Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής

Page 124

(=καμπούρης), κυφοῦμαι, κῦφος, τό (=καμπούρα), κυφότης (=καμπούρα), κύφωμα, κύφων (=κυρτό ξύλο), κύφωσις, κυφαγωγός, κυπτάζω (θαμιστ.). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά: κύμβος (=ποτήρι), κύμβη, κύμβαλον, κύπη (=κοίλωμα), κύπελλον. Κυρέω-ῶ ἤ κύρω (=συναντῶ, πετυχαίνω τό σκοπό μου). Ἀπό ρίζα κυρ-. Παράγωγα: κύρμα ἤ κύρημα (=εὕρημα, λάφυρο), συγκυρῶ, συγκυρία, συγκύρησις. Κύριος. Ἀπ’ τό κῦρος (=δύναμη), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κυρίττω (=χτυπῶ μέ τά κέρατα). Ἀπό ρίζα κυρ. Θέμα κυρικ+j+ω  κυρίττω. Ἔχει σχέση μέ τό κέρας. Κῦρος (=δύναμη). Ἀπό ρίζα κυρ-. Παράγωγα: κυρόω-ῶ (=κάνω κάτι ἔγκυρο), κύρωμα, κύρωσις, (κατά, ἐπι)κύρωσις, κυρωτέον, κυρωτικός, ἀκόμη τά: κύριος, κυριεύω, κυριεία, κυρίευσις, κυριακός, κυρία (=ἐξουσία), κυρίως, κυριότης, κυρέω-ῶ, κοίρανος (=ἀρχηγός). Κυρτός. Ἔχει σχέση μέ τό κύκλος, κορωνός (=καμπύλος). Παράγωγα: κυρτότης, κυρτόω-ῶ (=κυρτώνω), κύρτωμα, κύρτωσις (=καμπούριασμα), κυρτών (=καμπούρης), κυρτιάω (=καμπουριάζω). Κύρωσις. Ἀπ’ τό κυρόω, πού παράγεται ἀπ’ τό κῦρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κύστις (=φούσκα). Ἀπ’ τό κύω (=φουσκώνω) - κυέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κύτος (=κοίλωμα). Ἀπ’ τό κύω, κυέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κύτταρον (=κάθε κοίλωμα). Ἀπ’ τό κύτος τοῦ κυέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κυφός (=καμπούρης). Ἀπ’ το κέκυφα, παρακειμ. τοῦ κύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κυψέλη (=θήκη). Ἴσως ἀπ’ το κύπτω, συγγενικό ἀκόμη μέ τό κυφός. Κύων-κυνός (=σκυλί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: κυνέη (=δέρμα σκυλιοῦ), κύνειος (=σκυλίσιος), κυνικός, κυνισμός καί τά σύνθετα: κυναγός, κυνάγχη, κυνηγέτης, κυνηγῶ, κυνόδους, κύντερος (=ἀναιδέστατος), κυνώπης. Κωδωνίζω (=δοκιμάζω με κουδουνισμό). Ἀπ’ τό κώδων (=κουδούνι). Κῶλον (=μέλος τοῦ σώματος, σκέλος). Ἔχει σχέση μέ τά: σκέλος - κυλλός (=στραβοκάνης). Κωλύω (=ἐμποδίζω). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του.

Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τά: κολούω (κολοβώνω) - κόλος (=κολοβός). Παράγωγα: κώλυμα (=ἐμπόδιο), κωλύμη, κώλυσις, κωλυτέον, κωλυτήρ, κωλυτήριος, κωλυτής, κωλυτικός, κωλυτός, ἀκώλυτος, ἀκωλύτως, διακωλυτέον. Κῶμα (=λήθαργος, βαθύς ὕπνος). Ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κωμάζω (=εὐθυμῶ, γιορτάζω). Ἀπ’ τό κῶμος πού παράγεται ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωμάζω: κωμασία (=παρέλαση τῶν εἰδώλων τῶν θεῶν στήν Αἴγυπτο), κωμαστής, κωμαστικός. Κώμη (=χωριό). Ἀπ’ το κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κωμικός. Ἀπ’ τό κῶμος τοῦ κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κῶμος (=πανηγύρι, γλέντι). Ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στο κωμάζω. Κωμῳδία. Ἀπ’ τό κωμῳδός (=κωμικός, ὑποκριτής), σύνθετο ἀπ’ τό κῶμος ἤ ἀπ’ τό κώμη + ᾠδός (ἀοιδός). Παράγωγα: κωμῳδῶ (=κοροϊδεύω), κωμῴδημα, κωμῳδητέον, κωμῳδικός. Κώνειον, τό (=βρωμόχορτο, δηλητήριο). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κῶνος (=καρπός τοῦ πεύκου, κουκουνάρα) ἀπ’ τό σχῆμα τοῦ φυτοῦ πού μοιάζει με κουκουνάρα. Κῶνος (=καρπός πεύκου, κουκουνάρα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Κώπη (=κουπί, λαβή ξίφους). Ἀπό ρίζα καπ- τοῦ κάπτω (=χάφτω). Παράγωγα: κώπαιον (=τό πάνω μέρος τοῦ κουπιοῦ), κωπεύω, κωπήρης (=μέ κουπιά), κωπίον καί τό σύνθετο κωπηλατῶ (=τραβῶ κουπί). Κωπηλατῶ (=τραβῶ κουπί). Ἀπ’ τό κωπηλάτης, σύνθετο ἀπ’ τό κώπη + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωπηλατῶ: κωπηλασία, κωπηλατικός. Κωτίλος (=φλύαρος, ἀνόητος, ζωηρός). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Κωφός (=ἀνίσχυρος, ἄλαλος, κουφός). Ἀπ’ τό κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωφός: κωφότης, κωφάω, κωφεύω (=εἶμαι βουβός), κώφησις, κωφόω, κώφωσις.

125


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.