ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΛΑΡΙΣΑΣ 'γαία πατρίς" του ΘΩΜΑ ΑΣΤ. ΤΣΕΤΣΙΛΑ

Page 1

ΘΩΜΑΣ ΑΣΤ. ΤΣΕΤΣΙΛΑΣ

ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΛΑΡΙΣΑΣ

Ιστορικό σημείωμα

Το Μακρυχώρι το 2012 Δεύτερη έκδοση

ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019


2


ΘΩΜΑΣ ΑΣΤ. ΤΣΕΤΣΙΛΑΣ

ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΛΑΡΙΣΑΣ

Ιστορικό σημείωμα

Το Μακρυχώρι στα τέλη της δεκαετίας του 1950 Δεύτερη έκδοση

ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019


Προσφορά στους Μακρυχωρίτες στη μνήμη του παππού μου Πέτρου Κων/νου Τσέτσιλα (1851-1926).


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ………………………………………………………………….7 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Α. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ………………………………………………………………………10 Β. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ…………………………………………………………………...14 Γ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ…………………………………………………18 Δ. ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ: ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΟΧΩΡΙ Ή ΤΟΥΡΚΟΧΩΡΙ;…………………….22

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ (1881-1913) Α. ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΔΗΜΟΣ ΝΕΣΣΩΝΟΣ……………………..26 Α1. Οι Τούρκοι φεύγουν, οι Έλληνες έρχονται Α2. Διοίκηση Α3. Οικονομία Β. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ…………………………………………………………….36 Β1. Αξιοσημείωτα διάφορα Β2. Αιτήσεις εγγραφής στο Δημοτολόγιο και άλλα έγγραφα ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ (1914-1998) Α. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ……………………………………………….55 Β. Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ……………………………………...56 Β1. Οι Πρόεδροι και οι κοινοτικοί σύμβουλοι Β2. Οι Γραμματείς Β3. Οι κλητήρες και οι υδρονομείς Β4. Οι αγροφύλακες Β5. Ένταξη στο Δήμο Μακρυχωρίου και στο Δήμο Τεμπών ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ


6

Α. ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ……………………………………......70 Α1. Ο ναός του Αγίου Νικολάου Α2. Ο ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά Α3. Ο ναός (εξωκλήσι) της Ζωοδόχου Πηγής Α4. Ο ναός (εξωκλήσι) των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ Α5. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Γεωργίου Α6. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Ευσταθίου Β. ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ…………………………………..81 Β1. Δημοτικό Β2. Νηπιαγωγείο Β3. Γυμνάσιο Β4. Παιδικός Σταθμός Γ. ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ……………………………..100 Δ. ΥΔΡΕΥΣΗ……………………………………………………………….105 Ε. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ………………………………………113 ΣΤ. ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ……………………………125 Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ…………………………………………………………...131 Ζ1. Γεωργία Ζ2. Κτηνοτροφία Ζ3. Βιοτεχνία Ζ4. Εμπόριο Ζ5. Το επίπεδο ζωής των κατοίκων Η. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ…………………………………………………………..186 Η1. Διάφορα θέματα (πλατεία, ηλεκτροφωτισμός, Αστυνομία, τηλέφωνο, οδοποιία) Η2. Αποσπάσματα αποφάσεων του Κ. Σ. Μακρυχωρίου ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ Η ΓΥΡΤΩΝΗ………………………………………………………………..197 ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΤΩΝ…………………..206 Βιβλία και άλλα γραπτά κείμενα που χρησιμοποίησα…………………...218


7

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το ιστορικό σημείωμα αυτό απευθύνεται στους Μακρυχωρίτες και στους κατοίκους της Γυρτώνης. Περιλαμβάνει πληροφορίες για το Μακρυχώρι από την ίδρυσή του ως οικισμού στην περίοδο της τουρκοκρατίας, για την εξέλιξη και την ανάπτυξή του μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα μέρος του επίσης αναφέρεται στον οικισμό της Γυρτώνης. Τις πληροφορίες αυτές άντλησα από γραπτά κείμενα ερευνητών της τοπικής και ευρύτερα της θεσσαλικής ιστορίας, από το αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), από το αρχείο της Κοινότητας Μακρυχωρίου, από ηλικιωμένους Μακρυχωρίτες και κατοίκους της Γυρτώνης και από προσωπικά μου ενθυμήματα. Στόχος του σημειώματος αυτού είναι να σχηματίσουν οι δημότες της Κοινότητας Μακρυχωρίου μια εικόνα της εξελικτικής πορείας του Μακρυχωρίου και του επιπέδου ζωής των κατοίκων κυρίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950· να πληροφορηθούν οι νεότεροι, να θυμηθούμε και να πληροφορηθούμε οι παλαιότεροι και όλοι μας να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις με το επίπεδο ζωής των τελευταίων δεκαετιών και να βγάλουμε, κατά την κρίση του ο καθένας, τα απαραίτητα συμπεράσματα. Θέλω να πιστεύω ότι το σημείωμα πλησιάζει εν πολλοίς το στόχο του. Πάντως, παρά το ότι το σημείωμα αυτό είναι αποτέλεσμα έρευνας, έχω τη συνείδηση ότι δεν έχει απόλυτα επιστημονικό χαρακτήρα. Και τούτο διότι η έρευνα που έκανα δεν έχει το εύρος και το βάθος που θα μπορούσε ίσως να έχει, διότι η ερμηνεία και η αξιολόγηση των γεγονότων ή λείπει ή είναι περιορισμένη και διότι τα στοιχεία που περιλαμβάνει δεν καλύπτουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων. Ωστόσο νομίζω ότι το σημείωμα αυτό, αν δε δικαιούται να θεωρηθεί ως η ιστορία του Μακρυχωρίου (ο όρος ιστορία είναι «βαρύς» και έχει πολλές απαιτήσεις), δικαιούται πάντως τον επιθετικό προσδιορισμό ιστορικό. Μετά τις παρατηρήσεις αυτές θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς όσους συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του ιστορικού σημειώματος. Ευχαριστώ το Δήμαρχο του τέως Δήμου Νέσσωνος Νίκο Γερογιάννη, που επέτρεψε την πρόσβασή μου στο αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος· το Δήμαρχο του τέως Δήμου Μακρυχωρίου Ζήση Λιούπα και το Δήμαρχο του Δήμου Τεμπών Κώστα Κολλάτο, που επέτρεψαν την πρόσβασή μου στο αρχείο της Κοινότητας Μακρυχωρίου· το Συκουριώτη ιστορικό-ερευνητή της τοπικής ιστορίας Γιάννη Πράπα, που διευκόλυνε αποφασιστικά την πρόσβασή μου στο αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος· τον ιστορικό-ερευνητή της Θεσσαλικής ιστορίας και εκδότη του περιοδικού Θεσσαλικό Ημερολόγιο Κώστα Σπανό για την ηθική στήριξη της προσπάθειάς μου και για τις τεχνικού χαρακτήρα πληροφορίες του· το Μαθηματικό Χρήστο Σαΐτη για την ηθική


8

στήριξη της προσπάθειάς μου και για το φωτογραφικό υλικό που μου παραχώρησε από το προσωπικό του φωτογραφικό αρχείο· το συνδημότη κάτοικο της Γυρτώνης Σπύρο Μαντζώνη, που μου παραχώρησε από το οικογενειακό του αρχείο έγγραφο, στο οποίο φαίνεται η μετατροπή του κολληγικού οικισμού της Μπάκραινας σε αυτόνομο οικισμό αγροτών ιδιοκτητών γης και τους πολλούς άλλους φίλους συνδημότες, που με προθυμία μου έδωσαν σχετικές με το θέμα πληροφορίες ή φωτογραφίες· ευχαριστώ τέλος την κόρη μου Άννα, που με πολλή υπομονή επί δύο περίπου χρόνια «δούλευε» στον υπολογιστή το κείμενο του σημειώματος αυτού. Τέλος ευχαριστώ τον Πρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. της Εταιρείας επεξεργασίας φρούτων ΚΡΟΝΟΣ Α.Ε. για την ανάληψη της εκτύπωσης του ιστορικού αυτού σημειώματος και για την καταβολή της σχετικής δαπάνης. Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Η δεύτερη έκδοση του ιστορικού σημειώματος αυτού περιλαμβάνει μερικές διορθώσεις του κειμένου της πρώτης έκδοσης, μερικές συμπληρωματικές πληροφορίες και φωτογραφίες καθώς και απόσπασμα από το Γενικό Μητρώο Αρρένων του πρώην Δήμου Νέσσωνος (1883- 1912) με τα ονόματα των εγγεγραμμένων σ’ αυτό κατοίκων του οικισμού Μακρυχωρίου που γεννήθηκαν μέχρι το έτος 1912. Εξάλλου ικανοποιεί την επιθυμία μερικών φίλων να αποκτήσουν το ιστορικό αυτό σημείωμα, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν το απέκτησαν με την πρώτη έκδοσή του, της οποίας τα αντίτυπα έχουν εξαντληθεί. Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας


9

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ


10

Α. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Το Μακρυχώρι βρίσκεται είκοσι περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Λάρισας στον οδικό άξονα Λάρισας-Τεμπών, και σήμερα δεσπόζει ως οικισμός, απέναντι και σε απόσταση 6-7 χιλιόμετρα από το νότιο στόμιο της κοιλάδας των Τεμπών, στις ανατολικές υπώρειες του μικρού βουνού Καρακόπετρα1. Στην ευρύτερη περιοχή του Μακρυχωρίου, δηλαδή στην πεδινή έκταση που βρίσκεται στην κατεύθυνση από Λάρισα προς Τέμπη, μετά και λίγο ψηλότερα από την τοποθεσία Καρατσαΐρ, ανάμεσα στις δυτικές υπώρειες του Κισσάβου και στο μικρό βουνό Καρακόπετρα, που αποτελεί προέκταση και απόληξη νότιων υπωρειών του Ολύμπου, υπήρχαν οικισμοί από την αρχαιότητα, παρά το ότι ο θεσσαλικός κάμπος στο σύνολό του ήταν τότε αραιοκατοικημένος. Η έκταση αυτή αποτελεί το φυσικό προθάλαμο της κοιλάδας των Τεμπών και από αυτήν περνούσαν και περνούν οι δρόμοι που οδηγούν μέσω της κοιλάδας από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία. Ο δε Πηνειός ποταμός ακουμπά στην αρχή της κάποιες παρυφές της, διαπερνά στη συνέχεια τις δυτικές υπώρειες της Καρακόπετρας και τέλος διασχίζει ένα μεγάλο μέρος της, λίγο πριν μπει στην κοιλάδα των Τεμπών. Εξάλλου από τις δυτικές υπώρειες του Κισσάβου έτρεχε από πολλές πηγές άφθονο νερό, το οποίο διαπερνούσε και διαπότιζε την έκταση αυτή. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία κάτοικοι της περιοχής ασφαλώς θυμούνται τα νερά που έτρεχαν άφθονα μέχρι εδώ και 30-40 χρόνια μέσα από το Συκούριο, το Πουρνάρι, την Ελάτεια και τον Ευαγγελισμό, τα νερά που πήγαζαν και έτρεχαν στο Ραχμάνι του Μακρυχωρίου και στο Κεφαλόβρυσο της Αμφιθέας, το νερό της Βρύσης του Μακρυχωρίου με τα πέντε κανάλια, δίπλα στο σημερινό «αντλιοστάσιο», και ότι ο χείμαρρος Καλάμτσια έφερνε στον Πηνειό νερά του Κισσάβου και της περιοχής όλο το χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι. Τα στοιχεία αυτά, δηλαδή η γεωγραφική θέση της περιοχής του Μακρυχωρίου και η ροή σ’ αυτήν άφθονου επιφανειακού νερού, διευκόλυναν και κατέστησαν αυτονόητη τη μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων και τη δημιουργία οικισμών στην περιοχή αυτή.

Καρακόπετρα. - καρά + πέτρα → Καρακόπετρα = μαύρη πέτρα ή, το πιθανότερο, - κόρακας + πέτρα → Κορακόπετρα = πετρώδες μέρος που φώλιαζαν κοράκια. (κορακόπετρα → καρακόπετρα, όπως κόρακας + αηδόνα → καρακαηδόνα ή κόρακας + κίσσα → καρακόκισσα → καρακάξα, με προληπτική αφομοίωση κατά Γ. Μπαμπινιώτη)

1


11

Ιστορικά δεδομένα, δηλαδή γραπτές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, μας πληροφορούν ότι οικισμοί στην περιοχή αυτή υπήρχαν από την αρχαιότητα στη Γυρτώνη, στο Ραχμάνι, κοντά στο σημερινό Μακρυχώρι, κοντά στη σημερινή Ελάτεια, στους Γόννους, όπου υπήρξε σημαντικός οικισμός στην αρχαιότητα, και αλλού. Ειδικά για τη Γυρτώνη αναφέρεται στον Όμηρο ότι αυτή μαζί με άλλες πόλεις της ίδιας περιοχής έστειλαν στρατεύματα στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τον Πολυποίτη. Οι δ’ Άργισσαν έχον και Γυρτώνην ενέμοντο, Όρθην Ηλώνην τε πόλιν τ’ Ολοσσόνα λευκήν, των αυθ’ ηγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης. (Ιλιάδα, Β, στιχ. 738-740) Βέβαια κάποιοι ερευνητές στη θέση του σημερινού οικισμού Γυρτώνη, ή και λίγο δυτικότερα προς τον οικισμό Ροδιά, τοποθετούν την αρχαία πόλη Μόψιον, ενώ η θέση της αρχαίας Γυρτώνης δεν έχει οριστεί ακόμη ακριβώς. Κάποιοι την τοποθετούν ανατολικότερα, κοντά στις νοτιοδυτικές υπώρειες του μικρού βουνού Βερνέρ ή ακόμα και στην τοποθεσία Μπουνάρμπασι, κοντά στο Κυψελοχώρι. (BRUNO HELLY, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 49, σελ. 50 και τόμος 54, σελ. 17, 18) Πέρα όμως από τα συμπεράσματα ερευνών για την ακριβή θέση των αρχαίων οικισμών, που δεν ενδιαφέρουν πρωτίστως το ιστορικό αυτό σημείωμα, αρχαιολογικά ευρήματα (ταφικά, οικοδομικά και άλλα), η ύπαρξη των οποίων είναι γνωστή σε όλους σχεδόν τους κατοίκους της περιοχής, που έφερε στο φως η σκαπάνη του αρχαιολόγου ή το αλέτρι του γεωργού, ίσως και η σκαπάνη του αρχαιοκάπηλου, είναι αψευδείς μάρτυρες της ύπαρξης αρχαίων οικισμών στη Γυρτώνη και στο Ραχμάνι. Εξάλλου πρόσφατα, περί το 2001, ανασκαφές που έγιναν στα πλαίσια της κατασκευής του αυτοκινητόδρομου, ανατολικά του Μακρυχωρίου και μετά το επίχωμα της σιδηροδρομικής γραμμής, στη θέση Άσπρη Πέτρα ή Γκιρίζι, αποκάλυψαν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού στο μέρος αυτό. Και οι αρχαιολόγοι θεωρούν βέβαιο ότι και στη θέση αυτή, όπως και στη θέση Ραχμάνι, στη μικρή μαγούλα στην αγροτική θέση Γούρνα, υπάρχουν θαμμένα πολλά αξιόλογα αρχαιολογικά μνημεία. Στο Ραχμάνι έγιναν βέβαια κατά καιρούς, μικρής πάντως έκτασης, ανασκαφές. Ήδη το 1910 το αρμόδιο Υπουργείο χορήγησε άδεια στην Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών να κάνει ανασκαφές στη θέση αυτή. Ωστόσο στη θέση του σημερινού οικισμού Μακρυχώρι δε μαρτυρείται, ούτε από γραπτές μαρτυρίες ούτε από αρχαιολογικά ευρήματα, ύπαρξη αρχαίου οικισμού. Η έλλειψη αρκετού νερού στην ανατολική πλευρά της Καρακόπετρας είναι μάλλον ο λόγος για τον οποίο δεν επιλέχτηκε το μέρος αυτό για εγκατάσταση μόνιμων κατοίκων και οικισμού στην αρχαιότητα.


12

Άλλωστε σύμφωνα με μαρτυρίες συγγραφέων ο μικρός ορεινός όγκος της Καρακόπετρας ονομαζόταν στην αρχαιότητα Έρημον όρος, καθώς, προφανώς λόγω της λειψυδρίας, δεν έφερε υψηλή βλάστηση, ήταν κυρίως χορτολιβαδική έκταση. Και η έκταση στην «πλάτη» του Μακρυχωρίου, που φέρει σχετικά υψηλή βλάστηση, ελιές, αγριελιές και άλλη άγρια βλάστηση, «αναδασώθηκε» μετά το 1910 και μετά από πολυετή απαγόρευση της βοσκής στο μέρος αυτό, που επέβαλε η Κοινότητα Μακρυχωρίου. Αλλά και σήμερα ακόμα για έναν που έρχεται από Λάρισα προς Μακρυχώρι η εικόνα της Καρακόπετρας, από τη Γυρτώνη ως το Μακρυχώρι, είναι εικόνα έρημου όρους· και η ψηλότερη κορυφή της ονομάζεται από τους Μακρυχωρίτες Γκόλια, που είναι ονομασία σλαβική και σημαίνει γυμνή περιοχή. Ούτε στη Ρωμαϊκή εποχή, προ ή μετά Χριστόν, ούτε στη Βυζαντινή εποχή μέχρι και το 15ο αιώνα μαρτυρείται η ύπαρξη οικισμού στη θέση του σημερινού Μακρυχωρίου με το όνομα Μακρυχώρι ή με άλλο όνομα.


13

Ανακοινούμεν υμίν ότι δια της υπ’ αριθ. 3179 αποφάσεως ημών παρέσχομεν την άδειαν τη ενταύθα Αγγλική αρχαιολογική Σχολή να ενεργήση εις Μαγούλαν Ραχμανλί παρά το Μακρυχώριον ανασκαφάς, ων την εποπτείαν ανέθεμεν τω Επιμελητή κ. Θ. Καραχάλιω. Όθεν παρακαλούμεν ίνα έχοντες τούτο υπ’ όψιν ενεργήσητε να παρασχεθή τοις επί των ανασκαφών πάσα τυχόν αναγκαία συνδρομή. Ο Υπουργός

Ανασκαφές στο Ραχμάνι το 1910


14

Β. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ Μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων και ίδρυση οικισμού στη θέση του Μακρυχωρίου φαίνεται ότι έγινε στο δεύτερο μισό του 15ου ή στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα. Τα ιστορικά γεγονότα έχουν ως εξής. Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους έγινε αρκετά χρόνια νωρίτερα από το 1453, από την άλωση δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα, μετά το 1380, τουρκικός στρατός κατέλαβε τον Πλαταμώνα και πέρασε από τα Τέμπη στη Θεσσαλία. Στις επιχειρήσεις αυτές σημαντικό ρόλο είχε ο Χασάν Μπαμπά, που ήταν κυρίως θρησκευτικός ηγέτης. Αυτός ίδρυσε τότε τον ομώνυμο Τεκέ, μουσουλμανικό ιερό, και από αυτόν ονομάστηκε και ο οικισμός του Μπαμπά, που αναπτύχθηκε γύρω από τον Τεκέ, δηλαδή τα σημερινά Τέμπη. Η κατάκτηση της Θεσσαλίας ολοκληρώθηκε στις αρχές του επόμενου αιώνα επί Σουλτάνου Μουράτ Β΄. Λίγο μετά το 1420 τουρκικός στρατός υπό το στρατηγό Τουραχάν μπέη πέρασε τα Τέμπη και ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας χωρίς να βρει καμία αντίσταση από τους ντόπιους. Το 1423, αναφέρουν ιστορικά κείμενα, ο Τουραχάν μπέης ίδρυσε δώδεκα χωριά, αρχικά ως στρατιωτικούς σταθμούς. Τα χωριά αυτά ήταν τα εξής: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαΐρ, Μισαλάρ, Ντελέρ, Κουφάλα, Καρατζιογλάν, Λυγάρα, Ραντγκούν, Καραντεμιλί, Ντεριλί και Μπαλαμούτ. Την ίδια εποχή ίδρυσε και τον Τύρναβο, στους κατοίκους του οποίου φρόντισε να παραχωρηθούν από το Σουλτάνο πολλά προνόμια. Στα χωριά αυτά εγκαταστάθηκαν Τούρκοι έποικοι από το Ικόνιο της Καππαδοκίας, οι οποίοι ονομάστηκαν από τον τόπο καταγωγής τους Κονιάροι (Ικονιάροι) και τα χωριά τους κονιαροχώρια. Οι Κονιάροι ήταν κυρίως γεωργοί και ασχολήθηκαν και εδώ κυρίως με την καλλιέργεια της γης. Ο αριθμός των κονιαροχωρίων και ο πληθυσμός του καθένα τους με το πέρασμα του χρόνου και με τη σταδιακή εισροή χιλιάδων εποίκων αύξανε. Μερικές μάλιστα δεκαετίες αργότερα, μετά το 1463, νέο κύμα Τούρκων εποίκων έφτασε στον κάμπο της Λάρισας. Ήταν οι Γιουρούκοι Τούρκοι, νομάδες κτηνοτρόφοι, που το καλοκαίρι μετακόμιζαν με τα κοπάδια τους σε ορεινές περιοχές. Με το πέρασμα του χρόνου Κονιάροι και Γιουρούκοι άρχισαν να ασχολούνται αδιακρίτως και με τη γεωργία και με την κτηνοτροφία. Από αυτούς προήλθαν πολλά χωριά του κάμπου της Λάρισας, ο οποίος από πολλά χρόνια πριν και μέχρι την εποχή εκείνη ήταν αραιοκατοικημένος. Τα περισσότερα από τα χωριά αυτά υπάρχουν και σήμερα, εξελιγμένα βέβαια και εξελληνισμένα. Τέτοια ήταν τα χωριά που ιδρύθηκαν κατά μήκος της παλαιάς εθνικής οδού Λάρισας-Βόλου, όπως Τοπουζλάρ (Πλατύκαμπος), Μαϊμουλάρ (Χάλκη) κ.ά., ή τα χωριά στις


15

βόρειες παρυφές της λίμνης Κάρλας, όπως Αληφακλάρ (Καλαμάκι) κ.ά., ή πιο κοντά στην περιοχή μας τα χωριά Τόιβασι (Καλοχώρι), Σουφλάρ (Χειμάδι), Τζιαμί (Νέσσων), Μπαλτζή (Κυψελοχώρι), Μπουγιούκ Κισερλί (Συκούριο), Κιουτσούκ Κισερλί (Ελάτεια), Ιλεντσελού (Πουρνάρι), Χατζιόμπασι (Ευαγγελισμός), Μπαχτσιλάρ (Παραπόταμος), ή άλλοι οικισμοί που διαλύθηκαν και δεν επιβίωσαν, όπως Μπουνάρμπασι, Μουρλάρ, Ντογουσλάρ ή Νταουσλάρ. Την ίδια εποχή οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων, δηλαδή Γιουρούκοι, εγκαταστάθηκαν και στη λεκάνη του Μακρυχωρίου, ανάμεσα στις πλαγιές των μικρών βουνών Καρακόπετρα, Προσήλιο και Βερνέρ. Εγκαταστάσεις-οικισμοί τριών-τεσσάρων και σε κάποια σημεία περισσότερων οικογενειών έγιναν στο Ραχμάν ή Ραχμανλού, στο Βερνέρ (στην περιοχή του σημερινού ποιμνιοστασίου Σερίφη), στο Προσήλιο (βόρεια και απέναντι από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό), στο Καρασλάρ, στην τοποθεσία Καρατζιά (νοτιοδυτικά του Μακρυχωρίου και ελάχιστα νοτιότερα από το Καρασλάρ1) και στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Μακρυχώρι. Ο τελευταίος αυτός οικισμός πήρε το όνομα Οτμανλί ή Οτμανλού και ο οικισμός αυτός εξελίχτηκε στο σημερινό Μακρυχώρι. Νομάδες κτηνοτρόφοι, Γιουρούκοι Τούρκοι, ήταν λοιπόν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μας. Αυτοί μαζί με άλλους Τούρκους Κονιάρους συγκρότησαν το κονιαροχώρι Οτμανλί και έζησαν σ’ αυτό μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία και τη γεωργία παράλληλα. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το ότι ο οικισμός Οτμανλί δεν ιδρύθηκε μαζί με τους δώδεκα οικισμούς που ίδρυσε πολύ κοντά στην περιοχή ο Τουραχάν μπέης και από το ότι ο τόπος αυτός ήταν πολύ κατάλληλος για την κτηνοτροφία. Αν αναλογισθούμε την εικόνα του τόπου μας την εποχή εκείνη, όταν ακόμα ήταν ακατοίκητος, θα δούμε μπροστά μας μια εκτεταμένη χορτολιβαδική έκταση, στην ανατολική πλευρά της Καρακόπετρας, που εκτεινόταν από τα όρια της Γυρτώνης μέχρι τα όρια του Παραποτάμου και από την κορυφογραμμή της Καρακόπετρας μέχρι πολύ χαμηλά, καθώς η καλλιεργούμενη έκταση απείχε σίγουρα πολύ την εποχή εκείνη από τις υπώρειες της Καρακόπετρας, όπου έχει φθάσει τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε ακόμη και σήμερα «οι μεριάδες» μπροστά στο Μακρυχώρι φτάνουν μέχρι το χείμαρρο Καλάμτσια και μέχρι τον αυτοκινητόδρομο. Η έκταση αυτή λοιπόν, σε συνδυασμό με τα νερά που έτρεχαν στο χαμηλό μέρος της λεκάνης, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν απλά κατάλληλη, ήταν πρόκληση για την κτηνοτροφία, ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Εξάλλου πρέπει να θεωρούμε Τον οικισμό Καρατζά Βιράνι ο ερευνητής Κώστας Σπανός τον τοποθετεί περίπου στη θέση αυτή σε ανακοίνωσή του με θέμα «Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου», Πρακτικά 5ου και 6ου Συνεδρίων Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 2010. 1


16

βέβαιο ότι σε όλη τη διαδρομή του χειμάρρου Καλάμτσια και σε αρκετά μεγάλο μήκος από τις δυο πλευρές του το έδαφος έφερε πυκνή βλάστηση, ήταν δασωμένο, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τα μεγάλα δέντρα που υπάρχουν ακόμα σε παρυφές του χειμάρρου, τα πολλά και μεγάλα δέντρα που υπήρχαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950 στην αγροτική τοποθεσία Γιαλντάς, κοντά στις εκβολές του χειμάρρου, ενισχύουν την άποψη αυτή. Η δε ονομασία Αρμάνια (=Ρουμάνια) της αγροτικής περιοχής του Μακρυχωρίου στη δυτική πλευρά της Καλάμτσιας στο ύψος του χωριού Πουρνάρι επισφραγίζει την άποψη ότι η περιοχή περί τον χείμαρρο Καλάμτσια είχε πυκνή βλάστηση, ήταν δάσος. Ανάλογες συνθήκες βέβαια ευνόησαν την ίδρυση και των άλλων οικισμών της λεκάνης του Μακρυχωρίου. Εξάλλου στην ονομασία Οτμανλί αποδίδονται δύο ερμηνείες. Κατά τη μία προέρχεται από τη λέξη Οσμάν → Οθμάν → Οτμάν ( = οθωμανός) και το επίθημα –λι ( = τόπος, χώρος), δηλαδή Οτμανλί εσήμαινε Οθωμανών τόπος. Κατά την άλλη Οτμανλί εσήμαινε χορταριασμένος τόπος, τόπος με πολύ χορτάρι, καθώς η τουρκική λέξη ot ( = οτ) σημαίνει χόρτο. Η δεύτερη αυτή σημασία είναι μάλλον η επικρατέστερη, καθώς αυτή τη σημασία γνωρίζουν οι Μακρυχωρίτες, όπως τους παραδόθηκε από τους παππούδες τους, που διαδέχτηκαν τους Τούρκους στο μέρος αυτό. Ο ακριβής χρόνος της ίδρυσης του οικισμού Οτμανλί και των γύρω οικισμών δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Ωστόσο από τη γενική ιστορική αναφορά που προηγήθηκε και από το γεγονός ότι ο εποικισμός των Κονιάρων και Γιουρούκων και η ανάπτυξη των Κονιαροχωρίων έγινε σταδιακά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι οικισμοί αυτοί ιδρύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα, από το 1470 ως το 1500, ή τα πρώτα χρόνια μετά το 1500. Κάποιοι από τους οικισμούς αυτούς δεν άντεξαν στο χρόνο και διαλύθηκαν στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, και μάλιστα αρκετά νωρίς, όπως ο οικισμός Μουρλάρ, κοντά στην Ελάτεια. Κάποιοι άλλοι άντεξαν μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας και διαλύθηκαν κατά το χρόνο της μετάβασης από την τουρκοκρατία στο ελληνικό κράτος, δηλαδή μετά το 1880, όταν οι Τούρκοι έφευγαν και οι Έλληνες κάτοικοι των χωριών αυτών, αν και όσοι υπήρχαν, απορροφήθηκαν από κοντινούς, συνήθως μεγαλύτερους, οικισμούς. Τέτοιοι είναι οι οικισμοί Ραχμάν, Καρασλάρ του Μακρυχωρίου καθώς και Νταουσλάρ του Παραποτάμου. Αυτό προκύπτει και από τα ερείπια των οικισμών αυτών, που υπάρχουν μέχρι τώρα και σε κάποιες περιπτώσεις διατηρούν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά τους (π. χ. ρυμοτομικά), αλλά και από μαρτυρίες κατοίκων. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία Μακρυχωρίτες θυμούνται ασφαλώς ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1950 από τους τοίχους των τουρκικών οικισμών στο Ραχμάν και Καρασλάρ μετέφεραν, οι ίδιοι ή οι πατεράδες τους,


17

την πέτρα για το κτίσιμο των σπιτιών τους και άλλων κτισμάτων. Ειδικά για το Καρασλάρ γνωρίζουμε ότι η οικογένεια Κατσιγιάννη συνέχιζε να ζει εκεί κάποια χρόνια μετά την ένταξη της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ευάγγελου Κατσιγιάννη του Ιωάννου, κατοίκου Μακρυχωρίου, 80 ετών περίπου, ο πατέρας του Κατσιγιάννης Ιωάννης του Ευαγγέλου γεννήθηκε στο Καρασλάρ το έτος 1885. Εξάλλου, όπως ενθυμούνται οι παλαιότεροι, ίχνη του νεκροταφείου του Καρασλάρ (ίσως και του Καρατζιά), δηλαδή επιτύμβιες πέτρινες στήλες, διατηρούνταν για μερικές δεκαετίες μετά το 1900 μισό χιλιόμετρο περίπου ανατολικά του οικισμού και κάθετα προς το σημερινό αυτοκινητόδρομο, κοντά στο ποιμνιοστάσιο του Θωμά Μπιτσαρά1. Η παράδοση βέβαια, που υπάρχει στο Μακρυχώρι, ότι οι κάτοικοι του Καρασλάρ μετακόμισαν στο Μακρυχώρι, γιατί εκεί υπήρχαν πολλά φίδια, που έμπαιναν και μέσα στα σπίτια, δε φαίνεται λογική και επομένως δεν ευσταθεί. Πιθανόν να οφείλεται σε κάποιο μεμονωμένο σχετικό γεγονός.

Τωρινά λείψανα του Καρασλάρ

1

Μαρτυρία Δημητρίου Γ. Σαΐτη, ηλικίας υπέρ τα 95 έτη.


18

Γ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ Παρατίθενται στη συνέχεια μερικές πληροφορίες για το Μακρυχώρι, οι οποίες αναφέρονται στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Οι πληροφορίες αυτές θα μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια εικόνα για το Μακρυχώρι και τη γύρω περιοχή της εποχής εκείνης, όταν ακόμη ήταν τουρκοχώρι και είχε το όνομα Οτμανλί. Προέρχονται από κείμενα ερευνητών και μελετητών της θεσσαλικής ιστορίας της εποχής αυτής ή από αναφορές, περιγραφές και εντυπώσεις περιηγητών, κυρίως Ευρωπαίων, που περιηγήθηκαν τη Θεσσαλία τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας (18ο και 19ο αιώνες). Ωστόσο το χωριό μας θα αναφέρεται στο εξής στο ιστορικό αυτό σημείωμα με το ελληνικό όνομα Μακρυχώρι, όχι με το τουρκικό Οτμανλί, με εξαίρεση την αναφορά του ως Οτμανλί σε αποσπάσματα κειμένων περιηγητών και άλλων συγγραφέων. Άλλωστε το Μακρυχώρι είχε και διατήρησε το ελληνικό αυτό όνομά του για πολλά χρόνια στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και ως Μακρυχώρι εντάχθηκε από την αρχή στο ελληνικό κράτος, σε αντίθεση με τα περισσότερα τουρκοχώρια, που από την ένταξή τους στην Ελλάδα και για πολλές δεκαετίες είχαν ως επίσημη ονομασία το τουρκικό όνομά τους, μερικά μάλιστα μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Ο Δ. Κ. Τσοποτός στο έργο του «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν», Βόλος 1912 (σελ. 53, 261), αναφέρει. «Γεωργικά χωρία της πεδινής Θεσσαλίας διατηρήσαντα τα ελληνικά αυτών ονόματα κατά την Τουρκοκρατίαν εισί τα επόμενα: εν τη επαρχία Λαρίσσης: Κουλούρι, Κουτσόχειρον, Καλύβια, Δοξαρά, Ψυχικόν, Λουτρός, Μακρυχώρι, Πουρνάρι, Λασποχώρι» και άλλα. Πρέπει όμως εδώ να επισημάνουμε ότι ο όρος Οτμανλί και κυρίως ο όρος Μακρυχώρι στις αναφορές περιηγητών και άλλων συγγραφέων περιλαμβάνει πιθανότατα ως ενιαίο σύνολο τους παράπλευρα τοποθετημένους τούρκικους οικισμούς Καρασλάρ, Οτμανλί – ίσως και τον οικισμό στη θέση Καρατζιά. Έτσι εξηγείται ότι οι περιηγητές αναφέρουν μόνο το όνομα Οτμανλί, και όχι Καρασλάρ ή Καρατζιά, και έτσι κυρίως εξηγείται η απόδοση από τους Έλληνες στους οικισμούς αυτούς του ονόματος Μακρυχώρι. Ο διαβάτης Έλληνας που κατά την τουρκοκρατία έβλεπε τους οικισμούς αυτούς από τα χαμηλά της λεκάνης του Μακρυχωρίου, π. χ. από τη θέση Προσήλιο ή από την Καλάμτσια, να εκτείνονται περίπου από το τωρινό ποιμνιοστάσιο του Ευθυμίου Κ. Σαΐτη, στη νότια πλευρά του οικισμού Καρασλάρ, μέχρι το ρέμα Μπούτου, στα βόρεια, και από τις υπώρειες της Καρακόπετρας, δυτικά, μέχρι τη νοητή παράλληλη ευθεία γραμμή, ανατολικά, που περνούσε από το χώρο που σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο, γιατί μέχρι εκεί έφτανε το Μακρυχώρι


19

ως και τη δεκαετία του 1950, ο διαβάτης αυτός έβλεπε μπροστά του έναν επιμήκη, στενόμακρο οικισμό, που δικαιολογούσε απόλυτα τη χρήση του όρου «μακρύ χωρίον», Μακρυχώρι. Για τον ίδιο λόγο ο μητροπολίτης Πλαταμώνος Αμβρόσιος σε περιγραφή «των πρώην τουρκικών χωρίων της Επισκοπής Πλαταμώνος» το έτος 1895, δηλαδή μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, γράφει: «Μακρυχώρι, όπερ πράγματι κατέχει μακρύν χώρον εκτάσεως, και ίσως εκ τούτου ωνομάσθη ούτως. Ίνα διέλθη τις το χωρίον τούτο από της μιας αυτού άκρας άχρι της άλλης απαιτείται ημίωρος τουλάχιστον έφιππος οδοιπορία». Το Μακρυχώρι λοιπόν από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του ως κονιαροχώρι, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ήταν σχετικά μεγάλος οικισμός, από τους μεγαλύτερους της περιοχής. Μεγαλύτεροί του ήταν μόνο οι οικισμοί Ντεριλί (Γόννοι) και Κισερλί (Συκούριο). Κύρια ενασχόληση των κατοίκων, όπως προαναφέραμε, ήταν η κτηνοτροφία και η γεωργία. Έτρεφαν κυρίως αιγοπρόβατα, αλλά και άλλα ζώα, άλογα, γαϊδούρια, βοοειδή, για την εξυπηρέτηση οικογενειακών αναγκών και των γεωργικών καλλιεργειών. Καλλιεργούσαν σιτηρά, καλαμπόκι, βαμπάκι, ελιές, αμπέλια, καπνό και άλλα. Ο Δ. Κ. Τσοποτός στο έργο του που προαναφέρθηκε (σελ. 171) μας πληροφορεί ότι «κατά το τέλος της 18 εκατονταετηρίδος εξήγεν ήδη η Θεσσαλία σιτάρια, κριθάρια, μετάξια πολλά, σύκα, λάδια, εληαίς, βαμπάκια, νήματα, σάμι, πετσιά, ρύζι». Εξάλλου, σημειώνει ο Τσοποτός, «εξαίρετα πεπόνια εύρεν ο Βαρθόλδυ τω 1803 εν Λαρίση, τα και νυν πεφημισμένα του γειτονικού χωρίου Μπάκραινας, τα οποία κατά την γνώμην του ήσαν ανώτερα των Θηβαϊκών». Ο δε Ιωάννης Οικονόμος-Λογιώτατος στο έργο του «Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας – 1817» (Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 2005, Κώστας Σπανός, σελ. 111) αναφέρει. «Τουρκοχώρια του Κισσάβου. Εις ταις νοτιοδυτικαίς ποδιαίς του Κισσάβου, και εις τα δεξιά της Σαλαμβριάς1, ευρίσκονται όλον τουρκοχώρια… όλα τα πωρικά τους τα φέρουν εις την Λάρισαν και τα πωλούν, σταφύλια, ρόιδα και μύγδαλα, κάμνουν πολλά και καλά». Και ο Αδάμ Κ. Ανακατωμένος-Μακεδών στο έργο του «Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι τοπογραφικαί και εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας» (Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 2004, Κώστας Σπανός, σελ. 30) γράφει. «Οι Κονιάροι είναι άπαντες γεωργοί, καλλιεργούσι τον άριστον καπνόν, αμπέλους, σίτον και την κτηνοτροφίαν. Φέρουσι την πατροπαράδοτον ενδυμασίαν του Ικονίου, πάντοτε οπλοφορούντες. Εν συνόλω η όψις αυτών είναι αγρία· ομιλούσι διεφθαρμένως την ελληνικήν γλώσσαν, δι’ ης συνεννοούνται μετά των ορεινών κατοίκων του Κισσάβου και του Ολύμπου». 1

Σαλαμβριά. Άλλη ονομασία του Πηνειού.


20

Ο Δ. Κ. Τσοποτός (σελ. 271) μας πληροφορεί ότι το Μακρυχώρι και η Μπάκρενα ήταν τσιφλίκια του Αλή Πασά στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Την ίδια πληροφορία μας δίνει και ο Επαμεινώνδας Γ. Φαρμακίδης στο έργο του «Η Λάρισα (τοπογραφική και ιστορική μελέτη)» 1924 (Έκδοση Βιβλιοπωλείο Γνώση, Λάρισα 2001, σελ. 190). Εξάλλου σε έγγραφο του Αλή Πασά, που παρουσίασε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο ο Κώστας Σπανός (Τόμος 18ος, 1990, σελ. 97), το Μακρυχώρι (Οτμανλί) συμπεριλαμβάνεται στους οικισμούς της Λάρισας που όφειλαν στον Αλή Πασά «το στρεμματιάτικο» του έτους 1813. Ωστόσο ο Τσοποτός μας πληροφορεί επίσης (σελ. 202) ότι το Μακρυχώρι ανήκε στην κατηγορία «των χωρίων, τα οποία αναφέρονται ως τσιφλίκια του Αλή Πασά, εισίν όμως πασίγνωστα ως α ν έ κ α θ εν Κ ε φ α λ ο χ ώ ρ ια , επομένως εν τοις χωρίοις τούτοις μόνον μερίδια ή αγρούς τινας εκέκτητο ο Αλή Πασάς. Ταύτα εισί τα εξής ορεινά χωρία: Νεζερός, Μακρυχώρι (Δήμου Νέσσωνος)» και άλλα. Ο όρος κεφαλοχώρι έφερε τότε τη σημασία που και σήμερα έχει, αλλά ειδικότερα εσήμαινε τα χωριά των οποίων κάτοικοι ή όλοι οι κάτοικοι είχαν ατομική ιδιοκτησία, γης ή άλλης περιουσίας, και δεν καλλιεργούσαν τα χωράφια του τσιφλικά. Ακολουθούν αποσπάσματα από κείμενα περιηγητών σχετικά με το Μακρυχώρι και την περιοχή. Ο Σουηδός περιηγητής J. J. Bjiornstahl στο έργο του «Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779» (Κων/νος Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική ιστορία, τομ. Δ. σελ. 412, Λάρισα 2009) στην πορεία του από Λάρισα προς Τέμπη αναφέρεται στο Μακρυχώρι και τα γύρω χωριά, χωρίς όμως να τα ονομάζει ρητά. «Έπειτα όδεψα κατά βόρεια στο μπογάζι, δηλαδή στο στενό ανάμεσα Όλυμπο και Όσσα. Πέρασα πολλά χωριά και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Είναι κατοικημένα από Τούρκους, αρκετά πολυάνθρωπα. Μερικά έχουν ως χίλια σπίτια1. Τα χωριά αυτά βρίσκονται στα πόδια των βουνών. Το βράδυ έφτασα στο χωριό Μπαμπά, κοντά στον ποταμό Σαλαμβριά». Ο Άγγλος περιηγητής William Leake (Ληκ) στο έργο του «Η Θεσσαλία 1805-1810» (μετάφραση Αιδεσ. Γεωργίου Δ. Στάθη, Τύποις υιών Σωτ. Σχοινά, Βόλος) γράφει για την περιοχή μας (σελ. 59). «Υπάρχουν δύο δρόμοι εκ Τυρνάβου προς τα Τέμπη, ο ένας κατευθυνόμενος στο Δερελί… ο άλλος, εκ Τυρνάβου στο Μπαμπά, περνά την πεδιάδα και δι’ ενός πορθμείου τον Πηνειό, στην περιφέρεια του μικρού Κονιαροχωρίου Μπάκρινα» (10.12.1806). Σε άλλο σημείο γράφει (σελ. 65). «Εκ Μαρμαριανής περάσαμε μια μικρά βραχώδη λοφοσειρά προς την πεδιάδα του Κισερλί. Αυτό εφοδιάζει την αγορά της Λαρίσης με σταφύλια, είναι μεγάλο Τουρκοχώρι, όμορφα τοποθετημένο στα ριζά της Όσσης…. Όταν είμεθα σιμά στο Μικρό Κεσερλί, 1

Η εκτίμηση για τον αριθμό των σπιτιών είναι υπερβολική.


21

το Ουτμαντά1, ένα μεγάλο Τουρκοχώρι, καλούμενο από τους Έλληνες Μακρυχώρι, είναι δυο μίλια προς τ’ αριστερά μας… Επί της απέναντι πλευράς του ποταμού μια ωραία πεδιάδα εκτείνεται ως τους πρόποδες του Ολύμπου και περιλαμβάνει την Τουρκική κώμη Δερελί. Κείται ενάμισυ μίλιο μακρυά του ποταμού… μέσα σ’ αμπέλια και κήπους και χωρίζεται του ποταμού με δάσος πουρναριών2. Ο ποταμός στο σημείο αυτό περνάται επί γεφύρας, καλουμένης Βερνέσι3». (17.12.1806). Ο Γάλλος περιηγητής J. J. M. FR. BOUDIN TROMELIN στο έργο του «Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1807» (Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Τόμος 54, σελ. 90) γράφει. «Αυτή η ενδιάμεση κοιλάδα οριοθετείται από την Όσσα και την απομονωμένη λοφοσειρά4, η οποία εμποδίζει τη θέα του ποταμού. Είναι ψηλότερα από την πεδιάδα της Λάρισας, εν μέρει καλλιεργημένη και πολύ κατοικημένη από Τούρκους Γιουρούκους. Σε μια χαράδρα, στα δεξιά και στη μέση του βουνού, φαίνονται τα τουρκοχώρια Κεσερλί, Οτμανλί και Μπαλαμούτι και στα αριστερά του δρόμου το χωριό Ντεριλί, το πιο σημαντικό από τα’ άλλα». Ο Ιωάννης Λεονάρδος περνάει από την περιοχή μας το 1836 κατευθυνόμενος προς τα Τέμπη και γράφει στο έργο του «Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία». «Άλλ’ ακολουθούντες περαιτέρω τον δρόμον μας, πίπτουν υπ’ όψιν μας τα ωραιοκείμενα κονιαροχώρια: το Μακροχώρι, επί μιας πλαγίου πεδιάδος ασπρίζον, και το Μικρό Κεσερλί υπό την σκέπην του Κισσάβου τεθεμελιωμένον… Αφ’ ου όμως απεράσωμεν τας βρύσεις5 του Μακροχωρίου και τον χείμαρρον Γκαλάμτζιαν, πλησιάζομεν την κόμην Χατζιόμπασην». Ο RAOUL DE MALHERBE κάνει ένα ταξίδι στη Θεσσαλία το 1843 και πορευόμενος από Λάρισα προς Τέμπη σημειώνει για την περιοχή μας. «Στα βόρεια είχαμε τον Όλυμπο, στα βορειοανατολικά τον Κίσσαβο… Προχωρώντας λίγο ακόμα είδαμε στα δυτικά πάνω σ’ ένα αντέρεισμα6 του Ολύμπου το χωριό Οτμανλί με ένα τζαμί. Οι πλαγιές των βουνών ήταν καλυμμένες με σκοτεινό φύλλωμα και ο Πηνειός έρεε πίσω από ένα πυκνό παραπέτασμα από πλατάνια». Ο Αδάμ Κ. Ανακατωμένος-Μακεδών πηγαίνει από το Δεριλί προς τη Λάρισα ένα καλοκαίρι μερικά χρόνια πριν το 1880, κάνει στάση στο Άλλη ονομασία του Οτμανλί. Το δάσος αυτό τώρα είναι χωράφια. Στα χωράφια αυτά υπάρχουν ακόμα, σποραδικά, πουρνάρια μεγάλα, σε μορφή δέντρου. 3 Η θέση Βερνέσι ή Βερνέζι βρίσκεται 2-3 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του σημείου αυτού στην περιοχή του Παραποτάμου. 4 Είναι η Καρακόπετρα. 5 Πρόκειται για τη Βρύση του Μακρυχωρίου με τα πέντε κανάλια. 6 Είναι η Καρακόπετρα. 1 2


22

Μακρυχώρι και σημειώνει στο έργο του «Τα νέα όρια της Ελλάδος»: «Παρακάμπτοντες την δεξιάν όχθην του Πηνειού εισερχόμεθα εις την τερπνήν κοιλάδα ήτις ευρύνεται βαθμηδόν εις απέραντον λεκάνην, ένθα ζώσι Τούρκοι γαιοκτήμονες διασκορπισμένοι εις μεγάλα και μικρά χωρία μέχρι των προθύρων της πρωτευούσης. Σταματώμεν προς στιγμήν εις το τουρκικόν χωρίον Μακροχώρι, όπερ μακρόθεν φαίνεται ως κοιμητήριον ή1 κατοικία γεωργών Τούρκων. Τίποτε, σιγή θανάτου επικρατεί· ούτε κύνες υλακτούσιν, ούτε δέντρα υπάρχουσιν εντός και πέριξ του χωρίου…. Έμπροσθεν του χωρίου, εις το μέρος ένθα διέρχονται οι οδοιπόροι, κείνται οι τάφοι, προς ους δεικνύουσιν οι διαβαίνοντες Τούρκοι τυπικήν τινα στοργήν, αποστηθίζοντες ευχάς τινας του Κορανίου». Η συντροφιά που ταξιδεύει «εκείθεν θα διέλθη σταματώσα προς στιγμήν εις την κρήνην2, όπως ποτίσει τους ίππους και δροσισθεί». Προφανώς είχαν σταματήσει στο δρόμο κάτω από τη θέση Παναγία ή Τουρκομνήματα, που από το Δεριλί οδηγούσε τον οδοιπόρο στη Βρύση του Μακρυχωρίου διαμέσου της τοποθεσίας Γκουτζιαμπαγλάρ. Ο δρόμος αυτός υπάρχει, ως αγροτικός δρόμος, και σήμερα. Με τα αποσπάσματα κειμένων που παρατέθηκαν σχηματίσαμε μια εικόνα, αμυδρή έστω, του Μακρυχωρίου και της περιοχής κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Την εικόνα αυτή μπορούμε να τη συμπληρώσουμε, κυρίως όσοι γεννηθήκαμε πριν το 1950, φέρνοντας στη μνήμη μας τον οικισμό με τα χαμηλά πέτρινα τουρκόσπιτα, χτισμένα στο μέσα μέρος του οικοπέδου, και με τους αχυρώνες και τους στάβλους των ζώων (ντάμια) μπροστά στο δρόμο· τον οικισμό με τους στενούς δρόμους και τα σοκάκια, όπου χωρούσαν και περνούσαν άνθρωποι και μεμονωμένα φορτωμένα ζώα ή το πολύ και κάρα με πλάτος 1 έως 1,5 μέτρο. Και αφού επισημάνουμε ότι στοιχεία της εικόνας αυτής του οικισμού απομένουν ακόμη και σήμερα στη δυτική πλευρά του χωριού, κυρίως οι στενοί δρόμοι ή ακόμα και κάποια υπολείμματα τούρκικων κτισμάτων, θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια την «πορεία» του Μακρυχωρίου μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος. Προηγουμένως όμως κρίνω σκόπιμο να σχολιάσω εν συντομία το θέμα αν το Μακρυχώρι ήταν ελληνοχώρι ή ήταν τουρκοχώρι.

Δ. ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ: ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΟΧΩΡΙ Ή ΤΟΥΡΚΟΧΩΡΙ ; Ελληνοχώρι σημαίνει ή ότι προϋπήρχε της τουρκοκρατίας στο ίδιο μέρος οικισμός με το όνομα Μακρυχώρι –ή και με άλλο όνομα- ή 1 2

ή κατοικία = παρά ως κατοικία. Στη Βρύση με τα πέντε κανάλια.


23

τουλάχιστον ότι ιδρύθηκε μεν οικισμός από τους Τούρκους, αλλά κατοικήθηκε στη συνέχεια από κοινού από Έλληνες και Τούρκους. Το γεγονός ότι το όνομα Μακρυχώρι υπήρχε για πολλά χρόνια στο διάστημα της τουρκοκρατίας ενισχύει την άποψη αυτή. Και βεβαίως οι Μακρυχωρίτες σίγουρα θα προτιμούσαμε, για συναισθηματικούς τουλάχιστον λόγους, η άποψη αυτή να ήταν η σωστή, να εξέφραζε την πραγματικότητα. Ωστόσο η άποψη ότι το Μακρυχώρι ήταν τουρκοχώρι, δηλαδή ιδρύθηκε από Τούρκους κατακτητές της περιοχής και κατοικήθηκε μόνο ή κυρίως από Τούρκους, είναι η ορθή, εκφράζει την πραγματικότητα, όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα κειμένων συγγραφέων και περιηγητών που προαναφέρθηκαν. Και τούτο για τους εξής λόγους. 1) Οικισμός πριν από την τουρκοκρατία στο ίδιο μέρος δε μαρτυρείται. 2) Το όνομα Μακρυχώρι ήταν σε χρήση, όπως ρητά αναφέρει ο Ληκ, μόνο από τους Έλληνες, κατοίκους άλλων οικισμών και περαστικούς. 3) Οι Ευρωπαίοι περιηγητές το αναφέρουν ως Οτμανλί ή, όταν το αναφέρουν ως Μακρυχώρι, του προσθέτουν τον προσδιορισμό τουρκοχώρι. 4) Στην απογραφή του 1889, δηλαδή οχτώ χρόνια μετά την ένταξή του στην Ελλάδα, το Μακρυχώρι είχε 651 κατοίκους και σύμφωνα με το Μητροπολίτη της περιοχής Αμβρόσιο «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς». 5) Πριν το 1890 χριστιανικός ναός δεν υπήρχε στο Μακρυχώρι ούτε αντίστοιχο νεκροταφείο. Εκείνο πάντως που θεωρείται βέβαιο είναι ότι μερικές δεκαετίες πριν το 1880 εγκαθίσταντο στην περιοχή του Μακρυχωρίου τους χειμερινούς μήνες νοικιάζοντας βοσκότοπους Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι τους θερινούς μήνες μετακόμιζαν σε ορεινές περιοχές, ή ότι λίγοι και μεμονωμένοι Έλληνες έμεναν στο Μακρυχώρι ή ως εργάτες (χουσμεκιάρ) στα κτήματα των Τούρκων ή και ως τεχνίτες ή έμποροι. Ο Αδάμ Ανακατωμένος αναφέρει σχετικά, λίγα χρόνια πριν το 1880. «Το έδαφος της Θεσσαλίας θεωρείται ως το γονιμώτερον όλων… τρέφον… απειράριθμα ποίμνια των βορείων κατοίκων της Μακεδονίας… οίτινες άμα τη ελεύσει του φθινοπώρου οδεύουσι με τα βελάζοντα ποίμνιά των προς την ευδαίμονα χώραν της Θεσσαλίας, στήνοντες τας σκηνάς των εις τας χλοεράς κοιλάδας, αφού πρώτοι αποτίσωσιν αδρά ποσά πακτώσεως…. Εις την μοναδικήν ταύτην στρατιάν συγκαταριθμούνται και οι Ελληνόβλαχοι (τσελνικάδες) της Μακεδονίας, σύροντες μαζί των ενίοτε και τας οικογενείας των και αγέλας ίππων…». Ας δούμε λοιπόν στη συνέχεια πώς το Οτμανλί, το τούρκικο Μακρυχώρι, μετεξελίχτηκε σε ελληνικό Μακρυχώρι, στο τωρινό Μακρυχώρι.


24


25

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ


26

Α. ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΔΗΜΟΣ ΝΕΣΣΩΝΟΣ Α1. Οι Τούρκοι φεύγουν, οι Έλληνες έρχονται. Το Μακρυχώρι, όπως και οι άλλοι οικισμοί της περιοχής, εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος το καλοκαίρι του 1881, με την προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου (περιοχή Άρτας). Η προσάρτηση αυτή επικυρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 20-6 (2/7) του 1881. Με Β. Δ. στις 31.3.1883 (ΦΕΚ 126) εντάχθηκε στο Δήμο Νέσσωνος με έδρα το Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο). Ο Δήμος Νέσσωνος ανήκε στην επαρχία Λάρισας, λειτούργησε από το 1883 μέχρι το 1913 και περιλάμβανε, εκτός από το Μεγάλο Κεσερλί, το Μικρό Κεσερλί (Ελάτεια), το Χατζιόμπασι (Ευαγγελισμός), το Τόιβασι-Ορτά (Καλοχώρι), το Τόιβασι Σουφλάρ (Χειμάδι), το Ασαρλίκ (Όσσα), το Πουρνάρι (Ιλεντσελού), το Μακρυχώρι (Οτμανλί), το Μπαγκτσιλάρ (Παραπόταμος), το Μπαχισλάρ (αταυτοποίητος οικισμός), το Μπαλτσί (Κυψελοχώρι), το Ντογουσλάρ (ή Νταουσλάρ) και το Μπουρνάμπασι (διαλυμένος οικισμός κοντά στο Κυψελοχώρι και το Πουρνάρι). (Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971 υπό Μιχαήλ Χουλιαράκη). Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας οι Τούρκοι άρχισαν να πωλούν ή και να εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους και να φεύγουν σταδιακά. Η σταδιακή αυτή αποχώρηση των Τούρκων από το Μακρυχώρι κράτησε αρκετά χρόνια. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι το 1889 οι μόνιμοι κάτοικοί του ήταν Τούρκοι. Οι 651 κάτοικοι, κατά την απογραφή του 1889, αποτελούσαν «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς» κατά το Μητροπολίτη Αμβρόσιο Κασσάρα. Αλλά και το 1893 οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι ιδιοκτήτες γης ήταν Τούρκοι. Σε πρωτόκολλο ορισμού αγροφυλάκων στο Μακρυχώρι το 1893 υπάρχουν 85 υπογραφές ιδιοκτητών γης. Οι 67 υπογραφές είναι Οθωμανών και οι 18 Ελλήνων. Στις υπογραφές των Ελλήνων διακρίνονται τα επώνυμα Τσιάρας, Μπούτος, Τσιάμης, Τάχας, Ρίζος, Ζήσης, Βέλας, Χασιώτης, Μπουροτζίκας1 (βλέπε σελ. 46-49). Η αποχώρηση των Τούρκων από το Μακρυχώρι μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε, εκτός μεμονωμένων τουρκικών υπολειμμάτων, μετά την περιπέτεια του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897. Τότε όσοι Τούρκοι είχαν απομείνει στην περιοχή, μετά την αποχώρηση, παρά τη νίκη του στον πόλεμο, του τουρκικού στρατού, φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των Ελλήνων έφυγαν εσπευσμένα πουλώντας όσο-όσο τις περιουσίες τους ή και εγκαταλείποντάς τες απούλητες. 1

Αρχείο πρώην Δήμου Νέσσωνος.


27

Ωστόσο από το 1885 άρχισε, αραιή στην αρχή, λιγότερο αραιή μετά το 1890, ώσπου να γίνει πιο συχνή μετά το 1895, και η εγκατάσταση ΕλλήνωνΧριστιανών στο Μακρυχώρι, που προέρχονταν από άλλους κοντινούς οικισμούς ή από άλλες περιοχές της ελεύθερης πια Θεσσαλίας ή από ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελασσόνας, που δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στην Ελλάδα, ή από περιοχές της λεγόμενης παλαιάς Ελλάδας, Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες, ή από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, που παραχείμαζαν τα κοπάδια τους στην περιοχή και επί τουρκοκρατίας, ή έμποροι. Έτσι μέχρι το 1905 περίπου είχαν εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι, ως δημότες του Δήμου Νέσσωνος, Περιβολιώτες, Σαμαριναίοι, Σαρακατσάνοι, Κουπατσάρηδες, Αρβανίτες, Αρβανιτόβλαχοι, Ηπειρώτες Ζαγορίσιοι, Μακεδόνες, Καραγκούνηδες, Χασιώτες και άλλοι Ελασσονίτες, Πελοποννήσιοι (Μοραΐτες) και άλλοι μεμονωμένοι. Έτσι το Μακρυχώρι, που το 1881 είχε 466 κατοίκους Οθωμανούς, το 1907 είχε 1029 κατοίκους Έλληνες-Χριστιανούς. Η εγγραφή στα Δημοτολόγια γινόταν με αίτηση μεταδημότευσης στην οποία ο ενδιαφερόμενος, εκτός από την επιθυμία του να εγγραφεί ως δημότης του Δήμου Νέσσωνος, δήλωνε την οικογενειακή του κατάσταση, ότι είναι μόνιμος κάτοικος Μακρυχωρίου και ότι έχει αποκτήσει ιδιοκτησία και μόνιμη εργασία στο Μακρυχώρι. Τέτοιες αιτήσεις διατηρούνται ακόμη αρκετές στο αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος (1883-1913). Ενδεικτικά αναφέρω ότι, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο που υπάρχει στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος, η μεταδημότευση των αδελφών Μποσινέα Παναγιώτη του Νικολάου και Μποσνέα Γεωργίου του Νικολάου από το Οίτυλο των Λεύκτρων έγινε τον Αύγουστο του 1885. Πολλές βέβαια ήταν οι δυσκολίες που συνάντησαν και πολλά τα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι του Μακρυχωρίου στην προσπάθειά τους να «ριζώσουν» στο νέο τόπο, να «στήσουν» τη νέα τους πατρίδα. Προερχόμενοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας, άγνωστοι οι περισσότεροι μεταξύ τους, με διαφορετική νοοτροπία, διαφορετικά ήθη και έθιμα, πολλοί με διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα, κάποιοι και με εντελώς διαφορετική γλώσσα, έπρεπε να συνεργαστούν, να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, για να μπορέσουν στην αρχή να επιβιώσουν και σιγά-σιγά να οργανώσουν και να αναπτύξουν την κοινωνική τους ζωή. Νέοι οικογενειάρχες οι περισσότεροι, έπρεπε να βρουν σπίτι, να αποκτήσουν περιουσία, κτήματα ή ζώα, και να βρουν δουλειά, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους· να φκιάσουν εκκλησιά και σχολείο, για να ικανοποιούν το θρησκευτικό τους συναίσθημα και να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά τους.


28

Και όλα αυτά συνυπάρχοντας με τους Τούρκους, οι οποίοι έφευγαν βέβαια σταδιακά, αλλά όχι πολύ πρόθυμα και γρήγορα, και οι οποίοι τα δέκα τουλάχιστον πρώτα χρόνια συνέχιζαν να είναι οι περισσότεροι κάτοικοι του Μακρυχωρίου και διατηρούσαν βέβαια το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ένταξης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και όπως ήταν φυσικό και ανθρώπινο, να προστατεύουν τη ζωή, την περιουσία και την εργασία τους, τη θρησκευτική τους ελευθερία, να μαθαίνουν γράμματα στα παιδιά τους και άλλα. Και το χειρότερο ήταν ότι ήρθε και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην Ελλάδα, μας νίκησαν και έφεραν τα σύνορα πάλι πίσω στη Λαμία. Ωστόσο μετά την υποχώρηση των Τούρκων, που έγινε από την πίεση των Ευρωπαίων, και την οριστική αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την περιοχή μας, οι Τούρκοι κάτοικοι έφυγαν σχεδόν όλοι αμέσως, φοβούμενοι πιθανά αντίποινα από τους Έλληνες, και έτσι «καθάρισε το έδαφος» και αφέθηκε ελεύθερο πια στη δραστηριότητα των πληγωμένων μεν, αλλά μόνων κυρίαρχων στον τόπο τους Ελλήνων. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Από τότε ουσιαστικά άρχισαν οι Μακρυχωρίτες να «πατούν στα πόδια τους» και σε μερικές δεκαετίες με τη δραστηριότητά τους και με τη βοήθεια της Πολιτείας πέτυχαν να συγκροτήσουν μια αξιόλογη κοινότητα, πρωτοπόρο στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, στα πλαίσια βέβαια της εκάστοτε γενικής κατάστασης της Χώρας.

Α2. Διοίκηση Τη διοίκηση του Δήμου ασκούσε ο Δήμαρχος με το Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο στην πρώτη του θητεία ήταν εννεαμελές. Στην πρώτη δημαρχιακή θητεία (1883-1887) Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Μαχμούτ Μεχμέτ, κάτοικος της Ελάτειας. Ο Δήμαρχος και οι εννιά δημοτικοί σύμβουλοι ήταν Τούρκοι. Από αυτούς ο Χασάν Μιμίν ήταν κάτοικος Μακρυχωρίου. Στην επόμενη δημαρχιακή θητεία (1887-1891) Δήμαρχος εκλέχτηκε πάλι ο Μαχμούτ Μεχμέτ. Αυτή τη φορά όμως η πληθυσμιακή σύνθεση του Δήμου είχε αλλάξει και από τους έντεκα δημοτικούς συμβούλους μόνο οι τρεις ήταν Τούρκοι. Στην τρίτη θητεία (1891-1895) ο Δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι είναι Έλληνες. Πρώτος Έλληνας Δήμαρχος ο Χρήστος Παπαζαχαρίας, που είχε μεταδημοτεύσει στο Συκούριο από το Δήμο Κροκυλίου της Δωρίδας το 1884. Στην τετραετία 1895-1899 Δήμαρχος εκλέγεται ο Γεώργιος Ευαγγέλου. Στους δεκατρείς δημοτικούς συμβούλους εκλέγονται πάλι και πέντε Τούρκοι. Από αυτούς ο Αμπάς Μουσταφά Μιμήν είναι Μακρυχωρίτης. Οι Τούρκοι αυτοί δημοτικοί σύμβουλοι από το τέλος του 1898, δηλαδή μετά τον πόλεμο του ’97, έφυγαν και αντικαταστάθηκαν από Έλληνες. Στην τετραετία 1899-1903 Δήμαρχος εκλέγεται για δεύτερη


29

φορά ο Χρήστος Παπαζαχαρίας. Επόμενος Δήμαρχος (1903-1907) είναι ο Στέργιος Κακαγιάννης, ο οποίος εκλέγεται και είναι Δήμαρχος και την περίοδο 1907-1914, οπότε το Μακρυχώρι και οι άλλοι οικισμοί του Δήμου έγιναν ανεξάρτητες Κοινότητες. Στην πρώτη θητεία του Δημάρχου Στέργιου Κακαγιάννη (1903-1907) εκλέγεται για πρώτη φορά δημοτικός σύμβουλος από το Μακρυχώρι, ο Γεώργιος Τσίρος, και για την περίοδο 1907-1914 δημοτικός σύμβουλος ήταν ο Μακρυχωρίτης Κων/νος Μπούτος1. Εκτός από τη Δημοτική Αρχή, που είχε κατά νόμον την ευθύνη να φροντίζει για όλα τα θέματα των δημοτών και να μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτούς και στη Νομαρχία ή και στην Κυβέρνηση, σε κάθε οικισμό του Δήμου εκλεγόταν και Τοπικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Πάρεδρο. Ο Πάρεδρος ενημέρωνε το Δήμαρχο για τα θέματα του οικισμού, υπέβαλε δε και ετήσιο προϋπολογισμό των αναγκών της κοινότητας. Από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος πληροφορούμαστε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο όριζε την Εφορευτική Επιτροπή για τη διενέργεια των κοινοτικών εκλογών. Με την 28/7.9.1884 απόφασή του το Δ. Σ. ορίζει δύο εκλογείς από κάθε κοινότητα ως Εφορευτική Επιτροπή για την εκλογή Κοινοτικού Συμβουλίου. Για το Μακρυχώρι ορίζει τους Αρίφ Μολά Εμίν και Χασάν Μιμήν. Ως κατάστημα εκλογής ορίζεται το Τζαμί. Υπάρχουν και άλλες τέτοιες αποφάσεις. Από το ίδιο αρχείο πληροφορούμαστε ότι ο Ιωάννης Παλάτος (1902), ο Βασίλειος Ζήσης (1905 και 1911) και ο Ιωάννης Τζήμου Τάχας είχαν εκλεγεί Πάρεδροι Μακρυχωρίου. Ειδικά για το Μακρυχώρι, εκτός από τη Δημοτική Αρχή και τον Πάρεδρο, από το 1883 οριζόταν κάθε χρόνο με εκλογή από τους κατοίκους του χωριού Επιτροπή διαχειριστική της κοινοτικής περιουσίας με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Οι εκκλησιαστικοί επίτροποι επίσης, εκτός από την εξυπηρέτηση του ναού, φρόντιζαν και για άλλα θέματα των κατοίκων, όπως π.χ. για τη λειτουργία του σχολείου, για θρανία, αίθουσα, θέρμανση κ.λ.π. Άλλωστε ο ναός κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε και ως αίθουσα του σχολείου. Πάντως οι επίτροποι της εκκλησίας ήταν τα χρόνια εκείνα σημείο αναφοράς για τους Μακρυχωρίτες. Παράλληλα με το χριστιανικό ναό λειτουργούσε βέβαια και μουσουλμανικό τέμενος, Τζαμί, μέχρι το 1897 περίπου. Το Τζαμί βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το σπίτι του Δημητρίου Χατζή, στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου, στην πλατεία Παπαχατζή, και υπολείμματά του υπήρχαν στο μέρος αυτό μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Το 1884 ιμάμης (Χότζας) στο Μακρυχώρι ήταν ο Μουσταφά Χατζή Ομέρ και το 1896 ο Αρίφ Εμίν2. 1 2

Ιωάννης Ν. Πράπας. «Οι Δήμαρχοι του τέως Δήμου Νέσσωνος». Ιωάννης Ν. Πράπας. ο.π.


30

Για την τήρηση της νομιμότητας και την ασφάλεια των κατοίκων λειτούργησε στο Δήμο Νέσσωνος από τα πρώτα χρόνια της ένταξης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα Αστυνομική Υπηρεσία. Η Αστυνομία Όσσης είχε έδρα τα Αμπελάκια, ήταν περιφερειακή Υπηρεσία και κάλυπτε τους Δήμους Αμπελακίων και Νέσσωνος. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργεί Αστυνομικός Σταθμός στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο) και από το 1900 Αστυνομικός Σταθμός και στο Μακρυχώρι, υπαγόμενος στην Αστυνομία Όσσης. Με το 160/28.1.1900 έγγραφό του ο Αστυνόμος Όσσης ενημερώνει το Δήμαρχο Νέσσωνος για την ίδρυση Αστυνομικού Σταθμού στο Μακρυχώρι. «Λαμβάνω την τιμήν να σας γνωστοποιήσω ότι συνεπεία της υπ’ αριθ. 555 Διαταγής του Υπουργείου των Εσωτερικών, εις Μακρυχώριον του οποίου προΐστασθε Δήμου, συνιστάται Αστυνομικός Σταθμός εξ ενός υπαξιωματικού και τριών χωροφυλάκων, υπαγόμενος εις την αστυνομικήν περιφέρειάν μας»1. Ο Σταθμός αυτός στο Μακρυχώρι λειτούργησε για περισσότερα από δέκα χρόνια. Για την εκδίκαση μικροπαραβάσεων και καταγγελιών, συνηθισμένων σε μια αγροτική κοινωνία, λειτουργούσε στα Αμπελάκια, που ήταν έδρα ομώνυμου Δήμου, Ειρηνοδικείο. Στο Ειρηνοδικείο Κισσάβου με έδρα τα Αμπελάκια υπαγόταν το Μακρυχώρι, όπως και όλος ο Δήμος Νέσσωνος. Με την 68/3.12.1887 απόφασή του το Δ.Σ. Νέσσωνος εύχεται και ζητά τη μετάθεση από τα Αμπελάκια του Ειρηνοδικείου «αν ουχί διαρκώς, τουλάχιστον κατά τους εξ χειμερινούς μήνας εν Μεγάλω Κεσερλή, εποχήν καθ’ ην πλείστα εγκλήματα και ουχ ολίγαι αγροζημίαι συμβαίνουσιν εν τω Δήμω ημών». Το αίτημα αυτό επαναλαμβάνεται και με τη 181/20.7.1892 απόφαση του Δ.Σ. Τελικά η μετάθεση αυτή «εν Μεγάλω Κεσερλή» έγινε το 1914, όταν καταργήθηκαν οι Δήμοι και λειτούργησαν οι ανεξάρτητες Κοινότητες. Μάλιστα τότε την έδρα του Ειρηνοδικείου διεκδίκησε, ανεπιτυχώς βέβαια, και το Μακρυχώρι, καθώς στη 1.6.1914 το Κ.Σ. έθεσε θέμα και πήρε απόφαση «περί εκφράσεως ευχής προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης περί ορισμού του Μακρυχωρίου ως έδρας του Ειρηνοδικείου Κισσάβου». Για την προστασία της αγροτικής ιδιοκτησίας και παραγωγής λειτούργησε εξαρχής ο θεσμός του αγροφύλακα. Η αγροτική ιδιοκτησία και κυρίως η παραγωγή (σταφύλια, σύκα, αμύγδαλα, άλλα οπωρικά, ακόμη και δημητριακά και κάθε άλλη παραγωγή) κινδύνευε από κλοπή. Η κλοπή αγροτικών προϊόντων ή και ζώων, από όσους δεν είχαν τέτοια προϊόντα ή και μερικές φορές και από όσους είχαν, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Η εμπορία αγροτικών προϊόντων ήταν περιορισμένη ή ανύπαρκτη και η δυνατότητα αγοράς τους επίσης 1

Ιωάννης Ν. Πράπας. ο.π.


31

περιορισμένη και για πολλούς ανύπαρκτη. Κατανάλωνε λοιπόν ο καθένας ό,τι είχε, ό,τι του έδιναν άλλοι ή ό,τι έκλεβε, άρπαζε από τους άλλους. Αγροζημία μπορούσε να γίνει και από ζώα, μεμονωμένα ή πολλά μαζί, αδέσποτα, που ξέφευγαν από τη φύλαξη ή αφήνονταν ελεύθερα από τον ιδιοκτήτη τους. Για τον περιορισμό του φαινομένου αυτού, που δυστυχώς κράτησε για πολλές δεκαετίες μετά το 1900, λειτούργησε ο θεσμός του αγροφύλακα ή δραγάτη. Οι αγροφύλακες έπρεπε απαραιτήτως να είναι Έλληνες και ορίζονταν με ψηφοφορία από τους ιδιοκτήτες γης και καλλιεργητές αγροτικών προϊόντων. Η εκλογή τους εγκρινόταν από το Δημοτικό Συμβούλιο και επικυρωνόταν έπειτα από το Νομάρχη. Ορίζονταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (συνήθως για μια παραγωγική περίοδο) και για τη φύλαξη συγκεκριμένης περιοχής. Η αμοιβή τους οριζόταν αμέσως με την απόφαση του ορισμού τους και καταβαλλόταν, σε χρήματα ή σε είδος (σιτάρι ή άλλο προϊόν), από τους ιδιοκτήτες που τους εξέλεγαν, ανάλογα με την ποσότητα της φυλασσόμενης ιδιοκτησίας τους, στη διάρκεια της θητείας τους ή στο τέλος της. Όταν έπιαναν ένα ζώο αδέσποτο μέσα σε καλλιέργειες, για να το παραδώσουν στον ιδιοκτήτη του, ζητούσαν και έπαιρναν συνήθως μια αμοιβή, τα «σύλληπτρα». Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους οι αγροφύλακες κατέθεταν ως εγγύηση συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ή έβαζαν κάποιον ως εγγυητή, απ’ όπου θα αποζημιωνόταν ο παραγωγός-θύμα κλοπής ή ζημίας, της οποίας το δράστη δε θα έβρισκε ο αγροφύλακας. Ο αριθμός των αγροφυλάκων για κάθε χωριό οριζόταν με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Για να εκτελεί σωστά τα καθήκοντά του ο αγροφύλακας, περιφερόταν πολλές ώρες το εικοσιτετράωρο στην περιοχή ευθύνης του, πεζός ή εποχούμενος σε ζώο, συνήθως άλογο. Για τον ίδιο σκοπό κατασκεύαζε σε κατάλληλο μέρος μια ψηλή εξέδρα (δραγατσιά) από ξύλα και κλαριά, ύψους 4-5 μέτρων, από όπου, ανεβαίνοντας με ειδική σκαλωσιά, μπορούσε να ελέγχει, αναπαυόμενος ταυτόχρονα, τη δραστηριότητα των εργαζομένων ή και περιφερόμενων στην περιοχή του. Παρατίθενται στη συνέχεια ενδεικτικά μερικές περιπτώσεις ορισμού αγροφυλάκων στο Μακρυχώρι. Το 1886 εκλέγονται και ορίζονται αγροφύλακες ο Θεόδωρος Καραΐσκος, κάτοικος Αμπελακίων, και οι Αθανάσιος Κυρίτσης και Χρήστος Δημιράς, κάτοικοι Δερελί (Γόννων). Όλοι οι ιδιοκτήτες εκλέκτορες είναι Τούρκοι. Το 1893 ορίζονται οι Γεώργιος Τζιάρας, Θεόδωρος Μπούτος και Αλή Κουμπαλή, κάτοικοι Μακρυχωρίου. Για πρώτη φορά εμφανίζονται αρκετοί Έλληνες ιδιοκτήτες, αν και οι Τούρκοι είναι ακόμη περισσότεροι. Και στις 16.10.1905 «εν Μακρυχωρίω σήμερον 16.10.1905. συνελθόντες οι υπογεγραμμένοι ιδιοκτήται των εν τη περιφερεία του χωρίου τούτω σπαρμένων και σπαρισομένων δι’ οψήμων καρπών και των αμπέλων έμπροσθεν του ενταύθα παντοπωλείου Φωτίου Δημητρίου, ίνα


32

εκλέξωμεν τους αναγκαίους αγροφύλακας… εξελέξαμεν αγροφύλακας τους Ευστάθιον Νίτσκαν, Μάρκον Λουκά Νταβέλην, Δημήτριον Γκουναβάν και Χρήστον Πελεκούδαν, κατοίκους Μακρυχωρίου, έχοντας τα υπό του Νόμου οριζόμενα προσόντα…». Η διαδικασία εκλογής έγινε «επί παρουσία του Ειδικού Παρέδρου του Μακρυχωρίου Βασιλείου Ζήση» και το σχετικό Πρωτόκολλο υπογράφουν 39 Έλληνες ιδιοκτήτες γης.

Α3. Οικονομία Βασική ενασχόληση των κατοίκων του Μακρυχωρίου και της περιοχής παραμένει βέβαια και μετά την ένταξη στην Ελλάδα η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο Νικόλαος Γεωργιάδης στο έργο του Θεσσαλία, β’ έκδοση 1894, γράφει. «Μετά την Μαρμάγιανην υπερβάντες μικρόν λόφον εισερχόμεθα εις την περίπυστον κοιλάδα του Κισερλί, ης τινος τα χωρία, κείμενα εν τω μέσω ευθαλών κήπων, παράγουσι ποικιλώτατα οπωρικά, ων διάσημοι κατά πάσαν την Θεσσαλίαν είναι αι σταφυλαί. Η κοιλάς αύτη διαρρέεται υπό τινος εκ της Όσσης κατερχομένου ποταμίου1 είνε δε εν αυτή χωρία τα ακόλουθα: Τόιβας, Σαρλίκι, μεγάλον Κισερλί, μικρόν Κισερλί, Χατσιόμπασι, Μακρηχώριον, Μπαλτσή, Μπαξιλάρι και Πουρνάρι αποτελούντα σήμερον τον Δήμον Νέσσωνος ανήκοντα εις την επαρχίαν Λαρίσης. Τα χωρία ταύτα κατοικούνται έκαστον υπό 30-40 περίπου οικογενειών ασχολουμένων εις την καλλιέργειαν της ευφόρου αυτών γης». Ο περιηγητής Rennel Rood πηγαίνοντας προς την κοιλάδα των Τεμπών το 1889 περνά από την περιοχή μας και γράφει. «Από κει και πέρα φτάσαμε στην πράσινη και καρποφόρα κοιλάδα του Πηνειού, ο οποίος διέρχεται μέσα από τους λόφους για κάμποσα μίλια στα δυτικά. Οι τουρκικοί οικισμοί βρίσκονται δεξιά και αριστερά, σε ψηλότερο έδαφος με τα χαμηλά καφετί κτίσματα, με το λευκό μιναρέ να υψώνεται στο κέντρο. Καφετί και άσπρα μαυρομούτσουνα πρόβατα, δραστήρια σαν γίδες, βοσκούσαν στην άκρη του δρόμου. Τα ποιμενικά σκυλιά ήταν ήσυχα ξαπλωμένα στον ήλιο και δεν έτρεξαν γαυγίζοντας προς το μέρος μας. Ένας βοσκός, με ένα χοντρό χειροποίητο χιτώνιο, με γαλάζιο παντελόνι, καφέ κεντημένο πανωφόρι (κάπα) και έναν μικρό άσπρο σκούφο, και τα χέρια να κρέμονται πάνω από την κάπα του, μας κοιτούσε με περιέργεια και θαυμασμό καθώς περνούσαμε. Τα πάντα ήταν πολύ ειρηνικά και εύθυμα, κάτω από τη σκιά του Ολύμπου και των Θεών». (Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 54ος, 2008, σελ.132. Μετάφραση Αλέξης Γαλανούλης). 1

Είναι η Καλάμτσια.


33

Εκτός από τις βασικές αυτές ασχολίες, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, το πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητας συμπλήρωναν και άλλα επαγγέλματα, απαραίτητα για τη στοιχειώδη λειτουργία μιας κοινότητας την εποχή εκείνη. Ήταν οι χτίστες, οι σαμαράδες, οι σιδεράδες, οι πεταλωτές, οι ξυλοκόποι, οι ραφτάδες και άλλοι. Γενικά η οικονομία ήταν «κλειστή», κατά κανόνα οικιακή, και το εμπόριο ήταν πολύ περιορισμένο. Η ανταλλαγή αγαθών γινόταν σε μεγάλο βαθμό «είδος με είδος». Ωστόσο λειτούργησαν από τα πρώτα χρόνια και κάποια μαγαζιά, μπακάλικα, που έφερναν και πωλούσαν τρόφιμα και πράγματα που δεν παράγονταν στο χωριό. Από τους πρώτους Έλληνες, κατοίκους του Μακρυχωρίου, που ασχολήθηκαν με το εμπόριο (μαγαζάτορες-μπακάληδες), περί το 1900, ήταν οι οικογένειες Στέργιου Ήλου, Δημητρίου Φωτίου και η οικογένεια Δημητρίου Καπετανάκη. Για την κατάσταση αυτή στην οικονομία, που κράτησε με οριακές μόνο βελτιώσεις για πολλές δεκαετίες, σίγουρα μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, θα γίνει εκτενέστερη αναφορά σε επόμενο κεφάλαιο. Τα έσοδα του Δήμου προέρχονταν από τη φορολόγηση των δημοτών. Ο Δήμος φορολογούσε κατά νόμο τη γεωργική παραγωγή και τα ζώα των δημοτών. Δημοτικοί φόροι επιβάλλονταν: «επί των αμπέλων, επί των καπνών, επί των αμυγδάλων, επί των κουκουλίων, επί των μελισσίων, επί των αροτριώντων κτηνών (βόες, ίπποι, βούβαλοι, όνοι), επί των σφαγίων ή άλλοθεν μεταφερομένων εσφαγμένων ζώων, επί των βοσκησίμων γαιών ιδιωτικών και κοινοτικών λειβαδίων, επί των ωνίων και εμπορευμάτων, επί των μετρικών δικαιωμάτων στατήρος και κοιλού, επί των επιτηδευμάτων και των οικοδομών». (Ιω. Ν. Πράπας, Οι Δήμαρχοι του τέως Δήμου Νέσσωνος, 2008). Αξιοσημείωτη είναι και η 46/15.10.1899 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, με την οποία «επιψηφίζει την επιβολή δημοτικής εισφοράς επί των προς κατανάλωσιν εν τω δήμω σφαζομένων ζώων και άλλοθεν μεταφερομένων εσφαγμένων ζώων ως εξής. 1) δια μεν τας αίγας και τα πρόβατα εκ λεπτών είκοσι, δια τους βόας και αγελάδας και βουβάλους εκ λεπτών εξήκοντα και διά τους χοίρους εκ λεπτών πεντήκοντα κατά κεφαλήν, 2) ορίζει δε το ποσοστόν του Δημ. Φόρου επί των λοιπών ζώων των μη σφαζομένων, ήτοι όνων, ίππων, ημιόνων, καμήλων και κυνών εις το πέμπτον του δημοσίου φόρου, ήτοι ως εξής: επί των όνων λεπτά 18, επί των ίππων, ημιόνων και καμήλων λεπτά 36, δια τους κύνας τους μη πολυτελείας και κυνηγετίας λεπτά εξήκοντα». Τους φόρους αυτούς ο Δήμος τους εισέπραττε ή με δημοτικούς εισπράκτορες, που ορίζονταν από το Δήμο, ή με ιδιώτες ενοικιαστές των φόρων. Ο ενοικιαστής αναλάμβανε, με πλειοδοτική δημοπρασία, την είσπραξη του φόρου από τους δημότες, π.χ. του φόρου «επί των καπνοφυτειών», αφού έπαιρνε υπόψη την τιμή του επιβαλλόμενου κατά μονάδα φόρου, το ελάχιστο ποσό που ζητούσε να εισπράξει ο Δήμος και την


34

προβλεπόμενη ετήσια παραγωγή του προϊόντος. Οι Μακρυχωρίτες Μιχαήλ Σουμπενιώτης και Δημήτριος Καπετανάκης πλειοδοτούν ο μεν πρώτος το 1907 και 1911 για το φόρο «επί των καπνών», ο δε δεύτερος το 1907 για το φόρο «επί των ωνίων και εμπορευμάτων». Με τα έσοδα αυτά ο Δήμος κάλυπτε τις λειτουργικές του ανάγκες, ενοίκια, μισθούς Δημάρχου και υπαλλήλων, πλήρωνε τους δασκάλους των σχολείων του Δήμου, το προσωπικό των Αστυνομικών Σταθμών, πλήρωνε τα ενοίκια και τις επισκευές των διδακτηρίων και εκτελούσε μικρά έργα. Για το Μακρυχώρι π.χ. φρόντιζε για τη βατότητα των βασικών αγροτικών δρόμων, για τον καθαρισμό των ομβροδεξαμενών (μπαρών), καθάριζε τη Βρύση του χωριού και άλλα. Εκτός από τα έσοδα αυτά και οι οικισμοί του Δήμου είχαν ο καθένας τους «ίδια» έσοδα. Αυτά προέρχονταν από τα ενοίκια των βοσκήσιμων εκτάσεων (βοσκότοπων) που είχε στα όριά του ο κάθε οικισμός από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Τα χρήματα αυτά καταθέτονταν για λογαριασμό των κατοίκων της κοινότητας στο Δημόσιο Ταμείο και διαθέτονταν με απόφαση του Δημ. Συμβουλίου αποκλειστικά για τις ανάγκες της κοινότητας που ανήκαν. Από αυτά τα χρήματα διατέθηκε μεγάλο ποσό για την κατασκευή του ναού του Αγίου Θωμά ή κατά καιρούς πληρώθηκαν οι γιατροί που φρόντιζαν για την υγεία των κατοίκων του Μακρυχωρίου. Η διαχείριση των χορτολιβαδικών αυτών εκτάσεων από τους κατοίκους του Μακρυχωρίου, σύμφωνα με συγκεκριμένες μαρτυρίες, γινόταν «διανοία κυρίου», δηλαδή τις διαχειρίζονταν ως έχοντες την κυριότητα των εκτάσεων αυτών. Αντιγράφω από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος και παραθέτω εδώ την απόφαση των Μακρυχωριτών για εκλογή «διαχειριστικής της κοινοτικής περιουσίας επιτροπής» της 21.12.1883, που εγκρίθηκε με τη 1630/28.12.1883 Απόφαση του Νομάρχη Λάρισας Δημητρίου Θεοχάρη, στην οποία αναφέρονται συγκεκριμένα καθήκοντα της Επιτροπής. «Εν τω χωρίω Μακρυχωρίω του Δήμου Νέσσωνος σήμερον την εικοστήν πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου του 1883 τρίτου έτους, ημέραν Τετάρτην, και ώραν 10 Π.Μ. ενώπιον εμού του Ειδικού Παρέδρου του χωρίου τούτου συνελθόντες αυθορμήτως οι υποφαινόμενοι κάτοικοι του χωρίου τούτου εν τω συνήθει τόπω των τοιούτων συνελεύσεων, όπως εκλέξωσιν Επιτροπήν προς διεύθυνσιν και διαχείρησιν της Κοινοτικής περιουσίας του ανωτέρω χωρίου συγκειμένης εξ ορεινών 30.000 ως έγγυστα στρεμμάτων…. και συσκεφθέντες από κοινού αποφασίζουσιν α) προσδιορίζουσιν μέρος αυτής δια βοσκήν των ζώων της κοινότητος το καλούμενον Μεζαρλήκ και….. β) εκλέγουσιν ως τοιαύτην προς διεύθυνσιν και διαχείρησιν της ανωτέρω κοινοτ. περιουσίας τους κ.κ. Χασάν Μιμήν, Ναμπή Μεχμέτ και Χαλήλ Καντάσογλου κατοίκους ενταύθα, προς ήν παρέχουσι το δικαίωμα α) να ενοικιάζει την ανωτέρω κοινοτ. περιουσίαν επ’ ωφελεία της ανωτέρω κοινότητος και προς εκπλήρωσιν κοινοτικών αναγκών


35

β) να επιτρέπη την βοσκήν αυτής επί πληρωμή εις τρίτους εν περιπτώσει μη ενοικιάσεως αυτής γ) να συντάττη συμβόλαια ενοικιάσεως μετά των ενοικιαστών δ) να λαμβάνη χρήμματα ε) να διαθέτη το μίσθωμα αυτής εις κοινωφελή έργα, ήτοι θρησκευτικάς, εκπαιδευτικάς και άλλας εν γένει ανάγκας, ως αύτη ήθελεν εγκρίνει, ή η κοινότης δι’ αναφοράς της ήθελεν ζητήσει Στ) να αποβάλλη εκτός αυτής τα καταπατούντα αυθαιρέτως την βοσκήν αυτής ξένα κτήνη ή των κατοίκων ζ) να παρίσταται ενώπιον παντός βαθμού Δικαστηρίου ως ενάγουσα ή εναγομένη, και να υποστηρίζη τα δικαιώματα αυτής προσβαλλόμενα τυχόν παρά τρίτων Η) να διορίζη και άλλους πληρεξουσίους με την αυτήν ή και περιορισμένην ιδιότητα και να παύη αυτούς θ) να ενεργή παραγγέλματα, ήτοι προσωρινά μέτρα επ’ αυτής, κ.τ.λ. ι) και εν τέλει να ενεργή προς ό,τι εγκρίνει προς βελτίωσιν της ειρημένης Κοινοτικής περιουσίας του ανωτέρω χωρίου. Ο δε διορισμός ούτος υφίσταται δι’ έν ολόκληρον έτος από σήμερον. Οφείλει δε αύτη να δίδη Λογοδοσίαν οσάκις ζητηθή ενώπιον της Δημοτικής Αρχής Νέσσωνος. Συνετάγη όθεν η παρούσα έκθεσις και υπογράφεται νομίμως. Ο Πάρεδρος Οι κάτοικοι (Τ. Σ.) (ακολουθούν εβδομήντα (70) υπογραφές) Εξάλλου ο Επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος στο σημείωμά του «Η Επισκοπή Πλαταμώνος» και στο κεφάλαιο «Τα πρώην τουρκικά χωρία της Επισκοπής Πλαταμώνος» γράφει για το Μακρυχώρι στις 30.12.1895 μεταξύ των άλλων και τα εξής. «Το Μακρυχώριον κέκτηται τούτο το ιδιάζον προσόν, ότι διετήρησεν υπό την κατοχήν και κυριότητα αυτού πάσαν την ορεινήν περιφέρειάν του, καταλληλοτάτην δια νομήν, αποφέρουσαν ετησίως πρόσοδον όχι κάτω των 20.000 δραχμών. Ατυχώς του εκτάκτου τούτου πλεονηκτήματος ουδεμίαν καλήν χρήσιν ποιούνται οι κάτοικοι, διανέμοντες προς αλλήλους κατ’ αναλογίαν πάσαν την καλήν ταύτην πρόσοδον». Από τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτει ότι η ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση της κοινότητας του Μακρυχωρίου ήταν αρκετά καλή, και μάλλον καλύτερη από εκείνη των άλλων οικισμών του Δήμου. Ήταν εξάλλου το Μακρυχώρι και πληθυσμιακά ο μεγαλύτερος οικισμός του Δήμου μετά το Μεγάλο Κεσερλί, την έδρα του Δήμου. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το περιεχόμενο απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου στις 11.11.1893, με την οποία, μετά τις καταστροφές που προκάλεσε πλημμύρα, ο Δήμος «χορηγεί υπέρ των εκ της πλημμύρας παθόντων…. δρχ. εκατόν (100)», «προτρέπει δε να χορηγηθή εκ των κοινοτικών περιουσιών των χωρίων του Δήμου ως εξής: εκ του χωρίου Μεγ. Κεσερλή δρχ. 50, του χωρίου Μακρυχωρίου δρχ. 120, Μπαξιλάρ 25, Ορτά 35, Σουφλάρ 15, Πουρνάρ 25, Τζαμή 15, Μπαλτζή 10,


36

Ασαρλήκ 25». Το Μακρυχώρι καλείται να πληρώσει υπερδιπλάσια χρήματα και από το Μεγάλο Κεσερλί.

Β. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β1. Αξιοσημείωτα διάφορα Παρατίθενται στη συνέχεια μερικά περιστατικά και πληροφορίες, ασύνδετα μεταξύ τους, από την περίοδο της λειτουργίας του Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), που θα μας βοηθήσουν να συμπληρώσουμε την εικόνα για την κατάσταση στην οποία ζούσαν οι Μακρυχωρίτες την εποχή αυτή. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος και από άλλες πηγές. 1. Καλοκαίρι 1889. Δύο Μακρυχωρίτες, συγγενείς μεταξύ τους, καταδικάστηκαν «επί ζωοκτονία». Το πρόστιμο 300 δρχ. που τους επιβλήθηκε ως ποινή εισέπραξε ο Δήμος Νέσσωνος. Ο Δήμος Αμπελακίων ζητά τα χρήματα αυτά, διότι η ζωοκτονία έγινε στην περιοχή του. Το Δ.Σ. αρνείται να δώσει τα χρήματα αυτά, γιατί η θέση Νταγλάρ, όπου έγινε η ζωοκτονία, ανήκει στο Μεγάλο Κεσερλί (Απόφαση 109/1.9.1889). Για το ίδιο θέμα το Δ.Σ. με την 127/22.6.1890 απόφασή του εξουσιοδοτεί το Δήμαρχο Μαχμούτ Μεχμέτ να εκπροσωπεί το Δήμο στα δικαστήρια σχετικά με την αγωγή του Δήμου Αμπελακίων κατά του Δήμου Νέσσωνος προς απόδοση σ’ αυτόν δρχ. 300, που εισπράχτηκαν από το Δήμο Νέσσωνος «προερχόμεναι εξ επιβληθέντος προστίμου τοις Αθανασίω Γούλα Κατσιγιάννη και Μπίτω ή Δημητρίω Κατσιγιάννη … επί ζωοκλοπή και ζωοκτονία διαπραχθείση εν θέση Νταγλάρ…». 2. Στη συνεδρίαση της 18.12.1903 το Δ.Σ. αποφασίζει «την τοποθέτησιν τεσσάρων φανών» στο Μεγάλο Κεσερλί. Μετά από ισχυρή πίεση του Γεωργίου Τσίρου, δημοτικού συμβούλου της αντιπολίτευσης, που συστηματικά αρνιόταν να εγκρίνει τις προτάσεις της πλειοψηφίας, το Δ.Σ. «επιπροσθέτει δε ποσόν δρχ. 40 δι’ αγοράν, τοποθέτησιν και συντήρησιν ενός φανού εν τω χωρίω Μακρυχωρίω, ορίζει δε όπως τοποθετηθή εις τον Αστυνομικόν Σταθμόν. Εις τούτο απεφάνθη ομοφώνως το συμβούλιον, συνήνεσε δε εις την πρώτην απόφασιν και ο δημοτικός σύμβουλος Γ. Τσίρος». 3. Κάθε φορά που γίνονταν εκλογές Δημάρχου, (λίγο πριν και κυρίως μετά το 1900) γινόταν σφοδρός προεκλογικός αγώνας. Παράγοντες από το χωριό μάζευαν τους ανθρώπους τους και τους πήγαιναν όλους μαζί να ψηφίσουν τον υποψήφιο Δήμαρχο της αρεσκείας τους. Προσφέρονταν από τους υποψήφιους


37

στην πλατεία του χωριού τραπέζια με φαγητό. «Έχω φάει αρκετές φορές πιλάφι στην πλατεία, όταν ήμουν μικρός. Το προεκλογικό πάθος μπορούσε να φτάσει και στο έγκλημα». Είναι τα λόγια του Ηλία Σωτηρίου Μπενεχούτσου το 1980 περίπου. 4. «Εκποίησις δύο ακροτήρων βοών» (Απόσπασμα δήλωσης Δημάρχου) Αριθ. 900/8.10.1910. Ο Δήμαρχος Νέσσωνος δηλοποιεί ότι. «Την 31.10.1910, ημέραν Κυριακήν από της ώρας 10ης Π.Μ. μέχρι της 12ης της μεσημβρίας ενεργηθήσεται ενταύθα εν τω συνήθει των δημοπρασιών τόπω η εκποίησις δύο αροτήρων βοών του ενός 4-5 ετών χρώματος μελισσού αναστήματος κοντού και του ετέρου ετών 6-7 χρώματος μελανού, αναστήματος μετρίου προς το υψηλόν με το δεξιόν ους ολίγον κεκομμένον εις το άνω άκρον, συλληφθέντων υπό των αγροφυλάκων της κτηματικής περιφερείας Μακρυχωρίου και εντός των εις θέσιν «Γιαλντά» εξ αραβοσίτου εσπαρμένων αγρών την 30ην Σεπτεμβρίου 1910 ως αδεσπότων και αγνώστου κυρίου. …………. Τα κηρύκεια βαρύνουν τον αγοραστήν. Εν Μεγ. Κεσερλί τη 8η Οκτωβρίου 1910 Ο Δήμαρχος Σ. Γ. Κακαγιάννης 5. Ο Αστυνόμος Νέσσωνος προς Αστυνομική Δ/νση Λάρισας Αριθμ. 1108/5.10.1911 «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν ότι εμφανισθείς ενώπιόν μας ο εκ Μακρυχωρίου παντοπώλης Φώτιος Φωτίου μας ανέφερεν ότι προ τριών ημερών εθεάθη αδέσποτος αγελάδα εν Μακρυχωρίω φέρουσα τα εξής χαρακτηριστικά χρώματος καστανό, αναστήματος πρώτου, ηλικίας άνω των πέντε ετών και κοτσαύτικη από το αριστερό ωτίον, ήν παρέδωκα επί αποδείξει εις τον ανωτέρω παντοπώλην μέχρις ότου ευρεθή ο κύριος αυτής» Α. Α. Νικολόπουλος, Ενωμοτάρχης. 6. Άνοιξη 1911. Η περιοχή του Δήμου Νέσσωνος ακριδόπληκτη. Στις 14.4.1911 ο Δήμαρχος ορίζει Επιτροπές για καταπολέμηση των ακρίδων. Για το Μακρυχώρι ορίζει τους Γεώργιο Παπαλέτσο (δάσκαλο) ως Πρόεδρο και μέλη τους Ιωάννη Τάχα, Πέτρο Τσέτσιλα, Κων/νο Μπούτο, Σωτήριο Μπενεχούτσο και Κων/νο Σπανό. Και η Επιτροπή προς Δ. Νέσσωνος: 1.«Παρακαλώ φροντίσατε να μας εφοδιάσητε με δέκα λινάτσαις διά την καταδίωξιν της ακρίδος καθόσον στερούμεθα τοιούτων». 26.4.1911. Γεώργιος Παπαλέτσος. 2. «Παρακαλούμεν φροντίσατε να αποσταλώσιν εις χωρίον μας δέκα (10) κιβώτια πετρελαίου». 29.4.1911. Γεώργιος Παπαλέτσος, Ιωάννης Τάχας. Και στις 23.12.1911 το Δ.Σ. Νέσσωνος «διαθέτει πίστωσιν δρχ. 650 δι’ αποζημίωσιν των συλλεγόντων ωά ακρίδων προς δρχ. 4 κατ’ οκάν».


38

7. Απόφαση Δ.Σ. στις 25.11.1911. Προσπάθεια άσκησης κοινωνικής πολιτικής. «Το Δ.Σ. …… β) ομοφώνως διαθέτει εκ του Προϋπολογισμού δρχ. 150 υπέρ του πάσχοντος εξ ύδρωπος ασκίτου απόρου οικογενειάρχου Αθανασίου Κατσιγιάννη δι’ εγχείρισιν εις Αθήνας». (ύδρωψ ασκίτης = είδος υδρωπικίας, υδρωπικία = νερόπιασμα, ασκίτης = που φουσκώνει την κοιλιά σαν ασκί, τουλούμι). 8. Την περίοδο της τουρκοκρατίας στους κεντρικούς μεγάλους δρόμους υπήρχαν κατά διαστήματα εγκαταστάσεις για στάθμευση και ανάπαυση των ταξιδιωτών. Ήταν τα λεγόμενα χάνια (τουρκ. han), πανδοχεία στα οποία οι ταξιδιώτες μπορούσαν να καταλύσουν, να φάνε και να κοιμηθούν, αυτοί και τα ζώα τους. Στην περιοχή του Μακρυχωρίου υπήρχαν δύο τέτοια χάνια, το χάνι του Νταβέλη και το χάνι της Βουλγάρας, και τα δύο στον οδικό άξονα Λάρισας-Τεμπών-Θεσσαλονίκης. Το πρώτο βρισκόταν κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό Γυρτώνης και ονομάστηκε έτσι περί το 1900, όταν την αγροτική έκταση γύρω από το χάνι αγόρασε από τους Τούρκους ο Γεώργιος Λουκά Νταβέλης. Ο Νταβέλης, το πραγματικό του επώνυμο ήταν Δούκας, τις δεκαετίες του 1870 και 1880 ήταν οπλαρχηγός (καπετάνιος) ομάδας οπλισμένων Ελλήνων στην τουρκοκρατούμενη δυτική Μακεδονία και εκτός από την άλλη δράση του πήρε μέρος με την ομάδα του στην επανάσταση του Λιτοχώρου το 1878. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας εγκαταστάθηκαν περί το 1895, αυτός και τα αδέρφια του Δημήτριος και Μάρκος, στο Μακρυχώρι, αφού για μερικά χρόνια πριν είχαν μείνει στην περιοχή του Αμπελώνα. (Δήμος Τυρνάβου) Το χάνι της Βουλγάρας βρισκόταν βορειοανατολικά του σημερινού τυροκομείου Γραβάνη, στη θέση Μπαχτσέδια, και ονομάστηκε έτσι, καθώς τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του υπεύθυνη ήταν μια γυναίκα, μέλος βουλγαρικής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή. Τα χάνια αυτά δε λειτούργησαν μετά το 1900. Ωστόσο ερείπιά τους υπήρχαν μερικές δεκαετίες και μετά το 1900. Απόγονοι βέβαια και του Νταβέλη και της Βουλγάρας (οικογένεια Ζήση) υπάρχουν και ζουν στο Μακρυχώρι αρκετοί.

Β2. Αιτήσεις εγγραφής στο Δημοτολόγιο και άλλα έγγραφα Στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος βρέθηκαν αιτήσεις μεταδημότευσης στο Δήμο Νέσσωνος δημοτών άλλων Δήμων, κατοίκων τότε του Μακρυχωρίου. Τα ονόματα των κατοίκων αυτών, ο τόπος προέλευσής τους και ο χρόνος υποβολής της αίτησης έχουν ως εξής. Δημήτριος Λουκά Νταβέλης (Δήμος Τυρνάβου, 1895), Ζιώγας Παναγιώτου Σταμάτης και


39

Παναγιώτης Γιούλη Σταμάτης (Γκερλή Δήμου Αρμενίου, 1900), Απόστολος Γκουντούλης, Δημήτριος Απ. Γκουντούλης και Θεόδωρος Απ. Γκουντούλης (Δήμος Φαρκαδώνος, 1901), Χρ. Ευαγγέλου Καρανάσος (Δήμος Φαρκαδώνος, 1901), Αθανάσιος Σιμόπουλος (Αμαρλάρ Δήμου Κραννώνος, 1901), Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος (Δήμος Λυρκείου Άργους, 1902), Χρίστος Λάμπρου Πατσιούρας (Λουτρό Δήμου Κραννώνος, 1902), Κωνσταντίνος Δημητρίου Ρίζος (Κρανιά Δήμου Ολύμπου, 1902), Κωνσταντίνος Γεωρ. Ζησόπουλος (Δήμος Γόννων, 1905), Γεώργιος Στεργ. Μπέλλος και Γεώργιος Αποστόλου Νάστος (εκ του χωρίου Περιβολίου της επαρχίας Γρεβενών του Οθωμανικού, 1905), Βασίλειος Ιωάννου Πένης, Δημήτριος Ιωάννου Πένης και Παναγιώτης Ιωάννου Πένης (εκ του χωρίου Οτσίστη του Οθωμανικού, 1905)1, Γεώργιος Μαλάμης (εκ Ζίτσης Ηπείρου, 1907) και Σωτήριος Παπαχρήστου (Δήμος Καστανέας, 1909). Παραθέτω αντίγραφα μερικών αιτήσεων απ’ αυτές καθώς και αντίγραφο καταλόγου «εγγραπτέων εν τω Μητρώω αρρένων του Δήμου μας, καθ’ ο μετενεγκόντων τα δικαιώματά των εξ άλλων Δήμων», στον οποίο αναγράφονται τα ονόματα των κατοίκων Μακρυχωρίου Μποσινέα Παναγιώτη του Νικολάου και Μποσινέα Γεωργίου του Νικολάου ως εγγραπτέων στο Δήμο Νέσσωνος το έτος 1885.

1

Πρόκειται για οικογένειες με το επώνυμο Στογιάννης


40

Εγγραφή στο Δημοτολόγιο των Μποσινέα Παναγιώτη του Νικολάου και Μποσνέα Γεωργίου του Νικολάου


41

Αίτηση Δημητρίου Λουκά Νταβέλη (Ζέρβα)


42

Αίτηση Παναγιώτη Γιούλη Σταμάτη


43

Αίτηση Χρήστου Λάμπρου Πατσιούρα


44

Αίτηση Κωνσταντίνου Γεωργίου Ζησόπουλου


45

Αίτηση Γεωργίου Στέργιου Μπέλλου


46

Πρακτικό εκλογής (ορισμού) αγροφυλάκων το 1893. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες γης είναι ακόμα Τούρκοι.


47


48


49


50

Δηλώσεις εισαγωγής ζώων στους βοσκότοπους του Μακρυχωρίου Ματούσιου Δ. Σαμαρά και Τζήμα Τόπη


51


52


53

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ (1914-1998)


54

Το πρώτο Κοινοτικό Κατάστημα και διδακτήριο του Δημοτικού Σχολείου

Ο πρώτος Πρόεδρος της Κοινότητας Μακρυχωρίου Μιχαήλ Σαμολαδάς

Η πρώτη σφραγίδα της Κοινότητας με την υπογραφή του Προέδρου


55

Α. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Το Μακρυχώρι από το 1914 μέχρι και το 1998 λειτούργησε ως ανεξάρτητη Κοινότητα. Με Βασιλικό Διάταγμα στις 31.8.1912 (ΦΕΚ 262Α) «περί αναγνωρίσεως των δήμων και κοινοτήτων του Νομού Λαρίσης» αναγνωρίστηκε ως «ιδία κοινότης» με το όνομα Μακρυχώρι. Το Β.Δ. αυτό εκδόθηκε στα πλαίσια του Ν. ΔΝΖ΄ (4057) 10/14 Φεβρουαρίου 1912 «περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων». Στο μεταβατικό διάστημα από το 1912 έως το 1914 τη διοίκηση συνέχιζε να ασκεί ο Δήμαρχος και το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος. Το Φεβρουάριο του 1914 έγιναν εκλογές για ανάδειξη Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων. Τα μέλη του πρώτου εκλεγέντος εξαμελούς Κοινοτικού Συμβουλίου του Μακρυχωρίου ήταν οι: Χρίστος Πελεκούδας, πλειοψηφήσας σύμβουλος, Θεόδωρος Γραμμουστιάνος, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Βασίλειος Σιμόπουλος, Μιχαήλ Σουμπενιώτης και Πέτρος Τσέτσιλας. Σε συνεδρίαση στις 28 Μαρτίου 1914 τα μέλη του Κ.Σ. εξέλεξαν ως Πρόεδρο το Μιχαήλ Σαμολαδά, που ήταν απόφοιτος Σχολαρχείου. Ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Κοινότητας. Στην ίδια συνεδρίαση εκλέχτηκε αναπληρωτής του Προέδρου ο Θεόδωρος Γραμμουστιάνος. Στις 5.4.1914 το Κοινοτικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Μιχ. Σαμολαδά συνεδρίασε και πήρε τις παρακάτω δύο πρώτες αποφάσεις. Πρακτικόν Γ΄ Εν Μακρυχωρίω και εν τω δημοτικώ σχολείω των αρρένων σήμερον την Πέμπτην (5) του μηνός Απριλίου του 1914 έτους ημέραν Σάββατον και ώραν 4 μ.μ. το Κοινοτικόν Συμβούλιον της Κοινότητος Μακρυχωρίου αποτελούμενον από τον Πρόεδρον αυτού Μιχαήλ Σαμολαδάν και τα μέλη Βασίλειον Σιμόπουλον, Χρίστον Πελεκούδαν, Μιχαήλ Σουμπενιώτην και Πέτρον Τσέτσιλαν, του ετέρου Θεοδώρου Γραμμουστιάνου απόντος, συνελθόν τη προσκλήσει του προέδρου ίνα συσκεφθή περί του οικήματος του ορισθησομένου ως Κοινοτικού Καταστήματος και σκεφθέν

Αποφαίνεται

ομοφώνως όπως ως Κοινοτικόν Κατάστημα χρησιμοποιηθώσι τα προς μεσημβρίαν δύο δωμάτια, κτήμα της Κοινότητος, τα συνεχόμενα με το σχολείο των θηλέων. Εφ’ ω συνετάγη το παρόν πρακτικόν και υπογράφεται προσηκόντως. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Ο Πρόεδρος Τα μέλη Πρόκειται για το παλαιό Κοινοτικό Κατάστημα, που βρισκόταν στην πλατεία, στη θέση του σημερινού Κ.Ε.Π., και λειτούργησε μέχρι το 1958.


56

Πρακτικόν Δον Εν Μακρυχωρίω και εν τω δημοτικώ σχολείω των αρρένων σήμερον την πέμπτην (5) του μηνός Απριλίου του 1914 έτους ημέραν Σάββατον και ώραν 4 μ.μ. το Κοινοτικόν Συμβούλιον της Κοινότητος Μακρυχωρίου αποτελούμενον από τον Πρόεδρον αυτού Μιχαήλ Σαμολαδάν και τα μέλη……., συνελθόν……, ίνα συσκεφθή περί του τεθησομένου εμβλήματος εν τω μέσω της σφραγίδος περιεχούσης τας λέξεις «Κοινότης Μακρυχωρίου»

Αποφαίνεται

ομοφώνως, όπως τοιούτον έμβλημα τεθή είς κριός. Εφ’ ω συνετάγη το παρόν πρακτικόν και υπογράφεται προσηκόντως. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Ο Πρόεδρος Τα μέλη Αντιγράφω επίσης απόσπασμα από ομόφωνη απόφαση του Κ.Σ. στις 26.2.1917 με Πρόεδρο το Μιχ. Σουμπενιώτη. «Περί απαγορεύσεως επί 10ετίαν της περιοχής Ασαργάνι από ξυλεύσεως και βοσκής προς αναδάσωσιν, επί τω σκοπώ ίνα η προτεινόμενη αύτη απαγορευτέα περιφέρεια αναδασωθή προς κοινήν χρήσιν και ωφέλειαν των κατοίκων της Κοινότητος τόσω δια τον εξωραϊσμόν της περιφερείας ταύτης, όσω κυρίως δια την επαρκή ξύλευσιν και άλλην νομήν αυτής και την επελευσομένην επωφελή επήρειαν εις την υγείαν των κατοίκων και την παραγωγήν υπερτέρων των ήδη προσόδων των κτημάτων αυτών, ως εκ της ιδιότητος των δασών του έλκειν την βροχήν και προς παρακώλυσιν των ομβρίων υδάτων των κατακλυζόντων το χωρίον». Παραθέτω το απόσπασμα αυτό ως μνημείο και του σκεπτικού και της διατύπωσης της απόφασης την εποχή εκείνη.

Β. Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ Β1. Οι Πρόεδροι και οι κοινοτικοί σύμβουλοι Η Κοινότητα διοικείται από το Κοινοτικό Συμβούλιο (Κ.Σ.). Το Κ.Σ. αποτελείται από τον Πρόεδρο, τον αναπληρωτή του Προέδρου ή Αντιπρόεδρο και τα απλά μέλη του Κ.Σ. Το Κ.Σ. από την αρχή της λειτουργίας της Κοινότητας μέχρι και τις εκλογές του 1934 ήταν εξαμελές συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου. Στις εκλογές του 1951, πρώτες μετά το 1934 και τη δεκαετία του 1940 (κατοχή, εμφύλιος), εκλέχτηκε πενταμελές Κ.Σ. Από το 1955 μέχρι και το 1998 το Κ.Σ. είναι εφταμελές. Το διοριζόμενο Κ.Σ. από τη δικτατορία (1967-1974) ήταν πενταμελές. Το Κ.Σ. διεκπεραίωνε τις αποφάσεις του με τη βοήθεια και τη συνεργασία της Υπηρεσίας της Κοινότητας, των υπαλλήλων. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της η Υπηρεσία της Κοινότητας περιλάμβανε το


57

γραμματέα και τον κλητήρα. Προσλαμβανόταν επίσης εποχικά και ένας υδρονομέας άρδευσης, «φύλαξ και υδρονομεύς των μπαχτσέδων εν τη θέσει Βρύση Μακρυχωρίου». Από τη δεκαετία του 1930 η Κοινότητα προσλαμβάνει και υδρονομέα για τις εγκαταστάσεις και το δίκτυο ύδρευσης του χωριού. Από το 1957 προσλαμβάνεται κατά διαστήματα βοηθός γραμματέα και από το 1960 περίπου υπηρετούν στην Κοινότητα μόνιμα δύο γραμματείς. Από τη δεκαετία του 1980 τα καθήκοντα του κλητήρα και του υδρονομέα τα ασκεί ένας (1) υπάλληλος. Το Κ.Σ. έχει επίσης αποφασιστικό ρόλο στο διορισμό των αγροφυλάκων. Πρόεδροι της Κοινότητας και μέλη του Κ.Σ. από το 1914 μέχρι και το 1998 υπήρξαν οι εξής: Το πρώτο Κ.Σ., που προήλθε από τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1914, αποτελούσαν οι: Χρίστος Πελεκούδας, πλειοψηφήσας, Θεόδωρος Γραμμουστιάνος, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Βασίλειος Σιμόπουλος, Μιχαήλ Σουμπενιώτης και Πέτρος Τσέτσιλας. Το καλοκαίρι του 1917 ο Πέτρος Τσέτσιλας αντικαθίσταται από το Χρήστο Μπέλλο. Η θητεία του Συμβουλίου αυτού κράτησε, με κάποιες μεταβολές*, μέχρι και το 1925. Στο διάστημα αυτό τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι εξής: - Μιχαήλ Σαμολαδάς 1914 μέχρι και Οκτώβριο του 1915. - Θεόδωρος Γραμμουστιάνος από Νοέμβριο του 1915. Υπογράφει ως προεδρεύων. - Μιχαήλ Σουμπενιώτης από Φεβρουάριο του 1917. - Βασίλειος Σιμόπουλος από Νοέμβριο 1917 μέχρι Απρίλιο 1918. - Μιχαήλ Σαμολαδάς μέχρι Μάρτιο 1920 υπογράφει ως προεδρεύων, από 5.4.1920 ως Πρόεδρος. - Χρίστος Πελεκούδας από Μάρτιο 1921. - Μιχαήλ Σαμολαδάς από Σεπτέμβριο 1921 μέχρι 10.9.1922. - Θεόδωρος Γραμμουστιάνος από Νοέμβριο 1922. - Μιχαήλ Σαμολαδάς από 10.2.1924, «άτε του Προέδρου αποβιώσαντος». * Το 1922 μέχρι και 10.2.1924 το Συμβούλιο συνεδριάζει μόνο με τρία μέλη, τους Γραμμουστιάνο, Σαμολαδά και Σουμπενιώτη. Από 10.2.1924 μέχρι και το 1925 συνεδριάζουν και υπογράφουν μόνο δύο μέλη, ο Σαμολαδάς ως Πρόεδρος, και ο Σουμπενιώτης. Από τις εκλογές στις 25 Οκτωβρίου 1925 προήλθε το ακόλουθο Κ.Σ. Χαράλαμπος Γεωργόπουλος, πλειοψηφήσας, Θωμάς Ζησόπουλος, Αθανάσιος


58

Κυρίτσης, Γεώργιος Θεοδ. Μπούτος, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Ιωάννης Τσέτσιλας. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι: - Αθανάσιος Κυρίτσης 1926 και 1927. - Ιωάννης Τσέτσιλας 1928 και 1929. Από τις εκλογές στις 4 Αυγούστου 1929 εκλέχτηκε το ακόλουθο Κ.Σ. Απόστολος Γεωργόπουλος, πλειοψηφήσας, Επαμεινώνδας Γιαννακόπουλος, Ιωάννης Γκρέτσης, Αθανάσιος Πατσιούρας, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Ιωάννης Τσέτσιλας. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι: - Απόστολος Γεωργόπουλος από 18.9.1929. - Μιχαήλ Σαμολαδάς από 1.8.1930. - Επαμ. Γιαννακόπουλος από 4.10.1931. - Ιωάννης Γκρέτσης από 18.9.1932. - Απόστολος Γεωργόπουλος από 17.9.1933 μέχρι 18.3.1934. Υπογράφει ως Προεδρεύων. Από τις εκλογές στις 5 Απριλίου 1934 προέκυψε το εξής Κ.Σ. Χαράλαμπος Γεωργόπουλος, Νικόλαος Δαρδακούλης, Κων/νος Λάζος, Ιωάννης Κατσιγιάννης, Αλέξανδρος Μπούτος και Στέργιος Ρόμπας. Το Συμβούλιο αυτό, με Πρόεδρο το Χαράλαμπο Γεωργόπουλο , άσκησε τα καθήκοντά του κατ’ αρχήν μέχρι την 4η Αυγούστου 1936, παρέμεινε έπειτα αυτούσιο στη διάρκεια του καθεστώτος του Μεταξά μέχρι και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Τυπικά ήταν το Κ.Σ. και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής μέχρι και την απελευθέρωση της χώρας. Από τις εκλογές της άνοιξης του 1934 κοινοτικές εκλογές έγιναν ξανά την Άνοιξη του 1951. Από το 1945 μέχρι και το 1950 οι Πρόεδροι και οι κοινοτικοί σύμβουλοι, λόγω της ανώμαλης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης (εμφύλιος πόλεμος), ορίζονται από την Πολιτεία. Έτσι για κάποιο χρονικό διάστημα στη διάρκεια του 1945 Πρόεδρος είναι ο Δημήτριος Κωστάκης και από το 1946 μέχρι και το καλοκαίρι του 1949 Πρόεδρος είναι ο Παντελής Καραπάνος . Συνεργάτες του Προέδρου Καραπάνου, ως κοινοτικοί σύμβουλοι, ήταν οι Ανδρέας Γκρέτσης, Στέργιος Ζούλφος (Αντιπρόεδρος), Αθανάσιος Πατσιούρας, Παύλος Σεληγκούνας, ίσως και άλλοι. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η λειτουργία αυτών των Κ.Σ. δεν ήταν κανονική, τακτική, όπως στις άλλες περιόδους1.

Τα στοιχεία για την περίοδο 1945-1949 προέρχονται από μαρτυρίες συγγενών των διορισμένων Προέδρων.

1


59

Το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1949 υπάρχει διορισμένη προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή με Πρόεδρο τον Ανδρέα Γκρέτση και μέλη τους Επαμεινώνδα Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Κυρίτση, Γεώργιο Μητσογιάννη, Ηλία Μπενεχούτσο, Χρίστο Παπανικολάου (ιερέας) και Ηλία Σπυρόπουλο (δάσκαλος). Το Νοέμβριο του 1949 ορίζεται Κοινοτικό Συμβούλιο, η σύνθεση του οποίου ήταν: Κυρίτσης Γεώργιος , Πρόεδρος, και μέλη οι Κων/νος Γιαννακόπουλος, Γεώργιος Κωστάκης, Αθανάσιος Λάζος, Γεώργιος Μητσογιάννης και Κων/νος Π. Τσέτσιλας. Από το Φεβρουάριο του 1951 και για δύο μήνες περίπου Πρόεδρος του ίδιου Κ.Σ. είναι ο Κων/νος Γιαννακόπουλος, ενώ το σύμβουλο Γεώργιο Κωστάκη αντικατέστησε ο Μιχαήλ Ρίζος. Την άνοιξη του 1951 έγιναν οι πρώτες κοινοτικές εκλογές μετά τον πόλεμο. Από τις εκλογές αυτές προήλθε το πρώτο αιρετό μεταπολεμικό Κ.Σ., που ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 26.5.1951 και η σύνθεση του οποίου ήταν η εξής. Αθανάσιος Λάζος, Αλέξανδρος Μπούτος, Γεώργιος Παυ. Ρόμπας, Αστέριος Σιμόπουλος και Αστέριος Τσέτσιλας. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι εξής: - Αλέξανδρος Μπούτος 1951, 1952 και 1953. - Αστέριος Σιμόπουλος 1954. Το επόμενο Κ.Σ. αναλαμβάνει καθήκοντα στις 23.1.1955 και η σύνθεσή του ήταν η εξής: Δημήτριος Αργυρίου, Νικόλαος Δαρδακούλης, Αθανάσιος Ζησόπουλος, Αθανάσιος Λάζος, Χρήστος Ιω. Μπέλλος, Μιχαήλ Μουρτζίλας και Αστέριος Χουτεσιώτης. Καθήκοντα Προέδρου άσκησαν οι: - Νικόλαος Δαρδακούλης 1955 και 1956. - Αθανάσιος Ζησόπουλος 1957, 1958, μέχρι Μάιο 1959. Το επόμενο Κ.Σ. αναλαμβάνει καθήκοντα το Μάιο του 1959 και η σύνθεσή του ήταν η εξής. Αθανάσιος Ζησόπουλος, Γεώργιος Κυρίτσης, Αθανάσιος Λάζος, Αλέξανδρος Μπούτος, Ιωάννης Γεω. Μπούτος, Χρήστος Ιω. Σαΐτης και Αστέριος Σιμόπουλος. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι: - Γεώργιος Κυρίτσης από 17.5.1959. - Αλέξανδρος Μπούτος από 7.5.1960. - Χρίστος Σαΐτης 1962, 1963, μέχρι και Αύγουστο 1964. Στη διάρκεια αυτής της κοινοτικής περιόδου (Μάιος 1959-Αύγουστος 1964) καθήκοντα κοινοτικού συμβούλου άσκησαν, αντικαθιστώντας άλλους για διάφορους λόγους, και οι Αστέριος Μπέλλος, Αθανάσιος Νάρης, Δημήτριος Ρίζος και Δημήτριος Σεληγκούνας και σε πολύ λίγες συνεδριάσεις οι Γεώργιος Κολώνας και Απόστολος Χρ. Στογιάννης. Το επόμενο Κ.Σ. προήλθε από τις εκλογές του Αυγούστου του 1964 και η σύνθεσή του ήταν οι εξής. Βασίλειος Ζιώγας, Νικόλαος Κυρίτσης,


60

Αθανάσιος Λάζος, Ευάγγελος Μαραμής, Αθανάσιος Νάρης, Αστέριος Σιμόπουλος και Νικόλαος Ταρατόρας. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησε ο - Αστέριος Σιμόπουλος από Αύγουστο 1964 μέχρι και τον Απρίλιο του 1967, οπότε η λειτουργία του Κ.Σ. ουσιαστικά διακόπηκε από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Τυπικά ήταν Πρόεδρος μέχρι το Δεκέμβριο του 1967. Τον Οκτώβριο του 1966 και για ένα μήνα περίπου οι Νικόλαος Μπελόγιας, Μιχαήλ Παλάτος, Νικόλαος Πατσιούρας και Ιωάννης Γεω. Σαΐτης αντικαθιστούν τους συμβούλους Ζιώγα, Μαραμή, Νάρη και Ταρατόρα. Στη διάρκεια της δικτατορίας (Απρίλιος 1967-καλοκαίρι 1974) το Κ.Σ. είναι διορισμένο. Ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 18.12.1967 και είχε πέντε (5) μέλη, τα εξής. Νικόλαος Κυρίτσης, Αθανάσιος Λάζος, Αθανάσιος Μπέλλος, Δημήτριος Μπούτος και Δημήτριος Ευθ. Σαΐτης. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι: - Δημήτριος Μπούτος , από 18.12.1967 μέχρι τον Αύγουστο του 1971. - Βασίλειος Δημ. Γκρέτσης , από 16.8.1971 μέχρι το καλοκαίρι του 1974. Ο Βασίλειος Γκρέτσης αντικατέστησε στο Κ.Σ. το Δημήτριο Μπούτο. Μετά την πτώση της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1974, επανέρχεται προσωρινά το αμέσως προηγούμενο αιρετό Κ.Σ., του οποίου η θητεία είχε διακοπεί, με την ακόλουθη τώρα σύνθεση: Αθανάσιος Αργυρίου, Βασίλειος Ζιώγας, Νικόλαος Κυρίτσης, Αθανάσιος Λάζος, Νικόλαος Μπελόγιας και Αστέριος Σιμόπουλος. Η θητεία αυτού του Κ.Σ. κράτησε από 29.10.1974 μέχρι τον Ιούνιο του 1975 και ως Πρόεδρος του Συμβουλίου είχε τοποθετηθεί η Δ/ντρια του Δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου Ανθή Μπλαδένη . Στις 8 Ιουνίου 1975 αναλαμβάνει τη διοίκηση της Κοινότητας το νέο αιρετό Κ.Σ. Πρόεδρος εκλέγεται στις εκλογές την άνοιξη του 1975 ο Βασίλειος Ζιώγας , ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος εκλογικού συνδυασμού. Η σύνθεση του Κ.Σ. ήταν η εξής. Βασίλειος Ζιώγας, Πρόεδρος, και μέλη οι Αθανάσιος Αργυρίου, Δημήτριος Δαρδακούλης, Νικόλαος Μπελόγιας, Χαράλαμπος Αθαν. Πατσιούρας (πλειοψηφία) και Αθανάσιος Λάζος, Ευάγγελος Σεληγκούνας (μειοψηφία). Για την επόμενη τετραετία 1979-1982 Πρόεδρος εκλέγεται πάλι ο Βασίλειος Ζιώγας , ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού. Η σύνθεση του Κ.Σ. αυτή τη φορά ήταν η εξής. Βασίλειος Ζιώγας, Πρόεδρος, Αθανάσιος Αργυρίου, Σπυρίδων Μαντζώνης, Γεώργιος Δημ. Στογιάννης, Πανταζής Τσέτσιλας (πλειοψηφία) και Κων/νος Ανδρέου, Αθανάσιος Ζησόπουλος (μειοψηφία). Την τετραετία 1983-1986 Πρόεδρος εκλέγεται ο Απόστολος Νικ. Κατσιγιάννης , ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος εκλογικού


61

συνδυασμού. Το Κ.Σ. αποτέλεσαν οι Απόστολος Κατσιγιάννης, Πρόεδρος, Βασίλειος Ζιώγας, Γεώργιος Κωνσταντίνου, Παύλος Ρόμπας, Γεώργιος Δημ. Στογιάννης (πλειοψηφία), Γρηγόριος Στάθης, Αθανάσιος Καραπάνος (μειοψηφία). Το θανόντα τον Ιανουάριο του 1986 Πρόεδρο αντικαθιστά ως κοινοτικός σύμβουλος ο Γεώργιος Αστ. Χουτεσιώτης. Πρόεδρος μέχρι το τέλος του 1986 εκλέγεται από τους συμβούλους της πλειοψηφίας ο Παύλος Ρόμπας . Για την περίοδο 1987-1990 εκλέγεται Πρόεδρος, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού, ο Χρήστος Παλάτος . Το Κ.Σ. αποτελείται από τους Χρήστο Παλάτο, Πρόεδρο, Κων/νο Ανδρέου, Ιωάννη Γεω. Λιούπα, Παύλο Ευα. Σεληγκούνα, Γρηγόριο Στάθη (πλειοψηφία), Πανταζή Τσέτσιλα, Ιωάννη Παναγ. Νάρη (μείζων και ελάσσων μειοψηφία). Τετραετία 1991-1994. Πρόεδρος εκλέγεται ο Ιωάννης Απ. Μπούτος , ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού. Το Κ.Σ. αποτελούν οι Ιωάννης Μπούτος, Πρόεδρος, Ιωάννης Γεω. Λιούπας, Αντώνιος Χρ. Ρόμπας, Αχιλλέας Σαΐτης, Παύλος Ευα. Σεληγκούνας (πλειοψηφία), Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, Ιωάννης Παναγ. Νάρης (μείζων και ελάσσων μειοψηφία). Και την τελευταία περίοδο της λειτουργίας της Κοινότητας (19951998) Πρόεδρος εκλέγεται, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού, ο Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας . Το Κ.Σ. αποτελούν οι Θωμάς Τσέτσιλας, Πρόεδρος, Σωκράτης Βοβούσας, Σπυρίδων Μαντζώνης, Χρήστος Αστ. Σαΐτης, Χρήστος Απ. Στογιάννης (πλειοψηφία), Ιωάννης Απ. Μπούτος, Ηλίας Λάζος (μείζων και ελάσσων μειοψηφία). Τον Ηλία Λάζο, που παραιτήθηκε, αντικατέστησε στα μέσα της τετραετίας ο Γεώργιος Δημ. Μπούτος.

Β2. Οι γραμματείς Στη θέση του γραμματέα της Κοινότητας, θέση πολύ σημαντική για τη λειτουργία της Κοινότητας, υπηρέτησαν, όπως προκύπτει από τα Πρακτικά του Κ.Σ., οι εξής. Από το Μάιο του 1914 τα καθήκοντα του γραμματέα ασκεί ο Γεώργιος Παπαλέτσος, ο οποίος ήταν ο δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων του χωριού. Από 1.1.1915 γραμματέας είναι ο Θεοχάρης Οικονόμου, που καταγόταν από τα Αμπελάκια και είχε υπηρετήσει στην ίδια θέση στον τέως Δήμο Αμπελακίων. Την 1.10.1915 προσλαμβάνεται ο Στέφανος Ε. Βαλασσόπουλος, «επιστρατευθέντος του υπάρχοντος Θ. Οικονόμου».


62

Από 1.10.1915 και μέχρι 27.11.1922, εκτός από το Στέφανο Βαλασσόπουλο, υπηρέτησαν ως γραμματείς και οι Λυκούργος Περδικάρης και Κων/νος Καράμπελας, σύμφωνα με απόφαση του Κ.Σ. στις 7.5.1917 «περί απολύσεως Γραμματέως Λυκ. Περδικάρη και διορισμού του Κων. Καράμπελα». Από 27.11.1922 προσλαμβάνεται πάλι ο Θεοχάρης Οικονόμου. Στις 8.9.1929 απολύεται ο Οικονόμου, «ως μη εμπνέων εμπιστοσύνην εις τον Πρόεδρον», και διορίζεται ο Νικόλαος Φερδιανάκης. Στις 24.2.1935 παραιτείται ο Φερδιανάκης και διορίζεται γραμματέας ο Απόστολος Γεωργόπουλος. Το Αύγουστο του 1938 η Κοινότητα αγόρασε για πρώτη φορά γραφομηχανή. Στις 27.9.1938 προσλαμβάνεται ως δακτυλογράφος η Βασιλική Χαραλ. Γεωργοπούλου. Στις 25.11.1938 επαναπροσλαμβάνεται ο Απόστολος Γεωργόπουλος1. Από 1.11.1949 γραμματέας ο Δημήτριος Ιω. Σαμαράς. Στις 30.3.1951 το Κ.Σ. εντάσσει στον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας της Κοινότητας και (1) μία θέση βοηθού γραμματέα. Στις 10.9.1957 γραμματέας αναλαμβάνει ο Βασίλειος Χαραλ. Γεωργόπουλος, που αντικατέστησε το θανόντα στις 8.4.1957 Δημήτριο Σαμαρά. Το 1957, 1958 και 1959 για κάποια χρονικά διαστήματα προσλαμβάνεται ο Θωμάς Τσιάκος, ουσιαστικά ως βοηθός γραμματέας, αν και τυπικά η πρόσληψή του έγινε «ως επιστάτου εμπειροτέχνου της προσωπικής εργασίας και των υπό της Κοινότητος εκτελεσθέντων Κοινοτικών έργων» (23.11.1957). Από το Νοέμβριο του 1959 και το 1960 εργάστηκε κατά διαστήματα ως βοηθός γραμματέας ο Βασίλειος Ιω. Γεωργόπουλος. Στο ίδιο διάστημα το Κ.Σ. συζητά κατ’ επανάληψη τη μόνιμη πρόσληψή του χωρίς να παίρνει θετική απόφαση. Στις 14.2.1961 προσλαμβάνεται τελικά ο Βασίλειος Ιω. Γεωργόπουλος. Στις 23.3.1981 το Κ.Σ. εγκρίνει πρόσληψη γραφέως, μετά τον επισυμβάντα θάνατο του Βασ. Ιω. Γεωργόπουλου. Από 30.3.1981 μέχρι 22.6.1983 προσλαμβάνεται και εργάζεται στη θέση αυτή η Ελένη Νικ. Μπελόγια. Από τον Ιούλιο του 1983 αναλαμβάνει υπηρεσία ως μόνιμη γραμματέας η Σταυρούλα Παπαχατζή. Για πρώτη φορά η πρόσληψη γραμματέα γίνεται με δημόσιο γραπτό διαγωνισμό. Στις 19.3.1939 ψηφίζεται «πίστωσις…… δια τηλεφωνήτριαν Κατίναν Γεωργοπούλου» που υπηρετεί από τριετίας με ποσοστό 10% επί των τηλεφωνημάτων. 1


63

Στις 9.2.1987 παραιτείται από την Υπηρεσία ο Βασίλειος Χαρ. Γεωργόπουλος. Στην κενή θέση που δημιουργήθηκε και μέχρι την οριστική τοποθέτηση άλλου γραμματέα εργάστηκε προσωρινά ως γραφέας ο Δημήτριος Χρ. Μπέλλος. Από το 1989 αναλαμβάνει υπηρεσία ως μόνιμος γραμματέας ο Γεώργιος Χαλκιάς. Από την πρόσληψη του Χαλκιά μέχρι το τέλος της λειτουργίας της Κοινότητας (31.12.1998) γραμματείς ήταν η Σταυρούλα Παπαχατζή και ο Γεώργιος Χαλκιάς.

Β3. Οι κλητήρες και οι υδρονομείς Στη θέση του κλητήρα εργάστηκαν οι εξής. Ο Αθανάσιος Παλάτος για λίγες μέρες το Μάιο του 1914. Ο Θεόδωρος Μπούτος από τα τέλη Μαΐου του 1914. Ο Κων/νος Τσικρικώνης προσλαμβάνεται το 1916. Ο Κων/νος Φώτης (Φωτίου) προσλαμβάνεται στις 21.4.1921 μετά την παραίτηση του Τσικρικώνη. Ο Αθανάσιος Παλάτος προσλαμβάνεται πάλι στις 6.9.1925. Ο Κων/νος Τσικρικώνης αντικαθιστά για ένα διάστημα και μέχρι την άνοιξη του 1934 τον Παλάτο. Ο Νικόλαος Θάνος αντικαθιστά στις 6.5.1934 τον απολυθέντα Τσικρικώνη. Ο Ανδρέας Πατσιούρας προσλαμβάνεται ως κλητήρας στις 30.11.1949 και Ο Γεώργιος Παπαδημητρίου διορίζεται κλητήρας το Αύγουστο του 1952. Τα καθήκοντα του κλητήρα αναλαμβάνει μετά τη συνταξιοδότηση του Παπαδημητρίου (1984) ο Πέτρος Τσέτσιλας, ο οποίος είχε προσληφθεί από το 1981 ως υδρονομέας. Υδρονομείς ύδρευσης μέχρι το 1930 δεν υπάρχουν, καθώς στο χωριό δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης. Προσλαμβάνονταν όμως εποχικά υδρονομείς άρδευσης, οι οποίοι είχαν την ευθύνη της διανομής του νερού που περίσσευε από τη μία Βρύση, από την οποία υδρευόταν το χωριό, και στην πορεία του προς την Καλάμτσια πότιζε τους λαχανόκηπους (μπαχτσέδες) των χωριανών. Μοίραζαν επίσης στους μπαχτσέδες και το νερό που έφευγε από το νερόμυλο του Μαργκά. Ο πρώτος υδρονομέας άρδευσης από τη λειτουργία της Κοινότητας ήταν ο Ιωάννης Συκιώτης, που προσλήφθηκε για το καλοκαίρι του 1914. Άλλοι τέτοιοι υδρονομείς ήταν οι: Γεώργιος Κ. Βασιλείου (το 1917),


64

Αργύριος Δημ. Αργυρίου (1922), Αθανάσιος Δημητρίου (1924), Αθανάσιος Συκιώτης (1929), Αθανάσιος Παλάτος (1931), Γεώργιος Γκρέτσης (1933). Υδρονομείς άρδευσης ορίζονταν από την Κοινότητα μέχρι και τη δεκαετία του 1960 (μερικές φορές και περισσότεροι του ενός κατά περίοδο). Το 1966 η δουλειά αυτή ανατέθηκε στον αγροφύλακα Γεώργιο Κλ. Κωστόπουλο. Μετά το 1975 και μέχρι το 1990, όταν στην περιοχή είχαν αναπτυχθεί σταδιακά αρδευτικές γεωτρήσεις, τις οποίες διαχειριζόταν η Κοινότητα, προσλαμβανόταν πάλι κάθε καλοκαιρινή περίοδο ανάλογος υδρονομέας άρδευσης. Στη θέση αυτή τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια διοριζόταν ο Αγαμέμνων Φαρμάκης. Το 1991 ιδρύθηκε ο ΤΟΕΒ Μακρυχωρίου και ανέλαβε έκτοτε την άρδευση. Περί το 1930 (Απόφαση Κ.Σ. της 15-9-1928) κατασκευάστηκε το πρώτο δίκτυο ύδρευσης του Μακρυχωρίου (εγκαταστάσεις αντλιοστασίου, κεντρικός αγωγός, δεξαμενή και εσωτερικό δίκτυο διανομής νερού). Για τον έλεγχο της λειτουργίας και τη φροντίδα της αποκατάστασης βλαβών του δικτύου προσλαμβανόταν από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 ειδικός υπάλληλος. Το 1934 προσλήφθηκαν ο Νικόλαος Χατζηνίκος «ως μηχανικός υδραγωγείου» και ο Βασίλειος Σιμόπουλος ως βοηθός του. Το 1949 προσλαμβάνεται για πρώτη φορά υδρονομέας ο Αιμίλιος Κυρίτσης. Στα τέλη του 1950 προσλαμβάνεται ο Δημήτριος Τσιμογιάννης. Λίγο μετά το 1960 διορίζεται υδρονομέας ο Κων/νος Μπενεχούτσος. Το 1963 ο Χαράλαμπος Χρήστου ορίζεται βοηθός του Κ. Μπενεχούτσου. Το 1964 παραιτείται ο Μπενεχούτσος. Το 1965 και μέρος του 1966 στη θέση του υδρονομέα εργάζεται ο Χρήστος Γερ. Μυλωνάς. Επειδή οι αρμόδιες κρατικές Υπηρεσίες δεν του χορηγούσαν πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης και επειδή για το λόγο αυτό δεν ήταν δυνατή η πληρωμή του, αντικαταστάθηκε από τον Ευάγγελο Ευαγγελόπουλο, ο οποίος υπηρέτησε για ένα έτος περίπου. Τον Ευαγγελόπουλο διαδέχεται ο Αιμίλιος Κυρίτσης, ο οποίος προς τα τέλη του 1969 απολύεται. Το 1970 και 1971 υδρονομέας είναι ο Χρήστος Βλάγκας. Το 1972 αναλαμβάνει πάλι ο Αιμίλιος Κυρίτσης, ο οποίος είχε εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη κατά της Κοινότητας για την απόλυσή του, διαμάχη την οποία κέρδισε. Έκτοτε ο Κυρίτσης υπηρετεί ως υδρονομέας μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του 1970. Από το 1981 και μέχρι το τέλος της λειτουργίας της Κοινότητας στη θέση του υδρονομέα τοποθετήθηκε ο Πέτρος Αστ. Τσέτσιλας.


65

Β4. Οι αγροφύλακες Ο θεσμός του αγροφύλακα, για τον οποίο έγινε αναφορά σε προηγούμενο κεφάλαιο, συνεχίζει να λειτουργεί και επί Κοινότητας όπως και επί Δήμου Νέσσωνος. Ο αριθμός των αγροφυλάκων ορίζεται από το Κοινοτικό Συμβούλιο και οι αγροφύλακες εκλέγονται και πληρώνονται από τους κτηματίες, των οποίων τα κτήματα φυλάγουν. Ωστόσο ο θεσμός της εκλογής των αγροφυλάκων σιγά-σιγά άρχισε να ατονεί, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 1900, και να επικρατεί ο ορισμός τους από το Κ.Σ. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το Νοέμβριο του 1914 το Κ.Σ. Μακρυχωρίου διορίζει αγροφύλακες τους Γεώργιο Σιμόπουλο, Δημήτριο Πελεκούδα, Στέργιο Ζ. Σταμάτη και Αθανάσιο Παλάτο. Και το Νοέμβριο του 1923, επειδή «τρις δεν κατέστη δυνατή η εκλογή αγροφυλάκων λόγω μη προσελεύσεως ιδιοκτητών» το Κ.Σ. διορίζει τους Δημήτριο Σουπεκιώτη, Αριστείδη Γεω. Βούλγαρη ή Παπαχατζή και Νικόλαο Δημ. Ζιώγα. Με τον ίδιο τρόπο ορίζονται αγροφύλακες και οι Δημήτριος Νικ. Μπελόγιας (1922), Θωμάς Ζησόπουλος (1923), Αστέριος Δαρδακούλης περί το 1940 και Δημήτριος Γκότσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι αγροφύλακες δεν πληρώνονται πια από τους ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων. Το 1928 συστήνεται κρατική Υπηρεσία, το Ταμείον Αγροφυλακής, που πλήρωνε τους αγροφύλακες. Το 1933 και η Κοινότητα αναγράφει στον προϋπολογισμό της ειδική πίστωση για την πληρωμή αγροφυλάκων. Σημειώνω επίσης ότι το 1938 η Κοινότητα Μακρυχωρίου έδωσε στο Ταμείο Αγροφυλακής 4.000 δρχ. «δι’ αγοράν ίππου» για τους αγροφύλακες της περιοχής Συκουρίου. Ωστόσο το 1953 η πληρωμή των αγροφυλάκων του Μακρυχωρίου έγινε σε είδος (κοντότα). Περί το 1950 ιδρύεται η Αγρονομία, Υπηρεσία που προσλαμβάνει και πληρώνει τους αγροφύλακες. Η πρόσληψή τους γίνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά από πρόταση του Κ.Σ., το οποίο με απόφασή του προτείνει τους αγροφύλακες της περιοχής του και γνωματεύει για την καταλληλότητά τους. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στις 29.12.1949 προτείνοντα από το Κ.Σ. για αγροφύλακες οι Ηλίας Μπενεχούτσος, Νικόλαος Συκιώτης και Ιωάννης Πατσιούρας. Με τη διαδικασία αυτή από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μετά ορίστηκαν και υπηρέτησαν ως αγροφύλακες οι Αργύριος Αργυρίου, Γρηγόριος Τσιάκος, Ηλίας Μπενεχούτσος, Ιωάννης Πατσιούρας, Ιωάννης Χαλκιάς (Γυρτώνη), Αθανάσιος Βούλγαρης, Βασίλειος Σκρίμπας, Κων/νος Κιτσιώνης, Ανδρέας Πατσιούρας, Κων/νος Αθαν. Παλάτος, Αστέριος Στογιάννης, Αθανάσιος Γεω. Μπενεχούτσος, Αθανάσιος Αργυρίου, Ιωάννης Πουρνάρας, Θεοφάνης Τσιάκαλος (Γυρτώνη), Δημήτριος Κλ. Κωστόπουλος, Δημήτριος Μαντζώνης (Γυρτώνη), Βασίλειος Ντόντος, Γεώργιος Κλ. Κωστόπουλος, Γεώργιος Τζανέκας, Παναγιώτης Στογιάννης και Αχιλλέας Συκιώτης.


66

Από το 1975 περίπου, όταν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και η νοοτροπία των ανθρώπων είχαν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, η αναγκαιότητα της παρουσίας του αγροφύλακα άρχισε να μειώνεται και ο θεσμός της αγροφυλακής να φθίνει. Έτσι δεν προσλαμβάνονται πια νέοι αγροφύλακες σε αντικατάσταση των αποχωρούντων, με αποτέλεσμα περί το 1990 ο θεσμός της αγροφυλακής ουσιαστικά να έχει πάψει να υφίσταται. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 και στα τέλη της δεκαετίας του 2000 έγινε από την Πολιτεία προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού του αγροφύλακα, η οποία όμως ουσιαστικά απέτυχε. Από το 1940 περίπου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 λειτούργησε επίσης στην Κοινότητα Μακρυχωρίου και ο θεσμός της υποχρεωτικής προσωπικής εργασίας δημοτών. Με απόφασή του το Κ.Σ. όριζε τον αριθμό των ημερών κατ’ έτος που έπρεπε να εργαστούν αμισθί άρρενες δημότες σε διάφορα κοινοτικά μικροέργα. Η εργασία αυτή ήταν κατά νόμον υποχρεωτική. Όσοι δεν τηρούσαν την υποχρέωση αυτή όφειλαν να στείλουν αντικαταστάτη τους· αλλιώς η Κοινότητα τους χρέωνε, «βεβαίωνε», στο Δημόσιο Ταμείο οφειλή ίση με τα ημερομίσθια που δεν εκτέλεσαν. Υποχρεωτική επίταξη γινόταν και για ζώα ή μηχανήματα δημοτών (κάρα, τρακτέρ, φορτηγά) για τη μεταφορά εργατών ή υλικών. Τη δεκαετία του 1970 ο θεσμός αυτός λειτούργησε χαλαρά, ώσπου τελικά καταργήθηκε.

Β5. Ένταξη στο Δήμο Μακρυχωρίου και στο Δήμο Τεμπών Από το 1999 η Κοινότητα Μακρυχωρίου παύει να λειτουργεί. Με το Ν. 2539/1997 (σχέδιο Καποδίστριας) γίνεται συγχώνευση Κοινοτήτων και συγκρότηση νέων Δήμων. Το Μακρυχώρι ορίζεται έδρα του νεοσύστατου Δήμου Μακρυχωρίου. Στο Δήμο εντάσσονται, εκτός από το Μακρυχώρι με τη Γυρτώνη, και οι Κοινότητες Ελάτειας, Ευαγγελισμού και Παραποτάμου. Ο Δήμος αυτός λειτούργησε για τρεις τετραετίες, δηλαδή μέχρι το 2010. Στις εκλογές του 1998 για την τετραετία 1999-2002 Δήμαρχος εκλέγεται ο Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας . Στο 13/μελές Δημοτικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) εκλέγονται από την τέως Κοινότητα Μακρυχωρίου οι Σωκράτης Βοβούσας, Δήμητρα Γκατζούλη-Μπαρλαγιάννη, Σπυρίδων Μαντζώνης (Γυρτώνη), Χρήστος Νάστος, Αστέριος Θεοδ. Σαΐτης, Πανταζής Τσέτσιλας – Ιωάννης Απ. Μπούτος – και Ζήσης Λιούπας. Στο Δ.Σ. συμμετέχουν και οι Ηλίας Τριανταφύλλου (Ευαγγελισμός), Γεράσιμος Τσιάνας-Παρλιάγκος (Ελάτεια) – Νικόλαος Κίτσιος, Χρήστος Ιω. Κίτσιος (Ελάτεια) – και Μιχαήλ Τσιούτρας (Παραπόταμος). Για την τετραετία 2003-2006 Δήμαρχος εκλέγεται ο Ζήσης Λιούπας . Στο Δ.Σ. συμμετέχουν οι Μακρυχωρίτες Θωμάς-Αδάμος Γκαμπέτας, Αναστάσιος Μπενεχούτσος, Νικόλαος Μπούτος, Σουλτάνα


67

Τσιαπάρα-Κουτελίδα – Γεώργιος Δημ. Σεληγκούνας – Θωμάς Πατσιούρας και Απόστολος Μπαρλαγιάννης. Συμμετέχουν επίσης οι Ιωάννης Μιχ. Ζάρρας (Ελάτεια), Ζήσης Ν. Μήλιος, Κων/νος Μπάνος και Μιχαήλ Τσιούτρας (Παραπόταμος) – Νικόλαος Κίτσιος και Ιωάννης Βασ. Ζάρρας (Ελάτεια). Τους παραιτηθέντες στη διάρκεια της τετραετίας Αναστάσιο Μπενεχούτσο, Σουλτάνα Τσιαπάρα-Κουτελίδα και Νικόλαο Κίτσιο αντικατέστησαν οι Αντώνιος Γκανάτσιος (Ελάτεια), Χρήστος Κων. Μπόλιας και Αθανάσιος Απ. Νάρης (Μακρυχώρι) αντίστοιχα. Για την περίοδο 2007-2010 Δήμαρχος εκλέγεται πάλι ο Ζήσης Λιούπας . Στο Δ.Σ. συμμετέχουν οι Βάιος Ν. Ακζιώτης (Γυρτώνη), Ιωάννης Βλάγκας, Θωμάς-Αδάμος Γκαμπέτας, Νικόλαος Μπούτος, Χρήστος Κων. Μπόλιας, – Γεώργιος Δημ. Σεληγκούνας και Ιωάννης Απ. Μπούτος – Θωμάς Πατσιούρας και Απόστολος Μπαρλαγιάννης (Μακρυχώρι), Κων/νος Αντάμαλης, Μιχαήλ Τσιούτρας (Παραπόταμος), Γεώργιος Μανώλης (Ελάτεια), – και Χρήστος Ιω. Κίτσιος (Ελάτεια). Όλοι αυτοί, οι Πρόεδροι της Κοινότητας και οι Δήμαρχοι, οι κοινοτικοί και δημοτικοί σύμβουλοι και υπάλληλοι· όλοι οι Μακρυχωρίτες που στα εκατόν τριάντα χρόνια της ιστορίας του χωριού ασχολήθηκαν με τα «κοινά», είτε ως υποψήφιοι αιρετοί είτε ως μέλη των Διοικήσεων των πάσης φύσεως Συλλόγων, Συνεταιρισμών και Επιτροπών είτε ακόμα και με τη δημόσια διατύπωση της γνώμης τους για τις κοινές υποθέσεις· όλοι οι Μακρυχωρίτες που με την εργασία τους και την επιχειρηματικότητά τους φρόντισαν όλα αυτά τα χρόνια να βελτιώσουν τη ζωή των οικογενειών τους με την οικονομική τους ανέλιξη, με τη βελτίωση και ανανέωση των κατοικιών τους, με τη διαμόρφωση των αύλειων χώρων, με την περιποίηση του κοινοτικού χώρου μπροστά στο σπίτι τους· όλοι αυτοί εργάστηκαν, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, και συνέβαλαν ανάλογα στην εξέλιξη και ανάπτυξη του Μακρυχωρίου· οδήγησαν το Μακρυχώρι στη σημερινή καλή κατάσταση και δημιούργησαν, κυρίως τις τελευταίες 4-5 δεκαετίες, προϋποθέσεις και προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξή του. Με το Ν. 3852/2010 (σχέδιο Καλλικράτης) γίνεται ευρεία διοικητική αναδιάρθρωση. Στα πλαίσια του νόμου αυτού καταργούνται οι υφιστάμενοι Δήμοι και δημιουργούνται νέοι μεγαλύτεροι Δήμοι. Το Μακρυχώρι ορίζεται πάλι ως έδρα του νέου Δήμου Τεμπών. Στο Δήμο Τεμπών εντάσσονται οι τέως Δήμοι Γόννων, Κάτω Ολύμπου, Μακρυχωρίου, Νέσσωνος και η Κοινότητα Αμπελακίων. Στις εκλογές το φθινόπωρο του 2010 Δήμαρχος εκλέγεται ο Κωνσταντίνος Κολλάτος. Στο 27/μελές Δ.Σ. συμμετέχουν από τον τέως Δήμο Μακρυχωρίου οι Αστέριος Θεοδ. Σαΐτης, Δημήτριος Τσέτσιλας (Μακρυχώρι) και Κων/νος Αντάμαλης (Παραπόταμος) – Γεώργιος Δημ. Σεληγκούνας και Ιωάννης Βλάγκας (Μακρυχώρι).


68

Στο Τοπικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου Πρόεδρος εκλέγεται ο Ιωάννης Χαράλ. Μπούτος και μέλη οι Μιχαήλ Αστ. Αβέλλας – και Αποστολίνα Σαΐτη.

Το Δημαρχείο του Δήμου Μακρυχωρίου και τώρα του Δήμου Τεμπών


69

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

Ακολουθούν στη συνέχεια κάποια θέματα, μερικές «τομές», που αναφέρονται στην εξελικτική πορεία του Μακρυχωρίου, όπως οι εκκλησιές και τα σχολεία του Μακρυχωρίου, η υγειονομική περίθαλψη και οι γιατροί, η γεωργία, η κτηνοτροφία και άλλα. Η αναφορά σε μερικά από τα θέματα αυτά εκτείνεται χρονικά και στην περίοδο της λειτουργίας του Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι μέχρι το 1914. Έτσι, πιστεύω, θα καλυφθεί κατά το δυνατόν καλύτερα η πορεία του Μακρυχωρίου και η δραστηριότητα των κατοίκων του από τη συγκρότησή του μέχρι τις μέρες μας.


70

Α. ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ Το πρώτο μέλημα των Ελλήνων-Χριστιανών κατοίκων του Μακρυχωρίου μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα, παράλληλα με τη διασφάλιση κατοικίας, ήταν η κατασκευή ιερού ναού, εκκλησιάς. Η θρησκευτική πίστη, ο χριστιανισμός, και βεβαίως η γλώσσα, η ελληνική, αποτέλεσαν για τους υπόδουλους Έλληνες της τουρκοκρατίας τους δυο βασικούς συνεκτικούς θεσμούς και δεσμούς, που συνέβαλαν στη διατήρηση της εθνικής τους συνείδησης. Η κατασκευή λοιπόν ναού ήταν βασική ψυχική ανάγκη, γιατί θα τους έδινε τη δυνατότητα να βιώνουν βαθύτερα τη θρησκευτική τους πίστη και να τελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.

Α1. Ο ναός του Αγίου Νικολάου

Ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου, η πρώτη εκκλησία του χωριού, δυτικά του οικισμού. Βόρεια του ναού διακρίνονται το νεκροταφείο και το οστεοφυλάκειο. Λίγο πριν το 1890 ή, το πιθανότερο, τα δυο πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 οι πρώτοι Μακρυχωρίτες έκτισαν την εκκλησιά τους. Ήταν ο ναός του Αγίου Νικολάου στη δυτική πλευρά του οικισμού. Και στο χώρο στη βορινή πλευρά του ναού εγκατέστησαν το χριστιανικό νεκροταφείο. Ο χρόνος κατασκευής του ναού προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στον προϋπολογισμό του 1893 του τέως Δήμου Νέσσωνος (πρ. 194/18.10.1892) προβλέπεται ποσό 150 δρχ. «δι’ αποπεράτωσιν του ναού Μακρυχωρίου». Το Δ.Σ. του Δήμου με τη 228/20.5.1893 απόφασή του διορίζει για πρώτη φορά


71

ως Εκκλησιαστικό Συμβούλιο «του Αγίου Νικολάου Μακρυχωρίου τους: Παπαμελέτιον Ιωάννου, Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικολ. Μποσνέαν, Ιω. Κοντογιάννην ή Παλάτον και Δημ. Ρίζου». Δύο μήνες αργότερα (Πρ. 239/16.7.1893) αντικαθιστά τους Ιω. Κοντογιάννη ή Παλάτο και Δημ. Ρίζου με τους Κων. Τσιτούρα και Τέγο Μπούτο, «καθ’ όσον ούτοι δεν διαμένουσι διαρκώς και μονίμως εν Μακρυχωρίω». Την πρωτοβουλία και τη βασική φροντίδα για την κατασκευή του ναού είχε ο Νικόλαος Μποσνέας, που ορίστηκε και μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, του οποίου η οικογένεια ήρθε στο Μακρυχώρι από τα Λεύκτρα της Μάνης το 1885 ή στις αρχές του 1886. Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες απογόνων της οικογένειας Μποσνέα, που ζουν σήμερα στο Μακρυχώρι, ο ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο, το όνομα του οποίου έφερε ο ίδιος. Ο ναός αυτός λειτούργησε ως ενοριακός ναός του Μακρυχωρίου μέχρι την κατασκευή και λειτουργία του ναού του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Έκτοτε λειτούργησε -και λειτουργεί μέχρι σήμερα με τη νέα του μορφή- ως ναός του νεκροταφείου. Οι ιερείς που υπηρέτησαν και λειτούργησαν στο ναό αυτό ήταν δύο Μακρυχωρίτες, ο Παπαδημήτρης Αντούλας και ο Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος, οι οποίοι υπηρέτησαν για πολλά χρόνια και στο ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Πριν από αυτούς, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ιερέας του ναού του Αγίου Νικολάου ήταν ο Παπαμελέτιος Οικονόμου1. Πιθανόν να είναι το ίδιο πρόσωπο με το μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Παπαμελέτιο Ιωάννου. Το 1897 αναφέρεται επίσης ιερέας με το όνομα Παπαγεωργίου Μελέτης2. Ο ναός αυτός κρίθηκε κατεδαφιστέος λόγω παλαιότητας –και έτσι χάθηκε ένα μνημείο της ιστορίας του χωριού- και στη θέση του χτίστηκε πριν 40 περίπου χρόνια ο ναός που υπάρχει σήμερα. Στο χώρο βόρεια του ναού του Αγ. Νικολάου, που από την αρχή χρησιμοποιήθηκε ως χώρος νεκροταφείου, λειτουργεί ακόμα το νεκροταφείο του χωριού. Ο χώρος αυτός περιφράχτηκε με πετρότοιχο το 1909, όπως προκύπτει από απόφαση του Δ.Σ. στις 8.1.1910, με την οποία εγκρίνει «την από 18.12.1909 πράξιν του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εν Μακρυχωρίω Ιερού Ναού Άγιος Νικόλαος περί διαθέσεως 324 δρχ. προς τακτοποίησιν της γενομένης δαπάνης διά το κατασκευασθέν νεκροταφείον εν Μακρυχωρίω». Το 2002 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αντικαταστάθηκε ο πρώτος αυτός περίβολος με τον υφιστάμενο σήμερα. Ταυτόχρονα με την κατασκευή του νέου περιβόλου έγινε και μία μικρή επέκταση του χώρου του νεκροταφείου στη δυτική πλευρά. Τότε επίσης κατεδαφίστηκε το παλαιό οστεοφυλάκιο και κατασκευάστηκε το νεότερο στη νοτιοδυτική πλευρά του νεκροταφείου. Στο ίδιο μέρος είχε κατασκευαστεί λίγο πριν το 1980 άλλο 1 2

Αρχείο τέως Δήμου Νέσσωνος. Απόφαση τέως Δήμου Νέσσωνος στις 24.1.1897


72

οστεοφυλάκιο, που λειτούργησε ως συμπληρωματικό του πρώτου και υπάρχει και λειτουργεί και σήμερα παράλληλα με το νέο. Στο χώρο του παλαιού οστεοφυλακίου θάφτηκαν όλα τα οστά των νεκρών που υπήρχαν σ’ αυτό. Ο χώρος αυτός δε χρησιμοποιείται ως χώρος ενταφιασμού, είναι αποχωρισμένος από τον άλλο χώρο του νεκροταφείου και αποτελεί τον κοινό τάφο των θανόντων μέχρι το 1980 περίπου Μακρυχωριτών.

Α2. Ο ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά

Ο ναός του Αγίου Θωμά το 2012 Μετά το 1895 και κυρίως μετά το 1897, με τη λήξη της περιπέτειας της χώρας μας και ειδικά της περιοχής μας, που προκάλεσε ο πόλεμος του ’97, και την οριστική πια αποχώρηση του τουρκικού στρατού, ο πληθυσμός του Μακρυχωρίου αυξανόταν με γοργό ρυθμό. Το 1881 το Μακρυχώρι είχε 466 κατοίκους, οθωμανούς, το 1907 είχε 1029 κατοίκους, Έλληνες-χριστιανούς1. Η αύξηση αυτή του πληθυσμού δημιούργησε την ανάγκη μεγαλύτερου ενοριακού ναού. Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν και έχτισαν στο κέντρο του χωριού το ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος λειτουργεί μέχρι σήμερα ως ενοριακός ναός του χωριού. Ιωάννης Ν. Πράπας. Η εικονογράφηση του ναού του Αγίου Θωμά στο Μακρυχώρι, ος Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 42 , 2002 1


73

Η οικοδόμηση του ναού έγινε το έτος 1910. Η ιδέα βέβαια για την κατασκευή του ναού και η διαδικασία υλοποίησής της ξεκίνησε πολύ πριν το 1910, η δε ολοκλήρωση του ναού έγινε μετά το 1910. Τα χρήματα για την οικοδόμηση του ναού προέρχονταν από τα μισθώματα των βοσκότοπων του Μακρυχωρίου κατόπιν αποφάσεων του τέως Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο Δήμο είχε ενταχθεί το Μακρυχώρι από το 1883. Το ιστορικό της κατασκευής του, όπως προκύπτει από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος, έχει ως εξής. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Νέσσωνος, με δήμαρχο το Στέργιο Κακαγιάννη, με την 43/2.5.1908 απόφασή του «εγκρίνει ομοφώνως την αίτησιν της ολομελείας των κατοίκων του χωρίου Μακρυχωρίου περί διαθέσεως δρχ. είκοσι χιλιάδων (20.000) εκ των εν τω επαρχιακώ Ταμείω Λαρίσσης κατατεθειμένων χρημάτων ως προερχομένων εκ κοινοτικών βοσκών της Κοινότητος Μακρυχωρίου δια την κατασκευήν Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Με την 102/23.9.1909 απόφασή του «δέχεται ομοφώνως την αίτησιν του εργολάβου Φωτίου Παπαθανασίου μειοδοτούντος εν επί τοις εκατόν ολιγώτερον του προυπολογισθέντος ποσού δια την ανέγερσιν του εν Μακρυχωρίω του Δήμου Νέσσωνος Ιερού Ναού». Ο ίδιος μηχανικός είχε κατασκευάσει πριν μερικά χρόνια και το ναό των Αγίων Κων/νου και Ελένης, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), την έδρα του Δήμου. Με την 123/18.12.1909 απόφαση εγκρίνει πίστωση 12.000 δρχ. «δια την αύξησιν και διαπλάτυνσιν του εν Μακρυχωρίω ανεγειρομένου δαπάναις της κοινότητος Ιερού Ναού». Στις 17/12/1910 το Δ.Σ. εγκρίνει 13.000 δρχ «εκ βοσκών προερχομένων… προς πλήρη αποπεράτωσιν του υπό κατασκευήν ευρισκομένου Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Και στις 29/4/1912 εγκρίνει 1067 δρχ. «προς πληρωμήν του εργολάβου Φ. Παπαθανασίου και ολοσχερή εξόφλησιν της απαιτήσεώς του δια την εκτελεσθείσαν επιπλέον… εργασίαν εν τω εν Μακρυχωρίω ιερώ ναώ Αγίου Θωμά». Μητροπολίτης Λάρισας ήταν τότε μια εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Αμβρόσιος Κασσάρας. Την Εκκλησιαστική Επιτροπή του Αγίου Νικολάου, που είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη για την κατασκευή του ναού και τη συνεργασία με τη Μητρόπολη και το Δήμο Νέσσωνος αποτελούσαν οι ιερείς Αντούλας και Θάνος και οι δημότες Βασίλειος Γκρέτσης, Ευάγγελος Κατσιγιάννης, Χρήστος Μπέλλος και Πέτρος Τσέτσιλας. Το 1911, όταν τελείωνε η διαδικασία κατασκευής του ναού, επίτροποι ήταν οι Μπούτος, Ιωάννης Τζήμου Τάχας και Πέτρος Τσέτσιλας. Στην οικοδόμηση του ναού βοήθησαν με προθυμία οι χωριανοί, κυρίως στην εξόρυξη και μεταφορά πέτρας από το λατομείο στη θέση Ασαργάνι (Καρακόπετρα). Στην προσπάθεια αυτή επικεφαλής ήταν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι και οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Θάνος. Στα πρακτικά του Δήμου Νέσσωνος ο νέος ναός αναφέρεται ως ναός του Αγίου Θωμά, και όχι απλά ιερός ή νεόδμητος ναός, για πρώτη φορά στις


74

29.4.1912. Για ποιο λόγο αφιερώθηκε στον Άγιο Απόστολο Θωμά δεν είναι γνωστό- και πάντως δεν το γνωρίζω εγώ. Η παράδοση ότι αυτό έγινε από τον πρωτομάστορα του τεχνικού συνεργείου που οικοδόμησε το ναό, που έφερε το όνομα Θωμάς, δε μου φαίνεται πολύ πειστική, αν και αναλογιζόμενοι την περίπτωση του πρώτου ναού, του Αγίου Νικολάου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Θεωρώ απίθανο το χωριό να ονόμασε την εκκλησιά του από το όνομα του πρωτομάστορα και να είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη. Σίγουρο είναι πάντως ότι από τότε το όνομα Θωμάς φέρουμε πολλοί Μακρυχωρίτες. Μετά την οικοδόμηση του ναού έγινε και η εικονογράφησή του. Στις 31.7.1911 ο Δήμος εγκρίνει 8.500 δρχ. « προς κατασκευήν των ιερών εικόνων δια τον νεόδμητον Ναόν του Μακρυχωρίου». Την εκτέλεση με μειοδοτική δημοπρασία του έργου της εικονογράφησης του ναού, δηλ. «της κατασκευής και γραφής» μερικών βασικών εικόνων του ναού και κάποιων τοιχογραφιών, ανακοίνωσε δια του Τύπου ο Δήμαρχος Νέσσωνος. Τέσσερις εργολάβοιαγιογράφοι, οι Δ. Χατζηγιαννακόγλου, Ιω. Παντοστόπουλος, Δ. Αλεξιάδης και Ν. Αργυρόπουλος, κατέθεσαν προσφορές. Το έργο ανατέθηκε στον αγιορείτη μοναχό Χρυσόστομο Ιωαννικίου ή Παπαμερκουρίου, που ήταν μέλος αγιορείτικης αγιογραφικής κοινότητας. Ο μοναχός αυτός υπέβαλε την προσφορά του μέσω του αντιπροσώπου του Δ. Χατζηγιαννακόγλου. Με το συμβόλαιο που υπέγραψαν ο Δήμαρχος Στέργιος Γ. Κακαγιάννης και ο μοναχός Χρυσόστομος Ι. Παπαμερκουρίου ο δεύτερος ανέλαβε να κατασκευάσει αντί ποσού 8.500 δρχ. τριάντα εικόνες, έντεκα τοιχογραφίες, «ομοίας υπό έποψιν τέχνης προς τας εν τω ενταύθα (Λαρίση) ιερώ ναώ του Αγίου Αχιλλίου τοιχογραφίας», και οκτώ προσκυνητάρια. Στις 9.12.1912 με έγγραφη εντολή του Νομάρχη μετέβησαν στο Μακρυχώρι ως Επιτροπή ο Ειρηνοδίκης Κισσάβου Αλέξανδρος Στουρνάρας και ο Δήμαρχος Στέργιος Κακαγιάννης, οι οποίοι «παρατηρήσαντες επισταμένως την συντελεσθείσαν εργασίαν» την παρέλαβαν οριστικά «ως καλώς συντελεσθείσαν». Ως μέλος της Επιτροπής παραλαβής υπογράφει και ο Γεώργιος Ι. Γεωργόπουλος εκ μέρους των κατοίκων του Μακρυχωρίου. Πολλές από τις εικόνες αυτές σώζονται και σήμερα στη θέση τους στο επάνω μέρος του τέμπλου, στα δυο προσκυνητάρια στη νότια είσοδο του ναού ή αναρτημένες, μετά την αντικατάστασή τους, σε ειδικό χώρο του ναού που λειτουργεί ως μουσείο1. Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο. Είναι κτισμένος με πέτρα, και οι εξωτερικοί τοίχοι, που έχουν πλάτος 75 εκατοστών, και οι κιονοστοιχίες που χωρίζουν τα κλίτη. Το τέμπλο ήταν κτισμένο με τούβλα. Οι Για το θέμα της εικονογράφησης του Αγίου Θωμά έχει δημοσιεύσει ειδική εργασία ο Συκουριώτης ιστοριοδίφης Ιωάννης Ν. Πράπας, στην οποία υπάρχουν περισσότερες ος λεπτομέρειες. Δημοσιεύτηκε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος 42 , 2002. 1


75

θύρες και τα παράθυρα είναι θολωτά και φέρουν διακόσμηση μαρμάρινη και κεραμική. Ο γυναικωνίτης ήταν κατασκευή ξύλινη. Η στέγη του είναι κατασκευασμένη σε δύο επίπεδα, (η στέγη του μεσαίου κλίτους είναι πιο ψηλά). Στην κορυφή της δυτικής πλευράς έφερε κωδωνοστάσιο στηριζόμενο σε τέσσερις μικρούς πέτρινους κίονες. Ο εσωτερικός εξοπλισμός (Αγία Τράπεζα, ψαλτήρια, στασίδια, παγκάρι κ.ά.) ήταν ξύλινος. Κατασκευάστηκε από τον ξυλουργό Αναστάσιο Τσιάνη (Μαστοροαναστάσης), ο οποίος ήταν τεχνικότατος και στην ξυλογλυπτική και του οποίου έργα είναι το Δεσποτικό, ο Άμβωνας (εκτός από τη βάση του), που βρίσκονται ακόμα στη θέση τους, καθώς και ένα Αρτοφόριο, που βρίσκεται στο χώρο του μουσείου του ναού. Ο ίδιος ξυλουργός κατασκεύασε το 1922 εβδομήντα στασίδια, σύμφωνα με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου στις 2.6.1922, με την οποία εγκρίνει ποσό 4.700 δρχ «διά την κατασκευήν 70 στασιδίων του Αγίου Θωμά υπό Αναστασίου Τσιάνη». Στην εκατόχρονη λειτουργία του ναού έγιναν πολλές παρεμβάσεις –τροποποιήσεις στο οικοδόμημα, για λόγους είτε λειτουργικούς είτε στατικής και ασφάλειας της οικοδομής ή και αισθητικής κάθε φορά αντίληψης. Αναφέρω τις σημαντικότερες. Το 1924 κατασκευάστηκε το προαύλιο του ναού (τοίχος, κολόνες και κάγκελα). Περί το 1930 καλύφθηκε με επίχρισμα, σοφατίστηκε, η εξωτερική επιφάνεια του ναού. Μετά το 1950 και μέχρι σήμερα έγιναν και γίνονται πολλές τροποποιήσεις-επιδιορθώσεις μέσα και έξω από το ναό, στην οροφή και στη στέγη, στα παράθυρα, στο δάπεδο, στο προαύλιο και στον περίβολο του ναού. Λίγο μετά το 1970 αντικαταστάθηκε ο ξύλινος γυναικωνίτης με τον υφιστάμενο σήμερα τσιμέντινο, αποκολλήθηκε το κωδωνοστάσιο και λίγα χρόνια αργότερα οικοδομήθηκε το υφιστάμενο σήμερα μπροστά και πάνω στη νότια είσοδο του ναού. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 κατασκευάστηκε το θολωτό στέγαστρο στη δυτική πλευρά του ναού, το γραφείο του ιερέα και κάποιοι βοηθητικοί χώροι. Μετά τις ζημιές που προκάλεσε στο ναό σεισμική δόνηση το 2003 έγιναν επίσης αρκετές και αποφασιστικές αλλαγές στο ναό. Αντικαταστάθηκε το τέμπλο με το υφιστάμενο ξυλόγλυπτο, η Αγία Τράπεζα και οι εικόνες του κάτω μέρους του τέμπλου, αναρτήθηκαν καινούριοι μεγαλύτεροι πολυέλαιοι, διαχωρίστηκε χώρος νάρθηκα (ή λιτής) με την οικοδόμηση διαζώματος στο εσωτερικό του ναού, επισκευάστηκε η στέγη και η οροφή πήρε τη σημερινή της μορφή, (εμφανής ξύλινη κατασκευή). Και το σπουδαιότερο, ενισχύθηκε η στερεότητα της οικοδομής με εμφύτευση τσιμέντου στις ρωγμές (τσιμεντοενέσεις) και καθαιρέθηκε το επίχρισμα (ο σοβάς) της εξωτερικής επιφάνειας του ναού και αποκαλύφθηκε έτσι η ομορφιά της πέτρινης κατασκευής και της μαρμάρινης και κεραμικής διακόσμησης των θυρών και παραθύρων και έγινε εμφανής η μνημειακή αξία του ναού αυτού. Εξάλλου πρόσφατα, το 2010, έγινε εξωραϊσμός του περιβόλου του ναού και τοποθετήθηκε βρύση σε ειδικά


76

διαμορφωμένο στεγασμένο χώρο του προαυλίου. Ίσως κάποιες από τις κατά καιρούς κατασκευές να μη συνάδουν απόλυτα με την αρχιτεκτονική και το ρυθμό του ναού. Αλλά αυτό θα το κρίνουν αρμοδιότεροι από εμένα και ίσως αποφασίσουν και για τη διόρθωσή τους.

Ο ναός του Αγίου Θωμά μέχρι το 1970 Οικονομικά-περιουσιακά στοιχεία του ναού Οι οικονομικές ανάγκες του ναού για τη συντήρηση και λειτουργία του καλύπτονται βασικά από τις εισφορές των κατοίκων, τις τακτικές κατά τις λειτουργικές τελετές (κερί, δίσκος κ.λ.π.) ή τις έκτακτες, που καταβάλλουν προαιρετικά οι κάτοικοι, ή αυτοβούλως ή όταν καλούνται σε ειδικές περιστάσεις. Εκτός από τις εισφορές αυτές η εκκλησία διαθέτει και τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία – οικονομικά ερείσματα. Τα πρώτα χρόνια μετά την κατασκευή του οι κάτοικοι του χωριού παραχώρησαν στο ναό, με πρωτοβουλία των επιτρόπων, οικοπεδική έκταση, κοντά στο ναό και στη δυτική του πλευρά. Στο οικόπεδο αυτό, του οποίου την κυριότητα κατοχύρωσε η εκκλησία περί το 1935 μετά από προσφυγή στη Δικαιοσύνη εναντίον ιδιοκτητών όμορων οικοπέδων, που διεκδικούσαν την κυριότητά του, κτίστηκε περί το 1940 μικρή κατοικία για τον ιερέα του ναού, το σπίτι του παπά. Ο πρώτος ιερέας που κατοίκησε στο σπίτι αυτό ήταν ο


77

Παπαχρήστος Παπανικολάου και έκτοτε όλοι οι ιερείς του ναού με την οικογένειά τους. Περί το 1970 έγινε επισκευή και επέκταση της κατοικίας αυτής. Στη νότια πλευρά του οικοπέδου αυτού κατασκευάστηκε λίγο πριν το έτος 2000 οικοδομή με όροφο και υπόγειο, με προορισμό να λειτουργήσει ως πνευματικό κέντρο του ναού (κατηχητήριο κ.λ.π.) και ως χώρος δεξιώσεων μετά από κηδείες, μνημόσυνα κ.λ.π.. Εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί μόνο η υπόγεια αίθουσα, ενώ ο όροφος παραμένει ημιτελής. Στο ναό του Αγίου Θωμά ανήκει επίσης ένα μικρό κατάστημα, «το μαγαζί της εκκλησίας», στον κεντρικό δρόμο δυτικά της πλατείας, ανάμεσα στα καταστήματα Ευαγγελόπουλου και Μπελόγια. Το κατάστημα αυτό είχαν παραχωρήσει οι κάτοικοι του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, προτού κατασκευαστεί ο ναός του Αγίου Θωμά. Αυτό προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στις 31.8.1907 το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος συμφωνεί με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου «του εν Μακρυχωρίω ιερού ναού Αγίου Νικολάου ότι επιβάλλεται η έγερσις αγωγής κατά των Μιχ. Μισίου και Παύλου Πατσούκα, κατοίκων Μακρυχωρίου, περί πληρωμής καθυστερουμένων ενοικίων εις τον ειρημένον ναόν». Ο Μιχ. Μίσιος, δάσκαλος του χωριού, και ο Παύλος Πατσούκας, γιατρός του χωριού, διέμεναν με ενοίκιο στο οίκημα αυτό (βλ.σελ.101). Με απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου στις 31.8.1914 εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος να προβεί σε «πλειοδοτική δημοπρασία του σιδηρουργείου (χαλκιαδίκι)1 της Κοινότητος και του συνεχομένου αυτώ μαγαζίου του εξωκλησίου του Αγίου Νικολάου». Το κατάστημα αυτό, που είναι ενσωματωμένο στο κατάστημα Μπελόγια, εκμισθώνεται, ανέκαθεν και μέχρι σήμερα, για επαγγελματική στέγη και η εκκλησία εισπράττει κάποιο μίσθωμα. Εξάλλου η Κοινότητα Μακρυχωρίου, που λειτούργησε ως αυτόνομη από το 1914, είχε παραχωρήσει στην εκκλησία για χρήση χορτολιβαδική έκταση 70 περίπου στρεμμάτων, την οποία μέχρι το 1990 περίπου η εκκλησία εκμίσθωνε σε κτηνοτρόφους και εισέπραττε κάποιο μίσθωμα. Η έκταση αυτή επί τουρκοκρατίας ήταν βακούφικη, ανήκε δηλαδή στο οθωμανικό τέμενος, και περιλάμβανε και το οθωμανικό νεκροταφείο, «τα μνήματα», όπως ονόμαζαν το μέρος αυτό οι Μακρυχωρίτες μέχρι πριν λίγα χρόνια. Οι Έλληνες-χριστιανοί κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν ανάλογη χρήση της έκτασης αυτής και την παραχώρησαν στην εκκλησία του χωριού. Η παραχώρηση αυτή έγινε περί το 1920 και την ίδια εποχή κατασκευάστηκε μέσα στην έκταση αυτή και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία.2 Έκτοτε η έκταση αυτή ονομαζόταν το λιβάδι της Παναγίας. Στην τετραετία Το χαλκιαδίκι της Κοινότητας έχει ενταχθεί προ πολλών ετών στο χώρο του καταστήματος Μπελόγια. 2 Αντικαταστάθηκε το 1973 από το υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση εξωκλήσι. 1


78

1991-1994 μεγάλο μέρος της έκτασης αυτής περιφράχτηκε και δεντροφυτεύτηκε από την Κοινότητα και ως αντιστάθμισμα το Κοινοτικό Συμβούλιο παραχώρησε στην εκκλησία για χρήση αγρό 30 περίπου στρεμμάτων, τον οποίο και εκμισθώνει μέχρι σήμερα για καλλιέργεια. Οι διακονήσαντες το ναό Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από την κατασκευή του πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν και συνέβαλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη συντήρηση, βελτίωση και λειτουργία του ναού αυτού: οι ιερείς και οι ιεροψάλτες, που διακόνησαν το ναό και τους ενορίτες, οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, που διέθεσαν πολύ χρόνο στην υπηρεσία του ναού, οι νεωκόροι και οι καντηλανάφτες, τα μικρά παιδιά, βοηθοί του ιερέα στη διάρκεια της Θείας λειτουργίας, και όλοι οι κάτοικοι που πρόσφεραν προσωπική εργασία, κάθε φορά που κλήθηκαν, ή τον οβολό τους, κάθε φορά που χρειάστηκε. Από όλους αυτούς αναφέρω μόνο τους ιερείς και ιεροψάλτες, και γιατί ο αριθμός τους είναι μικρός και γιατί υπάρχουν σχεδόν για όλους μαρτυρίες γραπτές ή προφορικές. Παραλείπω τους επιτρόπους και άλλους, γιατί ο αριθμός τους είναι μεγάλος και γιατί δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τα ονόματα όλων. Λοιπόν μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 το ναό διακόνησαν οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος. Από το 1925 περίπου μέχρι τον Αύγουστο 1939 μόνος ο Αργυρίου ή Θάνος.1 Μέχρι τον Ιούλιο του 1940 ο Βασίλειος Μπανιώρας, μέχρι τον Αύγουστο του 1942 ο Μιχ. Ρούπας, μέχρι τον Αύγουστο του 1951 ο Χρ. Παπανικολάου, μέχρι τον Ιούνιο του 1957 ο Γεώργιος Καφάσης, μέχρι τον Απρίλιο του 1970 ο Απόστολος Ρίζος, μέχρι τον Απρίλιο του 1980 ο Εμμανουήλ Χατζηπαναγιωτίδης, μέχρι το καλοκαίρι του 1985 ο Χρήστος Μητραλής, μέχρι το Νοέμβριο του 1986 ο Ευάγγελος Γκέκας, μέχρι το Νοέμβριο του 2001 ο Εμμ. Χατζηπαναγιωτίδης, για δεύτερη φορά, μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 ο Εμμανουήλ Πολυδούλης και μέχρι σήμερα ο Ιωάννης Τομαράς. Βασικοί ιεροψάλτες του ναού, που κρατούσαν την κεντρική θέση στο δεξιό αναλόγιο (ψαλτήρι) ήταν οι Χρήστος Λάμπρου Πατσιούρας, Γεώργιος (Γεωργούλης) Τσικρικώνης, Ζήσης Κουτρούπας, Κων/νος Γ. Παλάτος, Γεώργιος Παπαχατζής, Γεώργιος Χουτεσιώτης, Ζαφείρης Μαργκάς και από το Πάσχα του 2010 ο Βασίλειος Μπουρδούβαλης από το Συκούριο. Επισημαίνω ότι η θητεία όλων αυτών ήταν πολυετής και ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχαν οι Παπαχατζής, Χουτεσιώτης, Μαργκάς και Μπουρδούβαλης. «Αριστεροί» ψάλτες ή βοηθοί ψάλτες και στα δύο αναλόγια Η θητεία των ιερέων από το 1932 μέχρι σήμερα προκύπτει, με μικρή χρονική απόκλιση, από το βιβλίο βαπτίσεων του ναού. 1


79

ήταν οι: Δημήτριος Φωτίου, Γεώργιος (Γεωργούλης) Μπούτος, Γεώργιος Μητσογιάννης, Θεόδωρος Μπούτος, Αθανάσιος Μαργκάς, Χρήστος Φωτίου, Κων/νος Γ. Μητσογιάννης και στις μέρες μας είναι ο Αντώνιος Ζέρβας. Επισημαίνω επίσης ότι και όλων σχεδόν αυτών η θητεία ήταν πολυετής, ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχε ο Μαργκάς και ειδικά γι’ αυτούς ότι πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες, καθώς εξυπηρέτησαν το ναό σε λειτουργικές τελετές καθημερινές ή έκτακτες (Όρθρο, Εσπερινό, κηδείες, μνημόσυνα κ.ά.), στις οποίες αρκετές φορές ο βασικός ψάλτης απουσίαζε.

Α3. Ο ναός (εξωκλήσι) της Ζωοδόχου Πηγής Ο χώρος, ΒΑ του οικισμού, στον οποίο είναι κτισμένο το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, της Παναγίας, ήταν και επί τουρκοκρατίας χώρος ιερός, βακούφικος. Εκεί ήταν το νεκροταφείο του τούρκικου οικισμού Οτμανλί. Κάποιες επιτύμβιες πέτρινες στήλες καρφωμένες στο έδαφος υπήρχαν εκεί μέχρι και το 1960 περίπου. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων ο χώρος αυτός εκμισθωνόταν από τους Μακρυχωρίτες ως βοσκότοπος σε κτηνοτρόφους. Περί το 1910, όπως μαρτυρούν παλαιότεροι στην ηλικία κάτοικοι, που μεταφέρουν και παραδίδουν πληροφορίες των γονέων και των παππούδων τους, κάποιοι κάτοικοι από τους οικονομικά, και όχι μόνο, ισχυρότερους προσπάθησαν να διανείμουν για καλλιέργεια την έκταση αυτή ή και να την ιδιοποιηθούν (καταπατήσουν), φαινόμενο συνηθισμένο στη μεταβατική εκείνη περίοδο. Στην προσπάθεια αυτή υπήρξε αντίδραση άλλων χωριανών και έτσι αποφασίστηκε τελικά να παραχωρηθεί η έκταση αυτή στην εκκλησία του χωριού. Η παραχώρηση αυτή έγινε στο διάστημα από το 1915 μέχρι το 1920. Στο διάστημα αυτό κτίστηκε εκεί και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία. Το 1973 με πρωτοβουλία της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Αγίου Θωμά ο παλαιός αυτός ναός αντικαταστάθηκε από τον υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση ναό. Και λίγο πριν το 1995 ανακατασκευάστηκε και ο πέτρινος περίβολος του ναού.

Α4. Ο ναός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ Το εξωκλήσι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού, σε λόφο της Καρακόπετρας, κτίστηκε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η Άννα, σύζυγος του Ηλία Μπουροζίκα, ηλικιωμένη γυναίκα είδε, λέει, στο όνειρό της αγγέλους στο λόφο αυτό της Καρακόπετρας. Εξέλαβε το όνειρο αυτό ως εντολή να κατασκευαστεί στο μέρος εκείνο ναός. Έτσι αυτή μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού, κυρίως


80

γειτόνισσες και συγγένισσές της, ανέλαβαν την πρωτοβουλία για την ανέγερση του ναού αυτού. Σε λίγο χρόνο τα απαραίτητα χρήματα μαζεύτηκαν από τους χωριανούς, εθελοντές, οικοδόμοι και άλλοι, εργάστηκαν και το εξωκλήσι κτίστηκε. Καθώς δεν υπήρχε στο μέρος εκείνο οδική πρόσβαση, τα οικοδομικά υλικά μεταφέρθηκαν στο λόφο με τα πόδια και με τα χέρια, με ανθρώπινη αλυσίδα, χέρι-χέρι. Ο δρόμος που οδηγεί στην εκκλησιά αυτή κατασκευάστηκε λίγο αργότερα με σκαπτικά μηχανήματα του στρατού και με τη φροντίδα της Κοινότητας Μακρυχωρίου.

Α5. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Γεωργίου Το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, νότια του χωριού, κτίστηκε περί το 1985. Κτίστηκε σε αντικατάσταση της πολύ παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που υπήρχε στην αγροτική θέση Παλιοκλήσι. Η ιδέα για το κτίσιμό του δημιουργήθηκε από κάποιους παραγωγούς καρπουζιών στην καρπουζοαγορά του Μακρυχωρίου, κοντά στις αποθήκες του Αγρ. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου και της Ε.Α.Σ. Λάρισας. Συγκροτήθηκε έπειτα μια Επιτροπή πρωτοβουλίας για το κτίσιμο του ναού. Στην Επιτροπή αυτή συμμετείχαν οι Νικόλαος Ελευθ. Ζιώγας, ως Πρόεδρος, Ιωάννης Κράμαρης, ταμίας, και ως μέλη οι Γεώργιος Δημ. Γκρέτσης, Δημήτριος Αθ. Μπιτσαράς και Γεώργιος Παντρεμένος. Αρχικά η ανέγερση του ναού χρηματοδοτήθηκε από τα μέλη της Επιτροπής αυτής και από καρπουζοπαραγωγούς και στη συνέχεια, με εράνους που έγιναν, από όλους τους κατοίκους. Το 1987 ο χώρος γύρω από το ναό δεντροφυτεύτηκε και περιφράχτηκε με φροντίδα της Επιτροπής και της Κοινότητας Μακρυχωρίου. Στην αγροτική θέση Παλιοκλήσι υπήρχε από πολύ παλιά, από την περίοδο της τουρκοκρατίας, ναός του Αγίου Γεωργίου, βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ο ναός αυτός εξυπηρετούσε πιθανότατα τις ανάγκες των νομάδων κτηνοτρόφων, που εγκαθίσταντο τη χειμερινή περίοδο στους βοσκότοπους Ξηρόκαμπος, Βερνέρ και Ραχμάνι1, ίσως και των διερχόμενων οδοιπόρων του δρόμου Λάρισας-Τεμπών, που περνούσε δίπλα από το ναό. Καταστράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα στη μεταβατική περίοδο από την τουρκοκρατία στο ελληνικό κράτος (1881-1900). Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, στα πλαίσια αγροτικής καλλιέργειας, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια και ερείπια του ναού αυτού. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων ο ιδιοκτήτης του χωραφιού με εργάτες που προσέλαβε φρόντισε εσπευσμένα να κατασκαφούν τα θεμέλια και τα ερείπια και επιχωμάτωσε το μέρος αυτό. Έτσι απόμεινε να θυμίζει το ναό αυτό το τοπωνύμιο Παλιοκλήσι και ένα Βλ. και Κώστας Σπανός.. «Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου», Πρακτικά 5ου και 6ου Συνεδρίων Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 2010. 1


81

εικονοστάσι, που υπήρχε σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και υπάρχει ακόμα και σήμερα δίπλα από τη διερχόμενη σιδηροδρομική γραμμή.

Α6. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Ευσταθίου

Στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας, στις βόρειες υπώρειες του υψώματος Γκόλια, είναι κτισμένο, ως ιερός βιγλάτορας του Μακρυχωρίου, το εξωκλήσι του Αγίου Ευσταθίου, του προστάτη των κυνηγών. Κτίστηκε το 1999 με πρωτοβουλία και φροντίδα ομάδας κυνηγών, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κωνσταντίνος Αθαν. Ζησόπουλος, και με τη βοήθεια και άλλων χωριανών. Οι ίδιοι κυνηγοί λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν οικοδομήσει στο ίδιο μέρος και το μικρό οίκημα, σταθμό των κυνηγών στις κυνηγετικές τους εξορμήσεις στην περιοχή.

Β. ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ Δημοτικό

Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο, Παιδικός Σταθμός Μία από τις βασικές ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιήσουν οι Έλληνες κάτοικοι του Μακρυχωρίου, αμέσως μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος και στο Δήμο Νέσσωνος, ήταν η λειτουργία σχολείου και η μόρφωση των παιδιών τους. Την εποχή αυτή η δομή της Εκπαίδευσης σε γενικές γραμμές ήταν η εξής: Δημοτικό σχολείο → Σχολαρχείο ή Ελληνικό σχολείο → Γυμνάσιο → Διδασκαλείο και Πανεπιστήμιο. Η φοίτηση στο Δημοτικό ήταν τετραετής, στο Σχολαρχείο τριετής, στο Γυμνάσιο τετραετής, στο Διδασκαλείο τριετής και στο Πανεπιστήμιο τετραετής. Από το Διδασκαλείο αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι, που δίδασκαν στα Δημοτικά σχολεία. Στα Δημοτικά δίδασκαν και δάσκαλοι που δεν ήταν απόφοιτοι Διδασκαλείου, αλλά ήταν απόφοιτοι Σχολαρχείου και είχαν πάρει τίτλο διδακτικής επάρκειας από ειδική Επιτροπή κατόπιν εξετάσεων. Αυτοί λέγονταν Γραμματοδιδάσκαλοι. Ήταν βέβαια λιγότερο καταρτισμένοι και δίδασκαν κυρίως στα Γραμματοδιδασκαλεία, που ήταν Δημοτικά σχολεία κατώτερα και λειτουργούσαν σε μικρότερους οικισμούς με λιγότερους μαθητές και παρείχαν βασικές μόνο γνώσεις, δηλαδή γραφή, ανάγνωση και αριθμητική. Τα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν ως αμιγή, δηλαδή σχολεία αρρένων και σχολεία θηλέων. Μεικτά Δημοτικά σχολεία λειτούργησαν από το 1929 και μετά. Το πρώτο σχολείο που ιδρυόταν σε έναν οικισμό ήταν σχολείο αρρένων. Από το 1929 η φοίτηση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο έγινε εξαετής.


82

Τα σχολεία ιδρύονταν από την Πολιτεία μετά από αίτημα-πρόταση του Δήμου, εφόσον υπήρχε στους οικισμούς ικανοποιητικός αριθμός μαθητών. Ο Δήμος αναλάμβανε τη λειτουργία του σχολείου. Έπρεπε να εξασφαλίσει τη σχολική στέγη, με ιδιόκτητο ή μισθωμένο οίκημα, να εξασφαλίσει τα βασικά όργανα λειτουργίας του (θρανία, πίνακες κ.λ.π.), να βρει και να πληρώνει τους δασκάλους, οι οποίοι προσλαμβάνονταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, που εγκρινόταν από τις αρμόδιες εκπαιδευτικές Υπηρεσίες του Κράτους.

Β1. Δημοτικό

Το νεοκλασικό διδακτήριο του κληροδοτήματος Συγγρού. 1910-1950 Η ίδρυση, το διδακτικό προσωπικό. Στα πλαίσια αυτά ο Δήμος Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι, φρόντισε, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν ελληνικά σχολεία στους οικισμούς του. Τα πρώτα σχολεία ιδρύθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), στην έδρα του Δήμου. Εκεί βέβαια υπήρχαν περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι. Πρώτη αναφορά για ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι γίνεται στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το έτος 1889. Με την 116/4.11.1889 απόφασή του το Δ. Σ. «εύχεται και παρακαλεί την Κυβέρνησιν όπως ευαρεστουμένη μεριμνήση και συσταθώσι δημοτικά σχολεία μεν εις τα χωρία Μακρυχώρι,


83

Μικρό Κεσερλί, Τόιβαση και Ασαρλίκ, ένθα ο πληθυσμός ουκ ολίγος είνε και παίδες ουκ ολίγιστοι υπάρχουσιν, εις δε τα χωρία Πουρνάρ, Μπαξιλάρ, Χατζόμπαση και Μπαλτζή γραμματοδιδασκαλεία». Η ευχή αυτή δεν είχε βέβαια ως αποτέλεσμα την άμεση ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι. Άλλωστε μάλλον υπήρχαν «παίδες ολίγιστοι», καθώς στην απογραφή του 1889, σύμφωνα με έγγραφο του Επισκόπου Πλαταμώνος Αμβρόσιου, το Μακρυχώρι είχε 651 κατοίκους, «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς». Πάντως το σχολικό έτος 1892-1893 φαίνεται ότι λειτουργεί στο Μακρυχώρι Γραμματοδιδασκαλείο, καθώς το Δημοτικό Συμβούλιο με τη 207/31.12.1892 απόφασή του «διορίζει ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής του Γραμματοσχολείου Μακρυχωρίου τους Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικόλ. Μποσνέα και Κωνστ. Τσιτούρα». Δημοτικό σχολείο αρρένων στο Μακρυχώρι φαίνεται ότι λειτουργεί από το έτος 1894 σε ενοικιαζόμενο οίκημα. Στις 9.12.1894 το Δ. Σ. ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέργεσιν του δημοτικού Σχολείου αρρένων Μακρυχωρίου». Η ανέγερση αυτή μάλλον δεν έγινε τότε, καθώς στις 9.5.1899 το Δ. Σ. απορρίπτει αίτηση για πληρωμή ενοικίου του διδακτηρίου Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι 31.5.1898, «διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής». Πάντως από το αρχείο του Δ. Νέσσωνος προκύπτει ότι ο πρώτος διορισμός «δημοδιδασκάλου» στο σχολείο Μακρυχωρίου γίνεται το Μάιο του 1896, όταν διορίζεται δάσκαλος ο Σπυρίδων Παπαγεωργίου. Ακολουθούν ο διορισμός του Δημ. Ντούμα (27.7.1896) και του Χαράλαμπου Λάμπρου (4.9.1896). Ασφαλώς ο ένας απ’ αυτούς, μάλλον ο τελευταίος, δίδαξε στο σχολείο το 1896-97. Ο επόμενος δάσκαλος που διορίζεται είναι ο Ευθύμιος Παπαδημητρίου (30.1.1900). Από το συνδυασμό των πληροφοριών που μας δίνει το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος προκύπτει πάντως ότι, όποια λειτουργία σχολείου και αν υπήρξε στο Μακρυχώρι από το 1892 έως και το 1898 (Γραμματοσχολείου ή Δημοτικού), αυτή δεν ήταν συνεχόμενη και κανονική, αλλά εκ περιτροπής και χρονικά αποσπασματική, ανάλογα με τις περιστάσεις (έλλειψη δασκάλων, πόλεμος κ.ά.). Κανονική λειτουργία σχολείου μπορούμε να λέμε ότι υπήρξε μετά το 1898 και κυρίως από το 1900. Άλλωστε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1.3.1897 μέχρι 31.5.1898, το σχολείο δε λειτούργησε καθόλου λόγω του πολέμου του ’97 και της τουρκικής κατοχής. Σημειώνω εξάλλου εδώ ότι από το 1881 μέχρι το τέλος του πολέμου του ’97 παράλληλα με τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν για τους οθωμανόπαιδες και οθωμανικά σχολεία, Γραμματοδιδασκαλεία, στο Μεγάλο Κεσερλί, στο Μικρό Κεσερλί (Ελάτεια) και στο Μακρυχώρι. Ο τελευταίος Τούρκος δάσκαλος στο Μακρυχώρι ήταν ο Μουσταφά ή Μούστος Χατζή Ομέρ, του οποίου μάλιστα τους μισθούς για το διάστημα της τουρκικής κατοχής ο Δήμος αρνήθηκε να πληρώσει, με το επιχείρημα ότι «επληρώθη εκ


84

του ταμείου Μακρυχωρίου, ού την διαχείρισιν έλαβον αυθαιρέτως οι ομόφυλοί του και κατηνάλωσαν τα κοινοτικά έσοδα εις θεραπείαν αναγκών της οθωμανικής μόνον κοινότητος αποκλείσαντες την ελληνικήν…» (27.4.1901). Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου μέχρι το 1914, που το Μακρυχώρι άρχισε να λειτουργεί ως αυτόνομη Κοινότητα, ήταν οι: Αναστάσιος Χαραλάμπους, Κων/νος Ξάνθος, Αντώνιος Βεργής, Χαρ. Παναγιωτακόπουλος, Μιχ. Μίσιος, Περικλής Αποστολίδης, Γεώργιος Παπαλέτσος (διορίστηκε στις 22.8.1903). Τον Παπαλέτσο αντικαθιστά στις 22.7.1911 ο Αχιλλέας Παπαηλίας. Ωστόσο ο Παπαλέτσος υπηρετεί στο σχολείο και αρκετά χρόνια μετά το 1913. Το 1914 ασκεί και τα καθήκοντα του Γραμματέα της Κοινότητας και το Κ.Σ. με τη 13/27.3.1917 απόφασή του «εψήφισεν πίστωσιν δρχ. 180 ως εισφοράν συμπληρωματικήν υπέρ του μισθού του ενταύθα δημοδιδασκάλου Γεωργίου Παπαλέτσου». Αναφέρουμε εδώ επίσης ότι το 1904 (30.5.1904) ο Δήμος ορίζει Εφορευτική Επιτροπή του σχολείου τους Αθαν. Σιμόπουλο, Μιχ. Σουμπενιώτη, Πέτρο Τσέτσιλα και Γεώργιο Τσίρο. Πρώτη αναφορά για ίδρυση Δημοτικού σχολείου θηλέων στο Μακρυχώρι βρίσκουμε στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το 1904. Στην 549/5.3.1904 απόφαση του Δ. Σ. διαβάζουμε: «Ο Δήμαρχος εισήγαγεν εις το Συμβούλιον την από 3 Ιανουαρίου ε. ε. αίτησιν των κατοίκων Μακρυχωρίου ζητούντων την σύστασιν δημοτικού σχολείου θηλέων εν τω χωρίω των ως υπάρχοντος του νομίμου αριθμού των μαθητριών προσφερόντων δε και κτίριον διδακτηρίου και κατοικίαν διδασκαλίσσης δωρεάν». Το Δ. Σ. δέχτηκε την αίτηση –με πλειοψηφία 5 έναντι 4-, αλλά το σχολείο δεν ιδρύθηκε. Αρκετά χρόνια αργότερα το Δ. Σ. του Δήμου επανέρχεται και με απόφασή του στις 22.7.1911 «εκφράζει ευχήν περί ιδρύσεως δημοτικών σχολείων θηλέων εν Ασαρλίκ και Μακρυχωρίω…, καθόσον αι μαθήτριαι υπερβαίνουσι κατά πολύ τας 50 εις εκάτερον των χωρίων τούτων». Και στις 29.11.1911 το Δ. Σ. «προτείνει διοριστέας διδασκαλίσσας εις τα ιδρυθέντα πλήρη Δημ. Σχολεία θηλέων εν Ασαρλίκ την Χαρίκλειαν Ελασσώνα και εν Μακρυχωρίω την Ξανθίππην Βλησσαρίδου». Το 1911 λοιπόν ιδρύεται Δημοτικό σχολείο και για τα κορίτσια στο Μακρυχώρι με πρώτη διορισθείσα δασκάλα την Ξανθίππη Βλησσαρίδου. Η επόμενη δασκάλα ήταν η Ελένη Αγγελίδου, που υπηρέτησε στο σχολείο από το σχολικό έτος 1912-13. Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στα σχολεία του Μακρυχωρίου μετά από αυτούς που προαναφέρθηκαν ήταν: στο σχολείο αρρένων, και για το διάστημα μέχρι το 1930 περίπου, οι Χαράλ. Οικονομόπουλος, Ιωάννης Χρυσοχόος, Νικόλαος Βαλαβάτης και Ευάγγελος Ιωαννίδης, στο σχολείο θηλέων, και για το διάστημα μέχρι το 1929 περίπου οι Ευδοκία Δημητρίου, Αγγελική Τουφεξή, Ελένη Τουφεξή και Μαρία Πέρρου. Από το 1929 μέχρι το


85

1950 περίπου, στο μεικτό πλέον δημοτικό σχολείο, υπηρέτησαν οι Ευάγγελος Ιωαννίδης, Ζωή Τσούλκα, Μανολιάδης, Ιωάννης Ανδρακάκος, Σωτήριος Κανακάκης, Δήμητρα Θωμοπούλου, Μαρία Αλατζοπούλου, Λάμπρος Καφφές, Νικόλαος Γαλλής, Ανδρέας Γεροστάθης, Φανή Σολωμού, Ξενοφών Μπακούρας, Ειρήνη Κράχτη, Νικόλαος Γκόγκος, Αριστείδης Καραγεωργόπουλος, Ηλίας Σπυρόπουλος, Δημήτριος Κωνσταντινίδης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Ζωή Τσούλκα υπηρέτησε στο Μακρυχώρι περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, στην περίοδο από το 1929 έως και το 1950, και ότι για το λόγο αυτό στο Μακρυχώρι «θρυλείται» ακόμη το όνομα «η κυρία Ζωή». Για το διάστημα 1950 μέχρι και σήμερα αναφέρω μόνο τους Διευθυντές το Δημοτικού σχολείου, οι οποίοι ήταν οι εξής: Δημήτριος Κωνσταντινίδης μέχρι το 1959, Ανδρέας Τσιμπούκας μέχρι το 1960, Αστέριος Τσιούρβας μέχρι το 1966, Γεωργία Σκέρου μέχρι το 1968, Νικόλαος Λούκας μέχρι το 1974, Ανθή Μπλαδένη μέχρι το 1976, Δημήτριος Μότσιας μέχρι το 1977, Αθανάσιος Κοκόσης μέχρι το 1978, Ηλίας Κωσταρίγκας μέχρι το 1982, Γεώργιος Βλαχάκης μέχρι το 1984, Μαρία Κοντογιάννη μέχρι το 1985, Χρήστος Τσιάκανος μέχρι το 1986, Ευσεβία Γιακουμή μέχρι το 1987, Παναγιώτης Βαλιάκας μέχρι το 1999, Ηλίας Τριανταφύλλου μέχρι το 2002, Παντελής Μπότσαρης μέχρι το 2006, Παντελής Καραπάνος, μέχρι το 2011 και Ηλίας Τριανταφύλλου, που επανήλθε ως Διευθυντής από το σχολ. έτος 2011-2012. Συνθήκες λειτουργίας. Ακολουθεί αναφορά στις συνθήκες λειτουργίας των σχολείων του Μακρυχωρίου, συνθήκες που σε γενικές γραμμές υπήρχαν βέβαια σε όλα σχεδόν τα σχολεία της χώρας, κυρίως στα επαρχιακά, από το 19ο αιώνα και που, παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τις κάποιες θετικές εξελίξεις, υπήρχαν μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Οι δάσκαλοι. Ο αριθμός των δασκάλων δεν ήταν επαρκής. Πολλές φορές δεν ιδρύονταν ή δε λειτουργούσαν σχολεία, γιατί δεν υπήρχαν δάσκαλοι. Γι’ αυτό τα σχολεία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920 λειτουργούσαν μόνο με ένα δάσκαλο και μόνο με μία δασκάλα. Από τη δεκαετία του 1930 τα πράγματα έγιναν καλύτερα, καθώς άρχισαν να λειτουργούν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες (1933), να αποφοιτούν περισσότεροι δάσκαλοι και να υπηρετούν σε κάθε –μεικτό πλέον- σχολείο περισσότεροι του ενός δάσκαλοι. Οι συνθήκες εργασίας των δασκάλων ήταν πολύ δύσκολες, κακές. Προσλαμβάνονταν από τους Δήμους και η παραμονή στη θέση τους εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση του Δήμου και σε μερικές περιπτώσεις και από την εκτίμηση και αποδοχή των δημοτών. Ένας δάσκαλος δίδασκε σε μία αίθουσα όλα τα μαθήματα σε όλες τις τάξεις. Τα διδακτήρια ήταν μέχρι το 1910, μερικά και για πολλά χρόνια αργότερα, μικρά παλαιά


86

τούρκικα κτίρια και διέθεταν ελάχιστα εποπτικά μέσα διδασκαλίας (θρανία, πίνακες, χάρτες, βιβλία κ. ά.). Η στέγαση και σίτιση αποτελούσαν επίσης σοβαρά προβλήματα για το δάσκαλο. Η έλλειψη συγκοινωνίας δεν επέτρεπε την καθημερινή μετάβασή του στον τόπο της μόνιμης κατοικίας του. Αναγκαζόταν έτσι να νοικιάσει κάποιο χώρο, αν έβρισκε, ή να διαμείνει σε κάποιο χώρο του σχολείου. Τυχόν δωρεάν προσφορά στέγης από την κοινότητα για το δάσκαλο αποτελούσε σοβαρότατο κίνητρο για διορισμό δασκάλου στο σχολείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δασκάλας Ελένης Αγγελίδου, η οποία σε έγγραφό της το Σεπτέμβριο του 1913 προς το Νομάρχη Λάρισας γράφει: «κατά το παρελθόν έτος εδιωρίσθην εις την εδώ σχολήν των θηλέων ως δημοδιδάσκαλος. Μ’ εχορήγησεν η κοινότης την παλαιάν σχολήν αρρένων δια να εκπαιδεύονται τα κοράσια και εντός της οποίας υπάρχει κενόν δωμάτιον εις ο κατοικώ. Ήδη δε επαρουσιάσθη η εκκλησιαστική επιτροπή και ιδία ο Δημήτριος Παρλάντζας, ος δι’ απειλών και απρεπών εκφράσεων με ηπείλησεν ότι θα με καταγγείλη, εάν δεν πληρώσω ενοίκιον διά το δωμάτιον, ενώ ουδείς εκ των προκατόχων δημοδιδασκάλων επλήρωσε. Εγώ εις απάντησιν των απειλών τού είπον ότι θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του κ. Νομάρχου και μοι απήντησεν, ότι δεν γνωρίζει κανέναν Νομάρχην». Και στις 21.8.1914 με σχετική απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου «εξεφράσθη ευχή τω 1ω Εποπτικώ Συμβουλίω των Δημοτικών σχολείων ίνα φροντίση και παραδοθή τη Κοινότητι το βία υπό της Ελ. Αγγελίδου κατεχόμενο οίκημα, άλλως μεταθέση αυτήν». Επρόκειτο για χώρο του παλαιού και πρώτου κοινοτικού καταστήματος του Μακρυχωρίου, το οποίο λειτουργούσε από αρκετά χρόνια πριν ως σχολείο. Και στη δεκαετία του 1950 ο Διευθυντής του σχολείου διέμενε και είχε το υπνοδωμάτιό του στο Γραφείο του σχολείου. Και το Σαββατοκύριακο πήγαινε στο σπίτι του στη Λάρισα με το τρένο, αφού περπατούσε 1,5 χιλιόμετρο περίπου, για να φτάσει στο Σταθμό. Τη Δευτέρα το πρωί επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο, με καθυστέρηση μερικές φορές και προς μεγάλη ευχαρίστηση των μαθητών, κουβαλώντας μαζί του και κάποια τρόφιμα για τις επόμενες μία ή δύο μέρες. Γιατί και το πρόβλημα της σίτισης ήταν σοβαρό. Εστιατόρια δεν υπήρχαν, τα μαγαζιά δεν πωλούσαν έτοιμα φαγητά (π.χ. τυρί, ελιές), ψυγεία δεν υπήρχαν, δυνατότητα να μαγειρέψει ο δάσκαλος δεν υπήρχε. Κατά καιρούς είχε επικρατήσει ως λύση εν είδει άγραφου νόμου η συνήθεια να σιτίζουν (ταΐζουν) το δάσκαλο οι γονείς των μαθητών. Κάθε μέρα η μητέρα ενός μαθητή έστελνε στο δάσκαλο μία μερίδα φαγητό. Και οι νοικοκυρές, από φόβο μήπως το είδος του φαγητού ή η μαγειρική τους δεν αρέσει στο δάσκαλο, προτιμούσαν να του στέλνουν –χωρίς να γνωρίζουν τι είχε στείλει η προηγούμενη- κάτι «κλασικό», σίγουρο και εύκολο, όπως π.χ. τηγανητά αβγά. Και η συχνότητα με την οποία έστελναν τα


87

αβγά στο δάσκαλο δεν έλυνε πολλές φορές το πρόβλημα της σίτισης, αλλά του έδινε άλλη μορφή, άλλη διάσταση. Εξάλλου οι κακές συνθήκες λειτουργίας των σχολείων σε συνδυασμό με το μορφωτικό επίπεδο δασκάλων και μαθητών και με το επίπεδο γενικά της κοινωνικής ζωής την εποχή εκείνη οδήγησαν στο να επικρατήσει ως παιδαγωγική μέθοδος ο αυταρχισμός του δασκάλου, η τρομοκράτηση των μαθητών και η χρήση βίας προς αυτούς ή με εγκλεισμό μαθητών για κάποιο χρόνο σε απομονωμένους χώρους ή με σωματική βία και ξυλοδαρμό. Τα ραπίσματα στα μάγουλα και τα χτυπήματα με ξύλινη βέργα, την οποία συνήθως έφερναν οι μαθητές στο δάσκαλο, στις ανοιχτές παλάμες των παιδιών ήταν συνηθισμένος τρόπος συνετισμού των μαθητών, όχι μόνο όταν έκαναν κάποια αταξία, αλλά και όταν ήταν αδιάβαστοι και όταν ακόμα, παρά την προσπάθειά τους, δεν καταλάβαιναν το μάθημα, δεν «έπαιρναν τα γράμματα». Και το κακό ήταν ότι αυτή η «παιδαγωγική» μέθοδος είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή και από την κοινωνία. Και το χειρότερο ότι κάποιες φορές ο ξυλοδαρμός ξεπερνούσε τα όρια, αν μπορεί αν δεχτεί κανείς ότι υπάρχουν όρια στο γεγονός αυτό, και ο δάσκαλος υπό το κράτος ανεξέλεγκτης συναισθηματικής φόρτισης έθετε σε κίνδυνο και τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού. Τότε πολλές φορές αντιδρούσαν οι γονείς διαμαρτυρόμενοι, αλλά και απειλώντας με τη σειρά τους τη σωματική ακεραιότητα του δασκάλου. Και μέσα σε τέτοιο παιδαγωγικό περιβάλλον εξηγείται πώς κάποιοι μαθητές ή από φόβο ή από επαναστατική προδιάθεση πηδούσαν από θρανίο σε θρανίο και από το παράθυρο έξω από την αίθουσα, όταν ο δάσκαλος τους κυνηγούσε να τους τιμωρήσει. Γιατί είναι βέβαιο πως η μέθοδος αυτή ούτε γράμματα μαθαίνει στα παιδιά ούτε καλή αγωγή τους προσφέρει. Σημειώνω τέλος ως προς το θέμα αυτό ότι δυστυχώς η παιδαγωγική αυτή μέθοδος εφαρμοζόταν, έστω και με κάποια άμβλυνση, και μέχρι τη δεκαετία του 1960, όχι μόνο στο δημοτικό, αλλά και στο εξατάξιο γυμνάσιο, αλλά και ότι υπήρχαν, αντίθετα, δάσκαλοι, κυρίως δασκάλες, που λόγω του χαρακτήρα τους «δεν άπλωσαν ποτέ χέρι» σε παιδί. Οι σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς και τους κατοίκους ήταν συνήθως καλές. Οι γονείς τούς είχαν ανάγκη τους δασκάλους· μάθαιναν γράμματα στα παιδιά τους. Ο δάσκαλος του χωριού ήταν συνήθως σεβαστό πρόσωπο και αποτελούσε, ιδιαίτερα όταν διέθετε σοβαρότητα και κύρος, έναν από τους βασικούς παράγοντες της κοινωνίας του χωριού μαζί με τον πρόεδρο και τον παπά του χωριού. Όταν τον έβλεπαν να περνάει τους δρόμους του χωριού, τα παιδιά και οι μεγάλοι έλεγαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους «περνάει ο δάσκαλος», και όταν πλησίαζε, σηκώνονταν και τον χαιρετούσαν. Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις που οι σχέσεις αυτές δεν ήταν καλές. Συγκεκριμένες συμπεριφορές, η φτώχεια και η αγραμματοσύνη και γενικά το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μερικές φορές οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις δασκάλου με


88

γονείς ή με όλους τους γονείς και τους κατοίκους. Σε μερικές περιπτώσεις ζητήθηκε και η απόλυση του δασκάλου και η αντικατάστασή του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δασκάλου, του οποίου την απομάκρυνση ζήτησαν οι γονείς με αναφορά τους προς το Δήμαρχο Νέσσωνος το 1906, στην οποία γράφουν: «κ. Δήμαρχε, ως και προφορικώς ανηνέχθημεν προς υμάς πολλάκις, ο του χωρίου μας διδάσκαλος Μιχαήλ Αρ. Μίσιος επεδείξατο διαγωγήν ασυμβίβαστον πρός το επάγγελμά του, ασύγγνωστον δε αμέλειαν ως προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του. Μεθύσκων συχνάκις ύβριζε…. τους κατοίκους του χωρίου μας…. Άλλοτε δε πάλιν απεκάλεσεν εν μέση πλατεία «κερατάδες» τινάς Μακρυχωρίτας…. Επέδειξεν και αμέλειαν…. μη παραδίδων τακτικώς μαθήματα εις τους μαθητάς, αλλά τακτικώτατα απουσιάζων….· εκτός δε τούτων ουδέποτε εφάνη εις την εκκλησίαν ως διδάσκαλος ταχθείς δια την ηθικοποίησιν των τέκνων μας. Ένεκα των ανωτέρω λόγων φρονούμεν ότι επιβάλλεται όπως ενεργηθή η απομάκρυνσις του ανωτέρω δημοδιδασκάλου Μιχαήλ Μισίου εκ του χωρίου μας, άλλως δηλούμεν ότι θα παύσωμεν αποστέλλοντες τα τέκνα μας εις το σχολείον…». Οι μαθητές. Οι συνθήκες λειτουργίας των σχολείων ήταν βέβαια δύσκολες και για τους μαθητές. Όπως είπαμε, τα αγόρια και τα κορίτσια φοιτούσαν σε χωριστά σχολεία (τετρατάξια) μέχρι το 1929. Μετά τα Δημοτικά έγιναν ενιαία (μεικτά) και εξατάξια και, όπως ήταν επόμενο, ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε. Έτσι αυξήθηκε και ο αριθμός των δασκάλων και ο αριθμός των αιθουσών. Από το 1930 και μετά δίδασκαν δύο ή τρεις δάσκαλοι σε ανάλογο αριθμό αιθουσών ανά τρεις ή ανά δύο τάξεις. Αυτό βέβαια γινόταν σε σχολεία σχετικά μεγάλα ως προς τον αριθμό των μαθητών, όπως ήταν το σχολείο του Μακρυχωρίου. Από κάποια στοιχεία που διασώθηκαν σε σχετική εργασία της ιστορικού της εκπαίδευσης Ιουλίας Κανδήλα προκύπτει ότι το σχολικό έτος 1908-1909 το Δημοτικό σχολείο αρρένων του Μακρυχωρίου είχε στις τέσσερις τάξεις 87 μαθητές, το διάστημα 1919-1929 το αρρένων είχε κάθε χρόνο από 75-95 μαθητές και μετά το 1935 το ενιαίο σχολείο έχει 150-200 μαθητές1, με εξαίρεση τα σχολικά έτη 1947-48 και 1948-49, που οι μαθητές ήταν περισσότεροι από 300, καθώς λόγω του εμφυλίου πολέμου φοίτησαν στο Μακρυχώρι και οι μαθητές των σχολείων Ελάτειας, Παραποτάμου και Ευαγγελισμού. Και μετά το 1950, μέχρι και το Στις 29.9.1938 το Κ.Σ. αποφασίζει την πρόσληψη της δασκάλας Μαρίας Αλατζοπούλου, «διότι οι μαθηταί είναι περισσότεροι από 200 και το σχολείον διθέσιον». 1


89

1968, το σχολείο λειτουργούσε με 150 έως 200 μαθητές, με τρεις δασκάλους και με συνδιδασκαλία ανά δύο τάξεις, Α΄ και Β΄, Γ΄ και Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο αριθμός των μαθητών της Α’ τάξης τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και με κάποια διαφοροποίηση μέχρι και τη δεκαετία του 1940, είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των μαθητών των άλλων τάξεων. Από τους 87 μαθητές το σχολικό έτος 1908-09 οι 40 ήταν στην Α’ τάξη, οι 24 στη Β’, οι 11 στη Γ’ και 12 στη Δ’ τάξη. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές που εγγράφονταν στην Α’ τάξη διέκοπταν τη φοίτησή τους σε κάποια ενδιάμεση τάξη, πριν φτάσουν στην τελευταία. Μέχρι και τη δεκαετία του 1940 μόνο το 30% των μαθητών περίπου έφτανε στην ΣΤ’ τάξη και αποφοιτούσε από το Δημοτικό. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής οδηγούσαν τους γονείς να παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο και να τα στέλνουν στα χωράφια και στα πρόβατα ή στην κουζίνα και στον αργαλειό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η μη κανονική λειτουργία του σχολείου σε ανώμαλες περιόδους (πόλεμοι), όπως έγινε την περίοδο 1941-1944 λόγω της γερμανικής κατοχής. Η διακοπή της λειτουργίας του σχολείου στις εμπόλεμες περιόδους, η καθυστερημένη πολλές φορές αρχική εγγραφή των μαθητών στο σχολείο (δηλαδή μετά την ηλικία των 7 ετών) και η μη προαγωγή μαθητών στην επόμενη τάξη λόγω μη καλής επίδοσης στα μαθήματα, που ήταν συχνό φαινόμενο μέχρι και τη δεκαετία του 1950, είχε ως αποτέλεσμα να φοιτούν στην ίδια τάξη μαθητές με διαφορετική ηλικία, μικρότερη ή μεγαλύτερη κατά 2, 3 ή και 4 χρόνια. Ειδικό πρόβλημα στην παρακολούθηση των μαθημάτων είχαν τα παιδιά των μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Από τα μέσα Μαΐου, πριν τη λήξη του διδακτικού έτους, μετακινούνταν μαζί με τους γονείς τους και τα κοπάδια τους σε θερινούς ορεινούς βοσκότοπους –η μετακίνηση γινόταν συνήθως με πεζοπορία ή με τα ζώα, άλογα και γαϊδούρια, σπάνια με φορτηγό αυτοκίνητοκαι ολοκλήρωναν τα μαθήματα στο σχολείο του τόπου της θερινής διαμονής τους, αν υπήρχε εκεί σχολείο. Και στην αρχή του επόμενου σχολικού έτους άρχιζαν τα μαθήματα στο σχολείο «στα βουνά», μέχρι να επανέλθουν στο Μακρυχώρι τέλος Σεπτεμβρίου ή μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, για να μπουν στο πρόγραμμα του σχολείου. Τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας των σχολείων οι μαθητές στο τέλος του σχολικού έτους έδιναν προφορικές εξετάσεις, προαγωγικές ή απολυτήριες, ενώπιον επιτροπής. Η επιτροπή οριζόταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, η οποία εγκρινόταν από την αρμόδια κρατική εκπαιδευτική Υπηρεσία. Το σχολικό έτος 1900-1901 την εξεταστική επιτροπή για το Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου αποτέλεσαν, σύμφωνα με απόφαση του Δήμου Νέσσωνος στις 24.6.1901, οι δημότες Γεώργιος Τσίρος, Κωνσταντίνος Τσιτούρας και ο εφημέριος του χωριού.


90

Το σχολείο λειτουργούσε σε δύο βάρδιες, πρωί και απόγευμα· τέσσερις ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Για την ώρα προσέλευσής τους κάθε φορά στο σχολείο οι μαθητές ενημερώνονταν με το χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας. Ένας μαθητής, που στο σπίτι του υπήρχε ρολόι, αναλάμβανε για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. μια εβδομάδα, να χτυπάει σε συγκεκριμένη ώρα την καμπάνα. Το χτύπημα της καμπάνας, που εθεωρείτο τιμητικό καθήκον για το μαθητή, δεν ήταν πάντα για όλους εύκολη δουλειά, καθώς έπρεπε να θέσουν σε κίνηση και με κάποια ταχύτητα από απόσταση 15-20 μέτρων τη βαριά σιδερένια γλώσσα (στούμπο) της καμπάνας, που ήταν κρεμασμένη στο καμπαναριό, στο πιο ψηλό σημείο της εκκλησιάς, και που η γλώσσα της ήταν δεμένη με χοντρό σκοινί (τριχιά). Με το άκουσμα της καμπάνας τα παιδιά αράδιαζαν στους δρόμους προς το σχολείο. Σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κουδούνι (καμπανάκι χειροκίνητο μέχρι και τη δεκαετία του 1960) και θα σήμαινε την έναρξη των μαθημάτων. Φορούσαν τα φουστανάκια τους τα κορίτσια και τα παντελονάκια τους τα αγόρια, μέχρι το γόνατο ή 5-10 πόντους πάνω από το γόνατο, χειροποίητες μάλλινες κάλτσες το χειμώνα μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο και παπούτσια συνήθως λαστιχένια, από καουτσούκ, που άφηναν τον αστράγαλο ακάλυπτο, ή γαλότσες με υφασμάτινη εσωτερική επένδυση, που κούμπωναν στα πλάγια με δυο κόπιτσες. Μερικά παιδιά κτηνοτρόφων φορούσαν αρβύλες από χοντρό σκληρό δέρμα με πρόκες στη σόλα (αρβυλάκια). Την άνοιξη φορούσαν κάλτσες πάνινες και παπούτσια πάνινα (λινά) με λαστιχένια σόλα. Τους τελευταίους 1-2 μήνες πολλά παιδιά, κυρίως αγόρια, πήγαιναν σχολείο χωρίς παπούτσια και χωρίς κάλτσες, ξυπόλυτα. Υπήρχαν βέβαια και παιδιά κάπως εύπορων οικογενειών με καλύτερο ντύσιμο. Ήταν όμως οι εξαιρέσεις. Οι σχολικές τσάντες ήταν υφασμάτινες σάκες (σακούλες). Τις έραβαν οι μητέρες των μαθητών ή οι μοδίστρες του χωριού. Σε κάποιες περιπτώσεις το ύφασμα ήταν χοντρό υφαντό από τον αργαλειό του σπιτιού, χρωματιστό, και έφερε επάνω και κεντημένα διακοσμητικά στοιχεία (κεντήματα). Τα αγόρια κρεμούσαν την τσάντα τους από τον ώμο προς την άλλη πλευρά του σώματος με λωρίδα από το ίδιο ύφασμα, ραμένη στις δυο άκρες του επάνω ανοιχτού μέρους της τσάντας. Τα κορίτσια κρατούσαν την τσάντα τους από δυο μικρές υφασμάτινες χειρολαβές, από το ίδιο ύφασμα, ραμένες η καθεμιά τους στο επάνω μέρος της καθεμιάς από τις δυο πλευρές της τσάντας. Στην τσάντα έβαζαν τα παιδιά τα τετράδιά τους, το μολύβι, την ξύστρα, τη σβηστήρα (γόμα), τα χρώματα και βέβαια το Αναγνωστικό. Βιβλία για άλλα μαθήματα (π. χ. Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική κ.λ.π.), εκτός από το Αναγνωστικό, μέχρι και τη δεκαετία του 1940 δεν υπήρχαν. Ο δάσκαλος παρέδιδε το μάθημα προφορικά, έγραφε κάποια βασικά στοιχεία στον πίνακα, απ’ όπου οι μαθητές τα αντέγραφαν στο τετράδιό τους. Επίσης μέχρι και τη δεκαετία του 1950 δεν υπήρχαν στο σχολείο τα στυλό τύπου μπικ, τα


91

λεγόμενα στυλό διαρκείας, ούτε βέβαια στυλό με υγρή μελάνη. Εκτός από το μολύβι, που το χρησιμοποιούσαν καθημερινά, όταν έπρεπε να γράψουν στο «καθαρό» τετράδιο, δηλαδή κείμενα κάπως επίσημα (π.χ. γραφή, ορθογραφία), οι μαθητές χρησιμοποιούσαν μελάνη υγρή και κοντυλοφόρο με πένα. Αγόραζαν μελάνη ξερή από το μπακάλη, την έλιωναν με νερό σε ειδικό μικρό γυάλινο δοχείο (μελανοδοχείο, «καλαμάρι»), όπου εμβάπτιζαν την πένα και έγραφαν μετά στο χαρτί. Με τον τρόπο αυτό έγραφαν οι μαθητές και στις γραπτές εξετάσεις (διαγωνίσματα), που γίνονταν δυο φορές το χρόνο, στη μέση και στη λήξη της σχολικής χρονιάς. Βεβαίως «ατυχήματα» με πτώση του μελανοδοχείου και χύσιμο μέρους ή όλου του περιεχομένου του στο τετράδιο, στο θρανίο ή στο σώμα (χέρια, πόδια) του μαθητή δεν ήταν σπάνια. Μικρές βέβαια και πολύ συχνές μελανοκηλίδες (μουντζούρες) τις διόρθωναν με ειδικό απορροφητικό χαρτί, το στυπόχαρτο. Μέχρι τα πρώτα χρόνια και της δεκαετίας του 1950 οι μαθητές των δύο πρώτων τάξεων, κυρίως της Α´, έφεραν στην τσάντα τους και χρησιμοποιούσαν, για να πρωτομάθουν τη γραφή, αντί για τετράδιο ένα μικρό ορθογώνιο πίνακα, 15x20 εκατοστά περίπου, την πλάκα (αρχ. άβαξ, αβάκιον), πάνω στον οποίο χάρασσαν με ειδικό χοντρό μολύβι (κοντύλι) τα πρώτα τους γράμματα και αριθμούς. Προβληματική ήταν και η θέρμανση των αιθουσών του σχολείου τη χειμερινή περίοδο. Υπήρχε σε κάθε αίθουσα μια θερμάστρα-ξυλόσομπα και είχες συνήθως την εντύπωση πως η αίθουσα θερμαινόταν από τον καπνό της και από τις ανάσες των παιδιών, παρά από την κανονική λειτουργία της θερμάστρας. Μερικές φορές μάλιστα, όταν τα οικονομικά του σχολείου δεν ήταν αρκετά, οι μαθητές έφεραν από τα σπίτια τους κάθε πρωί στο σχολείο μαζί με την τσάντα τους και από ένα ξύλο για τη σόμπα. Με τέτοιες συνθήκες εργάζονταν δάσκαλοι και μαθητές, στα τέλη του 19ου αιώνα, στις πρώτες δεκαετίες και εν πολλοίς μέχρι σχεδόν και τα 3/4 του 20ου αιώνα, και προσπαθούσαν να δώσουν και να πάρουν τις στοιχειώδεις γνώσεις, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Και με το πέρασμα του χρόνου κάποια παιδιά, με περισσότερη κλίση προς «τα γράμματα» και από οικογένειες με οικονομικές δυνατότητες περισσότερες και κοινωνικές αντιλήψεις πιο προχωρημένες, περνούσαν και στο επόμενο στάδιο της Εκπαίδευσης. Το 1911 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο Αμπελακίων ο Παντελής Καραπάνος. Στη δεκαετία του 1920 παρακολούθησαν μαθήματα στο Σχολαρχείο, στα Αμπελάκια ή στο Συκούριο, οι μαθητές Θεόδωρος Γ. Μπούτος, Θωμάς Αχ. Μυλωνάς, Αστέριος Γ. Σιμόπουλος και η μαθήτρια Δέσποινα (Πιπίνα) Σαμολαδά-Μπούτου. Την ίδια δεκαετία αποφοίτησε από το Γυμνάσιο ο Πέτρος Αχ. Τσέτσιλας. Στη δεκαετία του 1930 φοίτησαν στο Γυμνάσιο οι Δημήτριος Ιω. Σαμαράς, Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, Βασίλειος Χαρ. Γεωργόπουλος. Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950


92

εγγράφονταν στο Γυμνάσιο από 1 έως 4 παιδιά, δηλαδή κατά μέσο όρο το 10% περίπου αυτών που αποφοιτούσαν από την ΣΤ’ τάξη του Δημοτικού. Από αυτά τα περισσότερα ήταν αγόρια και δεν ήταν μόνο παιδιά ευκατάστατων οικονομικά οικογενειών, αλλά και παιδιά φτωχών γεωργών και κτηνοτρόφων. Οι πρώτοι μαθητές από το Μακρυχώρι, που φοίτησαν σε ανώτερη ή πανεπιστημιακή σχολή από το 1930 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1950 και πήραν σχετικό πτυχίο, ήταν οι Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, γιατρός, ο Γεώργιος Δ. Φωτίου, θεολόγος, οι Επαμεινώνδας Γρ. Τσιάκος, Ευδοκία Δ. Μπράχου, Χρήστος Αθ. Πελεκούδας, Θωμάς Δ. Πουσπουρίκας, δάσκαλοι, και ο Φώτιος Δ. Φωτίου, γιατρός. Εξωδιδακτικές δραστηριότητες. Εκτός από τη διδασκαλία των μαθημάτων στα καθήκοντα των δασκάλων ήταν και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όπως διοργάνωση σχολικών εορτών, ενασχόληση με σχολικό κήπο, πραγματοποίηση εκδρομών και περιπάτων κ.ά. Μετά το 1930, όταν τα σχολεία έγιναν μεικτά και είχαν περισσότερους μαθητές και περισσότερους του ενός, δύο ή τρεις, δασκάλους, διοργανώνονταν στο σχολείο μαθητικές γιορτές, στις εθνικές επετείους ή με τη λήξη των μαθημάτων, οι οποίες περιλάμβαναν απαγγελία ποιημάτων, μικρές θεατρικές παραστάσεις, αθλητικές δραστηριότητες ή άλλα «δρώμενα». Τα θέματα των εκδηλώσεων αυτών αναφέρονταν στην πρόσφατη εθνική μας ιστορία, στη σχολική ζωή ή στην ευρύτερη κοινωνική κατάσταση της εποχής. Ειδικότερα στη δεκαετία του 1950, με Δ/ντή του σχολείου το δάσκαλο Δημήτριο Χρ. Κωνσταντινίδη, η σχολική γιορτή στη λήξη των μαθημάτων, την οποία ονομάζαμε Εξετάσεις, περιλάμβανε, εκτός από απαγγελία ποιημάτων και θεατρικές παραστάσεις (σκετς), και γυμναστικές επιδείξεις (και με ενόργανες ασκήσεις), αγώνες στίβου (άλμα εις ύψος, επί κοντώ, εις μήκος, απλούν και τριπλούν, αγώνες δρόμου κ.λ.π.), άλλους αγώνες-παιγνίδια, όπως αβγοδρομία, τσουβαλοδρομία ή και άλλες εκδηλώσεις. Η γιορτή αυτή είχε επίσημο και πανηγυρικό χαρακτήρα, γινόταν στο προαύλιο του σχολείου –οι γυμναστικές επιδείξεις έγιναν μερικές φορές και στην πλατεία του χωριού, καλούνταν και παραβρίσκονταν οι επίσημοι του χωριού, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο παπάς, ο γιατρός του χωριού κ.ά., οι γονείς των μαθητών και όλοι οι χωριανοί. Στο τέλος της γιορτής επιδίδονταν στους μαθητές οι τίτλοι σπουδών (Ενδεικτικά ή Απολυτήρια) και στους νικητές των αγώνων δίνονταν διάφορα έπαθλα-βραβεία, όπως π.χ. ένα ζευγάρι λινά παπούτσια στους πρώτους νικητές. Η ενημέρωση των μαθητών για την καλλιέργεια λουλουδιών, δέντρων και άλλων γεωργικών καλλιεργειών και η πρακτική άσκηση επ’ αυτών στο σχολικό κήπο ήταν στοιχείο του διδακτικού προγράμματος και τακτική δραστηριότητα δασκάλου και μαθητών. Ο σχολικός κήπος ήταν, κυρίως στα


93

επαρχιακά σχολεία, απαραίτητο συστατικό της σχολικής μονάδας. Χαρακτηριστική είναι η 32/29.7.1934 απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου, με την οποία εγκρίνει «όπως παραχωρηθεί εις το Δημοτικόν Σχολείον Μακρυχωρίου έκτασις κοινοτική περί τα 4 στρέμματα παρά το μηχανοστάσιον, ίνα χρησιμεύση ως σχολικός κήπος και ούτω καταστή δυνατή η διδασκαλία εις τους μαθητάς της στοιχειώδους γεωπονίας, απαραιτήτου ούσης, δεδομένου ότι κατά το πλείστον οι κάτοικοι ασχολούνται εις την γεωργίαν». Γίνονταν επίσης περίπατοι τακτικοί στη γύρω περιοχή και, κυρίως μετά το 1950, παιδαγωγικές εκδρομές με λεωφορείο και εκτός νομού. Οι εκδηλώσεις αυτές ήταν άλλη μια σημαντική προσφορά των δασκάλων, άρεσαν, όπως ήταν φυσικό, πολύ στους μαθητές και έμεναν συνήθως ανεξίτηλες στη μνήμη τους.

Οι δάσκαλοι και οι μαθητές του Σχολείου περί το 1935

Γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών στην πλατεία. Ασκήσεις με δοκούς. Δεκαετία του 1950


94

Αγώνας άλματος επί κοντώ σε γυμναστικές επιδείξεις στη δεκαετία του 1950

Τελετή λήξης μαθημάτων, «Εξετάσεις». Αναπαράσταση γεωργικών καλλιεργειών. Ιούνιος 1953. Δάσκαλος ο Νικόλαος Γκόγκος


95

Τα διδακτήρια. Τρία ήταν τα βασικά κτήρια-διδακτήρια στα οποία λειτούργησε το Δημοτικό σχολείο από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι και σήμερα. Το πρώτο και παλαιότερο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, το δεύτερο λίγο νοτιότερα, στη συνοικία-πλατεία Μυλωνά, και το τρίτο, αυτό που λειτουργεί και σήμερα, μπροστά και ανατολικά από το Δημαρχείο. Αρχικά το Δημοτικό σχολείο αρρένων στεγάστηκε σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο. Για πρώτη φορά το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος με τη 293/9.12.1894 απόφασή του ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέγερσιν του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε, το σχολείο συνεχίζει να λειτουργεί σε ενοικιαζόμενο κτήριο, όπως προκύπτει από τη 40/9.5.1899 απόφαση του Δ.Σ. Νέσσωνος, με την οποία απορρίπτει αίτηση πληρωμής 75 δρχ. για ενοίκιο «του διδακτηρίου αρρένων Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι τέλους 5.1898, διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής». Από το 1900 περίπου μέχρι και το τέλος του 1910 το σχολείο λειτουργεί στο πρώτο από τα τρία βασικά κτήρια που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού. Ήταν ένα ισόγειο ορθογώνιο κτήριο, μεγάλο για την εποχή εκείνη, με εμβαδόν εκατό (100) περίπου τ.μ., το οποίο είχε δύο χώρουςδωμάτια στη νότια στενή πλευρά και άλλα δύο στη βόρεια και ανάμεσά τους μια μεγάλη αίθουσα. Το μέγεθός του, η αρχιτεκτονική του δομή και η παλαιότητά του δείχνουν πως ήταν μάλλον κτήριο δημόσιο και πως ήταν κτισμένο όχι από τους πρώτους Έλληνες κατοίκους του χωριού, αλλά ήταν παλαιό τούρκικο κτήριο κτισμένο τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας. Προς την άποψη αυτή συνηγορεί και το περιεχόμενο απόφασης του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910, με την οποία «διαθέτει πίστωσιν 250 δρχ. διά την επισκευήν του κτιρίου του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου…. δι’ ημερομισθίων… αδυνάτου ούσης της εκτελέσεως διά δημοπρασίας, επειγούσης δε άτε καταστάντος ετοιμορρόπου». Στο κτήριο αυτό από το 1912 και μέχρι το 1929 στεγάστηκε το Δημοτικό σχολείο θηλέων και για αρκετά χρόνια μετά το 1930 λειτούργησαν κάποιες τάξεις του ενιαίου πια Δημοτικού σχολείου. Από το 1914 μέχρι και το 1958 τα δύο δωμάτια της νότιας πλευράς του κτηρίου χρησιμοποιήθηκαν ως Γραφεία της Κοινότητας Μακρυχωρίου. Το 1958 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε νέο κτήριο, που λειτούργησε ως Κοινοτικό Κατάστημα μέχρι το 1992. Από τους τελευταίους μήνες του 2002 στο κτήριο αυτό στεγάζεται το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) του Δήμου Μακρυχωρίου. Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 1900 ολοκληρώνεται το νέο διδακτήριο του Δημοτικού. Ήταν το νεοκλασικό κτήριο στη συνοικία Μυλωνά, κτήριο δημόσιο που κτίστηκε με δαπάνες του κληροδοτήματος


96

Συγγρού. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της κατασκευής του νέου διδακτηρίου προκύπτει και από την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910 –το σχολικό έτος 1910-1911 λειτουργεί ακόμη το παλαιό διδακτήριο- και από το γεγονός ότι από το 1912 το παλαιό διδακτήριο διατέθηκε για τη λειτουργία του ιδρυθέντος το 1911 Δημοτικού σχολείου θηλέων. Στο διδακτήριο αυτό λειτούργησε το Δημοτικό μέχρι το 1950 περίπου –μέχρι το 1929 μόνο το σχολείο αρρένων. Το 1934 το Δημόσιο αποφάσισε να εκποιήσει το διδακτήριο αυτό με πλειοδοτική δημοπρασία. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου, με την 50/29.11.1934 απόφασή του με θέμα «περί συμμετοχής της Κοινότητος εις την ενεργηθησομένην πλειοδοτικήν δημοπρασίαν εκποιήσεως του δημοτικού Σχολείου», «ομοφώνως απεδέχθη την πρότασιν του Προέδρου και εξουσιοδότησεν τούτον όπως μέχρι του ποσού των δρχ. 60.000 δόση προσφοράν εν τη δημοπρασία». Η δημοπρασία αυτή, αν τελικά έγινε, δεν έφερε αποτέλεσμα. Το 1938 το διδακτήριο αυτό περιήλθε στην κυριότητα της κοινότητας Μακρυχωρίου με ανταλλαγή. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με την 37/6.5.1938 απόφασή του «έχον υπ’ όψιν του τας 31 και 59 του έτους 1937 πράξεις του περί ανταλλαγής ακινήτου 100 στρεμμάτων περίπου καλλιεργησίμου κοινοτικής γης μετά της σχολικής εφορείας Μακρυχωρίου δια του μονοταξίου Σχολείου Μακρυχωρίου…. ομοφώνως εξουσιοδοτεί τον πρόεδρον αυτού Χαρ. Γεωργόπουλον να συντάξει το σχετικόν συμβόλαιον ανταλλαγής». Πρόκειται για το σχολικό χωράφι, το οποίο έκτοτε, και κυρίως μετά το 1950, διαχειρίζεται το Σχολείο. Το 1952, όταν το κτήριο αυτό είχε πάψει να λειτουργεί ως σχολείο, το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με απόφασή του την 1.8.1952 αποφάσισε ομόφωνα «την δωρεάν παραχώρησιν εις το Ελληνικόν Δημόσιον του αιτουμένου παλαιού σχολικού κτιρίου περιελθόντος εις την κυριότητα της κοινότητος δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5932/24.9.38 συμβολαίου ανταλλαγής του Συμβολαιογράφου Λαρίσης Περ. Γαρδίκη…. προς ίδρυσιν Σταθμού Χωροφυλακής». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε. Έκτοτε το κτήριο αυτό έμεινε εκτός λειτουργίας και εγκαταλείφθηκε ασυντήρητο στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Περί το 1980 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του υπάρχει η όμορφη μικρή τρίγωνη πλατεία. Έτσι χάθηκε, όπως και ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου, και αυτό το μνημείο της ιστορίας του χωριού. Εκ των υστέρων βέβαια διαπιστώθηκε από όλους μας ότι η αναπαλαίωση του κτηρίου αυτού θα ήταν η καλύτερη λύση για λόγους και ιστορικούς και πρακτικούς. Από το 1950 και μετά το σχολείο λειτούργησε στο κτήριο όπου και μέχρι σήμερα λειτουργεί. Πιο συγκεκριμένα στο κτήριο με τις τρεις αίθουσες στη δυτική πλευρά του προαυλίου του σημερινού σχολικού συγκροτήματος


97

και ανατολικά του Δημαρχείου. Το διδακτήριο αυτό σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, κτίστηκε λίγο πριν το 1940. Οι μαρτυρίες αυτές ενισχύονται και από την 53/7.8.1938 απόφαση του κοινοτικού Συμβουλίου, με την οποία «εγκρίνει ομοφώνως την καταβολήν εισφοράς της Κοινότητος εκ δρχ. 10.000 εις την σχολικήν εφορείαν Μακρυχωρίου…. προς αποπληρωμήν του εργολάβου του ανεγείραντος το διδακτήριον». Στη δεκαετία του 1940 δε λειτούργησε ως σχολείο λόγω των ανώμαλων συνθηκών (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος). Στη διάρκεια δε του εμφυλίου χρησιμοποιήθηκε από το Στρατό, αλλά και έπαθε ζημιές στα πλαίσια της εμφύλιας διαμάχης. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ολοκληρώθηκε ως διδακτήριο και στέγασε το Δημοτικό σχολείο. Το νεότερο κτήριο του Δημοτικού (άλλες τρεις αίθουσες) κτίστηκε λίγο πριν το 1980 ανατολικά του παλαιού και σε χώρο του σχολικού κήπου. Με πρωτοβουλία του Διευθυντή του σχολείου Ηλία Κωσταρίγκα συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό από τους κατοίκους και ξεκίνησε την ανέγερση του κτηρίου. Σχεδόν αμέσως το κτήριο ολοκληρώθηκε με κρατικές δαπάνες. Οι έξι πια αίθουσες του Δημοτικού διευκόλυναν αμέσως μετά την ίδρυση και λειτουργία Γυμνασίου στο Μακρυχώρι. Στη δεκαετία του 1960 κτίστηκε η οικοδομή στη βορειοδυτική γωνία του σχολικού οικοπέδου. Χτίστηκε, και χρησιμοποιήθηκε τα πρώτα χρόνια, ως κατοικία δασκάλων. Αργότερα διαμορφώθηκε εσωτερικά σε δύο σχολικές αίθουσες και χρησιμοποιήθηκε από τα σχολεία, Δημοτικό, Γυμνάσιο, και κυρίως στέγασε το Νηπιαγωγείο για είκοσι πέντε περίπου χρόνια και μέχρι το 2008. Η μεγάλη αίθουσα γυμναστικής στη βόρεια πλευρά του σχολικού οικοπέδου στήθηκε και ολοκληρώθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000. Εκτός από τα βασικά αυτά διδακτήρια χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών και τις ανάγκες του σχολείου, και πάντως πριν από το 1950, και άλλοι χώροι ως σχολικές αίθουσες, όπως η εκκλησιά του χωριού ή το κτήριο ιδιοκτησίας Προκόπη Γιαννακόπουλου, το οποίο υπάρχει ακόμη μισοερειπωμένο δίπλα στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Το διδακτήριο που λειτουργεί μετά το 1950


98

Β2. Νηπιαγωγείο Νηπιαγωγείο στο Μακρυχώρι λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1968-69 με μορφή ιδιωτικού σχολείου. Με πρωτοβουλία κάποιων γονέων ανατέθηκε η προσχολική αγωγή των παιδιών τους στην συντοπίτισσα Φραγκίσκα Γ. Παπαχατζή, που πρόσφατα είχε πάρει το πτυχίο της νηπιαγωγού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε ως ιδιωτικό και ανεπίσημο, δηλ. χωρίς να έχει αναγνωριστεί με σχετική άδεια από το Δημόσιο. Υπήρξε πάντως μια προφορική συνεννόηση γονέων με την αρμόδια Υπηρεσία. Στεγάστηκε σε ενοικιαζόμενο κτήριο, στο ισόγειο της οικίας του Αντωνίου Ν. Ρόμπα (πρώην ιδιοκτησία Κων. Σινάπαλου) και φοίτησαν σ’ αυτό πάνω από σαράντα (40) νήπια. Λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα, σχεδόν για μία σχολική χρονιά. Ωστόσο το σχολείο αυτό αποτέλεσε τη μαγιά, το έναυσμα και έγινε αφορμή για την ίδρυση Δημόσιου Νηπιαγωγείου στο Μακρυχώρι το 1970. Από το σχολ. έτος 1970-71 λειτουργεί το μονοθέσιο Δημόσιο Νηπιαγωγείο Μακρυχωρίου. Η πρώτη νηπιαγωγός που διορίστηκε από το Δημόσιο ήταν η Χρυσούλα Πλαγκανάρη, η οποία υπηρέτησε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, δύο-τριών μηνών. Αντικαταστάθηκε την ίδια σχολική χρονιά από τη νηπιαγωγό Ζωή Πατσίκα, η οποία υπηρέτησε μέχρι και το σχολ. έτος 1972-73. Το Νηπιαγωγείο στεγάζεται σε ενοικιαζόμενο ιδιόκτητο κτήριο, βορειοδυτικά και κοντά στο Δημοτικό, στη νεόδμητη οικία του Βασίλειου (Βάσου) Ιω. Γεωργόπουλου. Το 1973 διορίζεται η νηπιαγωγός Ελευθερία Γ. Τζήκα, η οποία υπηρέτησε μέχρι το σχολ. έτος 1980-81. Το Νηπιαγωγείο στεγάζεται ακόμη σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο, αυτό το διάστημα στην ημιυπόγεια αίθουσα της οικίας του Αστερίου Βλάγκα, σήμερα Αθανασίου Βλάγκα, δίπλα στο Δημοτικό σχολείο. Τα επόμενα δύο χρόνια (1981-82 και 1982-83) υπηρέτησε η νηπιαγωγός Μαρία Μπακόλα. Το σχολ. έτος 1983-84 διορίστηκε στο Νηπιαγωγείο η Φραγκίσκα Γ. Παπαχατζή, η οποία υπηρέτησε συνεχώς επί είκοσι πέντε (25) περίπου έτη, μέχρι το 2007. Από την αρχή της θητείας της το Νηπιαγωγείο στεγάζεται σε δημόσιο πια οίκημα, στην οικοδομή στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου του Δημοτικού σχολείου, που είχε κτιστεί και χρησιμοποιηθεί αρχικά ως σπίτι του δασκάλου. Το 1995 το Νηπιαγωγείο έγινε διθέσιο με τη Δ4/479/14.6.1995 Απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και η Φραγκίσκα Παπαχατζή διατήρησε έκτοτε τη θέση της Προϊσταμένης του Σχολείου. Τη Φραγκίσκα Παπαχατζή διαδέχθηκαν στη θέση της Προϊσταμένης του Νηπιαγωγείου οι νηπιαγωγοί Δήμητρα Γάλλου (2007-2008), Σταθούλα


99

Πρίντζιου (2008-2009), Ασημίνα Σαμαρίνα (2009-2010), Ελισάβετ Αντωνίου (2010-2011) και η τωρινή Προϊσταμένη Ειρήνη Αντωνίου. Από τον Ιανουάριο του 2010 το Νηπιαγωγείο στεγάζεται στο καινούριο, μεγάλο και σύγχρονο διδακτήριο, δίπλα στο γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 2008-2009 μεταστεγάστηκε από το σπίτι του δασκάλου στο καινούριο κτήριο του Παιδικού Σταθμού, μέχρι να στεγαστεί τελικά στο καινούριο κτήριό του.

Β3. Γυμνάσιο Το Γυμνάσιο Μακρυχωρίου λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1980-81 ως Παράρτημα του 2ου Γυμνασίου Λάρισας με υπεύθυνο εκπαιδευτικό το Δημήτριο Αστ. Σαΐτη. Ως αυτοτελές Γυμνάσιο ιδρύθηκε το 1981 και λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1981-82. Στις 19.8.1981 ανέλαβε υπηρεσία ο πρώτος Δ/ντής του Γυμνασίου Αγγελάκης Μαρινέλης. Στεγάστηκε και λειτούργησε στις έξι αίθουσες του Δημοτικού σχολείου σε καθημερινή απογευματινή βάρδια μέχρι το τέλος του έτους 1992. Από το 1993 στεγάζεται στο νεόδμητο διδακτήριο του Γυμνασίου και λειτουργεί σε πρωινό ωράριο. Η τελετή των εγκαινίων έγινε στις 30.10.1992. Το διδακτήριο αυτό κατασκευάστηκε με κρατικές κυρίως δαπάνες σε κοινοτικό οικόπεδο. Στις δαπάνες συμμετείχε και η Κοινότητα Μακρυχωρίου, η οποία, για να επισπεύσει την κατασκευή του, υπόγραψε σχετική σύμβαση με τη Νομαρχία Λάρισας αναλαμβάνοντας οικονομική συμμετοχή δέκα εκατομμυρίων δραχμών. Από το σχολικό έτος 1992-93 λειτουργούν προσαρτημένες στο Γυμνάσιο και Λυκειακές Τάξεις. Το 1992-93 λειτούργησε η Α’, το 1993-94 η Β’ και το 1994-95 η Γ’ τάξη Λυκείου. Στο Γυμνάσιο και τις Λυκειακές τάξεις Μακρυχωρίου φοίτησαν αρχικά οι μαθητές του Μακρυχωρίου, της Γυρτώνης, του Ευαγγελισμού και του Παραποτάμου. Το σχολικό έτος 2000-2001 φοίτησαν και μερικοί μαθητές από την Ελάτεια, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε από το επόμενο έτος, όταν ο Δήμος Μακρυχωρίου προμηθεύτηκε μαθητικό λεωφορείο για τη μεταφορά των μαθητών από όλους τους οικισμούς του. Οι εκπαιδευτικοί που υπηρέτησαν ως Δ/ντές στο Γυμνάσιο ήταν κατά σειρά οι: Αγγελάκης Μαρινέλης από 19.8.1981, Βασίλειος Καραδούκας από 2.9.1985, Κωνσταντίνος Παπακώστας από 1.9.1986, Θωμάς Τσέτσιλας από 1.9.1992, Χρήστος Σαΐτης από 8.2.1995, Δημήτριος Γκούθας από 5.10.2010 και η τωρινή Διευθύντρια Αικατερίνη Καμπούρη, που ανέλαβε υπηρεσία στις 17.8.2011.


100

Β4. Παιδικός Σταθμός Ο Παιδικός Σταθμός ιδρύθηκε το 1986 ως Κρατικός Παιδικός Σταθμός Μακρυχωρίου, με το Π.Δ. 160/16.4.1986 (ΦΕΚ 61/8.5.1986). Η Κοινότητα με τη 17/10.3.1987 απόφαση του Κ.Σ. παραχώρησε στο Δημόσιο για διαρκή χρήση τον κάτω όροφο του νεόδμητου κοινοτικού καταστήματος, του τωρινού Δημαρχείου. Με δαπάνη του Δημοσίου ο όροφος αυτός ολοκληρώθηκε οικοδομικά, διαμορφώθηκε και εξοπλίστηκε, ώστε να λειτουργήσει ως παιδικός σταθμός. Ωστόσο ο Σταθμός επί πολλά χρόνια δε λειτουργούσε. Οριζόταν αρμοδίως Διοίκηση, από το Κοινοτικό Συμβούλιο και τη Δ/νση Πρόνοιας της Νομαρχίας, υπήρχε διορισμένη εκπαιδευτικός, που υπηρετούσε όμως με απόσπαση σε άλλον Παιδικό Σταθμό, αλλά δεν υπήρχε βοηθητικό-τεχνικό προσωπικό(καθαρίστρια και μαγείρισσα). Με σχετικό Νόμο είχαν απαγορευτεί επί πολλά χρόνια οι προσλήψεις υπαλλήλων στο Δημόσιο εκτός από εκπαιδευτικούς. Ο Παιδικός Σταθμός άρχισε να λειτουργεί από το έτος 1997, αφού μετά το 1995 επιτράπηκαν οι προσλήψεις βοηθητικού προσωπικού. Αργότερα, το 2000, η Πολιτεία αποφάσισε να περιέλθουν οι Παιδικοί Σταθμοί στους Δήμους ή, αν τα Δημοτικά Συμβούλια αποφασίσουν αρνητικά, να σταματήσουν να λειτουργούν. Έτσι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να «πάρει» τον Κρατικό Παιδικό Σταθμό και να τον λειτουργήσει ως Δημοτικό Παιδικό Σταθμό Μακρυχωρίου. Με τη μορφή αυτή λειτουργεί μέχρι τώρα (2012). Από το 2006 ο Σταθμός λειτουργεί στο καινούριο κτήριο, στον κεντρικό δρόμο νότια του διδακτηρίου του Γυμνασίου. Από την έναρξη της λειτουργίας του Παιδικού Σταθμού, στις αρχές του 1997, και μέχρι το Μάιο του 1998 τη θέση της Προϊσταμένης είχε η Βασιλική Σιδέρη. Τη διαδέχτηκε η Κρυσταλία Μήτσιου μέχρι το Σεπτέμβριο του 2000 και έκτοτε τη θέση αυτή κατέχει η Παναγιώτα Παπαγιώτα.

Γ. ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΓΙΑΤΡΟΙ Και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κατοίκων ανήκε, όπως η λειτουργία του σχολείου, στις υποχρεώσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και επί Δήμου Νέσσωνος (1883-1914) και επί Κοινότητας Μακρυχωρίου, από το 1914 μέχρι το 1955 περίπου. Οι γιατροί προσλαμβάνονταν και απολύονταν από το Δήμο ή την Κοινότητα και πληρώνονταν από το Ταμείο τους ή και από τους κατοίκους. Οι γιατροί είχαν την υποχρέωση να δέχονται βέβαια τους ασθενείς στο «ιατρείο» τους, δηλαδή σε ένα χώρο του σπιτιού τους, αλλά και να τους επισκέπτονται, όταν ήταν αναγκαίο, στα σπίτια τους, να τους εξετάζουν, να τους συστήνουν την κατάλληλη αγωγή και να τους χορηγούν


101

δωρεάν και τα απαραίτητα, τα στοιχειώδη, φάρμακα. Στην απόφαση διορισμού του γιατρού αναγραφόταν αν η υποχρέωσή του γιατρού για «πλήρη» περίθαλψη αφορούσε όλους τους κατοίκους ή μόνο τους οικονομικά αδύναμους, των οποίων ο αριθμός και το όνομα κατά οικογένεια αναγράφονταν στη σχετική απόφαση. Στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την παρουσία γιατρών και με το διορισμό τους στην περιοχή του Δήμου και ειδικότερα στο Μακρυχώρι. Στις αρχές του 1895, μετά από επιδημία διφθερίτιδας που, ως φαίνεται, είχε παρουσιαστεί σε περιοχές της Επαρχίας Λάρισας, υποβλήθηκε στο Δήμο αίτηση «περί χορηγήσεως πιστώσεως δρχ. 200 ……. δι’ αμοιβήν και οδοιπορικά έξοδα του ιατρού Γ. Γρυπάρη επισκεψαμένου τους εκ της νόσου διφθερίτιδος πάσχοντας». Το Δ.Σ. με την 298/16.2.1895 απόφασή του «απορρίπτει ομοφώνως την ζητουμένην πίστωσιν, καθόσον ούτε νόσος διφθερίτις ανεφάνη εν τω δήμω μας, ούτε ο ειρημένος ιατρός περιήλθεν τον δήμον μας, καθ’ όσον εν αυτώ επικρατεί άκρα υγεία, υπάρχουσιν δε και δυο επιστήμονες ιατροί μεμορφωμένοι και δυνάμενοι να προλάβωσιν την διάδοσιν της νόσου ταύτης, άλλως τε ο Δήμος μας δεν υποχρεούται εις την όλως άσκοπον και μάταιαν ταύτην δαπάνην προκειμένου να εξυπηρετηθώσιν άτομα και ουχί να βελτιωθή η υγεία των κατοίκων του Δήμου μας». Και το 1904 το Δ.Σ. με την 583/17.9.1904 απόφασή του εγκρίνει πίστωση 650 δρχ. «προς αγοράν 500 σωληναρίων δαμαλίτιδος προς αναδαμαλισμόν των κατοίκων του Δήμου και αποζημίωσιν των εμβολιαστών». Ειδικά για το Μακρυχώρι το Δ.Σ. Νέσσωνος στις 15.7.1907 «εγκρίνει αίτησιν της ολομελείας των κατοίκων της Κοινότητος Μακρυχωρίου περί διαθέσεως δρχ. 2.400, εκ βοσκών του λιβαδίου Ραχμάν προερχομένων, δι’ αντιμισθίαν του κοινοτικού ιατρού Θεοδ. Σταυροπούλου από 15ης Αυγούστου 1907 μέχρι 15ης Αυγούστου 1908, όπως επισκέπτεται δωρεάν και χορηγεί φάρμακα δωρεάν εις άπαντα τα μέλη της Κοινότητος». Πριν από το Σταυρόπουλο γιατροί στο Μακρυχώρι ήταν ο Αθανάσιος Ιωαννίδης και ο Παύλος Πατσούκας, που διέμενε μαζί με το δάσκαλο Μιχαήλ Μίσιο στο οίκημα της εκκλησίας στην πλατεία του χωριού, όπως προκύπτει από απόφαση του Δ.Σ. που προαναφέραμε. (βλέπε σελ. 77) Και στις 26.2.1910 το Δ.Σ. «εγκρίνει όπως διατεθή η διά της αιτήσεως των κατοίκων της Κοινότητος Μακρυχωρίου ζητουμένη πίστωσις των δρχ. 2.000, εκ βοσκών προερχομένων, προς πληρωμήν εις τον ιατρόν Κίμωνα Αστερίου Ζάζαν δι’ αμοιβήν των επισκέψεων ας θέλει παρέχη δωρεάν εις τους κατοίκους Μακρυχωρίου επί εν έτος». Προς το τέλος του 1910 προσλαμβάνεται και υπηρετεί για λίγους μήνες ο γιατρός Φίλιππος Μακρής και το φθινόπωρο του 1911 επαναπροσλαμβάνεται ο Παύλος Πατσούκας, ο οποίος υπηρετεί μέχρι και το


102

1914. Στις αρχές του 1915 προσλαμβάνεται πάλι ο Θεόδωρος Σταυρόπουλος, ο οποίος υπηρετεί αυτή τη φορά μέχρι και το 1923, εκτός από μια σύντομη ενδιάμεση θητεία του γιατρού Νικολάου Οικονόμου. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου στις 22.4.1915 «εγκρίνει ίνα προσαυξηθεί η αντιμισθία του ενταύθα κοινοτικού ιατρού Θεοδώρου Σταυροπούλου εκ δρχ. 150 εις δραχμάς διακοσίας (200) μηνιαίως από 1.1.1915 μέχρι 31.12.1915, υπό τον όρον της υποχρεωτικής μεταβάσεως αυτού εκάστην ημέραν Δευτέραν της εβδομάδος εις το χωρίον Μπάκραινα, προς επίκεψιν και των τυχόν αυτόθι ασθενών». Μετά την παραίτηση Σταυρόπουλου το Κ.Σ. στις 10.2.1924 «διορίζει από 1.2.24 ως έμμισθον ιατρόν της Κοινότητος τον κ. Σωτήριον Νικολάου Θώδην, κάτοικον Καλαμπάκας, εις αντικατάστασιν του αυτογνωμόνως εγκαταλιπόντος την θέσιν του ιατρού Θεοδ. Σταυροπούλου». Στη συνέχεια επισημαίνει ότι υπάρχει «άμεσος ανάγκη όπως πληρωθή η θέσις…… τούτο μεν λόγω της νοσηρότητος του τόπου μας (αρκεί να σημειωθή ότι κατά την τελευταίαν τριμηνίαν του έτους 1923 απεβίωσαν ενταύθα εκ διαφόρων νόσων υπέρ τα πεντήκοντα άτομα) τούτο δε ίνα παρασχεθή η δωρεάν παροχή της ιατρικής περιθάλψεως τόσον εις τους απόρους της κοινότητος, οίτινες αποτελούν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, όσον και εις τους εδώ καταφυγόντας πρόσφυγας ομογενείς εκ Μικράς Ασίας». Ο Θώδης υπηρέτησε μέχρι την άνοιξη του 1927. Τον αντικατέστησε ο Χρ. Καράτζος, που υπηρέτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1928. Το φθινόπωρο του 1928 διορίζεται ο γιατρός Γεώργιος Χρ. Φλυτζάνης για μερικούς μήνες. Το Μάιο του 1929 διορίζεται ο Φώτιος Καλογιάννης για ένα χρόνο περίπου. Ωστόσο το Νοέμβριο του 1929 γιατρός είναι ο Βασίλειος Τζούκας. Τότε υπάρχει και «Κοινοτικόν Υγειονομικόν Συμβούλιον» με πρόεδρο το γιατρό Βασ. Τζούκα και μέλη τους Επαμ. Γιαννακόπουλο, Γεώρ. Θ. Μπούτο, Χρίστο Ρίζο και Ιωάννη Τσέτσιλα. Από το καλοκαίρι του 1930 προσλαμβάνεται ο Θεοφάνης Καρώνης, ο οποίος υπηρετεί μέχρι το τέλος του 1933. Τον Απρίλιο του 1934 και για μερικούς μήνες γιατρός στο Μακρυχώρι είναι ο Σωτήριος Ζησόπουλος. Το Νοέμβριο του 1934, μετά την παραίτηση του Ζησόπουλου, διορίζεται ο Πρίαμος Ρούφος, που υπηρετεί μέχρι το 1938. Στις 3 Απριλίου του 1939 διορίζεται ο γιατρός Δημήτριος Μπράχος, που καταγόταν από τα Αμπελάκια. Ο Μπράχος υπηρέτησε στο Μακρυχώρι από το 1939 μέχρι και το 1968. Τα πρώτα 15 χρόνια υπηρετεί ως κοινοτικός γιατρός. Αμείβεται, σύμφωνα με τις αποφάσεις του διορισμού του, από την Κοινότητα ή από τους κατοίκους. Οπωσδήποτε αναλάμβανε την υποχρέωση να «βλέπει» δωρεάν ορισμένες οικονομικά αδύναμες οικογένειες. Όσοι δημότες πλήρωναν το γιατρό τον πλήρωναν μια φορά το χρόνο και σχεδόν


103

όλοι σε είδος με ειδική συμφωνία, που λεγόταν κοντότα1. Όταν π.χ. αλώνιζαν το καλοκαίρι και μάζευαν το σιτάρι, οι συμβεβλημένοι με το γιατρό του έδιναν μια ποσότητα σιταριού ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας που είχαν. Από το 1955 περίπου, που ιδρύονται από την Πολιτεία τα Αγροτικά Ιατρεία, μέχρι το τέλος της θητείας του ο Μπράχος υπηρετεί στο Μακρυχώρι ως δημόσιος αγροτικός γιατρός. Ο γιατρός Δημήτριος Μπράχος στην τριαντάχρονη θητεία του στο Μακρυχώρι διέμενε οικογενειακώς στο Μακρυχώρι μέχρι το θάνατό του (1969), ενσωματώθηκε στην κοινότητα των Μακρυχωριτών, έγινε δημότης Μακρυχωρίου και, λόγω της πολύχρονης θητείας του, της επιστημονικής του κατάρτισης και της ιατρικής αντίληψης και πρακτικής που τον χαρακτήριζαν, άφησε, πιστεύω σε όλους τους Μακρυχωρίτες που τον γνώρισαν, πολύ θετική εντύπωση.

Ο γιατρός Δημήτριος Μπράχος Το Αγροτικό Ιατρείο Μακρυχωρίου στεγαζόταν για πολλά χρόνια σε μισθωμένα ιδιωτικά οικήματα. Πάντως η Κοινότητα Μακρυχωρίου ήδη από το 1958 αποφάσισε τη δωρεάν παραχώρηση οικοπέδου για ανέγερση ιατρείου. Ωστόσο μόλις λίγο πριν από το 1990 το ιατρείο στεγάστηκε σε χώρο του κοινοτικού καταστήματος, του σημερινού Δημαρχείου. Μόλις πρόσφατα, το 2011, το ιατρείο εγκαταστάθηκε, οριστικά πλέον, στη νεόδμητη οικοδομή, που κατασκευάστηκε για το σκοπό αυτό την τελευταία περίοδο της λειτουργίας του Δήμου Μακρυχωρίου.

Λόγω έλλειψης χρημάτων με κοντότα πληρώνονταν και άλλοι επαγγελματίες, όπως ο μπακάλης, ο κουρέας, ο χαλκιάς, ο πεταλωτής κ. ά. 1


104

Στο Αγροτικό Ιατρείο Μακρυχωρίου υπηρέτησαν κατά καιρούς, εκτός από το γιατρό, και αγροτική μαία και νοσηλευτικό προσωπικό. Μετά την αποχώρηση του Δημ. Μπράχου πολλοί γιατροί υπηρέτησαν στο Μακρυχώρι, τα ονόματα των οποίων δεν έκρινα απαραίτητο να βρω και να αναφέρω. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, που λειτούργησαν τα Κέντρα Υγείας, το Μακρυχώρι «καλύπτεται» υγειονομικά και από το Κέντρο Υγείας Γόννων. Παράλληλα βέβαια με τους επιστήμονες γιατρούς και την επίσημη ιατρική υπήρχε, κυρίως μέχρι και τη δεκαετία του 1950, όπως παντού στην Ελλάδα, και στο Μακρυχώρι η εμπειρική ιατρική και οι εμπειροτέχνες γιατροί, οι λεγόμενοι πρακτικοί. Ποικίλες πρακτικές φαρμακευτικές συνταγές ήταν σε ευρεία και συνήθως αποτελεσματική χρήση και μάλιστα πολλές φορές και με τη συγκατάθεση του επιστήμονα γιατρού. Ο ζωμός από βρασμένα φύλλα, λουλούδια, φλούδες, ρίζες και καρπούς φυτών· η εντριβή του σώματος με οινόπνευμα, τσίπουρο ή πετρέλαιο, το πόντσι1, το γιακύ2, οι βεντούζες με ποτήρια στην πλάτη, κοφτές ή «κούφιες»· οι αλοιφές με τοματοπελτέ ή με ψημένο κρεμμύδι και ξύσμα σαπουνιού ή λάδι· η τοποθέτηση στο μέρος της κοιλιάς ζεσταμένης κεραμίδας· η απορρόφηση (αφαίμαξη) με βδέλλες του «σκοτωμένου» αίματος από πάσχοντα μέρη του σώματος· αυτά και άλλα τέτοια αποτελούσαν την πρακτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αλλά και πρακτικοί χειρούργοι υπήρχαν, κυρίως στη μαιευτική και στην ορθοπαιδική. Οι γυναίκες του χωριού μέχρι και το 1960 περίπου γεννούσαν στο σπίτι τους με τη βοήθεια πρακτικής μαμμής. Οι βασικές μαμμές ήταν, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η Σταθάκαινα, σύζυγος Ευσταθίου Νίτσικα, και αργότερα η κυρά Γιώτα, το γένος Σουμπενιώτη, σύζυγος Αθανασίου Δημητρίου, και η Φραγκίτσα, σύζυγος Νικολάου Δαρδακούλη, η Δαρδακούλαινα. Και όσοι μέχρι την ίδια περίοδο πάθαιναν κάταγμα στα χέρια ή στα πόδια κατέφευγαν στον πρακτικό ορθοπαιδικό, στο Νικόλαο (Κολιό) Δημ. Ζιώγα, παλιότερα, ή στο Μιλτιάδη (Μέλτο) Λιούπα και Θωμά Ν. Ζιώγα, αργότερα. Και για θεωρούμενα ελαφρότερα ορθοπαιδικά περιστατικά, όπως στραμπούληγμα (διάστρεμμα), μεσόκομμα κ.ά. κατέφευγαν στον πρακτικό μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Δημήτριος Σακαβίτσης είχε στήσει το «ιατρείο» του, για τέτοια αλλά και σοβαρότερα περιστατικά, εκτός από το σπίτι του και στα καφενεία του χωριού. Εκτός από αυτούς υπήρχαν, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, και χειρούργοι οδοντίατροι. Ο Ιωάννης Αχ. Μυλωνάς, ο επονομαζόμενος και Πόντσι: αφέψημα από ελαφρά βρασμένο τσίπουρο μαζί με ζάχαρη. Γιακύ (το υ προφέρεται ανάμεσα στο ι και στο ου): κατάπλασμα από χτυπημένο ασπράδι αβγού, τσίπουρο και σινάπι. 1 2


105

Καρνάβας, έβγαζε, χωρίς βέβαια κανενός είδους νάρκωση, τα χαλασμένα δόντια των χωριανών με ειδική τανάλια (οδοντάγρα). Την «τέχνη» αυτή την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Αχιλλέα Μυλωνά, ο οποίος την ασκούσε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αλλά και άλλες πρακτικές, μαγικού κυρίως χαρακτήρα, όπως το σαράντισμα ή ξεμάτιασμα κατά της βασκανίας και το μέτρημα με τις πιθαμές σε περίπτωση μυοσκελετικών παθήσεων ήταν πολύ συνηθισμένες, χωρίς ωστόσο να έχουν εκλείψει ακόμη εντελώς. Σημειώνω τέλος και την περίπτωση της Ευαγγελίας Δικέλη, της Δικέλαινας ή Βαγγελιώς, που είχε μάθει από το σύζυγό της Δικέλη ένα ενέσιμο παρασκεύασμα για το δάγκωμα της οχιάς. Το φάρμακο αυτό το χρησιμοποίησε πολλές φορές αποτελεσματικά.

Δ. ΥΔΡΕΥΣΗ Η ανεπάρκεια νερού στον οικισμό Μακρυχωρίου ήταν ανέκαθεν σοβαρό πρόβλημα για τους κατοίκους του. Το πρόβλημα αυτό έγινε εμφανέστερο και εντονότερο περί το 1910, όταν ο πληθυσμός του είχε υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια και είχε ξεπεράσει τους χίλιους κατοίκους. Ο ορεινός όγκος της Καρακόπετρας (το Έρημον όρος) παρείχε ελάχιστη ποσότητα νερού και μόνο τους χειμερινούς μήνες. Στα χαμηλά της λεκάνης του Μακρυχωρίου υπήρχε ροή αρκετού νερού, αλλά ήταν πολύ δύσκολη έως αδύνατη η μεταφορά της απαραίτητης ποσότητας στον οικισμό. Έτσι η ύδρευση των κατοίκων και των οικόσιτων ζώων ήταν ανεπαρκής και η δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας της ζωής τους και ανάπτυξης του οικισμού πολύ περιορισμένη. Ας παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, κατά το δυνατόν συνοπτικά, την εξέλιξη του θέματος αυτού. Βασική πηγή ύδρευσης του Μακρυχωρίου, και επί τουρκοκρατίας και μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα, ήταν το νερό μιας πηγής- βρύσης που βρισκόταν χίλια μέτρα περίπου ανατολικά του οικισμού, τριάντα περίπου μέτρα βόρεια του τωρινού καταστήματος Αντλιοστάσιο και κοντά στο τωρινό επίχωμα της σιδηροδρομικής γραμμής. Η πηγή αυτή είχε εντοιχιστεί σε πέτρινη κατασκευή και το νερό της είχε διοχετευθεί σε πέντε στόμια (κανάλια), που έβγαιναν στην πρόσοψη του τοίχου και έχυναν το νερό σε ορθογώνια υποδοχή (λεκάνη, κοπάνα), που είχε κατά τμήματα μαρμάρινη και πέτρινη επένδυση. Ο εντοιχισμός της πηγής αυτής είχε γίνει προφανώς κατά την τουρκοκρατία, καθώς στην πρόσοψη του τοίχου υπήρχε ενσωματωμένη πλάκα με τούρκικη επιγραφή. Η πλάκα αυτή αφαιρέθηκε περί το 1980, άγνωστο από ποιούς και γιατί, όταν ακόμα λειτουργούσε η πηγή. Το νερό αυτό ερχόταν από νοτιοανατολική κατεύθυνση, από την περιοχή Βερνέρ ή την


106

περιοχή Αρμάνια. Μάλιστα λίγο μετά το 1990, στα πλαίσια κατασκευής του επιχώματος του Ο.Σ.Ε., είχε αποκαλυφθεί στο μέρος της γέφυρας της σιδηροδρομικής γραμμής, τμήμα του αγωγού του νερού αυτού, κεραμικής κατασκευής, που ερχόταν από την κατεύθυνση αυτή.

Η Βρύση του χωριού. (φωτογραφία και σχόλια Γιάννη Κ. Παλάτου). Στο βάθος διακρίνεται η οικοδομή του αντλιοστασίου.

Η πρώτη δεξαμενή του νερού που από το 1976 δε λειτουργεί.


107

Αυτή ήταν η Βρύση του Μακρυχωρίου ή, λόγω των πέντε καναλιών, οι βρύσες του Μακρυχωρίου, όπως αναφέρουν κάποιοι περιηγητές της περιοχής στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Με το νερό της βρύσης αυτής μεγάλωσαν γενιές Μακρυχωριτών, αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό μέχρι το 1930 περίπου και εκ περιτροπής μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Αυτό το νερό έπιναν, μ’ αυτό μαγείρευαν και μ’ αυτό έπλεναν το σώμα τους και, αν έφτανε, και τα ρούχα τους. Η μεταφορά του νερού ήταν δύσκολη, κοπιαστική και απαιτούσε πολύ χρόνο. Άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, ανεβοκατέβαιναν όλη μέρα και κάθε μέρα κουβαλώντας το νερό με διάφορα δοχεία, ξύλινα βαρέλια, μεταλλικά δοχεία, στάμνες κ.ά., φορτωμένα σε σαμαρωμένα ζώα ή σε κάρα. Έτσι η Βρύση αυτή είχε γίνει και κέντρο κοινωνικών επαφών των κατοίκων. Συχνά εκεί υπήρχε συνωστισμός, ανθρώπων, ζώων και δοχείων, και δημιουργούνταν φραστικοί διαπληκτισμοί μεταξύ των κατοίκων, έσπαζαν στάμνες και άλλα δοχεία. Πολλές φορές εκεί οι άνδρες συζητούσαν τα εργασιακά και οικονομικά τους προβλήματα, εκεί οι κοπέλες και τα αγόρια αντάλλασσαν τα βλέμματά τους αλληλοκρυφοκοιτάζοντας, εκεί άρχιζαν τα προξενιά, εκεί το κουτσομπολιό «έδινε και έπαιρνε». Από τέτοια περιστατικά εμπνεύστηκε η λαϊκή μούσα στίχους, όπως «μη μαλώνεις, καλέ μάνα, πού ’σπασα καινούρια στάμνα» ή «η βαρέλα ήταν βαριά, μου τη ρίξαν τα παιδιά» κ.ά.· και σε τέτοιες πηγές και βρύσες, μόλις νύχτωνε, έβγαιναν, λέει, και λούζονταν οι νεράιδες. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν κατασκευαζόταν η σιδηροδρομική γραμμή, η Βρύση γκρεμίστηκε και επιχωματώθηκε, αφού προ δεκαετίας περίπου είχε πάψει να βγάζει νερό και να λειτουργεί. Ασφαλώς μια προσπάθεια αποκάλυψης και αναστήλωσης της Βρύσης δε θα ήταν καθόλου άσκοπη, έστω και τώρα. Εκτός από τη βασική αυτή πηγή ύδρευσης οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν συμπληρωματικά και άλλες «πηγές», άλλους τρόπους να προμηθεύονται νερό για άλλες χρήσεις, όπως το πλύσιμο των ρούχων, το πότισμα των ζώων ή και των φυτών που τυχόν υπήρχαν στην αυλή τους. Στην περιοχή της Βρύσης κατέληγαν και άλλα υπόγεια νερά, άλλες «φλέβες» νερού, που στο μέρος εκείνο η στάθμη τους έφτανε σχεδόν στην επιφάνεια, κυρίως στη συμβολή δύο χειμάρρων που «κατεβαίνουν» από την Καρακόπετρα και καταλήγουν εκεί. Ποσότητες από τα νερά αυτά διοχετεύονταν σε κατασκευασμένες στενόμακρες ποτίστρες ζώων, τις λεγόμενες κοπάνες. Τα νερά που περίσσευαν και υπερχείλιζαν από τη Βρύση του χωριού και από τις κοπάνες κατέληγαν στο χείμαρρο Καλάμτσια, αφού προηγουμένως στην πορεία τους πότιζαν τους λαχανόκηπους της περιοχής, η οποία ονομαζόταν για το λόγο αυτό μπαχτσέδες ή μπαχτσέδια.


108

Εξάλλου τους χειμερινούς μήνες χρησιμοποιούσαν και μάζευαν σε μεγάλα πήλινα ή ξύλινα δοχεία το νερό που «κατέβαζαν» οι χείμαρροι (ρέματα) της Καρακόπετρας ή «κρατούσαν» σε μικρές φυσικές λακκούβες (μπάρες). Ειδικά για το πότισμα των ζώων, των μεμονωμένων και των κοπαδιών, έφκιαναν ομβροδεξαμενές (μπάρες), και μέσα στον οικισμό και περιφερειακά του οικισμού, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά των βροχών. Τέτοιες μπάρες με βρόχινο νερό ήταν, μέχρι το 1940 περίπου, το ανατολικό μέρος της κεντρικής πλατείας του χωριού και, για κάποια ακόμα χρόνια αργότερα, ο χώρος του τωρινού Δημαρχείου. Επίσης έξω από τον οικισμό, στα χαμηλά της λεκάνης του Μακρυχωρίου, υπήρχαν και μερικά πηγάδια, το νερό των οποίων χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί, όταν πήγαιναν στα χωράφια τους, για να πίνουν αυτοί και τα ζώα τους ή και για να μεταφέρουν ενδεχομένως κάποιες ποσότητες επιστρέφοντας στο σπίτι τους. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 σώζονταν, χωρίς όμως να λειτουργούν, το πηγάδι στο μεριά της Παναγίας, λίγο προτού ο δρόμος προς τις Αλπότρυπες συναντήσει την Καλάμτσια, το πηγάδι στη θέση Γκιντίκι, στο δρόμο προς το Παλιοκλήσι, και του Λάμπρου το πηγάδι, προς την τοποθεσία Μαυρόια, που λειτουργούσε και μετά το 1950. Υπήρχε και μία βρύση, έξω από τον οικισμό, κοντά στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό Μακρυχωρίου, στο δρόμο προς την τοποθεσία Αρμάνια, η οποία είχε την οξύμωρη ονομασία Ξηρόβρυση. Η βρύση αυτή λειτουργούσε περίπου μέχρι το 1940. Αλλά και στη θέση Χαβούζι, νοτιοδυτικά και στα όρια του οικισμού, υπήρχε βρύση, που έφερε, μέχρι και τη δεκαετία του 1940, λίγο νερό από την Καρακόπετρα, κυρίως τους χειμερινούς μήνες. Τα «χοντρά ρούχα», σκεπάσματα, στρωσίδια κ.ά., τα έπλεναν, συνήθως μία φορά το χρόνο, στο ποτάμι, στην Καλάμτσια, στο νερόμυλο του Μαργκά, στο Κεφαλόβρυσο στην Αμφιθέα, σπανιότερα στις κοπάνες και στη Βρύση. Από τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτει ασφαλώς ότι η ύδρευση του Μακρυχωρίου ήταν δύσκολη, προβληματική. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού ήταν διαχρονική φροντίδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο καθαρισμός της Βρύσης του χωριού και η εκβάθυνση και ο καθαρισμός των ομβροδεξαμενών και των πηγαδιών (φρεατίων) ήταν οι συχνές και στοιχειώδεις παρεμβάσεις. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στις 14.3.1915 το Κ.Σ. «εγκρίνει πίστωσιν 200 δρχ. προς επισκευήν της κεντρικής κρήνης της Κοινότητος…… θεωρούν ότι επιτακτική ανάγκη υφίσταται, όπως γείνη γενική επισκευή της Κρήνης ταύτης, τοσούτο μάλλον καθόσον ο χρόνος επήνεγκε σημαντικάς φθοράς και εις το υδραγωγείον και πολλαχού εις τας μαρμαρίνας σκάφας αυτής, ων φθορών ένεκα υπεισέρχονται όμβρια και άλλα


109

ακάθαρτα ύδατα εις το υδραγωγείον επί προφανεί κινδύνω της υγείας των κατοίκων»· το Μάρτιο του 1917 αποφασίζει τον καθαρισμό των ομβροδεξαμενών στις θέσεις «Χάνι Νταβέλη, Ραχμάνι, άνωθεν μεγάλης Βρύσης, εντεύθεν αυλαγά Γεωργοπούλου»· στις 13.8.1917 «εγκρίνει πίστωσιν 150 δρχ. δια κάθαρσιν μπάρας» (πλατείας) και στις 8.6.1922 αποφασίζει «την επισκευήν της Ξηρόβρυσης Μακρυχωρίου». Η μόνιμη επίλυση του προβλήματος, με μεταφορά νερού μέσα στον οικισμό με φυσική ροή ή με μηχανική κίνηση, απασχολούσε το Κ.Σ. από την αρχή της λειτουργίας της Κοινότητας. Στις 16.8.1916 αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε μετάβαση αντιπροσωπίας του Κ.Σ. στα Αμπελάκια και στο Νεζερό (Καλλιπεύκη), για να εξετάσει τη δυνατότητα μεταφοράς νερού από τα μέρη αυτά. Το 1925 εξετάστηκε η δυνατότητα -ζητήθηκε μάλιστα και η σύνταξη σχετικής μελέτης- μεταφοράς νερού με φυσική ροή από το Ραχμάνι «εις τον χαμηλότερον οικοδομηθησόμενον νέον συνοικισμόν», καθώς την προσπάθεια αυτή συνόδευε και πρόταση του Κ.Σ. για μετατόπιση ολόκληρου του οικισμού νοτιότερα. Τελικά το Σεπτέμβριο του 1928 αποφασίστηκε και ανατέθηκε σε εργολάβο η κατασκευή του δικτύου ύδρευσης του Μακρυχωρίου. Το έργο αυτό προέβλεπε τη μεταφορά πόσιμου νερού από τα νερά που κατέληγαν στην περιοχή της Βρύσης μέσα στον οικισμό και περιλάμβανε δημιουργία δεξαμενής ή δεξαμενών (υδρομάστευση), κατασκευή οικοδομής αντλιοστασίου, μηχανικό εξοπλισμό του αντλιοστασίου, κατασκευή κεντρικού αγωγού μεταφοράς του νερού και δεξαμενής του νερού στο επάνω μέρος του χωριού και κατασκευή αγωγού μεταφοράς του νερού και δικτύου διανομής του μέσα στο χωριό. Παραθέτω απόσπασμα της απόφασης ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου. «Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Μακρυχωρίου, συγκείμενον εκ του Προέδρου αυτού Ιωάννου Τσέτσιλα και των μελών Μιχ. Σαμολαδά, Αθαν. Κυρίτση, Χαρ. Γεωργοπούλου, Γεωργίου Θ. Μπούτου και Θωμά Ζησοπούλου, απάντων παρόντων πλην του Χαρ. Γεωργοπούλου, απόντος ένεκα ασθενείας, συνεδριάσαν εν τω κοινοτικώ αυτού Καταστήματι σήμερον την 15ην του μηνός Σεπτεμβρίου 1928 έτους, ημέραν Σάββατον….. ίνα συσκεφθή και αποφανθή περί αναθέσεως της εκτελέσεως του έργου υδρεύσεως της Κοινότητος ημών εις εργολάβον…. λαβόν υπόψει…… Αποφαίνεται παμψηφεί . Εγκρίνει την ανάληψιν της εκτελέσεως της υδρεύσεως Μακρυχωρίου επ’ ονόματι του μηχανικού-εργολάβου Δ΄ τάξεως Κωνσταντίνου Αργυροπούλου, συμφώνως προς την υπό των μηχανικών Σ. Πρωτοσυγκέλου και Θ. Σακελλαρίου εκπονηθείσαν μελέτην και υπό τους εξής προσθέτους όρους. Α΄….., Β΄ Η Κοινότης Μακρυχωρίου υποχρεούται να παράσχη ως εγγύησιν προς ασφάλισιν του εργολάβου, πλην των μετρητών και λοιπών τίτλων, των εν τω Ταμείω αυτής κατατεθειμένων, άπαντα τα


110

μισθώματα των εκμισθωμένων λιβαδίων αυτής, ως και των εκμισθωθησομένων τοιούτων….., εν ανάγκη δε υποχρεούται ίνα εν καιρώ συνάψη ανάλογον δάνειον, είτε μετά του εργολάβου είτε μετά της Εθνικής Τραπέζης προς συμπλήρωσιν της δαπάνης της υδρεύσεως, επί νομίμω δε τόκω, Γ΄, Δ΄, Ε΄… Εφ’ ω εγένετο η παρούσα πράξις, ήτις και υπογράφεται ως έπεται, δημοσιευθείσα παραχρήμα. Ο Πρόεδρος

Τα μέλη».

Το έργο αυτό, έργο πολύ μεγάλο για την Κοινότητα την εποχή εκείνη, κατασκευάστηκε σταδιακά και ολοκληρώθηκε μετά το 1930. Τότε λοιπόν κατασκευάστηκε, εκτός από το δίκτυο μεταφοράς του νερού, και η οικοδομή του αντλιοστασίου (μηχανοστάσιο), που υπάρχει ακόμα και, διασκευασμένη, λειτούργησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με εκμίσθωση ως κατάστημα οικογενειακού κέντρου. Από το 2018, μετά από νέα διασκευή, λειτουργεί πλέον ως αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου. Κατασκευάστηκε επίσης και η δεξαμενή του νερού, που σώζεται ακόμη, χωρίς να λειτουργεί, στη δυτική πλευρά του χωριού στο δρόμο προς το νεκροταφείο. Η δαπάνη του έργου καλύφθηκε με τα ενοίκια των βοσκότοπων και με δάνεια που σύναψε η Κοινότητα. Η αποπληρωμή του έργου κράτησε δέκα χρόνια περίπου. Το Σεπτέμβριο του 1938 η Κοινότητα πληρώνει ακόμη χρέη ύδρευσης. Η λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της ύδρευσης ήταν ασφαλώς ριζική. Το νερό ήρθε μέσα στο χωριό και μεταφερόταν στα σπίτια με τα χέρια σε δοχεία από απόσταση το πολύ 100 μέτρων από τις βρύσες, που είχαν κατασκευαστεί σε 15 περίπου σημεία του οικισμού. Και οι κάτοικοι πίστευαν ότι θα είναι και οριστική και πλήρης. Ωστόσο από την αρχή της λειτουργίας του νέου δικτύου εμφανίστηκαν πάλι προβλήματα. Η εύκολη μεταφορά του νερού στο σπίτι έφερε περισσότερη κατανάλωση. Στις αυλές φυτεύονταν περισσότερα λουλούδια, κάπου-κάπου και κάποια δέντρα, στα οικόπεδα και στους αυλαγάδες καλλιεργούσαν οι κάτοικοι λαχανόκηπους (μπαχτσέδες). Έτσι το διαθέσιμο νερό της πηγής άντλησης δεν επαρκούσε, ώστε να τροφοδοτεί διαρκώς το δίκτυο, και η παροχή νερού στις βρύσες δεν ήταν διαρκής, αλλά γινόταν εκ περιτροπής, συνήθως κάποιες ώρες το πρωί και κάποιες αργά το απόγευμα. Ενδεικτική είναι απόφαση του Κ.Σ. το καλοκαίρι του 1938, με την οποία απαγορεύει το πότισμα των κήπων με αυλάκια και το επιτρέπει μόνο με τενεκέδες και κουβάδες. Η ώρα παροχής του νερού, «όταν ερχόταν το νερό στις βρύσες», ήταν σημαντικό γεγονός. Τα μικρά παιδιά φώναζαν ρυθμικά στους δρόμους «ε


111

χωριανοί – ήρθε το νερό – πάρτε χαμπέρι – κόκκινο πιπέρι» και γυναίκες και παιδιά συνωστίζονταν στη βρύση της γειτονιάς, για να πάρουν σειρά να γεμίσουν τα δοχεία τους, στάμνες, κουβάδες, τενεκέδες κ.ά. Ο συνωστισμός αυτός προκαλούσε πολλές φορές, όταν παραβιαζόταν η σειρά τους, μικροπαρεξηγήσεις και φραστικούς διαπληκτισμούς μεταξύ των γυναικών. Και η κατάσταση χειροτέρευε, όταν στη βρύση έρχονταν κάτοικοι να ποτίσουν και τα ζώα τους, άλογα, γαϊδούρια κ.ά., στην πέτρινη ή μαρμάρινη λεκάνη (κοπάνα), που υπήρχε μπροστά στη βρύση. Τότε ο συνωστισμός, ανθρώπων και ζώων, γινόταν μεγαλύτερος και πιο «επικίνδυνος». Αλλά οι διακοπές του νερού δεν ήταν μόνο τακτικές· υπήρχαν και οι έκτακτες, όταν υπήρχε βλάβη στις μηχανές του αντλιοστασίου, στο δίκτυο ή στη δεξαμενή. Και οι διακοπές αυτές διαρκούσαν καμιά φορά περισσότερο, μπορεί και μερικές ημέρες. Τη δεκαετία μάλιστα του 1940 υπήρξαν, για διάφορους λόγους, και μακροχρόνιες διακοπές. Τότε άρχιζε πάλι το κουβάλημα του νερού από τη Βρύση. Άνθρωποι και ζώα, μετά το 1960 και αγροτικά μηχανήματα, ανεβοκατέβαιναν, για να μεταφέρουν με δοχεία νερό από τη Βρύση. Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι το 1976. Στο διάστημα αυτό έγιναν προσπάθειες να βελτιωθεί η κατάσταση, κυρίως για να αυξηθεί η ποσότητα του νερού, μερικές από τις οποίες ήταν αποτελεσματικές. Μετά τη δύσκολη δεκαετία του 1940, το 1953 το Κ.Σ. αποφάσισε να εξετάσει πάλι τη δυνατότητα μεταφοράς νερού από τα Αμπελάκια, προσπάθεια που δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το 1958 η Κοινότητα κάνει επέκταση του εσωτερικού δικτύου ύδρευσης και δίνεται η δυνατότητα στους κατοίκους να βάλουν βρύση στην αυλή τους ή και μέσα στο σπίτι τους, εξέλιξη πολύ θετική. Οι βρύσες της γειτονιάς καταργήθηκαν. Το 1972 η λειτουργία του αντλιοστασίου αυτοματοποιείται. Έτσι οι βλάβες των μηχανημάτων περιορίστηκαν. Ωστόσο η ποσότητα του παρεχόμενου νερού γινόταν όλο και πιο ανεπαρκής και η υγιεινότητά του επισφαλής, καθώς η στάθμη των πηγών άντλησης βρισκόταν πολύ ψηλά και υπήρχε κίνδυνος από επιβλαβείς εξωτερικές επιδράσεις. Και το κακό έγινε το καλοκαίρι του 1976. Μετά από μία δυνατή μπόρα βροχής οι πηγές άντλησης δέχτηκαν επιφανειακά νερά της περιοχής, στην οποία υπήρχαν και ποιμνιοστάσια προβάτων και χοιροστάσια, και το νερό μολύνθηκε. Τις αμέσως επόμενες μέρες σχεδόν εκατό κάτοικοι βρέθηκαν στο νοσοκομείο με βαριά συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και υψηλό πυρετό και παρέμειναν για νοσηλεία αρκετές ημέρες. Υπήρξε μάλιστα και ανησυχία και για τη ζωή κάποιων από τους προσβληθέντες, κυρίως ηλικιωμένων. Αναστάτωση και πανικός επικράτησε στους κατοίκους και την Κοινότητα Μακρυχωρίου, στη Νομαρχία Λάρισας, αλλά και στα αρμόδια Υπουργεία. Με το γεγονός αυτό έκλεισε μια μακρά και δύσκολη περίοδος για την ύδρευση του Μακρυχωρίου. Γιατί και στην περίπτωση αυτή λειτούργησε ο


112

κανόνας «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Το νερό κρίθηκε ακατάλληλο για ύδρευση. Το Κράτος παραχώρησε στην Κοινότητα, και με κάποιο χρηματικό ποσό που κατέβαλε η Κοινότητα, την πρόσφατα ανορυχθείσα αρδευτική γεώτρηση δίπλα στην Καλάμτσια, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή και στον αυτοκινητόδρομο, που είχε αρκετό και υγιεινό νερό. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγινε η αξιοποίηση της γεώτρησης και κατασκευάστηκαν νέος κεντρικός αγωγός του νερού και νέα διπλή δεξαμενή πιο ψηλά από την παλιά και το νερό άρχισε να τρέχει στο χωριό άφθονο και υγιεινό. Το κόστος των έργων αυτών καλύφθηκε με δάνειο που έκανε η Κοινότητα και με κρατική χρηματοδότηση. Το αντλιοστάσιο ύδρευσης που υπήρχε λειτούργησε από την επόμενη χρονιά ως αντλιοστάσιο άρδευσης. Από το 1976 και μέχρι τώρα σοβαρά προβλήματα στον τομέα της ύδρευσης δεν υπήρξαν. Υπήρχε νερό και αρκετό και υγιεινό. Και η εικόνα του Μακρυχωρίου σε λίγα χρόνια άλλαξε. Αντί να χωματίζει, τώρα το Μακρυχώρι άρχισε να πρασινίζει. Το χωριό που είχε μόνο σποραδικές βρωμοακακίες, ημιαγριοσυκιές, λυγαριές και φραγκοσυκιές στα ρέματα και τα ξεροντούβαρα των αυλαγάδων1, το χωριό που στους περαστικούς από τον αυτοκινητόδρομο έδειχνε μόνο τα κεραμίδια των σπιτιών του και που με τους γύρω γυμνούς λόφους της Καρακόπετρας και τους γεμάτους αγκάθια μεριάδες είχε δικαίως «κατακτήσει» τον τίτλο ξεροχώρι ή το γενικό χαρακτηρισμό «το χωριό που δεν έχει δέντρα», το χωριό αυτό τώρα άλλαξε. Σε δεκαπέντε χρόνια περίπου με τη φροντίδα των κατοίκων και των τοπικών Αρχών και φορέων γέμισαν με δέντρα και φυτά, καλλωπιστικά, οπωροφόρα και δασικά, οι αυλές και τα οικόπεδα, οι πλατείες, μικρές και μεγάλες, οι δρόμοι και τα ρέματα. Παρενθετικά αναφέρω εδώ ότι μέχρι το 1976 μόνο μία σοβαρή και αποτελεσματική προσπάθεια δεντροφύτευσης είχε γίνει στο Μακρυχώρι. Είναι η δεντροφύτευση του λόφου νότια και απέναντι του ναού του Αγίου Νικολάου, που έγινε το 1972 από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Λάρισας σε συνεργασία με την Κοινότητα και τη συμβολή του Δημοτικού σχολείου και κατοίκων του Μακρυχωρίου. Είναι «το δάσος των πυροσβεστών», που αποτελεί σήμερα την «κορώνα» του Μακρυχωρίου και πρόκληση για τους Μακρυχωρίτες να επεκτείνουμε τη δεντροφύτευση σε παρακείμενους λόφους και να ολοκληρώσουμε κάποιες ανάλογες προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Αλλά ας επανέλθω στο θέμα της ύδρευσης. Από το 1990 και εξής άρχισαν να εμφανίζονται πάλι κάποια προβλήματα. Το καλοκαίρι και για κάποιες ημέρες υπήρχε, λόγω της υπερκατανάλωσης, ανεπάρκεια νερού. Οι παλαιότεροι θυμούνται σίγουρα τις 2-3 ακακίες στην πλατεία, όπου, μέχρι και τη δεκαετία του 1960, έδεναν τα ζώα τους (άλογα, γαϊδούρια) οι κοντοχωριανοί, όταν έρχονταν στο Μακρυχώρι. 1


113

Έπειτα λόγω της γενικότερης μόλυνσης του περιβάλλοντος τα υπόγεια νερά σε μερικά σημεία είχαν επιβαρυνθεί σε νιτρικά και άλλα χημικά στοιχεία. Έπρεπε λοιπόν να παρακολουθείται η περιεκτικότητα του νερού σε τέτοια στοιχεία και να διασφαλίζεται η υγιεινότητά του. Εξάλλου είχε αναδειχθεί, και πριν από το 1990, και το θέμα της επικινδυνότητας, για την υγεία των ανθρώπων, του αμίαντου, υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένοι οι σωλήνες του μεγαλύτερου μέρους του δικτύου ύδρευσης. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών οι τοπικές Αρχές έκαναν τις ακόλουθες ενέργειες. Το 2002 έγινε η αντικατάσταση του δικτύου ύδρευσης με πλαστικούς αγωγούς (πολυαιθυλένιο). Το έργο αυτό ολοκλήρωσε η επόμενη Δημοτική Αρχή (2003-2006) με την αντικατάσταση του κεντρικού αγωγού και την κατασκευή πρόσθετης δεξαμενής. Ανορύχθηκε επίσης, τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του Δήμου Μακρυχωρίου, νέα υδρευτική γεώτρηση, η οποία μαζί με την παλιά (1976) παρέχουν στους κατοίκους αρκετό και υγιεινό νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Ε. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ1 – ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ Πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες συλλογικά οργανωμένες και με στόχο τη διασκέδαση, ενημέρωση και γενικά την «ψυχαγωγία» της κοινότητας δεν υπήρχαν βέβαια στο Μακρυχώρι στα πρώτα χρόνια της συγκρότησής του ως Κοινότητας ούτε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Οι όποιες τέτοιες εκδηλώσεις γίνονταν ήταν αυθόρμητες, πρωτογενείς, πηγαίες εκδηλώσεις του συλλογικού λαϊκού εγώ και είχαν χαρακτήρα οικογενειακό ή και ευρύτερα κοινωνικό και γίνονταν κυρίως στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Στα πλαίσια λοιπόν αυτά μέχρι το 1910 κάθε χρόνο την ημέρα του Πάσχα γινόταν πανηγύρι έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Γινόταν χορός, όπου όλοι μπορούσαν να πάρουν μέρος. Χόρευαν, συνήθως κατά φυλές (μελέτια), τραγουδώντας συνήθως με το στόμα οι ίδιοι οι χορευτές ή σπανιότερα και με συνοδεία λαϊκών μουσικών οργάνων. Την ίδια μέρα κάποιοι νέοι διαγωνίζονταν στη σκοποβολή, «έβαζαν σημάδι με τους γκράδες». Το πανηγύρι και ο χορός αυτός μετά το 1910 συνέχιζε να γίνεται για πολλά χρόνια στη γιορτή του Αγίου Θωμά στο προαύλιο της εκκλησίας. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται μια προσπάθεια, καλή και ελπιδοφόρα, αναβίωσης του χορού αυτού στο προαύλιο της εκκλησίας μετά τη Θεία Λειτουργία στη γιορτή του Αγίου Θωμά, όπου άντρες και γυναίκες με Ο όρος πολιτισμός έχει βέβαια πολύ ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό που αναφέρεται εδώ. 1


114

παραδοσιακές στολές χορεύουν τραγουδώντας ή και με συνοδεία μουσικών οργάνων. Ανάλογοι χοροί, δημόσιοι και πανηγυρικοί, γίνονταν στους γάμους, μετά την τέλεση του Μυστηρίου, στο προαύλιο της εκκλησίας ή στην πλατεία του χωριού, όπου χόρευαν μαζί με τους νεόνυμφους οι συγγενείς τους και οι προσκαλεσμένοι τους. Εξάλλου τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά τα μικρά παιδιά, τα αγόρια μόνο, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τα κάλαντα, αναγγέλλοντας τη γέννηση του Χριστού (καλήν ημέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας – Χριστού την Θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας) ή τον ερχομό του νέου έτους (αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά - ….. κι αρχι-καλός μας χρόνος). Και οι νοικοκυρές πρόσφεραν στα παιδιά διάφορα «καλούδια», στραγάλια, αμύγδαλα, καρύδια, καραμέλες, λουκούμια κ.ά. Ειδικά την παραμονή των Χριστουγέννων, μέχρι και το 1960 περίπου, οι νοικοκυρές πρόσφεραν στα παιδιά ένα μικρό ψωμί – κουλούρι, ζυμωμένο και ψημένο την ίδια μέρα, το κόλιντρο (κάλαντα → κόλιντρα). Και τα παιδιά τραγουδούσαν το τραγούδι «κόλιντρα – μέλιντρα, Χριστός γεννάται σήμερον….» και περνούσαν (αρμάθιαζαν) το κόλιντρο σε ένα σχοινί τρυπώντας το με ένα μικρό ξύλινο σουβλί συνδεμένο με το σχοινί. Την Πρωτοχρονιά συνηθιζόταν και η προσφορά χρημάτων. Επίσης τη μέρα αυτή περιφέρονταν στα σπίτια και μεγάλοι άντρες μεταμφιεσμένοι (ντυμένοι καρναβάλια), που κρατούσαν στα χέρια τους ή κρεμούσαν στο λαιμό τους κουδούνια και τραγουδούσαν «Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει». Ανάλογες εκδηλώσεις γίνονταν και το Σάββατο του Λαζάρου και τη Μεγάλη Πέμπτη. Του Λαζάρου γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν μόνο τα μικρά κορίτσια, κρατώντας στα χέρια τους μικρό καλάθι στολισμένο με λουλούδια, και ανάγγελλαν την Ανάσταση του Λαζάρου, «ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάια, ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια». Τη Μεγάλη Πέμπτη τα αγόρια τραγουδούσαν θρηνώντας για τη Σταύρωση του Χριστού «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…». Στις δύο αυτές περιπτώσεις η βασική προσφορά από τις νοικοκυρές προς τα παιδιά ήταν ένα αυγό, τη Μ. Πέμπτη συνήθως βαμμένο κόκκινο από τις νοικοκυρές το πρωί της ίδιας ημέρας. Τις Απόκριες, το Σάββατο το βράδυ, παραμονή της Τυροφάγου, γίνονταν οικογενειακές συγκεντρώσεις. Στο σπίτι του μεγαλύτερου μέλους της οικογένειας, π.χ. του παππού, μαζεύονταν τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, παππούδες, γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, ανήψια κ.λ.π., αντάλλασσαν ευχές, έδιναν και έπαιρναν συγχώρεση για τυχόν προηγούμενες μεταξύ τους μικροπαρεξηγήσεις, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν οικογενειακά. Και τα μικρά παιδιά φιλούσαν το χέρι των μεγάλων παίρνοντας απ’ αυτούς και κάποιο χαρτζιλίκι. Το ίδιο βράδυ οι μεγαλύτεροι έκαναν στα παιδιά «το


115

χάσκα». Κρατούσαν δεμένο με κλωστή, κρεμασμένο πάνω από το ανοιχτό στόμα του παιδιού, ένα κομμάτι χαλβά αποκριάτικο, σουσαμένιο ή στραγαλένιο, βουτηγμένο στο γιαούρτι και το παιδί προσπαθούσε να το πιάσει με το στόμα του έχοντας τα χέρια πίσω. Ένα παιχνίδι που προκαλούσε γέλιο, καθώς το παιδί προσπαθώνταςς να δαγκώσει το κινούμενο πάνω-κάτω, δεξιάαριστερά κομμάτι του χαλβά γέμιζε το πρόσωπό του με γιαούρτι. Ήταν μια εκδήλωση τονωτική και συνεκτική του θεσμού της οικογένειας. Συνήθιζαν επίσης τα παιδιά, κάποτε και οι μεγάλοι, ένα-δυο βράδια τις παραμονές της Αποκριάς, να μεταμφιέζονται και με καλυμμένα τα πρόσωπά τους επισκέπτονταν τα σπίτια, για να ευχηθούν «χρόνια πολλά» και να πάρουν κάποιο κέρασμα. Το βράδυ της Κυριακής της Τυροφάγου άναβαν μεγάλες φωτιές σε κάθε γειτονιά και γύρω από τη φωτιά τραγουδούσαν και χόρευαν μικροί και μεγάλοι και διαγωνίζονταν στο πήδημα της φωτιάς. Από ένα μήνα περίπου νωρίτερα τα αγόρια κάθε γειτονιάς έκοβαν και έφερναν από τη γύρω περιοχή ξύλα, για να ανάψουν τη μεγαλύτερη φωτιά, και τα αποθήκευαν σε ασφαλές μέρος, για να αποτρέψουν τυχόν απόπειρα κλοπής τους από παιδιά άλλης γειτονιάς. Η Καθαρά Δευτέρα ήταν ημέρα αυστηρής νηστείας. Έτρωγαν φαγητά νηστίσιμα και αλάδωτα. Οι νοικοκυρές μαγείρευαν τη μέρα εκείνη το μπουρανί, δηλαδή χόρτα, κυρίως τσουκνίδια, βραστά χωρίς λάδι. Έψηναν επίσης και λαγάνες. Όμως την ίδια μέρα κάποιοι άντρες έπιναν και μεθούσαν, περιφέρονταν στην πλατεία και στους δρόμους και έβαφαν στο πρόσωπο με βερνίκι παπουτσιών όσους συναντούσαν· επίσης τραγουδούσαν, εθιμική αδεία, άσεμνα τραγούδια και έβριζαν ονομαστικά ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, εκστομίζοντας βωμολοχίες και αισχρολογίες. Η συνήθεια αυτή καταργήθηκε σχεδόν εντελώς στη δεκαετία του 1960, καθώς από καιρό είχε γίνει πολύ ενοχλητική. Κάποιες βέβαια από τις εκδηλώσεις αυτές συνεχίζουν να γίνονται ακόμη, κάπως όμως διαφοροποιημένες. Από τη δεκαετία του 1930 άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες για οργανωμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Δημοτικό σχολείο, στο οποίο υπηρετούσαν πια περισσότεροι του ενός δάσκαλοι, καθώς είχε γίνει ενιαίο (με αγόρια και κορίτσια), οργάνωνε σχολικές εκδηλώσεις στις εθνικές γιορτές ή στη λήξη του διδακτικού έτους. Οι γιορτές αυτές περιλάμβαναν απαγγελίες ποιημάτων, μικρές θεατρικές παραστάσεις, γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών, εκδηλώσεις που τις παρακολουθούσαν οι γονείς των μαθητών και όσοι χωριανοί ήθελαν. Εξάλλου προς τα τέλη της δεκαετίας αυτής άρχισαν τα αγόρια να παίζουν ποδόσφαιρο στην πλατεία και στις αλάνες του χωριού και τότε άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της συγκρότησης ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού. Η ανώμαλη δεκαετία που ακολούθησε, με τον πόλεμο το ’40, τη


116

γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, ανέκοψε, όπως ήταν επόμενο, τις προσπάθειες αυτές. Ωστόσο πρέπει βεβαίως να αναφερθεί εδώ και η ύπαρξη και λειτουργία στο Μακρυχώρι των δύο πανελλαδικών οργανώσεων νέων, της Ε.Ο.Ν. και της Ε.Π.Ο.Ν. Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.) ιδρύθηκε και οργανώθηκε από το καθεστώς του Μεταξά στα πρότυπα ευρωπαϊκών φασιστικών οργανώσεων νέων (Γερμανία, Ιταλία) και σ’ αυτήν εντάχθηκαν ή «στρατολογήθηκαν» πολλοί νέοι. Ήταν μια έκφραση της ουτοπικής, όπως αποδείχθηκε, προσπάθειας του Μεταξά να δημιουργήσει τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό, που θα προέρχονταν από τη δραστηριότητα των σύγχρονων Ελλήνων με βάση τον αρχαίο και το βυζαντινό-μεσαιωνικό ελληνικό πολιτισμό. Η Εθνική Πανελλαδική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Π.Ο.Ν.) ιδρύθηκε και οργανώθηκε στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.), είχε χαρακτήρα αντιστασιακό, επαναστατικό και πολιτικό και εντάχθηκαν επίσης σ’ αυτήν αρκετοί νέοι του Μακρυχωρίου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά τη λήξη και του εμφυλίου πολέμου, και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξανάρχισε η πολιτιστική δραστηριοποίηση. Το σχολείο οργανώνει καλύτερες γιορτές και νέοι του χωριού αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες συλλογικής πολιτιστικής δράσης. Στα πλαίσια αυτά τότε συγκροτείται η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, στην οποία δίνεται το όνομα ΑΕΤΟΣ. Στην εποχή εκείνη ανάγεται ουσιαστικά η ίδρυση του ΑΕΤΟΥ, αν και η επίσημη νομική του αναγνώριση έγινε λίγα χρόνια αργότερα. Τότε έδινε αγώνες με τις αντίστοιχες ομάδες των γύρω χωριών, του Παραποτάμου, των Γόννων, της Ελάτειας, του Συκουρίου κ.ά., υπό συνθήκες βέβαια πολύ δύσκολες. Το ποδοσφαιρικό γήπεδο ήταν στο ίδιο μέρος που είναι σήμερα. Βέβαια τότε ήταν μια αδιαμόρφωτη πεδινή έκταση (μεριάς), που τη βοσκούσαν τα πρόβατα και το καλοκαίρι οι γεωργοί έστηναν τις θημωνιές και αλώνιζαν τα σιτηρά. Η μετάβαση των ποδοσφαιριστών στα γύρω χωριά γινόταν με τα πόδια ή με τα ζώα ή με τα ποδήλατα ή και με τρακτέρ και σπάνια με φορτηγό αυτοκίνητο. Ως ποδοσφαιρικά παπούτσια χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι, εκτός από ελάχιστους, τα παπούτσια τους, άρβυλα, καουτσουκένια ή λινά-πάνινα, ή, για να μη χαλάσουν τα παπούτσια τους, έπαιζαν και ξυπόλητοι. Και τα μικρά αγόρια, αντιγράφοντας τους μεγαλύτερους, είχαν συγκροτήσει ποδοσφαιρικές ομάδες κατά συνοικία και έδιναν μεταξύ τους αγώνες. Έπαιζαν π.χ. οι Μαγαζαίοι (που τα σπίτια τους βρίσκονταν κοντά στην πλατεία, στα μαγαζιά) με τους Παλαταίους (στη συνοικία αυτή υπήρχαν οικογένειες με το επώνυμο Παλάτος).


117

Εξάλλου τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 κάποιοι νέοι, που είχαν και πνευματικά ενδιαφέροντα, είχαν συγκροτήσει, για κάποιο χρονικό διάστημα, χορωδία βυζαντινής μουσικής, που έψαλλε στη Θεία Λειτουργία, και θεατρική ομάδα, με την οποία έδωσαν θεατρικές παραστάσεις σε χώρο του Δημοτικού σχολείου. Την πρωτοβουλία για τις δραστηριότητες αυτές είχαν ο Σπύρος Καφάσης, γιος του ιερέα του χωριού, και ο Γεώργιος Φωτίου, νεαρός μαθητής ή φοιτητής τότε της Θεολογικής σχολής. Στις θεατρικές παραστάσεις βοηθούσαν και οι δάσκαλοι του σχολείου. Όσοι από τους νέους εκείνους επιζούν, βρίσκονται σήμερα στην ηλικία των 75-85 χρόνων. Περί το 1955 λειτουργεί στο Μακρυχώρι ο πρώτος επίσημος πολιτιστικός φορέας. Ήταν ο Σύλλογος Αγροτοπαίδων Μακρυχωρίου, η Αγροτολέσχη, όπως ανεπίσημα ονομαζόταν. Η Αγροτολέσχη είχε ιδρυθεί στα πλαίσια προγράμματος της Πολιτείας, που είχε ως σκοπό κυρίως την ενημέρωση των νέων σε αγροτικά θέματα. Κρατικός γεωπόνος της περιοχής ήταν τότε ο Χρήστος Σαρχώσης. Είχε στεγασθεί στην οικοδομή του Κοινοτικού Καταστήματος, στη μεγάλη αίθουσα του παλαιού Δημοτικού σχολείου. Εξέλεγε Διοίκηση, λειτούργησε για μερικά χρόνια και, εκτός από την αγροτική ενημέρωση, λειτουργούσε αίθουσα εντευκτηρίου (λέσχη) με διάφορα παιχνίδια (πινγκ-πονγκ κ.ά.) καθώς και δανειστική βιβλιοθήκη, απ’ όπου πολλοί νέοι δανείζονταν και διάβαζαν βιβλία. Την ίδια εποχή είχαν διοργανωθεί κατ’ επανάληψη στο Μακρυχώρι, σε συνεργασία Νομαρχίας και Κοινότητας, μαθήματα (σεμινάρια) κοπτικήςραπτικής και κεντήματος. Τα μαθήματα αυτά παρακολούθησαν πολλά κορίτσια και απόκτησαν βασικές σχετικές γνώσεις χρήσιμες για το νοικοκυριό τους. Την Άνοιξη του 1957 και του 1958, την ημέρα του Αγίου Θωμά, διοργανώθηκαν, σε συνεργασία Νομαρχίας Λάρισας και Κοινότητας Μακρυχωρίου, και τελέστηκαν στο γήπεδο Μακρυχωρίου περιφερειακοί αγροτικοί αθλητικοί αγώνες. Περιλάμβαναν κυρίως αγωνίσματα στίβου και πήραν μέρος σ’ αυτούς πολλοί νέοι από το Μακρυχώρι και από τα γύρω χωριά. Οι αγώνες αυτοί πήραν τότε δημοσιότητα και έγιναν με επισημότητα, παρουσία εκπροσώπων της Νομαρχίας, των τοπικών Αρχών, φιλαρμονικής ορχήστρας και πολλών κατοίκων της περιοχής. Ήταν την εποχή εκείνη μια πρωτοποριακή εκδήλωση. Στους αγώνες αυτούς πήρε μέρος ο αθλητής Χαράλαμπος (Μπάμπης) Χρήστου, ο οποίος είχε διακριθεί ήδη από το 1956 ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων και σε πανθεσσαλικούς και σε πανελλήνιους αγώνες, αλλά και αργότερα ως αθλητής του Γυμναστικού Συλλόγου Λάρισας. Αναδείχτηκαν επίσης ως αθλητές και πήραν μέρος σε αγώνες ευρύτερου και ανώτερου επιπέδου και οι Θωμάς Μπιτσαράς, Γεώργιος Πουτσιάκας και Αγαμέμνων Φαρμάκης.


118

Το 1961 αναγνωρίστηκε επίσημα η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού με την επωνυμία Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος (Π.Α.Ο.) “ΑΕΤΟΣ” Μακρυχωρίου. Πρώτος Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΑΕΤΟΥ ήταν ο Βασίλειος Ι. Γεωργόπουλος. Την περίοδο 1961-62 παίρνει μέρος στο πρωτάθλημα της Γ΄ ερασιτεχνικής κατηγορίας του Νομού. Έκτοτε και επί πενήντα χρόνια συμμετέχει στα τοπικά πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ.Ν. Λάρισας, στις Γ΄, Β΄ και Α΄ κατηγορίες, με μια διακοπή στο διάστημα 1974-1976. Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια αγωνίζεται ανελλιπώς στην Α΄ τοπική κατηγορία. Την περίοδο 1989-90, με Πρόεδρο το δικηγόρο Γρηγόριο Στάθη, ο ΑΕΤΟΣ αναδείχτηκε πρωταθλητής και κυπελλούχος του Νομού. Την περίοδο αυτή προπονητής της ομάδας ήταν ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Σωτήρης Κουκουθάκης, ο οποίος ήταν πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής (Γυμναστής) με ειδίκευση στο ποδόσφαιρο. Ο Σωτήρης και με τις δυο αυτές ιδιότητες αποτέλεσε τότε την ψυχή της ομάδας και πέτυχαν, αυτός και μια πλειάδα άλλων ισάξιων ποδοσφαιριστών την αγωνιστική αναβάθμιση της ομάδας. Την επόμενη περίοδο (1990- 91) ο ΑΕΤΟΣ αγωνίστηκε στο περιφερειακό πρωτάθλημα της Δ΄ εθνικής κατηγορίας και στη διοργάνωση του Κυπέλου των Ενώσεων Ποδοσφαιρικών Σωματείων της Χώρας. Στη Δ΄ εθνική αγωνίστηκε ο ΑΕΤΟΣ και την περίοδο 2002-03, όταν Πρόεδρος ήταν ο Ιωάννης Βλάγκας. Στη θέση του προέδρου του ΑΕΤΟΥ, εκτός από το Βασίλειο Ι. Γεωργόπουλο, υπηρέτησαν κατά καιρούς και οι: Ηλίας Γκρέτσης, Χρήστος Παλάτος, Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, Ζήσης Λιούπας, Δημήτριος Χατζής, Ιωάννης Ν. Λιούπας, Αθανάσιος Καραπάνος, Γρηγόριος Στάθης, Θωμάς Τσιτούρας, Ιωάννης Βλάγκας, Θωμάς Ανδρ. Ζησόπουλος, Αλέξανδρος Θ. Τσιτούρας, Νικόλαος Μητσογιάννης, Ιωάννης Γ. Γεωργόπουλος και Ιωάννης Π. Γκουτζαμάνης. Ειδικά και κατ’ εξαίρεση αναφέρω ότι οι Θωμάς Τσιτούρας και Δημήτριος Διαμαντάρας υπηρέτησαν ως μέλη της Διοίκησης του ΑΕΤΟΥ για πάρα πολλά χρόνια και είχαν εξαιρετική προσφορά στο Σύλλογο. Ο Διαμαντάρας μάλιστα για πολλά χρόνια διέθετε τον επαγγελματικό του χώρο (τσαγκάρικο) ως χώρο φύλαξης του αθλητικού υλικού. Ως εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές Μακρυχωρίτες, ανάλογα βέβαια με το επίπεδο του ποδοσφαίρου σε κάθε εποχή, μεταξύ πολλών άλλων καλών, αναφέρω τους εξής: Νικόλαο Β. Γραμμουστιάνο και Παναγιώτη (Τάκη) Γιαννακόπουλο, την περίοδο πριν το 1960, και, μετά το 1960, τους Θωμά Πατσιούρα, Αναστάσιο Μπενεχούτσο, Νικόλαο Άσσο, Γεώργιο Θ. Μπούτο, Γεώργιο Γουντσιώτη, Σωτήριο Κουκουθάκη, Ιωάννη Νίτσικα, Ελευθέριο Τέα, Σωτήριο Σαΐτη και Παναγιώτη Ι. Φουσίκα. Πολλοί απ’ αυτούς αγωνίστηκαν και σε ομάδες ανώτερων κατηγοριών, Γ΄, Β΄ και Α΄ εθνικής. Διακρίθηκαν επίσης ως ποδοσφαιριστές του ΑΕΤΟΥ οι Χαράλαμπος Χρήστου (Μπάμπης Φασούλας) και Γεράσιμος Ελευθ. Μυλωνάς (Φέκος)· ο


119

πρώτος τόσο για το δυνατό του παίξιμο, όσο και, κυρίως, για τη μακρά περίοδο που αγωνίστηκε, από το 1950 περίπου μέχρι και μετά το 1970 και ο δεύτερος ως γκολτζής, για την ικανότητά του να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας. Ο Λευτέρης Χουτεσιώτης ξεκίνησε ως τερματοφύλακας από τον ΑΕΤΟ και πολύ νωρίς, έφηβος ακόμα, αποκτήθηκε ως ελπιδοφόρο ταλέντο από τον Ολυμπιακό Πειραιώς στον οποίο ανήκει μέχρι τώρα. Η διαμόρφωση του γηπέδου στη σημερινή του κατάσταση πέρασε από τις εξής φάσεις. Στην αδιαμόρφωτη πεδινή έκταση (μεριάς), που τη χρησιμοποιούσαν ως ποδοσφαιρικό γήπεδο, έγιναν το 1957 χωματουργικές εργασίες (εκσκαφή), με τις οποίες επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί η φυσική κλίση του εδάφους και να γίνει οριζόντιος ο αγωνιστικός χώρος. Περί το 1965 έγινε και η πρώτη περίφραξη του αγωνιστικού χώρου. Λίγο μετά το 1985 έγινε η περιτοίχιση του γηπέδου. Το 1988 έγιναν οι εγκαταστάσεις των αποδυτηρίων, που αντικατέστησαν δυο μικρούς στεγασμένους χώρους, που λειτουργούσαν στοιχειωδώς ως αποδυτήρια από το 1962. Η βόρεια πλευρά των κερκίδων (οι μισές) έγινε το 1993. Ο χλοοτάπητας του αγωνιστικού χώρου και η υποδομή του έγιναν το 1998. Ο φωτισμός του αγωνιστικού χώρου, η νέα περίφραξη και το νότιο μέρος των κερκίδων (οι άλλες μισές) έγιναν το 2001. Ο χλοοτάπητας ανασκευάστηκε το 2007. Η προσφορά του ΑΕΤΟΥ υπήρξε σημαντική. Αποτέλεσε και αποτελεί εδώ και πενήντα χρόνια το θετικό αποδέκτη, το καταφύγιο, της δραστηριότητας και του ελεύθερου χρόνου πολλών νέων του χωριού. Έπειτα η πολύχρονη και επιτυχής παρουσία του στο ποδόσφαιρο του Νομού ανέδειξε το Μακρυχώρι, «το έβγαλε» έξω από τα όριά του και έξω από τα όρια του Νομού, περισσότερο από κάθε άλλον φορέα του χωριού, αν εξαιρέσουμε βέβαια την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πολύ σημαντική επίσης είναι η προσφορά του στα μικρά αγόρια του χωριού, καθώς τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια λειτουργούν και παιδικά τμήματα ποδοσφαίρου, στα οποία συμμετέχουν, παίζουν και χαίρονται δεκάδες μικρά παιδιά κάθε χρόνο. Και η προσφορά αυτή του ΑΕΤΟΥ στηρίχτηκε στη φροντίδα και τις υπηρεσίες της εκάστοτε Διοίκησής του, στη δραστηριότητα των αθλούμενων και αγωνιζόμενων ποδοσφαιριστών, στην ηθική και οικονομική συνδρομή των φιλάθλων του χωριού και βεβαίως στην οικονομική ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το 1972 ιδρύεται ο Μορφωτικός Σύλλογος Μακρυχωρίου «Η ΠΡΟΟΔΟΣ». Ο Σύλλογος αυτός ιδρύθηκε τότε με αφορμή τη διοργάνωση της αναπαράστασης παραδοσιακού ελληνικού γάμου («βλάχικος γάμος»), που είχε αρχίσει να γίνεται πριν από λίγα χρόνια την ημέρα της Καθαροδευτέρας. Κάποιοι νέοι του χωριού το πρωί της Καθαροδευτέρας του έτους 1968 αποφάσισαν να οργανώσουν και να παρουσιάσουν στους χωριανούς έναν


120

παραδοσιακό γάμο. Ήταν νέοι που αγαπούσαν και νοσταλγούσαν τη νοοτροπία και τη ζωή «των παλιών», που έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία προς τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, όπως τα γνώρισαν από τις διηγήσεις των γονέων τους ή όπως ίσως μερικοί τα έζησαν στη γεωργική και ποιμενική ζωή τους. Η απόφαση αυτή συνοδεύτηκε και από τη σκέψη ότι η εκδήλωση αυτή θα έβαζε τέλος στην παλαιά συνήθεια κάποιοι μεθυσμένοι να βάφουν τη μέρα εκείνη με βερνίκι τους περαστικούς και να εκστομίζουν βωμολοχίες και αισχρολογίες προς άνδρες και γυναίκες. Έτσι τη μέρα εκείνη οργανώθηκε με αυτοσχεδιασμούς και παρουσιάστηκε στους κατοίκους μια τελετή παραδοσιακού γάμου, η οποία άρεσε και εντυπωσίασε. Τους ρόλους των γυναικών υποδήθηκαν άνδρες. Τη σκέψη και την πρωτοβουλία αυτή είχαν οι Δημήτριος Ευαγγελόπουλος, Αθανάσιος Ριζόπουλος, Παντελής Στογιάννης, Μενέλαος Φαρμακιώτης και Διογένης Χαϊνταρλής. Και η πρωτοβουλία αυτή αγκαλιάστηκε και ενισχύθηκε αμέσως, αλλά και τα επόμενα χρόνια, από πολλούς άλλους νέους, οι οποίοι με προθυμία συμμετείχαν στην παράσταση υποδυόμενοι κάποιους ρόλους του «έργου». Κατ’ εξαίρεση από τους πολλούς αυτούς αναφέρω το Δημήτριο Αγοραστό, που υποδυόταν το ρόλο του κουμπάρου (είχε αποκτήσει γι’ αυτό και την προσωνυμία «ο κουμπάρος του χωριού») και που με το πηγαίο χιούμορ του προσέδιδε στην εκδήλωση, πάντοτε όμως με μέτρο και διακριτικότητα, και ένα αποκριάτικο χρώμα. Και το αποκριάτικο χρώμα συμπλήρωνε η προσφορά στους επισκέπτες της παραδοσιακής φασολάδας και άλλων νηστίσιμων, που ετοίμαζε «ο μάγειρας του χωριού» Κωνσταντίνος Σουπεκιώτης. Η εκδήλωση αυτή γινόταν μέχρι το 1972, χωρίς να υπάρχει επίσημος οργανωτικός φορέας, και σημείωνε κάθε χρόνο και μεγαλύτερη επιτυχία, ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων στην παράσταση και ως προς την προσέλευση απισκεπτών. Την άνοιξη του 1972 ιδρύεται ο Μ. Σύλλογος «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» με βασικό σκοπό την ακόμα καλύτερη διοργάνωση της εκδήλωσης αυτής. Πράγματι το 1973 η εκδήλωση σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία. Η Διοίκηση του Συλλόγου είχε κατασκευάσει και προμηθευτεί παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες, ανδρικές και γυναικείες, και είχε δώσει μεγάλη δημοσιότητα στην εκδήλωση. Το 1972 και κυρίως το 1973 πέρασαν από το Μακρυχώρι, για να παρακολουθήσουν την αναπαράσταση του παραδοσιακού γάμου, δεκάδες χιλιάδες κόσμος από τη γύρω περιοχή, από όλο το Νομό, από περιοχές της Θεσσαλίας και όχι μόνο. Η εκδήλωση είχε πλέον πανελλήνια απήχηση. Το 1974 η εκδήλωση αυτή οργανώνεται πάλι από το Σύλλογο. Αυτή τη φορά όμως με κάποιες δυσκολίες και με μικρότερη επιτυχία. Κάποιοι ψίθυροι για οικονομικές ατασθαλίες την προηγούμενη χρονιά (1973) και κάποιες φήμες για σκοπιμότητες ως προς τη διοργάνωση της εκδήλωσης είχαν επιδράσει αρνητικά.


121

Έκτοτε η εκδήλωση αυτή συνεχίζει να γίνεται μέχρι και το 1985 περίπου, όχι πάντως κάθε χρόνο, με πρωτοβουλία και φροντίδα κάποιων χωριανών, με ολοένα όμως περιοριζόμενη συμμετοχή και επιτυχία. Πρόεδροι του Μ.Σ. «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ήταν οι εξής: Πανταζής Τσέτσιλας, από 9.5.1972, Γρηγόριος Στάθης, από 1.9.1972, Αθανάσιος Ζησόπουλος, από 18.1.1973, και Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, από 12.2.1974. Το 1975 και το 1976 ο Σύλλογος δε λειτούργησε λόγω απροθυμίας των μελών του να προσέλθουν σε συνέλευση και σε αρχαιρεσίες. Στις 2.3.1976 με απόφασή της η τελευταία Διοίκηση του Συλλόγου παραδίδει στο Δημοτικό Σχολείο Μακρυχωρίου υπό μορφή χρησιδανείου την περιουσία του Συλλόγου (τις παραδοσιακές ενδυμασίες και ένα μικρό γραφείο). Το 1977 επαναλειτουργεί ο Σύλλογος, σε μια δεύτερη και τελευταία φάση, με σκοπό γενικότερη πολιτιστική δραστηριότητα και όχι τη διοργάνωση της αποκριάτικης εκδήλωσης. Τη χρονιά αυτή λειτουργεί αίθουσα εντευκτηρίου των νέων και των μελών του, λειτουργεί δανειστική βιβλιοθήκη, πραγματοποιούνται δύο ενημερωτικές ομιλίες και εκδρομή στους Δελφούς. Παραλαμβάνει επίσης πάλι από το Δημοτικό Σχολείο τις ενδυμασίες και το γραφείο. Πρόεδροι του Συλλόγου από το 1977 και εξής ήταν οι: Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, από 5.4.77, Δημήτριος Χατζής, από 29.1.78, Χρήστος Αστ. Σαΐτης, από 4.1.79, Κωνσταντίνος Χρ. Βουλάγκας, από 1.1.80, και Γεώργιος Αγορογιάννης, που εκλέγεται στις 16.10.83. Το 1993 με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ιδρύεται, ως Νομικό Πρόσωπο της Κοινότητας, το Πολιτιστικό Κέντρο Μακρυχωρίου (Π.Κ.). Το 1995 το Κοιν. Συμβούλιο όρισε τη Διοίκηση του Π.Κ. και τότε άρχισε και τη λειτουργία του. Πρώτος Πρόεδρος του Π.Κ. ήταν ο κοινοτικός σύμβουλος Χρήστος Αστ. Σαΐτης. Το Π.Κ. διοργάνωνε μουσικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, ομιλίες, εκδρομές κ.ά. Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε μέχρι και το 2010 και ως Πολ. Κέντρο του Δήμου Μακρυχωρίου. Μετά τη σύσταση του Δήμου Τεμπών ο φορέας αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον ενιαίο πολιτιστικό φορέα του Δήμου Δ.Ο.Π.Α.ΠΕ.Π.Τ. (2011). Το 2003 ιδρύθηκε και λειτουργεί έκτοτε στο Μακρυχώρι και το Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων (Κ.Α.Π.Η.). Το 2004 ιδρύεται ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Καρακόπετρας Μακρυχωρίου «Άγιος Ευστάθιος». Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία των κυνηγών που λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν κτίσει το εξωκλήσι του Αγίου Ευσταθίου. Πρόεδροί του μέχρι τώρα υπήρξαν οι Χρήστος Φαρμάκης, Ηλίας Ζησόπουλος και Αστέριος Αναστ. Τσέτσιλας. Πρόσφατα, το 2011, ιδρύθηκαν και λειτουργούν στο Μακρυχώρι δύο πολιτιστικοί φορείς, ο Σύλλογος Γυναικών Δήμου Μακρυχωρίου, με πρώτη


122

Πρόεδρο την Καλλιόπη Νάστου-Μπιτσαρά, και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μακρυχωρίου, με πρώτο Πρόεδρο το Θεόδωρο Σταμάτη.

Από τα σεμινάρια κοπτικής-ραπτικής-κεντήματος στη δεκαετία του 1950

Από την αναπαράσταση ελληνικού παραδοσιακού γάμου την Καθαρά Δευτέρα περί το 1970. («Βλάχικος γάμος»)


123

Δίπλωμα σε νικητή αγροτικών αγώνων

Δίπλωμα στο νικητή πανελλήνιων αγροτικών αγώνων Χαράλαμπο Χρήστου


124

Η ομάδα του «ΑΕΤΟΥ» τα πρώτα χρόνια μετά την επίσημη ίδρυσή του

Ο «ΑΕΤΟΣ» πρωταθλητής και κυπελλούχος του Νομού την περίοδο 1989-90.


125

ΣΤ. ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ Η περιοχή του Μακρυχωρίου και οι κάτοικοί του πήραν μέρος σε όλους τους πολέμους της χώρας μας, που έγιναν μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881. Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1920-22), στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και τη γερμανική κατοχή και στον οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Όλους αυτούς τους πολέμους τους βίωσαν οι Μακρυχωρίτες άμεσα, εν τη γενέσει τους και στην εξέλιξή τους, και με τη συμμετοχή παιδιών τους – στρατιωτών στις πολεμικές επιχειρήσεις, μερικοί από τους οποίους «έπεσαν» στα πεδία των μαχών, και καθώς σε κάποιες περιπτώσεις, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, το Μακρυχώρι βρισκόταν στην περιοχή διενέργειας των πολεμικών επιχειρήσεων. Και το τίμημα της συμμετοχής αυτής ήταν μεγάλο και βαρύ. Παραθέτω μερικά σχετικά στοιχεία. Την άνοιξη του 1897 οι Τούρκοι επιτέθηκαν στη χώρα μας από τρία μέτωπα, ανακατέλαβαν τη Θεσσαλία και έφτασαν μέχρι τη Λαμία. Το Μακρυχώρι, ευρισκόμενο στα ελληνοτουρκικά τότε σύνορα και μπροστά στο μέτωπο του Νεζερού (τα άλλα μέτωπα επίθεσης του τουρκικού στρατού ήταν της Ελασσόνας και των Τρικάλων), βρέθηκε σε πολύ δύσκολη και επισφαλή θέση και έπαθε μεγάλες ζημίες από τις πολεμικές επιχειρήσεις και τις λεηλασίες του τουρκικού στρατού. Μάλιστα στην πεδινή έκταση μπροστά στο Μακρυχώρι, σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, έγινε προσπάθεια να στρατοπεδεύσει και να ανασυνταχθεί ο ελληνικός στρατός, που υποχωρούσε αμέσως μετά τις πρώτες επιθέσεις των Τούρκων. Η προσπάθεια αυτή ήταν ανεπιτυχής και ο στρατός υποχώρησε τελικά στη Λάρισα. Ας σημειωθεί δε ότι την εποχή εκείνη, δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, διέμεναν ακόμη στο Μακρυχώρι πολλές τουρκικές οικογένειες. Μετά από ένα χρόνο περίπου ο τουρκικός στρατός, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών κρατών, αποχώρησε πάλι από τη Θεσσαλία και μαζί του έφυγαν τότε εσπευσμένα όσοι Τούρκοι διέμεναν ακόμη στο Μακρυχώρι και στα άλλα θεσσαλικά χωριά. Αναφέρω, τέλος, για τον πόλεμο αυτό, δύο μαρτυρίες από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), ενδεικτικές των ζημιών που υπέστη το Μακρυχώρι στον πόλεμο του ’97. 1. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 Έλληνες που έπαθαν υλικές ζημίες υποβάλλουν αγωγές κατά συγκεκριμένων Τούρκων και ζητούν αποζημίωση. Από το Μακρυχώρι ο Νικόλαος Μποσνέας καταθέτει αγωγή «κατά των Δερβίς Οσμάν, Ομέρ Οσμάν και Αρίφ Σερίφ Τσαούση, πρώην κατοίκων του Μακρυχωρίου και νυν αγνώστου διαμονής, 29 Ιουνίου 1898. Ο ενάγων ζητεί 17.600 δρχ. εντόκως, ως αποζημίωση για την οικοσκευή του και


126

ποσότητα γεωργικών προϊόντων, τα οποία του αφαίρεσαν οι εναγόμενοι, και για την καταστροφή της οικίας του, στα μέσα του Απριλίου του 1897»1. 2. Με απόφασή του στις 26.7.1898 το Δ.Σ. συμπληρώνει τον κατάλογο που σύνταξε η κατά νόμον Επιτροπή με τους κατοίκους που είχαν ανάγκη οικονομικής βοήθειας (δανείου) από το Κράτος μετά την καταστροφή που έπαθαν από την τουρκική εισβολή του 1897. Στον κατάλογο αυτόν (που δε βρέθηκε) προστίθενται από το Μακρυχώρι οι εξής. - Ευθ. Πελεκούδας, γεωργοποιμήν, 8 παιδιά, 300 δρχ. - Στέργιος και Ιωάννης Χαϊνταρλής, γεωργοί, 5 παιδιά, 400 δρχ. - Ταξιάρχης Κατσιγιάννης, γεωργός, 8 παιδιά, 300 δρχ. - Δημήτριος Κατσιγιάννης, γεωργός, 8 παιδιά, 300 δρχ. Και στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 το Μακρυχώρι, όντας κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα, βρέθηκε πάλι σε δύσκολη και επισφαλή θέση. Αυτή τη φορά όμως ο ελληνικός στρατός ήταν ο επιτιθέμενος και μετά τις πρώτες νικηφόρες συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, κυρίως στο Σαραντάπορο, διαφαινόταν ότι θα είναι ο τελικός νικητής του πολέμου. Η συμμετοχή του Μακρυχωρίου και των κατοίκων του στον πόλεμο αυτό ήταν πολλαπλή και άμεση. Ήδη λίγο πριν το 1912 στο κέντρο του οικισμού υπήρχε στρατόπεδο ευζώνων (προφορική μαρτυρία Κωστή Γ. Γιαννακόπουλου). Επίσης στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας, πίσω από το ύψωμα Γκόλια, υπήρχε εγκατεστημένος ελληνικός στρατός. Ερείπια των στρατώνων και εμφανή ίχνη πηγαδιού, απ’ όπου υδρευόταν το στρατόπεδο, υπάρχουν ακόμα στο μέρος εκείνο. Προς τα νότια του στρατοπέδου είχε κατασκευαστεί δρόμος, που οδηγούσε μέσω της Γυρτώνης στη Λάρισα, ίχνη του οποίου υπάρχουν ακόμα. Στη βόρεια πλευρά της κορυφογραμμής υπήρχε παρατηρητήριο και πυροβολείο, με θέα προς τη λεκάνη των Γόννων και τα υψώματα της Καλλιπεύκης. Εξάλλου οι κάτοικοι των Γόννων με την έναρξη του πολέμου είχαν μεταφερθεί, για λίγες ημέρες, στο Μακρυχώρι. Δεκάδες νέοι Μακρυχωρίτες υπηρέτησαν στο στρατό, ως κληρωτοί ή επίστρατοι, και πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Στις 4.12.1912 το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος «ομοφώνως εγκρίνει την αίτησιν των κατοίκων Μακρυχωρίου περί διαθέσεως 2.000 δρχ. διά την περίθαλψιν των οικογενειών των εκ της Κοινότητος Μακρυχωρίου επιστράτων». Κάποιοι δε από τους στρατιώτες αυτούς πρόσφεραν τη ζωή τους στον πόλεμο αυτό. Αυτοί ήταν οι Γεώργιος Δ. Αργυρίου, Γεώργιος Χ. Κατσιγιάννης, Γεώργιος Δ. Μάνδαλος και Αθανάσιος Σωτ. Μπενεχούτσος. Τα ονόματά τους είναι γραμμένα σε μαρμάρινη πλάκα, που φυλάσσεται σε βοηθητικό χώρο του ναού του Αγίου Θωμά. 1

Ιωάννης Ν. Πράπας, Οι Δήμαρχοι του Δήμου Νέσσωνος, σελ. 105


127

Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων και μέχρι τη συμμετοχή της Ελλάδος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο (1917) η Ελλάδα διατελούσε υπό επιστράτευση. Πολλοί Μακρυχωρίτες νέοι υπηρέτησαν στο διάστημα αυτό στο στρατό, ως κληρωτοί ή επίστρατοι. Έτσι η Κοινότητα Μακρυχωρίου στις 17.12.1915 αποφασίζει την παροχή βοήθειας «εις απόρους επιστράτους επ’ ευκαιρία των Χριστουγέννων» και στις 7.1.1916 αποφασίζει την παροχή βοήθειας «εις 66 οικογενείας επιστράτων και κληρωτών». Η Ελλάδα πήρε μέρος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους (Αυστρία, Βουλγαρία, Τουρκία) και ο ελληνικός στρατός πέτυχε σημαντική νίκη στη μάχη του Σκρα (1918) κατά των Βουλγάρων. Προέκταση του Α΄ παγκοσμίου πολέμου για την Ελλάδα ήταν η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και η μικρασιατική καταστροφή (1920-1922). Και σ’ αυτόν τον πόλεμο πολέμησαν πολλοί Μακρυχωρίτες στρατιώτες. Οι μεγαλύτεροι σήμερα στην ηλικία ακούγαμε πολλές φορές, μέχρι το 1980 περίπου, από χωριανούς στρατιώτες στον πόλεμο αυτό, ιστορίες από τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Σμύρνη, στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Εσκί Σεχίρ, στο Σαγγάριο και αλλού. Στον πόλεμο αυτό πρόσφεραν τη ζωή τους οι Μακρυχωρίτες Βασίλειος Α. Αναγνώστου, Ιωάννης Χ. Βλάγγας, Νικόλαος Γ. Γκατζούλης, Νικόλαος Ν. Γραμμουστιάνος, Λουκάς Δ. Ζέρβας, Λάμπρος Χ. Ζήσης, Λύσανδρος Θεόδ. Μπούτος, Ιωάννης Δ. Παρλάντζας, Ιωάννης Χ. Σαΐτης, Δημήτριος Κ. Σκουτής, Κων/νος Μ. Σουμπενιώτης, Νικόλαος Γ. Συκιώτης, Γεώργιος Β. Τριανταφύλλου, Δημήτριος Κ. Τσιτούρας, Δημήτριος Ι. Φαρμάκης και Αστέριος Γ. Χύττας. Και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) πολλοί νέοι του Μακρυχωρίου υπηρέτησαν στρατιώτες και πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Κάποιοι από αυτούς πρόσφεραν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Αυτοί ήταν οι Κωνσταντίνος Θω. Ζησόπουλος, Ηλίας Ν. Ζιώγας, Νικόλαος Χρ. Κρεμέτης, Ανδρέας Ιω. Μήλιος και Νικόλαος Ευ. Στρατόπουλος. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης (1941-44) πολλοί νέοι του Μακρυχωρίου εντάχθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί (Ε.Α.Μ, Ε.Δ.Ε.Σ. κ.ά.), στο πρώτο αντάρτικο, όπως ονομάστηκε. Εξάλλου η περίοδος αυτή, κυρίως η πρώτη χρονιά, χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη τροφίμων, από τη μεγάλη πείνα που ενέσκηψε, η οποία έπληξε και το Μακρυχώρι, καθώς η παραγωγική δραστηριότητα είχε σταματήσει λόγω του πολέμου. Το έτος 1941, το σαρανταένα, έγινε, και παραμένει ακόμα στη συνείδηση των Ελλήνων, ταυτόσημο με την έννοια πείνα. Θύματα των Γερμανών κατακτητών στη διάρκεια της κατοχής, μεμονωμένες εκτελέσεις στα πλαίσια αντιστασιακών δραστηριοτήτων ή


128

άλλων περιστάσεων, υπήρξαν και στο Μακρυχώρι. Οι Αθανάσιος Δ. Σουπεκιώτης και Γεώργιος Ιω. Φαρμάκης σκοτώθηκαν στα πλαίσια αντιστασιακών επιχειρήσεων κατά των Γερμανών. Γερμανοί επίσης σκότωσαν τον Ιωάννη Ευθ. Μπέλλο, που τον βρήκαν στα πρόβατά του, και το Θωμά Ραχώβα στη Βρύση του χωριού, μάλλον μετά από στιγμιαία διένεξη μεταξύ τους. Επίσης στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης σκοτώθηκαν, υπό αδιευκρίνιστες πάντως συνθήκες, ο Αθανάσιος Χρ. Βλάγκας, λίγο έξω από το χωριό, και Λεωνίδας Γ. Νάρης, εκτός περιοχής Μακρυχωρίου. Ομαδικές εκτελέσεις και ομαδικά γερμανικά αντίποινα δεν υπήρξαν ευτυχώς στο Μακρυχώρι. Ωστόσο, όταν δύο Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Μακρυχώρι, από Μακρυχωρίτες όπως διαπιστώθηκε, οι Γερμανοί αναζήτησαν τους εκτελεστές τους στο Μακρυχώρι και απείλησαν άμεσα το χωριό με ομαδικά αντίποινα. Τότε ο Αθηναίος δικηγόρος Κωνσταντίνος Λάμπρου, γνώστης της Γερμανικής γλώσσας, που διέμενε εκείνον τον καιρό στο χωριό, έσωσε το Μακρυχώρι από μεγάλη καταστροφή. Έπεισε τους Γερμανούς ότι οι στρατιώτες τους δε σκοτώθηκαν στο Μακρυχώρι και ότι πέρασαν από εδώ και έφυγαν προς άλλη κατεύθυνση. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου τον Αύγουστο του 1950 ανακήρυξε τον Κωνσταντίνο Λάμπρου επίτιμο δημότη του Μακρυχωρίου και το Δ.Σ. του Δήμου Μακρυχωρίου το 2001 έδωσε το όνομά του στο δρόμο μπροστά στην κεντρική πλατεία και τα καταστήματα. Υπήρξαν ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες χωριανών, και κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι και μεμονωμένοι, που η διάθεση και η συμεριφορά τους προς τους κατακτητές ήταν όχι απλά συμπεριφορά ανοχής, αλλά συμπεριφορά αποδοχής και όχι μόνο. Ίσως λιποψύχησαν ή, το πιθανότερο, πίστεψαν ότι η κατοχή θα είναι διαρκής και μόνιμη και έσπευσαν να αντλήσουν από τους κατακτητές ισχύ και δυνατότητα επιρροής προς άλλους. Η συμπεριφορά τους κρίθηκε ανεπίτρεπτη και κάποιοι από αυτούς τιμωρήθηκαν με τη ζωή τους από αντιστασιακούς αντάρτες. Ο οδυνηρός εμφύλιος πόλεμος, το δεύτερο αντάρτικο, που ακολούθησε (1945-1949) μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς έπληξε βέβαια και το Μακρυχώρι, όπως και όλη τη χώρα. Ο κόσμος «είχε κοπεί στα δύο». Άλλοι κατατάσσονταν και υπηρετούσαν στον επίσημο στρατό του κράτους, τον Εθνικό στρατό, άλλοι, που πίστευαν στο κομμουνιστικό κοινωνικό σύστημα, έπαιρναν τα όπλα και εντάσσονταν στο στρατό των ανταρτών, το Δημοκρατικό στρατό. Υπήρχαν και κάποιοι που συγκροτούσαν και εντάσσονταν σε παρακρατικές οργανώσεις, που δρούσαν κατά των ανταρτών. Και όσοι, οικογενειάρχες κυρίως, βρίσκονταν ανάμεσα, προσπαθούσαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση, αυτοί κινδύνευαν και


129

φυλάγονταν αγωνιωδώς από το μένος και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων. Οι ιδεολογικές διαφορές και αντιθέσεις, οι καχυποψίες και οι εμφυλιοπολεμικές τάσεις προϋπήρχαν και είχαν εκδηλωθεί ανάμεσα στα μέλη των οργανώσεων από την περίοδο της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης. Τα στοιχεία αυτά σταδιακά εξελίχθηκαν μετά το 1944 σε εμφύλιο πόλεμο, που ξεκίνησε, και για πολύν καιρό εκδηλωνόταν, με πολεμικές μικροσυγκρούσεις και αψιμαχίες και με αμοιβαίους σκοτωμούς, μεμονωμένους ή ομαδικούς, στο εσωτερικό της χώρας και σε κατοικημένες περιοχές και τελείωσε με γενικευμένο και τακτικό πόλεμο ανάμεσα στους στρατούς των δύο πλευρών στα βουνά της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Στις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις πολλοί Μακρυχωρίτες πήραν μέρος και πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους. Από τους υπηρετούντες στον Εθνικό στρατό σκοτώθηκαν σε διάφορες μάχες οι στρατιώτες Κωνσταντίνος Δημ. κατσιγιάννης, Νικόλαος Αστ. Κατσιγιάννης, Βασίλειος Α. Πελεκούδας, Αθανάσιος Δ. Ρόμπας και Θωμάς Φ. Σινάπαλος. Από την πλευρά των ανταρτών και τους ενταγμένους στο Δημοκρατικό στρατό έχασαν τη ζωή τους, σε μάχες ή σε μεμονωμένα περιστατικά υπό διάφορες συνθήκες, οι Ιωάννα Αναστασίου, Ιωάννης Αναστασίου, Γεώργιος Δ. Ανδρέου, Δημήτριος Κ. Γεωργάκης, Παναγιώτης Αθ. Ζέρβας, Ευάγγελος Ηλίας ή Λιάιδας, Μάρκος Ηλίας ή Λιάιδας, Αθανάσιος Μάρκος, Αθανάσιος Μπουροτζίκας, ο επονομαζόμενος και Περονόσπορος, Γεώργιος Κ. Παλάτος, Ιωάννης Ευ. Παρλάντζας, Αντώνιος Αστ. Ρόμπας, Παναγιώτης Γ. Σαΐτης, Νικόλαος Σεληγκούνας, Δημήτριος Απ. Σκουτής, Γεώργιος Δ. Σουπεκιώτης, Λάζαρος Αθ. Στρατόπουλος, Δήμητρα Αν. Τσιάνη, Ηλίας Αν. Τσιάνης, Μιχαήλ Κ. Φαρμάκης και Χρήστος Κ. Φαρμάκης. Οι Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος και Αστέριος Σεληγκούνας μετά την ουσιαστική λήξη του πολέμου δεν παραδόθηκαν και δεν κατέθεσαν αμέσως τον οπλισμό τους. Προβληματίζονταν αν θα επιστρέψουν και μείνουν στον τόπο τους ή αν θα εκπατρισθούν σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι συναγωνιστές τους. Στη φάση αυτή σκοτώθηκαν από το Στρατό σε επιχείρηση που έκανε να τους συλλάβει, όταν πληροφορήθηκε την παρουσία τους σε περιοχή της Καρακόπετρας. Ειδικά ο Κωτσιόπουλος συνελήφθη τραυματίας και σκοτώθηκε μετά τη σύλληψή του, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες. Πολλοί νέοι από αυτούς που εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό στρατό είχαν στρατολογηθεί από τους αντάρτες χωρίς τη θέλησή τους. Οι περισσότεροι από αυτούς απέδρασαν, άλλος γρηγορότερα, άλλος αργότερα, και γύρισαν στα σπίτια τους. Κάποιοι άλλοι απ’ αυτούς ή επέλεξαν να παραμείνουν εκεί ή δεν μπόρεσαν, παρά την επιθυμία τους, να φύγουν. Στην


130

κατηγορία αυτή ανήκουν από τους αναγραφέντες οι Γεώργιος Ανδρέου, Γεώργιος Παλάτος, Αντώνιος Ρόμπας, ίσως και άλλοι. Από εξοστρακισμό αδέσποτης σφαίρας στρατιωτών, που έβαλλαν από κοντινή απόσταση μέσα στο χωριό, επιδιώκοντας να αποτρέψουν πιθανή επίθεση ανταρτών, σκοτώθηκε το 1948 και μία γυναίκα, η Δάφνη Λιούπα, σύζυγος Γεωργίου Λιούπα, που σκούπιζε την ώρα εκείνη την αυλή του σπιτιού τους. Μετά την ήττα των ανταρτών και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου πολλοί αντάρτες εκπατρίσθηκαν και προσέφυγαν σε κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κάποιοι απ’ αυτούς επαναπατρίσθηκαν μετά από χρόνια. Μακρυχωρίτες που επαναπατρίσθηκαν και γύρισαν στο χωριό, μόνοι τους ή με τις οικογένειές τους που εν τω μεταξύ είχαν δημιουργήσει, ήταν οι Χρήστος Σουπεκιώτης, το 1959, και περί το 1980 οι Χρήστος Ιω. Κατσιγιάννης, Αστέριος Συμπεθέρης, Δημήτριος Τζανέκας, Χρήστος Τσιάκος και Γεώργιος Κ. Φαρμάκης. Αλλά το κορυφαίο, ακραίο και σημαδιακό γεγονός του εμφυλίου πολέμου για το Μακρυχώρι είναι η σφαγή της 6ης Αυγούστου 1946. Τη μέρα εκείνη ένοπλες παρακρατικές ομάδες, με επικεφαλής «το Σούρλα τον περιβόητο», που ονομάστηκαν γι’ αυτό Σουρλικοί ή Σουρλάδες, ανεξέλεγκτες, ίσως και λόγω αδυναμίας, από την τότε επίσημη Πολιτεία, ήρθαν στην περιοχή του Μακρυχωρίου, με σκοπό να συλλάβουν, να τιμωρήσουν και να εκδικηθούν αριστερούς αντάρτες και κομμουνιστές. Λίγες μέρες νωρίτερα στην περιοχή του Παραποτάμου, στο καράβι που λειτουργούσε στον Πηνειό, μέλη αυτών των ομάδων, πορευόμενοι προς την περιοχή των Γόννων, δέχτηκαν επίθεση από αντάρτες της περιοχής. Στη συμπλοκή αυτή σκοτώθηκαν συγγενικά πρόσωπα μελών των ομάδων αυτών. Φορτισμένοι λοιπόν από το θάνατο των συγγενών τους και υπό το κράτος του εμφυλιοπολεμικού μένους δολοφόνησαν περισσότερους από δεκαπέντε αθώους νέους άνδρες του Μακρυχωρίου και έκαψαν περισσότερα από δέκα σπίτια το ίδιο αθώων Μακρυχωριτών. Έπιασαν όσους βρήκαν ανυποψίαστους στα χωράφια τους ή στα πρόβατά τους ή στα σπίτια τους και τους εκτέλεσαν ομαδικά με μαχαίρι και πιστόλι, χωρίς καν να εξετάσουν την ιδεολογία τους ή την εμφυλιοπολεμική τους δράση, αφήνοντας πίσω χήρες με νεογέννητα ή με παιδιά στην κοιλιά τους ακόμα. Ο Μακρυχωρίτης Κωνσταντίνος Γ. Παλάτος σε αυτοβιογραφικές σημειώσεις του γράφει για το γεγονός αυτό με το παραστατικό του ύφος. «Έρχεται η μαύρη και τρομερή ημέρα 6 Αυγούστου 1946. Καταφθάνουν ώρα 8-9 το πρωί 5-6 αυτοκίνητα φορτηγά με το Σούρλα τον περιβόητο…, όπου ζώσαν καλά όλο το χωριό, σφάξαν πρόβατα, ψήσαν στο φούρνο και πολύ καλά γλέντησαν όλοι τους και κατόπιν άρχισαν το πλιατσικολόγημα και κατόπιν βάλαν φωτιά σε αθώα σπίτια και σφάξαν αθώους ανθρώπους». Και


131

«6 Αυγούστου οι Σουρλάδες στο Μακρυχώρι σφάξαν με το μαχαίρι και το πιστόλι και φωτιά με τον πλέον φρικτόν και άγριον τρόπο ως άλλοι Νέρωνες». Τα θύματα της σφαγής αυτής ήταν οι: Βασίλειος Ανδρέου, Σπύρος Βλάγκας, Γεώργιος Γκρέτσης, Αστέριος Δαρδακούλης, Ελευθέριος Ζιώγας, Αστέριος Ζούλφος, Νικόλαος Ζούλφος, Ιωάννης Ήλος, Σπύρος Μπουροτζίκας, Ευάγγελος Αθ. Πατσιούρας, Νικόλαος Στογιάννης, Διονύσιος Τσικρικώνης, Γεώργιος Τσιτσούλης, Βασίλειος Φουσίκας (Γιαννουλίκας), Βασίλειος Χαλάτσης, Ιωάννης Χαλάτσης και ο Αμπελωνίτης, καρροποιός στο Μακρυχώρι, Νικόλαος Χάμπογλου. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και η Αγορίτσα Λιούπα, σύζυγος του Κων/νου, η οποία, όταν έβαλαν φωτιά στο σπίτι της, αρνήθηκε να βγει έξω και κάηκε ζωντανή προσπαθώντας με τενεκέδες να τη σβήσει. Κατά τον Κων/νο Παλάτο ο Αστυνόμος της περιοχής την εποχή εκείνη Βασίλειος Λιάτσος έλεγε: «φουτ-μπολ κατάντησε ο κοσμάκης, τη μέρα εμείς, τη νύχτα οι κατσιαπλιάδες, τι θα γίνει αυτή η κατάστασις; Σφάξε κάψε εμείς, σφάξε κάψε οι κατσιαπλιάδες, και όταν θα τους χρειαστούμε, πού θα τους βρούμε;». Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση αυτή ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης. «Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος… Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες και αμέτρητες συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα, όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου»1. «Ο πόλεμος γίνεται δάσκαλος της βίας και ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους»2. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο χειρότερος και ο οδυνηρότερος πόλεμος.

Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Βασικές επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων του Μακρυχωρίου, από τη σύστασή του ως οικισμού μέχρι και σήμερα, ήταν, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο σχετικό κεφάλαιο, η γ ε ω ρ γ ί α και η κ τ η ν ο τ ρ ο φ ί α . Υπήρχαν βέβαια και επαγγέλματα τεχνικού χαρακτήρα, β ι ο τ ε χ ν ι κ ά , που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία και την ύπαρξη της κοινότητας. Το ε μ π ό ρ ι ο , δηλαδή η μεταφορά και διάθεση αγαθών από και σε άλλα μέρη, ήταν από ανύπαρκτο έως πολύ περιορισμένο.

, Θουκ. Γ, 82, μετάφραση Αγγ. Βλάχου.

1 2


132

Γενικά η οικονομική δραστηριότητα ήταν «κλειστή», είχε τοπικό χαρακτήρα. Τα παραγόμενα αγαθά καταναλώνονταν κυρίως από τους ίδιους τους παραγωγούς τους. Και όποια ανταλλαγή προϊόντων υπήρχε είχε χαρακτήρα τοπικό, ανταλλάσσονταν δηλαδή προϊόντα παραγόμενα στο Μακρυχώρι ή και στα γύρω χωριά, και, επειδή ο κόσμος δεν είχε αρκετά χρήματα, μετρητά, γινόταν είδος με είδος (αντιπραγματισμός). Ωστόσο υπήρχαν και λίγα μικρά καταστήματα (μαγαζιά), όπου μπορούσε να προμηθευτεί κανείς βασικά προίόντα, παραγόμενα αλλού, όπως αλάτι, ζάχαρη, ρύζι, ζυμαρικά και άλλα απαραίτητα αγαθά. Τα γενικά αυτά στοιχεία υπήρχαν και χαρακτήριζαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950 την οικονομική ζωή του Μακρυχωρίου και της γύρω περιοχής με κάποιες ίσως επιμέρους, κατά τόπους και κατά καιρούς, διαφοροποιήσεις. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και κυρίως μετά το 1970 σημειώθηκε, ως γνωστόν, στη χώρα μας ραγδαία και μεγάλη οικονομική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ να εκθέσω, κάπως αναλυτικά, στοιχεία της οικονομικής δραστηριότητας των Μακρυχωριτών και να σκιαγραφήσω το επίπεδο και την ποιότητα της ζωής τους, για να θυμηθούμε οι παλαιότεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι. Η έκθεση αυτή θα καλύπτει την περίοδο μέχρι και τη δεκαετία του 1960 περίπου. Όποια σχετική αναφορά θα γίνει για την περίοδο μετά το 1970 θα είναι γενική και συνοπτική, καθώς η οικονομική κατάσταση από τότε μέχρι τώρα δεν έχει αλλάξει πολύ και είναι επομένως γνωστή.

Ζ1. Γεωργία Βασικές γ ε ω ρ γ ι κ έ ς καλλιέργειες ήταν τα δημητριακά (Δήμητρα → δημητριακά), κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι και σε μικρότερη έκταση ο αραβόσιτος (καλαμπόκι), η σίκαλη (βρίζα) και η βρόμη. Άλλες καλλιέργειες ήταν τα αμπέλια, το σουσάμι, τα μποστανοειδή (καρπούζια, πεπόνια), τα κουκκιά, ο βίκος, το λαθούρι. Επίσης ο καπνός (το καπνό ή τα καπνά) και το βαμπάκι. Η καλλιέργεια καρποφόρων-οπωροφόρων δέντρων (ελιά, αμυγδαλιά, βερικοκιά, αχλαδιά κ.ά.) μέχρι και τη δεκαετία του 1950 ήταν πολύ περιορισμένη. «Έβαζαν» και λαχανικά στους μπαχτσέδες, στα οικόπεδα των σπιτιών τους ή στην περιοχή της Βρύσης του χωριού, όπου υπήρχε διαθέσιμο νερό. Όλες αυτές οι καλλιέργειες γίνονταν με ανθρώπινη χειρωνακτική εργασία (με την τσάπα) και με τα ζώα (βόδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια), που έσερναν διάφορα εργαλεία, το αλέτρι, τη σβάρνα, τη δοκάνη, το κάρο για τις μεταφορές κ.ά.


133

Τα προϊόντα των καλλιεργειών αυτών, σχεδόν στο σύνολό τους, προορίζονταν για ιδία, οικιακή, χρήση, για τη διατροφή των ανθρώπων και για ζωοτροφές. Τυχόν περίσσευμα προϊόντων, κυρίως των δημητριακών, καθώς και το βαμπάκι και το καπνό τα διέθεταν οι παραγωγοί για ανταλλαγή και απόκτηση άλλων αγαθών ή τα πουλούσαν στο εμπόριο για απόκτηση χρημάτων. − Η καλλιέργεια των σιτηρών (σιτάρι, κριθάρι) απαιτούσε ενασχόληση του γεωργού σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έτους. Από το χειμώνα, Δεκέμβριο και μετά, ως το επόμενο φθινόπωρο, που θα έσπερναν τα χωράφια τους, οι γεωργοί όργωναν τα χωράφια τους (όσα είχαν αφήσει άσπαρτα την προηγούμενη χρονιά) τουλάχιστον τρεις φορές. Το όργωμα (άροση) γινόταν με αλέτρι, ξυλάλετρο ή σιδερένιο, που το έσερναν βόδια, άλογα ή μουλάρια και σπανιότερα γαϊδούρια. Τα βόδια ή τα άλογα (αροτήρες βόες και ίπποι) έσερναν το αλέτρι, με το υνί του μπηγμένο στο χώμα του χωραφιού σε βάθος 20 εκατοστών περίπου, ανά δύο, ανά ζευγάρι, γι’ αυτό το όργωμα λεγόταν και ζευγάρισμα. Τα καθοδηγούσε, ακολουθώντας πίσω τους, ο γεωργός με ειδικούς ιμάντες (λουριά) ή χοντρά σχοινιά (τριχιές), τα ηνία (γκισγκ-ήνια), ενώ ταυτόχρονα κρατούσε σε σταθερή θέση το αλέτρι με τα χέρια του από ειδικές λαβές του αλετριού, τις «χειρολάβες». Τα παιδιά (αγόρια) των γεωργών από τα δεκατέσσερά τους χρόνια συνήθως «έμπαιναν στη χειρολάβα». Από τη δεκαετία του 1920 στο Μακρυχώρι ο αριθμός των βοδιών μειωνόταν και αυξανόταν ο αριθμός των αλόγων και των μουλαριών. Στη δεκαετία του 1940 η ύπαρξη «βοών αροτήρων» ήταν σχεδόν μηδενική. Το όργωμα των χωραφιών με τα μέσα αυτά απαιτούσε πολύ κόπο, για τους ανθρώπους και για τα ζώα, και πολύ χρόνο. Για το λόγο αυτό οι γεωργοί καλλιεργούσαν εναλλάξ ανά έτος ένα μέρος των χωραφιών τους, ενώ τα άλλα τα άφηναν ακαλλιέργητα (μπαΐρια) και τα βοσκούσαν τα πρόβατα. Εξάλλου μέχρι και το 1950 περίπου λιπάσματα δεν υπήρχαν και τα χωράφια είχαν ανάγκη από «ξεκούραση», αγρανάπαυση, ώστε να μπορούν να έχουν κάθε δεύτερη χρονιά καλύτερη απόδοση. Από το 1950 περίπου οι συνθήκες αυτές άρχισαν να βελτιώνονται. Οι Μακρυχωρίτες άρχισαν να αγοράζουν, σποραδικά στη δεκαετία του 1950 όλο και περισσότεροι αργότερα, μηχανοκίνητους γεωργικούς ελκυστήρες, τα τρακτέρ, που όργωναν το χώμα βαθύτερα με αλέτρια βαριά και με μεγαλύτερα και περισσότερα από ένα υνιά. Οι πρώτοι που αγόρασαν τρακτέρ στο Μακρυχώρι ήταν οι οικογένειες Δημητρίου Γκρέτση, Διονυσίου Διονυσίου και Ιωάννη Νταβέλη από κοινού, η οικογένεια Χαράλαμπου Γεωργόπουλου, οι οικογένειες Κων/νου Γιαννακόπουλου, Επαμεινώνδα Γιαννακόπουλου,


134

Λάζου και σιγά-σιγά και άλλοι1. Εξάλλου προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε σταδιακά και η χρήση λιπασμάτων στα χωράφια. Έτσι μετά το 1960 καλλιεργούνται με σιτηρά περισσότερες εκτάσεις και η καλλιέργειά τους έγινε λιγότερο κουραστική και περισσότερο αποδοτική. Και η σπορά (ο σπαρτός) των σιτηρών γινόταν με τα ίδια μέσα. Γινόταν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο μήνα. Ο σπόρος ήταν μέρος της παραγωγής της προηγούμενης χρονιάς, που διαχωριζόταν από ξένους σπόρους, (καθαριζόταν), με ειδικό μηχάνημα, το καθαριστήριο, και απολυμαινόταν από διάφορα μικρόβια με γαλαζόπετρα ή δαυλιτίνη. Ο σπόρος ριχνόταν στο χωράφι με το χέρι του γεωργού. Έβαζαν ποσότητα σπόρου σε ειδικά διασκευασμένο σακί, το σπειροσάκι, το οποίο κρεμούσαν από τον αριστερό ώμο και το κρατούσαν ταυτόχρονα με το αριστερό χέρι. Από το σπειροσάκι με τη χούφτα του δεξιού χεριού έπαιρναν σπόρο και περπατώντας τον διασκόρπιζαν σε όλο το χωράφι, κρατώντας ένα σταθερό ρυθμό στο βηματισμό τους και στην κίνηση του χεριού τους, ώστε ο σπόρος να διασκορπίζεται με την ίδια αναλογία σε όλη την έκταση του χωραφιού. Μετά το ρίξιμο ακολουθούσε και το σκέπασμα του σπόρου. Το σκέπασμα γινόταν με ειδικό δίυνο αλέτρι, το «δίνο», που έφερε δυο μικρά υνιά και όργωνε επιφανειακά το σπαρμένο χωράφι. Ακολουθούσε το σβάρνισμα του χωραφιού με σιδερένια σβάρνα, που έφερε κατά κανονικά διαστήματα σιδερένιες αιχμές 10-15 εκατοστών, για να σπάζει τα σβόλια, ήταν δηλαδή βολοκόπος, και να ψιλοχωματίζει το χωράφι. Οι σπαρτικές μηχανές συρόμενες από τρακτέρ αντικατέστησαν από το 1960 περίπου και το σπειροσάκι και το γεωργό-σπορέα και κατέστησαν και αυτή την καλλιεργητική εργασία πιο ξεκούραστη και πιο αποδοτική. Η καλή σπορά και το καλό φύτρωμα των σπόρων ήταν, και είναι βέβαια, βασική προϋπόθεση για καλή απόδοση του χωραφιού, όπως και οι καλές καιρικές συνθήκες την άνοιξη. «Αν πάρει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά ’ναι για το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα». Και αν τύχαινε τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου να μη φυσήξει νότιος ζεστός άνεμος, «ο λίβας που καίει τα σπαρτά», τότε οι γεωργοί «είχαν καλή χρονιά». Η διαδικασία συγκομιδής των σιτηρών ήταν χρονοβόρα και πολύ κουραστική και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Ξεκινούσε από τα τέλη Μαΐου ή τις αρχές του Ιουνίου (του θεριστή) και τελείωνε τέλος Ιουλίου (του Λίγο πριν το 1940 οι Δημ. Γ. Αργυρίου και Κων/νος Π. Τσέτσιλας είχαν αγοράσει ένα τρακτέρ, το οποίο ήταν βραδυκίνητο, καθώς είχε τροχούς όχι ελαστικούς, αλλά μεταλλικούς, με μεταλλικά πέδιλα σαν ερπύστριες. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για καλλιέργεια χωραφιών και λίγα χρόνια αργότερα χρησιμοποιήθηκε μόνο για να κινεί τον αλευρόμυλο, που συνεταιρικά είχαν εγκαταστήσει στο χωριό. 1


135

αλωνάρη) ή και μέσα στον Αύγουστο. Περιλάμβανε δύο φάσεις, το θερισμό και τον αλωνισμό. Ο θερισμός (ο θέρος) ξεκινούσε στις αρχές Ιουνίου, για τα κριθάρια λίγες μέρες νωρίτερα, όταν ο καρπός είχε ωριμάσει, και κρατούσε δυο-τρεις εβδομάδες. Θεριστές ήταν οι ίδιοι οι παραγωγοί ή και άλλοι μισθωμένοι ειδικοί εργάτες. Θέριζαν με το δρεπάνι και το λελέκι (μη οδοντωτό δρεπάνι). Κάθε θεριστής θέριζε (έκοβε) μια σειρά του χωραφιού πλάτους 1-2 μέτρα και εναπόθετε τα στάχυα στο έδαφος χεριές-χεριές. Πίσω ακολουθούσε ο δέτης (μπαγλατζής), συνήθως ένας ανά δύο θεριστές, που μάζευε τις χεριές και τις έδενε σε δεμάτια. Ως υλικό για το δέσιμο (δεματικό) χρησιμοποιούσε, διασκευάζοντάς τα κατάλληλα, μέρος από τα ίδια θερισμένα φυτά. Ο θεριστής διευκολυνόταν από την παλαμαριά, ξύλινο συνήθως εργαλείο που προσαρμοζόταν, περίπου σαν γάντι, στα δάκτυλα και την παλάμη του αριστερού χεριού, το οποίο και προέκταση του χεριού αποτελούσε, ώστε να αγκαλιάζει περισσότερα στάχυα, και προστάτευε τα δάχτυλα και την παλάμη από το δρεπάνι που το «δούλευε» με το δεξί του. Ο δέτης διευκολυνόταν από τον κλιτσινίκο, ελαφρά καμπύλο ξύλινο εργαλείο με μήκος 30-40 εκ. και πλάτος 2x3 εκ. περίπου. Στη μία άκρη ήταν μυτερό και έφερε αμβλεία εγκοπή (κόκα). Βοηθούσε να γίνει το δέσιμο σφικτό και σταθερό. Όταν τελείωνε ο θερισμός του χωραφιού, μάζευαν τα δεμάτια σε σωρούς (θημωνιές) μέσα στο χωράφι, τοποθετώντας τα έτσι, ώστε να προστατεύεται ο καρπός (τα στάχυα) από τις βροχές ή από αδέσποτα ζώα. Η εργασία του θερισμού, καθώς γινόταν τις περισσότερες ώρες κάτω από καυτό ήλιο, ήταν πολύ κουραστική, εξαντλητική για τους θεριστές. Χαρακτηριστικές είναι κάποιες παροιμιακές φράσεις, όπως «ζόρι, γαμπρέ μ(ου), στο θέρο» ή «θέρος, τρύγος, πόλεμος» ή η παρατήρηση που γίνεται σε κάποιον πεινασμένο, όταν τρώει πολύ και με λαιμαργία, «τι τρως έτσι, στο θέρο σ’ είχα;». Θεωρώ εξάλλου σκόπιμο να αναφέρω εδώ ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο γινόταν ο θερισμός στη χώρα μας από χιλιάδες χρόνια πριν. Σχετική περιγραφή υπάρχει σε στίχους του Ομήρου, δηλαδή εδώ και 2.500 χρόνια περίπου, που αποτελούν μαρτυρία της διαχρονικότητας του πολιτισμού στον ελλαδικό χώρο. «Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω του βασιλικό, κι αργάτες θερίζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια· άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα, κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι δεματιαστάδες· κι ήτανε τρεις που τα δεμάτιαζαν, και πίσω τους αγόρια τρέχαν, μαζεύαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν, και τά ’διναν πιο πίσω· αμίλητος ο βασιλιάς στεκόταν με το ραβδί του απάνω στ’ όργωμα, βαθιά του αναγαλλιώντας.


136

Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το γιόμα». (ΙΛΙΑΔΑΣ Σ, στιχ. 550-558. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή. Ο Ήφαιστος κατασκευάζει και διακοσμεί την ασπίδα του Αχιλλέα με διάφορα θέματα από την κοινωνική ζωή.) Λίγο πριν το 1950 Μακρυχωρίτες με σχετικά μεγάλη κτηματική περιουσία προμηθεύτηκαν θεριστικές μηχανές. Η θεριστική μηχανή σύρονταν στο χωράφι από τέσσερα άλογα, τα οποία καθοδηγούσε ο οδηγός και χειριστής της μηχανής αγρότης, και με ειδικό κινούμενο μαχαίρι θέριζε τα σιτηρά. Τα θερισμένα φυτά μεταφέρονταν προς το πίσω μέρος της μηχανής με κυλιόμενο πλατύ ιμάντα, όπου ειδικός μηχανισμός τα έδενε αυτόματα με σκοινί, το μηχανόσκοινο, και με την πίεση ενός εξαρτήματος, του εξολκέα, τα έσπρωχνε και τα έριχνε στο έδαφος. Η μηχανή αυτή ήταν μια ανακούφιση για τους γεωργούς. Με την ίδια δυσκολία και τον ίδιο αγώνα γινόταν και ο αλωνισμός, τον Ιούλιο (αλωνάρη) μέχρι και τα μέσα του Αυγούστου. Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας του αλωνισμού ήταν ο «κουβάλος», η μεταφορά των δεματιών από τα θερισμένα χωράφια στους μεριάδες ανατολικά του χωριού. (Το μεγαλύτερο μέρος των μεριάδων αυτών τώρα έχει καλυφθεί από σπίτια). Τα δεμάτια τα μετέφεραν (τα κουβαλούσαν) με κάρα· κάρα μονά, με έναν άξονα και δύο τροχούς, που τα έσερνε ένα άλογο, και κάρα διπλά, με δύο άξονες και τέσσερις τροχούς, που τα έσερναν δύο άλογα (μονόκαρα, διπλόκαρα). Στο διπλόκαρο φόρτωναν και περισσότερα από 50 δεμάτια τοποθετώντας τα το ένα πάνω στο άλλο και σε ύψος δύο μέτρα και περισσότερο από τη βάση (πόρτα) του κάρου. Στη φόρτωση των δεματιών στο ύψος αυτό βοηθούσαν τα χάλπια, ειδικά γερά ξύλα με μήκος 2-2,5 μέτρα και πλάτος 5x 7 εκατοστά, τα οποία προσαρμόζονταν ανά τρία και όρθια στην κάθεμια από τις δύο πλευρές (παραπέτες) του κάρου, έτσι ώστε να τις προεκτείνουν προς τα πάνω. Τα χάλπια βοηθούσαν και στο δέσιμο του φορτίου, που γινόταν με χοντρά σκοινιά (τριχιές). Τα δεμάτια που κουβαλούσαν τα στοίβαζαν με τάξη και σειρά σε έναν μεγάλο σωρό, τη θημωνιά, απ’ όπου τα έπαιρναν μετά, για να τα αλωνίσουν. Σχετική απόφαση του Δήμου Νέσσωνος στις 10.4.1909 μας μεταφέρει στο κλίμα και τις αγωνίες της εποχής. Το Δ.Σ. χορηγεί πίστωση 400 δρχ. «δια την επισκευήν της οδού μεταξύ του χωρίου Μακρυχωρίου και Ραχμάν ήτοι ακριβώς εις την θέσιν Καρασλάρ ή Γκεντίκι προς αποκατάστασιν της ελευθέρας συγκοινωνίας καθόσον εκ των τελευταίων βροχών κατεστράφη η οδός αύτη και διεκόπη τελείως η συγκοινωνία πολλώ δε μάλλον καθόσον διά της οδού ταύτης θα μετακομισθώσιν οι δημητριακοί καρποί των κατοίκων του Μακρυχωρίου εκ των αγρών της θέσεως Ραχμάν εις δέματα οίτινες κάτοικοι διά μόνης της οδού ταύτης δύνανται να μεταφέρωσι άπαντα εν γένει τα


137

εισοδήματά των». Ορίζεται επιβλέπουσα επιτροπή του έργου από τους Κων/νο Μπούτο, Πέτρο Τσέτσιλα και Δημήτριο Γεωργόπουλο. Μέχρι και τη δεκαετία του 1920 τα σιτηρά, αλλά και άλλοι καρποί, όπως ο βίκος, τα κουκκιά, αλωνίζονταν με τη δοκάνη (αδοκάνη). Ο γεωργός έριχνε, λυμένα και σκόρπια, μια ποσότητα δεματιών σε μια κυκλική έκταση, το αλώνι, με διάμετρο 10-12 μέτρα περίπου, αφού προηγουμένως την είχε καθαρίσει από τις πέτρες, τα ξερά χορτάρια και αγκάθια. Στη μέση του αλωνιού αυτού υπήρχε μπηγμένος δυνατός πάσσαλος. Τα δεμάτια αυτά τα ποδοπατούσαν άλογα ή μουλάρια τρέχοντας επάνω τους με τρέξιμο σχετικά αργό, ρυθμικό και σταθερό. Τα ζώα ήταν συνδεμένα με τον πάσσαλο από το κεφάλι τους (από το καπίστρι) με ένα χοντρό σκοινί (τριχιά) ή ιμάντα και ελεγχόμενα από το γεωργό έτρεχαν πάνω στα στάχυα κυκλικά, από την περιφέρεια προς το κέντρο και ανάστροφα, καθώς το σκοινί τυλίγονταν και ξετυλίγονταν γύρω από τον πάσσαλο. Με το ποδοπάτημα αυτό, που λεγόταν τσιατμάς (ο γεωργός «βαρούσε τσιατμά»), τρίβονταν σε πρώτο στάδιο τα άχυρα και τα στάχυα και αποχωριζόταν μέρος του καρπού από τα στάχυα. Ακολουθούσε το τελικό τρίψιμο με τη δοκάνη. Ήταν ειδική βαριά ξύλινη σβάρνα, της οποίας η από κάτω επιφάνεια ήταν οδοντωτή, καθώς έφερε σταθερά σφηνωμένα «δόντια» από σκληρή πέτρα ή μέταλλο. Τη δοκάνη την έσερναν τα ζώα, μαζί με το γεωργό επάνω της που τα καθοδηγούσε, γύρωγύρω στο αλώνι, μέχρι να συνθλιβούν τα άχυρα και τα στάχυα και να χωριστεί όλος ο καρπός από τα στάχυα. Τα μικρά παιδιά, που ανέβαιναν κι αυτά «καβάλα» στη δοκάνη, πιο πολύ για να παίξουν και να διασκεδάσουν, προσαύξαναν το βάρος και την πίεση της δοκάνης. Μάζευαν μετά το αλωνισμένο αυτό υλικό, άχυρα και καρπό, σε ένα μέρος του αλωνιού και, όταν φυσούσε κατάλληλος αέρας, το λίχνιζαν. Με το λίχνισμα διαχωριζόταν ο καρπός από τα άχυρα. Μετά το λίχνισμα για τον τελικό διαχωρισμό του καρπού γινόταν το κοσκίνισμα, με κόσκινα μικρά ή και μεγάλα, τα δερμόνια. Μετέφεραν τέλος τον καρπό μέσα σε σακιά με το κάρο στο σπίτι και τον έβαζαν στις αποθήκες, τα αμπάρια, που ήταν κυρίως ειδικοί χώροι ενσωματωμένοι στο σπίτι και όχι αποθήκες έξω από το σπίτι. Μετά το 1920 εμφανίζεται στην περιοχή μας και αλωνιστική μηχανή, η πατόζα. Είναι βέβαιο ότι τέτοια μηχανή είχε την εποχή αυτή ο μεγαλοκτηματίας της Γυρτώνης Στυλιανός Παπαγεωργίου. Εξάλλου το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου στις 8.6.1922 αποφασίζει την επισκευή του δρόμου «Γκιντίκια-Μακρυχωρίου, διά να καταστή τοιουτοτρόπως εφικτή η μεταφορά των δημητριακών καρπών ως και της αλωνιστικής μηχανής προς αλωνισμόν αυτών». Αρχηγός της ομάδας εργασίας ορίζεται ο Μάρκος Ραχώβας. Η πατόζα ήταν ογκώδης και βαρύς μηχανισμός, περίπου σαν ένα μικρό λεοφωρείο, που έφερε τροχούς μικρούς και μετακινιόταν με μικρή ταχύτητα


138

συρόμενη με άλογα ή, αργότερα, με τρακτέρ. Το αλωνιστικό σύστημα έμπαινε σε λειτουργία με ατμομηχανή (ατμοκάζανο) ή με τη μηχανή ενός μεγάλου τρακτέρ, που του έδινε κίνηση από απόσταση 20 περίπου μέτρων μέσω ενός μεγάλου και δυνατού ιμάντα, που σύνδεε δύο τροχαλίες, μία του τρακτέρ και μία της πατόζας. Οι γεωργοί έστηναν τις θημωνιές ομαδικά, μία δίπλα στην άλλη, σε επιμήκεις σειρές 50-100 μέτρων, «τα τμήματα», αφήνοντας ανά μία θημωνιά χώρο, ώστε να χωράει ανάμεσά τους η αλωνιστική μηχανή. Η μηχανή έμπαινε ανάμεσα και κοντά σε δύο θημωνιές και τις αλώνιζε, πρώτα τη μία, μετά την άλλη. Μετά έμπαινε ανάμεσα σε άλλες δύο θημωνιές του ίδιου τμήματος, έκανε «μετακόμιση». Έτσι η μετακόμιση δεν απαιτούσε πολύ χρόνο. Εργάτες έριχναν τα δεμάτια σε υποδοχή στο πάνω μέρος της μηχανής, όπου τα οδηγούσε ειδικό κυλιόμενο σύστημα, και στο κάτω μέρος έβγαινε καθαρός ο καρπός σε ένα στόμιο και σε άλλο στόμιο τα σκύβαλα (σπασμένοι καρποί και καρποί άλλων φυτών), που προορίζονταν για ζωοτροφή. Στο πίσω μέρος της μηχανής από ένα φαρδύ και μακρύ σωλήνα έβγαιναν ψιλοκομμένα τα άχυρα, τα οποία δημιουργούσαν ένα μεγάλο σωρό, το «λαμνί». Η πατόζα διευκόλυνε βέβαια πολύ τον αλωνισμό. Ωστόσο παράλληλα μ’ αυτή λειτουργούσε και η δοκάνη μέχρι και τη δεκαετία του 1930 χωρίς να εκλείψει εντελώς και στη δεκαετία του 1940. Μετά τη μεταφορά του καρπού στα αμπάρια του ο γεωργός μετέφερε και το άχυρο στον αχυρώνα (στην αχυρώνα έλεγαν οι Μακρυχωρίτες). Το μετέφεραν με το κάρο, το οποίο για τη μεταφορά αυτή έφερε «καλαμωτό». Ήταν ένα δίχτυ (πλέγμα) συρμάτινο ή νημάτινο, το οποίο προσαρμοζόταν και προσδενόταν στην καρότσα του κάρου και στα έξι χάλπια, ώστε να προεκτείνει σε ύψος και πλάτος την καρότσα και να χωράει μεγάλη ποσότητα άχυρου. Το φόρτωναν πεπιεσμένο στο καλαμωτό με ειδικό μεγάλο καρπολόι, τη δικούλα, και με το ίδιο εργαλείο το άδειαζαν στον αχυρώνα από ειδικό στόμιο (παράθυρο) που είχε ο αχυρώνας προς την πλευρά του δρόμου. Το άχυρο το έτρωγαν το χειμώνα τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια), αλλά είχε και άλλες χρήσεις· το έκαιγαν οι νοικοκυρές στη γάστρα, για να ψήνουν το ψωμί ή την πίτα, και το έστρωναν οι κτηνοτρόφοι στο μαντρί το χειμώνα, όπως και τώρα, για να έχουν τα πρόβατα ζέστη και καθαριότητα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η μεταφορά και αποθήκευση του άχυρου έγινε πιο εύκολη, καθώς λειτούργησαν από τότε ειδικές μηχανές-πρέσες (μπαλομηχανές), που πίεζαν το άχυρο και το έκαναν δέματα (μπάλες). Στ’ αλώνια στους μεριάδες του χωριού μας, για τρεις περίπου μήνες κάθε καλοκαίρι, ένα πανηγύρι γινόταν. Αυτήν την εικόνα κρατάω μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια στη δεκαετία του 1950. Ένα πανηγύρι με τους γεωργούς, τα ζώα και τα κάρα, που πηγαινογύριζαν στα χωράφια, για να κουβαλήσουν τα δεμάτια, ή ανεβοκατέβαιναν στα σπίτια και στ’ αλώνια τους, για να ρίξουν τον καρπό στ’ αμπάρια και το άχυρο στον αχυρώνα· με τους


139

χειριστές και τους εργάτες, που παρακολουθούσαν αν δουλεύουν καλά το βαρύ τρακτέρ, το μακρύ λουρί και ο αλωνιστικός μηχανισμός ή μέσα στον καυτό ήλιο και το δυνατό θόρυβο των μηχανημάτων τάιζαν όλη τη μέρα με δεμάτια την πατόζα και τσουβάλιαζαν τον αλωνισμένο καρπό· και με τους χειριστές και τους εργάτες, λίγο πιο πέρα δίπλα στο λαμνί, της μπαλομηχανής που έδενε το άχυρο. Και το πανηγύρι συμπλήρωναν τα μικρά παδιά, κυρίως αγόρια, που κατέβαιναν από το χωριό, συνήθως ξυπόλυτα, για να φέρουν στους εργάτες το φαγητό που ετοίμαζε η νοικοκυρά στο σπίτι, πολύ συχνά το δροσιστικό σκορδάρι· τα παιδιά που κατέβαιναν, πιο πολύ για να παίξουν ανεβαίνοντας «καβάλα» στη δοκάνη, που αλώνιζε ακόμα την εποχή εκείνη το βίκο ή τα κουκκιά, ή κυνηγώντας να καπακώσουν και να πιάσουν με τη χούφτα τους ακρίδες ή σημαδεύοντας με τη σφεντόνα, «το λάστιχο», τα σπουργίτια που κατέβαιναν, για να κλέψουν σπόρους σιταριού· για να παίξουν ακόμα μαζεύοντας σπόρους σιταριού από το στόμιο της μυρμηγκοφωλιάς, για να αγοράσουν κορόμηλα, καΐσια, σύκα και άλλα φρούτα, που έφερναν εκεί με τα ζώα τους και πουλούσαν είδος με είδος Αμπελακιώτες ή Συκουριώτες παραγωγοί· τα παιδιά που συχνά σταματούσαν προς στιγμήν το παιχνίδι τους σκύβοντας να βγάλουν κάποιο οδυνηρό αγκάθι που είχε καρφωθεί στις γυμνές πατούσες τους. Έμπαιναν ακόμα στο πανηγύρι και επαγγελματίες του χωριού (χαλκιάς, πεταλωτής, κουρέας και άλλοι), που δούλευαν με κοντότα και κατέβαιναν τώρα με τα ζώα τους να φορτώσουν και να πάρουν το δικαίωμα που τους όφειλαν οι παραγωγοί. Και το πανηγύρι ολοκλήρωναν τα γαϊδούρια, τα οποία σαμαρωμένα, έτοιμα να κάνουν κάποια μεταφορά, ή ξεσαμάρωτα γυρόφερναν πιο πέρα από τις θημωνιές, λυμένα ή περδικλωμένα με τριχιά στα μπροστινά τους πόδια ή «μακροσκοινισμένα από το παλούκι», και δάγκωναν προσεκτικά τις κορυφές ξερών αγκαθιών, για να μετριάσουν την πείνα τους, ή όχι σπάνια φρόντιζαν έμπρακτα ενώπιον όλων, φυσικά και «ξεδιάντροπα σαν τα γομάρια», για τη αναπαραγωγή του είδους τους. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 την πατόζα άρχισε να την εκτοπίζει η κομπίνα, η αλωνιστική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει ταυτόχρονα τα σιτηρά στο χωράφι. Τις πρώτες κομπίνες στο Μακρυχώρι αγόρασαν από κοινού οι οικογένειες Δημ. Τσιμογιάννη-Γ. Κυρίτση, τη μία, και Δημ. Αργυρίου (Θάνου), Κωνσταντίνου (Κωστή) Γιαννακόπουλου και Κωνσταντίνου Τσέτσιλα, την άλλη. Μέχρι το 1960 αγοράστηκαν και άλλες τέτοιες μηχανές (Διονυσίου, Δ. Μπούτος) και η πατόζα αντικαταστάθηκε εντελώς. Η μεταφορά του καρπού γινόταν τώρα με τρακτέρ ή και φορτηγά αυτοκίνητα. Τα γεμάτα σακιά που άφηνε πίσω της η κομπίνα τα φόρτωναν στην καρότσα και τα ξεφόρτωναν και τα άδειαζαν στο αμπάρι του γεωργού. Τη δουλειά αυτή την έκαναν εργάτες, οι χαμάληδες, άνδρες γεροί, άνδρες παλικάρια, που από το πρωί ως το βράδυ φόρτωναν και ξεφόρτωναν σακιά βάρους εκατό οκάδων περίπου το καθένα, που σταματούσαν μόνο για λίγο,


140

για ένα κολατσιό στο πόδι, που ξεκουράζονταν μόνο καβάλα στην πλατφόρμα την ώρα της μεταφοράς ή ανακουφίζονταν από ένα-δύο τσίπουρα, που τους πρόσφερε συνήθως η νοικοκυρά του σπιτιού τη στιγμή που έβγαιναν από το αμπάρι με αδειασμένο το σακί στο χέρι τους. − Η καλλιέργεια του καλαμποκιού ήταν πιο περιορισμένη από την καλλιέργεια των σιτηρών. Το καλλιεργούσαν κυρίως στην τοποθεσία Γιαλντάς, όπου υπήρχε και το καλοκαίρι υγρασία, κοντά στον Πηνειό και αμφίπλευρα της Καλάμτσιας λίγο πριν την εκβολή της στον Πηνειό. Η σπορά γινόταν με το χέρι σε αυλάκια μικρού βάθους, που άνοιγε και έκλεινε το αλέτρι· με το χέρι και την τσάπα και η καλλιέργεια (σκαλίσματα), με το χέρι και η συλλογή του καρπού, το «σπάσιμο του καλαμποκιού» ρόκα-ρόκα. Ακολουθούσε η αφαίρεση των φύλλων γύρω από τη ρόκα και το στέγνωμα του καλαμποκιού στον ήλιο και στον αέρα. Ο διαχωρισμός του καρπού από το στέλεχος (κουκούτσι) γινόταν επίσης με το χέρι. Κρατούσαν τη ρόκα όρθια (κάθετη) ακουμπισμένη στο δάπεδο ενός κλειστού χώρου και χτυπούσαν τον καρπό με ένα σχετικά λεπτό σιδερένιο αντικείμενο. Έτσι ο καρπός αποχωριζόταν, ξεκολλούσε, από το κουκούτσι. Τα κουκούτσια τα έκαιγαν οι νοικοκυρές στη γάστρα και στο φούρνο για το ψήσιμο ψωμιού και πίτας και τα καλαμποκόφυλλα (καλαμκόφλα) ήταν τροφή για τα ζώα, κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, και υλικό για να «γεμίζουν» στρώματα, στα οποία να ξαπλώνουν και να κοιμούνται. − Αμπέλια οι Μακρυχωρίτες καλλιεργούσαν σε περιοχές, βόρεια και ανατολικά του χωριού, που ονομάζονταν για το λόγο αυτό Αμπέλια. Η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν πολύ επίπονη με το φύτεμα του φυτού, το μπόλιασμα και το μεγάλωμά του για 3-4 χρόνια, μέχρι την περίοδο της καρποφορίας, με το ετήσιο κλάδεμα, το ψέκασμα με θειάφι (θειάφισμα, τάφιασμα – τιάφι, κιάφι), το βλαστολόγημα και προπαντός με το σκάψιμο δυο-τρεις φορές το χρόνο. Για το βαθύ σκάψιμο του αμπελοχώραφου υπήρχαν ειδικές τσάπες (αμπελότσαπες), μεγαλύτερες (πιο πλατιές) από εκείνες του σκαλίσματος και μερικές φορές διχαλωτές (δικράνια). Για ένα περίπου μήνα, τον Αύγουστο, έτρωγαν σταφύλια ως φρούτο και το Σεπτέμβριο γινόταν ο τρύγος, μάζευαν (τρυγούσαν) όλα τα σταφύλια, καθώς είχαν πλέον ωριμάσει, και έφκιαναν το κρασί και το τσίπουρο, που ήταν βασικά στοιχεία της διατροφής τους και του νοικοκυριού τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι και το 1940 περίπου η Κοινότητα Μακρυχωρίου όριζε συγκεκριμένη ημέρα «συλλογής των σταφυλιών και τρυγητού». Ο περιορισμός αυτός είχε σχέση με την προστασία του προϊόντος από τους κλέφτες, περαστικούς και ντόπιους, και με τη διευκόλυνση του έργου των αγροφυλάκων. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου στις 13.7.1914 συζητά με θέμα «ορισμός ημέρας και εβδομάδος μεταβάσεως εις αμπέλους προς λήψιν


141

σταφυλών» και στις 29.8.1921 «ορίζει χρόνον τρυγητού την 13.9.1921 από ανατολάς ηλίου». Από το χυμό των σταφυλιών, το μούστο, έφκιαναν οι γυναίκες και ένα γλύκισμα, τη μουσταλευριά, ένα είδος πηχτής από μούστο, αλεύρι και ξηρούς καρπούς, αμύγδαλα, καρύδια, που ήταν άμεσης χρήσης, αλλά και το πετιμέζι. Το πετιμέζι ήταν πολύ γλυκός ζωμός από βρασμένο μούστο, με σκούρο κόκκινο χρώμα, πιο πηχτός από το νερό, πιο αραιός από το σιρόπι, που ήταν τροφή διαρκείας και τρωγόταν συνήθως με επάλειψη στο ψωμί. − Ευρεία καλλιέργεια καπνού (καπνών) στο Μακρυχώρι υπήρξε μετά το 1950, ενώ πριν ήταν πολύ περιορισμένη. Ήταν πολύ κουραστική και απασχολούσε τους καλλιεργητές όλη τη χρονιά. Είχε όμως το πλεονέκτημα ότι ήταν διασφαλισμένη από το Κράτος η πώληση της παραγωγής, εφόσον βεβαίως ήταν καλής ποιότητας. Από το χειμώνα, περί τα τέλη Φεβρουαρίου, το σπόρο που είχαν κρατήσει από τις φούντες του καπνού της προηγούμενης παραγωγής τον έβαζαν μέσα σε βρεγμένη χοντρή μάλλινη κάλτσα και πάνω σε κεραμίδα τον τοποθετούσαν κοντά στο τζάκι ή στη σόμπα, ώστε με την υγρασία και τη ζέστη να προφυτρώσει, να «κεντρώσει». Τον κεντρωμένο αυτό σπόρο τον έσπερναν το Μάρτιο σε ψιλοχωματιασμένες βραγιές (φυταριές) και τον πότιζαν τακτικά με ειδικό ποτιστήρι, «την ποτιστήρα με το σόπι». Τα καπνόφυτα, τα «φυτά», που έβγαιναν τα μεταφύτευαν τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου στο χωράφι, σε σειρές και τμήματα, τις «σκάλες», ανοίγοντας για το καθένα φυτό μια τρύπα στο έδαφος με ειδικό φυτευτήρι (μικρό ξύλινο ή μεταλλικό παλούκι). Προηγουμένως ο γεωργός είχε ετοιμάσει το καπνοχώραφο με όργωμα και σβάρνισμα με βαριά ξύλινη σβάρνα, ώστε να ψιλοχωματιστεί και να εξομαλυνθεί το έδαφος. Μετά το «πιάσιμο» των καπνόφυτων ακολουθούσαν τα σκαλίσματα, Μάιο-Ιούνιο, και, όταν τα φυτά μεγάλωναν και ωρίμαζαν τα καπνόφυλλα, άρχιζε η συλλογή τους, ΙούλιοΑύγουστο, το «σπάσιμο» του καπνού, το οποίο μετέφεραν στο σπίτι με τα ζώα συσκευασμένο σε κοφίνια (γαλίκια). Το σπάσιμο γινόταν τμηματικά, ανάλογα με την ωρίμανση των φύλλων, πρώτο, δεύτερο, τρίτο «χέρι» και κορφάδι, και κάθε μέρα από τα βαθιά χαράματα μέχρι τις πρώτες ώρες μετά την ανατολή του ήλιου. Έπειτα ήταν το «αρμάθιασμα», το πέρασμα όλων των φύλλων, ένα-ένα, σε μεγάλη βελόνα και από εκεί σε ειδικό σκοινί, και το κρέμασμα των αρμαθιών, μία-μία, σε ειδικές κατασκευές, τις ηλιάστρες, ή στους εξωτερικούς τοίχους των κτισμάτων, για να γίνει η ξήρανση, το στέγνωμα του καπνού. Όταν έπιανε βροχή κατά την ξήρανση, έσπευδαν να σκεπάσουν τις ηλιάστρες με διάφορα μέσα (κιλίμια, χαλιά, βελέντζες, τσίγκους κ.ά.), προτού βέβαια εφευρεθούν τα ειδικά πανιά και τα νάιλον καλύμματα. Τις αποξηραμένες αρμαθιές τις μάζευαν ανά έξι-εφτά σε «τουπάνια» (τούφες), τα οποία κρεμούσαν στην οροφή αποθηκών και άλλων υπόστεγων χώρων. Και


142

όταν με την υγρασία του φθινοπώρου «μαλάκωναν» τα καπνά, τα δεματοποιούσαν, «πατούσαν το καπνό», αρμάθα-αρμάθα μέσα σε ειδική κάσα, η οποία έφερε χειροκίνητη πρέσα. Όσοι παραγωγοί κάπνιζαν τσιγάρο κρατούσαν μερικές αρμαθιές για δική τους χρήση. Πάνω σε μικρή σανιδένια πλάκα ψιλοέκοβαν με ειδικό μαχαίρι μερικά φύλλα καπνού και έφκιαναν (έστριβαν) κάθε φορά τα τσιγάρα με το χέρι τους (τσιγάρα στριφτά ή λαθραία) σε ειδικά λεπτά φύλλα, τα τσιγαρόχαρτα, που χορηγούσε το κράτος μόνο σ’ αυτούς, καθώς η εμπορία του καπνού ήταν ελεγχόμενη και η ιδία χρήση του επιτρεπόταν μόνο στους καπνοπαραγωγούς. Όταν ο καπνέμπορος ερχόταν να αγοράσει τα καπνά, τις πιο πολλές φορές είχε αρχίσει η επόμενη καλλιεργητική περίοδος. Και όταν ο «έλεγχος» χαρακτήριζε τα καπνά κακής ποιότητας και ακατάλληλα προς εμπορία, τα έκαιγαν τότε στο ρέμα του Μητσογιάννη, προς μεγάλη απογοήτευση και δυστυχία των καπνοπαραγωγών. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και το 1980 περίπου τα καπνά ήταν βασική καλλιέργεια για τους Μακρυχωρίτες. Μετά το 1980 η καπνοκαλλιέργεια άρχισε, για διάφορους λόγους, να περιορίζεται, ώσπου περί το 2000 εξέλιπε εντελώς. − Και η βαμβακοκαλλιέργεια στο Μακρυχώρι άρχισε να επεκτείνεται μετά το 1950. Και η καλλιέργεια αυτή γινόταν στο σύνολό της (σπορά, σκαλίσματα, συλλογή βαμπακιού) μέχρι και το 1960 περίπου με τα ζώα και με τα χέρια. Από τη δεκαετία του 1950 πολλές εκτάσεις με βαμπάκι καλλιεργούσαν οι μεγαλοκτηματίες της Γυρτώνης. Εκεί εργάζονταν πολλοί Μακρυχωρίτες, στο σκάλισμα, στο πότισμα με τα νερά του Πηνειού, και κυρίως στη συλλογή του βαμπακιού. Ομάδες γυναικών από το Μακρυχώρι εργάζονταν με ποσοστά και μάζευαν με το χέρι τα βαμπάκια της Γυρτώνης από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το βαμπάκι ήταν βασική καλλιέργεια και για τους Μακρυχωρίτες. − Η καλλιέργεια των μποστανοειδών (καρπούζια, πεπόνια) στο Μακρυχώρι μέχρι το 1960 ήταν περιορισμένη. Γινόταν σε «αδύνατα» χωράφια και για οικογενειακή μόνο χρήση του προϊόντος. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις επόμενες δεκαετίες η καλλιέργεια αυτή αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ώστε το Μακρυχώρι έχει καταστεί κέντρο παραγωγής και εμπορίας καρπουζιών και πεπονιών. Άλλες καλλιέργειες, όπως σίκαλη, σουσάμι, βίκος, κουκκιά, βρόμη, λαθούρι, ήταν στο Μακρυχώρι περιορισμένες και μετά το 1960 εξέλιπαν σχεδόν όλες. Περιορισμένη ήταν και η καλλιέργεια της ελιάς. Ελιές οι Μακρυχωρίτες είχαν μόνο στην Καρακόπετρα. Από το 1950 και μετά άρχισαν να φυτεύουν ελιές στα όρια των αυλαγάδων, μέσα ή κοντά στο χωριό. Οι ελιές


143

στην Καρακόπετρα καλλιεργήθηκαν από το 1925 περίπου, όταν, επί προεδρίας Μιχ. Σαμολαδά, έγινε διανομή της έκτασης αυτής στους κατοίκους. Μέλη της επιτροπής καταμέτρησης ήταν οι Φίλιππος Ριζόπουλος και Αθανάσιος Συκιώτης και εργάτης με την κορδέλα ο Βασίλειος Σκρίμπας. Πάντως ο ελαιώνας (η ελιώνα) του Ρίζου (ή Σπανού) βόρεια του οικισμού, υπήρχε από πολύ παλιά, ίσως από την τουρκοκρατία. (μαρτυρία Κωστή Γιαννακόπουλου). Όλες οι καλλιέργειες που αναφέρθηκαν ήταν ξηρικές μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Από το 1960 περίπου αρδεύονται κάποιες θερινές (όψιμες) καλλιέργειες, π.χ. το βαμπάκι και το καπνό, με νερά αντλούμενα από μικρές γεωτρήσεις ή από τον Πηνειό με αντλητικά συστήματα που λειτουργούσαν με κινητήρες τύπου Μαλκότση. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κυρίως μετά το 1970 οι εξελίξεις στις αγροτικές καλλιέργειες ήταν ραγδαίες και ριζικές. Οι πολλές μεγάλες (βαθιές) ηλεκτροκίνητες γεωτρήσεις με τα ποικίλα αρδευτικά συστήματα (μπεκ, κανόνια, καρούλια με ράμπα, στάγδην άρδευση), τα μεγάλα και παντός είδους καλλιεργητικά μηχανήματα, οι σπαρτικές και καρποσυλλεκτικές μηχανές σχεδόν όλων των καλλιεργειών, η λίπανση των χωραφιών με ποικίλα λιπάσματα και η καταπολέμηση των ζιζανίων και των ασθενειών των φυτών με ποικίλα φυτοφάρμακα έφεραν τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στον αγροτικό τομέα, την αύξηση των καλλιεργούμενων ειδών (μποστάνια, τριφύλλια, καρποφόρα δέντρα, ζαχαρότευτλα, λαχανικά) και της ποσότητας των παραγόμενων προϊόντων. Ωστόσο η μόλυνση του περιβάλλοντος, που επήλθε για διάφορους λόγους τις τελευταίες δεκαετίες, επιβάρυνε το κόστος της καλλιέργειας, λόγω του κόστους των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων, και κυρίως την ποιότητα των προίόντων. Σημαντική συμβολή στην εξέλιξη των αγροτικών καλλιεργειών στο Μακρυχώρι και των αγροτικών θεμάτων είχαν, από το 1950 περίπου και μετά, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός, ο αναδασμός των αγροκτημάτων, ο Τ.Ο.Ε.Β. και ο Αγροτικός Σύλλογος. Ο Συνεταιρισμός ιδρύθηκε ως Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός Μακρυχωρίου, σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία του Κων/νου Γ. Παλάτου, το 1946 και, λόγω της εμφύλιας διαμάχης την εποχή εκείνη στη χώρα μας, ουσιαστικά λειτούργησε μετά το 1949. Στη μακροχρόνια λειτουργία του στήριξε τους αγρότες του χωριού, γεωργούς και κτηνοτρόφους, ποικιλοτρόπως, με δανειακές διευκολύνσεις, με παρεμβάσεις στην εμπορία αγροτικών προϊόντων, με μεταποίηση και εμπορία ζωοτροφών κ.λ.π. Από τη δεκαετία του 1950 η Ένωση Συνεταιρισμών Ν. Λάρισας αγόραζε τα σιτάρια, τα οποία αποθήκευε ή σε ειδικά βαγόνια-αποθήκες στο σιδηροδρομικό σταθμό Μακρυχωρίου (εκεί γινόταν «η συγκέντρωση») ή στη σιταποθήκη του Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου, που κτίστηκε περί το 1960, ή λίγο αργότερα


144

στη διπλανή μεγάλη αποθήκη της Ένωσης. Περί το 2000, δίπλα στη σιταποθήκη, ανεγέρθηκε και σύγχρονη διπλή αποθήκη (σιλό). Στη θέση του Προέδρου του Συνεταιρισμού υπηρέτησαν οι Αστέριος Γ. Σιμόπουλος, Γεώργιος Θ. Μπούτος, Νικόλαος Ριζόπουλος, Απόστολος Ιω. Μπούτος, Χρήστος Ιω. Μπέλλος, Χρήστος Παλάτος, Αθανάσιος Ριζόπουλος, Εμμανουήλ Μπέλλος και εδώ και πολλά χρόνια ο τωρινός Πρόεδρος Αντώνιος Χρ. Ρόμπας. Βασικό στέλεχος του Συνεταιρισμού από την ίδρυσή του μέχρι και το 1961 υπήρξε, τα πρώτα χρόνια ως Ταμίας και αργότερα ως Γραμματέας του, ο Κων/νος Γ. Παλάτος. Ο αναδασμός των αγροκτημάτων στο Μακρυχώρι έγινε σε δύο φάσεις, μία το 1970-71, στις περιοχές Ραχμάνι, Μαυρόια, Γυρτώνη, και η δεύτερη το 1985-86, στις υπόλοιπες αγροτικές περιοχές του χωριού. Είχε προηγηθεί, περί το 1960, προσπάθεια να γίνει ο αναδασμός, με πρωτοβουλία του κρατικού γεωπόνου της περιοχής Ιωάννου Στεφανή, αλλά η προσπάθεια εκείνη έμεινε ατελέσφορη εξαιτίας αντιδράσεων μερίδας κτηματιών. Ο Τοπικός Οργανισμός Εγγύων Βελτιώσεων (Τ.Ο.Ε.Β.) Μακρυχωρίου ιδρύθηκε το 1991 και έχει την ευθύνη της διαχείρισης γεωτρήσεων και αρδευτικού δικτύου για την άρδευση των αγροκτημάτων που παραχωρήθηκαν με τον αναδασμό του 1985-86. Η άρδευση των αγροκτημάτων του αναδασμού του 1970-71 ανήκει στην αρμοδιότητα του Τ.Ο.Ε.Β. Πηνειού, που έχει έδρα τη Λάρισα. Στη θέση του Προέδρου του Τ.Ο.Ε.Β. υπηρέτησαν οι Χρήστος Ιω. Μπελόγιας, Ευάγγελος Γκρέτσης, Αχιλλέας Θ. Μυλωνάς και ο τωρινός πρόεδρος Ιωάννης Χαρ. Μπούτος. Ο Αγροτικός Σύλλογος Μακρυχωρίου ιδρύθηκε περί το 1980. Η συμβολή του συνίσταται στην παρακολούθηση των εξελίξεων στα αγροτικά θέματα, στην εκπροσώπηση των αγροτών του χωριού σε συνδικαλιστικούς αγώνες για ανάδειξη των υφιστάμενων κάθε φορά προβλημάτων και στην υποβολή σχετικών προτάσεων και αιτημάτων. Πρόεδροι του Αγροτικού Συλλόγου υπήρξαν οι Ευάγγελος Κατσιγιάννης, Χρήστος Ιω. Μπελόγιας, Σωκράτης Βοβούσας και για πολλά χρόνια ο τωρινός Πρόεδρος Παναγιώτης Καρατέγος. Για κάποιο χρονικό διάστημα λειτούργησε παράλληλα και δεύτερος Αγροτικός Σύλλογος, ονομαζόμενος Δημοκρατικός Αγροτικός Σύλλογος Μακρυχωρίου. Η ταυτόχρονη λειτουργία των δύο Συλλόγων με κοινό αντικείμενο ήταν βέβαια συνέπεια του ελεγχόμενου από τα πολιτικά κόμματα αγροτικού συνδικαλισμού.


145

Αρμαθιές καπνού στεγνώνουν κρεμασμένες στον τοίχο

Το όργωμα (άροση) με άλογα. (φωτ. Τ. Τλούπα)


146

Η μεταφορά των δεματιών από το χωράφι στο αλώνι (κουβάλος) (φωτ. Τ. Τλούπα)

Αλωνισμός με τη δοκάνη (φωτ. Τ. Τλούπα)


147

Ο Κων/νος Γ. Παλάτος. Στέλεχος του Γ.Π. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου. Υποστηριχτής της ιδέας του αγροτικού συνεταιρισμού και του αναδασμού των χωραφιών

Ζ2. Κτηνοτροφία Η άλλη βασική απασχόληση των Μακρυχωριτών ήταν, όπως είναι και μέχρι τώρα, η κ τ η ν ο τ ρ ο φ ί α . Άλλωστε η περιοχή του Μακρυχωρίου επιλέχτηκε αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, ως χώρος οικισμών λόγω της καταλληλότητάς της ως βοσκότοπου και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε, όπως και άλλα μέρη της Θεσσαλίας, ως τόπος χειμερινής εγκατάστασης και διαβίωσης των κοπαδιών (χειμαδιό) από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολλοί από τους Έλληνες μετακινούμενους κτηνοτρόφους της βορειοδυτικής Μακεδονίας, που διαχείμαζαν στην περιοχή του Μακρυχωρίου, κυρίως Περιβολιώτες και Σαμαριναίοι, αλλά και από άλλες περιοχές, όπως οι Σαρακατσαναίοι, εγκαταστάθηκαν στο Μακρυχώρι ως δημότες του Δήμου Νέσσωνος μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Οι κτηνοτρόφοι του Μακρυχωρίου έτρεφαν σε κοπάδια κυρίως αιγοπρόβατα, σε μεγάλο ποσοστό πρόβατα, σε μικρό ποσοστό γίδια. Έτρεφαν επίσης, από την τουρκοκρατία μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1900, και χοίρους (γουρούνια). Στα εκτρεφόμενα ζώα πρέπει βεβαίως να προστεθούν και τα μεγάλα και μικρά οικόσιτα ζώα, απαραίτητα για τη


148

διατροφή της οικογένειας, οι αγελάδες, οι κατσίκες (γίδες) και οι κότες· να προστεθούν επίσης και τα μεγάλα οικόσιτα ζώα που ήταν απαραίτητα για τις γεωργικές εργασίες και για τις μετακινήσεις και μεταφορές ανθρώπων και πραγμάτων, τα βόδια, τα άλογα, τα μουλάρια («αροτήρες βόες και ίπποι») και τα γαϊδούρια. Οι γάτες και οι σκύλοι, οι κτηνοτροφικοί (κοπαδόσκυλα, μαντρόσκυλα, τζιομπανάρικα) και οι σκύλοι του σπιτιού, τα σκυλιά της αυλής, συμπλήρωναν το ζωικό σύστημα της αγροτικής οικογένειας. Όλα αυτά τα ζώα έπρεπε να τραφούν από τον ιδιοκτήτη τους, για να του ανταποδώσουν βέβαια πολύ περισσότερα. − Από τη σύσταση του Μακρυχωρίου ως οικισμού μέχρι και το 1960 περίπου οι περισσότερες οικογένειες είχαν και ένα κοπάδι πρόβατα. Οι πιο πολλές απ’ αυτές είχαν μικρό αριθμό προβάτων, 50-100, στα πλαίσια της οικογενειακής οικονομίας, της οικονομίας της αυτάρκειας. Υπήρχαν βέβαια και κτηνοτρόφοι με μεγαλύτερα ή και με μεγάλα κοπάδια. Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι μέχρι και τη δεκαετία του 1950 είχαν εγκατεστημένα τα ποιμνιοστάσιά τους (μαντριά κλειστά υπόστεγα) μέσα στο χωριό, στα οικόπεδα των σπιτιών τους και στους αυλαγάδες, ή και περιφερειακά στα όρια του χωριού. Άλλα κοπάδια, κυρίως τα μεγαλύτερα, ήταν εγκατεστημένα έξω και σχετικά μακριά από τον οικισμό, στο Ραχμάνι, στο Καραμάνι και σε άλλες τοποθεσίες. Τη θερινή περίοδο τα κοπάδια έβγαιναν από τον οικισμό και από τα κλειστά υπόστεγα και εγκαθίσταντο στην ύπαιθρο, στα χωράφια, στους μεριάδες ή σε δασώδεις τοποθεσίες (στο στάλο), όπου οι κτηνοτρόφοι έστηναν ανοιχτά πρόχειρα υπόστεγα. Την εποχή αυτή πολλοί μικροκτηνοτρόφοι έσμιγαν τα πρόβατά τους με μεγαλύτερα κοπάδια, κάνοντας ειδική οικονομική συμφωνία, για να μπορούν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με άλλες ασχολίες, κυρίως γεωργικές. Οι κτηνοτρόφοι με σχετικά μεγάλα κοπάδια (με περισσότερα από 200 πρόβατα) και οι μεγαλοκτηνοτρόφοι (με περισσότερα από 500 πρόβατα) ήταν κυρίως μετακινούμενοι χειμώνα-καλοκαίρι από τα βουνά στους κάμπους και αντίστροφα, Περιβολιώτες, Σαμαριναίοι κ.ά. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την ένταξη της Θεσσαλίας στην Ελλάδα μεγαλοκτηνοτρόφοι στο Μακρυχώρι ήταν οι οικογένειες Γραμμουστιάνου, οι Γραμμουστιαναίοι, που ήρθαν από την περιοχή του όρους Γράμμος (εκεί είχαν το επώνυμο Οικονόμου), και οι οικογένειες Νάστου, οι Νασταίοι, που ήταν Περιβολιώτες. Πολλά πρόβατα επίσης είχαν και οικογένειες από την Σαμαρίνα, όπως οι οικογένειες Αβέλλα και Λιούπα (Αβελλαίοι και Λιουπαίοι). Όλοι αυτοί, αλλά και άλλοι, μετέφεραν τα κοπάδια τους το χειμώνα στο Μακρυχώρι από τα πρώτα χρόνια της ένταξης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και πιθανότατα από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Τα κοπάδια τα φρόντιζαν και τα βοσκούσαν οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι και μέλη της οικογένειάς τους. Ωστόσο πολλοί προσλάμβαναν και μισθωτούς


149

τσοπάνηδες. Η μίσθωση ήταν εξαμηνιαία, μία το καλοκαίρι, μία το χειμώνα, με όρια τις γιορτές του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Άνδρες που δεν είχαν αρκετά περιουσιακά στοιχεία «πιάνονταν τζιομπάνοι» σε κτηνοτρόφους με μίσθωμα (ρόγα) περίπου 200 οκάδες σιτάρι το εξάμηνο, «με ψωμί ή ξίψωμα», ή χρήματα ή άλλα είδη ανάλογης αξίας. Κάποιοι μισθωτοί τσοπάνηδες έβαζαν στο κοπάδι του αφεντικού τους (τα έσμιγαν) και τα λίγα δικά τους πρόβατα και, όταν τα κοπάδια κατέβαιναν από τα ορεινά στους κάμπους, στα χειμαδιά, μετέφεραν και εγκαθιστούσαν εκεί και τις οικογένειές τους. Έτσι είχαν εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 οι οικογένειες Νόνα, που οι άνδρες τους ήταν τσοπάνηδες στους Γραμμουστιαναίους. Οι οικογένειες Νόνα έφυγαν από το Μακρυχώρι, για οικονομικούς κυρίως λόγους, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της λίμνης Πρέσπας. Η εκτροφή των αιγοπροβάτων βασιζόταν κυρίως στους βοσκότοπους, στη βόσκηση δηλαδή των χορτολιβαδικών εκτάσεων, στα μικρά βουνά γύρω από τη λεκάνη του Μακρυχωρίου (Καρακόπετρα, Βερνέρ, Προσήλιο), στις υπώρειές τους και στους μεριάδες γύρω από τον οικισμό· επίσης στη βόσκηση των ιδιωτικών εκτάσεων, αγροκτημάτων καλλιεργούμενων, με κριθάρι (γρασίδι), βίκο κ.λ.π., ή μη καλλιεργούμενων (μπαΐρια), με το φυσικό τους χορτάρι. Και η εκτροφή συμπληρωνόταν με παροχή τροφής στο μαντρί· μία φορά τουλάχιστον την ημέρα «έδιναν στα πρόβατα καρπό» στις κοπάνες, ξηρά γεωργικά προϊόντα όπως κριθάρι, βίκο, καλαμπόκι, κουκκιά, πίτυρα κ.ά. Αυτό γινόταν κυρίως μετά το 1950, καθώς τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχαν επαρκείς ποσότητες τέτοιων καρπών. (Τις τελευταίες δεκαετίες για διάφορους λόγους η εκτροφή των αιγοπροβάτων στην περιοχή μας γίνεται, σχεδόν όλο το χρόνο, κυρίως με έτοιμη ξηρή τροφή, «καρπό», και λιγότερο με τη βόσκηση χορτολιβαδικών εκτάσεων). Η κοινότητα των Μακρυχωριτών, είτε ως οικισμός του Δήμου Νέσσωνος είτε, αργότερα, ως ανεξάρτητη Κοινότητα Μακρυχωρίου, κατείχε και διαχειριζόταν πολλές χορτολιβαδικές εκτάσεις. Στις εκτάσεις αυτές η εκάστοτε Τοπική Αυτοδιοίκηση όριζε και διαχώριζε συγκεκριμένους βοσκότοπους, όπως βοσκότοπος στη θέση Ραχμάνι-Γούρνα-Ξηρόκαμπος, στη θέση Κουτσιούκ-Καραμάνι-Καρακόπετρα, στη θέση Βερνέρ, Προσήλιο κ.ά. Τους βοσκότοπους αυτούς η Τ.Α. τους εκμίσθωνε με δημοπρασία σε κτηνοτρόφους, μεμονωμένους ή κατά ομάδες. Τα μισθώματα από τους βοσκότοπους αποτελούσαν το βασικό έσοδο της κοινότητας των Μακρυχωριτών. Στις αποφάσεις ορισμού και εκμίσθωσης των βοσκότοπων προβλεπόταν και οριζόταν και περίσσευμα εκτάσεων, για να βοσκούν τα πρόβατα των άλλων κτηνοτρόφων ή και τα άλλα ζώα των κατοίκων (άλογα, βόδια κ.λ.π.). Από τις εκτάσεις αυτές η Τ.Α. εισέπραττε ένα φόρο, «το δικαίωμα βοσκής», ανάλογο με τον αριθμό των ζώων του καθενός.


150

Ο θεσμός της εκμίσθωσης των βοσκότοπων, που κράτησε μέχρι το 1960 περίπου, εξυπηρέτησε πολλούς κτηνοτρόφους και βοήθησε, ως πηγή εσόδων, και την κοινότητα των Μακρυχωριτών. Ωστόσο στη διάρκεια της εφαρμογής του έγινε πολλές φορές αιτία διενέξεων και δικαστικών αγώνων μεταξύ κτηνοτρόφων και μεταξύ κτηνοτρόφων και Κοινότητας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1928 οι κάτοικοι του χωριού διαφώνησαν με το διαχωρισμό κάποιων λιβαδιών, διαμαρτυρήθηκαν στην Κοινότητα και έβαλαν αυθαίρετα τα ζώα τους μέσα να βοσκήσουν. Στις 2.12.1928 το Κ.Σ. συνεδριάζει και «ακυροί τον διαχωρισμόν τριών νέων λειβαδίων -Καρατζά Μάνδρα, Προσήλιο, Βερνέρ- διότι προσεβλήθη κατά τρόπον ουχί νόμιμον και αυθαίρετον η νομή των κοινοτικών λειβαδίων και των βοσκοτόπων παρά της ολομελείας των κατοίκων, ήτις περίπτωσις έλαβεν μάλιστα την μορφήν δημοσίας τάξεως – και προς αποκατάστασιν των πραγμάτων δέον να ανακληθή το μέτρον περί διαχωρισμού των ως είρηται βοσκοτόπων προς αποκλειστικήν χρήσιν των θρεμμάτων των μελών της κοινότητος επί τω τέλει όμως της καταβολής παρ’ αυτών δικαιώματος βοσκής υπέρ αυτής». Το 1941 μικροκτηνοτρόφοι βοσκούν αυθαίρετα τα πρόβατά τους σε λιβάδια εκμισθωμένα παλαιότερα σε άλλους κτηνοτρόφους «μετά των σμικτών αυτών», οι οποίοι τα κρατούν ακόμα στην κατοχή τους σύμφωνα με το νόμο περί ενοικιοστασίου. Οι μισθωτές προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη και ο Πρόεδρος της Κοινότητας διορίζει μόνος του δικηγόρο, για να παρέμβει υπέρ των μισθωτών. Στις 8.11.1941 ζητά αναδρομικά την έγκριση του Κ.Σ. για το διορισμό του δικηγόρου. Το Συμβούλιο δεν εγκρίνει την ενέργεια του Προέδρου «διότι ούτος έχει άμεσον συμφέρον, αφού είναι σμίκτης του εκ των εναγόντων Αθ. Νάστου …. και εκωλύετο να ενεργήση προσωπικώς». Και το 1959 κτηνοτρόφοι βόσκησαν αυθαίρετα διαχωρισμένα κοινοτικά λιβάδια με την άδεια, όπως υποστήριξαν, του Νομάρχη. Το Κ.Σ. τους επιβάλλει πρόστιμο και εκείνοι προσφεύγουν στον Άρειο Πάγο. Το Κ.Σ. στις 29.1.1959 αποφασίζει να μεταβεί ο Πρόεδρος στην Αθήνα «υποστηρίζων τα συμφέροντα της Κοινότητος όσον και του Ελληνικού Δημοσίου». Άλλη αιτία διενέξεων μεταξύ των κατοίκων ήταν το γεγονός ότι οι κτηνοτρόφοι βοσκούσαν το καλοκαίρι αυθαίρετα, «κατ’ έθιμον» όπως έλεγαν, τα θερισμένα χωράφια των κατοίκων, «τις καλαμιές», χωρίς καμιά αποζημίωση προς τους ιδιοκτήτες. Στις 31.7.1923 το Κ.Σ. συζητά με θέμα «διαχωρισμός βοσκησίμου γης…» και μεταξύ των άλλων αποφασίζει. «Εις πάντα τα λοιπά κτήματα απαγορεύεται μετά τον θερισμόν των δημητριακών καρπών η ελευθέρα βόσκησις παντός ζώου, της νομής αυτών αφιεμένης εις την αποκλειστικήν βούλησιν των ιδιοκτημόνων και την ιδίαν χρήσιν αυτών». Η απόφαση αυτή δεν έφερε μάλλον κανένα αποτέλεσμα, καθώς στις 6.4.1970 το Κ.Σ. συζητά το θέμα «περί καταργήσεως του εθίμου να βοσκούν τις καλαμιές δωρεάν οι κτηνοτρόφοι». Η απόφαση πάντως ήταν αρνητική και «το


151

έθιμο» δεν καταργήθηκε. Τελικά στις 29.11.1975 το Κ.Σ. με απόφασή του «απαγορεύει την βόσκησιν των καλαμιών». Εξάλλου μετά το 1960 πολλοί κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και να ζητούν την απομάκρυνση των ποιμνιοστασίων από τον οικισμό. Έτσι το Κ.Σ. στις 5.8.1970 «εντέλλεται την απομάκρυνσιν των επί κοινοτικής εκτάσεως εντός του χωρίου ποιμνιοστασίων και την μεταφοράν τούτων εκτός του χωρίου» και στις 15.2.1979 «απαγορεύει τη βόσκηση ποιμνίων μέσα στο χωριό». Τελικά παρά τις σχετικές αποφάσεις η απομάκρυνση των μαντριών από τον οικισμό έγινε σταδιακά και ολοκληρώθηκε περί το 2000. Ωστόσο υπάρχουν ακόμα μαντριά πολύ κοντά στα όρια του οικισμού και μάλιστα στην πρόσοψη του χωριού, τα οποία βλάπτουν την εικόνα του χωριού και εμποδίζουν την ανάπτυξή του. Γι’ αυτό πρέπει να απομακρυνθούν είτε με απόφαση των ίδιων των κτηνοτρόφων είτε με ενέργειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σημειώνω επίσης ότι σχετικά με την εγκατάσταση και την οργάνωση των ποιμνιοστασίων το 1983 η Κοινότητα είχε αποδεχθεί πρόγραμμα της Πολιτείας για δημιουργία κτηνοτροφικών οικισμών. Ωστόσο το πρόγραμμα αυτό δεν υλοποιήθηκε κυρίως λόγω απροθυμίας και άρνησης των κτηνοτρόφων. − Η δουλειά του κτηνοτρόφου ήταν κουραστική και η ζωή του δύσκολη. Και οι μικρές και οι μεγαλύτερες και, κυρίως, οι μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς λειτουργούσαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, απασχολούσαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας. Η μετακίνηση των ανθρώπων προς και από το ποιμνιοστάσιο, όταν βέβαια ήταν μακριά από τον οικισμό, και η μεταφορά των απαραίτητων πραγμάτων, όπως π.χ. τροφών, παραγόμενου γάλατος, γινόταν με πεζοπορία και με τα ζώα (άλογα, γαϊδούρια). Οι ώρες απασχόλησης του κτηνοτρόφου ανά εικοσιτετράωρο ήταν πολλές· ξεπερνούσαν οπωσδήποτε τις μισές του εικοσιτετραώρου, και το χειμώνα και κυρίως το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι τα πρόβατα ξεκουράζονταν μόνο λίγες ώρες το μεσημέρι, στο στάλο, και ακόμα λιγότερες τη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο γρέκι, απ’ όπου πάλι, προτού ξημερώσει, γινόταν ο σκάρος, ξυπνούσαν δηλαδή και άρχιζε πάλι η βοσκή. Κτηνοτρόφοι που είχαν το μαντρί μακρυά από το χωριό δεν έρχονταν κάθε βράδυ στο σπίτι τους, αλλά έμεναν μέρες στο μαντρί, σε ειδικό κατάλυμα που έφκιαναν, την καλύβα. Το φύλαγμα των προβάτων, δηλαδή η παρακολούθηση και ο έλεγχος του κοπαδιού από τον κτηνοτρόφο στους βοσκότοπους και στις καλαμιές κάθε μέρα και όλη τη μέρα, το καλοκαίρι και όλη νύχτα, κρατώντας στο χέρι του την κλούτσα (γκλίτσα) και έχοντας κρεμασμένα στον έναν ώμο τη φτσέλα με λίγο νερό και στον άλλον τον τρουβά (ντορβά) με ένα κομμάτι ψωμί μέσα και λίγες ελιές ή λίγο τυρί τυλιγμένα σε πάνινη πετσέτα ή βαλμένα σε ειδικό


152

μικρό ξύλινο δοχείο, το κλειδοπίνακο· και φορώντας επιπλέον, το φθινόπωρο και το χειμώνα, πανωφόρι, για να προστατεύεται από τη βροχή και το κρύο, τη χοντρή βαριά κάπα, το «κατσιούλι»· το φύλαγμα των προβάτων και στη βόσκηση χωραφιών με καλλιεργημένο γρασίδι (συνήθως κριθάρι), όπου η βόσκηση γινόταν τμηματικά, έδιναν στα πρόβατα «παστρικό», και γι’ αυτό χρειαζόταν και δεύτερο άτομο, για να εμποδίζονται τα πρόβατα από δύο πλευρές να υπερβούν τα όρια της ημερήσιας μερίδας τους· το πότισμα και το τάισμα με «καρπό» του κοπαδιού στις κοπάνες δίπλα στο μαντρί κάθε μέρα πρωί-βράδυ· το άρμεγμα με τα χέρια στην περίοδο της γαλακτοφορίας μία, δυο ή και τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και για περισσότερο από έξι μήνες το χρόνο, όπου επίσης ήταν απαραίτητο και δεύτερο άτομο, για να «βαράει στρούγκα», να οδηγεί τα πρόβατα προς τον αρμεχτή, στο στρουγκόλι· η φροντίδα των προβάτων την περίοδο που γεννούσαν, στην ώρα της γέννας, και η παροχή βοήθειας στις επίτοκες προβατίνες· το συχνό καθάρισμα της κοπριάς από το μαντρί και το στρώσιμό του το χειμώνα με καθαρά και στεγνά άχυρα· όλα αυτά ήταν βασικά στοιχεία της δουλειάς του κτηνοτρόφου. Και δεν ήταν μόνο αυτά. Το στήσιμο του ποιμνιοστασίου, του μαντριού, η κατασκευή του, η συντήρησή του και η κατά καιρούς τυχόν αναγκαία επέκτασή του ή μετατόπισή του καθώς και η προμήθεια των απαραίτητων υλικών ήταν επίσης βασική φροντίδα των κτηνοτρόφων. Τα μαντριά, και τα εκτός οικισμού, που σχεδόν στο σύνολό τους ήταν εγκατεστημένα σε κοινοτικές εκτάσεις, αλλά και τα εντός του οικισμού, δεν ήταν μόνιμες οικοδομικές εγκαταστάσεις, αλλά προσωρινές κατασκευές από φυτικά υλικά. Τα κατασκεύαζαν με γερά ξύλινα υποστυλώματα και με πόστες, που ήταν ορθογώνιες κατασκευές, με διαστάσεις 1,5Χ1,5 μ. περίπου και πάχος 15-20 εκ., από κλαριά συμπιεσμένα και δεμένα κατάλληλα με σύρμα. Για την κατασκευή μιας πόστας οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν στενόμακρα γερά κλαδιά δέντρων με πάχος 4-5 εκ., τα λούρα, δυο ή και τρία στην κάθεμιά από τις δυο πλευρές της πόστας, οριζόντια, στο ίδιο ύψος και στις δύο πλευρές και σε απόσταση 40-50 εκ. το ένα από το άλλο, και τα μποτζαράδια, κλαδιά από λυγαριές ή αρμυρίκια ή και καλάμια, που έμπαιναν μέσα από τα λούρα και κάθετα προς αυτά. Ανάμεσα στις δυο πλευρές, που σχημάτιζαν τα διασταυρωμένα λούρα και μποτζαράδια, έβαζαν άλλα φυτικά υλικά ως «γέμιση», βάτα, βάλτο, βριζαμιά κ.ά. Και η διαδικασία της κατασκευής ήταν η εξής: έστρωναν στο έδαφος παράλληλα τα λούρα της μιας πλευράς και τοποθετούσαν μετά επάνω και κάθετα προς αυτά τα μποτζαράδια της ίδιας πλευράς. Έπειτα έστρωναν την απαραίτητη ποσότητα υλικών γέμισης και πάνω από αυτά έστρωναν πάλι τα μποτζαράδια και τα λούρα της άλλης πλευράς. Το σύνολο των υλικών αυτών το συμπίεζαν και το έδεναν


153

γερά με σύρμα, το έραβαν, σε αρκετά σημεία, εκεί όπου διασταυρώνονταν τα λούρα των δυο πλευρών με τα μποτζαράδια, και η πόστα ήταν έτοιμη. Και το κούρεμα, «ο κούρος», των προβάτων κάθε άνοιξη ήταν άλλη μια τακτική φροντίδα των κτηνοτρόφων. Γινόταν σε δύο φάσεις. Πρώτα κούρευαν το μαλλί της ουράς και γύρω από την ουρά του ζώου. Ήταν το κωλοκούρισμα (κωλοκούρεμα) και τα μαλλιά που κούρευαν ήταν τα κωλόκουρα. Λίγες μέρες αργότερα, προς το τέλος της άνοιξης, κούρευαν όλο το σώμα του ζώου. Το μαλλί ενός προβάτου μαζευόταν χωριστά και αποτελούσε ένα πλουκάρι (ποκάρι). Το κούρεμα γινόταν με ειδικά ψαλίδια, τα κουροψάλιδα, και ήταν δουλειά δύσκολη και κουραστική. Γι’ αυτό οι κτηνοτρόφοι κούρευαν τα κοπάδια τους ομαδικά και συνεργατικά, τη μια μέρα όλοι μαζί το κοπάδι ενός κτηνοτρόφου, την άλλη του άλλου και ούτω καθεξής. Ο κούρος έπαιρνε συνήθως και εορταστικό χαρακτήρα, καθώς το αφεντικό της ημέρας έσφαζε και έψηνε αρνί και έτρωγαν και έπιναν όλοι μαζί οι κουρευτές. Το κούρεμα γίνεται βέβαια μέχρι και σήμερα σχεδόν με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες συνθήκες. Η μετακίνηση των κοπαδιών κάθε καλοκαίρι από τους χειμερινούς βοσκότοπους, τα χειμαδιά, στα ορεινά βοσκοτόπια, «στα βουνά», όπου έβρισκαν καλύτερες και φθηνότερες βοσκές, και η επιστροφή τους το φθινόπωρο ήταν μια άλλη «ειδική αποστολή» για πολλούς κτηνοτρόφους. Η μετακίνηση αυτή γινόταν από την περίοδο της τουρκοκρατίας και συνεχίζει να γίνεται. Μετακινούνταν κυρίως βλαχόφωνοι κτηνοτρόφοι σε περιοχές της βορειοδυτικής Μακεδονίας, στη Σαμαρίνα, στο Περιβόλι, στο Πισοδέρι, στην περιοχή του Γράμμου κ.ά. Ήταν αυτοί που ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και είχαν βέβαια και τα μεγαλύτερα κοπάδια. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 η μετακίνηση και των προβάτων και των κτηνοτρόφων καθώς και των οικογενειών τους γινόταν με πεζοπορία. Φόρτωναν σε ζώα, κυρίως άλογα, το απαραίτητο νοικοκυριό, έβαζαν επάνω τους και τους ηλικιωμένους και τα μικρά παιδιά και για 10-15 μέρες κάθε χρόνο, άνοιξη και φθινόπωρο, ζούσαν την περιπέτειά τους. Τα πρόβατα βοσκούσαν στην πορεία τους σε δημόσιους βοσκότοπους, το βράδυ έστηναν πρόχειρα μαντριά και καταλύματα (σκηνές) για τους ανθρώπους. Στην πορεία μαγείρευαν και έτρωγαν, στην πορεία άρμεγαν, τυροκομούσαν το γάλα και πουλούσαν το τυρί σε οικισμούς που συναντούσαν στο δρόμο τους. Ωστόσο από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 κάποιοι κτηνοτρόφοι άρχισαν να μεταφέρουν το νοικοκυριό και τις οικογένειές τους με μισθωμένα φορτηγά αυτοκίνητα. Από το 1960 και μετά κάποιοι μετέφεραν με φορτηγά και τα πρόβατά τους. Από το 1975 και κυρίως από το 1980 και μετά τα κοπάδια μεταφέρονται με ειδικά διασκευασμένα φορτηγά αυτοκίνητα, ιδιόκτητα ή μισθωμένα, τα οποία προστατεύουν τη σωματική ακεραιότητα των προβάτων.


154

Ήταν λοιπόν και η ενασχόληση με την κτηνοτροφία, τα αιγοπρόβατα, δύσκολη και κουραστική· πιο βαριά και από τη γεωργία. Γι’ αυτό από παλιά οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους, κυρίως στα αγόρια, όταν πήγαιναν στο σχολείο, «κοίταξε, κακομοίρη μου, να μάθεις γράμματα, γιατί θα σε στείλω να φυλάγεις πρόβατα». − Και από τα κτηνοτροφικά προϊόντα, το μαλλί, το γάλα, το κρέας, ένα μεγάλο μέρος, κυρίως από το μαλλί και το γάλα, το διέθεταν οι κτηνοτρόφοι για ιδία-οικογενειακή χρήση. Το υπόλοιπο το διέθεταν στο εμπόριο. Ένα μέρος από το μαλλί των προβάτων το επεξεργάζονταν οι γυναίκες της οικογένειας και έφκιαναν διάφορες μάλλινες κατασκευές, ρούχα, σκεπάσματα, στρωσίδια. Το υπόλοιπο το αντάλλασσαν με άλλα προίόντα, π.χ. δημητριακά, ή το πουλούσαν στο εμπόριο. Και από το γάλα ένα μέρος το κατανάλωνε η οικογένεια του κτηνοτρόφου. Το έκαναν τυρί, κυρίως φέτα, γιαούρτι, ούρδα (μυζήθρα), έβγαζαν με ειδική επεξεργασία (το χτυπούσαν στο μποτινέλο) από το γάλα βούτυρο, το χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή τραχανά και βέβαια το έτρωγαν, συνήθως τριψάνα (με τριμμένο ψωμί), οι άνδρες στο μαντρί και οι γυναίκες και τα παιδιά στο σπίτι. Στο μαντρί οι τσοπάνηδες έβραζαν το γάλα σε ειδικό δοχείο χωρίς καπάκι με ημικυκλικό χερούλι, το μπακράτσι, κρεμασμένο πάνω από τα αναμμένα ξύλα από ειδικό στήριγμα, την γκαρλάπα. Το τυρί το συσκεύαζαν και το διατηρούσαν σε ξύλινα βαρέλια ή σε ασκιά, τα τουλούμια, κατασκευασμένα από το δέρμα αρνιού ή κατσικιού. Το τυρί ήταν βασική τροφή για την οικογένεια και, καθώς παρασκευαζόταν με το γάλα ολόπαχο, πολύ εύγευστη, νόστιμη. Η νοστιμιά του γνήσιου ολόπαχου βαρελίσιου τυριού ή του τυριού από τουλούμι (τουλουμοτύρι), από τότε που λειτουργούν τα σύγχρονα βιομηχανικά τυροκομεία, εξέλιπε από την αγορά, αλλά και από τα σπίτια των περισσότερων κτηνοτρόφων, καθώς δεν τυροκομούν πια οι ίδιοι, αλλά διαθέτουν όλο το γάλα στο εμπόριο. Αλλά ανέκαθεν πουλούσαν γάλα στο εμπόριο, στο γαλατά, για να εισπράττουν χρήματα. Η ανάγκη μάλιστα να πουλούν το γάλα, για να έχουν χρήματα, είχε ως αποτέλεσμα πολλά σπίτια κτηνοτρόφων, κυρίως μικροκτηνοτρόφων, να μην έχουν τυρί όλο το χρόνο. Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με πρωτοβουλία του Γ. Π. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου και με την υποστήριξη της Αγροτικής Τράπεζας έγινε προσπάθεια συνεταιριστικής τυροκόμησης. Η προσπάθεια αυτή για ένα-δυο χρόνια ήταν αποτελεσματική. Συμμετείχαν πολλοί κτηνοτρόφοι, είχαν αγοράσει τα απαραίτητα εργαλεία τυροκόμησης, είχαν προσλάβει τυροκόμο, τον Αστέριο (Γούσιο) Λιούπα, είχαν νοικιάσει χώρο συντήρησης και αποθήκευσης των τυριών και διέθεταν τα προϊόντα στο εμπόριο με πολύ καλά οικονομικά αποτελέσματα. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή υπονομεύτηκε από εμπόρους της περιοχής αλλά, για


155

διάφορους λόγους, και από ντόπιους κτηνοτρόφους και γρήγορα το εγχείρημα σταμάτησε. Το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου αιγοπρόβειου κρέατος οι κτηνοτρόφοι το πουλούσαν στους εμπόρους, οι οποίοι το προωθούσαν για κατανάλωση στα αστικά κέντρα, στη Λάρισα και αλλού. Η τοπική κατανάλωση κρέατος ήταν περιορισμένη. Οι Μακρυχωρίτες, και οι κτηνοτρόφοι ακόμα, έτρωγαν κρέας τις μεγάλες γιορτές, τις Απόκριες, το Πάσχα, του Αγίου Θωμά, οπότε έσφαζαν και έψηναν ολόκληρο αρνί, κυρίως το Πάσχα, και στις ονομαστικές γιορτές μελών της οικογένειας. (Τα Χριστούγεννα έτρωγαν συνήθως κρέας χοιρινό). Επίσης, όταν ένα πρόβατο αρρώσταινε ή τραυματιζόταν βαριά και δεν μπορούσαν να το γιατρέψουν, το έσφαζαν πριν πεθάνει (ψοφήσει) και το έτρωγαν. Και δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο κάποιοι να κλέβουν ένα πρόβατο και να το τρώνε. Μερικές φορές μάλιστα μισθωτοί τσοπάνηδες έσφαζαν και έτρωγαν ένα πρόβατο από το κοπάδι του αφεντικού τους και στο αφεντικό τους έλεγαν ότι το εφαγε ο λύκος. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 κρεοπωλείο οργανωμένο στο Μακρυχώρι δεν υπήρχε. Όταν κατά αραιά διαστήματα έσφαζε κάποιος ένα πρόβατο, συνήθως ντόπιος εμπορευόμενος, το κρεμούσε κάτω από ένα δέντρο της πλατείας και το αγόραζαν κάποιοι λίγοι, οικονομικά ευκατάστατοι. Κάθε χρόνο, νωρίς την άνοιξη ή συνήθως λίγο πριν το Πάσχα, οι κτηνοτρόφοι «έσφαζαν τα αρνιά», τα πουλούσαν δηλ. για σφαγή στον κρεατέμπορο. Έσφαζαν σχεδόν όλα τα αρνιά της χρονιάς –τα πρόβατα πριν μερικές δεκαετίες γεννούσαν μόνο μια φορά το χρόνο, τα περισσότερα το Γενάρη,- εκτός από μερικά που τα κρατούσαν, για να μεγαλώσουν και να αντικαταστήσουν κάποια γέρικα ή να αυξήσουν τον αριθμό των προβάτων τους. Μόνιμες εγκαταστάσεις σφαγείων δεν υπήρχαν ούτε υγειονομικός έλεγχος στον τόπο της σφαγής. Τα αρνιά τα έσφαζαν σε υπόστεγα, κοντά στο μαντρί ή μέσα στο χωριό. Ένα τέτοιο υπόστεγο-σφαγείο τη δεκαετία το 1950 ήταν στο οικόπεδο του Ιωάννη Νίτσικα, δίπλα στο σπίτι του. Εκεί σφάζονταν πολλά αρνιά τις παραμονές του Πάσχα και εκεί σπεύδαμε, μικρά παιδιά τότε, να παρακολουθήσουμε το θέαμα και να βρούμε καμία πεταμένη από τους εκδοροσφαγείς ουροσακούλα αρνιού, να την κάνουμε μπαλόνι και να παίξουμε. Ωστόσο η μεγάλη κτηνοτροφία της περιοχής (στο Μακρυχώρι τη χειμερινή περίοδο υπήρχαν όλα τα χρόνια περί τα 20.000 αιγοπρόβατα) και η εξέλιξη της κοινωνικής ζωής καθιστούσαν ολοένα και πιο απαραίτητη τη λειτουργία σφαγείου. Έτσι η Κοινότητα Μακρυχωρίου από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 κατασκευάζει και λειτουργεί κοινοτικό σφαγείο, βόρεια του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Το σφαγείο αυτό είχε στοιχειώδεις για τα


156

σημερινά δεδομένα, ικανοποιητικές για την εποχή εκείνη τεχνικές και υγειονομικές προδιαγραφές. Λειτούργησε μέχρι το 1990 περίπου. Την εποχή εκείνη το σφαγείο αυτό με τη σταδιακή επέκταση του οικισμού βρέθηκε πολύ κοντά, σχεδόν μέσα, στον οικισμό και η δυσοσμία του προκαλούσε δικαιολογημένες διαμαρτυρίες των κατοίκων. Αδυνατούσε επίσης να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αυξανόμενης παραγωγής κρέατος στην περιοχή. Εξάλλου σταμάτησαν τότε να λειτουργούν για υγειονομικούς λόγους και τα σφαγεία της Λάρισας, που λειτουργούσαν μέσα στην πόλη, δίπλα στο ποτάμι, στη συνοικία Σουφλάρια. Έτσι μετά από συνεργασία της Κοινότητας Μακρυχωρίου, της Νομαρχίας και του Δήμου Λάρισας ιδρύεται στο Μακρυχώρι νέο σφαγείο. Το νέο αυτό σφαγείο ανήκε στην Κοινότητα Μακρυχωρίου και με απόφαση του Κ.Σ. εγκαταστάθηκε στη νότια πλευρά του λόφου Προσήλιο· χαρακτηριζόταν επισήμως στέγαστρο σφαγής και είχε περισσότερες κτιριακές και τεχνικές εγκαταστάσεις, αλλά παρόμοιες με το παλαιό υγειονομικές προδιαγραφές· ελεγχόταν υγειονομικά από την Κτηνιατρική Υπηρεσία της Νομαρχίας, εξυπηρετούσε ως προς τη σφαγή την παραγωγή κρέατος της περιοχής και εφοδίαζε με κρέας την αγορά της Λάρισας και όχι μόνο. Λειτούργησε για δέκα περίπου χρόνια. Η Κοινότητα Μακρυχωρίου λειτουργούσε τα σφαγεία σχεδόν όλα τα χρόνια με εκμίσθωση σε ιδιώτη των δικαιωμάτων σφαγής. Τα πρώτα χρόνια τα λειτουργεί μόνη της ορίζοντας μισθωμένο άτομο ως ζυγιστή και υπεύθυνο του σφαγείου. Το 1963 ζυγιστής και υπεύθυνος της λειτουργίας του σφαγείου ορίζεται ο Γεώργιος Ευαγγελόπουλος. Το 1965 εκμισθωτής των δικαιωμάτων σφαγής είναι ο Αντώνιος Στρατόπουλος. Μέχρι το τέλος της λειτουργίας τους εκμισθωτής των δικαιωμάτων σφαγής σχεδόν όλα τα χρόνια είναι ο Δημήτριος Μπουροζίκας. Οι εγκαταστάσεις του πρώτου σφαγείου χρησιμοποιήθηκαν μετά το 2000 ως αποθήκη αρδευτικού υλικού του Τ.Ο.Ε.Β. Μακρυχωρίου και τώρα ως αμαξοστάσιο του Δήμου. Οι εγκαταστάσεις του δεύτερου σφαγείου παραμένουν σε αχρησία. Από το 2000 περίπου στην περιοχή μας, κοντά στη Γυρτώνη στην τοποθεσία Μαυρόια, λειτουργούν σύγχρονα ιδιωτικά σφαγεία, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κλείνοντας τα σχετικά με την αιγοπροβατοτροφία σημειώνω ότι οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, όπως η μείωση των ωρών υπαίθριας φύλαξης των προβάτων, η μετακίνηση των κοπαδιών με ειδικά διασκευασμένα φορτηγά αυτοκίνητα, το μηχανικό σύστημα αρμέγματος, οι ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές, η ευκολότερη διάθεση των προϊόντων, η ύπαρξη μεγαλύτερης ποικιλίας τροφών, οι ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες κ.ά., βελτίωσαν κατά πολύ τις συνθήκες εργασίας του κτηνοτρόφου και την οικονομική απόδοση της εργασίας αυτής. Παρά ταύτα η δουλειά του


157

κτηνοτρόφου παραμένει δύσκολη και κουραστική, καθώς πολλά στοιχεία της δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Σημειώνω ακόμα ότι τα συμφέροντα των κτηνοτρόφων υποστήριξε τις τελευταίες δεκαετίες με τη συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Κτηνοτροφικός Σύλλογος Μακρυχωρίου. Ιδρύθηκε το 1983 και Πρόεδροί του υπήρξαν οι Παύλος Ευα. Σεληγκούνας, Απόστολος Νάρης και ο τωρινός Δημήτριος Χαρ. Αβέλλας. − Εκτός από τα αιγοπρόβατα, τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1900, εκτρέφονται στο Μακρυχώρι και πολλά γουρούνια. Στη συνεδρίαση του Κοινοτικού Συμβουλίου στις 8.4.1914 με θέμα «περί ορισμού θέσεων προς βοσκήν των χοίρων» ορίζονται «θέσεις προς αποκλειστικήν βοσκήν των χοίρων μόνον, των δε λοιπών ζώων επιτρεπομένων μόνον να διαβαίνωσιν εξ αυτών». Στη συζήτηση αυτή γίνεται λόγος «δια πεντακοσίους χοίρους» και ως θέσεις βοσκής προτείνονται ή το Ραχμάνι ή ο χώρος «από θέσιν χάνι Βασιλείου Βούλγαρη ακολουθούσαν την σιδηροδρομικήν γραμμήν μέχρι Γκιντίκι ήτοι μέχρι της θέσεως ένθα ενώνεται η σιδηροδρομική γραμμή με τον Δημόσιον δρόμον». Επίσης στις 31.7.1923 το Κ.Σ. συζητά με θέμα «διαχωρισμός βοσκησίμου γης δι’ αροτριώντα ζώα και χοίρους» και στις 19.4.1938 ορίζεται χώρος βοσκής για τους χοίρους η περιοχή Αγίου Νικολάου «δια λόγους υγιεινής και αγροτικής ασφαλείας». Και μέχρι τη δεκαετία του 1950 σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού έτρεφαν και από ένα τουλάχιστον γουρούνι, το οποίο έσφαζαν τα Χριστούγεννα. Μέρος του κρέατος και το περισσότερο λίπος τα αποθήκευαν με αλάτι σε δοχεία, τα πάστωναν, και τα έτρωγαν σταδιακά (το λίπος το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα αντί για λάδι). Μετά το 1970 δημιουργήθηκαν στο Μακρυχώρι χοιροτροφικές μονάδες σε εκσυγχρονισμένες εγκαταστάσεις. Μερικές από αυτές λειτουργούν με επιτυχία και τώρα. − Στα πλαίσια της κτηνοτροφίας εντάσσονται βέβαια και τα μεγάλα και μικρά οικόσιτα ζώα, οι αγελάδες, οι κατσίκες και οι κότες, που αποτελούσαν βασικά στοιχεία της οικογενειακής οικονομίας. Σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, είχαν ή μία αγελάδα ή μία και δύο κατσίκες (γίδες). Τις έτρεφαν για το γάλα τους, με το οποίο μεγάλωναν τα παιδιά τους, αλλά και για το κρέας τους, καθώς έσφαζαν και έτρωγαν κάπου-κάπου ένα κατσικάκι ή, όταν πουλούσαν το μοσχαράκι στον έμπορο, κρατούσαν και κάποια ποσότητα από το κρέας του για το σπίτι. Και κότες είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια. Κάθε σπίτι είχε 15-20 κότες τουλάχιστον. Τις έτρεφαν για τα αβγά τους και για το κρέας τους. Οι ανάγκες της οικογένειας σε κρέας καλύπτονταν πιο πολύ με τις κότες και τα κοτόπουλα, παρά με τα αρνιά, τα κατσίκια ή τα μοσχάρια. Εξάλλου τα αβγά τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά και ως μέσον συναλλαγής, για χρήμα, καθώς


158

ψώνιζαν από το μπακάλη δίνοντας αβγά αντί για χρήματα. Οι κότες, όλη μέρα, πριν μπουν σουρουπώνοντας στο κοτέτσι τους (κουμάσι), περιφέρονταν ελεύθερες στους αυλαγάδες γύρω από το σπίτι, στο οικόπεδο και στις έξω αυλές του σπιτιού και, αν έβρισκαν πόρτα ανοιχτή, «τρύπωναν» και σε κλειστούς χώρους, σε περιτοιχισμένες αυλές ή και σε χώρους του σπιτιού, ψάχνοντας να βρουν κάτι να φάνε, «να τσιμπήσουν», και αφήνοντας παντού και χωρίς διάκριση τις κουτσουλιές τους. Από το 1970 περίπου οι κότες στο Μακρυχώρι άρχισαν να μειώνονται και όσα σπίτια έχουν πια κότες τις έχουν περιορισμένες σε περιφραγμένους χώρους. − Στα οικόσιτα ζώα ανήκουν και τα μεγάλα ζώα με τα οποία καλλιεργούσαν τη γη ή έκαναν τις μεταφορές. Κάθε γεωργική οικογένεια είχε ένα ζευγάρι βόδια ή ένα ζευγάρι άλογα ή μουλάρια για το όργωμα των χωραφιών, είχε και γαϊδούρια για τις μεταφορές ανθρώπων και πραγμάτων. Άλογα και γαϊδούρια χρησιμοποιούσαν, κυρίως για τις μεταφορές, και οι κτηνοτρόφοι. Τα μεγάλα οικόσιτα ζώα αποτελούσαν βασικά περιουσιακά στοιχεία της γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας. Ήταν τα εργαλεία της λειτουργίας της οικογενειακής οικονομίας. Τυχόν απώλεια, θάνατος, ενός τέτοιου ζώου, π.χ. ενός αλόγου, μιας αγελάδας, ήταν βαρύ πλήγμα για τον ιδιοκτήτη, οικονομικό κυρίως, γιατί η αναπλήρωσή του ήταν και απαραίτητη και πολύ δαπανηρή, αλλά όχι σπάνια και συναισθηματικό χτύπημα, καθώς ο ιδιοκτήτης, αγρότης ή κτηνοτρόφος, συνδεόταν και συναισθηματικά με τον επί χρόνια έμψυχο συναγωνιστή του στη βιοπάλη. Για τα ζώα αυτά έχτιζαν ειδικούς στάβλους, τα ντάμια, συνήθως δίπλα στον αχυρώνα, όπου το καθένα είχε το μέρος του και το παχνί του, μέσα στο οποίο έβαζαν την τροφή του. Την ομάδα των οικόσιτων ζώων ολοκλήρωναν οι γάτες και τα σκυλιά, τα σπιτικά και τα μαντρόσκυλα. Η συχνή παρουσία ποντικιών μέσα στα σπίτια, καθώς μέσα στο σπίτι ήταν συνήθως και τα αμπάρια με τους δημητριακούς καρπούς, καθιστούσαν την παρουσία γατιών απαραίτητη. Το σπιτόσκυλο στην αυλή κάθε σπιτιού ειδοποιούσε με το γαύγισμά του για την παρουσία κάθε ξένου επισκέπτη και γενικά έπαιζε το ρόλο του φύλακα του σπιτιού. Και τα μαντρόσκυλα ήταν απολύτως απαραίτητα για τον κτηνοτρόφο, για να προστατεύουν τα πρόβατα από τους λύκους. Γι’ αυτό και οι νοικοκυρές ζύμωναν, με λίγο αλεύρι και περισσότερα πίτυρα, και έψηναν γι’ αυτά ειδικά ψωμιά, τα σκυλοψώμια. Όλα αυτά τα ζώα τα έτρεφαν τα αφεντικά τους με ποικιλία τροφών κατά περίπτωση. Με τα αποφάγια της ανθρώπινης τροφής, με γεωργικά προϊόντα, παραγωγής τους ή αγορασμένα (κριθάρι, καλαμπόκι, βίκο, άχυρο κ.ά.), με υποπροϊόντα γεωργικών προϊόντων (πίτυρα, σκύβαλα, φλούδες καρπών κ.ά.)· τα τάιζαν ακόμα, κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, με πράσινα κλαριά δέντρων («κλαρί» από καραγάτσι ή άλλα δέντρα) και πράσινο


159

χλωρό χορτάρι (καβαλαριά, βούλιαρη κ.ά.), που τα έκοβαν και τα μετέφεραν στο σπίτι. Τα βοσκούσαν επίσης ομαδικά στο ύπαιθρο, σε βοσκότοπους, με ειδικούς, μισθωμένους με κοντότα ανά εξάμηνο, φύλακες-βοσκούς, το γελαδάρη, το γιδάρη και τον μπλαρτζή (μουλαριτζή). Κάθε πρωί ένα άτομο της οικογένειας έπρεπε «να βγάλει» τη γελάδα, τη γίδα, τα άλογα και τα μουλάρια σε ορισμένο χώρο, απ’ όπου τα παραλάμβανε ο αντίστοιχος βοσκός και τα οδηγούσε όλη μέρα όλα μαζί στη βοσκή. Το βράδυ τα επανέφερε στο ίδιο μέρος, απ’ όπου τα ζώα μόνα τους επέστρεφαν στο «σπίτι» τους. Τέτοιοι χώροι συγκέντρωσης των ζώων ήταν, μεταξύ άλλων, ο χώρος της κεντρικής πλατείας μέχρι και τη δεκαετία του 1930 και περί το 1950 ο χώρος στη συνοικία Μυλωνά, μπροστά και γύρω από το σχολείο. Οι κοπριές που άφηναν στους δρόμους όλα αυτά τα ζώα, στην πρωινή τους έξοδο και στη βραδινή επιστροφή τους, προσέδιδαν ένα ιδιαίτερο «χρώμα» στην εικόνα του χωριού. Τα «αροτριώντα ζώα» είχαν ειδική μεταχείριση. Κάθε βράδυ τα αφεντικά τους, πριν πέσουν για ύπνο, έβγαζαν από τον αχυρώνα άχυρο ή άλλου είδους σανό, με το γκαζούλι (γκαζοκάντηλο) στο χέρι, για να τους φωτίζει, «να τους φέγγει», και το έβαζαν στο παχνί, να έχουν τα ζώα και τη νύχτα να τρώνε. Και στις καλλιεργητικές περιόδους, όταν τα άλογα επέστρεφαν κουρασμένα από το χωράφι, τους έδιναν να φάνε μία οκά περίπου κριθάρι ή άλλο ανάλογο καρπό μέσα σε ειδικό σακούλι, που το κρεμούσαν στο κεφάλι του κάθε ζώου («έβαζαν σακούλι στ’ άλογα»). Εξάλλου η Τοπική Αυτοδιοίκηση όριζε χώρους, για να βοσκούν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αποκλειστικά και μόνον τα «αροτριώντα ζώα». Παραθέτω απόσπασμα σχετικής απόφασης του Δήμου Νέσσωνος στις 18.7.1910. «Εις το χωρίον Μακρυχώρι προσδιορίζει ως χειμερινόν βοϊδολείβαδον τας ανέκαθεν φυλασσομένας ως τοιούτον θέσεις «Μνήματα και Καλάμτζα» με τα ανέκαθεν γνωστά όριά των, ήτοι τον δρόμον προς το χωρίον Δερελί άγοντα, βρύσαις Μακρυχωρίτικαις και δρόμον προς Μικρόν Κεσερλή· ορίζει ως χρόνον φυλάξεως αυτού από 10 Φεβρουαρίου έως 25 Μαρτίου εκάστου έτους καθ’ ον απαγορεύεται η εν αυτώ βοσκή παντός είδους ζώου, από δε 25 Μαρτίου μέχρι 23 Απριλίου θα βοσκήσουν εντός αυτού αποκλειστικώς και μόνον τα αροτριώντα δεδηλωμένα κτήνη των κατοίκων Μακρυχωρίου, πέραν δε της 23ης Απριλίου ελευθέρως πλέον θα βόσκουν εντός αυτού και άπαντα τα ζώα των κατοίκων Μακρυχωρίου παντός είδους».


160

Καταυλισμός κτηνοτρόφων στην πορεία τους προς τα θερινά βοσκοτόπια

Ζ3. Βιοτεχνία Την οικονομική δραστηριότητα στο Μακρυχώρι συμπλήρωναν βέβαια, μαζί με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και τα διάφορα βιοτεχνικά επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα αυτά αντιστοιχούσαν στις βασικές ασχολίες των κατοίκων, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και γενικά εξυπηρετούσαν τις βιοτικές ανάγκες τους, τη διατροφή, τη στέγαση, την ένδυση. Ήταν επαγγέλματα επεξεργασίας και μεταποίησης πρώτων υλών, κατασκευής και επισκευής διαφόρων πραγμάτων και επαγγέλματα προσφοράς υπηρεσιών. Υπήρχαν λοιπόν ο μυλωνάς, ο χτίστης (οικοδόμος), ο μαραγκός (ξυλουργός), ο καροποιός, ο χαλκιάς (σιδηρουργός), ο πεταλωτής, ο σαμαράς (σαγματοποιός), ο τσαγκάρης, ο ράφτης, ο κουρέας, ο γανωτής, ο ξυλοκόπος (υλοτόμος) και άλλοι. Κάποιες τέχνες, όπως η τέχνη της μεταποίησης του μαλλιού και του γάλατος των προβάτων (υφαντουργία, τυροκομία) ή των σταφυλιών (οινοποιία) ήταν κτήμα όλων σχεδόν των κατοίκων του χωριού και όχι ειδικών. − Το άλεσμα του σιταριού και η μεταποίησή του σε αλεύρι αρχικά γινόταν σε κάθε σπίτι με τα χειρόμυλα, «τα χειρόμπλα». Ήταν δυο πέτρες κυκλικές και επίπεδες στη μία τους πλευρά, με διάμετρο 40-50 εκατοστών, που συνέθλιβαν (άλεθαν) ανάμεσα στις επίπεδες πλευρές τους το σιτάρι, καθώς η μία περιστρεφόταν με το χέρι πάνω από την άλλη, που έμενε σταθερή. Καθώς όμως στην περιοχή του Μακρυχωρίου λειτούργησαν από πολύ νωρίς νερόμυλοι, η χρήση των χειρόμυλων περιορίστηκε στην ετοιμασία


161

του σιταριού για την παρασκευή του τραχανά, «το κόψιμο του τραχανά», χρήση που κράτησε σε μερικά σπίτια μέχρι και το 1960 περίπου. Από την αρχή της συγκρότησης του Μακρυχωρίου ως ελληνικού οικισμού ο Αμπελακιώτης Δημήτριος Μαργκάς αγόρασε και έθεσε σε λειτουργία νερόμυλο, ο οποίος λειτουργούσε από την εποχή της τουρκοκρατίας, στη βορινή πλευρά του μικρού βουνού Προσήλιο, στη θέση Μπαχτσέδια. Εξάλλου μέλη της ευρύτερης οικογένειας Μαργκά είχαν αγοράσει την ίδια εποχή και άλλον τέτοιο μύλο στην ανατολική πλευρά του βουνού αυτού, στα όριά του με το χείμαρρο Καλάμτσια. Κατάλληλα κατασκευασμένοι υδραύλακες έφερναν ποσότητες νερού της Καλάμτσιας στους μύλους αυτούς. Το νερό αυτό έβαζε σε κίνηση τις μυλόπετρες των δύο μύλων διαδοχικά, πρώτα του ενός, ύστερα του άλλου. Στους νερόμυλους αυτούς άλεθαν το σιτάρι τους και έπαιρναν το αλεύρι τους οι Μακρυχωρίτες και πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών. Ο νερόμυλος Μαργκά στη θέση Μπαχτσέδια του Μακρυχωρίου λειτουργούσε, έβγαζε δηλαδή αλεύρι, μέχρι και το 1946. Από το 1947 άλεθε καρπούς, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.ά. και τους έκανε τροφή για τα ζώα, «έκοβε γεραμάδες» ή έκοβε το σιτάρι για τραχανά. Από το 1957 έπαψε να λειτουργεί ως νερόμυλος, λόγω έλλειψης της αναγκαίας ποσότητας νερού, και λειτουργεί πλέον με μηχανή πετρελαιοκίνητη. Περί το 1960 σταμάτησε οριστικά η λειτουργία του, αφού εκ των πραγμάτων είχε καταστεί πλέον ασύμφορη. Το 1938 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μακρυχώρι ο Ζαφείρος Μαργκάς, γιος του Δημητρίου, ο οποίος είχε, μαζί με την οικογένειά του, την κυριότητα και τη διαχείριση του μύλου αυτού μέχρι το τέλος της λειτουργίας του. Σήμερα υπάρχει ακόμα το κτίριο του μύλου, εγκαταλειμμένο, από το οποίο βέβαια κάποιοι «αρμόδιοι» αφαίρεσαν εν τω μεταξύ όλο τον εξοπλισμό του, τις μηχανές, τις μυλόπετρες, την καρούτα κ.ά.. Παράλληλα με το νερόμυλο του Μαργκά λειτούργησε για αρκετά χρόνια, και πάντως μέχρι το 1940 περίπου, και ο μύλος του Ευαγγέλου Μπούτου, δίπλα στη Βρύση του χωριού, ο οποίος ήταν μηχανοκίνητος πετρόμυλος. Το κτήριο του μύλου διατηρείται ακόμα σε καλή κατάσταση. Από το 1946 λειτουργεί στο Μακρυχώρι μύλος μέσα στον οικισμό. Ήταν ο συνεταιρικός αλευρόμυλος των Δημητρίου Αργυρίου (Θάνου) και Κων/νου Π. Τσέτσιλα, που ήταν εγκατεστημένος δίπλα στο σπίτι του Θάνου. Ο μύλος αυτός ήταν μηχανοκίνητος και άλεθε με μυλόπετρες. Έμπαινε σε κίνηση με τη μηχανή εκείνου του ιδιότυπου τρακτέρ, που ανάφερα σε προηγούμενο κεφάλαιο, με τις ρόδες με τα σιδερένια πέδιλα. Αποτέλεσε για τους χωριανούς μια δεύτερη και ασφαλώς καλύτερη λύση για το άλεσμα του σιταριού τους και γι’ αυτό επηρέασε αμέσως αρνητικά τη λειτουργία του νερόμυλου Μαργκά. Λειτούργησε μέχρι το 1952. Τότε οι Αργυρίου και Τσέτσιλας εγκαθιστούν καινούριο μύλο, κυλινδρόμυλο αυτή τη φορά, έξω


162

από το χωριό, κοντά στη Βρύση του χωριού, 40 μέτρα περίπου ανατολικά της, πίσω από το σημερινό επίχωμα της σιδηροδρομικής γραμμής. Ο μύλος αυτός λειτούργησε από τις οικογένειες Αργυρίου και Τσέτσιλα μέχρι το 1972, αφού το 1958 είχε ανανεωθεί, μετά από εκτεταμένες ζημίες που είχε πάθει από πυρκαγιά. Το 1972 ο συνεταιρισμός των ιδιοκτητών παύει να υφίσταται και η λειτουργία του μύλου σταματάει. Λίγο χρόνο αργότερα οι αδελφοί Γεώργιος και Χρήστος Δ. Αργυρίου εγκαθιστούν νέο μεγάλο κυλινδρόμυλο στη θέση Αλπότρυπες, δίπλα στην εθνική οδό, η λειτουργία του οποίου αρχίζει το 1974 και κρατάει μέχρι το 1992. Μετά το 1992 ο μύλος λειτουργεί για μερικά ακόμη χρόνια, υπό τη διεύθυνση άλλων δύο κατά σειρά ιδιοκτητών. Εδώ και 15 περίπου χρόνια σταμάτησε και αυτός να λειτουργεί.

Στιγμιότυπο από τον αλευρόμυλο Δημ. Αργυρίου (Θάνου)-Κων/νου Τσέτσιλα πριν από το 1950 − Τις πρώτες δεκαετίες, μέχρι το 1920 περίπου, σχεδόν όλοι οι Μακρυχωρίτες διέμεναν στα σπίτια που βρήκαν από τους Τούρκους. Από τη δεκαετία του 1920 και κυρίως στη δεκαετία του 1930 άρχισαν να κτίζουν καινούρια σπίτια ή να διορθώνουν και να επεκτείνουν κάποια από τα τούρκικα. Ήταν σπίτια πέτρινα και τα έχτιζαν κτίστες, μάστοροι της πέτρας και «πολιτικοί μηχανικοί» ταυτόχρονα, καταγόμενοι κυρίως από τη δυτική Μακεδονία. Δουλεύοντας κοντά σ’ αυτούς αναδείχτηκαν και κάποιοι ντόπιοι τεχνίτες της οικοδομής, όπως ο Αδάμος Τριανταφύλλου, ο Ιωάννης Δ. Στογιάννης ή Γιάντσιος, ο Γεώργιος Λαζάρου, ο Γεώργιος Κοψαχείλης. Την πέτρα την έφερναν από τους διαλυμένους τούρκικους οικισμούς Ραχμάνι και Καρασλάρ και από λατομείο (νταμάρι) της Καρακόπετρας στη θέση Ασαργάνι. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά από αυτά τα σπίτια ήταν αρκετά


163

μεγάλα, κυρίως σπίτια ευκατάστατων οικονομικά, και ότι κατά εποχές κτίζονταν στον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Ήταν σπίτια διώροφα, ή ορθογώνια με δύο δωμάτια και ανάμεσά τους σάλα ο κάθε όροφος, όπως το σπίτι του Αναστασίου Μπενεχούτσου στην πλατεία ή του Χρήστου Φάκα στον κεντρικό δρόμο, ή τετράγωνα με τέσσερα δωμάτια και σάλα ο κάθε όροφος, όπως το σπίτι της οικογένειας Γιαννακόπουλου κοντά στο Δημαρχείο ή της οικογένειας Ρόμπα βόρεια και κοντά στην πλατεία. Σπίτια και των δύο αυτών ρυθμών υπάρχουν και λειτουργούν ακόμα πολλά στο Μακρυχώρι. Άλλοι Μακρυχωρίτες κτίστες, σχετικά παλαιοί, ήταν οι Ταζέδες, ο Βάιος Ταζές και τα παιδιά του Θωμάς και Πολυχρόνης, και ο Νικόλαος Ταρατόρας. Εξάλλου τα πρώτα χρόνια μετά το 1950 με ευθύνη της Νομαρχίας Λάρισας λειτούργησε στο Μακρυχώρι σχολή οικοδομικής τέχνης με ένα δάσκαλο κτίστη και ένα δάσκαλο ξυλουργό. Ο δάσκαλος κτίστης ονομαζόταν Σάββας και έμεινε στη μνήμη των χωριανών ως Μαστοροσάββας. Στη «σχολή του Μαστοροσάββα» μαθήτευσαν πολλοί νέοι του χωριού και έμαθαν αρκετά στοιχεία της οικοδομικής. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα άσκησαν, άλλοι για λίγα, άλλοι για πολλά χρόνια, το επάγγελμα του οικοδόμου και έκτισαν πολλά σπίτια στο χωριό ή και αλλού. Αυτοί ήταν οι Ζήσης Γουντσιώτης, Αλ. Ζησόπουλος, Αθ. Καραπάνος, Χρ. Νίτσικας, Γεω. Παπακρίβος, Σαρ. Στογιάννης, Ευά. Στρατόπουλος, Αν. Τσέτσιλας και Λεωνίδας Χατζής. Την οικοδομή ολοκλήρωνε ο μαραγκός (ξυλουργός) με τις ξύλινες κατασκευές του σπιτιού, τις πόρτες και τα παράθυρα (κουφώματα), και με άλλες εσωτερικές κατασκευές, όπως εσωτερικές ξύλινες σκάλες, ξύλινα πατώματα, που χώριζαν τους ορόφους, ντουλάπες κ.ά. Και τη δουλειά του ξυλουργού την έκαναν πολλές φορές οι ίδιοι οι χτίστες του σπιτιού. Ωστόσο υπήρχαν από τα πρώτα χρόνια στο Μακρυχώρι και ειδικοί ξυλουργοί. Το 1907 ο Δημήτριος Χ. Πέτρου εισπράττει δεκατρείς (13) δραχμές «δι’ επιδιόρθωσιν θυρών και παραθύρων του Ναού και του σχολείου της Εκκλησίας». Από τους παλαιότερους ξυλουργούς και πάντως ο τεχνικότερος ήταν ο Αναστάσιος Τσιάνης (Μαστοροαναστάσης). Αυτός εκτός από άλλες κατασκευές κατασκεύασε τη δεκαετία του 1910 τις ξύλινες κατασκευές στο ναό του Αγίου Θωμά, στασίδια, ψαλτήρια, παγκάρι κ.ά., και φιλοτέχνησε μέσα στο ναό χειροποίητα καλλιτεχνήματα, την Αγία Τράπεζα, το δεσποτικό, τον άμβωνα κ.ά., κάποια από τα οποία σώζονται και λειτουργούν ακόμα μέσα στο ναό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι ξυλουργοί, όπως ο Μιχαήλ Μπεκιάρης και ο Γεώργιος Στρατόπουλος. Από το 1950 περίπου και για μερικές δεκαετίες μετά επαγγελματίες ξυλουργοί στο Μακρυχώρι ήταν ο Χαρίλαος Πατσιούρας, που άσκησε το επάγγελμα μέχρι το 2000 περίπου, και ο Ιωάννης Κωστάκης. Μέχρι και το 1960 όλες οι ξύλινες κατασκευές ήταν χειροποίητες. Τα


164

ξυλουργικά εργαλεία, πριόνι, σκεπάρι, τρυπάνι, ροκάνι, πλάνη κ.ά. ήταν όλα χειροκίνητα.

− Η επεξεργασία του μαλλιού των προβάτων και η μεταποίησή του δε γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, αλλά γινόταν από όλες σχεδόν τις γυναίκες του χωριού. Το πλύσιμο των μαλλιών με βραστό νερό, για να φύγει η πηχτή λέρα τους, «ο σούκος», το ξάσιμο (το γράνσιμο) με το χέρι, το λανάρισμα με το μικρό χειροκίνητο λανάρι, το γνέσιμο με τη ρόκα ή το τσικρίκι, το κουβάριασμα και το τυλιγάδιασμα του νήματος με το τυλιγάδι, το βάψιμο, το ίδιασμα και η παρασκευή του στημονιού (διασίδι), το πέρασμα και η ύφανση των νημάτων, του στημονιού και του υφαδιού, στον αργαλειό ήταν τα βασικά στάδια της επεξεργασίας και μεταποίησης του μαλλιού και βασική καθημερινή ασχολία των περισσότερων γυναικών. Με τη διαδικασία αυτή κατασκεύαζαν μάλλινα σκεπάσματα, βελέντζες φλοκάτες ή χωρίς φλόκους (φλοκιαστές ή στείρες), κατασκεύαζαν στρωσίδια για το πάτωμα και τα κρεββάτια, χαλιά, κουβέρτες, κιλίμια, καθώς και υφάσματα ενδυμασίας, απλά ή δίμιτα (αδίμτα). Μέχρι το 1930 περίπου σχεδόν όλοι και μέχρι το 1950 οι περισσότεροι άνδρες φορούσαν μάλλινα ρούχα, σακάκια, παντελόνια, με ύφασμα του αργαλειού και ραμμένα από ειδικούς ράφτες. Μάλλινα ήταν και τα εσώρουχά τους, κυρίως οι φανέλες και οι κάλτσες. Ράφτες «ευρωπαϊκών» υφασμάτων, φραγκοράφτες, εμφανίστηκαν στο Μακρυχώρι κυρίως μετά το 1930. Εξάλλου ανάλογη ήταν και η ενδυμασία των γυναικών. Επίσης μέχρι


165

και τη δεκαετία του 1970 η προίκα των κοριτσιών για το «ντύσιμο» του σπιτιού τους περιλάμβανε κυρίως μάλλινες κατασκευές. Ωστόσο λίγο πριν το 1930 λειτουργεί στο Μακρυχώρι λαναριστήριο, το οποίο διευκόλυνε βέβαια τις γυναίκες στην επεξεργασία των μαλλιών. Το ίδρυσαν συνεταιρικά ο καταγόμενος από την κρήτη Εμμανουήλ Χατζηδάκης και ο Μακρυχωρίτης Χρήστος Χριστοδούλου και το λειτούργησαν μαζί για μερικά χρόνια. Από το 1936 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990, που σταμάτησε η λειτουργία του, το λειτούργησε η οικογένεια Χριστοδούλου. Μάλιστα τις δύο τελευταίες δεκαετίες της λειτουργίας του είχαν εγκαταστήσει και κλωστικό μηχανισμό και λειτούργησε και ως κλωστήριο. Λαναριστήρια πάντως υπήρχαν και πριν το 1930 στα γύρω χωριά, όπως στο Πουρνάρι και στο Συκούριο, όπου κατέφευγαν οι γυναίκες για το λανάρισμα. Στα Αμπελάκια μάλιστα υπήρχε και υφαντήριο (αργαλειοί), όπου οι γυναίκες του Μακρυχωρίου έδιναν τα νήματα και παράγγελναν διάφορα υφαντά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 οι αργαλειοί των αδελφών Νικολάου και Θεοδώρου Μάντζιου κατασκεύαζαν πολλά υφαντά για την προίκα των κοριτσιών του Μακρυχωρίου. Υφαντήριο μηχανοκίνητο λειτούργησε και στο Μακρυχώρι από το 1980 περίπου. Ήταν το υφαντήριο μάλλινων ειδών των αδελφών Κων/νου και Αναστασίου Μπαρλαγιάννη, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 2008. Επίσης στο Μακρυχώρι λειτουργεί εδώ και μερικές δεκαετίες, από το 1985 περίπου, η βιοτεχνία φλοκάτης του καταγόμενου από τους Γόννους Γεωργίου Μπουζώνα. − Και το γάλα, όσο δεν πουλούσαν στους εμπόρους, και τα σταφύλια από τα αμπέλια τους, όπως ήδη προανάφερα, τα επεξεργάζονταν, όχι ειδικοί τεχνίτες, αλλά οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι και αμπελουργοί στα σπίτια τους και τα μεταποιούσαν σε τυρί, βούτυρο ή κρασί, τσίπουρο και άλλα προϊόντα. Επαγγελματικά τυροκομεία ή οινοποιεία στο Μακρυχώρι δεν υπήρχαν. Μόνο μια χρονιά, περί το 1960, οι αδελφοί Κολτσίδα επιχείρησαν να αγοράσουν και να τυροκομήσουν επαγγελματικά πρόβειο γάλα –είχαν προσλάβει μάλιστα ως ειδικό τυροκόμο τον Αστέριο (Γούσιο) Λιούπα-, αλλά η επιχείρηση αυτή δεν είχε συνέχεια. Και μόλις το 1972 οι αδελφοί Τάχα από τον Παραπόταμο εγκατέστησαν σύγχρονο τυροκομείο στο Μακρυχώρι. Εξέλιξη του τυροκομείου αυτού είναι η σημερινή βιομηχανία επεξεργασίας γάλατος «ΤΕΜΠΗ». − Επαγγέλματα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των γεωργών, κυρίως, αλλά και των κτηνοτρόφων ήταν ο καροποιός, ο σιδεράς (χαλκιάς), ο σαμαράς, ο πεταλωτής. Ο καροποιός κατασκεύαζε και επισκεύαζε κάρα, από τους τούρκικους αραμπάδες μέχρι τα μονόκαρα και τα διπλόκαρα, που ήταν τα βασικά μέσα μεταφοράς των γεωργικών προϊόντων μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Στο Μακρυχώρι γίνονταν συνήθως επισκευές των κάρων στα σιδερένια ή τα


166

ξύλινα εξαρτήματά τους. Επισκεύαζαν τους τροχούς, τον άξονα, το σιδερένιο στεφάνι τους, τις ξύλινες ακτίνες τους (παρμάκια), επισκεύαζαν το σύστημα έλξης και οδήγησης, τα φαλάγγια και το τιμόνι, επισκεύαζαν τις παραπέτες, το πάτωμα (πόρτα) του κάρου και άλλα εξαρτήματα. Τέτοιο καροποιείο λειτούργησε στο Μακρυχώρι τη δεκαετία του 1940 στο χώρο της κεντρικής πλατείας, στο κατάστημα Γεωργόπουλου, που τις τελευταίες δεκαετίες λειτούργησε ως ταβέρνα και καφενείο. Καροποιοί ήταν ο Νικόλαος Χάμπογλου, από τον Αμπελώνα, και ο Χαρίλαος Πατσιούρας. Ο σιδεράς (σιδηρουργός, χαλκιάς) επισκεύαζε κυρίως τα αλέτρια των γεωργών, τους βραχίονες, το σταβάρι, το φτερό, τη στρώση, το υνί. Κάποιοι κατασκεύαζαν ενδεχομένως και σιδερένια εργαλεία, όπως παλιουροκόπτες (παλιουρκόπια), κλαδευτήρια, σκαπτικά εργαλεία κ.ά. Τη δουλειά αυτή έκαναν στο Μακρυχώρι, σχεδόν όλα τα χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του 1950, στα χαλκιαδίκια τους οι Αντώνιος Ζέρβας και Ζήσης Κουτρούπας, για τους νεότερους τότε ο Μπαρμπαντώνης και ο Μπαρμπαζήσης. Σαν τον κουτσοπόδαρο μυθικό θεό Ήφαιστο δούλευαν όλοι μέρα όρθιοι· με το ένα χέρι τραβούσαν την αλυσίδα του φυσερού, για να κρατάει με τον αέρα του συνεχώς αναμμένα τα πετροκάρβουνα, με τη λαβίδα στο άλλο χέρι κρατούσαν το σίδερο μέσα στα αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να κοκκινίσει· και χτυπούσαν ύστερα με βαρύ σφυρί, πάνω στο στερεωμένο σε χοντρό κούτσουρο αμόνι, το πυρακτωμένο και μαλακό σίδερο, για να του δώσουν το σχήμα που ήθελαν, να οξύνουν π.χ. τη στομωμένη αιχμή του υνιού ή να του προσθέσουν «προσμύτη», προτού το «βάψουν» στο διπλανό βαρέλι με το νερό, για να σβήσει και να σκληρύνει το σίδερο. Εξάλλου τέτοιο σιδεράδικο λειτουργούσε στο Μακρυχώρι από τα πρώτα χρόνια σε κοινοτικό κατάστημα στο χώρο της κεντρικής πλατείας. Ήταν το «χαλκιαδίκι της Κοινότητος», εκεί όπου σήμερα είναι το κατάστημα ιδιοκτησίας Μπελόγια και λειτουργεί η καφετέρια Ζησόπουλου. Στη δεκαετία του 1950 επίσης ως σιδηρουργοί εργάστηκαν στο Μακρυχώρι ο Συκουριώτης Δημήτριος Τσιμογιάννης και ο Αθανάσιος Χρήστου. Ο σαμαράς (σαμαρτζής, σαγματοποιός) κατασκεύαζε και επισκεύαζε σαμάρια για τα γαϊδούρια και τα άλογα, κυρίως τα άλογα των κτηνοτρόφων. Για την κατασκευή καινούριου ή την επισκευή σαμαριού ο σαμαράς προμηθευόταν συνήθως και διέθετε, εκτός από την τέχνη του, και όλα τα υλικά, τα ξύλα, το πανί (σαμαροσκούτι), το δέρμα και τη «γέμιση», που ήταν συνήθως βριζαμιά, αλωνισμένα ξερά φυτά σίκαλης, βρίζας. Μερικές φορές κάποια από τα υλικά, κυρίως το σαμαροσκούτι και τη βριζαμιά, τα διέθετε ο ιδιοκτήτης του ζώου, για να μειωθεί το κόστος. Τη δουλειά του σαμαρά έκαναν στο Μακρυχώρι τις πιο πολλές δεκαετίες μέχρι και το 1960 περίπου ο Μιχαήλ (Μίχος) Χώτος, πριν από το 1940 (προέκταση της οικογένειάς του σήμερα είναι η οικογένεια Μιχαήλ Αποστόλου), και μετά ο Ζαφείρος


167

Μαργκάς, που «είχε κληρονομήσει» και την τέχνη αυτή, εκτός από εκείνη του μυλωνά, από τον πατέρα του. Ο πεταλωτής (καλιγωτής, αλμπάνης) πετάλωνε τα άλογα, σε μερικές περιπτώσεις και γαϊδούρια, για να μη φθείρονται οι οπλές τους με την τριβή τους στο έδαφος. Ήταν βέβαια και αυτός απαραίτητος σε μια εποχή που η ζωή των ανθρώπων ήταν άμεσα εξαρτημένη από τα ζώα αυτά. Τη δουλειά του πεταλωτή τις δεκαετίες του 1930 και 1940 έκανε στο Μακρυχώρι συστηματικά ο Χρήστος Σουπεκιώτης. Τη δεκαετία του 1950 ερχόταν και πετάλωνε τα άλογα ο Αντώνιος Γιαννακάκης από το Συκούριο. Την ίδια εποχή και λίγο αργότερα τη δουλειά του πεταλωτή έκανε και ο Γεώργιος Παπαχατζής. − Τα παπούτσια τους οι Μακρυχωρίτες τα πρώτα χρόνια τα έφκιαναν, κατά κανόνα, ο καθένας μόνος του για την οικογένειά του, κυρίως τα καθημερινής χρήσης και εργασίας. Έκοβαν δέρματα ζώων, βοδιού ή γουρουνιού, ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα και έραβαν τα ευρέως διαδεδομένα γουρουνοτσάρουχα. Φορούσαν επίσης και λαστιχένια παπούτσια, από καουτσούκ, «τα καουτσούκια», καθώς και λινά το καλοκαίρι. Τα καουτσούκια και τα λινά τα πουλούσαν οι μπακάληδες. Τα παραδοσιακά ελληνικά τσαρούχια με τη φούντα ήταν τα επίσημα, τα «καλά» τους παπούτσια. Τα κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες και τα φορούσαν όσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση. Αργότερα, μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άρχισαν να φορούν, αντικαθιστώντας σταδιακά τα τσαρούχια, και «ευρωπαϊκά» δερμάτινα παπούτσια, τα σκαρπίνια, τα οποία αγόραζαν από τη Λάρισα ή τους τα κατασκεύαζαν κατά παραγγελία οι τοπικοί τσαγκάρηδες. Γυναικεία παπούτσια καινούρια δεν έφκιαναν οι τσαγκάρηδες στο Μακρυχώρι. Οι γυναίκες τα αγόραζαν κυρίως από τη Λάρισα. Οι πρώτοι τσαγκάρηδες (υποδηματοποιοί) στο Μακρυχώρι ήταν οι Ιωάννης Σαμαράς και Δημήτριος Κωστάκης. Ο Κωστάκης, καταγόμενος από την Κρανιά Ολύμπου, είχε εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι περί το 1910 και ασκούσε από τότε μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 το επάγγελμα του τσαγκάρη. Η οικογένεια Σαμαρά, Σαμαρινιώτες την καταγωγή, είχε εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι πολύ πριν το 1900 και ο Ιωάννης άσκησε το επάγγελμα του τσαγκάρη μέχρι το 1940. Και οι δύο κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν, κυρίως τις πρώτες δεκαετίες, τα τσαρούχια των κατοίκων του Μακρυχωρίου και κατοίκων των γύρω χωριών, αλλά και άλλου είδους παπούτσια. Ήταν κυρίως «τσαρουχάδες». Μάλιστα ο Κωστάκης για το λόγο αυτό είχε αποκτήσει και το παρωνύμιο (παρατσούκλι) Τσαρχάς και η οικογένειά του Τσαρχάδες. Άλλοι τσαγκάρηδες, νεότεροι από τους δύο προηγούμενους, που «δούλεψαν» και τσαρούχια και άλλου είδους παπούτσια, ήταν ο Παντελής Καραπάνος, ο Χρήστος Καρατέγος, κυρίως επιδιορθωτής, ο Ιωάννης Κ.


168

Λιούπας, ο Γεώργιος Αδ. Τριανταφύλλου, ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, ο οποίος άσκησε το επάγγελμα μετά το 1950 και στη Λάρισα, όπου μετοίκησε, ο Δημήτριος (Μήτρος) Ζιώγας, που άσκησε το επάγγελμα και στους Γόννους, όπου είχε μετοικήσει μετά το 1940. Νεότεροι τσαγκάρηδες, κατασκευαστές και επιδιορθωτές «ευρωπαϊκών» κυρίως παπουτσιών, που κάλυψαν το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν στο Μακρυχώρι οι Γεώργιος Κωστάκης, Χριστόφορος Τσέτσιλας, Βασίλειος Κολτσίδας, Δημήτριος Διαμαντάρας και Κων/νος Στογιάννης. Από αυτούς ο Τσέτσιλας και ο Στογιάννης άσκησαν το επάγγελμα για λίγα χρόνια, ο δε Διαμαντάρας δε σταμάτησε ακόμα εντελώς να διορθώνει (μπαλώνει) παπούτσια. − Και τα ρούχα που φορούσαν τα έραβαν οι Μακρυχωρίτες κατά κανόνα μόνοι τους στα σπίτια τους. Οι γυναίκες κυρίως έραβαν και τα γυναικεία και τα αντρικά ρούχα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως χοντρά μάλλινα, δίμιτα ή απλά, που τα ύφαιναν μόνες τους στον αργαλειό τους. Μερικές γυναίκες μάλιστα που φορούσαν τα παρδοσιακά μακριά μάλλινα ρούχα μέχρι και τη δεκαετία του 1950 ή και αργότερα (Σαρακατσάνες κ.ά.) συνέχιζαν να ράβουν μέχρι τότε μόνες τους τα φορέματά τους αυτά, χειροποίητα και όχι με ραπτομηχανή, όπως επίσης έραβαν με τον ίδιο τρόπο και τα μάλλινα ρούχα των αντρών (π.χ. μπυραζάνια = παντελόνια), όσων μέχρι και την εποχή εκείνη τα φορούσαν. Ωστόσο από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται στο χωριό, σιγά-σιγά και σποραδικά, και λεπτά, «ευρωπαϊκά» υφάσματα. Από τις πρώτες δεκαετίες επίσης άρχισαν να εμφανίζονται και επαγγελματίες ράφτες και μοδίστρες. Από τους παλαιότερους ράφτες του Μακρυχωρίου ήταν ο Σαμαρινιώτης Δημήτριος Σαμαράς, ο επονομαζόμενος και Τζημίκος, που ήταν γεννημένος το 1884. Έραβε με ειδική ραπτομηχανή ρούχα από χοντρά μάλλινα υφάσματα. Έραβε επίσης με το χέρι, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, κάπες και κατσιούλια για τους κτηνοτρόφους. Ίσως έραβε με τη μηχανή του και «ευρωπαϊκά» υφάσματα, καθώς, όταν τον ρωτούσαν στα γεράματά του τι δουλειά έκανε, απαντούσε και έλεγε με καμάρι «ήμουν φραγκοράφτης». Άλλοι παλαιοί ράφτες χοντρών μάλλινων υφασμάτων ήταν ο Δημήτριος (Τζήμας) Τόπης και ο Κων/νος Σεληγκούνας. Κατσιούλια έραβε και περί το 1965, μετά το Τζημίκο, και ο Στέφανος Λώλης. Από τη δεκαετία του 1930 ράφτες στο Μακρυχώρι ήταν οι Δημήτριος Κράμαρης, που καταγόταν από τα Αμπελάκια, και ο Ιωάννης Βακαλούλης, από την Κρανιά Ολύμπου, που έραβαν και χοντρά μάλλινα και «ευρωπαϊκά» υφάσματα. Ο Κράμαρης, κατά τη μαρτυρία μελών της οικογένειάς του, ήταν ράφτης διπλωματούχος και όχι εμπειροτέχνης. Χαρακτηριστικό του Βακαλούλη ήταν ότι καθυστερούσε πολύ να ράψει τα ρούχα που αναλάμβανε. Μερικές φορές, όπως μαρτυρούν πολλοί, το ύφασμα που έκοβε, για να ράψει


169

στα μέτρα του πρώτου γιου της οικογένειας, όταν το τελείωνε, ταίριαζε πια στα μέτρα του επόμενου ή του μεθεπόμενου γιου της οικογένειας. Από τη δεκαετία του 1940 ράφτης στο Μακρυχώρι ήταν και ο Δημήτριος Δεδικούσης, που καταγόταν από τους Γόννους. Ακολούθησε μετά το 1950 και για μερικές δεκαετίες μια σειρά από ράφτες, με τους οποίους «έκλεισε» για το Μακρυχώρι πριν 20 περίπου χρόνια το επάγγελμα του ράφτη. Ήταν οι Κων/νος Παρλάντζας, Σωτήριος Στογιάννης, Αθανάσιος Μπέλλος, Κων/νος Φουσίκας, Πέτρος Τσέτσιλας, Εμμανουήλ Γκουλιάρας και Αθανάσιος Βλάγκας. Περί το 1930 μοδίστρα στο Μακρυχώρι ήταν η Χαρίκλεια Ήλου, που «είχε πάρει ψαλίδι» στο Συκούριο και έραβε κυρίως «ευρωπαϊκά» υφάσματα. Εργάστηκε, νέα κοπέλα τότε, για λίγα χρόνια, καθώς ατύχησε και έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή. Άλλες γυναίκες που εργάστηκαν επαγγελματικά ως μοδίστρες, στο διάστημα από το 1940 περίπου μέχρι το 1980 περίπου, ήταν διαδοχικά η Αλεξάνδρα συζ. Γεωργίου Ρίζου, η Φανή Ταζέ-Στρατόπουλου, η Ροδόπη Τσέτσιλα-Μπούτου, η Δήμητρα Πράπα-Γκρέτση, η Μαρία Χριστοδούλου-Λυτροκάπη, η Κασσιανή Γραμμουστιάνου, η Αφεντία Κατσιούλη-Ευαγγελόπουλου, η Μαρία (Μαίρη) Πολυμέρη-Φωτίου, η Διονυσία Τσικρικώνη-Τσεκούρα, η Χριστίνα Λιάπη-Τσέτσιλα και η Ζωή Βλάγκα-Κωστόπουλου. Με την Κατερίνα Στυμονιάρη, την Αθηνά Δεληγιάννη-Σαρμανιώτη και την Πολυξένη Γρίβα-Μουρτζίλα, τις τελευταίες μοδίστρες, θα «κλείσει» πιθανότατα και το επάγγελμα αυτό για το Μακρυχώρι. − Κουρείς επαγγελματίες και αυτοτελή καταστήματα-κουρεία φαίνεται ότι δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι τα πρώτα χρόνια. Οι άνδρες κουρεύονταν κατά αραιά χρονικά διαστήματα και κούρευαν ο ένας τον άλλον, τα μέλη της ίδιας οικογένειας ή οι φίλοι και οι γείτονες. Πολύ αραιότερα κουρεύονταν οι γυναίκες, οι οποίες έπλεκαν και μάζευαν τα μακριά μαλλιά τους σε κότσους και κοτσίδες και κατά πολύ αραιά διαστήματα περιόριζαν με το ψαλίδι το μάκρος των μαλλιών τους. Με το πέρασμα του χρόνου κάποιοι άντρες με περισσότερη εμπειρία στο κούρεμα, που την είχαν αποκτήσει ίσως και στη στρατιωτική τους θητεία, όπου είχαν αναλάβει το κούρεμα των στρατιωτών, άρχισαν, παράλληλα με άλλες ασχολίες τους, να κουρεύουν άλλους άνδρες επί πληρωμή. Για κάποιους σταδιακά η ασχολία αυτή εξελίχθηκε σε επάγγελμα. Έστηναν λοιπόν το κουρείο τους, μια καρέκλα, ένα τραπεζάκι για τα σύνεργα και έναν καθρέφτη, στο σπίτι τους ή, συνήθως, σε μια άκρη μέσα σε ένα καφενείο ή άλλο κατάστημα. Από τα τέλη της δεκαετίς του 1920 υπήρχαν στο Μακρυχώρι κουρείς καταγόμενοι από άλλα μέρη. Υπήρχε κουρέας με το όνομα Λάζος, άνθρωπος ήσυχος, πράος έως «αγαθός», ο οποίος έφυγε από το Μακρυχώρι μετά από φάρσα που του έστησαν κάποιοι «επιτήδειοι» νέοι του χωριού, οι οποίοι τον


170

οδήγησαν μέχρι την εκκλησία και επιχείρησαν να τον παντρέψουν με νύφη που την υποδήθηκε άντρας. Από την ίδια εποχή περίπου εργαζόταν ως κουρέας στο σπίτι του και σε καφενείο μέχρι και το 1946 ο Ιωάννης Ήλος. Άλλοι κουρείς που εργάστηκαν διαδοχικά από την ίδια περίπου εποχή μέχρι και τη δεκαετία του 1950 έχοντας το κουρείο τους κυρίως μέσα σε άλλα καταστήματα ήταν οι Αργύριος Αργυρίου (Καλίτσιας), Ανδρέας Πατσιούρας, Βασίλειος Ζυγούρης και Κων/νος Πιτσιάβας. Ο Πιτσιάβας άνοιξε αυτοτελές κατάστημα-κουρείο στην πλατεία του χωριού περί το 1955 και εργάστηκε έκτοτε για μερικές δεκαετίες. Από την αρχή της δεκαετίας του 1960 εργάστηκε επίσης ως κουρέας για περισσότερα από δέκα χρόνια και ο Γεώργιος Ν. Σιμόπουλος. Περί το 1970 εργάστηκε ως κουρέας για μερικά χρόνια και ο Λάμπρος Κουτελίδας. Εξάλλου από το 1960 περίπου άρχισε να λειτουργεί στο Μακρυχώρι και κομμωτήριο γυναικών. Ήταν το κομμωτήριο της Σοφίας (Σοφούλας) Θ. Στρατόπουλου. − Και κλείνω τα σχετικά με τα επαγγέλματα κάνοντας μια πολύ σύντομη αναφορά σε μερικά ακόμα. Ήταν ο γανωτής (κασσιτερωτής, καλαϊτζής) που γάνωνε τα καζάνια, τις κατσαρόλες, τα ταψιά και άλλα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού (χαλκώματα, μπακίρια). Στο Μακρυχώρι γανωτής ερχόταν μία ή δύο φορές το χρόνο από αλλού, από την Ήπειρο ή από τα γύρω χωριά, όπως π.χ. από το Συκούριο, έστηνε το εργαστήρι του προσωρινά σε ένα κλειστό κατάστημα και, όταν τελείωνε το γάνωμα των σκευών που του έδιναν, έφευγε. Ήταν ο καρεκλάς, που έφκιανε τις ψάθινες καρέκλες. Τη δουλειά αυτή την έκαναν κυρίως οι τσιγγάνοι, που κατά καιρούς έστηναν τα τσαντίρια τους στους μεριάδες ανατολικά του χωριού, κοντά στη Βρύση. Αυτοί έφκιαναν και πουλούσαν και άλλα πράγματα, όπως κοφίνια (γαλίκια), καλάθια, πανέρια, κόσκινα, σήτες. Ήταν οι ξυλοκόποι (υλοτόμοι), τα συνεργεία ξυλοκόπων, που είχαν ειδικευτεί στο κόψιμο και στο τεμάχισμα (σκίσιμο) των μεγάλων δέντρων με ειδικά εργαλεία, το μεγάλο χειροκίνητο πριόνι (τον κλουριαστή), τις σφήνες, τις βαριοπούλες (βαριές) κ.ά. Τη δουλειά αυτή έκαναν, μεταξύ άλλων, οι Κλεάνθης Κωστόπουλος, Γεώργιος Διαμαντάρας, Κων/νος Χρήστου (Φασούλας), Ευάγγελος Κλ. Κωστόπουλος και άλλοι. Ήταν και οι λατόμοι (νταμαρτζήδες), που είχαν ειδικευτεί να βγάζουν με ειδικά εργαλεία και να σπάζουν πέτρες από το λατομείο της Καρακόπετρας για το κτίσιμο των οικοδομών, όπως οι Κων/νος Τουρλακόπουλος και Δημήτριος Στρατόπουλος. Ήταν οι καλτσοπλέχτρες, οι κεντήτριες, οι κιρατζήδες, ήταν ίσως και άλλα.


171

Κλείνοντας τα σχετικά με τα τεχνικά επαγγέλματα σημειώνω ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στο Μακρυχώρι μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα αυτό, καθώς λειτούργησαν και λειτουργούν πολλές βιοτεχνίες, όπως τυροκομεία, σπαστήρια αμυγδάλων, συνεργεία αυτοκινήτων και αγροτικών μηχανημάτων, βιοτεχνίες μεταλλικών κατασκευών, συσκευασίας και επεξεργασίας φρούτων και άλλες. Εξάλλου από τη δεκαετία του 1980 έχει εγκατασταθεί στην περιοχή του Μακρυχωρίου και η Βιομηχανική Περιοχή του Νομού Λάρισας καθώς και άλλες βιοτεχνίες και βιομηχανίες παράπλευρα της παλαιάς εθνικής οδού.

Ζ4. Εμπόριο Την οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων του Μακρυχωρίου, εκτός από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τα τεχνικά επαγγέλματα, ολοκλήρωνε και η ενασχόληση με το εμπόριο. Η εμπορική δραστηριότητα ήταν βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, περιορισμένη. Τα παραγόμενα προϊόντα, γεωργικά και κτηνοτροφικά, προορίζονταν για ιδία και τοπική χρήση και κατανάλωση και διακινούνταν σε τοπικό επίπεδο με τη μέθοδο του αντιπραγματισμού, δηλ. είδος με είδος. Ο κτηνοτρόφος π.χ. έδινε στο γεωργό μαλλιά και έπαιρνε σιτάρι. Βέβαια μεγάλες ποσότητες προίόντων, κυρίως κτηνοτροφικών, όπως του γάλατος και του κρέατος, διετίθεντο στο εμπόριο. Οι εμπορευόμενοι τα προϊόντα αυτά κατάγονταν από άλλα μέρη και δεν αναφέρονται Μακρυχωρίτες γαλατέμποροι ή κρεατέμποροι. Ωστόσο και κάποιοι Μακρυχωρίτες ασχολήθηκαν από τα πρώτα χρόνια με το εμπόριο ζώων, ήταν δηλ. τσαμπάζηδες. Ήταν κυρίως βλαχόφωνοι, οι οικογένειες των οποίων είχαν εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι προερχόμενοι από τη βορειοδυτική Μακεδονία, οι οποίοι εμπορεύονταν ζώντα ζώα. Έφερναν, κυρίως από τις περιοχές της καταγωγής τους, και πουλούσαν στο Μακρυχώρι και στη γύρω περιοχή για εκτροφή πρόβατα, γουρούνια, άλογα και άλλα ζώα. Για μερικές δεκαετίες πριν το 1940 και μέχρι το 1950 περίπου τη δουλειά αυτή έκαναν ο Ιωάννης (Γιακούλης) Μπόλιας και ο Γεώργιος Π. Ρόμπας. Από το 1950 περίπου με το εμπόριο ζώντων ζώων, αλλά και άλλων προϊόντων (μαλλιά, φασόλια, φακές, ρύζι) ασχολήθηκαν και άλλοι, όπως ο Αστέριος Θεοδ. Σαΐτης, ο Δημήτριος Πουσπουρίκας, ο Αστέριος Γ. Ρόμπας και τις τελευταίες δεκαετίες οι αδελφοί Θωμάς και Γεώργιος Ιω. Φουσίκας. Εμπορία αγροτικών προϊόντων άρχισε να γίνεται στο Μακρυχώρι από Μακρυχωρίτες από το 1950 περίπου. Ο Αλέξανδρος Τσιτούρας και η οικογένειά του μετέφεραν με τα ζώα τους και πουλούσαν στο Μακρυχώρι και στη Λάρισα στην αρχή φρούτα και λαχανικά από το περιβόλι τους. Συν τω χρόνω άρχισαν να αγοράζουν και να μεταπωλούν δημητριακούς καρπούς,


172

σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, αλλά και άλλους καρπούς, αμύγδαλα, καρύδια, βαμπάκι. Σε λίγα χρόνια η οικογένεια Τσιτούρα εξελίχτηκε σε βασική μονάδα εμπορίας αγροτικών προϊόντων στο Μακρυχώρι και στην περιοχή. Λίγα χρόνια αργότερα με την εμπορία αγροτικών προϊόντων, κυρίως δημητριακών, ασχολήθηκε, παράλληλα με το καφενείο που είχε στην πλατεία του χωριού, και ο Νικόλαος Λιούπας. Έκτοτε και μέχρι σήμερα μέλη των οικογενειών Τσιτούρα και Λιούπα έχουν αναπτύξει και συνεχίζουν την εμπορία των προϊόντων αυτών. Λίγο πριν το 1970 και για δεκαπέντε περίπου χρόνια σημαντική και έντονη παρουσία στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων είχε ο Χρήστος Δημ. Μπέλλος, ο οποίος είχε και το προσωνύμιο Βλαχοδήμαρχος. Αλλά οι βασικοί έμποροι στο Μακρυχώρι, από την αρχή της συγκρότησής του, ήταν οι μπακάληδες, οι μαγαζάτορες, οι οποίοι έφεραν και διέθεταν στους κατοίκους βασικά είδη διατροφής και διαβίωσης. Τα εμπορεύματα τα μετέφεραν με τα ζώα τους κυρίως από τη Λάρισα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1910 μετέφεραν ενίοτε κάποια προϊόντα, π.χ. υφάσματα, με το τρένο και από μακρινότερα αστικά κέντρα, όπως από τη Θεσσαλονίκη, τα οποία τα παραλάμβαναν στο σιδηροδρομικό σταθμό Μακρυχωρίου. Τα πρώτα χρόνια τα διατιθέμενα από τα μαγαζιά εμπορεύματα ήταν περιορισμένα και ως προς τα είδη τους και ως προς την ποσότητά τους. Τις πρώτες δεκαετίες τα μαγαζιά αυτά πρόσφεραν και υπηρεσίες καφενείου, καθώς πρόσφεραν σε κάποιους λιγοστούς πελάτες, σε ένα τραπεζάκι ή σε έναν καναπέ που είχαν, ένα καφέ, ένα τσίπουρο ή ένα ποτήρι κρασί. Συν τω χρόνω τα μπακάλικα αυτά οργανώθηκαν καλύτερα, πωλούσαν πολλά είδη και κάλυπταν όλες σχεδόν τις αγοραστικές ανάγκες των κατοίκων, εξελίχθηκαν δηλ. κατ’ όνομα και κατ’ ουσίαν σε παντο-πωλεία. Περί το 1950 ένα οργανωμένο μπακάλικο στο Μακρυχώρι, όπως ήταν π.χ. του Δημητρίου Φ. Φωτίου, διέθετε, θυμάμαι, τουλάχιστον τα εξής πράγματα:  Είδη διατροφής: λάδι, ζυμαρικά, όσπρια, ρύζι, αλάτι, ζάχαρη, χαλβά, θρεψίνη, λεμόνια, πορτοκάλια, στραγάλια, σταφίδες, καφέ, μπακαλιάρο, αντζούγιες παστές, ρέγγες, ζαχαρωτά διάφορα, καραμέλες κ.α.  Είδη ένδυσης: υφάσματα για αντρικά παντελόνια και πουκάμισα, για γυναικεία φορέματα και για άλλα ρούχα  Είδη υπόδησης: παπούτσια λινά και καουτσουκένια, μπότες, γαλότσες, άρβυλα, παντόφλες και γόβες γυναικείες, παιδικά παπούτσια κ.α.  Είδη καθαριότητας: σαπούνι, σόδα πλυσίματος, σκούπες, φαράσια κ.α.  Είδη σχολείου: βιβλία, τετράδια, μολύβια, χρώματα, μελάνη, μελανοδοχεία, κοντυλοφόρους, πένες, «πλάκες», ξύστρες, σβηστήρες κ.α.  Είδη φωτισμού: οινόπνευμα, πετρέλαιο, λάμπες πετρελαίου, λαμπογυάλια, φιτίλια κ.α.


173

 Γεωργικά είδη: υνιά, στρώσες, καπίστρια, τριχιές, κουβαρίστρες και βελόνες αρμαθιάσματος του καπνού, μηχανόσκοινο, αλυσίδες, θειάφι για ψεκασμούς κ.α.  Είδη ραπτικής και ψιλικά διάφορα: κλωστές, βελόνια, φερμουάρ, τσιμπιδάκια, φουρκέτες, κόπιτσες, κουμπιά, παραμάνες, πόρπες, χτένες, κορδέλες κ.α.  Σιδερένια μικροεργαλεία (μαχαίρια, κλαδευτήρια κ.ά.) και υαλοπίνακες (τζάμια) για τα παράθυρα. Ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, ένα σούπερ μάρκετ της εποχής. Οι πρώτοι Έλληνες Μακρυχωρίτες που άνοιξαν μαγαζί στο Μακρυχώρι, λίγο πριν ή λίγο μετά το 1900, ήταν οι οικογένειες Στέργιου Ήλου και τα παιδιά του Αθανάσιος και Νικόλαος, Δημητρίου Φωτίου και τα παιδιά του Φώτιος και Κωνσταντίνος καθώς και ο εγγονός του Δημήτριος Φ. Φωτίου, που ήταν Ηπειρώτες Ζαγορίσιοι, και η οικογένεια Δημητρίου Καπετανάκη και ο γιος του Γεώργιος, που ήταν Σαρακατσάνοι. (Σημειώνω παρενθετικά ότι απόγονοι των οικογενειών αυτών συνέχισαν να λειτουργούν διάφορα μαγαζιά σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ή συνεχίζουν και μέχρι σήμερα). Από τις πρώτες δεκαετίες λειτούργησαν μαγαζιά στο Μακρυχώρι και οι Χρήστος Κρεμέτης ή Ψευτογιάννης και Μιχαήλ Σαμολαδάς. Αργότερα, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, είχαν ανοίξει μαγαζιά οι αδελφοί Γεώργιος Θεο. Μπούτος και Αλέξανδρος Θεο. Μπούτος, ο πρώτος μπακάλικο και ο δεύτερος κατάστημα εμπορίας υφασμάτων. Στη δεκαετία του 1950, όταν και έπαψαν να λειτουργούν, και τα δύο ήταν μπακάλικα. Λίγο πριν το 1955 καλά οργανωμένο παντοπωλείο άνοιξαν στο Μακρυχώρι οι αδελφοί Κολτσίδα υπό την διεύθυνση του Δημητρίου Κολτσίδα. Το παντοπωλείο αυτό λειτούργησε σε διάφορες θέσεις μέχρι το 1990 περίπου. Το 1957 στο κατάστημα Μιχαήλ Σαμολαδά, το οποίο τότε περίπου έπαψε να λειτουργεί, μπακάλικο άνοιξε ο Μιλτιάδης Αστ. Σαΐτης. Το κατάστημα αυτό περιήλθε λίγα χρόνια αργότερα στην ευθύνη του Θεοδώρου Αστ. Σαΐτη και λειτούργησε μέχρι το 2000 περίπου.


174

Απόδειξη πληρωμής του μπακάλη Στέργιου Ήλου Από την εποχή αυτή, λίγο πριν το 1960, και στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, που λειτουργούν σύγχρονα καταστήματα τροφίμων και ειδών οικιακής χρήσης καθώς και άλλα ειδικά καταστήματα, στο Μακρυχώρι άνοιξαν κατά καιρούς και άλλοι παραδοσιακά μπακάλικα, όπως οι Βασίλειος Δ. Μπούτος, Ανδρέας Γκρέτσης, Χρήστος Φωτίου, Ιωάννης Μπελόγιας, Γεώργιος Γεωργόπουλος, Απόστολος Ν. Κατσιγιάννης, Νικόλαος Τσέτσιλας. Μετά το 1970 και για είκοσι περίπου χρόνια καλά οργανωμένο παντοπωλείο λειτούργησε ο Αντώνιος Νικ. Ρόμπας, ο οποίος μάλιστα είχε αποκτήσει και το προσωνύμιο ο Αντώνης ο μπακάλης. Οργανωμένο επίσης παντοπωλείο λειτούργησε την ίδια περίπου περίοδο και μέχρι το 2010 περίπου και ο Νικόλαος Ζίκος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 λειτούργησαν επίσης στο Μακρυχώρι και δύο περίπτερα στην πλατεία. Πρώτα το περίπτερο του Δημητρίου Εμμ. Ανδρέου (1954) και λίγο αργότερα του Αστερίου Ευα. Κατσιγιάννη. Το περίπτερο του Ανδρέου από το 1959 μέχρι το 2008 λειτούργησε υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Ανδρέου. Το περίπτερο του Κατσιγιάννη λειτούργησε και αυτό μέχρι το 2010 περίπου υπό διάφορους περιπτερούχους (Αστέριος Κατσιγιάννης, Βασιλική Ζυγούρη, Γεώργιος Σκρίμπας, Κωνσταντίνος Αργυρίου και Αθανάσιος Ρούσσας). Από τη δεκαετία του 1960 λειτούργησαν στο Μακρυχώρι και αρτοποιεία. Ήταν ο φούρνος του Θωμά Μπενεχούτσου και ο φούρνος του Κων/νου Κατσιγιάννη, που κυρίως έψηναν το ψωμί που ζύμωναν οι νοικοκυρές στο σπίτι τους. Από το 1970 περίπου λειτούργησε κανονικό


175

αρτοποιείο, που παρασκεύαζε και προμήθευε τους κατοίκους έτοιμο ψωμί και άλλα είδη αρτοποιίας. Ήταν το αρτοποιείο του Χαράλαμπου Αθ. Πατσιούρα, τον οποίο διαδέχθηκε στο ίδιο αρτοποιείο ο Ευάγγελος Δ. Παρλάντζας. Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 κατάστημα κρεοπωλείου δεν υπήρχε στο Μακρυχώρι. Τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1900 ο Κων/νος Φ. Φωτίου (Κώστας Φώτης), λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος Ζούλφος και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι Κων/νος Φαρμάκης και Δημήτριος Καρατέγος έσφαζαν κάπου-κάπου ένα πρόβατο, το τεμάχιζαν και το πουλούσαν κρεμασμένο σε ένα δέντρο της πλατείας. Το ίδιο έκαναν από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και οι Νικόλαος Πιτσιάβας και Απόστολος Ευαγγελόπουλος, όχι πια στο δέντρο, αλλά σε κατάστημα, στο οποίο δεν υπήρχε όμως ψυγείο. Ο Πιτσιάβας πάντως, που πρώτος έβαλε ψυγείο στο κατάστημά του, ήταν ο πρώτος επαγγελματίας κρεοπώλης στο χωριό. Περί το 1960 κρεοπωλείο άνοιξε και λειτούργησε για αρκετά χρόνια ο Χρήστος Αργ. Αργυρίου (Καλίτσιας). Έκτοτε και μέχρι το 1980 περίπου κρεοπωλεία λειτούργησαν επίσης διαδοχικά, και παράλληλα, οι Δημήτριος Ευαγγελόπουλος και Δημήτριος Μουρτζίλας και λίγα χρόνια μετά το 1980 ο Χρήστος Κουτελίδας.

Υπαίθριο κρεοπωλείο στη δεκαετία του 1950 Σημειώνω τέλος ότι τις τελευταίες δεκαετίες λειτούργησαν και λειτουργούν στο Μακρυχώρι πολλά ειδικά εμπορικά καταστήματα, όπως καταστήματα ειδών ένδυσης και υπόδησης, ηλεκτρικών συσκευών, οικοδομικών υλικών, ανταλλακτικών αγροτικών μηχανημάτων, αρδευτικών


176

και υδρευτικών υλικών, γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων, χρωματοπωλεία και άλλα. Καταστήματα που λειτούργησαν αποκλειστικά ως καφενεία, που πρόσφεραν δηλ. καφέ και οινοπνευματώδη ποτά, τσίπουρο, κρασί, κονιάκ κ.α., και που παρείχαν τη δυνατότητα στους άνδρες να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους με χαρτοπαίγνια ή τάβλι, δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, μέχρι το 1930 περίπου. Τις υπηρεσίες αυτές τις πρόσφεραν τα μπακάλικα, τα οποία εκτός από πηγή προμήθειας αγαθών ήταν και χώροι κοινωνικής παρουσίας και δραστηριότητας των ανδρών. Τέτοια μεικτά καταστήματα, μπακάλικα και καφενεία μαζί, λειτουργούσαν ως γνωστόν, μέχρι και τα τελευταία χρόνια σε μικρούς οικισμούς. Αυτοτελές καφενείο λειτούργησε στο Μακρυχώρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Ήταν το καφενείο του Νικολάου Λιούπα στην πλατεία του χωριού, στο μέρος όπου σήμερα λειτουργεί η καφετέρια Ζησόπουλου. Το καφενείο του Λιούπα λειτούργησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και ήταν όλο αυτό το διάστημα βασικός χώρος συνάντησης και κοινωνικής παρουσίας των κατοίκων. Τη δεκαετία του 1930 είχαν λειτουργήσει επίσης συνεταιρικό καφενείο για μερικά χρόνια οι Αργύριος Αργυρίου και Αναστάσιος Γκρέτσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 (1938) μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 (1953) πολλά καφενεία λειτούργησαν κατά διαστήματα και διαδοχικά στο χώρο γύρω από την κεντρική πλατεία. Καφενείο είχε, μέχρι το 1942 περίπου, ο Σωτήριος Παπακρίβος, αρχικά σε χώρο του καταστήματος Μπούτου, κοντά στην εκκλησία, και κατόπιν στο μικρό μαγαζί της εκκλησίας στην πλατεία. Καφενείο είχε ο Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος σε χώρο του καταστήματος Καπετανάκη. Περί το 1940 ο Γεώργιος Καπετανάκης μεταφέρει το μπακάλικο, από το κατάστημά του στην πλατεία, σε χώρο μπροστά στο σπίτι του και ανοίγει στο κατάστημά του στην πλατεία καφενείο. Ο Κωτσιόπουλος μεταφέρει το καφενείο του στα Ριζέικα, εκεί όπου σήμερα λειτουργεί η καφετέρια Μπαρλαγιάννη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 το καφενείο Κωτσιόπουλου παύει να λειτουργεί και στον ίδιο χώρο ανοίγει καφενείο ο Πέτρος Μπελόγιας. Ο Μπελόγιας είχε καφενείο μέχρι το 1980 περίπου. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949, στο κατάστημα Καπετανάκη, το οποίο περί το 1945 είχε διακόψει τη λειτουργία του ως καφενείου, καφενείο ανοίγει και λειτουργεί ο Ανδρέας Ζησόπουλος. Καφενείο επίσης λειτούργησε περί το 1950 και στον ισόγειο χώρο του σπιτιού του Θωμά Μπενεχούτσου. Το 1953 ο Ζησόπουλος φεύγει από το κατάστημα Καπετανάκη και ανοίγει εκεί καφενείο ο Απόστολος Ευαγγελόπουλος, ο οποίος ήταν μέλος και κληρονόμος της οικογένειας Καπετανάκη.


177

Η πρόσοψη του καφενείου του Νικολάου Λιούπα λίγο μετά το 1935 Τα καφενεία, αυτά και άλλα σαν αυτά, ήταν, όπως προανάφερα, οι χώροι κοινωνικής παρουσίας, συναναστροφής και δραστηριότητας των ανδρών του χωριού. Εκεί έπιναν τον καφέ και το ποτό τους, εκεί περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, εκεί ξεκουράζονταν, εκεί συζητούσαν ιδιωτικά και κοινά θέματα και έπαιρναν τις σχετικές αποφάσεις, εκεί κάπου – κάπου διασκέδαζαν με τραγούδια από το γραμμόφωνο ή ενημερώνονταν για γενικότερα θέματα του Κράτους από το ραδιόφωνο που ενδεχομένως υπήρχε, όπως π.χ. στο καφενείο Λιούπα. Και γίνονταν εκεί, κυρίως όπου η ευρύτητα του χώρου το επέτρεπε, και άλλες εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Εκεί μέσα σε μια άκρη έστηνε το κουρείο του ο κουρέας, εκεί έκαναν τις ομιλίες τους και έδιναν τις υποσχέσεις τους κάθε φορά οι πολιτευόμενοι, εκεί έδιναν τις παραστάσεις τους διάφοροι «καλλιτέχνες», όπως καραγκιοζοπαίχτες, ταχυδακτυλουργοί, παλαιστές, ζογκλέρ, ακροβάτες και άλλοι. εκεί γίνονταν ακόμα, κυρίως στη δεκαετία του 1960, και προβολές κινηματογραφικών ταινιών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 κάποια καφενεία άρχισαν να λειτουργούν και ως ταβέρνες. Κάποιες ημέρες της εβδομάδας, συνήθως το Σαββατοκύριακο, εκτός από τις υπηρεσίες καφενείου, πρόσφεραν το βράδυ και ψημένο κρέας. Το καφενείο της οικογένειας Ευαγγελόπουλου ήταν αυτό που πρώτο λειτούργησε και ως ταβέρνα. Τότε άρχισε στο Μακρυχώρι και η κατανάλωση μπύρας, η οποία ήταν «το ποτό πολυτελείας» της εποχής, που το έπιναν κάποιοι λίγοι, όσοι είχαν την ανάλογη οικονομική ευχέρεια. Λίγο αργότερα καφενείο – ταβέρνα άνοιξαν ο Χρήστος Ιω. Μπελλος, το 1957, και περί το 1960 ο Ηλίας Χαλκιόπουλος. Έκτοτε και μέχρι τη δεκαετία του 1980


178

και άλλα καταστήματα λειτούργησαν ως καφενεία και ως ταβέρνες παράλληλα, όπως τα καταστήματα Χρήστου Σουπεκιώτη, Διογένη Χαϊνταρλή – Αναστασίου Τσέτσιλα, Βασιλείου Κολτσίδα, Μαρίας Ραχώβα, Παναγιώτη Στογιάννη, Σοφίας Χατζή, Δημητρίου Αγοραστού – Χρήστου Αργυρίου.

Ηλικιωμένοι θαμώνες στην ταβέρνα περί το 1960 Ωστόσο ήδη από τη δεκαετία του 1960 το κατάστημα των αδελφών Γεωργίου και Δημητρίου Απ. Ευαγγελόππουλου λειτουργεί μόνο ως ταβέρνα. Τα πρώτα χρόνια, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, πελάτες της ταβέρνας ήταν κυρίως, ή μόνο, άντρες. Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 το κατάστημα αυτό λειτουργεί πια αποκλειστικά ως οικογενειακή ταβέρνα. Και από τη δεκαετία του 1980 (σε κάποιες περιπτώσεις και πριν από το 1980) και άλλα καταστήματα λειτούργησαν κατά καιρούς αποκλειστικά ως ταβέρνες, όπως οι ταβέρνες του Χρήστου Αργυρίου, του Κων/νου Τριανταφύλλου, του Δημητρίου Πούλιου, του Δημητρίου Γραβάνη, που λειτουργεί ως σήμερα, του Βασιλείου Μπατσίλα, του Αναστασίου Μπαρλαγιάννη. Μακροβιότερο κατάστημα ήταν το κατάστημα της οικογένειας Καπετανάκη – Ευαγγελόπουλου, το οποίο από το 1940 περίπου (Γ. Καπετανάκης) μέχρι το 2004 (Γεώργιος Απ. Ευαγγελόπουλος) λειτούργησε ως καφενείο, ως καφενείο – ταβέρνα, ως οικογενειακή ταβέρνα ως καφετέρια και ως τσιπουράδικο. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 τα παραδοσιακά καφενεία αρχίζουν να αντικαθίστανται και στο Μακρυχώρι από τις καφετέριες. Τότε η ταβέρνα Ευαγγελόπουλου μετατρέπεται σε καφετέρια και


179

τότε ο Γεώργιος Δ. Μπουρτζίλας λειτουργεί καφετέρια σε κατάστημα της οικογένειας Ήλου. Προς το τέλος της δεκαετίας αυτής αρχίζουν επίσης να λειτουργούν στο Μακρυχώρι και καταστήματα προσφοράς ποτών αποκλειστικά νυχτερινής λειτουργίας, τα μπαρ. Τα καταστήματα αυτά, καφετέριες και μπαρ, προσφέρουν πλέον ευρωπαϊκά οινοπνευματώδη ποτά, όπως ουίσκι, τζιν, μαρτίνι, σαμπάνια κ.α., τα οποία καταναλώνονται κυρίως από τους νέους, παραμερίζοντας τα ελληνικά ποτά κρασί και τσίπουρο. προσφέρουν επίσης, οι καφετέριες, περισσότερα και ευρωπαϊκά είδη καφέ, αντί του παραδοσιακού ελληνικού, όπως νες, φραπέ, καπουτσίνο, εσπρέσσο κ.α. Ωστόσο και ο παραδοσιακός καφές (σκέτος, μέτριος, βαρυ – γλυκός, γλυκύ – βραστός κ.α.) και το τσίπουρο και κυρίως το κρασί ανθίστανται σθεναρά στη μάχη με τα «ευρωπαϊκά» ποτά και δεν παραδίδουν τα όπλα.

Ζ5. Το επίπεδο της ζωής των κατοίκων Το επίπεδο της ζωής των κατοίκων του Μακρυχωρίου, ως προς τα υλικά αγαθά που κατανάλωναν και ως προς τις συνθήκες διαβίωσής τους, που διαμορφώθηκε από την οικονομική δραστηριότητα τους, όπως σε γενικές γραμμές την περιέγραψα, σε συνδυασμό με τη γενική οικονομική κατάσταση της Χώρας ήταν, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, πολύ χαμηλό. Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η φτώχεια, και σε κάποιες περιπτώσεις, και η πείνα. Οι δυσκολίες προσαρμογής στο νέο τους τόπο τις πρώτες δεκαετίας των ποικίλης προέλευσης Ελλήνων κατοίκων του χωριού – για 15 περίπου χρόνια συνυπήρχαν μαζί και με τους παλαιούς Τούρκους κατοίκους-, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 και η σχεδόν συνεχής επιστράτευση των νέων ανδρών του χωριού από το 1912 μέχρι το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή δεν επέτρεψαν τα χρόνια αυτά την παραγωγή επαρκούς ποσότητας αγροτικών προϊόντων ούτε τη δυνατότητα εμπορίας και αγοράς παραγόμενων σε άλλα μέρη προϊόντων. Έτσι η φτώχεια σχεδόν για όλους τους κατοίκους και η πείνα για ένα μέρος των κατοίκων ήταν αναπόφευκτη. Προφορικές και γραπτές μαρτυρίες πιστοποιούν την κατάσταση αυτή. «Δεν κάνει να τρώτε μετά το βασίλεμα του ήλιου, γιατί θα πεθάνει η μάνα σας» έλεγαν στα μικρά παιδιά. Περί το 1980 ογδοντάχρονος τότε χωριανός1 αναφερόμενος στις στερήσεις των παιδιών στην παιδική του ηλικία, μου είπε χαρακτηριστικά: «η μάνα μου μας έλεγε “το βράδυ θα φάτε το ζουμί, και τα φασόλια την επαύριο”». Και η οικογένειά του δεν ήταν από τις φτωχές του χωριού. Εξάλλου διάχυτη είναι η παράδοση ότι νοικοκυρές πολλές φορές στην πίτα έβαζαν σουσάμι αντί λάδι, που δεν είχαν. Ενδεικτικές είναι και 1

Μαρτυρία Αλέξανδρου Μπούτου


180

αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου. Στις 7.1.1916 το Κ.Σ. συζητά για παροχή βοήθειας «εις 66 οικογενείας επιστράτων και κληρωτών, επειδή πλείσται εκ των ενταύθα οικογενειών εν γένει όλων των επιστράτων και κληρωτών στερούνται των πάντων και ιδία του επιουσίου άρτου». Στις 26.2.1917 συζητά «περί διανομής βοηθήματος εις απόρους ενταύθα οικογενείας» και αποφασίζει «όπως επειγόντως διανεμηθή τούτο (το χρηματικόν ποσόν) αναλόγως ως πρόχειρον βοήθημα εις απόρους ενταύθα οικογενείας στερουμένας και αυτού του επιουσίου άρτου προς πρόληψιν απευκταίων δεινών ως εκ της παντελούς στερήσεως αυτών απάντων των προς το ζην απολύτως αναγκαίων…». Και στις 6.8.1917 το Κ.Σ. «διορίζει επιτροπήν τροφίμων, ίνα μεριμνήση προς εξεύρεσιν σίτου και διανομήν εις τους μη παραγωγούς κατοίκους της Κοινότητας άτε εξαντληθέντος του εντοπίου περισσεύματος». Κάποια βελτίωση της κατάστασης, που άρχισε να διαφαίνεται από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, ανακόπηκε με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Στη δεκαετία που ακολούθησε με τη γερμανική κατοχή, με την πείνα, και τον εμφύλιο πόλεμο, με όλα τα δεινά του, η κατάσταση χειροτέρεψε, γύρισε πίσω. Μετά το 1950 το επίπεδο ζωής αρχίζει να βελτιώνεται, με αργούς ρυθμούς στην αρχή, πιο γρήγορα μετά το 1960 και ραγδαία μετά το 1970. Κλείνοντας το κεφάλαιο για την οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ζωής των κατοίκων του Μακρυχωρίου θα επιχειρήσω να σημειώσω ακόμα μερικά σχετικά στοιχεία, όπως τα θυμάμαι, παιδί τότε, από τη δεκαετία του 1950, εποχή που τυχαίνει να βρίσκεται στο μέσον περίπου των εκατόν τριάντα χρόνων της ιστορικής παρουσίας του χωριού μας. Έτσι θα θυμηθούμε οι παλαιότεροι και θα πληροφορηθούν οι νεότεροι και όλοι μαζί θα φανταστούμε κατά το δυνατόν το χειρότερο επίπεδο ζωής στις δεκαετίες πριν το 1950 και θα κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις, αναλογιζόμενοι το υψηλό επίπεδο ζωής των τελευταίων δεκαετιών. Τη δεκαετία λοιπόν του 1950 τα νοικοκυριά προμηθεύονταν τρόφιμα και άλλα αγαθά από τα μπακάλικα με φειδώ και με πίστωση. Κάποια τρόφιμα τα παρασκεύαζαν οι κάτοικοι μόνοι τους, όπως το τυρί, τις ελιές, τον τραχανά, τις χυλοπίτες, το κρασί, λαχανικά το καλοκαίρι κ.α. Από το μπακάλη αγόραζαν τα ζυμαρικά, τα όσπρια, τις πατάτες, το λάδι – λίγοι είχαν δικό τους λάδι και σε μικρές ποσότητες-, το πετρέλαιο, το «καθαρό» για τη γκαζόλαμπα του δωματίου και το «ακάθαρτο» για το γκαζοκάντηλο, με το οποίο περιφέρονταν τη νύχτα στους διάφορους χώρους του σπιτιού καθώς και στους στάβλους των ζώων, και μετά το 1955 και για τη γκαζιέρα, η οποία αντικατέστησε στο μαγείρεμα τη φωτιά με τα ξύλα και την πυροστιά. Το λάδι και το πετρέλαιο το αγόραζαν σε μπουκάλι μισής ή μίας οκάς, ανά μισή οκά τα μακαρόνια, που ήταν χύμα και τα τύλιγε ο μπακάλης


181

σε φύλλα εφημερίδας, ανά μισή οκά σε χαρτοσακούλα το ρύζι, τις φακές, τη μανέστρα, τη ζάχαρη, ανάλογα και άλλα προϊόντα, ανά 200 δράμια περίπου το οινόπνευμα, τη σάλτσα ντομάτας, το χαλβά, τη θρεψίνη, ανά μία ή δύο πλάκες το σαπούνι, και το χειμώνα, όταν ο μπακάλης έφερνε και πορτοκάλια και λεμόνια, τα αγόραζαν, όσοι και όταν αγόραζαν, όχι με την οκά, αλλά με το κομμάτι, δύο λεμόνια, δύο ή τρία πορτοκάλια. Και οι πελάτες αγόραζαν, όπως και ό,τι αγόραζαν, και δεν πλήρωναν με μετρητά, αλλά με πίστωση. «Θέλω αυτά και αυτά και γράψ’τα». Και ο μπακάλης τα έγραφε στο δεφτέρι. Και αυτό κράτησε για πολλά χρόνια και μετά το 1960. Και πολλοί δεν «έγραφαν» μόνο στο μπακάλη, αλλά και στο καφενείο τα τσίπουρα και στο περίπτερο τα τσιγάρα. Και τα τσιγάρα οι περισσότεροι δεν τα αγόραζαν σε πακέτο, αλλά χύμα, τρία-τρία, πέντε-πέντε· «δώσ’ μου τρία τσιγάρα Έθνος και γράψ’ τα». Και ο περιπτεράς τα έγραφε. Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι δεν είχαν αρκετά χρήματα για όλο το χρόνο. Πλήρωναν τα χρέη τους, όταν και αυτοί εισέπρατταν χρήματα, «στ’ αλώνια», «στο καπνό», όταν τους πλήρωνε ο γαλατέμπορος, όταν πουλούσαν και έσφαζαν τα αρνιά, «στον κούρο απ’ τα πρόβατα», όταν δηλαδή πουλούσαν τα μαλλιά κ.λ.π. Για αγορά πραγμάτων μικρής αξίας πλήρωναν μερικές φορές και με μετρητά ή έδιναν στο μπακάλη αβγά αντί χρήματα. Και η κατανάλωση λαχανικών και φρούτων ήταν περιορισμένη. Το καλοκαίρι, και μόνο για δύο – τρεις μήνες, έτρωγαν ζαρζαβατικά, ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές κ.α., που τα καλλιεργούσαν στους λαχανόκηπους στην περιοχή Μπαχτσέδια, όπου υπήρχε νερό, ή στους αυλαγάδες μέσα στο χωριό, όπου λόγω της λειψυδρίας με πολλή δυσκολία τους πότιζαν. Και οπωροφόρα δέντρα δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι πολλά λόγω της λειψυδρίας. Μια μουριά ή μια κορομηλιά στην αυλή κάποιων σπιτιών, κάποιες συκιές στους αυλαγάδες και στα ρέματα μέσα και έξω από το χωριό και σποραδικές αχλαδιές σε χωράφια αποτελούσαν την εξαίρεση και δέχονταν καθημερινά «τις επιθέσεις» μικρών και μεγάλων. Τα παιδιά μάλιστα, για να ικανοποιήσουν την παιδική τους βουλιμία για τα φρούτα και την τάση τους για περιπέτεια, έβγαιναν παρέες – παρέες από το χωριό στα χωράφια, για να μαζέψουν και να φάνε, νωρίς την άνοιξη, τα τσιάγαλα από κάποιες αμυγδαλιές που υπήρχαν και, αργότερα το καλοκαίρι, βατόμουρα και μπορμπότσιαλα (καρποί του δέντρου τσουκνίδα ή μπορμποτσιαλιά μεγέθους στραγαλιού και χρώματος μελανού). Τα περιβόλια των οικογενειών Μπενεχούτσου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, Συκιώτη (Καλαντζή) στο Γιαλντά και Τσιτούρα στα Μπαχτσέδια ενίσχυαν την παραγωγή και κατανάλωση οπωροκηπευτικών, καθώς τα προϊόντα τους πουλιούνταν στην τοπική αγορά. Την κατανάλωση οπωροκηπευτικών ενίσχυαν επίσης παραγωγοί από κοντινά χωριά, κυρίως από τα Αμπελάκια και το Συκούριο,


182

που έφερναν με τα ζώα τους και πουλούσαν φρούτα και λαχανικά, σταφύλια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, κάστανα, μήλα φιρίκια, φασολάκια, κρεμμύδια κ.α. Το σύστημα θέρμανσης το χειμώνα ήταν ακόμα πρωτόγονο και εν πολλοίς αναποτελεσματικό. Μόνο ένας χώρος του σπιτιού, το χειμωνιάτικο δωμάτιο, ζεσταινόταν με το αναμμένο με ξύλα τζάκι. Για να μειώσουν το κρύο σε κάποιον άλλο χώρο του σπιτιού, χρησιμοποιούσαν και το μαγκάλι με κάρβουνα που τα έβγαζαν από το τζάκι. Ωστόσο από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄50 η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, καθώς το τζάκι άρχισε να αντικαθίσταται σταδιακά, από σπίτι σε σπίτι, από τη ξυλόσομπα. Και τη θέρμανση του δωματίου ενίσχυαν σημαντικά τα στρωσίδια στο σανιδένιο ή χωμάτινο δάπεδο, τα χαλιά και τα κιλίμια, και άλλα παρόμοια, μέχρι κάποιο ύψος, στις πλευρές του δωματίου, όπως μαξιλάρια και μπάντες (πλευρικά στρωσίδια), όχι σπάνια κεντημένες με διάφορα θέματα και σχέδια. Και τη νύχτα, στον ύπνο, όταν το τζάκι ή η σόμπα έσβηνε, τη ζεστασιά διασφάλιζαν τα χοντρά και βαριά μάλλινα σκεπάσματα, όπως οι βελέντζες οι φλοκιαστές. Τα ξύλα, λυγαριές από τους μεριάδες της Παναγίας, αρμυρίκια από του ρουμάνι του Πηνειού στη Μπάκραινα, πουρνάρια από την Καρακόπετρα και τα άλλα γύρω μικρά βουνά και χοντρά δέντρα από το Γιαλντά και τις παρυφές της Καλάμτσιας, τα έκοβαν και τα έφερναν στο σπίτι οι άνδρες με τα ζώα, με τα κάρα ή μερικές φορές τα «κατέβαζαν» από την Καρακόπετρα, άντρες ή και γυναίκες, φορτωμένα στην πλάτη τους, ζαλίκι. Εξάλλου στη δεκαετία αυτή ηλεκτρικά φυγεία βέβαια δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι. Υπήρχε όμως το φανάρι, μια ορθογώνια κατασκευή 50 x 60 εκ. περίπου, με πλευρές από σήτα και αρμούς από λεπτό ελαφρύ μέταλλο. Ήταν ένα μικρό ντουλάπι με ένα ή δύο ράφια, που το κρεμούσαν στον τοίχο και όπου συντηρούσαν για λίγες ώρες κάποιες τροφές, καθώς εκεί μέσα αερίζονταν και κυρίως προφυλάσσονταν από τις μύγες. Και για να πίνουν το νερό δροσερό το καλοκαίρι, το βάζανε σε πήλινα λαγήνια, στις στάμνες. Προς το τέλος της δεκαετίας για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η παγωνιέρα, μια κλειστή ορθογώνια τσίγκινη κατασκευή διαστάσεων 50 x 50 εκ. περίπου, η οποία είχε υποδοχή για ένα κομμάτι πάγο και δεξαμενή για πέντε περίπου κιλό νερό. Ο πάγος μεταφερόταν κάθε μέρα από τη Λάρισα και διετίθετο από το καφενείο του Λιούπα ανά τέταρτο της παγοκολόνας για τον καθένα. Και οι συνθήκες καθαριότητας και υγιεινής των σπιτιών ήταν σχεδόν πρωτόγονες. Ειδικός χώρος μπάνιου δεν υπήρχε. Το σώμα τους το έπλεναν, όσοι και όταν το έπλεναν, σε κάποιο χώρο του σπιτιού όρθιοι μέσα σε μια μεγάλη λεκάνη. Ωστόσο στην άκρη της αυλής, στον τοίχο ή σε μια κολόνα, ήταν μόνιμα κρεμασμένος ο νιπτήρας, «η νιφτήρα», δοχείο με δέκα κιλά νερό περίπου, από τη βρυσούλα του οποίου ένιβαν κάθε πρωί το πρόσωπό τους- η οδοντόκρεμα «δεν είχε φτάσει» ακόμα στο Μακρυχώρι. Και δίπλα στο νιπτήρα υπήρχαν κρεμασμένα στο καρφί μια πετσέτα (προσόψιο), συνήθως


183

κοινή για όλα τα μέλη της οικογένειας, ένας καθρέφτης και μια χτένα (τσατσάρα) για τον απαραίτητο έλεγχο του προσώπου και των μαλλιών του κεφαλιού. Η τουαλέτα, όπως τη λέμε τώρα, (στα ελληνικά αφοδευτήριο ή αποχωρητήριο ή απόπατος, στα τούρκικα χαλές) δεν ήταν βέβαια μέσα στο σπίτι. Σε μια άκρη του οικοπέδου του σπιτιού μια λακκούβα στο χώμα σκεπασμένη με ξύλινο συνήθως πάτωμα, το οποίο έφερε την απαραίτητη οπή, περικλεισμένα με πέτρινο τοίχο ή με τσίγκα ή και με πόστες ήταν το αποχωρητήριο της οικογένειας. Νερό δεν υπήρχε μέσα και πρόδρομοι του χαρτιού τουαλέτας (χαρτί υγείας) ήταν στην καλύτερη περίπτωση κρεμασμένα σε καρφί στον τοίχο κομμάτια από εφημερίδες ή χαρτοσακούλες, που τύλιγε ο μπακάλης τα ψώνια. Και όσοι «είχαν την τύχη» να έχουν τα σπίτια τους δίπλα στα ρέματα του χωριού, τα χρησιμοποιούσαν, κυρίως οι άντρες, ως υπαίθρια αφοδευτήρια. Εξάλλου σε μια άλλη άκρη του οικοπέδου ή σε παρακείμενο οικόπεδο τα γεωργοκτηνοτροφικά σπίτια εναπόθεταν σε σωρό τις κοπριές των ζώων, που τις έβγαζαν από τους στάβλους και τα μαντριά, τις οποίες μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο, όταν ο σωρός μεγάλωνε, τις μετέφεραν με κάρα στα χωράφια. Οι άνδρες ασχολούνταν, όπως προκύπτει από όσα προανέφερα, με τις «εξωτερικές δουλειές», με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις τεχνικές δουλειές, το εμπόριο, και είχαν βέβαια την κύρια φροντίδα για την οικονομική κατάσταση του σπιτιού. Κάποιες ώρες της ημέρας, κυρίως τις βραδινές, σύχναζαν, οι περισσότεροι, στα καφενεία και στις ταβέρνες, όπου είχαν τις κοινωνικές τους επαφές για ιδιωτικές και κοινές υποθέσεις ή έπιναν κάποιο ποτό ή περνούσαν κάποιο χρόνο με το χαρτοπαίγνιο. Οι γυναίκες στο σπίτι, με τις δουλειές του σπιτιού και με πολύ περιορισμένη κοινωνική παρουσία. Ευκαιρία για έξοδο από το σπίτι και για κοινωνική παρουσία ήταν κάποια γιορτή, ένας γάμος ή μια κηδεία και ο κυριακάτικος εκκλησιασμός, για όσες γυναίκες βέβαια προλάβαιναν να τελειώσουν τις σπιτικές δουλειές ή αποφάσιζαν την Κυριακή το πρωί να τις παραμερίσουν. Το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού, το μαγείρεμα, το πλύσιμο, το μπάλωμα και το σιδέρωμα των ρούχων, η καθαριότητα και το «ντύσιμο» του σπιτιού και πολλές άλλες ήταν οι δουλειές τη γυναίκας, βαριές δουλειές την εποχή εκείνη, που οι συνθήκες ήταν δύσκολες και οι οικογένειες πολυμελείς. Μία ή δύο φορές την εβδομάδα η νοικοκυρά ζύμωνε σε ειδική σκάφη, το σκαφίδι, ψωμί, μέχρι και δέκα μεγάλα καρβέλια, «έκαιγε» το φούρνο ή τη γάστρα με κλαριά (λυγαριές, αρμυρίκια ή άλλα) και έψηνε το ψωμί. Στη γάστρα, που την «έκαιγαν» και με άχυρα, έψηναν κυρίως την πίτα ή τα κουλούρια στις μεγάλες γιορτές. Με ξύλα άναβε και το τζάκι της κουζίνας και εκεί μαγείρευε το καθημερινό φαγητό βάζοντας την κατσαρόλα στη φωτιά


184

πάνω σε ειδικό σιδερένιο τρίποδο εργαλείο, την πυροστιά. Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 το τζάκι και την πυροστιά αντικαθιστά σταδιακά η γκαζιέρα. Μία ή δύο φορές την εβδομάδα η νοικοκυρά «έβαζε καζάνι», ζέσταινε νερό και έπλενε σε μεγάλη ξύλινη ή μεταλλική σκάφη (κοπάνα) τα ρούχα της οικογένειας, παντελόνια, πουκάμισα, φορέματα, κάλτσες και τα «ασπρόρουχα» (εσώρουχα). Και το νερό δεν ήταν άφθονο και το κουβαλούσαν από τη βρύση τη γειτονιάς με τους κουβάδες. Ακολουθούσε την άλλη μέρα το σιδέρωμα των ρούχων, με σίδερο που λειτουργούσε με αναμμένα κάρβουνα, το δίπλωμα και το μπάλωμα των ρούχων. Έραβαν ένα κομμάτι ύφασμα, ένα μπάλωμα, εκεί που τα ρούχα φθείρονταν, «έλιωναν», π.χ. στα γόνατα το παντελόνι, στους αγκώνες το σακάκι, για να τα φορέσουν ακόμα λίγο χρόνο, προτού αναγκαστούν να πάρουν καινούρια. Και μερικές φορές σε ένα παντελόνι της δουλειάς τα μπαλώματα είχαν αντικαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού υφάσματος. Και η καθαριότητα των χώρων του σπιτιού και το «ντύσιμο» του σπιτιού με στρωσίδια, κουρτίνες, κουρτινάκια και διάφορα έπιπλα ήταν βέβαια ευθύνη και φροντίδα της νοικοκυράς. Και άλλες πολλές δουλειές είχε να κάνει στο σπίτι η γυναίκα.  Είχε το καλοκαίρι να φκιάνει τους τραχανάδες, τις χυλοπίτες, το ντοματοπελτέ, το νιζεστέ κ.α.  Είχε την άνοιξη να ασβεστώνει, να ασπρίζει, τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού και τους τοίχους της αυλής μέχρι το δρόμο, για να είναι καθαροί το Πάσχα, τη Λαμπρή.  Να επιστρώνει μια – δυο φορές το χρόνο με βρεγμένο κοκκινόχρωμα, να παλαμίζει, το χωμάτινο τότε δάπεδο κάποιων χώρων του σπιτιού.  Να καθαρίζει την πετρόστρωτη και περίφρακτη με τοίχο μέσα αυλή και κάθε Σάββατο απόγευμα να σκουπίζει με ειδική σκούπα, τη φουκαλιά, την έξω χωμάτινη αυλή και μέχρι το δρόμο, για να είναι καθαρό το περιβάλλον το πρωί της Κυριακής.  Είχε να ψήνει κατά διαστήματα σε ειδικό ψηστικό εργαλείο, το ντουλάπι, τους κόκκους του καφέ, όπως τους πουλούσε ο μπακάλης, και ανάλογη ποσότητα από στραγάλια και από κριθάρι, να τα στουμπίζει μετά στο ντουμπέκι (μεγάλο πέτρινο γουδί, χαβάνι) της γειτόνισσας και να τα κάνει χαρμάνι, για να έχει να προσφέρει καφέ στους μουσαφίρηδες και στις γειτόνισσες το βραδάκι, όταν έβρισκαν χρόνο να ξεκουραστούν καθισμένες στο πεζούλι έξω από την αυλόπορτα.  Είχε να κάνει κιμά το ψαχνό κρέας, συνήθως πρόβειο μπούτι, χτυπώντας το πολλές φορές και ψιλοκόβοντάς το με το τσεκουράκι πάνω σε ξύλινη βάση, «το κούτσουρο», για να φκιάσει τα κεφτεδάκια, κυρίως στις ονομαστικές γιορτές.


185

 Είχε ακόμη να στουμπίσει, να τρίψει, το «χοντρό» αλάτι, όπως το πουλούσε ο μπακάλης, στο ντουμπέκι ή καμιά φορά τρίβοντάς το και με μπουκάλι από χοντρό γυαλί πάνω στο χαμηλό ξύλινο τραπέζι, το σοφρά, για να αλατίσουν το τυρί ή τις ελιές.  Και είχε, μερικές φορές, να μαζέψει από το δρόμο τις κοπριές των αγελάδων, μία – μία τις γελαδοβουνιές, να τις επικολλήσει στον πετρότοιχο, για να ξεραθούν, και να τις χρησιμοποιήσει, όταν δεν είχε ξύλα, ως καύσιμο υλικό, για να ζεστάνει π.χ. το νερό στο καζάνι για το πλύσιμο των ρούχων. Είχε και άλλες δουλειές που σήμερα δε χρειάζεται να τις κάνουν οι γυναίκες. Και εκτός από αυτά συμμετείχε και σε γεωργικές καλλιέργειες, όπως π.χ. στην καλλιέργεια του καπνού ή του βαμπακιού. Και μέσα σε τέτοιες συνθήκες οι νοικοκυρές πάσχιζαν και καμάρωναν να βγαίνουν οι άντρες του σπιτιού στην πλατεία με καθαρά και σιδερωμένα ρούχα και να στέλνουν στο σχολείο τα παιδιά χορτάτα και καθαρά. Αλλά δεν έλειπαν στις συνθήκες αυτές και κάποιες αντιθέσεις. Κάποιες νοικοκυρές π.χ. σε «επίσημα» γεύματα με φιλοξενούμενους μαγείρευαν και πρόσφεραν «δύο πιάτα», το πρώτο με σούπα από κοτόπουλο και το δεύτερο, το κυρίως πιάτο, με κρέας. Οι ευρωπαϊκές επιδράσεις στους Έλληνες των αστικών κέντρων το 19ο αιώνα, το γαλλικό σαβουάρ βιβρ, είχαν φτάσει με τον καιρό και μέχρι τα ελληνικά χωριά και είχαν επηρεάσει το ντύσιμο, το χτένισμα, κυρίως των γυναικών, αλλά και το μαγείρεμα και σερβίρισμα του φαγητού. Η γυναίκα λοιπόν, η νοικοκυρά του σπιτιού, ήταν η αφέντρα και η δούλα μαζί του σπιτιού, η ηρωίδα που ποτέ δεν της είχε αναγνωριστεί ο τίτλος αυτός. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 10-12 ετών, όταν δεν είχαν σχολείο, βοηθούσαν στις δουλειές τους γονείς τους. Τον πατέρα τους στα χωράφια και στα πρόβατα, σε ελαφριές γεωργικές δουλειές, στην περιποίηση των ζώων (τάισμα, πότισμα), συνόδευαν ως βοηθοί το κοπάδι στην ημερήσια βόσκησή του, «βαρούσαν στρούγκα» στο άρμεγμα· και τη μάνα τους στο σπίτι, όπου κουβαλούσαν νερό από τη βρύση, ψώνιζαν από το μπακάλη, βοηθούσαν στο κάψιμο της γάστρας κ.α. Τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο τους βέβαια τα παιδιά έπαιζαν, έπαιζαν και μεγάλωναν με το παιχνίδι. Τα αγόρια έπαιζαν το μπίτσικα, την αμπάριζα, την τσελίκα, την ψηλή γομάρα, τους κλέφτες, ποδόσφαιρο στις αλάνες. έπαιζαν με τις μπίλιες, με τα σέγκια, με τα φυσίγγια, με τα καρούλια από τις κλωστές, με αυτοσχέδια όπλα από καλάμι, με τα τσέρκια των τυροβάρελων (γκίλια), με αυτοσχέδια συρμάτινα οχήματα (κάρα δίτροχα ή τετράτροχα) κ.α. Τα κορίτσια έπαιζαν τις κούκλες, τις κουμπάρες, τις τρυγόνες, τα λιλίτσια κ.α. Αγόρια και κορίτσια το κουτσό, το κρυφτό, το


186

κυνηγητό, το πατώ σε πέτρα πατώ σε χώμα, τις αμάδες, τα βόλια (πεντόβολα), τα φίκια, τις δεκάρες γραμμίτσα και κορώνα – γράμματα, τριότα, εννιάρα, δεκαεξάρα και άλλα.1 Και όταν δεν έπαιζαν κάποιο παιχνίδι, περιφέρονταν στους αυλαγάδες μέσα και γύρω από το χωριό, για να σκοτώσουν με τη σφεντόνα, «το λάστιχο», σπουργίτια ή να μαζέψουν παλαιά μεταλλικά αντικείμενα (μπακίρια, αλουμίνια, παλιοσίδερα, σύρματα κ.α.), για να τα πουλήσουν στον παλιατζή, που ερχόταν στο χωριό και τα αγόραζε. Και όταν το βραδάκι επέστρεφαν στο σπίτι πεινασμένα, τους «περίμενε» μια φέτα ψωμί με ζάχαρη, βρεγμένη συνήθως με νερό ή με λίγο λάδι, για να κολλάει η ζάχαρη, ή μια φέτα ψωμί με λάδι και αλάτι ή ένα κομμάτι ψωμί στο ένα χέρι και στο άλλο μερικές ελιές – κάθε ελιά τη μοίραζαν σε τρεις τέσσερις μπουκιές ψωμί – ή, στις καλύτερες περιπτώσεις, στο άλλο χέρι ένα κομματάκι τυρί ή λίγος χαλβάς – ταχίνι ή ένα κομματάκι θρεψίνη, ένα είδος γλυκιάς τροφής σε μορφή πηγμένου μελιού. Αυτά συνήθως ήταν το προσφάγι των παιδιών μετά το παιχνίδι τους. Και με αυτά έπεφταν το βράδυ για ύπνο, όχι βέβαια σε κρεβάτι, αλλά στο πάτωμα, στρωματσάδα, και δύο και τρία μαζί στο ίδιο στρώμα. Το πρωί πάντως, πριν το σχολείο, υπήρχε συνήθως ο ξινός τραχανάς, το χειμώνα, ή ένα πιάτο γάλα με τριμμένο ψωμί, τριψάνα, από τη γίδα ή την αγελάδα του σπιτιού. Και κάποια ζαχαρωτά διέθεταν την εποχή εκείνη τα μπακάλικα και αγόραζαν ενδεχομένως οι γονείς για τα παιδιά τους. Ήταν οι καραμέλες σε σχήμα μισοφέγγαρου με χρώμα και γεύση λεμονιού ή πορτοκαλιού. ήταν και κάτι ζαχαρωτά σε σχήμα μικρής ανθρώπινης μορφής, που τα παιδιά τα έλεγαν κούκλες. ήταν τα στραγάλια με τις σταφίδες. ήταν και τα κόκκινα μήλα, μικρά μήλα φιρίκια βουτηγμένα σε κόκκινο πηχτό σιρόπι. ήταν και ο σκληρός αποκριάτικος χαλβάς, σουσαμένιος ή στραγαλένιος. ήταν, μετά το 1955, και οι καραμέλες Φλόκα, οι φλόκες, που τις αγόραζαν κυρίως από τα περίπτερα. Ήταν το λουκούμι που έφερναν οι άντρες στο σπίτι, όταν κέρδιζαν στο χαρτοπαίγνιο στο καφενείο. ήταν και το λουκούμι ή το γλυκό της γυάλας που κρατούσε η νοικοκυρά για τους επισκέπτες, την οποία όχι σπάνια παραβίαζαν τα παιδιά. Και κλείνω το θέμα για το επίπεδο ζωής στο Μακρυχώρι τη δεκαετία του 1950 με το ακόλουθο πραγματικό περιστατικό. Πεντάχρονο αγόρι περί το 1950 επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά συγγενικό σπίτι, όπου του έδιναν και έτρωγε κάθε φορά μία φέτα ψωμί με ζάχαρη. Κάποτε σταμάτησε τις συχνές επισκέψεις και, όταν το ρώτησαν γιατί τόσες μέρες δεν ήρθε στο σπίτι τους, τους απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Έχουμε και μεις ζάχαρη τώρα»! Η απλή αναφορά των παιχνιδιών ας γίνει αφορμή, ώστε κάποιος να τα ερευνήσει και να τα περιγράψει λεπτομερώς, αυτά και άλλα. 1


187

Η. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Η1. Διάφορα θέματα Η κεντρική πλατεία του χωριού

Άποψη του χώρου της πλατείας με το συντριβάνι το 1938 (φωτ. Μιχ. Αποστόλου) Ο χώρος όπου βρίσκεται η εκκλησία του χωριού, η κεντρική πλατεία και το αλσύλλιο ανατολικά της πλατείας μαζί με τους γύρω δρόμους αποτελούσε, από την περίοδο της τουρκοκρατίας μέχρι και το 1910 περίπου, έναν ενιαίο ελεύθερο χώρο, μια μεγάλη επικλινή αλάνα. Στο διάστημα από το 1908 μέχρι το 1910 κτίστηκε στο δυτικό μέρος του χώρου αυτού ο ναός του Αγίου Θωμά μαζί με τα υποστηρικτικά τοιχώματα του οικοπέδου βόρεια, νότια και ανατολικά του ναού. Στο μέσον περίπου του ελεύθερου αυτού χώρου ένα μέρος του είχε σκαφτεί και εκβαθυνθεί, μάλλον από την περίοδο της τουρκοκρατίας, και είχε μετατραπεί σε ομβροδεξαμενή, μπάρα, όπου πότιζαν οι κάτοικοι τα ζώα τους. Κάθε χρόνο, συνήθως στο τέλος του καλοκαιρού, η Κοινότητα καθάριζε και βάθαινε τη μπάρα αυτή. Τη λάσπη που έβγαζαν από μέσα την έριχναν προς το κάτω (ανατολικό) μέρος, ώστε η πλευρά αυτή πήρε σταδιακά ύψος. Από το 1936 το καθάρισμα της μπάρας άρχισε να παραμελείται και από το 1940 σταμάτησε εντελώς. (Μαρτυρία Αθανασίου Λάζου). Έτσι σιγά – σιγά η μπάρα επιχωματώθηκε και δεν κρατούσε νερό. Η ιδέα να διαμορφωθεί στο μέρος αυτό χώρος κεντρικής πλατείας άρχισε να υπάρχει από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Στις 8.8.1931 το Κοινοτικό Συμβούλιο παίρνει απόφαση «περί ισοπεδώσεως κεντρικής πλατείας (μπάρας)». Στις 28.1.1933 το Κ.Σ. συζητά «περί εγκρίσεως της μελέτης δια την κατασκευήν της κεντρικής πλατείας και των τριών ποτιστηρίων». Οι αποφάσεις αυτές όμως δεν υλοποιήθηκαν. Το 1935 πάντως


188

κατασκευάζεται προστατευτικό τοίχωμα στην πλατεία. Μάλλον επρόκειτο για ένα χαμηλό τοιχίο απέναντι στη δυτική πλευρά του οικοπέδου του Απόστολου Γεωργόπουλου. Το 1948, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Καρμής, Διοικητής του 2ου Ελαφρού Συντάγματος Πεζικού, που είχε τότε έδρα το Μακρυχώρι, με μηχανήματα του στρατού και με ανάθεση άμισθης προσωπικής εργασίας σε εργάτες από το Μακρυχώρι και τα γύρω χωριά, ισοπεδώνει τη μπάρα και χώρο γύρω απ’ αυτήν και κατασκευάζει τους τοίχους βόρεια, νότια και ανατολικά του ισοπεδωμένου χώρου, οι οποίοι υπάρχουν ακόμη, και δύο σκάλες, μία στη βόρεια πλευρά και την άλλη, τη μεγάλη σκάλα, στην ανατολική πλευρά. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη διαμόρφωση του χώρου της πλατείας του χωριού. Το 1952 η πλατεία αυτή περιφράσσεται με κάγκελα στη δυτική πλευρά και σε μέρος της βόρειας πλευράς της. Το Κ.Σ. στις 31.1.1952 «εγκρίνει την μελέτην δια την περίφραξιν δια κιγκλιδωμάτων της κεντρικής πλατείας». Τα κάγκελα τοποθέτησαν οι Δημήτριος Τσιμογιάννης και Ηλίας Γκρέτσης, το τοιχίο – βάση είχε κατασκευάσει ο Γεώργιος Στρατόπουλος. Στην πλατεία αυτή, που καταλάμβανε το μισό περίπου χώρο της σημερινής πλατείας, νοτιοανατολικά, εντάσσονται το σιντριβάνι, που είχε κατασκευαστεί πριν από το 1940, και η στήλη του Μεταξά. Μετά την περίφραξη αυτή παραμένει ακόμα από τη βορειοδυτική πλευρά της πλατείας μέχρι την εκκλησία, ένα μεγάλο μέρος της αρχικής αλάνας, που χρησιμοποιείται ως δρόμος και ως χώρος παιχνιδιών για τα παιδιά και τους νέους (ποδοσφαίρου και άλλων).

Η πλατεία του χωριού μετά το 1952 Στη σημερινή μορφή και στις σημερινές διαστάσεις η πλατεία χαράσσεται την περίοδο 1969 – 1970. Από τότε και μέχρι πρόσφατα (2010 –


189

2011) με διάφορα έργα (τσιμεντοστρώσεις, πλακοστρώσεις, επενδύσεις τοιχωμάτων κ.α.) διαμορφώθηκε σταδιακά στη σημερινή της κατάσταση. Λίγο πριν το 1990 είχαν κατασκευαστεί καινούριο μεγάλο σιντριβάνι σε αντικατάσταση του παλαιού και η βρύση στη δυτική πλευρά της. Και το νέο αυτό σιντριβάνι ξηλώθηκε πρόσφατα με την τελευταία πλακόστρωση της πλατείας (2010 – 2011).

Ο ηλεκτροφωτισμός του Μακρυχωρίου Η σκέψη για τον ηλεκτροφωτισμό του Μακρυχωρίου είχε αρχίσει να υπάρχει μερικά χρόνια πριν το 1940. Μάλιστα με την 101/22.11.1938 απόφαση του Κ.Σ. «ανατίθεται εις τον Κων/νον Κάτρην, μηχανικόν ηλεκτρολόγον, η εκπόνησις μελέτης ηλεκτροφωτισμού της Κοινότητος». Ο ηλεκτροφωτισμός όμως δεν έγινε τότε. Άλλωστε ακολούθησε μετά από λίγο καιρό η εμπόλεμη δεκαετία του 1940. Η ιδέα για τον ηλεκτροφωτισμό του χωριού επανέρχεται μετά το 1951. Έτσι το Κ.Σ. αποφασίζει να αγοράσει ηλεκτρικό ρεύμα από τους αδελφούς Κίττα, που είχαν στο Συκούριο επιχείρηση παραγωγής ρεύματος, και να εγκαταστήσει το απαραίτητο δίκτυο ηλεκτροφωτισμού. Με την 33/9.5.1954 απόφασή του το Κ.Σ. ομόφωνα «εγκρίνει την μεταξύ της Κοινότητας Μακρυχωρίου και των κ.κ. Νικολάου και Χρήστου Κίττα, αναδόχων ηλεκτροφωτισμού Συκουρίου, Όσσης και Πουρνάρ, συναφθείσαν προσωρινήν σύμβασιν μέχρι και της 3ης Δεκεμβρίου 1964 έτους δια τον ηλεκτροφωτισμόν των οδών και πλατειών και εν γένει της κωμοπόλεως Μακρυχωρίου ως και δια την δι’ ηλεκτρικού ρεύματος κίνησιν του εν αυτή αντλιοστασίου υδρεύσεως». Λίγο καιρό αργότερα αποφασίζει την προμήθεια των υλικών για το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού (στύλων κ.λ.π.) και αναθέτει την εγκατάσταση του δικτύου στο Γεώργιο Νικολαΐδη (Αποφάσεις 51/25.6.54 και 74/8.10.54 αντίστοιχα). Η ηλεκτροδότηση του Μακρυχωρίου από την επιχείρηση Κίττα γίνεται μέχρι το 1960. Τότε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η) αγοράζει την επιχείρηση Κίττα και έκτοτε η ηλεκτροδότηση του Μακρυχωρίου γίνεται από τη Δ.Ε.Η.

Αστυνομικός Σταθμός Μακρυχωρίου Αστυνομικός Σταθμός στο Μακρυχώρι είχε λειτουργήσει αρχικά από το 1900 μέχρι το 1912 περίπου. Από το 1962 επαναλειτουργεί στο Μακρυχώρι Σταθμός Χωροφυλακής. Στις 11.7.1959 το Κ.Σ. αποφασίζει τη διάθεση μισθωμένου οικήματος «δια τον ιδρυθησόμενον Αστυνομικόν Σταθμόν», στις 16.12.1960 η Κοινότητα αποφασίζει να διαθέσει για μια διετία οίκημα


190

επιπλωμένο για το Σταθμό Χωροφυλακής και την άνοιξη του 1962 η αστυνομία εγκαθίστανται στο σπίτι του Χαράλαμπου Γεωργόπουλου. Ο Αστυνομικός Σταθμός Μακρυχωρίου λειτούργησε από το 1962 μέχρι το 2002. Τότε καταργήθηκαν οι περιφερειακές αστυνομικές μονάδες, συγκροτήθηκαν λιγότερες και ισχυρότερες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα.

Τηλέφωνο Η τηλεφωνική σύνδεση του Μακρυχωρίου, των οικιών και των καταστημάτων, μέσω του ΟΤΕ έγινε περί το 1970. Πριν από το 1970 υπήρχε στο χωριό μόνο μια τηλεφωνική σύνδεση, το τηλέφωνο της Κοινότητας μέχρι το 1950 περίπου ή, μετά το 1950, ένα κεντρικό τηλέφωνο, που εγκαθιστούσε ο ΟΤΕ σε ένα ιδιωτικό κατάστημα. Στις 2.6.1929 η Κοινότητα πληρώνει «4.000 δρχ. δια το Ταμείον Τηλεφωνικών Συγκοινωνιών και 1.200 δρχ. υπέρ του διαχειριστού του τηλεφωνείου Μακρυχωρίου Ιωάννου Σαμαρά». Και στις 19.3.1939 εγκρίνεται πίστωση 3.000 δρχ. «δια τηλεφωνήτριαν Κατίναν Γεωργοπούλου». Από τη δεκαετία του 1950, εκτός από το τηλέφωνο της Κοινότητας, ο ΟΤΕ είχε εγκαταστήσει τηλεφωνείο σε ιδιωτικά καταστήματα, του Θωμά Μπενεχούτσου, της Ευαγγελίας Ευαγγελοπούλου και του Κωνσταντίνου Παρλάντζα. Η σύνδεση με τη Λάρισα ή με άλλες περιοχές γινόταν μέσω του τηλεφωνικού κέντρου Συκουρίου. Και στη δεκαετία του 1960 η τηλεφωνική επικοινωνία, π.χ. από Θεσσαλονίκη με Μακρυχώρι, γινόταν ακόμα με συνδιάλεξη, δηλ. με προσδιορισμένο ραντεβού των συνομιλητών μέσω του ΟΤΕ, διαδικασία που απαιτούσε μερικές ώρες. Γι’ αυτό ο συνήθης τρόπος επικοινωνίας μέχρι τότε ήταν η αλληλογραφία μέσω του Ταχυδρομείου. Η Κοινότητα Μακρυχωρίου με απόφασή της στις 25.1.1973 παραχωρεί δωρεάν οικόπεδο στον ΟΤΕ, όπου ο ΟΤΕ ανεγείρει οικοδομή και εγκαθιστά το τηλεφωνικό κέντρο της περιοχής Μακρυχωρίου με αριθμό 24950.

Εσωτερική οδοποιία Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι εσωτερικοί δρόμοι του Μακρυχωρίου, κεντρικοί και περιφερειακοί, ήταν χωματόδρομοι. Η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν προβληματική και η σκόνη που ανέδιδαν αποπνικτική. Η όποια συντήρηση του οδοστρώματος γινόταν με αμμοχαλικόστρωση, μετά από μια δυνατή βροχή, καταστρεφόταν και στους


191

δρόμους, καθώς ήταν κατηφορικοί, σχηματίζονταν μικρά ή μεγαλύτερα ρέματα. Από το 1980 περίπου και μετά άρχισε σταδιακά η ασφαλτόστρωση και τσιμεντόστρωση των δρόμων του χωριού.

Ο κεντρικός δρόμος του χωριού στο ρέμα κοντά στο Δημοτικό στη δεκαετία του 1950

Ο κεντρικός δρόμος του χωριού κάτω από την πλατεία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, λίγα χρόνια πριν ασφαλτοστρωθεί


192

Η2. Αποσπάσματα αποφάσεων Κ.Σ. Μακρυχωρίου 21.4.1921:

Το Κ.Σ. εγκρίνει 80 δρχ. για αποζημίωση του Προέδρου «ήτοι δραχμαί μεν 40 δια τέσσαρας ημεραργίας του, δραχμαί δε 40 δια τέσσαρας μεταβάσεις του εις Λάρισαν μετ’ επανόδου εις Μακρυχώριον».

30.1.1922:

«Περί διαθέσεως πιστώσεως δρχ. 300 εις τρεις φύλακας – κυνηγούς δια την καταδίωξιν των αγριόχηνων, των οποίων τα ενσήψαντα σμήνη είναι καταστρεπτικά δια την εφετεινήν σποράν». – Ως κυνηγοί ορίζονται οι Απόστολος Σκουτής, Παναγιώτης Σταμάτης και Στέργιος Κανάκης.

Απόφαση 13/1925

Το Κοινοτικόν Συμβούλιον της Κοινότητας Μακρυχωρίου, συγκείμενον εκ των υπαρχόντων μελών αυτού Μιχαήλ Σαμολαδά, ως Προέδρου, και Μιχαήλ Σουμπενιώτη, συνεδριάσαν εν Μακρυχωρίω και εν τω Κοινοτικώ αυτού Καταστήματι σήμερον την 9ην του μηνός Αυγούστου του 1925 έτους, ημέραν Κυριακήν, ίνα συσκεφθή και αποφανθή επί των εξής αντικειμένων. Η ολότης σχεδόν των κατοίκων Μακρυχωρίου, δι’ αιτήσεως από 31 Ιουλίου ε.ε. προς το Κοινοτικόν Συμβούλιον και τον κ. Νομάρχην Λαρίσης απευθυνομένης, ητήσατο όπως παραχωρηθή έκτασις γης ανηκούσης κατά κατοχήν, κυριότητα και νομήν εις την Κοινότητα Μακρυχωρίου κειμένης δε έξωθι του χωρίου Μακρυχωρίου Α.Μ. αυτού και εχούσης έκτασιν εξακοσίων (600) περίπου στρεμμάτων, ήτις είναι γνωστή υπό την ονομασίαν «Μεριάς Μεγάλης Βρύσης», επί των τέλει της ανοικοδομήσεως εν αυτή νέας αγροτικής πόλεως περιλαμβανούσης άπαντας τους κατοίκους Μακρυχωρίου. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον έχον προ οφθλαμών ότι δια την ανοικοδόμησιν και εγκατάστασιν του νέου ενιαίου τούτου συνοικισμού δια μεταφοράς της παλαιάς «τουρκικής» κώμης Μακρυχωρίου εν τη ως άνω θέσει της Κοινοτικής Περιφερείας συντρέχουν οι εξής αποχρώντες λόγοι και ανάγκαι: α) παντελής λειψυδρία εν τη παλαιά κώμη, β) το αραιώς συνωκισμένον ταύτης ως και το κακοτέχνως ρυμοτομημένον και το ανθυγιεινόν του χωρίου Μακρυχωρίου – εν ω αντιθέτως η ως άνω θέσις «Μεριάς Μεγάλης Βρύσης» είναι πρόσφορος και κατάλληλος να


193

περιλάβει συνοικισμόν μέχρι διακοσίων οικογενειών υπό όρους και συνθήκας ευνοϊκάς και κλίματος και συγκοινωνίας και λοιπής διαίτης των κατοίκων αυτού, ώστε ν’ αποτελέσει ούτος καθαυτό αγροτικήν πόλιν, ακμάζουσαν εν παντί, δεδομένου μάλιστα ότι θα έχει πρόσφορον αύτη το αγαθόν της υδρεύσεως δια μεταφοράς αυτή δια της φυσικής των ροής των υδάτων της πηγής «Ραχμάνη» ως και το της συγκοινωνίας, άτε του Σιδηροδρομικού Σταθμού απέχοντας μόλις πεντακόσια μέτρα. Δια ταύτα αποφαίνεται ομοφώνως: Παραχωρεί εις τους κατοίκους Μακρυχωρίου (κατ’ ίσην μοίραν μεταξύ των διακοσίων οικογενειών αυτού) έκτασιν κοινοτικής γης εκ στρεμμάτων εξακοσίων, ήτις κείται έξωθι του χωρίου Μακρυχωρίου Α.Μ. αυτού και είναι γνωστή υπό την ονομασίαν «Μεριάς Μεγάλης Βρύσης», επί τω τέλει της ανοικοδομήσεως υπό των κατοίκων εν αυτή νέου συνοικισμού, ούτινος το σχέδιον και η ρυμοτομία θα τεθή, μετά την έκδοσιν του οικείου Διατάγματος περί παραχωρήσεως, υπό την μελέτην, μερίμνη ημών, εις μηχανικόν. Παρακαλεί δε τον κ. Νομάρχην Λαρίσης, όπως ευαρεστηθή και ενεργήση τα δέοντα δια την έκδοσιν του οικείου Προεδρικού διατάγματος, δι’ ου θέλει παραχωρηθή… υπέρ των Δημοτών Μακρυχωρίου προς κατασκευήν των οίκων και των περιοχών και ατέλεια υλοτομίας, ασβεστοποιίας και λατομίας εκ των εν τη Περιφερεία της Κοινότητος δασών και λατομείων ή τούτων όντων ακαταλλήλων εκ των εγγύς κειμένων εθνικών δασών και λατομείων.Εφ’ ω εγένετο η παρούσα, ήτις και υπογράφεται ως ακολούθως. Ο Πρόεδρος Μιχαήλ Σαμολαδάς 24.6.1934:

Το Κ.Σ. αποφασίζει κλινοσκεπασμάτων και

Το έτερον μέλος Μιχαήλ Σουμπενιώτης «την αγοράν στρωμάτων δια

κλινών, ξένους


194

ηναγκασμένους να διανυκτερεύωσιν». 10.4.1938:

«Καθορίζονται σύλληπτρα αγροφυλάκων 2 δρχ. δια τα μικρά και 7 δια τα μεγάλα ζώα, δια την διατροφήν 7 δια τα μικρά και 15 δια τα μεγάλα ημερησίως».

50/17.7.1938:

«Ο Πρόεδρος λαβών τον λόγον εισηγείται… εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης προς τον χαλύβδινον εθνικόν ημών Κυβερνήτην Ιωαν. Μεταξάν επιβάλλεται εις την Κοινότητα η ανέγερσις εις το κεντρικότερον μέρος αυτής στήλης επί της οποίας ν’ αναγραφώσιν αι λέξεις «η 4η Αυγούστου δια του Ιωαν. Μεταξά σώζει την Ελλάδα». Το Κ.Σ. εγκρίνει και ψηφίζει πίστωση 7.000 δρχ.

Αύγουστος 1938:

Η Κοινότητα γραφομηχανή.

7/ 27.11.1949:

«Το Συμβούλιον παμψηφεί αποφαίνεται όπως, τιμής ένεκεν και ευγνωμοσύνης προς τον Διοικητήν του 2ου Ε.Σ.Π. κ. Ι. Καρμήν δια τους υπερανθρώπους κόπους ους κατέβαλεν ούτος και οι μετ’ αυτού αξιωματικοί και οπλίται δια την κατασκευήν της πλατείας του χωριού μας και της οδού προς Βρύσιν, ονομασθή η μεν πλατεία, Πλατεία Αντ/ρχου Ιωαν. Καρμή, η δε οδός προς βρύσιν, οδός 2ου Ελαφρού Συντάγματος Πεζικού».

Αύγουστος 1950:

«Το Κοινοτικόν συμβούλιον Μακρυχωρίου… λαβόν υπ’ όψιν την πρότασιν του Προέδρου καθ’ ην επιβάλλεται όπως ανακηρυχθή επίτιμος δημότης της Κοινότητος Μακρυχωρίου ο Κων/νος Λάμπρου, δικηγόρος Αθηνών, δια τας υπ’ αυτού προσφερθείσας εις τους κατοίκους της Κοινότητος Μακρυχωρίου υπηρεσίας κατά το διάστημα της κατοχής αποτρέψας πολλάκις τον κίνδυνον ολοκληρωτικής καταστροφής του χωρίου και των κατοίκων υπό των στρατευμάτων κατοχής διακινδυνεύσας αυτόν τον ίδιον εαυτόν του και σκεφθέν αποφαίνεται ομοφώνως όπως ανακηρυχθή επίτιμος δημότης της Κοινότητος Μακρυχωρίου ο ανωτέρω Κων/νος Λάμπρου εις ένδειξιν τιμής δια τας υπ’ αυτού προσφερθείσας υπηρεσίας εις την Κοινότητα ημών».

αγοράζει

ραδιογραμμόφωνο

και


195

36 / 9.5.1954:

Το Κ.Σ. εγκρίνει τη δαπάνη «δια δύο καινουργείς ενδυμασίας μετά εσωρούχων και υποκαμίσων δια την χορήγησην εις τους απόρους Νικόλαον Αντούλαν και Αλέξανδρον Ευμορφόπουλον, ίνα δυνηθούν και αυτοί κατά τας ημέρας των εορτών του Πάσχα να εμφανισθούν ευρεπώς καθ’ ότι ήσαν τελείως ρακένδυτοι, αντί χρηματικού βοηθήματος που θα τους εδίδετο υπό της Κοινότητος».

29.1.1959:

Προσλαμβάνεται ο Χρήστος Άσσος «δια την εξυπηρέτησιν της υπηρεσίας καθαριότητας και καταβρέγματος της Κοινότητος Μακρυχωρίου για έξι μήνες».

8.12.1959:

Το Κ.Σ. «απαγορεύει την συλλογήν αχύρου (κλασίνας) εκ των θεριζοαλωνισθέντων αγρών εις οιονδήποτε άτομον, εάν δεν τυγχάνει εφοδιασμένον με έγγραφον συγκατάθεσιν του ιδιοκτήτου του αγρού».

25.9.1972:

Η υδροκρήνη Χρήστου Δημ. Μπέλου «κατεστράφη συνεπεία του αφηνιάσαντος όνου του» και είχε υπερκατανάλωση νερού. Εγκρίνεται η μείωση του βεβαιωθέντος ποσού για την κατανάλωση νερού!


196

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ Η ΓΥΡΤΩΝΗ


197

Ο ναός του Αγίου Αθανασίου στη Γυρτώνη


198

ΓΥΡΤΩΝΗ (ΜΠΑΚΡΑΙΝΑ) Ο οικισμός της Γυρτώνης υπάρχει και λειτουργεί ως οικισμός στο ίδιο μέρος από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ίσως εγκαταστάθηκαν αρχικά και εδώ, λίγο πριν ή λίγο μετά το 1500, Κονιάροι και Γιουρούκοι Τούρκοι, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, καθώς και έδαφος καλλιεργήσιμο υπήρχε γύρω από τον οικισμό και οι νότιες πλαγιές της Καρακόπετρας ήταν κατάλληλες για κτηνοτροφία. Ωστόσο είναι πολύ πιθανό οι πρώτοι αυτοί μέτοικοι μαζί με ντόπιους κατοίκους να μην εργάστηκαν, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους, ως ιδιοκτήτες γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, αλλά να αποτέλεσαν το εργατικό δυναμικό του εκάστοτε μεγαλοκτηματία της περιοχής, καθώς για πολλά χρόνια στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά, η Μπάκραινα, «το κτήμα Μπάκραινα», λειτουργούσε ως τσιφλίκι. Στην εκδοχή αυτή συνηγορεί και ο τρόπος της αρχικής δόμησης του οικισμού, με το κονάκι του γαιοκτήμονα στη μέση, τα συγκροτήματα των αποθηκών και των στάβλων, με τα ενιαία δομημένα συγκροτήματα ισόγειων εργατικών πολυκατοικιών και με την απουσία μεμονωμένων ιδιόκτητων κατοικιών γεωργών ή κτηνοτρόφων. Ο οικισμός αυτός μέχρι το 1956 είχε το όνομα Μπάκραινα (αναφέρεται σε κείμενα και ως Μπάκρενα ή και ως Μπάκρινα). Στους πρώτους αυτούς κατοίκους, Κονιάρους και Γιουρούκους Τούρκους, προστέθηκαν – πιθανότατα από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Τούρκων, ίσως κάποιοι και να προϋπήρχαν εκεί – και Έλληνες-Χριστιανοί ως μόνιμοι κάτοικοι του οικισμού, εργαζόμενοι και αυτοί στα κτήματα των Τούρκων γαιοκτημόνων. Πρέπει πάντως να θεωρείται βέβαιο ότι Έλληνες-Χριστιανοί ζούσαν ως μόνιμοι κάτοικοι στη Μπάκραινα και στην περιοχή της κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και ασφαλώς κατά το 19ο αιώνα. Ο Δ.Κ. Τσοποτός στο έργο του «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν» (Βόλος 1912, σελ. 271) μας πληροφορεί ότι η Μπάκραινα ήταν τσιφλίκι του Αλή Πασά των Ιωαννίνων στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στους κολλήγους που δούλευαν στο τσιφλίκι και παρέδιδαν τον καρπό της γης στον Αλή Πασά ασφαλώς υπήρχαν και Έλληνες-Χριστιανοί μόνιμοι κάτοικοι του οικισμού. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται από την ύπαρξη χριστιανικών ναών στην περιοχή, τόσο του ναού του Αγίου Αθανασίου στη Μπάκραινα, όσο και του ναού του Αγίου Δημητρίου στον παρακείμενο οικισμό Σατόμπασι (Μαυρόλιθος). Ο υφιστάμενος ναός Αγίου Αθανασίου στη Γυρτώνη κτίστηκε, σύμφωνα με αναγεγραμμένα εντός του ναού χρονολογικά στοιχεία, στη δεκαετία του 1870, δηλ. πριν από την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα (1881). Ο ναός δε αυτός χτίστηκε σε αντικατάσταση άλλου, προγενέστερου ναού του Αγίου Αθανασίου, που υπήρχε στον οικισμό της Μπάκραινας, στα ερείπια του οποίου σώζονταν και διακρίνονταν μέχρι και τη δεκαετία του 1950


199

τοιχογραφίες λαϊκών αγιογράφων. Ο δε ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μαυρόλιθο χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (1750-1800). Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1881, η Μπάκραινα εντάχθηκε διοικητικά ως οικισμός στο Δήμο Λάρισας (Β.Δ. 31.3.1883, Φ.Ε.Κ. 126). Με το Νόμο Δ.Ν.Ζ. (4057)/10.2.1912 (Φ.Ε.Κ. 58/14.2.1912), με τον οποίο έγινε διοικητική αναδιάρθρωση, καταργήθηκαν οι υφιστάμενοι τότε Δήμοι και διαιρέθηκαν σε Κοινότητες, η Μπάκραινα εντάσσεται ως οικισμός στην Κοινότητα Μακρυχωρίου, η οποία λειτουργεί από το 1914. Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα η Μπάκραινα είχε περισσότερους κατοίκους απ’ όσους έχει τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Δ.Κ. Τσοποτός (ό.π., σελ. 275-278) μας πληροφορεί ότι το 1907 η Μπάκραινα δε συμπεριλαμβάνεται στα «χωρία με πληθυσμόν ολιγώτερον των 30 οικογενειών….. υπολογιζομένης της γεωργικής οικογενείας κατά μέσον όρον εις 6 άτομα». Και υπήρχαν τότε στην περιοχή του σημερινού Νομού Λάρισας 60 περίπου χωριά με λιγότερες από 30 οικογένειες. Στην απογραφή του 1907 η Μπάκραινα είχε 206 κατοίκους (Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, υπό Μιχαήλ Χουλιαράκη). Μετά την ένταξη της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και τη σταδιακή αποχώρηση των Τούρκων, τους Τούρκους μεγαλογαιοκτήμονες (τσιφλικάδες) αντικατέστησαν πλούσιοι Έλληνες, οι οποίοι έχοντας αποκτήσει πολλά χρήματα εργαζόμενοι ως επιχειρηματίες σε ευρωπαϊκές χώρες ή σε άλλες, κυρίως εκτός Ελλάδας, περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήρθαν στην Ελλάδα και αγόρασαν τις μεγάλες γαιοκτησίες των Τούρκων. Έτσι και «το κτήμα Μπάκραινα», που στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν τσιφλίκι του Αλή Πασά, περιήλθε μετά το 1880, ίσως και λίγα χρόνια νωρίτερα, στην κυριότητα Ελλήνων γαιοκτημόνων. Στις αρχές του 20ου αιώνα το αγρόκτημα Μπάκραινα, που περιλάμβανε τις σημερινές αγροτικές τοποθεσίες Καρατσαΐρι, Μαυρόια και βορειοδυτικά του οικισμού τις νότιες πλαγιές της Καρακόπετρας, την έκταση μέχρι το Σατόμπασι και μέρος της έκτασης πέραν του Πηνειού, προς την περιοχή Αμπελώνα και Φαλάνης, ήταν ιδιοκτησία Κουλουμόπουλου. Το κτήμα λειτουργεί ως τσιφλίκι, με τους κολλήγους, «επίμορτους καλλιεργητάς», και τους παρακεντέδες, «γεωργοϋπηρέτας», να το καλλιεργούν και να παραδίδουν τους καρπούς στον ιδιοκτήτη, εξασφαλίζοντας βέβαια και για τον εαυτό τους τα προς το ζην αναγκαία. Όλοι αυτοί διέμεναν σε εγκαταστάσεις του ιδιοκτήτη του κτήματος. Στην «εποχή Κουλουμόπουλου» κτίστηκε πιθανότατα και το κονάκι, η κατοικία του γαιοκτήμονα, το ονομαζόμενο σήμερα «κονάκι του Παπαγεωργίου». (Οι κάτοικοι της Γυρτώνης γνωρίζουν από προφορική παράδοση το μέρος όπου προϋπήρχε το κονάκι του Τούρκου τσιφλικά). Το


200

κονάκι αυτό, αν και ερειπωμένο και ετοιμόρροπο, διατηρεί τη συνολική του δομή και εικόνα. Κατά καιρούς υπήρξαν σκέψεις, προθέσεις και προσπάθειες να γίνει αναπαλαίωση του κονακιού, να διατηρηθεί και να αξιοποιηθεί, προσπάθειες που δεν έφεραν πάντως άλλο αποτέλεσμα, παρά μόνο την ανακύρηξή του, του κονακιού και των πέριξ αυτού εγκαταστάσεων, ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου με την ΔΙΛΑΠ/Γ/1958/27442/7.6.1999 Απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού. Έτσι, και καθώς ο χρόνος δεν υπακούει σε Διαταγές και Αποφάσεις, ένα μνημείο της αγροτικής ιστορίας μας κινδυνεύει να εκλείψει. Το 1914 το «κτήμα Μπάκραινα» με όλες τις εγκαταστάσεις του (σπίτια, αποθήκες, στάβλους κ.λ.π.) το αγοράζει από τον Κουλουμόπουλο ο εμποροβιομήχανος Στυλιανός Παπαγεωργίου. Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 το κτήμα συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, ως τσιφλίκι με τους κολλήγους του. Το 1923 ο Παπαγεωργίου, σύμφωνα με νομοθεσία του ελληνικού κράτους, σχετική με απαλλοτρίωση μεγάλων γαιοκτησιών και αποκατάσταση ακτημόνων, παραχωρεί σε γεωργούς της Μπάκραινας μέρος της ιδιοκτησίας του. Σύμφωνα με το 65464/31.8.1923 Συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λάρισας Επαμεινώνδα Γ. Φαρμακίδη, οι γεωργοί κάτοικοι της Μπάκραινας, στους οποίους παραχώρησε ιδιοκτησία γης, ήταν οι εξής: Δημήτριος Μαντζώνης, Αθανάσιος Γούλας, Γεώργιος Γκόγκορας, Θωμάς Κυρίτσης, Χαράλαμπος Κατσίκας, Χρήστος Ζάζας, Χρίστος Γ. Γκόγκορας, Αθανάσιος Μαντζώνης, Βασίλειος Τσέτσουλας, Αριστείδης Κατσίκας, Ιωάννης Μπάλας, Ιωάννης Τιγανής, Ιωάννης Τόλιος, Αθανάσιος Τσούλκας, Θεόδωρος Αμπελακιώτης, Γεώργιος Αρσένος, Γεώργιος Τσάμης, Νικόλαος Τσιτσούλης, Δημήτριος Κυρίτσης, Κωνσταντίνος Λιάγκας και Βασίλω, χήρα Αχιλλέως Δεσλή. «Ο πρώτος των συμβαλλομένων Στυλιανός Παπαγεωργίου έχων εις την κατοχήν και κυριότητά του εξ αγοράς αντί δρχ. 900.000 δυνάμει του υπ’ αριθμόν 51249/1914 συμβολαίου μου ολόκληρον το αγροτικόν κτήμα Μπάκραινα….. και επιθυμών ίνα αποκαταστήση εν τω χωρίω τούτω ως ιδιοκτήτας τους ετέρους είκοσι ένα συμβαλλομένους καλλιεργούντας εις το κτήμα τούτο, ως και τους Νικόλαον Ζαμπόγιαν, Βάιον Δεσλήν, Χρήστον Κολοβόν και Ευθύμιον Κολοβόν, άλλους μεν ως επιμόρτους καλλιεργητάς, άλλους ως γεωργοϋπηρέτας και άλλους συνεργαζομένους μετ’ αυτών….. πωλεί, παραχωρεί και μεταβιβάζει δια του παρόντος προς αυτούς….. έκτασιν γης 2279 στρεμμάτων». Η παραχώρηση και η διανομή της γης αυτής, της περιοχής βορειοδυτικά του οικισμού μέχρι τα όρια του Μαυρόλιθου, έγινε ως εξής. Στον καθένα από τους πρώτους έντεκα, που ήταν «επίμορτοι καλλιεργηταί», δηλαδή κολλήγοι, δόθηκαν 110 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, 20 στρέμματα βοσκήσιμης και 7 στρέμματα δάσους (ορμάνι). Στους άλλους δόθηκαν από 30 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, 12 στρέμματα


201

βοσκήσιμης και 7 στρέμματα δάσους. Εξάλλου ο Παπαγεωργίου «αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να οικοδομήση δι’ έκαστον των έντεκα πρώτων συμβαλλομένων γεωργικήν οικίαν μετά σταύλου και αχυρώνος» και «υποχρεούται να εγκαταστήση εις τον νέον τούτον οικισμόν μίαν κρήνην δια την παροχήν ύδατος εκ του υδραγωγείου του κτήματος, όταν τούτο λειτουργή». Τα σπίτια πάντως αυτά κατασκευάστηκαν όχι κατά τους όρους του συμβολαίου, αλλά σταδιακά από τους νέους ιδιοκτήτες γεωργούς και τις οικογένειές τους. Με την παραχώρηση γης στους κολλήγους και στους γεωργοεργάτες και την ανάδειξή τους σε ιδιοκτήτες έπαψε ουσιαστικά να λειτουργεί από την εποχή αυτή το σύστημα της κολληγίας στο αγρόκτημα Παπαγεωργίου. Το αγρόκτημα έκτοτε καλλιεργείται από εργάτες που πληρώνονται με ημερομίσθιο ή ανάλογα με το παραγόμενο από τον καθένα τους έργο. Εξάλλου από την εποχή αυτή, τη δεκαετία του 1920, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930 το κτήμα Παπαγεωργίου, υπό τη διεύθυνση και των γιων του Στυλιανού Παπαγεωργίου, Γεωργίου και Ελευθερίου, λειτούργησε ως πρότυπο αγρόκτημα. Η λειτουργία του αγροκτήματος ως πρότυπου περιλάμβανε καλλιέργεια ποικίλων αγροτικών ειδών (δημητριακά, βαμβακοκαλλιέργεια, αμπελουργία, ανθοκομία κ.ά.) και τη μηχανική καλλιέργεια των ειδών αυτών (τρακτέρ, θεριστικές και αλωνιστικές μηχανές, σχετικό μηχανουργείο ως και εκκοκιστήριο βαμπακιού)· περιλάμβανε την εκτροφή ζώων ποικίλων και βελτιωμένων ειδών (αιγοπρόβατα πολλά1, αγελάδες, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, πουλερικά – κότες, χήνες, πάπιες, φραγκόκοτες, περιστέρια – κουνέλια κ.ά.)· την καλλιέργεια των χωραφιών και την εκτροφή των ζώων υπό την επίβλεψη ειδικών γεωπόνων, ζωοτεχνών, τυροκόμων και χειριστών μηχανημάτων· περιλάμβανε ακόμα το πρότυπο αγρόκτημα την παροχή στους εργαζόμενους τροφής (συσσίτιο) και στέγης καθώς και πρωτοβάθμιας ιατρικής περίθαλψης. Και ήταν έτσι, όπως λειτουργούσε το αγρόκτημα, ένα είδος άτυπης γεωργικής σχολής, όπου μπορούσαν οι νέοι της περιοχής, οι εργαζόμενοι στο αγρόκτημα και άλλοι, να ενημερωθούν πρακτικά για σύγχρονες αγροτικές καλλιέργειες, για εκτροφή ζώων και για τη λειτουργία και το χειρισμό γεωργικών μηχανημάτων. Η λειτουργία ενός αγροκτήματος ως πρότυπου, εκτός του ότι ήταν αποτέλεσμα του επιχειρηματικού πνεύματος του ιδιοκτήτη, είχε πιθανότατα ως αντίκρυσμα για τον ιδιοκτήτη την αποφυγή νέας Για την ύδρευση των αιγοπροβάτων και άλλων ζώων λειτουργούσε ειδικό μαγγανοπήγαδο στη θέση Μπάρα. Έχει διαπιστωθεί ότι το πηγάδι αυτό μπορεί και τώρα να λειτουργήσει. Πάντως η προσπάθεια πριν λίγα χρόνια της Δημοτικής Αρχής για αναπαλαίωση του πηγαδιού και του μηχανισμού άντλησης και για επαναλειτουργία του, με χαρακτήρα πλέον μνημειακό και τουριστικό, έχει μείνει ημιτελής. 1


202

απαλλοτρίωσης ή τον περιορισμό της απαλλοτριωτέας έκτασης του κτήματος σε ενδεχόμενη νέα απαλλοτρίωση. Ωστόσο στη δεκαετία του 1950 έγινε και άλλη απαλλοτρίωση του κτήματος Παπαγεωργίου, αυτή τη φορά ευρύτερη (απαλλοτριώθηκαν οι τοποθεσίες Μαυρόια και Καρατσαΐρ σχεδόν στο σύνολό τους) και διανεμήθηκαν αγροτικά μερίδια 10, 20 ως και 50 στρεμμάτων σε πολλούς ακτήμονες της Γυρτώνης, του Μακρυχωρίου, του Βρυότοπου και της Φαλάνης. Με τις απαλλοτριώσεις αυτές (στις δεκαετίες του 1920 και του 1950) και με άλλες κατατμήσεις, που εν τω μεταξύ έγιναν με αγοραπωλησίες ή ενδοοικογενειακές διανομές, το «κτήμα Μπάκραινα» ή το αγρόκτημα Παπαγεωργίου, το οποίο κατά τους κατοίκους της Γυρτώνης περιλάμβανε αρχικά έκταση (καλλιεργήσιμη, βοσκήσιμη και δασώδη) τριάντα χιλιάδων περίπου στρεμμάτων, είχε κατατμηθεί, ήδη από τη δεκαετία του 1950, σε πολλές μικρές ή σχετικά μεγάλες ιδιοκτησίες. Οι ιδιοκτησίες που προήλθαν από αγοραπωλησίες ή διανομές καθώς και αυτή που απέμεινε στην οικογένεια Παπαγεωργίου ήταν για την εποχή μας σχετικά μεγάλες. Στα κτήματα των κτηματιών αυτών (Παπαγεωργίου, Λύτρα, Βοεβόδα, Χατζηπούλιου, Γκαράνη, Κυριάκη, Γαζέπη κ.ά.) συνέχιζαν να εργάζονται με ημερομίσθιο, μέχρι και το 1975 περίπου, ομαδικά δεκάδες εργατών και εργατριών από τα γύρω χωριά κυρίως τη θερινή περίοδο στη βαμβακοκαλλιέργεια (στο φύτεμα, στο αραίωμα, στο σκάλισμα, στο πότισμα, στη συλλογή με το χέρι). Έτσι για δυο περίπου δεκαετίες και μετά το 1950 η Μπάκραινα, με τους νέους μεγαλοκτηματίες, με τις δεκάδες εργαζόμενων στα κτήματα του καθενός απ’ αυτούς, με το κονάκι να δεσπόζει, έστω και ερειπωμένο και «στεφανωμένο» πια με τις φωλιές και το κροτάλισμα των πελαργών, στο κέντρο του οικισμού, με τα συγκροτήματα των κοιτώνων των εργατών, των αποθηκών και των στάβλων γύρω από το κονάκι, με τις εργατικές κατοικίες χτισμένες, η μία συνεχόμενη της άλλης, σε ενιαία επιμήκη ισόγεια οικοδομήματα, σα βαγόνια τρένου, που ανήκουν όμως τώρα οι περισσότερες στην ιδιοκτησία των κατοίκων της, με όλα αυτά η Μπάκραινα διατηρούσε το χρώμα και ανέδιδε την οσμή της εποχής του τσιφλικά και των κολλήγων. Και παραμένει βέβαια και τώρα η Γυρτώνη, λόγω της ευφορίας του εδάφους της και της εργατικότητας των κατοίκων, σημαντικό κέντρο γεωργικής παραγωγής. Ως οικισμός του Δήμου Λάρισας μέχρι το 1914 και της Κοινότητας Μακρυχωρίου από το 1914 η Μπάκραινα εξέλεγε τοπικό πρόεδρο, τον Πάρεδρο, ο οποίος ενημέρωνε τη Δημοτική Αρχή για τα προβλήματα του οικισμού και φρόντιζε για την επίλυσή τους. Ο πρώτος Πάρεδρος που εκλέχτηκε στα πλαίσια της Κοινότητας Μακρυχωρίου στις εκλογές του 1914 ήταν ο Αθανάσιος Γούλας. Στη συνεδρίαση της 6.6.1921 το Κ.Σ.


203

Μακρυχωρίου μεταξύ άλλων αποφάσεων «εγκρίνει πίστωσιν δρχ. πεντακοσίων (500), ίνα πληρωθώσιν εις τον ειδικόν Πάρεδρον Μπακραίνης Αθανάσιον Γούλαν έναντι οδοιπορικών του εξόδων και ημεραργιών του ως και δι’ άλλας δαπάνας….. προς φιλοξενίαν των εκάστοτε στρατιωτικών αποσπασμάτων». Ο οικισμός Μπάκραινα έφερε το όνομα αυτό μέχρι και το 1956. Με Βασιλικό Διάταγμα στις 17.1.1957 (Φ.Ε.Κ. 11/24.1.57) μετονομάστηκε σε Γυρτώνη, πήρε δηλαδή το όνομα της αρχαίας πόλης Γυρτώνη. Προηγουμένως είχε ζητηθεί επί του θέματος αυτού και η γνώμη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου αποδέχεται τη μετονομασία αυτή με απόφασή του στις 21.1.1955 και με το ακόλουθο σκεπτικό. «Εγκρίνει όπως ο Συνοικισμός Μπακραίνης μετονομασθή εις συνοικισμόν Γυρτώνης επί τω λόγω ότι ο πλησίον του Συνοικισμού Σιδηροδρομικός Σταθμός ονομάζεται Σιδηροδρομικός Σταθμός Γυρτώνης και 2) πλησίον του Συνοικισμού ευρίσκετο η αρχαία πόλις της Γυρτώνης ως τούτο αναφέρεται και εις το υπό του καθηγητού Θ. Αξενίδου εκδοθέν βιβλίον (η Πελασγίς Λάρισα και η Αρχαία Θεσσαλία) εις το οποίον αναφέρεται πολλάκις το όνομα της Γυρτώνης ως γειτνιαζούσης με την πόλιν της Λαρίσης». Για εκατό χρόνια οι κάτοικοι του οικισμού Γυρτώνης συμπορεύονται διοικητικά, αλλά και κοινωνικά, με τους κατοίκους του Μακρυχωρίου και έχουν αναπτύξει στενούς δεσμούς, συγγενικούς, φιλικούς και επαγγελματικούς. Αρκετοί μάλιστα Μακρυχωρίτες, που έχουν αγροκτήματα στην περιοχή της Γυρτώνης, περνούν εκεί τις περισσότερες ώρες της ημέρας τους. Τους δύο οικισμούς, εκτός από τους εθνικούς δρόμους, τους ενώνει όλα τα χρόνια η αγροτική οδός Μπακραινιόστρατα, η οποία μάλιστα πρόσφατα (2005) ασφαλτοστρώθηκε με τη φροντίδα της Δημοτικής Αρχής. Ο αριθμός των κατοίκων του οικισμού Γυρτώνης από 200 που ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα μειώθηκε για διάφορους λόγους και έπεσε κάτω από 100. Πάντως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 λειτουργούσε στη Γυρτώνη μονοθέσιο Δημόσιο Δημοτικό Σχολείο. Οι κάτοικοι αυτοί, εκτός από τις συνήθεις μικροπροστριβές και γκρίνιες, που συμβαίνουν σε μικρές κοινωνίες, παρέμειναν διαρκώς μονιασμένοι και σφικτά ενωμένοι. Τους κράτησαν ενωμένους πρώτα ο Άγιος Αθανάσιος, με το ναό του και το ετήσιο πανηγύρι του, και ο ίσκιος της υπεραιωνόβιας μουριάς, που ακόμα στέκεται μεγαλοπρεπής στην πλατεία του χωριού· έπειτα η πάνδημη συμμετοχή τους σε κοινές εορταστικές εκδηλώσεις, όπως την Πρωτομαγιά στο ρουμάνι κοντά στον Πηνειό ή το Πάσχα με το ψήσιμο του οβελία από όλες τις οικογένειες στο κέντρο του οικισμού· τους κράτησε ενωμένους το μοναδικό κάθε φορά μαγαζί, καφενείο και μπακάλικο μαζί, είτε ήταν του Χαράλαμπου Κατσίκα είτε του Χρήστου Σιμόπουλου ή του Φάνη Τσιάκαλου ή τελευταία του Πέτρου Μαντζώνη και της οικογένειάς του, μέχρι που τα τελευταία χρόνια


204

στη μοναδικότητα αυτή του μικρού πολυκαταστήματος προστέθηκε και η σύγχρονη ταβέρνα «πέτρινο» της Μαρίας Αρλέτου.

Το κονάκι του Παπαγεωργίου αντιστέκεται ακόμα στη φθορά του χρόνου

Εργάτριες στα κτήματα μεγαλοκτηματιών της Γυρτώνης στη δεκαετία του 1950


205

Το κονάκι χαρακτηρίζεται διατηρητέο ______________________


206

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΤΩΝ


207

Εισαγωγικό ενημερωτικό σημείωμα για τη διαδικασία σύνταξης του Μητρώου


208

Κάτοικοι του Μακρυχωρίου γεννηθέντες μέχρι και το έτος 1912 εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αρρένων του τέως Δήμου Νέσσωνος (1883- 1912). ΕΠΩΝΥΜΟ

ΟΝΟΜΑ

ΕΤΟΣ ΠΑΤΡΩΝΥΜΟ ΓΕΝΝΗΣΗΣ

Αγοραστός Αγοραστός Αποστόλου Αναστασίου Αναστασίου Αγοραστός Αναγνώστου Ανδρέας Αντωνίου Αστερίου Αναγνώστου Αντούλας Αντούλας Αντούλας Αργυρίου

Δημήτριος Πάνος Γεώργιος Χρήστος Αλέξανδρος Κωνσταντίνος Παναγιώτης Γεώργιος Θεόδωρος Στέργιος Αλέξανδρος Αστέριος Νικόλαος Λεωνίδας Δημήτριος

Ιωάννης Δημήτριος Στέργιος Ιωάννης Ιωάννης Δημήτριος Αστέριος Δημήτριος Χαράλαμπος Αντώνιος Αστέριος Δημήτριος Δημήτριος Νικόλαος Γεώργιος

1853 1880 1892 1893 1894 1895 1899 1903 1905 1906 1907 1907 1909 1912 1912

Βέλλας Βέλλας Βέλλας Βέλλας Βλάγγας Βέλλας Βασιλείου Βλαχοστέργιος Βλάγγας Βέλλας Βλάγγας

Ζήσης Ματούσιος Νικόλαος Γεώργιος Χρήστος Γεώργιος Γεώργιος Φίλιππος Δημήτριος Μιχαήλ Αστέριος

Αδάμ Αδάμ Αδάμ Αδάμ Ιωάννης Αδάμ Κ. Ιωάννης Αθανάσιος Αδάμ Χρήστος

1853 1858 1863 1865 1866 1870 1879 1895 1901 1905 1905


209

Βουλάγκας

Ζήσης

Αστέριος

1908

Γαρέφης Γερογιάννης Γκατζούλης Γεροφάκας Γκατζούλης Γκιτσόλης Γεωργίου Γραμμοστιάνος Γιοβάνης Γεωργόπουλος Γκατζούλης Γκατζούλης Γκρέτζης Γκρέτσης Γκρέτσης

Ιωάννης Ευάγγελος Γεώργιος Ιωάννης Χρήστος Βασίλειος Ηλίας Στέργιος Νικόλαος Νικόλαος Δημήτριος Γεώργιος Δημήτριος Ανδρέας Απόστολος

Κωνσταντίνος Κωνσταντίνος Στέργιος Γεώργιος Στέργιος Τριαντάφυλλος Λάζαρος Ιωάννης Δημήτριος Γεώργιος Ιωάννης Χρήστος Βασίλειος Βασίλειος Δημήτριος

1855 1856 1858 1861 1864 1869 1874 1892 1899 1904 1905 1905 1907 1910 1911

Δαρδακούλης Διονυσίου Δαρδακούλης Διονυσίου Δημητρίου Δαρδακούλης

Ζήσης Ζήσης Αστέριος Διονύσιος Νικόλαος Γεώργιος

Νικόλαος Χρήστος Ζήσης Χρήστος Διονύσιος Ζήσης

1871 1893 1903 1906 1907 1912

Ζούλφος Ζέλφος Ζαϊρές Ζούλφος Ζέρβας Ζήσης Ζούλφας Ζέρβας Ζήσης Ζαϊρές

Αλέξανδρος Αναστάσιος Νικόλαος Γεώργιος Αθανάσιος Γεώργιος Ιωάννης Βασίλειος Ιωάννης Γρηγόριος

Αναγνώστης Ευάγγελος Χρήστος Αναστάσιος Δημήτριος Βασίλειος Αναγνώστης Δημήτριος Βασίλειος Κωνσταντίνος

1868 1881 1886 1889 1893 1893 1894 1895 1895 1896


210

Ζέρβας Ζούλφος Ζιώγας Ζούλφος

Λουκάς Αστέριος Ιωάννης Ιωάννης

Δημήτριος Αλέξιος Νικόλαος Αλέξιος

1897 1903 1908 1912

Ήλου

Αθανάσιος

Στ.

1870

Θεοδώρου Θεοδωρόπουλος Θάνος Θανόπουλος

Θεόδωρος Νικόλαος Δημήτριος Αστέριος

Νικόλαος Θεόδωρος Αθανάσιος Απόστολος

1867 1890 1896 1902

Ιωαννίδης

Λεωνίδας

Αθανάσιος

1907

Κολώνας Κατσιγιάννης Καρατέγος Καπετανάκης Κατσιγιάννης Κατσιγιάννης ή Ιωάννου Κοντοκώστας Κωστόπουλος Κοκκινοφύτης Κουτρούπας Καρατέγος Καρατέγος Κατσιούλης Κορδάς Καραμπούζης Κατσιγιάννης Κατσιγιάννης Κατσιγιάννης Καρατέγος Καρατέγος Κωστόπουλος

Ευάγγελος Χρήστος Βασίλειος Γεώργιος Νικόλαος Ιωάννης Θεόδωρος Κλεάνθης Ιωάννης Ζήσης Γεώργιος Χρήστος Νικόλαος Γεώργιος Ιωάννης Γεώργιος Αστέριος Νικόλαος Δημήτριος Γεώργιος Κωνσταντίνος

Βασίλειος Γεώργιος Θεόδωρος Δημήτριος Χρήστος Ευάγγελος Δημήτριος Ευάγγελος Αναστάσιος Αντώνιος Νικόλαος Δημήτριος Γεώργιος Δημήτριος Νικόλαος Χρήστος Ευάγγελος Αθανάσιος Νικόλαος Δημήτριος Ευάγγελος

1866 1867 1873 1880 1883 1885 1887 1892 1896 1896 1899 1899 1900 1900 1901 1901 1902 1903 1903 1903 1904


211

Καραμήτσος ή Μπούτος Καλτσάς Καρατσούλης Καραμήτσος Κατσιγιάννης Καρατέγος Κωστόπουλος Καλαντζής Κατσογιάννης Κατσογιάννης Κυρίτσης Κατσιγιάννης Κωστάκης

Ηλίας Νικόλαος Δημήτριος Δημήτριος Κωνσταντίνος Ευάγγελος Παναγιώτης Δημήτριος Απόστολος Δημήτριος Γεώργιος Ευάγγελος Αθανάσιος

Κωνσταντίνος Γεώργιος Γεώργιος Κωνσταντίνος Χρήστος Δημήτριος Ευάγγελος Αθανάσιος Χρήστος Χρήστος Αθανάσιος Χρήστος Δημήτριος

1904 1905 1905 1906 1907 1907 1907 1907 1911 1911 1911 1912 1912

Λάζου Λιούπας Λιάκος Λαμπονίκος Λουκάς Λιούπας Λάζος Λιάπης

Κωνσταντίνος Νικόλαος Αναστάσιος Δημοσθένης Αθανάσιος Ηλίας Αθανάσιος Κωνσταντίνος

Γεώργιος Ιωάννης Ιωάννης Σπύρος Μάρκος Αναστάσιος Ηλίας Βασίλειος

1875 1877 1894 1896 1900 1907 1912 1912

Μπούτος Μακρής ή Χασιώτης Μπούτος Μήλιος Μάντελας Μπόλιας Μπούτος Μακρής Μήλιος Μήλιος Μήλιος Μήλιου

Τέγος Αθανάσιος Κωνσταντίνος Κωνσταντίνος Δημήτριος Στέργιος Θεόδωρος Ιωάννης Κωνσταντίνος Απόστολος Μήλιος Ιωάννης

Δημήτριος Γεώργιος Δημήτριος

1845 1849 1849 1851 1852 1852 1853 1854 1854 1855 1855 1856

Γεώργιος Σίμος Δημήτριος Χρήστος Ευάγγελος Νικόλαος Γεώργιος Ευάγγελος


212

Μπελόγιας Μπουσονάκης Μπούντος Μποσνέας Μπουροζίκας Μπέλος Μποσνέας Μπέλος Μπέλος Μπούτος Μπούντος Μάνδαλος Μπούντος Μπούντος Μπένης Μποσνέας Μπούντος Μάνταλος Μπούτος Μπούντος Μπούντος Μπουροζίκας Μπουροζίκας Μπελόγιας Μπελόγιας Μπούντος Μποσνέας Μποσνέας Μυλωνάς Μπελόγιας Μπαλατσός Μπελόϊας Μπέλος Μποσνέας Μπόλιας

Χρήστος Αναστάσιος Γεώργιος Γεώργιος Βασίλειος Γεώργιος Γεώργιος Ιωάννης Ευθύμιος Γρηγόριος Γεώργιος Αθανάσιος Δημήτριος Ευάγγελος Παντελής Νικόλαος Γρηγόριος Γεώργιος Ευάγγελος Ιωάννης Θεόδωρος Γεώργιος Πέτρος Γεώργιος Κωνσταντίνος Λύσανδρος Νικόλαος Κωνσταντίνος Αθανάσιος Δημήτριος Αθανάσιος Κωνσταντίνος Δημήτριος Δημήτριος Χρήστος

Παύλος Ιωάννης Θεόδωρος Νικόλαος Αθανάσιος Στέργιος Νικόλαος Χρήστος Χρήστος Αστέριος Αστέριος Δημήτριος Στέργιος Κωνσταντίνος Στογιάννης Παναγιώτης Τέγος Δημήτριος Κώτσης Στέργιος Κωνσταντίνος Ιωάννης Αθανάσιος Νικόλαος Νικόλαος Θεόδωρος Γεώργιος Παναγιώτης Ιωάννης Νικόλαος Νικόλαος Νικόλαος Χρήστος Γεώργιος Αστέριος

1863 1864 1865 1865 1869 1871 1871 1876 1879 1879 1880 1883 1883 1884 1884 1886 1886 1887 1887 1890 1891 1892 1892 1894 1895 1895 1895 1899 1899 1899 1900 1900 1900 1900 1901


213

Μπελόγιας Μήτυλας Μπενεχούτσος Μυλωνάς Μητσογιάννης Μακρυγιάννης Μπόλιας Μπούτου Μυλωνάς Μητσογιάννης Μπελόγιας Μπούτος Μήτελας Μπενεχούτσος Μπουροζίκας Μηχαντάς Μπελόγιας Μυλωνάς Μπουροζίκας Μπουροζίκας Μπράκης

Δημήτριος Χρήστος Ανδρέας Ιωάννης Γεώργιος Ηλίας ή Αριστοτέλης Παναγιώτης Ισίδωρος Γεράσιμος Αναστάσιος Πέτρος Βασίλειος Νικόλαος Αθανάσιος Βασίλειος Ιωάννης Αθανάσιος Θωμάς Χρυσόστομος Αθανάσιος Παύλος

Χρήστος Ευάγγελος Γεώργιος Αχιλλέας Κωνσταντίνος Δημήτριος Στέργιος Δημήτριος Ιωάννης Κωνσταντίνος Νικόλαος Δημήτριος Ευάγγελος Γεώργιος Λάζαρος Αθανάσιος Χρήστος Αχιλλεύς Νικόλαος Λάζαρος Γεώργιος

1902 1904 1906 1906 1906 1907 1907 1907 1907 1908 1909 1909 1910 1910 1910 1911 1911 1912 1912 1912 1912

Νίτσικας Νάστος Νάστος Νάκας Νάκας Νίτσικας Νταβέλης Νάρης Νασιούλας Νασιούρας Ντιντής Νταβέλης Νίτσικας

Ιωάννης Γεώργιος Χρήστος Βασίλειος Αθανάσιος Θεόδωρος Ηλίας Ιωάννης Ιωάννης Δημήτριος Κωνσταντίνος Ιωάννης Ιωάννης

Αθανάσιος Απόστολος Απόστολος Φίλιππος Φίλιππος Ευστάθιος Γεώργιος Παναγιώτης Χρήστος Χρήστος Αθανάσιος Γεώργιος Ευστάθιος

1858 1868 1871 1883 1893 1894 1899 1900 1900 1904 1904 1904 1904


214

Νάρης Ντούλας Νάσιος Νάτσιος Ντούλας

Μιχαήλ Δημήτριος Γεώργιος Αθανάσιος Γεώργιος

Παναγιώτης Νικόλαος Δημήτριος Χρήστος Νικόλαος

1908 1909 1910 1912 1912

Οικονόμου Οικονόμου ή Παπαδημητρίου

Παναγιώτης Κωνσταντίνος

Χριστόδουλος Στέργιος

1849 1892

Παπαδημητρίου Πέννης Πέννης Παρλάντζας Παπακρίβου ή Κατσιρόπουλος Πατσιούρας Πέννης Παρλάντζας Πέτρου Παπαδημητρίου Πέτρου Παρλάντζας Πέτρου Πελεκούδας Πατσούκας Παρλάντζας Πατσούρας Πατσούρας Παρλάντζας Πελεκούδας Πατσιούρας Πατσιούρας Πατσιούρας Παλάτος

Στέργιος Βασίλειος Δημήτριος Αθανάσιος Γεώργιος

Νικόλαος Στογιάννης Στογιάννης Κωνσταντίνος

1862 1869 1873 1876 1884

Αθανάσιος Χρήστος Ευάγγελος Απόστολος Αργύριος Βασίλειος Ιωάννης Βασίλειος Γεώργιος Βασίλειος Γεώργιος Κωνσταντίνος Απόστολος Παναγιώτης Ευάγγελος Ανδρέας Ιωάννης Ευθύμιος Ιωάννης

Λάμπρος Στογιάννης Δημήτριος Αθανάσιος Αργύριος Αναστάσιος Δημήτριος Αντώνιος Δημήτριος Αστέριος Χρήστος Λάμπρος Χρήστος Δημήτριος Δημήτριος Χρήστος Αθανάσιος Λάμπρος Αθανάσιος

1885 1885 1889 1891 1893 1894 1897 1899 1899 1901 1901 1902 1902 1902 1904 1904 1905 1905 1905


215

Πατσιούρας Πατσούρας Πένης Παπακρίβου Πελεκούδας Παλάτος Παρλάντζας Πίσας ή Τόπης Παλάτος Παρλάντζας Παλάτος Πατσιούρας Πέννης

Ευάγγελος Ευάγγελος Γεώργιος Σωτήριος Γεώργιος Ιωάννης Δημήτριος Κωνσταντίνος Βασίλειος Ευάγγελος Μιχαήλ Ευάγγελος Γεώργιος

Αθανάσιος Αθανάσιος Δημήτριος Γεώργιος Δημήτριος Αθανάσιος Χρήστος Δημήτριος Αθανάσιος Αθανάσιος Αθανάσιος Χαράλαμπος Βασίλειος

1906 1907 1907 1907 1908 1908 1909 1909 1910 1911 1912 1912 1912

Ρόμπας Ρότσιος Ριζόπουλος Ρούσης Ριζόπουλος Ρίζου Ριζόπουλος Ρίζου Ρίζου Ριζόπουλος Ρίζου

Κυριάκος Τούλιας Φίλιππος Στέργιος Φίλιππος Δημήτριος Χρήστος Ιωάννης Βασίλειος Νικόλαος Μιχαήλ

Σταμούλης Ζήσης Άγγελος Δημήτριος Κωνσταντίνος Φίλιππος Κώνστας Χρήστος Φίλιππος Χρήστος

1849 1851 1865 1865 1871 1901 1904 1906 1906 1908 1912

Στεργίου Σπαρτής Σαμαράς Σαμολαδάς Σαμουλαδάς Συκιώτης Συκιώτης Συκιώτης Σαΐτης

Παναγιώτης Δημήτριος Ιωάννης Ιωάννης Μιχαήλ Γεώργιος Ιωάννης Αθανάσιος Χρήστος ή Δημήτριος

Γεώργιος Βασίλειος Τ. Αθανάσιος Αθανάσιος Νικόλαος Νικόλαος Νικόλαος Αθανάσιος

1851 1855 1858 1867 1869 1869 1869 1874 1875


216

Σαμαράς Σαμουλάς Σαμαράς Σταμάτης Σουμπενιώτης Σαμαράς Σουμπενιώτης Σαΐτης Σιμόπουλος Συκιώτης Σανίδας Σουμπενιώτης Στογιάννης Συκιώτης Στογιάννης Στρατόπουλος Σικιώτης Σουμπενιώτης Σανίδας Σαΐτης Σιμόπουλος Σαΐτης Σιμόπουλος Σιμόπουλος Σινάπαλος Στογιάννης ή Πέννης Στρατόπουλος Στογιάννης Στογιάννης Σιμόπουλος Στογιάννης ή Πένης Σταμάτης

Δημήτριος Κωνσταντίνος Δημήτριος Μιχαήλ Αθανάσιος Ιωάννης Κωνσταντίνος Αστέριος Νικόλαος Νικόλαος Γεώργιος Χρήστος Δημήτριος Ηλίας Ανδρέας Γεώργιος Κωνσταντίνος Αριστοτέλης Αστέριος Χρήστος Χρήστος Στέργιος Αθανάσιος Ευάγγελος Κωνσταντίνος Νικόλαος Παναγιώτης Απόστολος Κωνσταντίνος Ιωάννης Μιχαήλ Κωνσταντίνος

Αναστάσιος Αθανάσιος Ματθαίος Πανάγος Μιχαήλ Ματθαίος Μιχαήλ Θεόδωρος Βασίλειος Αθανάσιος Νούλης Μιχαήλ Βασίλειος Αθανάσιος Δημήτριος Αθανάσιος Γεώργιος Μιχαήλ Νούλης Ιωάννης Βασίλειος Θεόδωρος Γεώργιος Βασίλειος Ευάγγελος Βασίλειος Αθανάσιος Χρήστος Παντελής Γεώργιος Χρήστος Μιχαήλ

1879 1883 1884 1887 1890 1891 1901 1901 1901 1901 1902 1904 1904 1904 1905 1906 1906 1906 1906 1906 1907 1907 1908 1909 1909 1909 1909 1910 1910 1911 1911 1912

Τσέτσιλας Τσιάμης

Πέτρος Γεώργιος

Κωνσταντίνος Τριαντάφυλλος

1851 1853


217

Τσικρικώνης Τόπης Τριανταφύλλου Τσιτότας Τσέτσιλας Τσικρικώνης Τσικρικώνης Τσέτσιλας Τσέτσιλας Τσικρικώνης Τσιτούρας Τριανταφύλλου Τσάμης Τζιμοτάχας Τσιάμης Τσέτσιλας Τριανταφύλλου Τσικρικώνης Τριανταφύλλου Τζιμοτάχας Τσέτσιλας Τσικρίκας Τσέτσιλας Τσικρίκας Τσικρικώνης Τσικρικώνης Τριανταφύλλου Τσέτσιλας Τσιατούρας Τριανταφύλλου Τριανταφύλλου Τσικρικώνης Τριανταφύλλου Τσιατούρας Τριανταφύλλου

Ιωάννης Τζίμας Αναστάσιος Γεώργιος Αχιλλέας Αθανάσιος Κωνσταντίνος Ιωάννης Νικόλαος Δημήτριος Γεώργιος Γεώργιος Γεώργιος Αθανάσιος Κωνσταντίνος Κωνσταντίνος Δημήτριος Παναγιώτης Τριαντάφυλλος Κωνσταντίνος Αστέριος Παναγιώτης Βασίλειος Ευάγγελος Χρήστος Γεώργιος Γεώργιος Πέτρος Αλέξιος Ηλίας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνος Δημήτριος Κοσμάς Θωμάς

Γεώργιος Πίσιος

Πέτρος Γρηγόριος Γεώργιος Πέτρος Πέτρος Ζήσης Κωνσταντίνος Βασίλειος Δημήτριος Ιωάννης Γεώργιος Πέτρος Αναστάσιος Ιωάννη Βασίλειος Ιωάννης Πέτρος Κώνστας Αχιλλέας Κωνσταντίνος Ιωάννης Νικόλαος Αδάμος Αχιλλέας Κωνσταντίνος Βασίλειος Αναστάσιος Ιωάννης Βασίλειος Κωνσταντίνος Αναστάσιος

1862 1867 1868 1878 1879 1879 1880 1886 1893 1894 1894 1894 1895 1896 1896 1899 1902 1902 1902 1903 1903 1903 1903 1905 1905 1906 1907 1908 1908 1909 1909 1911 1911 1912 1912


218

Φώτης Φώτης Φαρμάκης Φούντας Φουσίκας Φουσίκας Φουσίκας

Φώτης Γεώργιος Κωνσταντίνος Κωνσταντίνος Δημήτριος Αστέριος Αστέριος

Δημήτριος Δημήτριος Ιωάννης Αθανάσιος Μιχαήλ Παναγιώτης Δημήτριος

1873 1878 1892 1903 1903 1905 1906

Χαντραλής Χορταριάς Χολέβας Χύτας Χαϊνταρλής Χασιώτης Χαϊνταρλής Χατζής Χριστοδούλου Χατζηγεωργίου Χατζής Χολέβας Χασιώτης

Ιωάννης Ταξιάρχης Αθανάσιος Γεώργιος Κυριαζής Νικόλαος Δημήτριος Γεώργιος Χρήστος Χρήστος Διονύσιος Δημήτριος Άγγελος

Δημήτριος Χρήστος Δημήτριος Ιωάννης Ιωάννης Αθανάσιος Ιωάννης Λουκάς Αθανάσιος Λουκάς Δημήτριος Αθανάσιος Δημήτριος

1854 1865 1866 1870 1877 1894 1900 1901 1902 1903 1908 1909 1909


219

Βιβλία και άλλα γραπτά κείμενα που χρησιμοποίησα -Αμβρόσιος, Επίσκοπος Πλαταμώνος. Τα πρώην τουρκικά χωρία της Επισκοπής Πλαταμώνος -Ανακατωμένος Κ. Αδάμ, Μακεδών. Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι τοπογραφικαί και εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας. Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο 2004, σχόλια Κώστας Σπανός -Αρχείο Δήμου Νέσσωνος (1883-1913). Πράξεις Δημοτικού Συμβουλίου, Μητρώο Αρρένων και έγγραφα -Αρχείο Κοινότητας Μακρυχωρίου (1914-1998). Πράξεις Κοινοτικού Συμβουλίου -Βασιλικό Διάταγμα 31.8.1912. Περί αναγνωρίσεως των δήμων και κοινοτήτων του Νομού Λαρίσης -Γεωργιάδης Νικόλαος. Θεσσαλία, εν Αθήναις 1880, αναθεωρημένη έκδοση 1894 -Ζιώγα Χρυσούλα, Πορεία στο χρόνο. Το Μακρυχώρι Λαρίσης από την οθωμανική κυριαρχία στην ελληνική ενσωμάτωση -Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 6ος. FRIEDRICH STAILIN, Η Περραιβία, μέρος Α΄ -Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 17ος, 18ος. Κ.Ι. Γαλλής. Άτλας προϊστορικών οικισμών της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας -Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 18ος. Κώστας Σπανός, Πέντε θεσσαλικά έγγραφα (1815-1818) από το αρχείο του Αλή Πασά -Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 49ος. BRUNO HELLY, Το θεσσαλικό κράτος. RAUL DE MALHERBE, Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1843 -Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 54ος. BRUNO HELLY, Από την αρχαιολογία των πόλεων στην αρχαιολογία του τοπίου. RENNEL ROOD, Επίσκεψη στην κοιλάδα των Τεμπών το Μάρτιο του 1889 J.J.M.FR. ROUDIN TROMELIN, Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1807 -Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Ι και ΙΓ -Κανδήλα Ιουλία. Το Δημοτικό Σχολείο Μακρυχωρίου -LEAKE (Ληκ) WILLIAM. Η Θεσσαλία 1805-1810. Μετάφραση Γεωργίου Δ. Στάθη, Βόλος -Λεονάρδος Ιωάννης. Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, 1836 -Νόμος Δ.Ν.Ζ. (4057) 10/14.2.1912, Περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων -Οικονόμος Ιωάννης-Λογιώτατος. Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817). Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 2005. Σχόλια Κώστας Σπανός


220

-Οικονόμου Κων/νος. Η Λάρισα και η θεσσαλική ιστορία, τόμος Δ. Λάρισα 2009. J.J. BJORNSTAHL, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779 -Ομήρου Ιλιάδα, Β, στιχ. 738-740 και Σ, στιχ. 550-558 -Παλάτος Γ. Κων/νος. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις -Πράπας Ιωάννης. Η εικονογράφηση του ναού του Αγίου Θωμά στο Μακρυχώρι Λάρισας, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 42ος, 2002 -Πράπας Ιωάννης. Οι Δήμαρχοι του τέως Δήμου Νέσσωνος 1883-1912, 2008 -Σαΐτη Αποστολίνα. Το Μακρυχώρι Λάρισας από το 1880 μέχρι σήμερα -Σπανός Κώστας. Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου. Πρακτικά 5ου και 6ου συνεδρίου λαρισαϊκών σπουδών του Ομίλου Φίλων Θεσσαλικής Ιστορίας, 2010 -Τσοποτός Κ. Δημήτριος. Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατία, 1912 -Φαρμακίδης Γ. Επαμεινώνδας. Η Λάρισα (τοπογραφική και ιστορική μελέτη) 1924, Έκδοση βιβλιοπωλείο Γνώση, Λάρισα 2001, σχόλια Κώστας Σπανός -Χουλιαράκης Μιχαήλ. Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971 _______________


221


222


223




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.