You are on page 1of 154

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

• ΕΙΣΑΓΩΓΗ
• ΠΛΑΤΩΝΑΣ
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Το υλικό από τα Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήµατα http://www.study4exams.gr/

σε αρχεία pdf ενωµένα µε το MergePDF http://www.pdfmerge.com/

Βασίλης Συµεωνίδης
http://users.sch.gr/symfo/
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

• ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το υλικό από τα Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήµατα http://www.study4exams.gr/

σε αρχεία pdf ενωµένα µε το MergePDF http://www.pdfmerge.com/

Βασίλης Συµεωνίδης
http://users.sch.gr/symfo/
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ι. Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ, Κεφ. Δ2, Δ3, σελ. 34-39 σχολικού βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Με ποιον τρόπο ελέγχει ο Σωκράτης τον χρησμό που του δόθηκε από το μαντείο, σύμφωνα με το απόσπασμα από την
πλατωνική Απολογία;

Απάντηση

Σελίδα 34: Εγώ όταν άκουσα τον χρησμό, έκανα αυτές τις σκέψεις: τι λέει άραγε ο θεός και τι εννοεί; εγώ ξέρω ότι
σοφός δεν είμαι, ούτε πολύ ούτε λίγο, [...] ο θεός όμως δεν είναι δυνατόν να ψεύδεται. Πολύ καιρό απορούσα, κι ύστερα
αποφάσισα να το ψάξω το πράγμα αυτό ως εξής: πλησίασα κάποιον από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, πιστεύοντας
πως έτσι θα ελέγξω το μαντείο και θα απαντήσω στον χρησμό πως αυτός είναι σοφότερος από εμένα, ενώ εσύ είπες
εμένα για πιο σοφό. Ενώ λοιπόν τον εξέταζα με τις ερωτήσεις μου αυτόν (δεν θα πω το όνομά του, πάντως ήταν ένας
από τους πολιτικούς), μου φάνηκε έξαφνα, ω άνδρες Αθηναίοι, από τη συζήτησή μας, πως ο άνθρωπος αυτός
φαινόταν σοφός στον κόσμο, και κυρίως στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά σοφός δεν ήταν. Κι ύστερα, προσπάθησα να του
δείξω ότι, παρ᾿ όλο που νόμιζε τον εαυτό του σοφό, σοφός δεν ήταν. Κι από αυτό, φυσικά, και τούτος με μίσησε και
πολλοί άλλοι απ᾿ όσους ήταν τότε μπροστά. Κι εγώ, καθώς έφευγα, έλεγα μέσα μου: ''από αυτόν τον άνθρωπο, είμαι
βέβαια σοφότερος. Γιατί κανείς από τους δυο μας δεν ξέρει τίποτα καλό και σωστό, αυτός όμως νομίζει πως ξέρει κάτι
χωρίς να ξέρει τίποτα, ενώ εγώ δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν νομίζω πως ξέρω κάτι''. [...] Έπειτα πήγα σε
κάποιον άλλο από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, έφυγα όμως με την ίδια εντύπωση και απόκτησα το μίσος και αυτού
και άλλων πολλών.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Ποια συναισθήματα ενέπνευσε ο Σωκράτης στους συγχρόνους του, αν κρίνουμε από τη στάση αμφισβήτησης που
τήρησε έναντι του Απολλώνιου χρησμού;

Απάντηση

Σελίδα 34-35: Το απόσπασμα από την πλατωνική Ἀπολογία (όπου ο Σωκράτης δέχεται ότι αμφισβήτησε αρχικά την
ορθότητα του θεϊκού χρησμού, που τον θεωρούσε σοφότερο από τους άλλους ανθρώπους, δέχθηκε όμως την αλήθεια
του, αφού έλεγξε τους θεωρούμενους σοφούς και εισέπραξε τα εχθρικά τους συναισθήματα) μας επιτρέπει να
κατανοήσουμε και τα αντιφατικά αισθήματα που ενέπνευσε ο Σωκράτης στους συγχρόνους του (με αποτέλεσμα τη
θανατική καταδίκη του) και τη φιλοσοφική στάση του. Βεβαίως ένας άνθρωπος που βάζει σκοπό της ζωής του να
αποδείξει την άγνοια όσων σπουδαίων περνιούνται για σοφοί θα κινήσει το μίσος των θιγόμενων και των οπαδών
τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι απειλή. Αλλά τι να πει κανείς γι' αυτόν που η ειρωνεία του έχει στόχο ακόμα και
τον χρησμό του Απόλλωνα, γι' αυτόν που, ισχυριζόμενος πως δεν αξίζει τον τίτλο του σοφότατου, αμφισβητεί τη θεϊκή
εκτίμηση και προσπαθεί να την ''ελέγξει''; Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος άθεος, όπως ισχυρίστηκαν οι κατήγοροί του;

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Πώς χρησιμοποίησε ο Σωκράτης την ειρωνεία και σε τι διαφέρει η αμφισβήτηση του Σωκράτη από αυτή των σοφιστών;

Απάντηση

Σελίδα 35: Ο Σωκράτης δεν ήταν άθεος, ήταν όμως είρωνας και έκανε την ειρωνεία όπλο της σκέψης, όπλο της
αναζήτησης και της φιλοσοφικής έρευνας. Ίσως στην αμφισβήτηση να έμοιαζε πράγματι με τους σοφιστές. Κι αυτοί
αρνούνταν να δεχτούν ως δεδομένες τις παραδεδεγμένες αλήθειες. Αλλά η αμφισβήτησή τους κατέληγε στην άρνηση:
αφού δεν μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αλήθεια, αλήθεια δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει, καμιά σημασία δεν έχει,
διότι δεν μας επηρεάζει. Απέναντι στην αμφισβήτηση αυτή, που γρήγορα καταλήγει τραγική αλλά και τερατώδης, ο
Σωκράτης αντιπαραθέτει μια θετική αμφισβήτηση: αμφισβητώντας τις παραδοσιακές ιδέες και τις παραδοσιακές
αρχές, αναζητά τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο, αναζητά την πρώτη αλήθεια, την
αναλλοίωτη, που δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες, που δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για τη διαλεκτική μέθοδο του Σωκράτη;

Απάντηση

Σελίδα 35: Τα όπλα του ήταν η διαλεκτική και η μαιευτική. Όπως περιγράφει και ο ίδιος στο σχετικό απόσπασμα
της Ἀπολογίας, ο Σωκράτης είχε ως μέσο για τον έλεγχο και την εξαγωγή συμπερασμάτων τη διαλεκτική, που κατ'
αρχάς σημαίνει διάλογος. Δεν πρόκειται βέβαια για οποιαδήποτε συζήτηση. Η σωκρατική διαλεκτική είναι η σταδιακή,
βήμα - βήμα, αναίρεση των θέσεων του συνομιλητή και, στη συνέχεια, η επίσης σταδιακή προσπάθεια να εξαχθεί ένα
νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας. Στους πλατωνικούς διαλόγους, ο συνομιλητής του Σωκράτη
εκθέτει κατ' αρχάς μίαν άποψη για το θέμα που πρόκειται να συζητηθεί, την οποία ο ίδιος θεωρεί ολοκληρωμένη και
θεμελιωμένη. Με ερωτήσεις που φαντάζουν σχεδόν απλοϊκές, ο Σωκράτης εξαναγκάζει τον συνομιλητή του να φτάσει
στην ακραία συνέπεια των θέσεων που υποστήριξε και εκεί αποδεικνύεται η σαθρότητα των λογικών επιχειρημάτων
που αυτός χρησιμοποίησε. Από αυτό το σημείο αρχίζει μια νέα συζήτηση, όπου και πάλι καθοδηγώντας με ερωτήματα
τον συνομιλητή του ο Σωκράτης τον οδηγεί στη γενική αλήθεια, στην αλήθεια δηλαδή που υπάρχει ανεξαρτήτως των
περιστάσεων και των συνθηκών, στην πρώτη αλήθεια των πραγμάτων.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για τη μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη;

Απάντηση

Σελίδα 35-36: Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σωκράτης, στους πλατωνικούς διαλόγους, δεν αποφαίνεται ο ίδιος εκ των
προτέρων, δεν παραθέτει ο ίδιος εξαρχής κάποια θεωρία ή άποψη. Αντίθετα, όλη η διανοητική προσπάθεια της
συζήτησης στρέφεται στο να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Πρόκειται για αυτό που ο ίδιος ο
Σωκράτης ονόμαζε μαιευτική. Μαιευτική βεβαίως είναι η δουλειά της μαίας, της μαμής που συμπαραστέκεται και
βοηθάει την ετοιμόγεννη γυναίκα στον τοκετό. Παίρνοντας ως παράδειγμα τη δουλειά της μητέρας του, που ήταν
μαία, ο Σωκράτης ισχυριζόταν πως καμιά φιλοσοφική θεωρία δεν ''γέννησε'' ο ίδιος, αλλά πως, σαν μαία, βοηθάει τον
συνομιλητή του να ''γεννήσει'' από μέσα του την αλήθεια. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως για τον Σωκράτη
(όπως και για τον Πλάτωνα) ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, την Ιδέα, και πως η προσπάθεια της φιλοσοφικής
σχέσης έγκειται στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να την ξαναθυμηθεί, να την επαναφέρει στη μνήμη του.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Ποιες καινοτομίες εισήγαγε ο Σωκράτης στη φιλοσοφία: με ποια θέματα ασχολήθηκε και ποια νέα προβληματική
έφερε στη φιλοσοφική σκέψη;

Απάντηση

Σελίδα 36: Έχει λεχθεί για τον Σωκράτη πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», με την έννοια ότι, χάρη
στη δική του προσωπικότητα, οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται τόσο με τα φυσικά φαινόμενα (που έγιναν έκτοτε
αντικείμενο της επιστήμης μάλλον, παρά της φιλοσοφίας), όσο με τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Για να
χρησιμοποιήσουμε δηλαδή την πολύ καλύτερη διατύπωση του Αριστοτέλη: «ἐπὶ Σωκράτους δὲ [...], τὸ ζητεῖν τὰ περὶ
φύσεως ἔληξε, περὶ δὲ τὴν χρήσιμον ἀρετὴν καὶ πολιτικὴν ἀπέκλιναν οἱ φιλοσοφοῦντες» (Περὶ ζῴων μορίων, 642 a 28
κ.εξ). Η αλήθεια είναι πως με πολιτικά προβλήματα ασχολήθηκαν και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ενώ ζητήματα
ηθικής απασχόλησαν και τον Δημόκριτο και πολλούς σοφιστές. Ο Σωκράτης όμως είναι αυτός που έστρεψε τον
φιλοσοφικό στοχασμό κατ᾿ αποκλειστικότητα σε τέτοια θέματα. Ο λόγος που τα σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν
κατά τέτοιον ανεξίτηλο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στον σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο
γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης δεν ενδιαφερόταν απλώς για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε στο προσωπικό
είτε στο κοινωνικό επίπεδο. Αντίθετα από τους σοφιστές, των οποίων το ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά ήταν εντελώς
χρησιμοθηρικό, ο Σωκράτης αναζήτησε ένα σταθερό έδαφος, πάνω στο οποίο να καθοριστεί αυστηρά και αμετάκλητα
κάθε έννοια καλού, αρετής και σοφίας. Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι αναζητούσαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, ο
Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες,
ούτε από τη δυνατότητα αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο απορρίπτοντας το σχετικό,
την ουσία της ηθικής και όχι τα ηθικά φαινόμενα.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Ποια ήταν η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Σωκράτης, προκειμένου να αναζητήσει την απόλυτη ουσία των ηθικών
εννοιών; Τι γνωρίζετε για την επαγωγική μέθοδο του Σωκράτη;

Απάντηση

Σελίδα 36-37: Όπως λέει και ο Αριστοτέλης (Μετὰ τὰ φυσικά, 1078 b 27 κ.εξ.), ο δρόμος που λογικά ακολούθησε ο
Σωκράτης για να αναζητήσει ακριβώς την απόλυτη ουσία των ηθικών εννοιών, ήταν η επαγωγική μέθοδος (οι
ἐπακτικοὶ λόγοι), με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών (το ὁρίζεσθαι καθόλου). Ξεκινώντας δηλαδή από
παραδείγματα, συνήθως παρμένα από την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του
συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φθάνουν σε μια
απόλυτη γνώση του θέματος. Και η διαδικασία αυτή είχε επιτυχία όταν προέκυπτε τελικά ένας απόλυτος ορισμός,
δηλαδή μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και
της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της
δεσποτείας.
Έτσι, ο άνθρωπος που ισχυριζόταν πως το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι η ίδια του η άγνοια, σημάδεψε οριστικά την
πορεία της φιλοσοφίας υποδεικνύοντας πως η λογική σκέψη και όχι οι αισθήσεις είναι ο μοναδικός οδηγός προς την
αλήθεια, προς το καθολικό και το αιώνιο.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Ποιοι οι μηνυτές του Σωκράτη και τι γνωρίζετε γι' αυτούς;

Απάντηση

Σελίδα 37: Η μήνυση κατά του Σωκράτη έγινε από τον Μέλητο, έναν ποιητή του οποίου μοναδική δόξα αποτελεί το
γεγονός ότι υπήρξε κατήγορος του φιλοσόφου. Κατήγοροι ήταν επίσης ο Άνυτος και ο Λύκων. Ο πρώτος ήταν
πλούσιος βυρσοδέψης και γνωστός πολιτικός, που είχε εκλεγεί και στρατηγός το 409 και είχε εξοριστεί από τους
Τριάκοντα Τυράννους. Ο δεύτερος ήταν ρήτορας.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Γιατί η κατηγορία περί αθεΐας κατά του Σωκράτη δεν ευσταθούσε και ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι της δίωξής του;

Απάντηση

Σελίδα 37: Γιατί μηνύθηκε ο Σωκράτης; Προφανώς όχι γιατί οι κατήγοροι πίστευαν πραγματικά πως ο Σωκράτης δεν
πίστευε στους θεούς ούτε γιατί τους ενοχλούσε όντως το περίφημο δαιμόνιο, η θεότητα που, όπως έλεγε ο Σωκράτης,
κατοικούσε μέσα του και τον συμβούλευε. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν είχε ούτε ιερό βιβλίο ούτε δόγμα (άρα ούτε
και αιρέσεις) ούτε ιερατείο με ειδική αποστολή τη μεσολάβηση μεταξύ θεών και ανθρώπων. Ιερείς και ιέρειες
εκλέγονταν κατά κανόνα για συγκεκριμένη περίοδο κάποιοι πολίτες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκλέγονταν και
στα άλλα αξιώματα της πόλεως (με εξαίρεση λίγες συγκεκριμένες λατρείες, όπως τα Ελευσίνια μυστήρια, όπου
παραδοσιακά ασκούσαν ιερατικά καθήκοντα συγκεκριμένες οικογένειες). Ήταν συνεπώς σχεδόν αδύνατον να
κατηγορηθεί κάποιος για αθεΐα, εφόσον μάλιστα συμμετείχε στις μεγάλες κοινές θρησκευτικές τελετές και δεν τις
αμφισβητούσε. Η συνηθισμένη κατηγορία που επέρριπταν σε κάποιους διανοούμενους ήταν η ασέβεια, δηλαδή
ακριβώς ή μη συμμετοχή ή, χειρότερα, η υπονόμευση της αξίας των τελετών αυτών. Δίκες για τέτοιες κατηγορίες είχαν
υποστεί, μάλλον, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας, αλλά και ο Αισχύλος, ο τραγικός ποιητής. Όπως και σε αυτές τις
περιπτώσεις, έτσι και στην περίπτωση του Σωκράτη η θρησκεία αποτέλεσε το πρόσχημα, πίσω από το οποίο
κρύβονταν οι πολιτικοί λόγοι της δίωξης.

 ΑΣΚΗΣΗ 10

Εκφώνηση

Ποια σχέση είχε η κατηγορία σε βάρος του Σωκράτη για διαφθορά των νέων με την πραγματική αιτία της δίωξης του;

Απάντηση

Σελίδα 38: Η κατηγορία για διαφθορά των νέων είχε μεγαλύτερη σχέση με την πραγματική αιτία της δίωξης του
Σωκράτη. Ο Σωκράτης ασφαλώς και δεν διέφθειρε τους νέους που τον ακολουθούσαν. Όμως, όπως λέει και ο ίδιος
στην κατά Πλάτωνα Ἀπολογία του, τα νέα παιδιά που τον έβλεπαν να ξεσκεπάζει στην αγορά την ψευδή σοφία των
σοφιστών και των δημαγωγών, γοητεύονταν από αυτό το ''παιχνίδι'' που οδηγούσε στην αναζήτηση της ουσίας των
πραγμάτων και της αλήθειας. Και, εξίσου φυσικά, οι απειλούμενοι από τον Σωκράτη και τις ενοχλητικές ερωτήσεις
του θεωρούσαν πως η γοητεία που ο φιλόσοφος ασκούσε στη νεολαία ήταν ''διαφθορά''. Υπάρχει όμως και ένα άλλο
σημαντικό στοιχείο: πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του Σωκράτη πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική
και έπαιξαν ρόλο αρνητικό σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή. Ο Αλκιβιάδης, πρώτος απ' όλους, ήταν μεν
δημοκρατικός, αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, αφού δεν δίστασε και να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες. Πολλοί
φίλοι του Σωκράτη, απ' την άλλη μεριά, τάχθηκαν με την ακραία μερίδα των ολιγαρχικών και στήριξαν το
πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Κριτίας και ο Χαρμίδης μάλιστα, θείοι του Πλάτωνα, ήταν από τους ηγέτες
τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν
υπεύθυνες για την κατάληξη των ''μαθητών''.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση
Ποια ήταν η απόφαση του δικαστηρίου για τον Σωκράτη και ποια η αντίδρασή του, όταν άκουσε την καταδικαστική
απόφαση;

Απάντηση

Σελίδα 38: Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, που απαρτιζόταν από 500 δικαστές κληρωμένους από το σύνολο των πιο
ηλικιωμένων πολιτών, έκρινε τον Σωκράτη ένοχο με μέτρια πλειοψηφία (281 ψήφοι έναντι 220). Στη δεύτερη
ψηφοφορία, που αφορούσε την ποινή, η καταδίκη σε θάνατο ψηφίστηκε από περισσότερους (300 έναντι 201). Η
σωκρατική ειρωνεία δεν είναι άσχετη με την εξέλιξη αυτή: όταν του δόθηκε ο λόγος προκειμένου, κατά τον νόμο, να
προτείνει και αυτός μια ποινή, ο Σωκράτης, αντί να προτείνει λ.χ. την εξορία, πρότεινε την περιφρόνηση του και προς
το δικαστήριο και προς τον θάνατο:

«Τι ταιριάζει σ᾿ έναν άνθρωπο φτωχό και ευεργέτη της πόλεως που του χρειάζεται ελεύθερος χρόνος για να σας
προτρέπει στο καλό; Τίποτα δεν του ταιριάζει τόσο όσο το να τον βάλετε στο πρυτανείο και να τον τρέφετε δωρεάν [...].
Αν λοιπόν πρέπει να προτείνω κάτι αντάξιό μου, προτείνω να τιμηθώ με σίτηση στο πρυτανείο.» [Ἀπολογία, 36d-e].
Εξηγώντας στη συνέχεια γιατί ένας άνθρωπος στην ηλικία του κανέναν λόγο δεν έχει να φοβάται τον θάνατο,
προτείνει, για τυπικούς (και ειρωνικούς) λόγους το πρόστιμο της μιας μνας. Το ποσό αυτό ανέβασαν στις 30 μνες ο
Πλάτωνας, ο Κρίτωνας και οι άλλοι φίλοι του, που μπήκαν εγγυητές, αφού η περιουσία του Σωκράτη δεν ξεπερνούσε
τις 5 μνες.

 ΑΣΚΗΣΗ 12

Εκφώνηση

Γιατί ο Σωκράτης μετά την καταδίκη του έμεινε περίπου έναν μήνα στο κρατητήριο και πώς κύλησαν οι μέρες αυτές;

Απάντηση

Σελίδα 39: Μετά την καταδίκη του, ο Σωκράτης έμεινε περίπου έναν μήνα στο κρατητήριο. Τις μέρες εκείνες γίνονταν
στο ιερό νησί του Απόλλωνα, την Δήλο, τα Δήλια. Οι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί θεωρία (επίσημη αποστολή σε ιερή
τελετή) αντιπροσώπους της πόλης και το ένα από τα δύο ιερά πλοία τους, την Πάραλο. Κατά το έθιμο, δεν μπορούσε
να γίνει η εκτέλεση μέχρι την επιστροφή του πλοίου. Στη διάρκεια της κράτησής του, και ως την τελευταία στιγμή, ο
Σωκράτης αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να τον πείσουν να αποδράσει. Όπως περιγράφει και ο
Πλάτωνας στον Κρίτωνα, ο Σωκράτης πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε
δικαιολογία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του. Έτσι, ήπιε ψύχραιμα το κώνειο, συζητώντας
με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής και πέθανε μέσα στο κελί του δεσμωτηρίου.

ΙΙ. Ο ΠΛΑΤΩΝ, κεφ. Ε1: Ο βίος του, σελ. 40 - 42 σχολικού βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για την καταγωγή του Πλάτωνα και ποια είναι η σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του;

Απάντηση

Σελίδα 40: Ο Πλάτωνας γεννήθηκε το 428/9, από αριστοκράτες Αθηναίους γονείς. Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, γιος
του Αριστοκλή. Παρ᾿ όλο που δεν ξέρουμε πολλά για την οικογένεια του πατέρα του Πλάτωνα, και μόνο τα ονόματα
του πατέρα και του παππού δείχνουν πως το γένος τους ήταν αριστοκρατικό. Μητέρα του ήταν η Περικτιόνη, από
παλιά αρχοντική γενιά που έφτανε μέχρι τον Σόλωνα. Θείος της Περικτιόνης ήταν ο Κριτίας, διανοούμενος που
συνδέθηκε στενά με το σοφιστικό κίνημα και κυρίως με το ολιγαρχικό πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων, των
οποίων ήταν ηγετική μορφή. Αδελφός της Περικτιόνης ήταν ο Χαρμίδης, που επίσης συνεργάστηκε με τους Τριάκοντα
και ο οποίος, στα νιάτα του, είχε συνδεθεί με τον Σωκράτη. Σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του
Πλάτωνα είναι ένα κείμενο του ίδιου, η 7η Ἐπιστολή του, ένα γράμμα προς τους Συρακούσιους φίλους του, το οποίο
αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για την παιδεία που έλαβε ο Πλάτωνας και την πρώτη του επαφή με το έργο της συγγραφής;

Απάντηση

Σελίδα 40: Ο Πλάτωνας έλαβε την επιμελημένη μουσική και γυμναστική παιδεία των αριστοκρατικών γόνων της
Αθήνας. Νέος ασχολήθηκε με την τραγική ποίηση, έκαψε όμως τα πρωτόλειά του όταν γνώρισε τον Σωκράτη και δεν
ξαναασχολήθηκε με την ποίηση. Το λογοτεχνικό του ταλέντο πάντως είναι φανερό σε κάθε αναγνώστη των διαλόγων
του.
 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποιες ήταν οι εμπειρίες του Πλάτωνα από την ενασχόλησή του με την πολιτική ζωή της Αθήνας;

Απάντηση

Σελίδα 40: Από πολύ νέος ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, η θλιβερή ανάμειξη όμως των μελών της οικογένειάς του
στην υπόθεση των Τριάκοντα αφενός, και η επίσης θλιβερή απόπειρα της αποκατεστημένης δημοκρατίας να εκδικηθεί
τους ολιγαρχικούς καταδικάζοντας τον Σωκράτη, τον αηδίασαν και τον απομάκρυναν οριστικά από οποιαδήποτε
φιλοδοξία συμμετοχής στα κοινά της Αθήνας.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Πού κατέφυγε ο Πλάτωνας μετά τον θάνατο του Σωκράτη και πώς συνδέεται το όνομά του με τον Κορινθιακό πόλεμο
κατά τη διετία 395-394 π.Χ.;

Απάντηση

Σελίδα 40: Μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο Πλάτωνας κατέφυγε, με άλλους του σωκρατικού κύκλου, στα Μέγαρα,
στον φιλόσοφο Ευκλείδη.

Πρέπει να υπηρέτησε δυο φορές ως στρατιώτης στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, στη διετία 395-394 π.Χ.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα (398-390 π.Χ.) στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία;

Απάντηση

Σελίδα 40-41: Στα χρόνια 398-390, ο Πλάτωνας ταξιδεύει στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. (Πολύ μεταγενέστερες
πληροφορίες, της εποχής του Κικέρωνα, μιλούν για επίσκεψη του Πλάτωνα στην Αίγυπτο και την Κυρήνη. Το
πιθανότερο είναι πάντως ότι πρόκειται για θρύλους που δημιουργήθηκαν εξαιτίας κάποιων αναφορών του ίδιου του
Πλάτωνα στη σοφία της Αιγύπτου και, κυρίως, εξαιτίας του μυστηρίου που περιέβαλε ήδη από τότε τα περίφημα
αιγυπτιακά ιερατεία και τις απόκρυφες γνώσεις τους). Το ταξίδι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την
πνευματική εξέλιξη του Πλάτωνα, αφού τότε ήρθε σε επαφή με τον Πυθαγορισμό και τον εξέχοντα εκπρόσωπό του,
τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, αλλά και για τη γνωριμία του με τον Διονύσιο τον Ι, τύραννο των Συρακουσών (405-367)
και τον γαμπρό του, τον Δίωνα. Οι συνέπειες της σχέσης αυτής ήταν σοβαρότατες, σχεδόν δραματικές για τον
Πλάτωνα. Με παρότρυνση του Δίωνα, ο νεαρός τύραννος, που είχε απαλλάξει ήδη τον σικελικό ελληνισμό από την
απειλή των Καρχηδονίων, ήθελε να στραφεί προς τη φιλοσοφία και να διδαχθεί από τον Πλάτωνα την πολιτική αρετή
και σοφία. Ο Πλάτωνας, μάλλον αφελώς, πίστεψε στις προθέσεις του τυράννου, αλλά ήδη η πρώτη αυτή επαφή έληξε
άδοξα: ο φιλόσοφος εκδιώχτηκε κακήν κακώς και κινδύνεψε μάλιστα να πουληθεί ως δούλος στην Αίγινα όπου, παρά
την εμπόλεμη κατάσταση του νησιού με την Αθήνα, τον έστειλε ο Διονύσιος.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για το δεύτερο και τρίτο ταξίδι του Πλάτωνα στη Σικελία (366-361 π.Χ.);

Απάντηση

Σελίδα 41: Παρά τις αρχικές κακοτυχίες του φιλοσόφου κατά το πρώτο του ταξίδι στη Σικελία, η φιλία του Πλάτωνα με
τον Δίωνα είχε ως αποτέλεσμα να εμπλακεί ο φιλόσοφος για αρκετά χρόνια σε μια υπόθεση που του προκάλεσε
σοβαρούς κινδύνους και ακόμα σοβαρότερες απογοητεύσεις. Στα 367, ο Διονύσιος ο ΙΙ διαδέχτηκε τον πατέρα του και ο
Δίωνας πίεσε τον Πλάτωνα να επιστρέψει στις Συρακούσες πείθοντάς τον πως ο νέος τύραννος ήταν ακόμη πιο
πρόθυμος από τον προηγούμενο να δεχθεί τα φιλοσοφικά διδάγματα. Προφανώς ο φιλόσοφος, που είχε απογοητευθεί
από τα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, αλλά δεν είχε πάψει να μελετά το θέμα της πολιτικής θεωρίας, πίστεψε πως
θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον Διονύσιο σεφιλόσοφο βασιλέα, σαν αυτούς τους ιδανικούς κυβερνήτες που
περιγράφει στην Πολιτεία του. Έτσι, επέστρεψε στις Συρακούσες το 366, για να βρεθεί τελικά ''όμηρος'' των πολιτικών
συγκρούσεων Δίωνα και Διoνύσιου. Παρ᾿ όλο που με δυσκολίες κατάφερε και πάλι να φύγει, επέστρεψε και τρίτη φορά
στην Σικελία, το 361. Το τρίτο αυτό ταξίδι έληξε με τη θλιβερή εμπλοκή διάφορων Ακαδημεικών στην εμφύλια
διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του Δίωνα και του Διονύσιου και στα συνεχή πραξικοπήματα που ακολούθησαν.

 ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για την ίδρυση της Ακαδημίας του Πλάτωνα; Ποιο το περιεχόμενο των σπουδών της Ακαδημίας και ποιοι
οι κυριότεροι μαθητές της σχολής;

Απάντηση

Σελίδα 41-42: Η ίδρυση της Ακαδημίας. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα από το πρώτο ταξίδι του στην Σικελία
(398-390 π.Χ), ο Πλάτωνας ίδρυσε τη σχολή του, την Ακαδημία, σε μια τοποθεσία της Αττικής γύρω στο ενάμισυ
χιλιόμετρο από το Δίπυλο. Η περίφημη αυτή σχολή θα λειτουργήσει για εννέα αιώνες, μέχρι το 529 μ.Χ., όταν την
έκλεισε ο Ιουστινιανός (να σημειώσουμε πάντως πως τότε η σχολή βρισκόταν σε πλήρη παρακμή). Η σχολή
λειτουργούσε σε ένα κτήμα κοντά στο πολύ παλιότερο γυμναστήριο που ονομαζόταν, όπως και όλη η περιοχή,
Ακαδήμεια, από τον προστάτη ήρωά του, τον Ακάδημο ή Εκάδημο. Έτσι και η σχολή πήρε το ίδιο όνομα. Ανασκαφές
που έγιναν το 1930 αποκάλυψαν το αρχαίο γυμναστήριο. Τα μαθήματα της Ακαδημίας πρέπει σε μεγάλο βαθμό να
ήταν παρόμοια με αυτά που ο Πλάτωνας ορίζει στην Πολιτεία του ως ιδανική παιδεία των φυλάκων, της ανώτερης
τάξης που ασκεί την εξουσία. Μεγάλη σημασία είχαν πάντως τα μαθηματικά, που θεωρούνταν ως απαραίτητη
προετοιμασία για τη διδασκαλία της διαλεκτικής. Σύμφωνα άλλωστε με μια αρχαία παράδοση, στην είσοδο της
Ακαδημίας συναντούσε κανείς την επιγραφή «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω».

Μαθητές του Πλάτωνα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Αριστοτέλης (που διαφώνησε μαζί του και ακολούθησε άλλη
φιλοσοφική πορεία), ο ανιψιός και διάδοχός του Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, ο Φίλιππος από τον Οπούντα, και άλλοι
σημαντικοί φιλόσοφοι της ελληνιστικής εποχής.

ΙΙΙ. ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, σελ.49-52 / 56-57 σχολικού βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

α) Στην αρχή του Πρωταγόρα δίνεται μια σύντομη εισαγωγή. Ποιο είναι το περιεχόμενο της;

β) Ο Πλάτωνας ακολουθεί στην εισαγωγή του Πρωταγόρα την τεχνική του «αφηγημένου διαλόγου». Τι σημαίνει ο όρος
και ποια πλεονεκτήματα προσφέρει ως τεχνική γραφής;

Απάντηση

α) Σελίδα 49: Βγαίνοντας από το σπίτι του Καλλία, ο Σωκράτης συναντά έναν φίλο του (του οποίου το όνομα δεν
μαθαίνουμε) και, απαντώντας στις ερωτήσεις του, αρχίζει να του διηγείται πώς και γιατί βρέθηκε στου Καλλία, ποιους
συνάντησε εκεί και τι συζητήθηκε. Με αυτή τη σύντομη εισαγωγή δίνεται στον Σωκράτη λοιπόν η αφορμή να
αφηγηθεί τον διάλογο του με τον Πρωταγόρα. Το υπόλοιπο του έργου καλύπτεται ακριβώς από αυτή την αφήγηση του
Σωκράτη.

β) Σελίδα 49: Η επιλογή αυτής της εισαγωγής ασφαλώς δεν είναι τυχαία. Ο Πλάτωνας έχει έτσι τη δυνατότητα, αντί να
ακολουθήσει μια πολύ μονότονη αφήγηση της συνάντησης Σωκράτη - Πρωταγόρα, να δώσει στους αναγνώστες του
μια ζωντανή διήγηση, στην οποία υποτίθεται πως ο ένας από τους πρωταγωνιστές της φιλοσοφικής μονομαχίας την
περιγράφει σε ένα φιλικό του πρόσωπο. Ως λογοτεχνικό έργο, ο Πρωταγόραςκερδίζει έτσι σε ζωντάνια και αμεσότητα.
Ίσως όμως, από την άλλη μεριά, το κείμενο να χάνει έτσι σε πειστικότητα: πώς είναι δυνατόν, θα μπορούσε να
αναρωτηθεί κάποιος δύσπιστος, να διηγείται κανείς με τέτοια ακρίβεια έναν φιλοσοφικό διάλογο και να μένει πιστός
και ακριβής στην αναπαραγωγή των λεπτομερειών και των λεπτών αποχρώσεων μιας αντιπαράθεσης πάνω σε τόσα
περίπλοκα θέματα όπως αυτά που συζητήθηκαν στο σπίτι του Καλλία; Κι όμως, το λογοτεχνικό ταλέντο του Πλάτωνα
μας κάνει να λησμονούμε γρήγορα τέτοιες αντιρρήσεις, ακριβώς γιατί η παραστατικότητα και η γλαφυρότητα της
αφήγησης του Σωκράτη μας παρασύρει και μας γοητεύει.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Από ποιον παρακινήθηκε ο Σωκράτης να συναντήσει τον Πρωταγόρα; Ποια επιθυμία είχε ο συνομιλητής και ποιο
είναι το θέμα που θα συζητήσει ο Σωκράτης μαζί του, όπως φαίνεται από τον πρόλογο του διαλόγου;

Απάντηση

Σελίδα 49-50: Ο Σωκράτης διηγείται κατ᾿ αρχάς στον ανώνυμο φίλο του πώς βρέθηκε στο σπίτι του Καλλία, όπου
φιλοξενείται ο διάσημος σοφιστής Πρωταγόρας. Ο Ιπποκράτης, ένας νεαρός φίλος του Σωκράτη γεμάτος πάθος για τη
μόρφωση και θαυμασμό για τους μεγάλους διανοητές, έτρεξε τα χαράματα στο σπίτι του Σωκράτη για να τον
ειδοποιήσει πως ο Πρωταγόρας έφτασε στην Αθήνα. Ο Ιπποκράτης θέλει να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα και
παρακαλεί τον Σωκράτη να τον βοηθήσει να παρουσιαστεί στον μεγάλο σοφιστή. Ο Σωκράτης αρχίζει να ρωτά τον
νεαρό γιατί θέλει να μαθητεύσει κοντά στον Πρωταγόρα και τι ακριβώς ελπίζει να μάθει από αυτόν. Ο ενθουσιώδης
Ιπποκράτης, που εκτός από τον ενθουσιασμό της νεότητάς του δεν διαθέτει ακόμα και μεγάλη σοφία, δεν μπορεί
βεβαίως να απαντήσει. Έτσι, ο Σωκράτης δέχεται να πάνε μαζί στο σπίτι του Καλλία και να ρωτήσει αυτός, για
λογαριασμό του Ιπποκράτη, τι ακριβώς μπορεί ο Πρωταγόρας να διδάξει τον νεαρό.

Βλέπουμε έτσι, ήδη από την αρχή, να αναδεικνύεται το θέμα της φιλοσοφικής συζήτησης που θα ακολουθήσει. Ο
Πρόλογος αυτός δεν είναι απλώς η εικόνα ενός στιγμιότυπου της ζωής των νέων στην Αθήνα, είναι, πολύ περισσότερο,
η πραγματική εισαγωγή στο θέμα: ποια είναι η αξία της σοφιστικής, και μπορούν οι σοφιστές (ή οποιοσδήποτε άλλος)
να διδάξουν στους νέους την αρετή;

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποιοι είναι συγκεντρωμένοι στο σπίτι του Καλλία και ποια η συμμετοχή τους στον διάλογο;

Απάντηση

Σελίδα 50: Ο Σωκράτης στο σπίτι του Καλλία. Περιγραφή του Πρωταγόρα και των άλλων προσώπων του
διαλόγου. Ο Σωκράτης και ο Ιπποκράτης φτάνουν στο σπίτι του Καλλία και καταφέρνουν να μπουν, παρά την
αγανάκτηση του θυρωρού που τους ανοίγει (ο οποίος έχει απελπιστεί με το πλήθος των ανθρώπων που έχουν
πλημμυρίσει το σπίτι και μάλλον θα προτιμούσε να τους διώξει). Η είσοδος των δύο φίλων στη μεγάλη αυλή του
αρχοντικού επιτρέπει στον Σωκράτη να περιγράψει τόσο τον Πρωταγόρα και τους άλλους δύο σοφιστές, τον Ιππία και
τον Πρόδικο, που επίσης φιλοξενούνται εκεί, όσο και τους άλλους παρισταμένους. Ο κάθε σοφιστής βρίσκεται
περικυκλωμένος από μια ομάδα μαθητών και θαυμαστών, ενώ αμέσως γύρω από τον Σωκράτη σχηματίζεται ο κύκλος
των γνωστών συντρόφων του, του Ιπποκράτη βεβαίως, που τον συνοδεύει, και του Αλκιβιάδη και του Κριτία, που
βρίσκονται ήδη εκεί. Ελάχιστη συμμετοχή θα έχουν πάντως αυτοί στην εξέλιξη του διαλόγου. Ο Αλκιβιάδης μόνον, και
ο Καλλίας, ως ευγενικός οικοδεσπότης, θα επέμβουν κάποιες στιγμές, όταν τα πνεύματα θα οξυνθούν και οι δύο
μονομάχοι θα θελήσουν να σταματήσουν τη συζήτηση. Ο Καλλίας είναι πιο ευγενής και συμβιβαστικός, ο Αλκιβιάδης,
βεβαίως, πολύ πιο έντονος και ορμητικός.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Πώς περιγράφει ο Πλάτωνας τους τρεις σοφιστές που παρευρίσκονται στο σπίτι του Καλλία;

Απάντηση

Σελίδα 50: Ο Πλάτωνας περιγράφει κυρίως τους τρεις παρόντες σοφιστές. Ο Πρόδικος και ο Ιππίας είναι μάλλον
γελοιογραφικά σχεδιασμένοι. Και οι δυο παρουσιάζονται ως επιδεικτικά πολυμαθείς, ο πρώτος μανιακός με τους
ορισμούς των εννοιών (πράγμα για το οποίο εισπράττει τα ειρωνικά σχόλια του Σωκράτη), ο δεύτερος μεγαλόστομος
και ρητορικός. Θα έλεγε κανείς πως όλο το αντισοφιστικό πάθος του Πλάτωνα ξεσπά στην περιγραφή της ρηχότητας
και της μεγαλομανίας αυτών των δύο. Ο Πρωταγόρας, αντιθέτως, παρουσιάζεται μεν ως αλαζονικός και γεμάτος
αυτοπεποίθηση, η σημαντική θέση όμως που ο στοχαστής αυτός κατείχε στην ιστορία της ελληνικής σκέψης δεν
υποβαθμίζεται σε καμία περίπτωση. Παρ᾿ όλο που ο Πλάτωνας τον δείχνει να αγανακτεί με τις συνεχείς ερωτήσεις
του Σωκράτη, σε σημείο να θέλει να σταματήσει τη συζήτηση, αν ο συνομιλητής του δεν τον αφήσει να αναπτύξει,
όπως αυτός νομίζει, τις απόψεις του, είναι προφανές πως ο πρωταγορικός στοχασμός αντιμετωπίζεται ως άξιος
σεβασμού. Γι᾿ αυτό και στην περίπτωση του, η σωκρατική ειρωνεία είναι πολύ διακριτική, ο Σωκράτης δείχνει μάλιστα
έναν ειλικρινή σεβασμό προς τις απόψεις του αντιπάλου του.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Πώς ορίζει ο Πρωταγόρας το αντικείμενο της διδασκαλίας του στο πρώτο μέρος του διαλόγου στην αρχή της
συζήτησης;

Απάντηση

Σελίδα 51: Στο πρώτο μέρος του διαλόγου, στην αρχή της συζήτησης, ο Σωκράτης πλησιάζει τον Πρωταγόρα και, εξ
ονόματος του Ιπποκράτη, αρχίζει να τον ρωτά τι ακριβώς θα μάθει ο νεαρός αν γίνει μαθητής του. Ο Πρωταγόρας
απαντά πως, ως σοφιστής, είναι σε θέση να καθοδηγήσει τον Ιπποκράτη έτσι, ώστε να βελτιώνεται συνεχώς. Ο
μαθητής θα αποκτήσει τελικά την ικανότητα να σκέφτεται και να αποφασίζει σωστά (εὐβουλία) για κάθε θέμα που
έχει σχέση τόσο με τον ιδιωτικό βίο (τῶν οἰκείων), όσο και με τον δημόσιο (τοπράττειν και λέγειν στις υποθέσεις της
πόλης). Στη θέση αυτή του Πρωταγόρα, που συνεπάγεται πρώτον ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως καταγωγής,
κοινωνικής τάξης και οικονομικής κατάστασης είναι σε θέση να διδαχθούν την πολιτική αρετή, και δεύτερον ότι
υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν στους άλλους την πολιτική αρετή, ο Σωκράτης απαντά
εκφράζοντας τις έντονες αμφιβολίες του.

 ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση

Ποια είναι η απάντηση του Σωκράτη για το «διδακτὸν» της αρετής και πώς τεκμηριώνει τις έντονες αμφιβολίες του;

Απάντηση

Σελίδα 51: Στη θέση του Πρωταγόρα για το «διδακτὸν» της αρετής, που συνεπάγεται πρώτον ότι όλοι οι άνθρωποι,
ανεξαρτήτως καταγωγής, κοινωνικής τάξης και οικονομικής κατάστασης είναι σε θέση να διδαχθούν την πολιτική
αρετή, και δεύτερον ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν στους άλλους την πολιτική αρετή,
ο Σωκράτης απαντά εκφράζοντας τις έντονες αμφιβολίες του.

Ως παράδειγμα φέρνει την αθηναϊκή εκκλησία του δήμου, όπου εάν παρουσιαστεί κάποιος μη ειδικός σε μια συζήτηση
για τεχνικό θέμα και θελήσει να συμβουλεύσει σχετικά με αυτό τους συμπολίτες του, τον διώχνουν κοροϊδεύοντάς τον·
αντιθέτως, εάν το θέμα της συζήτησης αφορά γενικώς προβλήματα πολιτικής και καλής διοίκησης, τότε δέχονται τη
γνώμη οποιουδήποτε, θεωρώντας προφανώς πως στα ζητήματα αυτά ο καθένας μπορεί να έχει ορθή άποψη χωρίς να
έχει αναγκαστικά εκπαιδευτεί πάνω στο θέμα. Άλλωστε, συνεχίζει, η ζωή μάς δείχνει πως μεγάλοι πολιτικοί άνδρες, ο
Περικλής για παράδειγμα, δεν κατάφεραν να διδάξουν στα ίδια τους τα παιδιά την πολιτική αρετή και πως οι
καλύτεροι δάσκαλοι δεν πέτυχαν τίποτε με μαθητές που δεν ήταν καλοί. Κι αυτό σημαίνει πως μπορούμε να
διδάξουμε μια οποιαδήποτε τέχνη, αλλά ποτέ κανείς δεν μπόρεσε με τη διδασκαλία να κάνει τον άλλο καλύτερο,
αγαθότερο ή ικανότερο στην πολιτική αρετή.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Πώς απαντά ο Πρωταγόρας στις αντιρρήσεις που προέβαλε ο Σωκράτης στην αρχή της συζήτησης; Να δώσετε
συνοπτικά το περιεχόμενο των μερών της απάντησης.

Απάντηση

Σελίδα 51: Ο Πρωταγόρας απαντά στις αντιρρήσεις που του προέβαλε ο Σωκράτης με έναν μεγάλο λόγο. Ο λόγος
αυτός, που θα πρέπει να θύμιζε τις δημόσιες διαλέξεις, τις οποίες συνήθιζαν να κάνουν οι σοφιστές, χωρίζεται σε δύο
μέρη. Στο πρώτο, που ξεκινά με τον μύθο του Προμηθέα, ο σοφιστής απαντά στη σωκρατική αντίρρηση, σύμφωνα με
τη οποία δεν υπάρχουν ''ειδικοί'' στα θέματα της πολιτικής. Στο δεύτερο, απαντά στην αντίρρηση σύμφωνα με την
οποία οι καλοί πολίτες δεν μπορούν (γι᾿ αυτό και δεν το δοκιμάζουν καν) να διδάξουν στους γιους τους την αρετή.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Τι αποδεικνύει κατά τον Πρωταγόρα ο μύθος του Προμηθέα που χρησιμοποιεί στο πρώτο μέρος του λόγου του, για να
απαντήσει στις αμφιβολίες που διατύπωσε ο Σωκράτης;

Απάντηση

Σελίδα 51-52: Ο μύθος του Προμηθέα [322d5-324d1] αποδεικνύει, κατά τον Πρωταγόρα, πως οι Αθηναίοι έχουν δίκιο να
παραχωρούν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα της τοποθέτησης πάνω σε ζητήματα που αφορούν την καλή διοίκηση της
πόλης: το βουλεύεσθαι (η σκέψη, η διατύπωση απόψεων, η ανάληψη ευθυνών, η ψήφιση) πάνω στα πολιτικά θέματα
εξαρτάται εντελώς από τη δικαιοσύνη και τη λογική, δυο ιδιότητες που συνιστούν την αρετή του πολίτη και τις οποίες
κατέχει κάθε πολίτης, αφού, όπως δείχνει ο μύθος του Προμηθέα, εάν δεν τις είχε ο κάθε πολίτης δεν θα μπορούσαν
καν να σχηματιστούν ποτέ οργανωμένες κοινωνίες.

Ο κάθε άνθρωπος εξ ορισμού κατέχει αυτές τις ιδιότητες που του επιτρέπουν να έχει την ιδιότητα του πολίτη· αυτό
αποδεικνύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός πως όποιος ισχυρίζεται πως δεν τις διαθέτει θεωρείται τρελός.
Το γεγονός πως οι πόλεις έχουν προβλέψει τιμωρίες για πράξεις αδικίας αποδεικνύει επίσης πως υπάρχει μια γενική,
πανανθρώπινη πίστη στην ιδέα πως το να είναι κανείς καλός πολίτης δεν είναι θέμα τύχης, όπως, για παράδειγμα, το
να είναι ωραίος, αλλά κάτι που το διδάσκεται και το κατακτά κανείς με τη θέληση του. Άλλωστε, αν αυτό δεν ίσχυε
όντως στην πραγματικότητα, θα ήταν εντελώς παράλογο να τιμωρούν οι άνθρωποι κάποιον για ένα ελάττωμα του
χαρακτήρα του, ειδικά μάλιστα στην περίπτωση που δεν θα ήταν αυτός εκ των πραγμάτων σε θέση να το διορθώσει.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Ποια λογικά επιχειρήματα προβάλλει ο Πρωταγόρας στο δεύτερο μέρος του λόγου του, προκειμένου να αντικρούσει
τις αντιρρήσεις που προέβαλε ο Σωκράτης;

Απάντηση

Σελίδα 52: Στο δεύτερο μέρος του λόγου [324d2-328d1], ο Πρωταγόρας δεν απαντά πλέον με μύθους, αλλά κατευθείαν
με λογικά επιχειρήματα. Η αρετή, ισχυρίζεται ο σοφιστής, και είναι και πρέπει να θεωρείται διδακτή. Γιατί η αρετή
είναι η αναγκαία εκείνη ιδιότητα που επιτρέπει σε κάθε άνθρωπο να συμμετέχει στην κοινωνική και πολιτική ζωή,
είναι η ιδιότητα που κάνει δυνατή την ύπαρξη κοινωνιών και πόλεων. Χωρίς την αρετή, τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη
και το αίσθημα του σεβασμού προς ό,τι είναι ιερό, δεν υπάρχουν ανθρώπινες κοινωνίες. Συνεπώς, πρέπει οι ίδιες οι
κοινωνίες και οι γονείς να διδάσκουν στα παιδιά τους την αρετή, κι εάν υπάρχει άνθρωπος που δεν μπορεί ή δεν θέλει
να τη διδαχθεί, αυτός θα πρέπει να τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της εξορίας ως επικίνδυνος. Ο Σωκράτης
δεν έχει δίκιο να ισχυρίζεται πως οι μεγάλοι πολιτικοί δεν προσπαθούν να διδάξουν στους γιους τους την αρετή. Μόνο
που στην περίπτωση αυτή, η διδαχή δεν γίνεται υπό μορφήν μαθήματος. Όμως, από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να
μιλάει, δηλαδή να επικοινωνεί πραγματικά και λογικά με τους γύρω του, όλοι προσπαθούν να του εμφυσήσουν τα
διδάγματα και τα παραδείγματα που θα το κάνουν δίκαιο και σώφρονα άνθρωπο. Και αργότερα, όταν τα παιδιά
στέλνονται να μάθουν ποίηση και μουσική, οι δάσκαλοί τους φροντίζουν, μέσα από τα κείμενα ή τη μουσική που τους
διδάσκουν, να τους μάθουν κυρίως την αρετή. Το ίδιο, τέλος, κάνει και η πόλη για τους νεαρούς πολίτες της,
μαθαίνοντάς τους τους νόμους και την υπακοή σ᾿ αυτούς.

 ΑΣΚΗΣΗ 10

Εκφώνηση

Ποια είναι τα θέματα που πραγματεύεται ο διάλογος Πρωταγόρας και σε ποια επίπεδα εκτείνεται η αντιπαράθεση
Πρωταγόρα και Σωκράτη;

Απάντηση

Σελίδα 56: Τα θέματα του Πρωταγόρα είναι στην ουσία δύο. Το πρώτο είναι αυτό το οποίο συζητούν τα δύο κεντρικά
πρόσωπα, ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης: ποια είναι η φύση της αρετής; Το δεύτερο, εξίσου σημαντικό, είναι αυτό που
τίθεται στα προλογικά μέρη του έργου: ποιος μπορεί να διδάξει την αρετή και, δευτερευόντως, είναι οι σοφιστές τα
κατάλληλα πρόσωπα για να αναλάβουν τη διδασκαλία της αρετής;

Για τον Σωκράτη (και τον Πλάτωνα) το δεύτερο αυτό ζήτημα είναι εξίσου σοβαρό με το πρώτο, θα μπορούσαμε να
πούμε μάλιστα πως στην ουσία δεν ξεχωρίζει από το πρώτο. Έτσι, βλέπουμε μέσα στο έργο να αντιπαρατίθενται όχι
μόνον οι απόψεις περί αρετής του καθενός από τους δύο βασικούς συνομιλητές, αλλά και οι μέθοδοι για την
προσέγγιση της αλήθειας. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως το θέμα της αρετής αποτελεί το θέμα της
συζήτησης, αλλά το θέμα του εάν η αρετή είναι διδακτή διαπερνά εμμέσως όλον τον διάλογο και αποκαλύπτεται στον
αναγνώστη μέσα από τις διαφορετικές μεθόδους που ακολουθεί στη συζήτηση ο καθένας από τους συνομιλητές.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση

Ποια είναι η μέθοδος διερεύνησης που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης και γιατί επιμένει στην διευκρίνιση των εννοιών;

Απάντηση

Σελίδα 56: Η μέθοδος του Σωκράτη είναι η διαλεκτική. Ο Σωκράτης επιμένει στις ερωτήσεις που επιτρέπουν να
διευκρινίζεται και να ορίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια κάθε επιμέρους θέμα και κάθε όρος. Με τη σειρά της,
η ακρίβεια αυτή οδηγεί τους συνδιαλεγόμενους σε μια απόλυτη γνώση και κατανόηση του πράγματος που μελετούν.

 ΑΣΚΗΣΗ 12

Εκφώνηση

Ο μύθος ως τρόπος έκθεσης των απόψεων του Πρωταγόρα και των σοφιστών και ως μέθοδος αφήγησης στον
Πλάτωνα.

Απάντηση

Σελίδα 56: Η μέθοδος του Πρωταγόρα (και γενικώς των σοφιστών) είναι πολύ διαφορετική (από εκείνη του Σωκράτη).
Μέσα στο έργο, ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τρεις τρόπους για να εκθέσει τις απόψεις του. Τον μύθο, τη διάλεξη και
τον σχολιασμό των ποιητικών κειμένων. Ως μύθο μπορούμε να ορίσουμε κάθε αφήγηση που έχει ποιητικό χαρακτήρα,
είτε προέρχεται από την παράδοση και τον θρύλο είτε πρόκειται για κατασκευή κάποιου διανοητή. Ο ποιητικός και
συμβολικός χαρακτήρας του μύθου για τον Προμηθέα που αφηγείται ο Πρωταγόρας είναι προφανής. Αλλά όσο
μεγάλη και αν είναι η συμβολική αξία του, είναι επίσης φανερό πως δεν μπορεί να οδηγήσει με ακρίβεια στη
φιλοσοφική και επιστημονική γνώση. Βεβαίως, και ο ίδιος ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε πολλές φορές τον μύθο και ο
ίδιος (για παράδειγμα ο μύθος της σπηλιάς στην Πολιτεία), πάντοτε όμως για να συμπληρώσει μιαν αυστηρή
φιλοσοφική απόδειξη, όχι ως αυτόνομο τρόπο, ισοδύναμο με τις άλλες φιλοσοφικές μεθόδους, για να οδηγηθεί ο
άνθρωπος στην γνώση. Πάντως, ίσως επειδή και ο ίδιος δεν απέρριπτε εντελώς την αξία της συμβολικής μυθικής
αφήγησης, ο Πλάτωνας δεν είναι καθόλου ειρωνικός προς τον Πρωταγόρα στο σημείο αυτό.
 ΑΣΚΗΣΗ 13

Εκφώνηση

Πώς αντιμετωπίζει ο Σωκράτης τη σοφιστική μέθοδο της διάλεξης;

Απάντηση

Σελίδα 57: Ο Σωκράτης δεν διστάζει να ειρωνευτεί και να υπονομεύσει με κάθε τρόπο τη δεύτερη σοφιστική μέθοδο, τη
διάλεξη. Ισχυρίζεται πως έχει πολύ κακή μνήμη και του είναι αδύνατον, όταν ακούει μια μακροσκελή διάλεξη πάνω σε
κάποιο θέμα, να συγκρατεί όλες τις λεπτομέρειες! Τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα; Πως σε μια διάλεξη, ο
ομιλητής εκθέτει διάφορες ιδέες τις οποίες ο ακροατής δεν έχει καν τον χρόνο να εξετάσει. Επομένως, η μέθοδος της
διάλεξης είναι μέθοδος πειθούς, όχι μέθοδος προσέγγισης και κατάκτησης της αλήθειας. Μπορεί, συνεπώς, να είναι
καλή για τις πολιτικές συνελεύσεις και τα δικαστήρια, αλλά όχι για τη φιλοσοφία, που σκοπός της είναι η αναζήτηση
της αλήθειας.

 ΑΣΚΗΣΗ 14

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για τη μέθοδο του Πρωταγόρα που ονομάζεται «σχολιασμός ποιητικών κειμένων»; Πώς τη
χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι, οι σοφιστές και ποιες αντιρρήσεις εκφράζει ο Σωκράτης;

Απάντηση

Σελίδα 57: Τέλος, έχουμε τη μέθοδο του σχολιασμού ποιητικών κειμένων. Είναι η τρίτη μέθοδος που θα ακολουθήσει ο
Πρωταγόρας στη συζήτησή του με τον Σωκράτη. Οι αρχαίοι Έλληνες, των οποίων η βασική παιδεία ήταν τα ομηρικά
έπη, συνήθιζαν να αναφέρουν είτε τον Όμηρο είτε άλλους ποιητές ως αυθεντίες σε ζητήματα κάθε είδους. Η αναφορά
λοιπόν στα λεγόμενα κάποιου ποιητή δεν ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των σοφιστών. Οι σοφιστές πάντως, ανάμεσα
στα άλλα ενδιαφέροντα που καλλιέργησαν, ασχολήθηκαν και με τις ''ανθρωπιστικές επιστήμες'', όπως θα λέγαμε
σήμερα, μπορούμε επομένως να τους θεωρήσουμε ως πρωτοπόρους της λογοτεχνικής ανάλυσης, της φιλολογίας,
κυρίως δε της γλωσσολογίας. Η βασική αντίρρηση του Σωκράτη όμως σ᾿ αυτήν την περίπτωση έχει να κάνει με τη
γενική καχυποψία του (που ήταν και καχυποψία του Πλάτωνα) απέναντι στον γραπτό λόγο. Το γραπτό είναι βουβό,
δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτόν που του θέτει ερωτήματα. Και σε αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, ξαναγυρνάμε στην
προσπάθεια του Πλάτωνα, μέσα σ᾿ αυτό το έργο, να καταδείξει τις περιορισμένες δυνατότητες της σοφιστικής και να
αναδείξει τη σωκρατική διαλεκτική ως μοναδική φιλοσοφική μέθοδο ικανή να οδηγήσει στην αλήθεια.

 ΑΣΚΗΣΗ 15

Εκφώνηση

Ποιες οι απόψεις του Σωκράτη και του Πρωταγόρα σχετικά με τη φύση της αρετής, στο τέλος του διαλόγου;

Απάντηση

Σελίδα 57: Το θέμα το οποίο αποτελεί και (το πρώτο) θέμα της συζήτησης μεταξύ Σωκράτη και Πρωταγόρα, είναι η
φύση της αρετής. Όπως και σε άλλους νεανικούς διαλόγους του Πλάτωνα, το θέμα αυτό μένει στο τέλος κάπως
μετέωρο, χωρίς δηλαδή να διατυπώνεται κάποιο οριστικό συμπέρασμα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο
πρωταγωνιστές συμφωνούν να συνεχίσουν τη συζήτηση με κάποια άλλη ευκαιρία. Παρ᾿ όλη την έλλειψη ουσιαστικής
κατάληξης, βλέπουμε πάντως να διαγράφονται καθαρότατα οι απόψεις των δύο ''αντιπάλων''. Ο Πρωταγόρας
αρνείται την ίδια την ύπαρξη του απόλυτου και ασπάζεται τη σχετικότητα. Αντίθετα, ο Σωκράτης αναζητά μιαν
αλήθεια γενική, καθολική και απόλυτη. Πάντως, η σωκρατική-πλατωνική θέση για την αρετή παραμένει, στον
διάλογο αυτό, σε ανολοκλήρωτη ακόμα μορφή. Την ολοκληρωμένη αντίληψη του Πλάτωνα για την αρετή θα τη
συναντήσουμε στην Πολιτεία.

ΙV. ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, σελ. 92-93.1.2.3./ σελ. 96.6/ σελ. 97.8-98/ σελ. 99.12-101.13/ σελ. 102.14/ σελ.113 σχολικού
βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Ο Πλάτωνας στα νεανικά του χρόνια φιλοδοξούσε να ασχοληθεί με την πολιτική. Ποια γεγονότα ή καταστάσεις που
βίωσε στην πόλη των Αθηνών τον απογοήτευσαν;

Απάντηση

Σελίδα 92: Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Πλάτωνας στην 7η Επιστολή του, όταν ήταν ακόμη νέος, φιλoδοξούσε να
ασχοληθεί με την πολιτική. Όμως στα 404 οι ολιγαρχικοί με τη βοήθεια της Σπάρτης κατέλυσαν το δημοκρατικό
πολίτευμα. Στην αρχή, ο φιλόσοφος παρακολουθούσε με συμπάθεια αυτήν την κίνηση, επειδή και ο ίδιος ήταν εκ
καταγωγής (και εκ πεποιθήσεως) αριστοκράτης και επειδή ήλπιζε ότι μια διακυβέρνηση κάπως αυταρχική θα
θεράπευε τις πληγές που είχε προξενήσει στην πόλη η ασυδοσία των δημαγωγών. Επιπλέον δύο συγγενείς του, ο
Κριτίας και ο Χαρμίδης, ανήκαν στην ηγετική ομάδα των ολιγαρχικών. Γρήγορα όμως ο φιλόσοφος απογοητεύτηκε
εξαιτίας της ωμότητας των Τριάκοντα, οι οποίοι μάλιστα προσπάθησαν (ανεπιτυχώς βέβαια) να καταστήσουν
συνένοχο στις βιαιοπραγίες τους ακόμη και τον Σωκράτη. Η τυραννία των Τριάκοντα διήρκεσε οκτώ μήνες (404-403)
και είχε άδοξο τέλος. Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε, αλλά ο Πλάτωνας δοκίμασε μια ακόμη βαθιά απογοήτευση. Ο
δάσκαλός του, ο Σωκράτης, «ο δικαιότερος άνθρωπος της εποχής», καταδικάστηκε για αθεΐα και διαφθορά της
νεολαίας σε θάνατο (399 π.Χ). Στην καταδίκη του ασφαλώς συνέβαλε και η υποψία ότι ο φιλόσοφος διαπνεόταν από
αντιδημοκρατικά φρονήματα.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Σε ποια συμπεράσματα και πολιτικές απόψεις οδήγησαν τον Πλάτωνα οι απογοητεύσεις που βίωσε από την πολιτική
της Αθήνας και τα ταξίδια του στην Κάτω Ιταλία και Σικελία;

Απάντηση

Σελίδα 92: Οι απογοητεύσεις που βίωσε από την πολιτική της Αθήνας, καθώς και η αρνητική εμπειρία που αποκόμισε
από την παραμονή του στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α´, δημιούργησαν στον Πλάτωνα την
πεποίθηση ότι όλα τα πολιτεύματα της εποχής του ήταν διεφθαρμένα και ότι μόνο αν οι φιλόσοφοι αναλάμβαναν την
εξουσία ή αν οι ηγεμόνες άρχιζαν να φιλοσοφούν, μόνο τότε θα μπορούσε να υπάρξει υγιής πολιτική ζωή. Πυρήνας
της πολιτικής σκέψης του Πλάτωνα είναι η ιδέα της δικαιοσύνης, που σημαίνει: ο καθένας να πράττει αυτό για το
οποίο είναι πλασμένος και καταλλήλως εκπαιδευμένος. Αν όλοι θέλουν να έχουν λόγο και να αποφασίζουν για όλα,
τότε θα επικρατήσει το χάος.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποιες γενικές πληροφορίες γνωρίζετε για τη συγγραφή της Πολιτείας (απόψεις που διατυπώνονται, χρόνος
συγγραφής, διαίρεση σε βιβλία, δραματικός χρόνος διαλόγου);

Απάντηση

Σελίδα 92-93: Τις απόψεις για την ιδεώδη πολιτεία, την καλλίπολιν, που διασφαλίζει στον πολίτη της τον άριστον βίον,
εκθέτει ο Πλάτων στον διάλογό του Πολιτεία ἢ περὶ δικαίου. Το ογκώδες σύγγραμμα, καρπός πολύχρονης
προσπάθειας, θα πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ. Η διαίρεση σε 10 βιβλία δεν προέρχεται από τον
Πλάτωνα και δεν ανταποκρίνεται σε θεματικές ενότητες. (Οι νεότεροι εκδότες διατηρούν αυτήν τη διαίρεση, αλλά
υιοθετούν και τη σελιδαρίθμηση της έκδοσης του Ερρίκου Στεφάνου, η οποία κυκλοφόρησε στα 1578. Στην έκδοση αυτή
η Πολιτεία καταλαμβάνει τις σελίδες 327a-621d. Στον μύθο για το δαχτυλίδι του Γύγη για παράδειγμα παραπέμπουμε
ως εξής: Πλ. Πολ. Γ´ 359b -360d ή ΙΙΙ 359b - 360d ή απλώς 359b - 360d). Ο δραματικός χρόνος, δηλαδή ο χρόνος κατά τον
οποίον υποτίθεται ότι διεξάγεται ο διάλογος, είναι το 421 π.Χ.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Ποιος είναι ο τόπος, ο χρόνος και τα κύρια πρόσωπα του διαλόγου;

Απάντηση

Σελίδα 93: Ο Σωκράτης και ο Γλαύκων, ο μεγαλύτερος αδελφός του Πλάτωνα είχαν κατεβεί στον Πειραιά για να
παρακολουθήσουν τη γιορτή της Βενδίδας, μιας θρακικής θεότητας που ταυτιζόταν με την Άρτεμη. Επιστρέφοντας
στην Αθήνα σταμάτησαν στο σπίτι του πλούσιου μέτοικου Κέφαλου, που ετοίμαζε θυσία. Στη συζήτηση που
ακολούθησε εκείνο το καλοκαιρινό δειλινό πήραν μέρος ο Κέφαλος (ο πατέρας του ρήτορα Λυσία), ο μεγαλύτερος γιος
του ο Πολέμαρχος, ο σοφιστής Θρασύμαχος, ο Κλειτοφών, οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του Πλάτωνα, ο Γλαύκων και ο
Αδείμαντος, και ο Σωκράτης. Όμως από το δεύτερο βιβλίο ως το τέλος οι κύριοι συζητητές είναι ο Σωκράτης, ο
Γλαύκων και ο Αδείμαντος. Την επόμενη ημέρα ο Σωκράτης αναδιηγείται τη συζήτηση αυτή σε κάποιον φίλο του,
αρχίζοντας με τη φράση «Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ μετὰ Γλαύκωνος τοῦ Ἀρίστωνος...».

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Ποιο είναι το θέμα του διαλόγου και τι σημαίνουν στο κείμενο οι όροι πόλις και πολιτεία;

Απάντηση

Σελίδα 93: Θέμα του διαλόγου είναι η φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας και κατ᾿ επέκταση αν και κατά πόσο ο
δίκαιος ή ο άδικος είναι ευτυχέστερος και σε αυτήν και στην άλλη ζωή. Όμως, για να διερευνηθεί αυτό το περίπλοκο
πρόβλημα, ο Σωκράτης προτείνει να το εξετάσουν στο ευρύτερο πλαίσιο μιας πόλης - κράτους. Αρχίζει λοιπόν ένα
πείραμα, μια θεωρητική κατασκευή εξαρχής μιας πόλης, που συγκροτείται σιγά-σιγά για να φτάσει από το πρωτόγονο
στάδιο στην πλήρη ανάπτυξή της. Πώς λειτουργεί λοιπόν η δικαιοσύνη μέσα σ᾿ αυτόν τον ζωντανό οργανισμό, μέσα
σε αυτή τη μεγάλη συλλογική ψυχή; Σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει ο Σωκράτης. Μια διευκρίνιση είναι
αναγκαία· με τον όρο πόλις δηλώνεται η πόλη - κράτος, που αναπτύχθηκε ήδη από την αρχαϊκή εποχή στον ελληνικό
χώρο. Με τον όρο πολιτεία δηλώνεται το πολίτευμα, οι βασικές δηλαδή αρχές που υπόκεινται στη νομοθεσία και στους
θεσμούς της πόλης.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Ποιο είναι το περιεχόμενο του όρου τάξη, και πώς διαιρούνται συνοπτικά οι τάξεις στην πλατωνική πολιτεία;

Απάντηση

Σελίδα 96: Και στον ινδοευρωπαϊκό χώρο και στην αρχαία Αίγυπτο ο πληθυσμός χωριζόταν σε τρεις τάξεις:
χειρώνακτες, πολεμιστές, ιερείς. Βέβαια ο όρος τάξη, όταν χρησιμοποιείται για τις κοινωνίες αυτές, είναι ένας
εξόφθαλμος αναχρονισμός, αλλά πάντως σαφέστερος από άλλους συνώνυμους, όπως κοινωνική ομάδα, κάστα κ.τ.τ.
Κατ᾿ ουσίαν με τον όρο τάξη δηλώνεται εδώ η ''λειτουργία'' μιας ομάδας μέσα στην κοινωνία. Τριμερής είναι λοιπόν
και η διαίρεση στην πλατωνική πολιτεία: δημιουργοί, φύλακες - επίκουροι, φύλακες - άρχοντες (βασιλείς). Κατ᾿ ουσίαν
πρόκειται για δύο τάξεις, επειδή η ανώτερη προέρχεται κατόπιν αυστηρής επιλογής από τη μεσαία.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Ποιες οι αρμοδιότητες κάθε τάξης στην ιδανική Πολιτεία;

Απάντηση

Σελίδα 96-97: Η κατώτερη τάξη (δημιουργοί), που είναι και η πολυπληθέστερη, συγκροτείται από τους γεωργούς, τους
τεχνίτες, τους εμπόρους και γενικά τους χειρώνακτες. Είναι βέβαια αποκλεισμένη από την εξουσία, εργάζεται όμως
προστατευμένη και μπορεί να πλουτίζει ως ένα σημείο φυσικά. Οι μεγάλες οικονομικές διαφορές δεν είναι επιτρεπτές.
Η τάξη αυτή είναι υποχρεωμένη να συντηρεί, αλλά όχι πλουσιοπάροχα, τις δύο άλλες ηγεμονικές τάξεις. Παιδιά
ωστόσο που έχουν γεννηθεί στην τάξη των δημιουργών, αλλά έχουν να επιδείξουν εξαιρετικά προσόντα, μεταπηδούν
στην ανώτερη τάξη και αντιστρόφως. Υπάρχει λοιπόν πρόβλεψη για την κοινωνική κινητικότητα.
Οι φύλακες - επίκουροι επωμίζονται στρατιωτικά και διοικητικά καθήκοντα και γενικά είναι αφοσιωμένοι στην
υπηρεσία του κράτους. Οι φύλακες - παντελείς αναλαμβάνουν, μετά τα 50 τους χρόνια, τη διακυβέρνηση και
μεριμνούν για την ευδαιμονία ολόκληρης της πολιτείας. Πρόκειται συνεπώς για μια αριστοκρατία του πνεύματος, που
εξουσιάζει και συνάμα υπηρετεί το πλήθος.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Με ποια κριτήρια επιλέγονται οι φύλακες και τι περιλαμβάνει το κάθε στάδιο της αγωγής τους;

Απάντηση

Σελίδα 97-98: Το ενδιαφέρον του νομοθέτη επικεντρώνεται στην ορθή αγωγή των φυλάκων, που έχουν επιλεγεί με
κριτήρια την καλή σωματική τους διάπλαση και την οξύνοια. Στο πρώτο στάδιο επιδιώκεται η εξισορρόπηση
γυμναστικής και μουσικής αγωγής. Γυμναστική σημαίνει: φροντίδα για την ευεξία του σώματος, απλές ασκήσεις,
υγιεινός τρόπος διαβίωσης. Μουσική είναι η ενασχόληση με τις καλές τέχνες: μουσική, χορός, τραγούδι, ανάγνωση,
καλλιέργεια της εικαστικής ευαισθησίας. Ο νομοθέτης φυσικά επαγρυπνεί για τη μορφή και το περιεχόμενο της
καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ένας δεύτερος κύκλος εκπαίδευσης (από τα 20 ως τα 30) περιλαμβάνει κυρίως τις μαθηματικές επιστήμες: αριθμητική,
γεωμετρία, στερεομετρία, αστρονομία, αρμονική. Κορωνίδα της εκπαιδευτικής πορείας είναι η πενταετής (από τα 30 ως
τα 35) σπουδή της διαλεκτικής (φιλοσοφία) που οδηγεί στην ύψιστη μορφή γνώσης, δηλαδή στην αναζήτηση της ουσίας
όλων των πραγμάτων και στη θέαση του Αγαθού.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Ποιες ήταν οι προϋποθέσεις προαγωγής των φυλάκων - ἐπικούρων σε φύλακες - παντελεῖς και ποιες είναι οι
ενασχολήσεις, οι ευθύνες και ο τρόπος ζωής των τελευταίων;
Απάντηση

Σελίδα 98: Η πορεία προς την ολοκλήρωση του ενάρετου ανθρώπου είναι τραχεία και γεμάτη δυσκολίες. Όσοι από
τους φύλακες - επικούρους υποστούν με επιτυχία τις κρίσεις που έχουν καθοριστεί προάγονται μετά τα 50 τους έτη σε
φύλακες παντελείς, δηλαδή σε φύλακες - άρχοντες (βασιλείς). Οι ενασχολήσεις αυτής της ολιγάριθμης αρχηγεσίας
(ελίτ) είναι εν μέρει πρακτικές (διοίκηση του κράτους) και εν μέρει θεωρητικές, δηλαδή ενασχόληση με τις επιστήμες
και τη φιλοσοφία. Οι άρχοντες έχουν την ευθύνη για την εκπαίδευση της νέας γενιάς των φυλάκων, ζουν μακάρια,
επειδή απολαμβάνουν τις πνευματικές ηδονές που μόνο αυτές διαρκούν, και όταν πεθάνουν τιμώνται ως ήρωες.

 ΑΣΚΗΣΗ 10

Εκφώνηση

Ποια κατάσταση επικρατούσε για μεγάλα διαστήματα στην αθηναϊκή δημοκρατία και πώς μπορούσε να
αντιμετωπιστεί, κατά τον Πλάτωνα;

Απάντηση

Σελίδα 99: Για μεγάλα διαστήματα η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν έρμαιο στα χέρια αδίστακτων δημαγωγών, που, όπως
επισημαίνει ο κωμωδιογράφος, «καλόπιαναν, εθώπευαν, κολάκευαν και εξαπατούσαν τον Δήμο». Στο όνομα μιας
δήθεν ισοτιμίας η ανάθεση πολλών αξιωμάτων γινόταν με κλήρωση! Για κρίσιμα θέματα δεν αποφάσιζε ο ορθός
λόγος, αλλά η βοή του πλήθους και η πειθώ του ρήτορα. Η μοναδική λοιπόν ελπίδα κατά τον Πλάτωνα ήταν είτε να
φιλοσοφήσουν οι άρχοντες, είτε να αναλάβουν τα ηνία του κράτους οι φιλόσοφοι.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση

Με ποια αλληγορία στηρίζει ο Πλάτωνας τη θέση ότι η πολιτεία μπορεί να διοικηθεί σωστά μόνο αν φιλοσοφήσουν οι
άρχοντες ή αν αναλάβουν τα ηνία του κράτους οι φιλόσοφοι;

Απάντηση

Σελίδα 99-100: Σε μια δραματική αλληγορία παρουσιάζεται το σκάφος της πολιτείας να ταξιδεύει ακυβέρνητο. Ο
ιδιοκτήτης που είναι μύωπας και κουφός δεν γνωρίζει τη ναυτική τέχνη. Τα μέλη του πληρώματος φιλονεικούν μεταξύ
τους και κανείς δεν σκέπτεται ότι χρειάζεται ένας έμπειρος κυβερνήτης που να γνωρίζει τις θέσεις των άστρων και τις
ιδιοτροπίες των ανέμων. Ο μόνος που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια μέσα από την τρικυμία το ''μεθυσμένο καράβι''
είναι ο κυβερνήτης - φιλόσοφος.

 ΑΣΚΗΣΗ 12

Εκφώνηση

Γιατί οι φιλόσοφοι-βασιλείς είναι οι πιο κατάλληλοι για τη διακυβέρνηση της πολιτείας και τι σημαίνει ο όρος βασιλεύς
στον Πλάτωνα; Να παραθέσετε τα χαρακτηριστικά των φιλοσόφων - βασιλέων που εγγυώνται τη σωστή
διακυβέρνηση της πολιτείας.

Απάντηση

Σελίδα 100: Οι φιλόσοφοι - βασιλεῖς (ο όρος βασιλεύς στον Πλάτωνα δηλώνει απλώς τον άρχοντα, όχι τον απόλυτο
μονάρχη που αντλεί την εξουσία του από το κληρονομικό δικαίωμα ή από τη θέληση του Θεού) είναι προσωπικότητες
που δεν διαθέτουν μόνο γνώσεις και συνθετική σκέψη, αλλά πείρα ζωής, διοικητικές ικανότητες και αδαμάντινο
χαρακτήρα. Αναλαμβάνουν την εξουσία από αίσθηση καθήκοντος για να διοχετεύσουν μέσα στη νομοθεσία τη σοφία
τους και την ακεραιότητα τους. Δεν διαθέτουν ούτε προσωπική περιουσία ούτε καν οικογένεια για να είναι αδέκαστοι,
ανεπηρέαστοι και ολόψυχα αφοσιωμένοι στο κοπιώδες λειτούργημά τους.

 ΑΣΚΗΣΗ 13

Εκφώνηση

Ποιες θεμελιώδεις αρετές «ενσαρκώνει» η ιδεώδης πολιτεία κατά τον Πλάτωνα;

Απάντηση

Σελίδα 100: Η ιδεώδης πολιτεία ενσαρκώνει τις τέσσερις θεμελιώδεις αρετές: είναι σοφή, επειδή οι άρχοντες της
(οι φιλόσοφοι - βασιλεῖς) είναι σοφοί και την καθοδηγούν προς το Αγαθόν. Είναι ανδρεία, επειδή οι φύλακες - επίκουροι
είναι ανδρείοι και μπορούν να υπερασπισθούν αφενός την εδαφική της ακεραιότητα και αφετέρου τις αξίες που
προβάλλει το εκπαιδευτικό της σύστημα. Κοσμείται από σωφροσύνη (αυτοκυριαρχία και νομιμοφροσύνη), επειδή
ανάμεσα στις τρείς τάξεις βασιλεύει η αρμονία, που προκύπτει από την υποταγή της κατώτερης στις ανώτερες. Είναι
τέλος η πολιτεία αυτή δίκαιη, επειδή το κάθε στοιχείο εκπληρώνει τη λειτουργία του, χωρίς να παρακωλύει τη
λειτουργία των άλλων, με άλλα λόγια: ο καθένας πράττει το έργο που του έχει ανατεθεί και δεν πολυπραγμονεί.

 ΑΣΚΗΣΗ 14

Εκφώνηση

Ποια είναι τα μέρη της ψυχής, κατά τον Πλάτωνα, σε ποια σχέση βρίσκονται με τις τάξεις της πολιτείας και σε ποια
σχέση πρέπει να βρίσκονται μεταξύ τους, για να θεωρείται ο άνθρωπος δίκαιος;

Απάντηση

Σελίδα 100-101: Εφόσον λοιπόν το όλον, η μεγάλη ψυχή, είναι ισορροπημένη και δίκαιη, και ο μικρόκοσμος, δηλαδή η
ατομική ψυχή (στον Πλάτωνα ο όρος ψυχή δηλώνει και το χαρακτήρα, την προσωπικότητα, ακόμη και τον νου) είναι
αρμονική. Το κατώτερο μέρος (κίνητρο, τάση) της, το ἀλόγιστον ή ἐπιθυμητικόν, που επιδιώκει την εκπλήρωση των
βασικών αναγκών (φαγητό, ποτό, έρωτας) και γι᾿ αυτόν τον λόγο είναι φιλοχρήματο και φιλοκερδές, τιθασεύεται από
το θυμοειδές. Και τα δύο μαζί υπακούουν στο ανώτερο στοιχείο, το λογιστικόν που ηγεμονεύει· η αντιστοιχία ανάμεσα
στα τρία μέρη της ψυχής και στις τρείς τάξεις είναι προφανής. Κάθε άνθρωπος λοιπόν είναι δίκαιος, εφόσον τα τρία
στοιχεία (νους, καρδιά, επιθυμίες), που συναπαρτίζουν την προσωπικότητά του, βρίσκονται σε αρμονική συμβίωση. Αν
τα άλλα στοιχεία υφαρπάσουν την εξουσία του λογιστικού, τότε επέρχονται η σύγχυση και η καταστροφή. Την
αρμονία διασφαλίζει η Δικαιοσύνη που απονέμει στον καθένα ό,τι του ανήκει και τον τοποθετεί στην θέση που του
αρμόζει.

 ΑΣΚΗΣΗ 15

Εκφώνηση

Ποιοι ορισμοί δίνονται στην Πολιτεία για τη δικαιοσύνη και από ποιους;

Απάντηση

Σελίδα 101: Το μείζον πρόβλημα που συζητείται στην Πολιτεία είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχή του διαλόγου
διατυπώνονται διάφορες απόψεις περί του τι είναι δικαιοσύνη. Ο Κέφαλος που εκπροσωπεί την παλιά γενιά νομίζει ότι
δικαιοσύνη είναι η εντιμότητα στις συναλλαγές. Έτσι ο πλούσιος έχει την δυνατότητα να είναι δίκαιος, επειδή μπορεί
να εξοφλεί τα χρέη του. Ο Πολέμαρχος διισχυρίζεται ότι δικαιοσύνη είναι να αποδίδεις τα ίσα, καλό στον φίλο, κακό
στον εχθρό. Παραβλέπει όμως το γεγονός ότι ο φίλος ενδέχεται να είναι άδικος και ο εχθρός δίκαιος. Ο σοφιστής
Θρασύμαχος είναι ωμός· το συμφέρον του ισχυρού καθορίζει το τι είναι δίκαιο. Ο Γλαύκων, που είναι κατά κάποιον
τρόπο το φερέφωνο της αριστοκρατικής ηθικής, θεωρεί τη δικαιοσύνη ως μια υποκριτική κοινωνική σύμβαση που
επιβάλλεται από τους πολλούς και αδύνατους για την αυτοπροστασία τους. Όλοι αυτοί οι ορισμοί εμπεριέχουν ένα
κόκκο αλήθειας, αλλά αποδεκτός τελικά γίνεται ο ορισμός του Σωκράτη: «τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν», με άλλα λόγια: ο
καθένας οφείλει να πράττει για το κοινωνικό σύνολο εκείνο «εἰς ὃ αὐτοῦ ἡ φύσις ἐπιτηδειοτάτη πεφυκυῖα εἴη» (433a).

 ΑΣΚΗΣΗ 16

Εκφώνηση

Πώς εξηγεί ο Πλάτων την άποψή του ότι στη δικαιοσύνη εμπεριέχονται και οι τρεις άλλες αρετές;

Απάντηση

Σελίδα 101-102: Ο ορισμός της δικαιοσύνης: τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν μπορεί να είναι σωτήριος για μιαν επιχείρηση, αλλά
σε μία κοινωνία ποιος, όσο σοφός και αδέκαστος κι αν είναι, και με ποια κριτήρια θα καθορίσει τι πρέπει να πράττει ο
άλλος; Δεν αναιρείται η ισότητα, όταν εφαρμοσθεί η αρχή αυτή; Για να κατανοήσουμε τη σκέψη του Πλάτωνα θα
πρέπει να την εντάξουμε σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο προβληματισμού που συμπεριλαμβάνει ακόμη και
κοσμολογικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο (απ. 94), «Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν
Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν». Ούτε ο ήλιος λοιπόν δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια, μέσα στα οποία κινείται. Αν τυχόν
και τα υπερβεί, τότε οι Ερινύες, οι βοηθοί της Δικαιοσύνης (πρόσεξε τη χρήση του όρου επίκουρος· και στην ιδεώδη
πολιτεία επίκουροιονομάζονται όσοι επιβλέπουν την επιβολή της τάξης) θα τον βρουν και θα τον επαναφέρουν στην
τροχιά του. Ξεφεύγοντας από τα όριά του ο Ήλιος διαπράττει ὕβριν που τιμωρείται αυστηρά. Έτσι λοιπόν και ο
άνθρωπος, για να μην διαπράττει αδικία, οφείλει να μην υπερβαίνει τα προσωπικά του όρια. Αν ο ίδιος δεν είναι σε
θέση είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητας
του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του
σωφρονέστερου. Δικαιοσύνη λοιπόν είναι ένα είδος αρμονίας των αντιμαχομένων τάσεων της ψυχής. Η αρμονία αυτή
πηγάζει από το γνῶθι σαυτόν και τον συνακόλουθο αυτοπεριορισμό. Αν ο άνθρωπος διερευνήσει τον εαυτό του και
αποδεχτεί τα όριά του, τότε η συμπεριφορά του απέναντι στους συνανθρώπους του, στην πόλη, στους θεούς, στη φύση
είναι η ορθή.
Από την άποψη αυτή στη δικαιοσύνη εμπεριέχονται και οι τρεις άλλες αρετές, η σοφία που διαβλέπει και εκτιμά το
βάρος της προσωπικότητάς μας, η ανδρεία που έχει το θάρρος να αποδεχθεί την εκτίμηση, και τέλος η σωφροσύνη που
επιβάλλει τον αυτοέλεγχο.

 ΑΣΚΗΣΗ 17

Εκφώνηση

Ποια είναι τα γνωρίσματα της ιδεώδους πολιτείας, κατά τον Πλάτωνα, και ποιο το διαστρεβλωμένο απότοκο αυτής;

Απάντηση

Σελίδα 102: Η ιδεώδης πολιτεία είναι αριστοκρατική, αλλά η αριστοκρατία της δεν βασίζεται στην καταγωγή παρά στο
πνεύμα. Η φθορά της έχει αίτια εσωτερικά, την ανάμειξη του χρυσού με το χάλκινο γένος. Διαστρεβλωμένο λοιπόν
απότοκό της είναι η τιμοκρατική πολιτεία (ιστορικό πρότυπο: η Σπάρτη). Η πολιτεία αυτή είναι φιλοπόλεμη και
υποχείριο της φιλαργυρίας. Έτσι, ο τιμοκρατικός άνθρωπος είναι παραδομένος στο θυμοειδές στοιχείο και επιδιώκει
συνεχώς τιμές, διακρίσεις, πλούτο και ηδονές.

 ΑΣΚΗΣΗ 18

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για το πολίτευμα της Ολιγαρχίας και το ρόλο των κηφήνων σε αυτό;

Απάντηση

Σελίδα 102: Από την Τιμοκρατία προκύπτει η Ολιγαρχία (πλουτοκρατία), όπου ο άμετρος πλουτισμός εκκολάπτει ένα
πλήθος κηφήνων. Άλλοι από αυτούς έχουν κεντρί (οι κακούργοι) και άλλοι είναι άκεντροι (οι πτωχοί), όλοι τους όμως
επιδιώκουν την ανατροπή της πολιτείας. Ο ολιγαρχικός λατρεύει το χρήμα, περιφρονεί την παιδεία, αδιαφορεί για την
τιμή και την υπεράσπιση της πατρίδας του. Ως πρότυπο ο Πλάτωνας θα πρέπει να είχε υπόψη του την αποικία των
Φοινίκων, την Καρχηδόνα, με τους μυωπικούς ηγεμόνες που έθεταν υπεράνω των πάντων το προσωπικό τους
συμφέρον.

 ΑΣΚΗΣΗ 19

Εκφώνηση

Πώς προκύπτει το πολίτευμα της Δημοκρατίας; Ποια είναι τα γνωρίσματά της;

Απάντηση

Σελίδα 102: Οι κηφήνες συνεχώς πληθύνονται, επειδή οι ολιγαρχικοί ευνοούν την κατασπατάληση της πατρικής
περιουσίας των απόρων, για να πλουτίζουν οι ίδιοι ακόμη πιο πολύ. Όταν οι κηφήνες συνειδητοποιήσουν τη δύναμή
τους, ανατρέπουν την ολιγαρχία και εγκαθιστούν ένα ανάπηρο πολίτευμα, τη Δημοκρατία. Εδώ επιτρέπονται τα
πάντα· ο καθένας πράττει και λέγει ό, τι θέλει και ζει όπως θέλει. Τα αξιώματα μοιράζονται με κλήρο, ώστε να δίνεται
η εντύπωση ότι οι πολίτες είναι ίσοι. Οι δάσκαλοι φοβούνται και κολακεύουν τους μαθητές, οι γέροντες
συμπεριφέρονται σαν να είναι νέοι, ακόμη και τα ζώα ωθούν έξω από τον δρόμο τους ανθρώπους!

 ΑΣΚΗΣΗ 20

Εκφώνηση

Ποιες συνθήκες οδηγούν στην Τυραννίδα, κατά τον Πλάτωνα, και ποια είναι τα γνωρίσματα του τυράννου;

Απάντηση

Σελίδα 102: Η άμετρη ελευθερία της Δημοκρατίας οδηγεί στην αναρχία. Μέσα στην πόλη δημιουργείται πόλωση. Από
τη μια είναι οι άπληστοι ολιγαρχικοί και από την άλλη οι άκεντροι κηφήνες (οι πτωχοί) που έχουν ωστόσο ως
προστάτες τους κηφήνες με κεντρί. Όταν λοιπόν ο κακούργος κηφήνας αναλάβει με τη βοήθεια του Δήμου την
εξουσία, εγκαθιστά την Τυραννίδα. Ως τύραννος πια λησμονεί τις υποσχέσεις που είχε δώσει στους πτωχούς για την
αναδιανομή του πλούτου, κηρύσσει πολέμους για να αποσπά τον λαό από τα προβλήματά του και καταδιώκει τους
επιφανείς πολίτες. Για να προστατευθεί από τους αγανακτισμένους και ελευθερόφρονες συγκροτεί σωματοφυλακή
από απελεύθερους. Ο τυραννικός άνθρωπος περιτριγυρίζεται από σμήνος ηδονών, κλέπτει, συκοφαντεί και
διαπράττει κάθε είδους ανοσιούργημα.

 ΑΣΚΗΣΗ 21
Εκφώνηση

Ποιος εκφραστικός τρόπος ονομάζεται αλληγορία;

Απάντηση

Σελίδα 113: Η αλληγορία είναι ένας εκφραστικός τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας άλλα λέγει και άλλα εννοεί.
Πρόκειται συνεπώς για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση.

 ΑΣΚΗΣΗ 22

Εκφώνηση

Σε τι αναφέρεται η αλληγορία του σπηλαίου, όπως αναπτύσσεται στην αρχή του Ζ’ βιβλίου της Πολιτείας;
Παρουσιάστε το περιεχόμενό της.

Απάντηση

Σελίδα 113: Η αλληγορία του σπηλαίου, όπως αναπτύσσεται στην αρχή του Ζ' βιβλίου της Πολιτείας, αναφέρεται στην
επίδραση που ασκεί η παιδεία στην ανθρώπινη φύση, στην υποχρέωση που έχει ο ορθώς πεπαιδευμένος, δηλαδή ο
φιλόσοφος, να φωτίσει τους συνανθρώπους του, αλλά και γενικότερα στην αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο που
συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας και στον κόσμο της νόησης.

Ας φανταστούμε λοιπόν, λέει ο Σωκράτης, δεσμώτες σε μια σπηλιά, που δεν βλέπουν παρά μόνο σκιές να
προβάλλονται στο βάθος πάνω στο τοίχωμα. Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι οι σκιές είναι η μοναδική αλήθεια. Αν
τώρα ορισμένοι λυθούν από τα δεσμά τους και ανεβούν σκαλί - σκαλί προς την έξοδο, όπου λάμπει το φως του ηλίου,
είναι βέβαιο ότι θα δυσανασχετήσουν από τη λάμψη που πληγώνει την όρασή τους και θα επιστρέψουν στο
δεσμωτήριό τους. Αν ωστόσο εξαναγκαστούν να παραμείνουν στο φως, θα αρχίσουν βαθμιαία να συνηθίζουν στη
λάμψη και θα μπορέσουν να ατενίσουν τον ήλιο, που συμβολίζει την ιδέα του Αγαθού, και να αναγνωρίσουν την
κυριαρχία του στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων. Από οίκτο θα θελήσουν να ελευθερώσουν τους παλαιούς
συντρόφους τους. Αν όμως ξαναβρεθούν μέσα στη σπηλιά, το σκοτάδι θα βλάψει την όρασή τους και θα τους εκθέσει
στην καταφρόνια των άλλων, οι οποίοι ενδέχεται να επιτεθούν στους επίδοξους ελευθερωτές τους και να τους
εξοντώσουν (ευανάγνωστος υπαινιγμός στην καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη). Παρά τον κίνδυνο ωστόσο, ο
απελευθερωμένος δεσμώτης, ο φιλόσοφος δηλαδή, έχει την υποχρέωση να κατέλθει στη σπηλιά και να προσπαθήσει
να αναμορφώσει τους δεσμώτες.

V. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ, σελ.139-149 σχολικού βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Ποιες πληροφορίες για την καταγωγή και την παιδική ηλικία του Αριστοτέλη αντλούνται από τις αρχαίες πηγές;

Απάντηση

Σελίδα 139: Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα ήταν –σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές μας– «τριῶν που καὶ
ἑξήκοντα ἐτῶν»· ήταν τότε το τρίτο έτος της εκατοστής δέκατης τέταρτης Ολυμπιάδας σύμφωνα με τους
υπολογισμούς του Απολλόδωρου, όπως τους μαθαίνουμε από τον Διογένη τον Λαέρτιο (3ος αι. μ.Χ.). Ο θάνατος λοιπόν
του Αριστοτέλη συνέβη στα 322 π.Χ. Όλα αυτά θα πουν πως ο Αριστοτέλης πρωτοείδε το φως του ήλιου στα 384 π.Χ. Το
όνομα μιας μικρής, ασήμαντης μακεδονικής πόλης επρόκειτο, χάρη σ᾿ αυτό το γεγονός, να χαραχθεί στη μνήμη των
ανθρώπων: «Ἀριστοτέλης πόλεως μὲν ἦν Σταγείρων, τὰ δὲ Στάγειρα πόλις Θρᾴκης πλησίον Ὀλύνθου καὶ Μεθώνης».
Και ο παλιός βιογράφος του Αριστοτέλη αισθάνθηκε, όπως βλέπετε, την ανάγκη να χρησιμοποιήσει άλλα γνωστότερα
γεωγραφικά ονόματα για να πληροφορήσει τους αναγνώστες του προς τα πού θα έπρεπε να φανταστούν ότι
βρισκόταν ο τόπος που γέννησε τον Αριστοτέλη. Ποιος θα ήξερε τα Στάγειρα, τη μικρή πόλη της Χαλκιδικής;
Ο πατέρας του λεγόταν Νικόμαχος και ήταν γιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα του Γ'. Μικρός
ακόμη θα είχε επομένως ο Αριστοτέλης την ευκαιρία να γνωρίσει κοντά στον πατέρα του έναν περίεργο και
ενδιαφέροντα κόσμο: τον κόσμο της ιατρικής. Τη συνήθεια να καταβροχθίζει βιβλία ο Αριστοτέλης θα την είχε
ασφαλώς από τα μικρά του χρόνια· τα βιβλία της βιβλιοθήκης του πατέρα του, τα ιατρικά βιβλία, θα είχαν ασφαλώς
περάσει και ξαναπεράσει από τα χέρια του. Ο ίδιος θα βεβαιώσει αργότερα –ολοφάνερα με πολύ καημό– ότι κανείς δεν
γίνεται γιατρός διαβάζοντας μόνο βιβλία· ποιος όμως θα μπορούσε να αρνηθεί πόσο ευαίσθητη είναι σε ορισμένες
επιδράσεις η ψυχή μας σ᾿ αυτήν την περίοδο της ζωής μας;

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Πότε έφτασε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα για πρώτη φορά και γιατί επέλεξε την Ακαδημία για τις σπουδές του;

Απάντηση
Σελίδα 139: Δεκαεφτά χρονών ήταν ο γιος του Ασκληπιάδη Νικόμαχου –ορφανός από χρόνια από πατέρα– όταν
έφτασε στην Αθήνα στα 367 π.Χ. να σπουδάσει στην Ακαδημία, τη σχολή του Πλάτωνα. Τα έργα του μεγάλου
δασκάλου –όσα είχαν γραφτεί ως την εποχή εκείνη– θα του ήταν ασφαλώς γνωστά. Η μαγεία του πλατωνικού λόγου
θα πρέπει να ήταν που οδήγησε τα βήματά του με αποφασιστικότητα προς την Ακαδημία. Αλλιώς γιατί, αλήθεια, να
διάλεξε αυτήν από το πλήθος των σχολών που υπήρχαν τότε στην Αθήνα;

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποια επίδραση είχε η απουσία του Πλάτωνα και το περιβάλλον της Ακαδημίας γενικά στη διαμόρφωση της
προσωπικότητάς του;

Απάντηση

Σελίδα 139-140: Τον Πλάτωνα πάντως ο Αριστοτέλης δεν τον βρήκε τότε στην Αθήνα· ο μεγάλος δάσκαλος είχε πριν
από λίγο αναχωρήσει για τη Σικελία· ήταν το δεύτερο από τα τρία ταξίδια που επιχείρησε στην περιοχή εκείνη του
ελληνισμού κυνηγώντας το όνειρό του, να δει, με τη βοήθεια των ισχυρών φίλων που είχε εκεί, να παίρνουν ζωή οι
πολιτικές του ιδέες και διδασκαλίες. Να ήταν άραγε η απουσία του Πλάτωνα από την Αθήνα τον καιρό που έφτασε
εκεί νεαρός σπουδαστής ο Αριστοτέλης ένα γεγονός με αποφασιστική σημασία για τη διαμόρφωση της
προσωπικότητας του Σταγειρίτη; Δεν δυσκολεύεται κανείς να απαντήσει καταφατικά στο ερώτημα αυτό, κυρίως
μάλιστα όταν λάβει υπόψη του ότι η Ακαδημία δεν ήταν απλώς μια σχολή, μια από τις πολλές που υπήρχαν τότε στην
Αθήνα. Η σημασία της Ακαδημίας βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι ήταν το σημείο συνάντησης σημαντικών λογίων
της εποχής, που διατηρώντας και μέσα στο πλαίσιο της Ακαδημίας ο καθένας τη δική του προσωπικότητα, το δικό του
επιστημονικό "πιστεύω", προωθούσαν όλοι μαζί την επιστημονική έρευνα παίρνοντας ο ένας από τον άλλο χρήσιμες
παρορμήσεις και επιδρώντας θετικά ο ένας στον άλλον.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Ποια η επιρροή του Εύδοξου από την Κνίδο στην ψυχοσύνθεση του Αριστοτέλη;

Απάντηση

Σελίδα 140: Ένας τέτοιος λόγιος τον οποίο είχε την τύχη να συναντήσει ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία, όταν ήρθε να
σπουδάσει σ᾿ αυτήν, ήταν ο Εύδοξος από την Κνίδο. Ο νεαρός, τότε, αυτός επιστήμονας ήταν μια από τις πιο
προικισμένες προσωπικότητες της αρχαιότητας. Ήταν μαθηματικός, αστρονόμος και γεωγράφος, και ο Πλάτωνας δεν
δίστασε καθόλου να του εμπιστευθεί, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, τη διεύθυνση της σχολής του. Δεν ήταν
λοιπόν μόνο τυχερός ο νεαρός Σταγειρίτης που «βρέθηκε», όπως είπε ένας αριστοτελιστής των ημερών μας, «την πιο
κατάλληλη στιγμή στον πιο σωστό τόπο, εκεί δηλαδή όπου υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να
γονιμοποιήσουν με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο τη σκέψη του βοηθώντας την να απλώσει μέσα σε σύντομο χρόνο
τα δικά της φτερά»· πιο σημαντικό θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι με την απουσία του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης
είχε, από την πρώτη στιγμή, την ευκαιρία να δεχτεί εκείνην ακριβώς την επίδραση που πρέπει να ανταποκρινόταν
πολύ αμεσότερα στη δική του ψυχοσύνθεση, την απόλυτα σχεδόν θετική και επιστημονική, την ελάχιστα οπωσδήποτε
ποιητική (τέτοια ήταν κατά βάση η ψυχοσύνθεση του Πλάτωνα).

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Ποια σχέση διαμορφώθηκε ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μετά την επιστροφή του τελευταίου στην
Αθήνα;

Απάντηση

Σελίδα 140: Η επιστροφή του Πλάτωνα στην Αθήνα έγινε μόλις δυο χρόνια αργότερα· ο Πλάτωνας είχε πια τότε
περάσει τα εξήντα, ενώ ο Αριστοτέλης μόλις πλησίαζε τα είκοσι. Ο έμπειρος δάσκαλος δεν χρειάστηκε πολύ για να
διακρίνει με τι αρετές ήταν προικισμένος ο νεαρός μαθητής του. Ό,τι βέβαια θα θαύμασε πιο πολύ σ᾿ αυτόν θα ήταν η
οξύνοιά του. Στην αρχαιότητα υπήρχε το ανέκδοτο ότι ο Πλάτωνας έδωσε στον Αριστοτέλη το παρανόμι "ο Νους", ο
Νους της σχολής. (Μια αρχαία πηγή μας διηγείται πως «Όταν έλειπε από το μάθημα ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας
έλεγε πικραμένος: "Λείπει ο Νους, άρα σήμερα το ακροατήριό μου είναι κουφό"».) Ο Πλάτωνας όμως έδωσε κι ένα
δεύτερο παρατσούκλι στον Αριστοτέλη· τον είπε "αναγνώστη", γιατί ο Αριστοτέλης έμενε μερικές φορές και διάβαζε
στο σπίτι του αντί να πηγαίνει στο μάθημα.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση
Ποιες ήταν οι δραστηριότητες του Αριστοτέλη στην Ακαδημία και ποιες οι συνέπειες της διδασκαλίας του και των
ιδεών του στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του;

Απάντηση

Σελίδα 141: Είκοσι χρόνια έμεινε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία. Μετά τη συμπλήρωση των βασικών σπουδών του
κύριο έργο του είχε πια την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία. Η διδασκαλία του στην Ακαδημία και οι ιδέες που
με αυτήν μετέδιδε στους μαθητές του έφεραν συχνά τον Αριστοτέλη αντιμέτωπο με τους συναδέλφους του στην
Ακαδημία, τον Ηρακλείδη, τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη· ήταν αληθινά αλύπητη μερικές φορές η κριτική που
ασκούσε σε βάρος τους. Και του Πλάτωνα οι απόψεις δεν ξέφυγαν από τον έλεγχο του Αριστοτέλη. Τι να πει κανείς
για την κριτική που ασκούσε σε βάρος άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους; Έτσι καταλαβαίνουμε πώς
συνέβαινε να έχει ο Αριστοτέλης λίγους μόνο φίλους, πολλούς όμως εχθρούς. Ο χαρακτήρας του δεν θα ήταν βέβαια
άσχετος με αυτό το γεγονός, σχεδόν όμως τις περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του απόψεις
βρίσκονταν πιο κοντά στην αλήθεια αυτό που τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των απόψεων των άλλων· όταν είχε
να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια –μας το βεβαιώνει ο ίδιος– θεωρούσε «ὅσιον προτιμᾶν τὴν
ἀλήθειαν». Πώς να συμπεριφερόταν διαφορετικά ένας άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα πως του αληθινού
φιλοσόφου γνώρισμα είναι να έχει το κουράγιο ακόμη «καὶ τὰ οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας», να θυσιάζει
δηλαδή ακόμη και τις πιο προσωπικές του απόψεις, αν είναι να σωθεί η αλήθεια;

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Πότε πήγε ο Αριστοτέλης στη Μακεδονία και για ποιο λόγο;

Απάντηση

Σελίδα 145: Εγκαταστημένος στη Μακεδονία (343/2 π.Χ.) ο Αριστοτέλης ανέλαβε, με πρόσκληση του βασιλιά Φίλιππου,
την αγωγή του Αλέξανδρου, του νεαρού (δεκατριών, τότε, χρονών) διαδόχου του θρόνου. Η εκπαίδευση γινόταν
συνήθως στη Μίεζα, μια μικρή κωμόπολη κοντά στην Πέλλα. Για την αγωγή του Αλέξανδρου ο Αριστοτέλης
χρησιμοποίησε κατά κύριο λόγο τα ομηρικά έπη (με την ευκαιρία μάλιστα αυτή ο φιλόσοφος επιμελήθηκε μια
καινούργια έκδοση των ομηρικών επών).

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Πότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για δεύτερη φορά ο Αριστοτέλης και ποια η συγγραφική του δραστηριότητα;

Απάντηση

Σελίδα 145-146: Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην Αθήνα ευνοούσε
την επάνοδό του εκεί. Συνοδευμένος λοιπόν από τον Θεόφραστο ξαναγύρισε στον τόπο που είχε γίνει γι' αυτόν μια
δεύτερη πατρίδα. Εκεί συνέχισε τις έρευνές του· μαζί, φυσικά, και τη διδασκαλία του, όχι όμως πια στην Ακαδημία, που
τη διηύθυνε τώρα ο Ξενοκράτης, αλλά στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό, όπου δίδασκαν συνήθως
ρήτορες και σοφιστές. Αργότερα, όταν ο Θεόφραστος ίδρυσε σχολή που θα διαφύλαττε και θα πρόβαλλε τις
διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αυτή πήρε το όνομα Περίπατος, ίσως από τον περίπατον τη στεγασμένη στοά του
Λυκείου.
Δώδεκα χρόνια έζησε τη δεύτερη αυτή φορά ο Αριστοτέλης στην Αθήνα. Και ήταν όλα χρόνια απερίσπαστης δουλειάς.
Ο φιλόσοφος συνθέτει τώρα το σημαντικότερο μέρος των Πολιτικῶν του (έχει άλλωστε προηγηθεί –κατά την περίοδο
των ταξιδιών του– η συγκέντρωση των 158 Πολιτειῶν του, των μορφών διακυβέρνησης ή, όπως θα λέγαμε εμείς
σήμερα, των συνταγμάτων ενός πλήθους ελληνικών πόλεων), ενώ παράλληλα συγγράφει σημαντικό μέρος από
τα Μετὰ τὰ φυσικά του, το βιολογικού περιεχομένου έργο Περὶ ζῴων γενέσεως, τα Ἠθικὰ Νικομάχεια.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Ποια ήταν η στάση του Αριστοτέλη απέναντι στους άλλους τα χρόνια της ωριμότητάς του;

Απάντηση

Σελίδα 147: Τα χρόνια έχουν περάσει. Ο Αριστοτέλης είναι πια τώρα ένας ώριμος και ήρεμος στοχαστής. Η συζήτηση
μαζί του είναι τώρα ευκολότερη, γιατί και η δική του στάση απέναντι στις γνώμες των άλλων προσδιορίζεται τώρα από
περισσότερη κατανόηση. Το πράγμα γίνεται φανερό ακόμη και στο ύφος των έργων του αυτής της περιόδου. Είναι
άλλωστε και οι εξωτερικές συνθήκες που τον βοηθούν να αφοσιωθεί στο έργο του. Η ζωή για έναν Μακεδόνα δεν είναι
τώρα δύσκολη στην Αθήνα.
 ΑΣΚΗΣΗ 10

Εκφώνηση

Πότε και για ποιους λόγους ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε οριστικά την Αθήνα;

Απάντηση

Σελίδα 147: Στα 323 έφτασε στην Αθήνα η είδηση ότι πέθανε ο Αλέξανδρος. Ο Αριστοτέλης αισθάνθηκε πως η ζωή του
βρισκόταν πάλι μπροστά στον πιο μεγάλο κίνδυνο. Η συνταγή για τα ανεπιθύμητα πρόσωπα ήταν στην Αθήνα
γνωστή από παλιά. Να βρεθεί ένας κατήγορος δεν ήταν καθόλου δύσκολο, και μια μικρή αφορμή ήταν αρκετή για να
απαγγελθεί κατηγορία για ασέβεια. Στην περίπτωση του Αριστοτέλη την αφορμή την πρόσφερε ένα ποίημα που ο
φιλόσοφος είχε γράψει για τον αξέχαστο φίλο του Ερμία, που είχε βρει στο μεταξύ μαρτυρικό θάνατο. Η κατηγορία
βασίστηκε στο γεγονός ότι το ποίημα αυτό του Αριστοτέλη είχε τη μορφή ενός παιάνα, του παραδοσιακού ύμνου στον
θεό Απόλλωνα. Ακριβώς το "έγκλημα" ήταν ότι χρησιμοποιήθηκε αυτό το ποιητικό σχήμα για να υμνηθεί ένας κοινός
θνητός –για τους Αθηναίους, ας μη το έλεγαν, αυτός ο κοινός θνητός ήταν ένας δηλωμένος φίλος του Φίλιππου, του
βασιλιά της Μακεδονίας. Άλλο δεν έμενε στον Αριστοτέλη παρά να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά την Αθήνα. Τη
φορά αυτή πήγε να ζήσει στην απέναντι Χαλκίδα, στο σπίτι που είχε εκεί από τη μητέρα του. Ο θάνατος τον βρήκε εκεί
την επόμενη χρονιά.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση

Ποια γνώμη διατύπωσε ο Αριστοτέλης για την Αθήνα και τους Αθηναίους σύμφωνα με την παράδοση;

Απάντηση

Σελίδα 147-149: Η παράδοση λέει πως, όταν έφευγε ο Αριστοτέλης από την Αθήνα, τον ρώτησαν «Τίς ἐστιν ἡ τῶν
Ἀθηναίων πόλις;». Εκείνος χαρακτήρισε την πόλη που τον φιλοξένησε τριάντα τόσα χρόνια με ένα αληθινά
εντυπωσιακό επίθετο· την ονόμασε παγκάλη, πανέμορφη· παραπονέθηκε όμως πως πίσω από την ασύγκριτη ομορφιά
της κρύβει μιαν ασχήμια από τις πιο σιχαμερές και τις πιο ανυπόφορες· χρησιμοποιώντας στίχους από
την Οδύσσεια έκανε έναν δριμύ υπαινιγμό στους συκοφάντες, που δεν ήταν μόνο πολλοί στην Αθήνα· ήταν και ένα
είδος που δεν έλειπε δυστυχώς ποτέ, αφού πάντα βρίσκονταν οι πρόθυμοι να διαδεχτούν τους προηγούμενους!
Σύμφωνα με μια δεύτερη διήγηση τον ρώτησαν επίσης τις κρίσιμες εκείνες μέρες γιατί εγκατέλειπε την Αθήνα, κι
εκείνος απάντησε ότι δεν ήθελε να δώσει στους Αθηναίους την ευκαιρία να σφάλουν για δεύτερη φορά σε βάρος της
φιλοσοφίας, κάνοντας, βέβαια, τη φορά αυτή υπαινιγμό στη θανατική καταδίκη και στο τέλος του Σωκράτη.

VI. ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, σελ. 151-153 σχολικού βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Πού οφείλουν το όνομά τους τα Ηθικά Νικομάχεια και ποιο θέμα εξετάζει διεξοδικά ο φιλόσοφος στο Α’ βιβλίο του
έργου;

Απάντηση

Σελίδα 151: Στο Α’ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων του, που οφείλουν το όνομά τους στον πατέρα ή στον γιο
(Νικόμαχο) του Αριστοτέλη που πέθανε έφηβος, ο φιλόσοφος μίλησε διεξοδικά για το πιο μεγάλο αγαθό που
επιδιώκουν με τις πράξεις τους οι άνθρωποι (τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν). Έδωσε στο αγαθό αυτό την
ονομασία εὐδαιμονία και προσπάθησε να καθορίσει τη φύση του και το περιεχόμενό του.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Στο περιεχόμενο και στους στόχους ποιων επιστημών («τεχνών») εντάσσεται το θέμα των Ηθικών Νικομαχείων;

Απάντηση

Σελίδα 151: Στην πραγματικότητα, με την πραγματεία του αυτή ο Αριστοτέλης εντάχθηκε στη χορεία εκείνων των
στοχαστών που από τα μέσα περίπου του 5ου αιώνα π.Χ. προσπάθησαν –με συζητήσεις και με γραπτές πραγματείες–
να ορίσουν το περιεχόμενο και τους στόχους δύο "επιστημών" (τεχνῶν έλεγαν ακόμη εκείνοι) που άρχισαν να κάνουν,
τότε για πρώτη φορά, την εμφάνισή τους: της ηθικής και της αγωγής.

 ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση

Ποιους όρους χρησιμοποίησαν ο σοφιστής Πρωταγόρας και ένας σωκρατικός φιλόσοφος για να δηλώσουν τους
στόχους και τις επιδιώξεις τους;

Απάντηση

Σελίδα 151: Όπως η αρχιτεκτονική, η ιατρική και οι άλλες τέχνες ήταν σε θέση να δηλώνουν ποια ήταν ακριβώς η
συμβολή τους, είχαν και οι καινούργιες αυτές τέχνες την υποχρέωση να δηλώσουν τους δικούς τους στόχους και τις
δικές τους επιδιώξεις (με άλλα λόγια: να πουν τι ήταν σε θέση να διδάξουν στους ανθρώπους). Άρχισαν έτσι να
κάνουν την εμφάνισή τους διάφορες λέξεις-όροι, με τις οποίες απαντούσαν στα ερωτήματα αυτά οι στοχαστές που τις
εισηγούνταν. Ο σοφιστής Πρωταγόρας λ.χ. υποστήριζε (όπως μαθαίνουμε από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο) πως
ήταν σε θέση να διδάσκει στους μαθητές του τηνεὐβουλίαν, να τους μεταδίδει δηλαδή την ικανότητα να σκέφτονται
σωστά α) για τις υποθέσεις του σπιτιού τους (= πώς να κυβερνούν με τον καλύτερο τρόπο το νοικοκυριό τους) και β) για
τις υποθέσεις της πολιτείας (= πώς να γίνουν ασυναγώνιστοι πολιτικοί και στα έργα και στους λόγους). Ένας
σωκρατικός, πάλι, φιλόσοφος, ξεκινώντας αυτός από άλλη βάση και πολεμώντας αυτού του είδους τους όρους-
αντιλήψεις, πρόβαλε τον όρο εὐτυχία, διακηρύσσοντας –προφανώς– ότι δεν έχει καμία σημασία ποιες ικανότητες έχει
ο κάθε άνθρωπος, αφού –στο τέλος– το παν εξαρτάται από την καλή του τύχη. Και άλλοι όμως –καθόλου λίγοι–
φιλόσοφοι πρόβαλαν, ο καθένας με τη δική του ορολογία, τις προσωπικές τους απόψεις για το σημαντικό αυτό θέμα.
Ένας λοιπόν από τους όρους αυτούς ήταν και ο όρος εὐδαιμονία.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Ποια ήταν η αρχική σημασία του όρου «ευδαιμονία»;

Απάντηση

Σελίδα 151-152: Ένας από τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλωθούν οι στόχοι και οι επιδιώξεις των
σοφιστών και των σωκρατικών φιλοσόφων ήταν και ο όρος εὐδαιμονία. Η λέξη, όπως βέβαια δείχνουν τα συστατικά
της, σήμαινε αρχικά την εύνοια του δαίμονος, του θείου, βρισκόταν επομένως ο όρος αυτός πολύ κοντά, θα λέγαμε,
στον όρο εὐτυχία, αφού, όπως εκεί (στην εὐτυχία), έτσι και εδώ (στην εὐδαιμονία) εννοείται κάτι που δεν το πετυχαίνει
ο άνθρωπος από μόνος του, αλλά κάτι που για να το αποκτήσει, πρέπει να το ζητήσει με προσευχή από τον θεό.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Ποιο νόημα είχε ο όρος «ευδαιμονία» για τον Ηράκλειτο και τον Δημόκριτο;

Απάντηση

Σελίδα 152: Ήδη ο Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρώπῳ
δαίμων» (= δαίμων για τον άνθρωπο δεν είναι παρά ο χαρακτήρας του). Το ίδιο είχε πει και ο Δημόκριτος, ο μεγάλος
ατομικός φιλόσοφος του 5ου/4ου αι. π.Χ., αυτός μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια· «εὐδαιμονίη ψυχῆς καὶ
κακοδαιμονίη» διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από έργο του, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία
και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα διαβάζουμε ότι «εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδὲ ἐν
χρυσῷ· ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος», που πάει να πει: «η ευδαιμονία δεν κατοικεί = δεν έχει να κάνει με τα πλούσια
κοπάδια και με το χρυσάφι· η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος = με την ψυχή έχει να κάνει ο δαίμων» (ίσως ήθελε να
πει: η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από
τον δαίμονα, από το θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα λόγια: όλοι οι
άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ᾿
αυτήν.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Από ποιες ιδέες επηρεάστηκε ο Αριστοτέλης σχετικά με την ευδαιμονία και πώς όρισε ο ίδιος την έννοια αυτή;

Απάντηση

Σελίδα 152: Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος θέλουν να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από
τον δαίμονα, από το θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα λόγια: όλοι οι
άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ᾿
αυτήν. Όλες λοιπόν αυτές οι ιδέες πρέπει, στο τέλος, να έγιναν καθοριστικές για του Αριστοτέλη τη σκέψη· το
αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της εὐδαιμονίας όπως τον διαβάζουμε στο τέλος του Α' βιβλίου των Ηθικών
Νικομαχείων του: «ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ᾿ ἀρετὴν τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη,
η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια της ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι
άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο
Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και με πολύν, όπως θα δούμε, ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής· στην
πραγματικότητα τα Ηθικά Νικομάχεια είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του
ενδιαφέροντος αυτού θέματος.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Σε ποια μέρη διακρίνει την ψυχή του ανθρώπου ο Αριστοτέλης και πώς τα συσχετίζει με τις αρετές;

Απάντηση

Σελίδα 152-153: Πριν από όλα ο Αριστοτέλης χρειαζόταν να κάνει μια σημαντικότατη διάκριση. Ας παρακολουθήσουμε
πώς οδηγήθηκε στη διάκριση αυτή: Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται κατ᾿ αρχάς από δύο μέρη,
από το λόγον ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί
με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η
αρχική όμως αυτή διμερής "διαίρεση" κατέληξε σε μια τριμερή "διαίρεση", αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα
καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαράλόγον ἔχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που μετέχει και του ἀλόγου και
του λόγον ἔχοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου
οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει
σχέση με τις αρετές που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά
απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο
Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές .

VII. ΠΟΛΙΤΙΚΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, σελ.178-179 σχολικού βιβλίου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Γιατί ο Αριστοτέλης αφιέρωσε το έργο του στη μελέτη των επιμέρους αρετών του ανθρώπου και πώς μέσω αυτών
διαφαίνεται ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας;

Απάντηση

Σελίδα 178: Διαβάσαμε ως τώρα μερικές ενότητες από το δεύτερο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, του έργου που ο
Αριστοτέλης αφιέρωσε στην μελέτη των επιμέρους αρετών του ανθρώπου, είτε αυτών που σχετίζονται με τη
γενικότερη συμπεριφορά του ατόμου και με τον χαρακτήρα του, είτε αυτών που σχετίζονται με το μυαλό του, με τη
διάνοιά του. Προς τι όμως όλη αυτή η μελέτη; Για ποιον, στην πραγματικότητα, λόγο χρειάζεται να ψάξουμε να
βρούμε τι θα πει ανδρεία ή σωφροσύνη, δικαιοσύνη ή φρόνηση; Η απάντηση του Αριστοτέλη στα ερωτήματα αυτά είναι
ίδια με την απάντηση που θα έδινε κάθε αρχαίος Έλληνας: «Μα, φυσικά, για να γίνουμε καλοί πολίτες· για να
λειτουργήσουμε σωστά μέσα στην πόλη, ζώντας δίπλα σε όλους τους άλλους συν- πολίτες μας». Μια τέτοια απάντηση
αφήνει να φανεί πως τις αρετές ο αρχαίος Έλληνας (ίδια, επομένως, ήταν και του Αριστοτέλη η αντίληψη) δεν τις
επιδίωκε για χάρη του εαυτού του· η απόκτηση ή η μη απόκτησή τους από το άτομο δεν ήταν μια αποκλειστικά δική
του υπόθεση, κάτι δηλαδή που αφορούσε μόνο τον ίδιο. Εκείνο που είχε σημασία για τον αρχαίο Έλληνα ήταν ότι με
την απόκτηση των αρετών (ή με τη μη απόκτησή τους) θα λειτουργούσε τελικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο μέσα
στην πόλη του: σωστόν ή λανθασμένο. Καταλαβαίνουμε έτσι ότι η ηθική φιλοσοφία είναι στην πραγματικότητα μέρος
της πολιτικήςφιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης το δηλώνει ολοκάθαρα με τον τρόπο που τελειώνει τα Ηθικά του Νικομάχεια:
«Τώρα που μιλήσαμε για όλα αυτά, είναι η ώρα να μιλήσουμε και για νόμους και πολιτεύματα. Τότε θα έχουμε
ολοκληρώσει την περὶ τὰ ἀνθρώπινα φιλοσοφία μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν τον λόγο μας». Η παράξενη αυτή για τέλος
βιβλίου φράση εξηγείται μόνο αν θεωρηθεί πέρασμα σε ένα καινούργιο βιβλίο. Το βιβλίο αυτό είναι τα Πολιτικά. Σ᾿
αυτό, πράγματι, το βιβλίο του Αριστοτέλη ο λόγος είναι για τα θέματα που αυτός εξήγγειλε στο τέλος των Ηθικών
Νικομαχείων του.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Ποια θέματα αναπτύσσονται στα κεφάλαια των Πολιτικών που διδάσκονται σ’ αυτό το βιβλίο;

Απάντηση

Σελίδα 178: Από τα Πολιτικά εμείς θα έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε μερικές ενότητες. Στην πραγματικότητα θα
παρακολουθήσουμε διδασκαλίες του Αριστοτέλη α) για τη γένεση της πόλης, β) για το περιεχόμενο της
έννοιας πολίτης, γ) για το περιεχόμενο της έννοιας "πολίτευμα" (πολιτεία), δ) για τα είδη των πολιτευμάτων, ε) για
θέματα σχετικά με τη διακυβέρνηση της πόλης, στ) για θέματα παιδείας και εκπαίδευσης.
 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποια σημασία δίνει ο Αριστοτέλης στην έννοια «πόλις» και ποιος ο στόχος αυτής;

Απάντηση

Σελίδα 178-179: Η αρχαία ελληνική αυτή λέξη δεν είχε τη σημασία που έχει η δική μας λέξη "πόλη". Η αρχαία ελληνική
λέξη πόλις αντιστοιχεί μάλλον στη δική μας έννοια "κράτος". Αυτή η πόλις - κράτος είναι σταΠολιτικά μια κοινότητα
που την αποτελούν κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, ἄρχοντες και ἀρχόμενοι. Είναι έναόλον που το αποτελούν, όπως
θα δούμε, μέρη· τα μέρη αυτά δεν χάνουν μέσα στο όλον τη δική τους φυσιογνωμία. Ως όλον λοιπόν η πόλις - κράτος
αποτελείται από ανόμοια μεταξύ τους στοιχεία· μερικά από αυτά ασκούν εξουσία, τα άλλα υπακούουν. Ως όλον
η πόλις έχει για στόχο της την ευδαιμονία, κι αυτή πάλι είναι το αποτέλεσμα της αυτάρκειας, της απόλυτης μακάρι
ανεξαρτησίας από οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την πόλιν.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

• ΠΛΑΤΩΝΑΣ
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

Το υλικό από τα Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήµατα http://www.study4exams.gr/

σε αρχεία pdf ενωµένα µε το MergePDF http://www.pdfmerge.com/

Βασίλης Συµεωνίδης
http://users.sch.gr/symfo/
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 1η (318e-320c) - Μπορεί η αρετή να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας;

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

1. Δομή διαλόγου

Στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας και συγκεκριμένα στις ενότητες που θα μελετήσουμε, ο Σωκράτης και ο
Πρωταγόρας, ως οι κύριοι συνομιλητές, εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με το αν η αρετή διδάσκεται.
Ειδικότερα, παρακολουθούμε τον Πρωταγόρα να υποστηρίζει ότι διδάσκει την ευβουλία, και τον Σωκράτη να
προσποιείται το αντίθετο και να ελέγχει με παράθεση δύο επιχειρημάτων την ορθότητα αυτής της θέσης του
Πρωταγόρα. Πρόκειται δηλαδή για μια «αντιλογία» (λόγος και αντίλογος) σχετικά με το διδακτό της πολιτικής
αρετής ανάμεσα στους δύο φιλοσόφους.

Θέματα κατά (διδακτική) ενότητα στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα (1η - 7η ενότητα)

1η ενότητα
Ο Πρωταγόρας διδάσκει την ευβουλία
• Ο Σωκράτης ελέγχει την ορθότητα της θέσης και των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα ότι η πολιτική αρετή
διδάσκεται, επικαλούμενος
• τι πιστεύουν οι Αθηναίοι σχετικά και
• την περίπτωση των πολιτικών που δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους.

• Ο Πρωταγόρας αναλαμβάνει να απαντήσει στην πρόκληση του Σωκράτη με μύθο.

2η ενότητα
Αρχή μύθου
• Η δημιουργία των ζώων από τους θεούς.

• Προμηθέας και Επιμηθέας, οι εντολοδόχοι των θεών: Ο Επιμηθέας μοιράζει εφόδια στα ζώα: α) για
να αντιμετωπίζουν εχθρούς, β) για να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες, γ) για να
εξασφαλίζουν τροφή και δ) για να διατηρείται η ισορροπία στη φύση.

3η ενότητα
Συνέχεια μύθου
• Η απρονοησία του Επιμηθέα.

• Ο έλεγχος του Προμηθέα και η ανάληψη πρωτοβουλίας από τον ίδιο υπέρ του ανθρώπου: Η κλοπή
των πρακτικών γνώσεων και της φωτιάς από την Αθηνά και τον Ήφαιστο (όχι όμως και της
πολιτικής τέχνης από τον Δία).

• Η τιμωρία του Προμηθέα για τη φιλανθρωπία του.

4η ενότητα
Συνέχεια και τέλος του μύθου
• Η γένεση του πολιτισμού (θρησκεία, γλώσσα, κατοικία, ένδυση, τροφή).

• Η προσπάθεια της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και ο διπλός κίνδυνος αφανισμού τους.

• Τα «δώρα» της αιδούς και της δίκης από τον Δία και η εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας.

• Η «καθολικότητα των δώρων». Τέλος του μύθου.

• Συμπέρασμα: Η αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής οδηγεί στην καθολικότητά της.

5η ενότητα
Αποδείξεις για την καθολικότητα και το διδακτό της πολιτικής αρετής
• Απόδειξη της καθολικότητας της πολιτικής αρετής: Η ειλικρίνεια κάποιου για την ύπαρξη ή όχι
καλλιτεχνικής ικανότητας θεωρείται πλεονέκτημα. Το αντίθετο συμβαίνει στη δικαιοσύνη: όλοι
είναι ή υποχρεώνονται να λένε ότι είναι δίκαιοι.

• Απόδειξη ότι η αρετή είναι διδακτή: Τα έμφυτα μειονεκτήματα δεν διορθώνονται και προκαλούν τη
λύπη για τους φορείς τους. Τα επίκτητα ελαττώματα οφείλονται στην ελλιπή επιμέλεια, άσκηση και
διδασκαλία. Αυτά διορθώνονται και γι’ αυτό θυμώνουμε, τιμωρούμε και συμβουλεύουμε τους φορείς
τους. Ειδικότερα θυμώνουμε, τιμωρούμε και συμβουλεύουμε όποιον είναι άδικος. Άρα η αρετή
διδάσκεται, αφού η αδικία που είναι το αντίθετό της διορθώνεται με αυτούς τους τρόπους
αντιμετώπισης.

6η ενότητα
Η παιδευτική σημασία της ποινής ως απόδειξη του διδακτού της αρετής
• Η έλλογη τιμωρία αποβλέπει στον σωφρονισμό του άδικου και στον παραδειγματισμό του
κοινωνικού συνόλου.

• Το αποτέλεσμα της έλλογης τιμωρίας προβάλλεται στο μέλλον, άρα η τιμωρία έχει αποτρεπτικό
χαρακτήρα.

• Με αυτή τη λογική χρησιμοποιούν την ποινή οι Αθηναίοι και οι άλλοι άνθρωποι.

• Συμπέρασμα: Η αρετή έχει καθολικότητα και είναι διδακτή.

7η ενότητα
Γιατί οι άριστοι πολιτικοί [δεν] διδάσκουν την πολιτική στα παιδιά τους.
• Οι άριστοι διδάσκουν την πολιτική στα παιδιά τους, αλλιώς αυτά θα θανατώνονταν ή θα
εκδιώκονταν.

• Η δια βίου παίδευση των Αθηναίων (στάδια, φορείς, σκοποί παίδευσης) συνιστά απόδειξη του
διδακτού της αρετής.

• Ζητήματα Μεθόδου και στόχων

Παράλληλα με την παρακολούθηση του φιλοσοφικού διαλόγου σε επίπεδο ιδεών, μπορούμε να δούμε και
τις επιλογές των δύο φιλοσόφων στις μεθόδους που υιοθετούν, για να εκθέσουν τις απόψεις τους,
προκειμένου να στηρίξουν τους στόχους τους.

Διαγραμματική απόδοση των επιλογών μεθόδου και των στόχων στο εξεταζόμενο κείμενο:
ΜΠΟΡΕΙ Η ΑΡΕΤΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ; - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Ο Πρωταγόρας εξηγεί στον Σωκράτη τι διδάσκει στους νέους που παρακολουθούν τα μαθήματά του. Οι αντιρρήσεις του
Σωκράτη.

Το αντικείμενο "Το μάθημα [το οποίο διδάσκω] είναι η εὐβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο
διδασκαλίας του για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με
Πρωταγόρα τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την
πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά
θέματα"
"Άραγε", είπα εγώ [δηλ. ο Σωκράτης, που αφηγείται τη συζήτησή του με τον Πρωταγόρα σε
τρίτο φίλο του], "παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ' ό,τι καταλαβαίνω, μιλάς
για την πολιτική τέχνη και εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους
άνδρες ἀγαθούς πολίτες"
"Αυτό ακριβώς, Σωκράτη", είπε, "είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω"

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Α. Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα: "Το μάθημα ...
ισχυρίζομαι πως διδάσκω"

Η άποψη του Σωκράτη και τα επιχειρήματα που τη στηρίζουν

1ο επιχείρημα: οι Αθηναίοι δεν "Μάλιστα, ωραία τέχνη να κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά",
πιστεύουν ότι η πολιτική είπα εγώ. "Εγώ πάντως, θα σου πω αυτό που σκέφτομαι. Γιατί εγώ δεν θεωρούσα,
αρετή διδάσκεται. Πρωταγόρα, πως αυτό είναι κάτι που διδάσκεται. Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν
μπορώ να το αμφισβητήσω. Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο
νομίζω πως δεν πρόκειται για κάτι που διδάσκεται και γιατί δεν μπορούν οι
άνθρωποι να το μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Εγώ λοιπόν θεωρώ, όπως και οι
άλλοι Έλληνες, πως οι Αθηναίοι είναι σοφοί. Και βλέπω ότι, όποτε
συγκεντρωνόμαστε στην εκκλησία του δήμου, όταν η πόλη πρόκειται να εκτελέσει
κάποιο έργο οικοδομικό, καλούμε τους οικοδόμους ως συμβούλους στην οικοδομία,
κι όταν πάλι πρόκειται για ναυπηγικό έργο, καλούμε τους ναυπηγούς, και με τον
ίδιο τρόπο πράττουμε όταν πρόκειται για όλα τα αντίστοιχα έργα, για όσα δηλαδή
θεωρείται πως είναι διδακτά και μπορεί κάποιος να τα μάθει με κατάλληλα
μαθήματα. Εάν επιχειρήσει δε κάποιος άλλος να δώσει τη συμβουλή του στον δήμο,
κάποιος που οι άνθρωποι δεν τον θεωρούν τεχνίτη σχετικό, η συνέλευση δεν τον
αποδέχεται, ακόμα κι αν είναι και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια.
Αντίθετα, τον κοροϊδεύουν και του φωνάζουν, μέχρι αυτός που τόλμησε να μιλήσει
να φύγει μόνος του τρομοκρατημένος ή μέχρι να τον σύρουν οι τοξότες και να τον
βγάλουν σηκωτό, με διαταγή των πρυτάνεων. Για τα θέματα λοιπόν που θεωρούν [οι
Αθηναίοι] ότι εξαρτώνται από κάποια συγκεκριμένη τεχνογνωσία, έτσι ενεργούν.
Όταν όμως πρέπει να αποφασιστεί κάποιο ζήτημα που αφορά τη διοίκηση
τηςπόλεως, σηκώνεται και δίνει τις συμβουλές του γι' αυτό εξίσου και ο οικοδόμος,
και ο σιδεράς, και ο έμπορος ή ο ναυτικός, και ο πλούσιος, και ο φτωχός, και αυτός
που είναι από μεγάλο γένος, και αυτός που δεν είναι από κάποια γενιά σπουδαία.
Και κανένας δεν τους ψέγει γι' αυτό, όπως τους προηγούμενους: γιατί εσύ, χωρίς να
έχεις διδαχτεί από πουθενά αυτό το πράγμα και χωρίς να έχεις δάσκαλο σ' αυτό το
θέμα, θέλεις τώρα να δώσεις και συμβουλές. Άρα, είναι προφανές πως δεν θεωρούν
ότι το πράγμα αυτό είναι κάτι που διδάσκεται.

2ο επιχείρημα: οι πιο σοφοί και Αυτή τη στάση φυσικά δεν την έχει μόνο η συνέλευση της πόλης μας, αλλά
άριστοι πολίτες δεν μπορούν να και στο ιδιωτικό επίπεδο [βλέπουμε ότι] οι πιο σοφοί και οι άριστοι των
μεταδώσουν την αρετή στα παιδιά πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή που έχουν οι ίδιοι
τους. σε άλλους. Ο Περικλής, ας πούμε, ο πατέρας των νεαρών από 'δω, τους
μόρφωσε καλά στα θέματα που εξαρτώνται από τους δασκάλους. Αλλά στα
θέματα στα οποία ο ίδιος είναι σοφός, ούτε αυτός τους εκπαιδεύει ούτε σε
άλλους έδωσε τους γιους του να τους εκπαιδεύσουν. Κι αυτοί, τριγυρίζουν και
βόσκουν, σαν ζώα λυμένα, όπου τύχει να συναντήσουν από μόνοι τους τη
αρετή. Κι αν θέλεις, δες και τον Κλεινία, τον μικρό αδελφό του Αλκιβιάδη από
'δω. Αυτόν τον είχε στην κηδεμονία του ο Περικλής και, φοβούμενος μήπως
τον χαλάσει ο Αλκιβιάδης, τον πήρε από αυτόν και ανέθεσε στον Αρίφρονα
να τον μορφώσει. Και πριν κλείσουν έξι μήνες, ο Αρίφρονας του τον έδωσε
πίσω, μη ξέροντας τι να κάνει μαζί του. Και άλλους πάμπολλους έχω να σου
απαριθμήσω, οι οποίοι, ενώ ήταν οι ίδιοι αγαθοί, δεν μπόρεσαν ποτέ τους να
βελτιώσουν κανέναν ούτε από τους συγγενείς τους ούτε από τους ξένους.
Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, έχοντας υπόψη μου αυτά τα γεγονότα, δεν θεωρώ
πως η αρετή είναι διδακτή.
Επειδή όμως σε ακούω να το υποστηρίζεις εσύ, κάμπτομαι και πιστεύω πως
κάτι θα εννοείς, αφού θεωρώ πως έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα,
και πολλά έχεις μάθει και πολλά επίσης έχεις ανακαλύψει μόνος σου. Αν
λοιπόν μπορείς να μας αναλύσεις με τρόπο εναργέστερο γιατί η αρετή είναι
διδακτή, μη μας αρνηθείς και κάνε το".

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Β. Η θέση και τα επιχειρήματα του Σωκράτη για το


"διδακτόν" της αρετής: "Μάλιστα, ωραία τέχνη ... μη μας αρνηθείς και κάνε
το"

Οι μέθοδοι του "Όχι, Σωκράτη", είπε, "δεν θα σας αρνηθώ. Αλλά, τι προτιμάς από τα δύο; Να σας το αναλύσω με
Πρωταγόρα έναν μύθο, όπως κάνουν οι γεροντότεροι στους νέους, ή να αναπτύξω το ζήτημα σε μια διάλεξη;"
Πολλοί από αυτούς που κάθονταν κοντά είπαν αμέσως να αναπτύξει το θέμα με όποιον από
τους δύο τρόπους θέλει.
"Εγώ νομίζω", είπε εκείνος, "πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο".

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Γ. Οι μέθοδοι του Πρωταγόρα: "Όχι, Σωκράτη ... να σας πω έναν μύθο"

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ύστερα από ερωτήματα που τέθηκαν από τον Σωκράτη, ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι αυτό που προσπαθεί να διδάξει
τους νέους είναι η ευβουλία, δηλαδή η ορθή σκέψη και απόφαση που απαιτείται για να διοικεί κανείς τα του οίκου του,
τις ιδιωτικές του υποθέσεις, και τα της πόλεως, τις δημόσιες υποθέσεις, με λόγο και έργο. Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται
ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να κάνει τους πολίτες αγαθούς και ικανούς να σκέφτονται και να αποφασίζουν
σωστά τόσο για ιδιωτικές υποθέσεις όσο και για υποθέσεις που αφορούν πολιτικά ζητήματα και μάλιστα έχοντας
άποψη για αυτά και συμμετέχοντας ενεργά στην πολιτική ζωή.

Στη συνέχεια ο Σωκράτης, με λεπτή ειρωνεία, αλλά και σεβασμό στις απόψεις του συνομιλητή του, ελέγχει λογικά την
άποψη του Πρωταγόρα και ισχυρίζεται αφενός ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, και αφετέρου ότι οι άνθρωποι δεν
μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Προκειμένου να στηρίξει τις θέσεις του, χρησιμοποιεί δύο
επιχειρήματα:

1ο επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν γίνεται λόγος για κάποιο τεχνικό ζήτημα, δέχονται τις απόψεις μόνο
των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για ζήτημα που αφορά την πόλη, έχουν δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη
τους όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής. Επομένως, με
αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι όλοι διαθέτουν την πολιτική αρετή, χωρίς να την έχουν ποτέ διδαχθεί από
κανέναν.

2ο επιχείρημα: οι άριστοι πολιτικοί άνδρες δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Για
παράδειγμα ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή στους γιους του ούτε ο Αρίφρονας στον Κλεινία. Άρα, η
πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.

Στο τέλος της ενότητας, ο Σωκράτης ζητά ευγενικά και με τον πρέποντα σεβασμό από τον Πρωταγόρα να αναπτύξει
τις δικές του απόψεις. Ο σοφιστής δέχεται να το κάνει ακολουθώντας την πρώτη του μέθοδο, τον μύθο.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Το μάθημα ... ισχυρίζομαι πως διδάσκω"

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο:

Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας χρησιμοποιώντας την τέχνη της λογικής και ειδικότερα τους λεγόμενους κοινούς
τόπους, δηλαδή προετοιμασμένα θέματα που έπρεπε οι μαθητές του να απομνημονεύσουν, δίδασκε την πολιτική
τέχνη στους νέους της Αθήνας, οι οποίοι είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η φήμη του και το πλήθος των μαθητών του στην
Αθήνα συνιστούσαν τεκμήρια της αποτελεσματικότητας του διδακτικού έργου του και ενίσχυαν το κύρος του στους
πνευματικούς κύκλους της πόλης και την αυτοπεποίθησή του. Το διδακτικό του έργο συμφωνούσε με το βασικό
φιλοσοφικό αξίωμά του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος», ότι δηλαδή η κοινή λογική του ατόμου
αποτελεί τον κριτή και τον γνώμονα του ορθού και, συνεπώς η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.

Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα που μας απασχολεί, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής θεώρησης
των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο
Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση
του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν οι δύο συνομιλητές σε όλη τη συνομιλία τους.

1. «Εὐβουλία»: (<εὖ + βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις)

Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον
Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους
είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για:

α) θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση
και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.

Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την
«οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο
«οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο
συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την
κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ουαιώνα, με ανεπτυγμένη
εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε
μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν
υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του
στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς
τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα«οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που
σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα
καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου
του, είναι σε θέση να διευθετεί σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των
αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.

Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι
ηπόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής
αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση
αλληλοτροφοδότησης.

β) θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για
πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.

Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές
αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που
εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από
τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη
ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς
υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό
δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα
δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και
έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), ο
γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα
λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα
μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα
στονἘπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας
και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του
Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι, ο
ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη
δημόσια ζωή.

2. «Πολιτική τέχνη»

Ο όρος «πολιτική τέχνη» αποδίδεται στο κείμενό μας με τους όρους «ἀρετή», «εὐβουλία», «πολιτικὴ ἀρετή» και
«ἀνδρὸς ἀρετή». Όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη δράση του ατόμου στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή ως πολίτη,
ως υπεύθυνου μέλους δηλαδή της οργανωμένης πολιτικά συμβιωτικής ομάδας, γιατί μόνο μέσα στην πόλη
μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν,
ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να μεταδώσει στους νέους αρετή, ήθος, ορθή κρίση, φρόνηση και
δεινότητα λόγου, ώστε να δρουν με επιτυχία τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες υποθέσεις.

3. «... εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες»

Η πολιτική αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συσχετίζεται με τους «άνδρες» και τους «αγαθούς πολίτες».

Ο λόγος για τον οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε «άνδρες» είναι γιατί στην αρχαία
Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο ενήλικος ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του
οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και δικαιώματα διάθεσης και
διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας˙ και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας
κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Στο δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι
μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι δηλαδή που έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του
δήμου, να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα της πόλεως, να στρατεύονται (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), να
γίνονται μέλη των δικαστηρίων και να μηνύουν στα δικαστήρια ή να παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά.

Από την άλλη, ο όρος «ἀγαθός» παραπέμπει στο αγαθό της καλοκαγαθίας που διείπε ως αξία την αρχαία
ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι «καλὸς κἀγαθός». Συγκεκριμένα, το επίθετο «καλὸς»
υποδηλώνει έναν άνδρα με ωραίο και γυμνασμένο σώμα, ικανό να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως οπλίτη, ενώ
το επίθετο «ἀγαθὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα σώφρονα, συνετό και μετρημένο, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση
απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα στον ιδιωτικό και κυρίως στον δημόσιο βίο.
Εδώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα, γιατί
προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.

B. Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟ "διδακτόν" ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: "Μάλιστα, ωραία τέχνη ...
μη μας αρνηθείς και κάνε το"

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο:

Στο απόσπασμα που εξετάζουμε, παρατηρούμε συνεπή εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου από τον Σωκράτη, ο οποίος
προσποιούμενος άγνοια και ειρωνευόμενος, με τις ερωτήσεις του επιχειρεί να συναγάγει από τον συνομιλητή του
τεκμηριωμένες απόψεις, να «εκμαιεύσει» τελικά από αυτόν την αλήθεια με την κατάλληλη εσωτερική ενεργοποίησή
του. Η σωκρατική ειρωνεία ως «τέχνασμα του Λόγου» δεν υποτιμά ούτε προσβάλλει τον συνομιλητή, αλλά διευκολύνει
τον διάλογο των δύο προσώπων, γιατί αποτελεί τρόπο αμφισβήτησης τόσο του άλλου όσο και του «εγώ» του ίδιου
του ομιλούντος, με αποτέλεσμα να ελευθερώνει τον λόγο και να επιτρέπει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση της
αλήθειας. Επιπλέον, ο έλεγχος των θέσεων του Πρωταγόρα γίνεται από έναν φιλόσοφο που προσπαθεί όχι να
επιβάλει στον συνομιλητή του ήδη έτοιμες και παγιωμένες αντιλήψεις, αλλά να εξασφαλίσει την κοινή φιλοσοφική
αναζήτηση.

Ειδικότερα στο πλαίσιο της σωκρατικής ειρωνείας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα επιχειρήματα του Σωκράτη σε
αυτό το σημείο δείχνουν την ικανότητα του φιλοσόφου να προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις
των περιστάσεων. Χρησιμοποιεί λοιπόν στην αρχή του λόγου του απλοϊκά επιχειρήματα που μπορούν να
κατανοήσουν όσοι έχουν εκπαιδευθεί στα σοφιστικά στερεότυπα (αυτοί κυρίως αποτελούν το ακροατήριό του στη
συγκεκριμένη σκηνή, αφού βρίσκεται στον χώρο διδασκαλίας του Πρωταγόρα). Αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία
του Πρωταγόρα, η οποία αναπαράγει σοφιστικά στερεότυπα, αρχικά με επιχειρήματα που εκφράζουν μια εμπειρική
συλλογιστική, οικεία στους πολλούς. Έτσι, με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τους πολλούς, ενώ με το δεύτερο τους
ειδικούς, για να υποστηρίξει λογικά την αμφισβήτησή του για το διδακτό της αρετής και να κάνει τον συνομιλητή του
να εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις του. Βέβαια στην οικονομία του διαλόγου η αναλυτική και σύνθετη
επιχειρηματολογία του Σωκράτη θα εκτεθεί στην φιλοσοφική κριτική που θα ασκήσει στον Πρωταγόρα, αφού τον
αφήσει να παρουσιάσει και να υποστηρίξει τις θέσεις του.

1. Η θέση του Σωκράτη

Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η
πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη
άποψη:

α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και

β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.

2. Επιχειρήματα Σωκράτη

Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα:

1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται»

Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.

Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που
απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος
μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν.
Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή
οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως
όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.

Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»

Αποδεικτέα θέση: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την
πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.

Επιχείρημα: για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:

- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,

- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.

Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή.

Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση,
αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα
η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ
δυοῖν).

3. Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη

Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να
εντοπίσουμε και τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:

α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που
γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμηπου είχε
για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που
δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της
εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.

β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος,
οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην
Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει … γενιά σπουδαία»). Στην
πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις
αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην
Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική
αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που
δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.

γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και
συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και
συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά,
διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών
ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά
αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε
στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι
διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό
θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα
του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ
τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί
αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη
γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν
διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το
γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι
πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.

β. («Ο Περικλής … να τους εκπαιδεύσουν»:) Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από
τημεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν
μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να
τους μεταδώσει τις αρετές του, είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν
αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού
επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του
μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η
διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να
την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με
σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η
πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα
ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή,
ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία
δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.

Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και
συμπεράσματα:

α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία
διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ
εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Ο Σωκράτης φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τα επιχειρήματα εμπειρικής
συλλογιστικής που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, στην ουσία όμως εξυπηρετείται έτσι η ειρωνεία του και
διευκολύνεται ο δρόμος της κοινής φιλοσοφικής αναζήτησης.

β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την
πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του
Περικλή ή ο Κλεινίας.

Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα
διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την
επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη
«διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να
εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές
αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να
αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.

4. «...αφού θεωρώ … έχεις ανακαλύψει μόνος σου»

Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:

α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,

β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και

γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την
αναζήτηση της αλήθειας.

5. Οι σωκρατικές μέθοδοι και η στάση του Σωκράτη απέναντι στον Πρωταγόρα

Στην ενότητα είναι εμφανείς οι μέθοδοι του Σωκράτη, η ειρωνεία, η διαλεκτική, η μαιευτική και η επαγωγική
μέθοδος.

α. Η σωκρατική ειρωνεία: «σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης
στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον
διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι
διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να
χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να
οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας
και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.

Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:

- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο
χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που
έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.

- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να
σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής
προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.

- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»:στις
φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.

- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα
που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος
δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …»,
«νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος
του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που
επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία
του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.

β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι
να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να
προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.

Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης
αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και
έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή
στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των
θέσεών του.

γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη
από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του
την αλήθεια που ήδη γνωρίζει.

Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα
(«Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να
κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να
αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη
των απόψεών του.

δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για
την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ
ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη
γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της
σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να
πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.

Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη
«διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή
ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο
Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.

Γ. ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Όχι, Σωκράτη ... να σας πω έναν μύθο"

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι σοφιστές ήταν ο μύθος, η διάλεξη και ο σχολιασμός ποιητικών κειμένων. Στις
ενότητες που θα διδαχτούμε, θα παρακολουθήσουμε τον Πρωταγόρα να χρησιμοποιεί τις δύο πρώτες μεθόδους, για να
αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Συγκεκριμένα, ο μύθος είναι μία φανταστική αφήγηση που προέρχεται είτε από την παράδοση, είτε αποτελεί
δημιούργημα κάποιου διανοητή (στην προκείμενη περίπτωση, ο μύθος που θα ακολουθήσει είναι μάλλον επινόηση
του Πρωταγόρα). Έχει χαρακτήρα ποιητικό (που του προσδίδει χάρη και γοητεία) και συμβολικό (με τη χρήση κυρίως
συμβόλων ή αλληγοριών). Ωστόσο, ο μύθος από μόνος του δεν είναι επαρκής μέθοδος απόδειξης ούτε μπορεί να
οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι σοφιστές τον χρησιμοποιούσαν συχνά, γιατί καθιστούσε πιο εύληπτα τα
νοήματα, τους επέτρεπε να εντυπωσιάζουν το ακροατήριό τους και να κάνουν επίδειξη γνώσεων.

Από την άλλη, η διάλεξη είναι η θεωρητική διαπραγμάτευση ενός θέματος σε συνεχή λόγο. Πρόκειται για επιδεικτική
μακρηγορία, στην οποία αναπτύσσονται επιχειρήματα και συλλογισμοί, και είναι πειστικότερη και αποδεικτικότερη
από τον μύθο. Επειδή, όμως, δεν δίνει τον απαραίτητο χρόνο στον ακροατή να εξετάσει τις ιδέες που παρουσιάζονται,
θεωρείται περισσότερο μέθοδος πειθούς, κατάλληλη για τις πολιτικές συνελεύσεις και τα δικαστήρια, παρά μέθοδος
προσέγγισης και κατάκτησης της αλήθειας.

Δ. ΗΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη
δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.

Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την
«εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον
Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του
στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας
καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι
αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία : «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω …», «Αυτό
ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω
έναν μύθο».

Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να
διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται
για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι
προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές
των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το
λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως
…», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, …και κάνε το».

Ε. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το κείμενο είναι πλούσιο σε πληροφορίες που σχετίζονται με τη ζωή στην αρχαία Αθήνα και με τα όργανα με τα οποία
λειτουργούσε το δημοκρατικό πολίτευμα. Μπορούμε, λοιπόν, να εντοπίσουμε τα εξής:

- «… οι Αθηναίοι είναι σοφοί»

Η φράση παραπέμπει στην κοινή αντίληψη ότι η Αθήνα ήταν το κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και της
καλλιέργειας των γραμμάτων, ένα κέντρο πολιτισμού, στο οποίο συνέρρεαν είτε ως επισκέπτες είτε για μόνιμη
εγκατάσταση πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες κ.τ.λ. Έτσι εξηγείται το πλήθος χαρακτηρισμών που αποδόθηκαν
από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και στους Αθηναίους, αλλά και στην ίδια την Αθήνα για να εξάρουν αυτά της τα
γνωρίσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Ισοκράτης χαρακτηρίζει τους Αθηναίους «σοφωτάτους τῶν Ἑλλήνων», ενώ
η Αθήνα ονομάζεται από τον Θουκυδίδη (Ἱστορίαι ΙΙ, 41) «τῆς Ἑλλάδος παίδευσις» και από τον Πλάτωνα
στον Πρωταγόρα (337 d) «πρυτανεῖον τῆς σοφίας».

- «η Εκκλησία του Δήμου»

Η Εκκλησία του Δήμου ήταν το ανώτατο όργανο στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία. Την αποτελούσαν οι γνήσιοι και
ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες, που δεν ήταν περισσότεροι από 40.000. Λάβαιναν βέβαια μέρος σ' αυτή πολύ λιγότεροι. Σε
έκτακτες συνεδριάσεις ήταν αρκετή η παρουσία 6.000 πολιτών για να ληφθούν αποφάσεις. Η Εκκλησία του Δήμου
συνεδρίαζε παλαιότερα στην Αγορά και αργότερα στην Πνύκα. Οι συνελεύσεις του δήμου ήταν τρεις έως τέσσερις στη
διάρκεια καθε πρυτανείας (σε διάστημα δηλαδή 36 περίπου ημερών).

Στην Εκκλησία του Δήμου ο κάθε πολίτης, εφόσον είχε συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας του και δεν του είχαν
αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα, είχε δικαίωμα να ανέβει στο βήμα και να αναπτύξει τις απόψεις του πάνω σε
προτάσεις και προβουλεύματα της βουλής των πεντακοσίων. Η ψηφοφορία και η λήψη αποφάσεων γινόταν συνήθως
με ανάταση των χειρών (χειροτονία). Η εκκλησία του δήμου αποφάσιζε για θέματα εξωτερικής πολιτικής (σύναψη
συμμαχιών, κήρυξη πολέμου, σύναψη ειρήνης, κ.τ.λ.), ψήφιζε νόμους, εξέλεγε άρχοντες κ.τ.λ.

- «… και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια»

Η φράση φανερώνει ποιες κοινωνικές αξίες προσδιόριζαν τη θέση του Αθηναίου πολίτη. Οι αξίες, λοιπόν, αυτές ήταν η
ωραία εξωτερική εμφάνιση, ο πλούτος και η ευγενική καταγωγή.

- «οι τοξότες»

Ήταν ένα σώμα 1200 περίπου ανδρών, που έπαιρνε διαταγές από τους πρυτάνεις. Ονομάζονταν και Σκύθες, γιατί στα
μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελούνταν από μισθοφόρους ή δούλους από τη Σκυθία ή άλλες χώρες του βορρά. Έργο
των τοξοτών ήταν να επαγρυπνούν για την τάξη στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, στα δικαστήρια και στις
γιορτές.

- «… με διαταγή των πρυτάνεων»

Πρυτάνεις ονομάζονταν οι 50 βουλευτές κάθε φυλής, οι οποίοι για 35 ή 36 ημέρες ασκούσαν την εξουσία. Η σειρά με
την οποία κάθε φυλή είχε αυτή την τιμή καθοριζόταν με κλήρο. Οι πρυτάνεις έμεναν και σιτίζονταν στη Θόλο, ένα
ειδικό κυκλικό οικοδόμημα στην αγορά, και αμείβονταν με έναν οβολό περισσότερο από τους άλλους βουλευτές
(συνολικά μια δραχμή).

Καθημερινά εκλεγόταν ο επιστάτης των πρυτάνεων, πρόεδρος της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, ο οποίος είχε
στα χέρια του, για ένα ημερονύχτιο, τα κλειδιά των ιερών, όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί και τα αρχεία, καθώς και η
σφραγίδα του κράτους.

Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. την προεδρία των συνελεύσεων είχε ο επιστάτης των εννέα προέδρων, οι οποίοι εκλέγονταν
ανάμεσα από τους βουλευτές των φυλών που δεν είχαν την πρυτανεία. Με τη μεσολάβηση των πρυτάνεων η βουλή
ερχόταν σε επαφή με την Εκκλησία του Δήμου, τους άρχοντες και τους απλούς πολίτες. Αυτοί συγκαλούσαν σε
περίπτωση ανάγκης τη Βουλή, την Εκκλησία του Δήμου, τους στρατηγούς. Αυτοί πρότειναν στις συνελεύσεις τα σχέδια
νόμων, τα οποία, όταν ψηφίζονταν από τον δήμο, αποκτούσαν ισχύ νόμων.
Οι πρυτάνεις κάθονταν πίσω και ψηλότερα από το βήμα των αγορεύσεων. Όταν ο ομιλητής ξέφευγε από τους
κανονισμούς, ή προκαλούσε δικαιολογημένα τα γέλια ή τις διαμαρτυρίες του πλήθους, ο πρόεδρος των πρυτάνεων
έδινε εντολή στον κήρυκα να φωνάξει τους τοξότες για να τον απομακρύνουν.

- «σηκώνεται και δίνει συμβουλές»

Όποιος πολίτης ήθελε να πάρει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, ανέβαινε στο βήμα φορώντας στο κεφάλι στεφάνι
από μυρτιά, ένα διακριτικό σημάδι που υποδήλωνε ότι αυτοί που το φορούσαν ήταν αγορητές που μιλούσαν για το
δημόσιο συμφέρον.

- «… των νεαρών από δω»

Οι γιοι του Περικλή, οι οποίοι ήταν παρόντες στη συζήτηση του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα, ήταν ο Ξάνθιππος και ο
Πάραλος.

- «… τους μόρφωσε καλά»

Η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα ήταν ιδιωτική. Οι εύποροι Αθηναίοι προσελάμβαναν για τα παιδιά τους δάσκαλο
στο σπίτι, ο οποίος τους δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, μουσική κ.ά.. Υπήρχαν όμως και τα διδασκαλεία στα
οποία μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους. Στόχος της αγωγής τους ήταν η ευρύτερη ηθικοπνευματική
καλλιέργεια, η διάπλαση του χαρακτήρα τους και η ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους, ώστε να καταστούν «καλοὶ
κἀγαθοὶ πολίτες». Από τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα οι σοφιστές αναλάμβαναν να δώσουν σε νέους ανώτερη παιδεία,
ώστε αυτοί να γίνουν ικανοί να διαπρέψουν στη δημόσια ζωή (στην ενότητα 7 θα γίνει πιο αναλυτικός λόγος για το
εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας).
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 1η (318e-320c) - Μπορεί η αρετή να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας;

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Πώς κρίνετε τη στάση του αθηναϊκού δήμου, όπως την περιγράφει ο Σωκράτης, απέναντι στους ειδικούς πάνω σε
κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά θέματα, θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους
στην πολιτική συνέλευση; Ποια θεωρείτε ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα

Απάντηση

Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι συζητούσαν για θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία,
θεωρούσαν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Η στάση αυτή των Αθηναίων κρίνεται σωστή, γιατί μόνο οι
ειδικοί είναι αρμόδιοι να δώσουν σωστές συμβουλές για θέματα της ειδικότητάς τους. Μόνο αυτοί μπορούν να
ενημερώσουν σωστά τους πολίτες και να φωτίσουν πολύπλευρα ένα τέτοιο ζήτημα, ώστε η πολιτεία να φτάσει στη
λήψη των ορθότερων δυνατών αποφάσεων.

Από την άλλη, το δικαίωμα και το χρέος όλων των πολιτών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους (ισηγορία,
παρρησία) για θέματα που αφορούσαν την πόλη αποτελούσε απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή
και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που υπήρχε τότε στην Αθήνα. Καθώς οι Αθηναίοι διέθεταν σε μεγάλο
βαθμό πολιτική ωριμότητα, φωτίζονταν ολόπλευρα τα θέματα και όλοι μαζί οδηγούνταν στη λήψη μιας ορθής
απόφασης.

Στις σημερινές κοινωνίες ζητείται επίσης η γνώμη των ειδικών για θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Οι ειδικοί,
όμως, δεν αγορεύουν στη Βουλή, αλλά κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες δίπλα σε
πρόσωπα με πολιτικές ευθύνες. Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται έπειτα από εμπεριστατωμένες μελέτες
εξειδικευμένων προσώπων.

Όμως, στα πολιτικά ζητήματα δεν μπορεί να ισχύσει ό,τι ίσχυε στην αρχαία Αθήνα. Η τεράστια αύξηση του
πληθυσμού εμποδίζει την έκφραση πολιτικού λόγου στη Βουλή από το σύνολο των πολιτών. Σήμερα, η δημοκρατία
είναι έμμεση και αντιπροσωπευτική, καθώς οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές. Μπορούν, ωστόσο, να
εκφράσουν τη γνώμη τους ως άτομα σε πολιτικά θέματα μέσω διάφορων συλλογικών οργάνων της τοπικής
αυτοδιοίκησης ή συνδικαλιστικών κινημάτων ή μέσω του τύπου και γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Συνοψίστε και συζητήστε τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η αρετή δεν μπορεί να μεταδοθεί.

Απάντηση

Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει αυτή τη θέση παρουσιάζει τα
παρακάτω επιχειρήματα:

α. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη
τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που
αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος,
οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί
από πουθενά.

β. Οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που
έχουν οι ίδιοι σε άλλους (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Περικλή και του Αρίφρονα).

Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να
εντοπίσουμε και αδύνατα σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:

α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ ... οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που
γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για
αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν
μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο
Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.

β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος,
οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία
του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και
της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης
δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους
δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου
εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.

γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή. Κάτι τέτοιο όμως δεν
ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα
της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και
στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα
του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής
αρετής.

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους
γιους του. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο
«πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας
προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης
εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που
πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί σωστά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία
ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να
συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή
των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως,ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και
δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως
πολίτες.

β. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από
τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να
σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν
ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια
προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του
φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία
μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την
προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και
αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.

γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η
πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.

δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν
διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή
μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να
συνάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.

Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:

α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία
διεισδυτικών σκέψεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο από τον Σωκράτη. Επομένως, φαίνεται να ανήκουν στην
κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά.

β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική
αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο
Κλεινίας.

Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα
διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την
επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της
αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του
συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας
του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του
επιχειρηματολογία στη συνέχεια.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να παρουσιάσετε επιγραμματικά την άποψη του Πρωταγόρα και του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της
πολιτικής αρετής.
Απάντηση

Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα και η βασική του θέση είναι ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί.
Ο Σωκράτης από την άλλη εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη, ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και ότι οι
άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Ποιο το περιεχόμενο της «εὐβουλίας» σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής
των Αθηναίων πολιτών;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και
λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα») και για θέματα που αφορούν τη δημόσια
ζωή.

Με τα πρώτα ο μαθητής θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.

Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την
«οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο
«οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό
στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης
(αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ουαιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική
οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο,
είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να
σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το
ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του
οίκου του. Τα«οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια
ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος
μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, θα μπορέσει να διευθετήσει σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις,
πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά
ως άτομα.

Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι ηπόλις δεν
ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως
ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.

Με τα θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή ο μαθητής θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά
θέματα.

Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις
και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται στην
Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί
ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει
και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο
κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του
ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής
επεξεργασίας της.

Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων.
Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, ο γέροντας Φοίνικας
καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός
ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να
συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στονἘπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση
για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας των ανθρώπων. Άρα, αντιλαμβανόμαστε
ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και
έργων.

Εν κατακλείδι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην
ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Ποια η σημασία της λέξης «πολιτική αρετή» στο κείμενο;


Απάντηση

Η έννοια της αρετής είχε στην αρχαιότητα ευρύτερη χρήση από τη σημερινή. Σήμαινε την καλύτερη δυνατή
κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ένα πράγμα. Εκφράσεις όπως «αρετή οφθαλμού ή ωτός» απέδιδαν την
άριστη λειτουργία του σωματικού οργάνου, δηλαδή την άριστη λειτουργία του ματιού ή του αυτιού αντίστοιχα. Επίσης
με την έννοια της αρετής αποδιδόταν μια κατάσταση αρτιότητας και ολοκληρωμένης διαμόρφωσης ενός όντος. Για
παράδειγμα οι εκφράσεις «αρετή ανθρώπου» και «αρετή ίππου» φανερώνουν ότι τα αναφερόμενα όντα βρίσκονται σε
κατάσταση πλήρους ανάπτυξης των γνωρισμάτων τους, που συνιστούν την ουσία τους, και έχει ολοκληρωθεί η
διαμόρφωσή τους σε τέλειες υπάρξεις σύμφωνα με το είδος τους. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι η έννοια της αρετής,
όταν υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια στην πλήρη ανάπτυξη των γνωρισμάτων που το καθιστούν τέλεια ύπαρξη κατά το
είδος. Τότε αυτό υποπίπτει στην κατάσταση του «αισχρού», του άσχημου, και του «αχρείου», του άχρηστου.

Η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη, που μπορεί να ορισθεί ως ο ανθρώπινος τύπος ο
οποίος έχει αναπτύξει σύμμετρα και σωστά τις ικανότητες και ιδιότητες που ταιριάζουν στο ελεύθερο και υπεύθυνο
πρόσωπο. Η ολιστική σύλληψη του πολιτικού φαινομένου από τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε ότι ο σωστός
άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι και ο ολοκληρωμένος πολίτης, αφού ο άνθρωπος ζει πολιτικά, δηλαδή ζει σε
οργανωμένη συμβιωτική κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα για την
ύπαρξή της με τους ομοίους του. Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της
πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να
διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος), ηθικές ιδιότητες όπως
δικαιοσύνη, παρρησία κ.τ.λ. και υπέρβαση του εγώ μέσω του εγώ με την ικανότητα να εξουσιάζει δίκαια και χρηστά
τους άλλους. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.

Στο κείμενο, που εξετάζουμε, με τον όρο «πολιτική τέχνη» γίνεται η πρώτη πρόσβαση στο θέμα του διαλόγου που είναι
το διδακτό της πολιτικής αρετής. Παραλλαγές αυτού του όρου στο κείμενο είναι η πολιτική αρετή, η ανδρός αρετή ή
απλώς αρετή. Αφορά την επιτυχή δράση του ατόμου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία χρειάζεται την
κατάλληλη αγωγή που αποβλέπει στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης. Θα μπορούσαμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι
με τον όρο τέχνη τονίζεται περισσότερο η σημασία της μαθητείας, της αποκτημένης ικανότητας (τέχνη < τίκτω), ενώ
με τον όρο αρετή υποβάλλεται περισσότερο η αυθυπαρξία των ικανοτήτων στον άνθρωπο.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Παρουσιάστε το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.

Απάντηση

Το 1ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα : «Μάλιστα, ωραία τέχνη … κάτι που διδάσκεται». Έτσι,
η αποδεικτέα θέση είναι ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.

Το επιχείρημα που τη στηρίζει έχει ως εξής: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί,
συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών.
Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και
τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή
οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι
έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.

Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.

Το επιχείρημα του Σωκράτη έχει λογική βάση και κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε
και κάποια τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα:

α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που
γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμηπου έτρεφε για
αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν
μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο
Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.

β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος,
οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία
του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει ... γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα,
αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για
την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι
πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη
διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.

γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και
συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν
καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό
λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και
τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν μια έμμεση και
άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.

Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα
διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την
επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της
αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του
συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας
του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του
επιχειρηματολογία στη συνέχεια.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Παρουσιάστε το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.

Απάντηση

Το 2ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι
διδακτή». Η αποδεικτέα θέση είναι, λοιπόν, ότι οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να
μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.

Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα ως επιχειρήματα:

- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,

- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.

Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.

Όσον αφορά την κριτική του δεύτερου επιχειρήματος μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους
γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό
περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης
εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη).
Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο
Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως
πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα
επιμέρους αρετών, στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των
μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή
δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν
διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.

β. («Ο Περικλής ... να τους εκπαιδεύσουν»): Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από
τημεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν
μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους
μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται
ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει
τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής
ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν»
του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία
αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.

γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το ότι η
πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.

δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις ... τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό
να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου
μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να
βασιστούμε για να εξαγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.

Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα
διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την
επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της
αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του
συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας
του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του
επιχειρηματολογία στη συνέχεια.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

α) Τι ονομάζουμε «σωκρατική ειρωνεία» και σε ποια σημεία του κειμένου μπορούμε να την εντοπίσουμε;
β) Λαμβάνοντας υπόψη την ειρωνεία που είναι εμφανής στο κείμενο, αλλά και το γενικότερο ύφος του φιλοσόφου, τι
συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον Πρωταγόρα;

Απάντηση

«Σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του.
Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο
και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο,
γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς,
δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη
συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα
του.

Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:

- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο
χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι η προσποιητή, δηλαδή, χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που
έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.

- «... ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει
επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται
για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.

- «... ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ ...», «... έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»:στις φράσεις
αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.

- «... αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ μέσω της αμφισβήτησης για την ειδικότητα
που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.

Μελετώντας, βέβαια, συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο
φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα
…», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του
(«δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που
επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του
Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για την επαγωγική μέθοδο και πού εντοπίζεται στην ενότητα αυτή;

Απάντηση

Επαγωγική μέθοδος ή αλλιώς «ἐπακτικοὶ λόγοι» είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της
απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και
συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού
και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του
θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε
παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.

Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη
«διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή,
όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής
κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
 ΑΣΚΗΣΗ 10

Εκφώνηση

Σχολιάστε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Ήταν σε θέση να καλλιεργήσει
την κριτική ικανότητα του Αθηναίου πολίτη; Συγκρίνετέ τη με τη δημοκρατία που εφαρμόζεται στις μέρες μας.

Απάντηση

Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ήταν άμεση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι Αθηναίοι πολίτες από τη νεαρή τους κιόλας
ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας, συμμετείχαν ενεργά στα
κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά (δικαιώματα της ισηγορίας και της
παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης
δημοκρατίας), παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα
του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά καλλιεργούσαν την κριτική τους ικανότητα και προωθούσαν την πρόοδο
και την ευημερία της κοινωνίας.

Αντιθέτως, στις μέρες μας εφαρμόζεται έμμεση μορφή δημοκρατίας. Λόγω της μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης οι
πολίτες αντιπροσωπεύονται στο Κοινοβούλιο από τους βουλευτές που οι ίδιοι εκλέγουν. Επομένως, εκ των
πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει κάθε πολίτης ξεχωριστά στα πολιτικά δρώμενα και στη λήψη
αποφάσεων. Έχει, ωστόσο, τη δυνατότητα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του μέσω των μέσων μαζικής
ενημέρωσης, απεργιών, διαδηλώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Βέβαια, σήμερα παρατηρείται έντονα το
φαινόμενο της αποχής των πολιτών από την πολιτική ζωή και της παθητικοποίησής τους, κάτι που στην αρχαία
Αθήνα ήταν αδιανόητο.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση

Ποιες αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας επιβεβαιώνονται από το κείμενο; Να τις
εντοπίσετε και να τις εξηγήσετε με συντομία.

Απάντηση

Οι όροι «εὐβουλία», «πολιτική αρετή», «Εκκλησία του Δήμου», «πρυτάνεις», «τοξότες», όπως και οι φράσεις «να πράξει
και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα», «σηκώνεται και δίνει ... γενιά σπουδαία» παραπέμπουν σε βασικές αρχές της
δημοκρατίας, οι οποίες ευνοούν την ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών στα κοινά. Τέτοιες είναι οι αρχές της
ισηγορίας, της ισότητας δηλαδή στο δικαίωμα του λόγου, της παρρησίας, της ελευθερίας δηλαδή έκφρασης, η
παρακολούθηση λόγων επιφανών ρητόρων, η τήρηση των νόμων, το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι».

 ΑΣΚΗΣΗ 12

Εκφώνηση

Να διαγράψετε το ήθος των δύο συνομιλητών.

Απάντηση

Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη
δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.

Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την
«εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον
Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του
στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας
καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι
αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία: «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω ...», «Αυτό
ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω
έναν μύθο».

Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να
διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται
για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι
προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές
των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το
λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως
...», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, ... και κάνε το».
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 2η (320d-321b5) - Η αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Ύπαρξη θεών και ανυπαρξία ῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητά δὲ γένη οὐκ ἦν.
θνητών ειδών
Δες ερμηνευτικό σχόλιο: A. Ύπαρξη θεών, ανυπαρξία θνητών ειδών: «Ἦν γάρ
ποτε χρόνος ... γένη οὐκ ἦν.»

Η αρχή της δημιουργίας των ᾿Επειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ
θνητών ειδών από τους θεούς γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Β. Η αρχή της δημιουργίας των ζώων από τους θεούς :
«Ἐπειδὴ δὲ καὶ ... κεράννυται.»

Η εντολή των θεών για την κατανομή ᾿Επειδὴ δ᾿ ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ
ιδιοτήτων στα ζώα και η αντιστροφή ᾿Επιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει. Προμηθέα
των ρόλων του Προμηθέα και του δὲ παραιτεῖται ᾿Επιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι, «Νείμαντος δέ μου,» ἔφη,
Επιμηθέα «ἐπίσκεψαι·» καὶ οὕτω πείσας νέμει.

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Γ. Η εντολή των θεών για την κατανομή


ιδιοτήτων στα ζώα και η αντιστροφή των ρόλων του Προμηθέα και του
Επιμηθέα : «Ἐπειδὴ δ’ ἄγειν ... πείσας νέμει.»

Ο Επιμηθέας κατανέμει τις ιδιότητες στα ζώα με στόχο:

- την προφύλαξή Νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν, τοὺς δ᾿ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει· τοὺς δὲ
τους από άλλα ζώα ὥπλιζε, τοῖς δ᾿ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν᾿ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν. ῞Α μὲν
γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν φυγὴν ἤ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἅ δὲ ηὖξε μεγέθει,
τῷδε αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν. Ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν
ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη·

- την προφύλαξή τους ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἑπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν
από τις δυσμενείς ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννύς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι
καιρικές συνθήκες χειμῶνα, δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα
στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ]
δὲρμασιν στερεοῖς καὶ ἀναίμοις.

- την εξασφάλιση Τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων
τροφής καρπούς, τοῖς δὲ ῥίζας· ἔστι δ᾿ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν·

- την ισορροπία στη καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ᾿ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν,
φύση σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων.

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Δ. Ο Επιμηθέας κατανέμει τις ιδιότητες στα ζώα : «Νέμων ...
πορίζων»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ήταν λοιπόν κάποτε καιρός που υπήρχαν θεοί, δεν υπήρχαν όμως θνητά όντα. Και όταν ήρθε και γι’ αυτά ο
καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για τη δημιουργία τους, οι θεοί τα πλάθουν στο εσωτερικό της γης, αφού έκαναν
μείγμα από χώμα και φωτιά και από όσα στοιχεία αναμειγνύονται με φωτιά και με χώμα. Και, όταν επρόκειτο να
φέρουν αυτά στο φως, διέταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα και να τα εφοδιάσουν και να μοιράσουν στο καθένα
ιδιότητες, όπως ταιριάζει. Ο Επιμηθέας όμως παρακαλεί τον Προμηθέα να κάνει ο ίδιος τη μοιρασιά. «Και μόλις εγώ
τελειώσω τη μοιρασιά», είπε, «κάνε εσύ τον έλεγχο». Και, αφού έτσι τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά. Καθώς μοίραζε,
λοιπόν, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, τα πιο αδύναμα όμως τα εφοδίαζε με ταχύτητα˙ και σε άλλα έδινε
όπλα και σε άλλα, επειδή έδινε φύση χωρίς όπλα, επινοούσε γι’ αυτά κάποια άλλη ικανότητα για τη σωτηρία τους.
Όσα δηλαδή από αυτά τα έκανε μικρόσωμα, τους προίκιζε με φτερά για να πετούν ή με υπόγεια κατοικία˙ και όσα
έκανε μεγαλόσωμα, με την ίδια ακριβώς ιδιότητα εξασφάλιζε τη σωτηρία τους˙ μοίραζε και τα άλλα χαρακτηριστικά,
κάνοντάς τα με αυτόν τον τρόπο ισοδύναμα. Και αυτά επινοούσε, γιατί πρόσεχε μήπως κάποιο γένος αφανιστεί˙ και
αφού τα εφοδίασε σε ικανοποιητικό βαθμό με τα μέσα αποφυγής της αλληλοεξόντωσής τους, επινοούσε μέσα
προστασίας για τις μεταβολές του καιρού (που προέρχονται) από τον Δία, ντύνοντάς τα και με πυκνά τριχώματα και
με γερά δέρματα, ικανά να αντιμετωπίσουν την κακοκαιρία, αλλά κατάλληλα και για τις ζέστες, και για να
χρησιμεύουν αυτά τα ίδια (τα τριχώματα και τα δέρματα) στο καθένα, όταν πηγαίνουν στις φωλιές τους, σαν στρώμα
και σκέπασμα και ταιριαστό και δοσμένο από τη φύση˙ και ακόμα βάζοντας για υποδήματα σε άλλα οπλές και σε
άλλα [τρίχωμα και] δέρμα σκληρό και χωρίς αίμα. Ύστερα από αυτό εξασφάλιζε τροφές διαφορετικές για το κάθε
είδος, δηλαδή για άλλα χορτάρι από τη γη, για άλλα καρπούς δέντρων και για άλλα ρίζες˙ σε ορισμένα μάλιστα (από
αυτά) επέτρεψε να είναι τροφή τους η σάρκα άλλων ζώων˙ και σ’ αυτά έδωσε μικρή γονιμότητα, ενώ σ’ εκείνα που
τρώγονταν από αυτά έδωσε μεγάλη γονιμότητα, εξασφαλίζοντας σωτηρία για το είδος τους.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 74-75)

εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν = όταν πηγαίνουν στις φωλιές τους (ἰοῦσιν < εἶμι)

στρωμνὴ οἰκεία = στρώμα και σκέπασμα ταιριαστό

τοὐντεῦθεν = από κει και πέρα, ακόμη, ύστερα από αυτό

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Γένη, γενέσεως, γένος, ὀλιγογονίαν, πολυγονίαν, γένει < γίγνομαι: γέννηση, γενεά, γενιά, γενέτειρα, γενετήσιος,
γενέθλιος, γηγενής, εγγενής, συγγενής, γενικός, γόνος, γονέας, γονικός, γονίδιο, γόνιμος, γονιμότητα,
υπογονιμότητα, νεογνό, γνήσιος

εἱμαρμένος < μείρομαι: μέρος, μερίδα, μερίδιο, μερικός, μερτικό, μέρισμα, απόμερος, παράμερος, ανωμερίτης,
κατωμερίτης, επιμερισμός, καταμερισμός, μοίρα, μοιραίος, άμοιρος, δύσμοιρος, κακόμοιρος, μεμψίμοιρος, μοίραρχος,
μοιρολό(γ)ι, μοιρολάτρης, μοιρολατρικός, μοιρασιά, μοίρασμα, μοίραρχος, μοιρογνωμόνιο, μόριο, συμμορία

μείξαντες < μείγνυμι: μείγμα, μείξη, μ(ε)ικτός, πρόσμειξη, ανάμ(ε)ιξη, ανάμ(ε)ικτος, σύμμιξη, σύμμικτος, επιμιξία,
αιμομιξία, μιγάς, αμιγής

κεράννυται < κεράννυμαι: κέρασμα, κράμα, κράση, κρασί, κρατήρας, άκρατος, εύκρατος, ακέραστος

ἄγειν < ἄγω: αγωγή, αγωγός, παραγωγός, δημαγωγός, προσαγωγός, νηπιαγωγός, αγώνας, άγημα, άξονας, απαγωγή,
συναγωγή, διαγωγή, εισαγωγέας, αρχηγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός, άμαξα, παρείσακτος, πλοηγός, ξεναγός,
λοχαγός, χορηγός, σύναξη, υδραγωγείο, άξονας

προσέταξαν < πρὸς + τάττ(σσ)ω: τάγμα, διάταγμα, πρόσταγμα, σύνταγμα, διαταγή, επιταγή, προσταγή, συνταγή,
υποταγή, νομοταγής, άτακτος, απότακτος, ανυπότακτος, ανάταξη, παράταξη, σύνταξη, ένταξη, πρόταξη, επίταξη,
μετάταξη, ανακατάταξη, αταξία, (αρχι)συντάκτης, συντακτικό, επιτακτικός, τακτός.

νεῖμαι, νείμαντος, νέμων, ἔνεμεν < νέμω: νομός, νόμος, νομικός, νομική, νομαδικός, νέμεση, νόμισμα, νομισματικός,
διανομέας, διανομή, κατανομή, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνόμος, τροχονόμος, αγορανομία, παρανομία,
παράνομος, υπόνομος, ανομία, δασονομία, δασονόμος, οικονομία, οικονόμος, χειρονομία, αυτονομία, αυτόνομος,
ταξινόμηση, εξοικονόμηση, νομοθέτης, νομοθεσία, νομοσχέδιο, νομοταγής, νομομαθής,νομάς

ἐπίσκεψαι < ἐπὶ + σκοπέω -ῶ: σκοπός, σκοπιά, σκόπιμος, σκόπελος, σκέψη, σκεπτικός, σκεπτικισμός, απερίσκεπτος,
αυτοσκοπός, κερδοσκόπος, οιωνοσκόπος, καιροσκόπος, ωροσκόπος, άσκοπος, επίσκοπος, κατάσκοπος, πρόσκοπος,
ανασκόπηση, βιντεοσκόπηση, επισκόπηση, προεπισκόπηση, δημοσκόπηση, βυθοσκόπηση, ακτινοσκόπηση,
βολιδοσκόπηση, κερδοσκοπία, κατασκοπία, τηλεσκόπιο, περισκόπιο, στηθοσκόπιο, μικροσκόπιο, ωροσκόπιο,
σκοποβολή, σύσκεψη, συνδιάσκεψη, περίσκεψη, επίσκεψη, επισκέψιμος, σκεπτικιστής

πείσας < πείθω: πειθήνιος, πειθαναγκασμός, πιθανός, πιθανότητα, πίστη, πιστός, πειστήριο, πειστικός, πειθαρχία,
πεισιθανάτιος, πείσμα, πεισματάρης

προσῆπτεν < πρὸς + ἅπτω: αφή, επαφή, συναφής, συνάφεια, απτός, αψίδα, αψιμαχία, αψίκορος, σύναψη, επισύναψη,
έξαψη, άναμμα, προσάναμμα, αναπτήρας, αφθώδης

διδοὺς < δίδωμι: δόση, παράδοση, έκδοση, μετάδοση, δοσολογία, δοσίλογος, μισθοδοσία, λογοδοσία, ηλεκτροδότηση,
σηματοδότης, δότης, αιμοδότης, καταδότης, εκδοτικός, αποδοτικός, ενδοτικός, μεταδοτικός, δώρο, δωροθέτης, δωρεά,
δωροδοκία, ανέκδοτος, παραδοτέος

εὐμάρεια < εὐμαρής < εὖ + μάρη (= χέρι)

ἀμφιεννὺς < ἀμφιέννυμι < ἀμφὶ + ἔννυμι/ἐννὺω: άμφιο, αμφίεση, μεταμφίεση, ιμάτιο, ιματιοθήκη

ἰοῦσιν < εἶμι/ἔρχομαι: ερχομός, οδός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο,
εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός, αμαξιτός
οἰκεία < οἶκος: οίκημα, οίκηση, ιδιοκατοίκηση, διοίκηση, συγκατοίκηση, μετοίκηση, οικία, κατοικία, μονοκατοικία,
πολυκατοικία, συνοικία, αποικία, παροικία, ένοικος, περίοικος, κάτοικος, συγκάτοικος, μέτοικος, οικισμός, οικιστικός,
αποικισμός, αποικιστικός, οικοδεσπότης, οικογένεια, οικότροφος, οικόπεδο, οικοσκευή, οικόσημο, οικονομία, οικόσιτος,
οικουμένη, οικολογία, οικόσημο

βορὰ < βιβρώσκω: βρώση, αιμοβόρος, σαρκοβόρος, χρονοβόρος, βάραθρο, βρόγχος, βρογχίτιδα

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Από την ενότητα αυτή αρχίζει ο μύθος που προανήγγειλε ο Πρωταγόρας στο τέλος της προηγούμενης. Σύμφωνα με
αυτόν, στην αρχή υπήρχαν μόνο οι θεοί, οι οποίοι, όταν ήρθε ο καθορισμένος χρόνος, έπλασαν στο εσωτερικό της γης
τους ζωικούς οργανισμούς με βασικά υλικά το χώμα και τη φωτιά. Στη συνέχεια, έδωσαν εντολή στους δύο Τιτάνες,
τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα, να αναλάβουν το έργο της κατανομής ιδιοτήτων σε αυτά. Οι δύο Τιτάνες, όμως,
αλλάζουν ρόλους κι έτσι αναλαμβάνει ο Επιμηθέας την κατανομή ιδιοτήτων και ο Προμηθέας την επιθεώρηση του
έργου του. Σε ένα πρώτο στάδιο, ο Επιμηθέας προσπαθεί να προφυλάξει τα ζώα από άλλα ζώα δίνοντάς τους ως
εφόδια ή δύναμη ή ταχύτητα ή νύχια και δόντια ή φτερά ή υπόγεια κατοικία ή μεγάλο μέγεθος. Έπειτα, προσπαθεί να
τα προφυλάξει από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες εφοδιάζοντάς τα με πυκνά τριχώματα, γερά δέρματα και οπλές.
Ακόμη, στην προσπάθειά του να τους εξασφαλίσει τροφή, τους δίνει τη δυνατότητα να τρέφονται ή με χόρτα ή με
καρπούς δέντρων ή με ρίζες ή και με άλλα ζώα. Τέλος, για να εξασφαλίσει τη διαιώνιση του είδους τους, επιτρέπει στα
σαρκοβόρα να γεννούν λίγους απογόνους, ενώ σε αυτά που αποτελούν τροφή των σαρκοβόρων να γεννούν πολλούς
απογόνους.

Ερμηνευτικά σχόλια

A. ΥΠΑΡΞΗ ΘΕΩΝ, ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΘΝΗΤΩΝ ΕΙΔΩΝ: «Ἦν γάρ ποτε χρόνος ... γένη οὐκ ἦν.»

1. «Ἦν γάρ ποτε χρόνος»

Ο Πρωταγόρας αρχίζει τον μύθο, που πιθανότατα είναι δικό του δημιούργημα (μάλλον περιλαμβανόταν στο
έργο του Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως, που δεν έχει διασωθεί), προσδιορίζοντας αόριστα τον χρόνο στον οποίο
έλαβαν χώρα τα γεγονότα που θα αφηγηθεί. Η φράση «ἦν γάρ ποτε χρόνος» συνάδει με το λαϊκότροπο ύφος
όλου του μύθου. Αποτελεί τυπική αρχή παραμυθιού και μέρος του σκηνικού, μια εξωτερική δηλαδή διακόσμηση
που περιβάλλει την τελεολογική εξήγηση του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του ζωικού βασιλείου και του
ανθρώπου. Προβάλλει την έννοια του χρόνου ως κυρίαρχου φυσικού μεγέθους στο οποίο εγγράφεται η ύπαρξη
των θεών και των θνητών όντων.

Έτσι λοιπόν, με τη λέξη «χρόνος» ο σοφιστής εννοεί την αρχή του χρόνου, την αρχή της δημιουργίας, το σημείο
εκείνο που ακολουθεί τη θεογονία, δηλαδή τη γένεση των θεών. Είναι χαρακτηριστικό πως στην αρχαιοελληνική
μυθολογική σκέψη υπάρχει μόνο θεογονία, και όχι κοσμογονία, όπως σε άλλες μυθολογίες ή στην
εβραιοχριστιανική Γένεση. Αντίθετα από τον Ησίοδο, ο οποίος στη Θεογονία του αναφέρει, μετά τη δημιουργία
των θεών, την ύπαρξη των ανθρώπων, χωρίς να εξηγεί πώς πλάστηκαν και από ποιον (θεοκεντρική
προσέγγιση), ο Πρωταγόρας μεταφέρει το κέντρο του ενδιαφέροντος στον άνθρωπο (ανθρωποκεντρική
προσέγγιση). Στον μύθο του παρακολουθούμε τη διαδικασία με την οποία τα μεν ζώα «διαμορφώθηκαν»,
απέκτησαν δηλαδή το καθένα τις δικές του ιδιότητες, ο δε άνθρωπος απέκτησε τα χαρακτηριστικά εκείνα, τις
αρετές, που συνιστούν τελικά την ανθρώπινη ουσία του.

Θεωρείται σημαντική η προσφορά του πρωταγόρειου μύθου, γιατί σε αντίθεση με τις παραπάνω κοσμολογικές
εκδοχές (Θεογονία του Ησιόδου κ.τ.λ.) εκφράζει μια αισιόδοξη ενατένιση της εξέλιξης του ανθρώπινου
πολιτισμού. Συνιστά μήνυμα εμπιστοσύνης στην προοδευτική πορεία του ανθρώπινου γένους, το οποίο
ξεκινώντας από ατελέστερες μορφές βίου κατέκτησε και κατακτά υψηλότερες βαθμίδες, αξιόλογα πολιτιστικά
επιτεύγματα, σε μια προοπτική ανανεωνόμενων δυνατοτήτων για νέες κατακτήσεις.

2. «θνητὰ δὲ γένη»

Σύμφωνα με τον πρωταγόρειο μύθο τα ζώα και ο άνθρωπος δημιουργούνται μαζί. Η διαφοροποίησή τους αρχίζει
κατά το στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του είδους, δηλαδή το επιμηθεϊκό, και ολοκληρώνεται με το
προμηθεϊκό. Το περιεχόμενο του μύθου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις βιολογικές, ανθρωπολογικές,
κοινωνιολογικές, πολιτικές και πολιτειακές θεωρήσεις της αρχαίας σοφιστικής και ειδικότερα του Πρωταγόρα.

B. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ : «Ἐπειδὴ δὲ καὶ ... κεράννυται.»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο:

Οι θεοί και τα θνητά όντα κινούνται στον χρόνο και μάλιστα κατά τη λογική σύμφωνα με την οποία προηγούνται
χρονικά οι θεοί και ακολουθούν τα θνητά γένη ως δημιουργήματά τους («τυποῦσιν αὐτὰ θεοί»), υπακούοντας στην
ειμαρμένη, στη μοίρα, που είναι δύναμη αναπότρεπτη και ισχυρότερη ακόμη και από τους θεούς. Η ειμαρμένη γίνεται
ο ρυθμιστής του χρόνου δημιουργίας των θεών και των θνητών πλασμάτων («καὶ τούτοις»). Τα θνητά όντα
γεννιούνται από κοσμογονικά στοιχεία από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι το χώμα και η φωτιά. Το χώμα, πυκνότερο
στοιχείο, παραπέμπει στη μητέρα – γη, που γονιμοποιεί και δίνει ευφορία και ανάπτυξη στα όντα. Η φωτιά, αραιότερο
στοιχείο, αποδίδει την αστείρευτη ενέργεια, την αέναη κίνηση, η οποία δίνει ζωή στα όντα, τα συγκροτεί σε ύπαρξη ή
τα μεταβάλλει ως είδος. Ό,τι ζωντανό προκύπτει ως σύνθεση των κοσμογονικών στοιχείων είναι θνητό, έχει αρχή και
τέλος ύπαρξης. Στην εικόνα της δημιουργίας των θνητών όντων οι θεοί εκφράζουν την ιδέα της δημιουργίας, η οποία
από τη μια συνδέεται με την ειμαρμένη και από την άλλη με τη μείξη των κοσμογονικών στοιχείων σε θνητές
οντότητες.

1. «Ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως»

Στον πρωταγόρειο μύθο η ειμαρμένη αναφέρεται δύο φορές: ο ειμαρμένος χρόνος (2η ενότητα) και η ειμαρμένη
ημέρα (3η ενότητα), ως στοιχεία που προσδιορίζουν χρονικά την εξέλιξη. Με τις εκφράσεις αυτές αποδίδεται «το
πλήρωμα του χρόνου», η αναγκαιότητα δηλαδή που οδηγεί το πέρασμα από μία εποχή σε άλλη, από μία μορφή
ζωής σε άλλη. Η πίεση της ανάγκης για επιβίωση, για βελτίωση των όρων ζωής, η χρεία, γίνεται κινητήρια
δύναμη της εξέλιξης, η οποία ούτε αυτόματη ούτε τυχαία ούτε στιγμιαία είναι.

2. «ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν», «τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ»

Εντύπωση μας προκαλεί η αναφορά του Πρωταγόρα στην ύπαρξη των θεών, όπως προδίδεται από τις φράσεις
«ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν», «τυποῦσιν αὐτὰ θεοί». Πολλοί μελετητές θεώρησαν αρχικά ότι εδώ υπάρχει αντίθεση με τις
ιδέες του σοφιστή, ο οποίος ήταν αγνωστικιστής. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι το κείμενο αυτό είναι ένας
μύθος, στον οποίο η παρουσία των θεών έχει αλληγορική, συμβολική σημασία. Συγκεκριμένα, ο Δίας συμβολίζει
τη νομοτέλεια που διέπει τη φύση, τον λόγο, τη λογική, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας και ο Ερμής (που θα τον
δούμε στην 4η ενότητα) αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις των όντων
εξασφαλίζοντας τη μεταξύ τους ισορροπία. Άλλωστε, όπως φανερώνεται και από τη συνέχεια του μύθου, ο
Πρωταγόρας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το θέμα της ύπαρξης των θεών όσο για την εξήγηση της γένεσης του
θρησκευτικού συναισθήματος. Επιπλέον, δεν θεωρεί τους θεούς αιώνιους, αλλά ότι κι αυτοί, όπως και τα ζώα
(«καὶ τούτοις»), δημιουργήθηκαν μια δεδομένη χρονική στιγμή, που προηγήθηκε από τον χρόνο δημιουργίας των
θνητών όντων.

3. «γῆς ἔνδον»

Η φράση αυτή υποδηλώνει την αρχέγονη αντίληψη της μητέρας-γης, μέσα στα σπλάχνα της οποίας
δημιουργήθηκαν όλα τα έμβια όντα. Πρέπει να επισημανθεί ότι στη φράση αυτή η λέξη «γη» σημαίνει το σώμα,
τη γήινη σφαίρα, ενώ στη φράση «ἐκ γῆς καὶ πυρὸς» σημαίνει την ύλη, το χώμα. Στον μητρικό κόλπο της γης (γῆ
παμμήτωρ, μήτηρ πάντων) αποδίδεται η δημιουργία όλων των οργανισμών, ζώων και φυτών, και από αυτόν
αναδίδονται τα είδη των ζώων και φυτών.

Επιπλέον, από την ίδια φράση διαφαίνεται η αντίληψη του αυτοχθονισμού, της πεποίθησης δηλαδή κάποιων
φυλών ότι ξεφύτρωσαν από τη γη στην οποία στη συνέχεια έζησαν και οι ίδιοι και οι απόγονοί τους κάνοντάς την
πατρίδα τους. Η πεποίθηση αυτή τους έδινε ένα αίσθημα περηφάνιας, προνομιακής σχέσης με την πατρίδα και
ευγενικής καταγωγής (πχ. ο μύθος του Κάδμου). Η ιδέα της αυτοχθονίας αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη
στον Επιτάφιο του Περικλή, παρουσιάζοντας τους Αθηναίους να νιώθουν περήφανοι για την αυτοχθονία τους.
Έτσι, ενισχύεται η θεωρία του Πρωταγόρα για τη δημιουργία των πλασμάτων κάτω από τη γη.

4. «ἐκ γῆς καὶ πυρὸς ... κεράννυται»

Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, οι θεοί δημιούργησαν τα θνητά όντα από δύο βασικά στοιχεία, το χώμα και τη
φωτιά. Η άποψη αυτή φαίνεται να ακολουθεί την κοσμογονική θεωρία του Παρμενίδη. Στη συνέχεια, όμως, με τη
φράση «τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται» η άποψή του εμπλουτίζεται και από τη θεωρία του Εμπεδοκλή,
σύμφωνα με τον οποίο τα έμβια όντα προήλθαν από τη σύνθεση της φωτιάς, του χώματος, του νερού και του
αέρα. Τα δύο τελευταία στοιχεία, το νερό και ο αέρας, δεν κατονομάζονται από τον σοφιστή.

Γ. Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΡΟΛΩΝ ΤΟΥ
ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠΙΜΗΘΕΑ: «Ἐπειδὴ δ’ ἄγειν ... πείσας νέμει.»

Οι θεοί αναλαμβάνουν να πλάσουν σε ένα πρώτο στάδιο τα ζώα στο εσωτερικό της γης και στη συνέχεια, αναθέτουν
τον εφοδιασμό τους με τις απαραίτητες ιδιότητες στους δύο Τιτάνες, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα. Αποφασιστική
για την εξέλιξη του μύθου στάθηκε η επιθυμία του Επιμηθέα να αντιστρέψουν τους ρόλους με τον αδερφό του και να
αναλάβει ο ίδιος το έργο της κατανομής ιδιοτήτων. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα, να
εξαντλήσει όλα τα εφόδια στα ζώα και να αφήσει τον άνθρωπο ανυπεράσπιστο και αβοήθητο. Έτσι, κινητοποιείται ο
Προμηθέας και αναλαμβάνει να κλέψει τη φωτιά του Ηφαίστου και την «ἔντεχνον σοφίαν» της Αθηνάς, προκειμένου
να εξασφαλίσει την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Η αντιστροφή των ρόλων των δύο τιτάνων εξυπηρετεί άριστα
την οικονομία του μύθου, καθώς ο Επιμηθέας εκφράζει τη φάση της βιολογικής συγκρότησης των όντων, ενώ ο
Προμηθέας τη φάση κατά την οποία ο άνθρωπος διαφοροποιείται ως είδος από τα άλλα είδη ζωικών οργανισμών
έχοντας την ιδιότητα του έλλογου όντος. Το δεύτερο στάδιο είναι ανώτερο από το πρώτο και αρχίζει να διαγράφεται η
αισιόδοξη αντίληψη του Πρωταγόρα για την προοδευτική εξέλιξη του ανθρώπινου γένους.

• Τα χαρακτηριστικά του Προμηθέα και του Επιμηθέα

Ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας ήταν Τιτάνες, γιοι του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης. Ειδικότερα,
οΠρομηθέας είναι αυτός που, όπως δηλώνει και το όνομά του (σύνθετο από τις λέξεις πρὸ + μῆτις = σκέψη),
σκέφτεται πριν κάνει κάτι, σταθμίζει τις συνέπειες και έπειτα προβαίνει σε πράξεις. Αποκαλείται σοφώτατος
των Τιτάνων, «αἰολόμητις», βοηθός του Δία. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να τον χαρακτηρίσουμε προνοητικό,
διορατικό, σώφρονα, συνετό, προσεκτικό. Στον μύθο του Πρωταγόρα παρουσιάζεται ως ευεργέτης του
ανθρώπου, καθώς με τα δώρα που έκλεψε από τους θεούς (τη φωτιά και την έντεχνη σοφία) βοήθησε τον
άνθρωπο να κυριαρχήσει πάνω στη φύση και να αναπτύξει πολιτισμό. Από την άλλη μεριά, ο Επιμηθέαςείναι
αυτός που, όπως δηλώνει και το όνομά του (σύνθετο από τις λέξεις ἐπὶ + μῆδος), σκέφτεται μετά την εκτέλεση
μιας ενέργειας και βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειές της. Είναι «ἁμαρτίνοος» ή «ὀψίνοος». Θα
μπορούσαμε, λοιπόν, να τον χαρακτηρίσουμε αστόχαστο, απερίσκεπτο, επιπόλαιο, παρορμητικό. Στον μύθο του
Πρωταγόρα παρουσιάζεται λόγω απρονοησίας να εξαντλεί όλα τα εφόδια στα ζώα και να αφήνει τον άνθρωπο
εντελώς αβοήθητο και ανυπεράσπιστο.

Δ. Ο ΕΠΙΜΗΘΕΑΣ ΚΑΤΑΝΕΜΕΙ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΖΩΑ: «Νέμων ... πορίζων»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο:

Ο ιδεολογικός πυρήνας του μύθου στο εδάφιο αυτό συνίσταται στη σκόπιμη ισορροπία που χαρακτηρίζει τον ζωικό
κόσμο. Ο Πρωταγόρας εξηγεί τελεολογικά τον «νόμο της αναπλήρωσης» στη φύση, αφού σύμφωνα με τους
βιολογικούς νόμους κάθε ζώο έχει εφοδιαστεί με τα αναγκαία μέσα επιβίωσης, αυτοσυντήρησης και διαιώνισης του
είδους του. Ειδικότερα, παρατηρούμε ότι οι ιδιότητες μοιράζονται στα ζώα έτσι ώστε μία αδυναμία να αναπληρώνεται
από μία ικανότητα, με σκοπό να εξασφαλίζονται με αυτόν τον τρόπο α) η ύπαρξη και η διαιώνιση του κάθε είδους και
β) η ισορροπία του οικοσυστήματος μέσα από την εξισορρόπηση των αντίρροπων δυνάμεων που λειτουργούν στο
εσωτερικό του. Ακόμη φαίνεται ότι η ποικιλία των ζωικών ειδών με διαφορετικές ιδιότητες και ικανότητες δείχνει ότι
στον ζωικό κόσμο επικρατεί συνεχής αγώνας για επιβίωση, ένας διαρκής πόλεμος για την ύπαρξη, και επιπλέον ότι η
τελική ισορροπία του οικοσυστήματος προκύπτει από την εναρμόνιση των αντιθέτων, ως ενότητα αντιθέτων
(διαφαίνεται η θέση του Ηράκλειτου, για την «παλίντονον/ἀφανῆ ἁρμονίην»). Ακόμη να προσθέσουμε ότι οι ιδιότητες
των ζώων προβάλλονται ως δώρα των θεών, δηλαδή ως δοσμένες εκ των προτέρων ιδιότητες που τα ζωικά είδη έχουν
χωρίς καμία ενεργητική συμμετοχή τους στην απόκτησή τους και παρέχονται μάλιστα από την κατώτερη και
ελλιπέστερη θεϊκή μορφή του Επιμηθέα. Τέλος, η τελεολογική εξήγηση της αντισταθμιστικής και σύμμετρης
κατανομής των ιδιοτήτων στα ζώα, που επιχειρεί ο Πρωταγόρας στην εξεταζόμενη ενότητα, γίνεται ιδιαίτερα
αντιληπτή στη χρήση της γλώσσας με το πλήθος αντιθετικών σχημάτων και προσδιορισμών του τελικού αιτίου.

1. Η κατανομή εφοδίων στα ζώα

Αφού τα δύο αδέρφια άλλαξαν ρόλους, ο Επιμηθέας ανέλαβε να μοιράσει εφόδια στα ζώα και στον άνθρωπο
και ο Προμηθέας την τελική επιθεώρηση. Στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε την κατανομή εφοδίων στα ζώα,
ενώ στην επόμενη θα παρακολουθήσουμε τι συνέβη με τον άνθρωπο. Όσον αφορά, λοιπόν, τα ζώα η μοιρασιά
που έκανε ο Επιμηθέας ήταν σοφή, αφού πέτυχε την αντισταθμιστική και ισόρροπη κατανομή εφοδίων για τη
διαιώνιση όλων των ειδών. Ο Επιμηθέας ήταν σε θέση να επινοήσει, όχι όμως και να προνοήσει. Η επινόηση ως
πράξη του νου επέτρεψε στον Επιμηθέα να μοιράσει εφόδια και να εξισορροπήσει αντιθέσεις ανάμεσα στα ζωικά
είδη. Επρόκειτο όμως για μονομερή πράξη του νου από την οποία έλειπε η κατανόηση, αναγκαία για να
προκύψει η δυνατότητα της πρόνοιας, της προβλεπτικότητας. Έτσι η επινοητικότητα του Επιμηθέα σε σχέση με
το ζωικό βασίλειο εκδηλώνεται ως εξής:

α. Παρέχει μέσα προφύλαξης από τους εχθρούς (τα άλλα ζώα): «Νέμων δὲ ... ἀϊστωθείη·»

Για να προφυλάξει τα ζώα από τα άλλα ζώα, έδωσε:

- σε άλλα σωματική δύναμη,

- σε άλλα, που ήταν αδύναμα, ταχύτητα,

- σε άλλα όπλα, όπως νύχια, δόντια, κέρατα, οπλές,

- σε άλλα μικρό σώμα, και ως όπλα για να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους, φτερά ή υπόγεια κατοικία,

- σε άλλα μεγάλο σώμα, και ως όπλο για να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους, το ίδιο το μέγεθός τους.

β. Δίνει μέσα προστασίας από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες: «ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ... καὶ ἀναίμοις.»

Για να προφυλάξει τα ζώα από την εναλλαγή των εποχών και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που προέρχονται
από τον Δία, έδωσε:

- σε άλλα πλούσιο τρίχωμα,

- σε άλλα χοντρό δέρμα,


- σε άλλα χοντρό δέρμα και χωρίς αίμα (πχ. φολίδες, λέπια)

γ. Φροντίζει για την εξασφάλιση τροφής: «Τοὐντεῦθεν ... ἄλλων βοράν·»

Φρόντισε να δώσει διαφορετικά είδη τροφής σε κάθε ζωικό είδος, για να μην εξαντληθούν συγκεκριμένα είδη
διατροφής. Έτσι, έδωσε τη δυνατότητα:

- στα φυτοφάγα ζώα να τρώνε χόρτα, καρπούς δέντρων ή ρίζες

- στα σαρκοφάγα ζώα να τρώνε τις σάρκες άλλων ζώων.

δ. Εξισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις στη φύση με σκοπό τη διαιώνιση των ειδών: «καὶ τοῖς μὲν
ὀλιγογονίαν ... τῷ γένει πορίζων.»

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισορροπία στη φύση και η διαιώνιση όλων των ειδών, έδωσε:

- ολιγογονία, δηλαδή μικρή γονιμότητα, στα σαρκοφάγα ζώα και

- πολυγονία, δηλαδή μεγάλη γονιμότητα, σε όσα γίνονται βορά άλλων ζώων.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι στη φύση ισχύει ο νόμος της αναπλήρωσης, σύμφωνα με τον οποίο μια
αδυναμία αναπληρώνεται από μια ικανότητα. Έτσι, προκύπτει ότι ο Πρωταγόρας εξηγεί τελεολογικά αυτό τον
νόμο, εξηγεί δηλαδή τις ιδιότητες και τις ικανότητες ανάλογα με τον σκοπό που υπηρετούν και τη λειτουργία που
επιτελούν. Συγκεκριμένα:

- η ταχύτητα αντισταθμίζει την αδυναμία,

- τα φτερά ή η υπόγεια κατοικία αντισταθμίζουν το μικρό σωματικό μέγεθος,

- όσα ζώα έχουν δύναμη, δεν χρειάζονται ταχύτητα,

- όσα έχουν μεγάλο σωματικό μέγεθος, σώζονται χάρη σ’ αυτό,

- τα όπλα αντισταθμίζουν την έλλειψη δύναμης και ταχύτητας,

- για να αντιμετωπίζουν τις μεταβολές του καιρού, εφοδιάζονται με πυκνό τρίχωμα και γερό δέρμα,

- σε αυτά που γίνονται βορά άλλων ζώων δίνεται η δυνατότητα να γεννούν πολλούς απογόνους,

- όσα τρέφονται με άλλα ζώα, γεννούν λίγους απογόνους,

- δίνονται διαφορετικά είδη τροφής σε κάθε είδος ζώου, για να μην εξαντληθούν συγκεκριμένα είδη διατροφής.

«ὥρα»

Η λέξη «ὥρα» παράγεται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα από την οποία στα αγγλικά παράγεται η λέξη year, το
έτος. Συναντάται με τις εξής σημασίες:

α. ο ορισμένος χρόνος, η χρονική περίοδος που ορίζεται από τους φυσικούς νόμους, η περίοδος του έτους, του
μήνα, της ημέρας,

β. η εποχή του έτους (οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν τρεις εποχές του χρόνου: το «ἔαρ», δηλαδή την άνοιξη, το
«θέρος», δηλαδή το καλοκαίρι, και τον «χειμῶνα», ενώ την «ὀπώραν», το φθινόπωρο, τη θεωρούσαν μάλλον ως
ακμή του καλοκαιριού), η ακμή του έτους, μέρος της ημέρας ή του ημερονυκτίου. Επειδή η λέξη
χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα για να δηλώσει την καλύτερη εποχή του χρόνου, κατέληξε επίσης να σημαίνει, όπως
η λέξη «καιρός», την κατάλληλη ώρα, τη σωστή στιγμή, όπως ακόμα και την καλή στιγμή της ζωής του
ανθρώπου, δηλαδή τη νεότητα. Στη μυθολογία, οι Ώρες, κόρες του Δία και της Θέμιδος, ήταν τρεις: η Ευνομία, η
Δίκη και η Ειρήνη, προστάτευαν δε τις εποχές του έτους και τους καρπούς κάθε εποχής, και θεωρούνταν αιτίες
της ωριμότητας και της τελειότητας όλων των φυσικών πραγμάτων, κυρίως δε της ακμής και της ομορφιάς του
ίδιου του ανθρώπου.
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 2η (320d-321b5) - Η αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Στον μύθο του Πρωταγόρα, ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως το πιο αδύναμο και λιγότερο προικισμένο βιολογικά ον.
Συζητήστε αυτή την παρουσίαση και αναζητήστε τα χαρακτηριστικά εκείνα του ανθρώπου που του επέτρεψαν να
επιβιώσει, να διαφοροποιηθεί από τα άλλα θηλαστικά και να αναπτύξει πολιτισμό.

Απάντηση

Στο επιμηθεϊκό στάδιο του μύθου ο άνθρωπος παρουσιάζεται αδιαφοροποίητα ως ένα θνητό πλάσμα ανάμεσα στα
άλλα. Ο Επιμηθέας εξάντλησε τα εφόδια με την υποδειγματική κατανομή τους σε όλα τα άλλα ζώα, αλλά όχι στον
άνθρωπο. Η απρονοησία του έκανε τον άνθρωπο να βρίσκεται μόνος στον κόσμο και στο έλεος φυσικών και ζωικών
δυνάμεων, ανίσχυρος και αβοήθητος, ατελής, ανεπαρκής και χωρίς βιολογική θωράκιση. Η επιβίωση του ανθρώπου
λοιπόν δεν οφείλεται σε κάποιο δυναμικό συνδυασμό ενστίκτων και ορμεμφύτων, αλλά στην ευρηματικότητά του που
αποτελεί την ανθρώπινη απάντηση στη φυσική αδυναμία. Ο άνθρωπος αναπτύσσει νοημοσύνη κινούμενος από τη
φυσική ανάγκη και πορεύεται ανοδικά από την τυραννία των βιολογικών εξαρτήσεων προς την ελευθερία που
υπόσχεται η νοήμων ύπαρξη. Έτσι η μικρόνοια του Επιμηθέα οδηγεί στην οξύνοια του Προμηθέα, η οποία
εκδηλώνεται ως επινόηση, πρόνοια, κατασκευαστική ικανότητα, φαντασία και δημιουργικότητα και ειδικότερα ως
εργασία, πρακτικό πρόγραμμα ζωής, τεχνογνωσία και τεχνικά επιτεύγματα, με τα οποία επιχειρεί να αντισταθμίσει
την φυσική/βιολογική υπεροχή των άλλων ζωικών οργανισμών.

Ειδικότερα στο πλαίσιο του μύθου, με τις ενέργειες του Προμηθέα o άνθρωπος απέκτησε δύο πολύ σημαντικά
εφόδια, τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις που τον διαφοροποιούν ως έλλογο είδος από τα άλλα άλογα είδη. Χάρη σε
αυτά «τα δώρα» μπόρεσε να δημιουργήσει πολλά από τα εφόδια που είχαν δοθεί στα άλλα ζώα, όπως υπόδηση,
στρωσίδια, στέγη, τροφή, όπλα, (στοιχεία υλικοτεχνικού πολιτισμού) κι έτσι, να καλύψει τις βιολογικές του ανάγκες,
να κυριαρχήσει πάνω στη φύση και να συνεχίσει με κατακτήσεις συνθετότερες και ποιοτικά ανώτερες, όπως γλώσσα,
θρησκεία κ.τ.λ. Επιπλέον, όπως θα διδαχτούμε στην 4ηενότητα, ο Δίας χάρισε στον άνθρωπο την «αἰδῶ» και τη «δίκη»,
χάρη στις οποίες απέκτησε τις αρετές της δικαιοσύνης, του σεβασμού, της σωφροσύνης, της ευσέβειας, που τον
οδήγησαν στην πολιτική οργάνωση (στοιχεία ηθικοπνευματικού πολιτισμού). Όλα αυτά, λοιπόν, τα εφόδια έκαναν τον
άνθρωπο ένα ξεχωριστό και ανώτερο από τα άλλα ζώα ον.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Διαβάστε το απόσπασμα της Θεογονίας του Ησιόδου για τον Προμηθέα. Συγκρίνετε τις αφηγήσεις του Ησιόδου και του
Πρωταγόρα.

Απάντηση

Και ο Πρωταγόρας και πριν από αυτόν ο Ησίοδος στη Θεογονία του κάνουν λόγο για τον Προμηθέα, για τη σχέση του
με το Δία και για την κλοπή της φωτιάς. Και τα δύο κείμενα προβάλλουν τον Πρωταγόρα στην αντίθεσή του με τον
Δία και την κλοπή της φωτιάς ως έμπρακτη εκδήλωση αυτής της αντίθεσης. Αναμφισβήτητα τα κείμενα συγκλίνουν
στην παρουσίαση του Προμηθέα ως πρωτεργάτη του ανθρώπινου πολιτισμού με την κλοπή της φωτιάς από τον Δία.
Ωστόσο παρά τον κοινό πυρήνα τους, τα δύο κείμενα παρουσιάζουν και σαφείς διαφορές:

α. Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στην εξελικτική πορεία των θνητών όντων (ζώων και ανθρώπου) από τη βιολογική τους
συγκρότηση ως τη μοναχική, ανοδική πορεία του ανθρώπου προς τον πολιτισμό. Σε αυτή την πορεία ο Προμηθέας
είναι ο οδηγός προς το φως του λόγου και γίνεται το σύμβολο του πάσχοντος θεού για χάρη του ανθρώπου και της
δημιουργικής παρουσίας του στον κόσμο. Αυτή η διάσταση της προμηθεϊκής παρουσίας και δράσης δεν δίνεται στο
έργο του Ησιόδου ο οποίος παρουσιάζει την εξέλιξη ως απόκλιση από την τάξη του Δία και ως κατιούσα πορεία από
ανώτερες μορφές ζωής προς κατώτερες.

β. Διαφορετική διαχείριση εντοπίζουμε επίσης και στο ζήτημα των σχέσεων του Προμηθέα με τον Δία. Ο Ησίοδος
εστιάζει στην αντίθεση ανάμεσα στον Δία και τον Προμηθέα, ως αντίθεση τάξης και ανυπακοής. Παρουσιάζει τον Δία
ως σκληρό τιμωρό του Προμηθέα και εχθρικό απέναντι στο ανθρώπινο γένος. Αντίθετα, ο Πρωταγόρας, αν και
παρουσιάζει την φιλάνθρωπη πράξη του Προμηθέα ως ανυπακοή στον Δία και στην εξουσία, δεν σχολιάζει περαιτέρω
την αντίδραση του Δία, αλλά αναφέρει απλώς ότι ο Προμηθέας δικάστηκε για τη φιλάνθρωπη πράξη του δίχως άλλες
λεπτομέρειες, αφού άλλωστε δεν είναι αυτό το θέμα του. Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τον Δία ως
ευεργέτη του ανθρώπου, καθώς του χαρίζει δύο πολύ σημαντικά εφόδια για την εξέλιξή του, την αιδώ και τη δίκη
(ενότητα 4η).
γ. Ο Πρωταγόρας αναφέρει την κλοπή της φωτιάς ως ύψιστη πράξη φιλανθρωπίας του Προμηθέα και συγχρόνως ως
στάδιο της επίπονης πορείας του ανθρώπου από τα δεσμά της βιολογικής ανάγκης στην αυτονομία του νοήμονος
όντος. Παρουσιάζει, επομένως, στον μύθο με τρόπο ανθρωποκεντρικό τον Προμηθέα να ευεργετεί και να προστατεύει
τον άνθρωπο, αφού με τα «δώρα» του ο άνθρωπος απαντά στην άτεγκτη φυσική ανάγκη με την ευρηματικότητά του
και τον λόγο, δηλαδή με την οργάνωση πολιτισμού. Αντίθετα, ο Ησίοδος παρουσιάζει την κλοπή της φωτιάς ως μια
ενέργεια αμφισβήτησης και υπονόμευσης της εξουσίας του Δία και παραβλέπει τον σκοπό για τον οποίο διαπράχθηκε.
Έτσι, ο Προμηθέας του Ησιόδου ηθογραφείται ως κλέφτης και αλαζόνας απέναντι στον Δία, αφού φαίνεται να
ανταγωνίζεται την ευστροφία του και να υπονομεύει τη θεϊκή τάξη και εξουσία. Συνεπώς ο αφηγητής βλέπει τα
πράγματα από τη σκοπιά των θεών και προσδίδει στον μύθο χαρακτήρα θεοκεντρικό, αφού κυρίως στους θεούς
αναφέρεται και μόνο ευκαιριακά στον άνθρωπο.

Βέβαια τα δύο κείμενα διαφέρουν και σε άλλα επιμέρους σημεία της μυθοπλασίας, καθώς είναι διαφορετικός ο
σκοπός αναφοράς του μύθου του Προμηθέα σε κάθε περίπτωση και γίνεται σε διαφορετικό πλαίσιο συμφραζομένων
και με διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό. Επίσης είναι κείμενα διαφορετικών εποχών, του Ησιόδου ανήκει στον
8ο π. Χ. και του Πρωταγόρα στον 5ο π. Χ. αι., και είναι λογικό η παρουσίαση του προμηθεϊκού μύθου να επηρεάζεται
από το ιστορικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής των συγγραφέων.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

«Ἦν γάρ ποτε χρόνος»: Ποια η λειτουργία της φράσης στη δομή του λόγου;

Λύση

Ο Πρωταγόρας αρχίζει τον μύθο, που πιθανότατα είναι δικό του δημιούργημα (μάλλον περιλαμβανόταν στο έργο
του Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως, που δεν έχει διασωθεί), προσδιορίζοντας αόριστα τον χρόνο στον οποίο θα λάβουν
χώρα τα γεγονότα που θα αφηγηθεί. Η φράση «ἦν γάρ ποτε χρόνος» συνάδει με το λαϊκότροπο ύφος όλου του μύθου.
Αποτελεί τυπική αρχή παραμυθιού και μέρος του σκηνικού, μια εξωτερική δηλαδή διακόσμηση που περιβάλλει την
τελεολογική εξήγηση του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του ζωικού βασιλείου και του ανθρώπου. Προβάλλει την
έννοια του χρόνου ως κυρίαρχου φυσικού μεγέθους στο οποίο εγγράφεται η ύπαρξη των θεών και των θνητών όντων.

Έτσι λοιπόν, με τη λέξη «χρόνος» ο σοφιστής εννοεί την αρχή του χρόνου, την αρχή της δημιουργίας, το σημείο
εκείνο που ακολουθεί τη θεογονία, δηλαδή τη γένεση των θεών. Είναι χαρακτηριστικό πως στην αρχαιοελληνική
μυθολογική σκέψη υπάρχει μόνο θεογονία, και όχι κοσμογονία, όπως σε άλλες μυθολογίες ή στην εβραιοχριστιανική
Γένεση. Αντίθετα από τον Ησίοδο, ο οποίος στη Θεογονία του αναφέρει, μετά τη δημιουργία των θεών, την ύπαρξη των
ανθρώπων χωρίς να εξηγεί πώς πλάστηκαν και από ποιον (θεοκεντρική προσέγγιση), ο Πρωταγόρας μεταφέρει το
κέντρο του ενδιαφέροντος στον άνθρωπο (ανθρωποκεντρική προσέγγιση). Στον μύθο του παρακολουθούμε τη
διαδικασία με την οποία τα μεν ζώα «διαμορφώθηκαν», απέκτησαν δηλαδή το καθένα τις δικές του ιδιότητες, ο δε
άνθρωπος απέκτησε τα χαρακτηριστικά εκείνα, τις αρετές, που συνιστούν τελικά την ανθρώπινη ουσία του.

Θεωρείται σημαντική η προσφορά του πρωταγόρειου μύθου, γιατί σε αντίθεση με τις παραπάνω κοσμολογικές
εκδοχές (Θεογονία του Ησιόδου κ.τ.λ.) εκφράζει αισιόδοξη ενατένιση της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού.
Συνιστά μήνυμα εμπιστοσύνης στην προοδευτική πορεία του ανθρώπινου γένους, το οποίο ξεκινώντας από
ατελέστερες μορφές βίου κατέκτησε και κατακτά υψηλότερες βαθμίδες, αξιόλογα πολιτιστικά επιτεύγματα, σε μια
προοπτική ανανεούμενων δυνατοτήτων για νέες κατακτήσεις.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Να εντοπίσετε το σημείο του κειμένου που αναφέρεται στην αντίληψη του αυτοχθονισμού και να εξηγήσετε τη σχέση
της με την ανθρωπολογική θεωρία του πρωταγόρειου μύθου.

Λύση

Η φράση αυτή υποδηλώνει την αρχέγονη αντίληψη της μητέρας-γης, μέσα στα σπλάχνα της οποίας δημιουργήθηκαν
όλα τα έμβια όντα. Πρέπει να επισημανθεί ότι στη φράση αυτή η λέξη «γη» σημαίνει το σώμα, τη γήινη σφαίρα, ενώ
στη φράση «ἐκ γῆς καὶ πυρὸς» σημαίνει την ύλη, το χώμα. Στον μητρικό κόλπο της γης (γη παμμήτωρ, μήτηρ πάντων)
αποδίδεται η δημιουργία όλων των οργανισμών, ζώων και φυτών, και από αυτόν αναδίδονται τα είδη των ζώων και
φυτών.

Επιπλέον, από την ίδια φράση διαφαίνεται η αντίληψη του αυτοχθονισμού, της πεποίθησης δηλαδή κάποιων φυλών
ότι ξεφύτρωσαν από τη γη στην οποία στη συνέχεια έζησαν και οι ίδιοι και οι απόγονοί τους κάνοντάς την πατρίδα
τους. Η πεποίθηση αυτή τους έδινε ένα αίσθημα περηφάνιας, προνομιακής σχέσης με την πατρίδα και ευγενικής
καταγωγής (πχ. ο μύθος του Κάδμου). Η ιδέα της αυτοχθονίας αναφέρεται και από το Θουκυδίδη στον Επιτάφιο του
Περικλή, παρουσιάζοντας τους Αθηναίους να νιώθουν περήφανοι για την αυτοχθονία τους. Έτσι, ενισχύεται η θεωρία
του Πρωταγόρα για τη δημιουργία των πλασμάτων κάτω από τη γη.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

«ἐκ γῆς καὶ πυρὸς … κεράννυται»: από ποια συστατικά δημιούργησαν οι θεοί, κατά τον Πρωταγόρα, τα έμβια όντα;
Ποιες κοσμολογικές θεωρίες φαίνεται να ακολουθεί ο σοφιστής;

Λύση

Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, οι θεοί δημιούργησαν τα θνητά όντα από δύο βασικά στοιχεία, το χώμα και τη φωτιά. Η
άποψη αυτή φαίνεται να ακολουθεί την κοσμογονική θεωρία του Παρμενίδη. Στη συνέχεια, όμως, με τη φράση «τῶν
ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται» η άποψή του εμπλουτίζεται και από τη θεωρία του Εμπεδοκλή, σύμφωνα με τον οποίο τα
έμβια όντα προήλθαν από τη σύνθεση της φωτιάς, του χώματος, του νερού και του αέρα. Τα δύο τελευταία στοιχεία, το
νερό και ο αέρας, δεν κατονομάζονται από τον σοφιστή.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Με ποιους τρόπους ο Επιμηθέας προσπάθησε να εξισορροπήσει τις δυνάμεις των έμβιων όντων και να εξασφαλίσει
την επιβίωση και τη διαιώνιση του είδους τους; Σε ποιον τομέα πέτυχε και σε ποιον δεν ήταν προνοητικός;

Λύση

Όσον αφορά στα ζώα η μοιρασιά που έκανε ο Επιμηθέας ήταν σοφή, αφού πέτυχε την αντισταθμιστική και ισόρροπη
κατανομή εφοδίων για τη διαιώνιση όλων των ειδών. Ειδικότερα, το έργο του μπορεί να χωριστεί στις εξής φάσεις:
αρχικά, για να προφυλάξει τα ζώα από τα άλλα ζώα, έδωσε:

- σε άλλα σωματική δύναμη,

- σε άλλα, που ήταν αδύναμα, ταχύτητα,

- σε άλλα όπλα, όπως νύχια, δόντια, κέρατα, οπλές,

- σε άλλα μικρό σώμα, και ως όπλα για να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους, φτερά ή υπόγεια κατοικία,

- σε άλλα μεγάλο σώμα, και ως όπλο για να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους, το ίδιο το μέγεθός τους.

Στη συνέχεια, για να προφυλάξει τα ζώα από την εναλλαγή των εποχών και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που
προέρχονται από τον Δία, έδωσε:

- σε άλλα πλούσιο τρίχωμα,

- σε άλλα χοντρό δέρμα,

- σε άλλα χοντρό δέρμα και χωρίς αίμα (πχ. φολίδες, λέπια).

Έπειτα, φρόντισε να δώσει διαφορετικά είδη τροφής σε κάθε είδος ζώου, για να μην εξαντληθούν συγκεκριμένα είδη
διατροφής. Έτσι, έδωσε τη δυνατότητα:

- στα φυτοφάγα ζώα να τρώνε χόρτα, καρπούς δέντρων ή ρίζες

- στα σαρκοφάγα ζώα να τρώνε τις σάρκες άλλων ζώων.

Τέλος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισορροπία στη φύση και η διαιώνιση όλων των ειδών, έδωσε:

- ολιγογονία, δηλαδή μικρή γονιμότητα, στα σαρκοφάγα ζώα και

- πολυγονία, δηλαδή μεγάλη γονιμότητα, σε όσα γίνονται βορά άλλων ζώων.


Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι στη φύση ισχύει ο νόμος της αναπλήρωσης, σύμφωνα με τον οποίο μια
αδυναμία αναπληρώνεται από μια ικανότητα. Έτσι, προκύπτει ότι ο Πρωταγόρας εξηγεί τελεολογικά αυτό τον νόμο,
εξηγεί δηλαδή τις ιδιότητες και τις ικανότητες ανάλογα με τον σκοπό που υπηρετούν και τη λειτουργία που επιτελούν.
Συγκεκριμένα:

- η ταχύτητα αντισταθμίζει την αδυναμία,

- τα φτερά ή η υπόγεια κατοικία αντισταθμίζουν το μικρό σωματικό μέγεθος,

- όσα ζώα έχουν δύναμη, δεν χρειάζονται ταχύτητα,

- όσα έχουν μεγάλο σωματικό μέγεθος, σώζονται χάρη σ’ αυτό,

- τα όπλα αντισταθμίζουν την έλλειψη δύναμης και ταχύτητας,

- για να αντιμετωπίζουν τις μεταβολές του καιρού, εφοδιάζονται με πυκνό τρίχωμα και γερό δέρμα,

- σ’ αυτά που γίνονται βορά άλλων ζώων δίνεται η δυνατότητα να γεννούν πολλούς απογόνους,

- όσα τρέφονται με άλλα ζώα, γεννούν λίγους απογόνους,

- δίνονται διαφορετικά είδη τροφής σε κάθε είδος ζώου, για να μην εξαντληθούν συγκεκριμένα είδη διατροφής.

Παρότι, όμως, πέτυχε στο έργο του εφοδιασμού των ζώων, λόγω απρονοησίας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια του
μύθου, εξάντλησε όλα τα εφόδια στα ζώα και άφησε τον άνθρωπο εντελώς αβοήθητο και ανυπεράσπιστο.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Να σκιαγραφήσετε την προσωπικότητα του Επιμηθέα και τον ρόλο του στη δημιουργία. Να λάβετε υπόψη σας και την
ετυμολογία του ονόματός του.

Λύση

Ο Επιμηθέας είναι αυτός που, όπως δηλώνει και το όνομά του (σύνθετο από τις λέξεις ἐπὶ + μῆδος),
σκέφτεται μετά την εκτέλεση μιας ενέργειας και βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειές της. Είναι «ἁμαρτίνοος» ή
«ὀψίνοος». Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να τον χαρακτηρίσουμε αστόχαστο, απερίσκεπτο, επιπόλαιο, παρορμητικό. Στον
μύθο του Πρωταγόρα παρουσιάζεται να πετυχαίνει από τη μια στο έργο της κατανομής εφοδίων στα ζώα, από την
άλλη, όμως, λόγω απρονοησίας να εξαντλεί όλα τα εφόδια στα ζώα και να αφήνει τον άνθρωπο εντελώς αβοήθητο και
ανυπεράσπιστο. Η απερισκεψία του, βέβαια, αυτή οδήγησε τον Προμηθέα στην κλοπή των τεχνικών γνώσεων και της
φωτιάς από τους θεούς, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί ο άνθρωπος στο ανώτερο από όλα τα όντα.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Με ποιες λέξεις του κειμένου συνδέονται ετυμολογικά οι παρακάτω λέξεις : τυποποίηση, μερίδα, μείγμα, σθεναρός;

Λύση

τυποποίηση: τυποῦσιν

μερίδα: εἱμαρμένος

μείγμα: μείξαντες

σθεναρός: ἀσθενεστέρους

 ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση

κατάγειον: Να σχηματίσετε 5 ομόρριζα στα νέα ελληνικά χρησιμοποιώντας το β’ συνθετικό της λέξης ως α’ ή β’
συνθετικό.

Λύση

Υπόγειος, επίγειος, (το) απόγειο, γήπεδο, γηγενής.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να δώσετε τα αντώνυμα των παρακάτω λέξεων του κειμένου στα αρχαία ελληνικά: ἀσθενεστέρους, ἄοπλον,
κατάγειον, οἰκεία.

Λύση

ἀσθενεστέρους ≠ σθεναρωτέρους, δυνατωτέρους, ἰσχυροτέρους

ἄοπλον ≠ ἔνοπλον

κατάγειον ≠ ἐπίγειον

οἰκεία ≠ ἀλλοτρία
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 3η (321b6-322a) - Η κλοπή της φωτιάς

Η ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Ο Επιμηθέας συνειδητοποιεί Ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν καταναλώσας τὰς
την απρονοησία του. δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ
ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο.

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Α. Ο Επιμηθέας συνειδητοποιεί την απρονοησία του. Η


φυσική ένδεια του ανθρώπου «Ἅτε δὴ οὖν … ὅ,τι χρήσαιτο.»

Ο Προμηθέας διαπιστώνει ότι Ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν
ο άνθρωπος έχει μείνει ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ
ανεφοδίαστος. ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον
ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς.

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Β. Ο Προμηθέας διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έχει μείνει


ανεφοδίαστος «Ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ … ἐκ γῆς εἰς φῶς.»

Ο Προμηθέας κλέβει τις Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει
τεχνικές γνώσεις από την Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί –ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς
Αθηνά και τη φωτιά από αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι– καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ.
τον Ήφαιστο για χάρη των
ανθρώπων. Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Γ. Ο Προμηθέας κλέβει τις τεχνικές γνώσεις από την Αθηνά
και τη φωτιά από τον Ήφαιστο για χάρη των ανθρώπων «Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος …
δωρεῖται ἀνθρώπῳ.»

Απρόσιτη η πολιτική τέχνη. Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν·
ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. Τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῡ Διὸς οἴκησιν
οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν –πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν–

Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Δ. Απρόσιτη η πολιτική τέχνη «Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον
σοφίαν … φοβεραὶ ἦσαν–»

Αποτελέσματα της εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν
πράξης κλοπής του εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῡ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν
Προμηθέα: τῆς Ἀθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου
γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι᾽ Ἐπιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.
• Πρόσφερε
πλούσια μέσα
για τη ζωή των Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Ε. Τα αποτελέσματα της πράξης του Προμηθέα «εἰς δὲ τὸ
ανθρώπων, τῆς Ἀθηνᾶς … δίκη μετῆλθεν.»

• τιμωρήθηκε για
την πράξη του

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Επειδή λοιπόν ο Επιμηθέας δεν ήταν και πολύ σοφός, ξόδεψε χωρίς να το καταλάβει (ή: διέφυγε της προσοχής του και
ξόδεψε) τις ιδιότητες στα άλογα όντα˙ του απέμενε μάλιστα χωρίς εφόδια ακόμη το γένος των ανθρώπων και
βρισκόταν σε αμηχανία τι να κάνει. Κι ενώ αυτός βρισκόταν σε αμηχανία, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη
μοιρασιά και βλέπει τα άλλα ζώα ότι ήταν εφοδιασμένα με όλα τα κατάλληλα μέσα, τον άνθρωπο όμως γυμνό και
ξυπόλητο και χωρίς στρωσίδια και χωρίς όπλα˙ και στο μεταξύ έφτανε πια και η καθορισμένη από τη μοίρα μέρα, κατά
την οποία έπρεπε και ο άνθρωπος να βγει από τη γη στο φως. Επειδή λοιπόν ο Προμηθέας βρέθηκε σε δύσκολη θέση,
ποια λογής σωτηρία να βρει για τον άνθρωπο, αποφασίζει να κλέψει τις τεχνικές γνώσεις του Ηφαίστου και της
Αθηνάς μαζί με τη φωτιά –γιατί ήταν αδύνατο να αποκτηθούν αυτές από κάποιον ή να χρησιμοποιηθούν χωρίς τη
φωτιά– και με αυτόν τον τρόπο λοιπόν τις δωρίζει στον άνθρωπο. Τις γνώσεις του λοιπόν για την αντιμετώπιση των
βιοτικών αναγκών έτσι τις απέκτησε ο άνθρωπος, την πολιτική όμως τέχνη δεν την είχε˙ γιατί αυτή την κατείχε ο Δίας.
Και ο Προμηθέας δεν είχε πια τα χρονικά περιθώρια να μπει στην ακρόπολη, την κατοικία του Δία –εκτός αυτού και οι
φρουροί του Δία ήταν φοβεροί– μπαίνει όμως κρυφά στο κοινό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, μέσα στο
οποίο οι δυο τους ασκούσαν με αγάπη τις τέχνες τους, και αφού έκλεψε και την τέχνη της φωτιάς του Ηφαίστου και
την άλλη της Αθηνάς, τις δίνει στον άνθρωπο. Και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται βέβαια για τον άνθρωπο
αφθονία μέσων για τη ζωή του, ο Προμηθέας όμως εξαιτίας του Επιμηθέα αργότερα, όπως λέγεται, διώχτηκε
δικαστικά για κλοπή (ή: καταδικάστηκε για κλοπή).

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 77, 78)

Ἅτε ὢν = επειδή ήταν (αιτιολογική μετοχή πραγματικής/αντικειμενικής αιτιολογίας, επειδή συνοδεύεται από το
μόριο ἅτε)

τῳ = από κάποιον (δεύτερος τύπος της δοτικής ενικού της αόριστης αντωνυμίας τὶς -> τινὶ / τῳ)

οὐκέτι = δεν … πια

πρὸς δὲ = επιπλέον, πέρα απ’ αυτό (εμπρόθετος προσδιορισμός της προσθήκης)

λαθὼν = κρυφά

ἐφιλοτεχνείτην = ασκούσαν και οι δύο (: δυικός αριθμός) με αγάπη τις τέχνες τους (το «με αγάπη» προκύπτει από το
πρώτο συνθετικό του ρήματος «φιλο-»).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Ἔλαθεν, λαθὼν < λανθάνω: λάθος, αλάθητος, λήθη, λησμονιά, λαθραίος, λαθρεπιβάτης, λαθρεμπόριο,
λαθροκυνηγός, αλήθεια, αναληθής

καταναλώσας < κατὰ + ἀναλίσκω: καταναλωτής, (κατ-)ανάλωση, παρανάλωμα, καταναλωτικός

δυνάμεις < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός, δυνάστης,
δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, ενδυνάμωση, αδύναμος, αδυναμία

λοιπὸν < λείπω: λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λειψανδρία, έκλειψη, παράλειψη, διάλειψη, εγκατάλειψη, έλλειψη,
διάλειμμα, έλλειμμα, ελλειπτικός, ελλιπής, λιποβαρής, λιπόψυχος, λιποθυμία, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία,
λοιπός, λοιπόν, κατάλοιπος, υπόλοιπος

χρήσαιτο < χρήομαι -ῶμαι: χρήση, χρήστης, χρήσιμος, χρησιμοθήρας, χρηστικός, χρησιμότητα, χρησιμοποίηση,
αχρησιμοποίητος, χρηστός, εύχρηστος, δύσχρηστος, άχρηστος, ιδιοχρησία, χρήμα, χρηματικός, χρησμός

ἀποροῦντι < ἀπορῶ < ἄπορος < ἀ- στερητικό + πόρος: πορεία, πορθμός, εύπορος, άπορος, απορία, βιοπορισμός,
βιοποριστικός, οδοιπόρος, οδοιπορία, οδοιπορικός, αργοπορία, πεζοπόρος, πεζοπορία, αεροπόρος, αεροπορία,
πρωτοπόρος, πρωτοπορία

ἐμμελῶς < ἐμμελής < ἐν + μέλος (= μελωδία, μουσική): μελογράφος, μελογραφία, μελοποιός, μελωδός, μελωδία

ἔδει < δεῖ: δέηση, ενδεής αδέητος

εὕροι < εὑρίσκω: δυσεύρετος, ευρεσιτεχνία, εύρετρα, εύρημα, ευρηματικός, εφευρέτης

κλέπτει < κλέπτω: κλοπή, κλοπιμαία, κλέφτης, υποκλοπή, κλεπτομανής, κλεψύδρα

πυρὶ < πῦρ: πυρά, πυρκαγιά, πύρινος, πυρετός, πυρήνας, πυρσός, πυρίμαχος, πυρπόληση, πύραυλος, πυραγός,
πυρασφάλεια, πυρόπληκτος, πυρομανής, πυροβόλος, πυροσβέστης, πυροδότηση, πυροκροτητής, πυρομαχικά (τα),
πυροτέχνημα, πυροτεχνουργός, πυρότουβλο, πυροφάνι, πυράκτωση, αναζωπύρωση

ἀμήχανον < ἀ- στερητικό + μηχανή < μῆχος (τό): μηχανή, μηχάνημα, μηχανικός, μηχανισμός, πολυμήχανος,
αμήχανος, μηχανοκίνητος, μηχανόβιος, μηχανογράφηση, μηχανοργάνωση, μηχανοδηγός, μηχανολόγος,
μηχανοστάσιο, βιομηχανία

κτητὴν < κτάομαι -ῶμαι: κτήμα, κτήση, κτητικός, κτήτορας, κτήνος, κτηματίας, κτηματικός, ακτήμονας,
γαιοκτήμονας, κτηματομεσίτης, κτηματολόγιο, ανάκτηση, κατάκτηση, κατακτητικός, επανάκτηση, αγανάκτηση,
αγρόκτημα, απόκτημα, επίκτητος, ιδιόκτητος, ιδιοκτήτης, ιδιοκτησία, πλοιοκτήτης

δωρεῖται < δωροῦμαι < δῶρον < δίδωμι: δωρεά, δωρητής, δωροδότης, δωροθέτης, δώρημα, δωροδοκία, δόση,
μισθοδοσία, λογοδοσία, ηλεκτροδότηση, σηματοδότης, δοσολογία, δοσίλογος, επίδοση, παράδοση, έκδοση, απόδοση,
μετάδοση, δότης, αιμοδότης, καταδότης, εκδοτικός, αποδοτικός, ενδοτικός, μεταδοτικός

ἐνεχώρει < ἐν + χωρέω-ῶ: αναχώρηση, αναχωρητής, αχώρητος συγχώρηση, χωρικός, χώρος

ἐφιλοτεχνείτην < φιλοτεχνέω-ῶ: άτεχνος, φιλοτέχνημα, φιλοτέχνηση, φιλοτεχνικός, φιλότεχνος


ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Επιμηθέας μοίρασε με σοφία τα εφόδια στα ζώα, στο τέλος όμως της κατανομής διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε αρκετά
προνοητικός, καθώς δεν του έμειναν εφόδια για τον άνθρωπο. Κι ενώ βρισκόταν σε αμηχανία, έρχεται ο Προμηθέας
για να κάνει επιθεώρηση και διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος ήταν εντελώς ανυπεράσπιστος και ανεφοδίαστος. Για να
αντισταθμίσει, λοιπόν, την παράλειψη του Επιμηθέα, μπαίνει κρυφά στο εργαστήρι του Ηφαίστου και της Αθηνάς,
κλέβει τις τεχνικές γνώσεις μαζί με τη φωτιά, που είναι απαραίτητη στην τεχνική, και τις χαρίζει στον άνθρωπο, για
να έχει μέσα για τη ζωή του. Όμως, δεν μπόρεσε να κλέψει την πολιτική τέχνη, γιατί τη φύλαγε ο Δίας και οι φρουροί
του ήταν φοβεροί. Συνέπεια της πράξης αυτής του Προμηθέα ήταν να τιμωρηθεί σκληρά.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. Ο ΕΠΙΜΗΘΕΑΣ ΣΥΝΗΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΑΠΡΟΝΟΗΣΙΑ ΤΟΥ. Η ΦΥΣΙΚΗ ΕΝΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ «Ἅτε δὴ
οὖν … ὅ,τι χρήσαιτο.»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Ήδη από την αρχή της (διδακτικής) ενότητας τονίζεται η κατάσταση φυσικής αδυναμίας στην οποία βρέθηκε ο
άνθρωπος λόγω της απρονοησίας του Επιμηθέα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της πνευματικής του κατωτερότητας («οὐ
πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς»). Ενώ, λοιπόν, ο Επιμηθέας είχε δώσει με φροντίδα και σοφία όλα τα απαραίτητα
εφόδια στα ζώα, στο τέλος της μοιρασιάς διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε αδιέξοδο («ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο»), γιατί τα
εφόδια εξαντλήθηκαν και ο άνθρωπος έμεινε «ἀκόσμητος».

Η συμβολική/μυθική αυτή αποτίμηση του τρόπου, με τον οποίο ο Επιμηθέας μοίρασε τις φυσικές ιδιότητες στους
ζωικούς οργανισμούς, αποκαλύπτει σταδιακά την πρωταγόρεια σκέψη. Η επιμηθεϊκή φάση, που αντιστοιχεί στον
φυσικό χρόνο του βιολογικού σχηματισμού των ζωικών ειδών, κλείνει με το ανθρώπινο είδος το οποίο
εμφανίζεταιτελευταίο στη σειρά των ζωικών οργανισμών. Ως τελευταίο μένει «ἀκόσμητον», που σημαίνει ότι έχει τα
λιγότερα φυσικά εφόδια για να επιβιώσει ως είδος στη φύση. Συνεπώς, η φυσική κατάσταση του ανθρώπου κατά το
στάδιο σχηματισμού των ειδών μπορεί να αποδοθεί με την έννοια της «ἀπορίας», δηλαδή της φυσικής αδυναμίας και
συγχρόνως της ανάγκης για εξεύρεση τρόπων και μέσων αντιμετώπισής της (ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο). Ο άνθρωπος
αναγκάζεται να αναζητήσει τον πόρο, τη λύση του προβλήματος και την υπέρβαση της δυσκολίας. Αξιοσημείωτη η
τριπλή επανάληψη της απορίας στο κείμενο: ἠπόρει, ἀποροῦντι, ἀπορίᾳ.

Από την άποψη αυτή ο Πρωταγόρας προβάλλει από την αρχή τη φυσική ένδεια του ανθρώπου, γιατί, από τη στιγμή
που ο άνθρωπος δεν διαθέτει φυσικά εφόδια αυτοσυντήρησης του είδους του, η ύπαρξή του εξαρτάται από τον ίδιο και
όχι από τη φύση. Επίσης, έτσι θα οδηγηθεί λογικά στο διδακτό της αρετής και στη δικαίωση του ρόλου του ως
δάσκαλου της ευβουλίας.

«τὸ ἀνθρώπων γένος»

Στον μύθο του Πρωταγόρα χρησιμοποιείται και ο όρος «τὸ ἀνθρώπων γένος» ως έννοια γενική και αναφέρεται στους
ανθρώπους συνολικά. Με τη χρήση του συγκεκριμένου όρου προβάλλεται η απροκατάληπτη ενότητα του ανθρώπινου
γένους, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από διακρίσεις και ανισότητες που οφείλονται στη φύση. Ο Πρωταγόρας με τη
συγκεκριμένη έκφραση φαίνεται ότι υπερασπίζεται την άποψη ότι οι άνθρωποι είναι φύσει ίσοι, αλλά θέσει άνισοι,
δηλαδή η φύση προίκισε τους ανθρώπους με τα ίδια γνωρίσματα, αλλά η κοινωνική συμβίωση και οργάνωση τελικά
τους καθιστά άνισους. Η άποψη αυτή εκφράζει το ίδιο πρωτοποριακό και ιδεολογικά ριζοσπαστικό πνεύμα που
χαρακτηρίζει τις θέσεις πολλών σοφιστών για την ενότητα και την ισότητα των ανθρώπων. Ιδιαίτερα οι σοφιστές
Αντιφώντας και Αλκιδάμας τάχθηκαν κατά των κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων και ο Ιππίας, ο οποίος
αναφέρεται στον Πρωταγόρα (κεφ. ΚΔ’), υπέρ της ενότητας των ανθρώπων.

Β. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΙ ΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΧΕΙ ΜΕΙΝΕΙ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΤΟΣ «Ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ … ἐκ


γῆς εἰς φῶς.»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Καθώς ο Επιμηθέας βρίσκεται σε αδιέξοδο σχετικά με την κατάσταση του ανθρώπου (ἠπόρει, ἀποροῦντι), ο
Προμηθέας αναλαμβάνει να επιθεωρήσει το έργο του αδελφού του. Αντιλαμβάνεται τότε ότι ο άνθρωπος απέμεινε
γυμνός και ξυπόλητος και χωρίς στρωσίδια και χωρίς όπλα («γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον»),
ον χωρίς δυνατότητα αυτό-υπεράσπισης, τη στιγμή μάλιστα που πλησίαζε η καθορισμένη μέρα της εξόδου του προς το
φως. Όμως, η έξοδος του ανθρώπου από το εσωτερικό της γης, «ἐκ γῆς», στο φως του ήλιου δεν οφείλεται στις έτοιμες
δυνάμεις ύπαρξης που του χάρισε η φύση (Επιμηθέας), όπως έγινε για τα άλλα ζωικά είδη. Για τα ζωικά είδη η ανοδική
πορεία από το εσωτερικό της γης στο φως ήταν απλώς μια πορεία προς τη βιολογική ύπαρξη. Αντίθετα, για τον
άνθρωπο η πορεία από το εσωτερικό της γης στο φως συνιστά μια ανοδική πορεία από τις εξαρτήσεις της βιολογικής
ύπαρξης στην αυτονομία του νοήμονος όντος. Αυτό το ποιοτικά διαφορετικό, σε σχέση με τα ζωικά είδη, πέρασμα του
ανθρώπου από τη γη στο φως, από τη βιολογική παρουσία στη νοήμονα και αυτοπροσδιοριζόμενη ύπαρξη, αποδίδεται
συμβολικά με τη μορφή του Προμηθέα.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα (αλλά και τη σύγχρονη φιλοσοφική
ανθρωπολογία), ο άνθρωπος ήταν το πιο ελλιπές και το πιο απροστάτευτο από όλα τα έμβια όντα όσον αφορά το
βιολογικό εξοπλισμό του, που υποδηλώνεται με το επίθετο «ἀκόσμητον». Η υλική υπόσταση και η βιολογική θωράκιση
του ανθρώπου είναι ανίσχυρες στους κινδύνους του περιβάλλοντος, ο οποίος μάλλον βρίσκεται στο έλεος φυσικών
δυνάμεων. Ωστόσο, την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι το πλέον απροστάτευτο από τα ζώα επικρίνει ο Αριστοτέλης, ο
οποίος στο έργο του Περὶ ζῴων μορίων (IV, 10) υποστηρίζει ότι η δημιουργία του ανθρώπου ήταν τέλεια και «όσοι λένε
ότι είναι ανυπόδητος, γυμνός, χωρίς οπλισμό για να αμυνθεί, λαθεύουν».

«ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα»

Η φράση αυτή, όπως και η φράση της προηγούμενης ενότητας «χρόνος εἱμαρμένος», αποτελεί στοιχείο του μύθου που
προσδιορίζει χρονικά τα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου. Εκφράζει το πλήρωμα του χρόνου, το πέρασμα από μία
εποχή σε άλλη, από μία μορφή ζωής σε άλλη, που δεν είναι ούτε στιγμιαίο ούτε αυτόματο, αλλά υπακούει σε δύναμη
αναπότρεπτη, ισχυρότερη και από τους θεούς (ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Π 441, αναφέρει την αίσα ή μοίρακαι ο Αισχύλος
στις τραγωδίες του την Ανάγκη). Αν αφαιρέσουμε το περίβλημα του μύθου, σημαίνει ότι το πέρασμα σε μια επόμενη
φάση εξέλιξης γίνεται κάτω από την πίεση της ανάγκης για επιβίωση ή βελτίωση της ζωής. Ανάλογη είναι η
χριστιανική φράση «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου».

Γ. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΚΛΕΒΕΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΦΑΙΣΤΟ ΓΙΑ
ΧΑΡΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ «Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος … δωρεῖται ἀνθρώπῳ.»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Όταν ο Προμηθέας αντιλήφθηκε το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε το έργο του Επιμηθέα, αποφασίζει να μπει κρυφά
στο εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου και να κλέψει την «ἔντεχνον σοφίαν» και τη φωτιά που θα βοηθούσαν
τον άνθρωπο στην επιβίωση και εξέλιξή του.

Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην αναζήτηση της αυτονομίας του
συμβολίζεται με τον Προμηθέα και τη φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το εργαστήρι της
Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να γίνει, αλλά ως
ευρηματική πράξη του Προμηθέα-ανθρώπου που υπαγορεύεται από την ίδια την αρχή της αναπλήρωσης στη φύση, η
οποία κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα. Τα «δώρα» αναπληρώνουν τη φυσική αδυναμία του ανθρώπου στον
κόσμο. Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνική και η
γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον άνθρωπο να επινοεί τα προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις
επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις
επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής.

Ειδικότερα η κατάκτηση τεχνικής συνδέεται με την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων, την οργάνωση της
εργασίας ως κατασκευαστικής διαδικασίας, για παράδειγμα σπιτιών, όπλων, εργαλείων, με την επινόηση
συμβολικών συστημάτων επικοινωνίας και αντιμετώπισης καθημερινών αναγκών, πχ. γλώσσα, γραφή, αρίθμηση,
με την καλλιέργεια, πχ. γης, και με την αγωγή, καθώς όλα αυτά δεν είναι εξωτερικά προς τη φύση του ανθρώπου,
αλλά την επηρεάζουν και οδηγούν τον άνθρωπο σταδιακά σε έλεγχο των παθών και οργάνωση της άμυνάς του προς
τους άλλους.

Η μυθική μορφή με την οποία ο Πρωταγόρας ντύνει την άποψή του για τη γένεση του πολιτισμού δεν μας επιτρέπει να
πάρουμε κάθε λέξη του τοις μετρητοίς. Πρόκειται βέβαια για συμβολισμούς και θα πρέπει να δούμε την επέμβαση του
Προμηθέα ως φάση της εξέλιξης, στην οποία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επιβίωση του ανθρώπου και την
προσαρμογή του στο φυσικό περιβάλλον, πραγματοποιείται η γένεση των τεχνών και σχηματίζονται οι πρώτες
κοινωνίες. Δεν πρόκειται δηλαδή για γνώσεις χορηγημένες εκ των προτέρων ως ολοκληρωμένο σύνολο, a priori. Στην
προηγούμενη φάση του Επιμηθέα συντελείται ο βιολογικός σχηματισμός του ανθρώπου και στη φάση του Προμηθέα
εκδηλώνεται ο πνευματικός σχηματισμός του, ο οποίος τον ορίζει άλλωστε ως είδος. Η ερμηνεία αυτή συμφωνεί με την
άποψη των σοφιστών και του Πρωταγόρα ότι όλα είναι προϊόντα της πείρας που συσσωρεύεται με την πάροδο του
χρόνου, δηλαδή πρόκειται για επώδυνες, δύσκολες και κοπιαστικές κατακτήσεις του ανθρώπου μέσα στον χρόνο.

Παράλληλα για τα προμηθεϊκά δώρα υπάρχει και η ερμηνευτική άποψη (κύριος εκφραστής της ο W.K.C. Guthrie,Οι
Σοφιστές, ΜΙΕΤ 1991, σελ. 90-95) ότι οι τεχνικές γνώσεις δίνονται στον άνθρωπο εκ των προτέρων ως ολοκληρωμένο
σύνολο, a priori, και όχι ως θησαύρισμα σταδιακής πείρας μέσα στους αιώνες. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στο ότι τα
δώρα δίνονται πριν ο άνθρωπος βγει στο φως, τη στιγμή της δημιουργίας του, και συνεπώς τα προϋποθέτει για τη
δημιουργία πολιτισμού. Ισοδυναμούν με τη δεξιοτεχνία (σύνεσις στον Ευριπίδη) που δωρίζουν οι θεοί στον άνθρωπο
σύμφωνα με τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη.

[Εν προκειμένω δεν αξιολογούμε τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του μύθου, απλώς τις παραθέτουμε, επιχειρούμε όμως
να κατανοήσουμε τον λόγο του Πρωταγόρα, τον αντίλογο του Σωκράτη και τον φιλοσοφικό προβληματισμό που θέτει
ο διάλογος στις εξεταζόμενες ενότητες για το διδακτό ή όχι της πολιτικής αρετής].

Τα δώρα του Προμηθέα στο ανθρώπινο γένος

α). «ἔντεχνος σοφία»: το επίθετο «ἔντεχνος» υποδηλώνει αυτόν που είναι μέσα στα όρια της τέχνης, τον έμπειρο, τον
επιδέξιο. Στη φράση «ἔντεχνος σοφία», η λέξη «σοφία» υποδηλώνει τη σοφία που εμπεριέχει την τέχνη, τη σοφία που
συμπορεύεται με την τέχνη, τις τεχνικές γνώσεις. Αρχικά η έννοια της σοφίας έχει κυρίως να κάνει με τη δεξιότητα και
την εμπειρία σε κάποια τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μεταλλουργία, την ιατρική, κ.τ.λ. Ο προσδιορισμός
«ἔντεχνος» επιτρέπει εδώ στον Πρωταγόρα να διευκρινίσει, επομένως, πως αυτού του είδους τη σοφία εννοεί και όχι
αυτή που συνδέουμε με τη γνώση των επιστημών και τη φιλοσοφία, δηλαδή τις θεωρητικές γνώσεις.

Ως προς τις καλές τέχνες, η έντεχνη σοφία δεν σχετίζεται με τη σύλληψη της ιδέας ενός καλλιτεχνικού έργου, αλλά με
την αναγκαιότητα χρήσης τεχνικών γνώσεων και εργαλείων για τη δημιουργία κάποιων από αυτά (πχ. Αρχιτεκτονική,
γλυπτική).

Κατανοούμε, λοιπόν, τον όρο ως τεχνογνωσία, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να προβεί σε επινοήσεις και
εφαρμογές σωτήριες για τη ζωή του που προωθούν την εν γένει παρουσία του στον κόσμο. Ειδικότερα, η τεχνογνωσία
συνδέεται με τις τεχνικές δεξιότητες και την κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι ο
άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει και να οργανώσει τη διαδικασία της εργασίας, η οποία συμπυκνώνει με τον
καλύτερο τρόπο το άλμα του πρώην, απλώς «ζωικού οργανισμού» σε ήδη άνθρωπο που αποδεσμεύεται σταδιακά από
τις αλυσίδες της βιολογικής νομοτέλειας και προ-νοεί για τις επόμενες στιγμές της ζωής του. Συνδεδεμένη με τη
διαδικασία της εργασίας είναι η διαδικασία κατασκευής και επινόησης, καλλιέργειας και αγωγής. Με την
κατασκευαστική και επινοητική ικανότητα ο άνθρωπος δίνει υπόσταση στους σχεδιασμούς του και τα ευρήματα του
νου του, κατασκευάζοντας σπίτια, σκεύη, εργαλεία, όπλα, αλλά και προβαίνει σε επινοήσεις συμβολικών συστημάτων
όπως η γλώσσα, η γραφή, η αρίθμηση, που διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας του σε σχέση με τη βιολογική αιτιότητα.
Με την καλλιέργεια (γης, γραμμάτων, τεχνών και καλών τεχνών) και την αγωγή διαμορφώνει σκόπιμα τις
προϋποθέσεις για παραγωγή έργων και μέσων και για νέες δημιουργίες μέσα από την αξιοποίηση εργαλείων και
γνώσεων τεχνικής.

Όμως, η συνολική διαδικασία γίνεται συγχρόνως και τρόπος αγωγής της φύσης του, τρόπος εξέλιξης και διαμόρφωσής
του, καθώς περιέρχεται στη θέση να ελέγξει τα πάθη του, να τιθασεύσει το ένστικτο και να οργανώσει τις άμυνες του
εαυτού του στον αγώνα επιβίωσης.

β). «ἔμπυρος τέχνη»: Η φωτιά, η πρώτη μεγάλη πηγή ενέργειας που έμαθε να μεταχειρίζεται ο άνθρωπος, εύλογα
τοποθετείται στη βάση όλων των έως τότε τεχνολογικών κατακτήσεων. Ως πηγή ενέργειας υπήρξε αναγκαία συνθήκη
για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στα υψηλά τεχνικά επιτεύγματα και να αντισταθμίσει με αυτά τη φυσική αδυναμία του.
Η «ἔμπυρος τέχνη» εκφράζει την εφαρμοσμένη, την κατασκευαστική εκδήλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η
«ἔμπυρος τέχνη» είναι η πρακτική εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων κυρίως με τη χρήση της φωτιάς, καθώς είναι
γνωστό ότι πολλά υλικά, όπως τα μέταλλα, μπορούν να γίνουν αντικείμενο κατεργασίας με τη χρήση της φωτιάς. Ο
Πρωταγόρας, λοιπόν, πρέπει να είχε στο μυαλό του αυτό που σήμερα ονομάζουμε τεχνολογία, τηρουμένων των
αναλογιών. Εννοούμε, βέβαια, μια τεχνολογία προσαρμοσμένη στα μέσα και τις δυνατότητες της εποχής.

Με την κλοπή της φωτιάς, που συμβολίζει επιπλέον τη δημιουργικότητα, τη ζωτικότητα και τη φαντασία, αψηφώντας
τις άλογες και αυθαίρετες αποφάσεις του Δία, ο Προμηθέας εκφράζει και ενισχύει την ορθολογική πίστη ότι ο
άνθρωπος μπορεί με τη γνώση και την πράξη να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να καλυτερέψει τη
ζωή του.

Δ. ΑΠΡΟΣΙΤΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ «Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν … φοβεραὶ ἦσαν-»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Τα δώρα του Προμηθέα συνετέλεσαν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος «τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν», χρήσιμες δηλαδή
γνώσεις, προκειμένου να αντισταθμίσει τις ελλείψεις των εφοδίων που είχαν δοθεί στα υπόλοιπα έμβια όντα. Ο
Πρωταγόρας όμως θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει στο σημείο αυτό της αφήγησης ότι ο Προμηθέας δεν μπόρεσε να δώσει
στους ανθρώπους την πολιτική τέχνη, το υψηλότερο και καλύτερο δώρο, φυλαγμένο από τον ίδιο τον Δία, αλλά με την
πράξη κλοπής περιορίστηκε στο δώρο της τεχνογνωσίας, ευεργετικό βέβαια, αλλά κατώτερο. Γίνεται σαφές ότι η
πολιτική τέχνη είναι ανώτερη κατάκτηση, η οποία στον μύθο χαρακτηρίζει την κοινότητα των θεών και όχι των
ανθρώπων, και αποτελεί στοιχείο εξουσίας του Δία απέναντι στους άλλους θεούς και τον κόσμο. Η παρουσίασή τους
ως δώρων των θεών και όχι ως ανακαλύψεων του ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί και ως ένδειξη σεβασμού προς
αυτούς και προσπάθεια αποφυγής ύβρης εκ μέρους των ανθρώπων.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η άποψη που συνάγεται από τον μύθο και αποδίδεται στον Πρωταγόρα ότι στην προϊστορία
του ανθρώπινου γένους προηγήθηκε η κατάκτηση τεχνικής πρόσφορης για τον βιοπορισμό του και ακολούθησε η
κατάκτηση της πολιτικής τέχνης. Άρα η κατάκτηση της τεχνικής από τον άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται σαν τιτανική
πράξη κλοπής, συνέβη σε μια πρώιμη φάση, προκοινωνική και δείχνει τις τότε δυνατότητες του ανθρώπινου
πνεύματος. Αντίθετα, η πολιτική ήταν ακόμη απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα και κατακτήθηκε σε
υστερότερη στιγμή της ιστορίας του ανθρώπου και αφού είχαν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες.

«Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν»

Οι φύλακες του Δία ήταν η Βία και το Κράτος, που αναφέρονται τόσο στη Θεογονία του Ησιόδου όσο και στονΠρομηθέα
Δεσμώτη του Αισχύλου. Πρόκειται για τα όργανα εξουσίας του Δία. Στον μύθο του Πρωταγόρα συμβολίζουν τη
δυσκολία και τις επίπονες προσπάθειες του ανθρώπινου γένους να αποκτήσει την πολιτική τέχνη, τις γνώσεις δηλαδή
για την οργάνωση κοινωνιών και για την ανάπτυξη πνευματικού πολιτισμού. Έμμεσα προβάλλει την αξία και τη
σημασία της τέχνης που υπόσχεται ότι διδάσκει στους νέους της Αθήνας.

Ε. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ «εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς … δίκη μετῆλθεν.»
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Στην εξέλιξη του μύθου και στο εδάφιο «Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν … ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ
βίου γίγνεται» παρατηρούμε την επιμονή του αφηγητή στη σημασία των «δώρων» («περὶ τὸν βίον
σοφίαν …εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου»). Η δυναμική της ιστορίας είναι φανερή: πιο πάνω από την τεχνική είναι η
πολιτική, αλλά όχι ακόμη για τον άνθρωπο. Προηγείται η επίλυση ζωτικών αιτημάτων των υλικών συνθηκών ύπαρξης
του ανθρώπου, η οποία στη συνέχεια του επιτρέπει να σκεφτεί για τα επιτεύγματά του, την κυριαρχία του στη φύση
και την προαγωγή των συνθηκών ζωής του. Κάθε στάδιο προετοιμάζεται από το προηγούμενο και προετοιμάζει το
επόμενο σε μια δυναμική πορεία, όπου η κάθε κατάκτηση γίνεται βάση για την επόμενη με πολύ κόπο και με μεγάλο
τίμημα κάποιες φορές, οπωσδήποτε καθόλου ανώδυνα. Κάθε επίτευγμα απαιτεί ανυπολόγιστες θυσίες σε μια πορεία
συνεχούς αναζήτησης του καλύτερου. Και αυτή τη διπλή διάσταση της επιτυχίας και του τιμήματός της υπενθυμίζει η
λιτή αναφορά στην τιμωρία του Προμηθέα. Το επίτευγμα για να έχει αξία και διάρκεια προϋποθέτει αυταπάρνηση και
ανιδιοτέλεια και αυτό το υπαινίσσεται η φράση του Πρωταγόρα στην οποία φαίνεται ότι ο θεός που λυπήθηκε τους
ανθρώπους και έκλεψε τη φωτιά, τιμωρήθηκε για την πράξη του.

1. «εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινὸν»

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ήφαιστος και η Αθηνά συνδέονταν πολύ στενά μεταξύ τους. Μάλιστα, σε πολλά
μέρη της αρχαίας Ελλάδας οι δύο θεοί λατρεύονταν μαζί σε κοινές γιορτές, όπως αυτές των Απατουρίων και
Χαλκείων, ενώ υπήρχαν και κοινά ιερά που αφιερώνονταν σε αυτούς, όπως αυτό στην Αγορά της αρχαίας
Αθήνας. Ειδικότερα, η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία, ήταν η θεά της σοφίας και των τεχνών και
αντιπροσώπευε τη γνώση. Ο Ήφαιστος ήταν γιος του Δία και της Ήρας, λατρευόταν ως θεός της φωτιάς και
αντιπροσώπευε τις πρακτικές γνώσεις. Επιπλέον, η Αθηνά ήταν παιδαγωγός του γιου του Ηφαίστου, του
Εριχθονίου.

Η αναφορά του Πρωταγόρα στην Αθηνά και τον Ήφαιστο και στο εργαστήρι τους συνιστά και έναν σαφή
υπαινιγμό οργάνωσης της θεϊκής κοινότητας στη βάση ενός «καταμερισμού των εργασιών», όπου ο Δίας κατέχει
την ύψιστη πολιτική τέχνη, ενώ η Αθηνά και ο Ήφαιστος καταγίνονται με τέχνες συνδεδεμένες με την
αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών επιβίωσης, την πρακτική επινοητικότητα και την κατασκευαστική
ικανότητα.

2. Η τιμωρία του Προμηθέα «Προμηθέα δὲ … κλοπῆς δίκη μετῆλθεν»

α. Ο Προμηθέας τιμωρήθηκε σκληρά για την πράξη κλοπής που έκανε από αγάπη προς το ανθρώπινο γένος. Στο
κείμενο αναφέρεται πολύ λιτά ότι ο Προμηθέας δικάστηκε για κλοπή εξαιτίας της απρονοησίας του αδερφού του,
του Επιμηθέα. Ο Πρωταγόρας συνδέει την αφήγησή του με τη γνωστή μυθική αφήγηση για την τιμωρία του
Προμηθέα, την οποία παραλείπει ως γνωστή «ᾗπερ λέγεται». Βέβαια, άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Δίας,
οργισμένος από την πράξη του, του επέβαλε μια σκληρότατη τιμωρία: τον έδεσε με αλυσίδες σε έναν βράχο του
Καυκάσου και έστειλε έναν γυπαετό να του κατασπαράζει το συκώτι, το οποίο ξαναγινόταν τη νύχτα. Από το
μαρτύριο αυτό, που επαναλαμβανόταν καθημερινά, τον απάλλαξε ο Ηρακλής σκοτώνοντας το σαρκοβόρο
πουλί.

β. Σύμφωνα με το σχόλιο του σχολικού βιβλίου, η λέξη «δίκη» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τις εξής σημασίες:

• το ορθό, το δίκαιο, η συνήθεια που πηγάζει από την ορθή χρήση των πραγμάτων, το έθιμο,

• η καλή συνήθεια, η τάξη, η αρμονία, το δίκαιο,

• η κρίση, η γνώμη, η απόφαση,

• κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στη διατήρηση και απονομή του νόμου,

• η δικαστική διαδικασία, η εκδίκαση μιας απόφασης και

• η δικαστική απόφαση, η τιμωρία, το πρόστιμο.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ (στις ενότητες 2 και 3)

Αισθητικά ο μύθος του Πρωταγόρα παρουσιάζει συνδυασμό στοιχείων λαϊκού ύφους και περίτεχνης συσσώρευσης
ποιητικών εκφράσεων και σχημάτων λόγου.

Πιο συγκεκριμένα:

• Στοιχεία λαϊκού ύφους στη 2η και 3η ενότητα:


• Η φράση: «Ἦν γάρ ποτε χρόνος»
• Απλή σύνταξη:
• μικροπερίοδος λόγος
• παρατακτική σύνδεση
• επαναλήψεις (κυρίως ρημάτων: «νέμω», «μηχανῶμαι», «προσάπτω», «ἀπορῶ», «δίδωμι»)
• συχνή χρήση του «οὖν» και του «ἐπειδὴ»
• Παραδείγματα ποιητικών εκφράσεων: χρόνος ἦλθεν, γῆς ἔνδον, ἄοπλον φύσιν, σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν
φυγήν, τῷδε αὐτῷ (αντί αὐτῷ τούτῳ), ἀϊστωθείη, ἀλληλοφθοριῶν, διαφυγὰς ἐπήρκεσε κ.ά.

• Σχήματα λόγου:

Σχήμα χιασμού:

«ἐκ γῆς καὶ πυρὸς … ὅσα πυρὶ καὶ γῇ»

Ρητορικά σχήματα (διαιρέσεις): «ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα, δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα»

Σχήμα μείωσης και λιτότητας: «οὐ πάνυ τι» αντί «ἐλάχιστα»: τονίζει την απρονοησία του Επιμηθέα ως
αποτέλεσμα της πνευματικής του κατωτερότητας.

Αντιθέσεις:
«… τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε …»: τονίζεται η διαφορά του
ανθρώπου από τα άλλα ζώα όσον αφορά την κατανομή εφοδίων

«… ἐκ γῆς εἰς φῶς»: η αντίθεση τονίζει την έξοδο από το σκοτάδι της αφάνειας και της ανυπαρξίας στο φως της
ύπαρξης, αλλά και την ανοδική πορεία από τον σκοτεινό κόσμο των βιολογικών εξαρτήσεων στο φως της
γνώσης που κατακτά σταδιακά και με αγώνες το νοήμον ον.

Πολυσύνδετο σχήμα:

«… γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον»: τονίζονται οι ελλείψεις του ανθρώπου σε σχέση με
τα άλλα έμβια όντα

Βραχυλογία:
«ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διὶ» αντί «ἡ γὰρ πολιτικὴ τέχνη ἦν παρὰ τῷ Διὶ»

Αυτός ο τρόπος γραφής από τη μία ακολουθεί το περίτεχνο ύφος των σοφιστών και από την άλλη την αφέλεια και
φυσικότητα του λαϊκού τρόπου έκφρασης που ταιριάζει στην αφήγηση του μύθου.
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 3η (321b6-322a) - Η κλοπή της φωτιάς

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Παρατηρήστε πώς χαρακτηρίζονται μέσα στο κείμενο του Πρωταγόρα οι δραστηριότητες που σήμερα ονομάζουμε
«τεχνολογία». Σχολιάστε αυτούς τους χαρακτηρισμούς.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 78)

Απάντηση

Στο κείμενο του Πρωταγόρα αναφέρονται δραστηριότητες που σήμερα ονομάζουμε «τεχνολογία». Αυτές είναι τα δώρα
που προσέφερε ο Προμηθέας στο ανθρώπινο γένος: η «έντεχνος σοφία» και η «έμπυρος τέχνη».

Πιο αναλυτικά:

α. Η «ἔντεχνος σοφία»: το επίθετο «ἔντεχνος» υποδηλώνει αυτόν που είναι μέσα στα όρια της τέχνης, τον έμπειρο, τον
επιδέξιο. Στη φράση «ἔντεχνος σοφία», η λέξη «σοφία» υποδηλώνει τη σοφία που εμπεριέχει την τέχνη, τη σοφία που
συμπορεύεται με την τέχνη, τις τεχνικές γνώσεις. Αρχικά η έννοια της σοφίας έχει κυρίως να κάνει με τη δεξιότητα και
την εμπειρία σε κάποια τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μεταλλουργία, την ιατρική, κ.τ.λ. Ο προσδιορισμός
«ἔντεχνος» επιτρέπει εδώ στον Πρωταγόρα να διευκρινίσει, επομένως, πως αυτού του είδους τη σοφία εννοεί και όχι
αυτή που συνδέουμε με τη γνώση των επιστημών και τη φιλοσοφία, δηλαδή τις θεωρητικές γνώσεις. Ως προς τις καλές
τέχνες, η έντεχνη σοφία δεν σχετίζεται με τη σύλληψη της ιδέας ενός καλλιτεχνικού έργου, αλλά με την αναγκαιότητα
χρήσης τεχνικών γνώσεων και εργαλείων για τη δημιουργία κάποιων από αυτά (πχ. Αρχιτεκτονική, γλυπτική).

Κατανοούμε, λοιπόν, τον όρο ως τεχνογνωσία, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να προβεί σε επινοήσεις και
εφαρμογές σωτήριες για τη ζωή του και προωθητικές για την εν γένει παρουσία του στον κόσμο.

Ειδικότερα, η τεχνογνωσία συνδέεται με τις τεχνικές δεξιότητες και την κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου.
Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει και να οργανώσει τη διαδικασία τηςεργασίας, η οποία
συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο το άλμα του πρώην, απλώς «ζωικού οργανισμού» σε ήδη άνθρωπο που
αποδεσμεύεται σταδιακά από τις αλυσίδες της βιολογικής νομοτέλειας και προ-νοεί για τις επόμενες στιγμές της ζωής
του. Συνδεδεμένη με τη διαδικασία της εργασίας είναι η διαδικασία κατασκευής και επινόησης, καλλιέργειας
και αγωγής. Με την κατασκευαστική και επινοητική ικανότητα ο άνθρωπος δίνει υπόσταση στους σχεδιασμούς του
και τα ευρήματα του νου του, κατασκευάζοντας σπίτια, σκεύη, εργαλεία, όπλα, αλλά και προβαίνει σε επινοήσεις
συμβολικών συστημάτων όπως η γλώσσα, η γραφή, η αρίθμηση, που διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας του σε σχέση
με τη βιολογική αιτιότητα. Με την καλλιέργεια (γης, γραμμάτων, τεχνών και καλών τεχνών) και την αγωγή
διαμορφώνει σκόπιμα τις προϋποθέσεις για παραγωγή έργων και μέσων και για νέες δημιουργίες μέσα από την
αξιοποίηση εργαλείων και γνώσεων τεχνικής.

Όμως, η συνολική διαδικασία γίνεται συγχρόνως και τρόπος αγωγής της φύσης του, τρόπος εξέλιξης και διαμορφώσης
του, καθώς περιέρχεται στη θέση να ελέγξει τα πάθη του, να τιθασεύσει το ένστικτο και να οργανώσει τις άμυνες του
εαυτού του στον αγώνα επιβίωσης.

β. Η «ἔμπυρος τέχνη»: Η φωτιά, η πρώτη μεγάλη πηγή ενέργειας που έμαθε να μεταχειρίζεται ο άνθρωπος, εύλογα
τοποθετείται στη βάση όλων των έως τότε τεχνολογικών κατακτήσεων. Ως πηγή ενέργειας υπήρξε αναγκαία συνθήκη
για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στα υψηλά τεχνικά επιτεύγματα και να αντισταθμίσει με αυτά τη φυσική αδυναμία του.
Η «ἔμπυρος τέχνη» εκφράζει την εφαρμοσμένη, την κατασκευαστική εκδήλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Είναι η πρακτική εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων κυρίως με τη χρήση της φωτιάς, καθώς είναι γνωστό ότι πολλά
υλικά, όπως τα μέταλλα, μπορούν να να γίνουν αντικείμενο κατεργασίας με τη χρήση της φωτιάς. Ο Πρωταγόρας,
λοιπόν, πρέπει να είχε στο μυαλό του αυτό που σήμερα ονομάζουμε τεχνολογία, τηρουμένων των αναλογιών.
Εννοούμε, βέβαια, μια τεχνολογία προσαρμοσμένη στα μέσα και τις δυνατότητες της εποχής.

Με την κλοπή της φωτιάς, που συμβολίζει επιπλέον τη δημιουργικότητα, τη ζωτικότητα και τη φαντασία, αψηφώντας
τις άλογες και αυθαίρετες αποφάσεις του Δία, ο Προμηθέας εκφράζει και ενισχύει την ορθολογική πίστη ότι ο
άνθρωπος μπορεί με τη γνώση και την πράξη να κυριαρήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να καλυτερέψει τη
ζωή του.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

α) Λαμβάνοντας υπόψη σας τις θεϊκές ιδιότητες της Αθηνάς και του Ήφαιστου, να προσδιορίσετε τι ακριβώς εννοεί ως
έντεχνη σοφία ο Πρωταγόρας.
β) Η τέχνη και τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα συμπεριλαμβάνονται, νομίζετε, στην έντεχνη σοφία;

γ) Υπάρχει πρωταρχική σχέση ανάμεσα στην τεχνολογία και την τέχνη;

δ) Είναι και η τέχνη εξίσου απαραίτητη στη δημιουργία του πολιτισμού και στην επιβίωση του ανθρώπου μέσα σε μια
φύση εχθρική;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 79)

Απάντηση

Με τον όρο «έντεχνος σοφία» εννοούμε γενικά την πολιτιστική δραστηριότητα που σχετίζεται τόσο με τις τέχνες όσο
και με την καλλιτεχνική δραστηριότητα:

α. Η «ἔντεχνος σοφία»: το επίθετο «ἔντεχνος» υποδηλώνει αυτόν που είναι μέσα στα όρια της τέχνης, τον έμπειρο, τον
επιδέξιο. Στη φράση «ἔντεχνος σοφία», η λέξη «σοφία» υποδηλώνει τη σοφία που εμπεριέχει την τέχνη, τη σοφία που
συμπορεύεται με την τέχνη, τις τεχνικές γνώσεις. Αρχικά η έννοια της σοφίας έχει κυρίως να κάνει με τη δεξιότητα και
την εμπειρία σε κάποια τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μεταλλουργία, την ιατρική, κ.τ.λ. Ο προσδιορισμός
«ἔντεχνος» επιτρέπει εδώ στον Πρωταγόρα να διευκρινίσει, επομένως, πως αυτού του είδους τη σοφία εννοεί και όχι
αυτή που συνδέουμε με τη γνώση των επιστημών και τη φιλοσοφία, δηλαδή τις θεωρητικές γνώσεις.

Κατανοούμε, λοιπόν, τον όρο ως τεχνογνωσία, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να προβεί σε επινοήσεις και
εφαρμογές σωτήριες για τη ζωή του και προωθητικές για την εν γένει παρουσία του στον κόσμο. Ειδικότερα, η
τεχνογνωσία συνδέεται με τις τεχνικές δεξιότητες και την κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου. Αυτό
σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει και να οργανώσει τη διαδικασία της εργασίας, η οποία
συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο το άλμα του πρώην, απλώς «ζωικού οργανισμού» σε ήδη άνθρωπο που
αποδεσμεύεται σταδιακά από τις αλυσίδες της βιολογικής νομοτέλειας και προ-νοεί για τις επόμενες στιγμές της ζωής
του. Συνδεδεμένη με τη διαδικασία της εργασίας είναι η διαδικασία κατασκευής και επινόησης, καλλιέργειας και
αγωγής. Με την κατασκευαστική και επινοητική ικανότητα ο άνθρωπος δίνει υπόσταση στους σχεδιασμούς του και τα
ευρήματα του νου του, κατασκευάζοντας σπίτια, σκεύη, εργαλεία, όπλα, αλλά και προβαίνει σε επινοήσεις
συμβολικών συστημάτων όπως η γλώσσα, η γραφή, η αρίθμηση, που διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας του σε σχέση
με τη βιολογική αιτιότητα. Με την καλλιέργεια (γης, γραμμάτων, τεχνών και καλών τεχνών) και την αγωγή
διαμορφώνει σκόπιμα τις προϋποθέσεις για παραγωγή έργων και μέσων και για νέες δημιουργίες μέσα από την
αξιοποίηση εργαλείων και γνώσεων τεχνικής. Όμως, η συνολική διαδικασία γίνεται συγχρόνως και τρόπος αγωγής της
φύσης του, τρόπος εξέλιξης και διαμορφώσης του, καθώς περιέρχεται στη θέση να ελέγξει τα πάθη του, να τιθασεύσει
το ένστικτο και να οργανώσει τις άμυνες του εαυτού του στον αγώνα επιβίωσης.

β. Τέχνη είναι η ικανότητα να κάνουμε κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα και εξειδίκευση. Προϋποθέτει γνώσεις για το
πώς πετυχαίνουμε έναν σκοπό. Ο Πλάτωνας στο έργο του Σοφιστής (219c-e) παρουσιάζοντας για παράδειγμα έναν
λεπτομερή διχοτομικό ορισμό της «τέχνης» του ψαρέματος, διαιρεί τις τέχνες σε αποθησαυριστικές (απόκτηση
χρημάτων), παραγωγικές ή δημιουργικές (ξυλουργική, αυλητική, ζωγραφική, υφαντική κ.ά.), χωρίς να κάνει σαφή
εξαρχής διάκριση του όρου σε καλλιτεχνία και χειροτεχνία.

Ως προς τις καλές τέχνες, η έντεχνη σοφία σχετίζεται με την υλοποίηση της καλλιτεχνικής φαντασίας, καθώς οι
τεχνικές γνώσεις και τα εργαλεία αξιοπούνται για να δημιουργηθούν τα έργα τέχνης. Με την έντεχνη σοφία ο
άνθρωπος αποκτά δύναμη πάνω στα αντικείμενα, μορφοποιεί την ύλη και την υποτάσσει. Με τη διαδικασία αυτή ο
άνθρωπος εξωτερικεύει τον εαυτό του, συνεπώς όχι μόνο την εκλογικευμένη ανάγκη, αλλά μαζί με αυτή και το
συναίσθημά του. Άλλωστε στη διαρκή πορεία ανέλιξης και εξανθρωπισμού του ο άνθρωπος πορεύεται ως ενιαία
σωματική, πνευματική και ψυχική οντότητα. Όταν για κάποιον λόγο αυτή η ισορροπία της ύπαρξής του
διαταράσσεται, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με φαινόμενα αλλοτρίωσής του. Συνεπώς, η έντεχνος σοφία βρίσκεται στη
βάση κάθε δημιουργικής απάντησης – έμπρακτης εκδήλωσης του ανθρώπου, προκειμένου να εξασφαλίσει συνθήκες
ασφαλούς επιβίωσης και εσωτερικής ισορροπίας του. Αποτελεί από την άποψη αυτή έννοια γένους για την
καλλιτεχνία και τη χειροτεχνία.

γ. Η πρωταρχικότητα της σχέσης μπορεί να εντοπιστεί αρχικά ετυμολογικά, καθώς ο όρος τέχνη (< τίκτω)
χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό που αναφέρεται και στην τεχνική και στις καλές τέχνες αδιευκρίνιστα. Ακόμη η τέχνη
(τεχνική και καλές τέχνες) προϋποθέτει τη χρήση του χεριού ως εργαλείου και τη δυνατότητα του ανθρώπου να
επεμβαίνει στην ύλη, να τη μορφοποιεί και να την υποτάσσει. Η διαδικασία αυτή διατηρείται κοινή στην τεχνική και
στην τέχνη (καλλιτεχνία), αποκλίνουν όμως οι σκοποί, το τελικό αίτιο που την κατευθύνει σε κάθε περίπτωση. Με την
τεχνική υπηρετείται η υλοποίηση μιας ιδέας, μιας σύλληψης, ενός σχεδιασμού, και αυτά μπορεί να αποβλέπουν τόσο
στην ικανοποίηση της πρακτικής ανάγκης για επιβίωση (ζῆν) όσο και στην ικανοποίηση ανώτερων αναγκών της
εσωτερικής φύσης του ανθρώπου (εὖ ζῆν).

δ. Η τέχνη ως καλλιτεχνία είναι εκδήλωση πολιτισμού και απολύτως αναγκαία εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης που
εξωτερικεύει και μορφοποιεί αισθητικά τις επινοήσεις της και τον εσωτερικό της κόσμο. Από την άποψη αυτή
μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η τέχνη δεν είναι απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπου ως ζωικού όντος, είναι
όμως απολύτως αναγκαία για τη διατήρησή του ως είδους. Δεν είναι δυνατόν βέβαια με την τέχνη να αντιμετωπίσει ο
άνθρωπος τους κινδύνους της φύσης ούτε να καλύψει τις πρωταρχικές βιολογικές του ανάγκες, όπως όλα τα ζωικά
είδη άλλωστε (αν και η σύνδεση της τέχνης με μορφές μαγείας/προ-θρησκευτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου
αποδίδεται σε ενέργειες του ανθρώπου να επέμβει στη φύση και να διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες ύπαρξης για τον
ίδιο και την κοινότητά του). Αυτό θα το πετύχει με την τεχνική, η οποία αποτελεί εφαρμογή γνώσης για συγκεκριμένο
πρακτικό σκοπό και συνεπώς εκφράζει μια γνώση για τον κόσμο υποταγμένη στην πρακτική/βιοτική σκοπιμότητα της
ζωής. Όμως, με την τέχνη εκδηλώνονται τα ειδικά ανθρώπινα γνωρίσματα και η δυναμική της εσωτερικής φύσης του
ανθρώπου. Η τέχνη ουσιαστικά είναι η συνειδητοποίηση της πνευματικότητας του ανθρώπου. Από την άποψη αυτή
συνιστά πυλώνα πολιτισμού. Αλλά και η καλλιέργεια του συναισθήματος και ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου, η
αγωγή στον πολιτισμό και στην αυτοσυνειδησία της ανθρωπότητας, είναι υπόθεση της τέχνης, η οποία καλείται να
θωρακίσει τον άνθρωπο, όχι με εργαλεία, αλλά με αρχές και αξίες, εφόδια πνευματικά, ψυχικά και ηθικά, για να
συνεχίσει αισιόδοξα τον δύσβατο δρόμο της προόδου, προόδου όχι μόνο υλικής, αλλά κυρίως πνευματικής και ηθικής.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποια ήταν η θέση του ανθρώπου ανάμεσα στα άλλα ζώα;

Απάντηση

Ήδη από την αρχή της ενότητας τονίζεται η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο άνθρωπος λόγω της απρονοησίας και
της αμέλειας του Επιμηθέα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της πνευματικής του κατωτερότητας («οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ
Ἐπιμηθεὺς»). Ενώ, λοιπόν, ο Επιμηθέας είχε δώσει με φροντίδα και σοφία όλα τα απαραίτητα εφόδια στα ζώα, στο
τέλος της μοιρασιάς διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε αδιέξοδο («ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο»), γιατί τα εφόδια εξαντλήθηκαν και
ο άνθρωπος απέμεινε γυμνός και ξυπόλητος και χωρίς στρωσίδια και χωρίς όπλα («γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ
ἄστρωτον καὶ ἄοπλον»), τη στιγμή μάλιστα που πλησίαζε η προκαθορισμένη μέρα της εξόδου του.

Η συμβολική/μυθική αυτή αποτίμηση του τρόπου, με τον οποίο ο Επιμηθέας μοίρασε τις φυσικές ιδιότητες στους
ζωικούς οργανισμούς, αποκαλύπτει σταδιακά την πρωταγόρεια σκέψη. Η επιμηθεϊκή φάση, που αντιστοιχεί στον
φυσικό χρόνο του βιολογικού σχηματισμού των ζωικών ειδών, κλείνει με το ανθρώπινο είδος το οποίο
εμφανίζεται τελευταίο στη σειρά των ζωικών οργανισμών. Ως τελευταίο μένει «ακόσμητον», που σημαίνει ότι έχει τα
λιγότερα φυσικά εφόδια για να επιβιώσει ως είδος στη φύση. Συνεπώς, η φυσική κατάσταση του ανθρώπου κατά το
στάδιο σχηματισμού των ειδών μπορεί να αποδοθεί με την έννοια της «απορίας», δηλαδή της φυσικής αδυναμίας και
συγχρόνως της ανάγκης για εξεύρεση τρόπων και μέσων αντιμετώπισής της (ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο). Ο άνθρωπος
αναγκάζεται να αναζητήσει τον πόρο, τη λύση του προβλήματος και την υπέβαση της δυσκολίας. Αξιοσημείωτη η
τριπλή επανάληψη της απορίας στο κείμενο: ἠπόρει, ἀποροῦντι, ἀπορίᾳ.

Από την άποψη αυτή ο Πρωταγόρας προβάλλει από την αρχή τη φυσική ένδεια του ανθρώπου, γιατί, από τη στιγμή
που ο άνθρωπος δεν διαθέτει φυσικά εφόδια αυτοσυντήρησης του είδους του, η ύπαρξή του εξαρτάται από τον ίδιο και
όχι από τη φύση. Επίσης έτσι θα οδηγηθεί λογικά στο διδακτό της αρετής και στη δικαίωση του ρόλου του ως δάσκαλου
της ευβουλίας.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Πώς έλυσε ο Προμηθέας το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η κατανομή του Επιμηθέα;

Απάντηση

Όταν ο Προμηθέας αντιλήφθηκε το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε το έργο του Επιμηθέα, αποφασίζει να μπει κρυφά
στο εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου και να κλέψει την «ἔντεχνον σοφίαν» και τη φωτιά που, μαζί με το εφόδιο
του λόγου που ήδη διέθετε ο άνθρωπος, θα τον βοηθούσαν στην επιβίωση και εξέλιξή του.

Όσον αφορά, λοιπόν, την «ἔντεχνον σοφία» πρέπει να σχολιαστεί ότι το επίθετο «ἔντεχνος» υποδηλώνει αυτόν που
είναι μέσα στα όρια της τέχνης, τον έμπειρο, τον επιδέξιο. Στη φράση «ἔντεχνος σοφία», η λέξη «σοφία» υποδηλώνει
τη σοφία που εμπεριέχει την τέχνη, τη σοφία που συμπορεύεται με την τέχνη, τις τεχνικές γνώσεις. Αρχικά η έννοια
της σοφίας έχει κυρίως να κάνει με τη δεξιότητα και την εμπειρία σε κάποια τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη
μεταλλουργία, την ιατρική, κ.τ.λ. Επομένως, o προσδιορισμός «ἔντεχνος» επιτρέπει εδώ στον Πρωταγόρα να
διευκρινίσει πως αυτού του είδους τη σοφία εννοεί και όχι αυτή που συνδέουμε με τη γνώση των επιστημών και τη
φιλοσοφία, δηλαδή τις θεωρητικές γνώσεις.

Ως προς τις καλές τέχνες η έντεχνη σοφία δεν σχετίζεται με τη σύλληψη της ιδέας ενός καλλιτεχνικού έργου, αλλά με
την αναγκαιότητα χρήσης τεχνικών γνώσεων και εργαλείων για τη δημιουργία κάποιων από αυτά (πχ. Αρχιτεκτονική,
γλυπτική).

Η «ἔμπυρος τέχνη», από την άλλη, είναι η πρακτική εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων κυρίως με τη χρήση της φωτιάς
ως πηγής ενέργειας. Είναι γνωστό ότι πολλά υλικά, όπως τα μέταλλα, μπορούν να γίνουν αντικείμενο κατεργασίας με
τη χρήση της φωτιάς. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, πρέπει να είχε στο μυαλό του αυτό που σήμερα ονομάζουμε τεχνολογία.
Εννοούμε, βέβαια, μια τεχνολογία προσαρμοσμένη στα μέσα και τις δυνατότητες της εποχής.

Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην αναζήτηση της αυτονομίας του
συμβολίζεται με τον Προμηθέα και τη φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το εργαστήρι της
Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να γίνει, αλλά ως
ευρηματική πράξη του Προμηθέα-ανθρώπου που υπαγορεύεται από την ίδια την αρχή της αναπλήρωσης στη φύση, η
οποία κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα. Τα «δώρα» αναπληρώνουν τη φυσική αδυναμία του ανθρώπου στον
κόσμο. Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνική και η
γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον άνθρωπο να επινοεί τα προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις
επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις
επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής.

Ειδικότερα η κατάκτηση τεχνικής συνδέεται με την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων, την οργάνωση της εργασίας ως
κατασκευαστικής διαδικασίας, για παράδειγνα σπιτιών, όπλων, εργαλείων, με την επινόηση συμβολικών συστημάτων
επικοινωνίας και αντιμετώπισης καθημερινών αναγκών, πχ. γλώσσα, γραφή, αρίθμηση, με την καλλιέργεια, πχ. γης,
και με την αγωγή, καθώς όλα αυτά δεν είναι εξωτερικά προς την φύση του ανθρώπου, αλλά την επηρεάζουν και
οδηγούν τον άνθρωπο σταδιακά σε έλεγχο των παθών και οργάνωση της άμυνάς του προς τους άλλους.

Η μυθική μορφή με την οποία ο Πρωταγόρας ντύνει την άποψή του για τη γένεση του πολιτισμού δεν μας επιτρέπει να
πάρουμε κάθε λέξη του τοις μετρητοίς. Πρόκειται βέβαια για συμβολισμούς και θα πρέπει να δούμε την επέμβαση του
Προμηθέα ως φάση της εξέλιξης, στην οποία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επιβίωση του ανθρώπου και την
προσαρμογή του στο φυσικό περιβάλλον, πραγματοποιείται η γένεση των τεχνών και σχηματίζονται οι πρώτες
κοινωνίες. Δεν πρόκειται δηλαδή για γνώσεις χορηγημένες εκ των προτέρων ως ολοκληρωμένο σύνολο, a priori. Στην
προηγούμενη φάση του Επιμηθέα συντελείται ο βιολογικός σχηματισμός του ανθρώπου και στη φάση του Προμηθέα
εκδηλώνεται ο πνευματικός σχηματισμός του, ο οποίος τον ορίζει άλλωστε ως είδος. Η ερμηνεία αυτή συμφωνεί με την
άποψη των σοφιστών και του Πρωταγόρα ότι όλα είναι προϊόντα της πείρας που συσσωρεύεται με την πάροδο του
χρόνου, δηλαδή πρόκειται για επώδυνες, δύσκολες και κοπιαστικές κατακτήσεις του ανθρώπου μέσα στον χρόνο.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Γιατί η φωτιά και οι τέχνες παρουσιάζονται στον μύθο ως δώρο του Προμηθέα και όχι ως ανακάλυψη του ανθρώπου;

Απάντηση

Τα δώρα που δόθηκαν στον άνθρωπο, δηλαδή η έντεχνος σοφία, η φωτιά και, όπως θα δούμε και στην επόμενη
ενότητα, η αιδώς και η δίκη, παρουσιάζονται ως δώρα των θεών, ενώ δεν γίνεται αναφορά στην προέλευση των
εφοδίων που δόθηκαν στα ζώα από τον Επιμηθέα. Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη αξία τους για την εξέλιξη του
ανθρώπου. Επιπλέον, το ότι παρουσιάζονται ως δώρα των θεών και όχι ως ανακαλύψεις του ανθρώπου μπορεί να
θεωρηθεί και ως ένδειξη σεβασμού προς αυτούς και προσπάθεια αποφυγής ύβρης εκ μέρους των ανθρώπων.

Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην αναζήτηση της αυτονομίας του
συμβολίζεται με τον Προμηθέα και τη φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το εργαστήρι της
Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να γίνει, αλλά ως
ευρηματική πράξη του Προμηθέα-ανθρώπου που υπαγορεύεται από την ίδια την αρχή της αναπλήρωσης στη φύση, η
οποία κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα. Τα «δώρα» αναπληρώνουν τη φυσική αδυναμία του ανθρώπου στον
κόσμο. Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνογνωσία και η
γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον άνθρωπο να επινοεί προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις
επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις
επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής. Πρόκειται συνεπώς για την πρώτη ενέργεια της ανθρώπινης
ελευθερίας, που είναι και ρήξη με την προ-ανθρώπινη τάξη του κόσμου. Σημειολογικά η ανωτερότητα των «δώρων»
και συνακόλουθα του ανθρώπινου είδους σε σχέση με τα εφόδια και τα ζωικά είδη, στα οποία τα μοίρασε ο Επιμηθέας,
αποδίδεται με την «κάθοδο των δώρων», καθώς ο Προμηθέας τα μεταφέρει από τον Όλυμπο, τον χώρο των θεών.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Γιατί δεν μπορούσε πια ο Προμηθέας να μπει στην κατοικία του Δία;

Απάντηση

Ο Προμηθέας δεν μπορούσε πια να μπει στην κατοικία του Δία, γιατί δεν είχε τα χρονικά περιθώρια, αφού πλησίαζε ο
χρόνος ο καθορισμένος από τη μοίρα να βγει ο άνθρωπος στο φως και επειδή τη φρουρούσαν οι φύλακές του. Οι
φύλακες του Δία ήταν η Βία και το Κράτος, που αναφέρονται τόσο στη Θεογονία του Ησιόδου όσο και στον Προμηθέα
Δεσμώτη του Αισχύλου. Πρόκειται για τα όργανα εξουσίας του Δία. Στον μύθο του Πρωταγόρα συμβολίζουν τη
δυσκολία και τις επίπονες προσπάθειες του ανθρώπινου γένους να αποκτήσει την πολιτική τέχνη, τις γνώσεις δηλαδή
για την οργάνωση κοινωνιών και για την ανάπτυξη πνευματικού πολιτισμού. Έμμεσα προβάλλει την αξία και τη
σημασία της τέχνης που υπόσχεται ότι διδάσκει στους νέους της Αθήνας.

Ο Πρωταγόρας όμως θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει στο σημείο αυτό της αφήγησης ότι ο Προμηθέας δεν μπόρεσε να
δώσει στους ανθρώπους την πολιτική τέχνη, το υψηλότερο και καλύτερο δώρο, φυλαγμένο από τον ίδιο τον Δία, αλλά
με την πράξη κλοπής περιορίστηκε στο δώρο της τεχνογνωσίας, ευεργετικό βέβαια, αλλά κατώτερο. Με την αναφορά
αυτή προοικονομεί την έκβαση του μύθου και συγκρατεί την εύκολη και όχι πάντα δικαιολογημένη αισιοδοξία που
προκαλεί η τεχνική. Γίνεται σαφές ότι η πολιτική τέχνη είναι ανώτερη κατάκτηση, η οποία στον μύθο χαρακτηρίζει την
κοινότητα των θεών και όχι των ανθρώπων και αποτελεί στοιχείο εξουσίας του Δία απέναντι στους άλλους θεούς και
τον κόσμο.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η άποψη που συνάγεται από τον μύθο και αποδίδεται στον Πρωταγόρα ότι στην προϊστορία
του ανθρώπινου γένους προηγήθηκε η κατάκτηση τεχνικής πρόσφορης για τον βιοπορισμό του και ακολούθησε η
κατάκτηση της πολιτικής τέχνης. Άρα η κατάκτηση της τεχνικής από τον άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται σαν τιτανική
πράξη κλοπής, συνέβη σε μια πρώιμη φάση, προκοινωνική και δείχνει τις τότε δυνατότητες του ανθρώπινου
πνεύματος. Αντίθετα, η πολιτική ήταν ακόμη απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα και κατακτήθηκε σε
υστερότερη στιγμή της ιστορίας του ανθρώπου και αφού είχαν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Τι συμβολίζει, κατά τη γνώμη σας, η κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα;

Απάντηση

Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην κατάσταση της αυτονομίας του
νοήμονος όντος συμβολίζεται με τον Προμηθέα και την φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το
εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να
γίνει, αλλά ως ευρηματική πράξη του Προμηθέα-ανθρώπου που υπαγορεύεται από αυτή την ίδια την αρχή, η οποία
κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα, της σύμμετρης και ισόρροπης διατήρησης του φυσικού κόσμου και της
αναπλήρωσης της φυσικής αδυναμίας του ανθρώπου σε αυτόν. Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει
πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνογνωσία και η γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον
άνθρωπο να επινοεί τα προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις
δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής.
Πρόκειται συνεπώς για την πρώτη ενέργεια της ανθρώπινης ελευθερίας, που είναι και ρήξη με την προ-ανθρώπινη
τάξη του κόσμου.

Τα δώρα του Προμηθέα συνετέλεσαν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος «τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν», χρήσιμες δηλαδή
γνώσεις προκειμένου να αντισταθμίσει τις ελλείψεις των εφοδίων που είχαν δοθεί στα υπόλοιπα έμβια όντα. Έτσι, ο
άνθρωπος μπόρεσε με τη γνώση να καλύψει τις βιολογικές του ανάγκες (τροφή, στέγη, ένδυση, υπόδεση, κ.τ.λ.) και να
κυριαρχήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Αυτά ακριβώς τα πρώτα βασικά
επιτεύγματά του υποδηλώνονται με τη φράση «εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται». Ο άνθρωπος όμως δεν
σταμάτησε εκεί: ανέπτυξε γλώσσα, θρησκεία, δηλαδή πολιτισμό, και αργότερα ανέπτυξε και αρετές, όπως ο σεβασμός,
η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, που τον βοήθησαν να οργανωθεί πολιτικά και να συμβιώσει αρμονικά με τους
συνανθρώπους του. Αυτά, λοιπόν, τα εφόδια του έδωσαν τη δυνατότητα όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να
διαφοροποιηθεί σημαντικά από τα άλλα έμβια όντα.

Γενικά η κατάκτηση τεχνικής συνδέεται με την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων, την οργάνωση της εργασίας ως
κατασκευαστικής διαδικασίας, για παράδειγνα σπιτιών, όπλων, εργαλείων, με την επινόηση συμβολικών συστημάτων
επικοινωνίας και αντιμετώπισης καθημερινών αναγκών, πχ. γλώσσα, γραφή, αρίθμηση, με την καλλιέργεια, πχ. γης,
και με την αγωγή, καθώς όλα αυτά δεν είναι εξωτερικά προς τη φύση του ανθρώπου, αλλά την επηρεάζουν και
οδηγούν τον άνθρωπο σταδιακά σε έλεγχο των παθών και οργάνωση της άμυνάς του προς τους άλλους.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Με ποιες λέξεις του κειμένου συνδέονται ετυμολογικά οι παρακάτω λέξεις: δώρο, εισιτήριο, όραση, όπλα, μελικός;

Λύση

δώρο: δωρεῖται, δίδωσιν

εισιτήριο: ἔρχεται, ἐξιέναι, εἰσελθεῖν, εἰσέρχεται, μετῆλθεν


όραση: ὁρᾷ

όπλα: ἄοπλον

μελικός: ἐμμελῶς

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

κλέψας < κλέπτω: Να γράψετε 3 παράγωγα του ρήματος.

Λύση

Κλοπή, κλέφτης, κλοπιμαία.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

«πῦρ»:

α) Να χρησιμοποιήσετε τη λέξη ως συνθετικό σε 10 σύνθετα (ουσιαστικά, επίθετα, επιρρήματα),

β) να γράψετε 4 παράγωγα της λέξης στα νέα ελληνικά.

Λύση

α). πυρομανής, πυρκαγιά, πυρπόληση, πυρίμαχος, πυρότουβλο, πύραυλος, αναζωπύρωση, αντιπυρικός, πυρόπληκτος,
πυρόλυση.

β). πυρά, πύρινος, πυρετός, πυρήνας.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

«γῆ»: Να γράψετε σύνθετα (στα νέα ελληνικά) με όλα τα θέματα του ουσιαστικού (-γειος, γη-, γαιο-, γεω-).

Λύση

• Υπόγειος, επίγειος, ισόγειος, υπέργειος, (το) απόγειο, απογείωση, προσγείωση.

• Γήπεδο, γήλοφος, γηγενής.

• Γαιοκτήμονας, γαιάνθρακας.

• Γεωμετρία, γεωγραφία, γεωφυσική, γεωλογία, γεωτρύπανο, γεώμηλο (= πατάτα), γεώτρηση.


ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 4η (322a-323a) - Η πολιτική αρετή, κοινό δώρο του Δία στους ανθρώπους, απαραίτητη
ιδιότητα για τη συγκρότηση κοινωνιών

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ, ΚΟΙΝΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Το προμηθεϊκό στάδιο: Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ
1. Οι πολιτισμικές κατακτήσεις του θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς
ανθρώπου κατά αξιολογική σειρά τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν˙ ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ
κατιούσας κλίμακας: διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ
στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι
• βωμοί καὶ ἀγάλματα θεῶν
κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν˙
• φωνὴν καὶ ὀνόματα
ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι
• οἰκήσεις
εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς
• ἐσθῆτας
ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής – πολιτικὴν γὰρ τέχνην
• ὑποδέσεις οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική – ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ
• στρωμνὰς σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις˙ ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους
• ἐκ γῆς τροφὰς ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι
2. Άγνωστη η κοινωνική συνύπαρξη διεφθείροντο.
3. Ανίσχυρος ο άνθρωπος απέναντι
στην απειλή των θηρίων
4. Εκδήλωση πρωτοκοινωνικής
συμπεριφοράς στον άνθρωπο
5. Η αδικία και ο φυσικός κίνδυνος
απειλούν την ύπαρξη του
ανθρώπου

Το σχέδιο του Δία: Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει
1. Ο Δίας προσφέρει στους ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε
ανθρώπους την αιδώ και τη δίκη καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. Ἐρωτᾷ οὖν Ἑρμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον
2. Η καθολικότητα των δώρων δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις˙ «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται,
οὕτω καὶ ταύτας νείμω; Νενέμηνται δὲ ὧδε˙ εἷς ἔχων ἰατρικὴν
3. Η αναγκαιότητα των δώρων
πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί˙ καὶ δίκην δὴ καὶ
αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;» «Ἐπὶ
πάντας,» ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ πάντες μετεχόντων˙ οὐ γὰρ ἂν γένοιντο
πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν˙ καὶ νόμον
γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν
κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»

Συμπέρασμα-επιμύθιο: η καθολικότητα Οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ Ἀθηναῖοι, ὅταν
και η αναγκαιότητα της πολιτικής μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς δημιουργικῆς,
αρετής. ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων
συμβουλεύῃ, οὐκ ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς – εἰκότως, ὡς ἐγώ φημι –
ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ
δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς
ἀνέχονται, ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ
εἶναι πόλεις. Αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Γ. Συμπέρασμα-επιμύθιο: η καθολικότητα
της πολιτικής αρετής]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος πήρε μερίδιο από θεϊκά πράγματα, πρώτα πρώτα λόγω της συγγένειάς (του) με τον θεό,
μόνος από τα ζώα πίστεψε σε θεούς και επιχειρούσε να κατασκευάζει και βωμούς και (να φιλοτεχνεί) αγάλματα θεών˙
έπειτα, γρήγορα άρθρωσε με την τέχνη του φθόγγους και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ρούχα και παπούτσια και
στρωσίδια και τις τροφές από τη γη. Με αυτά λοιπόν τα μέσα εφοδιασμένοι οι άνθρωποι κατοικούσαν στην αρχή
διασκορπισμένοι, πόλεις όμως δεν υπήρχαν˙ κατασπαράσσονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί ήταν από κάθε άποψη
πιο αδύναμοι από αυτά και οι τεχνικές γνώσεις ήταν βέβαια βοηθός τους καλός για την ανεύρεση της τροφής,
ανεπαρκής όμως για τον πόλεμο με τα θηρία – γιατί δεν κατείχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η
πολεμική τέχνη – επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να εξασφαλίζουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις˙
κάθε φορά λοιπόν που συγκεντρώνονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη, με
αποτέλεσμα να διασκορπίζονται και να απειλούνται με αφανισμό. Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας
μήπως χαθεί ολότελα, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους και τον σεβασμό στους άγραφους νόμους και την
αντίληψη περί του δικαίου, για να εξασφαλίζουν και την τάξη στις πόλεις και να αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς
φιλίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής τον Δία με ποιον άραγε τρόπο να δώσει τον σεβασμό και τη
δικαιοσύνη στους ανθρώπους˙ «Ποιο από τα δύο, όπως έχουν μοιραστεί οι τεχνικές γνώσεις, έτσι να τα μοιράσω και
αυτά; Έχουν μοιραστεί βέβαια με αυτόν τον τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική είναι αρκετός για πολλούς μη
ειδικούς πολίτες, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες˙ με τον ίδιο τρόπο λοιπόν να βάλω μέσα στους ανθρώπους και τον
σεβασμό και τη δικαιοσύνη ή να τα μοιράσω σε όλους;» «Σε όλους», είπε ο Δίας «και να έχουν όλοι μερίδιο˙ γιατί δεν
είναι δυνατόν να υπάρξουν πόλεις, αν μετέχουν λίγοι σ’ αυτά, όπως ακριβώς (μετέχουν) σε άλλες τέχνες˙ και μάλιστα
θέσπισε νόμο από μέρους μου να σκοτώνουν σαν αρρώστια της πόλης αυτόν που δεν μπορεί να μετέχει στον σεβασμό
και στη δικαιοσύνη». Έτσι, λοιπόν, Σωκράτη, και γι’ αυτούς τους λόγους και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται
λόγος για ικανότητα στην οικοδομική ή σε κάποιον άλλον τεχνικό τομέα, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να
δίνουν συμβουλές, και, εάν κάποιος, που είναι έξω από τους λίγους, επιχειρεί να δίνει συμβουλές, δεν του το
επιτρέπουν, όπως εσύ υποστηρίζεις – εύλογα, όπως λέω εγώ. Όταν όμως έρχονται να συμβουλέψουν για ζήτημα
πολιτικής αρετής, η οποία πρέπει να διέπεται ολόκληρη από δικαιοσύνη και σωφροσύνη, δικαιολογημένα δέχονται
γενικά κάθε άντρα, με το σκεπτικό ότι ταιριάζει στον καθένα να μετέχει βέβαια σ’ αυτή την αρετή, διαφορετικά, δεν
είναι δυνατόν, να υπάρχουν πόλεις. Αυτή, Σωκράτη, είναι η αιτία αυτού του πράγματος.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 81-82)

Δημιουργικὴ τέχνη = οι τεχνικές γνώσεις

Ἰδιώτης = απλός πολίτης, ο μη ειδικός

Δημιουργοὶ = οι ειδικοί, όσοι έχουν ειδικές ή τεχνικές γνώσεις

ὡς προσῆκον = με την ιδέα ότι ταιριάζει (αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας)

ἅπαντος ἀνδρὸς = γενικά κάθε άνδρα

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Βωμούς < βαίνω: ακροβάτης, ανάβαση, αναβάτης, βάδην, βαθμός, βάθρο, βάση, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης,
διάβαση, διαβάτης, διάβημα, δύσβατος, έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, παραβάτης, πρόσβαση.

Ὑποδέσεις < ὑπὸ + δέω (= δένω): δέμα, δέσιμο, δέσμιος, δεσμός, δεσμοφύλακας, δεσμώτης, διάδημα, επίδεσμος,
περίδεση, υπόδημα.

Τέχνη < τίκτω: απότοκος, αρχιτεκτονική, άτεκνος, άτεχνος, έντεχνος, επιτόκιο, επίτοκος, περίτεχνος, τεκνοποίηση,
τέκτονας, τεχνικός, τεχνίτης, τεχνοκράτης, τεχνολογία, τεχνολογία, τεχνοτροπία, τοκετός, τόκος.

Ἱκανὴ < ἱκνοῦμαι: ανέφικτος, άφιξη, εφικτός, ικανοποίηση, ικανοποιητικός, ικανός, ικανότητα, ικανώς, ικεσία,
ικετευτικός, ικετεύω, ικετήριος, ικέτης, προίκα.

Βοηθός < βοὴ + θέω (= τρέχω): αβοήθητος, βοήθεια, βοήθημα, βοηθητικός, βοηθώ, υποβοήθηση.

Σκεδαννύμενοι < σκεδάννυμαι: διασκέδαση, διασκεδαστής, διασκεδαστικός, σκέδασις.

Δείσας < δέδοικα ή δέδια< δείδω: δειλία, δειλός, δεινός, δεινότητα, δεισιδαιμονία, δέος, επιδείνωση, πάνδεινα,
περιδεής.

Κόσμος: απόκοσμος, διακόσμηση, διάκοσμος, κόσμημα, κοσμηματοπώλης, κοσμητής, κοσμητικός, κοσμητολογία,


κοσμήτορας, κοσμητός, κοσμήτωρ, κοσμικός, κοσμικότητα, κόσμιος, κοσμιότητα, κοσμίως, κοσμογονία,
κοσμογυρισμένος, κοσμοκαλόγερος, κοσμοκράτορας, κοσμολογικός, κοσμοναύτης, κοσμοπλημμύρα, κοσμοπολίτης,
κοσμοπολίτικος, κοσμοσυρροή, κοσμώ, μικρόκοσμος, υπόκοσμος.

Δοίη < δίδωμι: αιμοδότης, ανδράποδο, ανέκδοτος, αποδοτικός, δόση, δοσίλογος, δοσολογία, δότης, δοτός, δωρεά,
δώρημα, δώρο, δωροδοκία, δωροδότης, δωροθέτης, δωσίλογος, έκδοση, εκδοτικός, ενδοτικός, ηλεκτροδότηση,
καταδότης, λογοδοσία, μετάδοση, μεταδοτικός, μισθοδοσία, παράδοση, σηματοδότης.

Νείμω < νέμω: αγορανομία, ανομία, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνόμος, αυτονομία, αυτόνομος,
δασονομία, δασονόμος, διανομέας, διανομή, εξοικονόμηση, κατανομή, νέμεση, νομαδικός, νομάς, νομή, νομική,
νομικός, νόμισμα, νομισματικός, νομοθεσία, νομοθέτης, νομομαθής, νομός, νομός, νομοσχέδιο, νομοταγής, οικονομία,
οικονόμος, παρανομία, παράνομος, ταξινόμηση, τροχονόμος, υπόνομος, χειρονομία.

Ἔχων < ἔχω: ακατάσχετος, ανακωχή, ανεκτός, ανθεκτικός, ανοχή, αντοχή, αποχή, διπλωματούχος, εκεχειρία, ένοχος,
έξη, εξής, εξοχή, ευεξία, εφεκτικός, εχεμύθεια, εχέμυθος, εχέφρων, ηνίοχος, κατεχόμενα, κατοχή, κάτοχος, καχεκτικός,
καχεξία, κληρούχος, μετοχή, μέτοχος, νουνεχής, οχυρό, παροχή, πάροχος, πολιούχος, προνομιούχος, ραβδούχος,
συνεχής, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχολείο, υπέροχος, χειρόκτιο, χτικιό.

Ἰατρικὴν < ἰάομαι-ῶμαι: ανίατος, ίαμα, ιαματικός, ίαση, ιάσιμος, ιατός, ιατρείον, ιατρός.

Θῶ < τίθημι: αδιαθεσία, ανάθεμα, αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση,
εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, κατάθεση,
καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση, παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη,
τοποθεσία, υιοθεσία, υπερθετικός, υποθετικός.

Ἴωσιν < ἔρχομαι-εἶμι: ανεξίτηλος, διέλευση, εισιτήριο, ελευθερία, έλευση, Ελευσίνα, εξιτήριο, έπηλυς, ερχομός,
ισθμός, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, προσήλυτος, προσιτός.

Σωφροσύνης < σώφρων < σῶς (= σῶος) + φρήν: ευφροσύνη, εχέφρων, παραφροσύνη, παράφρων, σχιζοφρένεια,
σωφρονητικός, σωφρονίζω, σωφρονισμός, σωφρονιστής, σωφρονώ, σωφρόνως, φρενίτιδα, φρενοβλαβής, φρενοκομείο.

Ἀρετή < ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, συνδέω): αρέσκεια, αρεστός, άρθρο, αριθμός, αριστείο,
αριστοκρατία, άριστος, άρμα, αρμονία, αρμός, δυσαρέσκεια, ενάρετος, πανάρετος, φιλαρέσκεια.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Χάρη στη φωτιά και στις τεχνικές γνώσεις, που τους χάρισε ο Προμηθέας, οι άνθρωποι μπόρεσαν να αναπτύξουν
θρησκεία, γλώσσα, υλικό και τεχνικό πολιτισμό. Επειδή όμως κινδύνευαν να αφανιστούν από τα θηρία, άρχισαν να
συγκεντρώνονται και να κατοικούν πολλοί μαζί προκειμένου να τα αντιμετωπίσουν, αλλά η έλλειψη πολιτικής αρετής
είχε ως αποτέλεσμα να αδικεί ο ένας τον άλλον και να μην είναι δυνατή η συμβίωση. Επειδή λοιπόν ο Δίας φοβήθηκε
για το μέλλον του ανθρώπινου γένους, έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δίκη, μέσα
απαραίτητα για την πολιτική συγκρότηση των κοινωνιών και την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων σε κάθε πτυχή
έκφανσης των κοινωνικών μορφωμάτων. Η εντολή του ήταν να συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως σ’ αυτές. Γι’ αυτό,
λοιπόν, και οι Αθηναίοι θεωρούν ότι όλοι οι πολίτες είναι αρμόδιοι να εκφέρουν γνώμη σε θέματα πολιτικής αρετής.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. ΤΟ ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Τα «δώρα» του Προμηθέα καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να επεμβαίνει στη φύση, να προσπαθεί να την αλλάξει και
να καλυτερέψει τη ζωή του. Ο Προμηθέας έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά και να
διαφοροποιηθεί από τους άλλους ζωικούς οργανισμούς, δημιουργώντας θεμελιώδεις μορφές πολιτισμού, «πρῶτον
μὲν… τροφὰς ηὕρετο.» Η βασική αρχή που προϋποτίθεται στον μύθο για τον Προμηθέα είναι ότι ο άνθρωπος
δημιουργεί τον εαυτό του και τον κόσμο του. Το παράδειγμα του Προμηθέα εκφράζει επίσης τα αιτήματα του
ανθρωπισμού, καθώς ο Προμηθέας αναπτύσσει και ενισχύει το ανεξάρτητο και φιλάνθρωπο ήθος του με την πρόθεση
να απαλλάξει τους συνανθρώπους του από την υποταγή στη φύση, δηλαδή σε μια άλογη μορφή αυθεντίας. Έτσι
χρησιμοποιώντας ο άνθρωπος την πρακτική νοημοσύνη του εξασφάλισε τροφή, στέγη, ενδυμασία, ακόμη περισσότερο
άρθρωσε λόγο και αισθητοποίησε τη μεταφυσική του αγωνία σε θρησκευτικά σύμβολα, με τα οποία εκδηλώνεται
εντονότερα η διαφορά του είδους του από τα άλλα έμβια όντα και η έλλογη ιδιότητά του.
Όμως όλα αυτά τα επιτεύγματα του ανθρώπου, τα οποία ο Πρωταγόρας παρουσιάζει με αξιολογική σειρά και όχι
χρονική, εντάσσονταν σε ένα καθαυτό προ-ηθικό στάδιο της πολιτισμικής εξέλιξης. Όσα είχαν επιτευχθεί ήταν
σημαντικά, αλλά δεν ήταν και πανάκεια. Απέβλεπαν κυρίως στην αυτοσυντήρηση των ανθρώπων, οι οποίοι ζούσαν
διασκορπισμένοι, και στο πλαίσιο αυτό εκδηλώθηκαν οι πρώτες ομάδες συμβίωσης χωρίς όμως σταθερές δομές, για να
αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των ζώων. Ωστόσο η ιδιότυπη αυτή εκδήλωση κοινωνικότητας δεν συνοδευόταν από
πολιτική οργάνωση και αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι άνθρωποι γίνονταν επιθετικοί και βίαιοι μεταξύ τους και
συνεπώς επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον. Έτσι μαζί με τον φυσικό κίνδυνο από τα άγρια θηρία ο άνθρωπος
αντιμετώπιζε τώρα και τον κοινωνικό κίνδυνο που απέρρεε από την τυχαία και χωρίς οργάνωση συνύπαρξή του με
τους ομοίους του. Ακόμη μία φορά ήταν αντιμέτωπος με την πρόκληση της επιβίωσής του.
1. Οι πολιτισμικές κατακτήσεις του ανθρώπου:
• βωμοί καὶ ἀγάλματα θεῶν

• φωνὴν καὶ ὀνόματα

• οἰκήσεις

• ἐσθῆτας

• ὑποδέσεις

• στρωμνὰς

• ἐκ γῆς τροφὰς
Η σειρά με την οποία αναφέρονται οι πολιτισμικές κατακτήσεις του ανθρώπου δεν είναι χρονική αλλά
αξιολογική, κατιούσας κλίμακας. Έτσι, προτάσσονται η θρησκεία και η γλώσσα (πνευματικός πολιτισμός) και
ακολουθούν κατασκευές και επινοήσεις για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του ανθρώπου (υλικός
πολιτισμός). Η σειρά είναι κατιούσα, αφού αρχίζει με το πνευματικά υψηλότερο, τη θρησκεία, και τελειώνει με το
υλικά κατώτερο και πλέον αυτονόητο, την τροφή. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε τα
επιρρήματα «πρῶτον»και «ἔπειτα» πρέπει να τα εννοήσουμε με αξιολογική και διαιρετική σημασία και όχι
χρονική.

2. «Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας»

Στο πλαίσιο του μύθου η φωτιά αποτελεί το θεϊκό μερίδιο που είχαν την τύχη, χάρη στην παρέμβαση του
Προμηθέα, να λάβουν οι άνθρωποι. Είναι θεϊκό
α) γιατί το κατείχαν ως τότε μόνο οι θεοί,
β) γιατί οι άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα,
γ) γιατί, επιτρέποντας στον άνθρωπο να αναπτύξει πολιτισμό, του επέτρεψε κατά συνέπεια να αναγνωρίσει την
ύπαρξη των θεών. Η πρώτη, με την έννοια της κορυφαίας, και άμεση συνέπεια του δώρου της φωτιάς, σύμφωνα
με τον Πρωταγόρα, είναι ακριβώς η εμφάνιση της θρησκείας.
Η φωτιά αλλά και οι τεχνικές γνώσεις, η «έντεχνος σοφία», επέτρεψαν στον άνθρωπο να δημιουργήσει τεχνικό
πολιτισμό, μεταβάλλοντας την όψη της φύσης, κατά κάποιο τρόπο σαν δημιουργός-θεός. Η μεταμορφωτική
δύναμη του στοιχείου της φωτιάς θεωρούνταν αποκλειστικό κτήμα των θεών, δηλαδή στοιχείο της θεϊκής ουσίας
και ένα από τα μυστικά της δύναμής τους. Η έννοια της φωτιάς ως δυναμογόνου φυσικού στοιχείου απασχολεί
ήδη τον Ηράκλειτο (ἀείζωον πῦρ).

3. «πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι
καὶ ἀγάλματα θεῶν»

Ο Πρωταγόρας αρχίζει την παρουσίαση των κατακτήσεων του ανθρώπου από τη θρησκεία, παρά τον
θρησκευτικό αγνωστικισμό του. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί αρχικά με βάση την ανάγκη συνοχής του μύθου
(θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει
βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν˙) και λογικής αλληλουχίας των νοημάτων του μύθου. Δηλαδή, εφόσον
οι άνθρωποι πήραν μέρος σε κάτι που μέχρι τότε ανήκε μόνο στους θεούς, σύμφωνα με τον μύθο, αυτό τους
οδήγησε στην πίστη ότι υπάρχουν θεοί και ότι οι άνθρωποι έχουν πνευματική συγγένεια με αυτούς. Αποτέλεσμα
ήταν να αναπτύξουν θρησκεία και θρησκευτική τέχνη.
Επιπλέον η πρόταξη θρησκευτικής συμπεριφοράς («ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν») και
θρησκευτικού συναισθήματος («θεοὺς ἐνόμισεν») μπορεί να ερμηνευθεί και ως προβολή του υψηλότερου σημείου
ανάπτυξης που παρουσίασε το ανθρώπινο είδος στο προμηθεϊκό στάδιο. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας
αξιολόγησε τη θρησκεία ως πολύ σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου ανάμεσα στις άλλες, γιατί δείχνει ότι ο
άνθρωπος απέκτησε εξελικτικά τη δυνατότητα να τον απασχολεί η έννοια της δημιουργίας και να
συνειδητοποιεί τη δική του θνητότητα απέναντι στην παντοδυναμία της φύσης. Από την άποψη της ιστορικής
προσέγγισης η πίστη στους θεούς είναι εκδήλωση πνευματικής ωριμότητας του ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος
περνά από την απλή, ενστικτώδη ύπαρξη στην αναζήτηση των παραγόντων που δημιούργησαν τη φύση και
πιθανότατα και των τρόπων να τους επηρεάζει για τη βελτίωση των όρων της ζωής του. Έτσι οι άνθρωποι
αναπτύσσουν θρησκεία και θρησκευτική τέχνη: αρχίζουν να πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών και να
δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την οργάνωση και τέλεση των θρησκευτικών τελετών (κατασκευή βωμών και
φιλοτέχνηση αγαλμάτων θεών).
Αναμφισβήτητα εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ένας αγνωστικιστής, κάποιος δηλαδή που αμφέβαλλε για
την ύπαρξη των θεών, ο σοφιστής Πρωταγόρας, κάνει αναφορά σ’ αυτούς στον μύθο. Οι απόψεις που
δικαιολογούν την αναφορά αυτή είναι οι εξής:
α) ίσως πρόκειται για πλατωνική θεωρία που έντεχνα τοποθετείται στο στόμα του Πρωταγόρα,
β) η λατρεία των θεών είναι αναμφισβήτητη πραγματικότητα, ένα ανθρωπολογικό δεδομένο που χρειάζεται
εξήγηση.
γ) η χρήση συμβόλων αποτελεί χαρακτηριστικό του μύθου και η αναφορά στους θεούς φαίνεται να είναι
συμβολική: ο Δίας συμβολίζει τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας (που
συναντήσαμε στην προηγούμενη ενότητα) και ο Ερμής αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, που
ρυθμίζουν τις σχέσεις των όντων και εξασφαλίζουν ισορροπία.

4. «ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ»

Στον πνευματικό πολιτισμό εντάσσεται και η γλώσσα, η οποία δημιουργείται κατά την εξέλιξη του ανθρώπινου
πολιτισμού. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τη γλώσσα ως ομιλητική ικανότητα του ανθρώπου που εξελίσσεται
μαζί με τη σκέψη του και όχι απλώς ως μέσο επικοινωνίας. Σκέψη και γλώσσα συνυφαίνονται και
αναπτύσσονται κατά τη διεργασία αξιοποίησης της έντεχνης σοφίας στον αγώνα επιβίωσης του ανθρώπου.
Αναμφισβήτητα η γλώσσα συνιστά τεκμήριο πολιτισμικής προόδου, καθώς σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει
αποκτήσει την ωριμότητα που του επιτρέπει να κωδικοποιεί τις σκέψεις σε λέξεις και έννοιες, να οργανώνει
λογικές προτάσεις που τον εκφράζουν και τον εξυπηρετούν στη συνεννόησή του με τους άλλους. Κατά την
άποψη του Πρωταγόρα, ο κώδικας αυτός πλάστηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος από πολύ νωρίς («ταχύ»:
εννοεί στα πρώτα στάδια της ύπαρξης του ανθρώπου και όχι σε σύντομο χρονικό διάστημα) άρχισε να
μετουσιώνει τους άναρθρους σε έναρθρους φθόγγους, να τους συνδυάζει φτιάχνοντας λέξεις και στη συνέχεια,
προτάσεις, εκδηλώνοντας συγχρόνως την έλλογη ιδιότητά του.
Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη των σοφιστών, ότι η γλώσσα δημιουργήθηκε νόμῳ, αλλά και
με την άποψη σύγχρονων γλωσσολόγων. Αντίθετη σ’ αυτή είναι η λεγόμενη θεοκρατική αντίληψη, την οποία
υποστήριζε ο Ηρόδοτος. Σύμφωνα μ’ αυτή, η γλώσσα υπάρχει φύσει, δηλαδή τη χάρισε στον άνθρωπο ο θεός,
μόλις τον έπλασε. Πιο σύνθετη προσέγγιση της γλώσσας κάνει αργότερα ο Αριστοτέλης, ο οποίος συνθέτει
στοιχεία και από τη φύσει και από τη νόμῳ θεώρηση της γλώσσας.

5. «καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο»

Η ανάγκη του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της φύσης (πχ. τα άγρια θηρία), να προστατευτεί από
τις καιρικές συνθήκες και να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες οδήγησε στη γένεση του υλικού-τεχνικού
πολιτισμού. Έτσι, από τη μία επινόησε και κατασκεύασε κατοικίες, ρούχα, υποδήματα και στρωσίδια, και από την
άλλη εξασφάλιζε τη διατροφή του, προσπορίζοντάς την από τα εκάστοτε και κατά τόπους αυτοφυή προϊόντα.

6. «Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν˙ ἀπώλλυντο οὖν
ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν
τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής –πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς
μέρος πολεμική– ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις˙ ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν
ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο»

Στη συνέχεια του μύθου παρακολουθούμε τον Πρωταγόρα να παρουσιάζει τις θαυμαστές ανθρώπινες
κατακτήσεις –παράγωγες της αξιοποίησης των τεχνικών γνώσεων και των πολυμορφικών εφαρμογών από τη
χρήση της φωτιάς– να συμβαίνουν σε κατάσταση ακοινωνησίας, αγριότητας και αδυναμίας για οργανωμένη
ζωή, αφού αρχικά οι άνθρωποι κατοικούσαν διασκορπισμένοι («ᾤκουν σποράδην»). Κινδύνευαν όμως από τα
θηρία, τα οποία δεν μπορούσαν να τα αντιμετωπίσουν λόγω:
α) της έλλειψης σωματικών δυνατοτήτων σε σχέση με αυτά,
β) της έλλειψης κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, αλλά και της πολεμικής τέχνης, η οποία, σύμφωνα με τον
Πρωταγόρα, αναπτύσσεται μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας. Έτσι, λοιπόν, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν αυτούς τους κινδύνους, αναγκάζονται να συγκεντρωθούν και να συγκροτήσουν τις πρώτες
μορφές κοινωνίας.
Ο πραγματισμός (ρεαλισμός) του Πρωταγόρα δηλώνεται και εδώ, αφού συνδέει το πρόβλημα της φυσικής
εξόντωσης των ανθρώπων με την ανάγκη επίλυσής του και την εύρεση της λύσης του. Η ανάγκη, η χρεία,
ενεργοποιεί την ανθρώπινη ευρηματικότητα, η οποία εκδηλώνεται άμεσα και πρωτόγονα με την πράξη της
αθροιστικής (όχι ακόμα λειτουργικής) συνύπαρξης των ανθρώπων για την από κοινού αντιμετώπιση του
φυσικού κινδύνου από τα άγρια ζώα. Συγκεκριμένα στο εδάφιο: «ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι
κτίζοντες πόλεις˙ ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν» ο Πρωταγόρας κάνει λόγο για μια πρώτη εκδήλωση κοινωνικότητας,
τάσης συνύπαρξης προς ένα σκοπό (σῴζεσθαι = να προστατευθούν από τα άγρια θηρία) χωρίς όμως οργάνωση
και αποκατάσταση λειτουργικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη αυτών των πρώτων κοινωνικών συσσωματώσεων,
όπως φαίνεται από την επανάληψη του ρήματος ἁθροίζω. Αυτό υπήρξε χρονοβόρο, όπως δηλώνει η χρήση του
ρήματος ἐζήτουν (= επεδίωκαν, προσπαθούσαν, δεν ήταν καθόλου δεδομένη η επιτυχία του εγχειρήματος) σε
χρόνο μάλιστα παρατατικό, που επιτείνει τη διάρκεια των προσπαθειών του ανθρώπου για σωτηρία.
Επιπλέον η κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου «κτίζοντες πόλεις» προβάλλεται πάλι και ως τρόπος
σωτηρίας αλλά και ως αποτέλεσμα στην υλική εμφάνιση των πόλεων η οποία προηγείται χρονικά κατά τον
Πρωταγόρα σε σχέση με τους θεσμούς της και τον άυλο πολιτισμό της, που ακολουθεί. Συνεπώς η τάση
κοινωνικής συνύπαρξης δεν εκδηλώνεται από εσωτερική αναγκαιότητα του ανθρώπου, αλλά από την
εξωτερική αναγκαιότητα που επιβάλλει η φυσική υπεροχή των άγριων θηρίων.
Αποτέλεσμα της πρωτοκοινωνικής εκδήλωσης των ανθρώπων, δηλαδή της τυχαίας αθροιστικής συνύπαρξής
τους, χωρίς εσωτερικούς δεσμούς και κανόνες που οριοθετούν την συμπεριφορά τους, ήταν η εμφάνιση
πρόσθετου κινδύνου αφανισμού τους. Λόγω της έλλειψης πολιτικής οργάνωσης οι άνθρωποι άρχισαν να αδικούν
ο ένας τον άλλον («ἠδίκουν ἀλλήλους») και να αλληλοσκοτώνονται, με αποτέλεσμα να βρεθούν και πάλι στην
ίδια χαοτική κατάσταση («ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο»). Γιατί η επιστροφή τους στη φύση τούς
εξέθετε στον θανάσιμο κίνδυνο των άγριων θηρίων, ενώ η συνύπαρξή τους στον κίνδυνο της αλληλοεξόντωσής
τους. Το ανθρώπινο είδος, λοιπόν, πάλι αντιμέτωπο με την πρόκληση της επιβίωσής του.

7. «-πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμικὴ-»

Γιατί ο Πρωταγόρας αναφέρει παρενθετικά ότι η πολεμική τέχνη είναι μέρος της πολιτικής;
Η πολιτική τέχνη είναι συνώνυμο της οργανωμένης κοινωνίας, η οποία προϋποθέτει σταθερό τόπο κατοικίας,
κοινή γλώσσα, την ύπαρξη θεσμών και νόμων, στρατού και στόλου, ηθών, εθίμων, παραδόσεων και ιδανικών,
ανάπτυξη γραμμάτων και τεχνών, και γενικά την ανάπτυξη τεχνολογίας και πολιτισμού. Η πολεμική τέχνη
αναπτύσσεται μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, γιατί εκεί παρουσιάζεται για πρώτη φορά η
ανάγκη να υπερασπιστούν οι άνθρωποι τα υπάρχοντά τους και τα τεχνολογικά και πολιτισμικά επιτεύγματά
τους (που αναφέραμε προηγουμένως) από κάθε είδους εξωτερικό εχθρό, εκδηλώνεται δηλαδή η συνείδηση του
συνανήκειν και της συνυπευθυνότητας των μελών της οργανωμένης κοινωνίας.
Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι ο πόλεμος, εδώ, παρά τις συμφορές που προξενεί, μπορεί να νοηθεί με τη
«θετική» του σημασία: δεν είναι ο πόλεμος που έχει ως στόχο την κατάκτηση νέων εδαφών και τον
αλληλοσπαραγμό των λαών (επεκτατικός πόλεμος), αλλά ο πόλεμος που αναπτύσσει τις ευγενείς ορμές του
ανθρώπου, την άμυνα υπέρ του δικαίου και της ελευθερίας, που θέτει σε λειτουργία τα αντανακλαστικά των
εθνών για δημιουργική επιβίωση.

Β. ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Κορυφώνοντας τη διήγηση ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τον Δία να ανησυχεί για τη δυσχερή θέση των ανθρώπων και
να δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του στέλνοντας τον Ερμή να τους δώσει την αιδώ και τη δίκη. Έτσι μεριμνά για την
πολιτισμένη συμβίωσή τους σε οργανωμένη πια πολιτική κοινωνία. Η εξέλιξη αυτή του μύθου με δεδομένο τον
αγνωστικισμό του Πρωταγόρα στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής:
α) ο Πλάτωνας ως συγγραφέας του διαλόγου μεθοδεύει τη διήγηση του Πρωταγόρα κατά τρόπο ώστε να προβάλλεται
η μέριμνα του Δία για τους ανθρώπους. Έτσι η μέριμνα του Δία συμφωνεί με τη γενικότερη αντίληψη του Πλάτωνα
για το θείο και είναι πλατωνική άποψη και όχι του Πρωταγόρα.
β) ο Πρωταγόρας στη διήγησή του, που έχει τη μορφή λαϊκής μυθολογίας, συμβολίζει το ανώτερο στάδιο εξέλιξης του
πολιτισμού με τον Δία, οποίος αποτελεί την αλληγορική απόδοση του λόγου, της λογικής και της νομοτέλειας στη
φύση. Απόλυτα συνεπής στη διήγησή του αντιστοιχεί τα στάδια εξέλιξης του ανθρώπου με θεούς σε ανιούσα κλίμακα
ως προς τη δύναμη και τη σημασία τους (ανώνυμοι θεοί, Επιμηθέας, Προμηθέας, Αθηνά-Ήφαιστος και Δίας με όργανο
τον Ερμή). Άρα το στάδιο του Δία συμβολικά αποδίδει ένα μεταγενέστερο στάδιο εξέλιξης του ανθρώπου, ποιοτικά
ανώτερο από τα προηγούμενα, όπου διαμορφώνεται η «κρίσιμη μάζα» της ηθικοπνευματικής ωρίμανσης, αναγκαίας
και ικανής για να εννοήσουν οι άνθρωποι την αιδώ και τη δίκη ως αιτήματα της ηθικής, απολύτως αναγκαία για τη
συγκρότηση πολιτικής κοινωνίας και για τη συμβίωσή τους σε πολιτισμένη κοινωνία. Τα «δώρα» του Δία, η αιδώς και η
δίκη, ανήκουν στην ηθική περιοχή του ανθρώπου και διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά του, προκειμένου να μην
παρεκτρέπεται σε πράξεις άδικες και εξοντωτικές για τον συνάνθρωπό του.
1. «Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ
δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοὶ»

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Δίκη (ή Νέμεσις) ήταν η κόρη του Δία και της Θέμιδας, ενώ η Αἰδὼς ήταν
σύντροφος της Δίκης και καθόταν σε θρόνο δίπλα στον Δία. Η Δίκη, που τη βοηθούσαν οι Ερινύες, επέβλεπε την
τήρηση της ηθικής τάξης στον κόσμο και τιμωρούσε όσους επιχειρούσαν να την ανατρέψουν. Στο κείμενο δεν
παρουσιάζονται όμως ως θεότητες, αλλά ως ηθικές ιδιότητες ή αξίες, που μοιράζονται και διδάσκονται στους
ανθρώπους.
Ο Δίας, για να διασφαλίσει την προοπτική επιβίωσης των ανθρώπων που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο αφανισμού,
αποφασίζει να τους προσφέρει τήν αἰδῶ καί τήν δίκην. Έτσι, θα είναι δυνατή η συγκρότηση κοινωνιών και η
περαιτέρω ανάπτυξη του πολιτισμού. Η ενέργεια αυτή του Δία δείχνει το ενδιαφέρον και τη φροντίδα του για
τους ανθρώπους.
Αἰδώς: είναι ο σεβασμός, το αίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον
καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η δράση της είναι ανασταλτική και αποτρεπτική και
συμπίπτει με τη λειτουργία της ηθικής συνείδησης. Το συναίσθημα αυτό λειτουργεί και ως κίνητρο για την
εκτέλεση του χρέους και του καθήκοντος που επιβάλλει η κοινωνία στα μέλη της, αφού με τον τρόπο αυτό
αποφεύγεται η αγανάκτηση και η αποδοκιμασία των άλλων.
Δίκη: είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η ενύπαρκτη στον άνθρωπο αντίληψη για το δίκαιο και το άδικο, ο
σεβασμός των γραπτών και άγραφων νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων, καθώς και οι ενέργειες για την
αποκατάσταση αυτών των δικαιωμάτων, όταν καταστρατηγούνται βάναυσα από κάποιον. Η δίκη εκδηλώνεται
με τη δημιουργία και την τήρηση κανόνων δικαίου, την κατοχύρωση του δικαίου, του ορθού και του νόμιμου. Έτσι
περιστέλλεται ο ατομικισμός και ο εγωισμός και εξασφαλίζεται η αρμονική κοινωνική συμβίωση.
Κάθε πολιτισμικά προηγμένη κοινωνία θεμελιώνεται στις αξίες της αιδούς και της δίκης. Οι αξίες αυτές είναι
καθολικές και συνιστούν παράγωγα της εξέλιξης τόσο της ηθικής συνείδησης, όσο και του πολιτισμού που την
εκφράζει και την κατευθύνει.

«ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοὶ»

Με τη φράση αυτή διατυπώνεται έξοχα η κοινωνιοπλαστική αποστολή της αιδούς και της δίκης. Χάρη στην αιδώ
και στη δίκη εξασφαλίζεται η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη, η συνοχή του συνόλου, η ισορροπία και η
ευταξία. Με αυτές αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης και
αλληλοσεβασμού. Ειδικότερα η αἰδὼς οδηγεί σε ό,τι ονομάζεται «πόλεων κόσμοι», δηλαδή εμπνέει στους πολίτες
κόσμια συμπεριφορά και συντελεί στην κατάκτηση της αυτονομίας τους, αναγκαία για την αρμονία της
κοινωνίας. Η δίκη παραπέμπει στο «πόλεων δεσμοί», δηλαδή σε υπαγορεύσεις με τις οποίες οι πολίτες
υποβάλλονται σε δεσμεύσεις της συμπεριφοράς τους, ώστε να επιβάλλεται η συνοχή της πολιτικής κοινωνίας. Η
συμπληρωματική λειτουργία των δύο «δώρων» συνεπάγεται φιλίαν, που σημαίνει ηθική ενότητα της πολιτείας,
σύμπνοια και ομόνοια των πολιτών, ώστε να συμβιώνουν αρμονικά.
Χρειάζεται βέβαια να διευκρινισθεί ότι οι δύο αξίες δόθηκαν ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν από τους
ανθρώπους με τη λογική και τον προσωπικό αγώνα. Άλλωστε ο Δίας, αν και κατείχε την πολιτική τέχνη, δεν τη
δώρισε στον άνθρωπο. Αντίθετα δώρισε την αἰδὼ και τη δίκη για να εξοικονομήσει την πολιτική τέχνη μόνος του
ο άνθρωπος με τον προσωπικό αγώνα του. Όταν οι άνθρωποι γνωρίσουν σε βάθος τις έννοιες αυτές, που
προβάλλονται ως αιτήματα της ηθικής, και είναι σε θέση να τις πραγματώσουν στις σχέσεις τους, τότε η
οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας θα στηρίζεται σε αυτές. Η πολιτεία που θεμελιώνεται σε αυτές είναι
δημοκρατική, γιατί ο αμοιβαίος σεβασμός και το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών εμπεδώνει την εμπιστοσύνη
μεταξύ τους και με την πολιτεία και εξασφαλίζει ισορροπία στις σχέσεις τους.
Σύγκριση δώρων Προμηθέα και Δία
Σε όλες τις πολιτισμικές εκφάνσεις, όπως απεικονίζονται με τη μυθική αφήγηση, κάθε στάδιο της ανθρώπινης
παρουσίας και εξέλιξης στον κόσμο συμβολίζεται με κάποιον θεό και την προσφορά του στον άνθρωπο. Το
στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο, της δημιουργίας
τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα δώρα του και το τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής
κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του προσφορά στον άνθρωπο. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τα δώρα του
Προμηθέα και του Δία, αρχικά μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται με διαφορετικές φάσεις εξέλιξης και
ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου.
Ειδικότερα, τα «δώρα του Προμηθέα», προϊόν κλοπής από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, βοήθησαν τον άνθρωπο
να προφυλαχθεί από τη φύση και παράλληλα έθεσαν τα θεμέλια του υλικού και τεχνικού πολιτισμού.
Εκφράζουν την ανάγκη του ανθρώπου να αντισταθμίσει τη φυσική του αδυναμία με δικά του δημιουργήματα και
να επιβιώσει απέναντι στην άλογη δύναμη της φύσης. Όμως με αυτά ο άνθρωπος παρά τα σπουδαία βήματα που
έκανε δεν μπόρεσε να επιβληθεί στη φύση και να υπερασπίσει αποτελεσματικά την ύπαρξή του, δηλαδή δεν
μπόρεσε ούτε να αντιμετωπίσει τα θηρία ούτε να οργανώσει κοινωνίες.
Αντίθετα, τα δώρα του Δία, που ήταν προσφορά του ίδιου, έσωσαν τον άνθρωπο από τον αφανισμό, αλλά κυρίως
τον βοήθησαν να αποκτήσει την πολιτική αρετή, να μετασχηματίσει τα κοινωνικά μορφώματα σε κοινωνίες με
συνειδητοποιημένη συναίσθηση δημιουργικότητας και να αναπτύξει υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Αξίζει να
παρατηρήσουμε ότι ο Δίας δεν δώρισε στον άνθρωπο την πολιτική τέχνη, αν και την κατείχε, αλλά την αιδώ και
τη δίκη, με τις οποίες το ξεχωριστό για τον θεό πλάσμα είναι σε θέση να κατακτήσει την πολιτική τέχνη. Τα
«δώρα του Δία» εκφράζουν ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, κατά το οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει
ηθικοπνευματικά και παράγει πολιτισμό, του οποίου οι συντεταγμένες ορίζονται όχι μόνο από την ανάγκη του
ζῆν, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αξίας του εὖ ζῆν.

2. «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύτας νείμω;»

Ο Δίας στέλνει τα δώρα του στους ανθρώπους με τον Ερμή, ο οποίος προβληματίζεται αν πρέπει να δοθούν σε
όλους τους ανθρώπους. Η ερώτηση του Ερμή φαντάζει αφελής και κωμική και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα
θυμηδίας, που ωστόσο έχει τη λειτουργικότητά της, καθώς:
α) χαλαρώνει προς το παρόν τον ακροατή και τον προετοιμάζει για το συμπέρασμα του μύθου, που ακολουθεί,
β) η εναλλαγή ευθέος και πλαγίου λόγου δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στην αφήγηση,
γ) η ερώτηση του Ερμή δημιουργεί το αναγκαίο κλίμα για τη δικαίωση της επιτακτικής θεϊκής απαίτησης και
παράλληλα προοιωνίζεται την έκφανσή της.
Ο Πρωταγόρας με τη φράση «αἱ τέχναι νενέμηνται» φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του καταμερισμού
της εργασίας για την πρόοδο του πολιτισμού, για αυτό και θέτει το ερώτημα με τον Ερμή. Αν όμως στον
καταμερισμό της εργασίας εντασσόταν και η πολιτική, οι άνθρωποι δεν θα αποδέχονταν κοινές ηθικές αξίες, και
συνεπώς δεν θα ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν πολιτικές κοινωνίες που να στηρίζονται στη βάση κοινών
αξιών. Αντίθετα, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα οξύνονταν και θα κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των
ανθρώπων. Συνεπώς το ερώτημα του Ερμή είναι καίριο για την εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας, γιατί ο Δίας
δεν μοιράζει την πολιτική τέχνη, αλλά δύο ηθικές ιδιότητες αναγκαίες στους ανθρώπους για να οργανώσουν
πολιτική κοινωνία. Έτσι ο Πρωταγόρας με την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της αιδούς και της δίκης
προβαίνει στην ηθική θεμελίωση της πολιτικής, θέση που υπερασπίζονται και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.

3. «εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοὶ»

Σ’ αυτό το σημείο γίνεται αναφορά στη χρησιμότητα του καταμερισμού στην εργασία. Όσον αφορά, λοιπόν, τις
τέχνες ο καταμερισμός είναι απολύτως απαραίτητος, διότι έτσι: α) εξυπηρετούνται καλύτερα οι πολίτες, αφού
ένας τεχνίτης μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς πολίτες, β) υπάρχει δυνατότητα εμβάθυνσης και εξειδίκευσης σε
κάθε τομέα, με αποτέλεσμα την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας και γ) η επιλογή του επαγγέλματος είναι
υπόθεση προσωπική του κάθε ανθρώπου και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις ειδικές δεξιότητες, ικανότητες,
ταλέντα, κλίσεις που μπορεί να έχει. Έτσι οι δημιουργοί (< δήμος + έργον) είναι αυτοί που παράγουν ένα έργο
ωφέλιμο στον δήμο, στον λαό. Στα ομηρικά χρόνια στους δημιουργούς ανήκαν οι μάντεις, οι γιατροί, οι κήρυκες,
οι οικοδόμοι κ.τ.λ. και ο καταμερισμός της εργασίας αφορά τους ἰδιώτας και όχι τους πολίτας.

4. «καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;» «Ἐπὶ πάντας,» ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ
πάντες μετεχόντων˙ οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν»

Η καθολικότητα της πολιτικής αρετής

Στον διάλογο αυτό ο Δίας θεωρεί απαραίτητη την καθολικότητα των αξιών της αιδούς και της δίκης για τους
ανθρώπους, με την αιτιολόγηση-επιχείρημα ότι η κοινωνία δεν μπορεί να συγκροτηθεί πολιτικά, αν οι βασικές
ιδιότητες που θεμελιώνουν την πολιτική συγκρότηση δεν είναι κοινές σε όλα τα μέλη της. Στην πολιτική αρετή
(την οποία ο άνθρωπος κατακτά με την αιδώ και τη δίκη) πρέπει να συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες,
γιατί μόνο έτσι μπορούν να συγκροτηθούν οργανωμένες και βιώσιμες κοινωνίες. Η αιδώς και η δίκη λειτουργούν
ως συνεκτική δύναμη της κοινωνίας και η απουσία τους συνεπάγεται τη διάλυσή της.

5. «καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»
Ο Πρωταγόρας τελειώνει τον μύθο με τον Δία να επιβάλλει αυστηρά την ανάγκη της καθολικότητας της
πολιτικής αρετής και μάλιστα με την ποινή του θανάτου δηλώνοντας έτσι την πολύ μεγάλη σημασία που δίνει
στις αξίες της αιδούς και της δίκης για τη συγκρότηση και τη διατήρηση της πολιτείας.

Η σημασία και η αυστηρότητα του νόμου του Δία τονίζεται από την επιβολή θανατικής ποινής («κτείνειν ὡς
νόσον πόλεως») σε όποιον δεν συμμορφώνεται στις εντολές του. Η παρομοίωση όποιου δεν συμμετέχει στην
πολιτική αρετή με αρρώστια της πόλης υποδηλώνει ότι αποτελεί κίνδυνο γι’ αυτή και πρέπει να θανατωθεί για
να διαφυλαχθεί η τάξη και η ισορροπία του συνόλου. Ο Δίας ζητάει το απόλυτο και το απαιτεί με αμείλικτη
σκληρότητα. Επιπλέον η επιβολή της ποινής του θανάτου από τον Δία, και συνεπώς η αδυναμία του να
εξασφαλίσει την καθολικότητά τους, δείχνει ότι οι αξίες της αιδούς και της δίκης δεν είναι έμφυτες, γιατί δεν
αποτελούσαν γνώρισμα της αρχικής ανθρώπινης φύσης και ότι ο σκληρός νόμος που τις επιβάλλει είναι «έργο
του χρόνου, της πικρής πείρας και της ανάγκης». Με αυτόν τον τρόπο οι πολίτες διαμορφώνουν
κοινωνικοπολιτική συνείδηση και αναδεικνύονται υπεύθυνοι για τη χρηστή διοίκηση, αφού αυτή εξαρτάται από
το δικαίωμά τους να έχουν βαρύνουσα άποψη για τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων.

6. Τέλος του μύθου. Συνοπτική, διαγραμματική παρουσίαση των σταδίων της εξέλιξης της ανθρωπότητας

Με τον μύθο ο Πρωταγόρας:


α) παρουσιάζει την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας ως συνεχή πορεία εξανθρωπισμού και βελτίωσης της
ζωής (βιολογικός σχηματισμός του ανθρώπου -> υλικοτεχνικός πολιτισμός -> ηθικοπνευματικός πολιτισμός /
πολιτική κοινωνία). Ο προοδευτικός χαρακτήρας της εξέλιξης του πολιτισμού διαφοροποιείται από την αντίληψη
της κυκλικής ιστορικής εξέλιξης (Πλάτων, Θουκυδίδης), κατά την οποία δεν έχουμε δημιουργία, αλλά
επανάληψη, γιατί η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη στα βασικά χαρακτηριστικά της. Επίσης, η
αντίληψη του Πρωταγόρα για την προοδευτική εξέλιξη του πολιτισμού συνιστά και απάντηση σε απαισιόδοξες
απόψεις ότι η ιστορία της ανθρωπότητας αποτελεί παρακμή (Ησίοδος, Πλάτων).
β) Υπερασπίζεται τη δημοκρατική αντίληψη στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, ανασκευάζοντας το
επιχείρημα του Σωκράτη. Η αιδώς και η δίκη μοιράστηκαν σε όλους τους ανθρώπους και δεν ακολουθούν τη
λογική του καταμερισμού της εργασίας. Η ύπαρξη οργανωμένων πολιτικά κοινωνιών προϋποθέτει την
καθολικότητα των αξιών αυτών.
γ) Δείχνει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή, γιατί οι άνθρωποι την απέκτησαν σε μεταγενέστερο στάδιο της
ιστορίας τους.
Στις απόψεις αυτές φαίνεται και ο αισιόδοξος ανθρωπισμός που εκφράζει ο Πρωταγόρας με τον μύθο και
γενικότερα με τη στάση του σε θέματα φιλοσοφικής ανθρωπολογίας.
Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ-ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Η ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ Ἀθηναῖοι, ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης
τινὸς δημιουργικῆς, ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ, οὐκ
ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς –εἰκότως ὡς ἐγώ φημί– ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ
δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε
μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις. Αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.

Ο Πρωταγόρας επαναλαμβάνει τη θέση που υποστήριξε ο Σωκράτης στην 1η ενότητα του βιβλίου μας και φαίνεται να
τη δέχεται, αλλά να την ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τον μύθο είναι τα
εξής:
α) Το ότι όλοι οι Αθηναίοι έχουν την πολιτική αρετή, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν διδάσκεται, όπως υποστήριξε ο
Σωκράτης, αλλά ότι είναι αναγκαία η ύπαρξή της για την οργάνωση κοινωνιών,
β) Ο Πρωταγόρας δέχεται και αιτιολογεί την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής, και σε αυτή τη
βάση στηρίζει το διδακτό της αρετής.
γ) Τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα για το διδακτό της πολιτικής αρετής που συνάγονται από τον μύθο και τα
κεφαλαιοποιεί στο επιμύθιο είναι τα εξής:
1) Οι τεχνικές γνώσεις δεν δόθηκαν σε όλους τους ανθρώπους και γι' αυτό ένας που κατέχει μία τέχνη, πχ. την
αρχιτεκτονική ή την ιατρική, μπορεί να καλύψει πολλούς ιδιώτες. Έτσι αιτιολογείται γιατί οι Αθηναίοι επιτρέπουν
μόνο σε ειδικούς να εκφέρουν γνώμη για ζητήματα τεχνικής ειδίκευσης.
2) Άποψη του Πρωταγόρα είναι ότι η πολιτική αρετή δόθηκε στον άνθρωπο σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο και όχι από
την αρχή της δημιουργίας του. Αυτές τις δύο αξίες τις διαθέτει ο άνθρωπος ως ηθικές καταβολές και προδιάθεση.
Για να γίνουν όμως κτήμα του και να φτάσει στην πλήρη κατάκτηση της πολιτικής αρετής πρέπει να
καταβάλει προσπάθεια και αγώνα. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά γίνεται κάτοχος της πολιτικής αρετής μέσα
από μαθητεία σε αυτήν, δηλαδή με διδαχή και προσπάθεια. Σ’ αυτό θα συντελέσουν οι φορείς αγωγής αλλά και
οι νόμοι με τις ποινές και τις κυρώσεις τους («Ἐπὶ πάντας,»… «καὶ πάντες μετεχόντων»… κτείνειν ὡς νόσον
πόλεως.»). Την άποψη αυτή θα επιχειρήσει να αποδείξει στις επόμενες ενότητες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα
ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Η έννοια της πολιτικής αρετής και οι επιμέρους αξίες


- «ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης»
Στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής, πέρα από την αἰδῶ και τη δίκην, ο Πρωταγόρας εντάσσει και τη σωφροσύνη και
την ευσέβεια (η τελευταία θα αναφερθεί στις ενότητες 5 και 7) και προοικονομεί τη σχετική σωκρατική αναζήτηση των
μερών της αρετής προκειμένου να οριστεί η αρετή, που θα ακολουθήσει στον διάλογο.

Σύγκριση απόψεων Πρωταγόρα και Αριστοτέλη για τα αίτια γένεσης και τους στόχους της πολιτικής κοινωνίας
α. Πρωταγόρας: σύμφωνα με την άποψη του Πρωταγόρα η πολιτική κοινότητα δημιουργήθηκε «νόμῳ», από την
ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των βιολογικών τους αναγκών και η διασφάλιση της ζωής τους.
β. Αριστοτέλης: ο Αριστοτέλης διαφοροποιείται από τον Πρωταγόρα και θεωρεί ότι η πολιτική κοινότητα
δημιουργήθηκε από φυσική αναγκαιότητα («φύσει»), ήταν έμφυτη δηλαδή στον άνθρωπο η ανάγκη να συμβιώνει με
άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον
πολιτικόν»). Σκοπός της δημιουργίας της δεν ήταν απλώς η ικανοποίηση βιοτικών αναγκών και η επιβίωση, αλλά ένας
ανώτερος στόχος, το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ηθική τελείωση, η ευδαιμονία των πολιτών, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της
αυτάρκειας.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Πολυσύνδετο σχήμα:
«καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο»

Αντίθεση:
«πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεὴς»

Εναλλαγή ευθέος και πλαγίου λόγου/ σχήμα αποστροφής:


«Ἐρωτᾷ οὖν Ἑρμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις˙ «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ
ταύτας νείμω; Νενέμηνται δὲ ὧδε˙ εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί˙ καὶ δίκην δὴ καὶ
αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;» «Ἐπὶ πάντας,» ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ πάντες μετεχόντων˙…»

Επανάληψη:
6 φορές επαναλαμβάνεται η λέξη «πόλις»
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 4η (322a-323a) - Η πολιτική αρετή, κοινό δώρο του Δία στους ανθρώπους, απαραίτητη
ιδιότητα για τη συγκρότηση κοινωνιών

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

α) Ποια είναι η συνεισφορά του Δία στον πολιτισμό, σύμφωνα με τον μύθο του Πρωταγόρα;

β) Σε τι διαφέρει η προσφορά του Δία από το δώρο της φωτιάς του Προμηθέα;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 83)

Απάντηση

α) Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Δίκη (ή Νέμεσις) ήταν η κόρη του Δία και της Θέμιδας, ενώ η Αἰδὼς ήταν σύντροφος
της Δίκης και καθόταν σε θρόνο δίπλα στον Δία. Η Δίκη, που τη βοηθούσαν οι Ερινύες, επέβλεπε την τήρηση της
ηθικής τάξης στον κόσμο και τιμωρούσε όσους επιχειρούσαν να την ανατρέψουν. Στο κείμενο δεν παρουσιάζονται
όμως ως θεότητες, αλλά ως ηθικές ιδιότητες ή αξίες, που μοιράζονται και διδάσκονται στους ανθρώπους.
Ο Δίας, για να διασφαλίσει την προοπτική επιβίωσης των ανθρώπων που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο αφανισμού,
αποφασίζει να τους προσφέρει την αἰδῶ καί την δίκην. Έτσι, θα είναι δυνατή η συγκρότηση κοινωνιών και η περαιτέρω
ανάπτυξη του πολιτισμού. Η ενέργεια αυτή του Δία δείχνει το ενδιαφέρον και τη φροντίδα του για τους ανθρώπους.
Αἰδώς: είναι ο σεβασμός, το αίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον
καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η δράση της είναι ανασταλτική και αποτρεπτική και
συμπίπτει με τη λειτουργία της ηθικής συνείδησης. Το συναίσθημα αυτό λειτουργεί και ως κίνητρο για την εκτέλεση
του χρέους και του καθήκοντος που επιβάλλει η κοινωνία στα μέλη της, αφού με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η
αγανάκτηση και η αποδοκιμασία των άλλων.

Δίκη: είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η ενύπαρκτη στον άνθρωπο αντίληψη για το δίκαιο και το άδικο, ο
σεβασμός των γραπτών και άγραφων νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων, καθώς και οι ενέργειες για την
αποκατάσταση αυτών των δικαιωμάτων, όταν καταστρατηγούνται βάναυσα από κάποιον. Η δίκη εκδηλώνεται με τη
δημιουργία και την τήρηση κανόνων δικαίου, την κατοχύρωση του δικαίου, του ορθού και του νόμιμου. Έτσι
περιστέλλεται ο ατομικισμός και ο εγωισμός και εξασφαλίζεται η αρμονική κοινωνική συμβίωση.
Κάθε πολιτισμικά προηγμένη κοινωνία θεμελιώνεται στις αξίες της αιδούς και της δίκης. Οι αξίες αυτές είναι
καθολικές και συνιστούν παράγωγα της εξέλιξης τόσο της ηθικής συνείδησης, όσο και του πολιτισμού που την
εκφράζει και την κατευθύνει.

β) Στην εξέλιξη του μύθου, όπως ήδη είδαμε, κάθε στάδιο της ανθρώπινης παρουσίας και εξέλιξης στον κόσμο
συμβολίζεται με κάποιον θεό και την προσφορά του στον άνθρωπο. Το στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του
ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο, της δημιουργίας τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα
δώρα του και το τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του προσφορά στον
άνθρωπο. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τα δώρα του Προμηθέα και του Δία, αρχικά μπορούμε να πούμε ότι
συνδέονται με διαφορετικές φάσεις εξέλιξης και ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου.
Ειδικότερα, τα «δώρα του Προμηθέα», (ἔντεχνος σοφία καὶ πῦρ), προϊόν κλοπής από την Αθηνά και τον Ήφαιστο,
βοήθησαν τον άνθρωπο να προφυλαχθεί από τη φύση και παράλληλα έθεσαν τα θεμέλια του υλικού και τεχνικού
πολιτισμού. Εκφράζουν την ανάγκη του ανθρώπου να αντισταθμίσει τη φυσική του αδυναμία με δικά του
δημιουργήματα και να επιβιώσει απέναντι στην άλογη δύναμη της φύσης. Όμως με αυτά ο άνθρωπος, παρά τα
σπουδαία βήματα που έκανε, δεν μπόρεσε να επιβληθεί στη φύση και να υπερασπίσει αποτελεσματικά την ύπαρξή
του, δηλαδή δεν μπόρεσε ούτε να αντιμετωπίσει τα θηρία ούτε να οργανώσει κοινωνίες.
Αντίθετα, τα δώρα του Δία, που ήταν προσφορά του ίδιου, έσωσαν τον άνθρωπο από τον αφανισμό, αλλά κυρίως τον
βοήθησαν να αποκτήσει την πολιτική αρετή, να δημιουργήσει κοινωνίες και να αναπτύξει υψηλό επίπεδο πολιτισμού.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Δίας δεν δώρισε στον άνθρωπο την πολιτική τέχνη, αν και την κατείχε, αλλά την αιδώ
και τη δίκη, με τις οποίες ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατακτήσει την πολιτική τέχνη. Τα «δώρα του Δία» εκφράζουν
ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, κατά το οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει ηθικοπνευματικά και παράγει
πολιτισμό που προσανατολίζεται όχι απλώς από την ανάγκη του ζῆν, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αξίας του εὖ
ζῆν.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Πώς βλέπετε να ορίζεται η πολιτική αρετή μέσα στο απόσπασμα;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 83)

Απάντηση

Την πολιτική αρετή με βάση τον τρόπο, με τον οποίο χρησιμοποιείται στο απόσπασμα, θα την χαρακτηρίζαμε
περιεκτική έννοια, επειδή ο Πρωταγόρας τη συνδέει με τις έννοιες της αιδούς, της δίκης και της σωφροσύνης που
συνιστούν συστατικά της. Χρειάζεται βέβαια να διευκρινισθεί ότι οι αξίες αυτές δόθηκαν ως πρότυπα που έπρεπε να
κατακτηθούν από τους ανθρώπους με τη λογική και τον προσωπικό αγώνα. Άλλωστε ο Δίας, αν και κατείχε την
πολιτική αρετή, δεν την δώρισε στον άνθρωπο. Αντίθετα, δώρισε την αἰδώ και τη δίκη, μέρη της πολιτικής αρετής, για
να κατακτήσει την πολιτική αρετή μόνος του ο άνθρωπος με τον προσωπικό αγώνα του. Η πολιτεία που θεμελιώνεται
σε αυτές είναι δημοκρατική, γιατί ο αμοιβαίος σεβασμός και το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών εμπεδώνουν την
εμπιστοσύνη μεταξύ τους και με την πολιτεία και εξασφαλίζουν ισορροπία στις σχέσεις τους.
Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε
καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο
βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος) και ηθικές ιδιότητες, όπως δικαιοσύνη, σύνεση,
αυτονομία, παρρησία κτλ. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού
ανθρώπου.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Πώς βλέπετε να διαρθρώνονται, μέσα στον μύθο του Πρωταγόρα, τα στάδια της εξέλιξης του πολιτισμού που κατακτά
ο άνθρωπος;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 83)

Απάντηση

Τα στάδια εξέλιξης της ανθρωπότητας

1ο Στάδιο
Ανυπαρξία θνητών όντων
(῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητά δὲ γένη οὐκ ἦν)

2ο Το Επιμηθεϊκό Στάδιο
Δημιουργία θνητών όντων και του ανθρώπου

3ο Το Προμηθεϊκό Στάδιο
Δημιουργία υλικοτεχνικού πολιτισμού
• βωμοί καὶ ἀγάλματα θεῶν

• φωνὴν καὶ ὀνόματα

• οἰκήσεις

• ἐσθῆτας

• ὑποδέσεις

• στρωμνὰς

• ἐκ γῆς τροφὰς

4ο Το Στάδιο των δώρων του Δία

Η συγκρότηση πολιτικών κοινωνιών στη βάση ηθικών αρχών συνύπαρξης

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Συγκρίνετε τον μύθο του Πρωταγόρα με το απόσπασμα του Αισχύλου από τον Προμηθέα Δεσμώτη. (βλέπε σχολικό
βιβλίο σελ. 64-68)

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 83)

Απάντηση

Και στα δύο αποσπάσματα ο Προμηθέας παρουσιάζεται ως ο ευεργέτης του ανθρώπου χάρη στο δώρο της φωτιάς.
Στον Προμηθέα του Αισχύλου οι άνθρωποι πριν από την παρέμβαση του Προμηθέα ζούσαν σε σπηλιές και δεν
διέθεταν πρακτική νοημοσύνη για να μπορούν να συλλάβουν, να κατανοήσουν τον κόσμο και να επινοήσουν τρόπους
βελτίωσης της ζωής τους. Ο Προμηθέας, λοιπόν, τους διδάσκει όλες τις τέχνες: αρχιτεκτονική, ξυλουργική,
αστρονομία, μαθηματικά, γραφή, γλώσσα, ιστορία, γεωργία, τη χρήση των ζώων και την ίππευση, τη ναυτική τέχνη,
την ιατρική, τη φαρμακευτική, τη μαντική και τη μεταλλοτεχνία.
Ο Πρωταγόρας στον μύθο του από τις παραπάνω τέχνες αναφέρει μόνο την αρχιτεκτονική, τη γλώσσα και τη
χειροτεχνία, δηλαδή τα ενδύματα, τα υποδήματα και τις τροφές, ενώ προσθέτει τη θρησκεία. Συνεχίζει όμως τον μύθο
με την αναφορά στην οργάνωση κοινωνιών και στην παρέμβαση του Δία.

Στόχος, λοιπόν, του Προμηθέα του Αισχύλου είναι να απαριθμήσει τις ευεργεσίες του, που αποτελούν άλλωστε τον
υπερασπιστικό του λόγο απέναντι στη βία του Δία, ενώ ο Πρωταγόρας στον μύθο αναφέρεται στις ευεργεσίες του
Προμηθέα στο πλαίσιο κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών προβληματισμών: κάνει αναφορά στα δώρα του
Προμηθέα, προκειμένου σταδιακά να φτάσει να αποδείξει «το διδακτόν της πολιτικής αρετής» ως δώρο του Δία.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Πώς ο άνθρωπος απέκτησε συγγένεια με τους θεούς και γιατί η έντεχνος σοφία και η φωτιά θεωρούνται θεϊκά
στοιχεία;

Απάντηση

Στο πλαίσιο του μύθου η φωτιά αποτελεί το θεϊκό μερίδιο που είχαν την τύχη, χάρη στην παρέμβαση του Προμηθέα,
να λάβουν οι άνθρωποι. Είναι θεϊκό

α) γιατί το κατείχαν ως τότε μόνο οι θεοί,

β) γιατί οι άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα,

γ) γιατί, επιτρέποντας στον άνθρωπο να αναπτύξει πολιτισμό, του επέτρεψε κατά συνέπεια να αναγνωρίσει την
ύπαρξη των θεών. Η πρώτη, με την έννοια της κορυφαίας, και άμεση συνέπεια του δώρου της φωτιάς, σύμφωνα με τον
Πρωταγόρα είναι ακριβώς η εμφάνιση της θρησκείας.

Η φωτιά αλλά και οι τεχνικές γνώσεις, «έντεχνος σοφία», επέτρεψαν στον άνθρωπο να δημιουργήσει τεχνικό
πολιτισμό, μεταβάλλοντας την όψη της φύσης, κατά κάποιο τρόπο σαν δημιουργός-θεός. Η μεταμορφωτική δύναμη
του στοιχείου της φωτιάς θεωρούνταν αποκλειστικό κτήμα των θεών, δηλαδή στοιχείο της θεϊκής ουσίας και ένα από
τα μυστικά της δύναμής τους. Η έννοια της φωτιάς ως δυναμογόνου φυσικού στοιχείου απασχολεί ήδη τον Ηράκλειτο
(ἀεὶζωον πῦρ).

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Πώς δικαιολογείται ένας αγνωστικιστής, ο Πρωταγόρας, να κάνει στο έργο του αναφορά στους θεούς;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας αρχίζει την παρουσίαση των κατακτήσεων του ανθρώπου από τη θρησκεία, παρά τον θρησκευτικό
αγνωστικισμό του. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί αρχικά με βάση την ανάγκη συνοχής του μύθου (θείας μετέσχε μοίρας,
πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι
καὶ ἀγάλματα θεῶν˙) και λογικής αλληλουχίας. Δηλαδή, εφόσον οι άνθρωποι πήραν μέρος σε κάτι που μέχρι τότε
ανήκε μόνο στους θεούς, σύμφωνα με τον μύθο, αυτό τους οδήγησε στην πίστη ότι υπάρχουν θεοί και ότι οι άνθρωποι
έχουν πνευματική συγγένεια με αυτούς. Αποτέλεσμα ήταν να αναπτύξουν θρησκεία και θρησκευτική τέχνη.
Επιπλέον η πρόταξη θρησκευτικής συμπεριφοράς «ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν» και
θρησκευτικού συναισθήματος «θεοὺς ἐνόμισεν» μπορεί να ερμηνευθεί και ως προβολή του υψηλότερου σημείου
ανάπτυξης που παρουσίασε το ανθρώπινο είδος στο προμηθεϊκό στάδιο. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας αξιολόγησε
τη θρησκεία ως πολύ σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου ανάμεσα στις άλλες, γιατί δείχνει ότι ο άνθρωπος
απέκτησε εξελικτικά τη δυνατότητα να τον απασχολεί η έννοια της δημιουργίας και να συνειδητοποιεί τη δική του
θνητότητα απέναντι στην παντοδυναμία της φύσης. Από την άποψη της ιστορικής προσέγγισης η πίστη στους θεούς
είναι εκδήλωση πνευματικής ωριμότητας του ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος περνά από την απλή, ενστικτώδη ύπαρξη
στην αναζήτηση των παραγόντων που δημιούργησαν τη φύση και πιθανότητα και των τρόπων να τους επηρεάζει για
τη βελτίωση των όρων της ζωής του. Έτσι οι άνθρωποι αναπτύσσουν θρησκεία και θρησκευτική τέχνη: αρχίζουν να
πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την οργάνωση και τέλεση των
θρησκευτικών τελετών (κατασκευή βωμών και φιλοτέχνηση αγαλμάτων θεών).

Αναμφισβήτητα εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ένας αγνωστικιστής, κάποιος δηλαδή που αμφέβαλλε για την
ύπαρξη των θεών, ο σοφιστής Πρωταγόρας, κάνει αναφορά σ’ αυτούς. Οι απόψεις που δικαιολογούν την αναφορά
αυτή είναι οι εξής:

α) ίσως πρόκειται για πλατωνική θεωρία που έντεχνα τοποθετείται στο στόμα του Πρωταγόρα,
β) η λατρεία των θεών είναι αναμφισβήτητη πραγματικότητα, ένα ανθρωπολογικό δεδομένο που χρειάζεται εξήγηση.
γ) η χρήση συμβόλων αποτελεί χαρακτηριστικό του μύθου και η αναφορά στους θεούς φαίνεται να είναι συμβολική: ο
Δίας συμβολίζει τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας (που συναντήσαμε στην
προηγούμενη ενότητα) και ο Ερμής αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των
όντων και εξασφαλίζουν ισορροπία.

 ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση

Πώς δημιουργήθηκε η γλώσσα, κατά την άποψη του Πρωταγόρα; Να τη συγκρίνετε με την αρχαία παράδοση και τη
σύγχρονη γλωσσολογία.

Απάντηση

Στον πνευματικό πολιτισμό εντάσσεται και η γλώσσα η οποία δημιουργείται κατά την εξέλιξη του ανθρώπινου
πολιτισμού. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τη γλώσσα ως ομιλητική ικανότητα του ανθρώπου που εξελίσσεται μαζί με
τη σκέψη του και όχι απλώς μέσο επικοινωνίας. Σκέψη και γλώσσα συνυφαίνονται και αναπτύσσονται κατά τη
διεργασία αξιοποίησης της έντεχνης σοφίας στον αγώνα επιβίωσης του ανθρώπου. Αναμφισβήτητα η γλώσσα συνιστά
τεκμήριο πολιτισμικής προόδου, καθώς σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει κατακτήσει την ωριμότητα που του επιτρέπει να
κωδικοποιεί τις σκέψεις σε λέξεις και έννοιες, να οργανώνει λογικές προτάσεις που τον εκφράζουν και τον
εξυπηρετούν στη συνεννόησή του με τους άλλους. Κατά την άποψη του Πρωταγόρα, ο κώδικας αυτός πλάστηκε από
τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος από πολύ νωρίς («ταχὺ»: εννοεί στα πρώτα στάδια της ύπαρξης του ανθρώπου και όχι
σε σύντομο χρονικό διάστημα) άρχισε να μετουσιώνει τους άναρθρους σε έναρθρους φθόγγους, να τους συνδυάζει
φτιάχνοντας λέξεις και στη συνέχεια, προτάσεις, εκδηλώνοντας συγχρόνως την έλλογη ιδιότητά του.
Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη των σοφιστών, ότι η γλώσσα δημιουργήθηκε νόμῳ, αλλά και με
την άποψη σύγχρονων γλωσσολόγων. Αντίθετη σ’ αυτή είναι η λεγόμενη θεοκρατική αντίληψη, την οποία υποστήριζε
ο Ηρόδοτος. Σύμφωνα μ’ αυτή, η γλώσσα υπάρχει φύσει, δηλαδή τη χάρισε στον άνθρωπο ο θεός, μόλις τον έπλασε.
Πιο σύνθετη προσέγγιση της γλώσσας κάνει αργότερα ο Αριστοτέλης, ο οποίος συνθέτει στοιχεία και από τη φύσει και
από τη νόμῳ θεώρηση της γλώσσας.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Γιατί η πολεμική τέχνη αναπτύσσεται μόνο μέσα στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας;

Απάντηση

Η πολιτική τέχνη είναι συνώνυμο της οργανωμένης κοινωνίας, η οποία προϋποθέτει σταθερό τόπο κατοικίας, κοινή
γλώσσα, την ύπαρξη θεσμών και νόμων, στρατού και στόλου, ηθών, εθίμων, παραδόσεων και ιδανικών, ανάπτυξη
γραμμάτων και τεχνών, και γενικά την ανάπτυξη τεχνολογίας και πολιτισμού. Η πολεμική τέχνη αναπτύσσεται μόνο
μέσα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, γιατί εκεί παρουσιάζεται για πρώτη φορά η ανάγκη να
υπερασπιστούν οι άνθρωποι τα υπάρχοντά τους και τα τεχνολογικά και πολιτισμικά επιτεύγματά τους από κάθε
είδους εξωτερικό εχθρό, εκδηλώνεται δηλαδή η συνείδηση του συνανήκειν και της συνυπευθυνότητας των μελών της
οργανωμένης κοινωνίας.

Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι ο πόλεμος, εδώ, παρά τα κακά που προξενεί, μπορεί να νοηθεί με τη «θετική» του
σημασία: δεν είναι ο πόλεμος που έχει ως στόχο την κατάκτηση νέων εδαφών και τον αλληλοσπαραγμό των λαών
(επεκτατικός πόλεμος), αλλά ο πόλεμος που αναπτύσσει τις ευγενείς ορμές του ανθρώπου, την άμυνα υπέρ του
δικαίου και της ελευθερίας, που θέτει σε λειτουργία τα αντανακλαστικά των εθνών για δημιουργική επιβίωση.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Ποια είναι τα μέρη της πολιτικής αρετής, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, και ποια η σημασία τους για τη συγκρότηση
κοινωνιών;

Απάντηση

Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, συστατικά της πολιτικής αρετής είναι η αἰδώς και η δίκη. Αἰδώς είναι ο σεβασμός, το
αίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του
κοινωνικού περιβάλλοντος. Η δράση της είναι ανασταλτική και αποτρεπτική και συμπίπτει με τη λειτουργία της
ηθικής συνείδησης. Δίκη είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η ενύπαρκτη στον άνθρωπο αντίληψη για το δίκαιο και
το άδικο, ο σεβασμός των γραπτών νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων.

Χάρη στην αιδώ και στη δίκη εξασφαλίζεται η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη, η συνοχή του συνόλου, η
ισορροπία και η ευταξία. Με αυτές αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης
και αλληλοσεβασμού («ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί»). Στο περιεχόμενο της πολιτικής
αρετής, πέρα από την αἰδῶ και τη δίκη, ο Πρωταγόρας εντάσσει και τη σωφροσύνη(«ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν
πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης») και την ευσέβεια (η τελευταία θα
αναφερθεί στις ενότητες 5 και 7). Έτσι προοικονομείται η σχετική σωκρατική αναζήτηση των μερών της αρετής,
προκειμένου να οριστεί η έννοια της αρετής.

 ΑΣΚΗΣΗ 10
Εκφώνηση

α. Σε ποιο σημείο του κειμένου γίνεται αναφορά στον καταμερισμό της εργασίας;

β.1.Ποια σημασία τού αποδίδει ο Πρωταγόρας για την εξέλιξη του πολιτισμού και

β.2.γιατί η πολιτική αρετή δεν μπορούσε να περιλαμβάνεται στον καταμερισμό αυτό;

Απάντηση

α. Αναφορά στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας γίνεται στις φράσεις: «εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς
ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί», «αἱ τέχναι νενέμηνται» και «ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν».

β.1. Στη φράση «εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί» γίνεται αναφορά στη
χρησιμότητα του καταμερισμού της εργασίας. Όσον αφορά, λοιπόν, τις τέχνες ο καταμερισμός είναι απολύτως
απαραίτητος, διότι έτσι: α) εξυπηρετούνται καλύτερα οι πολίτες, αφού ένας τεχνίτης μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς
πολίτες και β) υπάρχει δυνατότητα εμβάθυνσης και εξειδίκευσης σε κάθε τομέα, με αποτέλεσμα την πρόοδο και την
ευημερία της κοινωνίας και γ) η επιλογή του επαγγέλματος είναι υπόθεση προσωπική του κάθε ανθρώπου και
συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις ειδικές δεξιότητες, ικανότητες, ταλέντα, κλίσεις που μπορεί να έχει. Έτσι οι
δημιουργοί (< δήμος + έργον) είναι αυτοί που παράγουν ένα έργο ωφέλιμο στον δήμο, στον λαό. Στα ομηρικά χρόνια
στους δημιουργούς ανήκαν οι μάντεις, οι γιατροί, οι κήρυκες, οι οικοδόμοι κτλ. και ο καταμερισμός της εργασίας αφορά
τους ἰδιώτας και όχι τους πολίτας.

β.2. Ο καταμερισμός όμως δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πολιτική αρετή. Ο Πρωταγόρας με τη φράση «αἱ τέχναι
νενέμηνται» φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του καταμερισμού της εργασίας για την πρόοδο του
πολιτισμού, για αυτό και θέτει το ερώτημα με τον Ερμή. Αν όμως στον καταμερισμό της εργασίας εντασσόταν και η
πολιτική, οι άνθρωποι δεν θα αποδέχονταν κοινές ηθικές αξίες, και συνεπώς δεν θα ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν
πολιτικές κοινωνίες που να στηρίζονται στη βάση κοινών αξιών. Στην πολιτική αρετή (αἰδώς-δίκη) πρέπει να
συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, γιατί μόνο έτσι μπορούν να συγκροτηθούν οργανωμένες και βιώσιμες
κοινωνίες («οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν»). Αντίθετα, με την
απουσία της οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα οξύνονταν και θα κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπων.
Συνεπώς το ερώτημα του Ερμή είναι καίριο για την εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας, γιατί ο Δίας δεν μοιράζει την
πολιτική τέχνη, αλλά δύο ηθικές ιδιότητες αναγκαίες στους ανθρώπους για να οργανώσουν πολιτική κοινωνία. Έτσι ο
Πρωταγόρας με την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της αιδούς και της δίκης προβαίνει στην ηθική θεμελίωση
της πολιτικής, θέση που υπερασπίζονται και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.

Διαφορετικά, θα επικρατήσει το χάος που επικρατούσε και πριν από την οργάνωση κοινωνιών, με αποτέλεσμα την
αδικία και την αλληλοεξόντωση. Η σημασία και η αυστηρότητα του νόμου του Δία για την πολιτική αρετή τονίζεται
από την επιβολή θανατικής ποινής («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») σε όποιον δεν συμμετέχει σε αυτή.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση

Η αιδώς και η δίκη δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, κατανέμονται σε όλους μεν, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο. Ποια
σημασία έχει η θέση αυτή για τη διδασκαλία της αρετής που επαγγέλλεται ο Πρωταγόρας;

Απάντηση

Άποψη του Πρωταγόρα είναι ότι η πολιτική αρετή δόθηκε στον άνθρωπο σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο και όχι από την
αρχή της δημιουργίας του. Αυτές τις δύο αξίες τις διαθέτει ο άνθρωπος ως ηθικές καταβολές και προδιάθεση. Για να
γίνουν όμως κτήμα του και να φτάσει στην πλήρη κατάκτηση της πολιτικής αρετής πρέπει να καταβάλει
προσπάθεια και αγώνα. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά γίνεται κάτοχος της πολιτικής αρετής μέσα από
μαθητεία σε αυτή, δηλαδή με διδαχή και προσπάθεια. Σ’ αυτό θα συντελέσουν οι φορείς αγωγής αλλά και οι
νόμοι με τις ποινές και τις κυρώσεις τους («Ἐπὶ πάντας,»… «καὶ πάντες μετεχόντων»… «κτείνειν ὡς νόσον
πόλεως.»). Την άποψη αυτή θα επιχειρήσει να αποδείξει στις επόμενες ενότητες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα
ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Να δοθούν από δύο ομόρριζα στη νέα ελληνική για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: μοίρας, ἐνόμισεν, ἀπώλλυντο,
διεφθείροντο, ἄγοντα, συμβουλῆς.

Λύση

μοίρας → μοιραίος, μοιρολατρικός


ἐνόμισεν → νόμισμα, κατανομή
ἀπώλλυντο → όλεθρος, πανωλεθρία
διεφθείροντο → φθορά, φθαρτός
ἄγοντα → αγωγή, αγωγός, διαγωγή
συμβουλῆς → βουλευτής, συμβούλιο

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: γονίδιο, βάθρο, δωρεά, ιαματικός, ισθμός.

Λύση

γονίδιο → γένει
βάθρο → βωμούς
δωρεά → δοίη
ιαματικός → ἰατρικὴν
ισθμός → ἴωσιν

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ἰδιώταις: να σχηματίσετε σύνθετα της νέας ελληνικής με πρώτο συνθετικό το «ἴδιος».

Λύση

Ιδιοτελής, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, ιδιοχρησία, ιδιοσυγκρασία, ιδιόλεκτος, ιδιοσυστασία, ιδιόμορφος.


ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 5η (323a-e) - Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΩΣ ΚΟΙΝΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Δίνεται η απόδειξη για την Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν
καθολικότητα της πολιτικής δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. Ἐν γὰρ ταῖς
αρετής. ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν
τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες
νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙ ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα
καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον
πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν
πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ
προσποιούμενον [δικαιοσύνην]˙ ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν
αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις. Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ
ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω˙
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Α. Η απόδειξη για την καθολικότητα της αρετής]

Δίνεται η πρώτη απόδειξη ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ
για το ότι η πολιτική αρετή ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι
διδάσκεται. ἀποδεῖξαι. Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οῦδεὶς
θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι
ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν˙ οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι
τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς
ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις˙ ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως
καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία
τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις.
Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς
ἀρετῆς.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: B. Πρώτη απόδειξη για το ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται ]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Και για να μη νομίζεις ότι εξαπατάσαι, πάρε πάλι ως απόδειξη ότι πραγματικά όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως κάθε
άντρας μετέχει και στη δικαιοσύνη και στην άλλη πολιτική αρετή, το εξής˙ στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως
ακριβώς εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής, ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία
δεν είναι, τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με τη σκέψη ότι
είναι τρελός˙ στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι
άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, πράγμα το οποίο στην πρώτη
περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή κανείς την αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση (το
θεωρούν) τρέλα, και ισχυρίζονται ότι όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, διαφορετικά
(ισχυρίζονται) ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι κατέχει τη δικαιοσύνη˙ γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι
αναγκαίο ο καθένας να μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή, διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μη συγκαταλέγεται
ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ότι λοιπόν εύλογα δέχονται κάθε άνθρωπο ως σύμβουλο γι’ αυτή την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι μετέχουν σ’
αυτή, αυτά φέρνω ως επιχειρήματα˙ ότι όμως νομίζουν ότι αυτή δεν είναι έμφυτη, ούτε εμφανίζεται τυχαία, αλλά ότι
μπορεί να διδαχθεί και ότι ύστερα από φροντίδα γίνεται κτήμα, σε όποιον γίνεται κτήμα, αυτό θα προσπαθήσω στη
συνέχεια να σου αποδείξω. Γιατί για όσα κακά νομίζουν οι άνθρωποι, ο ένας για τον άλλο, ότι έχουν από τη φύση τους
ή από τύχη, κανείς δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους τα έχουν, για να μην είναι τέτοιοι,
αλλά τους λυπούνται˙ για παράδειγμα, στους άσχημους ή μικρόσωμους ή ασθενικούς ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε
να προσπαθεί να (τους) κάνει κάτι από αυτά; Γιατί γνωρίζουν, νομίζω, ότι αυτά υπάρχουν στους ανθρώπους από τη
φύση και από την τύχη, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους˙ όσες όμως καλές ιδιότητες νομίζουν ότι τις
αποκτούν οι άνθρωποι με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, εάν κάποιος δεν έχει αυτές, αλλά τις αντίθετές τους
κακές, σ’αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, προκαλούνται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές˙ μία από αυτές
(τις κακές ιδιότητες) είναι και η αδικία και η ασέβεια και με έναν λόγο καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 84 -85)

Τῷ ὄντι = πραγματικά

ἐκεῖ = στην πρώτη περίπτωση

ἐνταῦθα = σ’ αυτή την περίπτωση

ὡς ἀναγκαῖον (ἐστί) = γιατί κατά τη γνώμη τους είναι αναγκαίο (το ὡς εισάγει εδώ κύρια αιτιολογική πρόταση)

οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ = ο καθένας


που = υποθέτω, αν δεν απατώμαι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Ὄντι < εἰμί: ανούσιος, απουσία, επουσιώδης, εξουσία, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία,
ουσιαστικός, ουσιώδης, παρουσία, περιουσιακός, περιούσιος.

Λαβέ < λαμβάνω: ακατάληπτος, αμεροληψία, ανάληψη, αντιλαβή, ανεπανάληπτος, αντίληψη, απολαβή, ασύλληπτος,
δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκοληψία,
κατάληψη, λαβή, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλαβή, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη,
πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, χειρολαβή.

Φῇ < φημί: αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση,
εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, περίφημος, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία.

Προσιόντες < προσέρχομαι < πρὸς + έρχομαι: ανεξίτηλος, διέλευση, εισιτήριο, ελευθερία, έλευση, Ελευσίνα, εξιτήριο,
έπηλυς, ερχομός, ισθμός, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, προσήλυτος, προσιτός (στο σχολικό εγχειρίδιο δίνεται
ετυμολόγηση από το ρήμα προσίημι < πρὸς + ἵημι: άνεση, αφέτης, αφετηρία, δίεση, ένεση, έφεση, εφετείο).

Εἰδῶσιν, ἴσασιν < οἶδα: ειδήμων, είδηση, ειδικός, ειδοποιός, είδος, ιστορία.

ἀλήθεια < ἀληθής < ἀ- στερητικό + λήθη (< λανθάνω): αληθεύω, αληθινός, αληθοφάνεια, επαληθεύω, φιλαλήθεια,
φιλαλήθης.

δεῖν < δεῖ (απρόσωπο): αντιδεοντολογικός, δεοντολογία, δεοντολογικός.

εἰκότως < ἔοικα: εικασία, εικόνα, εικονικός, επιεικής

πειράσομαι < πειράομαι -ῶμαι: απειρία, απόπειρα, εμπειρία, πείρα, πείραγμα, πείραμα, πειραματόζωο, πειρατεία,
πειρατής, πειρατικός, πειραχτήρι, πειρασμός

ἀσθενεῖς < ἀ- στερητικό + σθένος: ασθένεια, ασθενώ, ασθενώς, εξασθενώ

ἀσέβεια < ἀσεβὴς < ἀ- στερητικό + σέβω: ασέβημα, ασεβώ, σεβάζομαι, σέβας, σέβασμα, σεβαστός.

συλλήβδην < σὺν + λαμβάνω: συλλαβή, συλλαβίζω, σύλληψη

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Στο πρώτο μέρος της ενότητας ο Πρωταγόρας θα αποδείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής, κάνοντας χρήση
λογικής απόδειξης. Σύμφωνα μ’ αυτή, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια τέχνη, ενώ αυτό δεν αληθεύει, τον
περιγελούν και τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός. Στην περίπτωση όμως της δικαιοσύνης και της πολιτικής
αρετής γενικότερα, όλοι πρέπει να λένε πως την κατέχουν, ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει. Διαφορετικά, θεωρείται
τρελός, όποιος δεν προσποιείται ότι είναι δίκαιος. Επομένως, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μετέχουν σ’ αυτή, αν θέλουν
να θεωρούνται μέλη του κοινωνικού συνόλου.

Στο δεύτερο μέρος της ενότητας, θα αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται χρησιμοποιώντας και πάλι λογική
απόδειξη: για όλα τα φυσικά ελαττώματα του ανθρώπου κανείς δεν θυμώνει, γιατί αυτά προέρχονται από τη φύση ή
την τύχη και δεν μπορούν να διορθωθούν. Όποιος όμως δεν κατέχει τις ιδιότητες που γίνονται κτήμα έπειτα από
φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία (στις οποίες ανήκει και η πολιτική αρετή), τότε προκαλούνται θυμοί, τιμωρίες και
συμβουλές.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. ΤΟ «ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Ο πλατωνικός Πρωταγόρας στην ενότητα αυτή επιχειρεί να αποδείξει λογικά ό,τι ήδη έχει πει με τον μύθο και δεν
εισάγει νέα θέματα προς συζήτηση. Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του Σωκράτη, συμμεριζόμενος τον προβληματισμό
του, για να αποδείξει όμως το διδακτό της πολιτικής αρετής, δηλαδή το αντίθετο της σωκρατικής ρήσης ότι η πολιτική
αρετή δεν διδάσκεται. Η τακτική του Πλάτωνα να χρησιμοποιούν οι συνομιλητές τα ίδια επιχειρήματα για να
συνάγουν αντίθετα συμπεράσματα, δείχνει ότι δεν είναι εύκολη και απλή υπόθεση η συζήτηση για το διδακτό της
πολιτικής αρετής. Αντίθετα, απαιτεί συστηματική εκτύλιξη της σκέψης των συνομιλητών και ερμηνευτική ευελιξία.
Ειδικότερα, ακολουθώντας ο Πρωταγόρας το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη
ναυπηγική και στην οικοδομική, χρησιμοποιεί την περίπτωση του αυλητή για να δείξει την καθολικότητα της
πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι
δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν
ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα
και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που
απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του
δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά
θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την
καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.

1. Η αποδεικτέα θέση: «Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα
μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον.»

Η φράση αυτή αποτελεί την αποδεικτέα θέση για την καθολικότητα της αρετής, ότι όλοι δηλαδή οι άνθρωποι
έχουν μερίδιο σ’ αυτή. Ο Σωκράτης, στο επιχείρημα για τους ειδικούς που συμβουλεύουν σε ειδικά θέματα σε
αντίθεση με την πολιτική, για την οποία όλοι αδιακρίτως έχουν λόγο, αφήνει να νοηθεί ότι για την πολιτική
μιλούν όλοι, γιατί ισχύει η καθολικότητα της πολιτικής αρετής ως κοινής ιδιότητας όλων των ανθρώπων.
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στα συστατικά της πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας προσθέτει εδώ και τη
δικαιοσύνη. Στο τέλος του κεφαλαίου θα προσθέσει, επίσης, την ευσέβεια.

Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη
συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της
κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση
της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής
γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη
και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.

2. Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:

1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην
ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς
μαινόμενον˙»

Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε έναν ειδικό τομέα. Η
κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει,
δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την
ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται
στη συνείδηση της κοινής γνώμης.

2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν,
ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ
λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν …»

Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι
ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι
πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να
γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των
ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν
υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής:

α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα
του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη
διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος.
β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:
• θα υποστεί ποινές,
• θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη
νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά
το τι τους συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα
που συνάδει με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών (τοφαίνεσθαι).
Συνεπώς, η κοινωνική ηθική και το συμβατικό αίσθημα δικαίου αφορά (και πρέπει να αφορά) όλους τους
ανθρώπους, διαφορετικά θέτουν τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία και υφίστανται ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Η άποψη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής συμπληρώνεται και στηρίζεται από δύο
ακόμη αιτιολογήσεις, που αποδίδονται ως σχόλια της κοινής γνώμης:

α) «καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»: όλοι πρέπει να λένε ότι κατέχουν την πολιτική αρετή,
β) «ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.»: Είναι ανάγκη
όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη, ή έστω να
αποδέχονται καταρχήν το δίκαιο, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες.

ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.»
Σ’ αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην
έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός
στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον,
ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή
για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη
συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του
δικαιώματα. Από την άλλη, στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον
πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας˙ έχουν
όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός
ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα
κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και
αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.

3. «Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ
μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω˙»

Η φράση αυτή αποτελεί την κατακλείδα και το συμπέρασμα του «τεκμηρίου». Εδώ, δηλαδή, κλείνει το θέμα
της καθολικότητας της πολιτικής αρετής και διατυπώνεται το συμπέρασμα. Αυτό καταδεικνύεται και από τις
λέξεις οὖν και ταῦτα λέγω. Επιπλέον, συνδέεται με όσα είχε πει ο Σωκράτης για τους Αθηναίους στην 1η ενότητα.
Ο Πρωταγόρας, δηλαδή, από τη μια επιβεβαίωσε την άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δικαιολογημένα
δέχονται οποιονδήποτε για σύμβουλο σε θέματα πολιτικής αρετής και από την άλλη αιτιολόγησε την άποψη
αυτή λέγοντας ότι αυτό γίνεται, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή.

Διαγραμματική παρουσίαση του πρωταγορικού συλλογισμού

Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»).

Παραδείγματα:

α) Στις τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής.


Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.

Φράσεις-αιτιολογήσεις, που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:

α) επειδή όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι


(«καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»)
β) επειδή είναι αναγκαίο να έχει ο καθένας μερίδιο στην πολιτική αρετή
(«ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς»)

Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»).

Κριτική του «τεκμηρίου» του Πρωταγόρα

Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής.
Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό
τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της
τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται
στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:

α) η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει
δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι - ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί
ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι
αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να
συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι
πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».

β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην
αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
γ) ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε
κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.
δ) οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.

Β. ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ


1. «ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας
παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι.»

Ο Πρωταγόρας με τη συγκριτική παρουσίαση των δύο παραδειγμάτων του αυλητή και του άδικου επιβεβαίωσε
τον σωκρατικό ισχυρισμό για την άνευ όρων συμμετοχή όλων των πολιτών στον πολιτικό διάλογο και
υποχρεώνεται τώρα να προχωρήσει στην ανατροπή της σωκρατικής θέσης ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
Το κύριο επιχείρημα, που χρησιμοποιεί, έχει θέμα τη διαφοροποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και
αντίδρασης στα έμφυτα και επίκτητα γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης. Οργανώνει το επιχείρημα κατά το
τυπικό του ρητορικού λόγου, δηλαδή με υποδειγματική «πρόθεσιν» (θεματική περίοδο) και «απόδειξιν», και
προσφεύγει και πάλι στην εμπειρία και τη ρητορική αντίθεση (φυσικά – επίκτητα, θετικά – αρνητικά
χαρακτηριστικά και συμπονετική/ανεκτική – κριτική/«παρεμβατική» συμπεριφορά).

Η φράση «ὅτι δὲ αὐτὴν … παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται» αποτελεί την αποδεικτέα θέση του
επιχειρήματος για το ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας δεν αφίσταται από αυτό που οι άνθρωποι
γενικά πιστεύουν, δηλαδή ότι: α) η πολιτική αρετή δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο ούτε είναι αυτόματη η
εμφάνισή της και β) διδάσκεται, καλλιεργείται και γίνεται κτήμα του ανθρώπου με επιμέλεια και άσκηση.
Παράλληλα χρησιμοποιώντας το σχήμα άρσης-θέσης θα αποδείξει ότι η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση ή
την τύχη, χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας, φροντίδας και
άσκησης. Με την αναφορά στο ζεύγος «φύσει ή τύχῃ» ο Πρωταγόρας δείχνει ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί
τυχαίο στη φύση, αλλά προϊόν της σκοπιμότητας του δημιουργού του. Συνεπώς, και η πολιτική αρετή οφείλεται
στη σκοπιμότητα της πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή στην εξασφάλιση του ζῆν και του εὖ ζῆν των ανθρώπων που
την συναποτελούν.

Ο Πρωταγόρας, στην πορεία απόδειξης της θέσης του, διακρίνει δύο κατηγορίες χαρακτηριστικών στον άνθρωπο,
τα φυσικά/έμφυτα και τα επίκτητα:

2. «Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ
διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν˙ οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ
σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι
φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις˙»

Σ’ αυτό το χωρίο ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα προτερήματα και τα ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση
και την τύχη και σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον
απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι
θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα,
ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες,
γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν
οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.

Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί η καθαρή αποστασιοποίηση του σοφιστή από θεοκρατικές ερμηνείες, σε αντίθεση με
την 4η ενότητα, όπου, στο πλαίσιο του μύθου, γινόταν αναφορά στη θεϊκή προέλευση της αἰδοῦς και της δίκης.
Δέχεται, λοιπόν, την ύπαρξη μιας τελεολογικής αρχής στη φύση, ότι όλα δηλαδή γίνονται για να εξυπηρετήσουν
κάποιο σκοπό, και προσθέτει τον αστάθμητο παράγοντα του τυχαίου. Πουθενά, όμως, δεν γίνεται λόγος για
παρουσία ή παρέμβαση του θείου.

Επιπλέον, μέσα από την ανάπτυξη των παραπάνω θέσεων αποκαλύπτεται η ανθρωπιστική στάση του
Πρωταγόρα, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή της. Άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη
φύση αξίζουν την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπάθεια των άλλων ανθρώπων.

3. «ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ
ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις.
Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.»

Σ’ αυτό το χωρίο αναφέρεται ο σοφιστής στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα,
άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα
του ανθρώπου και τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Σε
αυτό, λοιπόν, το σημείο κυρίως στηρίζει την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα
αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), προκαλεί την κοινή γνώμη και οι
άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Άρα, η
πολιτική αρετή διδάσκεται. Συνεπώς, η κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι επιδεκτική καλλιέργειας,
ευαισθητοποίησης και ηθικοποίησης.

«ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς»

Οι παράγοντες που θα συντελέσουν στην κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι η φροντίδα, η άσκηση και η
διδασκαλία, που αποτελούν τις τρεις μορφές αγωγής. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται επιπλέον η νουθεσία
και η τιμωρία. Πιο συγκεκριμένα:
α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των παιδευτικών/μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.
β) Η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να να
ασκηθούν, δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν
ικανοποιητικά στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή
τους με τους συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι
σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.
γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από
τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.

Για να είναι, βέβαια, αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να
βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας.
Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα
παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα
πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο
για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της
μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της
αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό
της αρετής.
Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή
του κατάλληλου και ικανού παιδαγωγού να αναλάβει την αγωγή του νέου. Ένας τέτοιος δάσκαλος είναι ο
Πρωταγόρας, από τον λόγο του οποίου συνάγεται και η αξία του ως παιδαγωγού. Ειδικά ο μεθοδικός τρόπος, με
τον οποίο πραγματεύεται το θέμα του, η συναγωγή συμπερασμάτων από σειρά επιχειρημάτων και η ταξινόμηση
προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και παραδειγμάτων τον καθιστούν άξιο σμιλευτή του παιδαγωγικού λόγου και
τον σπουδαιότερο ίσως εκπρόσωπο του ελληνικού διαφωτισμού.

Σύντομη απόδοση του συλλογισμού του Πρωταγόρα

Μείζων προκείμενη: ο άνθρωπος ανέχεται τα φυσικά μειονεκτήματα/ελαττώματά του, όχι όμως και τα επίκτητα, τα
οποία μεταστρέφει σε αρετές με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή.

Ελάσσων προκείμενη: η ασέβεια και η αδικία ως επίκτητα ελαττώματα είναι το αντίθετο της πολιτικής αρετής.

Συμπέρασμα: άρα η πολιτική αρετή ως το αντίθετο της ασέβειας και της αδικίας αποκτάται με την επιμέλεια, την
άσκηση και τη διδαχή.

Διαγραμματική παρουσίαση του συλλογισμού του Πρωταγόρα

4. Κριτική της απόδειξης για το «διδακτόν» της αρετής

Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον
άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο με αποτέλεσμα να αποβλέπει
στην πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το
ζητούμενο του Σωκράτη.
Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η ταξινόμηση
προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την
πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης
του θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:

α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ
ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό
δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ
ζητουμένου».
β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: Οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι
η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη
διδασκαλία, είτε με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που
δεν την κατέχουν.
γ) Παρουσιάζει ως άποψη γενικά των ανθρώπων, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.
δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική
αρετή.

Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη
πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο
συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται
πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν
μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η
διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που
δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την
κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών
(«ἐάντε ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον
Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η
δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να
κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από κοινωνικοπολιτική άποψη.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αντιθέσεις:
«Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς … ἐν δὲ δικαιοσύνῃ …»
«Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται … ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας …»

Άρση-θέση:
«ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι»
«οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας … ἀλλὰ ἐλεοῦσιν»

Ανιούσα κλιμάκωση:
«οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας»
«οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»

Πολυσύνδετο σχήμα:
«οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 5η (323a-e) - Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την
ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα
επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 86)

Απάντηση

Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος σταδιακά έφθασε σε εκείνο το σημείο ωριμότητας, ώστε να συλλάβει την αιδώ και τη δίκη
ως αναγκαία βάση της κοινωνικής ηθικής του και της πολιτικής αρετής, φαίνεται επαρκώς αιτιολογημένη η θέση του
Πρωταγόρα ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα. Κατά
την άποψη του Πρωταγόρα, η πολιτική αρετή είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του ανθρώπου ως μέλους μιας κοινωνίας
και ως δημιουργού πολιτισμού. Αποτελεί, δηλαδή, την προϋπόθεση για τη συνοχή της κοινωνίας, την αρμονική
συμβίωση μέσα σ’ αυτή και την περαιτέρω ανάπτυξη πολιτισμού. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητο να έχουν όλοι
μερίδιο στην αρετή, αλλιώς να μην αποτελεί μέλος της κοινωνίας. Ο Πρωταγόρας επιχειρεί να αποδείξει αυτή τη θέση
δείχνοντας α) την καθολικότητα της πολιτικής αρετής και β) το διδακτό της αρετής. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα εξής
επιχειρήματα:
• κάποιος που δεν είναι δίκαιος, θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν
είναι˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
• όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι
• πρέπει όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη
• η συμμετοχή στην αρετή πρέπει να φαίνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή ή κάποιος να έχει
πράγματι τη δικαιοσύνη ή έστω να προσποιείται ότι την κατέχει.
Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει
άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να
ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος.
Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει
πολιτική και κοινωνική συνείδηση, η οποία στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά
οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για
τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως επιχείρημα για την καθολικότητα της πολιτικής
αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.
Ως πρόσθετα επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι σύμφυτες με την ίδια την
ανθρώπινη ιδιότητα μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
1. Ο άνθρωπος ως είδος συνδέεται με την ύπαρξη οργανωμένης συμβιωτικής ομάδας, η οποία προϋποθέτει τη
δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή, προκειμένου να πάρει μορφή. Συνεπώς, η εκδήλωση των ειδολογικών
γνωρισμάτων του ανθρώπου συνδέεται με αυτές τις δύο αρχές.
2. Οι δύο αυτές αρχές είναι αναγκαίες όχι απλώς για το ζῆν, αλλά και για το εὖ ζῆν των ανθρώπων, το οποίο
είναι εφικτό μόνο στην οργανωμένη κοινωνία στη βάση της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής.
3. Η δημιουργία και η εξέλιξη του πολιτισμού ως συγκροτήματος υλικών, πνευματικών και ηθικών
κατακτήσεων, που καταξιώνουν το ανθρώπινο είδος, είναι προϊόν δικαιοσύνης και αρετής και όχι
ανηθικότητας και κακίας.
4. Για τον άνθρωπο «το φυσικό δεν είναι και αξιόπρακτο». Αυτό σημαίνει ότι δεν υποτάσσεται στο ένστικτο και
στη φυσική παρόρμηση, όπως κάθε άλλος ζωικός οργανισμός, αλλά συντάσσει κανόνες και αρχές, με τις
οποίες ρυθμίζει τις σχέσεις του με τους ομοίους του. Άρα, ο άνθρωπος ως είδος απέναντι στο ένστικτο
αντιτάσσει τη λογική και απέναντι στη φυσική βία την ηθική του.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Πώς προσπαθούν οι άνθρωποι να καλλιεργήσουν την ιδιότητα της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 86)

Απάντηση

Η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία αποτελούν τρεις μορφές αγωγής, με τις οποίες μπορεί να αποκτηθεί η
πολιτική αρετή. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται, επίσης, η τιμωρία και η νουθεσία, που αποβλέπουν στην
ενίσχυση της μαθησιακής διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα:

α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των κατάλληλων παιδευτικών/μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.

β) Η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να ασκηθούν,
δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ικανοποιητικά
στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή τους με τους
συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να
αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.

γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από τον
δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.

Για να είναι, βέβαια, αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής, οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να
βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας.

Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή του
κατάλληλου και ικανού δασκάλου να αναλάβει την αγωγή του νέου.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ο Πρωταγόρας προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ποια είναι αυτή και
γιατί θεωρείται τρελός όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική
εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης
απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης
απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην
άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την
καθολικότητα της πολιτικής αρετής.

1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην
ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς
μαινόμενον˙»

Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις κάποιου σε έναν ειδικό τομέα.
Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή
όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις
γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της
κοινής γνώμης.

2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν
οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν,
νταῦθα μανίαν …»

Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι
είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να
υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως
μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με
την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν
καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής: α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να
διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν
έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν
ισχυριστεί ότι είναι άδικος. β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται
παραφροσύνη, διότι:
• θα υποστεί ποινές,
• θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία
των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά το τι τους
συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που συνάδει με τα
προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών (τοφαίνεσθαι). Συνεπώς, η κοινωνική
ηθική και το συμβατικό αίσθημα δικαίου αφορά (και πρέπει να αφορά) όλους τους ανθρώπους, διαφορετικά θέτουν
τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία και υφίστανται ό,τι συνεπάγεται αυτό.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Να αξιολογήσετε την εμπειρική απόδειξη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της αρετής. Τη βρίσκετε πειστική;
Απάντηση

Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής.
Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό
τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της
τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται
στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:

α) Η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει
δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο
συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι
αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να
συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι
πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».

β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην
αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.

γ) Ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε
κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.

δ) Οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

«ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»: να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») που
προτάθηκε στην 4η ενότητα από τον Δία. Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης,
είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία.
Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί
να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της
πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων,
δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Απ’ την άλλη, στην 4η ενότητα είχε
προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται
ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας˙ έχουν όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους
ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη
σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που
αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Πώς αποδεικνύει ο Πρωταγόρας ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Να καταγράψετε τα επιχειρήματά του και να τα
αξιολογήσετε.

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, διακρίνει δύο κατηγορίες
χαρακτηριστικών, τα φυσικά / έμφυτα και τα επίκτητα.

α) Προτερήματα και ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη: σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται
χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον
απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι
θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό
σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν
εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και
συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.

β) Χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία
εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου κι επομένως με τις αρετές. Εύλογα, και
πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Απ’ αυτό, λοιπόν, το σημείο ξεκινά την απόδειξη του
«διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την
ασέβεια), οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει.
Άρα, η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον
άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη, οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο, με αποτέλεσμα να αποβλέπει στην
πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το ζητούμενο
του Σωκράτη. Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η
ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την
πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης του
θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:

α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως
καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που
χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου».

β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η αρετή
διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε με τη
θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την κατέχουν.

γ) Παρουσιάζει ως άποψη των ανθρώπων γενικά, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.

δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική αρετή.

Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη
πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο
συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες
ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους
στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να
φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν,
εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της
διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν
παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με
δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί
και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από
κοινωνικοπολιτική άποψη.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος μαθαίνει αρχικά με τη μίμηση. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, την παραλείπει ο Πρωταγόρας;

Απάντηση

Στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την
επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα
ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό
σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα ανέτρεπε
όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το
βασικό ζητούμενο για το διδακτό της αρετής.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Να βρείτε την ετυμολογία των παρακάτω λέξεων: νουθετοῦσιν, ἄδικος, τἀληθῆ, σωφροσύνην, σύμβουλον, συλλήβδην.

Λύση

νουθετοῦσιν -> νοῦς + τίθημι

ἄδικος → ἀ- (στερητικό) + δίκη

τἀληθῆ → τὰ (άρθρο: κράση) + ἀ- (στερητικό) + λήθη < λανθάνω

σωφροσύνην → σώφρων < σῶς (= σῶος) + φρήν, σῶος + φρὴν

ύμβουλον → συμβουλὴ < σὺν + βουλὴ < βούλομαι


συλλήβδην → σὺν + λαμβάνω

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Να βρείτε συνώνυμα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά: οἴῃ, μετέχειν, δεῖν, ποιεῖν, ἀγαθὰ.

Λύση

οἴῃ = νομίζῃ, δοκῇ, ὑπολαμβάνῃ, ἡγῆται

μετέχειν = μετεῖναι, κοινωνεῖν

δεῖν = χρῆναι

ποιεῖν = πράττειν, δρᾶν

ἀγαθὰ = καλά

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να δώσετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: φῇ, οἰκεῖοι, μανίαν, φύσει, τύχῃ,
διδαχῆς.

Λύση

φῇ: φήμη, προφήτης

οἰκεῖοι: οικειοθελώς, οικειότητα

μανίαν: μανιακός, κλεπτομανής

φύσει: φυτεία, φυσιολογικός

τύχῃ: τυχαίος, τυχάρπαστος

διδαχῆς: διδασκαλείο, δίδαγμα


ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 6η (324a-c) - Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως απόδειξη του διδακτού της αρετής

Η ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Μετάβαση από την απόδειξη του Ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ
διδακτού της αρετής στον μαθήσεως κτητῆς οὔσης.
ηθικοπλαστικό χαρακτήρα της
ποινής

Ανάλυση του επιχειρήματος: Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε
Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι
ποινής ως επιχείρημα απόδειξης για ἀρετήν.
το διδακτό της αρετής

Η άλογη και η έλλογη τιμωρία Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου
ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δὲ μετὰ
O σωφρονιστικός και λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται
παραδειγματικός χαρακτήρας της –οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη– ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ
ποινής αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα.

Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της Καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν˙ ἀποτροπῆς
ποινής γοῦν ἕνεκα κολάζει. Ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ
τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι
Η συναίνεση της κοινής γνώμης για ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙ ὥστε
την αποτρεπτικότητα της ποινής και κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι
του διδακτού της αρετής καὶ διδακτὸν ἀρετήν.
Συμπεράσματα

Η καθολικότητα και το «διδακτὸν» Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου
της αρετής. συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται
ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, ολοφάνερα επειδή κατά τη
γνώμη του (η αρετή) μπορεί να αποκτηθεί με επιμέλεια και μάθηση˙ αν πράγματι θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις τι
τέλος πάντων σημαίνει το να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν, αυτό το ίδιο θα σου αποδείξει ότι οι άνθρωποι
πράγματι πιστεύουν πως η αρετή είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανένας δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν
έχοντας αυτό στο νου του και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή διέπραξε ένα αδίκημα, εκτός αν κάποιος εκδικείται
ασυλλόγιστα, όπως ακριβώς ένα θηρίο˙ όποιος όμως επιχειρεί να τιμωρεί με σύνεση δεν παίρνει εκδίκηση για το
αδίκημα που έχει ήδη διαπραχθεί –γιατί δεν μπορεί βέβαια να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει– αλλά για χάρη
του μέλλοντος, δηλαδή για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε. Και
εφόσον σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι είναι δυνατό να διδαχτεί η αρετή˙ επομένως τιμωρεί για να
αποτραπεί στο μέλλον επανάληψη της αδικίας. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όλοι, όσοι ακριβώς επιβάλλουν τιμωρίες
και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Και τιμωρούν για εκδίκηση και για σωφρονισμό όποιους τυχόν νομίζουν ότι
αδικούν και οι άλλοι άνθρωποι και προπαντός οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου˙ συνεπώς, σύμφωνα μ’ αυτό τον
συλλογισμό και οι Αθηναίοι είναι από αυτούς που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχτεί. Ότι
δικαιολογημένα, λοιπόν, δέχονται οι συμπολίτες σου και τον χαλκιά και τον τσαγκάρη να δίνει συμβουλές για τα
πολιτικά πράγματα (ή ζητήματα), και ότι νομίζουν πως η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να αποκτηθεί, σου το έχω
αποδείξει, Σωκράτη, επαρκώς, όπως τουλάχιστον μου φαίνεται.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 87-88)

ὡς οὔσης κτητῆς = επειδή κατά τη γνώμη του μπορεί να αποκτηθεί (αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας)

κτητῆς, παρασκευαστόν, παιδευτήν, διδακτὸν = μπορεί να…, είναι δυνατό να…, (ρηματικά επίθετα σε –τὸς)

ὅστις μὴ = εκτός αν κάποιος

μετὰ λόγου / λόγος: α) ο έναρθρος λόγος (από αυτή την έννοια προέρχονται και οι εξής σημασίες της λέξης: το
εγόμενο, η λέξη, η γλώσσα, η ομιλία, το όνομα, ο ισχυρισμός, η απόφαση, η απάντηση, η διαταγή, η εντολή, η
συνδιάλεξη, ο έπαινος, η κακή φήμη, το διήγημα, η διήγηση, ο μύθος, ο πεζός λόγος, η πεζογραφία)· β) επίσης, ο λόγος
έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο) της ομιλίας, του λογικού, του ορθού
λόγου, (από αυτή την έννοια προέρχονται και οι εξής σημασίες: η βάση της λογικής, η δικαιολογία, ο συλλογισμός, η
θεωρία, η εκτίμηση, ο λογαριασμός, η λογοδοσία, η συμμετρία, η αναλογία).

ἂν θείη = μπορεί να … (δυνητική ευκτική)

τιμωροῦμαι = τιμωρώ για εκδίκηση

κολάζω = τιμωρώ για σωφρονισμό

ἂν οἴωνται = τυχόν νομίζουν (το ἂν είναι αοριστολογικό)

ὥστε: μετά από ισχυρό σημείο στίξης (τελεία ή άνω τελεία) εισάγει κύρια πρόταση και μεταφράζεται με το
«επομένως».

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Θυμοῦται < θυμόομαι –οῦμαι < θυμός < θύω (= κινούμαι με ορμή): θυμωμένος, ράθυμος, ραθυμία, αμφιθυμία,
θυμοειδής, θυμηδία, εύθυμος, ευθυμία, πρόθυμος, προθυμία, απρόθυμος, απροθυμία, οξύθυμος, λιποθυμία,
λιποθυμικός, επιθυμία, κυκλοθυμικός, θυμόσοφος.

νουθετεῖ < νοῦς + τίθημι: νουθεσία, νουθέτηση, νουθέτημα, νουθετητής.

α. νοῦς: < νοέω -ῶ: νους, νόηση, νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια,
παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός,
εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, κατανόηση, επινόηση, παρανόηση, διανόηση.

β. τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός,
πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία,
θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός,
θεμέλιο, θεμελιώδης.

κτητῆς < κτῶμαι: κτήμα, κτήση, κτητικός, κτηματικός, κτηματομεσίτης, κτήτορας, κτηματίας, ιδιοκτήτης,
πλοιοκτήτης, ιδιόκτητος.

οὔσης < εἰμί: ουσία, παρουσιαστικό, ευπαρουσίαστος, εσθλός, έτυμον, ετυμολογία, ετυμολογικός, όντως, οντολογικός,
οντολογία, παροντικός, παρουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, συνουσία, απουσία.

ἐθέλεις < ἐθέλω: θέλημα, εθελούσιος, αθέλητος, θεληματικός, εθελοντικός, εθελοντισμός, εθελοντής, εθελοθυσία,
εθελόδουλος.

ἐννοῆσαι < ἐν + νοέω -ῶ: < νοῦς: νους, νόηση, , νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός,
παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια,
επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, νοερός, ευνόητος, απρονοησία, νοησιαρχία, παρανόηση,
κατανόηση, συνεννόηση, νοητικότητα, νοηματοδότηση, ανόητος, νοερός, νοηματικός, νοήμων, νοησιοκρατία,
ακατανόητος.

τὸ κολάζειν (ουσιαστικοποιημένο απαρέμφατο) < κολάζω < κόλος (= κοντός, βραχύς, πρβλ. κολοβός, κόλουρος) +
άδ-j-ω: ακόλαστος, κόλαση, κολάσιμος, κολασμένος, κολασμός, κολαστήριο, κολαστής, κολαστικός.

ἀδικοῦντας (< ἀδικῶ < ἄδικος < ἀ στερ. + δίκη): αδικία, αδίκημα, αδικημένος, άδικος, αδικοπραγία, αδικοσκοτωμένος,
αδικοσφαγμένος, αδικοχαμένος, αδικοχαμός, αδίκως.

δύναται < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, ενδυνάμωση, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός,
δυνάστης, δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, αδυναμία, αδύναμος, δυναμωτικό, δυναμικότητα, δυναμισμός,
δυναμίτης, δυναμογόνος, δυναμογράφος, δυναμοηλεκτρισμός, δυναμόμετρο.

ἡγοῦνται < ἡγέομαι –οῦμαι: ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγεμονικός, ηγούμενος, ηγουμενικός, ηγετικός, υφηγεσία,
προηγουμένως, ηγήτορας, ηγούμενος, ηγουμενία, ηγουμενικός, Ηγουμενίτσα, ηγουμενοσυμβούλιο, ηγουμενείο,
περιήγηση, περιηγητής, περιηγητικός, αφήγηση, αφηγητής, αφηγηματικός, αφηγηματικότητα, διήγηση, διήγημα,
διηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, επεξήγηση, επεξηγηματικός, παρεξήγηση, εισήγηση, εισηγητής, προηγούμενος,
καθηγητής.

ἔχων < ἔχω: εξής, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχετικός, κατεχόμενος, διάδοχος, πάροχος, ανάδοχος, παροχή, εξοχή,
σχόλη, σχολή, σχέδιο, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχετικός, άσχετος, σχετικότητα, σχεδίαση, σχεδιαστήριο, σχήμα,
σχηματικός, σχηματισμός, έξοχος, εξοχότητα.

τιμωρεῖται < τιμωρέω –ῶ < τιμωρός < τιμάορος < τιμή + οὖρος (= φύλακας, φρουρός) [η λέξη επιδέχεται και τις
εξής επιπλέον ετυμολογήσεις: < τιμή + ὤρα = φροντίδα, < τιμή + ἄρνυμαι = παίρνω]: τιμώρημα, τιμώρηση, τιμωρία,
ατιμώρητος, ατιμωρησία, τιμωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, θεωρός, θυρωρός, ολίγωρος, τιμή, τιμητικός, τίμημα,
τίμημα, τιμητής, τίμιος, τιμιότητα, έντιμος, εντιμότητα, άτιμος, ατιμία, πρόστιμο, επιτίμηση, επιτιμητικός, αποτίμηση,
εκτίμηση, εκτιμητής, διατίμηση, υποτίμηση, υποτιμητικός, προτίμηση, τιμολόγιο, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία,
τιμοκρατικός, αντίτιμο.

ἐπιχειρῶν < ἐπιχειρῶ < ἐπὶ + χείρ: επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματολογία, επιχειρησιακός, εγχείρημα,
εγχειρίδιο, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροδύναμος, επιχειρηματικότητα εγχείρηση, μετεγχειρητικός, επιχείρηση,
διαχείριση, διαχειριστής, επιχείρημα, μεταχείριση, μεταχειρισμένος, υποχείριο, χειρολαβή, χειράμαξα, χειραφέτηση,
χειραγώγηση χειραψία, χειρισμός, χειριστής, χειροκρότημα, χειρονομία, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός.

παρεληλυθότος < παρέρχομαι / πάρειμι: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός,
εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής,
ελευθερόστομος.

ἀγένητον < ἀ (στερητικό) + γίγνομαι: γένος, γενεά, γενιά, γόνος, γονίδιο, γονέας, γένεση, άγονος, πρόγονος,
εγγονός, γεγονός, γενέτειρα, γυνή, γηγενής, γενετήσιος, γνήσιος, ευγενής, πρωτογενής, εγγενής, ενδογενής,
εξωγενής, νεογνό, γενέθλιος, ιθαγενής, συγγενής, γενικός, γονικός, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα.

θείη < τίθημι: θέση, ανάθημα, νομοθέτης, θεσμός, παρακαταθήκη, σύνθετος, πρόσθετος, θεμέλιος, θετός, υποθήκη.

ἰδὼν < εἶδον < ἐ- Fιδ -ον του ρ. ὁρῶ: είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ειδεχθής, ανθρωποειδής, ελικοειδής, χονδροειδής,
τριγωνοειδής.

ἰδίᾳ: ιδιώτης, ιδιωτικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτελής, ιδιοτέλεια, ιδιότροπος, ιδιοχρησία,
ιδιόλεκτος, ιδίωμα, ιδιωματικός.

πολῖται < πόλις: πολίτευμα, πολιτικός, πολιτευτής, πολιτεία, πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης,
συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση,
μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, απολίτικος, απολιτικοποίηση, πολιτάρχης,
πολιτειολογία.

λόγον < λέγω: λέξη, λεξικό, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, έπος, ρήμα, ρητό, ρήση, επίρρημα, απόρρητος, ρήση,
ρήτορας, ρητορικός, παρρησία, πρόλογος, διάλογος, άρρητος, ρήτρα, λέξημα, διάλεξη, συνδιάλεξη, λεξικό, λεξιλόγιο,
λεξιπενία, λεξικογράφος, λεκτικός, κυριολεξία, κυριολεκτικός, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ιδιόλεκτος, διάλεκτος,
μονολεκτικός, μονόλογος, διαλογικός, υπόλογος, παράλογος, έλλογος, επίλογος, ομολογία, αναλογία, αναλογικός,
απολογία, απολογητικός, έπος, επικός, ανείπωτος.

ἀποδέχονται < ἀπὸ + δέχομαι: δοχείο, δέκτης, δεξαμενή, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, αποδεκτός,
ανάδοχος, δεξιός, παραδεκτός, απαράδεκτος, αποδέκτης, δόκανο, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αναδεξιμιός, δεκτός,
διάδοχος, ανάδοχος, δοκιμή, δοκιμάζω.

σκυτοτόμου < σκῦτος (τὸ) + τέμνω: σκυτάλη, σκυταλοδρομία, σκύτινος, σκυτοτομώ, σκυτοτομείο, σκυτοτομικός, τομή,
τόμος, τμήση, τμήμα, τεμάχιο, διχοτόμος, επιτομή, διατομή, σύντομος, τέμενος, ταμίας, απότομος, επίτομος, διατομή,
κατατομή, περιτομή, νεκροτομή, λοβοτομή, προτομή, σύντομος, συντομογραφία, ανατομία, καινοτομία, ρυμοτομία,
κατάτμηση, σύντμηση.

συμβουλεύοντος < συμβουλεύω < σὺν + βουλεύω < βούλομαι [υπάρχει και δεύτερη ετυμολόγηση: το ρήμα
παρασύνθετο < συμβουλὴ < συν + βουλὴ < βούλομαι]: βουλή, βούλευμα, προβούλευμα, διαβούλευση, εκδούλευση,
βουλευτής, βούληση, βουλησιαρχία, βουλευτιλίκι, βουλευτίνα, βουλησιοκρατία. συμβουλή, σύμβουλος, συμβούλιο,
κοινοβουλευτικός.

ἀποδέδεικται < ἀπὸ + δείκνυμαι: αποδεικτικός, δυσαπόδεικτος, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, δείξιμο, δείκτης,
δείγμα, ένδειξη, υπόδειξη, απόδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, δειγματολόγιο,
δειγματοληψία.

φαίνεται < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φανός, φανερός, φανάρι, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση,
φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως,
φαεινός, Φανή, Θεοφάνεια, απόφανση, περιφανής, εμφαντικός, έμφαση, πρωτόφαντος, τροφαντός.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Με βάση όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αρετή αποκτιέται με
επιμέλεια και μάθηση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από τη θεώρηση του παιδευτικού χαρακτήρα της
τιμωρίας. Αν δηλαδή κάποιος τιμωρεί σύμφωνα με τη λογική, έχει ως στόχο όχι την εκδίκηση για τα αδικήματα του
παρελθόντος, αλλά τον σωφρονισμό αυτού που διέπραξε ένα αδίκημα και τον παραδειγματισμό των υπολοίπων. Με
άλλα λόγια, στόχος της τιμωρίας είναι να αποτρέψει τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον. Αυτός ο τρόπος
επιβολής τιμωριών, τον οποίο ακολουθούν όλοι, και κυρίως οι Αθηναίοι, αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος μπορεί να
βελτιωθεί και, επομένως, ότι η αρετή διδάσκεται. Έτσι, αποδεικνύεται ικανοποιητικά ότι, κατά τη γνώμη των
Αθηναίων, όλοι έχουν μερίδιο στην αρετή και ότι αυτή διδάσκεται.
Ο Πρωταγόρας οργανώνει τυπικά τον αποδεικτικό του λόγο, ακολουθώντας την εξής συλλογιστική πορεία:
«Ἔνθα δὴ πᾶς…κτητῆς οὔσης.»: η θεματική περίοδος δηλώνει την «πρόθεση» του λόγου.
«Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι…καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙»: η ανάλυση της προθέσεως.
«ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον…ὥς γέ μοι φαίνεται.»: συμπεράσματα και επαναδιατύπωση της θέσης του.

Ερμηνευτικά σχόλια

1. ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΣΤΟΝ ΗΘΙΚΟΠΛΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ
ΠΟΙΝΗΣ: «Ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης.»

Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο

Στην ενότητα αυτή ο Πρωταγόρας αναπτύσσει περαιτέρω και ολοκληρώνει το επιχείρημά του για το διδακτό της
αρετής, εστιάζοντας στη σημασία και τη σκοπιμότητα που έχουν οι ποινές στη ζωή της πόλης. Οι Αθηναίοι δεν
τιμωρούν τους ανθρώπους με φυσικά ελαττώματα και μειονεκτήματα, τιμωρούν όμως όσους έχουν ηθικά
ελαττώματα/μειονεκτήματα και αδιαφορούν για τη διόρθωσή τους με τη φροντίδα και την άσκηση. Σύμφωνα με τα
προηγούμενα, το ότι καθένας θυμώνει και τιμωρεί και συμβουλεύει («οἱ θυμοὶ καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»)
όσους δεν έχουν ελαττώματα δοσμένα από τη φύση ή την τύχη, δηλαδή όσους δεν έχουν την πολιτική αρετή,
αποδεικνύει ότι αυτή αποκτιέται με μάθηση και διδασκαλία. Αφού οι άνθρωποι με τη φροντίδα και την άσκηση
μπορούν να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να βελτιώσουν το ήθος τους, λογικά συνάγεται ότι η πολιτική αρετή
διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας συνεχίζει να αξιοποιεί ως βάση του σκεπτικού του την κοινή αντίληψη (πᾶς παντὶ) που έχει
η κοινωνία για τον ρόλο της τιμωρίας στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.

2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ

α) «Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε
ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν.»

Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της ποινής ως επιχείρημα απόδειξης για το διδακτό της αρετής

Ο σοφιστής εισάγει στον λόγο του δεύτερο συλλογισμό, στον οποίο, αξιοποιώντας την υπό όρους αναγκαιότητα της
τιμωρίας, αποδεικνύει το διδακτό της αρετής. Η ουσία του αποδεικτικού λόγου του Πρωταγόρα είναι ότι ο άδικος δεν
έχει μάθει (ή ενδεχομένως δεν θέλει να μάθει) να συμμορφώνεται με τους ηθικούς κανόνες και, συνεπώς, με την
τιμωρία του παραδειγματίζονται οι άλλοι άνθρωποι και σωφρονίζεται ο ίδιος. Το γεγονός της τιμωρίας των ανθρώπων,
επειδή αδικοπραγούν, σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη διάπραξη της αδικίας, αν είχαν μαθητεύσει στην
αρετή. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας της τιμωρίας αποτελεί απόδειξη του διδακτού της αρετής.
Και πάλι η σχέση του παιδευτικού χαρακτήρα της τιμωρίας και του διδακτού της πολιτικής αρετής συνιστά
μεθερμήνευση της κοινής γνώμης για το θέμα από τον Πρωταγόρα (οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται).

β) «Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ
ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα
ἀδικήματος τιμωρεῖται –οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη– ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις
ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα.»

Η άλογη και η έλλογη τιμωρία

Χρήσιμο είναι να αναφέρουμε τις σημασίες που έχει η λέξη «λόγος» («μετὰ λόγου») στο κείμενο. Αρχικά, έχει τη
σημασία του έναρθρου λόγου, καθώς πρέπει να επιχειρείται ο σωφρονισμός του παραβάτη μέσω νουθεσιών. Επίσης, ο
λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο και την ομιλία), του λογικού,
του ορθού λόγου, καθώς αυτός που επιβάλλει τιμωρίες πρέπει να λειτουργεί με βάση τη λογική και όχι με κίνητρα
εκδίκησης.
Ο Πρωταγόρας αποδίδοντας παιδαγωγική σημασία στην ποινή προϋποθέτει τη στοιχειώδη έστω λογική και
αισθήματα στον άνθρωπο, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα περαιτέρω καλλιέργειας και
εξανθρωπισμού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος διαθέτει ηθική συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, η
οποία με την ποινή μπορεί να τον οδηγήσει στην αναθεώρηση των πράξεών του και στην αυτεπίγνωσή του. Γίνεται
φανερό, λοιπόν, ότι η τιμωρία ως σκόπιμη ενέργεια μέσα στην κοινωνία απορρέει και πρέπει να απορρέει από τη
λογική. Η λογική είναι η βάση για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τη συνεννόηση των ανθρώπων και τη
συμβίωσή τους.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ποινή έχει σημασία και σκοπό, είναι δηλαδή προϊόν λογικής. Αποβλέπει στη συνέτιση αυτού
που αδικοπραγεί και στον παραδειγματισμό των άλλων, που γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του. Συνεπώς, δεν
πρόκειται για ενστικτώδη εκδήλωση αυτοσυντήρησης που κατατείνει στην εξόντωση του «εχθρού», ούτε για πράξη
τυφλής αντεκδίκησης και ανταπόδοσης. Όποιος επιβάλλει ποινές ἀλογίστως, δεν πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα
της ποινής. Αντίθετα, η έλλογη τιμωρία είναι ένας τρόπος παροχής βοήθειας προς τον άλλον, αφού αποβλέπει στην
ανασυγκρότηση της ανθρώπινης υπόστασης, στη βελτίωσή της και στην αναμόρφωσή της.
Ο Πρωταγόρας προκαλεί διακριτικά τον Σωκράτη με την αντίθεση «ἀλογίστως» και «μετά λόγου», γιατί τον
υποχρεώνει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με ένα από αυτά. Αν ο Σωκράτης φέρει αντίρρηση για τον σωφρονιστικό
χαρακτήρα της ποινής, τότε συμφωνεί με το «ὅστις ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται».

O σωφρονιστικός και παραδειγματικός χαρακτήρας της ποινής


Σ’ αυτό το απόσπασμα ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:
α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του
αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
(Βλέπε και σχόλιο σχολικού βιβλίου: «κολάζει», σελ. 86)
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες για σωφρονισμό και παραδειγματισμό,
απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό
χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη
διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν
τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ
μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
• ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά στο
μέλλον αδίκημα και
• ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων.

γ) «Καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν˙ ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει.»
Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής
Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος για την εποχή του, εισηγείται τον «αποτρεπτικό χαρακτήρα» της ποινής, ο οποίος ως όρος
υπάρχει ως τώρα στη θεωρία του δικαίου. Όταν η οργανωμένη κοινωνία υιοθετεί την τιμωρία ως μέσο για να
αποτρέψει τα μέλη της από μελλοντικές αδικοπραγίες, συγχρόνως αποδέχεται ως προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι
διαθέτουν εκείνη την ιδιαίτερη ιδιότητα που τους επιτρέπει κάποια στιγμή με την κατάλληλη νουθεσία, άσκηση και
καλλιέργεια, να αναθεωρήσουν και να εναρμονιστούν με το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην ευνομούμενη
πολιτεία. Συνεπώς, για τον Πρωταγόρα επιβάλλεται η ποινή για να αποτρέψει από το κακό τους ανθρώπους. Ο
σκοπός αυτός είναι η λογική εξήγηση της ύπαρξης της ποινής. Σε αυτό το σημείο, βέβαια, η αναφορά στη
σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής είναι γενική και μάλλον δεοντολογική (δηλαδή αυτό που είναι ορθό να γίνεται,
και όχι αυτό που γίνεται).

δ) «Ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δὲ καὶ
κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙»
Η συναίνεση της κοινής γνώμης για την αποτρεπτικότητα της ποινής και το διδακτο της αρετής

Ο Πρωταγόρας ενισχύει την άποψή του για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής επικαλούμενος και πάλι την κοινή
αντίληψη και πρακτική για το θέμα. Η επίκλησή του αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία επιχειρηματολογίας,
αλλά ως συνέπεια των γνωσιολογικών του αρχών, σύμφωνα με τις οποίες η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια που να εγγυώνται τη μία και μοναδική αλήθεια και, συνεπώς, σε έναν τέτοιο κόσμο
σχετικότητας το μόνο έγκυρο κριτήριο που μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι αυτό της γνώμης της πλειοψηφίας.
Έτσι, για τον Πρωταγόρα ισχύει ο σωφρονιστικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής και στον ιδιωτικό και στον
δημόσιο βίο. Στον ιδιωτικό, στις σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια και το σχολείο, και στον δημόσιο, στις σχέσεις
των πολιτών με την πολιτεία. Στην ιδιωτική ζωή (ἰδίᾳ), οι γονείς και οι παιδαγωγοί τιμωρούν τα παιδιά και τους
μαθητές τους. Στη δημόσια ζωή (δημοσίᾳ), τα όργανα του κράτους επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους
νόμους.
Η αθηναϊκή κοινωνία φαίνεται ότι αποδέχεται τη λογική πως μέσα από την ποινή είναι δυνατόν να διαμορφωθούν
ηθικές και σύννομες συνειδήσεις πολιτών. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο ανήκουν και οι Αθηναίοι, τους οποίους αναφέρει ο
Πρωταγόρας για να απαντήσει στη θέση του Σωκράτη. Ο τελευταίος είχε ισχυριστεί ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι
η αρετή είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας με τον συλλογισμό του αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι επιβάλλουν τιμωρίες και,
επομένως, πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται. Χρησιμοποιεί την Αθήνα ως παράδειγμα για να υποστηρίξει τη θέση του,
και για λόγους αντικειμενικότητας, καθώς τα παραδείγματα αντλούνται από την αθηναϊκή ζωή, την οικεία στον
Σωκράτη, και όχι από την προσωπική του εμπειρία και πατρίδα. Το ύφος μάλιστα του λόγου γίνεται λεπτά ειρωνικό
στις φράσεις «...οἱ σοὶ πολῖται·» και «...καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος...»

Κριτική του επιχειρήματος του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας

Η άποψη του Πρωταγόρα για τον αποτρεπτικό, παιδευτικό και τελεολογικό χαρακτήρα της ποινής κρίνεται
ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, στην οποία η ποινή είχε τη μορφή της εκδίκησης. Ο
Πρωταγόρας υπερβαίνοντας ιδεολογικά την εποχή του εισηγείται τον εξανθρωπισμό της δικαιοσύνης. Παρόμοιες
αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά τα νεότερα χρόνια την εποχή του
ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών.
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:
α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να
αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή, είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί
ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί, δηλαδή, την αποδεικτέα θέση (ότι
η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε τοσόφισμα της
λήψεως του ζητουμένου.

β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται
δεδομένη, αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας (= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Έτσι, ο Πρωταγόρας επικαλείται μάλλον ένα
ιδανικό παρά αποδίδει μια ρεαλιστική κατάσταση της εποχής του στην Αθήνα. Για την εποχή του ήταν
μάλλονανεφάρμοστη η σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν περισσότερο την
τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως
πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την
αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή
τους με τους άλλους ανθρώπους.

Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και, συνεπώς, το διδακτό της αρετής,
αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν.
Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του
Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή,
εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική
σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να
διαφωνήσει ο Σωκράτης.

Ο παιδευτικός χαρακτήρας της ποινής και η θανατική ποινή

Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή
στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για
όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα,
αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ
τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν
αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και συνεπώς η
έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει
με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να
εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη
διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που
επιβάλλεται, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών
δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα,
επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για ναδιαφυλάξει την αρμονική
συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές
συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν
αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη
διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο, αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος.
Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι
της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους,
κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα
της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη
συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της
ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

«ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. Ὡς
μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι
διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας συγκεφαλαιώνει τα συμπεράσματά του απευθυνόμενος στον Σωκράτη. Καταλήγει, λοιπόν, στις εξής
τρεις θέσεις:
α) η αρετή είναι διδακτή.
β) αυτή είναι και η θέση των Αθηναίων, γι’ αυτό σωστά ο κάθε πολίτης ανεξάρτητα από το επάγγελμά του, είτε είναι
χαλκιάς είτε τσαγκάρης, έχει το δικαίωμα να συμβουλεύει για τα πολιτικά.
γ) ανασκευή του ισχυρισμού του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.

α) «ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»
Με το πρώτο συμπέρασμα ο Πρωταγόρας επαναδιατυπώνει την αρχική του θέση, ότι η αρετή μπορεί να
αποκτηθεί και να διδαχθεί. Εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την
επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί, δηλαδή,
ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την
αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η
αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα
γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.

β) «Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά»
Το δεύτερο συμπέρασμα συνιστά την απάντηση του Πρωταγόρα στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (ενότητα 1η:
«Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν … αυτό είναι κάτι που διδάσκεται»). Έχει, λοιπόν, από τη μια αποδείξει ότι
αποδέχεται την άποψη του Σωκράτη για την καθολικότητα της αρετής και από την άλλη έχει ανασκευάσει τη θέση του
ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας συχνά επικαλούνταν την κοινή γνώμη της αθηναϊκής κοινωνίας και
προσάρμοζε σε αυτή και στις εμπειρικές εφαρμογές της τις απόψεις του για το διδακτό της αρετής. Έτσι, η στάση της
αθηναϊκής κοινωνίας εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μέσα από το επιχείρημά του.
γ) «…καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι
φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι
αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της
πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής
του. Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται».

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αντίθεση
ἀλογίστως … ὁ δὲ μετὰ λόγου.

Λιτότητα
ὐχ ἥκιστα, μὴ ἀλογίστως.

Υπερβατό
ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης, ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν, παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν.

Παρομοίωση
ὥσπερ θηρίον
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 6η (324a-c) - Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως απόδειξη του διδακτού της αρετής

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Πώς παρουσιάζει εδώ την έννοια της τιμωρίας ο Πρωταγόρας; Αναλύστε τη θέση του, όπως παρουσιάζεται στον λόγο
του, στις δύο τελευταίες ενότητες.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 88)

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:

α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του
αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.

Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες με το δεύτερο σκεπτικό, απορρίπτοντας
τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχειπαιδευτικό χαρακτήρα και
όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί
αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν
ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»).
Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
• ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά
στο μέλλον αδίκημα και
• ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Με ποιο πνεύμα νομίζετε ότι θα πρέπει μια κοινωνία να εφαρμόζει τον νόμο και τις ποινές στους παραβάτες;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 88)

Απάντηση

Στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί ο ορθός λόγος ο νόμος και η ποινή έχουν σκοπό να συνετίσουν αυτούς που
αδικοπραγούν και να παραδειγματίσουν όσους μάλλον εύκολα ρέπουν στην αδικοπραγία. Αναγνωρίζεται επομένως ο
κοινωνικοποιητικός, αναμορφωτικός και παιδευτικός ρόλος τους. Ωστόσο, για να λειτουργήσουν ο νόμος και η ποινή
θετικά για την ηθική βελτίωση του ανθρώπου και την προαγωγή της συλλογικής ζωής, απαιτείται ευνομούμενη
κοινωνία με ανθρωπιστικό προσανατολισμό, ο οποίος σύντομα μπορεί να αναλυθεί στα εξής:
• ο νόμος να κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολιτών και να διασφαλίζει την αρμονική συμβίωση μέσα στην
κοινωνία,
• επιβάλλεται σε περίπτωση νομικής εκτροπής να γίνεται εξαντλητική διερεύνηση της ενοχής ενός
ανθρώπου, που φέρεται ως ένοχος, ώστε να αποφεύγεται η επιβολή άδικης ποινής,
• η ποινή να σωφρονίζει και να παραδειγματίζει και να μην αποτελεί μέσο εκδίκησης και επίδειξης ισχύος εκ
μέρους της πολιτείας,
• η πολιτεία οφείλει να εκσυγχρονίζει το σωφρονιστικό της σύστημα και να σέβεται τα δικαιώματα των
εκτιόντων ποινές,
• χρέος της πολιτείας είναι να μεριμνά για την ομαλή επανένταξη των κρατουμένων στο κοινωνικό σύνολο,
• ο παραβάτης του νόμου στην ευνομούμενη κοινωνία έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται με κατανόηση
και ανθρωπιά.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να συγκρίνετε τη θέση του Πρωταγόρα για την τιμωρία με την αντίληψη που υπήρχε γι’ αυτή στην εποχή του. Ποιες
ομοιότητες και διαφορές εντοπίζετε;

Απάντηση

Η θέση του Πρωταγόρα συγκριτικά με τις αντιλήψεις της εποχής του είναι ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή. Πιο
συγκεκριμένα, η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό.
Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια
πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την
αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι
διττός:
• ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά
στο μέλλον αδίκημα και
• ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων.
Οι Αθηναίοι, αντίθετα, συνέδεαν την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή
των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία
(νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην
καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους. Μια τέτοια στάση, βέβαια, δικαιολογείται,
αν λάβουμε υπόψη τον πόνο και την αγανάκτηση του ανθρώπου που υφίσταται την αδικία. Η ομοιότητα, που θα
μπορούσαμε να διακρίνουμε, είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις στόχος της ποινής είναι να μην επαναληφθεί η άδικη
πράξη.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Πώς κρίνετε τη θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας σε σχέση με την εποχή της;

Απάντηση

Η άποψη του Πρωταγόρα κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, καθώς παρόμοιες
αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού
(18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών. Ωστόσο για την εποχή της
ήταν μάλλον ανεφάρμοστη, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του
ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις)
και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και
στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους. Μια τέτοια στάση, βέβαια,
δικαιολογείται, αν λάβουμε υπόψη τον πόνο και την αγανάκτηση του ανθρώπου που υφίσταται την αδικία.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Ο Πρωταγόρας μιλώντας στην 4η ενότητα για τη θανατική ποινή και στην 6η για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας
φαινομενικά πέφτει σε αντίφαση. Εξηγήστε σε τι συνίσταται η αντίφαση αυτή και πώς τελικά αίρεται.

Απάντηση

Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή
στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για
όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα,
αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ
τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν
αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και, συνεπώς, η
έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει
με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.

Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να
εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη
διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που
επιβάλλεται όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών
δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα,
επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική
συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές
συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν
αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη
διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο , αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος.
Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι
της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους,
κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα
της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;

Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη
συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της
ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.

 ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση

Πώς ο Πρωταγόρας μέσα από την ανάλυση της θέσης του για την επιβολή τιμωριών φτάνει να αποδείξει ότι η
πολιτική αρετή διδάσκεται; Αξιολογήστε την πειστικότητα του επιχειρήματός του.

Απάντηση

Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, έχει ως εξής: εφόσον κάποιος κάνει
χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως
πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί δηλαδή ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού
παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να
στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο
χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως
αυτό να μπορεί να μεταβληθεί. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:

α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να
αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί
ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί δηλαδή την αποδεικτέα θέση (ότι
η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε το σόφισμα της
λήψεως του ζητουμένου.

β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται
δεδομένη αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας

(= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Ο
Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και συνεπώς το διδακτό της αρετής,
αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν.
Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του
Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή,
εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική
σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να
διαφωνήσει ο Σωκράτης.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Ποια συναισθήματα νομίζετε ότι διακατέχουν τον Πρωταγόρα στο τέλος της 6ης ενότητας, αν κρίνετε από τη φράση
του «… ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται»;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι
αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της
πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής
του.
Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται».

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Να δώσετε από δύο ομόρριζα στη νέα ελληνική για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: νουθετεῖ, μαθήσεως, κτητῆς,
ἠδίκησεν, πραχθέν, δόξαν.

Λύση

νουθετεῖ → διάνοια, θήκη

μαθήσεως → μαθητής, μαθησιακός

κτητῆς → απόκτημα, κτητικός

ἠδίκησεν → δικαιοσύνη, δικαιολογία

πραχθὲν → σύμπραξη, πραγματεία

δόξαν → δογματικός, επίδοξος

 ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση

Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: ένδειξη, λογική, ένδοξος, προνομιούχος,
προθυμία, ιδιότροπος.

Λύση

ένδειξη → ἀποδέδεικται

λογική → ἀλογίστως, λόγου

ένδοξος → δόξαν

προνομιούχος → ἔχων, ἔχουσιν

προθυμία → θυμοῦται

ιδιότροπος → ἀποτροπῆς, ἰδίᾳ

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να συμπληρώσετε τις παρακάτω προτάσεις με παράγωγα του ἰδὼν<ὁρῶ.


α) Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε στον ουρανό δεν ήταν …………………… για πολλή ώρα.
β) Ένας ……………………………… μπορεί εύκολα να διαγνώσει αν έχεις προβλήματα ……………………….
γ) Ένας καλός πολιτικός πρέπει να διακρίνεται από ………………………….
δ) Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών που προβάλλονται στην ……………………… είναι ακατάλληλες για ανηλίκους.
ε) Είναι τυχερός˙ οι ουλές που του άφησε ο τραυματισμός είναι …………………….

Λύση

α) Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε στον ουρανό δεν ήταν …………ορατό………… για πολλή ώρα.
β) Ένας ………οφθαλμίατρος………… μπορεί εύκολα να διαγνώσει αν έχεις προβλήματα …………όρασης…………….
γ) Ένας καλός πολιτικός πρέπει να διακρίνεται από ………διορατικότητα……….
δ) Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών που προβάλλονται στην ………τηλεόραση……… είναι ακατάλληλες για
ανηλίκους.
ε) Είναι τυχερός˙ οι ουλές που του άφησε ο τραυματισμός είναι ………αδιόρατες…….
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 7η (324d-326e) - Η διδασκαλία της αρετής από την οικογένεια και την κοινωνία

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Η απάντηση του Πρωταγόρα στο δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη ότι οι άριστοι άνδρες δεν μπορούν να μεταδώσουν
την πολιτική αρετή στα παιδιά τους.

Επαναδιατύπωση της Υπάρχει ακόμη μια απορία, αυτή που διατύπωσες σχετικά με τους αγαθούς άνδρες: για ποιον
2ης ερώτησης/ λόγο οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες, ενώ διδάσκουν στους γιους τους όλα τα άλλα πράγματα που
αντίρρησης του εξαρτώνται από τους δασκάλους και τους κάνουν σοφούς, δεν είναι σε θέση να τους
Σωκράτη για το βελτιώσουν στην αρετή στην οποία είναι και οι ίδιοι εξαίρετοι.
διδακτό της αρετής

Ο Πρωταγόρας Για το θέμα αυτό, Σωκράτη, δεν θα σου πω μύθο, αλλά λόγο. Σκέψου λοιπόν, τι από τα δύο
επιλέγει τη μέθοδο συμβαίνει: υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες,
του Λόγου προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει; Έτσι μόνο μπορεί να λυθεί η
Η απάντηση του απορία που έχεις. Διότι, εάν μεν υπάρχει αυτό το ένα πράγμα και εάν αυτό το πράγμα δεν
Πρωταγόρα είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και
Η αρετή αναγκαία η σωφροσύνη και το ὅσιον (και αυτά ονομάζω όλα μαζίἀνδρὸς ἀρετήν)· εάν υπάρχει λοιπόν
α) για την πόλη αυτό το πράγμα στο οποίο πρέπει να μετέχουν όλοι και σύμφωνα με το οποίο πρέπει να
β) για τον πολίτη ενεργεί κάθε άνδρας ξεχωριστά σε περίπτωση που θέλει να μάθει ή να πράξει κάτι, και σε
καμιά περίπτωση χωρίς αυτό·

και εάν, σε περίπτωση που κάποιος δεν μετέχει σ' αυτό, είτε παιδί είναι, είτε άνδρας είτε
γ) η σωφρονιστική γυναίκα, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, μέχρι που, με την τιμωρία, να
λειτουργία της ποινής βελτιωθεί· και εάν, σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να
δ) εξορίες και σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη
θανατώσεις στους διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία·
ανεπίδεκτους
μαθήσεως

Το συμπέρασμα εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, και εάν, παρόλο που αυτή είναι η φύση των πραγμάτων,
οι αγαθοί άνδρες, ενώ μορφώνουν τους γιους τους σε όλα τα άλλα, αυτό δεν τους το
διδάσκουν, τότε σκέψου τι περίεργα πλάσματα είναι αυτοί οι αγαθοί άνδρες! Ότι το πράγμα
αυτό το θεωρούν διδακτό και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, το αποδείξαμε ήδη. Ενώ
όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό, αφού είναι κάτι που μπορεί να φροντίσει και να
καλλιεργήσει κανείς, αυτοί διδάσκουν στους γιους τους τα άλλα, των οποίων η άγνοια δεν
πρόκειται να επιφέρει ως ποινή τον θάνατο, αυτό όμως, την αρετή, που εάν τα αγόρια δεν τη
μάθουν και δεν τη φροντίσουν, μπορεί να υποστούν ως ποινή και τον θάνατο και την εξορία
και τη δήμευση της περιουσίας εκτός από τη θανάτωση και, με μια λέξη, τη συνολική
καταστροφή τουοἴκου τους, αυτή δεν τη διδάσκουν και δεν τη φροντίζουν με κάθε δυνατή
επιμέλεια! Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;

Η διά βίου εκπαίδευση των Αθηναίων αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Η πολιτική Στην πραγματικότητα, αρχίζουν από την παιδική ηλικία να διδάσκουν και να νουθετούν,
λειτουργία της συνεχίζοντας για όλη τη ζωή. Αμέσως μόλις αρχίσει να καταλαβαίνει ένα παιδί τι του λένε,
Παιδείας και η παραμάνα του και η μητέρα του και ο παιδαγωγός του και ο ίδιος ο πατέρας του
1η βαθμίδα αγωνίζονται γι’ αυτό το πράγμα, για το πώς δηλαδή θα βελτιωθεί το αγόρι, διδάσκοντάς το
εκπαίδευσης για κάθε του πράξη και για κάθε του λόγο και εξηγώντας του ότι αυτό είναι δίκαιο και το
(Προσχολική αγωγή) άλλο άδικο, και ότι αυτό είναι καλό και το άλλο αισχρό, και αυτό όσιο και εκείνο ανόσιο, και
ότι αυτά πρέπει να τα κάνεις και αυτά να μην τα κάνεις. Κι όταν ακούει με τη θέληση του,
πάει καλά. Εάν όμως δεν υπακούει, τότε, με τις απειλές και τα χτυπήματα το "ισιώνουν", σαν
δέντρο που λυγίζει και γέρνει.

2η βαθμίδα Κι ύστερα, όταν το στέλνουν στους δασκάλους, δίνουν εντολή να επιμεληθεί ο δάσκαλος
εκπαίδευσης περισσότερο την εὐκοσμία των παιδιών, παρά τα γράμματα και τη μουσική. Και οι δάσκαλοι
(Πρωτοβάθμια άλλωστε γι ’αυτό φροντίζουν κυρίως. Και μόλις τα αγόρια μάθουν τα γράμματα και είναι σε
εκπαίδευση) θέση στο εξής να καταλάβουν ένα γραπτό κείμενο, όπως μέχρι τώρα καταλάβαιναν τον
προφορικό λόγο, τα βάζουν, καθισμένα στα θρανία τους, να διαβάζουν δυνατά τα ποιήματα
3η βαθμίδα των μεγάλων ποιητών και τα αναγκάζουν να μάθουν απέξω αυτά τα έργα, στα οποία
εκπαίδευσης υπάρχουν πολλές συμβουλές, αλλά και αναλύσεις για τα πράγματα,
(Δευτεροβάθμια και ἔπαινοι και ἐγκώμια για τους αρχαίους ήρωες, προκειμένου το αγόρι να θελήσει να τους
εκπαίδευση) μιμηθεί και να έχει διάθεση να γίνει παρόμοιος. […]

4η βαθμίδα Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλ. οι νέοι άνδρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά
εκπαίδευσης / τελικό της, τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην
στάδιο αγωγής ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι […]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας
(Η πολιτεία ως φορέας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν, αναγκάζει και όσους
αγωγής) ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος
τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ
[δηλ. στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον
παραβάτη] στην ευθεία.

Συμπέρασμα για το Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αρετή και στο
«διδακτόν» της αρετής. ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ Σωκράτη εκπλήττεσαι και απορείς αν η αρετή είναι
διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Πρωταγόρας με τη χρήση λογικών επιχειρημάτων θα αντικρούσει το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη, ότι οι άριστοι
άνδρες δεν μπορούν να μεταδώσουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Αρχικά, θα μιλήσει για την πολιτική αρετή
και το περιεχόμενό της και θα τονίσει ότι είναι αναγκαίο να την κατέχουν όλοι, για να μπορούν να υπάρξουν
οργανωμένες κοινωνίες. Αν κάποιος δεν την έχει, θα πρέπει να την αποκτήσει με τη διδασκαλία. Όποιος, όμως, δεν
βελτιωθεί με τη διδασκαλία, πρέπει να τιμωρείται, να εκδιώκεται από την πόλη ή ακόμα και να θανατώνεται.
Επομένως, θα ήταν παράλογο οι άριστοι άνδρες να μην προσπαθούν να διδάσκουν την πολιτική αρετή στα παιδιά
τους, αφού η έλλειψή της επιφέρει τόσο σοβαρές συνέπειες.

Στη συνέχεια, ο σοφιστής θα αναφερθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και στη διά βίου εκπαίδευση των
Αθηναίων, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Συγκεκριμένα, θα αναλύσει τις
τέσσερις βαθμίδες εκπαίδευσης στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο, τους φορείς αγωγής, τις μεθόδους και τον στόχο
της αγωγής σε κάθε βαθμίδα, που καθιστούν προφανή τον συλλογισμό του.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. Ο «ΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΤΟΥΣ. ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΜΟΙΑΖΕΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟ.

1. Από τον μύθο στον λόγο


«Υπάρχει ακόμη μια απορία… αλλά λόγο.»
Ο Πρωταγόρας ως τώρα ανέπτυξε τα επιχειρήματά του και τις σκέψεις του, επιχειρώντας να απαντήσει στην
πρώτη απορία- ένσταση του Σωκράτη ότι η αρετή δεν διδάσκεται. Ο σοφιστής χρησιμοποίησε τον μύθο για να
δείξει ότι η «η αρετή του πολίτη» ενυπάρχει ως δυνατότητα σε όλους, αφού η αιδώς και η δίκη δόθηκαν σε όλους
σύμφωνα με τον μύθο. Όμως είναι απαραίτητη η διδασκαλία και η κατάλληλη αγωγή και εξάσκηση για να
αφομοιωθούν. Στη συνέχεια με τη φράση «Υπάρχει ακόμη μία απορία…» ο σοφιστής μας εισάγει στην ανασκευή
της δεύτερης απορίας-ένστασης του Σωκράτη ότι οι άριστοι άνδρες, και ως τέτοιους θα εννοήσουμε τους
πολιτικούς με το ακέραιο ήθος και τις διαπιστωμένες ικανότητες, δεν μπορούν να διδάξουν ή έστω να
μεταγγίσουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή.
Ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι θα εγκαταλείψει τη μέθοδο του μύθου, που χρησιμοποίησε για να απαντήσει στο
πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, και θα χρησιμοποιήσει τον λόγο. Ο σοφιστής αποφασίζει να αλλάξει μέθοδο
και να περάσει από τη γλώσσα των εμπειρικών αναπαραστάσεων, των συμβολισμών, των αλληγοριών και των
ποιητικών εκφράσεων, στη γλώσσα της λογικής, των επιχειρημάτων, των πυκνότερων νοημάτων, των
ορθολογικών αποδείξεων, των τεκμηριωμένων στοιχείων και των πραγματικών γεγονότων. Γενικά, η εξέλιξη
του διαλόγου και της παρουσίασης του θέματος απαιτεί πια μια περισσότερο ορθολογική οργάνωση και μια
διεισδυτικότερη προσέγγιση, ώστε να γίνει και πειστικότερος.

2. Η απάντηση του Πρωταγόρα


«Σκέψου λοιπόν, (…) Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
Ο Πρωταγόρας, χρησιμοποιώντας ένα εκτενές επιχείρημα, αναπτύσσει τη συλλογιστική του, για να αποδείξει ότι
οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες οπωσδήποτε ενδιαφέρονται να διδάξουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους.
Το επιχείρημα οργανώνεται ως εξής: α) αρχίζει με την προϋπόθεση ότι η αρετή είναι ενιαία και όλοι οι πολίτες
μετέχουν σε αυτή, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε πόλη. β) συστατικά μέρη της πολιτικής αρετής
είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η οσιότητα, τα οποία αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς για την ύπαρξη
της πόλης. γ) για να υπάρξει και να διατηρείται η πόλη χρειάζεται οι άνθρωποι να συνδέονται με την αρετή και
τα μέρη της, είτε με τη διδασκαλία είτε με την τιμωρία και τον εξαναγκασμό. δ) όποιος αδυνατεί να δεχτεί και να
προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στην πολιτική αρετή και τα μέρη της, δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία,
εξορίζεται ή θανατώνεται. ε) τέλος, συμπυκνώνοντας τον συλλογισμό του, καταλήγει στη διερώτηση / ρητορικό
ερώτημα τι είδους μεγάλοι άνδρες είναι αυτοί που μεριμνούν να διδάξουν στα παιδιά τους όλα τα άλλα και δεν
φροντίζουν να τους διδάξουν την πολιτική αρετή, της οποίας η παραμέληση συνεπάγεται εξορία και θάνατο για
τον παραβάτη της.
Στον συλλογισμό αυτό ο Πρωταγόρας επικαλείται το ζητούμενο ως δεδομένο και χρησιμοποιεί την αποδεικτέα
θέση ως αποδεικτικό λόγο, χρησιμοποιεί δηλαδή το σόφισμα της «λήψης του ζητουμένου». Αναλυτικά, ο
Πρωταγόρας επικαλούμενος την κοινή εμπειρία και αντίληψη κάνει την υπόθεση ότι είναι παράλογο οι
σπουδαίοι πολιτικοί να θέλουν τα παιδιά τους να εξορίζονται ή να θανατώνονται, γιατί δεν μετέχουν στην
πολιτική αρετή και τα μέρη της. Αυτό ακριβώς στη συνέχεια το θεωρεί δεδομένο, απτή πραγματικότητα, την
οποία και επικαλείται ως επιχείρημα.
α) «Σκέψου λοιπόν… που έχεις.»
Στο σημείο αυτό, ο Πρωταγόρας επαναλαμβάνει μια θέση που έχει αποδείξει σε προηγούμενες ενότητες, ότι
είναι αναγκαίο να κατέχουν όλοι την πολιτική αρετή, προκειμένου να υπάρχουν πόλεις. Και στη συνέχεια, στην
ανάλυση της αρετής στα μέρη της, ο Πρωταγόρας θα έχει μία ακόμη ευκαιρία να τονίσει την ανάγκη διατήρησης
της συνοχής της πολιτικής κοινωνίας και, κατά συνέπεια, την ανάγκη να εξοικειώνονται όλοι με την πολιτική
αρετή ως ενότητα των μερών της, γιατί έτσι καθίσταται εφικτή η ομαλή και αρμονική ζωή στην πολιτική
κοινωνία.

β) «Διότι, εάν μεν… όλα μαζί ἀνδρὸς ἀρετήν.»


Ο Πρωταγόρας έχει και πάλι την ευκαιρία να αναφερθεί στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής και τη σημασία
της. Συγχρόνως υιοθετεί μια πιο αυστηρή αποδεικτική πορεία, καθώς οδηγείται από το γενικό ή καθολικό στο
μερικό. Έτσι, προτάσσει το όλον της αρετής, ότι η αρετή είναι μία και κοινή για όλους τους πολίτες, για να
παρουσιάσει τα μέρη της, τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την οσιότητα. Αφού η πολιτική αρετή είναι μία και
ενιαία, άριστος και αγαθός άνδρας είναι όποιος συνδυάζει και τα τρία μέρη της ως γνώρισμά του, καθώς
φαίνεται αντιφατικό κάποιος να είναι όσιος, αλλά όχι δίκαιος ή φρόνιμος, και αντίστροφα. Μάλιστα, αναφέρεται
σ’ αυτή με τον όρο «ἀνδρὸς ἀρετήν», με τον οποίο δηλώνεται η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής του και
ιδιαίτερα στην Αθήνα. Σ’ αυτή, μόνο οι άνδρες μπορούσαν να συμμετέχουν στα κοινά, ενώ οι γυναίκες είχαν
υποδεέστερη θέση, ασχολούνταν μόνο με την οργάνωση του νοικοκυριού και έπρεπε να υπακούουν στον άντρα
τους.

γ) «εάν υπάρχει λοιπόν… με την τιμωρία, να βελτιωθεί˙»


Όπως ο σπουδαίος πολιτικός έτσι και ο απλός πολίτης χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από το ενιαίο της πολιτικής
αρετής, για να υπάρξει πόλη και ο ίδιος αρμονικά ενταγμένος μέσα σε αυτή. Προς αυτή την κατεύθυνση
προσανατολισμένη η διαπαιδαγώγηση του πολίτη αποβλέπει στο να του εμφυσήσει την αρετή και τα μέρη της,
ώστε να ενεργεί κατά τρόπο συμβατό με τον τρόπο ύπαρξης της πόλης. Αν όμως η διαπαιδαγώγηση αστοχεί και
αποτυγχάνει, και δεν συμμορφώνεται ο πολίτης στις αρχές της αρετής, τότε επιβάλλονται ποινές, τιμωρίες,
κολασμοί, ώστε να εθιστεί, έστω και με αυτό τον τρόπο, στο ενιαίο της αρετής.

δ) «και εάν σε περίπτωση που κάποιος … και μετά την τιμωρία˙»


Παρόλο, όμως, που η καθολικότητα της αρετής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση των
πολιτικών κοινωνιών, μερικοί είναι ανεπίδεκτοι και αδυνατούν να οικειωθούν και στοιχειωδώς την αρετή και τα
μέρη της. Αυτοί, λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα, πρέπει να εκδιώκονται από την πόλη ή
ακόμα και να θανατώνονται. Μάλιστα, η εξορία και η δήμευση της περιουσίας θεωρούνταν βαρύτατες ποινές,
διότι οδηγούσαν στον συνεχή διασυρμό ολόκληρης της γενιάς. Εδώ παρατηρούμε ότι ο σοφιστής αναφέρει τις
ποινές με ανιούσα κλιμάκωση και διαπιστώνουμε αυτό που επισημάναμε και στην 6η ενότητα: η θανατική
ποινή επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέσο τιμωρίας, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας δεν έχουν επιφέρει τα
επιθυμητά αποτελέσματα και με σκοπό να διαφυλαχθεί η ισορροπία και η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη.

ε) «Για το θέμα αυτό … να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»


Τέλος, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Πρωταγόρας είναι το εξής: είναι αδύνατον και παράλογο οι
πολιτικοί άνδρες να διδάσκουν στα παιδιά τους άλλα πράγματα, που δεν είναι τόσο σημαντικά, και να μη τους
διδάσκουν την πολιτική αρετή, η έλλειψη της οποίας επιφέρει βαρύτατες ποινές (εξορία, δήμευση περιουσιών) ή
ακόμα και τον θάνατο.
Καταλήγει ο Πρωταγόρας στη διατύπωση του συμπεράσματός του, που δίνεται και αυτό ρητορικά, με τη μορφή
διερώτησης, μετά από μια ρητορική ερώτηση («υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι
οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει;»), εφτά διαδοχικές υποθετικές
προτάσεις («εάν …»), που διατυπώνονται με ρητορικό τρόπο και εκλαμβάνονται ως δεδομένες θέσεις, με έντονα
στοιχεία προφορικότητας, επαναλήψεις και πλατειασμούς. Επιπλέον στο συμπέρασμα αξιοποιείται
ο συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον», δηλαδή ο λόγος σταδιακά κορυφώνεται καθώς προτάσσει
στην αναφορά του το λιγότερο σπουδαίο (πχ. διδασκαλία γλώσσας, αριθμητικής κ.τ.λ.) στο σπουδαιότερο, που
εδώ είναι η διδασκαλία της αρετής. Όλοι αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι χρησιμοποιούνται πιθανόν για λόγους
εντυπωσιασμού ή αποδεικνύουν την αμηχανία και τη δυσκολία του σοφιστή να πείσει τον αντίπαλό του.

Κριτική της απόδειξης του Πρωταγόρα


Το επιχείρημα του Πρωταγόρα δεν κρίνεται ιδιαίτερα πειστικό για τους εξής λόγους:
α. αλλοιώνει τη θέση του Σωκράτη αποδεικνύοντας τελικά μια άποψη που ο ίδιος πιστεύει και θεωρεί
δεδομένη,
β. χρησιμοποιεί ρητορική ερώτηση και μια σειρά εφτά διαδοχικών υποθέσεων, από τις οποίες προκύπτει μια
θέση που ο ίδιος θεωρεί δεδομένη χωρίς να προσκομίζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία,
γ. χρησιμοποιεί δεοντολογική διατύπωση («πρέπει να μετέχουν, πρέπει να ενεργεί, πρέπει να τον διδάσκουμε
και να τον τιμωρούμε, πρέπει να εκδιώκουμε»), η οποία δεν έχει αποδεικτική ισχύ, καθώς αναφέρει τι πρέπει να
συμβαίνει και όχι τι συμβαίνει στην πραγματικότητα,
δ. θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή η πολιτεία επιβάλλει ποινές σε όποιον αδιαφόρησε να την
αποκτήσει. Η θέση αυτή, όμως, δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του ζητουμένου).

Β. Η ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ

Ο Πρωταγόρας, συνεχίζοντας την απόδειξη για το διδακτό της αρετής, επικαλείται ένα εμπειρικό και γι’ αυτό
ισχυρότερο τεκμήριο. Αναφέρεται στη μέριμνα των ανθρώπων για την ηθική και πολιτική αγωγή των παιδιών τους.
Παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας εγκωμιαστικά ως πρότυπο παιδείας και αγωγής που υπηρετεί με
συνέπεια την πολιτική αγωγή και τον πολιτισμό. Βέβαια, η περιγραφή του αθηναϊκού εκπαιδευτικού συστήματος
γίνεται για να φανεί το διδακτό της αρετής και αυτό σημαίνει ότι δεν αποτελεί μια πλήρη και λεπτομερή απόδοσή του,
παρά τις πολύτιμες πληροφορίες, που διασώθηκαν, γιατί ο σκοπός του Πρωταγόρα δεν ήταν αυτός. Ο Πρωταγόρας θα
παρουσιάσει τη δομή και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος της Αθήνας μιλώντας για τις βαθμίδες που
περιλαμβάνει, για να καταλήξει τελικά στο συμπέρασμά του ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
Ενδεικτικά και χωρίς να παραβιάζουμε τα δεδομένα του κειμένου μπορούμε να αποδώσουμε διαγραμματικά την
εκπαίδευση που περιγράφει ο Πρωταγόρας ως εξής:

Βαθμίδες εκπαίδευσης Φορείς Μορφωτικά Μέθοδος Στόχοι Μέσα


αγωγής αγαθά

Προσχολική αγωγή (έως γονείς αξίες νουθεσίες μετάδοση απειλές


6/7 ετών) παραμάνα συμπεριφορά διδασκαλία ηθικών αξιών χτυπήματα
παιδαγωγός τιμωρία

Πρωτοβάθμια εκπαίδευση δάσκαλοι αξίες διδασκαλία «εὐκοσμία» αμοιβές


(6/7 - 14 ετών) γραμματιστές γραφή τιμωρίες
κιθαριστές μουσική

Δευτεροβάθμια γραμματιστές ποιήματα διδασκαλία ευρυθμία ανάγνωση και


εκπαίδευση (14 - 18/20 κιθαριστές μεγάλων μίμηση ευαρμοστία αποστήθιση
ετών) παιδοτρίβες ποιητών προτύπων (αρμονία)
(ακολουθούσε η γραφή ευεξία
τριτοβάθμια εκπαίδευση, μουσική
που δεν αναφέρεται εδώ) γυμναστική

Τελικό στάδιο αγωγής η πόλη νόμοι ἄρχειν και πολιτική Ποινές


(18/20 ετών και εξής) ἄρχεσθαι αρετή εὐθῦναι*

Καλό είναι να σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο τον ρόλο των φορέων αγωγής.
Παραμάνα: ήταν δούλη ή φτωχή ελεύθερη, έμμισθη, που φρόντιζε μαζί με τη μητέρα τα παιδιά στη βρεφική και
νηπιακή ηλικία. Η γυναίκα που θήλαζε το βρέφος ονομαζόταν «τίτθη», και εκείνη που είχε τη γενική φροντίδα του
παιδιού, «τιθήνη» ή «τροφός».
Παιδαγωγός: δεν είχε τη σημασία που έχει σήμερα η λέξη. Ο ρόλος του ήταν μόνο συνοδευτικός: ήταν δούλος που
συνόδευε το παιδί στους περιπάτους και αργότερα στο σχολείο, το συμβούλευε και επέβλεπε τη μελέτη των
μαθημάτων του και τη συμπεριφορά του.
Γραμματιστής: δίδασκε ανάγνωση, αριθμητική και γραφή. Συνήθιζε τα παιδιά να απομνημονεύουν και να
απαγγέλλουν ποιήματα μεγάλων ποιητών, από τα οποία οι μαθητές αντλούσαν συμβουλές, διδάγματα και πρότυπα
που ήθελαν να μιμηθούν.
Κιθαριστής: δίδασκε τραγούδι, αλλά και την τέχνη του αυλού, της κιθάρας και της λύρας. Η μουσική είχε σπουδαία
θέση στην εκπαίδευση των νέων. Πίστευαν ότι συνέβαλλε στην ημέρωση της ψυχής και στη διαμόρφωση εύρυθμου
χαρακτήρα μεταδίδοντας την αίσθηση του μέτρου και της ισορροπίας.
Παιδοτρίβης: αναλάμβανε την εκγύμναση των νέων στην «παλαίστρα», ένα τετράγωνο γήπεδο περιτριγυρισμένο
από τοίχους. Οι Αθηναίοι στόχευαν στη σύζευξη υγιούς ψυχής και υγιούς σώματος («νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ»).

*«εὐθῦναι»: παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας κάνει ένα γλωσσικό παιχνίδι με τη λέξη «εὐθεία». Στην 1η βαθμίδα
εκπαίδευσης αναφέρει ότι, όταν ένα παιδί παρεκκλίνει από τη θεμιτή συμπεριφορά, το επαναφέρουν στην ευθεία,
όπως ισιώνουν ένα δέντρο που λυγίζει και γέρνει. Η παρομοίωση του παιδιού με δέντρο προετοιμάζει για την
ετυμολογική ερμηνεία της λέξης «εὐθῦναι», που θα δοθεί στην τελική βαθμίδα εκπαίδευσης. «Εὐθῦναι» ονομαζόταν η
λογοδοσία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει μπροστά σε ειδικούς ελεγκτές ένας άρχοντας για τις πράξεις του, όταν
τελείωνε ο χρόνος της θητείας του. (Αντίθετα, όταν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτήσει στην αρχή της θητείας του
υποβαλλόταν στη «δοκιμασία», πβλ. την περίπτωση του Μαντίθεου στον λόγο του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου.) Έτσι
ονομάζονταν και οι κυρώσεις που του επιβάλλονταν, αν διαπιστωνόταν κατάχρηση της εξουσίας του ή παραλείψεις.
Με βάση την περιγραφή του εκπαιδευτικού συστήματος των Αθηναίων από τον Πρωταγόρα, μπορούμε να
συναγάγουμε ορισμένα βασικά γνωρίσματά του:
α. η αγωγή των Αθηναίων πολιτών ήταν μια διαδικασία που διαρκούσε όλη τους τη ζωή. Επρόκειτο, δηλαδή, για
μια διά βίου μάθηση.
β. η εκπαίδευση είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και επομένως απευθυνόταν κυρίως στις εύπορες οικογένειες. Η διδασκαλία
γινόταν στο σπίτι του μαθητή ή του δασκάλου, ενώ το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν ήταν σαφώς καθορισμένο από
την πολιτεία, αλλά εξαρτιόταν από το κριτήριο του δασκάλου ή της οικογένειας.
γ. το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ήταν κυρίως ηθοπλαστικό, αφού αποσκοπούσε στο να διαμορφωθούν ηθικά
ενάρετοι άνθρωποι. Αυτό υποδηλώνεται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, στην πρώτη βαθμίδα οι
φορείς αγωγής επιδίδονταν στη μετάδοση βασικών αρχών ηθικής συμπεριφοράς. Στη δεύτερη βαθμίδα, ο δάσκαλος
φρόντιζε περισσότερο για την «εὐκοσμία», την ευπρεπή, δηλαδή, συμπεριφορά των παιδιών, και λιγότερο για τη
μετάδοση γνώσεων. Η τρίτη απέβλεπε κυρίως στο αρμονικό δέσιμο της ψυχής και του σώματος. Τέλος, στην τελική
βαθμίδα, η υπακοή στους νόμους είχε ως στόχο να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, ώστε να αναπτυχθούν
μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι
οι νόμοι αναγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες και τοποθετούνταν σε δημόσιο χώρο, για να μπορούν να τους διαβάζουν
όλοι οι πολίτες.
Συμπέρασμα συλλογισμού: «Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»
Στη φράση αυτή διατυπώνεται το συμπέρασμα του Πρωταγόρα για το «διδακτὸν» της πολιτικής αρετής. Αφού, λοιπόν,
μίλησε διεξοδικά για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και τις βαθμίδες που περιλαμβάνει, καταλήγει στο λογικό
επακόλουθο ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να μη διδάσκεται
η πολιτική αρετή, εφόσον καταβάλλονται τόσες προσπάθειες από τους ανθρώπους και σε ιδιωτικό και σε
δημόσιο επίπεδο για τη μετάδοσή της. Αν οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η αρετή δεν διδάσκεται, θα ήταν μάταιο να το
προσπαθούν μέσω της παιδείας.

Κριτική του συμπεράσματος


α. Κάποιοι μελετητές θεωρούν πειστικό το συμπέρασμα του Πρωταγόρα, καθώς στηρίζεται σε πραγματικά
γεγονότα.
β. Άλλοι, πάλι, μελετητές το θεωρούν μη πειστικό για τους εξής λόγους:
• το συμπέρασμα διατυπώνεται και πάλι μέσω μιας ρητορικής ερώτησης, στην οποία η απάντηση θεωρείται
δεδομένη, χωρίς να προσκομίζονται άλλα αποδεικτικά στοιχεία,
• ο Πρωταγόρας θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή γίνονται προσπάθειες να διδαχθεί και σε ιδιωτικό
και σε δημόσιο επίπεδο. Η θέση αυτή, όμως, δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του ζητουμένου).

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αντιθέσεις:
«δεν θα σου πω μύθο, αλλά λόγο»
«αυτό είναι δίκαιο και το άλλο άδικο»
«και ότι αυτό είναι καλό και το άλλο αισχρό»
«και αυτό όσιο κι εκείνο ανόσιο»
«και ότι αυτά πρέπει να τα κάνεις και αυτά να μην τα κάνεις»

Ρητορικές ερωτήσεις:
«υπάρχει ένα πράγμα … ή δεν υπάρχει;»
«μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
«Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»

Πολυσύνδετο σχήμα:
«εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η
σωφροσύνη και το όσιον»
«και η παραμάνα του και η μητέρα του και ο παιδαγωγός του και ο ίδιος ο πατέρας του»

Άρση – θέση:
«εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η
σωφροσύνη και το όσιον»

Ανιούσα κλιμάκωση:
«πρέπει να τον διδάσκουμε -> και να τον τιμωρούμε -> πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη -> ή να σκοτώνουμε ως
ανίατο»

Συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον»:


«Ενώ όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό … με κάθε δυνατή επιμέλεια!»

Παρομοίωση:
«… το "ισιώνουν", σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει»
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
Ενότητα 7η (324d-326e) - Η διδασκαλία της αρετής από την οικογένεια και την κοινωνία

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Συγκρίνετε τη στάση του Σωκράτη, όταν στη φυλακή αρνήθηκε να πειστεί στις προτάσεις των φίλων του για
απόδραση, με τις απόψεις του Πρωταγόρα περί τιμωρίας.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 91)

Απάντηση

Συγκρίνοντας τη στάση του Σωκράτη στη φυλακή και τις απόψεις του Πρωταγόρα περί τιμωρίας μπορούμε να
επισημάνουμε τα εξής:

α. Ο Σωκράτης δεν δέχεται την πρόταση των φίλων του να αποδράσει από τη φυλακή, προκειμένου να αποφύγει την
εκτέλεση της θανατικής ποινής. Η στάση του αυτή αποδεικνύει την πεποίθησή του ότι ο πολίτης πρέπει να υπακούει
στους νόμους της πολιτείας και να δέχεται τις επιταγές τους, ανεξάρτητα απ’ το αν η τιμωρία που επιβάλλει είναι ή
θεωρείται δίκαιη ή άδικη. Δεν πρέπει λοιπόν από φόβο για την τιμωρία, αλλά από συνειδητό σεβασμό στους νόμους,
"διά δέος", να υπακούει σ΄αυτούς. Έτσι, διαφυλάσσεται η αρμονία και η ισορροπία μέσα στην πόλη.

β. Ο Πρωταγόρας, από την άλλη, θεωρεί την τιμωρία μέσο για τη βελτίωση του πολίτη και τη συμμετοχή του στην
αρετή.
Άρα, η άποψη του Σωκράτη σχετίζεται με την αναγκαιότητα αποδοχής της ποινής και το κύρος των νόμων, ενώ οι
απόψεις του Πρωταγόρα αφορούν τη σκοπιμότητα της τιμωρίας και τον τρόπο κατάκτησης της πολιτικής αρετής.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Συγκρίνετε την άποψη του Σωκράτη για την αδυναμία των πολιτών να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους
με τη διαφορετική θέση του Πρωταγόρα.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 91)

Απάντηση

α. Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι οι άριστοι πολιτικοί άνδρες δεν μπορούν να μεταδώσουν την πολιτική αρετή στα παιδιά
τους και αυτό το αποδεικνύει χρησιμοποιώντας την περίπτωση των γιων του Περικλή. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί
ότι ο Σωκράτης με τον όρο «πολιτική αρετή» εννοεί πιθανότατα την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως»,
την τέχνη δηλαδή του ικανού πολιτικού ηγέτη. Αυτή η ικανότητα, λοιπόν, θεωρεί ότι αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό
και δεν διδάσκεται. Διαφορετικά, θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι οι γιοι του Περικλή, και των πολιτικών γενικότερα, δεν
έχουν αρετή και δρουν μέσα στην παρανομία.

β. Ο Πρωταγόρας, από την άλλη, ισχυρίζεται ότι οι άριστοι πολιτικοί άνδρες μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή
στα παιδιά τους κι αυτό το αποδεικνύει μ’ έναν συλλογισμό «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον». Ο συλλογισμός του
έχει ως εξής: είναι αδύνατον και παράλογο οι πολιτικοί άνδρες να διδάσκουν στα παιδιά τους άλλα πράγματα, που δεν
είναι τόσο σημαντικά, και να μη τους διδάσκουν την πολιτική αρετή, η έλλειψη της οποίας επιφέρει βαρύτατες ποινές
(εξορία, δήμευση περιουσιών) ή ακόμα και τον θάνατο.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποια μέσα θεωρείτε ότι έχουν στη διάθεσή τους η οικογένεια και η κοινωνία προκειμένου να διδάξουν στους νέους την
πολιτική αρετή;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 91)

Απάντηση

Τα μέσα που χρησιμοποιεί η οικογένεια και η κοινωνία προκειμένου να διδάξει στους νέους την πολιτική αρετή είναι
τα εξής:

α. μέσα για τη διάπλαση της προσωπικότητας: προτρεπτικές ή αποτρεπτικές νουθεσίες, προβολή παραδειγμάτων
προς μίμηση, η παιδεία, η γενική μόρφωση, η αγωγή, η διδασκαλία.
β. σωφρονιστικές μέθοδοι: στην περίπτωση της οικογένειας εφαρμόζονται οι απειλές και τα χτυπήματα, ενώ στην
περίπτωση της κοινωνίας, η κοινή γνώμη επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κάποιες συμπεριφορές. Η πολιτεία, πάλι, με τη
σειρά της, επιβάλλει ποινές και κυρώσεις.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν απολύτως την πολιτική και την ιδιωτική αρετή. Θεωρείτε πως πράγματι πρέπει να τις
ταυτίζουμε ή μήπως πρόκειται για ξεχωριστές ιδιότητες;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 91)

Απάντηση

Στην αρχαία Ελλάδα η πολιτική και η ιδιωτική αρετή ταυτίζονταν, γιατί ο πολίτης νοούνταν μόνο ως μέλος του
συνόλου. Αυτός που στην ιδιωτική του ζωή φέρεται δίκαια και σωστά, είναι ικανός να λάβει τις ορθότερες αποφάσεις
και στη δημόσια ζωή. Η λήψη αποφάσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο βίο απαιτεί πολίτες με αρετή, υψηλό αίσθημα
ευθύνης, σωφροσύνη και ήθος. Στις μέρες μας θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το εξής σκεπτικό: η πολιτική αρετή
ενός άνδρα σχετίζεται με τη στάση του στα δημόσια πράγματα, η οποία επιδρά στο σύνολο των ανθρώπων με τους
οποίους συμβιώνει.

Η προσωπική του αρετή έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του προς ένα ή κάποια από αυτά τα άτομα.
Οι δύο αυτές έννοιες ταυτίζονται, λοιπόν, αφού ρυθμίζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου προς τα υπόλοιπα. Αλλά κι αν
ακόμα μιλήσουμε για την αρετή ενός πολιτικού άνδρα, θα διαπιστώσουμε ότι κι εκεί υπάρχει ταύτιση, καθώς οι
προσωπικές του αρετές ρυθμίζουν τη στάση του και τη δράση του ως πολιτικού άνδρα.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Με ποια μέθοδο δηλώνει ο Πρωταγόρας ότι θα ανασκευάσει τη δεύτερη αντίρρηση του Σωκράτη; Γιατί, κατά τη γνώμη
σας, προτίμησε να αλλάξει μέθοδο; Ποια πλεονεκτήματα του προσφέρει η δεύτερη;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι θα εγκαταλείψει τη μέθοδο του μύθου, που χρησιμοποίησε για να απαντήσει στο πρώτο
επιχείρημα του Σωκράτη, και θα χρησιμοποιήσει τον λόγο. Ο σοφιστής αντιλαμβάνεται τη δύσκολη θέση στην οποία
έχει περιέλθει και αποφασίζει να αλλάξει μέθοδο, για να γίνει πιο πειστικός. Δεν θα χρησιμοποιήσει, λοιπόν, άλλο
συμβολισμούς, αλληγορίες και ποιητική γλώσσα, αλλά επιχειρήματα που θα βασίζονται στη λογική, σε τεκμηριωμένα
στοιχεία και σε πραγματικά γεγονότα.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Ποια είναι η βασική υποχρέωση του πολίτη για να μπορούν να υπάρξουν οργανωμένες κοινωνίες και με ποιους
τρόπους παρεμβαίνει η πολιτεία στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής;

Απάντηση

Ο Πρωταγόρας θεωρεί ότι βασική υποχρέωση του πολίτη, προκειμένου να υπάρξουν πόλεις, είναι να κατέχει την
πολιτική αρετή. Έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να αναφερθεί και πάλι στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής. Αυτή
αποτελείται από τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την ευσέβεια. Παρόλο, όμως, που η καθολικότητα της αρετής
αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση κοινωνιών, υπάρχουν κάποιοι που δεν την κατέχουν. Αυτοί,
λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα, πρέπει να οδηγούνται στην αρετή με τη διδασκαλία και, αν δεν
επέλθει βελτίωση, να τιμωρούνται, να εκδιώκονται από την πόλη ή ακόμα και να θανατώνονται. Μάλιστα, η εξορία
και η δήμευση της περιουσίας θεωρούνταν βαρύτατες ποινές διότι οδηγούσαν στον συνεχή διασυρμό ολόκληρης της
γενιάς. Εδώ παρατηρούμε ότι ο σοφιστής αναφέρει τις ποινές με μια ανιούσα κλιμάκωση και διαπιστώνουμε αυτό
που επισημάναμε και στην 6η ενότητα: η θανατική ποινή επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέσο τιμωρίας, όταν οι άλλες
μορφές τιμωρίας δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και με σκοπό να διαφυλαχθεί η ισορροπία και η
αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Με ποιο επιχείρημα προσπαθεί ο Πρωταγόρας να αποδείξει ότι οι άριστοι πολιτικοί άνδρες μπορούν να διδάσκουν την
πολιτική αρετή στα παιδιά τους; Να αξιολογήσετε την πειστικότητά του.
Απάντηση

Το επιχείρημα με το οποίο προσπαθεί ο Πρωταγόρας να αποδείξει ότι οι άριστοι πολιτικοί άνδρες μπορούν να
διδάσκουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους είναι το εξής: είναι αδύνατον και παράλογο οι πολιτικοί άνδρες να
διδάσκουν στα παιδιά τους άλλα πράγματα, που δεν είναι τόσο σημαντικά, και να μη τους διδάσκουν την πολιτική
αρετή, η έλλειψη της οποίας επιφέρει βαρύτατες ποινές (εξορία, δήμευση περιουσιών) ή ακόμα και τον θάνατο. Ο
συλλογισμός του είναι διατυπωμένος «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον».

Αν επιχειρούσαμε να κρίνουμε το επιχείρημα του Πρωταγόρα, θα λέγαμε ότι δεν κρίνεται ιδιαίτερα πειστικό για τους
εξής λόγους:

α. αλλοιώνει τη θέση του Σωκράτη αποδεικνύοντας τελικά μια άποψη που ο ίδιος πιστεύει και θεωρεί δεδομένη,
β. χρησιμοποιεί ρητορική ερώτηση και μια σειρά εφτά διαδοχικών υποθέσεων, από τις οποίες προκύπτει μια θέση
που ο ίδιος θεωρεί δεδομένη χωρίς να προσκομίζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία,

γ. χρησιμοποιεί (όπως και στην 5η ενότητα) δεοντολογική διατύπωση («πρέπει να μετέχουν, πρέπει
ναενεργεί, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, πρέπει να εκδιώκουμε»), η οποία δεν έχει αποδεικτική
ισχύ, καθώς αναφέρει τι πρέπει να συμβαίνει και όχι τι συμβαίνει στην πραγματικότητα,

δ. θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή η πολιτεία επιβάλλει ποινές σε όποιον αδιαφόρησε να την
αποκτήσει. Η θέση αυτή, όμως, δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του ζητουμένου).

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Ποια εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να καταλήξει στο πρώτο του συμπέρασμα; Τι φανερώνουν;

Απάντηση

Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να καταλήξει στο πρώτο του συμπέρασμα είναι τα εξής:

α. μια ρητορική ερώτηση («υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να
είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει;»),

β. εφτά διαδοχικές υποθετικές προτάσεις («εάν …»), που διατυπώνονται με ρητορικό τρόπο και εκλαμβάνονται ως
δεδομένες θέσεις,

γ. επαναλήψεις,

δ. πλατειασμοί

Όλοι αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι χρησιμοποιούνται πιθανόν για λόγους εντυπωσιασμού ή αποδεικνύουν την
αμηχανία και τη δυσκολία του σοφιστή να πείσει τον αντίπαλό του.

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Παρουσιάστε αναλυτικά τις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης στην αρχαία Αθήνα (ηλικία, φορείς αγωγής, στόχους και
μεθόδους).

Απάντηση

Η 1η βαθμίδα εκπαίδευσης («Στην πραγματικότητα … σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει.») αφορά τη νηπιακή ηλικία
(ως 6 ή 7 ετών), μέχρι δηλαδή να πάνε τα παιδιά στο σχολείο. Την εκπαίδευσή τους αναλαμβάνουν οι γονείς, η
παραμάνα και ο παιδαγωγός. Η παραμάνα ήταν δούλη ή φτωχή ελεύθερη, έμμισθη, που φρόντιζε μαζί με τη μητέρα
τα παιδιά στη βρεφική και νηπιακή ηλικία. Η γυναίκα που θήλαζε το βρέφος ονομαζόταν«τίτθη», και εκείνη που είχε
τη γενική φροντίδα του παιδιού, «τιθήνη» ή «τροφός». Ο παιδαγωγός ήταν δούλος που συνόδευε το παιδί στους
περιπάτους και αργότερα στο σχολείο, το συμβούλευε και επέβλεπε τη μελέτη των μαθημάτων του και τη
συμπεριφορά του. Όσον αφορά τον στόχο σ’ αυτό το στάδιο εκπαίδευσης ήταν η μετάδοση ηθικών αξιών και οι μέθοδοι
για την επίτευξή του οι νουθεσίες, η διδασκαλία, οι απειλές και τα χτυπήματα.

Η 2η και 3η βαθμίδα εκπαίδευσης («Κι ύστερα … να γίνει παρόμοιος.») αφορούσε την παιδική και εφηβική ηλικία,
δηλαδή από 6 ή 7 έως 18 ετών. Την εκπαίδευσή τους αναλάμβαναν οι δάσκαλοι και συγκεκριμένα, ο γραμματιστής, ο
κιθαριστής και ο παιδοτρίβης. Ο γραμματιστής δίδασκε ανάγνωση, αριθμητική και γραφή. Συνήθιζε τα παιδιά να
απομνημονεύουν και να απαγγέλλουν ποιήματα μεγάλων ποιητών, από τα οποία οι μαθητές αντλούσαν συμβουλές,
διδάγματα και πρότυπα που ήθελαν να μιμηθούν. Ο κιθαριστής δίδασκε τραγούδι αλλά και την τέχνη του αυλού, της
κιθάρας και της λύρας. Η μουσική είχε σπουδαία θέση στην εκπαίδευση των νέων. Πίστευαν ότι συνέβαλλε στην
ημέρωση της ψυχής και στη διαμόρφωση εύρυθμου χαρακτήρα μεταδίδοντας την αίσθηση του μέτρου και της
ισορροπίας. Ο παιδοτρίβης αναλάμβανε την εκγύμναση των νέων στην «παλαίστρα», ένα τετράγωνο γήπεδο
περιτριγυρισμένο από τοίχους. Οι Αθηναίοι στόχευαν στη σύζευξη υγιούς ψυχής και υγιούς σώματος («νοῦς ὑγιὴς ἐν
σώματι ὑγιεῖ»). Σ’ αυτό το στάδιο εκπαίδευσης στόχος ήταν πρωτίστως η «εὐκοσμία» των παιδιών, δηλαδή τρόποι
καλής συμπεριφοράς, και δευτερευόντως, η ανάγνωση και η αποστήθιση ποιημάτων μεγάλων ποιητών, η γραφή και η
μουσική. Οι μέθοδοι που ακολουθούνταν ήταν η διδασκαλία και η μίμηση προτύπων αρχαίων ηρώων, προκειμένου να
τα ενστερνιστούν.

Σ’ αυτό το σημείο παρεμβάλλεται και μια άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης που δεν περιλαμβάνεται στο απόσπασμα που
παρατίθεται στο σχολικό εγχειρίδιο: πρόκειται για την ανώτατη εκπαίδευση, δηλαδή τη μαθητεία κοντά σε
φιλοσόφους, σοφιστές και ρητοροδιδασκάλους.

Η 4η βαθμίδα εκπαίδευσης («Και όταν πια φύγουν… στην ευθεία.») αφορούσε την ενήλικη ζωή. Φορέας αγωγής ήταν
η πολιτεία, που στόχευε να μάθει τους πολίτες και τους άρχοντες να υπακούουν στους νόμους. Στους παραβάτες των
νόμων επιβάλλονταν κυρώσεις, που ονομάζονταν «εὐθῦναι».

 ΑΣΚΗΣΗ 10

Εκφώνηση

Ποια ήταν τα βασικά γνωρίσματα του εκπαιδευτικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας;

Απάντηση

α. η αγωγή των Αθηναίων πολιτών ήταν μια διαδικασία που διαρκούσε όλη τους τη ζωή. Επρόκειτο δηλαδή για μια διά
βίου μάθηση.

β. η εκπαίδευση είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και, επομένως, απευθυνόταν κυρίως στις εύπορες οικογένειες. Η
διδασκαλία γινόταν στο σπίτι του μαθητή ή του δασκάλου, ενώ το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν ήταν σαφώς
καθορισμένο από την πολιτεία αλλά εξαρτιόταν από το κριτήριο του δασκάλου ή της οικογένειας.
γ. το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ήταν κυρίως ηθοπλαστικό, αφού αποσκοπούσε στο να διαμορφωθούν ηθικά
ενάρετοι άνθρωποι. Αυτό υποδηλώνεται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, στην πρώτη βαθμίδα οι
φορείς αγωγής επιδίδονταν στη μετάδοση βασικών αρχών ηθικής συμπεριφοράς. Στη δεύτερη βαθμίδα, ο δάσκαλος
φρόντιζε περισσότερο για την «εὐκοσμία», την ευπρεπή δηλαδή συμπεριφορά των παιδιών, και λιγότερο για τη
μετάδοση γνώσεων. Η τρίτη απέβλεπε κυρίως στο αρμονικό δέσιμο της ψυχής και του σώματος. Τέλος, στην τελική
βαθμίδα, η υπακοή στους νόμους είχε ως στόχο να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, ώστε να αναπτυχθούν
μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι
οι νόμοι αναγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες και τοποθετούνταν σε δημόσιο χώρο, για να μπορούν να τους διαβάζουν
όλοι οι πολίτες.

 ΑΣΚΗΣΗ 11

Εκφώνηση

Ποιο είναι το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται;
Αξιολογήστε το.

Απάντηση

Αφού ο Πρωταγόρας μίλησε διεξοδικά για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και τις βαθμίδες που περιλαμβάνει,
καταλήγει στο λογικό επακόλουθο ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι δεν είναι
δυνατόν να μη διδάσκεται η πολιτική αρετή, εφόσον καταβάλλονται τόσες προσπάθειες από τους ανθρώπους
και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο για τη μετάδοσή της. Αν οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η αρετή δεν
διδάσκεται, θα ήταν μάταιο να το προσπαθούν μέσω της παιδείας.
Αν επιχειρούσαμε να αξιολογήσουμε το επιχείρημα του Πρωταγόρα, θα παρατηρούσαμε τα εξής:

α. Κάποιοι μελετητές θεωρούν πειστικό το συμπέρασμα του Πρωταγόρα, καθώς στηρίζεται σε πραγματικά
γεγονότα.
β. Άλλοι, πάλι, μελετητές το θεωρούν μη πειστικό για τους εξής λόγους:
• το συμπέρασμα διατυπώνεται και πάλι μέσω μιας ρητορικής ερώτησης, η απάντηση στην οποία θεωρείται
δεδομένη χωρίς να προσκομίζονται άλλα αποδεικτικά στοιχεία,

• ο Πρωταγόρας θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή γίνονται προσπάθειες να διδαχθεί και σε
ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο. Η θέση αυτή, όμως δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του
ζητουμένου).
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

• ΠΛΑΤΩΝΑΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Το υλικό από τα Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήµατα http://www.study4exams.gr/

σε αρχεία pdf ενωµένα µε το MergePDF http://www.pdfmerge.com/

Βασίλης Συµεωνίδης
http://users.sch.gr/symfo/
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ενότητα 11η (514a-515a) - Η αλληγορία του σπηλαίου

ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ «ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ» ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Ο αλληγορικός μύθος του σπηλαίου εκτείνεται από το 514 α έως το 517c της πλατωνικής Πολιτείας και πλαισιώνει την
αναλυτική παρουσίαση των φιλοσόφων – βασιλέων οι οποίοι κρίνονται ως οι πλέον ενδεδειγμένοι άρχοντες για τη
διακυβέρνηση της πόλης –κράτους. Το ζητούμενο της φιλοσοφικής αναζήτησης / συζήτησης είναι να δειχθεί ότι μόνο ο
σωστά πεπαιδευμένος, ο φιλόσοφος, είναι σε θέση να κυβερνήσει την πόλη με σύνεση αποβλέποντας στην ευδαιμονία
όλων. Ποιος όμως μπορεί να γίνει φιλόσοφος –βασιλιάς; Αυτός που διαθέτει «τη βέλτιστη φύση» και δέχεται την
άριστη παιδεία, απαντά ο Σωκράτης. Ακριβώς, η αλληγορία του σπηλαίου αναφέρεται στην επίδραση που ασκεί η
Παιδεία στην ανθρώπινη φύση και ειδικότερα στη διαμόρφωση του φιλοσόφου – άρχοντα και κατ’ επέκταση στην
ποιότητα της πολιτικής κοινωνίας. Ειδικότερα μπορούμε να σχηματοποιήσουμε την «αλληγορία του σπηλαίου» σε
πέντε φάσεις ως εξής:

Οι φάσεις του αλληγορικού μύθου του σπηλαίου → Οι βαθμίδες γνώσης του ανθρώπου

Α. 514a – 515c: Η εικόνα των αλυσοδεμένων στο βάθος → Δοξασία: το δεδομένο της αίσθησης και η
της σπηλιάς. Οι σκιές. απατηλότητά του.

Β. 515c–e: Απελευθέρωση του αλυσοδεμένου από τα → Πίστις: Το υποκείμενο εμπιστεύεται την αίσθηση.
δεσμά, ανοδική πορεία και θέαση της εντός σπηλιάς
πραγματικότητας στη λάμψη της τεχνητής φωτιάς. Η
Άνοδος του αλυσοδεμένου.

Γ. 515e – 515b: Έξοδος από τη σπηλιά και θέαση της → Διάνοια: Δυνατότητα λογικών διεργασιών με τη
εκτός σπηλιάς πραγματικότητας στο φως του Ήλιου. βοήθεια της εποπτείας.

Δ. 516b – d: Θέαση του ίδιου του Φωτός / Ήλιου. → Νόησις: Η διαλεκτική επιτρέπει την κατανόηση του
κόσμου στηριζόμενη στον καθαρό λόγο.

Ε. 516d – 517c: Ο άνθρωπος του φωτός και της σκιάς. Η → Γνώση και Πράξη: Η αναγκαιότητα της σύζευξής
Κάθοδος του «φωτισμένου» στη σπηλιά. τους για την πολιτική κοινωνία.

Στην ενότητα 11 (514a – 515a) του σχολικού εγχειριδίου ο Σωκράτης μάς καλεί να φανταστούμε μαζί με τον Γλαύκωνα
την εικόνα που ακολουθεί: Στο κάτω κάτω μέρος μιας υπόγειας σπηλιάς, δεσμώτες από την παιδική τους ακόμη ηλικία
δεν βλέπουν παρά μόνο σκιές που προβάλλονται στο βάθος πάνω στο τοίχωμα της σπηλιάς, καθώς είναι
ακινητοποιημένοι και έχουν στραμμένη την πλάτη τους προς την είσοδο της σπηλιάς, που βρίσκεται επάνω, στην
επιφάνεια της γης. Εκεί στο βάθος, πίσω και ψηλότερα από τους ακίνητους δεσμώτες καίει φωτιά. Ανάμεσα στους
δεσμώτες και τη φωτιά, σε δρόμο στον οποίο έχει χτιστεί ένα τοιχάκι, άνθρωποι κινούνται μεταφέροντας κάθε είδους
πράγματα, άλλοι μιλώντας και άλλοι όχι. Τις σκιές αυτών βλέπουν οι δεσμώτες και σε αυτές αποδίδουν και τις φωνές
που ακούν. Αυτή η εικόνα, λοιπόν, ο κόσμος του σπηλαίου είναι η απόδοση της πολιτικής κοινωνίας στην οποία οι
άνθρωποι ζουν στην άγνοια, στις προκαταλήψεις, στις ψευδαισθήσεις, στην αδικία και στην αναξιοκρατία. Αντίθετα, ο
κόσμος έξω από το σπήλαιο, φωτεινός και αληθινός, είναι η νοητή πραγματικότητα, ο νοητός κόσμος.
Ο «μύθος του σπηλαίου» ανήκει στις αλληγορίες, δηλαδή στους μύθους που παρουσιάζουν με μεταφορικό
παραστατικό τρόπο τις αφηρημένες έννοιες που έχουν ήδη αναλυθεί ή η ανάλυσή τους θα ακολουθήσει.
Ηαλληγορία δηλαδή είναι ένας εκφραστικός τρόπος, με τον οποίο ο συγγραφέας άλλα λέγει και άλλα εννοεί.
Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση, που χρησιμοποιεί σύμβολα. Η αλληγορία του σπηλαίου
αποδίδει παραστατικά
• την επίδραση που ασκεί η παιδεία στην ανθρώπινη φύση,
• την υποχρέωση που έχει ο ορθώς πεπαιδευμένος, δηλαδή ο φιλόσοφος, να φωτίσει τους συνανθρώπους του,
• την αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας και στον κόσμο της νόησης, τον
κόσμο των Ιδεών.

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Παρουσίαση της αλληγορίας του σπηλαίου

Το θέμα του μύθου: η Μετὰ ταῦτα δὴ, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ
φύση της παιδείας ἀπαιδευσίας.
και της απαιδευσίας.

Η αλληγορία του Ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν
σπηλαίου εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον,
Η απεικόνιση του
σπηλαίου

Οι δεσμώτες και οι ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς
σκιές εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν,

Η τεχνητή φωτιά φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς
καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς
θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα
δεικνύασιν.

Ο κόσμος της τεχνητής Ὁρῶ, ἔφη.


φωτιάς
Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα
τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα, οἷον
εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων.

Παραλληλισμός του Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.


κόσμου των δεσμωτών
με τον κόσμο της Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ.
πολιτικής κοινωνίας

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σωκράτης: Μετά από αυτά λοιπόν, είπα, παράστησε τη δική μας φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία με
μια τέτοια εικόνα. Φαντάσου, δηλαδή, μέσα σε μια υπόγεια κατοικία όμοια με σπηλιά, η οποία έχει την είσοδο ανοιχτή
προς το φως σε όλο το μάκρος της σπηλιάς, μέσα σ’ αυτή να βρίσκονται άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία δεμένοι
με δεσμά και στα πόδια και στον αυχένα, ώστε να μένουν καθηλωμένοι και να βλέπουν μόνο μπροστά τους, χωρίς να
μπορούν να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους λόγω των δεσμών τους. Ακόμη (φαντάσου) ένα φως από φωτιά να καίει γι’
αυτούς από ψηλά και μακριά και πίσω τους. Και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες να περνά ψηλά ένας δρόμος,
παράλληλα στον οποίο φαντάσου να έχει χτιστεί ένας μικρός τοίχος, όπως ακριβώς έχουν τοποθετηθεί από τους
ταχυδακτυλουργούς μπροστά τους τα παραπετάσματα, πάνω στα οποία δείχνουν τις ταχυδακτυλουργίες τους.

Γλαύκων: (Τα) φαντάζομαι, είπε.

Σωκράτης: Φαντάσου, λοιπόν, κατά μήκος αυτού του μικρού τοίχου ανθρώπους να μεταφέρουν κάθε είδους
αντικείμενα, που ξεπερνούν το ύψος του μικρού τοίχου, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα, κατασκευασμένα κι από
πέτρα κι από ξύλο και από κάθε είδους υλικά˙ όπως είναι φυσικό, (φαντάσου) άλλοι από αυτούς που περνούν
φορτωμένοι να μιλούν και άλλοι να σιωπούν.

Γλαύκων: Αλλόκοτη εικόνα περιγράφεις, είπε, και αλλόκοτους δεσμώτες.

Σωκράτης: Όμοιους με μας, είπα εγώ.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 114 - 115)

Πάθει = κατάσταση, εικόνα

φύσιν = ανθρώπινη φύση

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

εἶπον < ἔ-επ-ον < ἔ-Fεπ-ον. Το ρήμα λέγω έχει και τα εξής θέματα: λεγ-, και Fερ – πχ: Fερ – και με μετάθεση Fρε- > Fε -
Fρε – κα > Fε-Fρη-κα > εἴρηκα. π.χ: Fρε-θήσομαι με τροπή του -F- σε δασεία και έκταση του -ε- σε –η- > ῥηθήσομαι
π.χ: ἐ - Fρέ –θην με αφομοίωση του -F- σε ρ > ἐρρέθην και με έκταση του -ε- σε -η- ἐρρήθην:αδολέσχης, αναντίλεκτος,
αντιρρησίας, απόρρητος, γεωλόγος, έπος, λεκτικός, λέξη, λεξικό, λέσχη, λήμμα, λογάς, λογικός, λόγος, λογύδριο,
ορθοεπής, ρήμα, ρήση, ρήτορας, ρητός, ρήτρα, φιλόλογος.

ἀπείκασον < ἀπεικάζω, εἰκός (ρίζα Fικ- με πρόθεμα ε- > ἐFικ- > εἰκ- + κατά σε –άζω οδοντικόληκτα με χαρακτήρα δ-
και πρόσφυμα j- > εἰκάδ – j- ω > εἰκάζω): απεικόνιση, εικασία, εικαστικός, εικόνα, εικονίδιο, εικονικός, εικόνισμα,
εικονιστικός, εικονογράφημα, εικονογραφία, εικονογραφικός, εικονογράφος, εικονοκλασία, εικονοκλάστης,
εικονολάτρης, εικονολατρία, εικονολήπτης, εικονοσκόπιο, εικονοστάσι, εικονοτυπία, εικότως, επιεικής.

πάθει < πάσχω: αντιπάθεια, απάθεια, εμπαθής, ηδυπάθεια, πάθημα, πάθηση, παθητικός, παθογένεια, πάθος, πένθος,
συμπάθεια.

ἰδὲ < ἐ - Fιδ - ον. (Το ρήμα ὁρῶ έχει και τα εξής θέματα: Fορά-> ὁρά-π.χ: Fορά-ω και με δάσυνση του –F- > ὁράω Fε-
Fόρα-κα με δάσυνση του α΄ F και αποβολή του β΄ > ἑ-όρα-κα και με έκταση > ἑώρακα. ὀπ- π.χ: ὄπ – σομαι > ὄψομαι):
ανύποπτος, αόρατος, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, ιδεοληψία, κάτοπτρο, κάτοψη, μάτι, οπή, οπτικός, όραμα,
οραματιστής, όραση, ορατός, οφθαλμός, παντεπόπτης, πρόσοψη, ύποπτος.

καταγείῳ < κατὰ + γῆ: απόγειο, απογείωση, γαιάνθρακας, γαιοκτήμονας, γεωγραφία, γεωμετρία, γεώτρηση,
γεωτρύπανο, γηγενής, γήινος, γήλοφος, γήπεδο, ισόγειος, προσγείωση, υπέργειος, υπόγειος.

οἰκήσει < οἰκέω - ῶ < οἶκος: ιδιοκατοίκηση, κατοικία, οικείος, οίκημα, οικία, οικισμός, οικογένεια, οικονομία, οίκος,
οικόσιτος, οικότροφος, οικουμένη, πολυκατοικία, συγκατοίκηση.

ἀναπεπταμένην< ἀνὰ + πετάννυμι < πετασ + πρόσφυμα –νυ-+ κατάληξη –μι. Με αφομοίωση του -σ- σε -ν-
>πετάννυμι: καταπέτασμα, παραπέτασμα, πέταγμα, πέταλο, πεταλούδα, πέτασος, πεταχτός, πετεινός, πτερό,
πτέρυγα, πτήση, πτητικός, υψιπέτης.

ἐχούσῃ < ἔχω (θ. σεχ- και με συγκοπή σχ-. Από ίδιο θέμα με τη προσθήκη του προσφύματος -ε-, εκτεινόμενου σε -
η- μετά από κατάληξη που αρχίζει με σύμφωνο, σχηματίζεται ο θεματικός τύπος: σχή-. π.χ: ἔ-σχη-κα. Ο
μἐλλοντας δασύνεται, γιατί το αρχικό -σ- του θέματος τρέπεται σε δασεία, ήτοι: σεχ-σω > ἑχ-σω> ἕξω): ανακωχή,
ανοχή, αντοχή, άσχετος, ενοχή, έξη, εξής, ευεξία, καθεξής, κατοχικός, καχεκτικός, κληρούχος, μέτοχος, πάροχος,
πολιούχος, ραβδούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχολείο.

ὄντας < εἰμὶ (ρίζα εσ- + κατάληξη –μι με αφομοίωση του -σ- σε -μ- > ἐμ-μί, με απλοποίηση των δύο μ και
αντέκταση > εἰμί): απουσία, εξουσία, εσθλός, ετυμολογία, έτυμον, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν,
παρουσία, παρουσιαστικό.

μένειν < μένω (θ. μεν- και με μετάπτωση μον-. Ο μέλλοντας σχηματίζεται με: το πρόσφυμα -ε- > μενε-+ κατάληξη
–σω > μενέ-ω > μενῶ. Ο αόριστος ἔμεινα σχηματίζεται με τη συλλαβική αύξηση ἐ- και: το θέμα μεν- + -σα· το -σ-
αφομοιώνεται σε -ν-> ἔ-μεν-να· τα δύο -ν- απλοποιούνται σε ένα και αντεκτείνεται το -ε- σε -ει-.): ανυπόμονος,
διαμονή, διαμονητήριο, έμμονος, επίμονος, μονή, μόνιμος, μόνος, υπομονή.

περιάγειν < περὶ + ἄγω: αγωγή, αγωγός, αγώνας, άγημα, άξονας, απαγωγή, συναγωγή, διαγωγή, εισαγωγέας,
αρχηγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός, αγέλη, αγώγι, αγωγιάτης, αγώγιμος, ακτίνα, άμαξα, ανάγωγος, άξιος,
εισακτέος, επαγωγός, επείσακτος, ευαγής, καταγώγιο, παιδαγωγός, παρείσακτος, παρθεναγωγείο, πλοηγός,
συναξάρι, σύναξη, υδραγωγείο.

καόμενον < κάω (ρίζα: καF-ω, με αποβολή του -F-· επίσης με επένθεση του -j- και αποβολή του F-.>: καF-j-ω >
καίω): διακαής, έγκαυμα, καύμα, καύση, καυστήρας, καυστικός, καύσωνας, καυτός, καύτρα, καψάλισμα,
παλουκοκαύτης, πυρίκαυστος.

παρῳκοδομημένον < παρὰ + οἰκοδόμος < οἶκος + δέμω: ανοικοδόμηση, ανοικοδόμητος, δομή, δόμηση, δομικός,
οικοδόμημα, οικοδόμηση, οικοδομικός, οικοδόμος, πολεοδομία, πολεοδομικός, πολεοδόμος.

πρόκειται < πρόκειμαι (θ. κεῖ- και με μετάπτωση κοι-): αντικειμενικός, διακειμενικός, κατάκοιτος, κείμενο, κειμήλιο,
κοίτη, κοιτίδα, κοιτώνας, προκείμενο, υποκειμενικός.

δεικνύασιν < δείκνυμι: αναπόδεικτος, αποδεικτικός, απόδειξη, δείγμα, δειγματοληψία, δειγματολόγιο, δείκτης,
δεικτικός, ενδεικτικός, ένδειξη, επιδεικτικός, επίδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα,
υποδειγματικός, υπόδειξη.

ἔφη < φημὶ (θ. φη-, και φᾱ-· με ετεροίωση φω-): άφατος, προφήτης, φήμη, φωνή.

φέροντας < φέρω (θ. φέρ- και με μετάπτωση φορ-, φαρ-, φωρ-· με συγκοπή φρ-· οἴ- (δάνειο), ἐνεκ-· με ετεροίωσηἐνοκ-
και συνεσταλμένα ἐνκ-/ἐγκ-): αμφορέας, ασθενοφόρο, αυτόφωρος, διάφορος, διένεξη, διηνεκής, κατάφωρος,
μαρσιποφόρο, μεταφορέας, μεταφορικός, οισοφάγος, παράφορος, πολύφερνος, φαρέτρα, φερέγγυος, φέρετρο, φερτός,
φορά, φορέας, φορείο, φόρεμα, φόρος, φόρτος, φωριαμός.

εἰργασμένα < ἐργάζομαι (θ. Fεργ + πρόσφυμα –j + κατάληξη -ομαι): άεργος, ακατέργαστος, άνεργος, εργαλείο,
εργασία, εργάσιμος, εργαστήριο, εργάτης, εργατικός, έργο.

φθεγγομένους < φθέγγομαι (< θ. φθέγ- + πρόσφυμα -j- που αφομοιώθηκε σε -γ + κατάληξη -ομαι· από το θέμαφθέγ-
προέρχεται το μετά από ετεροίωση θέμα φθογ-): απόφθεγμα, άφθογγος, δίφθογγος, φθογγικός, φθογγόγραμμα,
φθογγολογία, φθογγολογικός, φθόγγος, φθογγόσημα.

σιγῶντας < σιγὴ < σFιγὰ (ηχοποίητη λέξη): σιγά, σιγαλιά, σιγανοπαπαδιά, σιγανός, σιγαστήρας, σιγή.

ὁμοίους < ὅμοιος και ὁμοῖος-α-ον < ὁμός: ανόμοιος, εξομοίωση, ομοβροντία, ομογένεια, ομογενής, ομόγλωσσος,
ομογραφία, ομοδικία, ομόδοξος, ομοεθνής, ομοειδής, ομόζυγος, ομόηχος, ομόθρησκος, ομοθυμαδόν, ομοιογένεια,
ομοιογενής, ομοιοκατάληκτος, ομοιομερής, ομοιόμορφος, ομοιοπαθής, ομοιοπαθητικός, ομοιόσταση, ομοιόσχημος,
ομοιοτέλευτος, ομοιότητα, ομοιότροπος, ομοιότυπος, ομοιοχρωμία, ομοίωμα, ομοκεντρικός, ομόκεντρος, ομολογητής,
ομόλογος, ομομήτριος, ομόνοια, ομοούσιος, ομοπάτριος, όμορος, ομόρριζος, ομόρρυθμος, ομότιμος, παρόμοιος,
παρομοίως.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Αρχικά, παρουσιάζεται το θέμα του μύθου που είναι η φύση της παιδείας και της απαιδευσίας και στη συνέχεια δίνεται
η φανταστική κατασκευή του μύθου του σπηλαίου. Σύμφωνα μ’ αυτόν, μέσα σ’ ένα σπήλαιο ζουν από παιδιά
άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και στον λαιμό, έτσι ώστε να μένουν ακίνητοι και να κοιτούν μόνο μπροστά. Μέσα
στη σπηλιά, αλλά ψηλότερα από τους αλυσοδεμένους και πίσω τους καίει μια φωτιά. Μεταξύ της φωτιάς και των
δεσμωτών υπάρχει δρόμος, παράλληλα στον οποίο είναι χτισμένος ένας μικρός τοίχος. Πίσω από αυτόν κινούνται
άνθρωποι φορτωμένοι με διάφορα αντικείμενα, που προεξέχουν από τον τοίχο. Στο τέλος του κειμένου, ο Σωκράτης
παραλληλίζει τον κόσμο των δεσμωτών με τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία.

Θεματική οργάνωση της ενότητας

Α) «Μετὰ ταῦτα δὴ, … καὶ ἀπαιδευσίας.» Το θέμα του μύθου: Ο άνθρωπος της παιδείας και της απαιδευσίας
Β) «Ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους… τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων.» Η εικόνα των δεσμωτών στο βάθος της σπηλιάς
Γ) «Ἄτοπον, ἔφη… ἦν δ’ ἐγώ.» Τα πρώτα σχόλια στον μύθο

Ερμηνευτικά σχόλια

Α) «Μετὰ ταῦτα δὴ, … καὶ ἀπαιδευσίας.» ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΑΠΑΙΔΕΥΣΙΑΣ

1. «Μετὰ ταῦτα δὴ, εἶπον»

Η φράση αυτή υποδηλώνει ότι ο Σωκράτης αναδιηγείται σε κάποιον φίλο του τι είπε στον Γλαύκωνα και στους
άλλους συνομιλητές του την προηγούμενη μέρα στο σπίτι του Κέφαλου και συγχρόνως ότι συνεχίζεται η
συζήτηση που είχε ξεκινήσει σχετικά με τη λειτουργία της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της ιδεώδους πολιτείας. Ήδη
έχει γίνει λόγος για τους φύλακες, τους άρχοντες, τις γυναίκες, τα παιδιά. Στο 473 d της Πολιτείας η συζήτηση
στράφηκε στους φιλοσόφους, που αποτελούν τα μοναδικά πρόσωπα που μπορούν να σώσουν την πολιτεία, αν
γίνουν άρχοντες ή αν οι άρχοντες γίνουν φιλόσοφοι. Εδώ, στον μύθο του σπηλαίου, διευκρινίζεται η «έσχατη και
ανώτερη γνώση» που κρίνεται αναγκαία για τον φιλόσοφο –άρχοντα της ιδανικής πολιτείας.

2. «ἀπείκασον»

Με το ρήμα «ἀπείκασον» ο Σωκράτης μάς εισάγει στην παρομοίωση ή μεταφορά του σπηλαίου: παρομοιάζει τον
κόσμο με σπηλιά και τους ανθρώπους με δεσμώτες. Όταν, όμως, η παρομοίωση ή η μεταφορά δεν περιορίζεται σε
μια έννοια ή φράση, αλλά εκτείνεται σε μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου ή σε μια ενότητα ή και σε ολόκληρο το
έργο, όπως συμβαίνει στη δική μας περίπτωση, τότε ονομάζεται αλληγορία. Η αλληγορία, επομένως, είναι ένας
εκφραστικός τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας άλλα λέει και άλλα εννοεί. Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή
μεταφορά ή παρομοίωση. Ο Πλάτωνας τη χρησιμοποιεί για να κάνει πιο κατανοητές δύσκολες φιλοσοφικές
έννοιες και για να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, ο εκφραστικός αυτός τρόπος
τού είναι χρήσιμος, όταν θέλει να θεμελιώσει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή για να
ενισχύσει τη διαλεκτική. Η αξία της είναι διδακτική και όχι αποδεικτική. Επίσης, η αλληγορία είναι ένας
αναλογικός συλλογισμός τον οποίο ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί για να δείξει πώς βλέπει τον κόσμο και όχι για να
αιτιολογήσει την κατάσταση του κόσμου.

3. «τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας.»

Παρουσιάζοντας ο Σωκράτης το θέμα του μύθου συνδέει οργανικά τη δίκαιη πόλη με την παιδεία. Η αφετηρία
του προβληματισμού για τη σχέση αυτή βρίσκεται στη φράση «ἐὰν μὴ ... ἤ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύωσιν ἐν ταῖς
πόλεσιν ἤ οἱ βασιλῆς τε νῦν λεγόμενοι καὶ δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καὶ ἱκανῶς καὶ τοῦτο εἰς ταὐτὸν
συμπέσῃ, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία…» (Πολιτεία, 473d). Σύμφωνα με αυτή τη φράση η μεταβολή προς
το αγαθό στην πόλη είναι επιτεύξιμη, μόνο αν οι φιλόσοφοι γίνουν άρχοντες ή οι άρχοντες φιλόσοφοι. Στον μύθο
παρακολουθούμε την πορεία διαμόρφωσης του φιλοσόφου – άρχοντα και διευκρινίζεται η ουσία του «φωτός» που
προϋποτίθεται για να χρησθεί κάποιος φιλόσοφος - άρχοντας.

Για την καλύτερη κατανόηση κρίνουμε ορθό να αναφέρουμε σύντομα τις έννοιες της Ιδέας/του Είδους και του
ειδώλου/αντιγράφου στον Πλάτωνα, όπως επίσης και τους βαθμούς πραγματικότητας και την αντιστοιχία τους
με τη γραμμή της γνώσης, που βρίσκουμε στην πλατωνική Πολιτεία, και των οποίων αλληγορική απόδοση
αποτελεί ο «μύθος του σπηλαίου».

Οι Ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, είναι νοητές, αιώνιες, άυλες, άφθαρτες, αμετάβλητες, αυθύπαρκτες, υπερβατικές
οντότητες που αφορούν το «ὄν ὄντως», το «εἶναι του κόσμου», και αποτελούν, ούτως ειπείν, τα πρότυπα των
αισθητών αντικειμένων (είδωλα, έκτυπα) που είναι χρονικά πεπερασμένα, φθαρτά, μεταβλητά κ.τ.λ. και
αφορούν το γίγνεσθαι του κόσμου. Ανώτερη Ιδέα από όλες είναι η Ιδέα του αγαθού, η οποία θεωρείται η
πραγματική αιτία της ύπαρξης και δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο της γνώσης να
συλλάβει τα νοητά όντα. Η Ιδέα του αγαθού συγκρίνεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα με τον ήλιο που από τη μια
επιτρέπει τη γέννηση των πραγμάτων στον αισθητό κόσμο και από την άλλη μας επιτρέπει να τα βλέπουμε
χάρη στο φως του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον πλατωνικό δυϊσμό υπάρχουν ο νοητός κόσμος, ανώτερος και «πρότυπος», και
οαισθητός κόσμος, κατώτερος και αντίγραφο του πρώτου. Κάθε κόσμος από τους δύο διαιρείται εκ νέου σε δύο
μέρη, ανώτερο και κατώτερο. Έτσι, ο αισθητός κόσμος περιλαμβάνει το κατώτερο ποιοτικά είδος αισθητών
πραγμάτων που αντιστοιχεί στις σκιές, και το ανώτερο ορατό που αντιστοιχεί στα «μᾶλλον ὄντα», δηλαδή στα
φυσικά αντικείμενα, στα αισθητά όντα, «στα γύρω μας ζώα και όσα παράγει η φύση και κατασκευάζει ο
άνθρωπος (εδώ θα τοποθετούσαμε τους ανθρώπους τους φέροντας ανδριάντας κ.τ.λ. υπό το φως της τεχνητής
φωτιάς). Ο νοητός κόσμος, με τη σειρά του, διαιρείται σε δύο μέρη, στο κατώτερο νοητό, στο οποίο αντιστοιχούν
οι νοητικές μορφές που μετέχουν περισσότερο στις Ιδέες και λιγότερο στα αισθητά όντα (π.χ. τα ιδανικά
σχήματα και σώματα της γεωμετρίας), και στο ανώτερο νοητό που αναφέρεται στις Ιδέεςκαι στην ανώτερη όλων,
στην Ιδέα του αγαθού.

Σε αυτό το οντολογικό σχήμα συνάπτεται η πλατωνική γραμμή της γνώσης, η οποία επίσης διαιρείται σε δύο
μέρη με χαρακτηριστικό κριτήριο την πηγή της γνώσης:

1) Το κατώτερο μέρος της πλατωνικής γραμμής της γνώσης αφορά τη «Δόξα» και αντιστοιχεί στον αισθητό
κόσμο με κυρίαρχη πηγή γνώσης την αίσθηση. Διαιρείται η «Δόξα» σε δύο αναβαθμούς γνώσης, κατώτερο και
ανώτερο, την εικασία που στοιχείται με τις σκιές και ισοδυναμεί με την εμπιστοσύνη του ανθρώπου
στοδεδομένο της αίσθησης, και την πίστιν που στοιχείται με τα «μᾶλλον ὄντα» και ισοδυναμεί με την
εμπιστοσύνη του ανθρώπου στην ίδια την αίσθηση και όχι πια στο δεδομένο της αίσθησης.
2) Το ανώτερο μέρος της πλατωνικής γραμμής της γνώσης αφορά τη «Νόησιν» και αντιστοιχεί στον νοητό κόσμο
με κυρίαρχη πηγή γνώσης τη νόηση / το λογικό. Η «Νόησις διαιρείται και αυτή σε δύο αναβαθμούς γνώσης,
κατώτερο και ανώτερο, τη διάνοια που στοιχείται με τις νοητές μορφές και ισοδυναμεί με τις ενέργειες του
λογικού, οι οποίες στηρίζονται σε ορατές μορφές (π.χ. η γεωμετρία), και τη νόηση ή επιστήμηπου στοιχείται με
τις Ιδέες και την Ιδέα του αγαθού και ισοδυναμεί με τη σύλληψη του απόλυτου όντος με τη διαλεκτική / νόηση.
Η παραπάνω σύντομη παρουσίαση μπορεί να αισθητοποιηθεί ως εξής:

B) «Ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους… τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων.» Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΔΕΣΜΩΤΩΝ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ
ΣΠΗΛΙΑΣ

1. Ο πυρήνας της εικόνας του σπηλαίου ανάγεται ίσως στους Ορφικούς (σπέος ἠεροειδές) και στον Εμπεδοκλή
(ἂντρον ὑπόστεγον). Αναλογίες, ωστόσο, υπάρχουν και με τους στίχους από τον Προμηθέα Δεσμώτη του
Αισχύλου, όπου περιγράφεται η ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων μέσα στις σπηλιές (στ. 450-3)

«κοὔτε πλινθυφεῖς τε
δόμους προσείλους ἦσαν, οὐ ξυλουργίαν,
κατώρυχες δ' ἔναιον ὥστ' ἀήσυροι
μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις»

Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι στη φαντασία του φιλοσόφου είχε αγκιστρωθεί η εντύπωση που του
προξένησε η σπηλιά στη Βάρη της Αττικής. Πάντως φαίνεται ότι η παρομοίωση στο σύνολό της και στις
λεπτομέρειες είναι επίνοια του Πλάτωνα.

Εικαστική απόδοση του κόσμου μέσα στη σπηλιά:


2. Οι συμβολισμοί της αλληγορίας του σπηλαίου

Στην παραστατική εικόνα των αλυσοδεμένων μέσα στην υπόγεια σπηλιά, παρουσιάζεται ο άνθρωπος της δόξας,
της πλάνης, του περιορισμένου οπτικού πεδίου, της εξαναγκασμένης όρασης. Ο άνθρωπος, που εκλαμβάνει ως
κάτι πραγματικό τη θέα της σκιάς των πραγμάτων, αγνοεί την αλήθεια και είναι ανίκανος για ουσιαστική
βοήθεια προς το σύνολο. Η εικόνα των αλυσοδεμένων αισθητοποιεί τον άνθρωπο της εικασίας, της δόξας, τον
δέσμιο της πλάνης. Αυτός ο άνθρωπος μόνο κακό μπορεί να προκαλέσει, αφού αδυνατεί να υπηρετήσει τόσο το
ιδιωτικό όσο και το δημόσιο καλό. Συγκεκριμένα, στην 11η ενότητα εντοπίζονται οι εξής συμβολισμοί:
• Η σπηλιά: είναι η αισθητή πραγματικότητα, η πολιτική κοινωνία, στην οποία δεν κυβερνούν οι
πεπαιδευμένοι, οι φιλόσοφοι.

• Οι δεσμώτες: είναι οι άνθρωποι που ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και θεωρούν ότι οι σκιές είναι τα
πραγματικά όντα.

• Οι σκιές – οι ήχοι: είναι τα δεδομένα της αίσθησης που οι αλυσοδεμένοι εκλαμβάνουν ως αληθινή
πραγματικότητα. Πιστεύουν πως η μόνη πραγματικότητα είναι ό,τι βλέπουν ή ακούν, ό,τι τους δίνει η
αίσθηση. Η στάση τους για την πραγματικότητα μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «αφελής εμπειρισμός» και
η γνωστική τους κατάσταση με τον όρο «εικασία». Οι ήχοι που συνδέονται με τις σκιές αφορούν το
δεδομένο της αίσθησης το οποίο και εμπιστεύεται το υποκείμενο έχοντας τη χαμηλότερη ποιότητα γνώσης
(εικασία). Έτσι και σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο (σελ. 116, παραπομπή «φθεγγομένους»), οι δεσμώτες
συνδέουν τους ήχους με τις σκιές που βλέπουν και πιστεύουν ότι παραγωγοί των ήχων είναι οι σκιές.

• Οι αλυσίδες: είναι οι αισθήσεις που μας κρατούν δέσμιους και δεν μας αφήνουν να αντιληφθούμε την
πραγματικότητα με τη βοήθεια της λογικής και υπό το φως του ορθού λόγου. Αν το εξετάσουμε σ’ ένα
ευρύτερο πλαίσιο, οι αλυσίδες μπορούν να παρομοιαστούν με τα εμπόδια που συναντάμε στη ζωή μας, με
την προσήλωσή μας στα υλικά αγαθά που μας κρατούν μακριά από τη θέαση του αγαθού.

• Η τεχνητή φωτιά: πρόκειται για την αίσθηση, την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ως πηγή γνώσης,
δηλαδή τη δυνατότητα που δίνει η αίσθηση στον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η φωτιά που
καίει μέσα στη σπηλιά αποτελεί την πηγή του τεχνητού φωτός, από το οποίο φωτίζονται τα αντικείμενα
μέσα στη σπηλιά και δημιουργούνται και οι σκιές. Έτσι, η φωτιά αυτή συμβολίζει την αίσθηση ως πηγή
γνώσης.
Επιπλέον, αναφορικά με την πορεία του ανθρώπου από τον αισθητό στον νοητό κόσμο, γίνεται αντιληπτό
ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της «πίστεως», στο στάδιο δηλαδή κατά το οποίο οι απελευθερωμένοι
δεσμώτες βλέπουν κάτι διαφορετικό από τις σκιές που μέχρι τώρα αντίκριζαν. Είναι η πρώτη
συνειδητοποίηση ότι αυτά που έβλεπαν μέχρι τώρα δεν ήταν τα αληθινά όντα. Βέβαια, δεν έχουν φτάσει
ακόμη στην απόλυτη θέαση του Αγαθού. Αυτό θα γίνει, όταν καταφέρουν να βγουν έξω από τη σπηλιά,
στο φως του ήλιου και της γνώσης (αληθινό φως).

• Οι άνθρωποι που βρίσκονται ανάμεσα στη τεχνητή φωτιά και στους δεσμώτες - τα αντικείμενα που
μεταφέρουν – οι ήχοι: πρόκειται για εικόνες φυσικών αντικειμένων που προέρχονται από τοανώτερο
ορατόν. Δεν πρόκειται δηλαδή για τις σκιές, αλλά για τα αισθητά αντικείμενα στα οποία οφείλονται οι
σκιές, και φωτίζονται από το τεχνητό φως της φωτιάς. Ο άνθρωπος αυτά τα συλλαμβάνει με την αίσθηση,
είναι «πρὸς μᾶλλον ὄντα τετραμμένος» και βρίσκεται στη γνωστική κατάσταση της «πίστεως». Ό,τι
υπάρχει στη σπηλιά (με την εξαίρεση των φερόντων και των ίδιων των δεσμωτών) είτε είναι σκεύη είτε
σκιές, θα πρέπει να θεωρηθούν λιγότερο φωτεινά και αληθή από τα ορατά που βρίσκονται εκτός σπηλιάς.
Οι ήχοι που συνδέονται με τους φέροντας τα διάφορα αντικείμενα αφορούν την εμπιστοσύνη του
υποκειμένου στην ίδια την αίσθηση και όχι πια στο δεδομένο της (πίστις). Από την άποψη αυτή ο ήχος
συνδέεται με τον φυσικό παραγωγό της και όχι με τη σκιά του.
Επομένως, για να συνοψίσουμε, καταλήγουμε ότι αυτοί που μεταφέρουν τα αντικείμενα, τα ίδια τα
αντικείμενα, οι ήχοι και η φωτιά αφενός βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, αφετέρου συμβολίζουν τα
«μᾶλλον ὄντα», που για να τα γνωρίσουν οι δεσμώτες έπρεπε να απελευθερωθούν και να αρχίσουν την
«ανάβαση» εντός σπηλιάς, αφήνοντας πίσω τους τις εικασίες, και τον σκιώδη κόσμο (σκιές) που αυτοί
έβλεπαν (και άκουγαν). Βρισκόμαστε δηλαδή από γνωσιολογική άποψη στο επίπεδο της πίστης, που
σημαίνει ότι ο άνθρωπος εμπιστεύεται την ίδια την αίσθηση (φωτιά) και όχι το δεδομένο της (σκιά). Έτσι, η
πίστις είναι γνώση ανώτερη από την εικασία, αλλά και οι δύο, εικασία και πίστις, αντιστοιχούν στον
αισθητό κόσμο και στη δόξα, δηλαδή στην αισθητηριακή γνώση, η οποία είναι μεταβαλλόμενη και
ασταθής και άρα όχι αληθινή.

• Ο φωτεινός κόσμος: είναι ο κόσμος που βρίσκεται έξω από τη σπηλιά και συμβολίζει τον κόσμο των
ιδεών, την αληθινή πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή μόνο με τη νόησης.

• Ο ήλιος ως πηγή φωτός: είναι η ύψιστη Ιδέα του Αγαθού.

• Η πορεία από το σπήλαιο προς την έξοδο: συμβολίζει την πορεία του δεσμώτη από την άγνοια προς τη
γνώση, την απελευθέρωσή του, που σκοπό έχει την κατάκτηση της γνώσης και της αλήθειας με τη νόηση
και την παιδεία και, επομένως, τη μεταστροφή του σε φιλόσοφο-βασιλέα. Έτσι, ο αισθητός κόσμος η
εικασία και η δόξα αντιστοιχούν στον κόσμο εντός της σπηλιάς κατά ανιούσα πορεία, από τον χαμηλότερο
και σκοτεινότερο χώρο προς τον υψηλότερο και φωτεινότερο, εντός σπηλιάς. Από την άλλη, ο πνευματικός
κόσμος, η διάνοια και η νόηση αντιστοιχούν στον κόσμο έξω από τη σπηλιά κατά ανιούσα πορεία πάλι,
δηλαδή από τον φωτεινό χώρο στην πηγή του φωτός (Ιδέα του Αγαθού). Έχοντας αποκτήσει ο άνθρωπος
αυτά τα γνωστικά και κατά συνέπεια και ηθικά εφόδια θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο έργο της
διακυβέρνησης της πολιτείας, που είναι και το ζητούμενο.
Συνοπτικά, για να κατακτήσει κανείς τη γνώση χρειάζεται σταδιακά να αποδεσμεύεται από την κυριαρχία
της αίσθησης και να κατακτήσει τη νόηση, να πορευτεί δηλαδή από τον αισθητό κόσμο στον νοητό.
Ειδικότερα, η πορεία της γνώσης έχει ως εξής:

Αισθητός κόσμος:
α. ο κόσμος της δόξας (= γνώμης) ή της εικασίας: οι δεσμώτες βλέπουν τις σκιές των πραγμάτων,
εμπιστεύονται ό,τι αισθάνονται.
β. η πίστη: ο απελευθερωμένος δεσμώτης αντικρίζει για πρώτη φορά τα αισθητά πράγματα (αυτά που
μεταφέρουν οι άνθρωποι κατά μήκος του τοίχου) και τη φωτιά χάρη στην οποία «βλέπει» τον κόσμο της
σπηλιάς. Συνειδητοποιεί πως διαθέτει αισθήσεις, στις οποίες οφείλεται η αντίληψή του για τον κόσμο.

Νοητός κόσμος:
α. διάνοια: ο απελευθερωμένος δεσμώτης αντικρίζει την εξωτερική πραγματικότητα, τον νοητό κόσμο, τις
Ιδέες, τα «ὄντα ὄντως».
β. νόηση: ο απελευθερωμένος δεσμώτης ατενίζει τον ίδιο τον ήλιο, την πηγή του φωτός, δηλαδή φτάνει
στη θέαση της Ιδέας του Αγαθού («… ο Πλάτωνας την ιδέα του αγαθού σαν πηγή της πνευματικής
ύπαρξης, που δίνει στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στον άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο της
γνώσης τη δυνατότητα να τα συλλάβει, τη συγκρίνει με τον ήλιο, που επιτρέπει στα πράγματα να
γεννιούνται μέσα στον ορατό κόσμο, μας δημιουργεί όμως χάρη στο φως την προϋπόθεση με την οποία τα
βλέπουμε.» A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη, 1964 σελ. 736-737).

3. ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς

Ο Πλάτωνας φαίνεται ότι έχει υπόψη του παραστάσεις θεάτρου σκιών ή νευροσπαστών (νευροσπάστης, - ου:αυτός
που κινεί με χορδές ή λεπτούς σπάγγους ομοιώματα κούκλες. Τα ομοιώματα αυτά λέγονταννευρόσπαστα ή
πλαγγόνες).
Ο Πλάτωνας παρομοιάζει τον μικρό τοίχο που είναι παράλληλα χτισμένος με τον δρόμο με το διαχωριστικό
διάφραγμα των «θαυματοποιών», εκείνων, δηλαδή, που δίνουν παραστάσεις παρουσιάζοντας διάφορες
ταχυδακτυλουργίες. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο λειτουργεί αυτός ο τοίχος και οι μορφές, οι σκιές των οποίων
προβάλλονται μέσα στη σπηλιά, παραπέμπει σε κάτι ανάλογο του θεάτρου σκιών. Κάτι αντίστοιχο, ένα
κουκλοθέατρο με μαριονέτες, παρουσιάζεται και από τον Αριστοτέλη. Προφανώς, λοιπόν, το κοινό της εποχής
ήταν συνηθισμένο σε τέτοιου είδους παραστάσεις.

Γ) «Ἄτοπον, ἔφη… ἦν δ’ ἐγώ.» ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ

Η αφήγηση διακόπτεται με διπλό σχόλιο:


α) αξιολογικό σχόλιο του Γλαύκωνα: «Ἄτοπον εἰκόνα … καὶ δεσμώτας ἀτόπους» με το οποίο εκφράζει την έκπληξή του
και συγκρατημένη επιφύλαξη για όσα διατυπώνει ο Σωκράτης (με την επανάληψη της λέξης «άτοπον»).
β) επεξηγηματικό σχόλιο του Σωκράτη με το οποίο αποκαλύπτει τον συμβολισμό των δεσμωτών, διευκολύνει τους
συνομιλητές του να τον καταλάβουν, ανανεώνει το ενδιαφέρον τους για τη συνέχεια και αποφεύγει τη μονοτονία.
Ο Σωκράτης με το σχόλιο «Ὁμοίους ἡμῖν» παραλληλίζει τους δεσμώτες με τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία και τον
κόσμο του σπηλαίου με τον αισθητό κόσμο. Στην πολιτική κοινωνία η αδικία και η αναξιοκρατία κυριαρχούν, οι
δημαγωγοί ασκούν την εξουσία και όχι οι φιλόσοφοι. Οι άνθρωποι ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας, δέσμιοι των
παθών τους, των προκαταλήψεων και των ψευδαισθήσεών τους μακριά από την αλήθεια. Έτσι, έμμεσα εισάγεται το
θέμα που θα αναπτυχθεί στην επόμενη ενότητα: το χρέος του απελευθερωμένου δεσμώτη, δηλαδή του φιλοσόφου,
που κατάφερε να θεαθεί την Ιδέα του αγαθού, να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να οδηγήσει προς την έξοδο και τους
υπόλοιπους δεσμώτες.

ΓΛΩΣΣΑ - ΥΦΟΣ

Η γλώσσα του κειμένου είναι ποιητική και το ύφος γλαφυρό. Το λεξιλόγιο του Πλάτωνα δεν είναι τυπικά φιλοσοφικό
και χαρακτηρίζεται από τη φειδωλή χρήση τεχνικών όρων. Αντίθετα εντυπωσιάζει με την ψευδαίσθηση του
καθημερινού λόγου των μορφωμένων που πετυχαίνει στους διαλόγους, με τη χρήση περιφράσεων, μεταφορών και
κυρίως παρομοιώσεων που καθιστούν τον λόγο του ποιητικό. Γενικά, ο πλούτος του λεξιλογίου και η απουσία
συστηματικής χρήσης φιλοσοφικής ορολογίας αποτελούν υφολογικά πλεονεκτήματα που καθιστούν την ανάγνωση
του πλατωνικού κειμένου προσιτή και ελκυστική. Ενδεικτικά παραδείγματα:
• Η χρήση των επιθέτων «κατάγειος», «σπηλαιώδης», όπως και η χρήση σύνθετων ρημάτων και ρηματικών τύπων
(«καταμένειν», «περιάγειν», «παρῳκοδομημένον», «ὑπερέχοντα», «παραφερόντων») προσδίδουν ακρίβεια και
λεπτομέρεια στην περιγραφή του σπηλαίου.

• Οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά.

• Πολυσύνδετο σχήμα:
«ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας»
«ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν»
«σκεύη τε παντοδαπὰ … καὶ ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα»

Εκφραστικά μέσα
• Αλληγορία: όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η αλληγορία είναι ένας εκφραστικός τρόπος, με τον οποίο ο
συγγραφέας άλλα λέει και άλλα εννοεί. Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση. Ο Πλάτωνας
τη χρησιμοποιεί για να κάνει πιο κατανοητές δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες και για να κερδίσει την προσοχή και
το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, ο εκφραστικός αυτός τρόπος τού είναι χρήσιμος, όταν θέλει να
θεμελιώσει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή για να ενισχύσει τη διαλεκτική.

• Διάλογος: χάρη σ’ αυτόν η περιγραφή του σπηλαίου δεν γίνεται μονότονη, αλλά αποκτά ζωντάνια και
παραστατικότητα.

• Χρήση β’ ενικού προσώπου: η χρήση β’ ενικού προσώπου («ἀπείκασον», «ἰδὲ», «ὅρα») συνδέεται με τον διάλογο
και προσδίδει στην περιγραφή αμεσότητα.

• Εικόνες: η περιγραφή του σπηλαίου δίνεται με πληθώρα οπτικο-ακουστικών και κινητικών εικόνων. Ειδικότερα,
μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα:
α. οπτικές εικόνες: η περιγραφή της σπηλιάς («καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει»), οι ακινητοποιημένοι δεσμώτες
(«ἐν δεσμοῖς … ἀδυνάτους περιάγειν»), η παρουσίαση της φωτιάς που καίει στο πίσω μέρος («φῶς δὲ … αὐτῶν»)
και του τοίχου («μεταξὺ δὲ … δεικνύασιν»).
β. κινητική εικόνα: η παρουσίαση των ανθρώπων οι οποίοι κινούνται στον δρόμο («ὅρα τοίνυν … εἰργασμένα»).
γ. ακουστική εικόνα: οι ομιλίες των ανθρώπων που ακούγονται κατά το πέρασμά τους («οἷον …
παραφερόντων»).
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ενότητα 11η (514a-515a) - Η αλληγορία του σπηλαίου

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Με αφορμή την πλατωνική αλληγορία για τη σπηλιά σχολιάστε τα ακόλουθα δυο ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη
(Ποιήματα Α’, σελ. 105-6).

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία –
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

ΤΕΙΧΗ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.


Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη˙

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.


Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.


Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 116)

Απάντηση

Τα ποιήματα του Κ. Καβάφη Τα Παράθυρα και τα Τείχη χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον ποιητή ως αλληγορικά. Και
στα δύο ποιήματα η αισθητοποίηση της απελπισίας του ποιητικού υποκειμένου γίνεται με το εφιαλτικά περιορισμένο
οπτικό πεδίο του υποκειμένου ή με την απόρριψη της υποτιθέμενης λύσης. Και στα δύο ποιήματα το ποιητικό
υποκείμενο βρίσκεται σε θέση ανάλογη με αυτή των δεσμωτών μέσα στη σπηλιά.

Ειδικότερα, το αντιθετικό ζεύγος σκοτάδι - φως, με συνδηλώσεις τα ζεύγη άγνοια - γνώση και περιορισμός – ελευθερία
κυριαρχεί στα ποιήματα όπως και στην πλατωνική αλληγορία. Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα Τα παράθυρα έχουμε να
παρατηρήσουμε τα εξής: οι σκοτεινές κάμαρες μπορούν να παραλληλιστούν με τη σπηλιά στην οποία ζουν οι
δεσμώτες. Τα παράθυρα μοιάζουν με την έξοδο της σπηλιάς προς το φως. Βέβαια, στο ποίημα του Καβάφη τα
παράθυρα δεν υπάρχουν, αλλά τα αναζητά ο ποιητής. Στη σπηλιά οι δεσμώτες έχουν τη διέξοδο προς το φως, αλλά
την αγνοούν ή θεωρούν το φως μια νέα τυραννία. Το σκοτάδι είναι τυραννικό και βολικό, ενώ το φως είναι τυραννικό,
ακριβώς γιατί είναι αποκαλυπτικό για το υποκείμενο. Η γνωστική αποκάλυψη για την καβαφική αίσθηση δεν λύνει το
αδιέξοδο της ύπαρξης, απλώς το μεταθέτει. Τελικά, βέβαια, ούτε ο ποιητής ούτε οι δεσμώτες θέλουν να βγουν στον
έξω κόσμο, επειδή φοβούνται να αντιμετωπίσουν το άγνωστο («Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι
καινούρια πράγματα θα δείξει.»).

Απ’ την άλλη, στο ποίημα Τείχη είναι διάχυτη η ατμόσφαιρα του εγκλεισμού, όπως και μέσα στο σπήλαιο. Αόριστοι
και ανεπαίσθητοι κτίστες γίνονται οικοδόμοι της φυλακής. Εάν, μάλιστα, θεωρήσουμε την απομόνωση γνωστική, τότε
βρισκόμαστε κοντά στην πλατωνική εικόνα του αλυσοδεμένου. Με τους στίχους «Αλλά δεν άκουσα … τον κόσμον
έξω» ο ποιητής επιρρίπτει ευθύνες και στον εαυτό του για τον εγκλεισμό του μέσα στα τείχη, όπως και στον μύθο η
κατάκτηση της γνώσης και η ηθική τελείωση του ανθρώπου είναι προϊόν της προσωπικής του προσπάθειας.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Ποια συνήθεια της καθημερινής ζωής του σύγχρονου ανθρώπου προσομοιάζει με την κατάσταση των πλατωνικών
δεσμωτών;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 117)

Απάντηση

Όπως οι πλατωνικοί δεσμώτες, κλεισμένοι μέσα στη σπηλιά, θεωρούν πραγματικότητα τις σκιές που βλέπουν να
προβάλλονται μπροστά τους, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δέσμιος της καταναλωτικής του μανίας σε όλα τα
επίπεδα και πρώτα πρώτα στην άκριτη, παθητική και εξανδραποδιστική κατανάλωση θεάματος. Το θέαμα ως είδηση,
γνώση, ψυχαγωγία, ενημέρωση κ.τ.λ., η ισοπεδωτική λειτουργία των ΜΜΕ και η υπερπληροφόρηση συσκοτίζουν την
πραγματικότητα και απομακρύνουν τον σύγχρονο άνθρωπο από την αλήθεια. Πιστεύει ότι η πραγματική ζωή και
ευτυχία βρίσκονται στο θέαμα, στα υλικά αγαθά και στο χρήμα και έτσι παραμελεί άλλα πιο ουσιαστικά πράγματα,
όπως την αυτογνωσία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την πνευματική καλλιέργεια.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Τι ονομάζουμε αλληγορία και ποια η λειτουργικότητά της;

Απάντηση

Η αλληγορία είναι ένας εκφραστικός τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας άλλα λέει και άλλα εννοεί. Πρόκειται
συνεπώς για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση. Ο Πλάτωνας τη χρησιμοποιεί για να κάνει πιο κατανοητές δύσκολες
φιλοσοφικές έννοιες και για να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, ο εκφραστικός αυτός
τρόπος τού είναι χρήσιμος όταν θέλει να θεμελιώσει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή για
να ενισχύσει τη διαλεκτική. Η αξία της είναι διδακτική και όχι αποδεικτική. Επίσης η αλληγορία είναι ένας αναλογικός
συλλογισμός, τον οποίο ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί για να δείξει πώς βλέπει τον κόσμο και όχι για να αιτιολογήσει την
κατάσταση του κόσμου.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Παρουσιάστε το περιεχόμενο της αλληγορίας του σπηλαίου.

Απάντηση

Αρχικά, παρουσιάζεται το θέμα του μύθου που είναι η φύση της παιδείας και της απαιδευσίας και στη συνέχεια δίνεται
η φανταστική κατασκευή του μύθου του σπηλαίου. Σύμφωνα με την αλληγορία του σπηλαίου, μέσα σ’ ένα σπήλαιο
ζουν από παιδιά άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και στον λαιμό, έτσι ώστε να μένουν ακίνητοι και να κοιτούν μόνο
μπροστά. Μέσα στη σπηλιά, αλλά ψηλότερα από τους αλυσοδεμένους και πίσω τους καίει μια φωτιά. Μεταξύ της
φωτιάς και των δεσμωτών υπάρχει δρόμος, παράλληλα στον οποίο είναι χτισμένος ένας μικρός τοίχος. Πίσω από
αυτόν τον τοίχο κινούνται άνθρωποι φορτωμένοι με διάφορα αντικείμενα, που προεξέχουν από τον τοίχο. Οι
δεσμώτες, που δεν έχουν αντικρίσει ποτέ τον πραγματικό κόσμο, θεωρούν πραγματικότητα τις σκιές των
αντικειμένων και των ανθρώπων που προβάλλονται στον τοίχο μπροστά τους λόγω της φωτιάς που καίει πίσω από
αυτούς. Κάποια στιγμή ένας δεσμώτης καταφέρνει να ελευθερωθεί και να βγει στο φως. Αρχικά θαμπώνεται και θέλει
να ξανακατέβει στη σπηλιά. Στην πορεία όμως συνηθίζει και καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο αληθινός κόσμος. Χρέος
του είναι να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να οδηγήσει και τους υπόλοιπους δεσμώτες στο φως.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Τι γνωρίζετε για την πλατωνική θεωρία των ιδεών;

Απάντηση

Οι Ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, είναι νοητές, αιώνιες, άυλες, άφθαρτες, αμετάβλητες, αυθύπαρκτες, υπερβατικές
οντότητες που αφορούν το «ὂν ὄντως», το «εἶναι του κόσμου», και αποτελούν, ούτως ειπείν, τα πρότυπα των αισθητών
αντικειμένων (είδωλα, έκτυπα) που είναι χρονικά πεπερασμένα, φθαρτά, μεταβλητά κ.τ.λ. και αφορούν το γίγνεσθαι
του κόσμου. Ανώτερη Ιδέα από όλες είναι η Ιδέα του αγαθού, η οποία θεωρείται η πραγματική αιτία της ύπαρξης και
δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο της γνώσης να συλλάβει τα νοητά όντα. Η Ιδέα του
αγαθού συγκρίνεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα με τον ήλιο που από τη μια επιτρέπει τη γέννηση των πραγμάτων
στον αισθητό κόσμο και από την άλλη μας επιτρέπει να τα βλέπουμε χάρη στο φως του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον πλατωνικό δυϊσμό υπάρχουν ο νοητός κόσμος, ανώτερος και «πρότυπος», και οαισθητός
κόσμος, κατώτερος και αντίγραφο του πρώτου. Κάθε κόσμος από τους δύο διαιρείται εκ νέου σε δύο μέρη, ανώτερο και
κατώτερο. Έτσι ο αισθητός κόσμος περιλαμβάνει το κατώτερο ποιοτικά είδος αισθητών πραγμάτων που αντιστοιχεί
στις σκιές, και το ανώτερο ορατό που αντιστοιχεί στα «μᾶλλον ὄντα», δηλαδή στα φυσικά αντικείμενα, στα αισθητά
όντα, «στα γύρω μας ζώα και όσα παράγει η φύση και κατασκευάζει ο άνθρωπος (εδώ θα τοποθετούσαμε τους
ανθρώπους τους φέροντας ανδριάντας κ.τ.λ. υπό το φως της τεχνητής φωτιάς). Ο νοητός κόσμος, με τη σειρά του,
διαιρείται σε δύο μέρη, στο κατώτερο νοητό, στο οποίο αντιστοιχούν οι νοητικές μορφές που μετέχουν περισσότερο
στις Ιδέες και λιγότερο στα αισθητά όντα (π.χ. τα ιδανικά σχήματα και σώματα της γεωμετρίας), και στο ανώτερο
νοητό που αναφέρεται στις Ιδέεςκαι στην ανώτερη όλων, στην Ιδέα του αγαθού.

 ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση

Ποια είναι τα σύμβολα που εμπεριέχονται στην αλληγορία του σπηλαίου και πώς ερμηνεύονται;

Απάντηση

Στην παραστατική εικόνα των αλυσοδεμένων μέσα στην υπόγεια σπηλιά, παρουσιάζεται ο άνθρωπος της δόξας, της
πλάνης, του περιορισμένου οπτικού πεδίου, της εξαναγκασμένης όρασης. Ο άνθρωπος, που εκλαμβάνει ως κάτι
πραγματικό τη θέα της σκιάς των πραγμάτων, αγνοεί την αλήθεια και είναι ανίκανος για ουσιαστική βοήθεια προς το
σύνολο. Η εικόνα των αλυσοδεμένων ααισθητοποιεί τον άνθρωπο της εικασίας, της δόξας, τον δέσμιο της πλάνης.
Αυτός ο άνθρωπος μόνο κακό μπορεί να προκαλέσει, αφού αδυνατεί να υπηρετήσει τόσο το ιδιωτικό όσο και το
δημόσιο καλό. Συγκεκριμένα, στην 11η ενότητα εντοπίζονται οι εξής συμβολισμοί:

• Η σπηλιά: είναι η αισθητή πραγματικότητα, η πολιτική κοινωνία, στην οποία δεν κυβερνούν οι
πεπαιδευμένοι, οι φιλόσοφοι.

• Οι δεσμώτες: είναι οι άνθρωποι που ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και θεωρούν ότι οι σκιές είναι τα
πραγματικά όντα.

• Οι σκιές – οι ήχοι: είναι τα δεδομένα της αίσθησης που οι αλυσοδεμένοι εκλαμβάνουν ως αληθινή
πραγματικότητα. Πιστεύουν πως η μόνη πραγματικότητα είναι ό,τι βλέπουν ή ακούν, ό,τι τους δίνει η
αίσθηση. Η στάση τους για την πραγματικότητα μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «αφελής εμπειρισμός» και
η γνωστική τους κατάσταση με τον όρο «εικασία». Οι ήχοι που συνδέονται με τις σκιές αφορούν το
δεδομένο της αίσθησης το οποίο και εμπιστεύεται το υποκείμενο έχοντας τη χαμηλότερη ποιότητα γνώσης
(εικασία). Έτσι και σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο (σελ. 116, παραπομπή «φθεγγομένους»), οι δεσμώτες
συνδέουν τους ήχους με τις σκιές που βλέπουν και πιστεύουν ότι παραγωγοί των ήχων είναι οι σκιές.

• Οι αλυσίδες: είναι οι αισθήσεις που μας κρατούν δέσμιους και δεν μας αφήνουν να αντιληφθούμε την
πραγματικότητα με τη βοήθεια της λογικής και υπό το φως του ορθού λόγου. Αν το εξετάσουμε σ’ ένα
ευρύτερο πλαίσιο, οι αλυσίδες μπορούν να παρομοιαστούν με τα εμπόδια που συναντάμε στη ζωή μας, με
την προσήλωσή μας στα υλικά αγαθά που μας κρατούν μακριά από τη θέαση του αγαθού.

• Η τεχνητή φωτιά: πρόκειται για την αίσθηση, την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ως πηγή γνώσης,
δηλαδή τη δυνατότητα που δίνει η αίσθηση στον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η φωτιά που
καίει μέσα στη σπηλιά αποτελεί την πηγή του τεχνητού φωτός από το οποίο φωτίζονται τα αντικείμενα
μέσα στη σπηλιά και δημιουργούνται και οι σκιές. Έτσι, η φωτιά αυτή συμβολίζει την αίσθηση ως πηγή
γνώσης.
Επιπλέον αναφορικά με την πορεία του ανθρώπου από τον αισθητό στον νοητό κόσμο, γίνεται αντιληπτό
ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της «πίστης», στο στάδιο δηλαδή κατά το οποίο οι απελευθερωμένοι δεσμώτες
βλέπουν κάτι διαφορετικό από τις σκιές που μέχρι τώρα αντίκριζαν. Είναι η πρώτη συνειδητοποίηση ότι
αυτά που έβλεπαν μέχρι τώρα δεν ήταν τα αληθινά όντα. Βέβαια, δεν έχουν φτάσει ακόμη στην απόλυτη
θέαση του Αγαθού. Αυτό θα γίνει, όταν καταφέρουν να βγουν έξω από τη σπηλιά, στο φως του ήλιου και
της γνώσης (αληθινό φως).

• Οι άνθρωποι που βρίσκονται ανάμεσα στη τεχνητή φωτιά και στους δεσμώτες - τα αντικείμενα που
μεταφέρουν - οι ήχοι: πρόκειται για εικόνες φυσικών αντικειμένων που προέρχονται από το ανώτερο
ορατόν. Δεν πρόκειται δηλαδή για τις σκιές, αλλά για τα αισθητά αντικείμενα στα οποία οφείλονται οι
σκιές, και φωτίζονται από το τεχνητό φως της φωτιάς. Ο άνθρωπος αυτά τα συλλαμβάνει με την αίσθηση,
είναι «πρός μᾶλλον ὄντα τετραμμένος» και βρίσκεται στη γνωστική κατάσταση της «πίστεως». Ό,τι
υπάρχει στη σπηλιά (με την εξαίρεση των φερόντων και των ίδιων των δεσμωτών) είτε είναι σκεύη είτε
σκιές, θα πρέπει να θεωρηθούν λιγότερο φωτεινά και αληθή από τα ορατά που βρίσκονται εκτός σπηλιάς.
Οι ήχοι που συνδέονται με τους φέροντας τα διάφορα αντικείμενα αφορούν την εμπιστοσύνη του
υποκειμένου στην ίδια την αίσθηση και όχι πια στο δεδομένο της (πίστις). Από την άποψη αυτή ο ήχος
συνδέεται με τον φυσικό παραγωγό της και όχι με τη σκιά του.
Επομένως, για να συνοψίσουμε, καταλήγουμε ότι αυτοί που μεταφέρουν τα αντικείμενα, τα ίδια τα
αντικείμενα, οι ήχοι και η φωτιά αφενός βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, αφετέρου συμβολίζουν τα
«μᾶλλον ὄντα», που για να τα γνωρίσουν οι δεσμώτες έπρεπε να απελευθερωθούν και να αρχίσουν την
«ανάβαση» εντός σπηλιάς, αφήνοντας πίσω τους τις εικασίες, και τον σκιώδη κόσμο (σκιές) που αυτοί
έβλεπαν (και άκουγαν). Βρισκόμαστε δηλ. από γνωσιολογική άποψη στο επίπεδο της πίστης, που σημαίνει
ότι ο άνθρωπος εμπιστεύεται την ίδια την αίσθηση (φωτιά) και όχι το δεδομένο της (σκιά). Έτσι η πίστις
είναι γνώση ανώτερη από την εικασία, αλλά και οι δύο, εικασία και πίστις, αντιστοιχούν στον αισθητό
κόσμο και στη δόξα, δηλαδή στην αισθητηριακή γνώση, η οποία είναι μεταβαλλόμενη και ασταθής και άρα
όχι αληθινή.

• Ο φωτεινός κόσμος: είναι ο κόσμος που βρίσκεται έξω από τη σπηλιά και συμβολίζει τον κόσμο των ιδεών,
την αληθινή πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή μόνο με τη νόηση.
• Ο ήλιος ως πηγή φωτός: είναι η ύψιστη Ιδέα του Αγαθού.

• Η πορεία από το σπήλαιο προς την έξοδο: συμβολίζει την πορεία του δεσμώτη από την άγνοια προς τη
γνώση, την απελευθέρωσή του, που σκοπό έχει την κατάκτηση της γνώσης και της αλήθειας με τη νόηση
και την παιδεία και, επομένως, τη μεταστροφή του σε φιλόσοφο-βασιλέα. Έτσι ο αισθητός κόσμος η
εικασία και η δόξα αντιστοιχούν στον κόσμο εντός της σπηλιάς κατά ανιούσα πορεία, από τον χαμηλότερο
και σκοτεινότερο χώρο προς τον υψηλότερο και φωτεινότερο, εντός σπηλιάς. Από την άλλη, ο πνευματικός
κόσμος η διάνοια και η νόηση αντιστοιχούν στον κόσμο έξω από τη σπηλιά κατά ανιούσα πορεία πάλι,
δηλαδή από τον φωτεινό χώρο στην πηγή του φωτός (Ιδέα του Αγαθού). Έχοντας αποκτήσει ο άνθρωπος
αυτά τα γνωστικά και κατά συνέπεια και ηθικά εφόδια θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο έργο της
διακυβέρνησης της πολιτείας, που είναι και το ζητούμενο.

Συνοπτικά, για να κατακτήσει κανείς τη γνώση χρειάζεται σταδιακά να αποδεσμεύεται από την κυριαρχία της
αίσθησης και να κατακτήσει τη νόηση, να πορευτεί δηλαδή από τον αισθητό κόσμο στον νοητό. Ειδικότερα, η πορεία
της γνώσης έχει ως εξής:

Αισθητός κόσμος:

α. ο κόσμος της δόξας (= γνώμης) ή της εικασίας: οι δεσμώτες βλέπουν τις σκιές των πραγμάτων, εμπιστεύονται ό,τι
αισθάνονται.
β. η πίστη: ο απελευθερωμένος δεσμώτης αντικρίζει για πρώτη φορά τα αισθητά πράγματα (αυτά που μεταφέρουν οι
άνθρωποι κατά μήκος του τοίχου) και τη φωτιά χάρη στην οποία «βλέπει» τον κόσμο της σπηλιάς. Συνειδητοποιεί πως
διαθέτει αισθήσεις, στις οποίες οφείλεται η αντίληψή του για τον κόσμο.

Νοητός κόσμος:

α. διάνοια: ο απελευθερωμένος δεσμώτης αντικρίζει την εξωτερική πραγματικότητα, τον νοητό κόσμο, τις Ιδέες, τα
«ὄντα ὄντως».

β. νόηση: ο απελευθερωμένος δεσμώτης ατενίζει τον ίδιο τον ήλιο, την πηγή του φωτός, δηλαδή φτάνει στη θέαση της
Ιδέας του Αγαθού.( «… ο Πλάτωνας την ιδέα του αγαθού σαν πηγή της πνευματικής ύπαρξης, που δίνει στα νοητά
αντικείμενα την αλήθεια, και στον άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο της γνώσης τη δυνατότητα να τα συλλάβει, τη
συγκρίνει με τον ήλιο, που επιτρέπει στα πράγματα να γεννιούνται μέσα στον ορατό κόσμο, μας δημιουργεί όμως
χάρη στο φως την προϋπόθεση με την οποία τα βλέπουμε.» A. Lesky,Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας,
Θεσσαλονίκη, 1964 σελ. 736-737.)

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Ποιο το νόημα της φράσης του Σωκράτη «ὁμοίους ἡμῖν»;

Απάντηση

Ο Σωκράτης με το σχόλιο «Ὁμοίους ἡμῖν» παραλληλίζει τους δεσμώτες με τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία και τον
κόσμο του σπηλαίου με τον αισθητό κόσμο. Στην πολιτική κοινωνία η αδικία και η αναξιοκρατία κυριαρχούν, οι
δημαγωγοί ασκούν την εξουσία και όχι οι φιλόσοφοι. Οι άνθρωποι ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας, δέσμιοι των
παθών τους, των προκαταλήψεων και των ψευδαισθήσεών τους μακριά από την αλήθεια. Έτσι, έμμεσα εισάγεται το
θέμα που θα αναπτυχθεί στην επόμενη ενότητα: το χρέος του απελευθερωμένου δεσμώτη, που κατάφερε να θεαθεί
την Ιδέα του αγαθού, δηλαδή του φιλοσόφου, να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να οδηγήσει προς την έξοδο και τους
υπόλοιπους δεσμώτες.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Με ποιους εκφραστικούς τρόπους αισθητοποιείται η εικόνα του σπηλαίου και των δεσμωτών και ποιος είναι ο
λειτουργικός ρόλος του καθενός;

Απάντηση

Οι εκφραστικοί τρόποι με τους οποίους αισθητοποιείται η εικόνα του σπηλαίου είναι οι εξής:
• Αλληγορία: όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η αλληγορία είναι ένας εκφραστικός τρόπος, με τον οποίο ο
συγγραφέας άλλα λέει και άλλα εννοεί. Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση. Ο
Πλάτωνας τη χρησιμοποιεί για να κάνει πιο κατανοητές δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες και για να κερδίσει
την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, ο εκφραστικός αυτός τρόπος τού είναι χρήσιμος,
όταν θέλει να θεμελιώσει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή για να ενισχύσει τη
διαλεκτική.
• Διάλογος: χάρη σ’ αυτόν η περιγραφή του σπηλαίου δεν γίνεται μονότονη, αλλά αποκτά ζωντάνια και
παραστατικότητα.
• Χρήση β’ ενικού προσώπου: η χρήση β’ ενικού προσώπου («ἀπείκασον», «ἰδὲ», «ὅρα») συνδέεται με τον
διάλογο και προσδίδει στην περιγραφή αμεσότητα.
• Εικόνες: η περιγραφή του σπηλαίου δίνεται μέσω πληθώρας οπτικο-ακουστικών και κινητικών εικόνων.
Ειδικότερα, μπορούμε να αναφέρουμε ως παραδείγματα τα εξής:

α. οπτικές εκόνες: η περιγραφή της σπηλιάς («καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει»), οι ακινητοποιημένοι


δεσμώτες («ἐν δεσμοῖς … ἀδυνάτους περιάγειν»), η παρουσίαση της φωτιάς που καίει στο πίσω μέρος
(«φῶς δὲ … αὐτῶν») και του τοίχου («μεταξὺ δὲ … δεικνύασιν»).

β. κινητική εικόνα: η παρουσίαση των ανθρώπων οι οποίοι κινούνται στον δρόμο («ὅρα τοίνυν …
εἰργασμένα»).
γ. ακουστική εικόνα: οι ομιλίες των ανθρώπων που ακούγονται κατά το πέρασμά τους («οἷον …
παραφερόντων»).

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Να συγκρίνετε το ευαγγελικό «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’
ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» με την εικόνα του αγαθού στην πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου.

Απάντηση

Η ευαγγελική αυτή φράση παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου. Πιο
συγκεκριμένα, και στην αλληγορία του σπηλαίου και στη χριστιανική διδασκαλία το φως ταυτίζεται με το θείο. Ο
φιλόσοφος, λοιπόν, από τη μία και ο Χριστός από την άλλη αποτελούν το φως και υπόσχονται να οδηγήσουν και τους
άλλους ανθρώπους σ’ αυτό. Ο φιλόσοφος, δηλαδή ο απελευθερωμένος δεσμώτης, υπόσχεται να οδηγήσει τους
ανθρώπους στη γνώση, την αλήθεια και τη θέαση του Αγαθού, ενώ ο Χριστός υπόσχεται να βγάλει τους πιστούς από
την πλάνη και την αμαρτία και να τους χαρίσει τη σωτηρία της ψυχής και την αληθινή ζωή.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: οικία, φορείο, παιδευτικός, σχήμα, άξονας,
εργάτης.

Λύση

οἰκία → παρῳκοδομημένον
φορείο → φέροντας, παραφερόντων
παιδευτικός → παιδείας, ἀπαιδευσίας, παίδων
σχήμα → ἐχούσῃ
άξονας → περιάγειν
εργάτης → εἰργασμένα

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Να δώσετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: εἶπον, πάθει, φῶς, πυρὸς, ὁμοίους.

Λύση

εἶπον: λόγος, έπος


πάθει: συμπάθεια, εμπαθής
φῶς: φωτιστικός, πολύφωτο
πυρὸς: πυρπόληση, πυρίμαχος
ὁμοίους: ομοιότητα, ομοιογένεια

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση
Να βρείτε αντώνυμα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά: παιδείας, καταγείῳ, φῶς, ἀδυνάτους, ἄνωθεν,
ὄπισθεν.

Λύση

παιδείας ≠ ἀπαιδευσίας
καταγείῳ ≠ ἐπιγείῳ
φῶς ≠ σκότος
ἀδυνάτους ≠ δυνατοὺς
ἄνωθεν ≠ κάτωθεν
ὄπισθεν ≠ ἔμπροσθεν
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ενότητα 12η (519b-d) - Η αλληγορία του σπηλαίου. Η απροθυμία των φιλοσόφων

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ 11 ΚΑΙ 12

Μεταξύ της 11ης και της 12ης ενότητας του σχολικού εγχειριδίου ο διάλογος του Σωκράτη με τους συνομιλητές του και
κυρίως με τον Γλαύκωνα έχει εξελιχθεί αρκετά και χρειάζεται να αναφερθεί συνοπτικά προκειμένου να γίνει πιο
εύκολα κατανοητό το περιεχόμενο της 12ης ενότητας. Συγκεκριμένα, ο Πλάτωνας ολοκληρώνει την αλληγορία του
σπηλαίου αναφερόμενος στην κατάσταση των δεσμωτών μέσα στο σπήλαιο και στην πορεία του απελευθερωμένου
δεσμώτη προς την έξοδο. Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, οι δεσμώτες, που βρίσκονται
αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, δεν έχουν αντικρίσει ποτέ τον αληθινό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών, και πιστεύουν ότι οι
σκιές που βλέπουν στον τοίχο μπροστά τους είναι η πραγματικότητα. Αυτός ο κόσμος είναι ο αισθητός κόσμος, δηλαδή
ο κόσμος που εμείς θεωρούμε πραγματικό.
Αν κάποιος δεσμώτης απελευθερωθεί και βγει στο φως, στην αρχή πονάνε τα μάτια του και θέλει να γυρίσει πίσω.
Σιγά-σιγά όμως συνηθίζει και καταλαβαίνει ότι όσα βλέπει αποτελούν τα πραγματικά όντα, την υπέρτατη ιδέα του
αγαθού, που οδηγεί στη γνώση και την αλήθεια. Η πορεία, λοιπόν, του απελευθερωμένου δεσμώτη αποτελεί τον
αγώνα του ανθρώπου να βγει από την άγνοια, την πλάνη και τη φαινομενικότητα και να φτάσει στην πραγματική
αλήθεια, στον νοητό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών.
Χρέος του απελευθερωμένου δεσμώτη είναι να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να οδηγήσει και τους άλλους δεσμώτες
στον αληθινό κόσμο. Αυτοί πιθανόν να αντιδράσουν και είναι ικανοί ακόμα και να τον εξοντώσουν. Όμως, οι
προσπάθειες δεν πρέπει να σταματήσουν. (Σ’ αυτό το σημείο έχουμε αναχρονιστικό υπαινιγμό στη θανάτωση του
Σωκράτη.)
Το πρόβλημα είναι ότι όσοι ανεβαίνουν στον κόσμο των ιδεών θέλουν να παραμείνουν εκεί και δείχνουν απροθυμία
να ασχοληθούν με τους άλλους ανθρώπους και με τη διακυβέρνηση της πόλης, παρόλο που είναι οι μόνοι κατάλληλοι.
Έτσι, ο Πλάτων θίγει το θέμα που είδαμε και στην εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου, ποιος δηλαδή είναι ο
κατάλληλος ηγέτης. Έχει προηγηθεί ο προβληματισμός του σχετικά με την αδυναμία λειτουργίας της δημοκρατίας,
τους δημαγωγούς, οι οποίοι κολάκευαν και εξαπατούσαν τον λαό, την ανάθεση αξιωμάτων με κλήρωση σε πρόσωπα
ανάξια. Ποιος, λοιπόν, θα αναλάβει να βγάλει την πολιτεία από αυτή την κατάσταση; Αυτό το θέμα θα προσπαθήσει
να διερευνήσει σ’ αυτή την ενότητα.

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ. Η ΑΠΡΟΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Οι ακατάλληλοι για την Τί δέ; Τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους
άσκηση εξουσίας στην καὶ ἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ
ιδανική πολιτεία ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ
στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι
ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;

Ἀληθῆ, ἔφη.

Ποιοι επιβάλλεται να Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι
ασκούν την πολιτική ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν
εξουσία στην ιδανική καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν
πολιτεία αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.

Τὸ ποῖον δή;

Το χρέος των ορθά Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς
πεπαιδευμένων (των δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε
φιλοσόφων) σπουδαιότεραι.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σωκράτης: Τι λοιπόν; Αυτό δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν απορρέει αναγκαστικά από τα προηγούμενα, ότι
δηλαδή ούτε οι απαίδευτοι και όσοι δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια θα μπορούσαν ποτέ να κυβερνήσουν
ικανοποιητικά μια πόλη, ούτε αυτοί που αφήνονται να ασχολούνται ως το τέλος της ζωής τους με την παιδεία, οι
πρώτοι, γιατί δεν έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους, τον οποίο κυνηγώντας πρέπει να κάνουν όλα
ανεξαιρέτως όσα τυχόν πράττουν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, και οι δεύτεροι, επειδή με τη θέλησή τους δεν
θα αναμειχθούν στην πρακτική ζωή, γιατί νομίζουν ότι έχουν εγκατασταθεί στα νησιά των μακαρίων, ενώ είναι
ακόμα ζωντανοί;

Γλαύκων: Αλήθεια, είπε.

Σωκράτης: Δικό μας λοιπόν έργο, είπα εγώ, των ιδρυτών της πολιτείας, (είναι) να αναγκάσουμε τις εξαιρετικές φύσεις
(ή τα ξεχωριστά πνεύματα) να φτάσουν στο μάθημα που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το ανώτερο, δηλαδή και να
δουν το αγαθό και να ανεβούν εκείνο τον ανηφορικό δρόμο, και, αφού ανεβούν και δουν αρκετά (το αγαθό), να μην
τους επιτρέπουμε αυτό που τώρα τους επιτρέπεται.

Γλαύκων: Και ποιο είναι αυτό;

Σωκράτης: Το να μένουν συνεχώς εκεί ψηλά, είπα εγώ, και να μη θέλουν πάλι να κατεβαίνουν κοντά σ’ εκείνους τους
δεσμώτες, ούτε να παίρνουν μερίδιο από τους κόπους και τις τιμές εκείνων, είτε είναι μικρότερης είτε μεγαλύτερης
σημασίας.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 119)

ἐκ τῶν προειρημένων = από όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως, από τα προηγούμενα

ἂν ἐπιτροπεῦσαι = θα μπορούσαν να διοικήσουν (δυνητική ευκτική = θα μπορούσα να)

τοὺς μὲν ὅτι … τοὺς δὲ ὅτι = οι πρώτοι επειδή … οι δεύτεροι επειδή (ο σύνδεσμος «ὅτι» εισάγει εδώ δευτερεύουσα
αιτιολογική πρόταση αντικειμενικής αιτιολογίας)

ἅπαντα = όλα ανεξαιρέτως

ἃ ἂν πράττωσιν = όσα τυχόν πράττουν (το «ἂν» είναι αοριστολογικό και μεταφράζεται με το τυχόν)

οὐ πράξουσιν = δεν θα αναμειχθούν στην πρακτική ζωή

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

προειρημένων < πρὸ + λέγομαι: αναλογία, αναλογικός, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, διάλεκτος, διάλεξη,
διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επίλογος, επίρρημα, έπος, ιδιόλεκτος, κυριολεκτικός,
κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λεξικό, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, λόγος,
μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πρόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό (το), ρήτορας, ρητορικός,
ρητός, ρήτρα, συνδιάλεξη, υπόλογος.

ἀπαιδεύτους < α- στερητικό + παιδεύω < παῖς: διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, εκπαιδευτικός. παιδαγωγικός, παιδεία,
παιδευτικός, παιδί, παιδονόμος, παλιμπαιδισμός, παραπαιδεία.

ἐπιτροπεῦσαι < ἐπίτροπος < ἐπιτροπέω + κατάληξη –εύω: επιτροπεία, επιτρόπευση, επιτροπή, επιτροπικός,
επίτροπος.

διατρίβειν < διατρίβω: άτριφτος, διατριβή, εντριβή, προστριβή, συντριβή, συντριπτικός, τριβή, τριμμένος, τρίψιμο.

ἔχουσιν < ἔχω: ενοχή, ενοχικός, ένοχος, έξη, εξής, κατεχόμενα, παροχή, πάροχος, προσχηματικός, σχέδιο, σχεδόν,
σχέση, σχετικός, σχετικότητα, σχήμα, σχολαστικός, σχολείο, σχολή.

στοχαζομένου < στοχάζομαι: αστόχαστος, άστοχος, εύστοχος, στοχασιά, στοχασμός, στοχαστής, στόχαστρο, στόχος.

πράττειν < πράττω: απράγμων, άπραγος, πράγμα, πραγματογνώμονας, πρακτικό, πράκτορας, πράξη, σύμπραξη.

ἡγούμενοι < ἡγοῦμαι: Αγησίλαος, αφήγηση, εισηγητής, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγέτης, ηγετικός, ηγήτορας, ηγούμενος,
καθηγητής.

ζῶντες < ζήω -ῶ: ζωγράφος, ζώδιο, ζωή, ζωηρός, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοθυσία, ζωολογία,
ζωομορφισμός, ζωόμορφος, ζωοπάζαρο, ζωοποιός, ζωοτροφή, ζωτικός, ζωύφιο, ζωφόρος, ζωγράφος, ζωώδης.

ἀπῳκίσθαι: αποίκιση, ενοίκιο, ένοικος, κατοίκιση, μετοίκιση, οίκηση, οικισμός, οικιστής, οίκος.

ἀναγκάσαι < ἀναγκάζω: αναγκαίος, αναγκαιότητα, αναγκαστικός, ανάγκη, εξαναγκασμός.

ἱκανῶς, ἀφικέσθαι < ἱκνέομαι –οῦμαι: ανέφικτος, ανίχνευση, άφιξη, εξιχνίαση, εφικτός, ικανοποίηση,
ικανοποιητικός, ικανός, ικανότητα, ικεσία, ικετευτικός, ικέτης, ιχνηλάτης, ίχνος, προίκα, προικιό, προικοθήρας,
προικοσύμφωνο, προικώος, προίκα.

ἰδεῖν < εἶδον του ρ. «ὁρῶ»: ανύποπτος, αόρατος, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, ιδεοληπτικός,
ιδεοληψία, κάτοπτρο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, ορατός, οφθαλμός, όψη.

σκοπὸν < σκοπέω -ῶ: ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση, απερίσκεπτος, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση,
βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση, δημοσκόπηση, διάσκεψη, επίσκεψη, επισκέψιμος επισκόπηση, επίσκοπος,
καιροσκόπος, κατασκοπία, κατάσκοπος, κερδοσκοπία, κερδοσκόπος, μικροσκόπιο, οιωνοσκόπος, περίσκεψη,
περισκόπιο, προεπισκόπηση, πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος, σκοποβολή,
σκοπός, στηθοσκόπιο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο, ωροσκόπος.

ἰδίᾳ: ιδιόλεκτος, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτέλεια, ιδιοτελής, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδίωμα,
ιδιωματικός, ιδιώτης, ιδιωτικός.

ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες, καταβαίνειν < βαίνω: άβατος, ακροβάτης, ανάβαση, αναβάτης, βάδην, βαθμός,
βάθρο, βακτηρία, βάση, βασικός, βάσιμος, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης, βωμός, διάβαση, διαβάτης, δύσβατος,
έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, μεταβατικός, παραβάτης, πρόβατο, πρόσβαση.

ἐπιτρέπεται < ἐπὶ + τρέπω: αδιάντροπος, ανατρεπτικός, ανατρέψιμος, ανατροπέας, ανατροπή, ανεπίτρεπτος, εκτροπή,
επιτρεπτός, επιτροπή, επίτροπος, ευτράπελος, κακότροπος, μετατρέψιμος, μετατροπή, ντροπή, ξενότροπος,
παρεκτροπή, τρόπαιο, τροπαιούχος, τροπή, τροπικός, τρόπος.

καταμένειν < καταμένω < κατὰ + μένω: διαμονητήριο, κατάμονος, μονή, μόνιμος, μόνος, παραμονή.

ἐθέλειν < ἐθέλω: άθελα, εθελοντής, εθελοντικός, εθελούσιος, θέλημα, θεληματικός, θέληση, καλοθελητής.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Σωκράτης διακρίνει δύο κατηγορίες ανθρώπων, τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους, τους οποίους θεωρεί
ακατάλληλους να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Αιτιολογεί τη θέση του λέγοντας ότι οι απαίδευτοι από
τη μια είναι ακατάλληλοι, γιατί δεν γνωρίζουν την αλήθεια και γιατί δεν έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους.
Οι πεπαιδευμένοι από την άλλη, μολονότι γνωρίζουν την αλήθεια, θεωρούνται ακατάλληλοι, γιατί δείχνουν
απροθυμία να ασχοληθούν με τα κοινά και προτιμούν τις πνευματικές τους ενασχολήσεις. Επομένως, οι ιδρυτές της
πολιτείας οφείλουν να καθοδηγήσουν τα εξαιρετικά πνεύματα προς το αγαθό και τη θέασή του και να μην τους
επιτρέπουν να αδιαφορούν για τους υπόλοιπους δεσμώτες, που βρίσκονται ακόμα εγκλωβισμένοι μέσα στο σπήλαιο.

Θεματική οργάνωση της ενότητας


Α) «Τί δέ;… Ἀληθῆ, ἔφη.» Η εξουσία δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε από τους αμόρφωτους ούτε από τους
εραστές της μόρφωσης που απέχουν από την πράξη.
Β) «Ἡμέτερον δὴ ἔργον… εἴτε σπουδαιότεραι.» Οι θεασάμενοι το φως της γνώσης έχουν χρέος να επιστρέψουν
στους αλυσοδεμένους του σπηλαίου.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. «Τί δέ;… Ἀληθῆ, ἔφη.» Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΑΣΚΗΘΕΙ ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ
ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΟΥ ΑΠΕΧΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

1. Τί δέ;

Σε προηγούμενες ενότητες ο Σωκράτης είχε αναφερθεί στη βλαβερή επίδραση των καταχρήσεων και των υλικών
απολαύσεων, οι οποίες δεν επιτρέπουν στην ψυχή να λειτουργήσει με τον νου, αλλά την καθηλώνουν στις
επιθυμίες, τα πάθη και τις αισθήσεις. Είχε μάλιστα τονίσει ότι, αν βρισκόταν κάποιος να συνετίσει τους
ανθρώπους από την παιδική τους κιόλας ηλικία, αυτοί θα απελευθερώνονταν από τα πάθη τους και θα
στρέφονταν στην αληθινή ουσία των πραγμάτων. Έτσι, η συζήτηση αυτή δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για να
περάσει ομαλά στο χρέος των απελευθερωμένων ανθρώπων, δηλαδή των φιλοσόφων. Οφείλουν, λοιπόν, κι αυτοί
αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της πολιτείας να καθοδηγήσουν τους απλούς ανθρώπους, να τους βγάλουν
από την άγνοια, να τους ελευθερώσουν από τα πάθη και τις αδυναμίες που τους κρατούν μακριά από το αγαθό.

2. α) μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι,

β) μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους,

(αιτιολόγηση των δύο περιπτώσεων αντίστοιχα):

α) τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε
καὶ δημοσίᾳ,

β) τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;

Ο Σωκράτης διακρίνει δύο κατηγορίες ανθρώπων, ακατάλληλων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας,
τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους. Ειδικότερα:

α. Οι απαίδευτοι («ἀπαιδεύτους»), οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι πολιτικοί δεν μπορούν να κυβερνήσουν σωστά
μια πολιτεία, διότι τους λείπει η παιδεία («ἀληθείας ἀπείρους»), δεν έχουν γνώσεις ούτε έχουν κατακτήσει την
αρετή, μέσα απαραίτητα για να φτάσουν στη θέαση του αγαθού. Επιπλέον, δεν έχουν έναν συγκεκριμένο
στόχο στη ζωή τους, έναν ανώτερο στόχο, που να κατευθύνει όλες τους τις ενέργειες («τοὺς μὲν ὅτι … καὶ
δημοσίᾳ») παρά μόνο το προσωπικό τους συμφέρον. Αντιθέτως ο εἷς σκοπὸς που έχουν οι φύλακες της πολιτείας
είναι να υπηρετήσουν πιστά και ανιδιοτελώς την πόλη όλη. (η απόλυτη αφοσίωση στην υπηρέτηση της πολιτείας
ήταν χαρακτηριστικό που όφειλαν να διαθέτουν οι φιλόσοφοι-άρχοντες στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας, που
περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία, αφού δεν είχαν οικογένεια ούτε περιουσία, για να είναι ανεπηρέαστοι
και πλήρως αφοσιωμένοι στο κοπιώδες λειτούργημά τους). Αντίθετα, οι στόχοι και τα κίνητρα των απαίδευτων
είναι ταπεινά: παρασύρονται από υλικά αγαθά και αξιώματα, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά
τους συμφέροντα και έχουν τάσεις αυτοπροβολής. Είναι ιδιοτελείς, αλαζόνες και ασυνεπείς απέναντι στις
ευθύνες άσκησης της εξουσίας, ανάξιοι και ανίκανοι να διαχειριστούν τις υποθέσεις της πόλης για το κοινό καλό,
ώστε να διασφαλίσουν την ευημερία όλων.

Στην κατηγορία αυτή εντάσσει ο Πλάτωνας και τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του, χωρίς να κάνει εξαίρεση
ούτε για τον Περικλή και τον Θεμιστοκλή. Κατά τη γνώμη του, είναι κι αυτοί υπεύθυνοι για την καταστροφή της
Αθήνας, γιατί φρόντισαν περισσότερο για την υλική (οικονομική-στρατιωτική) ανάπτυξη της πόλης και λιγότερο
για τη δικαιοσύνη και την πνευματική ζωή των πολιτών.

β. Οι πεπαιδευμένοι («τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους»).

Αυτοί δεν κρίνονται ικανοί να διοικήσουν σωστά μια πολιτεία, όχι γιατί δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα –
άλλωστε γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν κατακτήσει την αρετή και έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού – αλλά
γιατί προτιμούν να ζουν αφοσιωμένοι στις πνευματικές τους ενασχολήσεις και να απέχουν από τα
προβλήματα της καθημερινής ζωής και την ενεργό πολιτική. Η πολιτική δραστηριότητα, η ενασχόληση με τα
κοινά και η διαχείριση των προβλημάτων της πόλης δεν τους αφορά. Επίσης δείχνουν αδιαφορία για την εξουσία,
τις τιμές, τον σεβασμό και την αγάπη των συμπολιτών τους. Η επιθυμία τους να συνεχίσουν να ζουν στον δικό
τους κόσμο των πνευματικών ενασχολήσεων παρουσιάζεται στο κείμενο με την παρομοίωση των νησιών των
μακαρίων: οι πεπαιδευμένοι-φιλόσοφοι πιστεύουν ότι ζουν στα νησιά των μακαρίων, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί
(«τοὺς δὲ … ἀπῳκίσθαι»). Η πεποίθησή τους αυτή υποδηλώνει και την πιθανή αλαζονεία τους. Από την άλλη, η
απροθυμία τους να συμμετέχουν στην ενεργό πολιτική ζωή εκφράζεται με μια διπλή άρνηση: «μὴ ἐθέλειν …
μηδὲ μετέχειν».

• «ἐν μακάρων νήσοις»

Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες τα νησιά των μακαρίων βρίσκονταν πέρα από τις στήλες του Ηρακλή, στη
Δύση (πέρα από το σημερινό Γιβραλτάρ), στο ρεύμα του Ωκεανού. Εκεί κατοικούσαν μετά τον θάνατό τους
οι ήρωες, οι άνθρωποι της πρώτης γενιάς του ανθρώπινου γένους (της χρυσής εποχής) και οι ευσεβείς,
μέσα σε απόλυτη ευτυχία και γαλήνη. Τα νησιά αυτά προσομοιάζουν στον Παράδεισο της χριστιανικής
θρησκείας. Οι πεπαιδευμένοι, όμως, πιστεύουν ότι κατοικούν εκεί, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί.

• «ἐν παιδείᾳ»

Αρχική σημασία της λέξης είναι αυτό που πρέπει να μάθει το παιδί, η ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση του
παιδιού. Από τον 5ο, όμως, αιώνα και εξής ως όρος της παιδαγωγικής δηλώνει τη γενική καλλιέργεια
(σωματική και πνευματική), που αποτελεί προνόμιο μόνο του ανθρώπου (γι’ αυτό άλλωστε και στα
λατινικά αποδίδεται με τον όρο humanitas). Βάση της παιδείας είναι για τον Πλάτωνα η μουσική
(λογοτεχνία, τραγούδι, καλλιέργεια της καλλιτεχνικής ευαισθησίας) και γυμναστική. Παίδευση είναι η
πορεία προς την παιδεία (Πλατ. Όροι 410: παίδευσις παιδείας παράδοσις). Συγκεκριμένα, για τον Πλάτωνα
παιδεία είναι η στροφή της ψυχής προς την ιδέα του αγαθού, η δύσκολη πορεία από την άγνοια στη γνώση.
Σε άλλο σημείο της Πολιτείας ο Πλάτωνας αναφέρει ότι η παιδεία παρέχεται για το σώμα με τη
γυμναστική και για την ψυχή με τη μουσική.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η παιδεία έχει τεράστια σημασία για τον φιλόσοφο και αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει σωστά η πολιτεία. Ένας πεπαιδευμένος πολιτικός ηγέτης μπορεί
να καθοδηγήσει σωστά τους πολίτες και να συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης και την κατάκτηση της
ευτυχίας. Ένας πεπαιδευμένος πολίτης, από την άλλη, μπορεί με τη σωστή καθοδήγηση να μάθει να τηρεί τους
νόμους, να συμβιώνει αρμονικά με τους συμπολίτες του, να δείχνει σεβασμό στο πρόσωπό τους και να
συνεργάζεται εποικοδομητικά.
Συγκεφαλαιώνοντας, παρατηρούμε ότι ο Σωκράτης με τη συλλογιστική της «εις άτοπον απαγωγής» απορρίπτει
τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους ως ακατάλληλους φορείς εξουσίας, γιατί η κάθε μία κατηγορία
ανθρώπων δεν διαθέτει αυτό που διαθέτει η άλλη: σκοπό που να συνδέεται με την παιδεία η μία, πρακτικό
προσανατολισμό της παιδείας η άλλη. Με τον τρόπο αυτό μας προετοιμάζει για το ιδανικό ζεύγος γνωρισμάτων
που είναι ανάγκη να χαρακτηρίζει τον φιλόσοφο – άρχοντα: τη γνώση και την πράξη. Το ζεύγος «γνώσης και
πράξης» σε διαλεκτική σχέση φωτίζει την πολιτική αντίληψη του Πλάτωνα. Η γνώση καταξιώνεται στο βαθμό
που προσανατολίζεται σε χρήσιμη πράξη, ιδιωτική και δημόσια· αλλά και η πράξη αξιολογείται χρήσιμη, όταν
κατευθύνεται από γνώση και αποσαφηνισμένο σκοπό.

Β. «Ἡμέτερον δὴ ἔργον… εἴτε σπουδαιότεραι.» ΟΙ ΘΕΑΣΑΜΕΝΟΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΕΧΟΥΝ ΧΡΕΟΣ ΝΑ
ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

1. «Ἡμέτερον δὴ ἔργον… ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.»

Έργο των ιδρυτών της πολιτείας («τῶν οἰκιστῶν») είναι να ενδιαφερθούν για την εδραίωση της ιδανικής
πολιτείας, δηλαδή να οδηγήσουν τα ξεχωριστά πνεύματα («τὰς βελτίστας φύσεις»), τους φιλοσόφους, στην αρετή
και στη θέαση του αγαθού («μέγιστον μάθημα») και να μην τους αφήνουν να αδρανούν μένοντας μακριά από
την πολιτική ζωή («μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται»).

• «τῶν οἰκιστῶν»

Με τη λέξη αυτή ο Σωκράτης εννοεί τον εαυτό του και τους συνομιλητές του, μαζί με τους οποίους
οραματίζεται την ιδανική πολιτεία και προσπαθεί να την κάνει πράξη.

• «τὰς βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι»

Με τον όρο «φύσις» αρχικά εννοείται αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατασκευάσει ο ίδιος, αλλά το
βρίσκει να προϋπάρχει. Μπορεί βέβαια με την τέχνη να το συμπληρώσει, αλλά δεν είναι σε θέση να το
αλλάξει ουσιωδώς. Φύσις επομένως σε σχέση με τον άνθρωπο είναι τα χαρίσματα και τα ελαττώματα που
έχει ως κτήμα του. Για τον Πλάτωνα η φύση παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του άριστου βίου.
Συγκεκριμένα, με τον όρο «βελτίστας φύσεις» ο Πλάτων εννοεί τους ανθρώπους με φυσικά χαρίσματα,
όπως υψηλή ευφυΐα, οξύτητα πνεύματος, ψυχικές δυνάμεις κ.ά. Ο Πλάτων πιστεύει ότι δεν διαθέτουν όλοι
οι άνθρωποι από τη φύση τις ίδιες πνευματικές ικανότητες και ψυχικές δυνάμεις και συνεπώς τα
αποτελέσματα της παιδείας θα είναι ανάλογα των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου (όπως για
παράδειγμα αυτοί που ανήκουν στην τάξη των δημιουργών, ο συνδυασμός φύσης και παιδείας τους
κατέταξε στην τάξη αυτή)). Συνεπώς, δεν μπορούν να δουν όλοι οι άνθρωποι το αγαθό. Επιπλέον η πορεία
των βελτίστων φύσεων προς τη θέαση της Ιδέας του αγαθού επιβάλλεται ως
εξαναγκασμός(ἀναγκάσαι) στην ιδανική πολιτεία, συνιστά δηλαδή απόλυτη αναγκαιότητα, αναγκαία
συνθήκη του ιδεώδους πολιτεύματος.

• «μέγιστον μάθημα»: ο ορισμός του αγαθού

Με τον όρο «μέγιστον μάθημα» ο Πλάτων εννοεί τη θέαση της Ιδέας του αγαθού, την ύψιστη γνώση, που
τελικά συμπίπτει με το αγαθό, καθώς ο Πλάτωνας υποστηρίζει μια νοησιαρχική ηθική, δηλαδή η γνώση
της αλήθειας δεν μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του
αγαθού. Σύμφωνα με το σχόλιο του σχολικού εγχειριδίου, ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για τον
τον όρο «αγαθό», που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε
ορισμένους υπαινιγμούς. «Ἀγαθὸν» πάντως είναι:
α) το «εἶναι» και ό,τι διατηρεί το «εἶναι»,
β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα,
γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη.
Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της
γνώσης. Πάντως, ήδη στην αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθὸν» ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το
ασαφές και σκοτεινό.

• Οι χαρακτηρισμοί του αγαθού

Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου ο Πλάτωνας, διά στόματος Σωκράτη, θα χαρακτηρίσει το αγαθό ως
εξής:
α) το αγαθό είναι η μεγαλύτερη αξία («μέγιστον μάθημα»), αφού αυτό πρέπει να κατακτήσουν όλοι οι
άνθρωποι και κυρίως όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας,
β) το αγαθό μπορεί να προσεγγιστεί και να το θεαθεί ο άνθρωπος, όχι βέβαια με τις αισθήσεις, αλλά με
την καθαρή νόηση («ἀφικέσθαι», «ἰδεῖν», «ἴδωσι»),
γ) η κατάκτησή του είναι δύσκολη και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα («ἀναβῆναι»,
«ἀνάβασιν», «ἀναβάντες»). Πρόκειται για μια ανοδική πορεία, που οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη γνώση
και διάπλαση ήθους. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και
την ανάβασηχρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.

• μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.

Ο Πλάτωνας συγχέει σκοπίμως τα όρια ανάμεσα στο θεωρητικό του οικοδόμημα, δηλαδή την ιδεώδη
πολιτεία του και στη σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα. Με τη φράση «μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν
ἐπιτρέπεται» ο φιλόσοφος επικαιροποιεί τον προβληματισμό του καταγγέλλοντας έμμεσα την απροθυμία
των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης της
πόλης. Έτσι στην ιδεώδη πολιτεία οι φιλόσοφοι δεν δικαιούνται να ζουν κατά τον τρόπο που παρατηρεί ο
Σωκράτης ότι ζουν στην εποχή του, δηλαδή σαν να βρίσκονται ήδη στα «νησιά των μακάρων», κλεισμένοι
στον γυάλινο και ασφαλή πύργο της γνώσης, ασχολούμενοι απερίσπαστοι με φιλοσοφικές αναζητήσεις
και διανοητικές ασκήσεις. Και όλα αυτά με την ιδέα ότι η ενασχόληση με τον απλό λαό και τα καθημερινά
προβλήματα της δημόσιας ζωής αποτελεί ντροπή, προσβολή και ηθική μείωση για τον άνθρωπο του
πνεύματος. Αντίθετα, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος του πνεύματος οφείλει να επιστρέψει στην
«σπηλιά», να ασχοληθεί με τα προβλήματα των απαίδευτων, να διαγνώσει τις ανάγκες τους, να τους
διαφωτίσει και να τους δείξει τον δρόμο για το φως, να υποστεί τελικά ότι συνεπάγεται η αμάθεια και η
άγνοια στην προσπάθειά του να τους βοηθήσει.
2. «Τὸ ποῖον δή; Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, … εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.» Το χρέος των ορθά πεπαιδευμένων
ανθρώπων «στους αλυσοδεμένους της σπηλιάς»

Σ’ αυτό το χωρίο του κειμένου ο Σωκράτης / Πλάτωνας αναφέρεται στο χρέος των φυλάκων στην ιδανική του
πολιτεία. Αυτοί, αφού θα έχουν περάσει από τα στάδια εκπαίδευσης (δηλαδή: μουσική και γυμναστική παιδεία –
μαθηματικές επιστήμες – σπουδή της διαλεκτικής), οφείλουν (μετά τα 50 τους χρόνια) να κατέβουν στο σπήλαιο,
δηλαδή στην πρακτική πολιτική, και να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και την αρετή τους σε ολόκληρη την πόλη.
Αφού, λοιπόν, θα έχουν μοιράσει τη ζωή τους μεταξύ της φιλοσοφίας και της άσκησης της εξουσίας και αφού θα
έχουν εκπαιδεύσει τους διαδόχους τους, θα είναι πια έτοιμοι να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στα
νησιά των μακαρίων.

• Αυτό το χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί υπαινικτικό για τον Πλάτωνα, ο οποίος, ενώ μιλούσε για το χρέος
των ορθά πεπαιδευμένων, δηλαδή των φιλοσόφων, δεν ακολούθησε αυτή την πορεία, καθώς δεν
ασχολήθηκε με την ενεργό πολιτική. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι θέλησε και προσπάθησε να ασχοληθεί
με αυτή, αλλά δεν το κατάφερε.
Ειδικότερα, βλέπουμε τις πρώτες προσπάθειές του, όταν ήταν ακόμα νέος. Τότε, όμως, ήταν που βίωσε τις
πρώτες απογοητεύσεις: είδε με τα μάτια του τη δημαγωγική συμπεριφορά κάποιων πολιτικών ανδρών και
δύο από τους συγγενείς του (τον Κριτία και τον Χαρμίδη) να συμμετέχουν στο τόσο οδυνηρό για την Αθήνα
καθεστώς των Τριάντα τυράννων, το οποίο, μάλιστα, οδήγησε και τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη, στον
θάνατο. Όμως, δεν κατέθεσε τα όπλα˙ προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες του στον τύραννο των
Συρακουσών, τον Διονύσιο τον Α’ και Β’, αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα
πολιτεύματα της εποχής του ήταν διεφθαρμένα.

• «… τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι»

Με τη λέξη «τιμῶν» ο Πλάτων εννοεί την κοινωνική προβολή, την ηθική ικανοποίηση, τις επευφημίες και
τις τιμητικές διακρίσεις που έρχονται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής σε δημόσια αξιώματα. Όλα αυτά
αποτελούν στοιχεία που οι φιλόσοφοι οφείλουν να μοιραστούν με τους απαίδευτους. Όμως, Άσχετα με το
πώς αυτοί τα αξιολογούν, δεν απαλλάσσονται από το κοινωνικό και ηθικό τους χρέος απέναντι στην
πολιτεία.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Παρομοίωση:
«ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι» (= σαν να ζουν στα νησιά των μακαρίων)

Πολυσύνδετα σχήματα:
«μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους … μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ …»
«τάς τε βελτίστας φύσεις … ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι …»
«μὴ ἐθέλειν … μηδὲ μετέχειν …» -> διπλή άρνηση, δηλωτική της απροθυμίας των ορθά πεπαιδευμένων να
ασχοληθούν με τα κοινά
«εἴτε φαυλότεραι … εἴτε σπουδαιότεραι»

Παρατακτική σύνδεση:
Παρατηρείται ευρεία χρήση παρατακτικών συνδέσμων : καὶ, μήτε … μήτε, μὲν … δέ, τε … καί, εἴτε … εἴτε.

Αντιθέσεις:
«τοὺς ἀπαιδεύτους» ≠ «τοὺς ἐν παιδείᾳ»,
«ἃ πράττωσιν» ≠ «οὐ πράξουσιν»,
«ἑκόντες» ≠ «ἀναγκάσαι»,
«ἔτι ἀπῳκίσθαι» ≠ «μὴ ἐπιτρέπειν»,

Οι παραπάνω αντιθέσεις υποδηλώνουν τη διαφορά:


• όσων δεν έχουν παιδεία και όσων έχουν λάβει παιδεία,

• την ενασχόληση με τα κοινά των πρώτων και την απροθυμία των δεύτερων

• την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του Πλάτωνα με την ιδεατή πολιτεία.
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ενότητα 12η (519b-d) - Η αλληγορία του σπηλαίου. Η απροθυμία των φιλοσόφων

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Σχολιάστε το χωρίο «Τὸ αὐτοῦ … σπουδαιότεραι» σε σχέση με τη ζωή του ίδιου του Πλάτωνα.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 120)

Απάντηση

Σ’ αυτό το χωρίο του κειμένου ο Σωκράτης / Πλάτωνας αναφέρεται στο χρέος των φυλάκων στην ιδανική του πολιτεία.
Αυτοί, αφού θα έχουν περάσει από τα στάδια εκπαίδευσης (δηλαδή: μουσική και γυμναστική παιδεία – μαθηματικές
επιστήμες – σπουδή της διαλεκτικής), οφείλουν (μετά τα 50 τους χρόνια) να κατέβουν στο σπήλαιο, δηλαδή στην
πρακτική πολιτική, και να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και την αρετή τους σε ολόκληρη την πόλη. Αφού, λοιπόν, θα
έχουν μοιράσει τη ζωή τους μεταξύ της φιλοσοφίας και της άσκησης της εξουσίας και αφού θα έχουν εκπαιδεύσει τους
διαδόχους τους, θα είναι πια έτοιμοι να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στα νησιά των μακαρίων.
Αυτό το χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί υπαινικτικό για τον Πλάτωνα, ο οποίος, ενώ μιλούσε για το χρέος των ορθά
πεπαιδευμένων, δηλαδή των φιλοσόφων, δεν ακολούθησε αυτή την πορεία, καθώς δεν ασχολήθηκε με την ενεργό
πολιτική. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι θέλησε και προσπάθησε να ασχοληθεί με αυτή, αλλά δεν το κατάφερε.
Ειδικότερα, τις πρώτες προσπάθειές του βλέπουμε όταν ήταν ακόμα νέος. Τότε, όμως, ήταν που βίωσε τις πρώτες
απογοητεύσεις: είδε με τα μάτια του τη δημαγωγική συμπεριφορά κάποιων πολιτικών ανδρών και δύο από τους
συγγενείς του (τον Κριτία και τον Χαρμίδη) να συμμετέχουν στο τόσο οδυνηρό για την Αθήνα καθεστώς των Τριάντα
τυράννων, το οποίο, μάλιστα, οδήγησε και τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη, στον θάνατο. Όμως, δεν κατέθεσε τα όπλα˙
προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες του στον τύραννο των Συρακουσών, τον Διονύσιο τον Α΄ και Β΄, αλλά χωρίς
επιτυχία. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα πολιτεύματα της εποχής του ήταν διεφθαρμένα.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Ποιοι ήταν στην αρχαιότητα απρόθυμοι να αναλάβουν πολιτικές εξουσίες; Γνωρίζετε παραδείγματα προσωπικοτήτων
που εγκατέλειψαν οικειοθελώς την εξουσία;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 120)

Απάντηση

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ιστορικών ανδρών που, ενώ ήταν εξαιρετικές προσωπικότητες, αρνήθηκαν να
αναμειχθούν στην πολιτική ή την εγκατέλειψαν οικειοθελώς. Τέτοιες περιπτώσεις αποτέλεσαν οι νομοθέτες Σόλων
και Λυκούργος, οι οποίοι δεν ανέλαβαν αξιώματα και έφυγαν από τις πόλεις τους, όταν ολοκλήρωσαν το νομοθετικό
τους έργο. Επίσης, ο Κιγκινάτος μετά τη νικηφόρα έκβαση της στρατιωτικής του αποστολής αρνήθηκε την πολιτική
εξουσία και επέστρεψε στο αγρόκτημά του.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποιους θεωρεί ο Πλάτωνας ακατάλληλους να διοικήσουν μια πολιτεία και για ποιους λόγους;

Απάντηση

Ο Σωκράτης διακρίνει δύο κατηγορίες ανθρώπων ακατάλληλων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας:
α. Οι απαίδευτοι («ἀπαιδεύτους»), οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι πολιτικοί δεν μπορούν να κυβερνήσουν σωστά μια
πολιτεία, διότι τους λείπει η παιδεία («ἀληθείας ἀπείρους»), δεν έχουν γνώσεις ούτε έχουν κατακτήσει την αρετή,
μέσα απαραίτητα για να φτάσουν στη θέαση του αγαθού. Επιπλέον, δεν έχουν έναν συγκεκριμένο στόχο στη ζωή
τους, έναν ανώτερο στόχο, που να κατευθύνει όλες τους τις ενέργειες («τοὺς μὲν ὅτι … καὶ δημοσίᾳ») παρά μόνο το
προσωπικό τους συμφέρον. Αντιθέτως ο εἷς σκοπὸς που έχουν οι φύλακες της πολιτείας είναι να υπηρετήσουν πιστά
και ανιδιοτελώς την πόλη όλη (η απόλυτη αφοσίωση στην υπηρέτηση της πολιτείας ήταν χαρακτηριστικό που όφειλαν
να διαθέτουν οι φιλόσοφοι-άρχοντες στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας, που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία,
αφού δεν είχαν οικογένεια ούτε περιουσία, για να είναι ανεπηρέαστοι και πλήρως αφοσιωμένοι στο κοπιώδες
λειτούργημά τους). Αντίθετα, οι στόχοι και τα κίνητρα των απαίδευτων είναι ταπεινά: παρασύρονται από υλικά αγαθά
και αξιώματα, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και έχουν τάσεις αυτοπροβολής. Είναι
ιδιοτελείς, αλαζόνες και ασυνεπείς απέναντι στις ευθύνες άσκησης της εξουσίας, ανάξιοι και ανίκανοι να
διαχειριστούν τις υποθέσεις της πόλης για το κοινό καλό, ώστε να διασφαλίσουν την ευημερία όλων.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσει ο Πλάτωνας και τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του, χωρίς να κάνει εξαίρεση ούτε
για τον Περικλή και τον Θεμιστοκλή. Κατά τη γνώμη του, είναι κι αυτοί υπεύθυνοι για την καταστροφή της Αθήνας,
γιατί φρόντισαν περισσότερο για την υλική (οικονομική-στρατιωτική) ανάπτυξη της πόλης και λιγότερο για τη
δικαιοσύνη και την πνευματική ζωή των πολιτών.

β. Οι πεπαιδευμένοι («τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους»). Αυτοί δεν κρίνονται ικανοί να διοικήσουν
σωστά μια πολιτεία, όχι γιατί δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα – άλλωστε γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν κατακτήσει
την αρετή και έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού – αλλά γιατί προτιμούν να ζουν αφοσιωμένοι στις πνευματικές
τους ενασχολήσεις και να απέχουν από τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και την ενεργό πολιτική. Η πολιτική
δραστηριότητα, η ενασχόληση με τα κοινά και η διαχείριση των προβλημάτων της πόλης δεν τους αφορά, όπως επίσης
δείχνουν αδιαφορία για την εξουσία, τις τιμές, τον σεβασμό και την αγάπη των συμπολιτών τους. Η επιθυμία τους να
συνεχίσουν να ζουν στον δικό τους κόσμο των πνευματικών ενασχολήσεων παρουσιάζεται στο κείμενο με
την παρομοίωση των νησιών των μακαρίων: οι πεπαιδευμένοι-φιλόσοφοι πιστεύουν ότι ζουν στα νησιά των
μακαρίων, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί («τοὺς δὲ … ἀπῳκίσθαι»). Η πεποίθησή τους αυτή υποδηλώνει και την πιθανή
αλαζονεία τους. Από την άλλη, η απροθυμία τους να συμμετέχουν στην ενεργό πολιτική ζωή εκφράζεται με μια διπλή
άρνηση: «μὴ ἐθέλειν … μηδὲ μετέχειν».

Συγκεφαλαιώνοντας, παρατηρούμε ότι ο Σωκράτης με τη συλλογιστική της «εις άτοπον απαγωγής» απορρίπτει τους
απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους ως ακατάλληλους φορείς εξουσίας, γιατί η κάθε μία κατηγορία ανθρώπων δεν
διαθέτει αυτό που διαθέτει η άλλη: σκοπό που να συνδέεται με την παιδεία η μία, πρακτικό προσανατολισμό της
παιδείας η άλλη. Με τον τρόπο αυτό μας προετοιμάζει για το ιδανικό ζεύγος γνωρισμάτων που είναι ανάγκη να
χαρακτηρίζει τον φιλόσοφο - άρχοντα: τη γνώση και την πράξη. Το ζεύγος «γνώσης και πράξης» σε διαλεκτική σχέση
φωτίζει την πολιτική αντίληψη του Πλάτωνα. Η γνώση καταξιώνεται στον βαθμό που προσανατολίζεται σε χρήσιμη
πράξη, ιδιωτική και δημόσια· αλλά και η πράξη αξιολογείται χρήσιμη, όταν κατευθύνεται από γνώση και
αποσαφηνισμένο σκοπό.

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Τι ήταν, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, τα νησιά των μακαρίων και πώς αυτά συνδέονται με τους πεπαιδευμένους;

Απάντηση

Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες τα νησιά των μακαρίων βρίσκονταν πέρα από τις στήλες του Ηρακλή, στη Δύση
(πέρα από το σημερινό Γιβραλτάρ), στο ρεύμα του Ωκεανού. Εκεί κατοικούσαν μετά τον θάνατό τους οι ήρωες, οι
άνθρωποι της πρώτης γενιάς του ανθρώπινου γένους (της χρυσής εποχής) και οι ευσεβείς, μέσα σε απόλυτη ευτυχία
και γαλήνη. Τα νησιά αυτά προσομοιάζουν στον Παράδεισο της χριστιανικής θρησκείας. Οι πεπαιδευμένοι, όμως,
πιστεύουν ότι κατοικούν εκεί, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί.

 ΑΣΚΗΣΗ 5

Εκφώνηση

Ποιοι αποτελούν τους ιδρυτές μιας πολιτείας και ποιο είναι το έργο τους;

Απάντηση

Στους ιδρυτές της πολιτείας ο Σωκράτης εντάσσει τον εαυτό του και τους συνομιλητές του, μαζί με τους οποίους
οραματίζεται την ιδανική πολιτεία και προσπαθεί να την κάνει πράξη.

Έργο των ιδρυτών της πολιτείας («τῶν οἰκιστῶν») είναι να ενδιαφερθούν για την εδραίωση της ιδανικής πολιτείας,
δηλαδή να οδηγήσουν τα ξεχωριστά πνεύματα («τὰς βελτίστας φύσεις»), τους φιλοσόφους, στην αρετή και στη θέαση
του αγαθού («μέγιστον μάθημα») και να μην τους αφήνουν να αδρανούν μένοντας μακριά από την πολιτική ζωή («μὴ
ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται»).

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Να δώσετε τον ορισμό του αγαθού, κατά τον Πλάτωνα.

Απάντηση

Με τον όρο «μέγιστον μάθημα» ο Πλάτων εννοεί τη θέαση της Ιδέας του αγαθού, την ύψιστη γνώση, που τελικά
συμπίπτει με το αγαθό, καθώς ο Πλάτωνας υποστηρίζει μια νοησιαρχική ηθική, δηλαδή η γνώση της αλήθειας δεν
μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του αγαθού. Σύμφωνα με το σχόλιο
του σχολικού εγχειριδίου, ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για τον όρο «αγαθό», που είναι από τους
βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς.

«Ἀγαθὸν» πάντως είναι:


α. το «εἶναι» και ό,τι διατηρεί το «εἶναι»,

β. η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα,

γ. ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη.

Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Πάντως,
ήδη στην αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθὸν» ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό.

 ΑΣΚΗΣΗ 7

Εκφώνηση

Ποιους χαρακτηρισμούς δίνει ο Πλάτωνας στο αγαθό; Να δώσετε και παραπομπές από το κείμενό σας.

Απάντηση

Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου ο Πλάτωνας, διά στόματος Σωκράτη, θα χαρακτηρίσει το αγαθό ως εξής:
α. το αγαθό είναι η μεγαλύτερη αξία («μέγιστον μάθημα»), αφού αυτό πρέπει να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και
κυρίως όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας,

β. το αγαθό μπορεί να προσεγγιστεί και να το θεαθεί ο άνθρωπος, όχι βέβαια με τις αισθήσεις αλλά με την καθαρή
νόηση («ἀφικέσθαι», «ἰδεῖν», «ἴδωσι»),

γ. η κατάκτησή του είναι δύσκολη και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα («ἀναβῆναι», «ἀνάβασιν»,
«ἀναβάντες»). Πρόκειται για μια ανοδική πορεία που οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη γνώση και διάπλαση ήθους.
Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την
παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.

 ΑΣΚΗΣΗ 8

Εκφώνηση

Να συγκρίνετε την έννοια του αγαθού στον Πλάτωνα με την έννοια της αρετής στο ακόλουθο ποίημα του Σιμωνίδη
του Κείου:

Η ΑΡΕΤΗ
Ένας λόγος λέει: Σε βράχια
η Αρετή δυσκολοπάτητα φωλιάζει
κι έναν τόπο θείο και πάναγνο αφεντεύει˙
δεν μπορούν του καθενός θνητού τα μάτια
να τη δουν˙ την αντικρίζει μόνο εκείνος
που από μέσα του ο ιδρώτας, σπαραγμός
της καρδιάς του, θ’ αναβρύσει,
μόνο εκείνος που ως τ’ ακρόκορφο θα φτάσει
της αντρείας.

Απάντηση

Στο ποίημα του Σιμωνίδη του Κείου η Αρετή σχεδόν ταυτίζεται με το αγαθό του Πλάτωνα. Συγκεκριμένα,
παρατηρούμε τις εξής ομοιότητες:

α. η Αρετή παρουσιάζεται σχεδόν θεοποιημένη όπως και το αγαθό (έναν τόπο θείο και πάναγνο αφεντεύει – μέγιστον
μάθημα),
β. και η Αρετή και το αγαθό δύσκολα προσεγγίζονται («σε βράχια δυσκολοπάτητα φωλιάζει - ἀναβῆναι, ἀνάβασιν,
ἀναβάντες),
γ. δεν μπορεί ο καθένας να αντικρίσει την Αρετή όπως άλλωστε και το αγαθό (δεν μπορούν του καθενός θνητού τα
μάτια να τη δουν – βελτίστας φύσεις).

 ΑΣΚΗΣΗ 9

Εκφώνηση

Ποια σημασία έχει η λέξη «παιδεία» στο έργο του Πλάτωνα;

Απάντηση

Αρχική σημασία της λέξης είναι αυτό που πρέπει να μάθει το παιδί, η ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Από
τον 5ο, όμως, αιώνα και εξής ως όρος της παιδαγωγικής δηλώνει τη γενική καλλιέργεια (σωματική και πνευματική),
που αποτελεί προνόμιο μόνο του ανθρώπου (γι’ αυτό άλλωστε και στα λατινικά αποδίδεται με τον όρο humanitas).
Βάση της παιδείας είναι για τον Πλάτωνα η μουσική (λογοτεχνία, τραγούδι, καλλιέργεια της καλλιτεχνικής
ευαισθησίας) και γυμναστική. Παίδευση είναι η πορεία προς την παιδεία (Πλατ. Όροι 410:παίδευσις παιδείας
παράδοσις). Συγκεκριμένα για τον Πλάτωνα παιδεία είναι η στροφή της ψυχής προς την ιδέα του αγαθού, η δύσκολη
πορεία από την άγνοια στη γνώση. Σε άλλο σημείο της Πολιτείας ο Πλάτωνας αναφέρει ότι η παιδεία παρέχεται για το
σώμα με τη γυμναστική και για την ψυχή με τη μουσική.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η παιδεία έχει τεράστια σημασία για τον φιλόσοφο και αποτελεί απαραίτητη
προϋπόθεση για να λειτουργήσει σωστά η πολιτεία. Ένας πεπαιδευμένος πολιτικός ηγέτης μπορεί να καθοδηγήσει
σωστά τους πολίτες και να συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης και την κατάκτηση της ευτυχίας. Ένας
πεπαιδευμένος πολίτης, από την άλλη, μπορεί με τη σωστή καθοδήγηση να μάθει να τηρεί τους νόμους, να συμβιώνει
αρμονικά με τους συμπολίτες του, να δείχνει σεβασμό στο πρόσωπό τους και να συνεργάζεται εποικοδομητικά.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Να δώσετε τα αντώνυμα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά διατηρώντας το γένος, τον αριθμό και την
πτώση: ἀπαιδεύτους, ἀληθείας, ἀπείρους, τέλους, βίῳ, βελτίστας, μέγιστον, ἀνάβασιν, ἐπιτρέπειν, μετέχειν.

Λύση

ἀπαιδεύτους ≠ πεπαιδευμένους
ἀληθείας ≠ ψεύδους
ἀπείρους ≠ ἐμπείρους
τέλους ≠ ἀρχῆς
βίῳ ≠ θανάτου, μόρου, τελευτῆς
βελτίστας ≠ χειρίστας
μέγιστον ≠ ἐλάχιστον
ἀνάβασιν ≠ κατάβασιν
ἐπιτρέπειν ≠ εἴργειν, κωλύειν, ἀπαγορεύειν
μετέχειν ≠ ἀπέχειν

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Να δώσετε συνώνυμα για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις στα αρχαία ελληνικά: ἱκανῶς, ἡγούμενοι, ἔφαμεν,
ἐπιτρέπειν, ἐθέλειν, μετέχειν.

Λύση

ἱκανῶς = ἐπαρκῶς
ἡγούμενοι = νομιζόμενοι, οἰόμενοι, ὑπολαμβανόμενοι, δοκοῦντες
ἔφαμεν = ἐλέγομεν
ἐπιτρέπειν = ἐᾶν, ἀφιέναι
ἐθέλειν = βούλεσθαι, ἐπιθυμεῖν
μετέχειν = μετεῖναι, κοινωνεῖν

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να δώσετε από δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: προειρημένων, ἀπαιδεύτους,
πράξουσιν, μάθημα, ἀνάβασιν.

Λύση

προειρημένων: ρήση, ρητό


ἀπαιδεύτους: παιδεία, εκπαίδευση
πράξουσιν: βιαιοπραγία, άπρακτος
μάθημα: μαθητής, μάθηση
ἀνάβασιν: βήμα, βατήρας

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις της Α στήλης με τις ετυμολογικά συγγενείς τους από τη δεύτερη στήλη:
Α Β

ἔργον βωμούς

τιμῶν ποιότητα

ἰδεῖν πάρεργο

ἀνάβασιν σχέση

μετέχειν κάτοπτρο

ποῖον εντιμότητα

Λύση

ἔργον - πάρεργο
τιμῶν - εντιμότητα
ἰδεῖν - κάτοπτρο
ἀνάβασιν - βωμούς
μετέχειν - σχέση
ποῖον - ποιότητα
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ενότητα 13η (519d-520a) - Η αλληγορία του σπηλαίου. Ο ηθικός εξαναγκασμός των φιλοσόφων

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ 12 ΚΑΙ 13

Στην προηγούμενη ενότητα ο Σωκράτης υποστήριξε ότι ο άνθρωπος της αληθινής γνώσης οφείλει να επιστρέψει πάλι
στη σπηλιά για να συμβάλει στη μεταβολή της πολιτείας προς το αγαθό. Αφού επεσήμανε την αναγκαιότητα της
παιδείας και προσδιόρισε το περιεχόμενό της ως «ὀρθῆς περιαγωγῆς τῆς ψυχῆς», θεώρησε ότι η ολοκλήρωση της
γνωστικής πορείας του φωτισμένου ανθρώπου είναι να συνδυάσει τον θεωρητικό βίο με τον βίο της πράξης. Έτσι οι
φιλόσοφοι οφείλουν να συνθέτουν τη θεωρία και τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις με την πράξη και την πολιτική
δράση.
Σ’ αυτή την ενότητα ο Σωκράτης εξετάζει την αντίρρηση του Γλαύκωνα για το κατά πόσο είναι δίκαιο να
αναγκάσουμε τους φιλοσόφους να ασκήσουν την εξουσία στην πόλη, εφόσον δεν το θέλουν, για να καταλήξει στον
ηθικό εξαναγκασμό των πνευματικών ανθρώπων να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο σύνολο.

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ. Ο ΗΘΙΚΟΣ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Η αντίρρηση του Ἔπειτ', ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;
Γλαύκωνα για τον
ηθικό εξαναγκασμό
των φιλοσόφων

Ο σκοπός του Νόμου: Ἐπελάθου, ἦν δ' ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει
η ευτυχία της πόλης διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ' ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι,
στο σύνολό της

Οι λειτουργίες του
νόμου για την
ευτυχία του συνόλου:

Η κοινωνική συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκη,


λειτουργία

Η οικονομική ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν
λειτουργία
καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος
Η παιδαγωγική και βούλεται, ἀλλ' ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως. Ἀληθῆ, ἔφη·
πολιτική λειτουργία ἐπελαθόμην γάρ.

Δικαιολογημένος ο Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ' ἀδικήσομεν τοὺς παρ' ἡμῖν φιλοσόφους
ηθικός εξαναγκασμός γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί
των φιλοσόφων τε καὶ φυλάττειν.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Γλαύκων: Έπειτα (μα πώς), είπε, θα αδικήσουμε αυτούς και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατόν σ’
αυτούς (να ζουν) καλύτερα;

Σωκράτης: Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ, ότι ο νόμος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, πώς δηλαδή μια συγκεκριμένη
κοινωνική τάξη θα ευτυχήσει υπερβολικά μέσα στην πόλη, αλλά προσπαθεί να βρει τρόπο να επιτευχθεί αυτό για
ολόκληρη την πόλη, ενώνοντας σε ένα αρμονικό σύνολο τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντας να
μοιράζονται μεταξύ τους την ωφέλεια την οποία ο καθένας είναι σε θέση να προσφέρει στο σύνολο και ο ίδιος
διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήνει να πηγαίνουν, όπου θέλει ο καθένας, αλλά
για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος ως δεσμούς που ενώνουν την πόλη.

Γλαύκων: Αλήθεια, είπε˙ πραγματικά το ξέχασα.

Σωκράτης: Σκέψου λοιπόν, είπα, Γλαύκων, ότι δεν θα αδικήσουμε όσους γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας, αλλά
δίκαια θα μιλήσουμε προς αυτούς, πείθοντάς τους με επιχειρήματα και να φροντίζουν και να προστατεύουν τους
άλλους.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 121)

εὖ πράττω ≠ κακῶς πράττω = ευτυχώ ≠ δυστυχώ

μηχανᾶται < μηχανάομαι-ῶμαι = προσπαθεί να βρει τρόπο

συναρμόττω = ενώνω σε αρμονικό σύνολο

ἀνάγκη = βία, εξαναγκασμός

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ἔφη < φημί: απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση,
κατάφαση, καταφατικός, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία.

ἀδικήσομεν < ἀδικῶ: αδικαιολόγητος, αδικαίωτος, αδίκημα, αδικητής, αδικία, αδικοπραγία, άδικος, αδίκως, αντιδικία,
αντίδικος, δικαιοσύνη, εκδικητής.

ποιήσομεν < ποιῶ: αποίητος, αχειροποίητος, ηχοποίητος, θεοποίητος, ποίημα, ποίηση, ποιητής, προσποιητός.

ζῆν < ζήω - ζῶ: ζήση, ζωή, ζωηρός, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοδόχος, ζωοκτόνος, ζωόμορφος,
ζωόφιλος, ζώπυρο, ζωτικός, ζωφόρος.

ἐπελάθου, ἐπελαθόμην < ἐπὶ + λανθάνομαι: αλάθητος, αλήθεια, άληστος, αναληθής, επιλήσμων, λάθος, λάθρα,
λαθραίος, λαθρεμπόριο, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λήθαργος, λήθη, λησμονιά, λησμοσύνη.

νόμῳ < νέμω: άνομος, αστυνόμος, δασονόμος, διανομή, εξοικονόμηση, ευνομία, κατανομή, νομή, νομικός, νόμιμος,
νομιμότητα, νόμισμα, νομοθέτης, νομός, νόμος, νομοσχέδιο, νομοταγής, νομοτέλεια, οικονομία, παιδονόμος,
παρανομία, παράνομος, στρατονόμος, ταξινόμηση, υγειονομία.

μέλει: αμέλεια, αμελής, επιμελής, επιμελητήριο, μελέτη, μελέτημα, μελετηρός, μελετητής, μέλημα, μεταμέλεια.

ἐγγενέσθαι < ἐν + γίγνομαι (θ. γεν- > γον-, γα-, με ποιοτική μεταβολή > γενε- με πρόσφυμα ε > γενη- με έκταση. Ο
ενεστώτας προέκυψε από ενεστωτικό αναδιπλασιασμό γι- + γεν > με συγκοπή > γι-γν-ομαι): γεγονός, γενεά,
γενέθλιος, γένεση, γενέτειρα, γενετήσιος, γενετικός, γενιά, γενικός, γέννηση, γηγενής, γονέας, γονή, γονίδιο, γονικός,
γονιμοποίηση, γόνιμος, γονιμότητα, γόνος, γονότυπος, γυνή, εγγενής, εγγονός, νεογνό, γνήσιος, συγγενής,
υπογονιμότητα.

πράξει < πράττω: άπρακτος, εμπράγματος, πολυπράγμων, πράγμα, πραγματικός, πραγματογνώμονας,


πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνωσία, πρακτικό, πράξη, πραξικόπημα.

μηχανᾶται < μηχανῶμαι: αμήχανος, βιομηχανία, βιομηχανικός, βιομήχανος, μηχανή, μηχάνημα, μηχανικά,
μηχανικός.

συναρμόττων < συναρμόττω < συν + ἁρμόττω: αρμολογία, αρμονία, αρμονικός, αρμός, δυσαρμονία, συναρμογή,
φυσαρμόνικα.

πειθοῖ < πείθω: πειθαναγκασμός, πειθαρχία, πειθήνιος, πεισιθάνατος, πείσμα, πεισματάρης, πειστήριο, πειστικός,
πιθανός, πιθανότητα, πίστη, πιστός.

μεταδιδόναι < μετὰ + δίδωμι: αιμοδότης, ανέκδοτος, ανένδοτος, αποδοτικός, δόση, δοσίλογος, δόσιμο, δοσολογία,
δότης, δωρεά, δώρο, δωροδοκία, δωροθέτης, έκδοση, εκδότης, εκδοτικός, ενδοτικός, ηλεκτροδότηση, καταδότης,
λογοδοσία, μετάδοση, μεταδοτικός, μισθοδοσία, παράδοση, παραδοτέος, πληροφοριοδότης, προδότης, σηματοδότης,
φωτοδότης.

ἀφιῇ < ἀπὸ + ἵημι: άνεση, άνετος, άφεση, αφετηρία, δίεση, εγκάθετος, ένεση, ενέσιμος, ενετός, έφεση, εφετείο, εφέτης,
καθετήρας, κάθετος, καθέτως, σύνεση, συνετός, χειραφετημένος, χειραφέτηση.

βούλεται < βούλομαι: αβουλησία, αβούλητος, άβουλος, βουλή, βούλημα, βούληση, βουλησιαρχία.

καταχρῆται < καταχρῶμαι < κατὰ + χρῶμαι: άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, καταχραστής, κατάχρηση,
καταχρηστικός, χρεία, χρέος, χρήμα, χρηματιστήριο, χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, χρηστός, χρηστότητα.

σκέψαι < σκοπῶ / σκοποῦμαι: ανασκόπηση, άσκοπος, επισκεπτήριο, επίσκεψη, επισκοπή, επισκόπηση, επίσκοπος,
σκεπτικός, σκέψη, σκοπιά, σκόπιμος, σκοπός.
εἶπον: άλογος, αναντίλεκτα, αντίρρηση, απόρρητος, άρρητος, ειρήνη, έπος, επύλλιο, καλλιέπεια, λέξη, λέξημα, λεξικό,
λογάριθμος, λογάς, λογικός, λόγος, λογύδριο, ρήμα, ρήση, ρητό, ρήτορας, ρήτρα.

προσαναγκάζοντες < προσαναγκάζω < πρὸς + ἀναγκάζω: αναγκαίο, αναγκαιότητα, αναγκαστικά, αναγκαστικός,
ανάγκη, εξαναγκασμός.

ἐπιμελεῖσθαι < ἐπιμελοῦμαι < ἐπιμελής < ἐπὶ + μέλομαι: επιμέλεια, επιμελημένος, επιμελής, επιμελητεία,
επιμελητηριακός, επιμελητήριο, επιμελητής, επιμελήτρια, επιμελώς.

φυλάττειν < φυλάττω: αποφυλάκιση, αφύλακτος, προφυλακτήρας, προφυλακτικός, προφύλαξη, φύλαγμα,


φυλαγμένος, φύλακας, φυλακή, φυλακισμένος, φυλακτό.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Γλαύκων αντιτίθεται στην άποψη του Σωκράτη ότι πρέπει να εξαναγκαστούν οι φιλόσοφοι να αναλάβουν τη
διακυβέρνηση της πολιτείας, ενώ δεν το θέλουν, γιατί θεωρεί ότι είναι άδικο γι’ αυτούς να ζουν δυστυχισμένοι, ενώ
μπορούν να ζουν ευτυχισμένοι, με βάση τις δικές τους επιλογές. Ο Σωκράτης, από την άλλη, έρχεται να απαντήσει
στην ένσταση του Γλαύκωνα λέγοντας ότι στόχος του νόμου είναι η ευτυχία όλων των πολιτών και όχι μόνο μιας
κοινωνικής ομάδας. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ρόλος του νόμου είναι να συνενώνει αρμονικά τους πολίτες με
την πειθώ και τη βία, να κάνει όλους τους πολίτες να συνεισφέρουν στο κοινό καλό και να διαμορφώνει πολίτες
τέτοιους που θα εξασφαλίζουν τη συνοχή της πολιτείας. Επομένως, καταλήγει ο Σωκράτης, η λογική και ο δίκαιος
καταμερισμός των εργασιών στη δίκαιη πολιτεία υπαγορεύουν στους φιλοσόφους το χρέος τους, και κατά συνέπεια
δεν θα αδικηθούν οι φιλόσοφοι αν αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας, αφού θα ενεργούν για το συμφέρον του
κοινωνικού συνόλου.

Θεματική οργάνωση της ενότητας


Α) «Ἔπειτ', ἔφη, … ὂν ἄμεινον;» Η αντίρρηση του Γλαύκωνα: είναι άδικο οι φιλόσοφοι να γίνουν «υπηρέτες» των
δεσμωτών.
Β) «Ἐπελάθου, ἦν δ' ἐγώ,… ἐπελαθόμην γάρ.» Ο σκοπός του Νόμου στην πόλη είναι η ευτυχία του συνόλου.
Γ) «Σκέψαι τοίνυν,… ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν.» Δικαιολογημένος ο ηθικός εξαναγκασμός των φιλοσόφων.

Ερμηνευτικά σχόλια

Α. «Ἔπειτ', ἔφη, … ὂν ἄμεινον;» Η ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ ΤΟΥ ΓΛΑΥΚΩΝΑ: ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΟ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ
«ΥΠΗΡΕΤΕΣ» ΤΩΝ ΔΕΣΜΩΤΩΝ

Ο Γλαύκωνας αναρωτιέται με έντονη έκπληξη αν είναι δίκαιο για τους φιλοσόφους να εξαναγκαστούν να ασκήσουν
την εξουσία στην πόλη, ενώ δεν το επιθυμούν. Κατά τη γνώμη του, αυτό δεν είναι δίκαιο, γιατί, αν απαρνηθούν τις
φιλοσοφικές τους αναζητήσεις και τη γαλήνια ζωή τους για να ασχοληθούν με τα κοινά, θα γίνουν δυστυχισμένοι. Ο
Γλαύκων, λοιπόν, βλέπει το δίκαιο από τη σκοπιά του ατομικού συμφέροντος και θεωρεί ότι είναι άδικο να
παραγνωρίζεται η επιθυμία του ατόμου υπέρ της δικαιοσύνης. Άλλωστε, κατά τον Γλαύκωνα, όπως αναφέρεται και
στην εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου, η δικαιοσύνη είναι μια υποκριτική κοινωνική σύμβαση που επιβάλλεται από
τους πολλούς για την αυτοπροστασία τους. Επανέρχεται από τον Γλαύκωνα εδώ το ζήτημα που έχει θέσει και στο
360C της Πολιτείας, Το δακτυλίδι του Γύγη: «Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει πως η αδικία τον ωφελεί ως άτομο πολύ
περισσότερο από τη δικαιοσύνη». Ο Γλαύκωνας εκφράζοντας μια ατομοκεντρική αντίληψη αδυνατεί να δει τη γνώση
ως προϋπόθεση υπέρβασης της ατομικής συνείδησης προς την κατεύθυνση της κοινωνικής συνείδησης και της
αναγνώρισης της σχετικής προτεραιότητας που έχει το καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας σε σχέση με το
άτομο.

Β. «Ἐπελάθου, ἦν δ' ἐγώ,… ἐπελαθόμην γάρ.» Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ
ΣΥΝΟΛΟΥ

1. «Ἐπελάθου πάλιν, ὦ φίλε»

Ο Σωκράτης αναφέρεται σε προηγούμενο σημείο του διαλόγου (466α), όπου συζήτησαν την κατηγορία του
Αδείμαντου (419α), ότι δηλαδή οι φύλακες αν και θα κατέχουν την εξουσία στην πολιτεία δεν θα απολαμβάνουν
αγαθά, όπως σπίτια, κτήματα και πλούτη, ούτε θα μπορούν να φιλοξενούν φίλους ούτε να απολαμβάνουν
διασκεδάσεις. Εκεί, ο Γλαύκων είχε δεχτεί ότι σκοπός της ιδεώδους πολιτείας δεν είναι να κάνει μόνο μία τάξη
ευτυχισμένη, αλλά ολόκληρη την πόλη.

2. «ὅτι νόμῳ … ἐγγενέσθαι»: η θέση του Σωκράτη

Ο Σωκράτης αντικρούει την άποψη του Γλαύκωνα και του υπενθυμίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός του
νόμου, τον οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας.
Βλέπει, λοιπόν, το δίκαιο από τη σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος και εκφράζει κοινωνιοκεντρικές
αντιλήψεις για την πολιτική οργάνωση της πόλης - κράτους. Συλλαμβάνει ο Σωκράτης την ουσία της ένστασης
του Γλαύκωνα και απαντά προβάλλοντας το γενικό καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό
επιβαλλόμενο από τον Νόμο.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η πολύ μεγάλη σημασία που είχε ο νόμος για τον Πλάτωνα, κάτι που
φαίνεται και στον διάλογο Κρίτων. Εκεί, ο νόμος προσωποποιείται και συνδιαλέγεται με τον Σωκράτη. Ο μύθος
αυτός εκφράζει τη θεμελιώδη θεωρία του «Κοινωνικού συμβολαίου». Σύμφωνα με αυτό, κάθε πολίτης που
νοιάζεται για την πόλη του οφείλει να τηρεί τους νόμους και να παραμερίζει το προσωπικό του συμφέρον, για να
εξασφαλίσει τη συνοχή και την ομαλή συμβίωση μέσα σ’ αυτή. Αυτή τη στάση, άλλωστε, ακολούθησε μέχρι το
τέλος της ζωής του και ο ίδιος ο Σωκράτης και το ίδιο θεωρεί ότι πρέπει να κάνουν και οι φιλόσοφοι.

3. Η τριπλή λειτουργία του Νόμου για την επίτευξη της ευδαιμονίας του συνόλου

Ο Σωκράτης στην απάντησή του στην ένσταση του Γλαύκωνα προσωποποιεί τον Νόμο και του αποδίδει τρεις
βασικές λειτουργίες του με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Χρησιμοποιεί τρεις
μετοχές«συναρμόττων, ποιῶν και ἐμποιῶν» για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες –
προϋποθέσεις για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της πόλης.

α. «συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»

Με το πρώτο μετοχικό σύνολο ο Πλάτωνας προβάλλει την κοινωνική λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται
η κοινωνική συναρμογή των πολιτών.

Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή
του κατώτερου μέρους στο ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το τελευταίο
στο «λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα
οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην
ευδαιμονία. Αν όμως ο πολίτης είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης δεν είναι σε
θέση να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις
υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του σωφρονέστερου (βλέπε εισαγωγή σχολικού εγχειριδίου).

Έτσι, ο νόμος, προκειμένου να πείσει τους πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν, ώστε να επέλθει η κοινωνική
αρμονία, χρησιμοποιεί την πειθώ και τη βία (Πλάτων, Νόμοι, 722b: ο άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με
τη βία). Ο νόμος εναρμονίζει τους πολίτες χρησιμοποιώντας την πειθώ, την εκούσια δηλαδή υπακοή των πολιτών
στις επιταγές του, και τον εξαναγκασμό, δηλαδή τη δύναμη των κυρώσεων που διαθέτει.

Με την πειθώ, με τη χρήση, δηλαδή, λογικών επιχειρημάτων, την προβολή υγιών προτύπων και με την παιδεία
οφείλουν οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να παραμερίσουν το προσωπικό τους
συμφέρον και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι ό,τι είναι δυνατόν στην πολιτεία. Η μέθοδος αυτή
απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες.

Υπάρχουν, όμως, πολίτες και μέλη της κοινωνίας, οι οποίοι δεν πείθονται με τον λόγο. Σ’ αυτούς επιβάλλεται
η βία. Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Η
μέθοδος αυτή απευθύνεται, κυρίως, στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», στον οποίο ο φιλόσοφος-νομοθέτης την
εφαρμόζει, αλλά επιβάλλει και στους πολίτες, αν εκείνοι πολυπραγμονούν, καταναγκαστικά, υποχρεωτικά
μέτρα για τη συμμόρφωσή τους στο πνεύμα της δικαιοσύνης, όπως και στους πεπαιδευμένους, που δεν έχουν
συνετιστεί με την πειθώ, και στους άρχοντες, που είναι υποχρεωμένοι να ζουν με λιτότητα και ευσυνειδησία,
ώστε να εκλείψει η διαφθορά από τον δημόσιο βίο. Αυτός ο λιτός και ευσυνείδητος τρόπος ζωής αναφέρθηκε και
στην εισαγωγή του βιβλίου μας: τόσο οι φύλακες όσο και οι φιλόσοφοι-βασιλείς στο πλαίσιο της ιδανικής
πολιτείας δεν έχουν προσωπική περιουσία, πολυτελείς κατοικίες, ούτε καν οικογένεια, για να είναι απερίσπαστοι
στο λειτούργημά τους. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο νόμος οφείλει να αποβλέπει στην ευδαιμονία όλης της πόλης
και να υποχρεώνει τους Αγαθούς να ασκήσουν την εξουσία.

β. «ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν»

Με το δεύτερο μετοχικό σύνολο ο Σωκράτης αποδίδει στον Νόμο οικονομική λειτουργία. Ο Νόμος κατοχυρώνει
μια από τις βασικές ιδρυτικές αρχές της πόλης, τον καταμερισμό της εργασίας, με τον οποίο κατακτάται η
αυτάρκεια. Έτσι, αν το άτομο είναι φύσει ενδεές, με την κοινωνική του συναρμογή γίνεται αύταρκες χάρη στην
αυτάρκεια που αποκτά η κοινότητα με τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη
με βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών
του αναγκών, αλλά και στις ανάγκες των συμπολιτών του, με στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιμονία. Έτσι,
μεταξύ των πολιτών καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και
αλληλεγγύης.

γ. «καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν … ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως»

Με το τρίτο μετοχικό σύνολο δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του Νόμου, ο οποίος έχει χρέος
να διαπλάθει ανθρώπους ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ο
Νόμος από τη μια να περιορίσει την ατομική επιθυμία, ώστε να τιθασευτεί η βούληση από τον Λόγο, και από την
άλλη να κατευθύνει την πολιτική κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Νόμος υπηρετεί τον τελικό
σκοπό της ευδαιμονίας του συνόλου και επιχειρώντας να υπαγάγει την ατομική επιθυμία στην αναγκαιότητα
της κοινωνικής συναρμογής και της πολιτικής ευταξίας. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Νόμος καλλιεργεί την
κοινωνικότητα και ακόμη περισσότερο αναδεικνύει τους αγαθούς πολίτες σε πολιτικούς ηγέτες που
επιφορτίζονται με τη διατήρηση της συνοχής της πόλης. Τέλος, ο νόμος θέτει όρια και περιορισμούς στη
συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν
τη συνοχή της πόλης.

Γενικός χαρακτηρισμός του νόμου

Ο Πλάτωνας στον υποστηρικτικό του λόγο για την αναγκαιότητα του ηθικού εξαναγκασμού του φιλοσόφου να
ασκήσει πολιτική εξουσία αναφέρεται στον νόμο. Ο νόμος παρουσιάζεται ως βασική αρχή της πολιτικής
συμβίωσης, προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος της αταξίας και του χάους που αναιρεί τις δυνατότητες της
δίκαιης πολιτείας. Έτσι η κοινωνία παρουσιάζεται ως ένα σύνολο ανθρώπων αυτοτελές, αύταρκες, διαχρονικό
και οργανωμένο όπου αναπτύσσεται συμμετρικά η ατομική και κοινωνική διάσταση του ανθρώπου. Ο νόμος, με
άλλα λόγια, είναι η αναγκαιότητα που επιβάλλει την εναρμόνιση της ατομικότητας και της συλλογικότητας
μέσα στην κοινωνία. Εγγυητής και διεκπεραιωτής αυτής της αναγκαιότητας καθίσταται ο φιλόσοφος.
Κρίνοντας από τις λειτουργίες που επιτελεί και τα μέσα (πειθώ-βία, κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αγωγή
αυτοπεριορισμού), που χρησιμοποιεί ο νόμος για να πείσει τους πολίτες πως είναι σωστό και αναγκαίο να
υπακούουν σ’ αυτόν, συμπεραίνουμε ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να συμβιβάσει το γενικό καλό με το ατομικό,
από την οπτική μιας ολιστικής και κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου, στο οποίο
εξασφαλίζεται η αξιοκρατία και η αμεροληψία. Αυτή η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων
δεν ταιριάζει σε δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους μελετητές, η προτεραιότητα της πόλης έναντι του ατόμου συνιστά μια
ολοκληρωτική αρχή, επειδή ενδέχεται το κράτος να είναι ισχυρό, αλλά οι πολίτες του δυστυχείς. Πρέπει, βέβαια,
να επισημάνουμε ότι οι προθέσεις του είναι αγαθές, αφού απώτερος στόχος του νόμου είναι η χρήση κάθε μέσου
για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για τον
Πλάτωνα ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική ευτυχία στη ζωή, αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειές του ο
πολίτης καθιστά τους άλλους ευδαίμονες. Ο νόμος, λοιπόν, λειτουργεί ως απρόσωπος και ψυχρός άρχοντας, δρα
αντικειμενικά, χωρίς να παρεκκλίνει από τον ορθό τρόπο διακυβέρνησης. Ρόλος του είναι να ρυθμίσει με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο τις λειτουργίες του κράτους, ώστε να επιτευχθεί η αρμονική και ομαλή συμβίωση των
πολιτών με υψηλό βαθμό αλτρουισμού. Παρουσιάζεται, δηλαδή, ως ιδανικός ηγέτης της ιδανικής πολιτείας.

Γ. «Σκέψαι τοίνυν,… ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν.» ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΗΘΙΚΟΣ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΩΝ


ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ

Σ’ αυτό το σημείο, διατυπώνεται το συμπέρασμα του Σωκράτη. Δικαιολογεί την άποψή του ότι οι φιλόσοφοι δεν πρέπει
να αφήνονται να κάνουν τη ζωή που έχουν επιλέξει, μένοντας μακριά από τα κοινά: έχουν καθήκον, εφόσον έχουν
εκπαιδευτεί κατάλληλα γι’ αυτό, να θυσιάσουν την προσωπική τους ευτυχία και να προσφέρουν ό,τι είναι δυνατόν για
το καλό ολόκληρης της πολιτείας. Άλλωστε, με βάση τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας οι φιλόσοφοι, επειδή
έχουν οδηγηθεί στην αλήθεια, τους αναλογεί η υψηλότερη θέση «εργασίας», αυτή του άρχοντα, κατά τη λογική
ακριβώς που η κατάταξη των ανθρώπων στις άλλες τάξεις εξαρτάται επίσης από τις επιδόσεις τους στην παιδεία που
τους παρέχει η ιδανική πολιτεία. Κατά συνέπεια, οι φιλόσοφοι έχουν ηθικό και σύννομο χρέος να υπηρετήσουν το
σύνολο, γιατί αυτό αντιστοιχεί στα γνωρίσματά τους και η καταξίωση της πνευματικής τους καλλιέργειας συμβαίνει
μόνο με την άσκηση της πολιτικής τέχνης ως ανώτερης όλων των άλλων και υπηρετικής του συνόλου.

Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη

Με δεδομένα τα τελευταία σχόλια του Σωκράτη για τον ηθικό εξαναγκασμό των φιλοσόφων, μπορούμε να δούμε δύο
κύριες τάσεις να διαμορφώνονται στην κριτική της σωκρατικής θέσης και επιχειρηματολογίας.

Α) Από τη μια η σωκρατική θέση και επιχειρηματολογία δικαιώνεται με την οπτική εκείνων που θεωρούν ότι η
ευδαιμονία και η πληρότητα του ανθρώπου δεν συνδέεται αναγκαστικά με τον άνετο, ανέμελο και χωρίς ευθύνες βίο.
Αντίθετα, αποδέχονται ότι για όσους δοκίμασαν την ευδαιμονία της Ιδέας και της αλήθειας, η άσκηση πολιτικής
ηγεσίας, η κάθοδος στις σκιές της σπηλιάς, είναι θυσία και πόνος. Παρόλα αυτά όμως δέχονται την πολιτική ηγεσία
και την μοιράζονται με τους άξιους, όχι από πάθος, ματαιοδοξία και συμφέρον, αλλά από βαθιά συναίσθηση
καθήκοντος και αποστολής. Το καθήκον και η συνείδηση μιας ανώτερης αποστολής, η εσωτερική επιταγή του χρέους
για την πραγματοποίηση της Ιδέας, αυτά τους τοποθετούν στην κορυφή της πολιτείας και συνάμα τους καθιστούν
ανυποχώρητους και άτεγκτους σε ό,τι δεν υπηρετεί την Ιδέα και δεν προάγει την αξιοκρατία και τον τελικό σκοπό της
ευδαιμονίας της πόλης συνολικά.

Β) Από την άλλη η άποψή του ότι πρέπει να εξαναγκαστούν οι φιλόσοφοι να αναλάβουν τα ηνία της πόλης με στόχο
το συμφέρον του συνόλου δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, αφού, αν εφαρμοστεί, δεν γίνεται σεβαστή η βούληση μιας
μερίδας πολιτών, των φιλοσόφων. Πρώτος ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι ο σωκρατικός συλλογισμός
χαρακτηρίζεται από αντίφαση, καθώς δεν είναι δυνατόν η ιδανική πολιτεία να ευαγγελίζεται την ευδαιμονία όλων
των πολιτών και την ίδια στιγμή να κάνει τους φιλοσόφους δυστυχισμένους αναθέτοντάς τους την πολιτική ηγεσία.
Με άλλα λόγια δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία μέσα στο κράτος χωρίς την προσωπική ευδαιμονία του κάθε πολίτη.
ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΑΝΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Ανασύνθεση του περιεχομένου των ενοτήτων 11, 12 και 13

Η αλληγορία του σπηλαίου συμβολίζει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει στις προηγούμενες ενότητες, την προσπάθεια του
ανθρώπου να βγει από την άγνοια και την πλάνη στο φως της γνώσης και της αλήθειας, στην αναζήτηση των όρων
της τέλειας πολιτείας. Η παιδεία είναι συναρτημένη με τη δικαιοσύνη, γιατί προϋπόθεση της δίκαιης πολιτείας είναι η
δίκαιη ψυχή, που γίνεται δίκαιη, όταν κατακτήσει την ιδέα του δικαίου. Η γνωστική αυτή κατάκτηση προϋποθέτει την
παιδεία, φορείς της οποίας είναι οι άρχοντες και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας. Η ορθή άσκηση της εξουσίας
εξασφαλίζει τη σωστή παιδεία που είναι απαραίτητη για τη διάπλαση της δίκαιης ψυχής. Η ορθή άσκηση της εξουσίας
μπορεί να γίνει μόνο από όσους έχουν κατακτήσει την ιδέα της δικαιοσύνης, γιατί μόνο αυτοί μπορούν να
ικανοποιήσουν τους όρους της δίκαιης πολιτείας, δηλαδή να ασκούν την εξουσία από χρέος και εσωτερική επιταγή και
όχι από συμφέρον και υστεροβουλία. Έτσι, ο Πλάτωνας με τον ηθικό εξαναγκασμό των φιλοσόφων να ασκήσουν
πολιτικά καθήκοντα, επιχειρεί να συνθέσει τον θεωρητικό βίο με τον πρακτικό κατά τη λογική ότι ο άνθρωπος που
θεάται την ιδέα του αγαθού δεν μπορεί παρά να γίνεται και ο κήρυκάς της και ο εργάτης της. Συνεπώς, είναι
καθοριστική η σημασία της παιδείας στη θέαση του Αγαθού, στην τελείωση του ανθρώπου στο πλαίσιο της ιδανικής
πολιτείας. Ο εκπαιδευμένος από την πόλη φιλόσοφος, που αντίκρισε την αλήθεια, οφείλει να τη μεταλαμπαδεύσει και
στους υπόλοιπους και να τους οδηγήσει στην συνειδητή άσκηση της αρετής. Οφείλει να αναλάβει τη διακυβέρνηση της
πόλης, γιατί μόνο έτσι αυτή η πολιτεία θα χαρακτηρίζεται από τις αρχές της σοφίας, της ανδρείας, της σωφροσύνης
και της δικαιοσύνης και θα πραγματώνει τον σκοπό της που είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μέρους της.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αντιθέσεις

«χεῖρον ≠ ἄμεινον»: η χρήση αυτής της αντίθεσης (όπως και η εναντιωματική μετοχή «δυνατὸν ὂν») εκφράζει την
έντονη αντίδραση του Γλαύκωνα.
«ἕν τι γένος ≠ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει»: υπογραμμίζεται η μέριμνα του νόμου για το όφελος και την ευδαιμονία όλων των
πολιτών.

Σχήμα κατ’ άρση και θέση


«ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει ≠ ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει … ἐγγενέσθαι»: υπογραμμίζεται ο ρόλος του νόμου να επιφέρει
ισορροπία στην πόλη.
«οὐχ ἵνα ἀφιῇ … ≠ ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται …»: τονίζεται ο ρόλος του νόμου να χρησιμοποιεί τους πολίτες ως ενωτικό
δεσμό της πόλης.
«οὐδ’ ἀδικήσομεν … ≠ ἀλλὰ δίκαια …»: απαντά στην ευθεία δισκελή ερώτηση του Γλαύκωνα: «Ἔπειτ’, ἔφη,
ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;». Έτσι, υπηρετείται η εγκυρότητα του
συλλογισμού που ανέπτυξε.

Παρατακτική σύνδεση των προτάσεων


«ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν»
«πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»
«ποιῶν μεταδιδόναι … καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν …»
«ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν»

Προσωποποίηση
Στο κείμενο παρατηρούμε την προσωποποίηση του νόμου, ώστε να φανεί ο ρόλος του, που σχολιάστηκε
προηγουμένως:
«μέλει»
«μηχανᾶται»
«συναρμόττων»
«ποιῶν»
«ἐμποιῶν»
«ἀφιῇ»
«καταχρῆται»
ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ενότητα 13η (519d-520a) - Η αλληγορία του σπηλαίου. Ο ηθικός εξαναγκασμός των φιλοσόφων

Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Πλάτ. Πολ. 347d «ἐπεὶ κινδυνεύει, πόλις ἀνδρῶν ἀγαθῶν εἰ γένοιτο, περιμάχητον ἂν εἶναι τὸ μὴ ἄρχειν, ὥσπερ νυνὶ τὸ
ἄρχειν, καὶ ἐνταῦθ’ ἂν καταφανὲς γενέσθαι ὅτι τῷ ὄντι ἀληθινὸς ἄρχων οὐ πέφυκε τὸ αὐτῷ συμφέρον σκοπεῖσθαι,
ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ».

Σχολιάστε το χωρίο σε συσχετισμό με την άποψη που διατυπώνει ο John Stuart Mill (1806-1873) στο έργο τουOn
Representative Government (Περί της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης) ότι το καταλληλότερο άτομο για να του
ανατεθεί μια εξουσία είναι εκείνο που δεν είναι καθόλου πρόθυμο να αναλάβει την εξουσία.

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 122)

Απάντηση

Μετάφραση αποσπάσματος:

Γιατί είναι πιθανότατο ότι, αν ήταν δυνατό να βρεθεί μια πολιτεία κατοικημένη από χρηστούς ανθρώπους, όλοι θα
προσπαθούσαν να έμεναν έξω από την εξουσία και τότε θα γινόταν ολοφάνερο ότι πραγματικά η ουσιαστική φύση του
αληθινού άρχοντα είναι να αποβλέπει όχι στο δικό του συμφέρον, αλλά σ’ αυτό του αρχομένου.

Αυτό που συνήθως συμβαίνει σε μια πολιτεία είναι να αναλαμβάνει κάποιος την εξουσία με σκοπό να εξυπηρετήσει
το ατομικό του συμφέρον και να γευτεί τις τιμές και τις διακρίσεις. Οι φιλόσοφοι, όμως, και οι έντιμοι γενικότερα
πολιτικοί δεν επιθυμούν να αναλάβουν την εξουσία είτε επειδή δεν διακατέχονται από τέτοιου είδους κίνητρα
(αντίθετα, τα κίνητρά τους είναι η προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο) είτε επειδή συναισθάνονται τη μεγάλη
ευθύνη και τις δυσχέρειες που επιφέρει η ενασχόληση με τα κοινά. Έτσι, σύμφωνα και με την άποψη του Μill, αυτοί
είναι οι καταλληλότεροι να αναλάβουν την ηγεσία της πόλης, καθώς η στάση τους αποδεικνύει την ευσυνειδησία και
την εντιμότητά τους και, άρα, είναι οι μόνοι κατάλληλοι να εμφυσήσουν αυτά τα ιδεώδη και στους υπόλοιπους
πολίτες, να τους φέρουν δηλαδή πιο κοντά στην ιδέα του αγαθού, που ήδη οι ίδιοι γνωρίζουν.

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Η άποψη του Πλάτωνα ότι ο νόμος πρέπει να φροντίζει ώστε η ευδαιμονία να διασφαλίζεται για ολόκληρη την πόλη,
και όχι μόνο για μια ομάδα πολιτών, βρίσκεται στην ίδια γραμμή σκέψης με την άποψη που διατυπώνει ο Περικλής
(Θουκ. ΙΙ 60): «ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν
εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. Καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος
οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν ευτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται». Ποια είναι η γνώμη σας γι’
αυτόν τον προβληματισμό;

(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 122)

Απάντηση

Μετάφραση αποσπάσματος:

Εγώ νομίζω ότι μια πολιτεία εξυπηρετεί πιο πολύ το συμφέρον των πολιτών, αν στο σύνολό της βρίσκεται σε ακμή, παρά
αν ευτυχεί σ’ αυτήν ο κάθε πολίτης, αλλά στο σύνολό της η ίδια δυστυχεί. Γιατί όσο κι αν ευτυχεί ένας πολίτης στις
ιδιωτικές του υποθέσεις, αν καταστρέφεται η πατρίδα, μαζί της ίδια χάνεται, ενώ, αν δυστυχεί σε πατρίδα που ευημερεί,
έχει πολλές ελπίδες να σωθεί.

Σύμφωνα με την άποψη του Περικλή, η ατομική ευδαιμονία είναι συνάρτηση της ευδαιμονίας του συνόλου. Αν μια
πόλη ευτυχεί και οι πολίτες της δυστυχούν, θα τους βοηθήσει ευκολότερα να σωθούν. Αν, αντίθετα, οι πολίτες
ευτυχούν και η πόλη δυστυχεί, εύλογα θα τους παρασύρει μαζί της στη δυστυχία και θα χαθούν.

Πολλοί είναι αυτοί που συμφωνούν με την άποψη του Περικλή:

α. αρχικά, την άποψη αυτή τη συναντάμε και στη γνωστή στην αρχαία Ελλάδα αλληγορία της εικόνας του σκάφους
της πολιτείας που ταξιδεύει σε τρικυμισμένη θάλασσα. Ενδεικτικά, βλέπε εισαγωγή σχολικού βιβλίου, την «Αντιγόνη»
του Σοφοκλή και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη (σχολικό βιβλίο σελ. 187). Η μοίρα του κυβερνήτη και του πληρώματος
είναι αλληλένδετη με τη μοίρα του σκάφους: ή θα σωθούν όλοι ή θα αφανιστούν όλοι.

β. την ίδια άποψη συναντάμε και στον Μακρυγιάννη: «… αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει˙
αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ‘χω, στραβός θανά είμαι».
Σε εποχές ατομικισμού και ευμάρειας, όταν το οικονομικό συμφέρον ιεραρχείται ως το σημαντικότερο, οι απόψεις
αυτές ηχούν ξεπερασμένες και ακατανόητες. Σε περιόδους κρίσεων, όμως, όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν τις αξίες
και τις επαναπροσδιορίζουν, αυτός ο πολιτικός λόγος μπορεί να αναθερμάνει τον προβληματισμό για τη σχέση μας με
τα σημαντικά και ασήμαντα της ζωής μας. Γιατί έχουμε μερίδιο πολιτικής ευθύνης για την πορεία μας. Όμως, σε
δύσκολες περιόδους, που η πολιτεία δοκιμάζεται, θα πρέπει και η ίδια να εμπνέει τον πολίτη με τα έργα της και
έμπρακτα να προνοεί για την ευημερία του (ενδεικτική απάντηση σε ερώτηση που διερευνά μια άποψη).

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Ποιες απόψεις διατυπώνονται από τον Σωκράτη και τον Γλαύκωνα για το αν είναι δίκαιος ο ηθικός εξαναγκασμός των
φιλοσόφων; Αξιολογήστε τη θέση του Σωκράτη.

Απάντηση

Ο Γλαύκωνας αναρωτιέται με έντονη έκπληξη αν είναι δίκαιο για τους φιλοσόφους να εξαναγκαστούν να ασκήσουν
την εξουσία στην πόλη, ενώ δεν το επιθυμούν. Κατά τη γνώμη του, αυτό δεν είναι δίκαιο, γιατί, αν απαρνηθούν τις
φιλοσοφικές τους αναζητήσεις και τη γαλήνια ζωή τους για να ασχοληθούν με τα κοινά, θα γίνουν δυστυχισμένοι. Ο
Γλαύκων, λοιπόν, βλέπει το δίκαιο από τη σκοπιά του ατομικού συμφέροντοςκαι θεωρεί ότι είναι άδικο να
παραγνωρίζεται η επιθυμία του ατόμου. Άλλωστε, κατά τον Γλαύκωνα, (όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του
σχολικού εγχειριδίου) η δικαιοσύνη είναι μια υποκριτική κοινωνική σύμβαση που επιβάλλεται από τους πολλούς για
την αυτοπροστασία τους. Επανέρχεται από τον Γλαύκωνα εδώ το ζήτημα που έχει θέσει και στο 360C της Πολιτείας, Το
δακτυλίδι του Γύγη: «Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει πως η αδικία τον ωφελεί ως άτομο πολύ περισσότερο από τη
δικαιοσύνη». Ο Γλαύκωνας εκφράζοντας μια ατομοκεντρική αντίληψη αδυνατεί να δει τη γνώση ως προϋπόθεση
υπέρβασης της ατομικής συνείδησης προς την κατεύθυνση της κοινωνικής συνείδησης και της αναγνώρισης της
σχετικής προτεραιότητας που έχει το καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας σε σχέση με το άτομο.

Ο Σωκράτης αντικρούει την άποψη του Γλαύκωνα και του υπενθυμίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός του Νόμου,
τον οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μόνο μιας ομάδας. Βλέπει, λοιπόν, το δίκαιο από
τη σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος και εκφράζει κοινωνιοκεντρικές αντιλήψεις για την πολιτική οργάνωση της
πόλης - κράτους. Συλλαμβάνει ο Σωκράτης την ουσία της ένστασης του Γλαύκωνα και απαντά προβάλλοντας το
γενικό καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό επιβαλλόμενο από τον Νόμο..

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η πολύ μεγάλη σημασία που είχε ο νόμος για τον Πλάτωνα, κάτι που
φαίνεται και στον διάλογο Κρίτων. Εκεί, ο νόμος προσωποποιείται και συνδιαλέγεται με τον Σωκράτη. Ο μύθος αυτός
εκφράζει τη θεμελιώδη θεωρία του «Κοινωνικού συμβολαίου». Σύμφωνα μ’ αυτό, κάθε πολίτης που νοιάζεται για την
πόλη του οφείλει να τηρεί τους νόμους και να παραμερίζει το προσωπικό του συμφέρον, για να εξασφαλίσει τη συνοχή
και την ομαλή συμβίωση μέσα σ’ αυτή. Αυτή τη στάση, άλλωστε, ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του και ο ίδιος ο
Σωκράτης και το ίδιο θεωρεί ότι πρέπει να κάνουν και οι φιλόσοφοι.

Αξιολόγηση της θέσης του Σωκράτη

Με δεδομένα τα τελευταία σχόλια του Σωκράτη για τον ηθικό εξαναγκασμό των φιλοσόφων, μπορούμε να δούμε δύο
κύριες τάσεις να διαμορφώνονται στην κριτική της σωκρατικής θέσης και επιχειρηματολογίας.

Α) Από τη μια η σωκρατική θέση και επιχειρηματολογία δικαιώνεται με την οπτική εκείνων που θεωρούν ότι η
ευδαιμονία και η πληρότητα του ανθρώπου δεν συνδέεται αναγκαστικά με τον άνετο, ανέμελο και χωρίς ευθύνες βίο.
Αντίθετα αποδέχονται ότι για όσους δοκίμασαν την ευδαιμονία της Ιδέας και της αλήθειας, η άσκηση πολιτικής
ηγεσίας, το ξανακατέβασμα στις σκιές της σπηλιάς, είναι θυσία και πόνος. Όμως δέχονται την πολιτική ηγεσία και τη
μοιράζονται με τους άξιους, όχι από πάθος, ματαιοδοξία και συμφέρον, αλλά από βαθιά συναίσθηση καθήκοντος και
αποστολής. Το καθήκον και η συνείδηση μιας ανώτερης αποστολής, η εσωτερική επιταγή του χρέους για την
πραγματοποίηση της Ιδέας, αυτά τους τοποθετούν στην κορυφή της πολιτείας και συνάμα τους καθιστούν
ανυποχώρητους και άτεγκτους σε ό,τι δεν υπηρετεί την Ιδέα και δεν προάγει την αξιοκρατία και τον τελικό σκοπό της
ευδαιμονίας της πόλης συνολικά.

Β) Από την άλλη η άποψή του ότι πρέπει να εξαναγκαστούν οι φιλόσοφοι να αναλάβουν τα ηνία της πόλης με στόχο
το συμφέρον του συνόλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, αφού, αν εφαρμοστεί, δεν γίνεται σεβαστή η
βούληση μιας μερίδας πολιτών, των φιλοσόφων. Πρώτος ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι ο σωκρατικός συλλογισμός
χαρακτηρίζεται από αντίφαση, καθώς δεν είναι δυνατόν η ιδανική πολιτεία να ευαγγελίζεται την ευδαιμονία όλων
των πολιτών και την ίδια στιγμή να κάνει τους φιλοσόφους δυστυχισμένους αναθέτοντάς τους την πολιτική ηγεσία.
Με άλλα λόγια δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία μέσα στο κράτος χωρίς την προσωπική ευδαιμονία του κάθε πολίτη.

 ΑΣΚΗΣΗ 4
Εκφώνηση

Ποιος είναι ο σκοπός του Νόμου, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, και ποια τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον πετύχει;

Απάντηση

Ο Σωκράτης αντικρούει την άποψη του Γλαύκωνα και του υπενθυμίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός του Νόμου,
τον οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας. Βλέπει, λοιπόν, το
δίκαιο από τη σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος και εκφράζει κοινωνιοκεντρικές αντιλήψεις για την πολιτική
οργάνωση της πόλης - κράτους. Συλλαμβάνει ο Σωκράτης την ουσία της ένστασης του Γλαύκωνα και απαντά
προβάλλοντας το γενικό καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό επιβαλλόμενο από τον Νόμο. Του
αποδίδει τρεις βασικές λειτουργίες του με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Χρησιμοποιεί τρεις
μετοχές «συναρμόττων, ποιῶν και ἐμποιῶν» για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες – προϋποθέσεις
για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της πόλης.

α. «συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»

Με το πρώτο μετοχικό σύνολο ο Πλάτωνας προβάλλει την κοινωνική λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται η
κοινωνική συναρμογή των πολιτών.

Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του
κατώτερου μέρους στο ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το τελευταίο στο
«λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα οδηγηθούν οι
πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Αν όμως ο
πολίτης είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει τον τομέα
της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του
σοφότερου, του σωφρονέστερου (βλέπε εισαγωγή σχολικού εγχειριδίου).

Έτσι, ο νόμος, προκειμένου να πείσει τους πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν, ώστε να επέλθει η κοινωνική αρμονία,
χρησιμοποιεί την πειθώ και τη βία (Πλάτων, Νόμοι, 722b: ο άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με τη βία). Ο
νόμος εναρμονίζει τους πολίτες χρησιμοποιώντας την πειθώ, την εσωτερίκευση δηλαδή των επιταγών του, και τον
εξαναγκασμό, δηλαδή τη δύναμη των κυρώσεων που διαθέτει.

Με την πειθώ, με τη χρήση, δηλαδή, λογικών επιχειρημάτων, την προβολή υγιών προτύπων και με την παιδεία
οφείλουν οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να παραμερίσουν το προσωπικό τους συμφέρον
και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι ό,τι είναι δυνατόν στην πολιτεία. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται κυρίως στους
πεπαιδευμένους πολίτες.

Υπάρχουν, όμως, πολίτες και μέλη της κοινωνίας, οι οποίοι δεν πείθονται με τον λόγο. Σ’ αυτούς επιβάλλεται η βία.
Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Η μέθοδος
αυτή απευθύνεται, κυρίως, στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», στον οποίο ο φιλόσοφος-νομοθέτης την εφαρμόζει, αλλά
επιβάλλει και στους πολίτες, αν εκείνοι πολυπραγμονούν, καταναγκαστικά, υποχρεωτικά μέτρα για τη συμμόρφωσή
τους στο πνεύμα της δικαιοσύνης, όπως και στους πεπαιδευμένους, που δεν έχουν συνετιστεί με την πειθώ, και στους
άρχοντες, που είναι υποχρεωμένοι να ζουν με λιτότητα και ευσυνειδησία, ώστε να εκλείψει η διαφθορά από τον
δημόσιο βίο. Αυτός ο λιτός και ευσυνείδητος τρόπος ζωής αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του βιβλίου μας: τόσο οι
φύλακες όσο και οι φιλόσοφοι-βασιλείς στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας δεν έχουν προσωπική περιουσία,
πολυτελείς κατοικίες, ούτε καν οικογένεια, για να είναι απερίσπαστοι στο λειτούργημά τους. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι
ο νόμος οφείλει να αποβλέπει στην ευδαιμονία όλης της πόλης και να υποχρεώνει τους Αγαθούς να ασκήσουν την
εξουσία.

β. «ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν»

Με το δεύτερο μετοχικό σύνολο ο Σωκράτης αποδίδει στον Νόμο οικονομική λειτουργία. Ο Νόμος κατοχυρώνει μια
από τις βασικές ιδρυτικές αρχές της πόλης, τον καταμερισμό της εργασίας, με τον οποίο κατακτάται η αυτάρκεια.
Έτσι, αν το άτομο είναι φύσει ενδεές, με την κοινωνική του συναρμογή γίνεται αύταρκες χάρη στην αυτάρκεια που
αποκτά η κοινότητα με τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση τις
ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών,
αλλά και στις ανάγκες των συμπολιτών του, με στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιμονία. Έτσι, μεταξύ των πολιτών
καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και αλληλεγγύης.

γ. «καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν … ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως»

Με το τρίτο μετοχικό σύνολο δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του Νόμου, ο οποίος έχει χρέος να
διαπλάθει ανθρώπους ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ο Νόμος
από τη μια να περιορίσει την ατομική επιθυμία, ώστε να τιθασευτεί η βούληση από τον Λόγο, και από την άλλη να
κατευθύνει την πολιτική κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Νόμος υπηρετεί τον τελικό σκοπό της
ευδαιμονίας του συνόλου και επιχειρώντας να υπαγάγει την ατομική επιθυμία στην αναγκαιότητα της κοινωνικής
συναρμογής και της πολιτικής ευταξίας. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Νόμος καλλιεργεί την κοινωνικότητα και ακόμη
περισσότερο αναδεικνύει τους αγαθούς πολίτες σε πολιτικούς ηγέτες που επιφορτίζονται με τη διατήρηση της συνοχής
της πόλης. Τέλος, ο Νόμος θέτει όρια και περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των φιλοσόφων-
βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης.

 ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση

Κρίνοντας από τα μέσα που χρησιμοποιεί ο νόμος για να πετύχει την υπακοή των πολιτών σ’ αυτόν διαγράψτε το
χαρακτήρα του. Πώς θα χαρακτηρίζατε το πολίτευμα που λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο;

Απάντηση

Ο Πλάτωνας στον υποστηρικτικό του λόγο για την αναγκαιότητα του ηθικού εξαναγκασμού του φιλοσόφου να
ασκήσει πολιτική εξουσία αναφέρεται στον νόμο. Ο νόμος παρουσιάζεται ως βασική αρχή της πολιτικής συμβίωσης,
προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος της αταξίας και του χάους που αναιρεί τις δυνατότητες της δίκαιης πολιτείας.
Έτσι, η κοινωνία παρουσιάζεται ως ένα σύνολο ανθρώπων αυτοτελές, αύταρκες, διαχρονικό και οργανωμένο όπου
αναπτύσσεται συμμετρικά η ατομική και κοινωνική διάσταση του ανθρώπου. Ο νόμος, με άλλα λόγια, είναι η
αναγκαιότητα που επιβάλλει την εναρμόνιση της ατομικότητας και της συλλογικότητας μέσα στην κοινωνία.
Εγγυητής και διεκπεραιωτής αυτής της αναγκαιότητας καθίσταται ο φιλόσοφος.

Κρίνοντας από τις λειτουργίες που επιτελεί και τα μέσα (πειθώ-βία, κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αγωγή
αυτοπεριορισμού), που χρησιμοποιεί ο νόμος για να πείσει τους πολίτες πως είναι σωστό και αναγκαίο να υπακούουν
σ’ αυτόν, συμπεραίνουμε ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να συμβιβάσει το γενικό καλό με το ατομικό, από την οπτική μιας
ολιστικής και κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου, στο οποίο εξασφαλίζεται η αξιοκρατία και η
αμεροληψία. Αυτή η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων δεν ταιριάζει σε δημοκρατικά
πολιτεύματα, αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους
μελετητές, η προτεραιότητα της πόλης έναντι του ατόμου συνιστά μια ολοκληρωτική αρχή, επειδή ενδέχεται το κράτος
να είναι ισχυρό, αλλά οι πολίτες του δυστυχείς. Πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι οι προθέσεις του είναι αγαθές,
αφού απώτερος στόχος του νόμου είναι η χρήση κάθε μέσου για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Επίσης,
δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για τον Πλάτωνα ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική ευτυχία στη ζωή,
αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειές του ο πολίτης καθιστά τους άλλους ευδαίμονες. Ο νόμος, λοιπόν, λειτουργεί
ως απρόσωπος και ψυχρός άρχοντας, δρα αντικειμενικά, χωρίς να παρεκκλίνει από τον ορθό τρόπο διακυβέρνησης.
Ρόλος του είναι να ρυθμίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις λειτουργίες του κράτους, ώστε να επιτευχθεί η
αρμονική και ομαλή συμβίωση των πολιτών με υψηλό βαθμό αλτρουισμού. Παρουσιάζεται, δηλαδή, ως ιδανικός
ηγέτης της ιδανικής πολιτείας.

 ΑΣΚΗΣΗ 6

Εκφώνηση

Να συγκρίνετε τις απόψεις του Πλάτωνα και του Πρωταγόρα (ενότητα 7) για το σκοπό και τον χαρακτήρα του νόμου.

Απάντηση

Και στα δύο κείμενα παρατηρούμε ότι ο νόμος προσπαθεί να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των πολιτών έτσι, ώστε να
εξασφαλιστεί η αρμονία και η ευτυχία όλων των κοινωνικών ομάδων.

Στον Πλάτωνα αυτό θα επιτευχθεί με την υποταγή της κατώτερης τάξης στην ανώτερη και με την ενσυνείδητη
προσφορά της ανώτερης τάξης των φυλάκων-αρχόντων στο κοινωνικό σύνολο. Για τον Πρωταγόρα οι νόμοι είναι οι
κατευθυντήριες γραμμές που χαράζει η πολιτεία για να διδάξει στους πολίτες της τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να
κινούνται χωρίς να τους παραβιάζουν. Ούτε ο νόμος, ούτε οι πολιτικές αρετές υπάρχουν «φύσει», οπότε χρειάζεται να
αποκτηθούν με διδασκαλία και προσπάθεια και ένα σύστημα επιβολής ποινών μη εκδικητικό. Η εκπαίδευση στην
αρετή είναι διαρκής διαδικασία, στην οποία είναι δύσκολο κανείς να ξεχωρίσει μία τάξη δασκάλων.

Από την άλλη, βέβαια, παρατηρούμε κάποιες διαφορές που σχετίζονται με τον χαρακτήρα του νόμου.
ΣτηνΠολιτεία του Πλάτωνα ο νόμος φαίνεται να παρεμβαίνει έντονα στη ζωή των πολιτών, να εφαρμόζει βία
(«ἀνάγκῃ») και να στερεί κάποιες από τις ελευθερίες των πολιτών («οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται»)
στην προσπάθειά του να διατηρήσει τη συνοχή της πόλης. Φαίνεται, λοιπόν, να έχει χαρακτήρα πιο αυταρχικό και
τυραννικό. Αντίθετα, στον «Πρωταγόρα» ο νόμος φαίνεται να έχει χαρακτήρα περισσότερο παιδευτικό και
καθοδηγητικό. Η υπακοή στους νόμους εντάσσεται, άλλωστε, μέσα στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος της
Αθήνας. Όταν, βέβαια, σημειώνονται παρεκτροπές, επιβάλλονται κι εδώ κυρώσεις.

Λεξιλογικές ασκήσεις

 ΑΣΚΗΣΗ 1

Εκφώνηση

Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις της Α στήλης με τις ετυμολογικά συγγενείς τους στη Β στήλη. Δύο λέξεις περισσεύουν.

Α Β

ἐπελάθου εφετείο
μηχανᾶται δωρεά
νόμῳ εισιτήριο
ἀφιῇ λησμονιά
μεταδιδόναι πολυμήχανος
νόμισμα
δόνηση

Λύση

Α Β

ἐπελάθου λησμονιά
μηχανᾶται πολυμήχανος
νόμῳ νόμισμα
ἀφιῇ εφετείο
μεταδιδόναι δωρεά

 ΑΣΚΗΣΗ 2

Εκφώνηση

Συμπληρώστε τα κενά στις παρακάτω προτάσεις με λέξεις ομόρριζες της λέξης «νόμῳ».
α) Για να εξασφαλιστεί αρμονία και ισορροπία μέσα στην πόλη, οι πολίτες οφείλουν να είναι ………………………
β) Οι καλοί ……………………… φροντίζουν για την ευδαιμονία των πολιτών.
γ) Κάθε δημοκρατική πολιτεία οφείλει να ……………………… τα αξιώματα με βάση αξιοκρατικά κριτήρια.
δ) Έργο της ……………………… είναι η διαφύλαξη της τάξης και της ισορροπίας μέσα στην πόλη.
ε) Η …………………… ενέργειας πρέπει να αποτελεί μέλημα όλων μας.

Λύση

α) Για να εξασφαλιστεί αρμονία και ισορροπία μέσα στην πόλη, οι πολίτες οφείλουν να είναι ………νομοταγείς……
β) Οι καλοί ……νομοθέτες…… φροντίζουν για την ευδαιμονία των πολιτών.
γ) Κάθε δημοκρατική πολιτεία οφείλει να ……διανέμει……… τα αξιώματα με βάση αξιοκρατικά κριτήρια.
δ) Έργο της …αστυνομίας… είναι η διαφύλαξη της τάξης και της ισορροπίας μέσα στην πόλη.
ε) Η …εξοικονόμηση… ενέργειας πρέπει να αποτελεί μέλημα όλων μας.

 ΑΣΚΗΣΗ 3

Εκφώνηση

Να γράψετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
ποιήσομεν, πειθοῖ, καταχρῆται, προσαναγκάζοντες, φυλάττειν.

Λύση

ποιήσομεν: παραποίηση, ηθοποιός


πειθοῖ: πειθήνιος, πειθαναγκαστικός
καταχρῆται: χρήματα, εύχρηστος
προσαναγκάζοντες: εξαναγκασμός, αναγκαστικός
φυλάττειν: φυλακή, διαφύλαξη

 ΑΣΚΗΣΗ 4

Εκφώνηση

Να γράψετε ένα αντώνυμο στα αρχαία ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
ἀδικήσομεν, χεῖρον, εὖ πράξει, ὠφελίας, ἐπελαθόμην.

Λύση

ἀδικήσομεν ≠ ὠφελήσομεν

χεῖρον ≠ βέλτιον

εὖ πράξει ≠ κακῶς πράξει

ὠφελίας ≠ βλάβης

ἐπελαθόμην ≠ ἐμνησάμην

 ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση

Δώστε ένα συνώνυμο στα αρχαία ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω
λέξεις: ἀδικήσομεν, χεῖρον,ποιῶν, ἀφιῇ, βούλεται.

Λύση

ἀδικήσομεν = βλάψομεν
χεῖρον = κάκιον
ποιῶν = δρῶν, πράττων
ἀφιῇ = ἐᾷ, ἐπιτρέπῃ
βούλεται = (ἐ)θέλει, ἐπιθυμεῖ, ὀρέγεται

You might also like