ακουαμαρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακουαμαρίνα θηλυκό
- παραλλαγή του πυριτικού ορυκτού βήρυλλος με γαλάζια ή γαλαζοπράσινη απόχρωση που χρησιμοποίειται στην κοσμηματοποιία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουαμαρίνα