον αποκαταστήσει. Το μέγεθος του στρατού του βεβαίωνε ότι πραγματικός του στόχος ήταν ολόκληρη η Πελοπόννησος. Η Σπάρτη βρέθηκε απροετοίμαστη, καθώς ο βασιλιάς της Άρευς Α' (309-265), που φαίνεται ότι βασίλευε μόνος εκείνη την εποχή, απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κρήτη. Αλλά δεν είχε χάσει το παλαιό της πείσμα. Την πρόχειρη οχύρωση της πόλης ανέλαβαν γυναίκες και γέροντες, αφήνοντας την άμυνα σε νεαρούς πολεμιστές. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν στις εισόδους της πόλης -η Σπάρτη εξακολουθούσε να μη διαθέτει τείχη- οι γυναίκες παρέμειναν παρούσες, υποβοηθώντας τους άνδρες ακόμη και στα πολεμικά έργα. Ο χρόνος που κέρδισαν με την αυτοθυσία τους οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκε σωτήριος. Την ύστατη ώρα κατέφθασαν ενισχύσεις από τον Αντίγονο Γονατά, καθώς επέστρεφε και ο βασιλιάς τους με τους πολεμιστές. Τις επιχειρήσεις αυτές περιέγραψε με λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ο Ιερώνυμος, ο οποίος άλλωστε είχε οριστεί από τον Δημήτριο Πολιορκητή για ένα διάστημα επιμελητής και αρμοστής της Βοιωτίας. Από τη χαμένη του αφήγηση αντέγραψε ο Πλούταρχος. Ο Πύρρος αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν εγκατέλειψε την Πελοπόννησο. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί μια άλλη εσωτερική σύγκρουση για να κατακτήσει το Άργος και εισέβαλε στην πόλη με ένα μέρος του στρατού του. Οι ελέφαντες ωστόσο που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν ακατάλληλοι για οδομαχίες. Προκάλεσαν τον πανικό και εμπόδισαν ακόμη και την υποχώρηση. Από τη στέγη του σπιτιού της μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει τον γιο της πέταξε ένα κεραμίδι και κατάφερε να σκοτώσει τον Πύρρο, που τελείωσε έτσι άδοξα μια περιπετειώδη ζωή. Οι σύγχρονοί του θεώρησαν ότι, μετά τον Αλέξανδρο, αυτός ήταν ο

μεγαλύτερος στρατηγός που είχε αναδείξει η ταραγμένη εποχή. Την τιμητική του ταφή ανέλαβε ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς. Την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον Τάραντα και σύντομα τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Στη Σικελία, ωστόσο, ο Ιέρων Β', που αναδείχθηκε ηγέτης, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες. Ο Αντίγονος εδραιώθηκε στη Μακεδονία και από εκεί ασκούσε έλεγχο σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Κύριες βάσεις του ήταν η Χαλκίδα, η Κόρινθος και η Δημητριάδα στον Παγασητικό κόλπο, στις οποίες διατηρούσε φρουρές. Εξουσίαζε ωστόσο και τον Πειραιά, καθώς επίσης διάφορες πόλεις στην Πελοπόννησο, επιβάλλοντας τυράννους της επιλογής του. Για την ανάκτηση του λιμανιού της, η Αθήνα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το κυριότερό της στήριγμα έγινε ο Πτολεμαίος Β'. Ο Πτολεμαίος είχε δαπανήσει πολύ χρόνο και κόπο πολεμώντας εναντίον του Αντίοχου. Το μόνιμο ζήτημα αντιπαράθεσης των βασιλείων τους ήταν η κατοχή της Κοίλης Συρίας, που αποτελούσε ζωτικό χώρο και για τα δύο. Σε μια σειρά συγκρούσεων από το 275 έως το 271, που ονομάστηκαν Πρώτος Συριακός Πόλεμος, η Αίγυπτος διατήρησε την εξουσία στα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Πτολεμαίος Α'. Ο Πτολεμαίος Β' ήταν πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί συστηματικότερα με τις ελληνικές υποθέσεις. Με κοινό σύνθημα την απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή την εκδίωξη από τις ελληνικές πόλεις των φρουρών και των τυράννων που είχε επιβάλει ο Αντίγονος Γονατάς, ο Πτολεμαίος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες συνέπτυξαν το 268 συμμαχία. Ο Πτολεμαίος ήθελε να περιορίσει τη δύναμη του Αντίγονου, η Αθήνα να ανακτήσει τον Πειραιά, η Σπάρτη να διευρύνει την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Στη συμμαχία εντάχθηκαν και αρκετές πελοποννησιακές πόλεις, η Αχαϊκή Συμπολιτεία που είχε ιδρυθεί προσφάτως και ορισμένες κρητικές πόλεις. Αμέσως σχεδόν άρχισαν οι συγκρούσεις με τη Μακεδονία, σε έναν πόλεμο που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος, από το όνομα του Αθηναίου εισηγητή της συμμαχίας. Αλλά η Αίγυπτος δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή βοήθεια, ενώ άλλες ελληνικές πόλεις δεν έδειξαν μεγάλη προθυμία να συνεργαστούν στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας. Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με πείσμα, και ο βασιλιάς τους Άρευς έπεσε μαχόμενος έξω από την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι επίσης συνέχισαν να πολεμούν, ακόμη και χωρίς συμμάχους, υπέκυψαν ωστόσο το 263 και υποχρεώθηκαν πάλι να δεχτούν μακεδονική φρουρά και τον εγγονό του Αντίγονου Γονατά ως διοικητή.

6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.1. Οι μαθητές που ξεπερνούσαν τους δασκάλους Ο Ιέρων ορίστηκε στρατηγός των Συρακουσών την εποχή που ο Πύρρος αναχωρούσε από τη Σικελία. Μετά από μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν βασιλιά και έμεινε γνωστός ως Ιέρων Β' (270-215). Στην αρχή ήρθε σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους στη Σικελία, αλλά σύντομα συνθηκολόγησε και συνεργάστηκε μαζί τους στην αντιμετώπιση των Καρχηδονίων. Παραμένοντας πιστός τους σύμμαχος, εξασφάλισε μακροχρόνια ευημερία στην πόλη του. Στην περίοδο της βασιλείας του οι Ρωμαίοι έβαζαν τα θεμέλια για να κατακτήσουν τον κόσμο. Το 264 οι Ρωμαίοι διάβηκαν για πρώτη φορά τη θάλασσα. Εξουσίαζαν πλέον το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας και όλες τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν στο νότιο τμήμα της και αποφάσισαν να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στη Σικελία. Εκεί ξεκίνησαν την αναμέτρηση με τους Καρχηδόνιους, που έμελλε, στην πρώτη της φάση, τον λεγόμενο Α' Καρχηδονιακό Πόλεμο, να διαρκέσει 24 χρόνια. Η συμμαχία τους με τον Ιέρωνα αποδείχθηκε πολύτιμη. Από τους μακροχρόνιους πολέμους τους για κυριαρχία στην Ιταλία, οι Ρωμαίοι είχαν διδαχτεί να πολεμούν με τις λεγεώνες τους σε σχηματισμούς φάλαγγας. Από τους Έλληνες διδάχτηκαν την

τέχνη της πολιορκίας και τη χρήση μηχανών που υπέσκαπταν και γκρέμιζαν τείχη. Είχε έρθει η ώρα να διδαχτούν τα μυστικά της θάλασσας από τους Καρχηδόνιους, που ήταν έμποροι και θαλασσοκράτορες, και να αποκτήσουν αξιόμαχο στόλο. Απέναντι στους Καρχηδόνιους, που μπορούσαν να προσλαμβάνουν μισθοφόρους με τον μεγάλο τους πλούτο και διέθεταν πολεμικούς ελέφαντες, αυτοί παρέταξαν τις σχεδόν απεριόριστες εφεδρείες που τους εξασφάλιζε ο έλεγχος της Ιταλίας. Η πρώτη διαπεραίωση των Ρωμαίων στη Σικελία έγινε με πλοία δανεισμένα από τους Έλληνες. Ύστερα κατασκεύασαν δικό τους στόλο, με υπόδειγμα μια καρχηδονιακή πεντήρη που αιχμαλώτισαν. Σύντομα έβαλαν στόχο τη Σαρδηνία και την Κορσική. Διαπιστώνοντας ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν τα μέσα να ανεφοδιάζονται διαρκώς στη Σικελία από τη μητρόπολή τους, εισέβαλαν στην ίδια την Καρχηδόνα. Ωστόσο, παρά το πείσμα τους και τις μεγάλες δαπάνες που κατέβαλαν, άργησαν να γίνουν αξιόμαχοι στη θάλασσα. Χρειάστηκε να υποβληθούν σε θυσίες και να υποστούν πολλές καταστροφές έως ότου καταφέρουν, όπως σημειώνει και ο Διόδωρος, να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους. Με την εισβολή των Ρωμαίων οι Καρχηδόνιοι βρέθηκαν σε τρομερό κίνδυνο. Κυριαρχούσαν στη θάλασσα, αλλά η στρατηγική τους στην ξηρά δεν ήταν εφάμιλλη με αυτή των εχθρών τους. Από το χείλος της καταστροφής τούς έσωσε ένας Σπαρτιάτης μισθοφόρος, ο Ξάνθιππος, τον οποίο όρισαν στρατηγό. Με την καθοδήγησή του νίκησαν τους πολιορκητές τους και συνέλαβαν ζωντανό τον Ρωμαίο στρατηγό. Για να περισώσουν τα υπολείμματα του στρατού τους, οι Ρωμαίοι ναυπήγησαν νέο στόλο, που έπεσε όμως σε τρικυμία και καταστράφηκε. Περιγράφοντας το γεγονός, ο ιστορικός Πολύβιος κάνει λόγο για τη μεγαλύτερη θαλασσινή καταστροφή στην ιστορία, έως την εποχή του. Από τα 364 πλοία σώθηκαν μόνο 80. Οι Ρωμαίοι δεν το έβαλαν κάτω. Ναυπήγησαν νέο στόλο, που τον έχασαν και αυτόν πάλι σε θαλασσοταραχή. Για ένα διάστημα υποχρεώθηκαν έτσι να περιορίσουν τις επιχειρήσεις τους μόνο στη Σικελία. Στις σκληρές πολιορκίες οι δύο πλευρές αναδεικνύονταν συχνά ισοδύναμες και οι νίκες εναλλάσσονταν με ήττες. Αλλά στην τρίτη τους ναυτική προσπάθεια το 241 οι Ρωμαίοι αναδείχθηκαν νικητές. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Καρχηδόνιοι αποχώρησαν τελείως από τη Σικελία και δεσμεύτηκαν να μην πολεμούν στο εξής εναντίον του Ιέρωνα. Επιπλέον, απελευθέρωσαν χωρίς λύτρα όλους τους Ρωμαίους αιχμαλώτους και κατέβαλαν υπέρογκα χρηματικά ποσά. Στις σκληρές αναμετρήσεις είχαν χάσει περίπου 500 πεντήρεις και οι νικητές Ρωμαίοι σχεδόν 700. Οι απώλειες και των δύο πλευρών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν επίσης πολύ μεγάλες. Την εποχή που οι Ρωμαίοι μάχονταν εναντίον των Καρχηδονίων, τα ελληνιστικά βασίλεια βρέθηκαν και πάλι σε πόλεμο μεταξύ τους. Το 260 ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος κλήθηκε να αντιμετωπίσει ταυτοχρόνως τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά και τον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Β' (261-246), που είχε μόλις διαδεχθεί τον πατέρα του Αντίοχο Α'. Η αναμέτρηση με τη Μακεδονία είχε για διακύβευμα τον έλεγχο του Αιγαίου, και με τη Συρία τον έλεγχο της Κοίλης Συρίας. Οι αναμετρήσεις έληξαν με απώλειες για τον Πτολεμαίο, που

προχώρησε σε ξεχωριστές συμφωνίες το 255 με τον Αντίγονο και το 253 με τον Αντίοχο. Η συμφωνία για τη λήξη του λεγόμενου Β' Συριακού Πολέμου προέβλεπε τον γάμο του Αντίοχου με την κόρη του Πτολεμαίου Β', τη Βερενίκη. Το 246, ωστόσο, ο Αντίοχος Β' πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Σέλευκος Β' (246-225), τον οποίο είχε αποκτήσει με την πρώτη του σύζυγο, τη Λαοδίκη. Η Βερενίκη κατέφυγε στον αδελφό της Πτολεμαίο Γ' Ευεργέτη (246-221), που είχε και αυτός διαδεχθεί τον πατέρα του, και έτσι ξέσπασε ο λεγόμενος Γ' Συριακός ή Λαοδίκειος Πόλεμος. Στη συμφωνία που επήλθε το 241 ο Πτολεμαίος αναγνώρισε τον Σέλευκο ως βασιλιά της Συρίας, αλλά διεύρυνε τα όρια του δικού του βασιλείου. Κυριαρχούσε στο ανατολικό Αιγαίο, είχε πάλι τον έλεγχο της Κυρήνης και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Αχαιούς, τη Σπάρτη και τη Ρόδο.

Ο Αντίγονος Γονατάς είχε κερδίσει το βασίλειο της Μακεδονίας εκδιώκοντας τους Γαλάτες αλλά, σε αντίθεση με τον πατέρα του, αξιοποίησε περισσότερο τη διπλωματία παρά στρατηγικές αρετές. Με τη σταθερότητα και την επιμονή του αντιμετώπισε επιτυχώς τον Πύρρο και αμέσως μετά τον Πτολεμαίο Β', χωρίς να διακινδυνεύσει τη θέση του. Κυριαρχούσε επιπλέον σε πλήθος ελληνικές πόλεις. Για να τις διοικήσει διατηρούσε φρουρές σε λίγες επιλεγμένες θέσεις, ενώ σε πολλές πόλεις επέβαλε τυράννους που υπηρετούσαν τα συμφέροντά του. Έξω από την εξουσία του παρέμεναν ωστόσο οι Αιτωλοί και οι Αχαιοί, που επέμεναν να ακολουθούν ανεξάρτητη πολιτική. Οι Αιτωλοί και οι Αχαιοί αισθάνονταν ότι αποτελούσαν διακριτά ἔθνη, το καθένα με κοινή καταγωγή και κοινά συμφέροντα. Οι Αιτωλοί άρχισαν να οργανώνονται αποτελεσματικά από τον 4ο αιώνα και οι Αχαιοί από τον 3ο, συγκροτώντας ομοσπονδιακές οργανώσεις, που ήταν γνωστές ως κοινά ή συμπολιτεῖαι. Αυτές επέτρεπαν στις πόλεις που τις αποτελούσαν να δρουν αποτελεσματικά, χωρίς να υποτάσσονται η μία στην άλλη. Στις συνελεύσεις, όπου λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις και επιλέγονταν οι στρατηγοί, συμμετείχαν ισότιμα όλες οι πόλεις κάθε έθνους. Στους ταραγμένους καιρούς τόσο οι Αιτωλοί όσο και οι Αχαιοί γίνονταν συχνά αποδέκτες αιτημάτων από διάφορες πόλεις για στρατιωτική συνδρομή. Κατάφεραν μάλιστα να εντάξουν στις ομοσπονδιακές τους οργανώσεις και πόλεις που δεν ανήκαν στα έθνη τους. Ήδη, με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Αιτωλοί είχαν δείξει αποφασισμένοι να αποτινάξουν τη μακεδονική κυριαρχία και έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τον Αντίπατρο. Ιδιαιτέρως ισχυροί αναδείχθηκαν όταν αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Γαλάτες και έσωσαν τους Δελφούς από τους επιδρομείς. Στη μεγαλύτερή τους ακμή οι Αιτωλοί είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρη την κεντρική Ελλάδα. Εξέλεγαν κάθε χρόνο άρχοντες, από τους οποίους ένας ήταν στρατηγός, και διέθεταν ομοσπονδιακή βουλή και συνέλευση. Οι Αχαιοί έκαναν ένα νέο ξεκίνημα την εποχή που ο Πύρρος μεταφερόταν στην Ιταλία. Το κοινό τους πολίτευμα παρείχε σε όλους ισότητα (ἰσηγορίαν) και ελευθερία λόγου (παρρησίαν). Όπως οι Αιτωλοί, διέθεταν και αυτοί ετήσιους άρχοντες, οι οποίοι στην αρχή εκλέγονταν με τη σειρά από διαφορετική κάθε φορά πόλη· είχαν επίσης αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις. Όταν αναδείχθηκε ως ηγετική φυσιογνωμία της ομοσπονδίας τους ο Άρατος, άρχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Από τότε, όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, αυτοί που όλοι

μαζί δεν είχαν τη δύναμη ούτε μιας αξιόλογης πόλης και που δεν διεκδικούσαν κανένα μερίδιο στην παλαιά ακμή των Ελλήνων, έγιναν ακαταμάχητοι, διατήρησαν την ελευθερία τους ανάμεσα σε ισχυρές πόλεις, ενώ απελευθέρωσαν επιπλέον πολλούς από τους άλλους Έλληνες. Κοινός στόχος ήταν η απομάκρυνση των Μακεδόνων από την Πελοπόννησο, η εκδίωξη των τυράννων και η εξασφάλιση της κοινής και πατροπαράδοτης ελευθερίας για όλους. Όσοι θέλησαν να αφηγηθούν τα γεγονότα διέθεταν, πέρα από άλλες πηγές, τα απομνημονεύματα (ὑπομνήματα) του ίδιου του Άρατου. Το 251 ο Άρατος, σε ηλικία είκοσι ετών, απελευθέρωσε την πόλη του Σικυώνα από την τυραννία και, μολονότι την κατοικούσαν Δωριείς, την ενέταξε στο ἔθνος των Αχαιών. Το 243 κατέλαβε τον Ακροκόρινθο και προσάρτησε την Κόρινθο. Το πλήγμα που επέφερε στους Μακεδόνες ήταν ισχυρότατο, διότι με τη φρουρά που διατηρούσαν εκεί ασκούσαν έλεγχο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Σύντομα προσάρτησε τα Μέγαρα και στη συνέχεια την Τροιζήνα και την Επίδαυρο. Οι προσπάθειές του να απελευθερώσει τους Αθηναίους από τη μακεδονική φρουρά και να τους προσελκύσει απέβησαν άκαρπες. Κατάφερε ωστόσο να εντάξει στο κοινό των Αχαιών τη Μεγαλόπολη, τον Ορχομενό, το Άργος και πολλές άλλες πόλεις. Ο Άρατος δεν ήταν αποτελεσματικός στις στρατιωτικές αναμετρήσεις, αλλά διακρίθηκε για τη διπλωματία και την αποφασιστικότητά του. Πολλές σημαντικές υποθέσεις τις χειρίστηκε με μεγάλη μυστικότητα, εκμεταλλευόμενος τις συγκυρίες και τους συσχετισμούς της εποχής. Συνεργάστηκε με τον βασιλιά της Αιγύπτου (τον οποίο επισκέφθηκε και από τον οποίο εξασφάλισε χρήματα), πολέμησε εναντίον των Αιτωλών, αλλά και συμμάχησε μαζί τους εναντίον των Μακεδόνων. Αναγνωρίζοντας τις ξεχωριστές του ικανότητες, οι Αχαιοί τον εξέλεξαν πολλές φορές στρατηγό, παραβιάζοντας τη γενική αρχή της εναλλαγής. Κύριος αντίπαλός του ήταν οι Μακεδόνες και οι τύραννοι που είχαν επιβάλει στην Πελοπόννησο. Στη μεγαλύτερή της ακμή η Συμπολιτεία του εξαπλώθηκε σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο. Μόνη υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή που παρέμενε ανεξάρτητη ήταν η Σπάρτη. Η Σπάρτη είχε ακολουθήσει επίσης σταθερά αντιμακεδονική πολιτική. Παρά τις επανειλημμένες της ήττες διατηρούσε πείσμα αντίστοιχο της ιστορίας της. Ο ισχυρός βασιλιάς Άρευς Α' προσέδωσε μάλιστα ιδιαίτερη αίγλη στο βασιλικό αξίωμα. Σύμφωνα με μια παράδοση, απέστειλε επιστολή προς τον αρχιερέα των Ιουδαίων, στην οποία ισχυριζόταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Ιουδαίοι ήταν συγγενείς. Εάν η παράδοση αυτή έχει δόση αλήθειας, τότε προφανώς παρακολουθούσε προσεκτικά τις διεθνείς εξελίξεις, αναζητώντας συμμάχους. Κάποια στιγμή πολέμησε στην Κρήτη, επέστρεψε εγκαίρως για να σώσει την πόλη του από την εισβολή του Πύρρου και σκοτώθηκε μαχόμενος εναντίον του Αντίγονου Γονατά. Αλλά στο εσωτερικό της Σπάρτης, μετά την απώλεια της Μεσσηνίας έναν αιώνα νωρίτερα, σοβούσε ήδη μια σοβαρότατη κοινωνική κρίση. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η ὀλιγανθρωπία, δηλαδή η συρρίκνωση του αριθμού των πολιτών, για την οποία είχε κάνει λόγο ήδη ο Αριστοτέλης. Το χρυσάφι και το ασήμι (κάποτε απαγορευμένα μέταλλα στη Σπάρτη) κυκλοφορούσαν πλέον σε αφθονία, επιτρέποντας σε έναν μικρό αριθμό πολιτών να αποκτήσει το μέγιστο μέρος της

καλλιεργήσιμης γης. Σημαντικές εκτάσεις βρίσκονταν άλλωστε στην ιδιοκτησία γυναικών. Πλήθος Σπαρτιάτες απέμεναν έτσι άκληροι και έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από 8.000 που ήταν την εποχή των Περσικών Πολέμων είχαν περιοριστεί σε μόλις 700 άνδρες. Και αυτοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για πολυτέλειες και τρυφή και λιγότερο για πολεμικά έργα. Την εποχή που βασίλευε ο Άρευς κατέρρευσε και το σύστημα της ἀγωγῆς, στο οποίο βασιζόταν η πολεμική αρετή των πολιτών. Την πόλη είχε σώσει από το χείλος της καταστροφής σε διάφορες ευκαιρίες μόνο η αυτοθυσία των κατοίκων της, περιλαμβανομένων των αμάχων και των γυναικών. Την κοινωνική κρίση της Σπάρτης προσπάθησε να ελέγξει ο βασιλιάς Άγις Δ' (245-241). Για τον σκοπό αυτό προώθησε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις με σύνθημα την επάνοδο στο πάτριο πολίτευμα του Λυκούργου και με στόχο τη διεύρυνση του σώματος των πολιτών, ώστε να φτάσει τους 4.500 άνδρες. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να εξορίσει τον συμβασιλέα Λεωνίδα Β' (254-235) και να αντικαταστήσει τους εφόρους που αντιδρούσαν στα σχέδιά του. Παρέγραψε τα χρέη των Σπαρτιατών που είχαν συσσωρευτεί και υποσχέθηκε αναδιανομή της γης. Ο Άγις έφερε τους Σπαρτιάτες πλησιέστερα στους Αχαιούς και δέχτηκε να πολεμήσει μαζί τους στον Ισθμό της Κορίνθου εναντίον των Αιτωλών, που απειλούσαν την Πελοπόννησο. Αλλά η συνεργασία αυτή δεν τελεσφόρησε. Ένας από τους λόγους ήταν η αντίδραση πολλών πλούσιων Ελλήνων που φοβούνταν ότι το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα μπορούσε να γίνει παράδειγμα για μίμηση. (Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις υπέφεραν άλλωστε από παρόμοια κοινωνικά προβλήματα και μια σπίθα θα μπορούσε να ξεσηκώσει κοινωνικές εξεγέρσεις.) Όταν επέστρεψε στη Σπάρτη, ο Άγις βρήκε τους αντιπάλους του συσπειρωμένους με αρχηγό τον Λεωνίδα, ο οποίος είχε επιστρέψει στην πόλη. Συνελήφθη και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Η εκτέλεση αυτή θεωρήθηκε αργότερα ως η πλέον φοβερή και ανόσια πράξη που έγινε στη ιστορία της Σπάρτης. Ο Λεωνίδας, συνηθισμένος στις πολυτέλειες από την εποχή που ζούσε στην αυλή του Σέλευκου Α', ανέστειλε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Ο θάνατος του Αντίγονου Γονατά το 239 δημιούργησε μια νέα κατάσταση. Ο γιος του Δημήτριος Β' (239-229), που τον διαδέχθηκε, ήταν αποφασισμένος και ικανός να συνεχίσει την πολιτική του πατέρα του, αλλά τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στα δυτικά και τα βόρεια σύνορά του περιόρισαν την αποτελεσματικότητά του. Στα χρόνια του οι Αχαιοί έφτασαν στη μεγαλύτερη ακμή τους. Ακόμη και οι Αιτωλοί δέχτηκαν να συνεργαστούν μαζί τους εναντίον των Μακεδόνων. Συνάντησαν ωστόσο ένα πολύ ισχυρό εμπόδιο, που στάθηκε φραγμός στα σχέδιά τους να ενώσουν όλη την Πελοπόννησο: την αναγεννημένη Σπάρτη. Με τον θάνατο του Λεωνίδα, βασιλιάς στη Σπάρτη ανέλαβε ο γιος του Κλεομένης Γ' (235222). Ο πατέρας του τον είχε υποχρεώσει να παντρευτεί τη σύζυγο του Άγη, η οποία φαίνεται ότι τον μύησε στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο πρώτος της σύζυγος. Μεταξύ αυτών που τον διαμόρφωσαν ήταν επίσης ένας στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Ζήνωνα. (Η Σπάρτη δεν ήταν πλέον αμέτοχη σε φιλοσοφικές συζητήσεις.) Το πρώτο μέλημα του Κλεομένη ήταν να ισχυροποιήσει τη θέση της πόλης του στην Πελοπόννησο. Πετυχαίνοντας σημαντικές νίκες και κερδίζοντας με το μέρος του αρκετές άλλες πόλεις, αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός για να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα της πόλης του.

Μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, ο Κλεομένης σκότωσε τους τέσσερις από τους πέντε εφόρους, κατήργησε το αξίωμά τους και εξόρισε από την πόλη όσους θεωρούσε επικίνδυνους εχθρούς του. Προχώρησε στον προσδοκώμενο από πολλούς αναδασμό της γης και απέδωσε δικαιώματα πολίτη σε ικανούς περίοικους. Ιδιαιτέρως καταπολέμησε τις ξενόφερτες απολαύσεις και πολυτέλειες. Αμέσως μετά αναμόρφωσε την πολεμική τεχνική των οπλιτών, εισάγοντας τη μακεδονική σάρισα και επαναφέροντας την πατροπαράδοτη ἀγωγήν. Διατήρησε τη διπλή βασιλεία, αλλά επέβαλε ως συμβασιλέα τον αδελφό του. Η Σπάρτη είχε πλέον δύο βασιλείς που κατάγονταν από το ίδιο γένος. Μέσα σε σύντομο διάστημα μπορούσε να κατατροπώνει σε πολεμικές αναμετρήσεις τους Αχαιούς. Ήταν σε θέση να καταλαμβάνει πόλεις όπως η Μεγαλόπολη ή ακόμη και το Άργος, που κανένας βασιλιάς της Σπάρτης δεν είχε κατορθώσει να εκπορθήσει - ούτε άλλωστε ο Πύρρος. Άρχισε έτσι σύντομα συνεννοήσεις με τους Αιτωλούς για κοινά στρατιωτικά σχέδια. Επιπλέον, κέρδισε την υποστήριξη της Αιγύπτου, στερώντας τους Αχαιούς από ένα σημαντικό στήριγμα. Οι Αχαιοί βρέθηκαν σε πολύ δυσχερή θέση, χάνοντας τη μια κρίσιμη μάχη μετά την άλλη. Οι Σπαρτιάτες ήταν και πάλι μια πολύ ισχυρή δύναμη στην Πελοπόννησο και φιλοδοξούσαν να καταστούν ηγεμόνες της, όπως παλιά. Επιπλέον, πολλοί φτωχοί πολίτες σε διάφορες περιοχές επιθυμούσαν την αναδιανομή της γης και την παραγραφή των χρεών τους, προσβλέποντας στον Κλεομένη. Έχοντας ηττηθεί αρκετές φορές στα πεδία των μαχών, αρκετοί Αχαιοί ήταν πλέον έτοιμοι να αποδεχθούν την ηγεμονία των Σπαρτιατών. Με αυτά τα δεδομένα, ο Άρατος αποφάσισε να χαράξει νέα στρατηγική. Πρώτη του σκέψη ήταν η συνεργασία των Αχαιών με τους Αθηναίους. Στο βασίλειο της Μακεδονίας ο Δημήτριος, ηττημένος από τους Δαρδανούς, πέθανε το 229. Στη θέση του ανήλικου γιου του Φιλίππου την εξουσία ανέλαβε ένας θείος του, ο Αντίγονος Δώσων (229-221), στην αρχή ως επίτροπος και στη συνέχεια ως βασιλιάς. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και, εξαγοράζοντας με πλούσια αμοιβή τον Μακεδόνα τοποτηρητή, κατάφεραν να απαλλαγούν από τη φρουρά που τους είχε επιβληθεί από το τέλος του Χρεμωνιδείου πολέμου το 263. (Ο Πειραιάς είχε φρουρά από πολύ παλαιότερα.) Στην απελευθέρωση αυτή έπαιξε ρόλο και ο Άρατος, ο οποίος συνεισέφερε χρήματα και μεσολάβησε προσωπικώς, μολονότι εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωμένος να μετακινείται με φορείο. Ο Αχαιός πολιτικός θεώρησε λοιπόν ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να προσχωρήσει στη Συμπολιτεία και η Αθήνα. Οι Αθηναίοι ωστόσο επέλεξαν να ακολουθήσουν πολιτική αυστηρής ουδετερότητας. Καταπονημένοι από τις πολλές τους ήττες, δεν είχαν καμία διάθεση να υποδουλωθούν για μία ακόμη φορά. Απογοητευμένος ο Άρατος προχώρησε σε μια τολμηρότερη ενέργεια. Για να αντιμετωπίσει τον Κλεομένη, ο Άρατος στράφηκε προς τους Μακεδόνες, τους οποίους είχε εκτοπίσει από την Πελοπόννησο με την πολιτική του και την προσωπική ανδρεία του. Έχοντας έρθει σε μυστική συνεννόηση με τον Αντίγονο, πέτυχε να εκλεγεί για μία ακόμη φορά στρατηγός των Αχαιών και να τους οδηγήσει σε συμμαχία με τους μεγάλους τους εχθρούς. Καθοριστική ενέργεια για την υλοποίηση της νέας στρατηγικής ήταν η παράδοση του Ακροκορίνθου, όπου επανήλθε η μακεδονική φρουρά.

Η μεταστροφή αυτή του Άρατου και των Αχαιών προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις. Αρκετοί θα ήταν εκείνοι που θεωρούσαν προδοτική την εθελοντική υποταγή στους Μακεδόνες. Περιγράφοντας τα αισθήματά τους, ο Πλούταρχος έγραφε ύστερα από τρεις περίπου αιώνες ότι, ακόμη και αν ο Κλεομένης ήταν παράνομος και τυραννικός, έπρεπε να γίνει αποδεκτός ως ηγεμόνας των Ελλήνων. Προτιμότερος θα ήταν για τη θέση αυτή ο αφανέστερος Σπαρτιάτης από ό,τι ο επιφανέστερος Μακεδόνας. Αλλά η πλειονότητα των Αχαιών αποδέχθηκε τη συμμαχία και πολέμησε κάτω από τις διαταγές του Αντίγονου σε έναν πόλεμο που ονομάστηκε Κλεομενικός, εφόσον κύριος αντίπαλος ήταν ο Κλεομένης. Η συνεργασία αυτή απέδωσε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ο Αντίγονος επανήλθε στην Πελοπόννησο, οχύρωσε και πάλι τον Ακροκόρινθο και συμμετείχε στη σύνοδο των Αχαιών. Το 224 ήταν πλέον σε θέση να συγκροτήσει μια νέα συμμαχία που, εκτός από τους Αχαιούς, περιλάμβανε τους Ηπειρώτες, τους Φωκείς, τους Βοιωτούς, τους Ακαρνάνες, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς και τους Θεσσαλούς. Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές συμμαχίες από την εποχή του Φιλίππου Β'. Οι Αιτωλοί αρνήθηκαν να προσχωρήσουν και οι Αθηναίοι επέμειναν στην ουδετερότητά τους. Αντιλαμβανόμενοι ωστόσο την απειλή, οι Αθηναίοι στράφηκαν προς τον Πτολεμαίο Γ'. Του απέδωσαν μάλιστα θεϊκές τιμές, όπως συνηθιζόταν πλέον σε τέτοιες περιπτώσεις. Ενώ διατήρησαν τις δύο πρόσθετες φυλές με τις οποίες είχαν κάποτε τιμήσει τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο και τον γιο του Δημήτριο Πολιορκητή, ίδρυσαν μια δέκατη τρίτη, την οποία ονόμασαν Πτολεμαΐδα, καθώς και έναν νέο δήμο, στο όνομα της βασίλισσας Βερενίκης. Ήδη, με όσα μέσα τούς απέμεναν, ενίσχυαν την οχύρωσή τους στο άστυ και τον Πειραιά. Όταν ετοιμάστηκε ο Αντίγονος, βάδισε προσεκτικά εναντίον των Σπαρτιατών, εισβάλλοντας στη Λακωνία. Μαζί με τους συμμάχους του διέθετε 28.000 πεζούς, από τους οποίους οι 10.000 ήταν Μακεδόνες, και 1.200 ιππείς. Ο Κλεομένης οργάνωσε την άμυνα της πόλης του κινητοποιώντας 20.000 άνδρες, από τους οποίους οι 6.000 ήταν Σπαρτιάτες. Όπως ήταν φανερό, και οι δύο παρατάξεις καθοδηγούνταν από ευφυείς αρχηγούς με ηγετικά χαρίσματα. Στην αποφασιστική μάχη, που δόθηκε στη Σελλασία το 222, οι Μακεδόνες υπερίσχυσαν και κατατρόπωσαν τους Σπαρτιάτες. Υπολογίστηκε ότι από τον συνολικό στρατό του Κλεομένη επέζησαν μόλις 4.000 άνδρες, από τους οποίους μόνο 200 ήταν Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτισσες και οι γέροντες δέχτηκαν την ήττα με αξιοπρέπεια και χωρίς υπερβολικούς θρήνους. Ο Κλεομένης προέτρεψε όσους επέζησαν να δεχτούν τον Αντίγονο και να διαφυλάξουν τους εαυτούς τους για τις καλύτερες μέρες που θα έρχονταν. Ο ίδιος αναχώρησε με την οικογένεια του για την Αίγυπτο, αφήνοντας την πόλη χωρίς βασιλιά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Σπάρτη κυριεύτηκε από έναν εχθρικό στρατό. Όλες οι μεταρρυθμίσεις ακυρώθηκαν και αποκαταστάθηκε η προηγούμενη κοινωνική τάξη. Για τη διοίκηση της πόλης θεσπίστηκε και πάλι το αξίωμα των εφόρων. Η Σπάρτη υποχρεώθηκε να προσχωρήσει στην «ελληνική» συμμαχία που είχε ηγεμόνα τον Αντίγονο. Λίγες μέρες μετά τη μάχη, ο Αντίγονος ειδοποιήθηκε ότι έπρεπε να επιστρέψει επειγόντως στη Μακεδονία για να αντιμετωπίσει Ιλλυριούς εισβολείς. Αν ο Κλεομένης είχε αντέξει περισσότερο, θα είχε γλιτώσει από την καταστροφή. Σύντομα άλλωστε ο Αντίγονος πέθανε, αφήνοντας τη

βασιλεία στον νεαρό Φίλιππο Ε' (221-179), τον γιο του Δημητρίου Β'. Αλλά και ο Κλεομένης δεν επέζησε για πολύ. Ο Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης, ο οποίος τον φιλοξενούσε, πέθανε, και ο διάδοχός του Πτολεμαίος Δ' Φιλοπάτωρ (221-204) τον φυλάκισε. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Αχαιοί είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τους Αιτωλούς και ότι η Πελοπόννησος ήταν ανάστατη, προσπάθησε να ανατρέψει τον βασιλιά Πτολεμαίο. Απέτυχε ωστόσο οικτρά και αυτοκτόνησε. Είχε πεθάνει πρόσφατα και ο βασιλιάς της Συρίας Σέλευκος Γ' Σωτήρ, αφήνοντας διάδοχο τον αδελφό του Αντίοχο Γ'.

6.2. Τρεις εθνικές ομάδες κατοικούν στην πόλη αυτή Η προσπάθεια των Θηβαίων να ενοποιήσουν τεχνητά τις αρκαδικές κώμες δεν είχε μακρά ζωή. Μέσα σε πενήντα χρόνια από την ίδρυσή της η Μεγαλόπολη ήταν μεγάλη κυρίως στο όνομα. Αιώνες μετά, κάποιος μπορούσε να τη διακωμωδεί ως μεγάλην ἐρημίαν. Ακόμη και υπό μακεδονική ή, αργότερα, ρωμαϊκή επικυριαρχία, η αυτονομία των τοπικών κοινωνιών εξακολουθούσε να υφίσταται - τουλάχιστον ως ιδανικό. Οι πολιτειακοί θεσμοί της κλασικής εποχής επιβίωναν, ουσιαστικά ή ονομαστικά. Πολυανθρωπία, πάντως, και τα προβλήματα που δημιουργεί η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού δεν εμφανίστηκαν πουθενά. Στα νέα εδάφη υπήρχαν άλλες δυνατότητες. Πολλές από τις πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι Διάδοχοι αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς και ξεπέρασαν σε πληθυσμό κάθε προηγούμενο. Η Αντιόχεια, η Σελεύκεια, η Λαοδίκεια και η Απάμεια στο βασίλειο των Σελευκιδών, το Πέργαμον στο μικρό βασίλειο των Ατταλιδών και κυρίως η Αλεξάνδρεια στο βασίλειο των Πτολεμαίων αριθμούσαν, κατά τον 2ο αιώνα, εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Ενώ η πόλις των Θηβών ή της Σπάρτης στην κλασική εποχή περιλάμβανε όλους τους κατοίκους της αντίστοιχης επικράτειας και όχι μόνο τις λίγες χιλιάδες ανθρώπους που ήταν εγκατεστημένοι στο άστυ, οι νέες πόλεις ήταν αυστηρώς αστικά κέντρα. Κανένα άστυ της κλασικής εποχής δεν μπορούσε να αυξηθεί δημογραφικά πέρα από κάποιο όριο. Η γεωφυσική δομή της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας ευνοούσε τις περιορισμένες ενότητες και τον κατακερματισμό. Αντίθετα, στα εκτενή ελληνιστικά βασίλεια τέτοια όρια δεν υπήρχαν. Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο παλάτι δημιούργησε την ανάγκη ενός διευρυμένου δικτύου διοίκησης και αντίστοιχης γραφειοκρατίας. Στο βασίλειο των Σελευκιδών η αστυφιλία ενθαρρύνθηκε ιδεολογικά και πρακτικά. Το αντίθετο συνέβη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Η εύφορη γη, που θεωρητικά ήταν όλη βασιλική, έπρεπε να καλλιεργείται συστηματικά. Αν ενθαρρυνόταν η αστυφιλία, υπήρχε κίνδυνος ερήμωσης της υπαίθρου με τρομακτικές συνέπειες στην οικονομία. Η έλλειψη μεγάλων πόλεων στην Αίγυπτο αποτελεί τη βασική αιτία υπερδιόγκωσης της Αλεξάνδρειας. Η ανάπτυξη των πόλεων στα ελληνιστικά βασίλεια σήμαινε τη δημιουργία διοικητικών και εμπορικών κέντρων που υποβοηθούσαν την ενοποίηση του χώρου. Η άρχουσα τάξη των κατακτητών προσπάθησε -και πέτυχε- να συνεργαστεί με τους γηγενείς πληθυσμούς, διατηρώντας τις παραδοσιακές δομές διοίκησης. Στον χώρο της κρατικής οικονομίας κύρια μέριμνα ήταν η είσπραξη φόρων - η βασική πηγή εσόδων στα ελληνιστικά βασίλεια. Το εμπόριο ήταν γενικά ελεύθερο, αν και ορισμένα είδη αποτελούσαν κρατικό μονοπώλιο. Παράλληλα με τα νέα επαγγέλματα, όπως ήταν αυτά των εγγράμματων δημόσιων λειτουργών, δημιουργήθηκαν νέοι τρόποι αστικής ζωής, νέες υλικές ανάγκες και νέες πνευματικές αναζητήσεις. Η χλιδή των ανακτόρων αποτελούσε ανέκαθεν σύμβολο της βασιλικής δύναμης. Στα ελληνιστικά χρόνια η πολυτέλεια εξακτινώθηκε στα ανώτερα στρώματα. Ο πλουτισμός έγινε σκοπός της ζωής πολλών ανθρώπων και οι σωματικές απολαύσεις ένδειξη της κοινωνικής

επιτυχίας τους. Στην παλαιά διάκριση ελεύθερων πολιτών και κατοίκων χωρίς πολιτικά δικαιώματα αντιτάχθηκε εκ νέου ο διαχωρισμός πλουσίων και φτωχών. Ο θεσμός της δουλείας διατηρήθηκε απαράλλακτος. Μάλιστα, ο συνολικός αριθμός των δούλων αυξήθηκε κατακόρυφα εξαιτίας των συνεχών πολέμων, αλλά το ποσοστό εκείνων που εργάζονταν στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή μάλλον μειώθηκε. Οι περισσότεροι δορίκτητοι δούλοι προορίζονταν πλέον για την εύρυθμη λειτουργία του οίκου. Ισονομία μεταξύ των φύλων στον αρχαίο κόσμο δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Κάποιες νέες τάξης εξίσωσης έκαναν ωστόσο την εμφάνισή τους. Στον γάμο οι περιπτώσεις συζύγων που ομολογούσαν αμοιβαία αγάπη αυξήθηκαν. Η κυρίαρχη ιδεολογία των προηγούμενων αιώνων θεωρούσε ότι ο έρωτας δεν σχετίζεται με τον θεσμό του γάμου, που είχε ως κύριο στόχο τη δημιουργία νόμιμων απογόνων και κληρονόμων της πατρικής περιουσίας. Τώρα όμως στη συνείδηση πολλών ανθρώπων, ο έρωτας έπαυε να είναι ασύμμετρος με την οικογενειακή ζωή. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε εκ νέου η συζήτηση για τις σχέσεις ανάμεσα στη (φυσική) ερωτική επιθυμία και την (κοινωνικά αποδεκτή) τεκνοποιία. Σε κάποιους ηθικολόγους συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου ο γάμος θεωρήθηκε ακόμη και προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ερωτικής ολοκλήρωσης που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα. Από τη σταδιακή αυτή αλλαγή της αντίληψης των ανδρών για τις συζύγους τους η θέση της γυναίκας ελαφρώς βελτιώθηκε. Οι περιπτώσεις διαζυγίων επίσης αυξήθηκαν. Ο ιδιωτικός και ο δημόσιος βίος ακολούθησαν αποκλίνουσες πορείες. Οι άνθρωποι άρχισαν να φορούν προσωπεία για να αντεπεξέλθουν στους διακριτούς κοινωνικούς ρόλους τους. Η διαφάνεια της προηγούμενης εποχής ευνοούσε την αυτογνωσία μέσα από το βλέμμα και τη συμπεριφορά των συμπολιτών με τους οποίους ο καθένας μοιραζόταν την ίδια αντίληψη για την αρετή και το νόημα του βίου. Τώρα το μέσα και το έξω, το ψυχικό βίωμα και η κοινωνική συμπεριφορά, έτειναν να διαχωριστούν. Η κοινωνική περιωπή των πλουσίων αυξανόταν όταν αναλάμβαναν δημόσιες δαπάνες ή δώριζαν μεγάλα ποσά για την κατασκευή κτιρίων. Η πρακτική αυτή ονομάζεται σήμερα «ευεργετισμός» και αποτέλεσε μια σημαντική συνιστώσα της πολιτικής οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων. Οι ευεργέτες αποκτούσαν κύρος και μπορούσαν να απαιτήσουν προνόμια από τους βασιλείς - πρακτική συνηθισμένη και διόλου αξιόμεμπτη στις ιεραρχικές κοινωνίες. Δίπλα στη δημόσια ωφέλεια, οι ευεργεσίες των πλουσίων υπογράμμιζαν έμπρακτα αρετές του χαρακτήρα γνωστές από τα προηγούμενα χρόνια. Η μεγαλοπρέπεια και η μεγαλοψυχία, τις οποίες ο Αριστοτέλης είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των σημαντικών ηθικών αρετών, έπαιρναν νέες διαστάσεις. Από την άλλη μεριά, στους συνεχείς πολέμους της ελληνιστικής περιόδου μετείχαν όλο και μεγαλύτερα

σώματα

μισθοφόρων.

Το

γεγονός

αυτό

καθιστούσε

πλέον

την

πολεμική

δραστηριότητα όχι υποχρέωση και δικαίωμα του πολίτη προς την πόλη του, αλλά επαγγελματική ιδιότητα ειδικά εξασκημένων ανδρών. Η ανδρεία δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται μία από τις βασικότερες αρετές του χαρακτήρα. Ωστόσο, έξω από τα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι περιστάσεις πολεμικής φανέρωσής της σταδιακά περιορίζονταν.

Ο παλαιός ελληνισμός εξακολουθούσε να παρέχει το πολιτιστικό στίγμα και την κυρίαρχη ιδεολογία της νέας κατάστασης πραγμάτων. Τα παραγόμενα αγαθά όμως ήταν τώρα προϊόντα συγκερασμού με τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία των κατακτημένων πληθυσμών. Αυτή η εξέλιξη υπήρξε εξαρχής εμφανέστερη στο επίπεδο της ίδιας της γλώσσας. Επίσημη γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων και ταυτόχρονα κοινός κώδικας επικοινωνίας των ετερόφωνων πληθυσμών της ανατολικής Μεσογείου ήταν από την αρχή η ελληνική. Αλλά στην τεράστια και ξαφνική διεύρυνση του αριθμού των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούσαν, τα ομιλούμενα και γραφόμενα ελληνικά υπέστησαν σημαντικές αλλαγές. Οι παλαιές διάλεκτοι διατηρήθηκαν εκεί που εκτεινόταν πολιτικά η παλαιά Ελλάδα - από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία μέχρι τα μικρασιατικά παράλια, και από την Κύπρο και την Κρήτη μέχρι την Ακαρνανία και τη Θεσσαλία. Δεν βρήκαν όμως διάδοση στα νέα εδάφη. Η κοινή γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων ήταν μια εκδοχή της αττικής διαλέκτου απλουστευμένη τόσο στο επίπεδο των γραμματικοσυντακτικών δομών όσο και στη φωνολογία. Η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων σταδιακά χάθηκε, οι παλαιές δίφθογγοι άρχισαν να προφέρονται ενιαία, λέξεις στενά συνυφασμένες με την πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα της αρχαϊκής εποχής άλλαξαν νόημα ή αχρηστεύτηκαν εντελώς, καινούριοι όροι δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν νέους θεσμούς, ξένες λέξεις προσαρμόστηκαν στο ελληνικό κλιτικό σύστημα και άλλες εντάχθηκαν άκλιτες, σημασίες μετατοπίστηκαν, νέες συντακτικές δομές δημιουργήθηκαν, σπάνιοι γραμματικοί τύποι εξαφανίστηκαν και άλλοι υποχώρησαν σημαντικά. Γενικά, η τάση ήταν προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και της απλούστευσης (Χριστίδης κεφ. 10 [σ. 175-185]). Οι μητρικές γλώσσες των ανθρώπων που μετακομίζουν σε νέα περιβάλλοντα εξασθενούν και μέσα σε λίγες γενιές διατρέχουν τον κίνδυνο του αφανισμού, αν δεν υπάρχει ένα εθνικό κέντρο για τη συντήρησή τους. Αυτό συνέβη σταδιακά με την εβραϊκή. Μετά την περσική κατάκτηση, οι Εβραίοι άρχισαν να περιορίζουν τη χρήση της εβραϊκής προς όφελος της αραμαϊκής, που ήταν η κοινή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η γλώσσα της Πεντατεύχου (Τορά) τελικά νεκρώθηκε. Ίσως ήδη κατά τον 3ο, αλλά οπωσδήποτε κατά τον 2ο και 1ο αιώνα, οι περισσότεροι Ιουδαίοι δεν είχαν πλέον άμεση πρόσβαση στις ιερές γραφές τους. Ειδικά στην Αλεξάνδρεια οι πολυάριθμοι Εβραίοι ήταν πλήρως εξελληνισμένοι. Σύμφωνα με μια παράδοση, που είναι προφανώς αβάσιμη ιστορικά αλλά παραμένει σημαντική στο επίπεδο του θρησκευτικού συμβολισμού, ο Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος διέταξε, με προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα, τη μετάφραση των εβραϊκών γραφών στα ελληνικά για να περιληφθούν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Κακριδής 4.5.Β [σ. 211-212]). Εβδομήντα δύο ελληνομαθείς Εβραίοι, έξι από κάθε φυλή του Ισραήλ, κλείστηκαν σε ξεχωριστά δωμάτια και, χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας, παρέδωσαν μέσα σε εβδομήντα δύο μέρες μεταφράσεις που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πανομοιότυπες και στα εβδομήντα δύο αντίγραφα. Στην πραγματικότητα, η ελληνική μετάφραση της Πεντατεύχου και άλλων ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού (γνωστή ως Μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο') συντελέσθηκε στη διάρκεια αρκετών δεκαετιών και είναι έργο ανθρώπων που δεν είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Επειδή

δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εβραϊκής διασποράς, έγινε το επίσημο κείμενο αναφοράς του ύστερου ιουδαϊσμού και θεωρήθηκε, ορισμένες φορές, ως ανώτερη ακόμη και από το εβραϊκό πρωτότυπο. Παράλληλα με τη διευκόλυνση που παρείχε στους Ιουδαίους κατά την τέλεση των θρησκευτικών τους νομίμων, η μετάφραση των ιουδαϊκών γραφών έφερε τους ενδιαφερόμενους ελληνόφωνους λογίους σε άμεση επαφή με τα καταστατικά θρησκευτικά κείμενα ενός ξένου λαού. Από την εποχή του Εκαταίου και του Ηροδότου μέχρι τις απαρχές της ελληνιστικής περιόδου, η γνώση που διέθεταν οι Έλληνες για τα ήθη, τα έθιμα και τη θρησκεία των ξένων λαών προερχόταν από προφορικές συζητήσεις και διηγήσεις (είτε μέσω διερμηνέων είτε επειδή οι ξένοι πληροφοριοδότες γνώριζαν ελληνικά) και από όσα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει παρακολουθώντας τις τελετουργίες και παρατηρώντας τα αγάλματα, τα σύμβολα, τους τάφους και τους ναούς. Με τις νέες μεταφράσεις δινόταν η ευκαιρία να διαβάσει κάποιος τα ιερά κείμενα ενός ξένου πολιτισμού και να αναλογιστεί τη σημασία τους. Την εποχή που έγραφε ο Πολύβιος, στην Αλεξάνδρεια κατοικούσαν τρία διακριτά γένη, το καθένα με ιδιαίτερα γνωρίσματα: οι ντόπιοι Αιγύπτιοι, που ήταν ατίθασοι αλλά πολιτισμένοι, οι μισθοφόροι, που ήταν άξεστοι και ακαλλιέργητοι αλλά εκμεταλλεύονταν με τη δύναμη των όπλων τα κενά της κεντρικής εξουσίας, και τέλος οι Αλεξανδρινοί, που, αν και μιγάδες, κρατούσαν σε κάποιο βαθμό τις συνήθειες των πολιτισμένων Ελλήνων προγόνων τους. Είναι ενδιαφέρον ότι στην έκθεση του Πολύβιου απουσιάζουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι μάλλον εντάσσονταν στους Αλεξανδρινούς. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι στην ιεράρχησή του ο Πολύβιος δίνει την πρωτοκαθεδρία στους γηγενείς της Αιγύπτου. Κατά τη γνώμη του, το πολιτικόν, μια χαρακτηριστικά ελληνική αρετή που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πολιτισμένες ανθρώπινες σχέσεις», το διέθεταν οι Αιγύπτιοι σε βαθμό μεγαλύτερο από τους ξένους μισθοφόρους και τους επήλυδες, Έλληνες ή μη. Παρά τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων ακολούθων του, η θεοποίηση του Αλεξάνδρου ήταν γεγονός. Λίγο αργότερα οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν με θεϊκές τιμές τον Δημήτριο Πολιορκητή και του παραχώρησαν ως κατοικία τον οπισθόδομο του Παρθενώνα. Έχει μάλιστα διασωθεί επίγραμμα που αναφέρει τα εξής: Παιδί του ισχυρότατου θεού, του Ποσειδώνα, και της Αφροδίτης απ᾽ την άλλη, χαίρε. Οι υπόλοιποι θεοί είτε βρίσκονται πολύ μακριά, είτε δεν διαθέτουν αφτιά, ή και δεν υπάρχουν, ή δεν μας δίνουν σημασία καμιά. Εσένα, ωστόσο, σε βλέπουμε μπροστά μας ζωντανό, όχι από ξύλο φτιαγμένο, ούτε από πέτρα, αλλ᾽ αληθινό. Σ᾽ εσένα λοιπόν προσευχόμαστε. Οι μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων έσπευσαν να θεμελιώσουν την εξουσία τους ανάγοντας τις απαρχές της οικογένειάς τους σε κάποιον θεό. Οι Πτολεμαίοι γενεαλογήθηκαν από

τον Διόνυσο, οι Σελευκίδες από τον Απόλλωνα. Ιδίως στην Αίγυπτο οι βασιλείς, ακολουθώντας την παράδοση των φαραώ, έγιναν αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας ως ζωντανοί θεοί. Μια τέτοια πολιτική και θρησκευτική στάση ήταν γενικά αδιανόητη κατά τους προηγούμενους αιώνες. Τα αντιπαραδείγματα ήταν μεμονωμένα και αυστηρά τοπικής εμβέλειας. Ένας θεός μπορούσε φυσικά να πάρει ανθρώπινη μορφή -για να εξαπατήσει, να συμβουλέψει ή να ξελογιάσει (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 9.11 [σ. 148-151])-, και ένας μαχόμενος ήρωας ή μια θεσπέσια κόρη να παρομοιαστεί με θεότητα σε κάποια στιγμή ιδιαίτερης λάμψης. Δεν επιτρεπόταν όμως να τιμάται θνητός με τελετουργίες και προσευχές κατά τη διάρκεια του βίου του. Το περισσότερο που θα μπορούσε να ελπίζει κανείς, αν είχε προσφέρει πολλά στην πόλη του, ήταν η μεταθανάτια ηρωοποίησή του. Αντίθετα, οι ηγεμόνες της ελληνιστικής εποχής άλλοτε εισέπρατταν αυθόρμητα και άλλοτε απαιτούσαν θεϊκές τιμές και λατρεία. Η θεοποίησή τους συνέβαλε στην εδραίωση των νέων βασιλείων και οπωσδήποτε ενθαρρύνθηκε για καθαρά πολιτικούς λόγους. Η τάση φάνηκε εντονότερα στην Αίγυπτο. Αν και η διάκριση ανάμεσα στους άλλους θεούς και τον θεό-ηγεμόνα ήταν στην πράξη σαφής, η θεοποίηση ενός πολιτικά ισχυρού ανθρώπου έδειχνε το έλλειμμα που άφηνε πλέον η παραδοσιακή θρησκευτικότητα. Η προσπάθεια ηθικής εξύψωσης των θεών, που είχε ξεκινήσει κατά τον 5ο αιώνα, είχε ως επακόλουθο την αυξανόμενη απομάκρυνση των θεών από τον κόσμο της ανθρώπινης δράσης. Αργότερα, ο πλατωνισμός, για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής σκέψης, μίλησε για άυλες οντότητες (ιδέες, ουσίες και ψυχές). Το σώμα και η ύλη έγιναν έτσι απλοί υποδοχείς και εκφραστές ασώματων μορφών και ενεργειών. Η αντίρροπη τάση, αυτή που τόνιζε το ζωντανό σώμα και την υλική ρίζα των πραγμάτων, άρχισε να εκδηλώνεται σε διάφορους τομείς. Το τιμητικό επίγραμμα των Αθηναίων αποτελεί μία από τις πολλές εκφάνσεις της. Ο Αλέξανδρος δεν έγινε θεός μόνο λατρευτικά. Έγινε θεός και στη συλλογική φαντασία της αρχαιότητας. Το πέρασμά του στον θρύλο συνέβη ταχύτατα. Μια γραπτή διήγηση του βίου και των έργων του, που αποδόθηκε ψευδεπίγραφα στον Καλλισθένη και σώζεται σε διάφορες μορφές και γλώσσες, έχει τις λογοτεχνικές απαρχές της στον 3ο αιώνα, αλλά αντλεί από προφορικό υλικό που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των κατορθωμάτων του ή αμέσως μετά. Αυτή η φανταστική ιστορία, γνωστή ως Διήγησις Ἀλεξάνδρου, εντυπωσιακή για την άγνοια της εθνολογίας και της γεωγραφίας που διακρίνει τον λαϊκό συνθέτη της, διαθέτει το είδος αλήθειας που χαρακτηρίζει τον μύθο. Πραγματικός πατέρας του Αλεξάνδρου παρουσιάζεται ο τελευταίος φαραώ της Αιγύπτου, που υποτίθεται ότι σκοτώθηκε στη Μακεδονία από τον δωδεκαετή γιο του, πολύ πριν ξεκινήσει η εκστρατεία κατά των Περσών. Ο Αλέξανδρος σκιαγραφείται ως ένας πραγματικός μάγος που αποστόμωσε τους σοφούς βραχμάνους της Ινδίας. Όταν τον ρώτησαν γιατί πολεμάει, παρουσίασε τον εαυτό του ως εργάτη της θείας πρόνοιας και ισχυρίστηκε ότι οι εκστρατείες του ήταν αναγκαίες για την προώθηση της κίνησης στον κόσμο. Η στάση θα σήμαινε θάνατο, υπαινισσόταν, ενώ ο πόλεμος είναι σύμφυτος με την αληθινή ζωή. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της φανταστικής

διήγησης μας φέρνουν αντιμέτωπους με το πνεύμα που διακατείχε τον Αλέξανδρο περισσότερο από τις νηφάλιες ιστοριογραφικές αφηγήσεις των πραγματικών γεγονότων της ζωής του.

6.3. Μέσα σε πενήντα τρία χρόνια Για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, καθώς και για αυτά που ακολούθησαν, τις συστηματικότερες πληροφορίες τις δίνει ο ιστορικός Πολύβιος από τη Μεγαλόπολη. Τα παλαιότερα τα γνώριζε από αυτόπτες μάρτυρες, ενώ τα υστερότερα τα είχε ζήσει ο ίδιος, σε πολλές περιπτώσεις από κοντά. (Είχε γεννηθεί στην αρχή του 2ου αιώνα και πέθανε το 120.) Καθώς μάλιστα παρέμεινε για μεγάλο μέρος της ζωής του στη Ρώμη, στην αρχή ως όμηρος και στη συνέχεια ως προστατευόμενος επιφανών Ρωμαίων, είχε άφθονο χρόνο να διαβάσει τα σημαντικότερα ιστορικά συγγράμματα και να επισκεφθεί πολλούς τόπους όπου είχαν διεξαχθεί μεγάλες μάχες. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, με το εκτενέστατο σύγγραμμά του ανέλαβε να συνεχίσει την αφήγηση του Τίμαιου. Το κυριότερο ωστόσο χαρακτηριστικό του, αυτό που τον ξεχώρισε από όλους τους προγενέστερους ιστορικούς, ήταν ο συσχετισμός γεγονότων που εξελίσσονταν παράλληλα σε ολόκληρη σχεδόν τη Μεσόγειο. Για τον λόγο αυτό χαρακτήρισε την ιστορία του κοινήν, δηλαδή οικουμενική. Ως πρόδρομο στην οικουμενική θεώρηση του κόσμου αναγνώριζε μόνο τον Έφορο. Εφαρμόζοντας τη μέθοδό του, ο Πολύβιος διαπίστωσε ότι τρεις μεγάλοι πόλεμοι, στην Ελλάδα, την Ασία και την Ιταλία, που είχαν ξεκινήσει ξεχωριστά και ανεξάρτητα, συσχετίστηκαν στην πορεία μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε μαζί οδήγησαν την ιστορία σε ένα ενιαίο αποτέλεσμα, ένα τέλος, όπως το χαρακτήρισε: μέσα σε 53 χρόνια από την έναρξη των πολέμων αυτών η Ρώμη επέβαλε την παγκόσμια κυριαρχία της, εξουσίαζε δηλαδή ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Στον πρώτο πόλεμο, που ονομάστηκε Συμμαχικός, αναμετρήθηκαν οι Μακεδόνες και οι Αχαιοί με τους Αιτωλούς, στον δεύτερο, που ονομάστηκε Δ' Συριακός, αναμετρήθηκαν ο Αντίοχος Γ' με τον Πτολεμαίο Δ', και στον τρίτο, που ονομάστηκε Αννιβαϊκός ή Β' Καρχηδονιακός, αναμετρήθηκαν οι Ρωμαίοι με τους Καρχηδόνιους. Ο Πολύβιος έκρινε ότι από ένα σημείο και πέρα η εξιστόρηση όλων των πολέμων έπρεπε να γίνεται συνδυασμένα. Στον Συμμαχικό Πόλεμο που ξέσπασε το 220, ο νεαρός βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε', επικεφαλής της ελληνικής συμμαχίας, στράφηκε με αποφασιστικότητα εναντίον των Αιτωλών, που κατηγορούνταν για συνεχείς προκλήσεις στην Πελοπόννησο. Η αναμέτρηση σύντομα γενικεύτηκε στον ελληνικό χώρο. Οι Σπαρτιάτες, όσο καιρό ο Κλεομένης ζούσε ακόμη εξόριστος στην Αίγυπτο, είχαν αφήσει τη θέση του κενή. Όταν όμως πληροφορήθηκαν τον θάνατό του, μέσα σε συνθήκες αναταραχής και εσωτερικής σύγκρουσης, επέλεξαν δύο νέους βασιλείς και αποφάσισαν, με τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, να συνεργαστούν με τους Αιτωλούς εναντίον των Μακεδόνων και των Αχαιών. Με τους Αιτωλούς συντάχθηκαν οι Ηλείοι και οι Κνώσιοι, που ήλπιζαν στη συνδρομή τους για να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Κρήτη. Ο πόλεμος αυτός είχε πολλές εναλλαγές και πολλά μέτωπα. Οι Αιτωλοί εισέβαλαν στη Μακεδονία και κυρίευσαν την ιερή της πόλη, το Δίον. Κατέσκαψαν τα τείχη, τα σπίτια και το γυμναστήριο, έκαψαν τις στοές γύρω από τον ναό, κατέστρεψαν τα ιερά αναθήματα και ανέτρεψαν όλα τα αγάλματα των βασιλέων. Αργότερα εισέβαλαν στην Ήπειρο και φέρθηκαν με τον ίδιο ιερόσυλο τρόπο στο ιερό της Δωδώνης. Σε αντεκδίκηση, οι Μακεδόνες κατέλαβαν το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο τους, το Θέρμο, και το λεηλάτησαν, άρπαξαν τα πολυτιμότερα σκεύη,

κατακαίγοντας όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν. Με την ίδια βαναυσότητα κατέστρεψαν τα ιερά αφιερώματα, ισοπέδωσαν τις στοές του ναού και γκρέμισαν πάνω από 2.000 αγάλματα. Ο Φίλιππος ταπείνωσε για μια ακόμη φορά τη Σπάρτη, χωρίς ωστόσο να εισβάλει στους κεντρικούς οικισμούς της. Στη συνέχεια κατάλαβε τη Θήβα, πούλησε όλους τους κατοίκους της και εγκατέστησε στη θέση τους Μακεδόνες. Η σκληρή αναμέτρηση έληξε το 217 με συνθήκη που συμφωνήθηκε στη Ναύπακτο. Οι Αιτωλοί δεν έβλεπαν καμία προοπτική νίκης, και ο Φίλιππος, έχοντας δείξει τη δύναμη και την αποφασιστικότητά του, επειγόταν να αποδεσμεύσει τις δυνάμεις του από τα μέτωπα της Ελλάδας. Κάθε πλευρά έπρεπε να αρκεστεί σε αυτά που κατείχε. Στις διαπραγματεύσεις σημαντικό ρόλο έπαιξε από την πλευρά των Αιτωλών ο Ναυπάκτιος Αγέλαος. Ανάμεσα σε πολλά άλλα που βάζει στο στόμα του ο Πολύβιος, ισχυρίστηκε ότι οι Έλληνες δεν έπρεπε να πολεμούν μεταξύ τους. Αν όμως αυτό ήταν αδύνατο, ειδικά σε εκείνη την περίπτωση έπρεπε να συμφωνήσουν και να φυλάγονται, στρέφοντας την προσοχή τους στους ισχυρούς στρατούς και τον μεγάλο πόλεμο που διεξαγόταν στη Δύση. Διότι ήταν φανερό ότι είτε νικούσαν οι Καρχηδόνιοι (όπως έδειχναν οι πληροφορίες που κατέφθαναν) είτε οι Ρωμαίοι, δεν επρόκειτο να περιοριστούν στην κυριαρχία της Ιταλίας και της Σικελίας. Οι νικητές θα προσπαθούσαν να επεκτείνουν την εξουσία τους πέρα από το κανονικό: να αναμειχθούν δηλαδή στις υποθέσεις των Ελλήνων. Ο Αγέλαος συμβούλευε μάλιστα τον Φίλιππο, εάν ορεγόταν κατορθώματα, να περιμένει την έκβαση του πολέμου στη Δύση και να διεκδικήσει παγκόσμια κυριαρχία. Ο Φίλιππος, καθώς φαίνεται, είχε πράγματι αρχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά όσα συντελούνταν στη Δόση. Ο Φίλιππος αντιλήφθηκε ότι η μεγαλύτερη απειλή για το βασίλειό του προερχόταν από τους Ρωμαίους, που από καιρό είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Ιλλυρία. Ήδη οι Κερκυραίοι τούς είχαν δεχτεί ως απελευθερωτές, οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί και οι Αθηναίοι συνομιλούσαν κατά καιρούς φιλικά μαζί τους, ενώ από το 228 οι Κορίνθιοι τους είχαν επιτρέψει να συμμετέχουν στα Ίσθμια. Εκτιμώντας την κατάσταση, ο Φίλιππος επέλεξε να προχωρήσει σε συμμαχία με τους Καρχηδόνιους. Αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεψαν στους συμμάχους να υλοποιήσουν κανένα κοινό σχέδιο. Απεναντίας, παρά τα σοβαρότατα προβλήματα τους με τους Καρχηδόνιους, οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν το 215 στρατιωτικές αναμετρήσεις με τους Μακεδόνες που κράτησαν 10 χρόνια και έμειναν γνωστές ως Α' Μακεδονικός Πόλεμος. Στο μεταξύ το 213 ο Φίλιππος έχασε τις υπηρεσίες του Άρατου, που ήταν ένας από τους ικανότερους συμβούλους του. Το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για τις ελληνικές υποθέσεις το εκμεταλλεύτηκαν και οι Αιτωλοί, οι οποίοι έσπευσαν να συμμαχήσουν μαζί τους. Στη συμμαχία προστέθηκε, μεταξύ άλλων, ο Άτταλος Α', βασιλιάς του Πέργαμου. Σε αντιστάθμισμα ο Φίλιππος εξασφάλισε τη συμμαχία του βασιλιά της Βιθυνίας. Παρά τα πολλά μέτωπα στα οποία ήταν υποχρεωμένος να μάχεται, ο Φίλιππος κατέβαλε για μία ακόμη φορά τους Αιτωλούς. Οι Ρωμαίοι πάλι, που αντιμετώπιζαν εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις στην Ιταλία, συνθηκολόγησαν το 205 με τη λεγόμενη Ειρήνη της Φοινίκης. Δεν είχαν πετύχει καμιά σπουδαία νίκη, αλλά τουλάχιστον εμπόδισαν τον Φίλιππο να ενισχύσει τους Καρχηδόνιους.

Ο Αντίοχος Γ' (223-187) είχε αναλάβει το βασίλειο των Σελευκιδών σε ηλικία 18 ετών κάτω από δύσκολες συνθήκες. Οι επαρχίες στην Ανατολή δεν ελέγχονταν, ενώ ένας σφετεριστής διεκδικούσε τη Μικρά Ασία. Παρ᾽ όλα αυτά, επέλεξε να ξεκινήσει το 219 μια νέα προσπάθεια για την ανάκτηση της Κοίλης Συρίας. Στην αρχή σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες, αλλά δεν υπολόγισε ότι ο αντίπαλός του, ο Πτολεμαίος Δ', θα εκπαίδευε και θα αξιοποιούσε για πρώτη φορά πολυάριθμους Αιγύπτιους στρατιώτες. Έτσι, το 217, στην κρίσιμη μάχη της Ραφίας που έκρινε τον Δ' Συριακό Πόλεμο, ηττήθηκε χωρίς να πετύχει τον στόχο του. Ήταν τουλάχιστο ελεύθερος να ασχοληθεί με άλλες σοβαρές υποθέσεις του βασιλείου του. Εξόντωσε τον σφετεριστή στη Μικρά Ασία και σύντομα άρχισε μια ἀνάβασιν στις ανατολικές επαρχίες που είχαν, σε μεγάλο βαθμό, αυτονομηθεί. Για τις επιτυχίες του αυτές αποκλήθηκε Μέγας.

Μετά από την πρώτη μακροχρόνια αναμέτρησή τους με τους Ρωμαίους, οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν τόσο τη Σικελία όσο και τη Σαρδηνία. Για να εξασφαλίσουν εφοδιασμό σε ανθρώπινο δυναμικό και αποθέματα στράφηκαν συστηματικά προς την Ισπανία, όπου ίδρυσαν ως βάση τους τη Νέα Καρχηδόνα. Εκεί το 221 τη διοίκηση των στρατευμάτων τους ανέλαβε ο Αννίβας. Όταν το 218 οι Ρωμαίοι έστειλαν στρατό ταυτοχρόνως στην Ισπανία και τη Σικελία, για να περάσει από εκεί στην Καρχηδόνα, ο Αννίβας συγκέντρωσε 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς (όλοι μισθοφόροι που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες) και 37 ελέφαντες για να ξεκινήσει τον Β' Καρχηδονιακό Πόλεμο εναντίον της Ρώμης από την ξηρά. Διέσχισε αργά τη Γαλατία και ύστερα, μέσα σε δύο εβδομάδες, πέρασε τις χιονισμένες Άλπεις, πολεμώντας με τα στοιχεία της φύσης και τους τοπικούς πληθυσμούς. Στη διάβαση, που θεωρήθηκε μέγιστο επίτευγμα, έχασε περίπου τον μισό του στρατό, αλλά ενισχύθηκε αρκετά από Γαλάτες, με τους οποίους βρισκόταν ήδη σε συνεννόηση. Οι Ρωμαίοι αιφνιδιάστηκαν και εντυπωσιάστηκαν. Εναντίον του εχθρού έστελναν και έχαναν τον έναν στρατό μετά τον άλλο, αφήνοντας στα πεδία των μαχών δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Στη μεγαλύτερη σύγκρουση, που έγινε το 216 στις Κάννες, ο στρατός του Αννίβα εξολόθρευσε τους αντιπάλους του, παρά τη μεγάλη τους αριθμητική υπεροχή, σκοτώνοντας περισσότερους από 50.000 άνδρες, ίσως και 70.000, τον Ρωμαίο στρατηγό και τους μισούς αξιωματικούς καθώς και δεκάδες συγκλητικούς. Επρόκειτο για μια από τις φονικότερες μάχες όλων των εποχών. Υπερέχοντας πολύ στη δύναμη του ιππικού, ο στρατός του Αννίβα έφτασε κάποια στιγμή έξω από τις πύλες της Ρώμης, προκαλώντας φοβερή ταραχή. Οι άνδρες έτρεχαν στα τείχη, ενώ οι γυναίκες ικέτευαν τους θεούς και έπλεναν το δάπεδο των ναών με τα μαλλιά τους. Οι Ρωμαίοι ωστόσο αντέταξαν τους νεοστρατολογημένους άνδρες και το ακαταμάχητο πείσμα τους. Με τους λιγοστούς ελέφαντες που του είχαν απομείνει, χωρίς πολιορκητικές μηχανές και χωρίς ανεφοδιασμό, ο Αννίβας δεν είχε ελπίδα να καταλάβει τη Ρώμη με έφοδο. Το σχέδιό του ήταν να προσεταιριστεί τους συμμάχους των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι υπέστησαν και άλλες ήττες, χάνοντας στις μάχες πολλούς άνδρες και ικανούς στρατηγούς. Σε αντίθεση με τους Καρχηδόνιους, ωστόσο, διέθεταν μεγάλες εφεδρείες. Επιπλέον, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές δεν έχασαν την υποστήριξη των περισσότερων συμμάχων τους. Η συνοχή αυτή αποδείχθηκε η μεγαλύτερή τους δύναμη. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπισαν

μόνο με τις Συρακούσες. Όσο ζούσε ο Ιέρων Β' οι Συρακούσιοι τίμησαν τη συμμαχία μαζί τους. Αλλά με τον θάνατό του το 215 μεταστράφηκαν και συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους. Οι Ρωμαίοι κινδύνευαν έτσι να χάσουν τον έλεγχο της Σικελίας. Έπρεπε να κατακτήσουν τη μεγάλη και ισχυρή αυτή ελληνική πόλη καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια. Οι Συρακούσιοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, διότι οι νέοι τους σύμμαχοι δεν μπορούσαν να τους ενισχύσουν. Η άμυνα της πόλης στηρίχτηκε στις μηχανές του Αρχιμήδη, ενός από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς της αρχαιότητας, που είχε σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια. Αξιολογώντας τη συμβολή του, ο Πολύβιος σημειώνει ότι σε κάποιες εποχές μια ψυχή είναι αποτελεσματικότερη από όλο το πλήθος των ανδρών. Ο Αρχιμήδης, που έγινε θρύλος για την επινοητικότητά του, υπολόγιζε με μαθηματικούς τύπους την εμβέλεια των εκτοξευτήρων και κατέστρεφε τα πλοία των Ρωμαίων. Μάλιστα, όσα από αυτά πλησίαζαν στα τείχη, τα άρπαζε με γάντζους και τα ανύψωνε με τις περίφημες τροχαλίες του, προκαλώντας το δέος και τον τρόμο. Επινοώντας πλήθος αμυντικές τεχνικές, κατάφερε έτσι να κρατήσει τους πολιορκητές μακριά για δύο χρόνια. Όταν τελικά η πόλη έπεσε, έχασε και αυτός τη ζωή του, επιλύοντας έως την τελευταία στιγμή μαθηματικά προβλήματα. Κατά τη γνώμη του, που απηχούσε τη στάση των περισσότερων μαθηματικών της αρχαιότητας, η θεωρητική γνώση και η αφαιρετική κατανόηση είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία για έναν ελεύθερο άνθρωπο από τις πρακτικές εφαρμογές, οι οποίες απλώς διευκολύνουν τη ζωή ή βρίσκονται στην υπηρεσία της ανάγκης. Λέγεται ωστόσο ότι, όταν συνειδητοποίησε τις απεριόριστες δυνατότητες εφαρμογών που η θεωρητική γνώση της μηχανικής μπορούσε να παράσχει, αναφώνησε ενθουσιασμένος: «Δώσε μου σημείο να σταθώ και τη γη την ίδια θα μετακινήσω.» Τέτοιο σημείο φυσικά δεν βρέθηκε, και ο μεγάλος πλούτος των Συρακουσών λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι πέτυχαν και άλλες νίκες στον μεγάλο πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων, αλλά οι ήττες τους εξακολουθούσαν να είναι καταστροφικές. Αποφασιστική τροπή στην αναμέτρηση έδωσε ο νεαρός στρατηγός τους Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων, ο οποίος κατέλαβε τη Νέα Καρχηδόνα, γεγονός που έκρινε τον πόλεμο στην Ισπανία. Πολεμούσε εναντίον του Αννίβα από 17 ετών και διέθετε τεράστια πείρα. Μετά τη μεγάλη αυτή νίκη οι Ρωμαίοι εξουδετέρωσαν και τις μοναδικές ουσιαστικές ενισχύσεις που ο Αννίβας ανέμενε στην Ιταλία. Τέλος, ο Σκιπίων αποβιβάστηκε στην Αφρική και κατέστρεψε τις δυνάμεις των Καρχηδονίων, υποχρεώνοντάς τους να ανακαλέσουν τον Αννίβα. Ο Αννίβας επέστρεψε στην Καρχηδόνα το 202 σε ηλικία 45 ετών. Είχε φύγει με τον πατέρα του για την Ισπανία όταν ήταν μόλις εννέα ετών, είχε αναλάβει στρατηγός στα 26 του και είχε περάσει 16 χρόνια στην Ιταλία πολεμώντας με τους Ρωμαίους. Πίσω στην πατρίδα του έδωσε την αποφασιστική μάχη της ζωής του στη Ζάμα και έχασε. Αποτιμώντας τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, ο Πολύβιος θυμήθηκε τον ομηρικό στίχο: «Ήταν καλός μα βρήκε τον καλύτερό του.» Οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα. Παραδόθηκαν για δεύτερη φορά με όρους ταπεινωτικότερους από την πρώτη. Διατήρησαν τις πόλεις που κατείχαν πριν από τον πόλεμο στην Αφρική, τα ήθη και τους νόμους τους. Απέδωσαν ωστόσο όλους τους αιχμαλώτους και παρέδωσαν όλα σχεδόν τα μεγάλα πλοία τους και όλους τους ελέφαντες. Κατέβαλαν υπέρογκες αποζημιώσεις και

δεσμεύτηκαν να μη διεξάγουν στο εξής πολέμους χωρίς την άδεια της Ρώμης. Ο ιστορικός της Ρώμης Τίτος Λίβιος ισχυρίστηκε ότι 500 πλοία παραδόθηκαν στις φλόγες. Ήταν σαν να καίγεται η ίδια η Καρχηδόνα. Για τον θρίαμβό του ο Σκιπίων ξεπέρασε σε δόξα κάθε Ρωμαίο στρατηγό πριν από αυτόν και επονομάστηκε Αφρικανός. Χάρη στις νίκες του η Ρώμη κυριαρχούσε πλέον σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο.

6.4. Η απελευθέρωση των Ελλήνων Την εποχή του Συμμαχικού Πολέμου οι Έλληνες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι η συμφωνία της Ναυπάκτου θα ήταν η τελευταία που πραγματοποιούσαν χωρίς την εμπλοκή των Ρωμαίων. Αυτό που καταλάβαιναν οι περισσότεροι ήταν ότι χρειάζονταν συμμάχους για να επιλύσουν τα χρόνια προβλήματά τους. Εφόσον οι Μακεδόνες είχαν στραφεί προς τους Καρχηδόνιους, οι εχθροί των Μακεδόνων στράφηκαν προς τη Ρώμη. Όταν μάλιστα κατέρρευσε η Καρχηδόνα, η Ρώμη παρέμεινε η μοναδική δύναμη που ήταν σε θέση να συνδράμει τους Έλληνες συμμάχους της αλλά και να κατακτήσει τον ελληνικό κόσμο. Ο Πολύβιος πίστεψε ότι η δύναμη της Ρώμης βρισκόταν στο πολίτευμά της. Διέκοψε έτσι τη ροή της αφήγησής του για να το αναλύσει και να το επαινέσει. Ένα ολόκληρο βιβλίο της ιστορίας του το αφιέρωσε στον σκοπό αυτό. Προφανώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που σχημάτισε αυτή τη γνώμη. Μια επιγραφή του 215 που έχει διασωθεί βεβαιώνει ότι ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' ήταν επίσης καλά ενημερωμένος και εντυπωσιασμένος από τις αρετές του ρωμαϊκού πολιτεύματος. Συμβούλευε τους Λαρισαίους να προσφέρουν χωρίς φειδώ τα πολιτικά δικαιώματα, για να δυναμώσει η πόλη τους και να μην καταντά χέρσα η γη: όπως έκαναν οι Ρωμαίοι, που απένειμαν την ιδιότητα του πολίτη ακόμη και στους δούλους τους όταν τους απελευθέρωναν. Το ρωμαϊκό πολίτευμα ονομαζόταν res publica και μεταφράζεται στα ελληνικά Δημοκρατία (το κεφαλαίο γράμμα επιτρέπει τη διάκριση από τις ελληνικές δημοκρατίες), μολονότι ο ορθός ελληνικός όρος θα ήταν Πολιτεία. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, που το μελέτησε, δεν ήταν εξ ολοκλήρου ούτε αριστοκρατικό ούτε δημοκρατικό, ούτε μοναρχικό. Οι δύο ὕπατοι (consules) ενεργούσαν ως μονάρχες. Όταν δεν απουσίαζαν σε εκστρατεία, είχαν το δικαίωμα να προβαίνουν σε οποιαδήποτε δημόσια ενέργεια. Συγκαλούσαν τις εξαιρετικά επείγουσες συσκέψεις και φρόντιζαν για την εκτέλεση των αποφάσεων. Συγκαλούσαν επίσης την Εκκλησία του Δήμου, ζητώντας επικύρωση για όσα θέματα απαιτούνταν η συγκατάθεση του λαού. Για τις πολεμικές προετοιμασίες είχαν σχεδόν απόλυτη εξουσία. Η Σύγκλητος (την οποία ορισμένοι Έλληνες αποκαλούσαν Γερουσία), το ανώτατο πολιτικό όργανο διοίκησης, ήταν ένα σώμα αριστοκρατικό. Είχε την κυριότητα του ταμείου, ώστε καμία σημαντική δαπάνη δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συναίνεσή της. Δεχόταν τις ξένες πρεσβείες και έστελνε πρεσβείες σε άλλους λαούς, διαμεσολαβώντας ή ανακοινώνοντας την κήρυξη πολέμου. Τα δικαιώματα του λαού θύμιζαν δημοκρατία. Όλα τα αξιώματα απονέμονταν από τον λαό, και όλες οι ποινές, ιδιαιτέρως η θανατική, επιβάλλονταν από τον λαό. Ο λαός ήλεγχε τους νόμους και, το σπουδαιότερο, αποφάσιζε για τον πόλεμο ή την ειρήνη και επικύρωνε τις συμμαχίες. Ακόμη και οι ύπατοι, όταν παρέδιδαν την εξουσία, λογοδοτούσαν στον λαό για τα έργα τους. Γύρω από τις προθέσεις και τους στόχους της Ρώμης άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση. Πολλοί έσπευσαν να ισχυριστούν ότι η Ρώμη ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ασφάλειά της και ότι χάραζε την πολιτική της στην ανατολική Μεσόγειο βήμα προς βήμα, καθώς εξελίσσονταν τα δεδομένα, χωρίς σχέδιο. Άλλοι είχαν τη βεβαιότητα ότι η Ρώμη ήταν από τη φύση της επιθετική και επεκτατική: δεν θα σταματούσε πριν κατακτήσει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο. Το σίγουρο ήταν ότι

η Ρώμη είχε μάθει να ζει πολεμώντας και ότι ο πόλεμος, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές, τη συντηρούσε τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Μόλις αποδεσμεύτηκε από τον Αννίβα, στράφηκε προς την ανατολική Μεσόγειο με αποφασιστικότητα, συνέπεια και διορατικότητα. Το 204 πέθανε ο Πτολεμαίος Δ', αφήνοντας το βασίλειό του στον πεντάχρονο γιο του, τον Πτολεμαίο Ε', που επονομάστηκε Επιφανής (204-180). Ο Αντίοχος Γ' και ο Φίλιππος Ε' αντιλήφθηκαν ότι τη διοίκηση της Αιγύπτου είχαν αναλάβει ιδιοτελείς και ανίκανοι σύμβουλοι. Σύμφωνα με μια φήμη που κυκλοφορούσε επίμονα, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και συμμάχησαν μυστικά, με βασικό στόχο να μοιραστούν μεταξύ τους το αδύναμο πτολεμαϊκό βασίλειο. Η ενδεχόμενη επιτυχία του σχεδίου τους θα ανέτρεπε ριζικά τις ισορροπίες και θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο την Αίγυπτο, αλλά επίσης τις πόλεις και τα έθνη που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Οι αντιδράσεις ήταν έτσι άμεσες και αλυσιδωτές. Έχοντας εδραιώσει τη θέση του στις ανατολικές σατραπείες, ο Αντίοχος ξεκίνησε το 202 τον Ε' Συριακό Πόλεμο, επιτυγχάνοντας αυτή τη φορά να προσαρτήσει την Κοίλη Συρία και την Παλαιστίνη στο βασίλειό του. Επρόκειτο για μια επιτυχία με στρατηγικά και οικονομικά οφέλη, την οποία οι Σελευκίδες ανέμεναν έναν αιώνα. Ο Αντίοχος πάντως δεν φαίνεται να έδωσε μεγάλη σημασία σε μια λεπτομέρεια. Στη χώρα που είχε κατακτήσει κατοικούσαν οι Ιουδαίοι με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Είχαν απολέσει την πολιτική τους ανεξαρτησία από αιώνες, αλλά διατηρούσαν τη θρησκεία τους που τους έδινε δύναμη και συνοχή. Ζώντας ειρηνικά στο πλαίσιο του πτολεμαϊκού βασιλείου, μετακινούνταν εύκολα από την Παλαιστίνη στην Αίγυπτο και πολλοί είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, συγκροτώντας μια πολυπληθή και δυναμική εθνική ομάδα. Καθώς όμως οι Σελευκίδες πολεμούσαν με τους Πτολεμαίους για την κατοχή της Παλαιστίνης, οι Ιουδαίοι βρέθηκαν παγιδευμένοι σε μια αναμέτρηση που τους αφάνιζε χωρίς να τους αφορά: οὐδὲν ἀπέλειπον χειμαζομένης νεὼς καὶ πονουμένης ὑπὸ τοῦ κλύδωνος («έμοιαζαν σαν

καράβι

μέσα

στην

τρικυμία»)

γράφει

ο

Ιουδαίος

ιστορικός

Φλάβιος

Ιώσηπος

(Κακριδής 5.5.Δ [σ. 265]). Παρόμοια θα αισθάνονταν πολλοί άλλοι λαοί που δεν ανέδειξαν έναν ικανό ιστορικό να αφηγηθεί τα πάθη τους. Μεγαλύτερη προσοχή ήταν υποχρεωμένος να δώσει ο Αντίοχος στο νέο βασίλειο των Πάρθων, που είχε ιδρυθεί εκείνη την εποχή στα υψίπεδα του Ιράν, εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν η καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η βασιλική δυναστεία των Αρσακιδών ισχυρίστηκε αργότερα ότι καταγόταν από τους Αχαιμενίδες, την εξουσία των οποίων είχε καταλύσει ο Αλέξανδρος. Ο Φίλιππος, που πολεμούσε στο βόρειο Αιγαίο, κινήθηκε προς τον νότο. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η κατάκτηση της Σάμου. Κύριοι αντίπαλοί του στη θάλασσα αναδείχθηκαν η Ρόδος και το Πέργαμο. Το Πέργαμο ήταν ένα νέο βασίλειο που δημιουργήθηκε στη Μικρά Ασία μετά τον θάνατο του Λυσιμάχου και του Σέλευκου Α'. Ισχυροποιήθηκε από τον Άτταλο Α' (241-197), που αναγορεύτηκε το 238 βασιλιάς και διεύρυνε τα σύνορα της επικράτειάς του. Ο Άτταλος αντιμετώπισε νικηφόρα τους Γαλάτες επιδρομείς και εκμεταλλεύτηκε τις δυσκολίες των Σελευκιδών. Η αντιμακεδονική του πολιτική τον έφερε σε συνεργασία με τους Αιτωλούς. Καθώς οι

συγκρούσεις με τον Φίλιππο βρίσκονταν σε εξέλιξη, κατάφερε να κερδίσει και την εύνοια των Αθηναίων προσφέροντάς τους μεγάλες ευεργεσίες. Οι Αθηναίοι είχαν κάνει το λάθος να καταδικάσουν σε θάνατο δύο Ακαρνάνες που πήραν μέρος αμύητοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι Ακαρνάνες ήταν σύμμαχοι των Μακεδόνων, τους οποίους κανένας στην Αθήνα δεν ήθελε να προκαλέσει. Αλλά τα σοβαρά θρησκευτικά ζητήματα δεν επέτρεπαν μεγάλη πολιτική ευελιξία. Η αναμέτρηση με τον Φίλιππο άρχισε έτσι σχεδόν αμέσως. Καθώς λοιπόν οι Μακεδόνες λεηλατούσαν την Αττική, οι Αθηναίοι υποδέχονταν στην πόλη τον Άτταλο και πρέσβεις από τη Ρόδο και τη Ρώμη. Η προσχώρησή τους στο αντιμακεδονικό μέτωπο ήταν αυτονόητη. Επιφύλαξαν στους επισκέπτες εξαιρετικές τιμές, παρατάσσοντας στους δρόμους τους ιερείς και τις ιέρειες, ανοίγοντας όλους τους ναούς και σπεύδοντας όλοι να τους προϋπαντήσουν, άρχοντες, ιππείς και απλοί πολίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Για να τιμήσουν μάλιστα τον Άτταλο, κατήργησαν τις δύο φυλές που είχαν ιδρύσει στα ονόματα των Μακεδόνων βασιλέων και δημιούργησαν μια νέα με το δικό του. Η Αίγυπτος είχε ήδη καλές διπλωματικές σχέσεις με τη Ρώμη, αλλά στις συνθήκες που βρέθηκε μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Δ' η συνεργασία μαζί της έγινε απολύτως αναγκαία. Η κεντρική διοίκηση ήταν εξαιρετικά αδύναμη, και αυτό δεν το γνώριζαν μόνο οι εξωτερικοί της εχθροί. Με τη συμμετοχή τους στον στρατό του βασιλιά και τη συμβολή τους στη νίκη της Ραφίας οι αυτόχθονες Αιγύπτιοι είχαν αναθαρρήσει. Ορισμένοι άρχισαν να διεκδικούν πολιτική αυτονομία, και σύντομα η Άνω Αίγυπτος αποσχίστηκε, αναδεικνύοντας δικό της φαραώ. Οι βασιλείς ήταν πλέον υποχρεωμένοι να σέβονται το ιερατείο και να του παραχωρούν προνόμια και εξουσία. Η περίφημη στήλη της Ροζέτας, που ανακαλύφθηκε όταν ο Ναπολέων κατέκτησε την Αίγυπτο, συντάχθηκε την εποχή εκείνη. Αποδίδει τιμή στον Πτολεμαίο Ε' για τις ευεργεσίες του στους αιγυπτιακούς ναούς. Η Ρώμη αντιμετώπισε τη σχέση της με τον Φίλιππο ως πρώτη προτεραιότητα. Ο πολύνεκρος και πολυδάπανος πόλεμος με τον Αννίβα είχε εξαντλήσει τους πολίτες της, αλλά η Σύγκλητος τους υπενθύμισε τον κίνδυνο που είχαν διατρέξει την εποχή της εισβολής του Πύρρου στην Ιταλία και επικαλέστηκε τις εχθρικές διαθέσεις των Μακεδόνων. Την κρισιμότερη στιγμή είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους, τους πιο επικίνδυνους εχθρούς τους. Τους υπενθύμισε επίσης ότι, όπως είχε αποδειχθεί, μάχονταν καλύτερα σε ξένο έδαφος παρά στο δικό τους. Αντί να περιμένουν την αναμέτρηση στην Ιταλία ήταν προτιμότερο να την αρχίσουν στην Ελλάδα. Ο πόλεμος εναντίον του Φιλίππου, που ονομάστηκε Β' Μακεδονικός, αποφασίστηκε έτσι λίγους μόλις μήνες μετά τη συντριβή της Καρχηδόνας. Στη διάρκεια του πολέμου οι πρεσβείες από την Ελλάδα στη Ρώμη πήγαιναν και έρχονταν, καθώς από τη διπλωματία κρινόταν συχνά η ένταξη των διαφόρων πόλεων στα αντίπαλα στρατόπεδα. Οι προσχωρήσεις των Αχαιών και στη συνέχεια των Βοιωτών και των Αιτωλών στον αντιμακεδονικό αγώνα άφησαν τον Φίλιππο με λίγους μόνο συμμάχους. Ακόμη και η Σπάρτη, η οποία στην αρχή του πολέμου είχε συνεργαστεί μαζί του, στη συνέχεια συντάχθηκε με τους εχθρούς του. Η απαίτηση των Ρωμαίων να απομακρυνθεί ο Φίλιππος από τις πόλεις και τις

περιοχές που είχε κατακτήσει γινόταν δεκτή με θέρμη από πολλούς Έλληνες. Κεντρικό σύνθημα των Ρωμαίων ήταν η απελευθέρωση των Ελλήνων. Ο πόλεμος κρίθηκε το 197. Σε μια καθοριστική μάχη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας οι μακεδονικές φάλαγγες με 16.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, μαζί με αρκετές χιλιάδες ελαφρά οπλισμένους συμμάχους και μισθοφόρους, συντρίφθηκαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που, μαζί με τους Έλληνες συμμάχους τους (κυρίως Αιτωλούς), διέθεταν περισσότερους από 26.000 άνδρες. Υπολογίστηκε ότι σκοτώθηκαν περίπου 8.000 Μακεδόνες και ότι αιχμαλωτίστηκαν περισσότεροι από 5.000. Οι Ρωμαίοι είχαν συγκριτικά πολύ μικρές απώλειες. Την εποχή της μάχης ο Φίλιππος ήταν πλέον ένας έμπειρος βασιλιάς. Στη διπλωματία δεν τα είχε καταφέρει καλά και αποξενώθηκε ακόμη και από Έλληνες συμμάχους του, αλλά στον πόλεμο εξακολουθούσε να παραμένει κληρονόμος μιας μεγάλης παράδοσης. Όσο διατηρούσαν τη συνοχή τους, οι μακεδονικές φάλαγγες με τις σάρισες ήταν ακατανίκητες. Οι ειδικοί της εποχής εκτιμούσαν ότι σε φυσιολογικές συνθήκες ένας ισοδύναμος ρωμαϊκός στρατός δεν είχε καμία ελπίδα να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία. Αλλά οι συνθήκες δεν ήταν πάντα φυσιολογικές. Στις Κυνός Κεφαλές οι Ρωμαίοι καθοδηγούνταν από έναν εξαιρετικά ικανό στρατηγό, τον Τίτο Κοΐντιο Φλαμινίνο. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν ότι παρέσυρε τους Μακεδόνες να πολεμήσουν σε ορεινό και δύσβατο τόπο. Επιπλέον, δεν επιτέθηκε κατά μέτωπο ούτε ταυτοχρόνως με όλες του τις δυνάμεις. Κατάφερε έτσι να διασπάσει τις φάλαγγες και να επιτεθεί κυρίως από τα πλάγια και τα νώτα. Αντιμέτωπες με ευέλικτες δυνάμεις, οι μακεδονικές φάλαγγες δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν μεταβολή για να αμυνθούν. Η ήττα τους εύκολα μετατράπηκε σε σφαγή. Όπως αποδείχθηκε στην κρίσιμη αυτή αναμέτρηση, ενώ οι φάλαγγες ήταν υπέρτερες σε πεδινές τοποθεσίες, οι ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν υπέρτερες στις δύσβατες πλαγιές, με βλάστηση, τάφρους, χαράδρες, ρυάκια και ποταμούς. Τέτοιες ήταν άλλωστε οι περισσότερες τοποθεσίες στην Ελλάδα, καθιστώντας ακόμη και τη μεταφορά της σάρισας δυσχερή. Το σοβαρότερο πάντως λάθος των Μακεδόνων ήταν ότι είχαν λησμονήσει το μεγάλο δίδαγμα του Αλεξάνδρου. Η μακεδονική φάλαγγα έπρεπε να υποστηρίζεται οργανικά και συστηματικά από ιππικό ικανό να την προστατεύει από τα πλάγια και να εξασφαλίζει με την ορμή του ακόμη και τη νίκη. Με τον θρίαμβό τους οι Ρωμαίοι ταπείνωσαν τον Φίλιππο και τον υποχρέωσαν να αποσυρθεί από τις ελληνικές πόλεις και τη Θεσσαλία και να καταργήσει τις φρουρές που διατηρούσε στη Χαλκίδα, τον Ακροκόρινθο και τη Δημητριάδα, τις οποίες ο ίδιος αποκαλούσε πέδας ἑλληνικάς, δηλαδή «δεσμά των Ελλήνων». Επιπλέον, να καταβάλει βαρύτατο πρόστιμο, να παραδώσει όλους τους αιχμαλώτους, τα οπλισμένα πλοία του εκτός από πέντε και έναν του γιο ως όμηρο. Ο Φλαμινίνος πάντως δεν δέχτηκε το επίμονο αίτημα των Αιτωλών να συνεχίσει τον πόλεμο και να ανατρέψει τον Φίλιππο. Πίστευε ότι περισσότερο συνέφερε στους Έλληνες να διατηρηθεί το μακεδονικό βασίλειο, διότι χωρίς αυτό οι Θράκες και οι Γαλάτες θα εισέβαλλαν ασυγκράτητοι στο ελληνικό έδαφος. Εξάλλου, επειγόταν να κλείσει τον μακεδονικό πόλεμο, επειδή προέβλεπε ότι ο Αντίοχος, που είχε παραμείνει έως τότε ουδέτερος, σκόπευε να επέμβει στην Ελλάδα.

Έναν χρόνο αργότερα, μπροστά στο μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Κόρινθο από όλη σχεδόν την οικουμένη για να εορτάσει τα Ίσθμια, οι Ρωμαίοι ανακοίνωσαν επίσημα τις αποφάσεις τους για τους Έλληνες: Η Σύγκλητος των Ρωμαίων και ο Φλαμινίνος, έχοντας νικήσει τον Φίλιππο και τους Μακεδόνες, άφηναν ελεύθερους, αφρούρητους, αφορολόγητους και διοικούμενους με πάτριους νόμους τους Κορίνθιους, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς, τους Φθιώτες Αχαιούς, τους Μάγνητες, τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς. Ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε τους Έλληνες που είχαν πολεμήσει με το μέρος του Φιλίππου. Ελεύθεροι παρέμεναν, προφανώς, και όσοι Έλληνες είχαν αγωνιστεί στο πλευρό των Ρωμαίων. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε τέτοιο θόρυβο, ώστε άλλοι δεν μπορούσαν να την ακούσουν και άλλοι επιθυμούσαν να την ακούσουν ξανά. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν στα αφτιά τους και νόμιζαν ότι ονειρεύονται. Στη προσπάθειά τους να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Ρωμαίο στρατηγό, λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Κανένας λαός δεν είχε αναλάβει έως τότε παρόμοιο κίνδυνο και έξοδα για την ελευθερία των Ελλήνων χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Μόνο οι Αιτωλοί έμειναν δυσαρεστημένοι. Ως βασικοί σύμμαχοι των Ρωμαίων περίμεναν προνομιακή μεταχείριση. Δεν έχαναν έτσι ευκαιρία να διαμαρτύρονται ότι οι Έλληνες δεν είχαν ελευθερωθεί πραγματικά: είχαν απλώς αλλάξει δεσπότες (μεθάρμοσις δεσποτῶν). Πέρασε ένας ακόμη χρόνος και ο Φλαμινίνος συγκέντρωσε πάλι τους Έλληνες, με τους οποίους συνομιλούσε πάντα σε άψογα ελληνικά. Ήθελε να ακούσει τη γνώμη τους για την υπόθεση της Σπάρτης. Στη Σπάρτη βασίλευε την εποχή εκείνη μόνος του ο Νάβης (207-192), που είχε σφετεριστεί τη βασιλεία, εξοντώνοντας όλους τους άλλους διεκδικητές. Για τον τρόπο με τον οποίο πήρε την εξουσία και για τα κοινωνικά μέτρα που προώθησε οι εχθροί του τον αποκαλούσαν τύραννο. Κεντρική του επιδίωξη ήταν να καταστήσει και πάλι την πόλη του μεγάλη δύναμη, επαναφέροντας τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη και αυξάνοντας τον αριθμό των πολιτών. Την εποχή του Α' Μακεδονικού Πολέμου είχε συνταχθεί με τους Αιτωλούς και τους Ρωμαίους, μια επιλογή που του επέτρεψε να διευρύνει την εξουσία του στη Λακωνία και τη Μεσσηνία και να οχυρώσει τη Σπάρτη, οικοδομώντας για πρώτη φορά στην ιστορία της προστατευτικά τείχη. Καθώς οι Ρωμαίοι συγκρούονταν και πάλι με τους Μακεδόνες, αυτός κατέλαβε για μία ακόμη φορά το Άργος με τη συγκατάθεση του Φιλίππου. Πριν ολοκληρωθεί ο Β' Μακεδονικός Πόλεμος, είχε την προνοητικότητα να ταχθεί και πάλι με το μέρος των Ρωμαίων. Στα σχέδιά του βρήκε ωστόσο αντιμέτωπους τους Αχαιούς. Με προτροπή των Αχαιών, οι Ρωμαίοι ισχυρίστηκαν ότι η κατοχή του Άργους παρέβαινε την αρχή της ελευθερίας και αυτονομίας που είχαν εισηγηθεί και ξεκίνησαν έτσι τον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης. Το Πέργαμο και η Ρόδος, οι Αχαιοί, ακόμη και ο ταπεινωμένος Φίλιππος, τους έστειλαν ενισχύσεις. Αντιμέτωπος με έναν στρατό που αριθμούσε περίπου 50.000 άνδρες και πολλά πλοία από τη θάλασσα, ο Νάβης ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να αποδώσει το Άργος στους Αχαιούς. Το σημαντικότερο πλήγμα ήταν ότι η Σπάρτη απώλεσε τον έλεγχο του Γυθείου, που της

έδινε πρόσβαση στη θάλασσα. Η μεγάλη αυτοθυσία των Σπαρτιατών είχε πάντως κατορθώσει να κρατήσει τους εχθρούς έξω από το άστυ. Τον Νάβη συνέχισε να πολεμά μετά την αναχώρηση των Ρωμαίων από την Ελλάδα ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, που αγωνιζόταν εναντίον των Σπαρτιατών από την εποχή που δόθηκε η μάχη της Σελλασίας. Όταν ο Νάβης δολοφονήθηκε από τους Αιτωλούς συμμάχους του, ο Φιλοποίμην μπήκε στη Σπάρτη και την υποχρέωσε να καταργήσει τη βασιλεία, το παραδοσιακό πολιτικό της σύστημα και την ἀγωγήν και να προσχωρήσει στη συμπολιτεία των Αχαιών. Επιπλέον, να κατεδαφίσει το τείχος της. Οι Αχαιοί κυριαρχούσαν πλέον σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και, με την καθοδήγηση του Φιλοποίμενα, αναζητούσαν τα όρια ανεξαρτησίας που τους επέτρεπε η ανάμειξη της Ρώμης. Αλλά ο Φιλοποίμην σκοτώθηκε το 183, προσπαθώντας να καταστείλει μια εξέγερση των Μεσσηνίων. Ήταν πια 70 ετών και είχε διατελέσει στρατηγός των Αχαιών οκτώ φορές. Για τις ικανότητές του και για την πολιτική που ακολούθησε οι Ρωμαίοι τον είχαν αποκαλέσει «τελευταίο των Ελλήνων», επειδή ύστερα από αυτόν η Ελλάδα δεν γέννησε άλλο μεγάλο άνδρα, ούτε αντάξιο της ιστορίας της. Την τέφρα του στην τελετή της ταφής μετέφερε ο Πολύβιος, που τότε ήταν νέος και πολεμούσε στο πλευρό του.

6.5. Μια αυτοκρατορία με όρια τους ωκεανούς Ο επόμενος μεγάλος αντίπαλος της Ρώμης ήταν ο Αντίοχος Γ'. Μόνο αυτός μπορούσε να αμφισβητήσει τις ισορροπίες που εκείνη είχε επιβάλει στην Ελλάδα και να υπονομεύσει τη δεσπόζουσα θέση που κατακτούσε. Ο Αντίοχος δεν ήταν άλλωστε από τους ηγέτες που θα άφηναν ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, ιδιαιτέρως μετά την κατάκτηση της Κοίλης Συρίας και την εδραίωσή του στη Μικρά Ασία. Η ήττα του Φιλίππου τού έδινε επιτέλους την ευκαιρία να αναμειχθεί ενεργά και στην Ευρώπη. Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν με τη διπλωματία τους να τον κρατήσουν μακριά από την Ευρώπη και, αν ήταν δυνατόν, μακριά από ορισμένες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Αλλά ο Αντίοχος δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά. Διεκδικούσε την προγονική κληρονομιά και, επιπλέον, δεχόταν την επίμονη πρόσκληση των Αιτωλών, που είχαν πλέον στραφεί ανοιχτά εναντίον των Ρωμαίων, να ελευθερώσει πραγματικά την Ελλάδα. Το 192 πέρασε στη Δημητριάδα -άλλοτε μία από τις πρωτεύουσες των Μακεδόνων- και κατέλαβε τη Χαλκίδα. Οι πόλεις αυτές αποτελούσαν πολύ καλές βάσεις για την έναρξη των επιχειρήσεών του. Αλλά, παρά τις υποσχέσεις του για στρατό που θα πλημμύριζε την Ελλάδα, διέθετε μόνο 10.000 πεζούς, 500 ιππείς και 6 ελέφαντες - προκλητικά μικρούς αριθμούς για μια αναμέτρηση με τους Ρωμαίους. Καθώς οι ενισχύσεις που ανέμενε από την Ασία καθυστερούσαν, οι περισσότεροι. Έλληνες φάνηκαν απρόθυμοι να τον συνδράμουν. Ο βασιλιάς Φίλιππος τάχθηκε με το μέρος των Ρωμαίων, και παρομοίως οι Αχαιοί. Ορισμένοι Έλληνες του απάντησαν ότι δεν συνέτρεχε λόγος να τους ελευθερώσει, εφόσον δεν υπήρχε ρωμαϊκή φρουρά στην πόλη τους. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα. Ως σύμβουλος του Αντίοχου αξιοποιήθηκε και ο Αννίβας, που είχε καταφύγει στην αυλή του. Ήταν ίσως ο μόνος που προσπαθούσε να εξετάσει το ζήτημα σφαιρικά. Η πρώτη και βασική του συμβουλή ήταν να εξασφαλιστεί με κάθε τρόπο η υποστήριξη του Φιλίππου. Μόνο ενωμένοι οι δύο βασιλείς και με τη βοήθεια των Αιτωλών θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους. Ύστερα ζητούσε την άδεια να μεταφέρει πάλι ο ίδιος τον πόλεμο στην Ιταλία και να σταλούν δυνάμεις στην Κέρκυρα ώστε να εμποδίζεται ο διάπλους των Ρωμαίων. Ο Αντίοχος όφειλε να παρακολουθεί επίσης τις εξελίξεις στην Αφρική και να αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να περάσει στην Ιταλία. Το σχέδιο αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, αλλά δεν εφαρμόστηκε. Οι Ρωμαίοι από την πλευρά τους δεν καθυστέρησαν. Είχαν την προσδοκία ότι, μετά από μια νέα τους νίκη, θα μπορούσαν να προσβλέπουν σε μια αυτοκρατορία με όρια τους ωκεανούς, δηλαδή μια πραγματικά οικουμενική επικράτεια. Με 20.000 πεζούς και 2.000 ιππείς κινήθηκαν το 191 εναντίον του Αντίοχου. Αυτός οχυρώθηκε στις Θερμοπύλες, θεωρώντας ότι μπορούσε να αντισταθεί στο στενό πέρασμα και να εμπιστευτεί τη φύλαξη των ορεινών διαβάσεων στους Αιτωλούς. Αλλά οι Ρωμαίοι κατέβαλαν τους Αιτωλούς και παραβίασαν τα στενά. Ο Αντίοχος διέσωσε μόλις 500 άνδρες και απέπλευσε κατατροπωμένος για την Έφεσο. Οι Αιτωλοί πολέμησαν όσο μπορούσαν μόνοι τους και υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους. Τις λεπτομέρειες της γοργής κατάκτησης του ελληνικού κόσμου από τους Ρωμαίους αφηγήθηκε σχολαστικά ο Πολύβιος. Αλλά στους Έλληνες δεν άρεσε, καθώς φαίνεται, να μελετούν

αυτή την περίοδο της ιστορίας τους, και έτσι μεγάλο μέρος του εκτενούς συγγράμματός του αφέθηκε στη λήθη. Ευτυχώς το διάβασε έναν αιώνα αργότερα, όταν ακόμη ήταν πλήρες, ο μεγάλος Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος και το αξιοποίησε συστηματικά. Η δική του λατινική εκδοχή διαβάστηκε με ικανοποίηση από τους Ρωμαίους. Έχοντας εκδιώξει τον Αντίοχο από την Ελλάδα, οι Ρωμαίοι ετοιμάστηκαν το 189 να τον καταδιώξουν στη Μικρά Ασία. Για τις επιχειρήσεις τους αυτές βασίζονταν στην πλήρη υποστήριξη της Ρόδου και του Περγάμου, όπου ο Ευμένης (197-160) είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Άτταλο. Πρώτα νίκησαν σε ναυμαχίες, με την αποφασιστική συνδρομή της Ρόδου. Κυρίαρχοι πια στη θάλασσα, διέσχισαν τον Ελλήσποντο με άνεση, εφόσον ο Φίλιππος ήταν σύμμαχός τους, και ο Αντίοχος απέφυγε να συγκρουστεί μαζί τους κατά τη διάβαση. Μαζί με όλους τους Έλληνες συμμάχους τους διέθεταν γύρω στους 30.000 άνδρες και λίγους ελέφαντες, μια αριθμητική δύναμη που, αν παραδίδεται σωστά, ήταν μάλλον μικρή για το εγχείρημα, αλλά καθοδηγούνταν από τον μεγάλο τους στρατηγό Σκιπίωνα Αφρικανό και τον αδελφό του. Επιπλέον, η υποστήριξη που τους παρείχε το ιππικό του Περγάμου ήταν καθοριστική. Ο Αντίοχος βρέθηκε στη θέση του Δαρείου, όταν αντιμετώπιζε την εισβολή του Αλεξάνδρου. Οι Ρωμαίοι διέθεταν την ίδια περίπου δύναμη με εκείνον, και ο ίδιος επαναλάμβανε τα λάθη των Περσών, που άφησαν αφύλακτο τον Ελλήσποντο. Για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους, ο Αντίοχος συγκέντρωσε στη Μαγνησία τον μεγαλύτερο στρατό που μπορούσε, 60.000 πεζούς, 12.000 ιππείς και ελέφαντες, αλλά ηττήθηκε οικτρά, χάνοντας δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Στην ειρήνη της Απάμειας, που συμφωνήθηκε τον επόμενο χρόνο, ο Αντίοχος υποχρεώθηκε να απομακρυνθεί τελείως από τη Μικρά Ασία, να παραδώσει τον στόλο του, εκτός από δέκα πλοία, και να καταβάλει υπέρογκη αποζημίωση. Κάθε επέμβαση στα νησιά ή την Ευρώπη απαγορευόταν. Οι περιοχές που εξουσίαζε μοιράστηκαν στο Πέργαμο και τη Ρόδο, τους δύο κυριότερους συμμάχους των Ρωμαίων, εκτός από τις φιλικές στη Ρώμη ελεύθερες ελληνικές πόλεις, οι οποίες παρέμειναν αυτόνομες. Ο Αντίοχος Γ', που εξακολουθούσε να εξουσιάζει το τεράστιο βασίλειο των Σελευκιδών, δολοφονήθηκε έναν χρόνο αργότερα, στην προσπάθειά του να συλήσει τον ναό του Βήλου στα Σούσα για να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν. Ο Σκιπίων, ήδη φημισμένος και τιμημένος, αποδείχθηκε ο ικανότερος στρατηγός των Ρωμαίων. Χωρίς να χάσει καμία μάχη, είχε θριαμβεύσει στην Ισπανία, την Αφρική και την Ασία. Σύμφωνα με μια παράδοση περισσότερο ευφάνταστη παρά αξιόπιστη, ξανασυνάντησε κάποτε τον Αννίβα στην Έφεσο. Ο Αννίβας καυχήθηκε ότι θεωρούσε τον εαυτό του τρίτο μεγαλύτερο στρατηγό του κόσμου, μετά τον Αλέξανδρο και τον Πύρρο. Αν δεν είχε ηττηθεί από τον Σκιπίωνα, τότε ασφαλώς θα ήταν ο πρώτος. Ο Σκιπίων έμεινε απολύτως ικανοποιημένος, εφόσον ο ίδιος, που είχε νικήσει και τον Αννίβα, βρισκόταν πέρα από κάθε σύγκριση. Μετά τη Μαγνησία, ο Αντίοχος δεσμεύτηκε να παραδώσει τον Αννίβα στους Ρωμαίους, αλλά τον άφησε να διαφύγει. Αυτός κατέφυγε στο βασίλειο της Βιθυνίας, που συνέχιζε τον αγώνα εναντίον του Περγάμου και των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι βεβαίως δεν έπαψαν να τον καταδιώκουν, και στο τέλος αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει· ήταν ίσως τη χρονιά που πέθανε και ο Σκιπίων.

Νικημένος από τους Ρωμαίους, ο Φίλιππος έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστήσει τη Μακεδονία και πάλι ισχυρή. Πλήρωνε το πρόστιμο της ήττας, φρόντισε να μην προκαλεί και παρείχε βοήθεια στους Ρωμαίους, όποτε χρειαζόταν. Ταυτοχρόνως προσπάθησε να αναδιοργανώσει τα οικονομικά του βασιλείου του. Οι βλέψεις του προς τη Θράκη τον έφεραν ωστόσο αντιμέτωπο με τον βασιλιά Ευμένη και συνεπώς με τη Ρώμη. Την ίδια πολιτική συνέχισε μετά τον θάνατό του ο γιος του Περσέας (179-168). Παρακολουθώντας τις κινήσεις των Μακεδόνων, οι Ρωμαίοι ισχυρίστηκαν ότι ετοιμαζόταν και πάλι κρυφά για πόλεμο, συγκεντρώνοντας στρατό, όπλα και εφόδια. Με την επίμονη προτροπή του Ευμένη ξεκίνησαν το 171 τον Γ' Μακεδονικό Πόλεμο. Ο Περσέας σημείωσε αρκετές επιτυχίες τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, υποχρεώνοντας τους Ρωμαίους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση όσο σοβαρότερα γινόταν. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να κινητοποιούν τους Έλληνες συμμάχους τους, που αντιμετωπίζονταν πλέον όλο και περισσότερο ως υποτελείς. Για τη νέα σύγκρουση επέλεξαν έναν ικανό και έμπειρο στρατηγό, τον Αιμίλιο Παύλο, που ήταν πια πάνω από 60 ετών. (Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στις Κάννες, χωρίς να έχει την κύρια ευθύνη για την ήττα από τον Αννίβα.) Ο Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και αναπτύχθηκε απέναντι από τους Μακεδόνες στην Πύδνα, όπου το 168 δόθηκε η αποφασιστική μάχη. Στην Πύδνα οι δύο στρατοί ήταν περίπου ισοδύναμοι και καλά προετοιμασμένοι. Ο Περσέας διέθετε συνολικώς 43.000 άνδρες και ο Αιμίλιος Παύλος 39.000. Ο τόπος ήταν πεδινός, επιτρέποντας στις μακεδονικές φάλαγγες πλήρη ανάπτυξη. Όταν τις αντίκρισε έτοιμες για μάχη, ο Ρωμαίος στρατηγός αισθάνθηκε έκπληξη και δέος, όπως παραδέχτηκε αργότερα. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Στην αρχή οι Μακεδόνες υπερείχαν με τον συμπαγή τους όγκο και τις σάρισες και έδειχναν ακαταμάχητοι. Αλλά ο μεγάλος τους στρατός, καθώς καταδίωκε τους αντιπάλους του, υποχρεώθηκε να πορευτεί σε ανώμαλα μέρη, χάνοντας έτσι τη συνοχή του. Ο Αιμίλιος Παύλος εκμεταλλεύτηκε τα μικρά κενά που δημιουργούνταν και οδήγησε μέσα από αυτά μικρά τμήματα των λεγεώνων του. Αναγκασμένη να αμυνθεί σε πολλά μέτωπα, η μακεδονική φάλαγγα κατέρρευσε. Έχοντας απομείνει για μία ακόμη φορά απροστάτευτη από τα πλάγια, έγινε ευάλωτη και ανίκανη να αντιδράσει. Πολεμώντας σώμα με σώμα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν πλέον τα μακριά τους ξίφη και άρχισαν τη σφαγή. Μέσα σε μία ώρα περίπου η μάχη είχε κριθεί. Στο τέλος της ημέρας υπολογίστηκε ότι σκοτώθηκαν περισσότεροι από 25.000 άνδρες από την πλευρά των Μακεδόνων και ελάχιστοι από την πλευρά των Ρωμαίων. Ο Περσέας με το ιππικό του, που είχε πάρει ελάχιστα μέρος στη μάχη, διέφυγε, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να παραδοθεί με την οικογένειά του. Αξιοποιώντας τη μεγάλη του νίκη, ο ρωμαϊκός στρατός στράφηκε με απόφαση της Συγκλήτου εναντίον της Ηπείρου. Χωρίς να έχει στο ελάχιστο προκληθεί και χωρίς να αιτιολογήσει την επίθεσή του, λεηλάτησε τη χώρα, κατέσχεσε τον ιδιωτικό πλούτο και τον πλούτο των ναών, υποδούλωσε 150.000 Ηπειρώτες και κατέστρεψε 70 πολιτείες. Η ιδέα ήταν να ικανοποιηθούν για την προσφορά τους οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Η συμπεριφορά αυτή έδειχνε ότι η Ρώμη δεν χρειαζόταν πλέον τη διπλωματία για να χειριστεί τους Έλληνες.

Στη Ρώμη ο Αιμίλιος Παύλος αξιώθηκε έναν θρίαμβο, όπως συνηθιζόταν μετά από μεγάλες νίκες. Στη μεγάλη πομπή που οργανώθηκε επιδείχθηκαν πάνω σε 250 άμαξες τα αγάλματα και τα έργα τέχνης που είχαν λαφυραγωγηθεί, ύστερα τα ωραιότερα και πολυτελέστερα όπλα των Μακεδόνων, οι θησαυροί τους, το άρμα του νικημένου βασιλιά και το διάδημα του, τα παιδιά του και τέλος πεζός ο ίδιος ο Περσέας, φορώντας ρούχο σταχτί. Οι Ρωμαίοι ένιωσαν μεγάλη ικανοποίηση βλέποντας να εκτίθεται μπροστά τους η δόξα του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Ο Αιμίλιος Παύλος με χρυσοκεντημένη πορφύρα ήταν καθισμένος σε άρμα, κρατώντας κλωνάρι δάφνης. Λίγο αργότερα, ο Περσέας και τα παιδιά του πέθαναν στη φυλακή από την κακοποίηση. Το μακεδονικό βασίλειο διαιρέθηκε σε τέσσερις μερίδες, μέσα στις οποίες οι πόλεις έπρεπε να παραμένουν αυτόνομες, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας. Οι μερίδες δεν επιτρεπόταν να διατηρούν μεταξύ τους οικονομικές ή στρατιωτικές σχέσεις. Πολλές ελληνικές πόλεις παρέμεναν τυπικά ανεξάρτητες, αλλά στην πραγματικότητα όλα τα σημαντικά ζητήματα επιλύονταν πλέον στη Ρώμη. Για κάθε διαφορά, συνθήκη ή ασυμφωνία μεταξύ των Ελλήνων αποστέλλονταν αντιπρόσωποι στη Σύγκλητο. Η ελληνική διπλωματία, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, ήταν διαιρεμένη σε ένα μόνο ζήτημα: ορισμένοι υποστήριζαν ότι οι Έλληνες όφειλαν να τηρούν σχολαστικά τις συμφωνίες με τους Ρωμαίους, ενώ άλλοι ότι όφειλαν ακόμη και να τις παραβαίνουν προκειμένου να φανούν πρόθυμοι και αρεστοί. Οι Ρωμαίοι όμως ήθελαν όλο και περισσότερα για να ικανοποιηθούν. Ως μέτρο προφύλαξης, παρέλαβαν 1.000 Αχαιούς με πρόθεση να τους δικάσουν στη Ρώμη. Αλλά η δίκη αυτή δεν έγινε ποτέ, και όταν, ύστερα από 16 χρόνια, οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι, επιζούσαν λιγότεροι από 300. Ανάμεσά τους βρισκόταν ο Πολύβιος, που είχε την τύχη να υπηρετήσει στο σπίτι του Αιμίλιου Παύλου και να αναλάβει την εκπαίδευση του γιου του. Έχοντας εξαλείψει τους Μακεδόνες βασιλείς και εξουδετερώσει τους Σελευκίδες, οι νικητές δεν είχαν πλέον κανέναν σοβαρό αντίπαλο, εφόσον το βασίλειο των Πτολεμαίων ήταν ανίκανο να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Σύντομα στράφηκαν εναντίον της Ρόδου, που αποτελούσε έως τότε βασικό τους σύμμαχο. Αντί να της κηρύξουν τον πόλεμο, προτίμησαν να της αφαιρέσουν τον έλεγχο εδαφών. Το διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριό της, η Δήλος, παραχωρήθηκε στην Αθήνα - μια εξέλιξη που οδήγησε στον οικονομικό μαρασμό της Ρόδου. Το λιμάνι της Δήλου, με την προνομιακή του θέση στο Αιγαίο, ήταν το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου και μπορούσε να διακινήσει ημερησίως έως και 10.000 δούλους. Πολλοί από αυτούς ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Από τη μεγάλη νίκη της Ρώμης εναντίον του Αννίβα έως την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου είχαν περάσει, όπως σημειώνει ο Πολύβιος, μόλις 53 χρόνια. Όταν στην Αίγυπτο βασίλευε ο ανήλικος Πτολεμαίος ΣΤ' Φιλομήτωρ (180-145), γιος του Πτολεμαίου Δ', οι κηδεμόνες του ξεκίνησαν τον ΣΤ' Συριακό Πόλεμο (171-168) για την ανάκτηση της Κοίλης Συρίας. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν ολοφάνερα εσφαλμένη, εφόσον είχαν να αντιμετωπίσουν έναν ικανό και ενεργητικό βασιλιά, τον Αντίοχο Δ' Επιφανή (175-164), γιο του Αντίοχου Γ'. Ο Αντίοχος ανταποκρίθηκε με αποφασιστικότητα και κάποια στιγμή έφτασε να ελέγχει μεγάλο μέρος της Αιγύπτου, υποχρεώνοντας το πτολεμαϊκό βασίλειο να αναζητά συμμάχους όπου

μπορούσε να τους βρει. Αλλά ακόμη και οι Αχαιοί, που είχαν πολλές φορές ενισχυθεί από τους Πτολεμαίους, δίσταζαν να τους συνδράμουν. Καθώς ο Αντίοχος βρισκόταν πια έξω από την Αλεξάνδρεια, τον προϋπάντησε μια ρωμαϊκή αντιπροσωπεία, η οποία, μολονότι δεν συνοδευόταν από στρατό, τον κάλεσε να αποχωρήσει. Αυτός ζήτησε χρόνο να συσκεφθεί, αλλά ο επικεφαλής των Ρωμαίων χάραξε γύρω του με μια κληματόβεργα έναν κύκλο και απαίτησε απάντηση όσο ακόμη ο βασιλιάς βρισκόταν μέσα σε αυτόν. Χωρίς άλλη συζήτηση, ο Αντίοχος επέστρεψε με τον στρατό του στη Συρία. Η μεγάλη νίκη που είχαν μόλις κερδίσει οι Ρωμαίοι στην Πύδνα έριχνε πλέον τη βαριά σκιά της σε όλη τη Μεσόγειο. Ταπεινωμένος και ανήσυχος, ο Αντίοχος προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του στο εσωτερικό του βασιλείου του. Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε ξεχώριζε η επιχείρηση για τον βίαιο εξελληνισμό των Ιουδαίων της Παλαιστίνης το 167. Αποκορύφωμά της ήταν η απαγόρευση της περιτομής και η μετατροπή του Ναού του Σολομώντα σε ναό του Δία. Δεν ήταν άλλωστε ο μοναδικός ναός τον οποίο επιχείρησε να συλήσει. Οι κληρονόμοι του Αλεξάνδρου ήταν γενικά ανεκτικοί στις θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των λαών που εξουσίαζαν. Αλλά οι συνθήκες ήταν έκρυθμες, και ο Ναός του Σολομώντα εξακολουθούσε να κατέχει πολύτιμους θησαυρούς, τους οποίους ο Αντίοχος είχε ανάγκη για τις υπέρογκες αποζημιώσεις που κατέβαλε στη Ρώμη. Επιπλέον, στη διεκδίκηση της Κοίλης Συρίας, ορισμένοι Ιουδαίοι είχαν ταχθεί με το μέρος των Πτολεμαίων. Το πρόγραμμά του υποστήριζε, άλλωστε, μια μερίδα εξελληνισμένων Ιουδαίων. Ο Αντίοχος δεν είχε προβλέψει ωστόσο την οξύτατη αντίδραση των πιστών Ιουδαίων, που εξεγέρθηκαν με πείσμα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη βεβήλωση του Ναού, η εξέγερση άρχισε να εδραιώνεται. Η ακατάβλητη αυτοθυσία των μαχητών κατέστησε μάλιστα δυνατή τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους μέσα στο βασίλειο των Σελευκιδών - με την υποστήριξη φυσικά της Ρώμης. Το 164, τη χρονιά που ο Ναός καθαριζόταν από το βδέλυγμα τῆς ἑρημώσεως, όπως αποκαλείται ο βωμός του Δία στο βιβλίο του Δανιήλ, ο Αντίοχος Δ' πέθανε, έχοντας ταπεινωθεί και από μια μερίδα των υπηκόων του που έως τότε ουδείς είχε πάρει στα σοβαρά. Στα βιβλία των Μακκαβαίων καταγράφηκε ο ιουδαϊκός αυτός αγώνας ως μία ακόμη σελίδα στην ιστορία του «λαού του Θεού». Στην ηττημένη και τεμαχισμένη Μακεδονία εμφανίστηκε ένας διεκδικητής της βασιλείας με τον ισχυρισμό ότι λεγόταν Φίλιππος και ότι ήταν γιος του Περσέα. Γύρω από τον βίο του πλάστηκαν αμέσως μύθοι που ήταν δύσκολο να ελεγχθούν. Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρίσκος, ότι είχε διατελέσει μισθοφόρος στη Συρία και ότι ο βασιλιάς Δημήτριος (162-150) τον είχε εκδώσει στη Ρώμη. Καθώς οι πάντες γνώριζαν ότι ο πραγματικός Φίλιππος είχε πεθάνει ως κρατούμενος στη Ρώμη, ουδείς του έδωσε σημασία και έτσι κατάφερε να διαφύγει. Από την Ιταλία πέρασε στη Μίλητο, το Πέργαμο και τη Θράκη, όπου βρήκε την υποστήριξη που αναζητούσε. Το εντυπωσιακό είναι ότι έπεισε πολλούς Μακεδόνες για τη βασιλική του καταγωγή, φόρεσε πορφύρα στην Πέλλα, ανασυγκρότησε κάπως το βασίλειο και απείλησε ακόμη και τη Θεσσαλία. Συνέτριψε τους Ρωμαίους που ανέλαβαν να τον αντιμετωπίσουν σε περιβόητη μάχη και σκότωσε τον Ρωμαίο στρατηγό. Ωστόσο, το 148 νικήθηκε από ισχυρό στρατό και στόλο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.

Η περιπέτεια αυτή δίδαξε στους Ρωμαίους ότι ακόμη και ο διαμελισμός της Μακεδονίας δεν ήταν αρκετός για να εξουδετερώσει τα αισθήματα των κατοίκων της. Η αίγλη της βασιλείας, άλλωστε, ακόμη και με το προσωπείο ενός σφετεριστή, ήταν επικίνδυνη. Η λύση βρισκόταν στην πλήρη προσάρτηση της περιοχής στη ρωμαϊκή επικράτεια. Για 50 χρόνια η Ρώμη έζησε ειρηνικά με την Καρχηδόνα, θεωρώντας ότι στον Β' Καρχηδονιακό Πόλεμο είχε επιτύχει τον στόχο της. Αλλά η Καρχηδόνα είχε αρχίσει πάλι να ανακάμπτει οικονομικά και στις διαρκείς προκλήσεις από το γειτονικό βασίλειο της Νουμιδίας ήταν αποφασισμένη να απαντήσει με πόλεμο. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε παραβίαση της συνθήκης, και η Ρώμη κήρυξε το 149 τον Γ' Καρχηδονιακό Πόλεμο, στέλνοντας στρατό με 80.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Στο αίτημα των Καρχηδονίων για διαπραγματεύσεις οι Ρωμαίοι απάντησαν με την απαίτηση να κατεδαφιστεί η πόλη και οι ίδιοι να κατοικήσουν σε νέα που θα κτιζόταν μακριά από τη θάλασσα. Οι Καρχηδόνιοι υποχρεώθηκαν έτσι να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων. Οι Ρωμαίοι διαπίστωσαν ότι η νίκη ήταν δυσχερέστερη από όσο υπολόγιζαν. Το 146 ανέθεσαν τον πόλεμο σε έναν νέο στρατηγό, τον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα Αιμιλιανό, γιο του Αιμίλιου Παύλου και υιοθετημένο από την οικογένεια του Σκιπίωνα Αφρικανού. Με την επιλογή τους αυτή κατάφεραν να καταλάβουν την Καρχηδόνα, να πουλήσουν όλο τον πληθυσμό που είχε απομείνει ζωντανός και να παραδώσουν την πόλη στις φλόγες, αφού πρώτα την απογύμνωσαν από τους θησαυρούς της. (Παρών στην καταστροφή ήταν και ο Πολύβιος, που είχε διατελέσει δάσκαλος του Σκιπίωνα Αιμιλιανού και τον συνόδευε ως σύμβουλος.) Αμέσως μετά η περιοχή της κατεστραμμένης πόλης προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή επικράτεια. Την ίδια χρονιά κρίθηκε και η τύχη των Αχαιών. Είχαν έρθει σε πόλεμο με τη Σπάρτη, προκαλώντας έτσι την επέμβαση της Ρώμης, που απαίτησε τη διάλυση της Συμπολιτείας τους. Αυτοί αρνήθηκαν, και ο ρωμαϊκός στρατός, με στρατηγό τον Λεύκιο Μόμμιο, κατέλαβε την Κόρινθο και εξανδραπόδισε όσους κατοίκους είχαν απομείνει ζωντανοί. Οι θησαυροί της πόλης λεηλατήθηκαν. Ο Πολύβιος έφτασε εγκαίρως για να περισώσει κάποια από τα έργα τέχνης και, ενδεχομένως, να μεσολαβήσει υπέρ ορισμένων Αχαιών.

6.6. Δώσε μου σημείο να σταθώ Ο ξένος που θα αποφάσιζε να επισκεφθεί την Αθήνα στην ελληνιστική εποχή θα εκπλησσόταν από την ευτέλεια και την ερήμωση πολλών σπιτιών και την κακή ρυμοτομία. Η πόλη είχε αναπτυχθεί πριν από αιώνες με τρόπο φυσικό και δεν διέθετε τα προσχεδιασμένα οικοδομικά τετράγωνα που μπορούσε να βρει κανείς στις νεόδμητες πόλεις. Κρίνοντας από την πρώτη εντύπωση, ο ξένος θα δυσκολευόταν να πειστεί ότι αυτή είναι η δοξασμένη πόλη των Αθηναίων. Αν όμως παρατηρούσε τα δημόσια κτίρια, το θέατρο, τους ναούς και τα γυμνάσια θα καταλάβαινε καλύτερα πού βρισκόταν αποτυπωμένη η παλαιά αίγλη. Αυτή την εντύπωση προκάλεσε η Αθήνα σε έναν περιηγητή κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα. Ο ίδιος μάς πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι της εποχής ξεχνούσαν την κατάσταση ανελευθερίας που τους είχε βρει με πολύωρες συζητήσεις. Όταν ιδίως παρουσιαζόταν μπροστά τους ένας επισκέπτης, τον πλησίαζαν και τον ρωτούσαν με πάθος για οτιδήποτε. Από την άλλη, ξεχνούσαν τις ελλείψεις τους με την απόλαυση των ωραίων κτιρίων που στόλιζαν την πόλη. Αυτό που κέντρισε όμως περισσότερο το ενδιαφέρον του περιηγητή ήταν το πλήθος και η ποικιλομορφία των φιλοσόφων που προσπαθούσαν να αναπαύσουν τις ανθρώπινες αγωνίες με κάθε λογής απατηλά τεχνάσματα - χόρτοι

παντοθαλεῖς

φιλοσόφων

παντοδαπῶν,

ψυχῆς

ἀπάται

καὶ

ἀναπαύσεις γράφει,

επηρεασμένος από το ύφος του σοφιστή Γοργία. Η Αθήνα ήταν η πόλη στην οποία άκμαζε πρωτίστως η φιλοσοφία. Η νέα φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Αθήνα με την ίδρυση του επικούρειου Κήπου και της ζηνώνειας Στοάς σηματοδοτούσε μια τάση επιστροφής στην προπλατωνική σκέψη, με στόχο την επανεύρεση της σωματικότητας των πάντων, ακόμη και των θεών. Οι δύο αυτές φιλοσοφικές σχολές που κυριάρχησαν κατά την ελληνιστική περίοδο ήταν σύμφωνες σε αυτό το σημείο, όπως συμφωνούσαν και ως προς το υπέρτατο αγαθό της ευδαιμονίας. Η τρίτη φιλοσοφική τάση, που ακολούθησε τον σωκρατικό δρόμο της εγνωσμένης άγνοιας και της απορίας, οδηγήθηκε παραδόξως σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα για τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Κοινός

στόχος

όλων

των

ελληνιστικών

σχολών

φιλοσοφίας

ήταν

η

επίτευξη

της ἀπάθειας ή ἀταραξίας, μιας σταθερής και αμετάβλητης ψυχικής γαλήνης που δεν θα κλονιζόταν ποτέ από τις αντιξοότητες της τύχης και των συγκυριών. Η πολιτική αντίληψη του ανθρώπινου βίου, κυρίαρχη στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μειωνόταν προς όφελος της ατομικής ευτυχίας. Τελικά, η ηθική υποσκέλισε την πολιτική. Ο παλαιός θαυμασμός για την προσωπική αριστεία έβρισκε νέα έκφραση στο ιδεώδες του σοφοῦ. Ο ιδανικός αυτός τύπος εκπροσωπούσε πλέον την ανθρώπινη τελειότητα στο σύνολό της. Αν και εξαιρετικά δυσεύρετος μέσα στον κόσμο της εμπειρίας, ο σοφός έγινε πρότυπο και μέτρο, ιδίως σε ζητήματα νοήματος της ανθρώπινης ζωής.

Η ελληνιστική φιλοσοφία διακρίνεται από μια τάση συστηματοποίησης της γνώσης. Ο προερχόμενος από τη Σάμο αλλά αθηναϊκής καταγωγής Επίκουρος (341-270), ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου (335-263) και οι ακόλουθοί τους διαίρεσαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους: τη λογική, τη φυσική και την ηθική. Στον πρώτο περιέλαβαν όλα τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα

που παρουσιάζει η έλλογη σκέψη: στοιχεία και αρχές της γλώσσας, ρητορική και διαλεκτική τέχνη, έγκυρες και άκυρες μορφές συμπερασμού, ανάλυση εννοιών, προτασιακή λογική. Στον φυσικό κλάδο της φιλοσοφίας ενέταξαν την ανάλυση όλων των όντων, από τους θεούς στην κορυφή της ιεραρχίας έως την ανόργανη ύλη στα θεμέλια. (Φυσική κατέληξε έτσι να σημαίνει «κοσμολογία» και «μεταφυσική».) Στην ηθική αντιμετώπισαν τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος άρχισε να θεωρείται μέλος μιας πολύ ευρύτερης και οικουμενικής πατρίδας, η οποία ήταν ο κόσμος (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 9.3 [σ. 160-162]). Οι απλοί πολίτες, φυσικά, δεν συμμερίζονταν αυτή την αντίληψη. Εξακολουθούσαν να πολεμούν για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους με αυτοθυσία και ζέση, όπως και σε προηγούμενες εποχές. Μια σταδιακή αλλαγή στη γενική θεώρηση της σχέσης του ατόμου με την πόλη άρχιζε, πάντως, να γίνεται εμφανής. Ενώ ο Σωκράτης είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την Αθήνα εκλαμβάνοντας ως ατιμωτική και αβίωτη τη ζωή σε ξένο τόπο, δύο ή τρεις γενιές αργότερα ένας από τους έμμεσους μαθητές του δήλωνε με δηκτική παρρησία ότι γενέθλιος τόπος καταγωγής του και πηγή των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του είναι ο κόσμος. Ο Διογένης από τη Σινώπη (περ. 410-324) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα και την Κόρινθο και επονομάστηκε «σκύλος» (κύων) για την προκλητική απρέπειά του έναντι όλων των καθιερωμένων θεσμών. Όταν ρωτήθηκε από πού κατάγεται, ο Διογένης απάντησε: «είμαι πολίτης του κόσμου» (κοσμοπολίτης). Η προκλητική αυτή απόκριση αποτελούσε στην ουσία έκκληση για επιστροφή σε έναν φυσικό και σχεδόν πρωτόγονο τρόπο ζωής, απαλλαγμένο από τις συμβατικότητες της κοινωνικής συμβίωσης (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 9.59.11 [σ. 164-172]). Ως τέκνο της πόλεως, πάντως, ο Διογένης εξέθεσε τις απόψεις του για την απαξία των υλικών αγαθών, των πολιτικών επιδιώξεων και των φιλόδοξων φιλοσοφικών θεωριών σε ένα χαμένο έργο με τον ενδεικτικό τίτλο Πολιτεία. Εκεί παρωδούσε τις πλατωνικές θεωρήσεις και καυτηρίαζε κάθε απόπειρα τεχνητής απομάκρυνσης από την ανθρώπινη κατάσταση προς όφελος ενός υψηλού αλλά ανέφικτου ιδανικού. Η ψυχική αυτή στάση αποτελεί δείκτη για τις κοινές εξελίξεις στις τρεις κυρίαρχες σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας: τον επικουρισμό, τον στωικισμό και τον (διφυή) σκεπτικισμό. Η κυνική φιλοσοφία, σύμφωνη με το πνεύμα της διδασκαλίας της, δεν οργανώθηκε ποτέ ως επίσημη σχολή.

Ο μόνος σημαντικός φιλόσοφος του 5ου αιώνα που δεν μνημονεύεται στους πλατωνικούς διάλογους είναι ο Αβδηρίτης Δημόκριτος. Στην αρχαιότητα θεωρήθηκε κυρίως σοφός σε ηθικά ζητήματα. Ήταν επίσης φυσικός φιλόσοφος. Η περισπούδαστη (σήμερα) θεωρία του έλεγε ότι το σύμπαν αποτελείται από αδιαίρετα κομμάτια ύλης, τα ἄτομα, και από κενόν. Τα άτομα του Δημοκρίτου ήταν ποικίλα ως προς το μέγεθος και το σχήμα, είχαν όμως την τάση να ενώνονται τυχαία μεταξύ τους και να δημιουργούν αισθητά σώματα. Την πολύμορφη ένωση των ατόμων και την επακόλουθη διάλυση των σωμάτων εξυπηρετούσε η ύπαρξη κενού χώρου, ο οποίος, αν και απαθής, επέτρεπε την κίνηση και την αλλαγή μέσα στη φύση (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 5.35.4 [σ. 81-86]).

Αυτή τη φυσική θεωρία υιοθέτησε με τροποποιήσεις ο Επίκουρος. Την είχε διδαχτεί πριν φτάσει στην Αθήνα και τη θεώρησε ικανοποιητική γιατί δεν προϋπέθετε ούτε υπεραισθητές μορφές ούτε άυλες ουσίες. Ακόμη και οι θεοί δεν ήταν παρά μακραίωνες συσσωματώσεις λεπτοφυών ατόμων. Στη σχολή του Επίκουρου γίνονταν δεκτοί άνδρες και γυναίκες χωρίς διάκριση. Όλα τα μέλη απολάμβαναν ισότητα και κοινοκτημοσύνη στα αγαθά. Ο ιδρυτής του Κήπου, όπως ονομάστηκε η σχολή του, ήθελε να απαλλάξει τους ανθρώπους από τις φοβίες τους και να τους οδηγήσει σε μια ζωή δίχως περιττές έγνοιες και ανώφελες επιδιώξεις (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 10 [σ. 173-192]). Θεωρούσε ότι ο φόβος του θανάτου και η δεισιδαιμονία, δηλαδή ο φόβος των θεϊκών τιμωριών, ήταν τα σοβαρότερα προσκόμματα στην ευτυχία. Ο Επίκουρος έδειξε ότι και οι δύο αυτές πηγές φόβου είναι φαντασιοπληξίες και στερούνται πραγματικής βάσης. Ο άνθρωπος ούτε όσο ζει έρχεται ποτέ σε επαφή με τον θάνατο -ισχυρίστηκε - ούτε όταν πεθάνει διατηρεί τις αισθήσεις του, ώστε να βιώνει τον θάνατο ως κάτι οδυνηρό. Από την άλλη, οι μακάριοι θεοί δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα και δεν ενδιαφέρονται να ανταμείψουν ή να τιμωρήσουν τους ανθρώπους. Πεπεισμένος για την αγαθότητα τις φύσης, ο Επίκουρος ταύτισε την ἡδονήν (ουσιαστική χαρά) με την απουσία πόνου και τη διέκρινε από τις έντονες απολαύσεις που συνεπάγονται αίσθημα απογοήτευσης και κορεσμό. Ωστόσο, δεν κήρυξε τον ασκητισμό αλλά την ήπια αποδοχή των ευχάριστων πραγμάτων που διαθέτει η ζωή μέσα σε ένα πνεύμα γαλήνης και αταραξίας, σαν την ακύμαντη θάλασσα. Η ελπίδα, ο φόβος και η ακόρεστη επιθυμία παρομοιάστηκαν με τους σφοδρούς ανέμους που εμποδίζουν την ήσυχη πλοήγηση του σκάφους της ατομικής ύπαρξης. Ακόμη και η αναζήτηση μιας γνώσης πέρα και έξω από τα ανθρώπινα όρια θεωρήθηκε ματαιοπονία. Όλοι οι εύλογοι τρόποι εξήγησης της κίνησης των ουράνιων σωμάτων, των φάσεων της σελήνης και των ηλιακών εκλείψεων θεωρήθηκαν εξίσου αληθείς. Η λογική και η φυσική υποτάσσονταν στον ύπατο σκοπό της ηθικής, που ήταν η επίτευξη αταραξίας. Στον ίδιο στόχο απέβλεπε και η στωική ηθική με το αίτημα μιας ζωής σε συμφωνία με τη φύση (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν). Μόνο τα μέσα και η ορολογία διέφεραν. Αν και οι στωικοί έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη θεολογία και ανέπτυξαν εντυπωσιακές ερμηνείες μύθων, μέριμνά τους ήταν η υπογράμμιση της απόλυτα έλλογης και δίκαιης τάξης του κόσμου, που ονομαζόταν άλλοτε εἱμαρμένη, άλλοτε θεός ή φύσις ή λόγος και ταυτιζόταν με το θέλημα του Δία, ο οποίος διατηρούσε κοινό μόνο το όνομα με τον παραδοσιακό ομώνυμο θεό. Στην προσπάθεια να βρουν κάποιο προηγούμενο για τη φυσική θεωρία τους, οι στωικοί στράφηκαν στον Ηράκλειτο και τη διδασκαλία για τον αιώνιο Λόγο, που φανερώνεται ως κεραυνός και κοσμική φωτιά (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 11.3-11.13 [σ. 196-212). Μόνο τα σώματα διαθέτουν πραγματική ύπαρξη -ισχυρίστηκαν-, και κάθε σώμα έχει μια ενεργητική και μια παθητική αρχή. Η ενεργητική και αρσενική αρχή ονομάστηκε λόγος, ενώ η παθητική και θηλυκή αρχή που υποδέχεται τη μορφοποίηση χαρακτηρίστηκε ἄποιος ὕλη. Οι στωικοί χρησιμοποίησαν πλατωνικές και αριστοτελικές έννοιες, αλλά αρνήθηκαν την ύπαρξη υπερουράνιου και υπεραισθητού κόσμου. Ήθελαν να ξαναβρούν την αίγλη και τον εγγενώς συμβολικό χαρακτήρα του αισθητού σύμπαντος. Μάλιστα, ανέπτυξαν ένα σύστημα

φυσικών συμπαθειών και αντιπαθειών, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη θεωρητική δικαιολόγηση της μαγείας. Το αισθητό σύμπαν έγινε έτσι εκ νέου το θέατρο δράσης αόρατων, αλλά όχι ασώματων, δυνάμεων. Οι στωικοί δίδασκαν ότι η γοητεία της ζωής βρίσκεται στο κοσμικό σύνολο, που είναι έτσι φτιαγμένο ώστε όλα τα μέρη του, ακόμη και τα πιο μικρά και ασήμαντα, να συμβάλλουν στην αρμονία του παντός. Ο σοφός άνθρωπος αναγνώριζε αυτή την τάξη και έδινε τη συγκατάθεσή του στην κοσμική αρμονία, αποδεχόμενος όλα τα συμβάντα της ζωής δίχως εξέγερση, δυσπιστία ή εναντίωση. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι καθήκον του ανθρώπου είναι να παίξει όσο καλύτερα γίνεται τον ρόλο που του ανατέθηκε, όχι να προσπαθήσει να τον αλλάξει με κάποιον που του φαίνεται καλύτερος. Σε αυτές τις διατυπώσεις γίνεται φανερή μια ύφεση της ζωτικής δύναμης που εμψύχωνε την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική εποχή. Η πολιτική κατάσταση της περιόδου, με την έντονη γραφειοκρατία και τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, πρέπει να συνέβαλε αποφασιστικά. Παρά την έχθρα που σταδιακά αναπτύχθηκε ανάμεσα στις δύο σχολές, τόσο οι επικούρειοι όσο και οι στωικοί πίστευαν ότι η ποθητή απάθεια ή αταραξία ήταν το αποτέλεσμα ορθής γνώσης. Στην πεποίθηση αυτή συμφωνούσαν με το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης φιλοσοφικής και ποιητικής παράδοσης. Ήδη από τον Ησίοδο, στην επιτυχημένη ανθρώπινη ζωή, όσο κοπιώδης και αν ήταν, συνέβαλλε αποφασιστικά η βιωμένη γνώση. Την ενιαία αυτή παράδοση αμφισβήτησαν ορισμένοι διάδοχοι του Πλάτωνα στην Ακαδημία από τον 3ο αιώνα και εξής. Πιστεύοντας ότι επιστρέφουν στη γνήσια σωκρατική διδασκαλία, πέρα από τις παρανοήσεις των επιγόνων, ο Αρκεσίλαος (316-242) αρχικά και ο Καρνεάδης (214-129) αργότερα αμφισβήτησαν την ίδια τη δυνατότητα γνώσης. Πριν από αυτούς, ένας άλλος φιλόσοφος που αντλούσε από τη μεγάλη σωκρατική παρακαταθήκη και δεν συνέγραψε τίποτε, ο Πύρρων από την Ηλεία (περ. 365-275), είχε εκφράσει προφορικά παρόμοιες απόψεις. Οι φιλοσοφικές θέσεις του Πύρρωνος, του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη ονομάστηκαν αντίστοιχα πυρρώνειος και ακαδημεικός σκεπτικισμός. Οι ομοιότητες υπερσκελίζουν τις λεπτές, αν και ενδιαφέρουσες, διαφορές. Σκέψις δεν σήμαινε σε αυτούς «έρευνα» και «αναζήτηση», αλλά τη μεθοδική αμφισβήτηση κάθε υποτιθέμενης γνώσης. Ακολουθώντας το σοφιστικό πνεύμα των δισσῶν λόγων (εναλλαγή επιχειρημάτων υπέρ και κατά μιας άποψης), οι σκεπτικοί θεώρησαν ότι στον χώρο τις γνώσης τίποτε δεν είναι βέβαιο. Με προσεκτική ενδοσκόπηση και κατάλληλους συλλογισμούς γίνεται φανερό ότι ακόμη και η πιο συνηθισμένη πεποίθηση δεν στηρίζεται σε επαρκείς λόγους. Από την ισορροπία (ἰσοσθένειαν) που προκαλείται αν κάποιος αναλογιστεί σοβαρά τα επιχειρήματα υπέρ και κατά μιας οποιασδήποτε κρίσης, προκύπτει το αίτημα της ἐποχῆς, της συνειδητής άρνησης του σκεπτικού να εκφέρει άποψη για οποιοδήποτε θέμα. Και τότε συμβαίνει, όπως διακήρυξαν, το εξής θαυμάσιο συμβάν. Η βιωμένη άρνηση της γνώσης μπορεί να φέρει αδόκητα το επιζητούμενο αποτέλεσμα της απάθειας. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα μια ωραία ιστορία για να δείξουν πώς αυτό μπορεί να συμβεί. Μια μέρα ο ζωγράφος Απελλής προσπαθούσε να απεικονίσει στον καμβά το αφρισμένο στόμα ενός αλόγου, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η μια αποτυχημένη απόπειρα διαδεχόταν την άλλη.

Τελικά εκνευρίστηκε. Πέταξε με μανία το σφουγγάρι πάνω στον ημιτελή πίνακα και πήγε να φύγει. Τότε ακριβώς είδε ότι το έργο στεκόταν μπροστά του ολοκληρωμένο: είχε κατά τύχη συμβεί ό,τι ο ίδιος αδυνατούσε να πετύχει με τη τέχνη του. Με παρόμοιο τρόπο -δίδασκαν οι σκεπτικοί- η εγκατάλειψη της γνώσης, την οποία επιδιώκουμε για να γίνουμε ευτυχείς, φέρνει παραδόξως την ευτυχία. Σε όλες τις ελληνιστικές σχολές φιλοσοφίας ευτυχία σήμαινε ψυχική γαλήνη, νοητική σταθερότητα και προσωπική αταραξία. Η πόλη δεν αποτελούσε πλέον σημείο αναφοράς για την ευδαιμονία.

6.7. Να εξηγείς τον Όμηρο με βάση τον Όμηρο Από την Αθήνα, όπου βρισκόταν κατά την κλασική εποχή, η επιστημονική και καλλιτεχνική πρωτοπορία μεταφέρθηκε σταδιακά στην Αλεξάνδρεια. Η πολιτική των τριών πρώτων Πτολεμαίων μοναρχών συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτή τη ραγδαία ανάπτυξη της νεοσύστατης πόλης. Ένα ανταγωνιστικό προς την Αλεξάνδρεια κέντρο πολιτισμού δημιουργήθηκε, ιδίως τον 2ο αιώνα, στο Πέργαμο της Μικράς Ασίας, στο βασίλειο των Ατταλιδών. Άλλες περιφερειακές πόλεις, όπως η Ρόδος και η Κως, ανέπτυσσαν, παράλληλα με την οικονομική πρόοδο, και σπουδαία πολιτιστική ζωή. Καμία όμως πόλη δεν έφτασε στο ύψος ακμής που βρέθηκε η Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο και 2ο αιώνα. Η ελληνιστική εποχή ονομάζεται μάλιστα και «αλεξανδρινή», για να υπογραμμιστεί η σημασία αυτής της πραγματικής κοιτίδας του μεσογειακού κοσμοπολιτισμού. Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β' ένα μεγάλο ερευνητικό κέντρο, το μεγαλύτερο που γνώρισε ποτέ η αρχαιότητα, με στόχο να συγκεντρωθεί και να συστηματοποιηθεί όλη η διαθέσιμη γνώση της ανθρωπότητας. Το ερευνητικό αυτό κέντρο ονομάστηκε Μουσείον, δηλαδή ιερό των Μουσών, και περιελάμβανε μια βιβλιοθήκη, που κατόρθωσε να αποκτήσει σχεδόν μισό εκατομμύριο παπυρικούς κυλίνδρους. Οι επιστήμες των μαθηματικών (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία), της γεωγραφίας και εθνογραφίας καθώς και της φιλολογίας προόδευσαν. Ειδικά η τελευταία αποτελούσε μια νέα επιστήμη ευρυμάθειας και κριτικής στον χώρο της ποίησης, που ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις δραστηριότητες του Μουσείου. Στόχος της νεοσύστατης φιλολογίας ήταν ο υπομνηματισμός των λογοτεχνικών έργων του παρελθόντος (για να γίνονται κατανοητά στο αναγνωστικό κοινό της εποχής) και η αξιολόγησή τους. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, έπρεπε πρώτα να καθαρθούν τα κείμενα από τις (ηθελημένες ή αθέλητες) αλλοιώσεις και προσμείξεις που συνεπάγεται η συνεχής διά χειρός αντιγραφή τους. Οι Αλεξανδρινοί λόγιοι εφάρμοσαν στον χώρο των γραπτών κειμένων το κριτικό πνεύμα της προσεκτικής παρατήρησης και της σύγκρισης που είχε ήδη αναπτυχθεί στους τομείς της ιατρικής και της ζωολογίας. Ιδιαίτερα τα έπη του Ομήρου προσέλκυσαν την προσοχή τους τόσο λόγω της αρχαϊκής μορφή τους όσο και επειδή κάθε αρχαία πόλη διέθετε τη δική της εκδοχή. Στις νέες οικουμενικές συνθήκες η ελληνική «Βίβλος», όπως μπορούμε να τα αποκαλέσουμε, έπρεπε να είναι ενιαία. Μέσα σε τρεις γενιές οι λόγιοι της Αλεξάνδρειας, που συγκεντρώθηκαν από όλα τα σημεία του ελληνισμού για να επιδοθούν με πάθος στην επιστημονική επιμέλεια των κλασικών πλέον κειμένων, συστηματοποίησαν τις αρχές της κριτικής φιλολογίας. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά ανοιχτά και το ομηρικό ζήτημα, το ερώτημα δηλαδή αν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούν έργα του ίδιου ή διαφορετικών ποιητών, χωρίς να δοθεί οριστική απάντηση. Ο Ζηνόδοτος από την Έφεσο (3ος αιώνας), ο Αριστοφάνης από το Βυζάντιο (περ. 257-180) και ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη (216-144), όλοι τους διευθυντές της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, έμειναν γνωστοί για τη μεθοδική φιλοπονία τους και για τις κριτικές εκδόσεις των μεγάλων Ελλήνων ποιητών, από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μέχρι τον Πίνδαρο και τον Αριστοφάνη. Αυτοί έφτιαξαν και τους κανόνας,

δηλαδή τους καταλόγους των σημαντικών ποιητών και ρητόρων που θα έμεναν στην ιστορία ως «κλασικοί» συγγραφείς. Ορισμένοι από εκείνους που εργάστηκαν στη βιβλιοθήκη δοκίμασαν και οι ίδιοι τη δημιουργική γραφή, συνθέτοντας έπη, ύμνους και άλλα ποιήματα σε καινοφανή γραμματειακά είδη. Εξαιτίας της τεράστιας λόγιας γνώσης που διέθεταν οι ίδιοι, οι συνθέσεις τους είναι ιδιαίτερα εξεζητημένες, πολυποίκιλες και επιδεικτικές. Από τη μεγάλη δεξαμενή των ποιημάτων του 3ου αιώνα έχουν διασωθεί ορισμένα από τα έργα του Καλλίμαχου από την Κυρήνη και στην ολότητά τους τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου, ενώ έχουν χαθεί τα έργα του πολυμαθούς Ερατοσθένη (περ. 285-194), που υπήρξε, εκτός από ποιητής, επίσης γεωγράφος, σημαντικός αστρονόμος και φιλόσοφος (Κακριδής 4.4.Β-4.4.Γ [σ. 192-199], 4.5.Δ [σ. 224-226]). Θα μπορούσαν ίσως να βρεθούν αναλογίες ανάμεσα στην ηθελημένη εκζήτηση της λόγιας αυτής ποίησης και τα περίτεχνα τελετουργικά πρωτόκολλα των μοναρχικών αυλών. Πάντως, νέα πνοή στην ποίηση έδωσε ο Θεόκριτος, ένας ποιητής του 3ου αιώνα με καταγωγή από τις Συρακούσες που έζησε στην Αλεξάνδρεια, συνέθεσε ειδύλλια στη μητρική του δωρική διάλεκτο και συνέστησε έτσι το βουκολικό είδος ποίησης (Κακριδής 4.4.Γ [σ. 200-202]). Το κριτικό πνεύμα των Αλεξανδρινών λογίων οδηγήθηκε ορισμένες φορές σε ακρότητες. Η αντίδραση στην υπερκριτική στάση των φιλολόγων της Αλεξάνδρειας προήλθε από τους κύκλους των στωικών, που ήταν συνηθισμένοι να διαβάζουν με αλληγορικό τρόπο τους παραδοσιακούς μύθους και τις παλαιές ποιητικές συνθέσεις. Ο άμεσος διάδοχος του Ζήνωνα στην ηγεσία της Σχολής, ο Κλεάνθης (331-232), είχε ερμηνεύσει σε έναν σωζόμενο ύμνο τον Δία ως Λόγο του σύμπαντος, και ο Χρύσιππος (περ. 280-207), που τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Στοάς, κατέβαλε μεγάλο μόχθο στην εξήγηση των ποιητών με πνεύμα σύμφωνο προς τις στωικές θεωρίες. Η κατεύθυνση των εξεζητημένων αλληγορικών ερμηνειών άνθισε ιδιαίτερα στο Πέργαμο, όταν η πόλη απέκτησε τη δική της βιβλιοθήκη, η οποία, αν και δεν έφτασε ποτέ τους αριθμούς βιβλίων που διέθετε η Αλεξάνδρεια, μπορούσε ωστόσο να την ανταγωνίζεται στο επίπεδο της ερμηνείας. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ακολουθώντας την αρχή της αναλογίας στα γλωσσικά φαινόμενα, υπήρξαν ιδιαίτερα επεμβατικοί στην αντιμετώπιση των κειμένων: πρότειναν νέες γραφές και υιοθετούσαν διορθώσεις με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή ομοιογένεια. Η βασική αρχή της αλεξανδρινής φιλολογίας ήταν η άποψη ότι ο ερμηνευτής οφείλει να εξηγεί τον Όμηρο με βάση το κείμενο του ίδιου του Ομήρου (Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν) - και το ίδιο φυσικά ίσχυε για όλους τους άλλους ποιητές και ρήτορες. Οι φιλόλογοι του Περγάμου, αντίθετα, αποδέχονταν την αρχή της φυσικής πολυμορφίας στη γλώσσα (ἀνωμαλίαν) και έβρισκαν ή επινοούσαν λόγους που δικαιολογούσαν τις αντιφάσεις των κειμένων τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Παράλληλα, θεώρησαν ότι στόχος της ποίησης είναι να εκθέτει φιλοσοφικές αλήθειες με τρόπο εικονικό ή συμβολικό. Κατά την άποψή τους, οι μεγάλοι ποιητές κατόρθωναν να αποτρέπουν τη βεβήλωση της γνώσης -αφού ένα κείμενο μπορούσε να καταλήξει σε αμύητα αφτιά- και να διδάσκουν όσους ήταν ήδη επαρκώς έτοιμοι για εσωτερική και απόρρητη γνώση. Η στάση αυτή οδήγησε σε ιδιαίτερα ευφάνταστες ερμηνείες.

Ενώ η αλεξανδρινή σχολή εκλάμβανε τα ποιητικά κείμενα στην κυριολεξία τους, ως διηγήσεις πράξεων και παθών του παρελθόντος, η σχολή του Περγάμου τα εξηγούσε ως συμβολικές αλληγορίες αιώνιων αληθειών. Η διάσταση αυτή εξηγεί και τη μεγάλη προσοχή που έδωσαν οι Αλεξανδρινοί στη γραμματική μορφή, έναντι της προσήλωσης στο βαθύτερο νόημα που χαρακτήριζε τους λογίους του Περγάμου. Η αντιπαράθεση ήταν τόσο οξεία, ώστε η Αλεξάνδρεια, για να περιορίσει τον αριθμό βιβλίων της ανταγωνιστικής πόλης, απαγόρευσε την εξαγωγή παπύρου προς το βασίλειο των Ατταλιδών. Το Πέργαμο αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί, αντί παπύρων, επεξεργασμένα δέρματα - γεγονός που έδωσε στο συγκεκριμένο υλικό γραφής το χαρακτηριστικό όνομα περγαμηνή.

Μετά τους πυθαγόρειους, η ανάπτυξη των μαθηματικών έγινε υπόθεση της πλατωνικής σχολής. Πολλοί μαθητές και ακόλουθοι του Πλάτωνα εργάστηκαν για την προώθηση της μαθηματικής έρευνας. Τα έργα τους έχουν χαθεί. Το πρώτο αμιγώς μαθηματικό σύγγραμμα που μας διέσωσε η αρχαιότητα είναι τα Στοιχεῖα του Ευκλείδη (περ. 325-250), ο οποίος φαίνεται ότι έζησε και εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το εγχειρίδιό του περιλαμβάνει 13 βιβλία και αποτελεί την αρχαιότερη

ολοκληρωμένη

εφαρμογή

του

αξιωματικού

και

παραγωγικού

τρόπου

συστηματοποίησης μιας επιστήμης που είχε εισηγηθεί θεωρητικά ο Αριστοτέλης. Αναμφίβολα ο Ευκλείδης στηρίχτηκε σε εργασίες προγενεστέρων του. Το επίτευγμά του όμως υπήρξε θεμελιώδες για την περαιτέρω διάδοση της μαθηματικής σκέψης. Μέσα από αξιωματικές προτάσεις, ορισμούς και λογικές αρχές συμπερασμού, ο Ευκλείδης κατόρθωσε να συναγάγει όλα τα έως τότε αποδεδειγμένα θεωρήματα της γεωμετρίας, της αριθμητικής και της στερεομετρίας και να τα εντάξει σε ενιαίο μαθηματικό σύστημα. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία - και όχι μόνο στην αρχαιότητα: ήταν, για παράδειγμα, το σχολικό εγχειρίδιο των μαθηματικών στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Την ίδια περίοδο ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ένας άλλος μαθηματικός και αστρονόμος που βρέθηκε τόσο στην παλαιά ελλαδική όσο και στην αναπτυσσόμενη αιγυπτιακή πόλη της γνώσης, πρότεινε την επιστημονική υπόθεση ότι ο Ήλιος και όχι η Γη βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Η θεωρία αυτή εισηγήθηκε δύο κινήσεις της σφαιρικής Γης, μία περιστροφική γύρω από τον άξονά της και μία κυκλική γύρω από τον Ήλιο, αλλά δεν κατόρθωσε να επικρατήσει. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, η ηλιοκεντρική θεωρία του Αριστάρχου ήταν κατά βάση σωστή. Δεν ήταν όμως ικανή να ανατρέψει παραδεδομένες πεποιθήσεις αιώνων. Οι περισσότεροι αστρονόμοι της αρχαιότητας την αγνόησαν και συνέχισαν να υποστηρίζουν το γεωκεντρικό σύστημα. Πρότειναν μάλιστα όλο και πιο πολύπλοκες θεωρίες επικύκλων και έκκεντρων κύκλων που στόχο είχαν να δικαιολογούν τα δεδομένα της εμπειρικής παρατήρησης (σῴζειν τὰ φαινόμενα), δίχως να προσβάλλουν το φυσικό αίσθημα του μέσου ανθρώπου. Λέγεται ότι ο Στωικός Κλεάνθης κατηγόρησε τον Αρίσταρχο για ασέβεια προς τους θεούς - όπως είχε συμβεί παλαιότερα με τον Αναξαγόρα και τον Σωκράτη. Καμία εφεύρεση δεν θα μπορούσε να συγκριθεί, από την άποψη της πρωτοτυπίας και της αποτελεσματικότητας, με τις πολεμικές επινοήσεις του Αρχιμήδη, ο οποίος συνέγραψε τα επιστημονικά του έργα στη δωρική διάλεκτο και όχι στην κοινή - προφανώς για να τιμήσει την

ιδιαίτερη πατρίδα του, τις Συρακούσες. Ωστόσο, αξίζει να μνημονευτεί η τελειοποίηση ενός συστήματος τηλεπικοινωνίας που αναφέρει ο Πολύβιος. Η χρήση φρυκτωριῶν, δηλαδή πυρκαγιών ή μεγάλων πυρσών για τη μετάδοση μηνυμάτων σε αποστάσεις τριών ή τεσσάρων ημερών πορείας, ήταν παλαιά και διαδεδομένη - ιδίως στις πολεμικές επιχειρήσεις. Το βασικό μειονέκτημα της μεθόδου όμως ήταν ο περιορισμένος αριθμός προσυμφωνημένων μηνυμάτων που μπορούσαν να μεταδοθούν κωδικοποιημένα. Ειδικά αν προέκυπτε κάτι όντως απρόβλεπτο κατά την εξέλιξη μιας πολεμικής επιχείρησης, η είδηση ήταν αδύνατο να μεταδοθεί. Όμως, το πραγματικό προβάδισμα αιφνιδιασμού θα το έδινε η δυνατότητα μετάδοσης αυτής ακριβώς της απρόσμενης εξέλιξης στην πλευρά που θα είχε οργανώσει το δίκτυο επικοινωνίας. Για να αυξήσει τον αριθμό των μηνυμάτων που θα μπορούσαν να αποσταλούν από μια κορυφή βουνού σε μια άλλη, ο Αινείας, συγγραφέας έργου με τον σημαίνοντα τίτλο Πολιορκητικά, επινόησε έναν νέο τρόπο. Οι δύο διαβιβαστές είχαν από ένα πανομοιότυπο, μεγάλων διαστάσεων, αγγείο γεμάτο με νερό. Πάνω του επέπλεε ένας επίπεδος φελλός με διάμετρο ίση με την εσωτερική διάμετρο του αγγείου και έναν κάθετο άξονα με γραμμένα μηνύματα. Μόλις λαμβανόταν από τη μια πλευρά το σήμα ετοιμότητας που έστελνε με πυρσό η άλλη, οι δύο πλευρές ελευθέρωναν ταυτόχρονα το πώμα στο κάτω μέρος του αγγείου: το νερό άρχιζε να τρέχει και ο φελλός να κατεβαίνει με την ίδια ακριβώς ταχύτητα στα δύο αγγεία, λόγω του ίσου μεγέθους τους. Ο αποστολέας σήκωνε πυρσό την κατάλληλη στιγμή και ο παραλήπτης σταματούσε τη ροή αμέσως και διάβαζε το μήνυμα που βρισκόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή στο χείλος του αγγείου. Με σωστό συγχρονισμό και εξάσκηση, οι δύο άνδρες μπορούσαν να επιτύχουν καλή επικοινωνία με αρκετά αυξημένο αριθμό δυνατών μηνυμάτων. Όμως και εδώ οι περιορισμοί ήταν έκδηλοι: το εντελώς απρόβλεπτο, και πάλι, δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί. Η νέα επινόηση, που τελειοποιήθηκε από τον ίδιο τον Πολύβιο, περιλάμβανε ένα σύστημα επικοινωνίας ίσων, θεωρητικά και πρακτικά, δυνατοτήτων με τον γραπτό λόγο - δηλαδή απεριόριστων. Όλα τα γράμματα χωρίστηκαν, με βάση τη σειρά τους στο αλφάβητο, σε πέντε κατηγορίες. Η καθεμία περιλάμβανε πέντε γράμματα, εκτός από την τελευταία που είχε τέσσερα (4x5=20+4=24). Οι κατηγορίες αυτές τοποθετήθηκαν η μία κάτω από την άλλη σε στοιχισμένες σειρές. Με τον τρόπο αυτό κάθε γράμμα μπορούσε μονοσήμαντα να δηλωθεί με δύο αριθμούς: έναν για τον οριζόντιο στίχο και έναν για την κάθετη στήλη. Ανάλογα με τον αριθμό επαναλαμβανόμενης εμφάνισης του πυρσού μέσα από το όρυγμα που βρισκόταν, ο αποστολέας του μηνύματος θα έδειχνε πρώτα τον αριθμό του στίχου στα αριστερά του, και έπειτα τον αριθμό της στήλης στα δεξιά του. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο παρατηρητής ήταν να σημειώνει τα γράμματα ένα προς ένα και στη συνέχεια να διαβάζει το τηλεγραφικό μήνυμα σε κανονικό λόγο. Για να αποφευχθεί μάλιστα η σύγχυση, ο παρατηρητής ήταν εφοδιασμένος με μια διπλή διόπτρα, ώστε να διακρίνει καθαρά ποιος αριθμός προέρχεται από την αριστερή και ποιος από τη δεξιά πλευρά του αποστολέα, που έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους περίπου τρία μέτρα.

6.8. Εγώ είμαι η βασίλισσα του κόσμου Δίπλα στη λατρεία των μοναρχών που εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και ικανοποιούσε ταυτόχρονα την απαίτηση των μαζών για απτή φανέρωση του θείου, αναπτύχθηκαν και ορισμένες νέες λατρείες, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Σάραπη (ή Σέραπη) στην Αλεξάνδρεια. Ο θεός αυτός, που τον επινόησαν ως προστάτη της νέας αιγυπτιακής πόλης, ήταν -όπως φαινόταν και από το όνομά του- ένα ιδιότυπο αμάλγαμα του Όσιρη, θεού του θανάτου και της αναγέννησης, και του ιερού ταύρου Άπη, που λατρευόταν στη Μέμφιδα. Υποτίθεται ότι ένας Αιγύπτιος ιερέας και ένας Αθηναίος γνώστης των Ελευσίνιων μυστηρίων προέτρεψαν τον Πτολεμαίο Α' να ιδρύσει τη λατρεία του. Εικονογραφικά και λειτουργικά, ο Σάραπις έμοιαζε με τον ελληνικό Πλούτωνα, θεό του κάτω κόσμου, αλλά διέθετε επίσης, με σύμβολο τον αετό, την κοσμοκρατορική δύναμη του Δία και τις θεραπευτικές ιδιότητες του Ασκληπιού. Η λατρεία του διαδόθηκε γρήγορα εκτός των ορίων της Αιγύπτου και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Ο ναός του στην Αλεξάνδρεια, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, κατόρθωσε να προσελκύει πολλούς προσκυνητές από διάφορα σημεία της οικουμένης. Η απήχηση της λατρείας αφορούσε περισσότερο τους εξελληνισμένους πληθυσμούς της Μεσογείου παρά τους γηγενείς Αιγυπτίους. Ο Σάραπις αποτελεί καλό δείκτη των νέων ωσμωτικών εξελίξεων στον χώρο της θρησκείας. Η κυρίαρχη έννοια στις μυστηριακές λατρείες που αναπτύχθηκαν ταχύρρυθμα κατά την ελληνιστική εποχή ήταν αυτή της σωτηρίας. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η επιδιωκόμενη σωτηρία μπορούσε να σημαίνει γιατρειά από κάποια ασθένεια του σώματος, απελευθέρωση από ένα τυραννικό πάθος, αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας ύστερα από μακρά περίοδο έντονης κρίσης, ανακούφιση από τη συσσωρευμένη ένταση του βίου, ακόμη και λύτρωση από τον φόβο του θανάτου. Ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος, προϋπόθεση της μύησης ήταν η ατομική επιλογή. Το γεγονός αυτό, γνωστό ήδη στις μυστηριακές λατρείες της αρχαϊκής εποχής, δημιουργούσε μια προσωπική σχέση ανάμεσα στον μύστη και τη θεότητα, η οποία γινόταν όλο και πιο στενή και έντονη όσο η μύηση απέδιδε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα με τις πολιτικές θρησκευτικές τελετουργίες που τόνιζαν τις σχέσεις της κοινότητας συνολικά με τους θεούς, οι μυστηριακές τελετές αποτελούσαν μορφές προσωπικής θρησκευτικότητας. Οι λατρείες της αιγυπτιακής Ίσιδας και της φρυγικής Κυβέλης ή Μεγάλης Μητέρας των Θεών αποτελούν δύο εξέχουσες περιπτώσεις μυστηριακών θεοτήτων, οι οποίες απέκτησαν τεράστια διάδοση κατά την ελληνιστική εποχή και ιερά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, έως τη συντηρητική Ρώμη. Ωστόσο, δεν ήταν οι μόνες. Υπήρχαν και άλλες μυστηριακές λατρείες με μικρότερη εμβέλεια και περισσότερο τοπικό χαρακτήρα. Ένα κοινό μοτίβο διατρέχει τη μυθική φυσιογνωμία και τον τύπο σωτηρίας που υπόσχονταν τα μυστήρια της Ίσιδας και της Κυβέλης: δίπλα σε μια μεγάλη θεά ένας αρσενικός πάρεδρος, που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση αλλά συνδέεται μαζί της ως συγγενής ή εραστής, υποφέρει σωματικά και τελικά πεθαίνει. (Στην περίπτωση της Ίσιδας πάρεδρος είναι ο αδελφός της Όσιρις, στην περίπτωση της Κυβέλης ο Άττις, ένας νεαρός βοσκός από την Ίδη.) Όμως, η μεγάλη θεά κινεί

γη και ουρανό, παρακαλεί τους άλλους θεούς, και τελικά κατορθώνει να αναστήσει τον αγαπημένο της. Απέναντι στην αμεριμνησία των ουράνιων θεών, με τους οποίους ο θνητός μπορούσε να ταυτιστεί μόνο στο απόγειο της ψυχοσωματικής ακμής του, ο πάσχων και τελικά θνήσκων αγαπημένος της θεάς αποτελεί αρχετυπική εικόνα πάθους και αδυναμίας. Ο μύστης περνούσε από αντίστοιχες δοκιμασίες ταυτιζόμενος με τον Όσιρη ή τον Άττη και πέθαινε συμβολικά μαζί του, για να αναστηθεί καθαρμένος και απαλλαγμένος από το βάρος. Ορισμένες φορές οι τελετουργίες ήταν ιδιαίτερα επαχθείς και ψυχικά επώδυνες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ταυροβολίου, της βασικής τελετουργίας μύησης στα μυστήρια της Κυβέλης. Ο μυούμενος, τοποθετημένος σε βαθιά τάφρο, κυριολεκτικά λουζόταν με το αίμα ταύρου που ο ιερέας θυσίαζε ακριβώς από πάνω του. Στόχος των μυστηριακών τελετών ήταν η πρόκληση μιας έντονης ψυχικής ρωγμής που να επιτρέπει τη διείσδυση της θείας διάστασης στη ζωή του μύστη και να τον λυτρώνει από την αίσθηση εγκατάλειψης. Τα γνωστά μυστηριακά κέντρα της Ελλάδας, ιδίως στην Ελευσίνα και τη Σαμοθράκη, αλλά και τα διάσημα ιερά που θεράπευαν με τη μέθοδο της εγκοίμησης, όπως ήταν το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή. Η επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών έθεσε εκ νέου, και σε μεγάλη πλέον κλίμακα, το πρόβλημα της σχέσης των θεών μεταξύ τους. Παρά τα διακριτά ονόματά τους, οι εθνικοί θεοί θεωρήθηκαν διαφορετικές εκφάνσεις των ίδιων δυνάμεων που διέπουν τη φύση και το σύμπαν. Ο αναπτυσσόμενος θρησκευτικός συγκρητισμός ξεκινούσε από την τάση να βρεθούν κοινές λειτουργίες μεταξύ των εθνικών θεών, προχωρούσε στην αναγνώριση των τύπων τους και μπορούσε να φτάσει μέχρι του σημείου της ολοσχερούς ταύτισής τους. Σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη μορφή με την οποία τιμούσε κάποιος τη θεότητα μπορούσε να εξυψωθεί ως άριστη. Ένας Αιγύπτιος ιερέας έγραφε τα εξής για να υμνήσει την Ίσιδα: Οι Σύριοι σε ονομάζουν Αστάρτη, Άρτεμη, Αναία, και οι φυλές των Λυκίων σε αποκαλούν βασίλισσα Λητώ. Βέβαια, Μητέρα των Θεών σε λένε οι άνθρωποι της Θράκης, ενώ οι Έλληνες Ήρα μεγαλόθρονη και Αφροδίτη και αγαθή Εστία και Ρέα και Δήμητρα. Όμως οι Αιγύπτιοι σε λένε Θιούν [το αιγυπτιακό όνομα της Ίσιδας], επειδή μόνο εσύ είσαι πραγματικά όλες μαζί οι διάφορες θεές που προσφωνούν τα έθνη. Μια τάση πνευματική, αυτή που θέλει να βρει κοινά στοιχεία ανάμεσα στους εθνικούς θεούς, είναι τόσο παλαιά όσο και ο Ηρόδοτος - αν όχι παλαιότερη. Διαφορετική όμως είναι η διάθεση να εξυψωθεί ένας θεός τόσο πάνω από τις άλλες θεότητες του ίδιου πανθέου, ώστε ο πολυθεϊσμός να μετατραπεί σε πυραμιδωτή ιεραρχία - σαν της μοναρχικής κοινωνίας. Και τούτη η τάση είναι παλαιά. Φαίνεται όμως ότι βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στα νέα περιβάλλοντα. Την ονομάζουμε «ενοθεϊσμό», για να τη διακρίνουμε τόσο από τον πολυκεντρικό πολυθεϊσμό όσο και από τον μονοθεϊσμό, που αναγνωρίζει αποκλειστικά έναν θεό. Η ενοθεϊστική ροπή συνδέθηκε συχνά με μια μυστηριακή θεότητα, όπως με την Ίσιδα στο παρακάτω απόσπασμα, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια των μυστηριακών τελετών: Εγώ, η Ίσις, η μόνη είμαι βασίλισσα της ζωής και του κόσμου,

και της θαλάσσης και της γης τα όρια επιβλέπω, και τα επιβλέπω έχοντας σκήπτρο και όντας μία. Οι πάντες με ονομάζουν ύψιστη θεά, απ᾽ όλους τους ουράνιους θεούς τη μεγαλύτερη. Και δεν συμβαίνει τίποτε ποτέ δίχως εμένα: ούτε τ᾽ αστέρια βαίνουν στην πορεία τους τη γνωστή, αν πριν δεν λάβουν εντολή από μένα, ούτε η γη θα φέρει την άνοιξη καρπούς, εγώ αν δεν συμφωνήσω, τα πάντα αυξάνοντας σωστά. Ποιος θα μπορούσε να καταστείλει την ισχύ μου, ή ποιος ν᾽ αντισταθεί στων έργων μου τη δύναμη; Στις εξελίξεις της θρησκευτικότητας κατά την ελληνιστική εποχή πρέπει να αναφερθεί και η διάδοση που γνώρισε η θεά Τύχη. Άλλοτε προσωποποιώντας τη θεϊκή διοίκηση του κόσμου και άλλοτε εκφράζοντας απλώς την ανθρώπινη άγνοια έναντι του μέλλοντος και της συγκυρίας, η Τύχη τιμήθηκε με ναούς και ιερά, αγάλματα και θυσίες, τόσο από πόλεις όσο και από ιδιώτες. Τη δυνατότητα θεοποίησης αφηρημένων εννοιών την είχε αξιοποιήσει ποιητικά ήδη ο Ησίοδος. Παρόμοιες λατρείες αφηρημένων θεών ανθούσαν κατά τόπους στην αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα. Η αίγλη της Τύχης, όμως, αυξήθηκε θεαματικά. Στο σημείο αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, η ελληνιστική εποχή αποτελούσε τροποποιημένη συνέχεια ενός παλαιού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων. Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμειξης των πολιτισμών, όσον αφορά την έλλογη κατανόηση του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, είναι η περίπτωση του Ιουδαίου Φίλωνα, που έζησε στην Αλεξάνδρεια ανάμεσα στον 1ο π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Ο Φίλων μάλλον δεν γνώριζε εβραϊκά. Την Πεντάτευχο τη διάβαζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αλλά η γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας που διέθετε ήταν αξιοθαύμαστη. Ακολουθώντας το παράδειγμα των στωικών, που είχαν διαπρέψει στις αλληγορικές ερμηνείες των μύθων, ο Φίλων ερμήνευσε την Πεντάτευχο με τρόπο αλληγορικό. Κάποιες αλληγορίες αφορούσαν τον εξωτερικό κόσμο, άλλες τον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Στόχος του ήταν να δείξει ότι ανάμεσα στη διήγηση της Γενέσεως για τη δημιουργία του κόσμου και την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, αφενός, και τα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά διδάγματα της ελληνικής φιλοσοφίας, αφετέρου, υπήρχε ουσιώδης συμφωνία. Κατά τη γνώμη του Φίλωνα, η γνώση που διέθετε ο Μωυσής, ο κατά παράδοση αποδεκτός συγγραφέας της Πεντατεύχου, ήταν πλήρης, αλλά σταδιακά παρήκμασε, όταν μεταβιβάστηκε στην Ελλάδα και μεθερμηνεύτηκε από τους φιλοσόφους με τρόπο μερικό και αποσπασματικό. Ο Φίλων ήταν ένας εκλεκτικός συγγραφέας. Μπορούσε να επιλέγει από την ελληνική φιλοσοφική παρακαταθήκη και να χρησιμοποιεί οτιδήποτε συμφωνούσε με τις δικές του προτάσεις ερμηνείας βιβλικών χωρίων. Από την προσπάθειά του όμως δεν έλειπε ούτε ο γνήσιος στοχασμός

ούτε η συνέπεια, ούτε η ιστορική συνείδηση των διαφορών. Με βασικά όργανα τον Πλάτωνα (ιδίως τον κοσμογονικό μύθο του Τίμαιου) και τη στωική θεωρία για τον Λόγο, ο Φίλων κατανοούσε τα ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού σύμφωνα με τον ορθό λόγο - ή τουλάχιστον με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις επιταγές της λογικής. Η επιθυμία αυτή, άγνωστη στον παραδοσιακό ιουδαϊσμό που δεν ενδιαφερόταν για τη λογική κατανόηση, αλλά εστίαζε την προσοχή του στην τήρηση των ιερών κανόνων, δείχνει τον βαθμό εξελληνισμού διαφόρων ανθρώπων από την επαφή τους με τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Δείχνει, όμως, και την πλαστικότητα που διέθετε ο ελληνικός ορθολογισμός. Ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το πεζό μυθιστόρημα που πρωτοεμφανίστηκε κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο και ήκμασε κατά τη ρωμαϊκή, αποτυπώνει καθαρά, αν και εξωραϊσμένα, τη νέα αντίληψη που διαμορφώθηκε αυτή την περίοδο για τη σχέση ανδρών και γυναικών. Τα μυθιστορήματα αποτέλεσαν ίσως τα πρώτα λαϊκά αναγνώσματα της αρχαιότητας. Θεματικός πυρήνας τους ήταν οι φανταστικές περιπέτειες ενός ζεύγους ερωτευμένων νέων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις αντιξοότητες της τύχης και του κοινωνικού περιβάλλοντος προκειμένου να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου (Κακριδής 5.5.Ε [σ. 268-271]). Το μυθικό μοτίβο του ήρωα που αγωνίζεται να αποδείξει την αξία του μέσα από την επιτυχή υπέρβαση εμποδίων απέκτησε εδώ τη μορφή ενός αγώνα που κινητοποιείται από προσωπικό έρωτα για μια όμορφη κόρη. Αλλά αντίθετα από την παλαιά αντίληψη που ήθελε τον άνδρα να παίρνει τη γυναίκα ως έπαθλο, στην πλοκή των μυθιστορημάτων η κινητοποίηση συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Η κόρη παρουσιαζόταν συχνά τόσο ηρωική όσο και ο αγαπημένος της. Κάποιας μορφής ισοδυναμία των φύλων, τουλάχιστον ως προς τον αγώνα συνύπαρξης, άρχιζε να διαφαίνεται. Παράλληλα, διαγραφόταν προβληματισμός σχετικά με τη θέση και τη νομιμότητα του έρωτα ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Σχέσεις τέτοιου τύπου ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ασκώντας όμως κριτική στην ηθική της κοινωνίας, κάποιοι συγγραφείς άρχισαν να καταδικάζουν τις σχέσεις αυτές ως αφύσικες παρεκτροπές ή ως αποτέλεσμα υπερβολικής λαγνείας - άποψη που είχε ήδη προεξαγγείλει ο Πλάτων.

ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

7. Η ρωμαϊκή ηγεμονία 7.1. Η ωμότητα των δούλων είναι ανταπόδοση αδικημάτων Ο Άτταλος Γ' (139-133), γιος του Ευμένη, έγινε βασιλιάς του Περγάμου το 139, αλλά ασχολήθηκε περισσότερο με τα γράμματα παρά με τη διακυβέρνηση του βασιλείου - τον ενδιέφεραν η ιατρική και η βοτανική. Για αυτόν κυκλοφόρησε η φήμη ότι, φοβούμενος για την εξουσία του, ξεπέρασε τους άλλους βασιλείς σε σκληρότητα και ωμότητα. Ορισμένοι εκτίμησαν ότι οι υπήκοοί του και οι γειτονικοί λαοί ήταν έτοιμοι για εξέγερση (καινοτομίαν). Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του ήταν πάντως η διαθήκη του. Πεθαίνοντας το 133, κληροδότησε το Πέργαμο στη Ρώμη. Η απόφασή του αυτή μπορεί να ήταν εκκεντρικότητα ενός μονάρχη που έμεινε χωρίς διάδοχο και δεν αισθανόταν ευτυχής με το περιβάλλον του, αλλά μπορεί να ήταν απλώς πολιτικός ρεαλισμός. Έτσι κι αλλιώς όλες οι σημαντικές αποφάσεις στο βασίλειό του λαμβάνονταν ή επικυρώνονταν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Υπήρχε άλλωστε προηγούμενο, εφόσον και το κυρηναϊκό βασίλειο είχε κληροδοτηθεί στους Ρωμαίους από τον ηγεμόνα τους, που έμελλε να κερδίσει την Αίγυπτο ως

Πτολεμαίος Η' Ευεργέτης Β'. Είναι πάντως πιθανό ότι ο Άτταλος προσπαθούσε να εξασφαλίσει την κοινωνική ευταξία σε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη εποχή. Καθώς η Ρώμη έσπευδε να αποδεχθεί την κληρονομιά, ο Αριστόνικος (που ισχυριζόταν ότι καταγόταν και αυτός από τον Ευμένη) εξεγέρθηκε. Υποσχέθηκε ελευθερία στις ελληνικές πόλεις της περιοχής και, συναθροίζοντας απόρους και δούλους, προσπάθησε να ιδρύσει μια πολιτεία απελευθερωμένη τόσο από τους Ρωμαίους όσο και από κοινωνικούς δυνάστες. Την ονόμασε Ηλιόπολη και τους κατοίκους της Ηλιοπολίτες, πρεσβεύοντας ισότητα και ελευθερία. Στην πρώτη επέμβαση της Ρώμης αντιστάθηκε με επιτυχία, αλλά το 129 ηττήθηκε και κατέληξε αιχμάλωτος στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Για την εξέγερση δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες - ούτε προκύπτει με σαφήνεια το πρόγραμμα του ηγέτη της. Όσα συνέβησαν πάντως δεν ήταν ένα μοναχικό σύμπτωμα. Η δουλεία είχε προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις και απρόβλεπτες τροπές. Οι κάτοικοι της Ελλάδας και των βασιλείων υποδουλώνονταν συχνά κατά χιλιάδες και μυριάδες, χωρίς προοπτικές απελευθέρωσης με λύτρα, όπως γινόταν συχνά σε παλαιότερες εποχές. Οι περισσότεροι κατέληγαν στην Ιταλία για να εργαστούν σε σκληρές συνθήκες. Στις αποσπασματικές πηγές της περιόδου γίνεται λόγος για μαζικές αυτοκτονίες, αλλά και για ακόμη μαζικότερες εξεγέρσεις. Ανάμεσα στο 140 και το 70, για πρώτη και μοναδική φορά στην αρχαιότητα (αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των ειλώτων), η αντίσταση πολλών δούλων στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εκμετάλλευσης προσέλαβε τον χαρακτήρα ανοιχτού πολέμου. Από τις πληρέστερες αναφορές είναι όσες συγκέντρωσε (και όσες από αυτές σώζονται) ο Διόδωρος για τη γενέτειρά του Σικελία. Οι δούλοι, όπως εξηγεί, στιγματίζονταν και περιφέρονταν σχεδόν γυμνοί. Εργάζονταν συχνά αλυσοδεμένοι με ελάχιστη τροφή. Για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε ληστείες και αρπαγές. Την οργάνωση και τον συντονισμό τους ανέλαβε ένας Σύρος, που χαρακτηριζόταν μάγος και τερατουργός. Μια από τις βασικές διαπιστώσεις του αυτόκλητου ηγέτη ήταν ότι οι θεοί δεν είχαν εγκαταλείψει τελείως τους εξαθλιωμένους δούλους. Μια Σύρια θεά συνομιλούσε μαζί του και του επέτρεπε να προβλέπει τα μελλούμενα, συνήθως μέσα από όνειρα. Φαντάστηκε έτσι ένα βασίλειο σε όλες του τις λεπτομέρειες. Οι δούλοι θα έπαιρναν τη θέση των δεσποτών και οι δεσπότες τη θέση των δούλων - μόνο που τη συμπεριφορά των νέων αρχόντων θα χαρακτήριζε η μετριοπάθεια. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και φόρεσε διάδημα. Ο στρατός που συγκέντρωσε μεγάλωσε με ταχύτατους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, έφτασε τις 200.000, χωρίς να έχει επεκταθεί η εξέγερση σε όλη τη Σικελία. (Πιο μετρημένα ο Λίβιος κάνει λόγο για 70.000. Αλλά ποιος μπορούσε να μετρήσει με ακρίβεια σε εκείνες τις συνθήκες;) Όπως αποδείχθηκε, μέσα στην ορμή τους οι δούλοι δεν φέρθηκαν με μετριοπάθεια, αλλά εκτρέπονταν σε πράξεις ακραίες και μοχθηρές, όσο τουλάχιστον διαρκούσε ο ξεσηκωμός. Ο Διόδωρος διέθετε στοιχεία που τον βεβαίωναν ότι η ωμότητα δεν οφειλόταν στη φύση των δούλων αλλά στο μέγεθος της αδικίας που είχαν υποστεί. Η είδηση για τις ήττες των Ρωμαίων στρατηγών διαδόθηκε γρήγορα. Μέσα στην ίδια τη Ρώμη ξεσηκώθηκαν 150 δούλοι. Στην Αττική κινήθηκαν περισσότεροι από 1.000, και άγνωστος αριθμός στη Δήλο, που ήταν το μεγάλο κέντρο

δουλεμπορίου. Παρόμοιες ταραχές σημειώθηκαν και σε άλλους τόπους. Παντού χρειάστηκαν μεγάλες δυνάμεις για να τεθεί σε έλεγχο η κατάσταση. Μία γενεά αργότερα ξέσπασαν νέοι μεγάλοι πόλεμοι δούλων στη Σικελία. Οι αρχηγοί τους είχαν επίσης ιδιαίτερη σχέση με τους θεούς: ένας θεωρούνταν έμπειρος στις ιεροσκοπίες, ο άλλος στην αστρομαντική. Φόρεσαν διαδήματα και έθεσαν την κοινωνική και πολιτική τάξη σε μεγάλη δοκιμασία. Εκτός από δούλους, στον στρατό τους συνέρρεαν και ελεύθεροι άποροι. Την επόμενη πάλι γενεά πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία η μεγαλύτερη εξέγερση δούλων με αρχηγό τον μονομάχο Σπάρτακο. Συγκροτώντας έναν αυτοσχέδιο στρατό 120.000 ανδρών, έφτασε το 72 να απειλήσει την ίδια τη Ρώμη. Είχε λάβει και αυτός θεϊκούς οιωνούς, αλλά βασιζόταν κυρίως στην προσωπική του ανδρεία και το στρατηγικό του ταλέντο. Αρχική του επιδίωξη ήταν να οδηγήσει τους ξεσηκωμένους δούλους πίσω στις πατρίδες τους, τη Γαλατία και τη Θράκη. Αλλά οι μεγάλες του επιτυχίες κράτησαν τους περισσότερους άνδρες κοντά του και έτσι οι αναμετρήσεις παρατάθηκαν. Οι Ρωμαίοι χρειάστηκε να κινητοποιήσουν τεράστιες δυνάμεις, να απολέσουν πλήθος άνδρες και να ταπεινωθούν πολλές φορές, έως ότου καταφέρουν να καταστείλουν την εξέγερση, κινητοποιώντας 10 λεγεώνες. Κατά μήκος μιας οδού έξω από τη Ρώμη σταυρώθηκαν 6.000 εξεγερμένοι. Οι πόλεμοι των δούλων δεν ήταν η μοναδική απειλή για την κοινωνική τάξη. Σε ολόκληρη την Ελλάδα εκδηλώνονταν διαμαρτυρίες για τη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων και για τα χρέη που συσσωρεύονταν για τους πολλούς. Τα παλαιά πολιτικά συστήματα, οι δημοκρατίες, ακόμη και οι ολιγαρχίες, που εξασφάλιζαν σε διάφορους βαθμούς τις τάξεις των πολιτών, είχαν καταρρεύσει. Με την επικράτηση της Ρώμης δεν υπήρχε ανάγκη ισχυρού και πολυάριθμου σώματος πολιτών, ικανού να στρατεύεται και να μάχεται για το καλό της πόλεως ή του ἔθνους. Η ίδια η έννοια του πολίτη έχανε το νόημα και την αξία της. Εγγυητής της τάξης ήταν πλέον ο ρωμαϊκός στρατός και προς αυτόν στρέφονταν όσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση. Οι διαθήκες συνεχίζονταν. Ο Απίων, γιος του Πτολεμαίου Η', παρέδωσε το 96 τις βασιλικές του κτήσεις στους Ρωμαίους. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα ολόκληρη η Κυρηναϊκή με τις πόλεις της οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία. Το 74 ο Νικομήδης κληροδότησε στη Ρώμη τη Βιθυνία.

Οι Αθηναίοι, έπειτα από πολλά χρόνια συμμαχίας με τους Ρωμαίους, δηλαδή απόλυτης υποταγής στη βούληση και τα συμφέροντά τους, πραγματοποίησαν το 88 μια εντυπωσιακή στροφή. Αποφάσισαν να ταχθούν με το μέρος του Μιθριδάτη ΣΤ' Ευπάτορος (121-63), που βρισκόταν ήδη σε ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρώμη. Ο Μιθριδάτης ήταν γόνος μιας δυναστικής οικογένειας που βασίλευε στον Πόντο για δυο περίπου αιώνες. Η καταγωγή του ήταν περσική (σύμφωνα με τον ιστορικό Αππιανό, ήταν δέκατος έκτος απόγονος του Δαρείου) αλλά, όπως οι πρόγονοί του, είχε ελληνική παιδεία. Με τους Έλληνες συνομιλούσε ως Έλληνας και με τους Ασιάτες ως Ασιάτης. Σύμφωνα με μια παράδοση, γνώριζε και τις 22 γλώσσες των εθνών στα οποία βασίλευε. Με τις ικανότητές του επέκτεινε πολύ τα όρια του βασιλείου και της επιρροής του. Κάποια στιγμή έφτασε να διεκδικεί περιοχές που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων. Του έδιναν θάρρος οι εμφύλιες διαμάχες στην Ιταλία.

Ορισμένοι μάλιστα τον προσκαλούσαν να οδηγήσει τις δυνάμεις του εναντίον της ίδιας της Ρώμης, καθώς οι Ιταλοί σύμμαχοι είχαν ξεσηκωθεί διεκδικώντας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη. Επιπλέον, ανέμενε ενίσχυση από πολλές ελληνικές πόλεις. Έχοντας πια κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, δεχόταν συνεχώς πρεσβευτές που επικαλούνταν την προστασία του, αποκαλώντας τον «θεό και σωτήρα». Η εντολή του να εξοντωθούν ταυτοχρόνως όλοι οι Ρωμαίοι που κατοικούσαν στην περιοχή του -λέγεται ότι σφαγιάστηκαν 80.000 άνδρες και γυναικόπαιδα- όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες, αλλά τους γέμιζε προσδοκίες. Ένας βασιλιάς περσικής καταγωγής γινόταν η τελευταία μεγάλη ελπίδα πολλών Ελλήνων για να ανακτήσουν την ελευθερία τους από τους Ρωμαίους. Με τη φιλορωμαϊκή τους πολιτική οι Αθηναίοι είχαν εξασφαλίσει την ειρήνη για πολλά χρόνια. Διαπίστωναν ωστόσο ότι η ειρήνη είχε μεγάλο κόστος. Οι παρεμβάσεις των Ρωμαίων στις εσωτερικές τους υποθέσεις ήταν διαρκείς, προκαλώντας σοβαρές δυσλειτουργίες στο πολίτευμά τους. Επιπλέον, τα οικονομικά της πόλης αλλά και πολλών ιδιωτών ήταν σε άθλια κατάσταση. Όπως το διατύπωσε ένας ρήτορας της εποχής, τα ιερά παρέμεναν κλειστά, τα γυμνάσια άδεια, το θέατρο χωρίς κοινό, τα δικαστήρια και οι φιλοσοφικές σχολές χωρίς φωνή, ενώ η Πνύκα δεν εξουσιαζόταν πλέον από τον δήμο. Δύο ήταν τα αιτήματα που κυριαρχούσαν στη σκέψη πολλών: να απαλλαγούν από τα βαριά τους χρέη (τα περισσότερα προφανώς προς τους Ρωμαίους) και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία τους. Η ραγδαία πορεία του Μιθριδάτη τούς έδινε την εντύπωση ότι η ηγεμονία των Ρωμαίων μπορούσε να καταλυθεί. Ο Αθηνίων, ένας περιπατητικός φιλόσοφος, στάλθηκε στον Πόντο ως πρεσβευτής και επιστρέφοντας εκλέχθηκε στρατηγός. Η παλαιά συνήθεια που ήθελε τους φιλοσόφους ικανούς όχι μόνο στη θεωρία αλλά και σε πρακτικά θέματα ίσχυε ακόμη. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο τον υποδέχθηκαν οι Αθηναίοι έδειχνε καθαρά σε ποιο βαθμό είχε φτάσει το μίσος τους εναντίον των Ρωμαίων. Ακόμη και οι διονυσιακοὶ τεχνῖται, οι άνθρωποι του θεάτρου, ξεσηκώνονταν με προθυμία. Ο Μιθριδάτης ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως Νέος Διόνυσος. Ένας ισχυρός στρατός του Μιθριδάτη κινήθηκε προς την Ελλάδα, υποτάσσοντας πολλά νησιά του Αιγαίου. Περνώντας από τη Δήλο, έσφαξε το πλήθος των Ρωμαίων που βρίσκονταν στο νησί και έστειλε τον θησαυρό του ναού στην Αθήνα. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, μεγάλος μέρος της Ελλάδας πέρασε στον έλεγχο του βασιλιά. Για μια στιγμή η ιστορία της Αθηναϊκής Συμμαχίας έδειχνε να επαναλαμβάνεται. Μέσα σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου τα ρωμαϊκά συμφέροντα στην Ανατολή ανέλαβε να τα υπερασπιστεί ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας. Στο πρόσφατο παρελθόν είχε καταλάβει με τον στρατό του την ίδια τη Ρώμη για να θέσει υπό τον έλεγχό του την πολιτική κατάσταση. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ελλάδα βασιζόμενος στους θησαυρούς της Ολυμπίας και των Δελφών. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας σφοδρής αναμέτρησης. Το άστυ και ο Πειραιάς πολιορκήθηκαν χωριστά, αφού τα Μακρά Τείχη είχαν από καιρό καταρρεύσει. Για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών αποψιλώθηκαν από τους Ρωμαίους τα ιερά άλση, η Ακαδημία, όπου είχε διδάξει ο Πλάτων, και το Λύκειο, όπου είχε διδάξει ο Αριστοτέλης. Η ήττα της Αθήνας ήρθε το 86 μετά τον λιμό που προκάλεσε η πολιορκία ενός περίπου χρόνου. Ακολούθησε ανελέητη

σφαγή και μια καταστροφή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η πόλη από την εποχή του Ξέρξη. Πάρα πολλά δημόσια κτίρια πυρπολήθηκαν και οι θησαυροί της Ακρόπολης λεηλατήθηκαν. Ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε γνωστός και ίσως να μην υπολογίστηκε ποτέ. Ο Σύλλας έγινε ο μοναδικός στρατηγός, όπως ειπώθηκε, που κατέκτησε με στρατό τόσο τη Ρώμη όσο και την Αθήνα. Τις λεπτομέρειες διέσωσε ο Πλούταρχος, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να συμβουλευτεί υπομνήματα του ίδιου του Σύλλα, αλλά και να ακούσει προφορικές παραδόσεις που οι γεροντότεροι αφηγούνταν ακόμη στην εποχή του. Όταν πια ήταν πολύ αργά για τους Αθηναίους, έφτασε και άλλος στρατός του Μιθριδάτη με 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 90 δρεπανηφόρα άρματα. Στον στρατό πολεμούσαν και 15.000 δούλοι, που είχαν απελευθερωθεί με απόφαση του βασιλιά. Αλλά οι ρωμαϊκές λεγεώνες έδειξαν για μία ακόμη φορά την υπεροχή τους απέναντι σε φάλαγγες που παρέμεναν εξοπλισμένες με σάρισες. Στη Χαιρώνεια και τον Ορχομενό, όπου δόθηκαν οι καθοριστικές μάχες, ο στρατός του Μιθριδάτη υπέστη συντριπτική ήττα και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τους Έλληνες στο έλεος των Ρωμαίων. Όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, διακόσια χρόνια αργότερα μπορούσε ακόμη να δει κανείς πολλά τόξα, κράνη, κομμάτια από σιδερένιους θώρακες και μαχαίρια βυθισμένα στα έλη. Ο Σύλλας έκρινε χρήσιμο, πριν επιστρέψει θριαμβευτής στη Ρώμη, να μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια που υπόσχονταν μετά θάνατον ευτυχία. Από το πλήθος των λαφύρων, διάλεξε επίσης για τον εαυτό του τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, που βρισκόταν σε χέρια ιδιωτών και δεν ήταν ευρύτερα γνωστή ούτε καν στους μαθητές της σχολής. (Στη Ρώμη, πάντως, η αξία της βιβλιοθήκης εκτιμήθηκε και, μετά την ταξινόμησή της, έγινε ευρύτερα προσιτή - όπως ισχυριζόταν μια μεταγενέστερη παράδοση.) Ο Σύλλας αποχώρησε χωρίς να ολοκληρώσει την αναμέτρηση της Ρώμης με τον Μιθριδάτη. Οι συνεχιζόμενοι εμφύλιοι πόλεμοι τον υποχρέωσαν να συνάψει μια ευνοϊκή ειρήνη για να ασχοληθεί με επείγουσες υποθέσεις της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Η κατάκτηση του Πόντου έγινε το 70 και ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον Γναίο Πομπήιο, έναν από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους στρατηγούς. Ο Πομπήιος είχε ήδη θριαμβεύσει στην Αφρική και την Ισπανία, είχε συμβάλει στην καταστολή της εξέγερσης του Σπάρτακου και εκείνη την εποχή εκκαθάριζε αποφασιστικά τη Μεσόγειο από τους πειρατές που τη λυμαίνονταν. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα που ωφέλησε Ρωμαίους και Έλληνες. Όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, οι πειρατές δεν λεηλατούσαν μόνο νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις, αλλά συλούσαν επίσης πλήθος ιερά που παρέμεναν έως τότε απάτητα. Ανάμεσά τους το Κλάριο στην Ιωνία, το Διδυμαίο στη Μίλητο, το Σαμοθράκιο στο ομώνυμο νησί, το Ασκληπιείο στην Επίδαυρο, του Ποσειδώνα στον Ισθμό και το Ταίναρο, του Απόλλωνα στο Άκτιο και τη Λευκάδα, και της Ήρας στη Σάμο και το Άργος. Με τις πράξεις τους αυτές ήθελαν να δείξουν την περιφρόνησή τους προς τον πολιτισμό των Ρωμαίων (και των Ελλήνων υπηκόων τους). Άλλωστε, πολλοί από αυτούς λάτρευαν τον ιρανικό θεό Μίθρα, καθιστώντας τον ίσως γνωστό για πρώτη φορά στον ελληνικό κόσμο. Ο Πομπήιος οδήγησε τον Μιθριδάτη στην αυτοκτονία και κατέστησε τη Βιθυνία και τον Πόντο ρωμαϊκές επαρχίες. Μετά τη νίκη του προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Αθηναίους: επισκέφθηκε την Αθήνα, συνομίλησε με φιλοσόφους και έδωσε χρήματα για την επισκευή της

πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 64, κατέλυσε το αδύναμο πια βασίλειο των Σελευκιδών και επέκτεινε τη ρωμαϊκή εξουσία έως τη Μεσοποταμία. Εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές αντιθέσεις του μικρού ιουδαϊκού βασιλείου, εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και εισήλθε στον Ναό. Η Ιουδαία έγινε και αυτή μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Έχοντας σύνορο τον Ευφράτη ποταμό, η αυτοκρατορία γειτόνευε πλέον με το βασίλειο των Πάρθων.

7.2. Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαζε ραγδαία. Το πολίτευμά της επέτρεπε τη συνεχή εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, περιορίζοντας τις δολοφονίες πολιτικών ηγετών και τους εμφύλιους πολέμους. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι οι στρατηγοί που κατακτούσαν τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο εκλέγονταν για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, συνήθως έναν χρόνο, και στη συνέχεια παραχωρούσαν τη θέση τους σε άλλους - ακόμη και για την ίδια στρατιωτική επιχείρηση. Στο μέσον του 1ου αιώνα, ωστόσο, τα δεδομένα είχαν αλλάξει πολύ. Η επικράτεια είχε μεγαλώσει υπερβολικά και για να διοικηθεί χρειαζόταν νέες, πιο συγκεντρωτικές μεθόδους. Οι στρατηγοί όλο και περισσότερο έπαιρναν πρωτοβουλίες για τις ανάγκες των πολέμων τους χωρίς εξουσιοδότηση από τη Ρώμη. Άλλωστε, πολλοί είχαν αποκτήσει τεράστιες προσωπικές περιουσίες, απομυζώντας τις επαρχίες και εκμεταλλευόμενοι τις νίκες τους, και με την επιρροή που ασκούσαν διεκδικούσαν μονιμότερο ρόλο στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι παλαιοί θεσμοί και οι ισορροπίες ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της Ρώμης κλονίζονταν ήδη ανεπανόρθωτα. Το 59 τρεις ισχυροί άνδρες αποφάσισαν να συνεργαστούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους και να εξασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση: ο Πομπήιος Μάγνος (όπως επιθυμούσε ο ίδιος να τον αποκαλούν), ο Κράσσος (που είχε καταστείλει την εξέγερση του Σπάρτακου) και ο Ιούλιος Καίσαρας. Ο Καίσαρας, που θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών -ο Πλούταρχος τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο-, καταγόταν από την αρχαιότερη και επιφανέστερη οικογένεια Ρωμαίων αριστοκρατών. Είχε ανέλθει γρήγορα τις βαθμίδες της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας και είχε πολιτευτεί με αποφασιστικότητα στις συνθήκες των εμφύλιων πολέμων. Μετά τη συμφωνία που πέτυχε με τον Πομπήιο και τον Κράσσο, ανέλαβε να εδραιώσει και να επεκτείνει τη ρωμαϊκή επικράτεια στη Γαλατία. Μέσα σε λίγα χρόνια προσάρτησε τεράστιες εκτάσεις, από τα Πυρηναία έως τον Ρήνο, και έφτασε έως τη Βρετανία - χωρίς ωστόσο να την κατακτήσει. Σύμφωνα με τα υπομνήματά του, που τα επεξεργάστηκε για δημόσια χρήση, είχε επιτύχει τον στόχο του σκοτώνοντας 1.192.000 άνδρες. (Προφανώς δεν μπήκε στον κόπο να καταγράψει τις απώλειες αμάχων, μολονότι γνώριζε ότι, για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, μαζί με τους άνδρες τον είχαν πολεμήσει γυναίκες και παιδιά.) Ανυπολόγιστος ήταν ο αριθμός των δούλων και η ποσότητα χρυσού που εισέρρευσαν στη Ρώμη. Την εποχή που ο Καίσαρας πολεμούσε ακόμη στη Γαλατία, ο Πομπήιος διοικούσε την Ισπανία. Ο Κράσσος πάλι ανέλαβε να διοικήσει τη Συρία, αλλά εισβάλλοντας στη Μεσοποταμία για να πολεμήσει εναντίον των Πάρθων κατατροπώθηκε, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του -οι μισοί άνδρες του σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι υποδουλώθηκαν- αλλά και την ίδια του τη ζωή στο πεδίο της μάχης. Με τον θάνατο του Κράσσου ο Καίσαρας αποξενώθηκε από τον Πομπήιο και σύντομα βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Καθώς δεν μπορούσε να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις στη Ρώμη, επέλεξε την οδό του εμφύλιου πολέμου, διάβηκε τον ποταμό Ρουβίκωνα στη βόρεια Ιταλία, ο οποίος όριζε την επικράτεια που διοικούσε, και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Με τις υπέρτερες δυνάμεις του και την αποφασιστικότητά του υποχρέωσε τον Πομπήιο να καταφύγει

στην Ελλάδα. Δεν διέθετε ωστόσο στόλο για να τον καταδιώξει και του έδωσε έτσι την ευκαιρία να συγκεντρώσει νέο στρατό. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, πάντως, κυριάρχησε στην Ισπανία, εκδιώκοντας τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ήταν σε θέση να βαδίσει εναντίον του Πομπήιου. Η αναμέτρηση κρίθηκε το 48 στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας, όπου ο Καίσαρας νίκησε τον νόμιμο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ πολλές ελληνικές πόλεις είχαν υποχρεωθεί να πάρουν θέση σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο που δεν τις αφορούσε καθόλου. Η Αθήνα είχε την ατυχία να ταχθεί με το μέρος του Πομπήιου. Το ευτύχημα ήταν ότι ο Καίσαρας προτίμησε να δείξει επιείκεια, όπως το συνήθιζε συχνά (και ειδικώς στους Αθηναίους, για χάρη, όπως είπε, των προγόνων τους). Άφησε επίσης ελεύθερο το έθνος των Θεσσαλών - όποιο και αν ήταν το ακριβές νόημα της ελευθερίας στις συγκεκριμένες συνθήκες. Η Κόρινθος ήταν μια από τις πόλεις που ευνοήθηκαν περισσότερο, εφόσον ανοικοδομήθηκε και ανέκτησε τη θέση που είχε ως σταθμός επικοινωνίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Την ίδια χρονιά ανοικοδομήθηκε άλλωστε και η Καρχηδόνα, που είχε καταστραφεί μαζί της. Ηττημένος ο Πομπήιος κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, χωρίς στρατό και προσωπικούς υπηρέτες. Είχε την πρόθεση να ζητήσει προστασία από τον ανήλικο βασιλιά Πτολεμαίο ΙΓ', τον οποίο είχε άλλοτε ευεργετήσει. Στο πλοίο που τον μετέφερε ετοίμαζε μάλιστα και ελληνικό λόγο που θα εκφωνούσε για την περίσταση. Αλλά πριν ταπεινωθεί μπροστά σε έναν έτσι και αλλιώς ανίσχυρο ηγεμόνα, δολοφονήθηκε από τους βασιλικούς συμβούλους. Στη μεγαλύτερή του ακμή ορισμένοι τον παρομοίαζαν με τον Αλέξανδρο, καθώς 45 ετών είχε αξιωθεί τρεις θριάμβους στη Ρώμη. (Οι φίλοι του έκρυβαν την ηλικία του για να κάνουν τη σύγκριση πειστικότερη.) Ο Καίσαρας έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκε αναμεμειγμένος στις δυναστικές έριδες, καθώς ο Πτολεμαίος ΙΓ' Θεός Φιλοπάτωρ (51-47) βρισκόταν σε πόλεμο με την αδελφή και σύζυγό του Κλεοπάτρα Ζ' (51-30). Για να σωθεί, έβαλε φωτιά στα πλοία που τον πολιορκούσαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν και αποθήκες, όπου φυλαγόταν μεγάλος όγκος βιβλίων - ορισμένοι πίστεψαν ότι έτσι καταστράφηκε η ιστορική βιβλιοθήκη της πόλης. Επιπλέον, ερωτεύτηκε την Κλεοπάτρα, την οποία εδραίωσε στον θρόνο. Η Κλεοπάτρα, καθώς λεγόταν, ήταν το πρώτο μέλος του οίκου των Πτολεμαίων που έμαθε αιγυπτιακά. Μετά από τον θάνατο του Πτολεμαίου ΙΓ', παντρεύτηκε τον μικρότερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ' (47-44), τον οποίο ωστόσο δολοφόνησε για να παραμείνει μόνη της στην εξουσία. Με τον Καίσαρα απέκτησε έναν γιο. Τον ονόμασε Καισαρίωνα. Υποτάσσοντας μέσα σε λίγες ώρες τον στρατό του Φαρνάκη στην Κριμαία, που προσπαθούσε να ανασυστήσει το Ποντιακό βασίλειο του πατέρα του Μιθριδάτη, ο Καίσαρας επέστρεψε στην Ιταλία, καταργώντας ουσιαστικά το παραδοσιακό πολίτευμα. Του απέμεναν ωστόσο λίγες ακόμη μάχες στην Αφρική και την Ισπανία έως ότου το 44 αναγορεύτηκε ισόβιος δικτάτορας. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή των αριστοκρατών, που επιθυμούσαν την επάνοδο στην παλαιά Δημοκρατία. Εναντίον του συνωμότησαν 60 άνδρες και τον δολοφόνησαν μπροστά στο άγαλμα του Πομπήιου με 23 μαχαιριές. Ήταν 56 ετών και θα πρέπει να πίστευε πια

ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα σε ηλικία, είχε συναγωνιστεί επάξια τον Αλέξανδρο που θαύμαζε. Η δολοφονία του Καίσαρα οδήγησε σε νέα περίοδο αστάθειας και εμφύλιων πολέμων. Ορισμένοι επιχείρησαν να επαναφέρουν την παραδοσιακή Δημοκρατία, αλλά τρεις ισχυροί άνδρες κατάφεραν να συνεργαστούν μεταξύ τους διεκδικώντας την κληρονομιά του Καίσαρα. Ο ένας ήταν ο δεκαεννιάχρονος εγγονός της αδελφής του και θετός γιος του, ο Γάιος Οκτάβιος, που μετά την υιοθεσία πήρε το όνομα Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός (αλλά έμεινε γνωστός με τον τίτλο του Αυγούστου)· ο δεύτερος, ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος· και ο τρίτος, ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της τριανδρίας ήταν η εξόντωση των δολοφόνων του Καίσαρα, που ήταν όλοι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η απόλυτη επικράτησή τους επιτεύχθηκε με στρατιωτική νίκη το 42 στους Φιλίππους της Μακεδονίας - σε μία ακόμη περιοχή που δεν είχε καμία ανάμειξη στη ρωμαϊκή αναμέτρηση και κανένα συμφέρον από το αποτέλεσμά της. Μετά τη νίκη οι ανταγωνισμοί του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου έγιναν έντονοι. Συμφωνήθηκε έτσι να αναλάβει ο πρώτος το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο δεύτερος το ανατολικό. Ο Λέπιδος αρκέστηκε στην Αφρική, αλλά σε λίγα χρόνια εκτοπίστηκε τελείως. Ο Αντώνιος εδραίωσε τη ρωμαϊκή εξουσία πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και εκθρονίζοντας τον υποτελή βασιλιά της Αρμενίας. Την επαρχία της Ιουδαίας την παραχώρησε στον Ηρώδη, τον επονομαζόμενο Μέγα, που ανέλαβε να τη διοικήσει ως υποτελής βασιλιάς. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου συνδέθηκε με την Κλεοπάτρα και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Ευνοώντας υπερβολικά για τα ρωμαϊκά δεδομένα το πτολεμαϊκό βασίλειο, μοίρασε τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας, ενώ ο ίδιος αναδεικνυόταν σε ένα είδος ηγεμόνα της Ανατολής. Η συμπεριφορά του έδωσε τη δικαιολογία στον Οκταβιανό να του κηρύξει πόλεμο, που για μία ακόμη φορά διεξήχθη σε ελληνικό έδαφος. Το 31, με μια συντριπτική ναυτική νίκη στο Άκτιο, ο Οκταβιανός υποχρέωσε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Έναν χρόνο αργότερα τους καταδίωξε και τους οδήγησε σε αυτοκτονία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να σκοτώσει τον γιο της Κλεοπάτρας και του Καίσαρα. «Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες», τον συμβούλεψε ένας Έλληνας φιλόσοφος, παραφράζοντας γνωστό ομηρικό στίχο (Οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη/πολυκοιρανίη). Καθώς η Αίγυπτος, το τελευταίο μεγάλο ελληνιστικό βασίλειο που παρέμενε τυπικά ανεξάρτητο, έγινε κτήμα του ρωμαϊκού λαού, ο Οκταβιανός απέμεινε κυρίαρχος όλης της αυτοκρατορίας, με αδιαφιλονίκητο κύρος και ασυναγώνιστη εξουσία. Στο εξής τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμελλε να διοικήσουν ως διάδοχοί του αυτοκράτορες, με μικρή μόνο συμβολή της Συγκλήτου. Από το 27 η Ελλάδα οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Αχαΐα και έδρα την Κόρινθο. Στην επαρχία αυτή περιλαμβάνονταν οι περιοχές της Ηπείρου, τα νησιά του Ιονίου και οι Κυκλάδες. Μια νέα πόλη ιδρύθηκε, η Νικόπολη, με κατοίκους από την Ακαρνανία και την Αιτωλία, για να τιμηθεί η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, ενώ η Πάτρα αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι, στο οποίο υποχρεώθηκε να συγκεντρωθεί πληθυσμός από την Αχαΐα. Ευνοημένη βρέθηκε και η Σπάρτη, ενώ η Αθήνα μπορούσε μόνο να υπερηφανεύεται ότι ακόμη και ο Οκταβιανός μυήθηκε

στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τους προηγούμενους αιώνες περιέπεσαν σε οικονομική παρακμή. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, όλοι σχεδόν οι Έλληνες βρέθηκαν να κατοικούν στην ίδια πολιτική επικράτεια. Με τη βία αλλά και με τη διπλωματία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τούς ένωσε με τρόπο που ουδέποτε είχαν διανοηθεί από μόνοι τους. Ακόμη και ο Αλέξανδρος στη μεγαλύτερη ακμή του δεν είχε θεωρήσει ότι όλες οι ελληνικές πόλεις που κατακτούσε γίνονταν τμήματα του βασιλείου του. Άλλωστε, δεν είχε ποτέ πλησιάσει όσες βρίσκονταν στη Δύση. Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων σταμάτησαν και οι διαφορές επιλύονταν κατά κανόνα με διαιτησία. Η προστασία, όση υπήρχε, από επιδρομές βαρβάρων και πειρατές ήταν πρωτίστως υπόθεση των Ρωμαίων κατακτητών. Η συνένωση των Ελλήνων είχε γίνει με πολύ μεγάλο κόστος. Οι νεκροί των πολέμων και η συνακόλουθη εξόντωση άμαχου πληθυσμού στις αναμετρήσεις με τους Ρωμαίους ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι καταστροφές και οι υλικές φθορές των πόλεων και του πολιτισμού τους ήταν ανυπολόγιστες. Οι θησαυροί και τα έργα τέχνης, ακόμη και των ναών ή των ιερών, λεηλατήθηκαν. Ύστερα από κάθε μεγάλη ήττα, οι Έλληνες καλούνταν να καταβάλουν υπέρογκες αποζημιώσεις και στη συνέχεια φόρους. Οδυνηρότερη ήταν πάντως η αυθαίρετη αφαίμαξη των Ελλήνων από τους Ρωμαίους στρατηγούς και διοικητές. Πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να πλουτίζουν μέσα σε σύντομα διαστήματα και να αποζημιώνουν τους στρατιώτες τους με τρόπους που θεωρούνταν παράνομοι και καταχρηστικοί ακόμη και με τα ρωμαϊκά μέτρα. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις και τα ελληνιστικά βασίλεια έχασαν πολύ μεγάλο μέρος του πλούτου τους. Επιπλέον, στερήθηκαν τη δυνατότητα να τον ξαναδημιουργήσουν. Οι μεγάλες μάζες των αγροτών, όσες ζούσαν από αιώνες στα όρια της επιβίωσης, κατέβαλλαν κυρίως ως φόρο το αίμα τους και το αίμα των παιδιών τους. Η υλική φθορά αφορούσε πρωτίστως τις ανώτερες τάξεις, όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν και να εξαγοράζουν. Υπήρχαν πάντως και ορισμένοι Έλληνες που ευνοήθηκαν από τη νέα τάξη. Οι Ρωμαίοι κατήργησαν όλους τους πολιτικούς μηχανισμούς άμυνας της μεγάλης μάζας των πολιτών: των φτωχών και αυτών με μεσαία εισοδήματα· δηλαδή τα πολιτεύματα που επιτύγχαναν ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και εξασφάλιζαν ευημερία στις πόλεις. Έτσι, στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου οι κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς οξύνθηκαν. Αλλά οι ρωμαϊκές αρχές έρχονταν πάντα αρωγοί των πλουσιοτέρων, καταπνίγοντας κάθε κίνηση εξέγερσης. Οι Ρωμαίοι, μάλιστα, ανέπτυξαν θερμές σχέσεις με ορισμένους Έλληνες που συνεργάστηκαν πρόθυμα ή πρόσφεραν υπηρεσίες στους κατακτητές, παρέχοντας επιλεκτικώς ακόμη και το πολύτιμο δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν ορισμένοι άνδρες οι οποίοι, χωρίς να χάνουν τα δικαιώματά τους στις πόλεις καταγωγής τους, ήταν ταυτοχρόνως και πολίτες της Ρώμης. Το μεγαλύτερο προνόμιό τους ήταν μια διακριτή και ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση. Κανένας δεν είχε την άδεια να τους υποβάλει σε βασανιστήρια, ενώ τη θανατική τους καταδίκη μπορούσε να επιβάλει μόνο ο αυτοκράτορας - και πάντα με το σπαθί, όχι με τους ατιμωτικούς τρόπους που γίνονταν πλέον συνήθεις.

7.3. Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον άγριο νικητή της Οι παλαιότεροι Ρωμαίοι δεν διέθεταν υψηλή λογοτεχνία. Άνθρωποι πρακτικοί και ακαλλιέργητοι αρχικά, είδαν την ιστορική μοίρα να τους προορίζει για κατακτήσεις που θα έφερναν τελικά «ειρήνη και ασφάλεια» (όπως επαναλάμβανε το ρωμαϊκό σύνθημα ο απόστολος Παύλος). Ο πόλεμος τους ήταν προσφιλής και η αποτελεσματική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της κυριαρχίας. Στη δημιουργία κανόνων για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και στην απονομή της δικαιοσύνης οι Ρωμαίοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα. (Ακόμη και σήμερα η ρωμαϊκή νομοθεσία αποτελεί πρότυπο πρακτικού δικαίου.) Στα γράμματα και τις τέχνες, όμως, χρειάστηκε να δοθεί ένα έναυσμα από αλλού για να μπορέσει η ρωμαϊκή κοινωνία να υπερβεί το όριο των αγροτικών ασμάτων και της λαϊκής τέχνης. Το έναυσμα δόθηκε από την επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό - της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας αρχικά, της κυρίως Ελλάδας και των ελληνιστικών βασιλείων στη συνέχεια. Ο πρώτος άνδρας που έφερε, καθώς λεγόταν, σε επαφή τη Ρώμη με τον ποιητικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένας απελεύθερος από τον Τάραντα, που ονομαζόταν Λίβιος Ανδρόνικος. Ο άνθρωπος αυτός, ελληνικής καταγωγής τουλάχιστον κατά το ήμισυ, παρουσίασε γύρω στο μέσον του 3ου αιώνα μια διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας στα λατινικά και δημιούργησε έναν κύκλο μαθητών, τους οποίους άρχισε να μυεί στην ποιητική παραγωγή των Ελλήνων. Ο Ανδρόνικος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ορθή μεταφορά του ελληνικού έπους στη λατινική και αναζήτησε αρχαϊκές εκφράσεις και ομόλογους θεούς των Ρωμαίων για να αποδώσει τους λεκτικούς αρχαϊσμούς και το πάνθεο του Ομήρου. Επίσης, παρουσίασε μια τραγωδία και μια κωμωδία, γραμμένες σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, σε μια μεγάλη γιορτή της Ρώμης όπου η παντομίμα και ο χορός είχαν μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία. Στις επόμενες δεκαετίες ο εκρωμαϊσμός της ελληνικής τραγωδίας θα ολοκληρωνόταν με τους πρώτους αμιγώς Λατίνους ποιητές. Ωστόσο, το πλέον κατάλληλο μέσο για την έκφραση της δικής τους ιδιαίτερης φωνής στον χώρο του θεάτρου οι Ρωμαίοι το βρήκαν στην κωμωδία. Ο Πλαύτος (περ. 250-184) και ο Τερέντιος (περ. 190-159) ακολούθησαν βασικά τη γραμμή που είχε χαράξει ο Μένανδρος με τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία, αλλά εμπλούτισαν τόσο τη θεματολογία όσο και τη μορφή της. Τα έργα τους είναι τα αρχαιότερα αρτίως σωζόμενα δείγματα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Η γενέθλια πράξη για την ανάπτυξη υψηλής λογοτεχνίας στον λατινόφωνο κόσμο προήλθε από έναν πρώην δούλο. Δύο αιώνες αργότερα, η λατινική ποίηση θα βρισκόταν σε τέτοια ακμή, ώστε οι θεράποντές της να συναναστρέφονται τους ανθρώπους της πολιτικής δράσης στα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας (Παπαγγελής κεφ. 4.4 [σ. 61-68]). Στον λεγόμενο «χρυσό αιώνα» των λατινικών γραμμάτων, η ποίηση βρέθηκε άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική πραγματικότητα. Η επικράτηση του Αυγούστου, η μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή λίμνη -«η θάλασσά μας», όπως έλεγαν με υπερηφάνεια οι Ρωμαίοι- και η προσδοκία μιας γενικής ειρήνης στη ρωμαϊκή

οικουμένη δημιούργησαν πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξη των γραμμάτων: αφενός ελεύθερο χρόνο και αφετέρου ανάγκη εξύμνησης της νέας τάξης πραγμάτων που εκπροσωπούσε ο ισόθεος αυτοκράτορας. Το έργο ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο Βιργίλιος (70-19), αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η ελληνική μυθολογία είχε ήδη εμπνεύσει τους Ρωμαίους και διαποτίσει τη θρησκεία τους. Η εξύμνηση του Αυγούστου και της ενωμένης αυτοκρατορίας του έπρεπε να περάσει μέσα από ένα ηρωικό παρελθόν -σκέφτηκε ο Βιργίλιος-, όπως ο θρυλικός πόλεμος της Τροίας και οι αντίστοιχες ηρωικές περιπλανήσεις του Αινεία. Χρονολογικά ο Βιργίλιος δεν ήταν ο πρώτος επικός ποιητής της Ρώμης. Το λατινικό έπος είχε ανθίσει νωρίτερα, αν και βρισκόταν σε φανερή παρακμή στην εποχή του. Ο Βιργίλιος όμως έγινε, από την άποψη της αξίας, ο πρώτος επικός ποιητής στη λατινική λογοτεχνία, διότι κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αξεπέραστο μύθο για την αιώνια πόλη και την ιδέα της αυτοκρατορίας. Η μίμηση του Ομήρου προχώρησε πολύ πέρα από την απομίμηση ενός προτύπου. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα γραμματειακά είδη. Όλοι οι Ρωμαίοι ποιητές και πεζογράφοι είχαν έναν προγενέστερο Έλληνα για πρότυπό τους, συχνά και περισσότερους του ενός ταυτόχρονα. Άλλοτε ο Αλκαίος και η Σαπφώ, άλλοτε ο Πίνδαρος, άλλοτε ο Θεόκριτος, κάποτε μάλιστα και ο Καλλίμαχος, λειτούργησαν ως σημεία αναφοράς για τη λατινική λυρική, επική και βουκολική ποίηση. Η Αινειάδα του Βιργιλίου, πάντως, αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα στην ποιητική παραγωγή των Ρωμαίων. Ο Πολύβιος αποτέλεσε το μεγάλο πρότυπο των Λατίνων ιστορικών, οι οποίοι διακρίθηκαν για την πραγματιστική αντίληψη των ιστορικών συμβάντων. Κάποιοι, όπως χαρακτηριστικά ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ήταν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης και ενδιαφέρθηκαν να καταγράψουν γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι. Πολλοί ήταν συγκλητικοί. Ιστοριογραφία για αρκετούς Ρωμαίους ιστορικούς σήμαινε κυρίως χρονογραφία και ηθικοπολιτική διαπαιδαγώγηση. Απέναντι στους προγενέστερους χρονικογράφους, πρώτος ο Σαλλούστιος (86-34) είδε την εσωτερική συνοχή και το νόημα των γεγονότων. Πρότυπό του υπήρξε ο Θουκυδίδης, τον οποίο μιμήθηκε τόσο με την εισαγωγή δημηγοριών στην ιστορική αφήγηση όσο και με τον φιλοσοφικό και συχνά αρχαΐζοντα τρόπο γραφής. Ο νεότερος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.), που συνέθεσε ένα τεράστιο έργο Από ιδρύσεως Ρώμης, βασίστηκε περισσότερο σε προγενέστερους ιστορικούς (και στον Πολύβιο) παρά στον έλεγχο των αρχείων και την τοπογραφική έρευνα, αλλά το επιμελημένο ύφος του προδίδει σχέση τόσο με την ποίηση όσο και με τη ρητορεία της εποχής του. Ο λίγο προγενέστερος Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.), αντίθετα, είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο, γνώριζε λατινικά και αφιέρωσε, κατά δική του μαρτυρία, τριάντα χρόνια της ζωής του στη συγγραφή μιας οικουμενικής ιστορίας σε σαράντα βιβλία, που κάλυπτε όλο το διάστημα από τις απαρχές της μυθολογίας μέχρι τη σύγχρονή του εποχή. Το έργο, γραμμένο στα ελληνικά, επιγράφεται Βιβλιοθήκη και μεγάλο τμήμα του σώζεται μέχρι σήμερα. Κατά τον Διόδωρο, το προτέρημα της ιστορίας είναι ότι μπορεί να διδάξει χωρίς να εμπλέκει τον αναγνώστη στους κινδύνους και τους πόνους που έχει η πραγματική ζωή. Ο Διόδωρος ήταν θαυμαστής του Πολύβιου. Όσοι συνέγραψαν οικουμενικές ιστορίες -ισχυρίζεται- ενοποίησαν σαν σε μια τράπεζα (χρηματιστήριον) όλη την πολιτική οικονομία των λαών και όπως η θεία πρόνοια

δημιουργεί κυκλικά επανερχόμενες αναλογίες ανάμεσα στην τάξη των άστρων και τις φύσεις των ανθρώπων (σχέσεις που μελετά η αστρολογία), έτσι και αυτοί έδωσαν νόημα στο φαινομενικά άρρυθμο και τυχαίο. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (περ. 56-120), πιο πολύπλοκος τόσο στη σκέψη όσο και στο εξεζητημένο ύφος από τον Λίβιο, ασχολήθηκε επίσης με την εθνογραφία και περιέγραψε τα γερμανικά φύλα απέναντι στους Ρωμαίους, με τρόπο που θυμίζει την αντιπαράθεση Ελλήνων και βαρβάρων στο έργο του Ηροδότου. Αντιλαμβανόμενος τη διάσταση ανάμεσα στις εξαγγελίες των ανθρώπων και τις κρυμμένες προθέσεις των έργων τους, ο Τάκιτος παρουσίασε μια αντίληψη της ανθρώπινης φύσης που ρέπει προς την απαισιοδοξία - όπως συμβαίνει και με τον Θουκυδίδη. Στην καταγραφή των συμβάντων του 1ου αιώνα μ.Χ., πάντως, ο Τάκιτος δεν έχανε ευκαιρία να δηλώσει ότι η μοναρχία αποτελεί προϋπόθεση της οικουμενικής ειρήνης. Ο Κικέρων (106-43) αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή των λατινικών γραμμάτων. Δεν συνδύαζε μόνο τον άνθρωπο της δράσης με τον λόγιο διανοούμενο, δεν δημιούργησε μόνο, με πρότυπο τον Δημοσθένη, ένα σχεδόν ανυπέρβλητο ύφος στον λατινικό πεζό λόγο, αλλά υπήρξε επίσης ο πρωτεργάτης για την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στη Ρώμη. Για ένα μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης παράδοσης η κατανόηση των ελληνικών ρητορικών και φιλοσοφικών ιδεών ήταν διαμεσολαβημένη από σχέσεις, έννοιες και όρους που εισήγαγε αυτός στα λόγια λατινικά. Ιδανικό του Κικέρωνα υπήρξε ο πολιτικός ρήτορας που διαθέτει εκτενέστατη παιδεία. Η καθαρότητα της σκέψης του ίδιου αποτυπώθηκε περισσότερο στους πολιτικούς λόγους, τις επιστολές και τις θεωρητικές περί ρητορικής πραγματείες παρά στα φιλοσοφικά του συγγράμματα. Ως φιλόσοφος, ο Κικέρων υπήρξε εκλεκτικός. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή, αλλά η θεατρικότητα της σκηνοθεσίας και η ηθογράφηση των προσώπων δεν φτάνει στο επίπεδο των πλατωνικών προτύπων. Αν και ο Κικέρων μετέφρασε στα λατινικά τον Τίμαιο, τον βασικό κοσμολογικό διάλογο του ύστερου Πλάτωνα, οι οντολογικές και μεταφυσικές θεωρήσεις των Ελλήνων φιλοσόφων δεν θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στους πρακτικούς ορίζοντες του ρωμαϊκού νου. Όπως ακριβώς ο Σωκράτης είχε κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό των κοσμολογικών ενοράσεων της Ιωνίας στην εύφορη γη των καθημερινών ασχολιών της Αττικής -άποψη κικερώνεια αυτή-, έτσι και ο ίδιος ο Κικέρων θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον άνθρωπο θεωρημένο ως μέρος της κοσμικής πραγματικότητας -άποψη κοινή στις ελληνιστικές σχολές- στον αυτόνομο δημιουργό κοινωνικών κανόνων και πολιτικών θεσμών. Ακόμη και στην πραγματεία Περί της φύσης των θεών ο Κικέρων δεν χάνει την επαφή με τη γήινη πραγματικότητα. Αν εξαιρέσουμε τον Λουκρήτιο, έναν Επικούρειο που έζησε την ίδια εποχή, η ρωμαϊκή φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε με ζητήματα κοσμολογικά ούτε με ερωτήματα που αφορούν τη μεταφυσική δομή του κόσμου. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης ζωής σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι αισθάνονταν έλξη προς τον στωικισμό.

Τα ελληνικά γράμματα συνέχιζαν τη δική τους πορεία, ανεπηρέαστα από τις εξελίξεις στον λατινόφωνο κόσμο. Οι Ρωμαίοι μάθαιναν ελληνικά για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας τους και για να μορφωθούν. Οι Έλληνες και οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Ασίας δεν ενδιαφέρονταν για τη λατινική γλώσσα, με εξαίρεση όσους είχαν άμεση σχέση με τη διοίκηση. Η ελληνιστική εξακολουθούσε να είναι η κοινή γλώσσα των λαών της ανατολικής Μεσογείου και παράλληλα η γλώσσα ενός κυρίαρχου και ενιαίου πολιτισμού - παρά τις έντονες τοπικές διαφοροποιήσεις. Στους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης η ελληνική ποίηση έχανε εμφανώς έδαφος έναντι της ιστοριογραφίας και της ρητορείας. Με εξαίρεση τα ολιγόστιχα επιγράμματα και ορισμένα είδη θρησκευτικής ποίησης, κατά κύριο λόγο υμνητικής, τον έμμετρο λόγο υποκαθιστούσε ο έντεχνος πεζός. Η αυθεντική ποίηση, σε αντιδιαστολή προς τη λόγια, προϋποθέτει άφεση στον κόσμο των ενορμήσεων και του ονείρου: αποτελεί ένα είδος θεόσταλτης μανίας, που είναι δυσεύρετη σε περιόδους πνευματικής κόπωσης ή αγωνίας. Ενώ λοιπόν οι Ρωμαίοι με την ειρήνη χαλάρωναν τον δεσμό της ανάγκης και του χρέους που δημιουργούσαν παλαιότερα οι συνεχείς πολεμικές διενέξεις, κατακτητικές και εμφύλιες, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Ανατολής ένιωθαν μια αυξανόμενη τάση λύτρωσης έξω από τον παρόντα κόσμο. Η τάση αυτή θα έβρισκε έκφραση είτε στη φιλοσοφία είτε στη θρησκεία, είτε στη νέα ένωση που προήλθε από την κοινή ανάγκη για αποκάλυψη και γνώση. Ο Επίκτητος (περ. 55-135) ήταν ένας δούλος από τη Φρυγία που βρέθηκε στο σπίτι ενός πλούσιου απελεύθερου στη Ρώμη. Το πραγματικό του όνομα δεν είναι γνωστό. Επίκτητος σημαίνει «αποκτημένος» - προσωνύμιο ταιριαστό σε σκλάβο. Αν και χωλός από παιδί, διέθετε μεγάλη διορατικότητα και έμφυτη τάση σοφίας. Κάποια στιγμή ο δεσπότης του αποφάσισε να του χαρίσει την ελευθερία. Ο Επίκτητος παρακολούθησε τα μαθήματα που έδινε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Μουσώνιος Ρούφος και έγινε ο πιο διάσημος μαθητής του. Ο Μουσώνιος Ρούφος ήταν ένας στωικός που δίδασκε ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή θεωρητική ενασχόληση, αλλά η ίδια η τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης και συνεπώς παιδεία και άσκηση κατάλληλη για άνδρες και γυναίκες, δούλους και βασιλείς. Λέγεται ότι ο Μουσώνιος Ρούφος αλληλογραφούσε με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, έναν άνδρα από την Καππαδοκία που είχε ασκητικές τάσεις, ταξίδεψε ως την Ινδία, συμβούλεψε ελληνικές πόλεις, αναμετρήθηκε με αυτοκράτορες και τελικά, σύμφωνα με τον θρύλο, αναλήφθηκε στους ουρανούς (Κακριδής 5.5.Ζ [σ. 278]). Κάποιοι θεώρησαν ότι ο Μουσώνιος Ρούφος και ο Απολλώνιος ήταν οι δύο σοφότεροι άνδρες του αιώνα τους. Σε εποχή που είχε πλέον επιβληθεί ο χριστιανισμός, ένας φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια συνέκρινε τον Απολλώνιο με τον Ιησού. Όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός (81-96) εκδίωξε όλους τους φιλόσοφους και αστρονόμους από τη Ρώμη, ο Επίκτητος αναχώρησε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Η πόλη είχε ήδη πάνω από έναν αιώνα ζωής και αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους. Εκεί ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας και άρχισε να διδάσκει. Η φήμη του σύντομα ξεπέρασε τα στενά όρια της Ηπείρου και της ρωμαϊκής Αχαΐας. Οι μαθητές του κατάγονταν από διάφορους τόπους της Μεσογείου.

Αν και Ρωμαίος, ο Μουσώνιος Ρούφος δίδασκε στα ελληνικά. Ο Επίκτητος τον ακολούθησε σε πολλά σημεία: έμεινε πιστός στις βασικές θέσεις της στωικής ηθικής, πίστευε στη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, δίδασκε στα ελληνικά. Όπως παλαιότερα ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο σκεπτικός Πύρρων και ο κυνικός Διογένης, έτσι και ο Επίκτητος θεώρησε ότι έργο του φιλοσόφου δεν είναι η καταγραφή θεωριών αλλά η προσωπική επαφή και η ανθρώπινη σχέση με όσους επιθυμούν να μάθουν και να βελτιωθούν. Την προφορική διδασκαλία του διέσωσε ο Αρριανός, στον οποίο χρωστούμε επίσης την εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου (Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις). Ο Αρριανός, που καταγόταν από τη Βιθυνία και ήρθε στη Νικόπολη για να μαθητεύσει, εντυπωσιάστηκε από τον Επίκτητο και κατέγραψε τα λόγια του σε οκτώ βιβλία (Διατριβαί), από τα οποία σώζονται τα μισά. Αργότερα έκανε μια επιτομή του έργου (Ἐγχειρίδιον) για τη διευκόλυνση των αναγνωστών (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 266-267]). Ο Επίκτητος δεν διέθετε εκτενή παιδεία. Γνώριζε βεβαίως τον Όμηρο και κάποιους τραγικούς ποιητές, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα -αυτοί εξάλλου παρουσίαζαν τη μορφή του αγαπημένου του Σωκράτη- και φυσικά τους στωικούς, ιδίως τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο. Αλλά μέριμνά του δεν ήταν η εξήγηση των προγενεστέρων. Ήταν η ίδια η ζωή και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ζει κανείς ανεπηρέαστος από τις μεταπτώσεις της τύχης, ελεύθερος και ευτυχισμένος. Ο Επίκτητος προειδοποιούσε τους μαθητές του για τους κινδύνους της λογιότητας, ρωτώντας ρητορικά τον εαυτό του: Αν θαυμάζω την ίδια την ικανότητα της ερμηνείας αυτή καθαυτή, δεν έχω γίνει, αντί για φιλόσοφος, φιλόλογος, με τη διαφορά ότι αντί για τον Όμηρο εγώ εξηγώ τον Χρύσιππο; Ταυτόχρονα ο πρώην δούλος προέτρεπε τους πολιτικά ελεύθερους μαθητές στην ουσιαστική ελευθερία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 13.3 [σ. 229-230): Όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, ας μην επιθυμεί και ας μην αποφεύγει πράγματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων. Αλλιώς θα είναι δούλος εκείνων.

7.4. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή Ο αυτοκράτορας Νέρων (54-68) ήταν θαυμαστής των ελληνικών τεχνών. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις σχέσεις των Ελλήνων με τη Ρώμη αλλά και να δοξαστεί ο ίδιος, επισκέφθηκε την Αχαΐα, την επαρχία που περιλάμβανε και την Αθήνα. Μια από τις σημαντικότερες εντολές του ήταν να διορυχθεί ο Ισθμός της Κορίνθου: πρώτος αυτός έσκαψε τη γη με αξίνα και μετέφερε στους ώμους του ένα κοφίνι με χώμα. Στη διάρκεια της παραμονής του πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες. Για να το πετύχει, διέταξε να πραγματοποιηθούν την ίδια χρονιά ακόμη και αυτοί που τελούνταν σε διαφορετικά έτη και καθιέρωσε μουσικούς διαγωνισμούς στην Ολυμπία. Τραγούδησε επίσης σε παραστάσεις τραγωδίας. Σε πολλά μέρη εμφανίστηκε ως ηνίοχος. Σε όλες τις περιπτώσεις αναδείχθηκε νικητής. Αναχωρώντας, για να εκφράσει την ικανοποίησή του, απέδωσε σε όλη την επαρχία την ελευθερία της, αναγγέλλοντας ο ίδιος την ευεργεσία του στην εορτή των Ισθμίων. (Επρόκειτο ασφαλώς για μια συμβολική διακήρυξη, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.) Μόνο στα Ελευσίνια μυστήρια δεν τόλμησε να προσέλθει, καθώς αποκλείονταν οι ανθρωποκτόνοι και αυτός είχε δολοφονήσει, μεταξύ άλλων, τη μητέρα του. Ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, που κατέγραψε με βαθιά περιφρόνηση τις λεπτομέρειες, σημειώνει πάντως ότι ο αυτοκράτορας είχε και τους θαυμαστές του. Υπήρχαν άνθρωποι που μετά τον θάνατό του στόλιζαν τον τάφο του με λουλούδια για πολύ καιρό. Μολονότι οι συγκλητικοί τον απεχθάνονταν, ορισμένες επαρχίες κράτησαν από αυτόν μια καλή ανάμνηση. Ορισμένοι τον περίμεναν να ξαναζωντανέψει και να επιστρέψει (Παπαγγελής κεφ. 10.5 [σ. 156-159]). Λίγο πριν πάρει την εξουσία ο Νέρων, είχε φτάσει στην Αθήνα ένας εξελληνισμένος Ιουδαίος που τον έλεγαν Παύλο. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, βρήκε την πόλη γεμάτη με αγάλματα θεών και την αγορά πρόθυμη για συζητήσεις. Έτσι, δεν παρέμεινε μόνο στη συναγωγή όπου συναθροίζονταν οι Ιουδαίοι, αλλά συνομίλησε με επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους. Γρήγορα έγινε φανερό ότι μιλούσε για ξένα δαιμόνια, και αυτό προκάλεσε ενδιαφέρον. Οι Αθηναίοι έδιναν την εντύπωση ότι εκείνη την εποχή δεν είχαν καιρό για τίποτε άλλο όσο για συζητήσεις γύρω από καινούριες ιδέες. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο και άρχισε να διδάσκει για έναν Θεό δημιουργό του κόσμου και για έναν Κριτή της οικουμένης. Ο Παύλος είχε φτάσει στην Αθήνα από τη Μακεδονία, διασχίζοντας τη Μικρά Ασία και περνώντας από τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, αλλά μόνο στην Κόρινθο φαίνεται ότι σημείωσε κάποια επιτυχία. Η πόλη είχε ανοικοδομηθεί μόλις εκατό χρόνια νωρίτερα, και η πλειονότητα των κατοίκων της είχαν έρθει από διάφορα άλλα μέρη. Πολλοί ήταν εξελληνισμένοι Ρωμαίοι.

Στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ο Κριτής για τον οποίο μιλούσε ο Παύλος

αποκαλείται ἄμπελος ἀληθινή και έτσι όλοι οι Έλληνες θα κατανοούσαν ότι επρόκειτο για έναν νέο Διόνυσο, μυστηριακό και απελευθερωτικό. Αλλά ο Παύλος προτίμησε να κηρύξει το ευαγγέλιο του Ιησού με λόγια που γνώριζε ότι θα ήταν σκάνδαλον για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες: επέμενε έτσι να διδάσκει για ἐσταυρωμένον Χριστόν, δηλαδή Μεσσία, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όταν το άκουσαν αυτό οι Αθηναίοι έφυγαν γρήγορα, οι περισσότεροι χλευάζοντας.

Οι χριστιανοί, όπως ονομάστηκαν αυτοί που αποδέχθηκαν τη διδασκαλία, δεν είχαν διάθεση να συγκρουστούν με τις αρχές, τοπικές ή ρωμαϊκές. Ήταν ωστόσο βέβαιοι ότι η επερχόμενη κρίση θα έθετε τέρμα όχι μόνο στην εξουσία των Ρωμαίων αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Ορισμένοι, όπως ο Ιωάννης που έγραψε την Αποκάλυψη, οραματίστηκαν τους βασιλείς της γης (προφανώς και τον Ρωμαίο αυτοκράτορα) να κλαίνε και να θρηνούν. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα, δηλαδή η Ρώμη, θα χανόταν σύντομα, διότι οι έμποροί της ήταν μεγιστάνες της γης και διότι τα μάγια της είχαν πλανέψει όλα τα έθνη. Υπήρχε ωστόσο χρόνος για μεταμέλεια και σωτηρία. Πολύ

γρήγορα

διαμορφώθηκαν

μικρές

ομάδες

πιστών

σε

διάφορες

πόλεις

της

αυτοκρατορίας. Μια από τις δυναμικότερες βρισκόταν στην ίδια τη Ρώμη, όπου συνέρρεαν όλα τα «φοβερά» και «επαίσχυντα» και γίνονταν του συρμού, όπως παρατηρεί ο Τάκιτος. Η χριστιανική κοινότητα περιλάμβανε μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, δούλους και απελεύθερους του αυτοκράτορα, επίσης τεχνίτες και ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, πένητες και ευπόρους. Μόνο η υψηλή αριστοκρατία παρέμενε παντελώς ασυγκίνητη, όπως επίσης ασυγκίνητοι παρέμειναν και οι ταπεινοί δούλοι, που δεν έβλεπαν στη νέα θρησκεία μια απελευθερωτική δύναμη. Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν συχνά εχθρικές προς τη νέα διδαχή. Ο χριστιανισμός δεν ήταν μια ακόμη λατρεία που μπορούσε να προστεθεί στο πολυθεϊστικό και ανεκτικό θρησκευτικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Πρέσβευε έναν αδιάλλακτο μονοθεϊσμό και απέκλειε κάθε άλλη μορφή λατρείας. Με πείσμα και πάθος καταδίκαζε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών ως ειδωλολατρία και δεισιδαιμονία. Δεν επέτρεπε στους πιστούς να συμμετέχουν στις εορτές και τις καθιερωμένες θυσίες, να στεφανώνουν με άνθη τα αγάλματα των θεών ή να στεφανώνονται οι ίδιοι, όπως συνηθιζόταν. Όταν το 64 ξέσπασε στη Ρώμη μια μεγάλη και καταστρεπτική πυρκαγιά, ο Νέρων, για να κατασιγάσει τις φήμες που την απέδιδαν στον ίδιο, κατηγόρησε ψευδώς τους χριστιανούς. Όπως εξηγεί ο Τάκιτος, η κατηγορία έγινε εύκολα πιστευτή, επειδή οι χριστιανοί ήταν ήδη μισητοί για τις «αχρειότητές» τους. Πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, όχι απλώς για την πυρκαγιά, αλλά και για «το μίσος τους προς το ανθρώπινο γένος». Ο ιστορικός εννοούσε, προφανώς, το μίσος τους για τις κοινές δοξασίες των πολλών. Ως Ρωμαίος πολίτης, ο ίδιος ο Παύλος είχε οδηγηθεί στη Ρώμη για να δικαστεί, επειδή με τη διδασκαλία του δίχαζε τον ιουδαϊκό λαό και διατάρασσε την κοινωνική τάξη. Το 66 ξέσπασε στην Ιουδαία μια τρομερή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων και έγινε φανερό τι φοβούνταν οι ιουδαϊκές αρχές που είχαν παραδώσει τον Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο, τον τοπικό έπαρχο. Ο πόλεμος που ακολούθησε ήταν τόσο σφοδρός και διεξήχθη με τέτοιο πείσμα, ώστε χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να κατασταλεί, και άλλα τρία για να εξαλειφθεί τελείως. Ο στρατηγός Βεσπασιανός, που αργότερα έγινε αυτοκράτορας (69-79), κινητοποίησε 60.000 άνδρες, και ο γιος του Τίτος, που έγινε επίσης αυτοκράτορας (79-81), ακόμη περισσότερους. Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που αφηγήθηκε στα ελληνικά την ιστορία του πολέμου όταν πια είχε καταστεί Ρωμαίος πολίτης, ισχυρίζεται, ασφαλώς με κάποια υπερβολή, ότι ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων που πιάστηκαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έφτασε τις 97.000 και όσων αφανίστηκαν, μόνο κατά

την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, το 1.100.000. Πολλοί από τους αιχμαλώτους στάλθηκαν στον Ισθμό για να εργαστούν στη διώρυγα. Η συντριβή του παλαιστινιακού ιουδαϊσμού έδωσε νέα ορμή στις χριστιανικές κοινότητες. Οι χριστιανοί εξέλαβαν την πυρπόληση και κατεδάφιση του Ναού ως θεοδικία για τη σταύρωση και την άρνηση των Ιουδαίων να δεχτούν τον απεσταλμένο του Θεού. Στράφηκαν έτσι συστηματικότερα προς τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι περισσότεροι άλλωστε μιλούσαν ελληνικά και εργάζονταν για τη θεμελίωση μιας νέας θρησκείας. Ο Δίων από την Προύσα, γνωστός ως Χρυσόστομος, Έλληνας ρήτορας και στοχαστής, πέρασε μεγάλο μέρος της πολυτάραχης ζωής του ταξιδεύοντας (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 255-256]). Παρά τις καλές του σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή, δυσαρέστησε τον αυτοκράτορα Δομιτιανό και εξορίστηκε, όχι μόνο από την Ιταλία αλλά και από τον τόπο καταγωγής του, τη Βιθυνία. Περιπλανώμενος σε μέρη που δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν οι μορφωμένοι άνδρες της εποχής του, διδάχτηκε από βαρβάρους και αγρότες. Έμαθε τον κόσμο καλά και ακόνισε την κριτική του σκέψη. Προβληματίστηκε πάνω στην κοινωνική τάξη και την κοινωνική ιεραρχία και αμφισβήτησε πολλές από τις πολιτισμικές αξίες που άλλοι θεωρούσαν δεδομένες. Η ριζοσπαστική του προδιάθεση τον οδήγησε σε στάσεις ζωής αρκετά ακραίες και κάποτε ανατρεπτικές. Ένα από τα ταξίδια του τον κατηύθυνε στο κέντρο της Ελλάδας, όπως του φάνηκε. Από τον τόπο όπου βρέθηκε είδε ολόκληρο τον κόσμο, όπως κοιτά κανείς μια πλούσια θέα μέσα από μικρό παράθυρο. Για να καταγράψει τις σκέψεις του συνέθεσε ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο. Με σκοπό να κατανοήσουν τον κόσμο, διάφοροι μορφωμένοι άνδρες επισκέπτονταν την Αθήνα, που παρέμενε για την Ελλάδα κέντρο γεωγραφικό και συνάμα μορφωτικό. Ανατρεπτικός καθώς ήταν, ο Δίων χαρακτήρισε κέντρο ένα ξεχασμένο νησί που δεν διέθετε φιλοσοφικές σχολές. Άλλωστε, στα Κοίλα της νότιας Εύβοιας, στα στενά του Καφηρέα, όπου τον έριξε η μοίρα, σπάνια μετέβαινε κάποιος οικειοθελώς. Ο Δίων έφτασε ως ναυαγός. Τύχη αγαθή διασταύρωσε τα βήματά του με τα βήματα ενός κυνηγού. Στο σπίτι του βρήκε καταφύγιο, όσο χρειαζόταν για να συνέλθει. Ανηφορίζοντας με τον ξεναγό του από την παραλία στο ύψωμα, όπου βρίσκονταν οι καλύβες της φιλοξενίας, πρόλαβε να συζητήσει και να προβληματιστεί. Τα ελληνικά νησιά είναι κάποτε ένας ολόκληρος κόσμος. Αποκομμένα από τις άλλες στεριές, αναπαράγουν σε μικρογραφία όλες τις βασικές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Όπως στους άλλους τόπους όπου κατοικούσαν Έλληνες και Ρωμαίοι, στη νότια Εύβοια μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ξεχώριζε τους κατοίκους της πόλης από τους κατοίκους των χωριών. Η πόλη ήταν το κέντρο της διοίκησης και του πολιτισμού. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι, γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης και λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Μια αξιοπρεπής πόλη προστατευόταν από γερό τείχος και πύργους. Μέσα στο τείχος ήταν συγκεντρωμένα πολλά και μεγάλα σπίτια. Καθώς ήταν συχνά παραλιακή, μια πόλη διέθετε λιμάνι για τα πλοία. Στην αγορά συγκεντρωνόταν το πλήθος για το καθημερινό εμπόριο και την ανταλλαγή πληροφοριών. Το θέατρο ήταν τόπος διασκέδασης αλλά και συνεδρίασης. Συναθροισμένοι εκεί οι πολίτες άκουγαν τους ρήτορες και

ψήφιζαν για τα τοπικά ζητήματα που τους αφορούσαν. Οι περισσότεροι από αυτούς διέθεταν γη, άλλοι κοντά και άλλοι μακριά από την πόλη. Βασική τους μέριμνα ήταν η καλλιέργεια των κτημάτων και η εκτροφή ζώων. Αρκετοί ήταν τεχνίτες και έμποροι. Το χωριό ήταν μια παραγωγική μονάδα. Τα σπίτια ήταν μικρά, το εμπόριο περιορισμένο. Από το χωριό όμως αγόραζε η πόλη τα βασικά είδη διατροφής. Μέρος των κερδών επέστρεφε στην πόλη με τη μορφή ενοικίων και φόρων. Χωριό και πόλη διατηρούσαν την επαφή τους κυρίως με την κυκλοφορία του χρήματος. Αυτό που τα χώριζε ήταν πρωτίστως ο πολιτισμός. Ο κυνηγός που φιλοξένησε τον Δίωνα ήταν και αυτός ένα είδος ναυαγού, αλλά της στεριάς. Ο πατέρας του έβοσκε τα βόδια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Όταν ο γαιοκτήμονας πέθανε και η περιουσία του δημεύτηκε -οι φήμες έλεγαν ότι τον ξέκανε ο αυτοκράτορας για να την ιδιοποιηθεί-, δύο οικογένειες εργατών βρέθηκαν απλήρωτοι και άνεργοι. Αντί να συνωστιστούν στην αφιλόξενη πόλη ή να εγκατασταθούν άκληροι στο χωριό, επέλεξαν να παραμείνουν με τα παιδιά τους στα βουνά και τους λόγγους, εκεί όπου άλλοτε φρόντιζαν τα ξένα κοπάδια. Έκτισαν καλύβες, καλλιέργησαν ένα μικρό κομμάτι γης και εξέθρεψαν λίγα δικά τους ζωντανά. Με την επιλογή τους εκείνη βρέθηκαν έξω από τις οργανωμένες κοινότητες: ξωμάχοι και ερημίτες. Αλλά το χρήμα είναι μεγάλη κινητήρια δύναμη. Οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν την ύπαρξη των ερημιτών, αναζητώντας τους διαφεύγοντες φόρους. Δεν είχαν σκοπό να επιτρέψουν τη δωρεάν εκμετάλλευση δημόσιας γης. Για να υπερασπιστεί τη θέση του, ο κυνηγός αναγκάστηκε να εμφανιστεί στην πόλη ως υπόδικος. Η επίσκεψη ήταν απρόσμενη, βίαιη και διδακτική. Ο κυνηγός βρέθηκε στην πόλη ως απόλυτα ξένος. Δεν ήξερε τίποτε από τείχη, δημόσια κτίρια, ψηλά σπίτια ή ανθρώπινο συνωστισμό. Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει δίκη - μολονότι μπορούσε να υποπτευτεί τι σημαίνει καταδίκη. Δικαζόμενος, βίωσε την παρουσία του στο θέατρο της πόλης ως θέαμα. Βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας, όπως ο ηθοποιός. Οι δικαστές τριγύρω του ωρύονταν ως ανικανοποίητοι θεατές που διψούσαν περισσότερο για αίμα παρά για απονομή δικαιοσύνης. Για καλή του τύχη, βρήκε πειστικούς προστάτες - ανάμεσά τους έναν άνθρωπο τον οποίο είχε άλλοτε περιθάλψει με καλοσύνη και ανιδιοτέλεια. Έτσι διέφυγε τον άμεσο κίνδυνο, ξέφυγε από τον πολιτισμό και επέστρεψε στις καλύβες του. Από τα πολλά που είχε μάθει, ένα συγκράτησε περισσότερο: προτιμούσε τη ζωή του ερημίτη. Ο πολιτισμός της πόλης δεν τον είχε κερδίσει. Η αναχώρηση του Δίωνα ήταν τόσο βίαιη όσο και η άφιξή του. Ο κόσμος που τον ανέμενε παρέμενε περίπλοκος, απαιτητικός, μοχθηρός και υποκριτικός. Ο Δίων συλλογίστηκε τους γάμους στις πόλεις με τις προξενήτρες, τις έρευνες για την περιουσία και το γένος των μελλονύμφων, τις προίκες και τα έδνα, τις υποσχέσεις και τις απάτες, τα ομόλογα και τα συμφωνητικά, τις λοιδορίες και τις απέχθειες (ακόμη και την ώρα του γάμου). Η ερωτική ζωή στις πόλεις ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ χειρότερη. Ο Δίων συλλογίστηκε την πορνεία. Κανένας σοφός στην εποχή του δεν είχε βρει την ευκαιρία ή τη βούληση να ψέξει, όπως αυτός, όχι μόνο τον πορνοβοσκό αλλά και τον πελάτη του. Με λόγια απλά και κοφτά αυτός καυτηρίασε τους ανέραστους έρωτες, την αιχμαλωσία και το εμπόριο σωμάτων γυναικών και παιδιών, τα ρυπαρά οικήματα, την άσκοπη και άκαρπη συμπλοκή των σωμάτων που

δεν οδηγεί στη γέννηση αλλά στη φθορά, την υποβολή ανθρώπων που αισχύνονται σε έργα αναίσχυντα, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι λυσσασμένοι και οι ακόλαστοι. Επρόκειτο για ένα ακόμη σύμπτωμα της μαζικής υποδούλωσης απροστάτευτων αμάχων. Ο Δίων αναπόλησε τη μικρή κοινότητα των κυνηγών. Τι καλά που θα ήταν αν ο πολιτισμός των πόλεων μπορούσε να διδαχτεί κάτι από αυτή την απλότητα και αγνότητα της ζωής στην απόμερη γωνιά ενός μισοξεχασμένου νησιού! Ο Πλίνιος ο νεότερος ήταν διοικητής στην επαρχία της Βιθυνίας και του Πόντου, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117). Γύρω στο 112 ανέλαβε να δικάσει χριστιανούς της επαρχίας του. Επειδή δεν γνώριζε τις μεθόδους και τα όρια που έπρεπε να τηρήσει στην ανάκριση ή την τιμωρία τους, απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα. Αγνοούσε εάν όφειλε να καταδικάσει κάποιον μόνο για τη χριστιανική του ιδιότητα ή για εγκλήματα που ενδεχομένως είχε διαπράξει. Εκείνο που γνώριζε ήταν ότι πολλοί στην επαρχία του κατηγορούσαν τους χριστιανούς - κυκλοφορούσε μάλιστα ένα ανώνυμο φυλλάδιο με πολλά ονόματα. Από τις ανακρίσεις του είχε διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε έγκλημα παρά μόνο κοινή θρησκευτική λατρεία μια συγκεκριμένη ημέρα (προφανώς Κυριακή), πριν από το χάραμα, όπου οι συναθροισμένοι έψελναν ύμνους στον Χριστό «σαν να ήταν θεός». Μετά χωρίζονταν και ξαναβρίσκονταν αργότερα για να φάνε μαζί ένα απλό και λιτό γεύμα. Στη θρησκευτική αυτή κοινότητα συμμετείχαν, όπως διαπίστωσε, άτομα κάθε ηλικίας, τάξης και φύλου, όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στα χωριά. Από την άρνησή τους να πάρουν μέρος στις θυσίες, οι ναοί είχαν ερημώσει και οι εορτασμοί είχαν διακοπεί. Αλλά ο αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την κατάσταση επανέφερε τη θρησκευτική τάξη. Ο Τραϊανός απάντησε ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβληθεί γενικός νόμος σε τέτοιου είδους θέματα. Τους χριστιανούς δεν έπρεπε να τους αναζητούν οι αρχές, αλλά να τους δικάζουν και να τους τιμωρούν μόνο εάν προσάγονταν από ιδιώτες σε δίκη και κρίνονταν ένοχοι. Επίσης τα ανώνυμα φυλλάδια δεν έπρεπε να γίνονται αποδεκτά. Η δικαιοσύνη απαιτούσε μόνο επώνυμες καταγγελίες. Οι αυτοκρατορικές αρχές είχαν αρχίσει να παίρνουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα θρησκεία. Την έβλεπαν να αποκτά οπαδούς αλλά και να προκαλεί πολλές εχθρότητες. Δεν ήξεραν πώς ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, αντιλαμβάνονταν ωστόσο ότι δεν μπορούσαν πλέον να αδιαφορούν. Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138) ήταν μεγάλος φιλέλληνας, με φιλολογικές σπουδές στα λατινικά και τα ελληνικά. Είχε μάλιστα και τις προσωπικές του προτιμήσεις, εφόσον στη θέση του Ομήρου έβαζε τον ποιητή Αντίμαχο (τον οποίο πάντως ορισμένοι Αλεξανδρινοί γραμματικοί τοποθετούσαν δεύτερο μετά τον Όμηρο στην επική ποίηση). Όταν έφτασε στην Αθήνα, ο Αδριανός έγινε δεκτός στα μυστήρια. Σε άλλη του επίσκεψη διέταξε να ολοκληρωθεί ο ημιτελής ναός του Ολυμπίου Διός, στον οποίο τοποθέτησε και τον δικό του ανδριάντα. Προήδρευσε στον εορτασμό των Διονυσίων και έλαβε τον τίτλο του επώνυμου άρχοντα. Ευνόησε την Αθήνα με πολλούς τρόπους, εφόσον την προμήθευσε με σιτάρι και έθεσε όρια στη φορολογία που επιτρεπόταν να της επιβληθεί. Οι αναμνήσεις από τη ζωή του ήταν ακόμη ζωντανές όταν ένας Ρωμαίος αριστοκράτης

από τη Βιθυνία με ελληνικές καταβολές, ο μεγάλος ιστορικός Δίων Κάσσιος, συνέταξε στα ελληνικά την ιστορία του (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 267]). Στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει πλήρως τους Ιουδαίους, ο Αδριανός απαγόρευσε την περιτομή, μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αιλία Καπιτωλίνα και ανέγειρε στη θέση του πυρπολημένου Ναού ένα ιερό αφιερωμένο στον Δία. Προκάλεσε έτσι γύρω στο 132 μια νέα βίαιη εξέγερση, αυτή τη φορά όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε άλλες επαρχίες. Σε αυτή μάλιστα προσχώρησαν διάφορα άλλα έθνη που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Για την καταστολή της χρειάστηκε να σφαγιαστούν 580.000 άνθρωποι, πέρα από όσους πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις πυρκαγιές. Οι Ιουδαίοι υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν τελείως από την κοιτίδα τους.

Ο Περεγρίνος καταγόταν από το Πάριο, ελληνική πόλη του Ελλησπόντου. Κατηγορήθηκε για πατροκτονία και εγκατέλειψε την πατρίδα του, αναζητώντας την τύχη του στην Παλαιστίνη. Εκεί προσχώρησε στον χριστιανισμό και αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή. Όταν φυλακίστηκε, η κοινότητα του συμπαραστάθηκε με κάθε δυνατό μέσο. Μετά την αποφυλάκισή του, πάντως, δεν έδειξε τον σεβασμό που όφειλε στα χριστιανικά ήθη (ίσως έφαγε από τα απαγορευμένα εἰδωλόθυτα, τα κρέατα που θυσιάζονταν στους θεούς) και αποβλήθηκε από την κοινότητα. Σπούδασε στην Αίγυπτο και πήγε στη Ρώμη, όπου άρχισε να καταφέρεται εναντίον των αρχών και ιδιαιτέρως εναντίον του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161). Στο τέλος εκδιώχθηκε και κατέφυγε στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τα αντιρωμαϊκά του κηρύγματα και προτρέποντας τους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στράφηκε με πάθος εναντίον του Ηρώδη του Αττικού, που διέθετε τεράστιο κύρος, και κινδύνεψε από το οργισμένο πλήθος. Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε στην Αθήνα, όπου απέκτησε αρκετούς μαθητές. Στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες προανήγγειλε ότι θα πυρποληθεί για να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον φόβο του θανάτου. Πράγματι, το 161 ρίχτηκε στην πυρά, κρατώντας δάδα και επικαλούμενος τους μητρώους και πατρώους δαίμονες να τον δεχτούν ευμενώς. Τα πλήθη παρατηρούσαν εκστατικά. Η περίεργη και ακατανόητη αυτή διαδρομή αφήνει πολλά ερωτηματικά. Ούτε ο Λουκιανός, που αφηγήθηκε την ιστορία, κατάφερε να βγάλει πολύ νόημα. Θεώρησε ως κίνητρο τη φιλοχρηματία και τη ματαιοδοξία και ειρωνεύτηκε όλες τις πράξεις και τα λόγια του Περεγρίνου. Αλλά ο Περεγρίνος ενδέχεται να αντιπροσωπεύει την εποχή του περισσότερο από όσο αφήνουν να διαφανεί οι επιθέσεις εναντίον του. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευκολία με την οποία μετακινήθηκε μεταξύ ακραίων εκδοχών θρησκείας και φιλοσοφίας. Στην ασκητική προδιάθεσή του ο Περεγρίνος προσέδωσε και μια έντονα αντιρωμαΐκή διάσταση. Την εποχή εκείνη άλλωστε ξέσπασε στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας μια εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων, που σημαίνει ότι ο Περεγρίνος δεν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τα αισθήματα του ακροατηρίου του. Η εξέγερση πάντως εκείνη κατεστάλη εύκολα από τον Αντωνίνο.

7.5. Ας βρούμε τα σημάδια που αποκαλύπτουν κατάλληλα την ψυχή του καθενός Στις ρητορικές σχολές της Ρόδου και της Μικράς Ασίας αναπτύχθηκε σταδιακά ένα εξεζητημένο ύφος γραφής, που βασιζόταν στην ελληνιστική κοινή αλλά τη διακοσμούσε με περίτεχνα σχήματα λόγου. Η σαφήνεια και η λιτότητα των Αττικών ρητόρων εγκαταλείφθηκε. Μακρές αλλά ισοζυγισμένες προτάσεις με ηθελημένες παρηχήσεις και περιττά επίθετα σχεδόν νανούριζαν τον ακροατή, προσφέροντας ηδυπαθή χαλάρωση. Η παλαιά ποικιλομορφία του τόνου χάθηκε προς όφελος ενός ρυθμικού συντονισμού με τη συγκίνηση. Το πάθος εξάρθηκε. Ένας κυματιζόμενος και ανθηρός λόγος, κατάλληλος για ανάγνωση ή αισθητική ακρόαση, πήρε τη θέση της λεκτικής αμεσότητας στο δικαστήριο ή την Εκκλησία του Δήμου. Η αντίδραση προήλθε από κύκλους λογίων που ένιωσαν νοσταλγία για την αττική διάλεκτο και τον επιδέξιο χειρισμό της από τον Λυσία ή τον Δημοσθένη. Η νέα τάση επιστροφής στο παρελθόν ονομάστηκε Αττικισμός, και ο άλλοτε νωχελικός και άλλοτε εμφορούμενος από πάθος αντίπαλός της χαρακτηρίστηκε Ασιανισμός, αφού είχε αναπτυχθεί στην Ασία και ίσως ταίριαζε καλύτερα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Ανατολής. Ο Αττικισμός χαρακτηρίζεται συχνά ως βίαιη προσπάθεια παρεμπόδισης της φυσικής εξέλιξης στη γλώσσα (Χριστίδης κεφ. 11.3 [σ. 191-192]). Ωστόσο, ήδη από τον Όμηρο, η αρχαιότητα διέθετε λογοτεχνικές διαλέκτους, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αποκομμένες από τη φυσική ομιλία. Οι διάλεκτοι αυτές συνόδευαν συγκεκριμένα γραμματειακά είδη και μετασχηματίζονταν με τρόπους διαφορετικούς από την αβίαστη εξέλιξη των φυσικών γλωσσών. Ο Αττικισμός εμφανίστηκε κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. ως φαινόμενο γλωσσικό και υφολογικό (Κακριδής 5.5.Α [σ. 248-250]). Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ένας ιστορικός και οξυδερκής κριτικός της λογοτεχνίας που έζησε την περίοδο του Αυγούστου, είναι ο παλαιότερος γνωστός εκφραστής αυτής της τάσης. Επειδή όμως η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη και τις αξιολογήσεις, από τα σπλάχνα του Αττικισμού γεννήθηκε ένα κίνημα εγγράμματης παιδείας που είχε ως πρότυπο την αθηναϊκή πεζογραφία του 5ου και του 4ου αιώνα, δηλαδή της εποχής που ονομάστηκε κλασική. Το κίνημα αυτό έμεινε γνωστό ως Δεύτερη Σοφιστική και είχε πολλούς και ποικίλους εκπροσώπους κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Η θεματολογία και τα ειδικά ενδιαφέροντα των ιδιαίτερα καλλιεργημένων αυτών ανθρώπων διέφεραν πολύ, και τα έργα τους κυμαίνονταν από τη φιλοσοφική εμβρίθεια έως την πλέον ασπόνδυλη ευρυμάθεια. Όλοι τους όμως συμμερίζονταν την αγάπη για την αρχαία γραμματεία και όλοι τους θαύμαζαν το ύφος του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Δημοσθένη. Άλλοι ήθελαν απλώς να διδαχτούν, άλλοι προσπαθούσαν επίσης να μιμηθούν. Ορισμένοι πέτυχαν την πρωτοτυπία που συνεπάγεται η επιρροή όταν συνδυάζεται με αυθεντική αίσθηση του παρόντος. Ο 2ος αιώνας μ.Χ. απείχε πολύ, και όχι μόνο χρονικά, από την κλασική εποχή. Εκτός από τις εξαιρετικά διαφορετικές πολιτικές συνθήκες (οικουμενική αυτοκρατορία έναντι αυτόνομης πόλης, σταθερή μοναρχία έναντι μεταβαλλόμενης δημοκρατίας), απουσίαζε πλέον και ο πόλεμος. Με λίγες αλλά σημαντικές

εξαιρέσεις, η περίοδος στην οποία άνθισε η Δεύτερη Σοφιστική υπήρξε εποχή ειρήνης για αρκετές επαρχίες. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες του 2ου αιώνα (Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος Ευσεβής, Μάρκος Αυρήλιος) υπήρξαν φιλέλληνες και καλλιεργημένοι. Ενθάρρυναν με τα λόγια και στήριξαν με τα έργα τους την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, ιδίως της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Η Αθήνα κοσμήθηκε με πολυτελή οικοδομήματα που είχε να δει από την εποχή του Περικλή. Με απόφαση του Μάρκου Αυρήλιου, το 176 ιδρύθηκαν στην πόλη τέσσερις έδρες φιλοσοφίας για να εκπροσωπούνται επίσημα οι σπουδαιότερες τάσεις (πλατωνική, περιπατητική, επικούρεια και στωική). Το μέτρο αποσκοπούσε στην οικονομική ενίσχυση και θεσμική κατοχύρωση σχολών που λειτουργούσαν ήδη από αιώνες. Σχετική ειρήνη και πολιτική βούληση συνεργάστηκαν για την πολιτιστική παραγωγή του 2ου αιώνα. Ο Πλούταρχος (περ. 50-120) γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (Κακριδής 5.5.Β [σ. 251-253]). Καταγόταν από εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια, σπούδασε στην πλατωνική Ακαδημία και ταξίδεψε μέχρι την Ασία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Κάποια διαστήματα μάλιστα διέμεινε στη Ρώμη, όπου και έδωσε διαλέξεις, ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του υπήρξε ιερέας του μαντείου των Δελφών. Πάντοτε ήταν ευσεβής. Μεγάλες ψυχικές διακυμάνσεις, αμφιβολίες ή μεταστροφές δεν χαρακτήριζαν την πνευματική πορεία του. Ο Πλούταρχος αποτελεί υποδειγματική περίπτωση ευρυμαθούς και πολυγραφότατου άνδρα, που συνδυάζει τη ρητορική ευφράδεια με τη φιλοσοφική παιδεία, τις ιστορικές γνώσεις με την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και τις υψηλές γνωριμίες με την πολιτική δράση στον περιορισμένο ορίζοντα της πατρίδας του. Αν και θεωρούσε ότι οι Ρωμαίοι είχαν στερήσει την ελευθερία από τις ελληνικές πόλεις, είχε ωστόσο καλές σχέσεις με την εξουσία τους και μάλιστα συνέβαλε σημαντικά ώστε να φανούν οι γραμμές συνέχειας ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή αντίληψη του κόσμου. Του απονεμήθηκε άλλωστε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Κύριο μέλημά του στάθηκε η ηθική διαπαιδαγώγηση των συγχρόνων του. Τα έργα του χωρίζονται σε πολυάριθμες φιλοσοφικοϊστορικές πραγματείες ή διάλογους (που αποκαλούνται Ηθικά) και σε βιογραφίες σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας και της Ρώμης. Κατά τη συγγραφή των βιογραφιών στόχος του δεν ήταν ούτε η πληρότητα στην παρουσίαση των δεδομένων ούτε η πλήρης ένταξη των προσώπων στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Όπως δηλώνει ο ίδιος, τον ενδιέφερε η ανάδειξη του ἤθους, της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας καθενός προσώπου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τον αναγνώστη. Ο Πλούταρχος προτιμούσε να αφηγηθεί εκτενώς ένα επουσιώδες συμβάν στη ζωή του ήρωά του, αν αυτό διέθετε συμβολική και ηθικοδιδακτική αξία, παρά να καταγράψει με αντικειμενική αμεροληψία όλες τις πράξεις του βίου του. Η μεγάλη πρωτοτυπία του όμως συνίσταται στην απόφασή του να παρουσιάσει τα ήθη των περισσότερων ηρώων του κατά ζεύγη, έτσι ώστε ένας Έλληνας να βρίσκει τον ομόλογό του σε έναν νεότερο Ρωμαίο. Με αυτή την ευφυή μέθοδο αντίστιξης ανέδειξε τον παραλληλισμό μεταξύ Ελλάδας και Ρώμης στις πολιτικές

αντιλήψεις και πρακτικές και ιδίως στο πολιτικό ήθος. Ταυτόχρονα προώθησε τη λατρεία της σημαντικής προσωπικότητας που ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής. Ο Πλούταρχος δεν είχε μιμητές στη συγγραφή παράλληλων βίων. Η βιογραφία όμως γνώρισε μεγάλη δόξα. Ο Φιλόστρατος (περ. 170-250), που πρώτος διέκρινε την Αρχαία από τη Δεύτερη Σοφιστική, παρουσίασε ένα έργο με βιογραφίες σημαντικών εκπροσώπων και των δύο τάσεων καθώς και έναν μυθιστορηματικό βίο του Απολλώνιου Τυανέα (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 261262]). Αργότερα ο Διογένης Λαέρτιος (3ος-4ος αιώνας) και ο Ευνάπιος (4ος αιώνας) έκαναν το ίδιο με παλαιότερους και νεότερους σοφιστές και φιλοσόφους (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 275-276]). Συχνά το ενδιαφέρον τους, όπως και του Φιλόστρατου, είλκυαν περισσότερο οι πεποιθήσεις των βιογραφουμένων προσώπων παρά οι λεπτομέρειες του βίου τους. Η ζωή και οι σκέψεις ήταν αξεδιάλυτα δεμένες στα μάτια τους. Τα έργα τους είναι περισσότερο δοξογραφικά παρά αμιγώς βιογραφικά. Ακόμη και ιστορικοί, όπως ο Σουητώνιος και ο Ηρωδιανός, επέλεξαν να γράψουν ιστορία δίνοντάς της τη μορφή αυτοκρατορικών βιογραφιών. Ο Ηρώδης ο Αττικός (περ. 101-177), Έλληνας ρήτορας και πολιτικός με υψηλές διασυνδέσεις, διέθετε τεράστιο πλούτο και ευρεία παιδεία (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257]). (Ο Φιλόστρατος υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του.) Καταγόταν από μια πολύ επιφανή οικογένεια της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος ελληνικής καταγωγής Ρωμαίος πολίτης που κατόρθωσε να αποκτήσει το αξίωμα του υπάτου. Ύπατος έγινε και ο ίδιος. Ο Ηρώδης έφτασε να διαθέτει τόσο μεγάλη πολιτική ισχύ στην Αθήνα, ώστε κατηγορήθηκε για τυραννία. Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180), που συνδεόταν φιλικά μαζί του, προσπάθησε να διασκεδάσει τις κατηγορίες και να δώσει τέλος στην αντιπαράθεση. Αιτία της δεν ήταν μόνο ο φθόνος, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του Ηρώδη. Μεγάλος ευεργέτης, έχοντας δαπανήσει τεράστια ποσά για οικοδομικά έργα σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δεν δίσταζε να συγκρουστεί με σπουδαία πρόσωπα. Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα της αντιπαράθεσής του με δύο αδελφούς που είχαν από κοινού διοριστεί κυβερνήτες της ρωμαϊκής Αχαΐας, αλλά η σύγκρουσή του με έναν διάσημο Ρωμαίο ρητοροδιδάσκαλο πρέπει να οφειλόταν σε διάσταση ιδεών. Γνωστή ήταν άλλωστε και η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του ο Περεγρίνος. Από τη ρητορική παραγωγή του σώζεται μόνο ένας αμφισβητούμενος λόγος Περὶ πολιτείας. Μαθητής του λέγεται ότι υπήρξε ο Αίλιος Αριστείδης (117189), μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία της εποχής. Η παρατήρηση του ουρανού και η εμπειρία των ονείρων είναι οι δύο πιο σημαντικές πηγές της θρησκευτικότητας. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Αριστοτέλης. Και δεν εννοούσε μόνο το δέος του νυχτερινού θόλου, αλλά επίσης τις εναρμόνιες -ημερήσιες, μηνιαίες, ετήσιες- μετατοπίσεις του Ήλιου και τις αυξομειώσεις της Σελήνης. Ούτε αναφερόταν απλώς στα ενύπνια. Αυτό που μάλλον τον παρακίνησε να θεωρήσει τον ύπνο ως προνομιακή δίοδο επικοινωνίας με τον θεϊκό χώρο ήταν η συνταρακτική εμπειρία των ιδιαίτερα συμβολικών ονείρων. Στην ελληνική παράδοση πολλά συνεργούσαν σε μια τέτοια αντίληψη. Ήδη στον Όμηρο υπάρχουν θεόσταλτα όνειρα (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 9.2 [σ. 119-121]). Οι επικοί και τραγικοί

ποιητές είχαν εκμεταλλευτεί δεόντως την προφητική σημασία τους για τους σκοπούς της δράσης. Κάποιοι θρησκευτικοί συγγραφείς και αλληγοριστές (όπως ο άγνωστος συγγραφέας ενός πρόσφατα δημοσιευμένου παπύρου που βρέθηκε στο Δερβένι, έξω από τη Θεσσαλονίκη) είχαν θεωρήσει ότι από όλες τις καταστάσεις αλλοιωμένης συνείδησης η ονειρική αποτελεί την πιο εύκολη και διαδεδομένη οδό γνώσης των θεϊκών βουλών. Στα ιερά του Ασκληπιού μια συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας ήταν η ἐγκοίμησις: ο ασθενής πλάγιαζε μέσα στον ιερό χώρο, και στον ύπνο ο θεός τού παρείχε ίαση - κυριολεκτικά ή συμβολικά. Η ερμηνεία των ονείρων απασχολούσε πολύ και τους Ρωμαίους. Ενώ τα όνειρα εκείνα που κατακλύζουν τον κοιμώμενο με μια αύρα ιερότητας είχαν γίνει αντικείμενο εξονυχιστικής μελέτης από τους εντεταλμένους ερμηνευτές των θεών, κανένας, όσο γνωρίζουμε, δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει καθημερινό ημερολόγιο των ενυπνίων του. Αυτά μέχρι την εποχή του Αίλιου Αριστείδη (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257-258]). Γόνος εύπορης οικογένειας από τη Μικρά Ασία, ο Αίλιος Αριστείδης μελέτησε και ταξίδεψε πολύ. Οι ρητορικές του ικανότητες ήταν εκπληκτικές και από νεαρή ηλικία γνώρισε τον απροσποίητο θαυμασμό των συγχρόνων του. Στα είκοσί του χρόνια έφτασε στη Ρώμη, όχι ως κάποιος τυχαίος που ψάχνει τον δρόμο του, αλλά ως ένας ήδη φτασμένος ρήτορας. Η υγεία του όμως ήταν εξαιρετικά ασταθής. Υπέφερε από κάθε είδους νόσημα. Όλα τους είχαν ψυχοσωματική προέλευση. Στην προσπάθειά του να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Αίλιος Αριστείδης άρχισε να καταγράφει τα όνειρά του. Το εκτενέστατο αυτό έργο ονομάστηκε Ἱεροί λόγοι, γιατί περιλάμβανε συμβολικά συμβάντα των οποίων η πηγή πιστευόταν ότι βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη ψυχή. Στην περίπτωση του Αίλιου Αριστείδη ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ψυχικό δράμα ενός ανθρώπου, στον οποίο η ακόρεστη φιλοδοξία συγκρούεται με ένα εξίσου αφόρητο αίσθημα προσωπικής ενοχής. Τελικά ο Αίλιος Αριστείδης κατόρθωσε να γιατρευτεί μόνος του. Την αυτοΐασή του την απέδωσε, όπως θα έκαναν πολλοί την εποχή του, στην επιτυχή εξιλέωση δαιμονικών δυνάμεων και στη συνδρομή των θεών. Αν δεν ήταν η πολύ επιτυχημένη υπεράσπιση της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας που επιχείρησε ο Αριστείδης στο πλαίσιο μιας φανταστικής αντιπαράθεσης με τον Πλάτωνα, πιθανόν δεν θα γνωρίζαμε το προσωπικό δράμα ενός μεγάλου Αττικιστή. Τα κείμενά του θα είχαν περιπέσει στην αφάνεια και θα είχαν πιθανότατα χαθεί. Το προσωπικό και ονειρικό δράμα του διασώθηκε επειδή ήταν έξοχος ρήτορας. Τα όνειρα έχουν ανάγκη αποκρυπτογράφησης. Πολύ σπάνια μιλούν με κυριολεξίες. Τις περισσότερες φορές είναι σύμβολα που λειτουργούν με βάση τις αρχές της αναλογίας, της υποκατάστασης και της μετωνυμίας. Τη συστηματική ερμηνεία τους ανέλαβε ο Αρτεμίδωρος από τη Δάλδη στο πρώτο σωζόμενο έργο αρχαίας ονειροκριτικής (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 274]). Ενώ η μέθοδος του Αρτεμίδωρου διαφέρει πολύ από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική τάση, η αρχαία και η νεότερη ερμηνευτική συμφωνούν στη διάκριση του φαινομενικού από το βαθύ περιεχόμενο των ονείρων και στον εγγενή δυναμισμό των ψυχικών παραστάσεων, που μετασχηματίζονται σαν τον

Πρωτέα. Όπως όλα τα φαινόμενα της ζωής, δεν υπάρχουν ποτέ δύο πανομοιότυπα όνειρα. Η αναγνώριση της ομοιότητας ή και ταυτότητας μέσα στην ποικιλόμορφη διαφορά είναι ένδειξη πραγματικής τέχνης. Ο Αρτεμίδωρος, αν και ονειροκρίτης, ανήκει και αυτός στο αρχαιότροπο κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής. Σύγχρονος του Αίλιου Αριστείδη και του Αρτεμίδωρου ήταν ο Γαληνός (129 - περ. 200), ο μεγαλύτερος γιατρός που γνώρισε η αρχαιότητα μετά τον Ιπποκράτη (Κακριδής 5.5.Η [σ. 290-291]). Γεννημένος στο Πέργαμο, ο Γαληνός έδειξε από νεαρή ηλικία ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλους σχεδόν τους τομείς του επιστητού. Η οικογένειά του είχε παράδοση στη γνώση. Μελέτησε μόνος του αστρονομία, αρχιτεκτονική, βοτανική, φιλοσοφία και υπηρέτησε ως θεραπευτής στο Ασκληπιείο της πόλης του, πριν φύγει για σπουδές στη Σμύρνη, την Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Τελικά βρέθηκε στη Ρώμη να δίνει διαλέξεις στα ελληνικά και να υπηρετεί ως προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Ο Γαληνός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις ανατομές ζώων, από τις οποίες απέκτησε μια εξαιρετική κατ᾽ αναλογία γνώση της ανθρώπινης ανατομίας, και στη συνέχεια αποπειράθηκε να κάνει πρωτόγνωρες εγχειρήσεις στους ασθενείς του - κάποιοι ήταν τραυματισμένοι μονομάχοι του ιπποδρόμου. Οι επιτυχίες που είχε του προσέδωσαν τη φήμη μεγάλου θαυματουργού. Ο Γαληνός αναγνώριζε, δίπλα στις καθαρά σωματικές ασθένειες, τις αρρώστιες της ψυχής με ή χωρίς σωματικά συμπτώματα. Ταυτόχρονα υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, όχι μόνο στον ειδικό τομέα της ιατρικής (και ιδίως στα πεδία της φυσιολογίας και της ανατομίας), αλλά και σε κλάδους όπως η γνωσιοθεωρία, η μεθοδολογία της επιστήμης και η λογική. Προσπάθησε μάλιστα να εναρμονίσει σε μια ενιαία σύνθεση την αριστοτελική με τη στωική λογική. Τόσο πολυάριθμα ήταν τα συγγράμματά του, ώστε αναγκάστηκε ο ίδιος να συντάξει δύο ειδικούς καταλόγους των έργων του. Μεγάλος θαυμαστής του Ιπποκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, δεν δίσταζε να διαφωνεί μαζί τους όταν η προσωπική του πείρα είχε δείξει άλλο δρόμο για την επίλυση ενός ζητήματος. Μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης, οι γνώσεις ανατομίας που διέθεταν οι γιατροί προέρχονταν, άμεσα ή έμμεσα, από τις δικές του ανακαλύψεις. Κατά τη γνώμη του, ο αληθινός γιατρός έπρεπε να είναι ταυτόχρονα γνώστης του κόσμου, ικανός χειρουργός και αγαθός άνθρωπος.

Ο όρος Δεύτερη Σοφιστική περιλαμβάνει μια πληθώρα ετερόκλητων συγγραφέων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν επίσης ο Παυσανίας, που περιηγήθηκε τον ελλαδικό χώρο στο μέσον του 2ου αιώνα και ενδιαφέρθηκε να καταγράψει, με θρησκευτική ζέση, τα σημαντικά μνημεία και τους μύθους του παρελθόντος (σε ένα έργο που επιγράφεται Ἑλλάδος περιήγησις), και ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας, ο οποίος την ίδια εποχή έστρεφε το καυστικό πνεύμα του προς όλες τις κατευθύνσεις, ιδίως τις θρησκοληπτικές, δίχως οίκτο για την ανθρώπινη αδυναμία και δίχως προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος ή σε μία και μόνο λογοτεχνική διάλεκτο (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 258-260], 5.5.ΣΤ [σ. 273-274]). Μερικοί οπαδοί της Δεύτερης Σοφιστικής δημιούργησαν βοηθήματα για τη μελέτη της κλασικής γραμματείας. Ο Αρποκρατίων και ο Πολυδεύκης υπήρξαν λεξικογράφοι, ο Αθηναίος

συλλέκτης ετερόκλητων πληροφοριών. Άλλοι αφιέρωσαν τον μόχθο τους στην επιστημονική μελέτη της ρητορικής. Ο Ερμογένης από την Ταρσό της Κιλικίας ενδιαφέρθηκε για την ταξινόμηση όλων των δυνατών βασικών θέσεων (στάσεων) που μπορεί ο ρήτορας να χρησιμοποιήσει σε έναν λόγο, ιδίως δικανικό, προκειμένου να ενισχύσει, όσο είναι εφικτό, την επιχειρηματολογία του (Κακριδής 5.5.Α [σ. 250-251], 5.5.Γ [σ. 262], 5.5.ΣΤ [σ. 275]). Η Δεύτερη Σοφιστική ήταν τόσο πολύμορφη όσο και οι χαρακτήρες των εκπροσώπων της. Η πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση της ανατολικής Μεσογείου παρείχε τον κοινό χώρο δράσης, όχι ομοιόμορφη μονοτονία.

8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.1. Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Με κέντρο τη Ρώμη, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ωκεανό στη δύση έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη ποταμό στην ανατολή, και από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη στον βορρά (για ένα διάστημα περιέλαβε και τη νότιο Αγγλία) έως τη Σαχάρα στον νότο. Κάθε προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα όρια απέβη άκαρπη ή βραχύβια. Στα χρόνια του Αυγούστου, ύστερα από δεκαετίες πολέμων, ο συνολικός της πληθυσμός δεν πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 45.000.000 (που μπορεί να αντιπροσώπευε το 15% του πληθυσμού της γης). Από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη διέθεταν λιγότεροι από 5.000.000 άνθρωποι (αν συμπεριληφθούν οι γυναίκες των πολιτών), οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν στην Ιταλία. Ενάμιση αιώνα αργότερα, ο συνολικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξήθηκε και μπορεί να ξεπέρασε τα 60.000.000. Τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού την αποτελούσαν αγρότες, διασπαρμένοι σε πλήθος χωριά. Στις 1.000 περίπου πόλεις ήταν συγκεντρωμένο λιγότερο από το 20% του συνολικού πληθυσμού, και από αυτό ένα μεγάλο τμήμα απασχολούνταν επίσης με την καλλιέργεια της γης. Όπως όλες οι άλλες κοινωνίες της αρχαιότητας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καθαρά αγροτικό χαρακτήρα. Στην

παραγωγική εργασία των αγροτών, ελεύθερων και δούλων, στηριζόταν ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, η διοίκηση και ο στρατός. Οι περισσότερες πόλεις ήταν σχετικά μικρές, με πληθυσμούς από 2.000 έως 20.000 κατοίκους. Πραγματικά μεγάλες πόλεις υπήρχαν μόνο στην Ανατολή. Το Πέργαμο μπορεί να είχε 50.000-100.000 κατοίκους, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια εκατοντάδες χιλιάδες. Μόνο ο πληθυσμός της Ρώμης ενδέχεται να έφτασε το 1.000.000. Γύρω στο 15% των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλαδή κοντά 7.000.000 άνθρωποι, θα πρέπει να ήταν δούλοι· πολλοί από αυτούς βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Ιταλία, όπου το ποσοστό τους ενδέχεται να ξεπερνούσε το 30%. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα κατοικούσαν, όπως έχει υπολογιστεί, λιγότεροι από 3.000.000 άνθρωποι· πολλοί Έλληνες ωστόσο βρίσκονταν διασπαρμένοι σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, κυρίως στο ανατολικό της τμήμα αλλά και στη Ρώμη. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Αυγούστου, στη Σύγκλητο συμμετείχαν 600 άνδρες, ενώ στην τάξη των πλούσιων ιππέων, από την οποία στελεχώνονταν πλήθος κρατικές υπηρεσίες και πολλές ανώτερες θέσεις στον στρατό, περιλαμβάνονταν πάνω από 20.000 άτομα. Στις περισσότερες πόλεις τα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και της συγκέντρωσης των φόρων είχαν ανατεθεί σε τοπικές βουλές, που αποτελούνταν συνήθως από τους 100 επιφανέστερους και ευπορότερους κατοίκους. Οι ανώτερες τάξεις, δηλαδή οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι τοπικοί βουλευτές δεν ξεπερνούσαν έτσι τις 150.000, αντιπροσωπεύοντας μαζί με τις οικογένειες τους το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στην κορυφή της πυραμίδας βρισκόταν ο αυτοκράτορας. Οι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να προσφωνούν τον αυτοκράτορα βασιλιά, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, ο τίτλος αυτός (rex) ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Από την εποχή του Αυγούστου,

ένας

άνδρας

αποκτούσε

τον

τίτλο

του αὐτοκράτορος (imperator)

και

θεωρούνταν ἡγεμών (princeps), δηλαδή πρώτος πολίτης. Αυτός συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την υπέρτατη στρατιωτική, πολιτική, δικαστική αλλά και θρησκευτική εξουσία, εφόσον αναγορευόταν μέγας ἀρχιερεύς (pontifex maximus, δηλαδή «μέγιστος γεφυροποιός», για να δηλωθεί η επαφή που η παρουσία του αποκαθιστούσε με τον θεϊκό κόσμο). Μετά τον θάνατό του, η αναγόρευση νέου αυτοκράτορα γινόταν τυπικώς από τη Σύγκλητο, αλλά πολλές φορές η διαδοχή ήταν ήδη προεξοφλημένη, είτε κληρονομικά είτε με υιοθεσία. Σε αρκετές περιστάσεις, όπως συνέβαινε μετά τη δολοφονία ενός αυτοκράτορα ή τον θάνατό του στον πόλεμο, ιδιαίτερο ρόλο στη διαδοχή είχε ο στρατός, και μάλιστα η επίλεκτη αυτοκρατορική σωματοφυλακή, που ονομαζόταν πραιτοριανή φρουρά. Μετά τον Οκταβιανό, όλοι οι αυτοκράτορες αποκαλούνταν τιμητικά αύγουστοι (augusti, δηλαδή «σεβαστοί»), ενώ αυτοί που προορίζονταν για τη διαδοχή έπαιρναν συχνά τον τίτλο του καίσαρα. Ο αυτοκράτορας στήριζε τη δύναμή του κυρίως στον έλεγχο του στρατού. Στο ξεκίνημα της μοναρχίας ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις 350.000 άνδρες, οργανωμένους σε λεγεώνες και βοηθητικά σώματα, και ήταν διασπαρμένος σε πολλές επαρχίες. Δύο αιώνες αργότερα είχε φτάσει τις 400.000 άνδρες. Για τη διοίκηση των 40 περίπου επαρχιών διορίζονταν διοικητές, άλλοι από τη Σύγκλητο και άλλοι από τον αυτοκράτορα, κυρίως σε περιοχές όπου η στρατιωτική παρουσία ήταν εντονότερη. Αυτοί είχαν τη γενική ευθύνη για την τάξη, την προστασία από επιδρομείς και την

απονομή της δικαιοσύνης. Η θανατική καταδίκη ήταν συνήθως δική τους αρμοδιότητα. Για να ασκήσει την εξουσία του, ο αυτοκράτορας αξιοποιούσε συγκλητικούς και ιππείς, διέθετε ωστόσο και μια προσωπική διοικητική υπηρεσία που στελεχωνόταν από τον οίκο του (familia Caesaris), που περιλάμβανε τους δούλους του και τους απελεύθερούς του, αρκετοί από τους οποίους αποκτούσαν πολύ μεγάλη εξουσία. Η κεντρική διοίκηση και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποσπούσαν με τη φορολογία, με τα ενοίκια, τις έκτατες εισφορές και τις καταναγκαστικές εργασίες που επέβαλλαν (ἀγγαρείας) μεγάλο μέρος του παραγωγικού πλεονάσματος. Όταν η ρωμαϊκή εξουσία σταθεροποιήθηκε, η επίσημη φορολογία δεν ήταν υψηλότερη από ό,τι σε άλλες εποχές, και έτσι η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Η ένταξη στην ίδια πολιτική επικράτεια πολυάριθμων πόλεων και ολόκληρων βασιλείων, που βρίσκονταν για αιώνες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά σε ανοιχτούς πολέμους, διευκόλυνε τις μετακινήσεις και το εμπόριο· επίσης, την αύξηση της παραγωγής και την ανάπτυξη των τεχνών. Για μεγάλες περιόδους η πειρατεία σχεδόν εξέλιπε. Παρά τους πολύνεκρους πολέμους που συνεχίζονταν στα σύνορα της αυτοκρατορίας, η Ιταλία και οι περισσότερες επαρχίες ζούσαν με ασφάλεια - μολονότι, εκτός από τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις, δεν έλειπαν και εμφύλιοι πόλεμοι, κυρίως τον 3ο αιώνα, για την επιβολή αυτοκρατόρων. Ένα ενιαίο ρωμαϊκό νόμισμα αναγνωριζόταν επίσημα παντού, ενώ το φορολογικό σύστημα προωθούσε την κυκλοφορία του χρήματος και συνέβαλλε στον εκχρηματισμό της οικονομίας έως τις πιο απόμακρες περιοχές. Από αυτά που εισέπραττε η κεντρική διοίκηση ένα μικρό μέρος επέστρεφε στις επαρχίες για τη μισθοδοσία του στρατού, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε περιόδους λιμών και σεισμών καθώς και για την κατασκευή ναών, δημόσιων κτιρίων, υδραγωγείων και άλλων μεγάλων έργων ως ευεργεσίες. Στην αυτοκρατορία κατοικούσαν πολλά έθνη, καθένα με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τις θρησκευτικές του συνήθειες. Όλες οι μορφές λατρείας γίνονταν γενικά αποδεκτές, εκτός αν παραβίαζαν τον νόμο ή τα χρηστά ήθη. Η διοίκηση δεν απασχολούσε πολλούς υπαλλήλους και βασιζόταν πολύ σε γραπτά τεκμήρια. Οι νόμοι και τα διατάγματα διατυπώνονταν πάντα γραπτώς, και μια διαρκής αλληλογραφία συνέδεε την πρωτεύουσα με τις επαρχίες. Για τον υπολογισμό και την είσπραξη των φόρων γίνονταν περιοδικώς απογραφές του πληθυσμού σε διάφορες επαρχίες, συντάσσονταν κατάλογοι και εκδίδονταν πιστοποιητικά. Ωστόσο, το γενικό ποσοστό των αναλφάβητων στην αυτοκρατορία παρέμενε πάντα πολύ υψηλό. Μόλις το 10% του πληθυσμού ενδέχεται να χειριζόταν τη γραφή με κάποια επάρκεια. Ακόμη και στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα δεν θα πρέπει να ήταν υψηλότερο από 20-30%. Υπήρχαν ωστόσο επαγγελματίες γραφείς διαθέσιμοι για όλες τις δουλειές, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πολλά χωριά. Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, ιδίως στις επαρχίες, άρχισαν να αποδίδουν στον αυτοκράτορα θεϊκές τιμές και δέχονταν με ευκολία τη λατρεία του, την οποία προωθούσαν οι αρχές για λόγους συνοχής και υποταγής. Στην Ανατολή ήταν άλλωστε εξοικειωμένες με την απόδοση θεϊκής λατρείας στους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Το 212 ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (198-217) παραχώρησε με τη λεγόμενη Constitutio Antoniniana δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στο σύνολο σχεδόν των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το μέτρο ενδέχεται να υπηρετούσε

διάφορους σκοπούς, ακόμη και καθαρά φορολογικούς (όπως υποστηρίζει ο Δίων Κάσσιος), συνέβαλε πάντως στο αίσθημα ενότητας που είχε ανάγκη η αυτοκρατορία. Σε όποιο μέρος και αν κατοικούσε ένας ελεύθερος άνθρωπος, σε όποιο λαό και αν ανήκε, σε όποια κοινωνική θέση και αν ήταν ενταγμένος, μπορούσε και όφειλε να αισθάνεται Ρωμαίος. Ο Καρακάλλας άλλωστε ήταν μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάνδρου. Είχε μάλιστα οργανώσει ολόκληρη φάλαγγα αποκλειστικώς με Μακεδόνες. Μέσα στις οικουμενικές συνθήκες που δημιούργησε η αυτοκρατορία, πολλές παραδοσιακές γλώσσες μετασχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία ένδειξη ότι κάποια από αυτές που μιλήθηκαν, ιδίως στην Ανατολή, πριν από την επιβολή των Ρωμαίων κινδύνεψε να εξαφανιστεί. Σε κοινωνίες του προφορικού λόγου ακόμη και μια αριθμητικά μικρή ομάδα μπορεί να διατηρήσει το ιδίωμά της, έστω και αν δεν διαθέτει γραφή. Το σημαντικό είναι ότι, παράλληλα με τις τοπικές γλώσσες, σε ολόκληρη την επικράτεια κυριάρχησαν, ως γλώσσες της διοίκησης, τα λατινικά στο δυτικό τμήμα και τα ελληνικά στο ανατολικό, με μεγαλύτερη μάλιστα ορμή από ό,τι την εποχή των Διαδόχων. Μεγάλα πλήθη τοπικών πληθυσμών εξοικειώνονταν είτε με τα λατινικά είτε με τα ελληνικά, ανάλογα με την περιοχή που ζούσαν, και τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερη γλώσσα. Από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τη Ρώμη ένας ταξιδιώτης μπορούσε να συνεννοηθεί επαρκώς μιλώντας λατινικά, και από τη Ρώμη ως τον Ευφράτη μιλώντας ελληνικά. Οι δύο αυτές κυρίαρχες γλώσσες, που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοίκηση, το εμπόριο, την υψηλή διανόηση αλλά και τους απλούς ανθρώπους, επηρεάστηκαν αμοιβαία και επηρέασαν, σε διάφορους βαθμούς, τις τοπικές διαλέκτους. Η λατινική των αυτοκρατορικών χρόνων δανείστηκε πολλές λέξεις και όρους από την ελληνική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία για να εμπλουτιστεί σε τομείς που υστερούσε. Ο ποιητής Λουκρήτιος εξηγούσε με παρρησία ότι ήταν δύσκολο να εξηγήσει σε λατινικούς στίχους τις σκοτεινές έρευνες των Ελλήνων, και μάλιστα αφού ήταν ανάγκη να βρει καινούργια λόγια, εφόσον επρόκειτο για νέες έννοιες, ενώ η γλώσσα του παρέμενε φτωχή. Η ελληνική γλώσσα της εποχής δανείστηκε με τη σειρά της λατινικούς στρατιωτικούς και διοικητικούς όρους (Παπαγγελής κεφ. 15 [σ. 206-217]). Από την εποχή που η Ρώμη κυριάρχησε στη Μεσόγειο, για δύο περίπου αιώνες, η ρητορική, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και η ποίηση σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στη λατινική γλώσσα. Ωστόσο, η ελληνική παράδοση στα γράμματα αποτελούσε πάντα αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού στη Ρώμη. Κάθε μορφωμένος άνδρας όφειλε να γνωρίζει ελληνικά. Πολλοί Ρωμαίοι, ακόμη και στρατιωτικοί, εκφράζονταν στα ελληνικά με άνεση. Αντίθετα, λιγοστοί Έλληνες μάθαιναν λατινικά, και αυτό το έκαναν περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο για να παρακολουθήσουν την πρόοδο των λατινικών γραμμάτων. Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που πλησίασε πολύ το πρότυπο του βασιλιά-φιλοσόφου, σε ώρες ανάπαυλας από τους πολέμους του εναντίον Γερμανών εισβολέων κατέγραψε τους προσωπικούς του στοχασμούς στα ελληνικά. Είχε διδαχτεί πολλά από την ελληνική φιλοσοφία, μολονότι αρνήθηκε να διδαχτεί από την ελληνική πολιτική ιστορία. Όπως εξηγεί στις σημειώσεις του, πρότυπο για έναν ηγεμόνα δεν έπρεπε να είναι ούτε ο Αλέξανδρος ούτε ο Φίλιππος. Οι ηγεμόνες έπρεπε να φέρονται σύμφωνα με αυτά που απαιτούσε η φύση, όχι οι προσωπικές τους

φιλοδοξίες. Κανείς δεν μπορούσε να τον υποχρεώσει να μιμηθεί άνδρες που είχαν φερθεί όπως οι ηθοποιοί μιας τραγωδίας. Η ειρωνεία ήταν βεβαίως ότι, όπως ο ίδιος γνώριζε καλά, ως ηθοποιοί τραγωδίας είχαν φερθεί πολλοί προκάτοχοί του Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ορισμένοι μάλιστα, όπως ο Νέρων, θύμιζαν περισσότερο ηθοποιούς κωμωδίας - τουλάχιστον στα μάτια πολλών Ελλήνων. Ο Μάρκος Αυρήλιος επισκέφθηκε την Αθήνα και, όπως πολλοί άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και χρηματοδότησε τους δασκάλους στις φιλοσοφικές σχολές.

8.2. Η πατρίδα μας είναι εκεί απ᾽ όπου ήρθαμε, και ο Πατέρας μας εκεί Σε μια εκστρατεία του Μάρκου Αυρήλιου οι ρωμαϊκές λεγεώνες κινδύνεψαν σοβαρά να αφανιστούν από τη δίψα, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας. Ξαφνικά μια αναπάντεχη καταιγίδα έσωσε τους στρατιώτες από βέβαιο θάνατο. Όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο για θαύμα. Οι χριστιανοί διατείνονταν ότι οι προσευχές τους είχαν εισακουστεί: ο δικός τους θεός είχε προκαλέσει τη βροχόπτωση, σαν άλλο μάννα εξ ουρανού. Οι παραδοσιακοί Ρωμαίοι απέδωσαν το θαύμα στη λατρεία του αυτοκράτορα: η εξουσία του, συμβολίζοντας την ουράνια, διέσωζε την επίγεια τάξη. Μια άλλη ομάδα στρατιωτών πείστηκε ότι οι μαγικές επωδές ενός Αιγυπτίου μάγου προκάλεσαν την καταιγίδα: η πανάρχαιη σοφία της Αιγύπτου διέθετε γνώσεις απόκρυφες. Κάποιοι άλλοι δέχτηκαν την άποψη ενός Ιουλιανού που απέκτησε την επωνυμία θεουργός. Αυτός υποστήριξε ότι οι τελετουργίες που είχε επιτελέσει εξανάγκασαν τους θεούς να στείλουν την ποθητή βροχή. Ίσως ορισμένοι δέχτηκαν δύο ή τρεις εκδοχές μαζί, χωρίς να αισθανθούν καμιά αντίφαση - εκτός, φυσικά, από τους χριστιανούς. Το περιστατικό δείχνει καθαρά την κοινή βάση από την οποία πήγαζαν οι θρησκευτικές διαφωνίες των κατοίκων της ρωμαϊκής οικουμένης. Όλοι σχεδόν αναγνώριζαν επεμβάσεις υπεραισθητών δυνάμεων στον φυσικό κόσμο. Συμφωνούσαν ότι οι ανώτερες δυνάμεις οι κρείττονες, όπως τις αποκαλούσαν- μπορούσαν να κληθούν και να παρέμβουν, αν κάποιος τις επικαλεστεί με τον δέοντα τρόπο. Αποδέχονταν ότι ο αισθητός κόσμος ήταν το πεδίο στο οποίο εμφανιζόταν, άλλοτε αμεσότερα και άλλοτε με λιγότερο πρόδηλο τρόπο, μια υπέρτερη πραγματικότητα, την οποία ορισμένοι ήθελαν να ονομάζουν νοητήν. Οι κρείττονες μπορεί να ήταν θεοί, άγγελοι, δαίμονες, ήρωες ή ψυχές. Οι διαφωνίες στην εξήγηση ενός θαυμαστού φαινομένου προέρχονταν από τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις αυτού του νοητού κόσμου. Οι κατηγορίες των υπέρτερων όντων, τα ονόματά τους και οι μυθικές περιπέτειές τους πήγαζαν από τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών που συναποτελούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι δεν αμφισβητούσαν την ύπαρξη των δυνάμεων που επικαλούνταν οι θρησκευτικοί τους αντίπαλοι. Ισχυρίζονταν όμως ότι οι δικοί τους κρείττονες ήταν ισχυρότεροι και αγαθοεργοί. Μόνο ορισμένοι χριστιανοί έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη των άλλων θεών, θεωρώντας τους αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά ακόμη και κάποιοι που είχαν ασπαστεί τη νέα πίστη έβλεπαν στους θεούς των ἐθνικών, όπως ονόμαζαν συλλήβδην όσους δεν είχαν δεχτεί το φως του χριστιανικού ευαγγελίου, την πραγματική δράση των δικών τους εξεγερμένων αγγέλων, της στρατιάς των πονηρών πνευμάτων που είχε παρασύρει στην πτώση ο Σατάν ή, ελληνικότερα, ο Διάβολος. Δίπλα στην κοινή γλώσσα της εποχής υπήρχε, λοιπόν, μια κοινή παρακαταθήκη αντιλήψεων και εμπειριών που διαχεόταν σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης, άσχετα από την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Αόρατα όντα συνωστίζονταν παντού. Δυνάμεις ασώματες ή λεπτοφυείς, αγαθές και κακές, βρίσκονταν πίσω από κάθε ανθρώπινη επιτυχία ή συμφορά. Ο πραγματικός

κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από το πεδίο που αντιλαμβάνονταν οι αισθήσεις. Η -αρχικά φιλοσοφική- πεποίθηση για την ανθρώπινη ψυχή ως ανώτερη και ανεξάρτητη από το σώμα είχε γίνει κτήμα των κοινών ανθρώπων. Μέσα από τη διάδοση των μυστηριακών λατρειών το μέλημα για μια ευτυχισμένη ύπαρξη πέρα από τον τάφο άγγιζε τους πολλούς. Οι περισσότεροι που είχαν τυχόν αναλογιστεί το θέμα θα συμφωνούσαν ακόμη και στην αποδοχή ενός και μόνου θεού ανώτερου από τις άλλες υπεραισθητές δυνάμεις του σύμπαντος. Το ζήτημα ήταν ο καθορισμός της σχέσης που διατηρεί ο υπέρτατος αυτός θεός με τα απορρέοντα, ή δημιουργημένα από αυτόν, όντα στην πυραμιδωτή ιεραρχία του σύμπαντος. Άλλοι θεωρούσαν ότι ο ίδιος αυτός θεός παρουσιάζεται με διαφορετικά πρόσωπα -ή προσωπεία- στις κατά τόπους και κατά έθνη εκφάνσεις του. Άλλοι ότι παίρνει διαφορετικά ονόματα ανάλογα με τις ευεργεσίες που χαρίζει στους ανθρώπους. Άλλοι ότι χρησιμοποιεί κατώτερα αλλά διακριτά θεία όντα ως υπηρέτες του. Άλλοι ότι μένει απαθής για τα ανθρώπινα πράγματα, σε μια αιώνια αμεριμνησία. Άλλοι ότι και ο ίδιος πάσχει. Η μεγάλη αλυσίδα του όντος επιδεχόταν πολλαπλές ερμηνείες, ανάλογα με τις συνθήκες, τις εμπειρίες και τους πνευματικούς περιορισμούς κάθε ανθρώπου. Ο Ιουλιανός ο Θεουργός ήταν, όπως αποδείχθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μια σημαίνουσα μορφή της εποχής - αν και ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Ιουλιανός και, για να διαφοροποιηθεί από τον γιο, έλαβε στις πηγές την προσωνυμία Χαλδαίος. Στους δύο αυτούς Ιουλιανούς αποδόθηκε η συγγραφή των Χαλδαϊκῶν λογίων, μιας συλλογής χρησμών γραμμένων στα ελληνικά, που εξηγεί τη δομή του σύμπαντος, τις δυνάμεις που το συνέχουν και τη σωτηριολογική προοπτική του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Η συλλογή αυτή παρουσιάστηκε ως θεόπνευστη. Θεωρήθηκε μάλιστα ότι περιέχει δόγματα πανάρχαια, γνωστά στον προ αιώνων χαμένο πολιτισμό των Χαλδαίων - όπως ονομάζονταν οι Βαβυλώνιοι ιερείς που είχαν ασχοληθεί με την κίνηση των πλανητών και της σφαίρας των άστρων και είχαν αναπτύξει το παλαιότερο επεξεργασμένο σύστημα αστρονομίας και αστρολογίας στην αρχαιότητα. Αν και η βαβυλωνιακή επιστήμη είχε θεσμικά εκλείψει, η παράδοσή της φαίνεται ότι έμενε ζωντανή μέσα από προφορική διδασκαλία και σχέσεις προσωπικής μαθητείας. Ο αποκαλυπτικός τόνος της συλλογής υπογραμμίστηκε με τη χρήση μιας δυσνόητης επικής διαλέκτου και του δακτυλικού εξαμέτρου, που ήταν από παλιά το μέτρο των θεϊκών αποκαλύψεων στα ελληνόφωνα μαντεία. Έναν αιώνα μετά την εμφάνισή τους, τα Χαλδαϊκά λόγια έγιναν οι ιερές γραφές του παραδοσιακού ελληνισμού στον αγώνα του εναντίον του χριστιανισμού. Μαζί με τα ορφικά έπη αποτέλεσαν τους δύο αποκαλυπτικούς στυλοβάτες της νέας φιλοσοφικοθρησκευτικής σύνθεσης που δημιούργησε η ύστερη αρχαιότητα, του νεοπλατωνισμού. Ένας ύστερος εκπρόσωπος της συνθετικής αυτής φιλοσοφίας έλεγε ότι ολόκληρη η σοφία του κόσμου περιέχεται σε δύο μόνο έργα: τον Τίμαιο του Πλάτωνα και τα Χαλδαϊκά λόγια. Ο υπομνηματισμός των δυσνόητων αυτών χρησμών αποτέλεσε το επιστέγασμα της ερμηνευτικής εμβρίθειας των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού από τον ύστερο 3ο αιώνα και εξής.

Ο όρος θεουργός, που πρωτοεμφανίστηκε τότε, δημιουργήθηκε για να δηλώσει αυτόν που γνωρίζει να εργάζεται, να επιτελεί τα θεϊκά πράγματα, όπως θεολόγος ήταν αυτός που γνώριζε να λέει, να διηγείται τις πράξεις των θεών. (Στην παραδοσιακή αντίληψη θεολόγοι ήταν οι θεόπνευστοι ποιητές: ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ορφέας, ο Μουσαίος.) Θεουργία ήταν η υψηλή τέχνη που εξανάγκαζε τους θεούς σε άμεση, ορατή ενέργεια ή παρουσία. Αντίθετα με τις κατώτερες μορφές μαγείας που είχαν πάντοτε έναν άμεσο και πρακτικά στόχο, η θεουργία ήταν τέχνη θεοψίας και τελετουργικής θέωσης. Με τη σταδιακή άνοδο του χριστιανισμού δημιουργήθηκε ένα νέο γραμματειακό είδος, του οποίου η αξία δεν ήταν ούτε ακριβώς βιογραφική ούτε αφηρημένα ηθική. Το εὐαγγέλιον (που κυριολεκτικά σημαίνει «καλή αγγελία» και «χαρμόσυνο μήνυμα») ήταν μια αφήγηση για τη ζωή, τη δράση και κυρίως τη διδασκαλία του Ιησού μέσα από μια σωτηριολογική προοπτική - στο φως, δηλαδή, της πορείας για τη σωτηρία των πιστών. Τα «καλά νέα» που έφερνε αυτό το νέο γραμματειακό είδος δεν συνοψίζονταν σε μια φιλοσοφική θεωρία για τη δομή του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου, ούτε περιορίζονταν στην απλή βιογράφηση ενός μεμονωμένου ιερού προσώπου. Ενώ παρουσίαζαν το μήνυμα της σωτηρίας στη βάση ενός συγκεκριμένου ιστορικού συμβάντος που μπορούσε να τοποθετηθεί με σχετική ακρίβεια στον ιστορικό χώρο και χρόνο (στη ρωμαϊκή Ιουδαία κατά την πρώτη τριακονταετία του 1ου αιώνα), τα Ευαγγέλια ανοίγονταν, με τον προφητικό και αποκαλυπτικό τόνο τους, με τις παραβολές που περιείχαν, με τα θαύματα που περιέγραφαν και κυρίως με τη συμβολική αξία των αφηγούμενων γεγονότων, σε μια διάσταση που θα μπορούσε να ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαιότητας που ένα ιστορικό συμβάν αποκτούσε τέτοια καθολική και μνημειώδη σημασία - αντιστρόφως ανάλογη, μάλιστα, προς την αξία που του απέδωσαν οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του. Ελάχιστοι ιστορικοί είχαν ενδιαφερθεί να αναφέρουν τον Ιησού, που σταυρώθηκε ως κακούργος με εντολή του Ρωμαίου διοικητή Πόντιου Πιλάτου. Στη θανατική του καταδίκη, όμως, οι ακόλουθοι και μαθητές του είδαν τα εγκαίνια μιας νέας εποχής. Σταδιακά εμπεδώθηκε μια καινοφανής αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο και τη ροή του: η αντίληψη της γραμμικής προόδου που φανερώνει ένα κρυμμένο σχέδιο. Από χώρος της καθαρής συγκυρίας και της ανθρώπινης τυχαιότητας που ήταν έως τότε ή, αλλιώς, τομέας στον οποίο ο κοσμικός θεός εκδηλώνει κάθε στιγμή την πληρότητά του, η ιστορία απέκτησε για πρώτη φορά ένα κέντρο, την έλευση του Ιησού Χριστού, το οποίο, αν και εντός της ιστορίας, βρισκόταν επίσης έξω από αυτή, στον νου και την προαιώνια οικονομία του Θεού που είχε δημιουργήσει τον κόσμο. Όλα τα παρελθόντα γεγονότα θεωρήθηκαν ότι δείχνουν προς αυτό το κεντρικό συμβάν της ιστορίας και όλα τα μελλοντικά ότι αποκτούν την αξία τους από την πορεία θριάμβου της καθολικής Εκκλησίας. Διαγράφοντας από τη συνείδησή τους τον κυκλικό και επανερχόμενο χρόνο των παραδοσιακών κοινωνιών -αυτόν ακριβώς που υποσημαίνουν τα φαινόμενα της φύσης με τις διαδικασίες της γέννησης, της ανάπτυξης, της ωρίμανσης και της φθοράς- οι χριστιανοί ανέπτυξαν την αντίληψη ενός μονοδιάστατου και εξελισσόμενου χρόνου με συγκεκριμένη αρχή (τη δημιουργία του κόσμου), συγκεκριμένη στόχευση (την ενανθρώπηση του

Θεού Λόγου) και συγκεκριμένο μέλλον (τη δεύτερη παρουσία του Χριστού και τη συντέλεια του κόσμου). Με τρόπο πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της αρχαιότητας, η ματιά των χριστιανών στράφηκε προς το μέλλον και έγινε εσχατολογική: οραματίζονταν τα έσχατα και το τέλος της ιστορίας και προσδοκούσαν την ενσώματη ανάσταση των νεκρών. Οι πρώτοι χριστιανοί περίμεναν τη δεύτερη έλευση του Ιησού στη διάρκεια του βίου τους. Όσο απομακρυνόταν αυτό το γεγονός από τον άμεσο ορίζοντα του παρόντος, το τέλος της ιστορίας μετατοπιζόταν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον που θα ερχόταν όταν η Εκκλησία ολοκλήρωνε την αποστολή της. Μέσα στον 2ο αιώνα η χριστιανική Εκκλησία απέκτησε σαφή οργανωτική δομή, εντεταλμένη να προστατεύει το ποίμνιο από εξωτερικούς εχθρούς και εσωτερικούς διαβολείς. Στην κορυφή κάθε τοπικής κοινότητας βρισκόταν ο επίσκοπος και κάτω από αυτόν οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, που εκτελούσαν τις οδηγίες του. Η αυθεντία και η εξουσία των επισκόπων χρησιμοποιήθηκε για να περιοριστούν οι διχόνοιες και οι διαφωνίες μεταξύ των πιστών. Ωστόσο, οι συγκρούσεις δεν αποφεύχθηκαν. Οι σημαντικότερες αφορούσαν το ακριβές περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος και τον τρόπο κατανόησής του από τους ανθρώπους. Σε αντιδιαστολή προς άλλες ερμηνείες του χριστιανισμού που καταδικάστηκαν ως αιρετικές, αναδείχθηκε η μία, αγία, αποστολική και καθολική Εκκλησία που πορεύτηκε για να κατακτήσει την αυτοκρατορία. Ο κανών των έργων που θα συναποτελούσαν την Καινή Διαθήκη -τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, διάφορες επιστολές που συντάχθηκαν από Αποστόλους ή αποδόθηκαν σε αυτούς, και η Αποκάλυψη του Ιωάννη- άρχισε να διαμορφώνεται στο τέλος του 2ου αιώνα. Είχαν όμως ήδη προκύψει έριδες γύρω από την αυθεντικότητα ορισμένων συγγραμμάτων. Τα ιερά κείμενα που κυκλοφορούσαν και διαδίδονταν μεταξύ των χριστιανών ήταν πολλά, και συχνότατα είχαν σημαντικές και ηθελημένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Τα περισσότερα γράφονταν προκειμένου να διορθώσουν κάποια εκδοχή των πράξεων, των λόγων και των παθών του Ιησού ή των μαθητών του, που οι συντάκτες τους θεωρούσαν εσφαλμένη. Ελάχιστα από τα «απόκρυφα» αυτά έργα έχουν σωθεί - μολονότι στην αιγυπτιακή έρημο αποκαλύπτονται διαρκώς νέα σημαντικά δείγματα. Πολλά από αυτά προέρχονται από κύκλους χριστιανών που αυτοαποκαλούνταν Γνωστικοί.

Όπως δηλώνει και το όνομά τους, Γνωστικοί ονομάστηκαν εκείνοι οι θρησκευόμενοι κάτοικοι της ρωμαϊκής οικουμένης, χριστιανικών ως επί το πλείστον αποκλίσεων, που διατείνονταν ότι η λύτρωση είναι θέμα γνώσεως. Θεωρούσαν την πίστιν (την οποία είχαν τόσο επαινέσει άλλοι δάσκαλοι του χριστιανισμού, με προεξάρχοντα τον Παύλο) ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την επίτευξη της πραγματικής γνώσης. Κατά τους Γνωστικούς, πηγή των ανθρώπινων δεινών ήταν η άγνοια, όχι η αμαρτία, και η θεμελιώδης άγνοια έπαιρνε τρεις μορφές: ήταν άγνοια του εαυτού, άγνοια του κόσμου και άγνοια του Θεού. Η γνώση που είχαν κατά νου δεν ήταν φυσικά η θεωρητική ενατένιση ενός αντικειμένου, αλλά η βιωμένη απελευθέρωση του νου που οδηγούσε σε εσωτερική μεταμόρφωση. Τα μυθικοφιλοσοφικά συστήματα που ανέπτυξαν οι Γνωστικοί υπήρξαν πολυάριθμα. Οι ορθόδοξοι κατήγοροί τους δικαιολογημένα έλεγαν ότι ο καθένας τους είχε την ελευθερία να

προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία. Οι Γνωστικοί αισθάνονταν ξένοι μέσα στον κόσμο, ξένοι μέσα στην κοινωνία, ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Το βίωμά τους συνοψιζόταν σε μια ριζική αλλοτρίωση - ίσως την πρώτη που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος σε τέτοια ένταση. Οι πόλεις στις οποίες ζούσαν, ο πολιτισμός των καλλιεργημένων συνανθρώπων τους και η πολιτική της άρχουσας τάξης, συγκλητικών και αυτοκρατόρων, τους άφηναν αδιάφορους. Κήρυξαν πόλεμο σε όλες τις δυνάμεις του παρόντος κόσμου, αν και ο πόλεμός τους ήταν καθαρά πνευματικός. Ειδικά στον τομέα του ερωτισμού, ανέπτυξαν δύο φαινομενικά αντίθετες αλλά ουσιαστικά συμβατές τάσεις: την άκρα ελευθεριότητα και την πλήρη αποχή. Κοινός παρονομαστής των δύο τάσεων ήταν η αντίθεση στον παρόντα κόσμο και η διάθεση κατάργησής του - με την υπερβολή ή την άρνηση. Όλοι οι Γνωστικοί συμφωνούσαν ότι το αισθητό σύμπαν είναι το αποτέλεσμα της παράλογης δράσης όχι του πρώτιστου θεϊκού Όντος αλλά ενός δεύτερου θεού-δημιουργού, που απομακρύνθηκε από τον Πατέρα, λησμόνησε τη σοφία του και δημιούργησε τον κόσμο για να αποδείξει την κυριαρχία του. Κατά την κοσμογονική διαδικασία, οσοδήποτε περίπλοκη και αν τη θεωρούσαν, κάποια ελάχιστα μόρια του πρώτου Θεού εγκλωβίστηκαν μέσα στον κόσμο της ύλης. Αυτά συνιστούσαν το ανθρώπινο πνεύμα και αυτά επιζητούσαν απελευθέρωση και επιστροφή στον πατρικό βυθό. Πίσω από την πολυμορφία των γνωστικών μύθων και εννοιών κρύβεται η αγωνία να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς προκαλείται η μετάβαση από τον πανάγαθο Θεό στο δημιουργημένο σύμπαν. Κρύβεται επίσης μια συνολική άρνηση της αγαθότητας και της ομορφιάς του αισθητού κόσμου και μια ανυποχώρητη τάση απομάκρυνσης από όλα όσα εμπλέκουν και δεσμεύουν το πνεύμα. Δύο αντίρροπες τάσεις συνδυάστηκαν στη γέννηση του γνωστικού φαινομένου. Η μία, ελληνική τόσο στην προέλευση όσο και στον χαρακτήρα, τόνιζε την αξία της γνώσης όχι μόνο ως μέσου για άλλους σκοπούς αλλά και ως έσχατου τέλους («στόχου») της ανθρώπινης ζωής. Η γνώση του εαυτού, του κόσμου και του θείου ήταν κυρίαρχα μελήματα της ελληνικής φιλοσοφίας από τις πρώτες απαρχές της. Η άλλη τάση, ανατολικής και ίσως ειδικότερα ιρανοπερσικής προέλευσης, θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι ουσιωδώς κακός και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αποτελεί έργο ενός αγαθού θεού.

Ο Μάνης (216-275) ήταν ένας Πέρσης γεννημένος στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας με τον Παράκλητο, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, θεώρησε χρέος του να ιδρύσει μια νέα οικουμενική θρησκεία. Ως προδρόμους του στον φωτισμό των ανθρώπων αναγνώριζε τον Βούδα, τον Ζωροάστρη και τον Χριστό. Προσπάθησε να εναρμονίσει τις τάσεις των τριών αυτών θρησκειών, και η επιτυχία του ήταν σημαντική. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, ο μανιχαϊσμός είχε διαδοθεί από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Η απειλή για τη χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη, γιατί, αντίθετα με τις άλλες εκδοχές του γνωστικισμού, ο μανιχαϊσμός έλυνε αποφασιστικά το πρόβλημα της προέλευσης του κακού, θεωρώντας το Σκότος (δηλαδή το ριζικό Κακό) ως αυθυπόστατη αρχή, δίπλα στο επίσης αυθυπόστατο Φως. Αν και αντιμετωπίστηκε από

τους χριστιανούς ως αίρεση, ο μανιχαϊσμός ήταν στην πραγματικότητα μια νέα καθολική θρησκεία με οικουμενικές βλέψεις. Νωρίτερα η λατρεία του επίσης ιρανικού θεού Μίθρα, που άρχισε να διαδίδεται τον 1ο αιώνα μαζί με τον χριστιανισμό, είχε γοητεύσει για παρόμοιους λόγους πολλούς κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης. Ειδικά οι πολεμιστές έλκονταν ιδιαίτερα από τον Μίθρα, που εκπροσωπούσε την πάλη του Φωτός εναντίον των δυνάμεων του Σκότους, καθώς οι δικοί τους πολεμικοί αγώνες μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν απομιμήσεις εκείνης της μεγάλης κοσμικής μάχης. Οι επτά βαθμοί της μιθραϊκής μύησης ανακαλούσαν τη στρατιωτική ιεραρχία και ενέπνεαν το αγωνιστικό πνεύμα των ανδρών. Μάλιστα, αν η μιθραϊκή λατρεία δεν απέκλειε τις γυναίκες, και κατά συνέπεια το ήμισυ του πληθυσμού, ο Μίθρας θα μπορούσε να είναι ο κυριότερος αντίπαλος του Χριστού στη μάχη για θρησκευτική επικράτηση. Οι χριστιανοί είδαν στην αιματηρή βάπτιση των οπαδών του Μίθρα μια δαιμονική απομίμηση του δικού τους βαπτίσματος. Ιδιαίτερη θέση στην παραγωγή εγγράμματου ελληνικού πολιτισμού κατείχε, από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα, η Συρία. Οι πόλεις της (η Αντιόχεια, η Δαμασκός και κυρίως η Απάμεια) έγιναν μεγάλα κέντρα διανόησης και πνευματικής αναζήτησης. Οι φιλόσοφοι του 2ου αιώνα που προετοίμασαν τη μεγάλη αναγέννηση του νεοπλατωνισμού κατάγονταν από τη Συρία. Σήμερα ονομάζονται νεοπυθαγόρειοι, διότι στράφηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή του Πυθαγόρα ως σοφοῦ και ως του κατεξοχήν θείου ἀνδρός. Οι Βίοι του Πυθαγόρα που έχουν διασωθεί από τη γραφίδα δύο μεταγενέστερων Νεοπλατωνικών (του Πορφύριου και του Ιάμβλιχου, που κατάγονταν και οι δύο από τη Συρία) δείχνουν ότι ο πυθαγορισμός είχε αναπτυχθεί ως ένας φιλοσοφικοθρησκευτικός τρόπος ζωής, με ιδιαίτερη έμφαση στον αριθμολογικό και μυθικό συμβολισμό και στην περίπλοκη τελετουργία του καθημερινού βίου. Ο Νουμήνιος από την Απάμεια, ο σημαντικότερους από τους τρεις νεοπυθαγόρειους της Συρίας, έλεγε ότι «ο Πλάτων είναι ένας Μωυσής που μιλά σε αττική διάλεκτο». Ο φιλοσοφικός συγκρητισμός προσπαθούσε και πάλι, όπως το είχε κάνει νωρίτερα ο Ιουδαίος Φίλων, να εναρμονίσει την Αθήνα με την Ιερουσαλήμ. Η συλλογή των Σιβυλλιακών χρησμών που άρχισε να συγκροτείται την ίδια εποχή αποσκοπούσε επίσης σε μια τέτοια σύνθεση. Σιβυλλιακοί χρησμοί υπήρχαν από παλιά στη Ρώμη. Το αρχικό υλικό υπέστη πολλαπλές επεξεργασίες και προσθήκες, για να εξυπηρετήσει τόσο πολυθεϊστικές όσο και ιουδαϊκές (ηθικοπρακτικές ή μονοθεϊστικές) σκοπιμότητες. Ένα μέρος του εκχριστιανίστηκε. Μιλώντας από μια οικουμενική κορυφή, η εκχριστιανισμένη Σίβυλλα, η προσωποποίηση της θεϊκά εμπνευσμένης προφήτισσας, παρουσίαζε τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, αφηγούνταν την έλευση του Ιησού και το έργο της σωτηρίας, προμήνυε τη Δευτέρα Παρουσία και προφήτευε για μελλοντικά γεγονότα, διακοσμώντας πάντοτε τη βασική αφήγηση της Γενέσεως, ορισμένων προφητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και των Ευαγγελίων με στοιχεία από τα ησιόδεια έπη και την ελληνική μυθολογία. Κύρια μέριμνα της χριστιανικής συλλογής ήταν η εξύμνηση του Ύψιστου Θεού δίχως βεβιασμένους συγκρητισμούς ή χρήση φιλοσοφικής ορολογίας. Μάλιστα, τα αμιγώς εβραϊκά

θρησκευτικά τελετουργικά και έθιμα υποβαθμίστηκαν για χάρη της οικουμενικότητας, ενώ αντλήθηκαν, με νεανική ελευθερία, εικόνες και εκφράσεις από την επική παράδοση χωρίς την υποψία ότι γίνονται παραχωρήσεις στον εθνικό κόσμο. Κρινόμενο με λόγια μέτρα, το δακτυλικό εξάμετρο της συλλογής είναι ελλειπτικό και ασταθές. Αποπνέει όμως τη χαρμόσυνη δροσιά της ζωντανής ποίησης. Ο τόπος συγγραφής των Σιβυλλιακών χρησμών δεν είναι γνωστός. Άλλωστε, η ολοκλήρωση της συλλογής κράτησε αρκετούς αιώνες και αξιοποίησε πολλούς εργάτες του πνεύματος. Η Εγγύς Ανατολή φαίνεται, ωστόσο, πιθανός τόπος προέλευσης για την εκχριστιανισμένη μορφή της. Ειδικά στη Συρία οι ελληνικές επιγραφές που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη ξεπερνούν σε αριθμό εκείνες που είναι γραμμένες στα συριακά. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η Αίγυπτος και η Συρία έμελλε να αναδείξουν σημαίνουσες μορφές στη θεολογία. Και στις δύο περιοχές οι επίσκοποι ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνοι, ενώ ο κατώτερος κλήρος και αργότερα οι μοναχοί μιλούσαν συχνά τις τοπικές γλώσσες (κοπτικά και συριακά). Κατά την ύστερη αρχαιότητα η Αίγυπτος και (περισσότερο) η Συρία έκαναν τονωτικές ενέσεις στον ελληνισμό. Από τον 3ο αιώνα και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ο πλατωνισμός έγινε η κυρίαρχη φιλοσοφία όσων συνέχισαν να συνδέονται με την αρχαιοελληνική παράδοση. Οι περισσότεροι άνθρωποι φυσικά δεν μπορούσαν, ούτε ήθελαν, να παρακολουθήσουν τις υψηλές απαιτήσεις του. Δίπλα στον αναγεννημένο πλατωνισμό, που αποτελούσε ουσιαστικά μια φιλόδοξη σύνθεση της αλήθειας όλων σχεδόν των φιλοσοφικών σχολών (εκτός από τον σκεπτικισμό, που δεν μπορούσε να εναρμονιστεί), αναπτύχθηκε και ένας τρόπον τινά λαϊκός πλατωνισμός, κατάλληλος για τις μάζες, του οποίου η έκφραση έτεινε προς την εικονοποιία, την αλληγορία και τον μυθικό συμβολισμό. Το σπουδαιότερο μέρος αυτού του λαϊκού πλατωνισμού συγκροτήθηκε σε μορφή ευανάγνωστων κειμένων κατά τον 3ο αιώνα και αποδόθηκε στη θεϊκή αυθεντία του Ερμή, ο οποίος, με την επωνυμία Τρισμέγιστος, ταυτίστηκε με τον αιγυπτιακό θεό του λόγου Θωτ (ή Θευθ). Οι αποκαλύψεις του Τρισμέγιστου Ερμή θεωρήθηκαν πανάρχαιες, και το κύρος τους ενδυναμώθηκε από την υποτιθέμενη θεοπνευστία των έργων. Στα συγγράμματα αυτά συντέθηκε η μαγική σοφία της Αιγύπτου με την ελληνική σκέψη και η μυθική θεογονία με τη μεταφυσική και την κοσμολογία. Η βασική απορία, στην οποία τα έργα αυτά προσπαθούσαν να απαντήσουν, ήταν παμπάλαιη και αφορούσε τη θέση του ανθρώπου μέσα στη δομή του σύμπαντος και τη δυνατότητα λύτρωσης από την άτεγκτη αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου. Το βαβυλωνιακό, το περσικό, το αιγυπτιακό και τα άλλα ανατολικά θρησκευτικά στοιχεία της ύστερης αρχαιότητας δεν αποτελούσαν πρωτότυπες δημιουργίες της εποχής. Τα δόγματα και οι διδασκαλίες, οι μυθολογίες, οι δοξασίες, τα σύμβολα και οι τελετές ήταν στην πλειονότητά τους αρχαϊκά. Το νέο χαρακτηριστικό της εποχής ανιχνεύεται στην απόσπαση των παραδοσιακών αυτών στοιχείων από το γενέθλιο έδαφος των κοινωνιών που τα εξέθρεψαν. Με τη μετατροπή τους σε αφηρημένες ιδέες τα παραδοσιακά στοιχεία μπορούσαν να συσχετιστούν (να αντιπαρατεθούν, να συγκριθούν, να εναρμονιστούν) με άλλες, εξίσου αυτόνομες, ιδέες.

Η εποχή πάντως επιζητούσε θεία αποκάλυψη. Οι ανθρώπινες ενέργειες φαίνονταν μετέωρες και ανούσιες αν δεν εντάσσονταν σε κάποιον ευρύτερο, θεϊκό σχεδιασμό. Η πολιτική και πολεμική δράση φάνταζε σε πολλούς ως αποπροσανατολιστική λήθη του αληθινού εαυτού. Στην ύστερη αρχαιότητα διακρίνεται μια ολοένα αυξανόμενη και διευρυνόμενη αγωνία για την ανεύρεση εκείνων των ανθρώπων που μπορούν να μεταδώσουν το θείο μήνυμα στον κόσμο των θνητών. Οι άγιοι, οι όσιοι και οι θείοι άνδρες έγιναν μεσάζοντες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και διαχειριστές του υπερφυσικού στοιχείου στον επίγειο κόσμο. Οι πάντες συμφωνούσαν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, αν και διαφωνούσαν ποιος ήταν αληθινά φωτισμένος, δηλαδή γνώστης των ουράνιων πραγμάτων πέρα και πάνω από τους περιορισμούς της θνητής ανθρώπινης διάνοιας. Με την άνοδο του χριστιανικού μοναχισμού κατά τον 4ο αιώνα, οι ασκητές της ερήμου θεωρήθηκαν από τους χριστιανούς ως οι ορατοί σύνδεσμοι του ουρανού με τη γη. Προφήτες και ψευδοπροφήτες, άγιοι και μάγοι, σοφοί και αγύρτες ήταν οι εκλεκτοί των θείων δυνάμεων ή οι ανόσιοι σφετεριστές του πνεύματός τους. Στο δύσκολο έργο της αναγνώρισης του γνήσιου από τον απατηλό φορέα της φωνής του υπερπέραν οφείλεται μεγάλο μέρος των πνευματικών συγκρούσεων και των θρησκευτικών ανταγωνισμών της ύστερης αρχαιότητας. Η χριστιανική οριοθέτηση της ορθόδοξης πίστης έναντι των αιρέσεων αποτελεί συνέπεια μιας γενικότερης τάσης της εποχής: της απαίτησης για απόλυτη αλήθεια. Η έννοια της ετεροδοξίας ως προσωπικού νεωτερισμού που παραχαράσσει από ματαιοδοξία την αυθεντική παράδοση αιώνων, εμφανίζεται -και κατακρίνεται- στα έργα αρκετών συγγραφέων της εποχής, όχι μόνο χριστιανών.

8.3. Για να διάκειται ευμενώς η θεότητα στην αυτοκρατορία Με τον Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμμοδο (180-192) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη ευημερία της. Ύστερα, τον 3ο αιώνα, άρχισε να κλυδωνίζεται και να βυθίζεται σε μια βαθιά και συνολική κρίση. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες παρέμεναν για μικρό διάστημα στην εξουσία και πέθαιναν δολοφονημένοι ή σκοτωμένοι στα πεδία των μαχών. Σε ορισμένες επαρχίες αυτοανακηρύσσονταν ανεξάρτητοι τοπικοί ηγεμόνες. Ο στρατός δεν υπηρετούσε πλέον τη νομιμότητα ή τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των διοικητών του. Στο μεταξύ αδυνατούσε να παίξει τον βασικό του ρόλο: να προστατεύει τα σύνορα. Διάφορα γερμανικά φύλα διάβαιναν τον Ρήνο και τον Δούναβη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Εισβολείς έφταναν συχνά στη Γαλατία, την Ιταλία, την Ιλλυρία, τη Θράκη, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Την ίδια εποχή, την ανατολική Μεσόγειο τη λυμαίνονταν πάλι πειρατές. Ο μεγαλύτερος ωστόσο κίνδυνος προερχόταν από την Ανατολή. Γύρω στο 226 η παρθική δυναστεία των Αρσακιδών ανατράπηκε, και στη θέση της θεμελιώθηκε η νέα περσική δυναστεία των Σασανιδών. Οι Πάρθοι και οι Πέρσες ήταν λαοί συγγενικοί με κοινή θρησκεία τον ζωροαστρισμό, ανανεωμένη εκδοχή της παλαιάς περσικής λατρείας, μέσα από την οποία είχε αναδειχτεί και ο θεός Μίθρας. Αλλά οι Σασανίδες εμφανίστηκαν ορμητικότεροι και άρχισαν να διεκδικούν με πείσμα την παλαιά αυτοκρατορία του Δαρείου. Ο Σαπώρης Α' (241-272) κατέκτησε τις περισσότερες πόλεις της Συρίας και μαζί, για ένα διάστημα, τη μεγάλη Αντιόχεια. Στις συνθήκες αυτές ανέλαβε την εξουσία στη Ρώμη ο Δέκιος (249-251), ο οποίος, προσπαθώντας να προσδώσει στην αυτοκρατορία ένα αίσθημα ομοψυχίας και να εξευμενίσει τους θεούς, είχε διατάξει το σύνολο του πληθυσμού να προσφέρει θυσίες στους παραδοσιακούς θεούς με τραγικές συνέπειες για τους χριστιανούς. Ο ίδιος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Γότθων, και έγινε έτσι ο πρώτος αυτοκράτορας που πέθανε πολεμώντας. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Βαλεριανός (253-260) επιτέθηκε εναντίον των Περσών. Ηττήθηκε και αυτός, αιχμαλωτίστηκε και πέθανε ταπεινωμένος στα χέρια του Σαπώρη. Οι μεγάλες ανάγκες του στρατού απαιτούσαν υψηλές δαπάνες, αλλά η οικονομία δεν ήταν πια ανθηρή. Μια αλόγιστη αύξηση της φορολογίας ήταν ασύνετη επιλογή. Προκρίθηκε έτσι, ως απλούστερη λύση, η υποτίμηση του νομίσματος. Τα αργυρά και χρυσά νομίσματα νοθεύονταν με ευτελή μέταλλα και προσφέρονταν σε μεγαλύτερη αφθονία. Αλλά η πρακτική αυτή οδήγησε σε έναν καλπάζοντα και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να δυσχέρανε τη θέση των ιδιοκτητών γης, αλλά δεν τους κατέστρεψε· ορισμένους μάλιστα τους ωφέλησε. Οι έμποροι και οι τεχνίτες αναπροσάρμοσαν τις τιμές τους. Οι μισθωτοί ωστόσο, και μάλιστα οι κρατικοί υπάλληλοι και οι στρατιώτες, αμείβονταν πλέον με υποτιμημένο νόμισμα. Οι αυξημένες απαιτήσεις τους για να καλύψουν τις απώλειες οδηγούσαν σε νέες υποτιμήσεις και νέο πληθωρισμό.

Για να ανταποκριθεί στη βασική ανάγκη σίτισης του στρατού, η διοίκηση υποχρεώθηκε να εισπράττει όλο και περισσότερους φόρους σε είδος. Η φορολογία, που είχε οδηγήσει στον εκχρηματισμό της αυτοκρατορίας, την οδηγούσε πάλι πίσω σε μια ανταλλακτική οικονομία. Εκτός από τις επιδρομές, τη γενική κατάσταση επιδείνωσαν οι αυθαιρεσίες των στρατιωτών και οι συμμορίες των ληστών. Σε πολλές επαρχίες διαταράχτηκε η βασική αγροτική παραγωγή και μεγάλες εκτάσεις γης παρέμεναν ακαλλιέργητες. Εξάλλου, στο τέλος του 2ου αιώνα είχε ξεσπάσει ένας από τους χειρότερους λοιμούς στην αρχαιότητα, αποδεκατίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η γενική ανασφάλεια που προκαλούσε η συνεχής διαδοχή των αυτοκρατόρων, οι επιδρομές και η οικονομική δυσπραγία διατάραξαν την κοινωνική συνοχή που είχε επιτευχθεί μέσα σε δύο αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η στρατολόγηση νέων ανδρών έγινε δυσχερής. Για πολλές ανώτερες θέσεις δεν βρίσκονταν κατάλληλοι άνδρες. Ιδιαιτέρως κλονίστηκαν οι τοπικές βουλές, που εξασφάλιζαν την είσπραξη των φόρων και την κοινωνική τάξη για λογαριασμό των ρωμαϊκών αρχών. Πολλά από τα μέλη τους πιέστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε αδυνατούσαν να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους και να αναλάβουν τα δημόσια έξοδα που προβλέπονταν από το αξίωμά τους. Την έξοδο από την κρίση ανέλαβε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305), ο οποίος αποκατέστησε τη σταθερότητα σε όλους τους βασικούς τομείς. Όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα με πραξικόπημα, αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους, κατάφερε να διατηρηθεί στη θέση του για περισσότερα από 20 χρόνια. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Επιπλέον, σχεδίασε και εκτέλεσε ένα τεράστιο μεταρρυθμιστικό έργο: αύξησε τον στρατό, ανόρθωσε την οικονομία και αναδιοργάνωσε τις επαρχίες και τη διοίκηση. Με νομοθετικές πράξεις άρχισε να προσδένει τους αγρότες στη γη που καλλιεργούσαν και να επιβάλλει την κληρονομική διαδοχή σε διάφορα επαγγέλματα. Το επάγγελμα των στρατιωτών άρχισε να γίνεται και αυτά κληρονομικό, όπως επίσης η βουλευτική ιδιότητα. Σε όλη τη μακρά θητεία του ο Διοκλητιανός βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση, επιθεωρώντας και επιβλέποντας. Την πορεία του ακολουθούσε, όπου πήγαινε, ένα μεγάλο μέρος της διοίκησης. Μια αυστηρή τελετουργία επιβλήθηκε στις εμφανίσεις του, καθιστώντας τον αυτοκράτορα περισσότερο δεσπότη ανατολικού τύπου παρά πρώτο πολίτη. Προς το τέλος της θητείας του ο Διοκλητιανός ξεκίνησε και οργανωμένους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Σκέφτηκε ενδεχομένως ότι ακόμη και στον θρησκευτικό τομέα ήταν αναγκαία η ενότητα της αυτοκρατορίας. Όπως σε όλες του τις μεταρρυθμίσεις, από τη στιγμή που συνέλαβε αυτό το σχέδιο προσπάθησε να το ολοκληρώσει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Εξαιτίας της έντασης και της διάρκειάς τους οι διωγμοί που εξαπέλυσε ονομάστηκαν Μεγάλοι. Ο Διοκλητιανός προώθησε επίσης ένα τελείως καινοτόμο σχέδιο στο ζήτημα της αυτοκρατορικής διαδοχής. Με τη λεγόμενη τετραρχία που επινόησε κυβερνούσαν μαζί δύο αυτοκράτορες, που αποκαλούνταν αύγουστοι: ο ένας στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο άλλος στο ανατολικό. Καθένας τους είχε από έναν βοηθό, που έφερε τον τίτλο του καίσαρα. Το δεύτερο σημαντικό επίτευγμα του Διοκλητιανού, μετά τη μακρά παραμονή του στην εξουσία, ήταν ότι τη μοιράστηκε με έναν συναύγουστο και ότι οι δύο μαζί την παρέδωσαν, όταν έκριναν ότι είχε

έρθει η κατάλληλη στιγμή, στους καίσαρές τους. Ήταν οι πρώτοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που παραιτήθηκαν οικειοθελώς. Ο Διοκλητιανός έζησε την υπόλοιπη ζωή του τιμημένος, αλλά χωρίς επίσημο τίτλο. Το μεταρρυθμιστικό και ανορθωτικό έργο του Διοκλητιανού συνεχίστηκε με τον Κωνσταντίνο (307337) - με ορισμένες σημαντικές διαφορές. Ο Κωνσταντίνος αναδείχθηκε μέσα από τον θεσμό της τετραρχίας, παραβιάζοντας ωστόσο όλους τους κανόνες του. Το 307 ανακηρύχθηκε μόνος του αύγουστος. Το 312 νίκησε στη Μουλβία Γέφυρα έξω από τη Ρώμη τον ανταγωνιστή του Μαξέντιο (306-312) και κυριάρχησε σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Έναν χρόνο αργότερα συναντήθηκε στα Μεδιόλανα με τον αύγουστο του ανατολικού τμήματος, τον Λικίνιο, και σχεδίασαν μαζί τον τρόπο με τον οποίο θα διοικούσαν την αυτοκρατορία. Συμφώνησαν επίσης στη θρησκευτική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Στη διακήρυξή τους περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα: Κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με τον σεβασμό προς το Θείον· δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς, καθώς και σε όλους τους άλλους, την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε, οποιαδήποτε και αν είναι η θεότης και η ουράνια δύναμη, να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι όλων εκείνων που βρίσκονται υπό την εξουσία μας. (μτφρ. Α. Κοτζιάς) Το 324 ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον του Λικίνιου και ύστερα από σκληρές και πολύνεκρες μάχες τον νίκησε, απομένοντας μοναδικός αυτοκράτορας. Αμέσως σχεδόν αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα στη θέση του Βυζαντίου, που την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Την οχύρωσε και εγκατέστησε σε αυτή μια νέα Σύγκλητο, κάνοντας τα επίσημα εγκαίνια το 330. Κατάφερε να σταθεροποιήσει το νόμισμα καλύτερα από τον Διοκλητιανό, δημιουργώντας το χρυσό σολδίον, που διατήρησε την αξία του για αιώνες. Υπήρξε επίσης καινοτόμος στον στρατιωτικό τομέα, επιλέγοντας έναν πιο ευέλικτο, οικονομικότερο και συχνά αποτελεσματικότερο τρόπο άμυνας. Προς το τέλος της μακράς του θητείας άρχισε να προετοιμάζει μια εκστρατεία εναντίον των Περσών, αλλά πέθανε το 337 χωρίς να την πραγματοποιήσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του βαπτίστηκε χριστιανός (Παπαγγελής κεφ. 14.2 [σ. 196-200]). Αποτιμώντας τη ζωή και τα έργα του, ο πολυδιαβασμένος και πολυγραφότατος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος (περ. 263-339) τον σύγκρινε με τον Κύρο, τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, και με τον Αλέξανδρο, για την παγκόσμια απήχηση που αξιώθηκε. Ο Κωνσταντίνος, κατά την κρίση του, ξεπερνούσε κατά πολύ και τους δύο. Πέρα από την οικουμενική αυτοκρατορία που κατέκτησε και διοίκησε, είχε βάλει τα θεμέλια και για μια οικουμενική θρησκεία. Ο Κωνσταντίνος αναμείχθηκε από νωρίς ενεργά στις υποθέσεις της χριστιανικής Εκκλησίας. Όπως πολλοί προκάτοχοί του, πίστευε και αυτός ότι η θεϊκή επίνευση ήταν αναγκαία για την ευημερία της αυτοκρατορίας και την προσωπική του επιτυχία. Αλλά σε αντίθεση με αυτούς, δεν προσπάθησε να αφομοιώσει τους χριστιανούς στο παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα. Από νωρίς

οδηγήθηκε στην πεποίθηση ότι οι χριστιανοί ήταν αυτοί που λάτρευαν τον πραγματικό Θεό και ότι η ευσέβεια προς αυτόν μπορούσε να ενώσει την αυτοκρατορία και να καταστήσει τον ίδιο ακαταμάχητο. Καθώς κυριαρχούσε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, έδινε εντολή προς τους αξιωματούχους του να ενισχύσουν τους χριστιανούς ποικιλοτρόπως, διοχετεύοντας στους άλλοτε διωκόμενους ταγούς τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Σε ανταπόδοση των πολλών του ευεργεσιών, ο Κωνσταντίνος ανέμενε την ευγνωμοσύνη και τη συμπαράσταση της χριστιανικής Εκκλησίας. Με μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια διαπίστωσε γρήγορα ότι οι χριστιανοί δεν ήταν ενωμένοι, όπως τους φανταζόταν. Ήδη στην Αφρική ένα πολύ μεγάλο τμήμα είχε αποκοπεί από την καθολική Εκκλησία, θεωρώντας πολύ ελαστικούς τους όρους με τους οποίους γίνονταν πάλι αποδεκτοί οι πεπτωκότες, δηλαδή όσοι είχαν αρνηθεί την πίστη τους στους μεγάλους διωγμούς. Παρά τις προσπάθειές του, το σχίσμα των δονατιστών, όπως ονομάστηκε, παρέμενε αγεφύρωτο. Εφόσον η δύναμη του χριστιανισμού στηριζόταν στην εσωτερική του συνοχή και πειθαρχία, ο Κωνσταντίνος σκέφτηκε να επιβάλει την ενότητα με τη βία. Αλλά ενώ οι πιέσεις του έπαιρναν τον χαρακτήρα θρησκευτικών διωγμών, αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές. Κυριαρχώντας στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, βρήκε τους χριστιανούς ακόμη πιο διχασμένους, αυτή τη φορά γύρω από σημαντικά δογματικά ζητήματα. Για να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, συγκάλεσε το 325 μια Σύνοδο στη Νίκαια, που έλαβε οικουμενικό χαρακτήρα, εφόσον προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι επίσκοποι - και όπου πράγματι συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός. Εκτός από τα δογματικά ζητήματα, η Σύνοδος όφειλε να εξασφαλίσει την ενότητα και σε ζητήματα λατρείας, επιλέγοντας κοινή ημέρα για τον εορτασμό του Πάσχα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Με την προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα, η Σύνοδος κατέληξε σε αποφάσεις και υιοθέτησε ένα Σύμβολον Πίστεως, που κωδικοποιούσε βασικές αρχές του χριστιανισμού. Όσοι δεν το αποδέχτηκαν στο σύνολό του, όπως ο Άρειος και οι οπαδοί του, εξορίστηκαν. Η ενότητα της Εκκλησίας αποδείχθηκε βραχύβια. Ο Άρειος επανήλθε και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του χριστιανισμού έγιναν οξύτερες. Όπως διαπίστωσαν ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του, ο χριστιανισμός ήταν ταυτοχρόνως μια τεράστια δύναμη συνοχής αλλά και διχασμού της αυτοκρατορίας. Οι δογματικές διαφωνίες, που συμπαρέσυραν επισκόπους και απλούς πιστούς σε πράξεις ακραίας βίας, διαδέχονταν διαρκώς η μία την άλλη. Τα μεγαλύτερα θρησκευτικά πάθη εκδηλώνονταν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, εκεί που κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο και υπήρχε μακρά παράδοση φιλοσοφικών συζητήσεων, όμως και στη Ρώμη η επιλογή του επισκόπου μπορούσε να οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις. Στο μεταξύ, από την εποχή του Κωνσταντίνου άρχισαν να εκδίδονται νόμοι και διατάγματα που καθιστούσαν την παραδοσιακή λατρεία δυσχερή. Ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν η απαγόρευση της «τρέλας των θυσιών» - όπως αποκαλούσαν πλέον οι αυτοκράτορες την άσκηση της παραδοσιακής λατρείας. Λίγο αργότερα, ακόμη και η απλούστερη έκφραση ευσέβειας προς τους προγονικούς θεούς μπορούσε να επισύρει τη θανατική καταδίκη. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία μοιράστηκε στους τρεις γιους του. Προκειμένου να μην υπάρξει αμφισβήτηση στη διαδοχή, διατάχθηκε η σφαγή όλων των αρρένων

συγγενών του. Σώθηκαν μόνο δύο ανεψιοί που βρίσκονταν σε παιδική ηλικία. Αλλά και οι γιοι του Κωνσταντίνου αλληλοεξοντώθηκαν, και τελικώς το 353 ο Κωνστάντιος Β' (337-361) απέμεινε μονοκράτορας. Αυτός συνέχισε τη γενική πολιτική του πατέρα του, αλλά υποστήριξε με επιθετικότερο τρόπο τον χριστιανισμό, και μάλιστα στην αρειανή εκδοχή του, εκδίδοντας νόμους με τους οποίους ζητούσε να σταματήσει η «ψευδής πίστη».

8.4. Επιθυμούμε να κλείσουν όλοι οι ναοί και να απαγορευτούν οι θυσίες Ο χριστιανισμός διαδόθηκε ακολουθώντας τους δρόμους της ιουδαϊκής διασποράς· επιπλέον, τους μεγάλους δρόμους του εμπορίου και της διοίκησης. Ταξίδεψε ταχύτατα τόσο στη Μεσόγειο όσο και πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας, ιδίως προς την Ανατολή. Για να φτάσουν σε έναν νέο τόπο οι πρώτες ειδήσεις γύρω από την ιστορία του Ιησού δεν χρειάζονταν πολλές προετοιμασίες ούτε οργανωμένες αποστολές. Έμποροι, προσκυνητές και κάθε λογής ταξιδιώτες αφηγούνταν όσα είχαν πληροφορηθεί. Ένα από τα πρώτα μεγάλα διοικητικά και εμπορικά κέντρα στα οποία εδραιώθηκε η νέα διδασκαλία ήταν η Αντιόχεια. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, οι πιστοί άρχισαν να αποκαλούνται για πρώτη φορά χριστιανοί. Ακολουθώντας τους δρόμους του μεταξιού, ο χριστιανισμός έφτασε από τη Συρία στην Έδεσσα, πρωτεύουσα του ημιανεξάρτητου βασιλείου της Οσροηνής, και από εκεί στην Αρμενία, τη Μεσοποταμία και την Ινδία, μια περιοχή η οποία, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, εκτεινόταν από την Αραβία έως τον Ινδό ποταμό. Όταν ξέσπασαν οι μεγάλοι διωγμοί, ορισμένοι χριστιανοί κατέφυγαν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Περσία, όπου η άσκηση της χριστιανικής λατρείας ήταν ελεύθερη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε αργότερα ότι οι χριστιανοί στην Περσία ήταν πολυπληθείς και ότι γίνονταν ευμενώς δεκτοί. Με επιστολή του προς τον βασιλιά Σαπώρη Β' (309-379), κατέστησε τη συμπεριφορά των Περσών προς τους χριστιανούς ζήτημα διπλωματικής διαπραγμάτευσης. Η φιλική στάση των περσικών αρχών άλλαξε μόνο όταν έγινε σαφές ότι στη σκληρή σύγκρουση Ρωμαίων και Περσών ο τοπικός κλήρος ευνοούσε την επικράτηση των Ρωμαίων. Το 341 ο Σαπώρης εξαπέλυσε δριμύτατους διωγμούς, στους οποίους, καθώς λέγεται, 16.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο ζωροαστρισμός εξελισσόταν άλλωστε σε μη ανεκτική θρησκεία. Δεκαετίες νωρίτερα οι Πέρσες βασιλείς είχαν σκοτώσει τον Μάνη και δίωκαν ήδη σκληρά τους μανιχαίους. Ωστόσο, με έναν τρόπο πολύ ουσιαστικό ο χριστιανισμός ήταν από νωρίς, και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, υπόθεση πρωτίστως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Ευσέβιος Καισαρείας αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικώς με όσα είχαν συμβεί στο εσωτερικό της. Ο Ιησούς και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά. Στα αραμαϊκά ήταν γραμμένη και η επιγραφή πάνω στον σταυρό: βασιλεύς των Ιουδαίων - δείχνοντας πώς καταλήγει όποιος διεκδικούσε παρόμοιο τίτλο σε συνθήκες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αλλά η επιγραφή ήταν διατυπωμένη επίσης στις δύο επίσημες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λατινικά και τα ελληνικά. Από τη στιγμή που οι μαθητές ανοίχτηκαν στην ιουδαϊκή διασπορά, επικοινωνούσαν κυρίως στα ελληνικά, τα οποία άλλοι κατείχαν ως πρώτη και άλλοι ως δεύτερη γλώσσα. Ακόμη και στην πόλη της Ρώμης τα ελληνικά παρέμειναν επίσημη γλώσσα του χριστιανισμού έως το τέλος του 2ου αιώνα. Με τα λατινικά η νέα θρησκεία διαδόθηκε στην Αφρική και τις δυτικές επαρχίες.

Από τον 3ο αιώνα η βασική διγλωσσία της αυτοκρατορίας αποτυπώθηκε και στον χριστιανισμό. Σημειώθηκε πάντως μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Ο λατινόφωνος χριστιανισμός επέμενε να διατηρεί τις ιερές γραφές στα λατινικά, ακόμη και όταν απευθυνόταν σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Αντιθέτως, ο ελληνόφωνος χριστιανισμός ενθάρρυνε τη μετάφραση των γραφών σε όλες τις γλώσσες της Ανατολής. Έγινε μάλιστα όχημα ενδυνάμωσης των τοπικών διαλέκτων - ακόμη και των τοπικών αλφαβήτων. Στην Αίγυπτο εκμεταλλεύτηκε μια νέα γραφή (που βασιζόταν στο ελληνικό αλφάβητο) και συνδέθηκε αναπόσπαστα με τον λεγόμενο κοπτικό πολιτισμό. Όταν στο τέλος του 3ου αιώνα έκανε την εμφάνισή του ο μοναχισμός στην Αίγυπτο και τη Συρία, τα αιγυπτιακά (κοπτικά) και τα συριακά εξελίχθηκαν σε δύο από τις δυναμικότερες γλώσσες διάδοσης του χριστιανισμού. Με επίκεντρο την Αντιόχεια, την Έφεσο, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια (πόλεις με δυναμικό ελληνικό στοιχείο) αναμετρήθηκαν ορισμένες από τις ισχυρότερες τάσεις του πρώιμου χριστιανισμού. Οι αντιδικίες αφορούσαν την απήχηση των γνωστικών ιδεών, τις οργανωτικές δομές της Εκκλησίας, την επικαιρότητα των προφητικών χαρισμάτων καθώς και θέματα λατρείας, όπως τον εορτασμό του Πάσχα. Για την επίλυση των προβλημάτων έγιναν συζητήσεις, συντάχθηκαν υπομνήματα, ανταλλάχθηκαν επιστολές και συγκλήθηκαν τοπικές σύνοδοι. Με δυο λόγια, τέθηκαν τα θεμέλια για τη συγκρότηση και λειτουργία της καθολικής Εκκλησίας. Το άλλο μεγάλο κέντρο του χριστιανισμού ήταν η αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Οι χριστιανοί της Ρώμης δεν πρωτοστάτησαν στις δογματικές έριδες - απεναντίας γίνονταν αποδέκτες όλων των τάσεων και όλων των νεωτεριστικών ιδεών. Επέδειξαν ωστόσο μεγάλο οργανωτικό ταλέντο. Επικοινωνούσαν με όλες τις επαρχίες και ασκούσαν την επιρροή τους, κάνοντας χρήση του πλούτου και των διασυνδέσεων τους. Από πολύ νωρίς διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την Κόρινθο, που παρέμενε πάντα σημαντικός εμπορικός σταθμός και διαμετακομιστικός κόμβος. Η χριστιανική ηγεσία της Ρώμης έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση και τη διάδοση του «κανόνα» της Καινής Διαθήκης. Η συμφωνία που πέτυχε για την αναγνώριση ενός κλειστού σώματος ιερών γραφών υπήρξε αποφασιστικό όπλο της καθολικής Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων. Έως το τέλος του 2ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των χριστιανών θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά μικρός. Σύμφωνα με αρκετά αυθαίρετους υπολογισμούς, δεν μπορεί να υπερέβαινε τις 200.000 σε όλη την αυτοκρατορία. Αμέσως μετά, όπως σημειώνει και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, η ανάπτυξη έγινε γοργή. Στη διάρκεια του 3ου αιώνα, την εποχή που η αυτοκρατορία περνούσε βαθιά και πολύπλευρη κρίση, πολλά μέλη των εύπορων τάξεων προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Στο μέσον του 3ου αιώνα θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν το 2% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στα χρόνια του Κωνσταντίνου θα πρέπει να ξεπερνούσαν το 10%. Αλλά και τότε η κατανομή ήταν πολύ άνιση. Μεγαλύτερη διάδοση γνώριζε ο χριστιανισμός στις ανατολικές επαρχίες, μολονότι στην κεντρική Ελλάδα η προσήλωση στις προγονικές λατρείες διατηρήθηκε πολύ ισχυρή. Πολλές από τις χριστιανικές κοινότητες παρέμεναν εξαιρετικά μικρές, ακόμη και μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου. Λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες πιστοί σε μια πόλη μπορούσαν να

έχουν τον δικό τους επίσκοπο, να αλληλογραφούν μεταξύ τους και να συμμετέχουν στις εξελίξεις. Χωρούσαν συχνά σε μικρά κτίσματα, στην αρχή ιδιωτικές οικίες και στη συνέχεια ειδικώς οικοδομημένες εκκλησίες, μικρών ή μέτριων διαστάσεων. Ελάχιστες πόλεις είχαν περισσότερους από έναν ναούς. Στη διάρκεια των μεγάλων διωγμών χρειάστηκαν λίγες ώρες για να κατεδαφιστεί η επιβλητική για την εποχή της εκκλησία της Νικομήδειας, που ήταν ορατή από το ανάκτορο του Διοκλητιανού. Μόνο μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου άρχισε η οικοδόμηση, με κεντρικό σχεδιασμό, μεγαλόπρεπων και συχνά πανομοιότυπων εκκλησιών, σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Για την ανέγερσή τους διατέθηκαν συχνά κεντρικοί και δημόσιοι χώροι. Ο Ιουλιανός (361-363), που ήταν ανιψιός του Κωνσταντίνου, γλίτωσε από τη δυναστική σφαγή, επειδή ήταν μόλις 6 ετών. Ανατράφηκε χριστιανικά κάτω από αυστηρό έλεγχο και συστηματική επιτήρηση. Διαμένοντας στη Νικομήδεια σε συνθήκες κάποιας στοιχειώδους ελευθερίας, δέχτηκε την επιρροή δύο μεγάλων ρητόρων, που παρέμεναν προσηλωμένοι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ελλήνων, του Ευνάπιου και του Λιβάνιου (Κακριδής 5.7 [σ. 296]), και μυήθηκε στον νεοπλατωνισμό από τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Εφέσιο. Για ένα μικρό διάστημα πήρε την άδεια να σπουδάσει στην Αθήνα, όπου εξακολουθούσαν να λειτουργούν οι φιλοσοφικές σχολές. Το 354, μετά την εκτέλεση του αδελφού του, διορίστηκε καίσαρας της Γαλατίας, καθώς ο Κωνστάντιος Β' ετοιμαζόταν να στραφεί εναντίον της Περσίας. Αποχαιρέτησε την Αθήνα με δάκρυα και σπαραγμό, εφόσον εκεί πίστεψε ότι μπορούσε να βρει τον προορισμό του. Ως καίσαρας ωστόσο υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένος και επέδειξε στρατηγικές αρετές, προκαλώντας τον φθόνο του αυτοκράτορα. Η αναμέτρηση των δύο εξαδέλφων φαινόταν αναπόφευκτη, αλλά ο Κωνστάντιος πέθανε, και ο Ιουλιανός, ως μοναδικός επιζών από τον οίκο του Κωνσταντίνου, βρέθηκε να κυριαρχεί σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Σύντομα αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός ώστε να δηλώσει την προσήλωσή του στον ἑλληνισμόν, δηλαδή την παραδοσιακή θρησκεία Ελλήνων και Ρωμαίων. Ο Ιουλιανός ακολούθησε μια πολιτική ανεξιθρησκίας, αλλά εργάστηκε με ζήλο για την επαναφορά των απαγορευμένων θυσιών και την αναζωογόνηση του πολυθεϊσμού. Προσπάθησε μάλιστα να οργανώσει τους ιερείς ακολουθώντας χριστιανικά πρότυπα. Τα μέτρα που έλαβε εναντίον των χριστιανών ήταν λιγοστά αλλά σημαντικά. Τους απαγόρευσε να διδάσκουν ρητορική και γραμματική, εφόσον η γραμματεία της εποχής απαιτούσε, κατά τη γνώμη του, σεβασμό στο θρησκευτικό της υπόβαθρο, κατήργησε τις φοροαπαλλαγές του κλήρου και επανέφερε όλους τους εξόριστους επισκόπους. Αυτό το τελευταίο μέτρο προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση, διότι υποχρέωσε σε συνύπαρξη τους ηγέτες όλων των δογματικών τάσεων και αναζωπύρωσε τις ενδοχριστιανικές συγκρούσεις. Ο Ιουλιανός σκόπευε μάλιστα να ανοικοδομήσει τον Ναό της Ιερουσαλήμ, ο οποίος παρέμενε ερειπωμένος μετά τις ατυχείς ιουδαϊκές εξεγέρσεις. Οι χριστιανοί εξέλαβαν την πρόθεσή του αυτή ως μέγιστη πρόκληση. Αλλά το σχέδιο παρέμεινε ανεκτέλεστο, καθώς ο τελευταίος εθνικός αυτοκράτορας σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Περσών 18 μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Ήταν μόλις 31 ετών. Οι χριστιανοί δυσκολεύτηκαν πολύ να ξεπεράσουν το τραύμα της σύντομης σταδιοδρομίας του και επέλεξαν να τον αποκαλούν παραβάτη ή αποστάτη.

Οι διάδοχοι του Ιουλιανού ήταν όλοι ευσεβείς χριστιανοί, μολονότι όχι σύμφωνοι μεταξύ τους στις δογματικές επιλογές. Όλοι προσπάθησαν να προωθήσουν τη διάδοση του χριστιανισμού, εκδίδοντας νόμους και διατάγματα με τα οποία απαγόρευαν όχι μόνο τις θυσίες αλλά ακόμη και την είσοδο στους ναούς με θρησκευτικούς σκοπούς. Σε πολλές περιοχές ωστόσο η προσήλωση στις παραδοσιακές θρησκείες παρέμενε έντονη. Έτσι, όταν ο διοικητής της Ελλάδας παρέλαβε νόμο που απαγόρευε όλες τις νυκτερινές θυσίες, διαμήνυσε στον αυτοκράτορα ότι αυτό θα έκανε τον βίο αβίωτο στους Έλληνες και τον έπεισε να τον αφήσει ανενεργό - τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Εκτός από τους Πέρσες, στους οποίους οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να παραδώσουν ολόκληρες πόλεις, επικίνδυνοι εχθροί έπρεπε να αντιμετωπιστούν και στα βόρεια σύνορα. Οι κακοί χειρισμοί του αυτοκράτορα Ουάλη (364-378), που διοικούσε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, οδήγησαν σε μια αναμέτρηση με τους Γότθους που είχε δραματική κατάληξη. Το 378 ο ρωμαϊκός στρατός υπέστη στην Αδριανούπολη μια από τις χειρότερες ήττες στην ιστορία του και ο ίδιος ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε. Εφόσον οι Γότθοι μπορούσαν πλέον να κάνουν επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, ακόμη και η επιβίωση της αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον δεδομένη. Με τη μάχη αυτή τερματίζει το έργο του ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της αρχαιότητας, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (περ. 330 - περ. 395). Ο Αμμιανός ήταν ελληνικής καταγωγής από την Αντιόχεια, αλλά επέλεξε να συγγράψει το εκτενές του σύγγραμμα στα λατινικά. Είχε υπηρετήσει στον στρατό και γνώριζε από πρώτο χέρι πολλές από τις πολεμικές υποθέσεις που περιγράφει. Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του για τη βασιλεία του Κωνστάντιου Β', του Ιουλιανού, τον οποίο ακολούθησε στην περσική του εκστρατεία, και των άμεσων διαδόχων του. Εθνικός καθώς ήταν, βρήκε την ευκαιρία να καυτηριάσει και να ειρωνευτεί τη συμπεριφορά και τα πάθη των χριστιανών επισκόπων. Θαύμαζε και τιμούσε τον Ιουλιανό, αλλά δεν δίστασε να τον επικρίνει και αυτόν για θρησκευτικές υπερβολές. Με ακριβή και συγκλονιστικό τρόπο περιγράφει επίσης το τσουνάμι που κατέκλυσε την ανατολική Μεσόγειο το 365. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας το ανέλαβε μέσα σε δύσκολες συνθήκες ο Θεοδόσιος (379395), ο οποίος κατάφερε να σταθεροποιήσει τα σύνορα, δείχνοντας υποχωρητικότητα προς τις απαιτήσεις των Περσών. Η σημαντικότερη πρωτοβουλία του ωστόσο αφορούσε μια μερίδα Γότθων, στους οποίους επέτρεψε να εγκατασταθούν μαζικά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, παραχωρώντας τους βαλκανική γη. Οι Γότθοι αυτοί αυτοδιοικούνταν, αλλά αναλάμβαναν την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτικές μονάδες όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο. Η θρησκευτική πολιτική έγινε την εποχή εκείνη πιο αδιάλλακτη. Για πρώτη φορά χριστιανοί ηγέτες οδηγούνταν στην πυρά από χριστιανούς αυτοκράτορες για δογματικές παρεκκλίσεις. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος ήταν φανατικός οπαδός της Συνόδου της Νίκαιας και σκληρός πολέμιος του αρειανισμού. Η δογματική αυτή επιλογή περιέπλεξε αρκετά την πολιτική κατάσταση, εφόσον οι Γότθοι είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό σε μια εποχή που ως ορθοδοξία εκλαμβάνονταν οι δοξασίες του Άρειου. Ο Θεοδόσιος ήταν επιθετικός και προς τις παραδοσιακές λατρείες, απειλώντας με θάνατο όσους αποτολμούσαν να τελέσουν θυσίες. Επιπλέον, ανέχτηκε την

κατεδάφιση πολλών ναών από φανατικούς χριστιανούς ιερείς και μοναχούς. Το Σεράπειο της Αλεξάνδρειας, ο μεγαλοπρεπέστερος ίσως ναός της εποχής, κατελήφθη και καταστράφηκε έως τα θεμέλια. Το 391 ο Θεοδόσιος εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία έπρεπε να κλείσουν όλοι οι μη χριστιανικοί ναοί. Ο Λιβάνιος (περ. 314 - περ. 394), ο μεγαλύτερος εθνικός ρήτορας της ύστερης αρχαιότητας, έκανε από την Αντιόχεια όπου ζούσε μια ύστατη έκκληση στον αυτοκράτορα. Ισχυρίστηκε ότι οι περίλαμπροι ναοί που δέσποζαν σε περίοπτες θέσεις ήταν τα μάτια των πόλεων και, σε κάθε περίπτωση, βασιλική περιουσία. Εφόσον δεν επιτρεπόταν να λειτουργούν πλέον ως θρησκευτικά κέντρα, ας παρέμεναν τουλάχιστον όρθιοι ως απλά οικοδομήματα. Μπορούσαν μάλιστα να χρησιμεύσουν για τη συγκέντρωση των φόρων. Αλλά δεν εισακούστηκε. Με εξαίρεση μια ανοχή προς τον ιουδαϊσμό, ο χριστιανισμός ήταν πλέον η μοναδική αποδεκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι πάντες καλούνταν επισήμως να την ασπαστούν και μάλιστα στην εκδοχή που θεωρήθηκε ορθή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, με το έντονα θρησκευτικό τους στοιχείο, τερματίστηκαν. Ο ελληνικός κόσμος όφειλε να αποδεχθεί με ταχείς ρυθμούς μία και μοναδική εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας. Ο δρόμος προς την καθολική επιβολή του χριστιανισμού επιδείχθηκε και με το προσωπικό παράδειγμα του αυτοκράτορα. Παρορμητικός καθώς ήταν, ο Θεοδόσιος είχε διατάξει το σφαγιασμό 7.000 (άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό στο διπλάσιο) Θεσσαλονικέων μέσα στον Ιππόδρομο, ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός ανώτατου αξιωματούχου. Για να εξιλεωθεί, υποτάχθηκε στην απαίτηση του ισχυρού επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρόσιου (περ. 338-397) και επέδειξε τη μετάνοιά του, έως ότου γίνει και πάλι δεκτός στα θεία μυστήρια. Λίγο αργότερα ξέσπασε νέα μεγάλη κρίση στην Αντιόχεια, όπου μεγάλα πλήθη ξεσηκώθηκαν εναντίον της βαριάς φορολογίας. Αυτή τη φορά ωστόσο η μεσολάβηση του Λιβάνιου και του τοπικού επισκόπου αποσόβησαν τα χειρότερα. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (περ. 347-407) ανέλαβε να εμψυχώσει το τρομοκρατημένο πλήθος που κατέκλυσε τη μεγάλη εκκλησία της πόλης αναμένοντας την αυτοκρατορική τιμωρία. Ο Θεοδόσιος κληροδότησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους δύο γιους του, το ανατολικό της τμήμα στον Αρκάδιο και το δυτικό στον Ονώριο. Η αυτοκρατορία είχε κυβερνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν από δύο ή περισσότερους αυτοκράτορες, αλλά αυτή, όπως αποδείχτηκε, ήταν η οριστική της διαίρεση. Μέσα στον επόμενο αιώνα το δυτικό τμήμα της έμελλε άλλωστε να καταλυθεί από τους Γότθους. Την κατάκτηση της Ρώμης από βαρβάρους το 410 επέλεξε ως ορόσημο για την ιστορική του αφήγηση ο Ζώσιμος. Αφοσιωμένος καθώς ήταν στην παραδοσιακή θρησκεία των Ελλήνων, απέδωσε την παρακμή και την κατάρρευσή της στην επικράτηση του χριστιανισμού. Το έργο του, που αποτελεί την πληρέστερη ιστορική αφήγηση για τα γεγονότα του 4ου αιώνα, αποδίδει τον «εκβαρβαρισμό» της αυτοκρατορίας στην περιφρόνηση και την καταπολέμηση των θεών που της είχαν προσδώσει αιώνια δόξα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας συνέχισε ωστόσο να υπάρχει για χίλια ακόμη χρόνια. Οι νεότεροι ιστορικοί έχουν συνηθίσει να το αποκαλούν Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι κάτοικοί της τη θεωρούσαν συνέχεια της

Ρωμαϊκής

Αυτοκρατορίας,

Κωνσταντινούπολη.

με

επίσημη

θρησκεία

τον

χριστιανισμό

και

έδρα

την

8.5. Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου Κατά τον 2ο αιώνα παρουσιάστηκαν ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς που ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν την πίστη τους απέναντι στον εθνικό κόσμο. Οι διωγμοί έδειχναν το μίσος που η κεντρική και οι τοπικές εξουσίες έτρεφαν για τους χριστιανούς και το συμμεριζόταν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Ο Ιουστίνος (περ. 100-165), ο σημαντικότερος από τους Απολογητές όπως ονομάστηκαν οι συγγραφείς αυτοί- αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε η ταύτιση του Χριστού με τον προαιώνιο Λόγο του Θεού. Την ταύτιση είχε εγκαινιάσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον πρόλογο του ευαγγελίου του, τελευταίου στη σειρά των τεσσάρων. Νωρίτερα ο απόστολος Παύλος είχε θεωρήσει ότι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως γραμμένο τον θεϊκό νόμο στις καρδιές τους. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές θέσεις και κάνοντας χρήση στωικής ορολογίας, ο Ιουστίνος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ένας σπερματικός λόγος λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων και εξηγεί τα όποια ψήγματα αλήθειας περιλαμβάνουν οι δοξασίες τους. Σε ανοιχτή επιστολή που έστειλε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή περίπου στο μέσον του αιώνα ο Ιουστίνος έγραφε ότι «όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοί τους». Σε μια δεύτερη παρόμοια Απολογία ο Ιουστίνος εξηγούσε αναλυτικότερα τη θέση του: Ομολογώ […] ότι είμαι χριστιανός. Και τούτο όχι γιατί τα διδάγματα του Πλάτωνα είναι ξένα προς τα διδάγματα του Χριστού, αλλά γιατί δεν είναι εντελώς όμοια, όπως ούτε των άλλων συγγραφέων, είτε είναι στωικοί είτε ποιητές είτε οτιδήποτε. Ο καθένας τους εκφράστηκε περιορισμένα και αποσπασματικά, ανάλογα με τη συγγένεια που αναγνώρισε προς τον σπερματικό θείο λόγο. […] Όσα έχουν ειπωθεί σωστά από οποιονδήποτε ανήκουν σε μας τους χριστιανούς. Ο Λουκιανός μπορούσε να αρκείται σε λίγες καυστικές εκφράσεις και να διακωμωδεί την ακατανόητη στάση των χριστιανών απέναντι στον θάνατο και τις, κατά τη γνώμη του, ευκαταφρόνητες ιδέες και πρακτικές τους. Ο ίδιος ήταν επικούρειος και χλεύαζε κάθε μορφής θρησκοληψία. Το φαινόμενο όμως του χριστιανισμού έπαιρνε διαστάσεις και δεν μπορούσαν πλέον να το αγνοούν όσοι θεωρούσαν ότι η θρησκευτικότητα είναι σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής με επιπτώσεις στην κοινωνία και την πολιτική. Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα κανένας εκπρόσωπος του παραδοσιακού ελληνισμού δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με τον χριστιανισμό. Τότε όμως ο Κέλσος, ένας εκλεκτικός διανοούμενος πλατωνικών αποκλίσεων, δημοσίευσε τον Ἀληθῆ λόγον του, με σκοπό να αντιπαρατεθεί στον χριστιανισμό. Την υπεροπτική αδιαφορία των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού αντικατέστησε σταδιακά η πολεμική. Έκτοτε, οι αιτιάσεις και οι αντιδικίες από τις δύο πλευρές επανέρχονταν. Η γραμμή που εγκαινίασε ο Ιουστίνος για τη σχέση ανάμεσα στα ελληνικά φιλοσοφικά διδάγματα και τον Χριστό ως Λόγο αναπτύχθηκε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Η λεγόμενη

«κατηχητική σχολή» που αναπτύχθηκε εκεί προώθησε τη σύνθεση του χριστιανισμού με την παράδοση του αρχαίου ελληνισμού με τρόπους τόσο ριζοσπαστικούς, που έγιναν οριακά αποδεκτοί από τη μεταγενέστερη ορθοδοξία. Οι αλληγορικές ερμηνείες χρησιμοποιήθηκαν εκτενέστατα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (περ. 140 - περ. 215) πίστευε ότι η φιλοσοφία παιδαγώγησε τους Έλληνες για να δεχτούν τον Χριστό, όπως ακριβώς ο μωσαϊκός νόμος προετοίμασε τους Εβραίους. Ο μαθητής του Ωριγένης (περ. 185-253) έγραφε ότι, αν κάποιος φτάσει στον χριστιανικό Λόγο έχοντας ήδη ασκηθεί στη φιλοσοφία, θα μπορέσει να αποδείξει, με τον ελληνικό συλλογιστικό τρόπο, την αλήθεια του χριστιανισμού (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 14 [σ. 245-262]). Ως άριστος διαλεκτικός ανέλαβε ο ίδιος, σε ώριμη ηλικία, το έργο της ανασκευής των θεωρητικών αιτιάσεων κατά του χριστιανισμού που είχε εκφράσει ο Κέλσος. Το έργο του Κατὰ Κέλσου, δημοσιευμένο το 248, έδινε το στίγμα της νέας εποχής, καθώς ο χριστιανισμός περνούσε σε συστηματική αντεπίθεση. Από την αντίπερα όχθη και σαν απάντηση στις προκλήσεις που παρουσίαζαν πλέον οι μορφωμένοι και φιλοσοφημένοι χριστιανοί, ο Πορφύριος (232-305) συνέγραψε και δημοσίευσε ένα ογκωδέστατο σύγγραμμα σε 15 βιβλία, το οποίο, αν κρίνουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα, ήταν επίτευγμα συγκριτικής φιλολογίας. Στο έργο αυτό, γνωστό με τον μεταγενέστερο τίτλο Κατὰ χριστιανῶν, ο συγγραφέας μελέτησε προσεκτικά τις ιερές γραφές του χριστιανισμού και επιδόθηκε σε μια ολοκληρωτική κριτική τους. Ιδίως μετά τον εντοπισμό πολλών και, κατά τη γνώμη του, ανεπίτρεπτων αντιφάσεων ανάμεσα στους ευαγγελιστές, ο Πορφύριος κατηγόρησε τους χριστιανούς για επινόηση πολλών πληροφοριών που παρουσιάζονταν ως ιστορικές. Το έργο του θεωρήθηκε τόσο προκλητικό, ώστε αργότερα οι χριστιανοί αυτοκράτορες διέταξαν την καταστροφή όλων των αντιτύπων. Τον Πορφύριο μιμήθηκε, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα αλλά με πιο μετριασμένο τρόπο, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, συγγράφοντας το έργο Κατὰ Γαλιλαίων. Ο Ιουλιανός ήθελε να περιορίσει τους χριστιανούς στη μελέτη των δικών τους ιερών γραφών και να τους αποκλείσει από τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Όποιος δεν πιστεύει στους θεούς της παράδοσης δεν μπορεί να ερμηνεύει ικανοποιητικά τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη, υποστήριζε. Εκείνο που θεωρητικά ενοχλούσε όσους είχαν εντρυφήσει στην ελληνική φιλοσοφία ήταν η χριστιανική έμφαση στην πίστη, επειδή οι ίδιοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην αιτιολόγηση των λεγομένων και στη λογική απόδειξη. («Πιστεύω επειδή είναι παράλογο», έλεγε προκλητικά ένας χριστιανός συγγραφέας για να υπογραμμίσει τη διαφορά.) Από την άλλη μεριά, εκείνο που συναισθηματικά και πρακτικά εξόργιζε τους εκπροσώπους της παράδοσης -ελληνικής, ρωμαϊκής, εβραϊκής ή άλλης- ήταν η καταστατικά ανατρεπτική και αντιπαραδοσιακή στάση των χριστιανών. Όλοι οι λαοί είχαν μείνει πιστοί στις πάτριες παραδόσεις τους. Μόνο οι χριστιανοί τις είχαν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας. Με τους παραδοσιακούς Εβραίους, που τιμούσαν τον Θεό και τα νόμιμα των πατέρων τους, οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού, όπως παρουσιαζόταν και ο Ιουλιανός, ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν πολλά θέματα και ενδεχομένως να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις - ιδίως στο ακανθώδες πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου.

Τους Γνωστικούς τούς πολέμησε η χριστιανική Εκκλησία με πάθος. Τους πολέμησαν όμως και οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού που φιλοσοφικά ήταν πλέον όλοι τους πλατωνικοί. Η αντίδραση συνοψίστηκε στη στάση του Πλωτίνου (205-270). Ο Πλωτίνος, ο διασημότερος φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας, ζούσε στην Αλεξάνδρεια. Ως νέος πλησίασε τους σημαντικούς δασκάλους της πολύμαθης αυτής πόλης, χωρίς καθόλου να εντυπωσιαστεί από τις παραδόσεις τους. Τελικά τον κέρδισε η φιλοσοφία. Έκτοτε δεν εγκατέλειψε ποτέ τη φιλοσοφική οδό, που στα μάτια του ήταν πορεία τελείωσης του εαυτού και μέθεξης στη θεία ουσία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 15 [σ. 263-282]). Σε ώριμη ηλικία ο Πλωτίνος εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια, για να ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' (238-244) στις εκστρατείες του στη Μεσοποταμία. Ήθελε να συναντήσει Πέρσες και Ινδούς σοφούς, να συζητήσει μαζί τους και να μάθει. Το σχέδιο απέτυχε λόγω της δολοφονίας του αυτοκράτορα -με τον κύκλο του οποίου ο φιλόσοφος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις-, και ο Πλωτίνος κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε μια ιδιωτική φιλοσοφική σχολή. Οι μαθητές, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συγκλητικοί και άλλοι χριστιανοί, εντυπωσιασμένοι από τις αναλύσεις του, τον έπεισαν να καταγράψει τις ιδέες και τις ερμηνείες του - κάτι που δεν είχε ποτέ θελήσει να κάνει, αφού η φιλοσοφία ήταν για αυτόν τρόπος ζωής. Τελικά πείστηκε να συγγράψει έργα διαφωτιστικά διαφόρων φάσεων ή όψεων της θεωρίας του, ανάλογα με τις απορίες και απαιτήσεις των μαθητών και όπως έφερνε τα πράγματα η συγκυρία. Έγραφε γρήγορα, όπως σκεφτόταν, και δεν διόρθωνε ποτέ τα γραπτά του. Από τη μια η δυσφορία του με τη γραφή, από την άλλη τα προβλήματα όρασης, δεν του επέτρεπαν αναθεωρήσεις. Με τον Πλωτίνο εγκαινιάζεται η πιο συνθετική φάση της ελληνικής φιλοσοφίας. Τόσο λόγω των πολιτικών συνθηκών και ιδεών, που υπογράμμιζαν την ενοποίηση της οικουμένης, όσο και εξαιτίας της έντονης θρησκευτικής ζέσης, που διακατείχε τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, η ελληνική σκέψη (ελληνόφωνη μαζί και ελληνότροπη) άρχισε να ρέπει προς τη μεγαλύτερη δυνατή οικουμενικότητα. Ακολουθώντας ενοράσεις που είχαν αναπτύξει προγενέστεροι στοχαστές -και ιδίως ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος, τον οποίο κατηγορήθηκε ότι αντιγράφει-, ο Πλωτίνος οδηγήθηκε σε μια δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η άπειρη πρώτη αρχή του Ενός αιωνίως γεννά τον Νου ως δεύτερη υπόσταση, και αυτός με τη σειρά του την Ψυχή, την τρίτη και τελευταία από τις νοητές υποστάσεις. Στη συνέχεια, το κατώτερο μέρος της Ψυχής παράγει τη Φύση και τα αισθητά όντα στο σύνολό τους. Η δημιουργία του κόσμου είναι συνεπώς, κατά τον Πλωτίνο, η εκδίπλωση και η φανέρωση της άπειρης αγαθότητας και των άπειρων δυνατοτήτων ομορφιάς που ενέχει ο ίδιος ο Θεός. Αυτή η βασική ιδέα, μάλιστα, δεν ήταν μόνο μια εννοιολογική σύλληψη του μυαλού. Ήταν επίσης προσωπικά βιωμένη εμπειρία. Ο μαθητής του Πορφύριος, που ήταν επίσης επιμελητής των έργων και βιογράφος του, μας πληροφορεί ότι, όσο διάστημα ήταν μαζί στη Ρώμη, ο Πλωτίνος κατόρθωσε τέσσερις φορές να ενωθεί εκστατικά με τον Θεό σε μια μυστικιστική εμπειρία άφατης αγαλλίασης και κάλλους. Το πρόβλημα με τις γνωστικές δοξασίες, όπως το αντιλήφθηκε ο Πλωτίνος, δεν ήταν η θεώρηση του σώματος ως φυλακής του θεϊκού στοιχείου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Η

άποψη για την αθανασία της ασώματης ψυχής είχε την έγκριση του «θεϊκού» Πλάτωνος ήδη από παλαιά.

Ούτε,

βεβαίως,

τα

πολύπλοκα

μυθολογικά

συστήματα

των

Γνωστικών,

που

δημιουργούσαν διαστρωμάτωση στη δομή του σύμπαντος από την άρρητη πρώτη αρχή μέχρι την ανόργανη ύλη, μπορούσαν να θεωρηθούν κατακριτέα. Όλοι οι νεοπλατωνικοί συμφωνούσαν ότι από το Εν, όπως ονόμαζαν συμβατικά τον ύψιστο Θεό, μέχρι την πραγματικότητα των αισθήσεων μεσολαβούν πολλαπλά επίπεδα όντος. Το πρόβλημα εντοπίστηκε στην αντίληψη ότι το αισθητό σύμπαν είναι κακό ως το αποτέλεσμα της δράσης ενός κακού δημιουργού. Ο Πλάτων είχε ρητά δηλώσει ότι αυτός εδώ ο υλικός και αισθητός κόσμος, σαν ένας πανέμορφος και υγιής ζωντανός οργανισμός, είναι ο καλύτερος κόσμος που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Πλωτίνου -όπως και των περισσότερων φιλοσόφων που τον ακολούθησαν- αφορούσε αποκλειστικά τη μεταφυσική. Οι πιο ανθρώπινοι κλάδοι της ηθικής και της πολιτικής δεν τον απασχόλησαν ιδιαίτερα. Όμως το αρχαίο όνειρο μιας φιλοσοφημένης πόλης δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Ο Πλωτίνος έπεισε τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό (253-268) να ανακαινίσει μια ερειπωμένη πόλη της Καμπανίας, να ορίσει τους νόμους της σύμφωνα με όσα θεσπίζει ο Πλάτων στο ομώνυμο διάλογο και να την προσφέρει σε όσους θέλουν να ζήσουν το πλατωνικό ιδανικό. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα μετακόμιζε μαζί με φίλους και οπαδούς. Το σχέδιο φαινόταν να τίθεται σε εφαρμογή. Ωστόσο, ναυάγησε την τελευταία στιγμή, γιατί οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, από φθόνο για την επιρροή που ασκούσε ο Πλωτίνος ή από άλλη παρόμοια αιτία, κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Η «Πλατωνόπολη» -έτσι θα ονομαζόταν η πόλη- παρέμεινε όνειρο. Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ξέσπασε μια σημαντική διαφωνία ανάμεσα στους δύο σπουδαιότερους συνεχιστές της σκέψης του. Ο Ιάμβλιχος (περ. 245-325), που υπήρξε μάλλον μαθητής του Πορφύριου, είχε δεχτεί τα Χαλδαϊκὰ λόγια ως θεία αποκάλυψη, υποστήριζε τη θεουργίαν και μάλιστα τη θεωρούσε ανώτερη από τη θεωρίαν, τη θεωρητική σύλληψη και ενατένιση. Ο Πορφύριος αρνιόταν τις τελετουργικές μορφές θέωσης. Πίστευε ότι η θέωση επιτυγχάνεται με τη σταδιακή κατανόηση και δεν επιδέχεται τελετουργικές βραχυκυκλώσεις. Η διαφωνία τους δεν αφορούσε τόσο το ζήτημα της γνώσης (στο οποίο συμφωνούσαν) αλλά τους δυνατούς τρόπους επίτευξής της. Η γραμμή του Ιάμβλιχου ήταν ιερατική και τόνιζε την εγγενή δύναμη των θρησκευτικών συμβόλων. Η γραμμή του Πορφύριου ήταν ορθολογικότερη, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη στάση του. Την πρώτη την ακολούθησε ο Ιουλιανός στην αποτυχημένη προσπάθειά του να ιδρύσει μια εθνική Εκκλησία με δομή και οργάνωση αντίστοιχη με αυτή των χριστιανών. Στην κορυφή του λατρευτικού πανθέου είχε τώρα τοποθετηθεί ο ήλιος, το αισθητό αντίστοιχο του άρρητου Ενός. Την κατά το δυνατόν εναρμόνιση του χριστιανικού κηρύγματος με τα δόγματα της ελληνικής σοφίας συνέχισαν και ενέτειναν οι εκκλησιαστικοί Πατέρες του 4ου αιώνα. Οι σημαντικότεροι σπούδασαν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, τα μεγάλα κέντρα πολιτισμού. Εθνικοί και χριστιανοί παρακολουθούσαν συνήθως τα ίδια μαθήματα ρητορείας και φιλοσοφίας. Ο Βασίλειος Καισαρείας (περ. 330-379) και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329-389) είχαν στην Αθήνα τους ίδιους δασκάλους

με τον Ιουλιανό. Στη συνέχεια ανέλαβαν θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία και υπήρξαν σημαντικές φυσιογνωμίες στη διαμόρφωση της ορθόδοξης θεολογίας. Ο Βασίλειος υπήρξε πρωτοπόρος πρακτικά και θεωρητικά. Αφιέρωσε πολλές δυνάμεις στην οργάνωση της μοναστικής ζωής, μιας σχετικά νέας τάσης στους κόλπους του χριστιανισμού. Παράλληλα εγκαινίασε τη χριστιανική φιλοσοφική κοσμογονία με τη συγγραφή ενός εξηγητικού έργου πάνω στις έξι μέρες της δημιουργίας (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον). Ο Βασίλειος πρέσβευε ότι ο πιστός χριστιανός μπορεί να αρύεται σχετικώς ελεύθερα από την εθνική σοφία -που πλέον ονομαζόταν θύραθεν, δηλαδή εξωτερική- ό,τι ταιριάζει με τη χριστιανική παράδοση. Σαν την καλή μέλισσα που από όλα τα άνθη αντλεί νέκταρ, έτσι και ο καλός χριστιανός θα μπορούσε, με τη σωστή καθοδήγηση, να μελετά τους Έλληνες της αρχαιότητας δίχως βλάβη για τη ψυχική του υγεία και δίχως να παραβιάζεται το έργο της σωτηρίας. Άλλοι ήταν περισσότερο διστακτικοί και άλλοι διατεθειμένοι να προχωρήσουν ακόμη πιο πέρα. Ο αδελφός του Βασίλειου Γρηγόριος (περ. 330-395), στη συνέχεια επίσκοπος Νύσσης, ερμήνευσε τον Θεό με τρόπο μυστικιστικό, που προσέγγιζε καίρια αντιλήψεις φιλοσόφων σαν τον Πλωτίνο. Δίπλα στη φανερή αποδοχή στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφίας από τους χριστιανούς λειτουργούσε και μια άλλη, υπόγεια και αφανέστερη τάση εξελληνισμού της χριστιανικής θρησκείας. Μάλιστα, ορισμένες φορές οι σφοδρότεροι αντίπαλοι του παραδοσιακού ελληνισμού ήταν αυτοί που διαπνέονταν ουσιαστικότερα από το αρχαιοελληνικό πνεύμα στην εσωτερική και οικουμενικότερη διάστασή του. Στο τέλος του 4ου αιώνα ο Νεμέσιος από την Απάμεια της Συρίας συνέγραψε την πρώτη χριστιανική πραγματεία Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, στο πρότυπο πολλών αντίστοιχων έργων που κυκλοφορούσαν ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη. Δίπλα στην ανεπτυγμένη θεολογία, για χάρη της οποίας κοπίασαν σημαντικοί άνδρες του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός ανέπτυσσε τώρα και μια συγκροτημένη φιλοσοφική ανθρωπολογία. Το έργο ξεκινούσε με έκθεση των απόψεων που είχαν παρουσιάσει διαδοχικά οι αρχαίες φιλοσοφικές σχολές. Σταδιακά, η Εκκλησία αποδεχόταν όλο και περισσότερο τη νεοπλατωνική μεταφυσική στη θεολογία της. Αλλά και των εθνικών φιλοσόφων οι απόψεις επηρεάζονταν από τη χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων. Στο τελευταίο από τα μεγάλα λόγια έπη που παρήγαγε η εθνική αρχαιότητα ανιχνεύεται η προσπάθεια να παρουσιαστεί πρωθύστερα το χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας ως έργο του Διονύσου. «Δάκρυσε ο βασιλιάς Βάκχος, των θνητών για να λύσει τα δάκρυα» έγραψε ένας ποιητής από την Αίγυπτο, σε μια εποχή που βρίσκεται έξω από τα όρια αυτής της ιστορίας.

Επιλεγόμενα Διατρέξαμε την ελληνική αρχαιότητα σε αναγκαστικά περιορισμένο χώρο. Η παρουσίαση χιλίων διακοσίων ετών ιστορίας σε ένα εγχειρίδιο είναι εκ των πραγμάτων σχηματική. Από το τέλος του 8ου προχριστιανικού αιώνα έως τον λήγοντα 4ο της νέας εποχής, πολλά πράγματα άλλαξαν στον αρχαίο κόσμο. Για να φανεί η εξέλιξη, έπρεπε να τονιστούν οι διαφορές. Ωστόσο, οι αλλαγές που επήλθαν στην εκτενή περίοδο που εξετάσαμε, όσο σημαντικές και αν ήταν, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ραγδαίες εξελίξεις, στην τεχνολογία και τη νοοτροπία, που γνώρισε ο κόσμος προσφάτως. Ο αρχαίος κόσμος υπήρξε κόσμος παραδοσιακός, σχετικά σταθερός και αρκετά συντηρητικός. Σπανίως νέες ανακαλύψεις άλλαζαν τη ζωή των περισσότερων ανθρώπων και ακόμα σπανιότερα μπορούσαν να τροποποιήσουν τις αντιλήψεις τους. Η ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς, η δημιουργία εργαλείων, η γεωργία και η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου υπήρξαν καταλυτικές αλλαγές. Όλες όμως είχαν συντελεσθεί πολύ πριν από την περίοδο που εξετάσαμε. Έως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες μπορούσε κανείς να βρει στην ελληνική ύπαιθρο αγρότες και κτηνοτρόφους, αλιείς και τεχνίτες, μικροπωλητές και μετακινούμενους εμπόρους, των οποίων οι συνήθειες εργασίας και ο τρόπος ζωής δεν είχαν αλλάξει ιδιαίτερα από την εποχή του Ησιόδου: όργωναν τα χωράφια με ένα ζεύγος βοδιών· ξεχειμώνιαζαν τα αιγοπρόβατά τους στους κάμπους και τα μετέφεραν στα ορεινά το καλοκαίρι· χρησιμοποιούσαν βάρκες με ιστία και κουπιά· ψάρευαν με αγκίστρια και δίχτυα· πρόσεχαν καθημερινά τα σημάδια του καιρού· αντάλλασσαν τα προϊόντα τους συνήθως δίχως τη χρήση νομισμάτων· τρέφονταν καθημερινώς με αγροτικά και γαλακτοκομικά προϊόντα και σπανίως έτρωγαν κρέας· ύφαιναν μόνοι τους ρούχα, στρωσίδια και κλινοσκεπάσματα και κεντούσαν τις καλές τους φορεσιές· προστατεύονταν από τον φθόνο των συγχωριανών τους με μαγικές επικλήσεις, χειρονομίες και φυλακτά· έκαναν τάματα σε δύσκολες φάσεις της ζωής, τα οποία έσπευδαν να εκπληρώσουν με την πρώτη ευκαιρία· έβλεπαν τα αρσενικά παιδιά ως πλουτοπαραγωγικές μονάδες και θεωρούσαν τα κορίτσια δαπανηρά και εγγενώς εξαρτημένα όντα που έπρεπε να προικιστούν και να περάσουν από την επίβλεψη του πατέρα στην προστασία του συζύγου· μάθαιναν τα νέα προφορικώς από τους ξένους και τα διέδιδαν ο ένας στον άλλο· δεν γνώριζαν, οι περισσότεροι, γραφή ή ανάγνωση, αλλά θεωρούσαν καθήκον τη φιλοξενία· συχνά αυτοδικούσαν και ακόμη συχνότερα φιλονικούσαν μεταξύ τους· είχαν θρησκευτικά πανηγύρια και υπερφυσικούς προστάτες για τις κρίσιμες φάσεις της ζωής· μοιρολογούσαν τους συγγενείς τους σαν να μην πίστεψαν ποτέ στη χριστιανική ανάσταση και φαντάζονταν τον Άδη όπως περίπου τον περιγράφει ο Όμηρος. Ακολουθούσαν, με έναν λόγο, τα έθιμα και τις δοξασίες του τόπου τους δίχως να αναρωτιούνται για την αλήθεια ή την αξία τους. Ο κόσμος τους ήταν κλειστός και βραδύς. Ο δικός μας, ο σύγχρονος κόσμος, είναι ανοικτός και διαρκώς εξελισσόμενος. Τα νέα κυκλοφορούν γραπτώς με ασύλληπτη ταχύτητα, οι τηλεοπτικές και διαδικτυακές εικόνες μάς μεταφέρουν σε κάθε σημείο του πλανήτη, οι τεχνολογικές εφευρέσεις και εφαρμογές διαδέχονται η μία την άλλη. Μέσα στη διάρκεια μιας ζωής ο καθένας αναγκάζεται να ζήσει τις ζωές πολλών ανθρώπων.

Η μεγάλη τομή στη δυτική ιστορία (που έχει πλέον καταστεί παγκόσμια) ανιχνεύεται στη νεότερη εποχή με την επιστημονική επανάσταση και τη μαθηματικοποίηση της σκέψης. Η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η θυελλώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας άλλαξαν συλλήβδην ήθη, έθιμα, πρακτικές και νοοτροπίες αιώνων. Συγκριτικά με τη μεγάλη αυτή τομή, η ασυνέχεια της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας με τον Μεσαίωνα, ανατολικό και δυτικό, είναι λιγότερο πρόδηλη. Πίσω από τις μικροαλλαγές που επιφέρει κάθε νεότερη γενεά στις αντιλήψεις της προγενέστερης

για

τον

κόσμο

και

πίσω

από

τις

αναντίρρητα

πολύ

σημαντικότερες

κοσμοθεωρητικές μεταλλάξεις που προκαλούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα και οι πολιτικές επαναστάσεις κρύβεται μια ιστορία μακράς διάρκειας. Από την προοπτική του εξωτερικού παρατηρητή που βλέπει τις αδρές μόνο γραμμές της ιστορικής ροής, «μακρά διάρκεια» σημαίνει τη σχετικά ενιαία κοινωνική δομή, οικονομική οργάνωση και πνευματική συγκρότηση ενός χώρου για πολλούς αιώνες. Κύριο μέλημα της αρχαϊκής εποχής υπήρξε η συγκρότηση αυτόνομων πόλεων. Η ιδιόμορφη αυτή κρατική οργάνωση δεν αναπτύχθηκε διαμιάς, ούτε είχε την ίδια πολιτειακή δομή σε όλους τους τόπους. Έδωσε ωστόσο καθαρά το στίγμα της πολιτικής αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων. Στην κλασική εποχή η ἰσηγορία και η ἰσονομία επεκτάθηκαν με μια σημαντική διεύρυνση του σώματος των πολιτών. Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή η πολιτική ενότητα των Ελλήνων δεν υπήρξε ιδανικό ούτε των αρχόντων ούτε των αρχομένων. Οι πολίτες ήθελαν να ζουν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι μέσα στα όρια της περιορισμένης δικής τους επικράτειας. Αν και οι Έλληνες αισθάνονταν ότι αποτελούν φυλετική, γλωσσική και θρησκευτική ενότητα με κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα και κοινές λατρευτικές συνήθειες, η ιδέα της πολιτικής ενοποίησης τούς ήταν ξένη και απεχθής. Το όραμα μιας πολιτικής συνομοσπονδίας Ελλήνων, μιας γενικευμένης συμμαχίας (που θα μπορούσε να θεωρηθεί προάγγελος της πολιτικής τους ενοποίησης) ήρθε ως αποτέλεσμα των ηγεμονικών τάσεων, αρχικώς της Σπάρτης και, στη συνέχεια, της ισχυροποιημένης Αθήνας. Μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί ήταν, όπως φάνηκε, η βία και η επιβολή. Όμως η Αθήνα ηττήθηκε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και η Σπάρτη στάθηκε αδύναμη να αξιοποιήσει τη νίκη της. Η πολιτική ενοποίηση των Ελλήνων (εκτός αυτών που κατοικούσαν στη Δύση) επιτεύχθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β', και της Ανατολικής Μεσογείου, σχεδόν στο σύνολό της, από τον Μέγα Αλέξανδρο. Το περσικό όνειρο μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, όπως το περιγράφει ο Ηρόδοτος, δεν το ολοκλήρωσαν οι Διάδοχοι με τους σκληρούς πολέμους αναμεταξύ τους αλλά οι Ρωμαίοι. Η κατάκτηση της Ελλάδας από τη Ρώμη αποτελεί, με την έννοια αυτή, συνέχεια της επεκτατικής πολιτικής των Περσών και των Μακεδόνων κατά τον 5ο και 4ο αιώνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να αναρωτηθούμε τι διατηρήθηκε αναλλοίωτο και τι άλλαξε στη συγκρότηση του ελληνισμού. Η τεχνολογία του πολέμου γνώρισε σημαντικές αλλαγές στην υπερχιλιετή αυτή ιστορία. Η οπλιτική φάλαγγα, η οργανική συμμετοχή του ιππικού στις μάχες, η μαζική αξιοποίηση των πελταστών, η λοξή φάλαγγα, η μακεδονική σάρισα, οι πολιορκητικές μηχανές και οι καταπέλτες, οι

τριήρεις και τα πολεμικά πλοία με τις περισσότερες σειρές κουπιών, οι πολεμικοί ελέφαντες και η ρωμαϊκή

λεγεώνα

ήταν

ορισμένες

από

τις

πολλές

βελτιωμένες

μεθόδους

για

την

αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εχθρού. Στον χώρο της πολιτικής η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη της αρχαϊκής εποχής ήταν η κυριαρχία του νόμου, και της κλασικής εποχής η δημοκρατία και η ανάπτυξη της ρητορικής. Η τέχνη της πειθούς δεν χάθηκε, όταν περιορίστηκαν οι συνθήκες πολιτικής ελευθερίας που την είχαν καταστήσει απαραίτητο όπλο όποιου ήθελε να έχει δημόσιο λόγο. Αντιθέτως μάλιστα: η επιμέλεια της γλώσσας και η εκφραστική δεινότητα θεωρήθηκαν διακριτικά γνωρίσματα του ελληνικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων και διαδόθηκαν σε τομείς άσχετους με την πολιτική. Στον χώρο του υψηλού πολιτισμού η ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης, της ποίησης και της τέχνης υποδήλωνε τη χαρακτηριστικά ελληνική αναζήτηση του ωραίου και του αληθινού μέσα στο έλλογο και το τεχνήεν. Η σημαντικότερη ωστόσο τεχνολογική αλλαγή που πέτυχε η ελληνική αρχαιότητα ήταν μάλλον η εφεύρεση της φωνητικής γραφής και η σταδιακή διάδοση του αλφαβητισμού. Ο γραπτός λόγος συμπλήρωσε τον προφορικό ως μέσο διάδοσης της γνώσης, ιδίως της εξειδικευμένης (επιστημονικής, φιλοσοφικής και φιλολογικής), και οι αρχαίες κοινωνίες προετοιμάστηκαν για να δεξιωθούν μία από κάθε άποψη σημαντικότατη αλλαγή: την πρώτη θρησκεία του Βιβλίου που έμελλε να αποκτήσει οικουμενική εμβέλεια. Ο χριστιανισμός ήταν ασφαλώς η πιο ακραία μορφή θρησκείας που βασιζόταν στον γραπτό λόγο. Ιερές γραφές υπήρχαν σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της Ανατολής. Όμως μόνο με τον χριστιανισμό ο λόγος που καταγράφηκε σε ένα βιβλίο, ή μάλλον σε μια συλλογή βιβλίων, τη Βίβλον, απέκτησε τον χαρακτήρα της αναλλοίωτης αλήθειας, με την οποία έπρεπε ιδεωδώς να εναρμονίζονται οι ζωές των ανθρώπων. Ο αποκαλυπτικός γραπτός λόγος του χριστιανισμού υπήρξε το κοινό σημείο αναφοράς και το αυθεντικό μέτρο ορθότητας συμπεριφορών και πεποιθήσεων για τα μέλη της νέας θρησκείας που άρχισε να εξαπλώνεται στην οικουμένη. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς την ανάπτυξη της συγκριτικά εύκολης στην εκμάθηση αλφαβητικής γραφής και χωρίς τη διάδοση της σημασίας του γραπτού λόγου σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού. Με τον χριστιανισμό η θρησκευτικότητα αυτονομήθηκε από την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτική ζωή των ανθρώπων και συχνά αντιπαρατέθηκε σε αυτήν. Οι χριστιανοί ανέπτυξαν μια αλλοκοσμική και εσχατολογική στάση σε ευθεία αντίθεση με την ενδοκοσμικότητα των άλλων μορφών λατρείας που είχε γνωρίσει ο αρχαίος κόσμος. Με αυτή την έννοια, ο χριστιανισμός υπήρξε ίσως η πρώτη αυτόνομη θρησκεία. Κανένα εθνικό, φυλετικό, κοινωνικό ή μορφωτικό στοιχείο δεν εμπόδιζε κάποιον να γίνει χριστιανός, αν το επιθυμούσε, αλλά και κανένα στοιχείο καταγωγής ή παράδοσης δεν μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να συνδυαστεί με αυτή τη νέα ιδιότητα. Με τον χριστιανισμό ο άνθρωπος απογυμνώθηκε από τις παραδόσεις και έγινε το κέντρο του κόσμου και το κύριο μέλημα του Θεού. Αντί να αναζητεί πλέον εκείνος το αναλλοίωτο και αμετάβλητο θείο στοιχείο (είτε στη φύση είτε στο εσώτερο της ψυχής του), σε μια πορεία εξύψωσης και υπέρβασης των θνητών ορίων που πολλοί Έλληνες ονόμαζαν ἔρωτα, ο Θεός και οι αντιπρόσωποι του Θεού στη γη ήταν τώρα αυτοί που μεριμνούσαν για την ανθρώπινη σωτηρία με

μια χαρακτηριστική σύγκλιση προς την αδυναμία (ἔλεος, εὐσπλαγχνία, ἀγάπη). Η ενεργητική αυτή εμπλοκή του ενός και μόνου αληθινού Θεού στον κόσμο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αδιαλλαξία των χριστιανών και τη μισαλλοδοξία τους προς τις κοινές λατρευτικές συνήθειες των λαών της ρωμαϊκής οικουμένης. Η επιβολή του χριστιανισμού, στον ύστερο 4ο αιώνα, ως της μόνης αποδεκτής θρησκείας για όλες τις εθνικές ομάδες και όλες τις φυλές της αυτοκρατορίας (με μια μικρή ανοχή προς τον ιουδαϊσμό) σήμαινε την περιθωριοποίηση και σταδιακή εξάλειψη της κοινής λατρείας, των κοινών θεών και των κοινών δοξασιών των Ελλήνων. Η εσχατολογική προοπτική άρχισε να θριαμβεύει έναντι της φυσικής ἀρετῆς. Από αξιολογικά ουδέτερο φυλετικό όνομα που ήταν αρχικώς, η λέξη Ἕλλην μετατράπηκε, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., σε σημασιολογικώς φορτισμένο (με θετικό πρόσημο) όρο, ο οποίος δήλωνε τον λαό που αγαπούσε την πολιτική ελευθερία, δεν ανεχόταν τις τυραννίες και βρισκόταν στους αντίποδες του ασιατικού απολυταρχισμού. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. η λέξη πήρε την επίσης θετική σημασία του πολιτιστικά προηγμένου και καλλιεργημένου ανθρώπου, του πεπαιδευμένου. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Όταν όμως εγκαινιάστηκε ο διάλογος των χριστιανών με την καθεστηκυία τάξη της Ρώμης κατά τον 2ο αιώνα, η λέξη Ἕλλην, από θετική που ήταν έως τότε, πήρε την αρνητική σημασία του ειδωλολάτρη και αυτού που αγνοεί την αλήθεια του ευαγγελίου. Από τα τρία ιδεολογικά κριτήρια της ηροδότειας διάκρισης των Ελλήνων, το πρώτο, το ὅμαιμον, χάθηκε μέσα στις εκτενείς επικράτειες της Ανατολής με τις άλλοτε επιβεβλημένες και άλλοτε εκούσιες επιγαμίες, ενώ το δεύτερο, το ὁμόγλωσσον, έδωσε τη δυνατότητα να θεωρηθούν Έλληνες όλοι όσοι μεταχειρίζονταν σωστά την ελληνική, ιδιαιτέρως με την εδραίωση του Αττικισμου. Το τρίτο στοιχείο της αναγνώρισης, που θα μπορούσε να ονομαστεί «ομόδοξον» ή «ομόθρησκον», αγκάλιασε αρχικώς τον κόσμο της Ανατολής και αγκαλιάστηκε από αυτόν. Με γλώσσα κοινή και θρησκευτικές πρακτικές που ρίζωναν στο ίδιο πνευματικό υπέδαφος και εξαγίαζαν τη ζωή και τη φύση στο σύνολό της (ακόμη και στις μυστηριακές δοξασίες), το διευρυμένο ἑλληνικόν έγινε η συνιστώσα εκείνη του εν πολλοίς κοινού πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου που παρείχε λογική διάρθρωση των κοινών εμπειριών και ικανοποιούσε τον νου. Όμως με τον χριστιανισμό ο κοινός αυτός κόσμος κλονίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Έτσι, ακόμη και αν η Ανατολική Μεσόγειος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, ακόμη και αν οι επιμειξίες με αλλοεθνείς στον χώρο της κυρίως Ελλάδας ήταν περιορισμένες και η όποια φυλετική καθαρότητα των κατοίκων σχετικά ανέπαφη, το γεγονός ότι βρέθηκαν εκτός νομιμότητας «τα κοινά ιδρύματα των θεών και οι κοινές θυσίες» υποδεικνύει αντίστοιχη αλλαγή στα ὁμότροπα ἤθη. Η αλλαγή αυτή δεν ήταν ούτε ξαφνική ούτε ραγδαία. Ήταν όμως τέτοιας λογής και τόσης έκτασης ώστε δικαιολογεί την περάτωση της αφήγησής μας. Εφεξής, οι όποιες αρχαιοελληνικές επιβιώσεις ή αναβιώσεις ήταν αναμενόμενο να εμβολιάζονται στο σώμα του χριστιανισμού και με διαδοχικές αναγεννήσεις να το μεταλλάσσουν, αλλά να μην έχουν πλέον μια αυτόνομη, δική τους ζωή. Οι τρόποι με τους οποίους οι επιβιώσεις αυτές μετάλλαξαν τον ίδιο τον χριστιανισμό είναι μια άλλη ιστορία.

Χρονολόγιο 776

Πρώτη καταγραφή νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

περ. 750

Τα πρώτα δείγματα φωνητικής γραφής στην Ελλάδα.

περ. 735-

Α’ Μεσσηνιακός Πόλεμος.

715 περ. 730

Σύνθεση της Ιλιάδας.

μετά το

Σύνθεση της Οδύσσειας. Ο Ησίοδος συνθέτει τα έπη του.

700 πρώιμ.

Πόλεμος για το Ληλάντιο πεδίο.

7ος αι. 669

Στη μάχη των Υσιών οι Αργείοι ταπεινώνουν τους Σπαρτιάτες.

μέσον 7ου

Β’ Μεσσηνιακός Πόλεμος. Ο Κύψελος τύραννος της Κορίνθου.

αι. 648

Έκλειψη ηλίου που μνημονεύει ο Αρχίλοχος

περ. 630

Αποικισμός της Κυρήνης.

τέλος 7ου

Ο Πιττακός αἰσυμνήτης στη Μυτιλήνη

αι. περ. 600

Ίδρυση της Μασσαλίας. Ο Κλεισθένης τύραννος της Σικυώνας.

594/3

Ο Σόλων άρχων στην Αθήνα.

587

Κατάκτηση του Βασιλείου του Ιούδα από τον Βαβυλώνιο βασιλιά Ναβουχοδονόσορα και καταστροφή του Ναού. Μετοικεσία Βαβυλώνος.

582

Οι πρώτοι Πυθικοί Αγώνες.

561-528/7

Ο Πεισίστρατος τύραννος της Αθήνας (με διαλείμματα).

560-546

Ο Κροίσος βασιλιάς των Λυδών.

557-530

Ο Κύρος Β’ (ο Μέγας) βασιλιάς των Περσών.

περ. 550

Ακμάζει ο Αναξίμανδρος.

546

Ο Κύρος Β’ νικά τον Κροίσο.

μετά το

Ο Πολυκράτης τύραννος της Σάμου.

544 ύστερ.

Ακμάζει ο Πυθαγόρας.

6ος αι. 540

Κατάληψη της Ιωνίας από τους Πέρσες.

περ. 540

Ο Λύγδαμης τύραννος της Νάξου.

περ. 535

Ναυμαχία Φωκαέων και Ετρούσκων-Τυρρηνών.

530-522

Ο Καμβύσης Β’ βασιλιάς των Περσών.

525

Ο Καμβύσης Β’ κατακτά την Αίγυπτο.

περ. 525

Πόλεμος Κυμαίων και Ετρούσκων.

522

Ο Πολυκράτης βασανίζεται και θανατώνεται.

522-486

Ο Δαρείος Α’ βασιλιάς των Περσών.

514

Δολοφονία του Ιππάρχου.

510

Εκδίωξη του Ιππία από την Αθήνα.

508/7

Μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη.

περ. 500

Ακμάζει ο Ηράκλειτος.

499

Οι Πέρσες και ο Αρισταγόρας εναντίον της Νάξου. Αρχή της ιωνικής εξέγερσης.

498

Οι Ίωνες καταλαμβάνουν τις Σάρδεις.

494

Ναυμαχία στη Λάδη. Καταστολή της ιωνικής εξέγερσης. Καταστροφή της Μιλήτου. Νίκη των Σπαρτιατών επί του Άργους στη Σήπεια.

493

Διδάσκεται η Μιλήτου ἅλωσις του Φρυνίχου.

492

Πρώτη εκστρατεία των Περσών εναντίον της Ελλάδας. Καταστροφή του στόλου τους στον Άθω.

491

Η Αθήνα και η Αίγινα σε πόλεμο.

490

Εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Μάχη του Μαραθώνα.

487

Πρώτος οστρακισμός και κλήρωση των αρχόντων στην Αθήνα.

486-465

Ο Ξέρξης Α’ βασιλιάς των Περσών.

480

Μάχη των Θερμοπυλών. Ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο και τη Σαλαμίνα. Ναυμαχία της Ιμέρας.

479

Μάχες στις Πλαταιές και τη Μυκάλη.

478

Έναρξη της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (Συμμαχία της Δήλου).

476

Βραβεύονται οι Φοίνισσες του Φρυνίχου.

474

Ο Ιέρων νικά τους Ετρούσκους σε ναυμαχία έξω από την Κύμη.

472

Διδάσκονται οι Πέρσες του Αισχύλου με χορηγό τον Περικλή.

μετά το

Ο Κίμων νικά τους Πέρσες στις εκβολές του Ευρυμέδοντα.

470 περ. 465-

Γ’ Μεσσηνιακός Πόλεμος.

458 465-424

Ο Αρταξέρξης Α’ βασιλιάς των Περσών.

462

Μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη. Περιορισμός της εξουσίας του Αρείου Πάγου.

461

Οστρακισμός του Κίμωνα. Δολοφονία του Εφιάλτη.

457

Εκλογή Αθηναίων αρχόντων και από την τάξη των ζευγιτών.

455

Πεθαίνει ο Αισχύλος.

454

Το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρεται από τη Δήλο στην Αθήνα.

451

Εξέγερση Δουκέτιου στη Σικελία.

περ.

Ο Περδίκκας Β’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

450/40413 447-432

Οικοδόμηση του Παρθενώνα.

436-432

Οικοδόμηση των Προπυλαίων.

431-421

Πρώτη περίοδος του Πελοποννησιακού Πολέμου (Αρχιδάμειος Πόλεμος).

431-425

Ο Ηρόδοτος γράφει τις Ιστορίες του.

429

Πεθαίνει ο Περικλής.

427

Ο Γοργίας στην Αθήνα.

427-424

Οικοδόμηση του ναού της Αθηνάς Νίκης.

425

Αθηναϊκή νίκη εναντίον των Σπαρτιατών στη Σφακτηρία.

423

Διδάσκονται για πρώτη φορά οι Νεφέλες του Αριστοφάνη.

423-404

Ο Δαρείος Β’ βασιλιάς των Περσών.

422

Ο Κλέων και ο Βρασίδας σκοτώνονται στην Αμφίπολη.

421

Διδάσκεται η Ειρήνη του Αριστοφάνη.

421-414

Η Νικίειος Ειρήνη διακόπτει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.

περ. 421-

Οικοδόμηση του Ερεχθείου.

406 417

Τελευταίος οστρακισμός στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι υποτάσσουν την ουδέτερη Μήλο.

415-413

Σικελική εκστρατεία.

περ. 415

Διδάσκονται οι Τρωάδες του Ευριπίδη.

413-404

Δεκελεικός Πόλεμος.

413-399

Ο Αρχέλαος βασιλιάς της Μακεδονίας.

ύστερ.

Ο Θουκυδίδης γράφει την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου.

5ος αι. 411

Ανατροπή της δημοκρατίας στην Αθήνα. Τυραννία των Τετρακοσίων.

μετά το

Ο Ευριπίδης γράφει τις τελευταίες τραγωδίες του στην αυλή του Αρχελάου.

408 406

Οι Αθηναίοι νικούν τους Σπαρτιάτες στη ναυμαχία των Αργινουσών. Πεθαίνουν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης.

405

Ο Λύσανδρος συντρίβει τους Αθηναίους σε ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Ο Διονύσιος Α’ τύραννος των Συρακουσών.

404

Παράδοση της Αθήνας. Τριάκοντα τύραννοι.

404-359

Ο Αρταξέρξης Β’ Μνήμων βασιλιάς των Περσών.

401

Κύρου Ανάβασις. Μάχη στα Κούναξα και θάνατος του Κύρου του νεότερου.

399

Καταδίκη και θάνατος του Σωκράτη.

396

Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος Β’ αναλαμβάνει αγώνα εναντίον των Περσών στη Μικρά Ασία.

394

Ήττα των Σπαρτιατών στη ναυμαχία της Κνίδου και νίκη στη μάχη της Κορώνειας. Ο Ξενοφών επιστρέφει στην Ελλάδα.

393

Ο Κόνων επιστρέφει στην Αθήνα.

393-370

Ο Αμύντας Γ’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

περ. 388

Ο Πλάτων ιδρύει την Ακαδημία.

386

Ειρήνη του Βασιλιά.

380

Ο Ισοκράτης γράφει τον Πανηγυρικό.

377

Ίδρυση της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας.

376

Νίκες των Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών σε ναυμαχίες στη Νάξο και τη Λευκάδα.

περ. 375

Ο Πλάτων γράφει την Πολιτεία.

371

Οι Θηβαίοι Επαμεινώνδας και Πελοπίδας ταπεινώνουν τους Σπαρτιάτες στη μάχη των Λεύκτρων.

370

Εκστρατεία του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο.

370-368/9

Ο Αλέξανδρος Β’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

367

Ο Διονύσιος Α’ βραβεύεται στα Λήναια.

367-357,

Διονύσιος Β’ των Συρακουσών.

346-344 367

Ο Πελοπίδας στα Σούσα.

367-365

Ο Πλάτων στη Σικελία.

περ. 365

Ο Αριστοτέλης εγκαθίσταται στην Αθήνα για σπουδές.

365-360

Ο Περδίκκας Γ’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

364

Πεθαίνει ο Πελοπίδας.

362

Ο Επαμεινώνδας νικά τους Σπαρτιάτες στη μάχη της Μαντίνειας και σκοτώνεται. Ο γιος του Ξενοφώντα Γρύλλος σκοτώνεται πολεμώντας με την αθηναϊκή παράταξη.

περ. 362

Ο Ξενοφών ολοκληρώνει τα Ελληνικά του.

361-360

Ο Πλάτων και πάλι στη Σικελία.

360

Πεθαίνει ο Αγησίλαος Β’.

360-336

Ο Φίλιππος Β’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

359-338

Ο Αρταξέρξης Γ’ Ώχος βασιλιάς των Περσών.

357

Ο Φίλιππος Β’ καταλαμβάνει την Αμφίπολη.

357-346

Γ’ Ιερός Πόλεμος.

353

Ο Ισοκράτης γράφει τον Περὶ ἀντιδόσεως λόγο.

349

Ο Φίλιππος Β’ καταλαμβάνει την Όλυνθο.

347

Πεθαίνει ο Πλάτων.

346

Η ειρήνη του Φιλοκράτη μεταξύ των Αθηναίων και του Φιλίππου Β’.

344

Ο Τιμολέων στη Σικελία.

341

Ο Δημοσθένης γράφει τους Γ’ και Δ’ Φιλιππικούς.

ύστερ.

Ακμάζει ο Μένανδρος και η Νέα Κωμωδία.

4ος αι. 340

Ο Φίλιππος Β’ πολιορκεί την Πέρινθο.

339

Ο Ισοκράτης γράφει τον Παναθηναϊκό.

338

Μάχη της Χαιρώνειας. Πεθαίνουν ο Τιμολέων και ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος Γ’. Πεθαίνει ο Ισοκράτης.

338-335

Ο Αρσής βασιλιάς των Περσών.

337

Συνέδριο της Κορίνθου. Ο Φίλιππος Β’ ἡγεμών και στρατηγός αὐτοκράτωρ.

336

Ο Άτταλος και ο Παρμενίων αρχίζουν επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών. Δολοφονείται ο Φίλιππος Β’.

336-323

Ο Αλέξανδρος Γ’ (ο Μέγας) βασιλιάς της Μακεδονίας.

335

Ο Αλέξανδρος Γ’ κυριεύει και καταστρέφει τη Θήβα.

335-330

Ο Δαρείος Γ’ Αρτασάτα (Κοδομαννός) βασιλιάς των Περσών.

335

Ο Αριστοτέλης ιδρύει το Λύκειο.

334

Ο Αλέξανδρος Γ’ περνά στην Ασία. Μάχη στον Γρανικό ποταμό.

333

Πεθαίνει ο Μέμνων. Μάχη στην Ισσό.

332

Κατάληψη και καταστροφή της Τύρου και της Γάζας.

331

Κατάληψη της Αιγύπτου χωρίς μάχη και ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Μάχη στα Γαυγάμηλα. Εξέγερση των Πελοποννησίων και καταστολή της.

330

Ο Αλέξανδρος Γ’ εισέρχεται στη Βαβυλώνα και πυρπολεί την Περσέπολη. Δολοφονία του Δαρείου Γ’. Δολοφονία Παρμενίωνα και εκτέλεση Φιλώτα. Ο Δημοσθένης εκφωνεί τον Περὶ τοῦ στεφάνου λόγο.

328

Φόνος του Κλείτου.

327

Εκτέλεση του Καλλισθένη.

326

Ο Αλέξανδρος Γ’ στον Ινδό ποταμό. Μάχη με τον Πώρο.

325

Επιστροφή στη Βαβυλώνα μέσα από τη Γαδρωσία.

324

Πεθαίνει ο Ηφαιστίων. Πεθαίνει ο Διογένης ο Κυνικός.

323

Πεθαίνει ο Αλέξανδρος Γ’. Πρώτος διαμερισμός της αυτοκρατορίας από τους Διαδόχους.

323-322

Ελληνικός ή Λαμιακός Πόλεμος.

322

Αυτοκτονεί ο Δημοσθένης και πεθαίνει ο Αριστοτέλης.

320

Πρώτος Πόλεμος των Διαδόχων. Θάνατος του Περδίκκα. Νέα συμφωνία των διαδόχων στον Τριπαράδεισο.

319-315

Δεύτερος Πόλεμος των Διαδόχων.

317-289

Ο Αγαθοκλής τύραννος των Συρακουσών.

314-311

Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων.

307

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής απελευθερώνει την Αθήνα.

306

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής καταλαμβάνει την Κύπρο. Ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος και ο Δημήτριος αυτοαναγορεύονται βασιλείς. Παρομοίως αμέσως μετά ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος. Ο Επίκουρος ιδρύει τον Κήπο.

305

Ο Δημήτριος πολιορκεί ανεπιτυχώς τη Ρόδο.

303-301

Τέταρτος Πόλεμος των Διαδόχων. Μάχη της Ιψού και θάνατος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου.

περ. 300

Ο Ζήνων από το Κίτιο ιδρύει τη Στοά.

297

Πεθαίνει ο Κάσσανδρος.

294-287

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής βασιλιάς της Μακεδονίας.

287

Ο Πύρρος νικά τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.

285

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής αιχμάλωτος του Σέλευκου Α’.

μετά το

Ίδρυση του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια.

285 283

Πεθαίνει ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρ.

281

Μάχη στο Κουροπέδι. Πεθαίνουν ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος Α’.

280

Ο Πύρρος περνά στην Ιταλία και πολεμά εναντίον των Ρωμαίων.

279

Οι Κέλτες (Γαλάτες) εισβάλλουν στην Ελλάδα.

278

Ο Πύρρος στη Σικελία πολεμά εναντίον των Καρχηδονίων.

276-239

Ο Αντίγονος Γονατάς αντιμετωπίζει επιτυχώς τους Κέλτες και γίνεται βασιλιάς της Μακεδονίας.

275-271

Πρώτος Συριακός Πόλεμος.

272

Ο Πύρρος σκοτώνεται πολεμώντας στην Πελοπόννησο. Οι Ρωμαίοι κατακτούν τον Τάραντα.

270

Πεθαίνει ο Επίκουρος.

270-215

Ο Ιέρων Β’ βασιλιάς των Συρακουσών.

268-261

Χρεμωνίδειος Πόλεμος. Ο Αντίγονος Γονατάς επιβάλλεται στη Σπάρτη και την Αθήνα.

264

Οι Ρωμαίοι διαβαίνουν τη θάλασσα και αρχίζουν επιχειρήσεις πέρα από την Ιταλία.

264-241

Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος.

263

Πεθαίνει ο Ζήνων από το Κίτιο.

260-253

Β’ Συριακός Πόλεμος.

251

Ο Άρατος απελευθερώνει τη Σικυώνα.

251-246

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος διευθυντής της αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Τον διαδέχεται ο Ερατοσθένης.

246-241

Γ’ Συριακός ή Λαοδίκειος Πόλεμος.

243

Ο Άρατος καταλαμβάνει τον Ακροκόρινθο.

241

Εκτέλεση του μεταρρυθμιστή βασιλιά της Σπάρτης Άγη Δ’. Οι Ρωμαίοι εκδιώκουν τους Καρχηδονίους από τη Σικελία.

239-229

Ο Δημήτριος Β’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

περ. 230

Πεθαίνει ο μαθηματικός και αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος.

229-222

Κλεομενικός Πόλεμος.

229-221

Ο Αντίγονος Δώσων βασιλιάς της Μακεδονίας.

228

Οι Ρωμαίοι μετέχουν στα Ίσθμια.

222

Η Ελληνική Συμμαχία κατατροπώνει τον στρατό του Κλεομένη Γ’ στη μάχη της Σελλασίας.

221-179

Ο Φίλιππος Ε’ βασιλιάς της Μακεδονίας.

220-217

Συμμαχικός Πόλεμος. Οι Μακεδόνες και οι Αχαιοί εναντίον των Αιτωλών και των Σπαρτιατών. Καταστροφή της Θήβας.

219-217

Δ’ Συριακός Πόλεμος.

218-201

Β’ Καρχηδονιακός ή Αννιβαϊκός Πόλεμος.

217

Ήττα του Αντίοχου Γ’ από τον Πτολεμαίο Δ’ στη μάχη της Ραφίας. Συμφωνία της Ναυπάκτου μεταξύ των Αιτωλών και του Φιλίππου Ε’.

216

Ο Αννίβας κατατροπώνει τους Ρωμαίους στις Κάννες.

215-205

Α’ Μακεδονικός Πόλεμος.

213

Πεθαίνει ο Άρατος.

212

Ο Αντίοχος Γ’ (ο Μέγας) αρχίζει την ἀνάβασιν στις ανατολικές επαρχίες του βασιλείου του. Κατάληψη Συρακουσών από τους Ρωμαίους. Σκοτώνεται ο Αρχιμήδης.

207-192

Ο μεταρρυθμιστής Νάβης βασιλιάς της Σπάρτης.

205

Ειρήνη της Φοινίκης ανάμεσα στους Ρωμαίους και τον Φίλιππο Ε’.

202

Συντριβή των Καρχηδονίων στη μάχη της Ζάμας. Ε’ Συριακός Πόλεμος.

202-197

Β’ Μακεδόνικος Πόλεμος.

197

Ο Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος συντρίβει τον Φίλιππο Ε’ στις Κυνός Κεφαλές.

196

Ο Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος διακηρύσσει την ελευθερία των Ελλήνων στα Ίσθμια.

195

Ο Αννίβας σύμβουλος του Αντίοχου Γ’.

192

Ο Αντίοχος Γ’ στην Ελλάδα.

191

Ήττα του Αντίοχου Γ’ στη μάχη των Θερμοπυλών.

189

Ήττα του Αντίοχου Γ’ στη μάχη της Μαγνησίας.

188

Ειρήνη της Απάμειας. Ο Αντίοχος Γ’ εγκαταλείπει τη Μικρά Ασία.

187

Δολοφονία του Αντίοχου Γ’.

183

Αυτοκτονεί ο Αννίβας και πεθαίνει ο Φιλοποίμην. Την τέφρα του μεταφέρει ο Πολύβιος.

179-168

Ο Περσέας βασιλιάς της Μακεδονίας.

175-164

Ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής βασιλιάς των Σελευκιδών.

171-168

Γ’ Μακεδονικός Πόλεμος. ΣΤ’ Συριακός Πόλεμος.

168

Μάχη της Πύδνας. Ο Αιμίλιος Παύλος νικά τον Περσέα και βάζει τέλος στο μακεδονικό βασίλειο. Ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής ταπεινώνεται από τους Ρωμαίους στην Αλεξάνδρεια. Ο Πολύβιος όμηρος στη Ρώμη.

167

Βεβήλωση του Ναού του Σολομώντα από τον Αντίοχο Δ’ τον Επιφανή.

166

Ο Περσέας πεθαίνει αιχμάλωτος στη Ρώμη. Εξέγερση των Μακκαβαίων στην Παλαιστίνη.

164

Αποκατάσταση του Ναού του Σολομώντα. Θάνατος του Αντίοχου Δ’ του Επιφανή.

149-148

Εξέγερση και συντριβή του Ανδρίσκου. Η Μακεδονία γίνεται ρωμαϊκή επαρχία.

149-146

Γ’ Καρχηδονιακός Πόλεμος.

146

Ο Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Αιμιλιανός παραδίδει την Καρχηδόνα στις φλόγες. Ο Λεύκιος Μόμμιος καταστρέφει και λεηλατεί την Κόρινθο.

133

Ο Άτταλος Γ’ κληροδοτεί το Πέργαμο στη Ρώμη.

129

Εξέγερση του Αριστονίκου και καταστολή της.

120

Πεθαίνει ο Πολύβιος.

88

Σφαγή των Ρωμαίων στη Μικρά Ασία.

86

Ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας καταλαμβάνει και λεηλατεί την Αθήνα. Ήττες του Μιθριδάτη ΣΤ’ στη Χαιρώνεια και τον Ορχομενό.

73-71

Εξέγερση των δούλων στην Ιταλία με αρχηγό τον Σπάρτακο.

70

Κατάκτηση του Πόντου από τους Ρωμαίους.

64

Ο Γναίος Πομπήιος (ο Μάγνος) καταλύει τα υπολείμματα του βασιλείου των Σελευκιδών.

μέσον 1ου

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης συγγράφει τη Βιβλιοθήκη του.

αι. 48

Ο Ιούλιος Καίσαρας νικά τον Πομπήιο στη Φάρσαλο και εμπλέκεται σε συγκρούσεις στην Αλεξάνδρεια.

44

Ο Ιούλιος Καίσαρας εκλέγεται ισόβιος δικτάτωρ και δολοφονείται.

42

Ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος νικούν στους Φιλίππους τους δολοφόνους του Καίσαρα.

31

Ο Οκταβιανός νικά τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα στη ναυμαχία του Ακτίου.

30

Ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτονούν. Η Αίγυπτος περνά στην εξουσία των Ρωμαίων.

27 π.Χ.-

Ο Οκταβιανός Αύγουστος ηγεμόνας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

14 μ.Χ. 27 π.Χ.

Η Ελλάδα γίνεται ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Αχαΐα.

51 μ.Χ.

Ο απόστολος Παύλος φθάνει στη Μακεδονία.

64 μ.Χ.

Πυρκαγιά στη Ρώμη και διωγμοί χριστιανών από τον Νέρωνα.

66-70 μ.Χ.

Ιουδαϊκή εξέγερση, καταστολή και καταστροφή του Ναού του Σολομώντα.

περ. 120

Πεθαίνει ο βιογράφος και φιλόσοφος Πλούταρχος.

μ.Χ. 132 μ.Χ.

Νέα ιουδαϊκή εξέγερση.

μέσον 2ου

Ακμάζει ο περιηγητής Παυσανίας.

αι. μ.Χ. 160-180

Ο Μάρκος Αυρήλιος αύγουστος.

μ.Χ. 161 μ.Χ.

Ο Περεγρίνος Πρωτέας αυτοπυρπολείται στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

176 μ.Χ.

Ο Μάρκος Αυρήλιος ιδρύει τέσσερις έδρες φιλοσοφίας στην Αθήνα.

177 μ.Χ.

Πεθαίνει ο σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός.

μετά το

Πεθαίνει ο σοφιστής Λουκιανός.

180 μ.Χ. 189 μ.Χ.

Πεθαίνει ο ρήτορας Αίλιος Αριστείδης.

212 μ.Χ.

Με την Constitutio Antoniniana όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας αποκτούν δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη.

253 μ.Χ.

Πεθαίνει ο χριστιανός θεολόγος Ωριγένης.

260 μ.Χ.

Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός πεθαίνει ταπεινωμένος στα χέρια του Πέρση βασιλιά Σαπώρη.

270 μ.Χ.

Πεθαίνει ο φιλόσοφος Πλωτίνος.

284-305

Ο Διοκλητιανός κυρίαρχος στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

μ.Χ. 303 μ.Χ.

Έναρξη των «μεγάλων διωγμών» των χριστιανών.

305 μ.Χ.

Πεθαίνει ο φιλόσοφος Πορφύριος.

307 μ.Χ.

Ο Κωνσταντίνος (ο Μέγας) αύγουστος.

312 μ.Χ.

Ο Κωνσταντίνος διαβαίνει τη Μουλβία Γέφυρα και κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας.

313 μ.Χ.

Ο Κωνσταντίνος συναντάται με τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα και συμφωνούν σε πολιτική θρησκευτικής ανεξιθρησκίας.

324 μ.Χ.

Ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο και γίνεται μονοκράτορας.

325 μ.Χ.

Σύνοδος της Νίκαιας. Πεθαίνει ο φιλόσοφος Ιάμβλιχος.

330 μ.Χ.

Εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης.

337 μ.Χ.

Πεθαίνει ο Κωνσταντίνος.

339 μ.Χ.

Πεθαίνει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας.

353 μ.Χ.

Ο Κωνστάντιος Β’ μονοκράτορας.

354 μ.Χ.

Ο Λιβάνιος αναλαμβάνει την έδρα της ρητορικής στην Αντιόχεια.

341 μ.Χ.

Διωγμοί των χριστιανών στην Περσία.

360-363

Ο Ιουλιανός γίνεται αύγουστος (από το 361 μοναδικός αύγουστος).

μ.Χ. 365 μ.Χ.

Καταστροφικό τσουνάμι στην Ανατολική Μεσόγειο.

378 μ.Χ.

Μεγάλη ήττα των Ρωμαίων από τους Γότθους στην Ανδριανούπολη.

379-395

Ο Θεοδόσιος Α’ (ο Μέγας) αύγουστος. Με τον θάνατό του η αυτοκρατορία διαιρείται

μ.Χ.

οριστικώς σε δύο τμήματα.

386 μ.Χ.

Ο Λιβάνιος γράφει το σύγγραμμα Υπέρ των ιερών.

πριν από

Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει την ιστορία του.

391 μ.Χ. 391 μ.Χ.

Ο Θεοδόσιος Α’ διατάσσει το κλείσιμο των παγανιστικών ναών. Καταστροφή του Σεραπείου της Αλεξάνδρειας από τους χριστιανούς.

393 μ.Χ.

Οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες.