Η κυκλοφορία ενός ισχυρού κοινού νομίσματος που να εξυπηρετεί τις οικονομικές και πολιτικές ανάγκες μιας ομάδας κρατών, όπως συμβαίνει σήμερα με το ευρώ και τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, όπως έχει συμβεί σε τόσες και τόσες άλλες περιπτώσεις, μας πρόλαβαν και εδώ. Στα τέλη 7ου-αρχές 6ου αι. π.Χ., λίγες δεκαετίες δηλαδή μετά τη γένεση του κερματοφόρου νομίσματος στα μέσα του 7ου αι. κάπου στην περιοχή της Λυδίας και της Ιωνίας, οι Ελληνες έκοψαν το πρώτο δικό τους νόμισμα στην Αίγινα. Το αιγινήτικο νόμισμα, αδρά κομμένο με τη χελώνα σύμβολο του νησιού, διαδόθηκε ταχύτατα σε ένα μεγάλο τμήμα της Μεσογείου με το οποίο η Αίγινα είχε εμπορικές δοσοληψίες και χρησιμοποιήθηκε ως ένα κοινό νόμισμα από τους λαούς της περιοχής. «Είναι φανερό», υποστηρίζει ο διευθυντής του ΝΜΑ (Νομισματικού Μουσείου Αθηνών) κ. Ιωάννης Τουράτσογλου, «ότι η ύπαρξη και κατίσχυση ενός κοινού νομίσματος σε έναν περιορισμένο ή ευρύτερο χώρο πρόβαλλε πια ως ένα αναγκαίο μέσο για τη δημιουργία μιας ενοποιημένης οικονομίας με όλες τις περαιτέρω συνέπειες. Τα νομίσματα, εκτός από τη βασική ιδιότητά τους ως μέσου οικονομικών συναλλαγών, αποτέλεσαν πάντα φορείς διοικητικής εξουσίας, πολιτικής προπαγάνδας, θρησκευτικών συμβολισμών, ενεπίγραφων μηνυμάτων, συλλογικών πεποιθήσεων, ιδεών και επιδιώξεων, κοινών παραδόσεων και εθίμων, σημαντικών καλλιτεχνικών ρευμάτων κτλ.».


Με την πάροδο του χρόνου και άλλες πόλεις-κράτη ακολούθησαν την τακτική της Αίγινας επιβάλλοντας άλλα κοινά νομίσματα των οποίων η ισχύ ήταν άμεσα εξαρτημένη από τη δύναμη της συμμαχίας ή της συνομοσπονδίας που τα έθεσε σε κυκλοφορία (καλή ώρα το ευρώ) ή ακόμη και της δημοκρατίας ή της αυτοκρατορίας που κατόρθωσε να επιβάλει ένα δικό της νόμισμα ως κοινό, όπως γίνεται σήμερα με το αμερικανικό δολάριο ή όπως ήταν οι χρυσοί στατήρες του Αλεξάνδρου στην αρχαιότητα. Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους.


Η συνεργασία δύο μουσείων


Από τις 25 Φεβρουαρίου έχει ενταχθεί στον κόμβο του Διαδικτύου του υπουργείου Πολιτισμού που ονομάζεται «Οδυσσέας» το προϊόν ενός προγράμματος που είναι το επιστέγασμα μιας τριετούς συνεργασίας του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών και του Τμήματος Νομισμάτων και Μεταλλίων του Βρετανικού Μουσείου. Καθώς και τα δύο μουσεία θεωρούνται εξαιρετικά ως προς τις νομισματικές συλλογές τους, αυτή η συνεργασία από την αρχή υποσχόταν να δώσει καλούς καρπούς, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλο από ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής πληροφόρησης που αντλήθηκε από τις συλλογές τους. Ας μην ξεχνάμε ότι το μεν ελληνικό μουσείο από τη μία μεριά με 600.000 νομίσματα, χωρίς να υπολογίζονται τα μολυβδόβουλα, οι σφραγίδες κτλ., βρίσκεται επιπλέον στον… τόπο της παραγωγής, ενώ το βρετανικό θεωρείται ότι διαθέτει μία από τις πιο σημαντικές νομισματικές συλλογές στον κόσμο. Ετσι οι οιωνοί για αυτή την ελληνοβρετανική συνεργασία ήταν από την αρχή καλοί.


Περιήγηση στο Διαδίκτυο


Για τη συνεργασία των δύο μουσείων μίλησε προς «Το Βήμα» ο νομισματολόγος κ. Γιάννης Στόγιας που αναφέρθηκε στην εικονική (ή ηλεκτρονική) έκθεση που φέρει τον συμβατικό τίτλο «Πρέσβεις» (http: //www. culture. gr/nm/presveis/) και επιδοτήθηκε από κοινού από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού και την Ευρωπαϊκή Ενωση (10η Γενική Διεύθυνση) στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Raphael. Ουφ! Εδώ τελειώνει η «ηλεκτρονική διάλεκτος» και επανερχόμαστε στην καθιερωμένη ελληνική γλώσσα για να συνεννοούμαστε. Στόχος αυτής της επιστημονικής συνεργασίας των δύο ευρωπαϊκών μουσείων είναι και ήταν από την αρχή η ηλεκτρονική παρουσίαση μέσα από τις δυνατότητες που παρέχει το Διαδίκτυο της ιστορίας του κοινού νομίσματος από την αρχαιότητα ως σήμερα. Οι νομισματολόγοι δηλαδή των δύο μουσείων αποφάσισαν να μας παρασύρουν σε μια περιήγηση σε ένα εικονικό μουσείο όπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη χρήση νομισμάτων κοινής αποδοχής και ευρείας κυκλοφορίας από τα πρώιμα ιστορικά χρόνια ως την 3η μ.Χ. χιλιετία.


Η ανταπόκριση σε αυτή την έρευνα υπήρξε θερμή και από τις δύο πλευρές, κατ’ αρχήν γιατί υπήρχε το στοιχείο της επικαιρότητας με το ευρώ και μετά ­ και αυτό αφορά κυρίως τους Ελληνες ­ επειδή το Νομισματικό Μουσείο παρέμενε κλειστό επί πέντε χρόνια για να μεταφερθεί στο Ιλίου Μέλαθρον και έτσι οι νομισματολόγοι του αισθάνονταν έντονη την έλλειψη της έκθεσης και αποφάσισαν να φτιάξουν μια φανταστική. «Για εμάς ήταν κάτι σαν στοίχημα να αποδείξουμε ότι το Μουσείο, αν και κλειστό, εξακολουθεί να υπάρχει και μπορεί να είναι προσπελάσιμο στο κοινό του έστω και ηλεκτρονικά» λένε τώρα.


Η συνεργασία άρχισε το 1996 και η εκπλήρωση αυτού του στόχου ολοκληρώθηκε τρεις μήνες μετά τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Αθήνας στο λαμπρό κτίριο του Τσίλλερ, το Ιλίου Μέλαθρον. Από το τέλος Φεβρουαρίου οι «Πρέσβεις» εντάχθηκαν στον κόμβο ενημέρωσης του υπουργείου Πολιτισμού όπου χωρίς δισκέτα και πληκτρολογώντας μόνο τη διεύθυνσή τους μάς προσφέρεται μια ενδιαφέρουσα «ξενάγηση» σε ένα εικονικό μουσείο νομισμάτων το οποίο παρουσιάζει την ιστορία του νομίσματος από την αρχαιότητα ως σήμερα με έμφαση στην εξέλιξη του κοινού νομίσματος. Προς το παρόν η ξενάγηση γίνεται στα αγγλικά.


Από το όστρακο στο πλαστικό χρήμα


Στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας του το νόμισμα πήρε πολλές διαφορετικές μορφές. Από το κοχύλι (όστρακο) που ήταν το μέσο συναλλαγής της απώτατης προϊστορικής αυγής ως το ευρώ των ημερών μας, υπάρχει ένα ευρύτατο φάσμα νομισμάτων που αντιπροσωπεύουν τους πολιτισμούς, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες εκείνων που τα εξέδωσαν και βέβαια πάντα τη δίψα τους για πλούτο και ισχύ. Ετσι στη διαχρονική ιστορία της νομισματοκοπίας με τις άπειρες διαφορετικές εκδόσεις ένα στοιχείο δεν άλλαξε ποτέ: η επιθυμία της κάθε εκδίδουσας αρχής να επιβληθεί το νόμισμά της διεθνώς για να της αποφέρει δύναμη και πλούτο. Οπως είδαμε, η αναζήτηση ενός μοναδικού κοινού χρηματικού μέσου συναλλαγής είναι πολύ παλιά και ξεκίνησε με τις προσπάθειες διαφόρων κοινωνιών, κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, να επιτύχουν την κυκλοφορία και την επιβολή του κοινού νομίσματος. Σε αυτή την προσπάθεια όμως εκείνο που είχε πραγματική σημασία ήταν η αξιοπιστία του νομίσματος ή, με άλλα λόγια, η εμπιστοσύνη του κόσμου στην εκδίδουσα αρχή που το έθετε σε κυκλοφορία. Το σκεπτικό που βρίσκεται πίσω από το κοινό νόμισμα χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο άξονες και τελικά δεν είναι καθόλου άσχετο από την αξιοπιστία στην εκδίδουσα αρχή. Ο ένας άξονας έχει να κάνει με την απόφαση ορισμένων κρατών ή πόλεων να συστήσουν μιαν ομοσπονδία ή σωστότερα ένα κοινό, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα, και να επιβάλουν τη χρήση ενός επίσης… κοινού νομίσματος προκειμένου να εξυπηρετήσουν καλύτερα τις συναλλαγές τους. Οπως έχουμε σήμερα το ευρώ, στους κλασικούς χρόνους η Αιτωλική Συμπολιτεία ή η Αχαϊκή Συμπολιτεία είχαν εκδώσει το δικό τους νόμισμα. Η ισχύ αυτών των νομισμάτων δεν κατόρθωσε ποτέ στην αρχαιότητα να έχει μακρά διάρκεια. Το ευρώ θα τα καταφέρει;


Ο δεύτερος άξονας λειτουργεί τελείως διαφορετικά. Το κοινό νόμισμα είναι το νόμισμα μιας πόλης-κράτους, μιας δημοκρατίας ή αργότερα ενός βασιλείου ή αυτοκρατορίας που επιβάλλεται χάρη στην οικονομική και πολιτική ισχύ της εκδίδουσας αρχής. Στις ημέρες μας τέτοιο παράδειγμα είναι το αμερικανικό δολάριο ενώ στην αρχαιότητα ήταν το αθηναϊκό τετράδραχμο που επέβαλε η Αθήνα σε όλη την Αθηναϊκή Συμμαχία, το μακεδονικό νόμισμα του Αλεξάνδρου ή το ρωμαϊκό δηνάριο της Ρώμης ή ο βυζαντινός σόλιδος της Κωνσταντινούπολης. Ηταν νομίσματα σκληρά που η χρήση τους απλώθηκε σε μεγάλη ακτίνα και διήρκεσε μακρά χρονικά διαστήματα.


Πρωτοπόροι οι Αιγινήτες


Ας δούμε όμως την ιστορία μας με τη σειρά, έτσι όπως παρουσιάζεται στους «Πρέσβεις» που μας φέρνουν στην οθόνη του υπολογιστή μας τη μία «αίθουσα» του εικονικού μουσείου μας μετά την άλλη ή έστω το ένα κεφάλαιο της ιστορίας μετά το άλλο. Η ιστορία λοιπόν του κοινού νομίσματος αρχίζει, όπως είπαμε, με την έκδοση του αιγινήτικου νομίσματος, την οποία ακολούθησαν η Αθήνα και η Κόρινθος. Οι δύο πρώτες διείσδυσαν πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά στην Εγγύς Ανατολή από τη μία μεριά και στη Δυτική Μεσόγειο από την άλλη, ενώ στην περίπτωση της Κορίνθου η επιβολή του κοινού νομίσματος έγινε μέσω των αποικιών τις οποίες κατά κάποιο τρόπο υποχρέωσε η Κόρινθος να χρησιμοποιούν το κορινθιακό νόμισμα. Μετά ήρθε ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας ο οποίος με συστηματικότητα δημιούργησε μια ισχυρή νομισματοκοπία που αναπτύχθηκε κυρίως στα Βαλκάνια και επέβαλε το μακεδονικό νόμισμα.


Ο χρυσός σόλιδος του Βυζαντίου


Στο σκηνικό, κατόπιν, παρουσιάστηκε η Ρώμη, η οποία με μεθοδευμένες πια προσπάθειες επεχείρησε να ελέγξει τη νομισματική παραγωγή του κόσμου. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία αρχικά και στη συνέχεια η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προχώρησαν στη διεθνοποίηση του δηναρίου. Ο εικονογραφικός πλουραλισμός και η ελεγχόμενη εκδοτική πανσπερμία συνέβαλαν στην επικράτηση του δηναρίου ως τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη και θεμελίωσε εκεί το νέο χιλιόχρονο βασίλειό του, την αυτοκρατορία του Βυζαντίου.


Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι ο χρυσός σόλιδος (έχει άμεση σχέση με τη λέξη solide) που εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος επικράτησε για περισσότερο από 700 χρόνια στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή φέρνοντας πλούτο και στηρίζοντας την ισχύ αλλά και την αίγλη του Βυζαντίου. Επί επτά αιώνες ο χρυσός σόλιδος του Βυζαντίου υπήρξε το σκληρότερο νόμισμα. Μια ιστορία που αναφέρει ένας βυζαντινός μοναχός που έζησε στον 6ο αιώνα είναι χαρακτηριστική για την αξία που είχε ο σόλιδος στον κόσμο του Μεσαίωνα.


Στην εξωτική Κεϋλάνη


Κάποτε, στα χρόνια του Ιουστινιανού, ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, ένας βυζαντινός ή σωστότερα ρωμαίος μοναχός ο οποίος στα νιάτα του ήταν έμπορος και ταξίδευε στον Ινδικό Ωκεανό, εξ ου και το παράνομα Ινδικοπλεύστης, συγκέντρωσε σε ένα έργο του διάφορες ιστορίες εκείνης της εποχής. Ανάμεσα σε αυτές είναι και μία που έχει ήρωα έναν καπετάνιο που λεγόταν Σώπατρος και ο οποίος κάποια στιγμή έφθασε με το καράβι του στη νήσο Πατροβάνη που δεν είναι άλλη από τη σημερινή Κεϋλάνη.


Στο λιμάνι δίπλα του έδεσε και ένα περσικό καράβι και, όταν οι δύο καπετάνιοι αποβιβάστηκαν στην ξηρά, οι ντόπιοι τούς οδήγησαν μπροστά στον τοπικό ηγεμόνα ο οποίος, όπως ήταν η συνήθεια, ζήτησε πληροφορίες για τη χώρα του καθενός. Μίλησε πρώτα ο Ρωμαίος και μετά ο Πέρσης και, όπως ήταν φυσικό, δημιουργήθηκε ένας ανταγωνισμός ανάμεσά τους καθώς ο καθένας προσπαθούσε να παρουσιάσει τη δική του χώρα κραταιότερη από του άλλου. Μετά ήρθε η σειρά να μιλήσουν για τους βασιλείς τους και ο Πέρσης ανέφερε ότι ο δικός του, ο βασιλεύς των βασιλέων, ήταν ο μεγαλύτερος όλων των εποχών. Ο Σώπρατος δεν μιλούσε και μόνο στο τέλος αποφάσισε να μιλήσει. «Αρχοντά μου, μπορείς να δεις τους δύο βασιλιάδες μπροστά σου και να κρίνεις μόνος σου ποιος είναι ο μεγαλύτερος» είπε και ζήτησε να φέρουν μπροστά στον ξένο ένα βυζαντινό σόλιδο και το ακριβότερο περσικό νόμισμα. Συγκρίνοντας τα δύο νομίσματα, το χρυσό βυζαντινό σόλιδο και το αργυρό περσικό, ο τοπικός άρχοντας εύκολα διαπίστωσε ότι το νόμισμα των Βυζαντινών ήταν κατά πολύ ανώτερο ως κοπή, ως λαμπρότητα και ως βάρος, πράγμα που έπρεπε να έχει σχέση και με την ισχύ του βυζαντινού αυτοκράτορα.


Το χρήμα όλα τα νικά


Μια άλλη ιστορία, πάλι με τον σόλιδο, μας φέρνει στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά, στον 10ο πλέον αιώνα. Τότε, σύμφωνα με την πηγή, ήρθε στο Βυζάντιο ένας δυτικός επίσκοπος, ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας. Θα πρέπει να είχε και κάποια διπλωματική ιδιότητα γιατί μπλέχτηκε στα γρανάζια της εσωτερικής πολιτικής της Πόλης και ύστερα από κάποιο επεισόδιο διώχθηκε κακήν κακώς από τη Βασιλεύουσα. Κατά την παράδοση, οι Βυζαντινοί δεν του επέτρεψαν να πάρει τα πορφυρά και χρυσά ενδύματά του, που ίσως ήταν κάτι σαν προστατευόμενο είδος, και στην αντιπαράθεση που ακολούθησε ένας από τους αξιωματούχους του Νικηφόρου Φωκά τον απείλησε λέγοντας ότι με το νόμισμά τους οι Βυζαντινοί μπορούν να ξεσηκώσουν όλους τους άλλους λαούς εναντίον της Κρεμόνας και να τη διαλύσουν σε τόσα κομμάτια όσα γίνεται ένα πήλινο βάζο όταν σπάει και δεν μπορεί ποτέ να ξανακολλήσει.


Οι ιστορίες αυτές βέβαια δεν περιέχονται στην «ξενάγηση» που μας προσφέρουν οι «Πρέσβεις». Στις διάφορες «αίθουσες» όμως ή στους «χώρους» όπου οδηγούμαστε υπάρχουν κείμενα που συνοδεύονται από πλήθος νομισμάτων που προέρχονται από το πλούσιο υλικό των δύο μουσείων και απεικονίζονται συνήθως σε μεγέθυνση, συνοδευόμενα πάντοτε από τη δήλωση του πραγματικού μεγέθους τους. Η έκθεση έχει εμπλουτιστεί με επιπλέον εποπτικό υλικό, πορτρέτα, απόψεις πόλεων και μνημείων, έργα τέχνης, χάρτες και αρχαιολογικά ευρήματα που συμπληρώνουν την εικόνα και μας φέρνουν κοντύτερα στο πνεύμα που κρύβεται πίσω από την έκδοση του κάθε νομίσματος.





Ο Μέγας
Αλέξανδρος κληρονόμησε την ήδη ανεπτυγμένη νομισματοκοπία, την ιδέα της οποίας προχώρησε ακόμη πιο πέρα. Στο αχανές κράτος που δημιούργησε ­ ας μην ξεχνάμε πως εκτεινόταν σε τρεις ηπείρους και απλωνόταν από τα Καρπάθια και τον Δούναβη ως τον Ινδό ποταμό και την Αίγυπτο ­ ο Μέγας Αλέξανδρος θεμελίωσε το κοινό νόμισμα δημιουργώντας κατά την ανάπτυξη της εκστρατείας του μια σειρά νομισματοκοπεία, τα οποία ήταν επιφορτισμένα να κόβουν ακριβώς τους ίδιους νομισματικούς τύπους, στο ίδιο ακριβώς βάρος και με τις ίδιες προδιαγραφές. Είναι ο πρώτος, με άλλα λόγια, που ουσιαστικά έδωσε άλλη διάσταση στο κοινό νόμισμα και κυρίως είναι αυτός που χάρη στα διάσπαρτα νομισματοκοπεία του κατόρθωσε να επιβάλει σε ευρύτατη κλίμακα ένα ενιαίο τυποποιημένο νόμισμα, το οποίο κοβόταν με την ίδια απόλυτη ακρίβεια στην Πέλλα, στη Λάμψακο, στην Τύρο, στη Βαβυλώνα και όπου αλλού.


Μετά τον Αλέξανδρο λοιπόν όλα ήταν αλλιώτικα, και ήταν τέτοια η απήχηση που είχαν τα νομίσματα του ώστε συνέχισαν να κυκλοφορούν χωρίς να χάσουν την αξία τους επί τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του. Ηταν το νόμισμα με το οποίο ήθελαν να πληρώνονται οι μισθοφόροι γιατί το θεωρούσαν γερό νόμισμα, και επίσης χρησιμοποιείτο από τις ελληνικές πόλεις, καθώς για αυτές αντιπροσώπευε μια εκδίδουσα αρχή η οποία είχε ευρύτατη απήχηση στον αρχαίο κόσμο. Με λίγα λόγια ήταν ένα αξιόπιστο νόμισμα! Ετσι λοιπόν, καθώς τα νομίσματα με το όνομα και τους τύπους του μεγάλου μακεδόνα βασιλιά συνέχισαν να κόβονται ως το κατ’ εξοχήν διεθνές μέσο συναλλαγής της ελληνιστικής εποχής, η επιτυχία και η ζήτηση άνοιξαν τις ορέξεις και άλλοι λαοί γειτονικών περιοχών, οι Θράκες, οι Αραβες κ.ά., προχώρησαν αδίστακτα, ενίοτε μάλιστα κατά κόρον, σε απομιμήσεις του περιζήτητου μακεδονικού νομίσματος.


Αντίθετα με την επιτυχία των νομισμάτων του Αλεξάνδρου, οι νομισματικές εκδόσεις των κοινών της αρχαιότητας, παρά τις έντονες προσπάθειες ορισμένων ομοσπονδιών, δεν μπόρεσαν να επιβληθούν πραγματικά. Αλλωστε η σφαίρα επιρροής των ομοσπονδιακών κρατών, καθώς και των νομισματοκοπείων τους, είχε τελικά μικρή εμβέλεια τόσο χρονική όσο και γεωγραφική. Θα έχει άραγε την ίδια τύχη το ευρώ;