Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής

Page 160

Ὁμορροθέω-ῶ (=κωπηλατῶ μαζί, συμφωνῶ). Ἀπ’ τό ὁμόρροθος  ὁμοῦ + ροθῶ (=κάνω θόρυβο). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός. Ὁμός (=ὁ ἴδιος, ὅμοιος, κοινός). Ἀπό ρίζα αμ- ἤ ομ- τοῦ ἅμα (=μαζί). Παράγωγα: ὅμαδος, ὁμαδόν, ὁμαλός, ὁμῆ ἤ ὁμῇ (=μαζί), ὁμόθεν (=ἀπ’ τό ἴδιο μέρος), ὅμοιος, ὁμοιότης, ὁμοιόω-ῶ, ὁμοίωμα, ὁμοιωματικός, ὁμοίωσις, ἀνομοίωσις, ἀφομοίωσις, ἐξομοίωσις, παρομοίωσις, ὁμοιωτής, ὁμοιωτικός, ὁμόσε (=στόν ἴδιο τόπο), ὁμοῦ (=μαζί), ὁμόω (=ἑνώνω), ὁμῶς (=ὅμοια), ὅμως (σύνδ.) καί τά σύνθετα: ὅμαιμος (=συγγενής), ὁμήγυρις, ὁμῆλιξ, ὅμηρος, ὅμιλος, ὁμιλῶ, ὁμογενής, ὁμόδοξος, ὁμοκλέω (=φωνάζω μαζί), ὁμοκλή, ὁμόλογος, ὁμολογῶ, ὁμόνους, ὁμόνοια, ὁμονοῶ, ὅμορος, ὁμορροθῶ, ὁμόρροθος, ὁμόσπονδος, ὁμόσπορος, ὁμότεχνος, ὁμότιμος, ὁμόφρων (=σύμφωνος), ὁμόφυλος, ὁμόφωνος, ὁμώνυμος. Ὁμόσπονδος. Ἀπ’ τό ὁμοῦ + σπονδή τοῦ σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ὁμός. Ὁμόφυλος. Ἀπ’ τό ὁμοῦ + φυλή τοῦ φύω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ὁμός. Ὄμφαξ (=ἄγουρο σταφύλι, ἀγουρίδα, ἀνώριμος). Ἀπό ρίζα ομφα-. Παράγωγα: ὀμφακίζω (=εἶμαι ἄγουρος), ὀμφακίας (=κρασί ἀπό ἄγουρα σταφύλια, αὐστηρός), ὀμφάκινος, ὀμφάκιον (=χυμός ἄγουρων σταφυλιῶν). Ὁμώνυμος. Ἀπ’ τό ὁμός + ὄνομα τοῦ γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός. Ὄναρ (=ὄνειρο). Πρωτότυπη λέξη. Μόνον ἡ ὀνομ. καί αἰτ. ἐν. χρησιμοποιοῦνται, ἐνῶ τίς ἄλλες πτώσεις τίς παίρνει ἀπ’ τό ὄνειρος, ὁ (=τό ὄνειρο). Ἀντίθετο εἶναι τό ὕπαρ (=ὄραμα πού βλέπει κανείς ξύπνιος). Ὄνειδος (=ψόγος, κατηγορία). Τό ο εἶναι προθεματικό. Ἡ κατάληξη nid δηλώνει χλευασμό καί συναντιέται σέ πολλές ἰαπετ. γλῶσσες. Παράγωγα: ὀνειδίζω (=κατηγορῶ), ὀνείδισις, ὀνείδισμα, ὀνειδισμός, ὀνειδιστέον, ὀνειδιστής, ὀνειδιστικός, ὀνείδιστος, ἐπονείδιστος (=ἀξιοκατάκριτος). Ὀνειροπόλος. Ἀπ’ τό ὄνειρος + πολέω (=περιπλανιέμαι). Παράγωγα: ὀνειροπολῶ, ὀνειροπόλημα, ὀνειροπόλησις, ὀνειροπολία, ὀνειροπολικός.

Ὀνίνημι (=ὠφελῶ, ὑποστηρίζω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα να + προθεματικό ο + ἐνεστ. ἀναδιπλ. νι  ὀνίνα = ὀνίνημι καί μέσο ὀνίναμαι. Παράγωγα: ὄνησις (=ὠφέλεια), ὀνήσιμος (=ὠφέλιμος), ὀνησίπολις, ὀνησίμως, ὀνητικός, ὀνητός, ἀνόνητος (=ἀνωφελής), ὀνήτωρ, ὀνίνησις, ἐριούνης καί ἐριούνιος (=πολύ ὠφέλιμος, σωτήριος, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμῆ), ὄνειαρ -ατος (=ὠφέλεια). Ὄνομα. Ἀρχική ρίζα φαίνεται ὅτι ἦταν τό γνο- (νο) τοῦ γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (Λατιν. nomen). Παράγωγα τοῦ ὄνομα: ὀνομάζω, ὀνομασία, παρονομασία (=ἀλλαγή τῆς λέξης πού δίνει ἄλλη ἀπόχρωση στή σημασία της), ὀνομαστέον, ὀνομαστής, παρονομαστής, ὀνόμασις, ὀνομαστί, ὀνομαστικός, ὀνομαστός, πατρώνυμον, πολυώνυμος, συνώνυμος, συνωνυμία, ψευδώνυμον. Ὄνος (=γάιδαρος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ὀνίσκος (ὑποκορ.), ὀνικός, ὀνοβατῶ. Ὄντως (=πραγματικά). Ἐπίρρημα ἀπ’ τή μετοχή ὄν τοῦ εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὄνυξ -υχος (=νύχι). Ἴσως να συγγενεύει μέ τό νύσσω  νυχ + jω (=τρυπῶ). Παράγωγα: ὀνυχίζω, ἐξονυχίζω (=ἐξετάζω προσεκτικά), ὀνύχινος, ὀνυχισμός, γαμψῶνυξ, μῶνυξ. Ὀξυδερκής. Ἀπ’ τό ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς. Ὀξύθυμος. Ἀπ’ τό ὀξύς + θυμός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό θυμός. Ὀξύμωρος. Ἀπ’ τό ὀξύς + μωρός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς. Ὀξύς (=μυτερός, διαπεραστικός). Ἀπό ρίζα ακ- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις ἀκμή, ἀκή, ἀκωκή. Παράγωγα: ὀξύνω, ὀξυόεις, ὀξυντέον, ὀξύτης, παροξυσμός, ὀξυδερκής, ὀξύθυμος, ὀξύμωρος, ὀξύτονος, ὀξύφωνος, ὀξύχολος. Ὀπαδός. Ἀπ’ τό ὀπάζω (=συνοδεύω) πού παράγεται ἀπ’ τό ἕπομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὀπή (=τρύπα). Ἀπό ρίζα οπ- τοῦ ὄπωπα τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ὄπισθεν (=στό πίσω μέρος, ἀπό πίσω). Πιθανόν ἀπ’ τό ὄπις (=προσοχή) πού εἶναι συγγενικό μέ τά κατόπιν, μετόπιν, ὀπίσω. Παράγωγα: ὀπίσθι-

161


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.