12.07.2015 Views

1.000.000 στιγμές (free-ebook) - eBooks4Greeks.gr

1.000.000 στιγμές (free-ebook) - eBooks4Greeks.gr

1.000.000 στιγμές (free-ebook) - eBooks4Greeks.gr

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Ο Μιχάλης Φουντουκλής γεννήθηκεστην Αθήνα το 1983.Αποφοίτησε από τη σχολήΑρχιτεκτόνων Μηχανικών τουΠανεπιστημίου Πατρών και το2010 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακόπρόγραμμα στο ΙνστιτούτοΠροχωρημένης Αρχιτεκτονικήςτης Καταλονίας,στη Βαρκελώνη. Γράφει παραμύθιααπό μικρός και έχεισυμμετάσχει στην ανθολογίαΘρύλοι του Σύμπαντος (εκδ.συμπαντικές διαδρομές).Το Ένα Εκατομμύριο Στιγμέςείναι το πρώτο του μυθιστόρημα.Ο Μιχάλης διατηρεί ένα ιστολόγιομε το ψευδώνυμο ΚύριοςΚαρπούζης στο http://kkarpoyzhs.wordpress.com/


Μιχάλης Φουντουκλής, <strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ISBN (έντυπης έκδοσης): 978-960-99666-0-3Δεκέμβριος 2010Κολάζ εξωφύλλου: Εμμανουέλα ΚαραγιαννάκηΓραφιστική επιμέλεια: Ελένη ΛαμπροπούλουΔιορθώσεις - επιμέλεια: Γιάννης ΠλιώταςΕικονογράφηση: Μιχάλης ΦουντουκλήςΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣΚάνιγγος 16, 45444, Ιωάννινα2651302783 / 6947328011 / voreiodytikes@gmail.comhttp://voreiodytikes.blogspot.comΆδεια Creative CommonsΑναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική ΧρήσηΠαρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενοΜε τη σύμφωνη γνώμη εκδότη και συγγραφέα, επιτρέπεται σε οποιονδήποτεαναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική,με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό,ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή, η παρουσίαση στο κοινό καιη τροποποίηση, απόδοση κατά παράφραση ή η διασκευή του, υπότις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μηεμπορική χρήση του έργου και αν τροποποιήσετε ή δημιουργήσετεπεραιτέρω βασισμένοι στο έργο, θα μπορείτε να διανείμετε το έργοπου θα προκύψει μόνο με την ίδια ή παρόμοια άδεια.Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στο:http://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/3.0/


Αφιερωμένο στον παππού Γιώργο,που πάντα πίστευε σε μένα.


Μιχάλης ΦουντουκλήςΗ τελειοποίηση ενός μοντέλου που τους το έχουν επιβάλει και αυτέςτο ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο που το γαϊδούρι ξεγελιέται καιακολουθεί το καρότο. Και βέβαια ποτέ δεν πρόκειται να το φτάσει,καθώς το νήμα θα ‘ναι πάντα αρκετά μακρύ. Μα αν κάποιος ξέρεινα κοιτάζει πέρα από αυτό, το ψεύτικο, το φτιαχτό, το τεχνητό, πέρααπό τα πέντε εκατοστά πούδρας και μολυβιού, τα πολύχρωμα κραγιόνκαι το γεμισμένο με σιλικόνη στήθος, πίσω απ’ τους υποστυλωμένουςπισινούς και τα λιλιπούτεια ρούχα, να κοιτάζει πιο βαθιάεκεί όπου κρύβονται αναλλοίωτα τα ανθρώπινα προσόντα, η πραγματικήομορφιά, αυτή που δεν είναι αλάνθαστη μα ατελής, γήινηόπως την έπλασε η φύση, τότε αυτός είναι ένας άνθρωπος που πάνταθα χαμογελάει. Που θα μείνει για πάντα όμορφος και δεν θα γεράσειποτέ._ΠαΠΑΚΙΞΕΡΟΚΕΦΑΛΙΕΣ-Μόνος, ωραίος. Γιατί;-Έτσι. Αφού…-Τι αφού;-Δεν ξέρω ρε μάνα, άσε με.ΜΗΤΕΡΑΗ μητέρα του Πέτρου δεν είναι αυτό που θα λέγαμε, πιεστική. Όχι,η κυρα-Στέλλα ήταν σωστός κέρβερος. Οι απαιτήσεις της ήταν σανστοιβαγμένα βιβλία στο τελευταίο δωμάτιο, του μακρύτερου διαδρόμου,του βαθύτερου υπογείου της πιο σκονισμένης βιβλιοθήκης,να περιμένουν πότε η βαρύτητα και η κακή τοποθέτηση θατα κάνουν να πέσουν. Τα πράγματα στο κεφάλι της ήταν απλά και- 8 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>δεν άλλαζαν ποτέ, ο κόσμος να χαλούσε. Είχε ξεκάθαρη άποψη γιατο πώς ήθελε να είναι ο Πέτρος και είχε φροντίσει να την επιβάλειυπερασπίζοντάς την με νύχια και με δόντια. Ο Πέτρος περνούσεβράδια και βράδια να τρέμει από φόβο, γιατί την επομένη θαέπρεπε να πάει στο σχολείο πάλι ντυμένος σαν παιδί του κατηχητικούκαι θα έπρεπε ξανά να μαζεύει τα βιβλία του από το πάτωμα,να υπομένει τις φάπες και τα άσχημα πειράγματα και εκείνα τα χαιρέκακαχαμόγελα που θα τον δακτυλοδεικτούσαν σε όλη την ανήλικηζωή του. Ένας σωστός εφιάλτης για εκείνον και κάθε πιτσιρικάπου είχε την ατυχία να έχει τέτοιους γονείς.Δεν ήταν πως δεν τον αγαπούσαν, απλώς είχαν δεκαετίες που είχαναφήσει πίσω τα θρανία και αυτή η απόσταση είχε δημιουργήσειμια αποστασιοποίηση, ένα χάσμα που ήταν καταδικασμένο ναμην κλείσει ποτέ. Υπάρχει μια χρυσή τομή μεταξύ του τι είναι σωστόγια το παιδί και το τι είναι σωστό για τους γονείς, και αυτή τηχρυσή τομή η κυρά-Στέλλα την αγνοούσε πλήρως. Ο Πέτρος ανήμποροςνα ακολουθήσει, αποφάσισε να πάρει τη δική του πορείακαι μόλις ενηλικιώθηκε έφυγε μακριά και προσπάθησε πολύ για νακρατηθεί εκεί. Τώρα μετά από ήδη εφτά χρόνια φοιτητικής ζωής,θα προσπαθούσε σιγά-σιγά να ξεφύγει, να κάνει το επόμενο βήμα,μα θα ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί. Παρ’όλα αυτά θα προσπαθούσε. Και ο Σεπτέμβρης είχε σχεδόν φτάσει.ΣΠΑΖΟΚΕΦΑΛΙΕΣ-Ποιος ήταν;-Η μάνα μου.-Και τι ήθελε;-Ό,τι θέλει πάντα.-Δηλαδή;-Τον κόσμο τούρτα κι εμένα κερασάκι.- 9 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>σε να καταλάβει τι εννοεί.Στάση Παναγούλα. Ο Πέτρος κατέβαινε σε δύο στάσεις. Το χέριτου είχε αρχίσει να κινείται αργά προς το κόκκινο μπουτόν, ενώ τομυαλό του ακόμα ταξίδευε σε αμμοστόλιστες παραλίες, πολύχρωμακοκτέιλ με ομπρελίτσες και ημίγυμνες τουρίστριες. Ήταν υποσυνείδηταέτοιμος να εκκινήσει τις διαδικασίες που θα ειδοποιούσαντο θερμόπληκτο οδηγό ότι κάποιος ήθελε να κάνει το λάθος νακατέβει. Εκεί έξω.Μετά από λίγο το αριστερό του μάτι έπιασε την κόκκινη ταμπέλαμε την εξωτική χορεύτρια του κλαμπ Καριόκας. Ήταν η ταμπέλα-κλειδί.Ο εγκέφαλος μόλις δέχθηκε τα απαραίτητα τσιμπήματαστο νευρικό του σύστημα, είδε και αυτός την εξωτική χορεύτρια καιέδωσε αυτόματα εντολή, η οποία μεταφέρθηκε μέσω του αριστερούώμου στο αριστερό χέρι, καταλήγοντας στον αριστερό δείκτη,ενημερώνοντάς τον πως είχε έρθει η ώρα. Ο τελευταίος πάτησετο κόκκινο κουμπί, το οποίο με τη σειρά του μετέφερε ηλεκτρονικάσήματα σε κάτι που ακουγόταν σαν πάπια που είχε καταπιεί μεγάλεςποσότητες μπαγιάτικων τρανζίστορ. Το σήμα δεν σταμάτησεεκεί. Συνέχισε την πορεία του προς τη θέση του οδηγού, ο οποίοςβλέποντας στο πολύχρωμο ταμπλό του, την ένδειξη της πίσω πόρταςνα κοκκινίζει, χαμογέλασε σατανικά.Το λεωφορείο σταμάτησε. Ο Πέτρος κατέβηκε αποφασιστικά. Ηζέστη τον κύκλωσε και στα πρώτα εκατό μέτρα το μετάνιωσε καιγύρισε να δει μήπως το λεωφορείο ήταν ακόμα εκεί. Μάταια. Οιπρώτες σταγόνες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπο στο πηγούνι τουκαι έπειτα στο πεζοδρόμιο, όταν πήρε και την τελευταία στροφήπριν το σπίτι του. Η συνοικία ήταν τόσο ήσυχη. Λες και είχε εγκαταλειφθείβιαστικά υπό το φόβο πυρηνικής απειλής. Δεν κουνιότανφύλλο. Ούτε οι κλασικές σκηνές, με τις μπάλες από ξεραμένουςκάκτους να στροβιλίζονται στα άδεια, χωμάτινα δρομάκια της ΝτέιζιΤάουν δεν ήταν τόσο επικίνδυνα ήσυχες. Το λιοπύρι είχε τσουρουφλίσειθεούς κι ανθρώπους. Καθώς πέρασε την αυλόπορτα ο- 11 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΠέτρος αισθάνθηκε ανακούφιση. Ένιωσε πως τα βάσανά του σύντοματελείωναν. Πως θα μπορούσε πλέον να ηρεμήσει.Μα ο νόμος που διατύπωσε ο Μέρφυ το 1949, ακόμα επιβεβαιώνεταιμε κάθε πιθανή ευκαιρία. Το ίδιο και ο νόμος του νόμουτου Μέρφυ, όπως είχε πει και ένας φίλος. Ο Πέτρος άνοιξε τηνεξώπορτα για να έρθει φάτσα-κάρτα με ένα σημείωμα κολλημένοάτσαλα στην πόρτα του ανελκυστήρα και γραμμένο με παχύ, γαλάζιομαρκαδόρο: «ΤΟ ΑΣΑΣΕΡ ΔΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ. ΠΑΝΕ ΑΠ’ ΤΙΣ ΣΚΑ-ΛΕΣ». Ποιοι πάνε; αναρωτήθηκε.Πριν προλάβει να χαρεί με το αστείο του, δύο λέξεις τού ήρθανσαν ηλεκτρική εκκένωση στο μυαλό: έ β δ ο μ ο ς ό ρ ο φ ο ς. Τοχαμόγελο σβήστηκε απότομα από τα χείλη του και κρύος ιδρώταςέλουσε το κοντοκουρεμένο κρανίο του.Μετά από πολλά γαλόνια άδοξα σκορπισμένου ιδρώτα, δάμασετις στροβιλιστές σκάλες του διαβόλου, σιχτιρίζοντας το διαχειριστή,τον ηλεκτρολόγο και τις εφτά προηγούμενες γενιές τους, μασαν πέρασε την πόρτα της οποίας το κουδούνι έγραφε το όνομάτου, ήρθε αντιμέτωπος με μία νέα τάξη πραγμάτων. Τους μήνεςτης απουσίας του ένας νέος οργανισμός, ένα νέο εξελιγμένο είδος,είχε έρθει για να μείνει. Εμφανισιακά θύμιζε κάτι μεταξύ σκουληκιούκαι της γνωστής οικιακής ψαλίδας, αλλά ήταν λίγο μπλε και μεπολλές τρίχες στα φτερά. Και είχε και κάτι στην ουρά που ο Πέτροςήταν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν κεντρί. Το ψυγείο το οποίο είχε αφεθείγεμάτο με πολλά τρόφιμα, κυρίως φρούτα, για δύο μήνες χωρίςρεύμα, ήταν ο τόπος απ’ όπου είχαν ξεκινήσει όλα. Τα σκουληκοψάλιδα,είχαν περάσει εκεί το καλοκαίρι, πολλαπλασιάζοντας τοείδος του ενόψει του χειμώνα. Δεν γνώριζαν την ύπαρξη του υπόλοιπουκόσμου πέρα από αυτού που όριζε το οπτικό τους πεδίο.Όταν ο μέγας δρυΐδης Σκουληκοψαλιδίξ είχε προφητέψει τον επερχόμενοθάνατό τους, τα υπόλοιπα σκουληκοψάλιδα τον κρέμασανγια τσαρλατάνο, αγύρτη και άπιστο. Όμως μετανόησαν λίγες μέρεςμετά, όταν μια δεσμίδα φωτός, σταλμένη μάλλον από το Θεό, δια-- 12 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τάραξε τη γαλήνη τους. Τότε ήρθε και η καταιγίδα. Η καταιγίδα τουθανάτου, όπως θα την ονόμαζαν οι ιστορικοί των σκουληκοψάλιδων,αν είχαν χρόνο να καταγράψουν την καταστροφή τους.Ο Πέτρος μόλις είχε ολοκληρώσει την πρώτη του γενοκτονία.Και ψυγειοκτονία. Ήταν καιρός να πάρει καινούργιο. Κρατώντας τομπαϊγκόν στα χέρια του μονολόγησε, «λετ δε μπαϊγκόνς μπι μπαϊγκόνς»,μειδιώντας ελαφρά, σαν τον Νέρωνα μετά το ολοκαύτωματης Ρώμης. Ύστερα κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα να πάρειανάσα. Σκεφτόταν πως είναι περιττό να θεωρεί τη συγκεκριμένηπολυθρόνα, “αγαπημένη” του, καθώς ήταν η μοναδική και άρα,αυταπόδεικτα, η αγαπημένη του. Το τηλέφωνο του σπιτιού χτύπησε.Και δεν ήταν ούτε το θυροτηλέφωνο, ούτε το τηλέφωνο του ντους.«Ναι».«Έλα».«Έλα». Πλούσια συζήτηση.«Έφτασες;» Ανούσια ερώτηση.«Ναι, πριν λίγο. Το σπίτι είναι σκατά».«Άστο, το φτιάχνεις μετά, τώρα είπαμε για καφέ με τα παιδιά. Σεμισή ώρα στης Λαμπρινής».«Οκ, θα ‘μαι εκεί».Η έννοια της ώρας είναι μια πολύ ρευστή έννοια όταν είσαι φοιτητής.Η μισή με τη μία ώρα δεν έχουν διαφορά. Δεν μπορείς να συλλάβειςτη χρονική σημασία της ώρας, παρά τη βλέπεις μόνο ως ένασύνολο εξήντα αλληλένδετων λεπτών, τα οποία ανανεώνονται μόλιςεκείνη η γραμμούλα φτάσει από το ένα στο δώδεκα. «Κάτι που γυρνάειγια να γυρνάει», όπως είχε πει κάποιος σε ένα καφενείο λίγοπριν ρίξει τη ζαριά του. Αυτό πολύ απλά γιατί έχεις άπειρες ώρεςστη διάθεσή σου. Είσαι ο άρχοντας του ελεύθερου χρόνου. Είσαιωραίος. Δεν σε πιάνει κανείς. Το να πεις «σε μισή ώρα θα ‘μαιεκεί», μπορεί εύκολα να μεταφραστεί στο «έχω στις άμεσες προτεραιότητεςμου να είμαι εκεί στο εγγύς μέλλον, μα δεν δίνω και καμιάυπόσχεση οπότε, προς Θεού, μην με περιμένετε».- 13 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΟ Πέτρος ανήμπορος να παραμερίσει τις τύψεις του, παράκουσετη φιλική, τηλεφωνική συμβουλή και έστρωσε λίγο την αταξία στοσπίτι. Έδειξε πάλι ποιος είναι ο αρχηγός εκεί μέσα. Τραπέζια, τάπερ,βιβλία, οθόνες, βαλίτσες, χαλιά, μαλλί, στυλ, άποψη και ηθικόόλα συμμαζεύτηκαν και επανατοποθετήθηκαν στην αρχική τουςκατάσταση. Έπειτα πήρε το δρόμο για τη Λαμπρινή. Υπολόγιζε πωςμετά από δεκαπέντε λεπτά θα έπινε τον καφέ του, αν όλα πήγαινανκαλά. Αυτά όμως υπολόγιζαν να μην πάνε. Θα πήγαιναν από αλλού.Αλλιώτικα. Αλλιώς.Ο «Τ», Ο «Α» ΚΑΙ ΤΑ «3Φ»Στη Λαμπρινή τον περίμενε η παρέα. Ο Αποστόλης, ο Αλέξανδρος,η Φανή, η Φένια και η Φαίη. Ο Αποστόλης (ή αλλιώς Τόλης ή γιατους φίλους Τρόλ) ήταν φίλος του Αλέξανδρου (ή Άλεξ παλιότεραγνωστός και ως Ανέστης και για τους φίλους Αλεξάκης), ο οποίοςήταν συμφοιτητής του Πέτρου. Ο τελευταίος ήταν και ο μικρότεροςτου αντρικού μέρους της παρέας. Ο Τόλης ήταν στην ίδια σχολή μετον Άλεξ, αλλά με διαφορετική ιδιότητα. Για την ακρίβεια ο Τόλης, ομεγαλύτερος όλων, έκανε το μεταπτυχιακό του στο τμήμα μηχανολόγων.Εκεί γνώρισε τον Άλεξ, που τότε ήταν γνωστός μόνο ως Ανέστης,ενώ τον επιτηρούσε σε μια εξεταστική.Ο Άλεξ αντέγραφε από τον Ισίδωρο, το παιδί που καθόταν δίπλατου, ένα αγαθό παιδί, με γυαλιά σαν πατομπούκαλα και εργοστασιακόμαλλί, που είχε μονάχα μια κακή συνήθεια: να ξεροβήχει κάθεφορά που αγχωνόταν. Και ο Ισίδωρος αγχωνόταν πολύ όταν ο Άλεξαντέγραφε χωρίς ίχνος διακριτικότητας. Έτσι ο Τόλης τού πήρε τηνκόλα και έγραψε μια αναφορά γι’ αυτόν, πιο πολύ για να ησυχάσουντα αυτιά τους από το βήξιμο του Ισίδωρου. Ο Άλεξ δεν τα παράτησεόμως, πήγε και βρήκε τον Τόλη απαιτώντας εξηγήσεις. Ο πληθυντικόςέγινε ενικός και μετά απλώς αγενής, παίξανε και μερικές πε-- 14 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ταχτές μπουνιές στο προαύλιο και ως σωστά αρσενικά δεθήκαν μεαυτόν τον ιδιαίτερα βάρβαρο τρόπο, ξεκινώντας μια φιλία που θακρατούσε πολύ. Θα έγραφα πως θα κρατούσε για πάντα, αλλά επειδήτίποτα δεν κρατάει για πάντα, θα αρκεστώ στο «πολύ».Ο Ανέστης είχε γνωρίσει τον Πέτρο την πρώτη μέρα που βρέθηκανστη σχολή, τέτοια εποχή πριν έξι χρόνια. Ο Πέτρος είχε αργήσει γιατην εγγραφή του, καθώς τότε έψαχνε ακόμα για σπίτι και έφτασεστο πανεπιστήμιο ένα καυτό πρωινό, που ο ήλιος είχε ανατείλει μεάγριες διαθέσεις. Ήταν μια από αυτές τις μέρες που δεν κουνιότανφύλο. Ούτε κλαδί. Πόσο μάλλον δέντρο. Ο Πέτρος είχε χαθεί. Επίσηςζεσταινόταν. Είχε χαθεί και ζεσταινόταν. Ή μήπως είχε ζεσταθείκαι χανόταν; Α, είχε και νεύρα. Για αυτό έφταιγε η κυρα-Στέλλαπου είχε μόλις τηλεζουζουνίσει αδιάκοπα τα αυτιά τού δύσμοιρουυιού της, κάνοντας άτοπες, άσκοπες και αδιάκοπες ερωτήσεις:Ποιον αριθμό λεωφορείου θα πάρει όταν θα αποφάσιζε να έρθειγια επίσκεψη; Αν πλένεται αρκετά; Αν συμφέρει να πάρει το τρένο;Πότε είχε σκοπό να βρει μια καλή κοπέλα; Γιατί το διαμέρισμά τουδεν έχει τζάκι; Γιατί δεν πήρε μαζί του την εικόνα της Παναγίας τηςΕκατονταπυλιανής; Και άλλα τέτοια συναφή και ασυναφή.«…Δεν μου λες βρε Πέτρο, έχει δυο-τρία κουστούμια ο πατέραςσου εδώ που δεν τα φοράει, να στα πακετάρω να τα στείλω μπαςκαι τα χρειαστείς, ξέρεις για κάνα ραντεβού, να μην πας ντυμένοςσαν λέτσος, όχι πως δεν ντύνεσαι καλά παιδάκι μου, αλλά να, ολόκληροςάντρας είσαι τώρα». Κάπως έτσι πήγαινε το τελευταίο κομμάτιτης συνομιλίας τους. Μετ..ά ο Πέ..τρος δε..ν είχ..ε πολ..ύ κα..λό σή..μα και δε..ν τη..ν ά..κου..γε πλ..έ.ον. Και την έκλεισε.Μια βαθιά, λυτρωτική εκπνοή είχε συνοδεύσει τον τερματισμότης συνομιλίας. Τότε ήταν που άκουσε μια φωνή εξ ευωνύμων του.«Ποιος ήταν;»«Η μάνα μου», απάντησε ο Πέτρος.«Και τι ήθελε;»«Ό,τι θέλει πάντα».- 15 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Δηλαδή;»«Τον κόσμο τούρτα κι εμένα κερασάκι».Σιωπή. Ανταλλαγή βλεμμάτων.Και οι δύο γέλασαν και δώσανε τα χέρια. Ήταν πλέον φίλοι και αςμην το ήξεραν ακόμα. Από εκείνη τη μέρα δεν είχε βρεθεί κάτι πουνα τους απομακρύνει. Και ούτε θα βρεθεί.Τώρα θα με ρωτήσετε πώς κόλλησαν τα 3Φ μαζί τους, η Φαίη, ηΦένια και η Φανή. Η Φαίη και η Φανή είναι τρίτες και κάτι ψιλά ξαδέρφεςαπό το σόι των μανάδων τους. Η αδερφή της μητέρας τηςΦανής είναι δεύτερη ξαδέρφη της αδερφής της μάνας της Φαίης,που είναι παντρεμένη με τον κυρ-Θύμιο. Ωραίο παλικάρι ο κυρ-Θύμιος, και ντόμπρος. Ίσως αν περισσέψει χρόνος να σας διηγηθώτην ιστορία με τον κυρ-Θύμιο και τις χορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης.Ίσως και όχι. Στο θέμα μας όμως. Παρ’ όλο που η συγγένειαήταν μακρινή, σχεδόν ανύπαρκτη, όταν τα κορίτσια ανακοίνωσαντα αποτελέσματα των πανελληνίων στους γονείς τους, εκείνοιαποφάσισαν πως θα ήταν προς το κοινό συμφέρον του πυρήνα τηςελληνικής οικογένειας να γνωριστούν. Όταν οι δύο σχεδόν ξαδέρφεςέφτασαν στην πόλη των σπουδών τους, γνωρίστηκαν με τη Φένια,ένα καλό κοριτσάκι.Η Φένια είχε τύχει να γνωρίσει τον Τόλη σε ένα μπαρ. Εκείνος τηςέκανε καμάκι με μια απαράδεκτη ατάκα του στυλ «μωρό μου μοιάζειςπολύ με την επόμενη μου γκόμενα». Η Φένια ως δυναμικό κορίτσιτού απάντησε «εσύ πάλι μοιάζεις με μαλάκα». Ο Τόλης έγινεκόκκινος σαν πατζάρι και έψαξε από πού να φύγει. Εκείνη ένιωσεάσχημα και έτσι του πρότεινε να πιουν έναν καφέ, έστω σαν φίλοι.Ο Τόλης και η Φένια έγιναν οι ακρογωνιαίοι λίθοι για την ένωσητης παρέας. Τότε ήταν που η Φαίη ερωτεύτηκε παράφορα τον Τόλη,δηλαδή πριν δύο χρόνια όταν γνωρίστηκαν. Βέβαια ποτέ δεν τόλμησενα κάνει κανενός είδους κίνηση, ήταν πάντα της άποψης πως τααγόρια είναι αυτά που πρέπει να παίρνουν πρωτοβουλίες και οι φιλίεςνα τιμούνται. Α, επίσης η Φανή γουστάρει τον Άλεξ. Αλλά μην- 16 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>της το πείτε. Θα το αρνηθεί κατηγορηματικά. Δεν το γνωρίζει ακόμα.Έτσι λοιπόν οι δύο έγιναν τρεις και οι τρεις έξι.Σε λίγα μέτρα ο Πέτρος θα έφτανε στη Λαμπρινή. Ήταν τώρα έξωαπό εκείνο το μανάβικο που τα φρούτα του έμοιαζαν παλιά και σκονισμένα,σαν κρασιά σε κελάρι μοναστηριού στις Άλπεις. Μπροστάαπό το μεγάλο καφάσι που εξείχε στο δρόμο, υπήρχε ακόμα η γνωστήτρύπα στο πεζοδρόμιο, όπως με μεγάλη του ευχαρίστηση παρατήρησε.Ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν, σκέφτηκε. Την πέρασεμε ένα αέρινο σάλτο, σε μια επίδειξη δεξιοτεχνίας, άλμα μετάζαρζαβατικών εμποδίων. Έκανε μια μικρή στάση σε έναν από τουςκίτρινους μεταλλικούς φύλακες αλληλογραφίας, ρίχνοντας μέσαέναν φάκελο συστημένο προς το τμήμα Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου,για το περιοδικό «Πα.Π.Α.Κ.Ι».Προχώρησε ευθεία μέχρι το μαγαζί με τους υπολογιστές και τιςψηφιακές μηχανές. Με την άκρη του ματιού του, τσέκαρε να δει ανεκείνη ήταν ακόμα εκεί. Ακόμα εδώ, ωραία! Έκανε μια μικρή στάσηνα τη θαυμάσει και έπειτα έστριψε το βλέμμα του αποφασιστικά.Κοίταξε δεξιά-αριστερά αν περνούσε αμάξι. Διέσχισε το δρόμο,κάνοντας το δεύτερο καθιερωμένο αλματάκι πάνω από το φρεάτιοτου υπονόμου, αποφεύγοντας τα ομιχλώδη νερά που κυλούσανμέσα του. Η διαδρομή ήταν ίδια εδώ και τρία χρόνια που πήγαινεανελλιπώς στη Λαμπρινή. Η ίδια διαδρομή, το ίδιο μανάβικο, η ίδιαλακκούβα που το ίδιο συνεργείο του δήμου επιδεικτικά απαξιούσενα μπαλώσει, το μαγαζί με τα τεχνολογικά αξεσουάρ, το φρεάτιο,όλα ίδια. Το μόνο που άλλαζε ήταν «εκείνες», οι φωτογραφικέςμηχανές. Στην αρχή το φαβορί ήταν μια κατακόκκινη canon.Ήταν από τις πρώτες ψηφιακές που είχαν βγει ποτέ σε έντονα χρώματακαι ήταν πανέμορφη. Ένα θαύμα της οπτικής τεχνολογίας. ΗΦεράρι της ταχύτητας κλείστρου. Η Πενέλοπε Κρουζ του design. ΟΧάρι Πότερ της φωτοευαισθησίας. Όταν ήρθε όμως εκείνη η πορ-- 17 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτοκαλί kodak μετά από τρία χρόνια, όλα άλλαξαν. Εκείνη είχε άποψη,είχε χαρακτήρα. Δεν ήταν απλώς μια διακόσμηση, δεν ήταν μιαγλάστρα, ένα μηχάνημα που θα έκανε μόνο τη δουλειά του. Όχι.Για τον Πέτρο ήταν η σύντροφος των ονείρων του. Αυτή που δεν θαγκρίνιαζε για τίποτα, θα κρατούσε στη μνήμη της μόνο τις καλές<strong>στιγμές</strong>, αυτή που θα ήταν πάντα εκεί γι’ αυτόν. Τουλάχιστον τα πέντεπρώτα χρόνια που είχε εγγύηση. Τώρα όμως ήταν η χρονιά τηςμαύρης, μυστηριώδους nikon. Τελευταία λέξη της τεχνολογίας, κάμποσακαι βάλε μεγκαπίξελς, εξωτικό design, είχε έρθει αμέσωςπριν το καλοκαίρι από τη μακρινή Ιαπωνία για να ταράξει τον κόσμοτου. Την είχε δει την τελευταία μέρα πριν φύγει για διακοπές,μα το μυαλό του δεν την ξέχασε. Περίμενε πως και πως να γυρίσειγια να την ξαναδεί. Ήταν... υπέροχη. Το σημαντικότερο ήταν ότι διέθετεκαι επιλογή εγγραφής βίντεο, όπως έγραφε το πλαστικοποιημένοταμπελάκι από κάτω της. Ό,τι μπορεί να θέλει ένας άντραςαπό μια μηχανή.Φέτος επρόκειτο να αλλάξει και κάτι ακόμα στη ζωή του, αλλάδεν θα το μάθαινε μέχρι να πάρει και την τελευταία στροφή. Πέρασετο δρόμο, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και περπάτησε σαν πιγκουΐνοςανάμεσα στις βιαστικά τοποθετημένες, ανισόπεδες πλάκες-οδηγούςπου έχει τοποθετήσει ο δήμος για τους τυφλούς. Έριξεμια φευγαλέα ματιά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κρέμονταν,σαν για να στεγνώσουν, από τη στέγη του περιπτέρου.«ΕΣΩΚΟΜΜΑΤΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ, ΚΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡ-ΝΗΣΗ», έγραφε η πρώτη.«ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥΜΠΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΗ», διαλαλούσε η δεύτερη.«Ο ΝΕΟΣ ΝΟΜΟΣ 1415/78, ΟΛΑ ΟΣΑ ΔΙΑΚΥΒΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΣ-ΦΑΛΙΣΤΙΚΟ», εξιστορούσε η τρίτη.«ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ 78-53 ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ», μαρτυρούσεη τέταρτη.«ΣΑΛΠΑΡΕ Ο ΓΙΑΣΕΝΦΣΚΙ ΜΕ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ», λιτάνευε- 18 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>η πέμπτη.Χαιρέτησε τον κυρ-Ηλία που είχε το περίπτερο, χαιρέτησε και τηνκόρη του με την οποία είχε φαντασιώσεις συχνά-πυκνά τα βράδια,μα δεν είχε τολμήσει να της πει τίποτα παραπάνω από ένα ντροπαλό«γεια». Πέρασε το βιβλιοπωλείο «Η Γνώσις» το οποίο το είχεμια τρελή, πρώην καλόγρια, νυν λογοτεχνική προμηθεύτρια καθώςκαι καθηγήτρια φροντιστηρίου αρχαίων ελληνικών το οποίο στεγαζόταν,όπως και ονομαζόταν, «Άνωθεν». Μερικά μέτρα ακόμα γιανα φτάσει, πήρε τη στροφή με την ταμπέλα που έγερνε, πέρασε τομαγαζί του «σπαστικού απέναντι», όπως αποκαλούσαν το καφενείομε όνομα «Ο Γερομπισμπίκης», και μετά τα παιδιά, η Λαμπρινή.Η Λαμπρινή; Πού είναι η Λαμπρινή;Κλειστή.Κλειστή;ΠΑΡΑΞΕΝΙΕΣΈχετε νιώσει ποτέ ότι διανύετε μια περίοδο της ζωής σας πουη τύχη σάς έχει από κοντά; Σαν η κάθε απόφαση που θα πάρετεεκείνες τις μέρες να έχει ευνοϊκότερο αποτέλεσμα από όποια άλληστιγμή, σε θέματα ασήμαντα όπως το να βρείτε θέση για παρκάρισμαέξω απ’ τον προορισμό σας ή να περάσει το λεωφορείο σύντομα,να μπείτε χωρίς εισιτήριο και ο οδηγός να σας πει «δεν πειράζει,κάτσε» ή να δείτε ότι υπάρχει ακόμα στο νούμερό σας εκείνοτο παντελόνι που είχατε θελήσει στην αρχή των εκπτώσεων ή ναέχει ο φούρνος απ’ το καλό το ψωμί που φεύγει πρώτο ή να αφήσετετο ποδήλατό σας παρκαρισμένο για μια βδομάδα σε κάποια έρημη,παρακμιακή περιοχή και να μην το πειράξει κανένας. Αλλά καισε πιο σοβαρά θέματα όπως το να σας κάνουν πρόταση για τη δουλειάτων ονείρων σας, να σας ενημερώσουν πως το βιβλίο σας θαεκδοθεί, να κερδίσετε το λαχείο ή ακόμα και να γνωρίσετε τη γυ-- 19 -


Μιχάλης Φουντουκλήςναίκα της ζωής σας. Υπάρχουν τέτοιες, μικρές <strong>στιγμές</strong> που έχουμενιώσει απίστευτα τυχεροί. Πολλοί το φιλοσοφούν, μιλώντας γιαζώδια, πλανήτες, για οίκους ανάδρομους, παράδρομους, παράταιρους,έτερους, εκάτερους και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Άλλοι προσπαθούννα το ορθολογήσουν, να το τετραγωνίσουν, να το απομυθοποιήσουν,να του φάνε τη μαγεία βρε αδερφέ, λέγοντας πως είναιαπλά θέμα πιθανοτήτων και ανατρέχουν σε πίνακες, διαγράμματακαι εξισώσεις.Εγώ; Δεν λέω, προσπαθώ γενικά να βάζω τη λογική στη σκέψημου, είμαι αρκετά φανατικός οπαδός των μαθηματικών. Όμως εξακολουθώνα πιστεύω πως κάποια πράγματα είναι ανεξήγητα. Ίσωςείναι επειδή έχω ωροσκόπο καρκίνο και είμαι πολύ, συναισθηματικόςκαι ρομαντικός. Έτσι όταν ζω εκείνες τις μέρες, που η τύχη μουχαμογελάει, προσπαθώ να της χαμογελάω κι εγώ. Τίποτα παραπάνω.Αν μπορώ να ρισκάρω, θα ρισκάρω. Αν χάσω, έχασα. Όπως είχεπει κι ένας Άγγλος ποιητής, πριν δυόμισι περίπου αιώνες: «Όταν ηάγνοια είναι ευδαιμονία, είναι τρελό να είσαι σοφός»._ΠαΠΑΚΙΤΟ ΠΑΠΑΚΙ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΛΕΝΕΙΣ ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ ΣΟΥ ΧΑΛΑΣΗ Λαμπρινή ήταν σφραγισμένη και μια τεράστια επιγραφή κρεμόταναπό την ξύλινη πόρτα της. Το μέρος έμοιαζε παρατημένο, γερασμένο.Σκόνη είχε καλύψει τα δρύινα παράθυρα και τους σχιστόλιθουςτοίχους, δίνοντας του πιο γκρίζα απόχρωση. Ακριβώς απ’ έξωστο πεζοδρόμιο κάθονταν σαν τις άδικες κατάρες ο Τόλης, ο Άλεξκαι τα 3Φ. Ιδροκοπημένοι στέκονταν όπως οι συγγενείς στις αίθουσεςαναμονής των νοσοκομείων, ελπίζοντας τα καλύτερα, μα περιμένονταςτα χειρότερα.«Τι έγινε ρε εδώ πέρα;» είπε ευθύς εξ αρχής ο Πέτρος που μό-- 20 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>λις είχε καταφέρει να θέσει πάλι σε λειτουργία τις αρθρώσεις τουσαγονιού του.«Τι να γίνει, δεν βλέπεις;» πρόλαβε ο Άλεξ.«Γιατί έκλεισε ρε παιδιά;» ρώτησε ο Τόλης. Είχε ρωτήσει καιπροηγουμένως, ανεπιτυχώς, μα μιας και είχε προστεθεί νέο μέλοςστην παρέα, είπε να ξαναδοκιμάσει. Τίποτα. Δυστυχώς, κανείς δενέμοιαζε να ξέρει τίποτα.«Τους κάναν έξωση», ακούστηκε μια δαιμονική φωνή από τουπερπέραν. Βασικά από το υπεραπέναντι. Ο Γερομπισμπίκης είχεβγει έξω και τρεφόταν με τη δυστυχία των άλλων. Μπορούσες ναδιακρίνεις τα σημάδια ευχαρίστησης που γαργαλούσαν όλο του τοσώμα, με κάθε ανάσα του. Ως απάντηση ο Τόλης κορδώθηκε, προσπαθώνταςμε νόημα να δείξει πως το μπλουζάκι του ούτε είχεμπει στο πλύσιμο, ούτε το είχε από όταν πήγαινε στο δημοτικό,αλλά ήταν κολλητό επειδή ο κάτοχός του είχε περάσει επικίνδυναπολλές ώρες στο γυμναστήριο. Ο δαίμονας από απέναντι κατάπιετο δηλητήριο του και βρήκε καταφύγιο στην εμπορική σπηλιάτου. Είχε πλέον καταλάβει πως η εποχή του είχε περάσει μαζί μετου Κόμη Δράκουλα και του Δόκτορος Τζέκιλ.Ο Τόλης δεν ήταν κακό παιδί. Δεν ήθελε να κλωτσομπουνίζειόποιον έβρισκε μπροστά του, έτσι αναίτια, για την πλάκα του θέματος.Απλώς ήταν ένας άντρας με αρχές. Σύμφωνα με τις αρχές τουέπρεπε να υπερασπίζεται τον εγωισμό και την αξιοπρέπεια αυτούκαι της παρέας. Ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι.«Και τώρα; Τι κάνουμε;» ρώτησε η λιγότερο ψύχραιμη από τα 3Φ,η Φανή.«Πρέπει να βρούμε άλλο στέκι», απάντησε σε πλήρη ηττοπάθειαο Πέτρος.«Πού;» Το ερώτημα τούς βασάνιζε όλους, μα μόνο ο Τόλης είχετολμήσει να εκφράσει.«Καλά, γάμα το, εγώ πάω σπίτι», είπε η Φένια που είχε παραδοθείστην απελπισία και τη ζέστη. Κίνησε να φύγει, όμως τη σταμά-- 21 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτησε η Φανή: «Περίμενε, έρχομαι κι εγώ». Όπως ήταν φυσικό καιεπόμενο, η Φαίη σαν σε αυτόματο πιλότο χαιρέτησε τη παρέα καιέφυγε και αυτή μαζί με τα 2Φ/3. Οι γυναίκες πάντα ταξιδεύουν σαντους λύκους. Σε αγέλες. Επίσης έτσι επιτίθενται κιόλας, μα αυτόείναι μία τελείως διαφορετική συζήτηση, μία που θα κάνουμε κάποιαάλλη στιγμή σε κάποιο άλλο μέρος.Ο Πέτρος πέρασε για δεύτερη φορά εκείνο το απόγευμα την αυλόπορτατου σπιτιού του, μα αυτή τη φορά είχε την άνεση και τη σιγουριάτης προηγούμενης. Είχε ξεγελάσει την καθαριότητα με έναεπιπόλαιο σκούπισμα και αυτό τον έκανε περήφανο. Ανέβηκε στονέβδομο. Τα πόδια του δεν είχαν προλάβει να λησμονήσουν την προηγούμενηεπίσκεψη και να σου πάλι περνούσαν το ίδιο μαρτύριοστο στριφογυριστό κλιμακοστάσιο της κόλασης. Ξεκλείδωσε, παράτησετα κλειδιά στο χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι αριστερά από τηνείσοδο, έβγαλε τα παπούτσια του και τα πέταξε στο μπαλκόνι νααπολυμανθούν. Άραξε στον καναπέ διαβάζοντας την τοπική εφημερίδα,που είχε αγοράσει ως δικαιολογία για να χαζέψει λίγο ακόματην κόρη του περιπτερά, την Ερμιόνη με το πλούσιο μπούστο.Ο κεντρικός τίτλος έγραφε «ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΞΑ-ΝΑΧΤΥΠΑ». Ακριβώς από κάτω το άρθρο διασαφήνιζε την κατάσταση:«Μαρτυρίες από κατοίκους της περιοχής του Κάστρου αναφέρουνότι το βράδυ του Σαββάτου μία γυναίκα εθεάθη στην είσοδοτου Κάστρου φορώντας ένα άσπρο φόρεμα και κρατώντας μια σιδερώστραστο ένα χέρι και έναν κουβά με νερό στο άλλο. Το χρώματου προσώπου της ήταν εξαιρετ…» Δεν θα ήθελα να ήμουν μπροστάόταν διαβάσει το άρθρο αυτό ο φεμινιστικός σύλλογος φαντασμάτων,σκέφτηκε ο Πέτρος και γύρισε σελίδα.Φορέματα, κοστούμια, τουαλέτες, γυαλιστερά μανικετόκουμπα,αποκαλυπτικές φούστες, ταγιεράκια, ροζ τσαντάκια ασορτί με ροζγαντάκια, χρυσαφικά, πολλά χρυσαφικά, πολλά αστραφτερά χρυσαφικά,και πολλά αστραφτερά χαμόγελα κοσμούσαν τα επόμεναδέκα με δεκαπέντε γυαλιστερά φύλλα. Ένα -όχι και τόσο- μίνι αφι-- 22 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>έρωμα στο ελληνικό, «επώνυμο» Σαββατόβραδο. Εικόνες από τοπικούςαστέρες, καθώς αυτοί έκαναν την είσοδό τους στα κοσμικάparties της πόλης.«Επώνυμοι…» σιγομουρμούρισε ο Πέτρος καθώς γυρνούσε κατάσυρροή τα φύλλα, «λες και εμείς δεν έχουμε».Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τόσοςκόσμος που να ασχολείται με το γιατί το γατάκι της «κυρίας Απ’ Αυτού»δεν έφαγε σήμερα το φαγητάκι του, και πόσο πολύ έχει στεναχωρήσειαυτό την «κυρία Απ’ Αυτού» και γιατί το φόρεμα της«κυρίας Απ’ Εκείνου» δεν άρεσε στην «κυρία Παρακάτω», και πωςαυτή το σχολίασε δημόσια, και μετά βγήκε η «κυρία Απ’ Εκείνου»και ανταπέδωσε το σχόλιο, χαρακτηρίζοντας την «κυρία Παρακάτω»,ως «υστερική και ανορεξικιά» και μετά η «κυρία Υστερική καιΑνορεξικία» βγήκε σε ένα παράθυρο και είπε δημόσια στην «κυρίαΑπ’ Εκείνου» να πάψει να ασχολείται με το τι κάνουν οι άλλοι, καινα κοιτάξει τον αποτυχημένο γάμο της με τον «κύριο Από Τούτο», οοποίος έτυχε να ακούσει τις δηλώσεις και βγήκε και αποκάλεσε την«κυρία Ανορεξικία», «χαζή, ξανθιά και αμόρφωτη», ενώ βασικά«αγάμητη» ήθελε να πει αλλά λογοκρίθηκε, και μετά βγήκε ο σύζυγοςτης «κυρίας Ανορεξικίας-χαζής-ξανθιάς-και-αμόρφωτης» καιείπε κάτι για το παστίτσιο της μανούλας του «κυρίου Από Τούτου»και έγινε χαμός και να σου τα παράθυρα και να σου και οι πόρτεςκαι να σου οι απευθείας συνδέσεις και τα έκτακτα δελτία και ταδελτία καιρού και οι θύελλες. Μετά τα κοσμικά ακολουθούσαν οιμικρές αγγελίες, που μόνο μικρές δεν ήταν κι αυτές πια.Δέκα φύλλα με ανθρώπους να ζητούν και να προσφέρουν ΤΑ ΠΑ-ΝΤΑ. Από αγγελίες για υπαλλήλους όλων των ειδικοτήτων, μορφωτικώνεπιπέδων, ήθους και χαρακτήρα, σε αγγελίες για εξωτικέςχορεύτριες, αλλοδαπά θηλυκά με άγριες διαθέσεις και συμβούλουςνοικοκυριού, καθαρίστριες ταψιών και κατσαρολών. Ακόμακαι αγγελία για κατ’ οίκον βιασμούς και παιδεραστίες να διάβαζες,δεν θα σου φαινόταν πλέον τραγικό. Μετά τις αγγελίες ακολου-- 23 -


Μιχάλης Φουντουκλήςθούσαν τα αθλητικά. Μηδέν ενδιαφέρον. Ο Πέτρος δεν ήταν αυτόπου λέμε «φανατικός των σπορ». Στα μάτια των δύο έτερων αρσενικώντης παρέας ήταν ένας ξεπουλημένος. Για αυτό το λόγο κάθεΚυριακή και δεύτερη Τετάρτη ο Πέτρος έκανε ποδοσφαιρικό εθελοντισμό,για να κερδίζει την εύνοια των φίλων του. Γύρισε σελίδα.«Α, μα βέβαια», μονολόγησε χαμογελαστά. «Πώς το είχα ξεχάσει;»Ήταν η ώρα των ζωδίων. Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Ζυγούς,Σκορπιούς, Τοξότες. Περάστε και πάρτε το ζώδιο της αρεσκείαςσας. Καρκίνοι; Α, εσείς είστε πολύ τυχεροί αυτό το μήνα, χωρίς κάποιολόγο, έτσι. Μα γιατί; Ε, αφού επιμένετε, ο ανάδρομος Ερμήςείναι στον όγδοο οίκο σας και αυτό απ’ ό,τι φαίνεται είναι καλό. Ναπροσμένετε μερικά απρόσμενα κέρδη -αν κάτι τέτοιο είναι γραμματικάδυνατό- αλλά να προσέχετε τις κακές παρέες. Ιχθείς. Χμ, τιέχουμε εδώ; Προκλήσεις θα σας περιορίσουν επαγγελματικώς, μασύμφωνα με τον Κύριο Καρπούζη, αρθρογράφο της εν λόγω στήλης,στα αισθηματικά σας νέες εκπλήξεις περιμένουν ακριβώςμετά την επόμενη στροφή, οπότε έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα.Όποιος χάνει στα χαρτιά… σκέφτηκε ο Πέτρος και συνέχισε το διάβασμα:Σκορπιοί, δυσκολίες… Κακοτράχαλο δεκαήμερο… Μην πιέζετεκαταστάσεις… Ναι. Χμ. Ο Δίας είναι στον τρίτο… Ενδιαφέρον.Μία αγάπη από το παρελθόν… Μάλιστα. Προσοχή στην οδήγηση!Προσοχή στην οδήγηση, μονολόγησε. Ιδιοφυές!Και έτσι χαρούμενος από την πρωτότυπη κατακλείδα του ΚύριουΚαρπούζη έκλεισε την εφημερίδα, γιατί δεν ήταν σίγουρος αν οοργανισμός του άντεχε άλλη σαβούρα. Έπιασε ένα περιοδικό πουέγραφε το όνομά του στη θέση του συνδρομητή. Ένα σχέδιο κοσμούσετο μισό εξώφυλλο υποδηλώνοντας και το όνομα του περιοδικού.Έδειχνε ένα χαμογελαστό, κίτρινο παπάκι και έγραφε «ΤοΠα.Π.Α.Κ.Ι κι αν το πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς!»Τότε, χωρίς προφανή λόγο, τη θυμήθηκε. Βασικά δεν την είχε ξεχάσεικαι ούτε θα την ξεχνούσε. Προσπαθούσε όλη μέρα να τηνκρύψει κάπου στα βάθη του μυαλού του. Απέτυχε. Παταγωδώς.- 24 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Πέμπτη απόγευμα, μόλις οχτώ μέρες πριν. Ο Πέτρος είχε περάσειστο τελευταίο στάδιο της «αποσυμπίεσης». Προσπαθούσε, θέλονταςκαι μη, να αναδυθεί από τα βαθιά νερά ενός ακούραστουκαι ξέγνοιαστου καλοκαιριού, για να περπατήσει ξανά στην επιφάνεια.Μια επιφάνεια που στέγαζε σωρεία υποχρεώσεων, κουραστικώνμετακινήσεων, εκνευριστικών υπενθυμίσεων, πολύπλοκωνεξαρτήσεων και απρόσμενων εκπλήξεων. Το καλοκαίρι είχε περάσειελάχιστο χρόνο μόνος του. Πλέον ο Πέτρος είχε ανάγκη να επιστρέψειστο παλάτι τ ο υ. Στην πόλη τ ο υ. Στο βασίλειο τ ο υ. Εκείόπου τους κανόνες τούς έθετε αυτός. Εκεί όπου όλα είχαν το νόημαπου ήθελε αυτός να έχουν. Εκεί όπου ένιωθε ελεύθερος. Μα καιμόνος. Ουδέν κακό αμιγές καλού, όπως λένε. Ή μήπως είναι ανάποδα;Ή μήπως και από τις δύο; Όπως και να έχει η επιστροφή πάντασυνοδευόταν από αισθητή ποσότητα μοναξιάς.Είχε σκοπό να περάσει τις μέρες που του είχαν απομείνει πρινφύγει, οικογενειακά, ήρεμα. Μάζευε κουράγιο να αντιμετωπίσειτις συμβουλές της κυρα-Στέλλας με στωικότητα, καθώς ήξερε πωςκάθε χρόνο τέτοια εποχή αγχωνόταν που ο κανακάρης της θα έφευγεπάλι μακριά και άρχιζε τις συμβουλές περί ανέμων και υδάτων.Μα ήταν τότε που γνώρισε εκείνη και κατάλαβε πως αυτή η χρονιάθα ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες.Μια μέρα η κυρα-Στέλλα με την υστερία της είχε σηκώσει τηνπολυκατοικία στο πόδι και για χάρη όλων ο Πέτρος σηκώθηκε ναφύγει για να σβήσει τη φωτιά του κεφαλιού του με τεκίλα. Εξάλλουαυτή είναι η μόνη φωτιά που σβήνει με αλκοόλ. Ήταν Πέμπτηκαι είχε πολλή ζέστη. Αποφάσισε να ντυθεί σαν σκακιέρα και έτσιφόρεσε τα άσπρα παπούτσια, με το μαύρο κοντό παντελονάκι, μιαάσπρη κοντομάνικη μπλούζα που πάνω της είχε ένα μαύρο τετράγωνοκαι το μαύρο του καπέλο με την άσπρη κορδέλα στο γείσο,που στο πλάι είχε ένα ασπρόμαυρο φτερό.- 25 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΌταν έφτασε στο μπαρ, ακουγόταν χαλαρή βραζιλιάνικη μουσική.Το μαγαζί είχε τόσα χρώματα που ο Πέτρος ένιωσε άβολα με τοντύσιμό του. Ο Ανέστης, φίλος ήδη κάποια χρόνια τώρα, σπούδαζεμηχανολόγος όχι γιατί το είχε επιλέξει, μα γιατί είχε κάνει το μηχανογραφικόστην τύχη, μεθυσμένος από την προηγούμενη. Σε αντίθεσημε τον Πέτρο, ο Ανέστης είχε μεγαλώσει στα Γιάννενα μα τατελευταία οχτώ χρόνια ζούσε στην πρωτεύουσα ακολουθώντας τημετάθεση του πατέρα του που ήταν μπάτσος. Στο τηλέφωνο ο Ανέστηςτού είχε πει πως προσπαθούσε να ρίξει ένα χαλόνι και χρειαζότανενισχύσεις.Αν και ο πυρετός χτυπάει συνήθως Σαββατόβραδο, ακόμα καιτις Πέμπτες βγαίνουν μπόλικα πρεζάκια της διασκέδασης και τουαλκοολισμού ώστε να καθιστούν ένα, όχι και τόσο διάσημο μπαράκι,δύσβατο και αποπνικτικό. Παρ’ όλα αυτά ο Πέτρος ξεχώρισετο μεγαλόσωμο Ανέστη, λίγο ψηλότερα από τα κεφάλια που οριοθετούσαντην ανθρώπινη παρουσία στο χώρο. Έκαναν ο ένας στονάλλο νόημα, σήμα αμοιβαίας αναγνώρισης. Πλησίασε. Χαιρέτησε.Τον σύστησαν σε κόσμο, χαμογέλασε, συστήθηκε κι αυτός. Τότε τηνείδε. Η πρώτη σκέψη που του πέρασε από το μυαλό ήταν: «ρε συ,αυτή είναι όμορφη» και κάθε στιγμή που περνούσε, η παρουσία τηςτον τράβαγε ακόμα περισσότερο. Ήταν πολύ όμορφη, παραδέχτηκεαπό μέσα του, καθώς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα άτομαπου τον συστήνανε. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, έπιανε τονεαυτό του να θέλει να την κοιτάζει συνέχεια. Τελικά αποφάνθηκεπως δεν ήταν απλώς όμορφη. Ήταν κάτι ανώτερο. Είχε ένα απόεκείνα τα χαμόγελα που η κυκλοφορία τους θα έπρεπε να απαγορεύεταικαθώς, να το θέσω πεζά, σκοτώνουν κόσμο.«Ναταλία», είπε.«Πέτρος», αποκρίθηκε.Του χαμογέλασε. Του φάνηκε πως δεν ήταν ένα απλό χαμόγελο.«Θέλει κανείς κάτι να πιει;» ρώτησε βιαστικά ο Πέτρος κουνώνταςτο δείκτη του αριστερά-δεξιά και αφού σε τρία δευτερόλεπτα- 26 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>δεν πήρε απάντηση, γύρισε απότομα την πλάτη του και χάθηκε στηντρικυμιώδη ανθρώπινη θάλασσα. Έπρεπε να πιει, αν είχε σκοπό νααντιμετωπίσει μια τέτοια βραδιά. Παρήγγειλε μια τεκουίλα «ΧοσέΜπαρμπέιντος, κίτρινη» και την ήπιε με τη μία. Την ώρα που τηνκατέβαζε μονορούφι, έκανε νόημα για μια δεύτερη. Ο μπάρμαν χαμογέλασε.Του έβαλε άλλη μία, πιο περιποιημένη. Ο Πέτρος σκούπισετο ποτό από τα χείλη του, πέταξε τη φέτα πορτοκάλι της πρώτηςστη δεύτερη και πλέον με αυξημένες ποσότητες μυοχαλαρωτικώνουσιών στο σώμα του, επέστρεψε, έτοιμος για συνέχεια.Πλησίασε τη Ναταλία με την πρώτη ευκαιρία, τάχα γιατί ήταν κοινωνικόςτύπος. Η κοινωνικότητα του βέβαια άρχιζε και σταματούσεπάνω της. Εκείνη του έδωσε αμέριστη την προσοχή της. Μίλησανμε τις ώρες, προσέχοντας ελάχιστη τον περίγυρό τους. Ο Ανέστηςένιωθε πως είχε χάσει ένα σύμμαχο και είχε κερδίσει ένανεχθρό. Ο Πέτρος ένιωθε πως η ώρα περπατούσε σε κόκκινο, βελούδινοχαλί. Πως όλο το μπαρ, ήταν εκεί μόνο για να τους συνοδεύειστην κουβέντα τους. Εκείνη έλαμπε. Μελαχρινή. Το πρόσωπότης ένα τέλειο σύνολο αναλογιών, το δέρμα της σαν από πορσελάνη.Η ματιά της από οπάλιο. Τα μαλλιά της από μετάξι. Η φωνήτης έπιανε μια τόση ευχάριστα θηλυκή νότα, σαν μια όμορφη, ταξιδιάρικημελωδία από φυσαρμόνικα. Δεν είχε ίχνος μακιγιάζ επάνωτης σαν να προσπαθούσε να σαμποτάρει την εμφάνισή της, μα ήταντέτοια η ομορφιά της που ήταν καταδικασμένη να αποτυγχάνει. Καιήταν τόσο πιο όμορφος ο κόσμος με κάθε της αποτυχία.Ο Πέτρος δεν ήταν και τόσο σίγουρος για το πόσο ευχάριστη ήτανη παρέα του, μα περνούσε τέλεια, εξ ου και δεν τον απασχολούσε.Η αλκοόλη είχε κάνει τη δουλειά της. Τον είχε χαλαρώσει, ταβλέφαρά του είχαν κλειδώσει μια θέση πιο κάτω, τα αυτιά του είχανκοκκινίσει, ο φωτισμός τού φαινόταν επιτηδευμένα χαμηλωμένοςκαι ένιωθε να μεθάει με την απόλυτη ευχαρίστηση. Ένα βράδυπου είχε να ζήσει χρόνια και θα περνούσαν χρόνια πάλι μέχρινα ξαναζήσει.- 27 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΚάπως έτσι μέσα σε μερικές ανύποπτες <strong>στιγμές</strong>, η πρώτη επαφήείχε γίνει. Την ξαναβρήκε την επομένη με τον ίδιο περίγυρο, έχονταςαυτή τη φορά υποσχεθεί στον Ανέστη να του συμπαρασταθείπιο πολύ. Μα από το πρώτο της χαμόγελο κατάλαβε πως δεν είχεκαμία ελπίδα να της αντισταθεί και έτσι πέρασαν και το επόμενοβράδυ μιλώντας για ώρες. Για τα πάντα. Για μικρά και ασήμαντα. Γιαμεγάλα και εξίσου ασήμαντα. Ο Πέτρος έμαθε ότι σπούδαζαν στηνίδια πόλη και ότι σύχναζαν στα ίδια μαγαζιά, και το πήρε για σημάδι.Μερικές ματιές με ασαφές νόημα που σε κεντρίζει και κάποιεςαθώα αγγίγματα, τάχα για αστείο ή πείραγμα, και σιγά-σιγά η απόστασημεταξύ τους άρχισε να μικραίνει.Εκεί όμως που όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά, ο Πέτρος σκέφτηκεκάτι που δεν του άρεσε καθόλου. Αφού συχνάζουμε στα ίδιαμέρη πώς και δεν την έχω πετύχει πουθενά; Μια ερώτηση που ηαπάντηση ερχόταν από τα επόμενά της λόγια. «Να σε ρωτήσω»,είπε αυτή ανάμεσα στις κουβέντες τους, «είσαι με κάποια αυτόντον καιρό;»«Όχι».«Εγώ όμως είμαι...» Τα λόγια της καταδικάστηκαν για την ειλικρίνειάτους. Ο Πέτρος προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι να πει. Η καρδιάτου ήθελε να αυξήσει τη συγκέντρωση του αίματος και χτυπούσεδυνατότερα. Κάτι έξυπνο. Κάτι πρωτότυπο. Δεν είπε τίποτα γιατίδεν βρήκε κάτι να πει. Η Ναταλία δεν του άφησε και πολύ χρόνο,συνέχισε μονολογώντας μετά από λίγο: «Εδώ και πέντε χρόνια...»Ένα-ένα έσκαγαν βαριά τα χρόνια στο κεφάλι του. Ένιωθε σαν έναςγραφειοκράτης που προσπαθούσε να συγκρατήσει μεγάλες στοίβεςαπό έγγραφα και χαρτιά, ακροβατώντας με όλο του το σώμα,μα κάποιος του έφερνε καινούργιους φακέλους και έφτιαχνε νέεςστοίβες, όλο και πιο ψηλές και ακανόνιστες. Τα είχε χάσει. Πού θέλεινα καταλήξει; Αυτή η σκέψη στροβίλιζε ξανά και ξανά γύρω απότο ίδιο σημείο του εγκεφάλου του σαν επίμονο κουνούπι. Γιατί δέχθηκενα βρεθούμε;- 28 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«...Μα δεν τα πάμε πολύ καλά τελευταία». Ο μονόλογος της άρχισενα εμβαθύνει σε λεπτομέρειες, ανοίγοντας μια χαραμάδα στιςσυμπληγάδες που του είχε μόλις βάλει. «Η αλήθεια είναι πως τοτελευταίο καιρό δεν ήμασταν συνέχεια μαζί. Αυτός ήταν αλλού. Μίαμεταπτυχιακά, μία στρατό. Τώρα επέστρεψε». Μια μικρή παύση καισυνέχισε. «Θα με ρωτήσεις, και γιατί δεν είμαστε μαζί τώρα;» Έναεύλογο ερώτημα αλήθεια. «Κοίτα, δεν είναι ότι και εγώ δεν σου έχωδώσει δικαιώματα. Οι ματιές. Τα χαμόγελα. Σου έδωσα λόγους ναμε πλησιάσεις».«Όχι, ‘ντάξει, εσύ… Μα κι εγώ, ξέρεις, είμαι αυθόρμητος, ίσωςδεν θα ‘πρεπε να… Απ’ την άλλη…»«Χαίρομαι που είσαι όπως είσαι!» τον διέκοψε ευγενικά με το μοναδικότρόπο που είχε. Χαμογέλασε και συνέχισε: «Απλώς, θέλωτο χρόνο μου, να μπορέσω να δω τι θέλω. Αν θέλω να είμαι με αυτόνή όχι. Και δεν θέλω να το κάνω μέσω κάποιου τρίτου, όπως εσύ.Θέλω να είμαι σωστή». Ο Πέτρος συνοφρυώθηκε. Είναι πολλά ταθέλω για να βγει κάτι καλό, σκέφτηκε.Τι είναι χειρότερο από μια κοπέλα, που δεν σου δίνεται; Μιαπανέμορφη κοπέλα, που δεν σου δίνεται. Όσον αφορά αυτά περί«θέλω, αλλά είμαι και δεν είμαι με αυτόν», ο Πέτρος είχε ακούσειγια παρόμοιες περιπτώσεις. Για αυτές τις περίφημες συμπληγάδεςτης ελπίδας που καμιά φορά δημιουργούνται από ερωτικές περιπτύξειςυπερβολικά μπλεγμένων ατόμων και ποτέ δεν είχε ακούσεικάτι καλό να βγαίνει από αυτό. Πάντως ποτέ του δεν πήγαινε μετις πιθανότητες.«Κοίτα...» Έκανε μια μικρή παύση και την κοίταξε στα μάτια,προσπαθώντας να κερδίσει λίγο χρόνο, να βρει κάτι έξυπνο να πει.Κάτι τόσο αναπάντεχο που θα τον έκανε να φανεί απλό και ταυτόχροναμυστηριώδη και πολύπλοκο. Σαν το μοναχικό καουμπόη πουδεν έχει τίποτα να χάσει, τα παίζει όλα για όλα με ένα κομμάτι στάχυστο στόμα και μόνο επειδή είναι αυτός κερδίζει. Αλλά ο Πέτροςείχε σαστίσει. Είχε χάσει τα λόγια του και ο χρόνος τού γλιστρούσε- 29 -


Μιχάλης Φουντουκλήςσταθερά από τα χέρια, λες και προσπαθούσε να τραβήξει ένα σκοινίαλειμμένο με γράσο. Άφησε άθελα του ένα πνιχτό γέλιο σαν απότομοξεφύσημα, εμφανές σημάδι της αμηχανίας του. Σε μια απέλπιδαπροσπάθεια αντίδρασης αποφάσισε να ακολουθήσει τον παλιόκαλό δρόμο της ειλικρίνειας.«Κοίτα», επανέλαβε, «το καταλαβαίνω πως είναι μπλεγμένη ηκατάσταση σου. Εγώ όμως σε θέλω. Μ’ αρέσεις, και θέλω πολύνα σε γνωρίσω». Μια αμυδρή αντίδραση άλλαξε το ύφος της. Ένατικ του ματιού, ένα ελαφρύ, ανεπαίσθητο τίναγμα του κεφαλιού τηςπρος τα πίσω. Ένα χαμόγελο που παραλίγο να δραπετεύσει. Σαν ναχάρηκε γι’ αυτό που άκουσε, αλλά να προσπάθησε πολύ να το κρύψει.Ο Πέτρος αντιλήφθηκε αυτή την ελάχιστη ένδειξη και συνέχισεμε ενισχυμένη αυτοπεποίθηση. «Δεν σε ξέρω. Μα όπως προείπα,θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω. Από το λίγο που σε έχω γνωρίσει,έχω πιστέψει πως πρέπει να σε γνωρίσω». Τα λόγια του δεν έβγαζανκανένα νόημα. Είχε ενθουσιαστεί, είχε πεισμώσει, είχε κάψεικάθε ασφάλεια που είχε ο εγκέφαλός του, είχε ξεχάσει τους πάντεςκαι τα πάντα και έψαχνε αυτό που έπρεπε να πει, γιατί ένιωθεπως έπρεπε να πει κάτι βαρύγδουπο. Αλλά στην πραγματικότηταδεν είχε και πολλά να πει.Αυτή χαμογέλασε. Είχε φανταστεί πολύ διαφορετική την αντίδρασήτου. Μα η αλήθεια ήταν μία: δεν τον ήξερε. Ο Πέτρος ανταπέδωσετο χαμόγελο. Ούτε αυτός την ήξερε. Μα σκέφτηκε ότι το να σουπει πως σε θέλει αλλά έχει γκόμενο, είναι καλύτερο από το να σουπει πως δεν σε θέλει. Μέγα λάθος, αλλά ήταν τόσο όμορφη. Έτσι οΠέτρος γύρισε εκείνο το βράδυ σπίτι του δυσάρεστα χαρούμενος.Είπε στον εαυτό του, «για να δούμε».Οι επόμενες μέρες για τον Πέτρο είχαν το ομορφότερο ξημέρωμα.Όλα έμοιαζαν ίδια, αλλά με ένα πολύ καλύτερο σερβίρισμα. Ήταν οιμέρες που περιείχαν τα πρώτα μεταξύ τους ηλεκτρονικά μηνύματα,στα οποία παρέθεταν ο καθένας, επιλεκτικά, διάσπαρτα κομμάτιατης βιογραφίας του. Έκαναν ανταλλαγή σκέψεων, ονείρων και ιδε-- 30 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ών. Ήταν οι πρώτες <strong>στιγμές</strong> του φλερτ. Οι πιο όμορφες. Ο Πέτροςείχε πάρει φόρα και προχωρούσε με βήματα τολμηρά, αγνοώνταςεπιδεικτικά όλα τα αρνητικά της τελευταίας τους συνάντησης. Στηριζότανσε όσα αυτή του έδινε στο άμεσο παρόν. Τα βράδια χαμογελούσεαισιόδοξος λέγοντας στον εαυτό του, «είναι μικρή η ζωή».Για μερικές <strong>στιγμές</strong> δόξας παλεύουμε όλοι μας.Την τελευταία μέρα πριν φύγει, της πρότεινε μια βραδινή εξόρμησηστο μέρος που φύλαγε για τις δύσκολες περιπτώσεις, ένα λοφάκιπου είχε στα πόδια του όλη την πρωτεύουσα. Λίγο το κρασί, λίγοτο φεγγάρι, λίγο τα φώτα της πόλης, κάτι καλό θα έβγαινε. Εκείνηδέχτηκε και όλα πήγαιναν ρολόι. Ο Πέτρος είχε αρχίσει ήδη να διαλέγειτι θα φορέσει, όταν το κινητό του αναβόσβησε.Το μήνυμα έγραφε πως δεν ήταν έτοιμη για να δώσει τόσα πολλά,τόσο γρήγορα· δεν το άντεχε. Μέχρι τότε, εκείνος είχε πιστέψειότι είχε κιόλας κερδίσει μια εύκολη μάχη. Εκείνη όμως τρόμαξε.Του ζήτησε συγνώμη, μα έπρεπε να το ακυρώσει· δεν ήταν έτοιμη.Καθισμένος στο κρεβάτι του με το κινητό στο ένα χέρι και το αγαπημένοτου εσώρουχο στο άλλο, σκεφτόταν αν έπρεπε να τη μισήσειή να την ποθήσει περισσότερο. Είχε άλλον. Αυτόν. Τι έκανε μεαυτόν; Είχε χρόνια να ερωτευτεί. Της έλειπε εκείνο το συναίσθημα.Μα της έλειπαν και αυτά που ένιωθε γι’ αυτόν. Μήπως έπρεπενα περιμένει, να δει αν θα επιστρέψουν τα αισθήματα της, όπωςεπέστρεψε και εκείνος; Ή το μέλλον της είναι έξω μακριά, αλλού;Ίσως με τον Πέτρο; Μια μίνι σαπουνόπερα έπαιζε στο μυαλό του,καθώς ο Πέτρος είχε μάθει να κάνει δύο πράγματα καλά στη ζωήτου. Να ενθουσιάζεται και να σκέφτεται. Και τα δύο ήταν πολύ επικίνδυνα.Ήταν έρμαιο των όψιμων συναισθημάτων του. Ο εγωισμόςκαι οι ανασφάλειές του είχαν μπλοκάρει τις δικλίδες ασφαλείαςκαι ήταν διατεθειμένος να της δικαιολογήσει τα πάντα. Στο μυαλότου, αυτή πολεμούσε μονάχη της ενάντια σε μια ανώτερη δύναμηπου την τσάκιζε, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει κοντά του.Κουρέλι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα όμως. Αυτό ήταν που τον- 31 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτρόμαζε και περισσότερο. Πήρε τον Ανέστη τηλέφωνο. Του εξήγησεόλη την κατάσταση, προσπαθώντας υπερβολικά να διατηρήσειτα μελοδραματικά επίπεδα σε χαμηλές τιμές. Δεν ήθελε ο φίλοςτου να τον πάρει για κάνα μαμόθρευτο, αν και το πόσο απείχε απόαυτό ούτε ο ίδιος δεν ήθελε να ξέρει.Η απάντηση που πήρε από το φίλο του, εκείνον που διάλεξε νατου εκμυστηρευτεί τον πόνο της καρδιάς του, το πρόβλημα που τονείχε σκίσει στα δύο, ήταν: «Εμένα ο παππούς μου έλεγε, το παπάκικι αν το πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς».«Τον αράπη…»«Ε;»«Τον αράπη κι αν τον πλένεις…»«Ποιον αράπη;»«Άστο…»«Αυτό που θέλω να πω ρε φίλε είναι, άστην, αν δεν θέλει δικό τηςπρόβλημα…»«Όχι, δικό μου πρόβλημα είναι βασικά».«Σιγά ρε, μην κάτσεις να σκάσεις τώρα για ένα χαλόνι, δηλαδή,γιατί; Χαλόνια παντού, γεμάτος ο κόσμος. Και στο κάτω-κάτω, πότεπρόλαβες να την ερωτευτείς ρε;»«Ναι, έχεις δίκιο». Δεν έλεγε ψέματα. Όντως είχε δίκιο ο Ανέστης.Μα κι ο ίδιος είχε δίκιο. Και οι δυο τους δίκιο είχαν. Ποιοςείχε άδικο λοιπόν; Γιατί έπρεπε να έχει κάποιος άδικο; Δυστυχώςδεν είχε κανένας άδικο. Και αυτό ήταν το χειρότερο. Πολύ αποκαρδιωτικότο συναίσθημα του να μην μπορείς κάποιον να του πεις:«είδες κυρ-Μαλάκα, στα ’λεγα». Ο Πέτρος αποφάσισε πως η όληιδέα της εκ τηλεφώνου εξομολόγησης ήταν κακή, έτσι συντόμευσετη συζήτηση.«Τέλος πάντων, αδερφέ τα λέμε πάνω, αύριο».«Α, έρχεσαι; Εντάξει αδερφέ μου θα σε δω αύριο τότε. Να προσέχεις.Και να δεις που μέχρι τότε θα νιώθεις καλύτερα! Αλλιώς ναμην με λένε Ανέστη!»- 32 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Και πώς να σε λένε δηλαδή;»«Ξέρω ‘γω ρε μαλάκα, έχει σημασία; Διάλεξε εσύ».«Οκ, έγινε». Τα δύο αδέρφια έκλεισαν.Την επόμενη μέρα ο Πέτρος μάζεψε τα πράγματά του, αποχαιρέτησετον πραγματικό αδερφό του Φρίξο και τη γάτα του Ρωμίλντα,και πήρε το δρόμο για τα ΚΤΕΛ. Λες και ο οδηγός ήταν συνεννοημένος,είχε βάλει σε επανάληψη το «Ain’t no sunshine, when she’sgone». Ο Πέτρος μιζέριασε. Μαυρίλα. Σιγά μην την ξεχνούσε...Εκείνη τη μέρα πολλά περίεργα συνέβησαν. Ήταν η μέρα που οΠέτρος μίσησε τη φοιτητούπολή του και τη φοιτητική του ιδιότητα.Ήθελε να προχωρήσει, να φύγει, να εξελιχθεί. Ή έστω να κρυφτεί.Εκείνη ήταν η μέρα που συνειδητοποίησε πως πια δεν μπορούσενα κλάψει. Είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της παιδικότητας του,μετά από τόσα χρόνια σε αυτή τη ζωή. Μα και για τη Ναταλία ήτανη μέρα που συνειδητοποίησε ότι δεν τον αγαπάει πια. Ήταν η μέραπου μετάνιωσε για πολλά πράγματα στη ζωή της, μα που ένιωσεπερήφανη για τον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση με τον Πέτρο.Εκείνη ήταν η μέρα που ο Ανέστης μετονομάσθηκε σε Αλέξανδρος.Εκείνη ήταν η μέρα που ο Πέτρος ορκίστηκε πως δεν θα τηνξεχάσει ποτέ. Μα το «ποτέ» ήταν, είναι και θα είναι μια πολύ μεγάληκουβέντα.ΕΓΓΡΑΦΕΣ: ΜΙΑ ΝΕΑ ΟΠΤΙΚΗ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΔΕΔΟΜΕΝΟΚάθε νέο πανεπιστημιακό εξάμηνο είναι απαραίτητη η ανανέωσητης εγγραφής των φοιτητών στη σχολή τους. Θα μπορούσε κανείςνα φανταστεί πως αυτό συμβαίνει μια δεδομένη ημερομηνία. Μιαμέρα που, σαν τα σχολικά τα χρόνια, όλα τα φοιτητούδια επιστρέφουνστην πραγματικότητα, τα κεφάλια μέσα, πηγαίνουν στη σχολήτους αποκαρδιωμένοι που το καλοκαίρι τελείωσε, γράφονται στονέο εξάμηνο με τη θλίψη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, παίρ-- 33 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνουν τα καινούργια τους πάσο (βλ. φοιτητικές ταυτότητες) και τοπρόγραμμα του νέου εξαμήνου και αρχίζουν σιγά-σιγά μια νέα χρονιάστο ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, γεμάτοι όρεξη για μάθηση και παιδεία.Αμ δε. Πριτς. Αυτή η «μέρα» δεν υπάρχει ούτε καν στα πιο τρελάόνειρα του Ιουλίου Βερν. Σε αντίθεση με το ΣΧΟΛΕΙΟ, εδώ η χρονιάξεκινάει κάποτε, οι φοιτητές γράφονται κάποια μέρα, όταν τα καταφέρουνκαι ξυπνήσουν νωρίς το πρωί, όπου νωρίς σημαίνει πριν τιςέντεκα-δώδεκα το μεσημέρι που κλείνουν οι γραμματείες. Το πρόγραμματων μαθημάτων του νέου εξαμήνου ούτε κατά διάνοια δενείναι έτοιμο, ενώ είναι πολύ πιθανό να μην είναι έτοιμο και αφούξεκινήσουν τα μαθήματα, για τα οποία το εν λόγω πρόγραμμα προοριζόταννα ενημερώνει.Αυτή η «μέρα» που θυμίζει τη μέρα της μαρμότας, μπορεί να είναιμια οποιαδήποτε μέρα, τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου.Τα κεφάλια μέσα; Αυτή η έκφραση δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο τουμέσου Έλληνα φοιτητή. Ο Σεπτέμβρης διαφέρει από τους θερινούςμήνες μόνο στο όνομα. Συνήθως η μέρα που γίνονται οι εγγραφέςσυμπίπτει με τη μέρα που τα λεωφορεία και οι υπηρεσίες βγάζουντην ανακοίνωση «από την ερχόμενη εβδομάδα δεν θα γίνονται δεκτέςοι παλιές φοιτητικές ταυτότητες». Αυτό είναι ίσως ένα από ταμεγαλύτερα κίνητρα, ένα κίνητρο που υποστηρίζει την άποψη πωςη ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό, μα όπως όλα τα αγαθά, πρέπεινα καταναλώνεται με μέτρο. Ιδίως στις τρυφερές ηλικίες τωνδεκαεφτά με εικοσιπέντε που τα φοιτητούδια ανακαλύπτουν τονκόσμο με τα δικά τους μάτια, φορώντας τα γυαλιά των γονιών τους.Για την παρέα αυτή η μέρα, η μέρα της εγγραφής, ήταν στα ζεστάτέλη του Σεπτέμβρη. Το γοργόν και χάριν έχει. Ή κάπως έτσι. Εντελώςτυχαία ο Ανέστης -που πλέον όλοι φώναζαν Αλέξανδρο- και οΠέτρος, είχαν αποφασίσει να πάνε να γραφτούν την ίδια μέρα με τιςεγγραφές των πρωτοετών. Γιατί; Η απάντηση ήταν τόσο απλή. Φρέσκοαίμα. Γυναίκες. Νεαρές, τρομαγμένες φοιτήτριες που θα κοιτούσανμε τα γλυκά τους ματάκια αριστερά και δεξιά, καθώς τώρα- 34 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>που είχαν βγει από το καβούκι τους όλα έμοιαζαν μεγάλα και άγνωστα.Αυτοί έπρεπε να είναι εκεί, σαν καλοί χριστιανοί να τις ελαφρύνουναπό το φορτίο με δωρεάν περιηγήσεις στα μπαρ και στιςκαφετέριες της πόλης, όπου με κερασμένα σφηνάκια θα δοκίμαζαντα όρια των αναστολών τους. Πραγματικά απαίσιοι. Φριχτοί εκμεταλλευτές.Αντρικά ινδάλματα. Γουρούνια. Οι ίδιοι ένιωθαν ωραίοι·γιατί όχι άλλωστε;Για να πείσουν τα 3Φ να έρθουν μαζί τους στις εγγραφές, χρησιμοποίησανόλες τις γνωστές και άγνωστες προφάσεις, μερικέςεκ των οποίων όπως αυτές περί συνειδητοποίησης της πραγματικήςευθύνης που έφεραν απέναντι στον κόσμο, περί ωρίμανσης καιπερί ζήλου για εσωτερική βελτιστοποίηση, βρήκαν τοίχο. Τελικά τοεπιχείρημα «ας γίνει να πάει στο διάολο», αν και όχι ιδιαίτερα θεαματικό,έκανε τη δουλειά του. Χρειάζονταν τα 3Φ γιατί ήξεραν πωςμια γυναικεία παρουσία θα τρόμαζε λιγότερο τα αθώα κοριτσάκια.Είπαμε, γουρούνια.Εκείνο το πρωινό τα πράγματα στη γραμματεία της σχολής είχανπάρει βιβλικές διαστάσεις. Κόσμος παντού, φωνές, παιδιά, ξεσηκωμοί,κλάματα, γονείς να ωρύονται, να ψάχνουν το δίκιο τους.Χαμός, πανικός, ένταση, τσίτες. Σε μια γωνία όσοι δεύτερο-τρίτοτεταρτοετείς-καιβάλε φοιτητές έτυχε να είναι εκεί, είχαν αράξειμε ένα φραπέ στο χέρι και απολάμβαναν την παράσταση. Κάθε χρόνοτα ίδια. Τίποτα δεν λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Όλοι οι πρωτοετείςείχαν έρθει την τελευταία μέρα της επίσημης προθεσμίαςτων εγγραφών, οι υπολογιστές είχαν κολλήσει, το πλήθος είχε συσσωρευτείμέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά της γραμματείας, η ζέστηήταν αφόρητη, η μόνωση των τοίχων ανύπαρκτη, ο υδράργυροςέκανε μπάντζι-τζάμπινγκ προς τα πάνω και οι δύο παχουλές κυρίεςπου δούλευαν εκεί, είχαν ξελαρυγγιαστεί αντιδικώντας με τους,εξαγριωμένους με τα πάντα, γονείς.Ξαφνικά όλα πάγωσαν όταν μία λίγο πιο παχουλή κυρία με έναροζ ταγέρ, δεν άντεξε την ένταση και τη ζέστη και λιποθύμησε. Την- 35 -


Μιχάλης Φουντουκλήςέβγαλαν έξω να πάρει αέρα και το πλήθος την ακολούθησε σαν ναγινόταν περιφορά του Τιμίου Σταυρού. Όλοι ξέχασαν το άδικο πουτους έπνιγε για τις εγγραφές των μονάκριβων παιδιών τους και πήγαννα συμπαρασταθούν στη ροζ κυρία. Αυτή η μικρή χαραμάδαχρόνου κέρδισε λίγο πολύτιμο χρόνο στα παιδιά, που όντας πλέονβετεράνοι της φοιτητικής γραφειοκρατίας, μέσα σε λίγα δευτερόλεπταξήλωσαν τις φωτογραφίες από τα παλιά τους πάσο, τιςγυάλισαν λιγάκι να μοιάζουν καινούργιες, πέρασαν μέσα χαμογελαστοί,καλημέρισαν, «Τι κάνουμε; Πώς είμαστε; Καλά κουράγια!»και άφησαν τις φωτογραφίες. Αυτές χωρίς δισταγμό κολλήθηκανστα νέα πάσο, ξανασφραγίστηκαν και επισφραγίστηκαν. Ήταν πλέοννέα, επίσημα κυβερνητικά έγγραφα.Το πύκνωμα των φωνών σηματοδότησε την επιστροφή του πλήθους.Το θέαμα έξω δεν είχε τίποτα παραπάνω να προσφέρει. Ήτανεξάλλου πολύ ροζ για τα γούστα τους. «Είδατε τι έκαναν στην κακομοίρα;Σε ποιο σημείο την έφτασαν με την ανικανότητα τους;» Απόπίσω ακούστηκαν μερικά, «ε, μα ναι…», «έτσι, έτσι είναι…» και ένατρανταχτό «πες τα Χρυσόστομε!» το οποίο είχε πει ο Άλεξ, ο πρώηνΑνέστης, σε μια προσπάθεια να συμπάσχει μαζί τους. Οι υπόλοιποιτης παρέας τον κοίταξαν απορημένοι. Τα πλήθη πέρασαν πάλιμέσα, καταπατώντας και οχλαγωγώντας σαν παρέα από θεότρελουςΓαλάτες. Το γλέντι ξεκίνησε εκ νέου, μα το σκηνικό είχε καταντήσειβαρετό.Τα παιδιά πήγαν να πιουν ένα καφεδάκι πριν χωρίσουν οι δρόμοιτους. Το φοιτητικό καφεδάκι, γνωστό και ως φραπεδάκι, μιαασχολία που κολλούσε παντού και πάντα. Πριν και μετά από οτιδήποτε.Και κατά τη διάρκεια του πολλές φορές. Μια σύγχρονη ιεροτελεστίαστο βωμό της Φοιτητοσύνης. Καθώς απομακρύνονταννέες συμμετοχές προστίθεντο στον αγώνα, νέα σώματα στο σάρκινοκλοιό που είχε παραφουσκώσει το μικρό προκάτ κτήριο της γραμματείας,εκείνη την ηλιόλουστη Δευτέρα. Πλέον οι φωνές ακούγοντανπιο δυνατές, πιο θαρραλέες, πιο απεγνωσμένες, μα το ίδιο- 36 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>άσκοπες με πριν. Ο υδράργυρος είχε δώσει ρέστα. Οι ατάκες έδινανκαι έπαιρναν. Άλλη μια χρονιά ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις.Ο Σεπτέμβρης ήταν ένας μήνας που, έχοντας πλέον ξεβγάλει τηνπροηγούμενη χρονιά από πάνω σου, έχεις την ηρεμία, το χρόνο καιτην όρεξη να οραματιστείς. Να οραματιστείς ένα νέο έτος. Ένα έτοςπου θα σου δώσει όσα δεν σου έδωσε το προηγούμενο. Όλα εκείναπου ζητάς και ελπίζεις. Μα η ελπίδα είναι επικίνδυνη. Και το μέλλοναμήχανα κυλά πάνω στις ίδιες ράγες.Δυστυχώς οι χρονιές αλλάζουν, σκεφτόταν η Φένια ξαπλωμένηστο κρεβάτι της, μα όλα μένουν ίδια.- 37 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>με πασατέμπο και αμύγδαλα στα μπολάκια. Πατατάκια στις γαβάθες,μία με μπάρμπεκιου και μία ρίγανη. Ο Άλεξ είχε αναλάβει τημουσική, μουρμουρίζοντας γιατί δεν του είχαν αγοράσει τα αγαπημένατου πατατάκια, ξύδι με αλάτι. Ο Πέτρος είχε αναλάβει τη διαρρύθμισητου χώρου, μα το μόνο που κατάφερνε ήταν να ενοχλείτους πάντες με τις συνεχείς αλλαγές, καναπές πίσω τραπέζι μπροςόχι-όχι πάμε πάλι, ντουλάπα δεξιά τραπέζι αριστερά, μμμ, όχι ακόμακάτι του λείπει, ώσπου στο τέλος τον έστειλαν να αγοράσει τακεράκια για την τούρτα αφού τα είχαν ξεχάσει.Πίσω στην παραλία το ηλιοβασίλεμα προφήτευε μια καθαρή έναστρηνύχτα σαν αυτές του Αυγούστου.«Εσύ ρε Φαίη, τι θα κάνεις άμα τελειώσεις;»«Θέλω να φύγω έξω. Γαλλία. Είναι μια θεία μου εκεί».«Για μεταπτυχιακό;»«Ναι. Όχι. Βασικά, είναι μπερδεμένη ιστορία. Το θέμα είναι ότι,βασικά…», μια παύση και η Φαίη ντράπηκε να συνεχίσει το ξεδίπλωματων ονείρων της. Ο Τόλης την κοίταξε, μα δεν είπε τίποτα.Την άφησε μόνη της να αποφασίσει αν θα συνεχίσει ή όχι.«Κοίτα, εγώ θέλω να γίνω χορεύτρια». Τα λόγια της ακούστηκαναναπάντεχα, σπάζοντας τον ήχο των κυμάτων. Αποφάσισε να δώσειπεραιτέρω εξηγήσεις: «Από μικρή λάτρευα το χορό, τις χορεύτριες,το πώς τις έβαφαν, τα χαμόγελά τους, τις στολές τους, όλα. Αλλάεκεί που μεγάλωσα δεν δέχονται τέτοιες απόψεις». Η Φαίη ένιωθεπαράξενα που έσκαβε τόσο βαθιά τόσο γρήγορα.«Οι γονείς σου;»«Ο πατέρας μου. Κέρβερος. Από μικρή με προόριζε για δικηγόρο.Έλεγε κάποιος από την οικογένεια πρέπει να είναι σε νομικήθέση να πολεμήσει τα κοράκια που θέλουν να του φάνε την περιουσία.Και με τα κοράκια εννοούσε τους θείους μου». Έκανε μια ακόμαπαύση περισυλλογής. Έπρεπε να αποφασίσει αν ήθελε να εκθέσειμε τέτοιο τρόπο τον πατέρα της. Έπειτα από λίγο συνέχισε:«Ο πατέρας μου έχει υστερία με τα λεφτά του. Νομίζει πως όλοι- 47 -


Μιχάλης Φουντουκλήςθέλουν να του τα φάνε. Όλοι εκτός από μένα. Τους φοβάται, ακόμακαι τη μητέρα μου. Η ειρωνεία όμως είναι ότι ο μόνος που τουτα τρώει είμαι εγώ. Εδώ με τα νοίκια και τους λογαριασμούς και ταμηνιάτικα».«Ε, εντάξει όμως εσύ είσαι η κόρη του. Μοναχοπαίδι κιόλας, γιασένα τα μαζεύει».«Ναι, για μένα, αλλά για να κάνω αυτά που θέλει αυτός. Να μ’ έχειτου χεριού του, μαριονέτα».Ο Τόλης σκέφτηκε να προσθέσει κάτι ακόμα προς υπεράσπισητου πατέρα της, μα δεν το έκανε. Συνειδητοποίησε πως ούτε καντον ήξερε. Μπορεί να ήταν ακριβώς όπως του τον περιέγραφε. ΗΦαίη συνέχισε:«Κοίτα εγώ τον καταλαβαίνω εν μέρει. Με αγαπάει θέλει να μεπροστατέψει, εντάξει. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να με αφήσει νακάνω τη ζωή μου. Τις επιλογές μου».Ο Τόλης χάζεψε λίγο προς το ηλιοβασίλεμα.«Έμενα ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Εδώ και δεκαεφτά χρόνια».Η Φαίη το ήξερε μα το είχε ξεχάσει.«Το ξέρω. Λυπάμαι, δεν ήθελα να…»«Όχι, δεν χρειάζεται. Ήμουν πιο μικρός και ευτυχώς πια δεν θυμάμαιπολλά». Ο Τόλης έλεγε ψέματα. Και η Φαίη το ήξερε.«Η αδερφή σου πόσο είναι τώρα;»«Δεκαεφτά. Την ίδια χρονιά έγινε».«Δεν τον γνώρισε ποτέ δηλαδή ε;»«Εκείνη λέει πως τον θυμάται. Δύο λαμπερά μάτια και μια παχουλήφάτσα να την κοιτάνε από ψηλά, μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως.Θυμάται λέει το χαμόγελό του και το παχύ του μουστάκι. Μα ο πατέραςμου πέθανε τρεις μέρες προτού γεννηθεί η Λένα».«Κρίμα».«Το αστείο είναι πως ο πατέρας μου είχε εκείνο το παχύ μουστάκιμόνο τους μήνες που ήταν έγκυος η μάνα μου με τη Λένα. Έλεγε θατο ξυρίσει μόλις γεννηθεί το παιδί. Μα δεν πρόλαβε...»- 48 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Κανείς δεν μίλησε για τα επόμενα λεπτά. Ήταν ένα διάλειμμα γιανα συμμαζέψουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους αργά-αργάόπως απαιτούσε η περίσταση. Μετά από λίγο ο Τόλης σηκώθηκε.«Πάμε πίσω;»«Μπα, όχι, καλά είμαι. Ας κάτσουμε. Πίσω τι μας περιμένει; Ταίδια και τα ίδια».«Πάμε πίσω».Το πάρτι έκπληξη είχε ακριβώς την επίδραση που υπονοεί τοόνομά του. Η Φαίη ούτε που το είδε να έρχεται. Εξεπλάγην.Η ΔΟΥΛΕΙΑΚαθώς το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου είχε ήδη έρθει, έφερεμαζί του και την ώρα να αποσαφηνιστούν ορισμένα θέματα. ΟΠέτρος ήδη διένυε τον έβδομο χρόνο του σε αυτή την πόλη. Ένιωθεπως δεν ήταν πλέον ο έφηβος που είχε έρθει εδώ στα δεκαεφτάτου. Οι γονείς του τον βοηθούσαν, μα κάθε τους κατάθεση τονέκανε να νιώθει όλο και πιο υπόλογο στις απαιτήσεις τους. Το διατραπεζικόκομπόδεμα που δεχόταν ανελλιπώς σε μηναία βάση, τούκάλυπτε πέρα από το νοίκι και τις βασικές του ανάγκες. Τότε. Πρινεφτά χρόνια. Πριν τη νέα χιλιετία. Πριν τη μεγάλη νομισματική οικογένεια.Πριν ο ουρανός σκοτεινιάσει ξανά πάνω από τη Βαγδάτη,πριν το «Impossible is nothing» γίνει το νέο μπλε λογότυπο τηςΕθνικής ποδοσφαίρου. Πριν από πολλά. Πριν. Τότε.Τότε λοιπόν, δεν είναι τώρα. Το τώρα κοστίζει. Χρήματα. Πέσος.Ρούβλια. Μάρκα. Λιρέτες. Ντόλαρς. Γεν. Ρουπίες. Πανικός. Κάποιαπαρέμειναν, κάποια αντικαταστάθηκαν από το κλωνοποιημένοέουρο. Τότε πήγαινες σινεμά και σκεφτόσουν αν θα κάνεις τηνυπερβολή να πάρεις ποπ-κορν και κόκα κόλα. Τώρα, το να πας σινεμάείναι η υπερβολή. Μέσα στα τελευταία έξι χρόνια οι τιμές τετραπλασιάστηκαν,ενώ το ηλεκτρονικό χρήμα έφτανε ίδιο και απα-- 49 -


Μιχάλης Φουντουκλήςράλλαχτο στις τσέπες του Πέτρου. Έτσι λοιπόν τώρα, και όχι τότε,έπρεπε να βρει μια ημιαπασχόληση. Που να προσφέρει μια ημιανακούφισηστην τσέπη του. Μια ημισανίδα ημισωτηρίας. Να ημισωθεί.Το καλό με αυτή τη φοιτητούπολη είναι πως το να ημιαπασχοληθείκανείς είναι πιο εύκολο και από το να κλέψεις παιδάκιαπου λένε τα κάλαντα.Ο Πέτρος από όλους τους πιθανούς κλάδους ημιαπασχόλησης,ξεχώρισε τα κέντρα προώθησης ροφημάτων, αναψυκτικών, ποτών,εδεσμάτων, ανταλλαγής απόψεων και μουσικής ψυχαγωγίας, αλλιώςγνωστά και ως καφέ-μπαρ. Ήταν το πιο βολικό γι’ αυτόν καθώςμπορούσε να δουλεύει νύχτα μερικές μέρες την εβδομάδα καινα έχει ελεύθερη τη μέρα του για λοιπές υποχρεώσεις. Πριν το καλοκαίριείχε σκεφτεί να πήγαινε στη Λαμπρινή, μα τώρα έπρεπε ναδιαλέξει νέο μαγαζί. Όπως και η παρέα νέο στέκι. Είχε το βάροςστις πλάτες του.Μια μέρα, καθώς περπατούσε στο δρόμο, μια πανέμορφη κοπέλατού μοίρασε ένα φυλλάδιο για ένα νέο καφέ-μπαρ που είχε εγκαίνια.Το ίδιο βράδυ ο Πέτρος πήγε εκεί με σκοπό να βρει την πανέμορφηκοπέλα, μα τελικά βρήκε την καινούργια του δουλειά. Καιτο καινούργιο στέκι της παρέας. Ένα σχετικά ήσυχο μέρος, μικρό,με σκούρα χρώματα, ευθείες γραμμές, καθαρά σχήματα, μινιμαλιστικάέπιπλα, ενώ απ’ τα ηχεία θα άκουγες από Johnny Cash καιBob Dylan, μέχρι Astrix, Nine inch Nails και άλλα παρόμοια συγκροτήματαπειραματικής ηλεκτρονικής μουσικής. Οι τοίχοι ήτανβαμμένοι σε πολλούς διαφορετικούς τόνους γκρι, εκτός από ένανπου ξεχώριζε και ήταν βαμμένος σκούρος κόκκινος με κλίση προςτο μωβ. Όλα έδειχναν πως φέτος θα ήταν η χρονιά του καφέ-μπαρ«FRATERNITY POST ELECTRONICA» ή όπως ο ίδιος και πολλοίάλλοι το αποκαλούσαν για συντομία: «fra.p.e». Ο ιδιοκτήτης ήτανένας τριανταπεντάρης, μαζεμένος τύπος, με καραφλίτσα και τετράγωνα,μαύρα γυαλιά μυωπίας. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά έμοιαζε ότισκεφτόταν αρκετά. Το τι σκεφτόταν, ήταν άλλο θέμα.- 50 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Ο Πέτρος συμφώνησε να δουλεύει εκεί το που-σου-κού, γνωστόκαι ως Παρασκευοσαββατοκύριακο. Θα δούλευε κάτι μεταξύμπάρμαν και σερβιτόρου. Έτσι το είχε θέσει το νέο του αφεντικό,που από εδώ και στο εξής θα αποκαλούμε «Φρανς», χάριντης ομοιότητας του με τον τραγουδιστή Franz Ferdinand. Αυτό πουπραγματικά εννοούσε λοιπόν ο Φρανς, ήταν ότι ο Πέτρος θα δούλευεκαι μπάρμαν και σερβιτόρος. Ποιος ο λόγος να πάρεις δύουπαλλήλους όταν μπορείς να φορτώσεις όλη τη δουλειά σε έναν;Επίσης στο πρόγραμμα αργοτέρως προστέθηκε και η Πέμπτη καθώςκαι μερικές Τρίτες, όποτε έπαιρνε ρεπό ο λαντζιέρης. Αυτό είναιτο πνεύμα της εποχής που όλοι οφείλουν να μισούν και όλοιακολουθούν πιστά.Ο Πέτρος σέρβιρε τον πρώτο του καφέ, ένα φραπέ μέτριο χωρίςγάλα, υπό τη μουσική υπόκρουση του «Political World» του BobDylan. Καθώς το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου περνούσεκαι τα δέντρα στους δρόμους είχαν αρχίσει να μαζεύονται, τα πρώτασύννεφα και οι πρώτες αναπάντεχες βροχές χαλούσαν τις εκδρομέςτου σου-κού. Η ντομάτα έφευγε από το μενού στις σαλάτεςεποχής, τα πρώτα φυλλάδια πολιτιστικών εκδηλώσεων έκαναν τηνεμφάνισή τους μαρτυρώντας ολόκληρο το πρόγραμμα της χειμερινήςσεζόν και τα αδέσποτα και οι άστεγοι στους δρόμους είχαν αρχίσεινα μαζεύουν χάρτινες κούτες από τα σκουπίδια για να τις ενσωματώσουνστα καταφύγια τους εν όψει χειμώνα. Τα πάντα είχαναρχίσει να παίρνουν μια γκρι νότα.Στο τέλος της πρώτης του μέρας, ο Πέτρος κάθισε σε ένα σκαμπόκοντά στην είσοδο και σκεφτόταν αν όντως όλα γίνονται για κάποιολόγο. Πάντως την κοπέλα που του μοίρασε το φυλλάδιο τη μέρα τωνεγκαινίων του fra.p.e. δεν την ξαναείδε ποτέ όσο κι αν το ήθελε.ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ- 51 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΣάββατο απόγευμα στο fra.p.e, ο Πέτρος σέρβιρε καφέ, σνακ καικουλουράκια στους χαλαρωμένους θαμώνες. Έξω το θερμόμετροέχει κατέβει σε ανύποπτες για την εποχή θερμοκρασίες. Στους δεκαπέντεβαθμούς ο υδράργυρος και οι πρώτες γρίπες παραμόνευανόσους κατηγορηματικά αρνούνταν να φορέσουν ένα μακρυμάνικο,ζώντας εν γνώσει τους την αυταπάτη πως ακόμα είναι καλοκαίρι.Η παρέα ήταν εκεί κοιτώντας με καχυποψία το νέο στέκι. Αφούστάθηκαν μετέωροι για μερικά λεπτά, αποφάνθηκαν ότι το μαγαζίάξιζε μια ευκαιρία. Πρώτο βήμα η επιλογή τραπεζιού. Ποιο θα ήταντο τραπέζι που θα τους φιλοξενούσε αυτή τη σεζόν; Θέμα μείζονοςσημασίας. Πρέπει να μην βρίσκεται σε κεντρικό σημείο ώστε να είναιπάντα διαθέσιμο και παράλληλα να είναι στρατηγικά τοποθετημένοσε περίοπτη θέση, για να έχει την εποπτεία του υπόλοιπουμαγαζιού, ώστε το χάζι να δίνει και να παίρνει τις ώρες που η παρέαπαρέμενε σιωπηλή ελλείψει θέματος για συζήτηση ή για εκείνεςτις ώρες περισυλλογής και οπτικής αποχαύνωσης. Εντόπισανένα τραπέζι για τέσσερις που ήταν χωμένο πίσω από τον καλόγερο.Αυτόν για τα παλτά, όχι τον άλλο. Είχε μόνο ένα άλλο τραπέζι δίπλατου, μα είχε καλές οπτικές φυγές προς όλο το μαγαζί και την είσοδο.Δεν ήταν ιδανικό, αλλά θα έκανε τη δουλειά του.Δεύτερο βήμα η γνωριμία με το αφεντικό. Ο πατρόνας προσκαλέστηκεαπό την παρέα στο τραπέζι για να γίνει η αρχική επαφή ή αλλιώς,το σπάσιμο του πάγου. Τον κάθισαν στρατηγικά ανάμεσα στα3Φ να νιώθει… άνετα.(Σε αυτό το σημείο να ανοίξουμε μια παρένθεση, εξηγώντας πωςείναι φυσικώς αδύνατο να χωρέσεις ένα ζωντανό, αρτιμελή άνθρωποανάμεσα σε τρία άλλα, εξίσου ζωντανά και αρτιμελή άτομα, χωρίςνα σκοτωθεί τουλάχιστον ένας. Παρ’ όλα αυτά η έκφραση «…τον κάθισαν στρατηγικά ανάμεσα στα 3Φ…» αποδίδει σωστά την εικόνα,με τον Φρανς ζουπιγμένο σε ένα στενό διθέσιο καναπέ με- 52 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τρία κορίτσια, να αναψοκοκκινίζει πότε από τη ζέστη και πότε απόντροπή.)Ο Πέτρος ως ο συνδετικός κρίκος ανέλαβε τις απαραίτητες συστάσεις:«Από δω ο Ιεροκλής». Με τα λόγια αυτά τον έδειξε με μιαελαφριά κίνηση του χεριού. Έπειτα γύρισε το βλέμμα του τυχαίαπρος μία απ’ τις κοπέλες της παρέας και άρχισε να συστήνει με τηφορά του ρολογιού. «Η Φένια, η Φαίη, ο Τόλης, ο Ανέστης που πλέονλέγεται Αλέξανδρος ή Άλεξ -Αλεξάκης για τους φίλους- και τέλοςη Φανή».«Εσύ πάντως για Έλληνας δεν μοιάζεις αδερφάκι μου». Αυτόσκέφτηκαν όλοι, μα κανείς δεν ρώτησε. Ο Φρανς συνηθισμένος στονα διαβάζει την ίδια ενδόμυχη απορία σε πολλά βλέμματα, αποφάσισενα δώσει εξηγήσεις.«Eimai miso Ellhnas. Apo pateras mou. H mana mou einai apoWisconsin. Ap’ ta States!» Έγιναν οι απαραίτητες χειραψίες, δείγματακαλής διαγωγής, μέσα σε χαμογελαστό κλίμα και όλοι πλέονήταν φίλοι. Κάπως έτσι. Ο Φρανς σκέφτηκε να ρωτήσει γιατί ο νούμεροτέσσερα είχε δύο ονόματα, αλλά είχε ήδη ξεχάσει ποια ήταναυτά τα δύο και δεν ένιωθε αρκετά άνετος για λάθη, οπότε σιώπησε.Όπως και όλοι οι άλλοι. Επικράτησε η σιγή της αναμενόμενηςαμηχανίας. Ο Άλεξ σκέφτηκε να πει κάτι. Και το είπε.«Αδερφέ, πολλή φάση το μαγαζί σου».«Thanx!» απάντησε το αφεντικό, χωρίς να είναι σίγουρος τι σήμαινεαυτό που άκουσε. Περιεργαζόταν απ’ την κορυφή ως τα νύχια τοσυνομιλητή του προσπαθώντας να τον ψυχολογήσει. Τζιν αγνώστουπατρός, από αυτά που αγοράζεις καινούργια και μοιάζουν παλιάκαι ξεφτισμένα. Μαύρες δερμάτινες αρβύλες συνόδευαν το μαύροκαι εξίσου δερμάτινο, ρετρό, τζάκετ του Άλεξ, ενώ στη σχισμή πουάφηνε ανοιχτή διαφαινόταν ένα επίσης μαύρο, πιθανότατα κοντομάνικο,μπλουζάκι. Για να σπάσει τη μαυρίλα, υπήρχε μια αλυσίδαμε έναν ασημένιο δράκο να κρέμεται συμμετρικά, ανάμεσα στο δεξί- 53 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκαι αριστερό πνευμόνι του. Τα γένια του τον έκαναν να μοιάζει αρκετάμεγαλύτερο και πολύ πιο βλοσυρό απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.Το μαλλί που το είχε πιασμένο σε κοτσίδα, έφτανε περίπουμέχρι την πλάτη, ενώ τα γένια του εξείχαν ομοιόμορφα δύο πόντουςαπό το δέρμα του. Πάνω από το αριστερό φρύδι είχε ένα μικρόλακκάκι που θα μπορούσε να είναι και πολύ παλιά ουλή. Όσοιτον έχουν δει χωρίς το δερμάτινο μπουφάν του, το οποίο το έβγαζεμόνο κατά τη διάρκεια καύσωνα στο κατακαλόκαιρο, έχουν παρατηρήσειτο τατουάζ με τη φάτσα του Jim Morrison συνοδευόμενοαπό την ημερομηνία θανάτου του, ενώ στο περίγραμμα σαν ατάκαέγραφε από πάνω, «people are strange», για να καταλήξει στοκάτω μέρος, «when you’re a stranger», όπως πολύ σοφά έθετε τοομώνυμο τραγούδι.«Και για πες μας ρε Στολτίδη», συνέχισε ο Άλεξ κάνοντας μιααναφορά στον ποδοσφαιριστή που ο Φρανς δεν είχε καμία πιθανότητανα ξέρει, «πώς και ήρθες στα μέρη μας απ’ τα Ηνωμένα Εστάτα;»Ο Φρανς απάντησε σε αυτή, και όλες τις υπόλοιπες ερωτήσειςτου Άλεξ, συγκρατημένος και με μετρημένες λέξεις. Ένιωθε εμφανώςάβολα και τον τρόμαζε τόσο το τι έλεγε, που σχεδόν ποτέ δενκαταλάβαινε, αλλά και το πώς το έλεγε. Δεν μπορούσε να κατανοήσειγιατί κάποιος μπορεί να μιλάει έτσι. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει μεμίκυ μάους, γάλα με μέλι το βράδυ και μητέρα φιλόλογο. Είχε μάθεινα λέει «παρακαλώ» μετά το «ευχαριστώ» και να κοιτάει κάτωόταν ένιωθε άσχημα ή αμήχανα.Ο Αλεξάκης έριξε λίγο τους τόνους, γιατί κι αυτός με τη σειρά τουένιωθε παράξενα δίπλα στον Φρανς. Ούτε αυτός μπορούσε να καταλάβειγιατί κάποιος εξακολουθούσε να ντύνεται όπως τον έντυνεη μαμά του και να φοράει εκείνα τα γυαλιά, που ανέκαθεν προορίζοντανγια γυναίκες. Ο Άλεξ είχε μεγαλώσει με πίτσα, ποδόσφαιροκαι πατέρα μπάτσο. Είχε μάθει να μην δακρύζει όταν πονάει,να περπατάει με το κεφάλι ψηλά και να χαμογελά κάθε που ερ-- 54 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>χόταν Κυριακή.Το χάσμα ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο μπορούσαν να γεφυρώσουντόσο σύντομα. Έτσι ανέλαβαν τα 3Φ. «Ιεροκλή», μίλησε η Φένιαως ναυαρχίδα του γυναικείου στόλου, «Μ’ αρέσει πολύ το βιομηχανικόύφος του μαγαζιού σου. Μου θυμίζει τα μαγαζιά στο εξωτερικό,ιδίως της Γερμανίας». Ένα χαμόγελο απροκάλυπτα γεννήθηκεστο πρόσωπό αυτού για τον οποίο προορίζονταν τα λόγια αυτά.«Ayto akrivws htan o stoxos mou!» απάντησε με ανεβασμένηαυτοπεποίθηση ο μποέμ ιδιοκτήτης, νιώθοντας πως είχε βρει κάποιονπου να μιλάει τη γλώσσα του. Χωρίς να ξέρει απαραίτητα πιαγλώσσα είναι αυτή. Έπειτα συνέχισε: «Ιthela to magazi na thymizeiGermania. Spoudaza ekei xronia kai me kanei na niwthw home,understand?»Ο Πέτρος άκουγε τα λόγια του αφεντικού του, ενώ παρέδιδε στουςφίλους του τα απαραίτητα φραπεδάκια σε ποτήρια που απεικόνιζανέργα του Andy Warhol. Γίναμε Ευρωπελλάδα, σκέφτηκε. Σε λίγο θασερβίρουν και φαγητό σε σουβέρ με τη Μόνα Λίζα, για να αποκτάειτο φαγητό σου χαρακτήρα και άποψη. Μετά βέβαια μπορεί να μηνθες να το φας. Γέλασε σαν χαζός μόνος του με τις σκέψεις του. Καθώςάφηνε και τον τελευταίο φραπέ στο τραπέζι, συνειδητοποίησεπως λογικά ήδη θα σερβίρουν φαγητό σε σουβέρ της Μόνα Λίζα.Και είχε για ακόμα μια φορά μπερδέψει τα “σουπλά” με τα “σουβέρ”.Ένα λάθος που πίστευε πως ποτέ δεν θα ξεπεράσει.Η συζήτηση μεταξύ του Φρανς και της Φένιας είχε περάσει σεcult επίπεδα. «Nai, to alitheia einai pws hlektronikh mousikheinai parekshghmenh. Kosmos pisteyeis oti epeidh den exei liveinstruments kai hxous, einai kati…easy!» τοποθετήθηκε ο Φρανς.«Ναι, είναι τόσο αλήθεια αυτό». Η Φένια ένιωσε πως είχε έρθειη ώρα να αναπτύξει εκείνο το κρυμμένο κομμάτι του εαυτού της.Πήρε μια βιαστική ανάσα για να μην της κλέψει κάποιος τη σειράστη συζήτηση και αλλάξει θέμα. Άρχισε να μιλάει: «Πρέπει να βιώσειςτην electronica σαν ένα ταξίδι στα βάθη της ψυχής σου. Να- 55 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνιώσεις τα λόγια που προσπαθεί να σου πει μέσα απ’ τους απόκοσμουςήχους της».«Na mpeis sto nirvana tou tempo», τη συμπλήρωσε ο Ιέρο.«Να απελευθερωθείς από όποιο ταμπού σε δεσμεύει και ν’ ανοίξειςτα φτερά σου», τον ακομπάνιαρε με τη σειρά της.«Just like flying!» σόλαρε αυτός.«Και να μην πέφτεις ποτέ», είπε για το φινάλε εκείνη.Ήταν και οι δύο τους πολύ χαρούμενοι. Ήταν οι μόνοι που ήτανχαρούμενοι. Οι υπόλοιποι στο τραπέζι είχαν αδρανήσει. Ο Τόληςκοιτούσε επίμονα το κινητό του. Σκεφτόταν μια μικρή, τη Ράνια,που είχε γνωρίσει την ημέρα των εγγραφών. Την είδε όταν περίμενεστην ουρά για καφέ, την επεξεργάστηκε απ’ την κορυφή ως τα νύχια.Αφού πήραν τους φρέντο τους, προσφέρθηκε να της «κανελώσειτο αφρόγαλα» και εκείνη δεν έδειξε να πτοείται από την ατάκα.Του πάσαρε τον αριθμό της και του έκλεισε το μάτι. Ο Τόλης ένιωθεπως τα είχε καταφέρει αρκετά καλά. Μα τώρα είχε μείνει να κοιτάειτην οθόνη του κινητού του με τόσο εμφανή νευρικότητα, που σχεδόνείχε αρχίσει να τη μεταδίδει στους άλλους. Ανυπόμονα ροκάνιζετο χρόνο όπως και τα νύχια του. Κάθε τι που κουδούνιζε τον έκανενα κοιτάει νευρικά προς την οθόνη. Γιατί δεν απαντάει;Η Φανή από την άλλη, «τσέκαρε» πολύ διακριτικά ένα παλικάριτο οποίο καθόταν απέναντι. Έπαιζε στριφογυρνώντας ρυθμικάμια τούφα από το κόκκινο μαλλί της, ενώ ταυτόχρονα είχε στρίψειλίγο ώστε να φαίνεται ότι μιλάει με τη Φάιη. Γιατί; Έτσι για τους τύπους.Γιατί είναι γυναίκα και οι γυναίκες πάντα προφασίζονται κάτιγια να μπορούν να κάνουν κάτι άλλο, ακόμα κι αν αυτό το άλλο είναιεμφανές. Ομολογουμένως το πρόσωπό της ήταν πολύ γοητευτικό,όπως και το υπόλοιπο σώμα της, αναμφισβήτητα όμως το μαλλίτης ήταν αυτό που έκλεβε την παράσταση. Ήταν ολόισιο λες και κάποιοςείχε κρεμάσει μικρά, αόρατα βαράκια στις μύτες του. Τώρατο είχε κουρεμένο καρέ, ενώ είχε διατηρήσει δύο μακριές τούφεςστο μπροστινό μέρος του κεφαλιού της, τούφες που περνούσαν σε- 56 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>απόλυτη συμμετρία με τη μύτη της, μπροστά από τις άκρες των ματιώντης. Το κόκκινο του μαλλιού της το συνδύαζε πάντα με κάτιακόμα κόκκινο, είτε με παπούτσια, τσάντα ή ζώνη. Πάντα ένα όμως,ποτέ δύο. Σήμερα ήταν μια κόκκινη ζώνη με κούμπωμα μια τεράστιαπασχαλίτσα.Η Φανή ήταν αυτό που κάθε άντρας θα ονόμαζε «γυναίκα-παγίδα».Αυτή που θα σου τραβήξει το βλέμμα εξ αρχής, χάρη στο έντονομαλλί και τα προκλητικά ρούχα, που προσέβαλαν κάθε τι πρέπονκαι αγαθό μέσα σου. Αυτή που θα ξεχωρίσει σε ένα πλήθος γυναικών.Εντυπωσιακό μπούστο που πάντα έστεκε αγέρωχο, με ταδύο τρίτα του ακάλυπτα χάρη στο βαθύ ντεκολτέ. Καλοσχηματισμένοκορμί το οποίο δικαιολογούσε την παρουσία ρούχων, που οι σχεδιαστέςτους τα είχαν οραματιστεί έτσι ώστε να προκαλούν οσίουςκι αμαρτωλούς. Βλέμμα που μαρτυρούσε τους πόθους και τις επιθυμίεςμιας γυναίκας με ορέξεις, που μπορεί να σε απογειώσει.Ματιές που ακόμα κι αν δεν απευθύνονται σε εσένα, έχουν τρόπονα σε κάνουν να πιστέψεις πως είναι μόνο για σένα και για κανένανάλλον. Στις τάξεις των αντρών αυτές οι γυναίκες είναι οι πιο επικίνδυνες,αλλά και αυτές που τους τραβάνε σαν μύγες. Γυναίκες πουμπορούν να καταφέρουν τα πάντα γιατί ξέρουν τον τρόπο. Θα σε κάνουντου χεριού τους, θα το ξέρεις και παρ’ όλα αυτά, επιδεικτικά,θα ζητάς κι άλλο.Το παλικάρι στο απέναντι τραπέζι δεν την είχε τρελάνει, αλλά ηΦανή έψαχνε κάτι να ασχολείται γιατί η συζήτηση περί γερμανικήςβιομηχανίας και electronica δεν την συνέπαιρνε. Θα προτιμούσε ηκουβέντα να κινούνταν γύρω από το σεξ και τις σχέσεις, λάτρευετις πικάντικες συζητήσεις. Ήταν η ώρα που ο καθένας άδειαζε απότην ψυχή του ό,τι τον απασχολούσε, υπό μορφή υποθετικών ερωτήσεωντρίτου προσώπου όπως «αν η κοπέλα σου ήθελε να πάει γιαένα ποτό με τον πρώην, επειδή ένιωθε τύψεις για το πώς τον άφησε,και κάπου στη μέση της βραδιάς σε έπαιρνε τηλέφωνο να σουπει καληνύχτα και ότι το κινητό της θα κλείσει από μπαταρία, τι θα- 57 -


Μιχάλης Φουντουκλήςέκανες;»Στη διπλανή θέση, η Φαίη κοιτούσε με μισό μάτι τον Τόλη, ο οποίοςκοιτούσε και με τα δύο του μάτια ορθάνοιχτα το κινητό του, τοοποίο με τη σειρά του κοιτούσε με το ψηφιακό του μάτι, το γκρίζομπετόν στο ταβάνι της καφετέριας. Η Φαίη μέτρησε τρεις φορέςπου ο Τόλης κοίταξε το κινητό του μέσα σε ένα λεπτό. Έπειταξέσπασε.«Ρε Τρολ, άστο το ρημάδι μας έχεις σπάσει τα νεύρα. Αφού δενπρόκειται να σου στείλει η ξενέρωτη, μην γίνεσαι μαλάκας».«Δεν γίνομαι μαλάκας, αυτή το παίζει ιστορία». Ο Τόλης απάντησεβγάζοντας τις σκέψεις που εκείνη τη στιγμή στριφογυρνούσανμανιασμένα στο κεφάλι του. «Εσείς οι γυναίκες είστε γιούχου, σαςστέλνουν ένα μήνυμα και πρέπει να απαντήσετε μετά από δεκαπέντεώρες, έχοντας την αυταπάτη πως ψήνετε τον άλλον στα κάρβουνατόση ώρα». Τα είπε, ξέσπασε. Ηρέμησε.«Γιατί, εσύ πού ψήνεσαι τόση ώρα; Στο γκριλ;» Η Φαίη ξεπέρασελίγο τα όρια που είχε θέσει μόνη της, καθώς ένιωθε πως έχανεκάτι που στην πραγματικότητα όμως δεν είχε ποτέ. Παρ’ όλα αυτάτο σχόλιο προκάλεσε γέλια, ο αυθορμητισμός του το έκανε πετυχημένο.Ο Τόλης πήρε ένα ξενέρωτο ύφος σέρνοντας, ερμητικά κλειστά,τα χείλια του από τη μια πλευρά και λίγο προς τα πάνω, ζωγραφίζονταςένα χαζά ειρωνικό χαμόγελο. Έπειτα τα επανέφερε στηνκανονική τους θέση.«Μίλησε και η default γκόμενα τώρα».«Έλα, άντε ξεκολλάτε», χώθηκε ο Άλεξ, ο οποίος προσπαθούσενα παρακολουθήσει την άλλη συζήτηση στο τραπέζι και πουτου έμοιαζε πολύ πιο ώριμη και ευρωπαϊκή απ’ ό,τι ο ellhnikoskaugas. Τους αγριοκοίταξε και τους δύο, αυτοί αλληλοκοιτάχτηκανκαι από αντίδραση κοίταξαν κάπου τυχαία, ο καθένας στο δικό τουάπειρο. Κάπως έτσι κηρύχθηκε ανακωχή. Ήπιαν μια γουλιά καφένα ηρεμήσουν. Ο Τόλης έπινε φραπέ μέτριο με γάλα. Η Φαίη επίσης.- 58 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«An mporousa na apanthsw apolytws, tha elega o Dylan Thomas.Ta poihmata tou me afhnoun gymno, san na einai akoma vrefos.Sthn koilia ths manas mou, you know?»«Σε καταλαβαίνω απόλυτα Ιεροκλή. Το ίδιο είχα πάθει και εγώμε τον Πόε. Η πρόδηλη στροφή του προς τη θλίψη, αυτό το διηνεκέςμαρτύριο, πιλατεύει το κορμί μου και τους ανομολόγητους φόβουςμου».Ο Άλεξ κουνούσε απογοητευμένα το κεφάλι του. Δεν καταλάβαινετίποτα. Μόνο κάτι για κάποιον Dylan έπιασε και είπε να το σχολιάσει.«Κι εγώ λατρεύω τα ποιήματα του Bob Dylan».«Άλλος ο Bob Dylan κι άλλος ο Dylan Tomas», του απάντησαν μεένα στόμα μια φωνή, σαν τη φιλαρμονική. Ο Άλεξ τραβήχτηκε νιώθονταςγυμνός και απροστάτευτος. Σε πολιτιστικό επίπεδο. Και οBob Dylan για ποιητής μού κάνει εμένα πάντως, σκέφτηκε με παράπονο.Ξαφνικά κάτι το αναπάντεχο συνέβη. Ένα ηλεκτρονικό αόρατο περιστέριμετέφερε ένα ηλεκτρονικό και εμφανέστατα ορατό μήνυμαστο κινητό του Τόλη. Ήταν αυτή που περίμενε. Αυτή που τον έψηνεστα κάρβουνα. Όλοι το κατάλαβαν από το χαμόγελο που στιγμιαίαέλαμψε στο πρόσωπό του.Είχε δεχθεί την πρόσκληση για το ραντεβού, μα όχι την προτεινόμενηημέρα, μία άλλη, θα του έλεγε αυτή πότε. Το ψηστήρι συνεχιζόταν.Εν όψει των νέων εξελίξεων όλες οι υπόλοιπες συζητήσειςαναβλήθηκαν επ’ αόριστον. Ο Πέτρος παράτησε βιαστικά το δίσκοτου πάνω στο μπαρ. Αγνόησε μερικά τυχαία χέρια που σηκώθηκανκαθώς διέσχιζε το μαγαζί και έκατσε στο μπράτσο της καρέκλαςτης Φαίης. Όλοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο παιδί με τα νέα.Εκείνος άρχισε να διαβάζει το μήνυμα δυνατά.«Δηλαδή, πότε θα βγείτε;» ρώτησε πρώτος και βιαστικός ο Πέτρος,διακόπτοντας την απαγγελία.«Περίμενε ρε μαλάκα να τελειώσω το μήνυμα. Τι βιάζεσαι;» απά-- 59 -


Μιχάλης Φουντουκλήςντησε αγανακτισμένα ο Τόλης.«Περίμενε ρε μαλάκα να τελειώσει το μήνυμα, τι βιάζεσαι;» παπαγάλισεμε την ίδια αγανάκτηση ο Άλεξ.Ο Πέτρος τούς μοίρασε από ένα γρήγορο βλέμμα και έσκυψε νακρυφτεί από τους ανυπόμονους πελάτες του fra.p.e.«Σήμερα είναι ψιλοάρρωστη λέει, θα μου πει όταν νιώσει καλά».«Καλάθια πες της. Καλάθια και πεπόνια. Τώρα, μπορείς. Τότε,όχι», είπε ο Άλεξ αράζοντας πίσω στην καρέκλα του. Τέντωσε καισταύρωσε τα πόδια του, ενώ ταυτόχρονα έπλεξε τα δάχτυλα των χεριώνπίσω από το κεφάλι για στήριξη.«Γιατί δεν μπορώ; Τι θα έχω καλύτερο να κάνω;» ρώτησε με απορίαο Τόλης.«Θα έχεις να δεις μπάλα, θα έχεις να πλέξεις, να δεις τους φίλουςσου, να κοιμηθείς για να πας σχολή νωρίς, δεν ξέρω τι θαέχεις να κάνεις, πάντως κάτι θα έχεις. Τι δηλαδή, όποτε θέλει αυτήεμείς θα είμαστε ελεύθεροι; Γάμα τες».«Κάτσε μωρέ! Η κοπέλα απλά δεν μπορεί σήμερα. Είναι άρρωστη.Τι να κάνουμε, να την κάψουμε στην πυρά; Αφού είναι άρρωστη, να,το γράφει εδώ!» αντέταξε επιχειρήματα ο Τόλης, που δεν μπορούσενα δεχθεί πως μια γυναίκα ενδεχομένως τον έπαιζε.«Σιγά μην έπαθε και πράσινη πανώλη. Σε παίζει αγόρι μου. Αρρώστησεκαλοκαιριάτικα λέει…»«Κλασικός άντρας», είπε η Φένια αποφασισμένη να μπει ενεργάστη συζήτηση, αφού η δική της τερματίστηκε απότομα. «Μια ζωήτα ξέρετε όλα. Απόλυτοι».«Δεν είμαι απόλυτος. Εσείς είστε γυναίκες», απάντησε ο Αλεξάκηςο διαλλακτικός.«Αμήν, πες τα αδερφέ!» πρόσθεσε ο Πέτρος σφίγγοντας τηναντρική γροθιά. Όμως τους έλλειπε τουλάχιστον ένας τρίτος. Ο Τόληςείχε χαθεί κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Ανάμεσαστο ψηφιακό και στο ρομαντικό. Προσπαθούσε να σκεφτεί ποιαθα ήταν η σωστή απάντηση σε μια τέτοια γυναικεία πρόκληση και- 60 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ταυτόχρονα να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα της που τον αποσυντόνιζε.Εκείνη η μικρή φωνούλα στριφογύριζε στο ένα του αυτί.«Πες και εσύ κάτι ρε μαλακά!» τον παρότρυνε ο Πέτρος, κρατώνταςτο δίσκο για ασπίδα απέναντι στα λοξά βλέμματα των κοριτσιών.«Άντε να σερβίρεις κάνα απεριτίφ ρε φλόκο!» είπε με διοικητικόύφος η Φανή. Η Φένια και η Φαίη γέλασαν, συσπειρώνονταςτη γυναικεία γροθιά στο μέγιστο. Οι άντρες έμπαζαν. Ο Τόλης ήτανσε άλλο διαπλανητικό σύστημα, ο Φρανς ήθελε να επανέλθει στιςσυζητήσεις περί βιομηχανικής επανάστασης και sound systems.Το φυλετικό μπραντεφέρ χανόταν. Τακτική υποχώρηση. Καθέναςγια την πάρτη του. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Ο Πέτρος ξεπάρκαρεαμήχανα το δίσκο του και πήγε να συναντήσει εκείνα τα χέρια πουακόμα έστεκαν τρεμάμενα στον αέρα. Ο Αλεξάκης χαμογέλασε μεύφος «μπορεί να κερδίσατε τη μάχη, μα όχι το πόλεμο» και έστριψεένα τσιγάρο. Ο Φρανς αδιαφόρησε πλήρως για το χαμένο αγώνακαι συνέχισε να κοιτάει τη Φένια η οποία στα μάτια του έλαμπεολόκληρη.Ο Τόλης βγήκε από το λήθαργο. Σηκώθηκε και είπε «πάω ναπάρω λίγο αέρα». Βγήκε και από το μαγαζί. Έξω φυσούσε οπότεθα έπαιρνε μπόλικο. Η Φαίη κοίταξε με νόημα τη Φένια. Εκείνητης ανταπέδωσε με ένα βλέμμα-απάντηση. Της ήρθε ένα βλέμμα-απορίααπό την πρώτη. Μπήκε ξαφνικά με ένα τρίτο βλέμμα-πείτε-μου-και-μέναη Φανή. Της έριξαν δύο βλέμματα. Κατάλαβε.Μετά αυτή με τη σειρά της κοίταξε με ένα βλέμμα-πρότασητη Φαίη, εκείνη ανταπέδωσε ένα διστακτικό γουρλώνοντας τα μάτια,μα ήρθε το βλέμμα-διαταγή της Φένιας και έδωσε τη λύση. ΗΦαίη κοντοστάθηκε για λίγο. Μετά σηκώθηκε αποφασισμένη καιβγήκε έξω. Ο Φρανς δεν κατάλαβε τίποτα. Νόμιζε ότι έψαχναν γιατην τουαλέτα. Σηκώθηκε και αυτός και πήγε να δει αν όλα δουλεύουνρολόι στο μαγαζί, που είχε ενσυνείδητα λησμονήσει τόση ώρα.Έτσι στο τραπέζι έμειναν ο Άλεξ, η Φένια και η Φανή.- 61 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Καλά τι ‘παθαν όλοι και την πούλεψαν;» ρώτησε ο Αλεξάκης μεμπλαζέ ύφος, μόλις ολοκλήρωσε την ιεροτελεστία του στριψίματος.«Εσείς οι άντρες ρε παιδί μου, δεν αντιλαμβάνεστε τίποτα! Μηδένεπαφή με τον κόσμο γύρω σας», είπε η Φένια και ήπιε μια γερήγουλιά από τον καφέ της που είχε γίνει πλέον νεροζούμι.«Ε;» απάντησε ανύποπτος ο Άλεξ. «Ή μάλλον “ουάτ;” που θα έλεγεκαι ο Φρανς».Η Φένια αποθαρρύνθηκε, μα δεν της έκανε έκπληξη η αντίδρασητου Άλεξ. Σηκώθηκε και πήγε να δει αν μπορούσε να ψήσει τονκλειδοκράτορα του ήχου να βάλει ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια.Η Φανή απείχε. Γενικότερα. Κοιτούσε το νεαρό απέναντι, οοποίος είχε πάρει «γραμμή» τόση ώρα και έριχνε πού και πού μερικέςκλεφτές ματιές, ανάμεσα στις τριάρες και τα ντόρτια. Ο Αλεξάκηςάναψε το τσιγάρο με το zippo του. Μετά από λίγο από ταηχεία άρχιζε να ακούγεται το «Dreaming of you» των Coral, προςτιμήν της ψηλής κοπέλας με τις αφέλειες.Οι καρέκλες άλλαζαν αναβάτες σε όλα τα τραπέζια, εκτός απόένα, εκείνο το κρυμμένο κάτω από τον καλόγερο. Ο Πέτρος χαμένοςκάπου μεταξύ του να αλλάζει τασάκια, να σερβίρει καφέδες,νερά, αναψυκτικά, βάφλες με παγωτό σοκολάτα και να παίζει με τοανοιχτήρι των μπουκαλιών, όσο σκεφτόταν την καινούργια γυναίκατης ζωής του, τη Ναταλία. Το πόσο περίπλοκη ήταν και το πόσο θαμπορούσε να την ξεμπλέξει. Ο Άλεξ μαστούρικα ανέπνεε τον καπνότου με σήμα τον ελέφαντα και η Φανή αδιάφορα χαμένη ανάμεσαστο πλακωτό και στις πόρτες.- 62 -


Νοέμβριος_Ή αλλιώς, το τέλος της αθωότηταςΤΟ ΠΑ.Π.Α.Κ.Ι.Οι πρώτες έντονες βροχές έφεραν μαζί τους τις μυρωδιές του κόσμου.Οι σταγόνες συγκρούονταν βίαια με τις κεραίες της τηλεόρασηςστις ταράτσες, τα καπό των αυτοκινήτων και τις ομπρέλες τωνπεζών, αφήνοντας την τελευταία τους πνοή στην ανάγλυφη, πότεκινούμενη, πότε στατική, επιφάνεια της πόλης. Είχαν περάσει αρκετέςμέρες από την τελευταία φορά που ο ήλιος είχε σταθεί ναδώσει λίγο χρώμα, η γκρίζα όψη των πολυκατοικιών γινόταν όλοκαι πιο αποπνιχτική, η θερμοκρασία πεισματικά αρνούνταν να πέσει.Αν δεν υπήρχε η απειλή μιας ξαφνικής μπόρας, ο κόσμος μπορείνα κυκλοφορούσε φορώντας ακόμα τα καλοκαιρινά του. Στα ραδιόφωναέπαιζε το νέο αγαπημένο κομμάτι των μουσικών παραγωγώναπό τους Killers, το «Mr. Brightside».Ήταν απόγευμα και όλοι ήταν μαζεμένοι στο σπίτι της Φαίης μιαςκαι ήταν το μεγαλύτερο. Ένα τριάρι πενήντα πέντε τετραγωνικών,ακριβώς πάνω από τη μαρίνα. Από το μπαλκόνι ένας γεροδεμένοςψαράς θα μπορούσε να αμολήσει παραγάδι -τόσο κοντά στο νερόήταν-, ενώ η θέα από τα παράθυρα ήταν σαν μια γεύση παραδείσου.


Μιχάλης ΦουντουκλήςΗ οικογένεια της Φαίης ήταν, ας το πούμε, «οικονομικά προικισμένη».Ο πατέρας της, ιδιοκτήτης των περισσοτέρων ακινήτων της μικρήςπόλης στην οποία ζούσε, θεωρούσε υποχρέωσή του να παρέχειτο καλύτερο στην κόρη του. Εκείνη δεν ήταν εξαρτημένη απότον πλούτο, μα είχε μάθει να τον δέχεται με ευχαρίστηση. Η Φαίηήταν η μικρότερη της παρέας, με μερικούς μόνο μήνες διαφοράαπό την προτελευταία Φανή. Σπούδαζε Διακοσμητική στο Τ.Ε.Ι. καιήταν ήδη στο τρίτο έτος.Αν και δεν ήταν όνειρο ζωής, είχε περάσει στη σχολή κατ’ επιλογήκαι το σπίτι της έγινε χώρος πρακτικής και πειραματισμών. Λάτρευενα συνδυάζει τα χρώματα, τα υλικά, τα σχήματα και τις χρήσειςτων αντικειμένων. Τα δωμάτια ήταν ασφυκτικά γεμισμένα μεχιλιάδες κρεμαστά φωτάκια, αυτοσχέδια φωτιστικά, πίνακες, αφίσες,πρωτοποριακά χαλιά και φλοκάτες, χρώματα και υφάσματαανάμεσα από τις πόρτες, χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, χειροποίηταράφια, παλιές ντουλάπες, έναν τεράστιο κατακόκκινο καναπέ καιπολλές-πολλές καρδιές. Καρδιές καρέκλες, καρδιές πουφ, καρδιέςδιακοσμητικές, καρδιές φωτιστικά, ακόμα και το ψυγείο τηςήταν μια μεγάλη καρδιά. Μόνο η δική της καρδιά έλειπε. Ήταν μετον Τόλη.Η Φαίη ήταν άτομο που μετρούσε τη ζωή της ανάμεσα στο τι είναιάξιο να λατρέψει και τι όχι. Δεν είχε πολλές ασχολίες, δεν θα καταπιανότανμε πολλά, δεν της άρεσαν οι απότομες αλλαγές. Ήθελεένα ή δύο πράγματα, που τα αγαπούσε με τόση ισχύ ώστε γινότανσυνυφασμένη μαζί τους. Της άρεσαν πολύ τα ανοιχτά και καθαράχρώματα. Είχε μια συλλογή με μπλουζάκια στα χρώματα τουουράνιου τόξου, τα οποία και άλλαζε ανάλογα με τη διάθεσή της.Τα μαλλιά της σχεδόν πάντα τα είχε πιασμένα σε αλογοουρά μέχριτη μέση της. Μια υπερβολικά αδύνατη κοπέλα με σώμα αθλήτριαςκαι χωρίς ίχνος πλαδαρότητας. Η Φανή και η Φένια ζήλευαν τα πόδιατης που δεν είχαν ίχνος κυτταρίτιδας. Πολύς κόσμος τής έλεγεπως έπρεπε να γίνει δασκάλα, επειδή μιλούσε πολύ γλυκά και- 64 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>απαλά, ενώ είχε παιδική ψυχή και ένα αστραφτερό χαμόγελο για νατο αποδεικνύει.Ο Πέτρος καθόταν στον υπολογιστή της και έγραφε το νέο κείμενογια τη στήλη του, που ονομαζόταν «<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>». Ήταν μιαστήλη που έγραφε για το περιοδικό «Πα.Π.Α.Κ.Ι» ή αλλιώς ΠανεπιστημιακόΠεριοδικό Άνευ Κομματικής Ιδεολογίας, ένα εβδομαδιαίοπεριοδικό που κυκλοφορούσε εδώ και αρκετά χρόνια δωρεάνστο πανεπιστήμιο και τελευταία είχε μεγάλη απήχηση στο φοιτητικόκοινό. Τα θέματα τα οποία κάλυπτε ήταν ποικίλα, μα ποτέδεν σφύριζαν νότες πολιτικές. Υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικούήταν ο Απόστολος Θεοτοκόπουλος ή αλλιώς Τόλης, γνωστός και ωςΤρολ. Ναι, ο ίδιος. Χάρη σε αυτή την ευτυχή συγκύρια, ο Πέτροςείχε αναλάβει μια στήλη στην οποία αρχικά είχε συμφωνηθεί ότιθα έγραφε αστείες ιστορίες από την πανεπιστημιακή ζωή. Στην πορείαόμως ο Πέτρος άλλαξε τη θεματολογία, ώστε να ταιριάζει μετη διάθεσή του. Και ήταν ένας πολύ κυκλοθυμικός άνθρωπος.Στην άλλη μεριά του σαλονιού ο Άλεξ με τη Φένια και τη Φανήέπαιζαν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι πάνω στην κόκκινη φλοκάτη.Περνούσαν την ώρα τους με κάστρα, ιππότες, μάγιστρους, έμπορους,κλέφτες, δράκους και όμορφες πριγκίπισσες, ακούγονταςπαράλληλα Calexico. Η Φαίη μαγείρευε μια γιγαντιαία ποσότηταμακαρονάδας με κόκκινη σάλτσα κονσέρβας. Ο Τόλης έλειπε.«Πού είναι ο Τόλης;» ακούστηκε μια ύποπτα αδιάφορη φωνή απότην κουζίνα.«Ραντεβού», απάντησε μονολεκτικά ο Αλεξάκης, αφοσιωμένοςστις επιτραπέζιες τακτικές του. Προσπαθούσε να παγιδέψει τη Φένιανα επανδρώσει με πολλούς ιππότες το κάστρο της, ώστε μετάνα της το ανατινάξει και να μπορέσει να βάλει απροκάλυπτα χέριστην επαρχία της.«Σιγά το ραντεβού», είπε η Φένια ενώ με μαεστρία ξεγέλασε έναναγρότη του Άλεξ, παγιδεύοντάς τον ανάμεσα στα τείχη του πύργουτης, μακριά από το αγρόκτημα και την οικογένεια του. Η Φένια χα-- 65 -


Μιχάλης Φουντουκλήςμογέλασε χαιρέκακα και έπειτα πρόσθεσε: «Ό,τι θέλει τον κάνει,και αυτός συμπεριφέρεται σαν να ‘ναι πάλι δεκαοχτώ χρονών παιδάκι».Ακούστηκε ήχος από κουτάλα που αφήνεται άγαρμπα στονξύλινο πάγκο της κουζίνας και η θιγμένη Φαίη ξεπρόβαλλε κατά τοένα τρίτο από την πόρτα. «Δεκαοχτώ χρονών δεν είσαι παιδάκι πια,είσαι ενήλικας», δήλωσε, φορώντας την ποδιά και το φακιόλι γιαεπιβεβαίωση.«Αυτά τα λένε οι πολιτικοί για να βρίσκουν ψήφους. Δεκαοχτώχρονών καλά-καλά δεν έχεις φύγει απ’ το σπίτι σου, μια χαρά νιάνιαροείσαι».«Μμμ…» έσκουξε περιφρονητικά σαν μικρή αγελάδα η Φαίη.«Ενώ εσύ είσαι μεγάλη και ώριμη τώρα, να υποθέσω;»«Έχει μεγάλη διαφορά να είσαι είκοσι τέσσερα και να είσαι δεκαοχτώ.Πίστεψέ με».«Πίστευε και μη ερεύνα!» πρόσθεσε ο Άλεξ με ειρωνικό χαμόγελο,ενώ κουνούσε έναν ακόμα ιππότη του προς τα τείχη του, υπόκατασκευή, κάστρου της Φένιας. Ήθελε και αυτός μερίδιο στηνεξουσία εκείνου του μικρού πριγκιπάτου που ξεπηδούσε κοντάστις αγροικίες του. Άλεξ, Φανή και Φένια συνομιλούσαν με τη Φαίηχωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από το παιχνίδι.«Σημασία δεν έχει τι ηλικία γράφει η ταυτότητα σου, αλλά τι ηλικίανιώθεις ότι είσαι», δήλωσε φιλοσοφικά η Φαίη, έχοντας πλέονπάρει το θέμα προσωπικά, παρ’ όλο που ποτέ δεν την αφορούσεάμεσα.«Και εσύ; Πόσο χρονών νιώθεις, Φαίη μου;» απάντησε περιπαιχτικάη Φένια κουνώντας το κομμάτι-δυναμίτη πιο κοντά στο κάστροτου Άλεξ. Λίγο ακόμα και το κάστρο θα περνούσε στην ιστορία.«Ρε, δεν μπορείτε να παίζετε χωρίς να τρώγεστε; Προσπαθώ ναγράψω!» φώναξε απότομα από την άλλη μεριά του δωματίου ο Πέτρος,πλήρως απορροφημένος, με το βλέμμα του καρφωμένο στηνοθόνη του υπολογιστή.«Τι γράφεις αυτή τη βδομάδα ρε;» πρόλαβε να ρωτήσει ο Άλεξ- 66 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>αυτό που όλοι είχαν μόλις σκεφτεί.«Ό,τι και την προηγούμενη. Μπούρδες».«Δηλαδή; Διαφώτισέ μας».«Κάτσε να σου διαβάσω ένα κομμάτι να καταλάβεις».«Δεν μπορώ να έχω την περίληψη;» ζήτησε ο Άλεξ που χανότανστις μακρόσυρτες αφηγήσεις.Ο Πέτρος, που το μάτι του είχε πέσει πάνω σε κάτι ορθογραφικά,δεν έφερε αντίρρηση. «Γράφω για τους δεκαοχτάχρονους “παιδάκια”»,είπε κοιτώντας με νόημα τη Φένια, «που δεν ξέρουν τιτους περιμένει και μπαίνουν σε όποια σχολή μπορέσουν, έτσι γιανα πουν ότι μπήκαν κι αυτοί στο πανεπιστήμιο, να νιώσουν και αυτοίμέρος του συστήματος. Και πως όλοι αυτοί μετά αποφοιτούν καιπιάνουν μια δουλειά που δεν τους αρέσει και ζουν μια ζωή που δεντους αρέσει και τα τραβάμε εμείς μετά, όταν τυχαίνει να μας εξυπηρετήσουνσε κάτι. Και ούτε εμάς μας αρέσει».«Σε ποιον αρέσει δηλαδή;» ρώτησε η Φανή με ενδιαφέρον να δειπρος τα πού πάει ο συνειρμός του. Παράλληλα έκανε μια καίρια κίνησηστο ταμπλό, την οποία δεν πήρε χαμπάρι κανείς.«Αρέσει στους πατεράδες και στις μανάδες τους, που μπορούννα κομπάσουν στο γείτονα ότι το παιδί τους είναι πλέον φοιτητήςστο πανεπιστήμιο, αναβαθμίζοντας ΕΤΣΙ την αξία τους ως γονείς.Στον πρωθυπουργό που μπορεί να αναγγείλει με εξίσου υπερήφανούφος τα θετικά ποσοστά των εισακτέων, ώστε να δείξει ΕΤΣΙπόσο καλός ηγέτης είναι. Στους ιδιοκτήτες των κέντρων διασκέδασηςπου θα έχουν πολλούς υποψήφιους πελάτες οι οποίοι θα κατακλύζουνκαθημερινά τα μαγαζιά τους προσπαθώντας να περάσουντην ώρα τους μακριά απ’ τις σχολές που δεν τους αρέσουν, βγάζονταςΕΤΣΙ πολλά-πολλά πολύχρωμα χαρτονομίσματα. Αλλά και σταίδια τα παιδιά. Που νιώθουν πως περνώντας στο πανεπιστήμιο έκανανπερήφανους τους γονείς τους, τους πολιτικούς και τους νταβατζήδεςτης διασκέδασης, μετρώντας ΕΤΣΙ πόσο καλά παιδιά ήταν».«Εσύ;» Η Φένια αποφάσισε να θέσει ένα ακόμα ερώτημα. «Εσύ- 67 -


Μιχάλης Φουντουκλήςείσαι ευχαριστημένος με την επιλογή σου; Ή είσαι κι εσύ ΕΤΣΙ;»Όση ώρα μιλούσε βέβαια η προσοχή της ήταν στραμμένη στο παιχνίδικαι σε έναν και μόνο έναν σκοπό: τη νίκη.«Εγώ;» Ο Πέτρος το σκέφτηκε ειλικρινά για μια στιγμή. «Εγώ...δεν έχω ιδέα».«Εγώ πάντως είμαι πολύ ευχαριστημένη με την επιλογή μου! Ανκαι…» ακούστηκε η ίδια γνώριμη φωνή από την κουζίνα, μα τη διακόψανεπριν προλάβει να ολοκληρώσει.«Ναι, το έχουμε καταλάβει Φαίη…!» απάντησε περιπαιχτικά οΑλεξάκης κάνοντας παράλληλα νόημα στη Φένια να ολοκληρώσειτην κίνησή της. Έπειτα αποφάσισε να πάρει και αυτός μέρος στηνψυχανάλυση. «Εγώ, τι να σας πω ρε παιδιά, ήθελα τόσο πολύ ναφύγω απ’ το σπίτι μου, που δεν με ένοιαζε σε πια σχολή θα περάσω.Αλήθεια».«Τόση πίεση δεχόσουν;» τον συμπόνεσε δόλια η Φανή, προσπαθώνταςνα τον αποσπάσει από το παιχνίδι.«Ξέρεις τι είναι να ακούς τον πατέρα σου να σου λέει ότι είσαι έναρεμάλι και μισό, και πως ποτέ δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποταστη ζωή σου; Κι όλα αυτά επειδή ντυνόμουν έτσι -έδειξε τον εαυτότου- και άκουγα μια μουσική που δεν μπορούσαν ούτε να καταλάβουν,ούτε να αποδεχθούν. Επειδή εγώ δεν φτιαχνόμουν με τηνιδέα ότι μεγάλωνα στην πρωτεύουσα και έπρεπε να ακολουθώ ό,τικάνουν όλοι οι χλεχλέδες και οι φλούφληδες εκεί. Απ’ την άλλη ναέχω τους φίλους μου να με λυπούνται και να με κλάνουν γιατί είχαπατέρα μπάτσο. Λες και μου έπεφτε λόγος».«Τι κλαίγεσαι ρε;» είπε η Φένια μπαίνοντας στη συζήτηση πουαυτή είχε εν μέρει ξεκινήσει. «Εγώ μεγάλωσα σε χωριό και είχακαθημερινά να αποδείξω τον εαυτό μου στον πατέρα και στα δύομου αδέρφια. Πως παρ’ όλο που είμαι γυναίκα μπορούσα να ανταποκριθώστις δυσκολίες της υπαίθρου. Αυτοί ήθελαν να με προξενέψουναπ’ τα δεκατέσσερα μου με τον Παντουλίδη το γείτονα καιμεγαλοκτήμονα, που ο πατέρας μου τόσο τυφλά θαύμαζε απλώς- 68 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>και μόνο επειδή είχε πέντε στρέμματα μπαμπάκι παραπάνω. Χρόνομε το χρόνο έπρεπε όλο και περισσότερο να παλεύω για να κερδίσωτο δικαίωμα να κάνω αυτά που όλοι σας είχατε δεδομένα. Δύοχρόνια επανάσταση έκανα για να πάω στο πανεπιστήμιο».Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν θα μάντευες ότι η Φένια είχε μεγαλώσεισε αγρόκτημα έξω από ένα χωριό. Δεν υπήρχε ούτε ένα σημάδιστον τρόπο που μιλούσε, στον τρόπο που ντυνόταν, ούτε κανστα χέρια της. Τίποτα δεν μαρτυρούσε κάτι το τόσο γήινο. Θα έλεγεςεκ πρώτης όψεως πως είχε μεγαλώσει σε μεγαλούπολη καιμάλιστα σε κυριλέ περιοχή. Ψηλή και λεπτεπίλεπτη, με ρούχα χυτά,όμορφα που θα ταίριαζαν σε γαλαζοαίματη. Το μαλλί της περιποιημένομακρύ με αφέλειες, καστανό όπως και τα μάτια της. Γενικάόποιος ζούσε καιρό τη Φένια ήξερε πως αγαπούσε το άσπρο χρώμα,ιδίως στα ρούχα, το χουχούλιασμα στον καναπέ και τα ρόδια.«Δεν χρειάζεται να αποδείξεις, τίποτα και σε κανέναν», είπεμε στόμφο η Φανή δίνοντας άλλο ένα χαστούκι στη συζήτηση, ηοποία είχε ξεφύγει πλέον τελείως από εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει.Έπειτα έπαιξε τη σειρά της και ολοκληρώνοντας είπε: «είσαιόπως είσαι και σε όποιον αρέσεις. Οι άλλοι…» έκανε μια αργή κίνησητοποθετώντας το τελευταίο κομμάτι του παιχνιδιού, «…οι άλλοινα σκάσουν απ’ το κακό τους».Στο «σκάσουν» το κομμάτι μπήκε στη θέση του. Ο Άλεξ έχασε δύομικρούς πύργους από την έκρηξη και η Φένια έχασε το μεγάλο κάστροκαι όλους τους ιππότες της. Η Φανή είχε καταφέρει αφ’ ενόςνα σαμποτάρει την ολοκλήρωση του παλατιού, που από κοινού έχτιζανμε τον Άλεξ, και αφ’ ετέρου να πάρει τους αγρότες με το μέροςτης. Το πρώτο δυνατό χτύπημα του προλεταριάτου είχε δοθεί.Η εξέγερση ήταν θέμα χρόνου πια. Η εργατική τάξη είχε κερδίσει.Το ίδιο και η Φανή.«Τελείωσα. Να σας το διαβάσω;» αναφώνησε ανακουφισμένος οΠέτρος. Ο Αλεξάκης αυτή τη φορά το χάρηκε γιατί έκανε τη Φανήνα διακόψει προσωρινά τους πανηγυρισμούς της. Όλοι πήραν θέ-- 69 -


Μιχάλης Φουντουκλήςσεις, το μόνο που έλειπε από το ακροατήριο ήταν τα ποπ-κορν και ηκόκα κόλα. Α, και ο Τόλης. Δεν άργησε όμως να κάνει την εμφάνισήτου. Δεν έπρεπε να είχε διαβάσει δύο σειρές ο Πέτρος -και να είχεχασμουρηθεί δύο φορές ο Άλεξ- όταν το θυροτηλέφωνο έκρουσεανυπόμονα. Η αφήγηση πέρασε σε δεύτερη μοίρα, παραδίδονταςτο σκήπτρο στο κουτσομπολιό. Τα ποπ-κορν και η κόκα κόλα έδωσαντη θέση τους σε καπνούς και αλκοόλ. Ο Τόλης πέρασε την πόρτακαι κοντοστάθηκε κάτω από την κάσα που χώριζε το σαλόνι απότο χολ της εισόδου. Ο πορτοκαλί τοίχος του καθιστικού επέβλεπεακούραστος την ανυπόμονη παρέα. Ο Τόλης είχε ένα κενό βλέμμακαι ένα χαμόγελο ζωγραφιστό στο πρόσωπό του. Κανείς δεν μπορούσενα καταλάβει αν χαμογελούσε γι’ αυτό που έβλεπε τώρα ήγι’ αυτό που έβλεπε πριν. Ούτε αν το πρόσωπό του ήταν κόκκινο σεμια προσπάθεια να προσαρμοστεί στις νέες θερμοκρασιακές τιμέςή από κάποιο ερωτικό εξάνθημα. Το λόγο πήρε πρώτη η Φανή πουπέθαινε για love stories.«Έλα πες, πώς ήταν;»«Όμορφα. Πήγαμε για φαγητό. Μετά για ποτό. Μετά περπατήσαμελίγο μέχρι το λιμάνι. Κάπου εδώ από κάτω κάτσαμε». Με τα τελευταίατου λόγια έδειξε το δυτικό παράθυρο που έβλεπε στη μαρίνα.«Έλα ρε! Έπρεπε να ενημερώσεις να βγαίναμε να σας κάναμεχάζι!» Η Φανή είχε εκστασιαστεί με τη μυρωδιά του φρέσκουφλερτ. Δεν θα μπορούσα να ειπωθεί το ίδιο και για τη Φαίη, η οποίακρυφάκουγε νόμιμα από την κουζίνα, καθώς έπλενε τα πιάτα όλοκαι πιο νευρικά. Είχε κάτσει εκεί και δεν είχε σκοπό να εμφανιστείπριν τελειώσει η αφήγηση της ιστορίας, που όσο προσπαθούσε νααποφύγει, τόσο την έτρωγε και η περιέργεια να μάθει. Η Φένια τοαντιλήφθηκε, καθώς η συζήτηση δεν την είχε απορροφήσει αρκετάγια να μην παρατηρήσει τη βιαιότητα με την οποία τα πιάτα έρχοντανσε επαφή με τον πάγκο της κουζίνας. Σηκώθηκε και πήγεπρος την κουζίνα. Οι άντρες δεν ανάλωσαν τη λιγοστή και πολύτιμηφαιά ουσία που τους είχε απομείνει, σε αυτόν τον ελιγμό· το εν-- 70 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>διαφέρον τους επικεντρωνόταν αλλού. Με την αποχώρηση της Φένιας,η γυναικεία διαίσθηση -πράγμα άγνωστο ως προς το πώς λειτουργεί-κουδούνισε εκκωφαντικά στα αυτιά της Φανής. Γούρλωσετα μάτια και πήγε και αυτή με τη σειρά της προς την κουζίνα. Τσάκισεόμως τη σελίδα στο μυαλό της, ώστε να συνεχίσει κάποια άλληστιγμή. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια σκηνή από άλλη δεκαετία,καθώς οι άντρες χυμένοι πάνω στον καναπέ συζητούσαν για γυναίκες,ενώ οι γυναίκες έπλεναν τα πιάτα στη κουζίνα, κουτσομπολεύονταςτους άρχοντες του καθιστικού.Ο Τόλης άναψε ένα τσιγάρο, πήρε μια γερή δόση καπνού και ξεφυσώνταςσυνέχισε την αφήγηση, πλέον σε απόλυτη ησυχία. ΟΆλεξ που είχε κάνει σόλο κατάληψη στον τριθέσιο καναπέ παρακολουθούσεσχεδόν υπνωτισμένος, χαϊδεύοντας πότε την τριχωτήκοιλιά του και πότε ένα βελούδινο μαξιλάρι σε σχήμα καρδιάς.«Ε, και μετά, της είπα: “Μου φαίνεται έχω ξεχάσει το κινητό στοκομοδίνο σου”. Και αυτή μου απαντάει: “Μα δεν έχεις έρθει ποτέσπίτι μου!” Και τότε της λέω: “Ναι, έχεις δίκιο. Βιάστηκα λίγο, αυτόθα το πω αύριο το πρωί”».«Τι; Αυτό ήταν; Ρε, είσαι σοβαρός, επιστήμονας εσύ τώρα; ΡεΠητ, πες εδώ του κυρ-Μαλάκα πως είναι ξεφτίλας! Ρε πας για διδακτορικόεσύ; Με τέτοιες ατάκες; Πάω στοίχημα πως σου έκλεισετην πόρτα στη μούρη!»«Καλά εσύ Αλεξάκη, πρόσεχε τι στοιχήματα βάζεις, γιατί σε βλέπωνα αλλάζεις πάλι όνομα! Όσο για το χαλόνι όλα είναι άντερ κοντρόλπου θα ‘λεγε και ο Φρανς. Ο Τρόλ είναι σαν τον Τσακ Νόρρις.Δεν κοιμάται. Απλώς περιμένει!» Καταλήγοντας ο αφηγητής άναψεπάλι το τσιγάρο του, που είχε σβήσει, δίνοντας μια γκρίζα σκληροτράχηληνότα στα ήδη σκυθρωπά πνευμόνια του. Ένιωθε ωραίος.Ένιωθε πως την είχε καταφέρει. Γι’ αυτόν η φούσκα μέσα στηνοποία ζούσε είχε ήδη ανθίσει.«Μετά;» Ο Πέτρος, σε μια στιγμή διαύγειας, αποφάσισε να προσθέσειένα ακόμα ερωτηματικό στη συζήτηση. «Μετά, τι είπε;»- 71 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Τίποτα! Αυτό ήταν το ποιο ωραίο φίλε. Χαμογέλασε και έκλεισετην πόρτα πίσω της. Σαν ναζιάρα γάτα που κάνει τα σκερτσάκιατης».«Το ‘πα! Το ‘πα ή δεν το ‘πα; Όχι, το ‘πα! Δεν το ‘πα; Το ‘πα ρεπούστη μου!» Ο Άλεξ εκστασιάστηκε. «Το ‘χασες το χαλόνι κυρ-Μαλάκα, γιατί κάθεσαι και λες ένα μάτσο μπούρδες!»Ο Τόλης του έριξε μια ματιά και τηλεπαθητικά υπενθύμισε στονΆλεξ πως δεν ήταν λίγες αυτές που είχε καταφέρει με αυτές τις,ομολογουμένως απαράδεκτες, ατάκες.«Τέλος πάντων για πες, είναι όμορφη τουλάχιστον; Από σώμα;Δώμα ή πτώμα;»«Καλά, ντυμένες όλες καλές μοιάζουν!» αναφώνησε το κεφάλιχωρίς σώμα που ξεπρόβαλε χαμογελαστό απ’ την πόρτα της κουζίνας.Αν και η Φανή ήξερε πως αυτό που είπε δεν ήταν ακριβές,υπέθεσε πως οι φίλοι της ως άντρες, καταλάβαιναν τι εννοούσε.Ο Άλεξ συμφώνησε με την κοκκινομαλλούσα: «Πλέον η μόδα τιςαβαντάρει συνεχώς. Το καλοκαίρι έχουμε τα μίνι. Για το χειμώνα ημόδα μας προμήθευσε με χαμηλοκάβαλα τζιν και χοντρά αυτόνομακαλσόν! Τις βλέπεις ντυμένες και παθαίνει το μάτι σου! Μετά τιςβλέπεις γυμνές και λες: καλά πώς χώρεσε αυτό μέσα στο καλσόν;»Γέλια ξέσπασαν στην παρέα, με κουβέντες που είχαν ξαναειπωθείκαι παλιότερα και ήταν σίγουρο πως θα ξαναειπωθούν στο μέλλον.Παρ’ όλα αυτά η ευχαρίστηση του να τις ακούν, ήταν αναντικατάστατη.Μια κουβέντα χωρίς νοητικές απαιτήσεις. Το σενάριο άλλαζε,οι ατάκες ήταν ίδιες, δεν υπήρχαν αντεπιχειρήματα και άραδεν υπήρχε λόγος για αντιπαραθέσεις και συζητήσεις επί συζητήσεων.Γυναίκες στο στόχαστρο των αντρών. Αυτή η συζήτηση ήτανένας τρόπος να επιβεβαιώνουν, κομμάτι-κομμάτι, πως γνωρίζουντον κόσμο καλύτερα. Πως έχουν αρχίσει και αποκρυπτογραφούν ταμυστήρια του και πως σύντομα δεν θα υπάρχει τίποτα άλυτο. Επίσηςδεν υπήρχε τίποτα καλύτερο να συζητήσουν, έτσι τάιζαν τη συζήτησημε μασημένη τροφή ώστε να παχύνει και να μεγαλώσει, γε-- 72 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>μίζοντας ασφυκτικά ένα ακόμα βράδυ.Ο Άλεξ άρχισε να στρίβει κι άλλο τσιγάρο. Μια διαδικασία που τουεπέτρεπε να μιλάει τραβώντας την προσοχή του ακροατηρίου, καθώςο τρόπος που έστριβε τα τσιγάρα είχε κάτι που τον έκανε ναμοιάζει πολλά κιλά σοφότερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. «Εσύ;»είπε κοιτώντας προς το μέρος του Πέτρου, ενώ παράλληλα ρόλαρετο χαρτί με τον καπνό. «Τι έγινε με τη δικιά σου;» Μια τελευταία πινελιάαπό σάλιο και ένα ακόμα τσιγάρο ήταν έτοιμο, στριμμένο μεμαθηματική ακρίβεια.«Τίποτα. Και ούτε πρόκειται. Η κοπέλα είναι αλλού. Αυτό το αλλούμην με ρωτήσετε πού είναι, δεν έχω απάντηση».«Πού πας και τις βρίσκεις ρε παιδάκι μου!» Η παρατήρηση τουΤόλη, αν και χωρίς κανένα είδους τακτ, ήταν αρκετά εύστοχη, καθώςκατά μια διαολεμένη σύμπτωση ο Πέτρος πάντα τύχαινε να κυνηγάεικοπέλες που ήταν πιο μπερδεμένες και από κουβάρι κλωστώνσε τυφώνα. Αυτό που δεν είχε ακόμα καταλάβει ήταν πως δενεπρόκειτο περί σύμπτωσης.«Έλα ντε…»«Είναι μαζί με τον πρώην της τώρα δηλαδή;» ρώτησε ο Άλεξ.«Δεν ξέρω».«Είναι με ‘σένα τώρα δηλαδή;» ακούστηκε μια κοκκινομαλλούσαφωνή.«Δεν ξέρω».«Σε γουστάρει;» είπε να ρισκάρει ο Τόλης.«Δεν ξέρω. Υποθέτω».«Σε έχει πιάσει απ’ το γάντζο;» είπε να καταλήξει μια φωνή, πουμάλλον ήταν της Φένιας, μέσα απ’ τις σαπουνάδες της κουζίνας.«Ούτε καν. Έχω αρχίσει ήδη και τη βαριέμαι».«Τώρα λες ό,τι να ‘ναι;» η τελευταία και καταϊδρωμένη φωνή ρώτησετο αυτονόητο.«Μάλλον».«Μαλακίες». Κανείς δεν το είπε, μα όλοι το σκεφτήκανε.- 73 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΕίχε έρθει η ώρα της σιωπής. Της περισυλλογής. Της ανασκόπησης.Ή της τηλεόρασης. Οι κοπέλες τελείωσαν με την κουζίνα, όλαήταν καθαρά εκτός απ’ το μυαλό της Φανής. Η παρέα επανασυναρμολογήθηκεκαι απόλαυσε σύσσωμη ένα επεισόδιο από τις «Περιπέτειεςστο ημίφως», με πρωταγωνιστή τον Αποστολόπουλο, ιδιωτικόντετέκτιβ νοτίων προαστίων.Τέσσερις μέρες μετά, ο Τόλης ξαναβγήκε με τη Ράνια, τη νέα τουκοπέλα. Την πήγε σινεμά να δουν μια ταινία που διάλεξε εκείνη.Ήταν από αυτές τις ταινίες που ο Τόλης βαριόταν, μα την υπόμεινε.Έπειτα την πήγε σπίτι του, ήπιαν λίγο κρασί και μετά από την ατάκα«η ματιά σου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;» η Ράνιααπελπίστηκε και του δόθηκε, χωρίς ποτέ να επιβεβαιωθεί αν τοέκανε από πόθο, από οίκτο ή απλώς για να τον κάνει να σωπάσει.Όπως και να είχε, μετά από εκείνο το βράδυ η Ράνια πέρασε στηνιστορία ως μια ακόμα κατάκτηση του Τρολ, με τον ίδιο τρόπο πουείχαν περάσει και πολλές ακόμα.Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣΗ ημέρα εορτασμού του Πολυτεχνείου είναι μια σημαντική ημέραστη φοιτητική κοινότητα. Είναι μια μέρα που οι φοιτητές σύσσωμοικομπιάζουν για πράγματα που έχουν κάνει κάποιοι άλλοι όταν ήτανστη θέση τους. Πορείες και διαδηλώσεις, καταλήψεις και ιδεολογικέςομιλίες γεμίζουν τους ήχους της πόλης με τα συνθήματα τηςεποχής εκείνης. Όλοι μιλούν με τιμητικά λόγια για τους αγωνιστές,ενώ στην πραγματικότητα νομίζουν πως με αυτόν τον τρόπο δίνουνμεγαλύτερη αξία στους εαυτούς τους, θέτοντας τον τίτλο του «συνεχιστή»ως μια λογική, αλλά όχι και ρεαλιστική, απόρροια του χρόνου.Επίσης είναι και μια μέρα που αφού οι σχολές είναι κλειστές,- 74 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>όσοι δεν έχουν ιδιαίτερη κάψα για διαδηλώσεις και ζητωκραυγές,γεμίζουν χωρίς ενοχές τα φραπετζίδικα. Ο Πέτρος ήταν ένας απόαυτούς που είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο τού να σερβίρουν τουςενσυνείδητα ασυνείδητους. Κατά το μεσημεράκι που η κίνηση είχεκοπάσει στο fra.p.e, από την πόρτα ξεπρόβαλαν η Φαίη με τον Τόληκαι τη Φένια. Το τραπεζάκι τους ήταν αναμενόμενα άδειο.«Άντε ρε πού είστε, έχει γίνει πανικός εδώ απ’ το πρωί».«Τι γιορτάζουμε;» ρώτησε ο Τόλης.«Την εφεύρεση του φραπέ», απάντησε ο Πητ εύθυμα αγανακτισμένος.«Να φέρω τα κλασικά;»Τρία καταφατικά και αρκετά αγουροξυπνημένα νεύματα τον έκαναννα γυρίσει προς το πόστο του. Στα μισά του δρόμου, γύρισε καιρώτησε: «Οι άλλοι δύο;»«Στην πορεία», απάντησε η Φένια φανερώνοντας την αποδοκιμασίατης.Μετά από περίπου δυόμισι ώρες, όταν ο Τόλης έπινε την τελευταίαγουλιά του φραπέ του, τον οποίο είχε ανανεώσει με νερό αρκετέςφορές, έγινε κάτι το αναπάντεχα αναμενόμενο. Από τα ηχείαακουγόταν η φωνή της Shirley Manson, να δηλώνει πως είναι χαρούμενημόνο όταν βρέχει, ενώ ο Πέτρος χτυπούσε καρτερικά τογάλα με πάγο στη μηχανή, μέχρι να σχηματιστεί η αφράτη πεμπτουσίαπου κοσμεί το πάνω μέρος ενός φρέντο.Η πόρτα άνοιξε και στο μαγαζί πέρασε ο Λύκος, γεγονός που δενξάφνιασε κανέναν, καθώς σε μια πόλη που οι φοιτητές αποτελούντο ένα τρίτο της και τα στέκια ήταν λίγα, πόσο μπορεί να κρυφτείκανείς απ’ την κακή του τύχη;«Λύκος» ήταν ψευδώνυμο που είχε δώσει η παρέα στη Ναταλία,για να μπορεί να συζητάει το θέμα με τον Πέτρο όταν βρίσκοντανέξω, χωρίς να είναι εκτεθειμένοι σε περίεργα αυτιά που τυχόντη γνώριζαν.Ο Πέτρος την έπιασε με την άκρη του ματιού να βαδίζει προς τομέρος του, καθώς στο ένα χέρι κρατούσε το δοχείο με την κρέμα- 75 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκαι στο άλλο το πάνω μέρος του μίξερ. Χωρίς να σηκώσει το βλέμματου να τη δει, ήταν σίγουρος πως ήταν εκείνη. Η καρδιά του άρχισεαπροειδοποίητα να χτυπάει σε ανεβασμένους ρυθμούς, πουσιγοντάριζαν το μπιτ του τραγουδιού της Shirley.«Γεια!» Μια χαμογελαστή φωνή τον ανάγκασε να αντιμετωπίσειτην κατάσταση απ’ την οποία τόσο ήθελε να κρυφτεί.«Γεια σου. Τι κάνεις;»«Καλά! Εσύ; Καιρό έχω να σε δω…»«Ναι, αλήθεια είναι». Πάνω που ο Πέτρος ετοιμάστηκε να συνεχίσειεξηγώντας πως το χρόνο του απορροφούσε η δουλειά εκείκαι η σχολή, ο Λύκος τον διέκοψε προλαβαίνοντάς τον με μια ερώτηση:«Έπιασες δουλειά εδώ; Δεν το ήξερα! Έρχομαι αρκετά συχνάεδώ!»«Ναι ε;» εκδήλωσε απορία το μικρό γουρουνάκι. «Δεν θα έτυχενα έρθεις μέρα που δουλεύω».«Ναι, όντως!»Ο Πέτρος ένιωθε το χαμόγελό της να τον ζαλίζει. Τού φαινότανδέκα φορές ποιο όμορφη από πριν. Έβγαλε το σείκερ από τη μηχανή,μιας και η κρέμα είχε σχεδόν γίνει γιαούρτι. Περιέλουσε ταφρεντάκια, προσθέτοντας πόντους στην εμφάνισή τους και για κερασάκιτα πασπάλισε με σοκολάτα, κάνοντάς τα έως και δέκα τοιςεκατό πιο ποθητά από πριν.«Πώς περνάς το χρόνο σου;» τη ρώτησε με ύφος αδιάφορο.«Καλά. Ξέρεις τώρα, με το μεταπτυχιακό με έχουν πεθάνει. Δενείναι εύκολα τα πράγματα». Στο τέλος κάθε πρότασής της, τον κοίταζεμε βλέμμα που τον πάγωνε.«Ναι, έχω αρκετούς φίλους που κάνουν μεταπτυχιακά εδώ καιμου λένε ακριβώς τα ίδια. Και… τι κάνει το αγόρι σου;» πρόσθεσεμε ύφος ακόμα πιο αδιάφορο.Ο Λύκος έδειξε χαμογελαστά τα δόντια του και πισωπατώνταςέφυγε για κάποιο ελεύθερο τραπέζι. Το τρίο στο γνωστό τραπέζιείχε ήδη ανοίξει ραντάρ και υπερηχητικά σόναρ, και τα σχόλια έδι-- 76 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ναν κι έπαιρναν. Γέλια και χαχανητά μαρτυρούσαν στον αλαφιασμένοΠητ πως η παρέα τούς είχε στο στόχαστρο. Τον Πέτρο και τοΛύκο.Μετά από λίγο ένας τύπος με κυριλέ ντύσιμο και τριμαρισμένομουσάκι μπήκε στο μαγαζί. Έδειχνε σοβαρός. Για την ακρίβειαέδειχνε ο τύπος που κάνει μόνο σοβαρά πράγματα. Πρωταθλητήςτουρνουά σκάκι στα εφτά του, πρώτος στο σχολικό πρωτάθλημα ελληνορωμαϊκήςπάλης στα δώδεκα, αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρουτου λυκείου, έντεκα λεπτά άπνοια σε ελεύθερη κατάδυση, κάμπριοαμάξι, πτυχίο ιατρικής στα τεσσεράμισι χρόνια, πέντε ξένεςγλώσσες, έξι μήνες backpacking στο Βιετνάμ, δύο χρόνια εθελοντισμόστη Σομαλία και εφτά χρόνια στο Θιβέτ για διαλογισμό καιευθυγράμμιση του τσάκρα του. Πλησίασε τη Ναταλία. Της χαμογέλασε.Έδειχνε να έχει θάρρος μαζί της. Ο Πέτρος είχε μόλις ετοιμάσειτο χυμό της, μπανάνα-βύσσινο. Λοξοκοίταξε τον τύπο περιμένονταςνα αναγνωρίσει την ιδιότητα του, απ’ τον τρόπο που θατη χαιρετούσε. Χειραψία ή σκέτος λεκτικός χαιρετισμός, θα σήμαινεσυνάδελφος από τη σχολή. Φιλί στο μάγουλο θα σήμαινε φίλος,και φιλί στα χείλη θα σήμαινε εχθρός. Μια κάστα Βουδιστώνμοναχών υποστηρίζουν ότι ένα αρσενικό μπορεί να αντιληφθεί τοαντίπαλο αρσενικό από την αύρα που κουβαλάει. Το δικαιολογούνμε διάφορες αναφορές στις ενέργειες που εκπέμπουν, καθώς καιστις κοσμικές ακτίνες που ανακλούνται στο Γιν και στο Γιαν μέσααπό το κάρμα, άυλες σαν την αστρική σκόνη, καταλήγοντας σε κάτιπου ονομάζουν Συντελεσμένο Μέλλον. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων.Ο Πέτρος ήταν σίγουρος από την αρχή που τον αντίκρισε ότι ήτανεκείνος. Παρ’ όλο που ο τύπος δεν τη φίλησε, παρά μόνο της χάιδεψετο χέρι βιαστικά, ήταν σίγουρα εκείνος.«Αυτός είναι;» ρώτησε η Φένια καθώς στάθμευε το κορμί τηςστην άκρη του μπαρ, με πρόφαση ένα άδειο ποτήρι νερό που κρατούσεστα χέρια. Ο Πέτρος πήρε το ποτήρι και άρχισε να το γεμίζειαπό ένα μπουκάλι πάνω στο οποίο πόζαρε ένα παιδάκι από την- 77 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΚένυα.«Δεν ξέρω. Ναι, έτσι πιστεύω. Δεν ξέρω». Ήταν εμφανώς ενοχλημένοςκαι δεν πάλευε καθόλου να το κρύψει.«Τι παρήγγειλε;»«Αυτός;»«Αυτή».«Χυμό μπανάνα-βύσσινο».«Ξενέρωτη είναι μην χαλιέσαι!» Η Φένια πήρε το ποτήρι που κρεμότανμετέωρο απ’ τα χέρια του Πέτρου χωρίς να του δίνει σημασίακανένας, σήκωσε άγκυρα και σάλπαρε για το ταξίδι της επιστροφής.Η φωνή του Πέτρου, την έκανε να γυρίσει. Είχε σηκώσει τομπουκάλι με το νερό, και μονολογούσε.«Εδώ άλλοι πεινάνε και εμείς χαλιόμαστε για μια γκόμενα». Δενήξερε πόσο πολύ ακούστηκε αυτό που είπε, μα δεν τον ένοιαζε.Ούτως ή άλλως δεν συμφωνούσε με αυτό που είπε.«Έτσι είναι Πετράκο. Ο καθένας κρίνει τη ζωή του σύμφωνα μεαυτά που έχει. Αυτός που δεν έχει να πιεί νερό θα ζητάει νερό καιαυτός που έχει θα ζητάει ανθρακούχο. Έτσι είναι ο κόσμος και οκόσμος δύσκολα αλλάζει».«Και αυτός που έχει ανθρακούχο; Τι ζητάει αυτός;»«Ένα κάμπριο, εξοχικό, μια δουλειά στο δημόσιο και μια ξανθιάνα του κρατάει τις παντόφλες στο σπίτι ζεστές».Ο Πέτρος χαμογέλασε. Κατέβασε το βλέμμα του, μόνο για να τοξανανεβάσει αμέσως.«Αλήθεια, και εσύ χυμό μπανάνα- βύσσινο δεν πίνεις;» Η Φένιαδεν απάντησε, παρά μόνο τού έκλεισε το μάτι και επέστρεψε στοτραπέζι.Ο Νοέμβρης πλησίαζε στο τέλος του. Το κρύο παραμόνευε ακόμασαν το φόβο για κάτι που θα έρθει, μα δεν έχει έρθει ακόμα. Ηπαρέα ήταν σπίτι της Φαίης, εκτός από τον Τόλη ο οποίος ξημε-- 78 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ροβραδιαζόταν στο πανεπιστήμιο. Όχι όμως στο γραφείο του. Στοφωτοτυπάδικο γιατί εκεί δούλευε η Βασούλα, μια καλή κοπέλα τηςοποίας το γυμνό σώμα ήθελε να εξερευνήσει. Εκείνο το απόγευμαπριν το κλείσιμο, την περίμενε έξω από το μαγαζί με το σχέδιο μιαςμεγάλης καρδιάς. Είχε σκοπό να της πει: «μπορείς σε παρακαλώνα φωτοτυπήσεις την καρδιά μου, γιατί κάθε φορά που σ’ αντικρίζωνιώθω πως τη χάνω». Πίσω στο βασίλειο της χαράς όμως.Ο Άλεξ και η Φανή είχαν κατεβάσει μια ταινία και χασκογελούσανμε τους πρωταγωνιστές που ο ένας έκοβε τα χέρια του άλλου σε μιαμάχη για το ποιος θα παραμείνει ζωντανός. Η υπόθεση ήταν επιτηδευμέναασαφής. Σε γενικές γραμμές κάποιος είχε μαζέψει έναμάτσο Κινεζόπουλα κατευθείαν απ’ το σχολείο, τα είχε αμολήσει σεένα νησί μοιράζοντάς τους πιστόλια, μαχαίρια, χατζάρες, μπαλτάδες,αξίνες, τσεκούρια μονά και διπλά, μπαζούκες, πολυβόλα, καλάσνικοφ,και τα είχε αφήσει να αλληλοσκοτωθούν υποσχόμενοςστο νικητή τη ζωή του. Το αδιάκοπο σπλάτερ της ταινίας προξενούσεαλλεργικό γέλιο στο δίδυμο με τα δερμάτινα, που είχε κάνει κατάληψητου καναπέ τρώγοντας μεγάλες ποσότητες μερέντας με φυστικοβούτυροπασαλειμμένο σε κρακεράκια. Ο Πέτρος είχε πάρειτο λάπτοπ και έγραφε στο μέσα δωμάτιο για το Πα.Π.Α.Κ.Ι. ακούγονταςClint Mansell, με απώτερο σκοπό το καταναγκαστικό ψυχοπλάκωμα.Η Φένια με τη Φαίη είχαν βγει για ψώνια και είχαν μόλις γυρίσει.Τώρα πρόβαραν τα ρούχα τους στο μέσα δωμάτιο προσποιημένεςότι πόζαραν για περιοδικά μόδας. Οι γείτονες από την απέναντι πολυκατοικίατις είχαν πάρει πρέφα και είχαν συσσωρευτεί στα μπαλκόνιασφυρίζοντας και πετώντας εξυπνακίστικες ατάκες σαν γαρύφαλλασε μπουζουξίδικο.Στο σαλόνι η, άνευ ιδιαιτέρων διαλόγων και υπόθεσης, ταινίαπροωθούσε την παράλληλη ομιλία των θεατών.«Ρε συ, χάσαμε το Λύκο. Είχε πάει στο fra.p.e». Ένα αρσενικόκρακεράκι βουτήχτηκε στη μερέντα.- 79 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Έλα ρε! Γαμώ, τα καλύτερα χάνουμε πάντα. Η μαλάκω η Φένιαδεν μου είπε τίποτα. Ούτε η άλλη η τσούπρα». Ένα θηλυκό κρακεράκιβουτήχτηκε στο φυστικοβούτυρο.«Το καλύτερο δεν στο είπα ακόμα. Ήταν και αυτός εκεί. Ο “έτσι”.Ο μαλάκας». Το αρσενικό κρακεράκι προτάχθηκε αναμένοντας τοθηλυκό.«Έλα ρε! Πωω! Τα χάσαμε! Ο Πητ πώς ήταν; Κομμάτια, ε;» Το θηλυκόκρακεράκι καβάλησε το αρσενικό και η μερέντα έγινε ένα μετο φυστικοβούτυρο.«Αφού είναι μαλάκας. Κάθεται και κολλάει με γκόμενες. Σόρυκιόλας, αλλά δεν αξίζετε. Αυτό είναι δικό μου, εσύ έφαγες το προηγούμενο».Τα ερωτευμένα κρακεράκια ταξίδεψαν προς τον Αλεξάκη,ο οποίος τα καταβρόχθισε με μια μπουκιά. Τουλάχιστον έφυγαναγκαλιασμένα και ευτυχισμένα.«Τώρα λες μαλακίες και το ξέρεις. Επειδή το παιδί είναι γκαντέμηςκαι δεν μπορεί να γνωρίσει μια σοβαρή κοπέλα, δεν θα μηδενίσουμετο φύλο μας τώρα». Θηλυκό κρακεράκι βουτήχτηκε στημερέντα.Ένας Κινέζος που κατουρούσε στην άκρη ενός λόφου, απέσπασετην προσοχή τους. Ξάφνου ένας δεύτερος Κινέζος πετάχτηκε πίσωαπό ένα δέντρο, κρατώντας έναν τεράστιο διπλό πέλεκυ σαν αυτόντου Μινώταυρου. Αράδιασε αλαφιασμένα ένα χείμαρρο από συγκεχυμένασύμφωνα και φωνήεντα τραβηγμένα στο τέλος τους, ταοποία μεταφράστηκαν στο: «Θα πεθάνεις ρε!» και άρχισε να τρέχεικαταπάνω στον άτυχο κατουρόντα. Το θηλυκό κρακεράκι ασφυκτιούσεμέσα στο γυάλινο δοχείο με το φυστικοβούτυρο και ξεψυχισμέναπαρακαλούσε να του χαρίσουν μια ανάσα. Μάταια. Ο Κινέζοςμε το τσεκούρι, από τη μανία του να αποκεφαλίσει βάναυσατον κακομοίρη που μέχρι πρότινος έλεγαν αστεία στα διαλείμματα,δεν παρατήρησε μια τεράστια κοτρώνα που καθόταν αμέριμνηστη μέση της απόστασής τους και σκόνταψε πάνω της. Το τσεκούριτού έφυγε από τα χέρια και καρφώθηκε στο μάτι του άτυχου- 80 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>πρώην φίλου του και αίμα άρχισε να ψεκάζεται από το συνεργείοειδικών εφέ σε όλο το σκηνικό. Ο δεύτερος Κινέζος ολοκληρώνονταςτην τρελή πορεία του, κατέληξε πάνω στον πρώτο Κινέζο καιοι δύο μαζί έφυγαν κάτω στο γκρεμό μέσα σε μια θύελλα κραυγώνκαι ουρλιαχτών. Έπειτα, το θηλυκό κρακεράκι πήρε την ανάσα πουτόσο απελπισμένα αποζητούσε.«Τι μου λες τώρα ρε Φανή! Αφού και εσύ και όλες τα ίδια κάνετε.Και εμείς τα ίδια θα κάναμε αν είχαμε την ίδια επιρροή που έχετεεσείς σ’ εμάς. Ο άνθρωπος είναι το μόνο εγωιστικό ζώο. Ότανπρόκειται για τις σχέσεις αντρών-γυναικών όλοι είμαστε εγωιστές.Όταν μας παίρνει θα βγάλουμε το λάδι στον άλλο, γιατί απλά μπορούμε.Ο έρωτας είναι ένας μύθος που επιζεί εξαιτίας τυχαίων συγκυριών».Ένα αντρικό κρακεράκι βουτήχτηκε στο φυστικοβούτυρο.«Όσοι πιστεύουν κάτι παραπάνω είναι ονειροπόλοι. Και εγώδεν είμαι ένας απ’ αυτούς».Το θηλυκό κρακεράκι στάθηκε μετέωρο στον αέρα. «Αφού έτσιείναι ο έρωτας. Ένα παιχνίδι. Στα παιχνίδια υπάρχουν νικητές καιχαμένοι. Δεν γίνεται να κερδίζουν όλοι. Δεν υπάρχει fair play, πουλέτε κι εσείς οι ποδοσφαιρόφιλοι».«Φανή, μη μου αρχίζεις τις ατάκες του στυλ “ο ένας κερδίζει, οάλλος χάνει” και “ένα παιχνίδι είναι ο έρωτας”, γιατί αυτά είναι πίπες.Όταν ένας άντρας κυνηγάει μια κοπέλα, αυτή και να τον γουστάρειπάλι θα του κάνει τη ζωή δύσκολη. Γιατί; Θα σου πω εγώ γιατί.Γιατί εσείς δεν διακινδυνεύετε τίποτα. Εμείς είμαστε που τα ρισκάρουμεόλα. Εμείς τρέχουμε πίσω σας, κάνουμε δηλώσεις, υποσχέσεις,δώρα και εσείς το μόνο που κάνετε είναι να κάθεστε καινα εξετάζετε τις επιλογές σας. Παίζετε λίγο με τον έναν, κάνετε ένατεστ ντράιβ τον άλλον, ρίχνετε λίγο κλάσιμο στον τρίτο και βλέπετε.Υποσχέσεις; Ποτέ! Τους κρατάτε όλους από κοντά και λίγο από δωλίγο από κει, τη βολεύετε. Μέχρι που έρχεται κάποιος που δεν σαςέχει ανάγκη και κολλάτε μαζί του. Αυτός σας φτύνει για μια άλλη,που δεν είναι ανώτερης σεξουαλικής κάστας από εσάς, απλώς του- 81 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκάνει τα ίδια που κάνετε στους άλλους, και πέφτει και αυτός θύμα.Και ο ατέρμονος κύκλος της ανωμαλίας συνεχίζεται». Το αρσενικόκρακεράκι καβάλησε το θηλυκό και να σου πάλι ένας νέος έρωταςξεκίνησε. «Και αυτό ξέρεις τι είναι Φανούλα; Η γαμημένη τροφικήαλυσίδα του έρωτα, αυτό είναι. Και μάντεψε ποιοι είναι στον πάτο».«Ο Πέτρος σίγουρα! Δικό μου αυτό, δώσ’ το!» Το νέο ζευγάρι κρακερακίωνπήρε παράταση ζωής καθώς ο Άλεξ και η Φανή γελούσανμε το πόσο κάφροι μπορούσαν ξαφνικά να γίνουν.Δίπλα, στο δωμάτιο της φωτογράφισης, τα μοντέλα ακόμα δοκίμαζαντα ρούχα τους, ενώ πετούσαν καμιά ατάκα στους απέναντι,έτσι για να νιώσουν λίγο ευχάριστα. Οι απέναντι είχαν βάλει τα δυνατάτους για να τις κάνουν να γελάσουν. Καμιά φορά μπέρδευαν τοπόθο τους για τις γυναίκες με την έμφυτη ψευδαίσθηση ανωτερότηταςπου είχαν ως αρσενικά και τις κορόιδευαν γελώντας μεταξύτους. Μόλις αυτές όμως τους γυρνούσαν την πλάτη, τσουπ, το κυνήγιξεκινούσε πάλι με συγγνώμες, ντρίπλες και μπόλικες δόσειςχαριτωμένης διπλωματίας.Κάποια στιγμή το αντρικό κοινό πήγε για ύπνο και η Φαίη με τηΦένια έπιασαν τις συζητήσεις περί χορού. Ήταν και οι δύο γραμμένεςστην ίδια σχολή και παρακολουθούσαν μαθήματα σύγχρονου.Πριν περάσουν στο σαλόνι να βρουν τους άλλους, υποσχέθηκανπως θα είναι πιο συνεπείς στις πρόβες και πως αν η μία βαριέταιπρέπει αναγκαστικά η άλλη να μην την αφήσει να χάσει μάθημα,για να μην επιτρέψουν στη γνωστή φοιτητική αδράνεια να τους σταθείεμπόδιο στα όνειρα.Μέσα στις επόμενες ημέρες ο καιρός άνοιξε πάλι και χαμόγελακρεμάστηκαν στα πρόσωπα των φοιτητών, οι οποίοι έβλεπαν στησυγκυρία έναν οιωνό για να ξεχυθούν στις εξοχές. Ορισμένοι τολμηροίπροσπάθησαν να οργανώσουν πάρτι σε παραλίες, μα κατέληξανμόνοι τους αγκαλιά με ένα ωραίο κρυοπάγημα και χιλιάδες- 82 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>αναμνηστικά κοκκινάδια απ’ τις σκνίπες. Ο καλός καιρός είχε ωςαποτέλεσμα να ελαττωθεί η πελατεία στο fra.p.e, πράγμα που ευχαριστούσειδιαίτερα τον Πέτρο, μα όχι τόσο το αφεντικό Φρανς.Εκείνες τις μέρες που η δουλειά μειώθηκε, ο Πέτρος σκεφτόταντη Ναταλία όλο και περισσότερο. Το μυαλό του σκεφτόταν και σκεφτότανκαι σκεφτόταν, ώσπου άρχισε να πονάει από την πολλή σκέψηκαι σκέφτηκε να τη σταματήσει. Αποφάσισε να πάει επίσκεψηστο σπίτι της Ναταλίας, χωρίς λόγο και αιτία. Έγραψε ένα ποίημαπέντε αράδες σε ένα παλιόχαρτο από αυτά που χρησιμοποιούσεγια να παίρνει παραγγελίες, για να έχει έστω ένα χαρτί στο μανίκιτου. Και πήγε.«Θέλεις να περάσεις λίγο πάνω;» Αυτή την ερώτηση δεν την περίμενεκαι σίγουρα δεν πίστευε πως το ποίημα που έγραψε ήτανδα και τόσο καλό. Υπήρχαν ελάχιστα αντισώματα μέσα του και έτσικάμφθηκε εύκολα, παρ’ όλο που το σκηνικό έμοιαζε για καλοστημένηπαγίδα. Ότι ήταν ένα βράδυ που κάποια συγκυρία τους έφερεκοντά και τίποτα παραπάνω, όσο κι αν ο Πέτρος ήθελε να πιστέψεικάτι διαφορετικό.Δεν του πήρε ώρα να υποκύψει. Πέρασαν το περισσότερο βράδυμιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Ο Πέτρος τής εξήγησε ότι μεγάλωσεστην πρωτεύουσα και της είπε για το μεγαλύτερο αδερφότου τον Φριτζ, που βγαίνει απ’ το Φρίξος, απλοποιημένο σε Φριξκαι παραφθαρμένο στην ελληνική, από το αγγλικό fridge-ψυγείο,ως ένα κακόβουλο αστείο που του είχαν κολλήσει στο σχολείο γιανα τον πειράζουν που ήταν παχουλός. Της είπε πως αργότερα βέβαιαο Φριτζ έγινε μούμια, σκελετός, κοκκαλιάρης τελείως, πιθανόνσαν από αντίδραση ή κάποιο ψυχολογικό νευροκαβαλίκεμα πουτου άφησαν οι συμμαθητές του για ενθύμιο. Της είπε για το πώς οΦριτζ τελείωσε μηχανικός υπολογιστών στο Πολυτεχνείο και τελικάτο έριξε στο κάψιμο και στα ναρκωτικά. Καλλιεργούσε φυτεί-- 83 -


Μιχάλης Φουντουκλήςες μαριχουάνας στην ντουλάπα του και το πτυχίο το αξιοποίησε γιανα βελτιώσει τις λάμπες που χρειαζόταν για να τα φωτίζει. Μετά οΠέτρος τής είπε για την παρέα του. Για τον Άλεξ, ή πρώην Ανέστηή Αλεξάκη για τους φίλους, και το πάθος του για τη ροκ και τουςDoors. Για τον Αποστόλη, ή αλλιώς Τόλη ή Τρολ, όνομα που τουκόλλησε η παρέα για να του επισημαίνει περιπαικτικά το μίσος τουγια τις ταινίες φαντασίας. Για τα 3Φ που πάντα είναι ενωμένα καιλειτουργούν σαν ένα, όσο κι αν είναι εντελώς διαφορετικές η μίααπό την άλλη. Έπειτα του μίλησε εκείνη.Του είπε για το πώς μεγάλωσε στην επαρχία. Για το πώς τελείωσετη σχολή της ως χημικός και ότι τώρα έκανε το μεταπτυχιακό τηςστη φαρμακευτική. Του είπε για τους φίλους της που έχασε, καθώςαυτοί έφυγαν να συνεχίσουν τη ζωή τους και για τον πόνο καιτη μοναξιά που της προκάλεσε αυτό. Για τη σχέση της με το παιδίκαι πως αυτός ήταν ο πρώτος και μόνος ερωτάς της μέχρι τώρα. Σεεκείνο το σημείο κοντοστάθηκε.«Μέχρι που γνώρισα εσένα», και ξάφνου κάτι έλαμψε μέσα του.«Αν και δεν νιώθω ερωτευμένη μαζί σου…» και έσβησε, «…ακόματουλάχιστον», και να σου το πάλι. Ο Πέτρος την κοίταξε. Εκείνες οιαυτοκαταστροφικές τάσεις τον είχαν κατακτήσει πάλι. Ήταν έτοιμοςνα ενδώσει στο «ή ταν ή επί τας» σύνδρομο από το οποίο έπασχετον τελευταίο καιρό. Αυτή η χαραμάδα φωτός τον είχε τυφλώσει.Την κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να διακρίνει τον πόθο,που ήξερε πως κάπου εκεί μέσα υπήρχε.«Θες να σε φιλήσω;»Μια ανήσυχη στιγμή αμηχανίας έμεινε στο χώρο και το μόνο πουακουγόταν ήταν ο ήχος από τον υπολογιστή, που έπαιζε μελαγχολικάτραγούδια του Anouar Brahem. Εκείνη δεν αποκρίθηκε, μαμέσα σε δυο <strong>στιγμές</strong> έκανε ένα βήμα και τον φίλησε. Και έμεινανέτσι να φιλιούνται στο καναπέ της για μια στιγμή που ξεχώρισε στοχρόνο.- 84 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Μόλις βγήκε από το μπάνιο συνειδητοποίησε πως είχε ήδη αργήσει.Περίπου μισή ώρα. Θεώρησε πρέπον αρχικά να την πιάσουντύψεις και να βιαστεί. Όμως όχι. Σκασίλα μου, σκέφτηκε, αν γουστάρεινα περιμένει. Σκέψεις τις οποίες δεν ομολόγησε ούτε στονεαυτό της, ώστε όταν έρθει η ώρα και η στιγμή που θα πρέπει ναυπερασπιστεί τη γυναικεία συνέπεια και ειλικρίνεια να μην υπάρχουναμφιβολίες που ενδεχομένως να φανερωθούν στον αρσενικότης αντίπαλο.Η Φανή πέρασε στο δωμάτιο με την ντουλάπα και τον καθρέφτη,δηλαδή το υπνοδωμάτιο, και πέταξε τη βρεγμένη πετσέτα στο κρεβάτι.Δεν ήταν τόσο αναίσθητη όσο πιθανόν ήθελε να πιστεύει καιομολογουμένως την είχε πιάσει ένα άγχος. Άρχισε να παραμερίζειτις κρεμάστρες που βαστούσαν τα μπλουζάκια, τα τζιν και ταφουστάνια της, προσπαθώντας να βρει μια θεματολογία πάνω στηνοποία θα βασιζόταν η σημερινή της εμφάνιση. Θα ντυνόταν casualπροσπαθώντας να δείξει πως είναι μια συνηθισμένη κοπέλα; Ή μήπωςκάτι λίγο πιο διεγερτικό στο μάτι; Μήπως ένα κοντό μπλουζάκιμε ένα χαμηλοκάβαλο -αν όχι χαμηλοτάβανο- τζιν; Να φανεί καιη μέση που τη θεωρούσε από τα μεγαλύτερα ατού της. Έχει κρύοόμως, μην ξεπαγιάσω και για το μαλάκα, είπε από μέσα της, καθώςπροσπερνούσε το αγαπημένο κόκκινο καλοκαιρινό μπλουζάκι της.Ένα τσιγάρο πότε στο χέρι και πότε στο στόμα έκανε τη δουλειά πιοδύσκολη και αργή.«Αυτό είναι!» αναφώνησε η Φανή με ικανοποίηση, έχοντας λύσειγια ακόμα μια φορά το γρίφο. Θα φορούσε το μαύρο της τζιν,με το μαύρο κολλητό μπουστάκι. Μια κόκκινη ζώνη για να σπάσειτο μαύρο και για φινίρισμα το ασημένιο μενταγιόν με τη διακριτικήαράχνη που τόσο αγαπούσε. «Αυτό…», μονολόγησε κοιτώντας τημικρή της αράχνη, «θα το δεις μαζί με όλους τους άλλους εκεί πουθα με πάμε». Παύση. «Και αυτά…» συνέχισε το μονόλογο συμμαζεύονταςτο μπούστο της, «θα τα δεις, μόνο αν το αποφασίσω εγώ».- 85 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΈκλεισε την πόρτα της ντουλάπας χαμογελαστή. Ένιωθε ακριβώςόπως πρέπει να ένιωσε ο Σούπερμαν, όταν ανακάλυψε για πρώτηφορά ότι έχει τη δύναμη να πετάει και να μασάει σίδερα. Πέρασεστο μπάνιο όπου πρόσθεσε λίγο μάσκαρα στο μάτι, λίγη, πολύλίγη πούδρα ώστε να καλύψει τους μαύρους κύκλους από τις μπίρεςκαι τα ξενύχτια και μαζί όποια άλλη ατέλεια υπήρχε. Τόσο λίγηόμως ώστε να μην την περάσει και για καμία μπουζουξού που παστώνεταικάθε φορά που βγαίνει από το σπίτι, είτε αυτό είναι γιανα πάει ραντεβού είτε στο μπακάλικο του κυρ-Ανδρέα Μπρόκολου.Το μαλλί ήταν το μόνο εύκολο για τη Φανή, ποτέ δεν χάλαγε. Ήτανεξωπραγματικό. Το πρωί που ξυπνούσε ήταν ακριβώς όπως το είχεαφήσει και ακριβώς ίδιο με πάντα. Καρέ ίσιο και κόκκινο, χωρίςτρίχα να πετάει, χωρίς ψαλίδα, ούτε λαδερό, τίποτα. Πήρε τα απαραίτητα,κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, τα πέταξε σε μια τσάντα με όλατα μη απαραίτητα που ανέκαθεν κουβαλούσε μαζί της από τότε πουτο σύμπαν δημιουργήθηκε και πλέον ήταν έτοιμη να βγει στην πιάτσα.Των ταξί.Το ραντεβού της με τον τύπο-που-έπαιζε-τάβλι-και-δεν-θυμάμαιτο-όνομα-του,ήταν για τις δέκα και μισή, στην κεντρική πλατείακάτω από τα σιντριβάνια. Μια λογική ώρα, αν ληφθεί υπόψη πωςήταν Σάββατο βράδυ, το ίδιο Σάββατο βράδυ που ο Πέτρος αποφάσισενα κάνει εκείνη τη μικρή επίσκεψη στο Λύκο. Τελικά η Φανήέφτασε στα σιντριβάνια στις δώδεκα παρά τέταρτο. Σε όλη τη διαδρομήσκεφτόταν το πώς θα κατάφερνε να μάθει το όνομα του τύπου,ή στη χειρότερη να αποφύγει την ανάγκη να το χρησιμοποιήσει.Ούτως ή άλλως δεν το είχε και σίγουρο ότι θα ήθελε να τον ξαναδεί.Τα πρώτα της βήματα στο πλακόστρωτο της πλατείας ήταν νευρικά.Είχε αρχίσει να μπαίνει στο ρόλο του «έχω αργήσει και έχωφρικάρει, δεν παίρνεις χαμπάρι τι μού έτυχε». Ο κακομοίρης δενείχε κουνήσει ρούπι από τη θέση του. Είχε σχεδόν γίνει ένα με τααγάλματα του σιντριβανιού. Το πρώτο της χαμόγελο έσκασε στα- 86 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τέσσερα μέτρα απόσταση.«Γεια!» του πέταξε με τη χάρη χιλίων καρδιναλίων. «Συγνώμη πουάργησα, γινόταν πανικός στο σπίτι!» Γενικότητες: η διπλωματία τουεικοστού πρώτου αιώνα.«Σιγά, δεν πειράζει, δεν περίμενα πολύ!» Ψέματα. Βεβαίως καιπείραζε, βεβαίως και περίμενε πολύ -δυο ώρες για την ακρίβειαγιατίείχε σκεφτεί να πάει λίγο νωρίτερα, να δείξει συνεπής και σοβαρός.Αλλά δεν είχε σκοπό να το κάνει θέμα εκείνη τη στιγμή, ενώρα κυνηγιού.«Πού πάμε;» ρώτησε η Φανή.«Στο 84 έλεγα, το ξέρεις;»«Ναι, ωραία είναι εκεί, πάμε».Το 84 ήταν ένα μαγαζάκι που το ήξεραν λίγοι και πήγαιναν ακόμαλιγότεροι. Η Φανή δεν ήταν ένας από αυτούς. Όπως έμαθε αργότερα,το μαγαζί ήταν σε ένα παλιό αρχοντικό. Μερικά βράδια τηςεβδομάδας, όπως και το σημερινό, διοργάνωνε λάτιν και τζαζ βραδιέςόπου έσκαγαν μύτη χορευτές από τις σχολές χορού της πόληςκαι έκαναν κάποια «μαθήματα χορού», αν μπορεί κανείς να αποκαλέσειέτσι αυτό που στα μάτια οποιουδήποτε θα έμοιαζε με θρασύκαμάκι. Το μαγαζί είχε πολύ όμορφη ατμόσφαιρα με ένα πορτοκαλοκίτρινοχρώμα να κυριαρχεί, δένοντας τη Φανή γερά με το περιβάλλον.Αρκετά κομψό, αλλά όχι πολύ κυριλέ. Ο κόσμος ευχάριστοςκαι ζωντανός, μα όχι του σαματά. Ο τύπος έμοιαζε να έχει οργανώσεικαλά την έξοδο, ήταν διαβασμένος. Της Φανής τής άρεσανοι διαβασμένοι. Συγκεκριμένα της άρεσε η έκφραση στα πρόσωπάτους όταν τελικά δεν κέρδιζαν αυτό για το οποίο είχαν καταστρώσειτο, υποθετικά, αψεγάδιαστο σχέδιο τους. Η ίδια δεν είχε πρόβλημανα κοιμηθεί με κάποιον από το πρώτο ραντεβού. Ίσα-ίσα πολλέςφορές το επιζητούσε, για να σπάσει η μονοτονία, όπως έλεγε. Είχεόμως μάτι με τους άντρες. Αν κάποιος της έμοιαζε να ξέρει καλάτι κάνει και αν τα είχε όλα σχεδιασμένα στην εντέλεια, τότε αυτομάτωςμια τέτοια κατάληξη στο πρώτο ραντεβού αποκλειόταν. Και- 87 -


Μιχάλης Φουντουκλήςστα επόμενα τρία-τέσσερα επίσης. Έτσι για σιγουριά. Τους αντιπαθούσεκαι παράλληλα τους φοβόταν αυτούς τους σίγουρους με τονεαυτό τους, τύπους. Ήταν φυσικά και θέμα εγωισμού. Δεν ήθελε νακοιμηθεί μαζί τους και την άλλη μέρα να μιλάνε γι’ αυτήν στους φίλουςτους, λέγοντας πόσο εύκολη ήταν, κατατάσσοντας την αυτόματαμε όλες τις άλλες. Όχι. Αυτή θα τους έβραζε πρώτα στο ζουμίτους. Θα τους αποπροσανατόλιζε και θα τους έκανε να χάσουν τηγη κάτω από τα πόδια τους, διασκεδάζοντας καθώς θα τους έβλεπενα τρώνε την ίδια τους τη σιγουριά, στα μούτρα. Τότε και μόνο τότε,όταν είχαν φτάσει στο χαμηλότερο σημείο, τότε πέρναγε στην αντεπίθεση.Τους άρπαζε αυτή, σαν αράχνη που έχει αφήσει το θήραματης ανήμπορο στον ιστό, πρώτα να χάσει όλες τις δυνάμεις του καιμετά το κουκουλώνει και το τρώει. Μεταφορικά μιλώντας, η Φανήήξερε από «φάγωμα». Όσοι άντρες είχαν πάει μαζί της, είχαν να τολένε. Είχε την ικανότητα να διαβάζει καλά το σώμα του άλλου. Το τιήθελε και το τι όχι. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν βασανιζόταναπό ταμπού στο σεξ, την έκαναν μια ακαταμάχητη αράχνη.Μετά από την επίθεση της κανένας δεν έλεγε τίποτα γι’ αυτήνσε κάποιο φίλο του. Τους δηλητηρίαζε όλους και μετά αυτοί, εθισμένοιστο δηλητήριο της, ήθελαν κι άλλο και μετά κι άλλο, ώσπουαυτή βαριόταν και τους παράταγε ξεζουμισμένους. Η Φανή έβγαλετο πανωφόρι της.«Ωραία αράχνη», σχολίασε με νόημα ο τύπος.«Σ’ αρέσει ε;» του απάντησε, ενώ μέσα της είχε αρχίσει ήδη ναγελάει. «Και πού να δεις, τι κρύβει», συνέχισε κλείνοντας του πονηράτο μάτι. Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του κακομοίρηΝο 25 εκείνη τη στιγμή. Σκέψεις που ζωντάνεψαν από τα λόγιατης. Μα όπως είχε πει και ο Νο 17, «Καμία από αυτές τις σκέψειςδεν είχε ελπίδα να αντικατοπτρίσει το τι θα επακολουθούσε στηνπραγματικότητα». Το δόλωμα είχε τσιμπήσει. Η αράχνη είχε εξασφαλίσειστον εαυτό της ένα ακόμα εύκολο γεύμα. Το εικοστό πέμπτογια το τρέχον έτος.- 88 -


Δεκέμβρης_Ή αλλιώς, πώς να σπάσετε τον πάγοΟ Δεκέμβρης ήρθε αργά για την εποχή του φέτος. Ήρθε μόνος του.Ούτε βροχές, ούτε χιόνια, ούτε κρύο. Όλα αυτά έμειναν στις αποσκευέςτου, οι οποίες επιβιβάστηκαν σε λάθος πτήση και θα αργούσαννα φτάσουν απ’ ό,τι φαινόταν. Η πόλη ακόμα ζούσε με τοόνειρο του καλοκαιριού να εξανεμίζεται βασανιστικά αργά. Η πλατείαΓ., η κεντρική πλατεία της πόλης, τελούσε υπό ανακατασκευή.Ο νέος δήμαρχος είχε παραδώσει στο κοινό μια τεράστια ταμπέλαμε το όραμά του, η οποία δέσποζε επιβλητικά σε περίοπτη θέση,κάπου στο πάνω μέρος της πλατείας. Στο κάτω μέρος της ταμπέλαςαναγράφονταν η τιμή του ονείρου του. Είχε πολλά περισσότεραψηφία από τον αριθμό των ψηφοφόρων του. Με τα μαγαζιά στιςπαραλίες να έχουν περάσει οριστικά λουκέτο, πλέον όλο το παιχνίδιπαιζόταν στο κέντρο που έμοιαζε όλο και πιο γκρίζο. Τα έργα τηςπλατείας είχαν προκαλέσει σοβαρό κυκλοφοριακό πρόβλημα καιόλοι απεγνωσμένα ρωτούσαν τους εργάτες, «πότε θα τελειώσουν;»Αυτοί, όσοι από αυτούς ήξεραν ελληνικά δηλαδή, απαντούσαν βαργεστημένα,«και πού να ξέρω εγώ ρε φίλε, σου μοιάζω να με νοιάζει;»ενώ το χαμόγελό τους, μαυρισμένο από την απουσία δοντιών,τούς έκανε να δείχνουν ότι το διασκεδάζουν.


Μιχάλης ΦουντουκλήςΟ Δεκέμβρης αναμενόταν να είναι ένας έντονος μήνας. Μήνας αλλαγών.Το εκπαιδευτικό σύστημα στο στόχαστρο του κυβερνητικούεπιτελείου, ο υπουργός παιδείας αναμαλλιασμένος από τους κακούςύπνους, προσπαθούσε να προωθήσει το νέο μεταρρυθμιστικόπλαίσιο που του πρότεινε η Ευρωπαϊκή Ένωση και που αυτός παρουσίαζεως δικό του. Σύσσωμοι, ή σχεδόν σύσσωμοι, οι φοιτητικοίσύλλογοι άρχισαν να βρυχώνται και η μάχη έμοιαζε πως θα λάβειχώρα σε δρόμους, έδρανα και τηλεοράσεις. Παρ’ όλα αυτά, υπουργόςκαι φοιτητικοί εκπρόσωποι αποφάσισαν από κοινού να δοθείδιπλωματική εκεχειρία ενός μηνός, μάλλον εν όψει εορτών. Κανείςδεν ήθελε να στερηθεί τις απολαύσεις του Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού.Έτσι μετά από παραθυροσυζητήσεις με έντονες αψιμαχίες,θαρραλέες προκλήσεις και απειλές, οι δύο πλευρές θηκάρωσαν ταξίφη τους και ανανέωσαν το ραντεβού για το νέο έτος, όπου οι πιοσυγκαταβατικοί ήλπιζαν πως με την πολλή γαλοπούλα, την αυξημένηβρώση κουραμπιέδων-μελομακάρονων και την κατάποση αλκοόλης,θα έπεφτε λίγο η τεστοστερόνη των δύο αντίπαλων κοκοροστρατοπέδων.ΟΙ ΑΝΑΜΠΟΥΜΠΟΥΛΕΣ, ΤΟ COLUMBIA, Η ΑΝΤΖΕΛΑΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩΗ παρέα το Δεκέμβρη περνούσε και αυτή τις δικές τις αναμπουμπούλες.Ο Τόλης είχε μαλώσει με τη Φένια και τη Φανή χωρίς ναξέρει γιατί, δηλαδή το πραγματικό γιατί τουλάχιστον. Οι τελευταίεςνευρίασαν που ο πρώτος πήρε τηλέφωνο τη Φαίη για να ζητήσειψυχανάλυση, αφού είχε μόλις κοιμηθεί με μια φοιτήτριά του καιένιωθε κενός, είπε, καθώς και άγευστος. Η Φαίη όσο κι αν ήθελενα του πει ένα «άντε γαμήσου» και να του το κλείσει στα μούτρα,ντράπηκε, με αποτέλεσμα να γίνει αυτή κουρέλι από την τρίωρησυζήτηση. Μόλις τα άλλα δύο θηλυκά το έμαθαν έγιναν έξω φρε-- 90 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>νών και ο πόλεμος ξεκίνησε. Ο Τόλης ένιωσε προδομένος από τουςαρσενικούς, που όπως πίστεψε δεν του στάθηκαν, οπότε από εκείπροέκυψε ένα νέο κύμα συζητήσεων που έφερε όλους σε αψιμαχίεςμε όλους. Κάπως σαν την κυβέρνηση με τους φοιτητές.Μια Δευτέρα ο Τόλης, που απέφευγε ευγενικά το σπίτι της Φαίης,πέρασε από ένα ίντερνετ καφέ να τσεκάρει τα mail του. Η ευγενικήφοιτήτρια που δούλευε εκεί του παρέδωσε με χαμόγελο τομαγνητικό κλειδί για έναν από τους δεκάδες υπολογιστές. Εκείνοςαφού πρώτα τη χαιρέτησε με μια φτηνή απομίμηση του Σβαρτζενέγκερστο «άιλ μπι μπακ», άρχισε να μπλέκει στον ιστό της διαδικτυακήςαράχνης.Δίπλα του καθόταν ένας τύπος, γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα.Με μια γρήγορη ματιά που έριξε ο Τόλης καθώς βολευότανστη θέση του, τού φάνηκε αρκετά σοβαρός τύπος. Γι’ αυτό παραξενεύτηκεόταν τον είδε να έχει ανοίξει δεκάδες ηλεκτρονικά παράθυρααπό άσχετες, μεταξύ τους, σελίδες στο ίντερνετ και να πατάειασυνάρτητα κουμπιά στο πληκτρολόγιο. Λέω «ασυνάρτητα», γιατίαυτά που πληκτρολογούσε είχαν ελάχιστη -έως και μηδενική- πιθανότητανα σχηματίσουν λέξεις, πόσο μάλλον προτάσεις. Έκτος κιαν πληκτρολογούσε σε κάποια γλώσσα από τον πλανήτη των Κλάιγκον.Παρά ταύτα ο τύπος δεν έμοιαζε να αποθαρρύνεται. Πατούσεόλο και με περισσότερη μανία τα πλήκτρα επαναλαμβάνοντας στονεαυτό του τη φράση, «πάμε χακερά μου». Ο Τόλης μειδίασε. Έπειταέστρεψε το βλέμμα του στην οθόνη του, αν και η προσοχή του ήτανακόμα δίπλα. Ο τύπος μετά από λίγο έκανε μια παύση μισού δευτερολέπτου,έγειρε προς τα πίσω και αμέσως μετά απλώνοντας τοχέρι του, πάτησε θριαμβευτικά το enter. Η απόλαυσή του διαχύθηκεστο χώρο, καθώς αυτός γύρισε προς τη μεριά του Τόλη. Ο Τόληςτον κοίταξε απορημένος.«Εντάξει, το ‘ριξα το Columbia», είπε ο τύπος με κομπασμό, λες- 91 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκαι κάποιος του το είχε ζητήσει. Ο Τόλης ετοιμάστηκε να ρωτήσειπώς έριξε ένα διαστημόπλοιο που είχε πέσει πριν κάμποσα χρόνια,μα τελικά δεν το έκανε, το βρήκε τόσο μάταιο.«Δέκα εκατομμύρια ζημιά το Columbia, και δέκα εκατομμύρια οιδέκα αστροναύτες -από ένα εκατομμύριο ο καθένας- και δέκα χρόνιανα το ξαναφτιάξουν, τριάντα εκατομμύρια ζημιά. Α, ρε Άντζελα...»Πλέον το μισό ίντερνετ καφέ είχε γυρίσει και κοιτούσε τον τρομοκράτητου Columbia καθώς εκείνος ξανάρχιζε με μανία να πληκτρολογεί.Ο Τόλης αναρωτήθηκε τι τρομερό εγχείρημα είχε αναλάβειτώρα. Κάποια άλλη ετεροχρονισμένη τρομοκρατική ενέργεια;Τους δίδυμους πύργους; Τον πύργο της Βαβέλ; Το στρουμφοχωριό;Και ποιο ήταν αυτή η Άντζελα; Και πώς στο διάολο είχε αθροίσει ταχρήματα με τους αστροναύτες και τα χρόνια;Το enter ακούστηκε θριαμβευτικά για δεύτερη φορά, καθώς οτύπος γυρνούσε πάλι προς το μέρος του Τόλη. «Ωραία. Μετέφεραδεκαπέντε χιλιάδες ευρώ στο λογαριασμό μου από τη Ντούρομπανκ...»Παύση. «Α, ρε Άντζελα, όλα για σένα τα κάνω...» Νέαπαύση. «Είναι κι εκείνη η επιταγή που τρέχει...»Τα σχόλια και τα διακριτικά γέλια δεν πτόησαν το μαχητή της δικτυακήςαράχνης, ο οποίος συνέχισε ακάθεκτος να πληκτρολογείασύστολα ψέματα στην οθόνη του. Μετά από λίγο ο Τόλης αποφάσισενα αφήσει τον τρελό στην τρέλα του και να επιστρέψει στην κοπέλατου. Ή στη σύντομα-θα-γίνει κοπέλα του, η οποία δούλευε στοταμείο. Σηκώθηκε και πήγε προς τα εκεί.«Γεια σου και πάλι», της είπε με φωνή και ύφος Δον Ζουάν, ακουμπώνταςτον αγκώνα του στο ταμείο. Έκανε και εκείνο το τικ τινάζονταςδυο φορές τα φρύδια του πάνω. Η κοπέλα δεν κρατήθηκεκαι άρχισε να γελάει, με το χέρι μπροστά απ’ το στόμα, μια απέλπιδαπροσπάθεια αυτοσυγκράτησης.«Καλά ντε, δεν ήταν και η καλύτερη μου είσοδος… Τόλης». Με τοτελευταίο προέκτεινε το χέρι του εν όψει γνωριμίας.- 92 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Τόλης ε; Απ’ το Αποστόλης;»«Όχι, απ’ το Πιστόλης!» είπε με στόμφο και το χέρι που ανέμενετη γνωριμία άλλαξε σχήμα και από ανοιχτή παλάμη έφερε το δείκτημπροστά, τον αντίχειρα προς τα πάνω και τ’ άλλα μαζεμένα. Ηκοπέλα γέλασε κι άλλο. Έπειτα χαμογέλασε και, ναι, ο Τόλης ήτανπάλι μέσα στο παιχνίδι. Μην με ρωτήσετε γιατί.ΤΣΑΚΩΜΟΙΕίναι τραγικό το πώς μια απλή παρεξήγηση μπορεί, αν αφεθεί, ναπάρει διαστάσεις τραγωδίας. Οι άνθρωποι είναι περίπλοκα όντα.Μα μέσα στην περιπλοκότητα τους κρύβονται ανασφάλειες, εγωισμόςκαι πολλά-πολλά κόμπλεξ. Ο τρόπος που το ανθρώπινο μυαλόαντιλαμβάνεται, μεταφράζει και ενεργεί σε κάποιες καταστάσειςμπορεί να αγγίξει τα όρια της τρέλας. Πολλές φορές ζηλεύωτις πρωτόγονες κοινωνίες, όπου αν κάποιος είχε πρόβλημα μαζίσου, ερχόταν και σου τράβαγε μία με το ρόπαλο στο κεφάλι και τελείωνεεκεί το θέμα. Τώρα αυτό θεωρείται βάρβαρο. Τώρα έχουμετα πηγαδάκια. Ένας έχει πρόβλημα με τον άλλον; Ο ένας παίρνειτους φίλους του και φτιάχνει την υπεράσπισή του, όπως αντίστοιχακαι ο άλλος.Αν τώρα όλοι αυτοί ανήκουν στην ίδια παρέα, ξαφνικά από εκείπου ήταν μια παρεξήγηση, αναβαθμίζεται σε «θέμα». Πλέον«έχουμε θέμα». Ένα θέμα ικανό να διαλύσει μια ολόκληρη παρέα,ή έστω να απομονώσει έναν από αυτήν, πολύ απλά γιατί έχουν ξαφνικάεμπλακεί οι απόψεις μαζί με τις ανασφάλειες, τον εγωισμόκαι τα κόμπλεξ πολλών ανθρώπων που προσπαθούν να τα βρουν.Πράγμα εκ φύσεως σχεδόν αδύνατο.Ας το φιλοσοφήσουμε. Γιατί δημιουργείται μια παρεξήγηση; Γιατίεσύ, ο «Α» ας πούμε, δέχτηκες μια ενέργεια από τον «Β», η οποίασε πείραξε. Δηλαδή έθιξε εσένα και τον εγωισμό σου. Γι’ αυτό λοι-- 93 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπόν, δεν θα βιαστείς να το λύσεις. Δεν θα δώσεις τόπο στην οργή.Δεν θα ψάξεις την εύκολη λύση, όχι. Από το «τόσο» θα το κάνεις«τ ό σ ο» και θα το συζητάς και θα το αναλύεις όσο το έχεις ανάγκη.Έτσι θα έχεις κάτι διαφορετικό να ασχολείσαι και να σε ανανεώνει.Γιατί οι έντονες <strong>στιγμές</strong> στη ζωή μας είναι που τη ζωντανεύουν.Αν δεν έχουμε, πρέπει να φτιάξουμε μερικές. Αφού λοιπόνδεν ήταν ο έρωτας, ούτε μια καλοτυχία, αλλά ένας τσακωμός αυτόπου θα σε κάνει να βγεις απ’ τη μιζέρια της καθημερινότητας σου,τότε αυτό θα είναι.Θυμάμαι στο σχολείο ως έφηβοι, οι παρεξηγήσεις και οι έρωτεςήταν οι φιάλες οξυγόνου μας. Για να μην ασφυκτιούμε από τηβαρετή ρουτίνα του οχταώρου, είτε ερωτευόμασταν, είτε τσακωνόμασταν.Οι έρωτες δε, είχαν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματααπ’ τους τσακωμούς. Όποιος ερωτευόταν, έλυνε το δικό του πρόβλημακαι απομακρυνόταν απ’ τους υπόλοιπους. Στους τσακωμούςόμως δεν υπήρχε η απομάκρυνση, μα αντίθετα υπήρχε συσπείρωση.Ένας πυρήνας γύρω από τον «Α», ένας γύρω από τον «Β» καιδώσ’ του τα μπούρου-μπούρου, τα «ο τάδε μου είπε αυτό» και «είστεμαλάκες» και «δεν σας μιλάμε» και «το κουβαδάκι σας και σεάλλη παραλία» ή «εμείς θα βγαίνουμε μόνοι μας» και στην τελική«σάλτα και κοιμήσου» και τα ρέστα. Ώσπου όλο αυτό, απλά πέθαινεγιατί ήταν βασισμένο σε μια φούσκα, όπως ότι ο «Α» έφαγε μιαμπουκιά απ’ το κρουασάν του «Β» στο διάλειμμα ή ο «Β» γέλασεμε μια πλάκα που κάνανε στον «Α» και κάτι τέτοιοι καθυστερημένοιλόγοι. Βέβαια είναι κοινά αποδεκτό πως ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει,αποκτά γνώσεις, εμπειρίες, σοφία και δεν κάνει τα ίδια χαζάπράγματα που έκανε μικρός. Μέγα λάθος. Ο άνθρωπος κάνει ακριβώςτα ίδια, πάλι και πάλι και πάλι. Μόνο που αλλάζει το αντικείμενο.Πρώτα είναι το κρουασάν, μετά η γκόμενα και μετά η δουλειά,μετά τα χρήματα, το πετρέλαιο και η παγκόσμια κυριαρχία.Το κακό δε, με όλες αυτές τις παρεξηγήσεις, είναι ότι όσο μεγαλώνειςαντί να τις επιλύνεις πιο γρήγορα και πιο μεθοδικά, γίνε-- 94 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ται το αντίθετο. Γιατί όσο μεγαλώνεις τόσο μαθαίνεις να είσαι πιοεγωιστής και να μην κάνεις πίσω για κανέναν και να υπερασπίζεσαιμέχρι τελικής πτώσεως την άποψη, που σύμφωνα με σένα σουέχει βγει σωστή πάντα στη ζωή σου και δεν είναι απλώς μια άποψη,αλλά τρόπος ζωής. Έτσι οι παρεξηγήσεις γίνονται όλο και πιο σημαντικέςστα μυαλά των ανθρώπων ακόμα κι αν είναι το ίδιο ασήμαντεςστην πραγματικότητα. Αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου μην ξεχνάμεκαι τα όπλα._ΠαΠΑΚΙΠΑΡΑΞΕΝΙΕΣ 2: Ο ΤΖΙΜΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΝΝΑΒΗΟ Αλεξάκης ήταν ωραίος. Ήταν άνετος. Είχε μια βδομάδα τώρα πουέγραφε τραγούδια από το πρωί ως το βράδυ. Όλο αυτό το σκηνικόμε τις παρεξηγήσεις, τον είχε οδηγήσει σε μια γλυκιά απομόνωση,που αν εξαιρέσεις τις ώρες που περνούσε με τη Φανή, δεν υπήρχετίποτα άλλο στη νέα μίνι καθημερινότητα του. Περνούσε ώρες στομικροσκοπικό, μακρόστενο μπαλκόνι του, παρέα με ένα μάτσο χαρτιάκάτω από βότσαλα που τα συγκρατούσαν από τον αέρα.Ο Αλεξάκης είχε τις δικές του παραξενιές. Όταν έγραφε μουσικήδεν έδινε σημείο ζωής σε κανέναν. Κλεινόταν στο σπίτι για μέρες.Δεν μαγείρευε, δεν καθάριζε, δεν πλενόταν, γενικά δεν έκανετίποτα άλλο απ’ το να γράφει ή να προσπαθεί. Σχεδόν τίποτατέλος πάντων. Κατά τη διάρκεια των ημερών έμπνευσης επιστράτευετη βοήθεια μερικών ιερών πραγμάτων, τα γούρια του. Το πρώτοήταν το «The end» των Doors. Ένα τραγούδι με το οποίο άνοιγεκαι έκλεινε κάθε μία από εκείνες τις μέρες. Το δεύτερο ήταν τοτηλέφωνο του Μπάμπη του σουβλατζή, του μόνου ανθρώπου πουέβλεπε εκείνες τις μέρες τον Άλεξ. Η κριτική σκέψη του Μπάμπη,ιδιοκτήτη-ντελιβερά σουβλατζίδικου, ήταν ανεκτίμητης αξίας. Είτε- 95 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτο θέμα ήταν οι γυναίκες, είτε η παγκοσμιοποίηση ή ο Σιλασιέ, οΑλιέντε και τα άσπρα κελιά, ο λόγος του Μπάμπη ήταν χρυσός και οΆλεξ ένιωθε τυχερός γιατί έμοιαζε να είναι ο μόνος στον κόσμο πουτο ήξερε αυτό. Το τρίτο ήταν ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Ένα κουτάκιπου περιείχε ινδική κάνναβη. Συγκεκριμένα ήταν χασίσι από τηΜεσσηνία, μα του άρεσε να την αποκαλεί έτσι, γιατί «ακουγότανπιο σωστό», όπως τόνιζε. Ο Άλεξ θα έστριβε ένα τσιγάρο πριν απόκάθε νέο τραγούδι που θα επιχειρούσε να γράψει. Πρώτα θα κάπνιζετο τσιγάρο, γυμνός, καθισμένος στη βεράντα του, ανεξάρτητααπό τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Έπειτα θα ξεκινούσετη συνθετική οδύσσεια παρέα με το τέταρτο και τελευταίο γούριτου. Το τατουάζ του. Ο λόγος που το είχε κάνει στο αριστερό τουχέρι ήταν γιατί ο ίδιος ήταν αριστερόχειρας. Κάθε φορά που κολλούσεμε ένα τραγούδι, κοιτούσε το πρόσωπο του Jim Morrison γιαέμπνευση.Όταν τελείωνε το στιχουργικό μέρος περνούσε ώρες να προβάρειτη μουσική στην κιθάρα του. Προσπαθούσε να χρησιμοποιεί λίγεςκαι απλές συγχορδίες επαναλαμβανόμενες, ώστε να δίνουν αισθητάτο ρυθμό ή αλλιώς το μέτρο πάνω στο οποίο θα γράψουν ταυπόλοιπα όργανα. Έπαιζε με μια ηλεκτροακουστική fender του ‘61,την οποία είχε αγοράσει από ένα μαγαζί μεταχειρισμένων στο Άμστερνταμπριν οχτώ χρόνια. Η συγκεκριμένη πόλη της χώρας τωνΝέδερ, ήταν και η μόνη που είχε επισκεφτεί εκτός συνόρων. Αυτότο ταξίδι τον είχε σημαδέψει και το σκεφτόταν πάντα όταν κοιτούσετο μέλλον του, ένα μέλλον που δεν είχε μπορέσει να αποσαφηνίσειακόμα. Όσο για τα χαρτιά με τα τραγούδια του, έμοιαζαν με σημειώσειςψυχοπαθούς δολοφόνου, καθώς ήταν τόσο πυκνογραμμέναμε χιλιάδες διορθώσεις, μουτζούρες και σκίτσα από σκοτεινές φιγούρες,βωμολοχίες και σκισίματα. Όσα δεν γίνονταν μπάλες καλαθοσφαίρισης,έφταναν σε αρκετά σεμνή κατάσταση στα υπ’ όψιν.Τα «υπ’ όψιν» ήταν τραγούδια που ο Άλεξ έκρινε αρκετά άξια γιανα τα παρουσιάσει στην μπάντα του, τους «Άκληρους Δέκα», που- 96 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ούτε δέκα ήταν, ούτε άκληροι, αλλά είχαν ονομαστεί έτσι αφ’ ενόςγιατί το δέκα τους άρεσε σαν νούμερο και αφ’ ετέρου γιατί όλωντους οι γονείς τούς είχαν απειλήσει ότι θα τους αποκληρώσουν.Με την μπάντα πάντα μαζεύονταν νύχτα στο Παράρτημα, ένα χώροτον οποίο η φοιτητική κοινότητα είχε οικειοποιηθεί χωρίς τις απαραίτητεςεγκρίσεις και άδειες, με το έτσι θέλω δηλαδή, πριν απόαρκετά χρόνια όταν οι αναμνήσεις του Πολυτεχνείου ήταν ακόμανωπές. Στο Παράρτημα στεγάζονταν πολλές αυτοοργανωμένου τύπουεκδηλώσεις, ενώ υπήρχαν αρκετοί χώροι ώστε κάποιοι απόαυτούς να δίνονται σε γκρουπ, θεατρικές ή χορευτικές ομάδες καιζογκλέρ ή σαλτιμπάγκους για να κάνουν τις πρόβες τους. Ένας απότην μπάντα του Άλεξ, ένα φιλοσοφημένο παλικάρι ονόματι Ρίνγκο,είχε κονέ με τους παλιούς του χώρου και είχε εξασφαλίσει μια μικρήαίθουσα για τις πρόβες των Άκληρων Δέκα.Ο Άλεξ πέρασε όλο το πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη σπίτι του,να γράφει και να μαστουρώνει μανιωδώς, υπό την πνευματική καθοδήγησητου Τζίμη και της Κάνναβης. Το δεύτερο δεκαήμερο τονβρήκε τρία κιλά βαρύτερο, εξαιτίας των θρεπτικών εδεσμάτων τουΜπάμπη, να προβάρει καθημερινά τα τέσσερα νέα τραγούδια πουμπόρεσε να συνθέσει. Από τα τέσσερα, τα δύο τα πήρε ο άνεμος έναβράδυ που είχε αέρα και από τα άλλα δύο το ένα το έκανε σαΐτα καιτο πέταξε από το παράθυρο σε μια έξαρση αυτοκριτικής.Ο Άλεξ είχε αποφασίσει να περάσει και φέτος τις γιορτές με τουςγονείς του, σαν ένα καθώς πρέπει παιδί. Παρ’ όλο που ήξερε πωςμέχρι να πουν τα «καλά Χριστούγεννα» θα είχαν βριστεί μέχρι αηδίαςανά δύο· πρώτα αυτός με τον πατέρα του, μετά ο πατέρας του μετη μάνα του και μετά αυτός και με τους δυο. Μέχρι να σερβιριστεί ηγαλοπούλα, ο Αλεξάκης θα είχε πάρει τους δρόμους, τρομάζονταςτους περαστικούς με τις κραυγές του. Μετά το πέρας του χρόνου,θα επέστρεφε σπίτι ως ο άσωτος υιός, για να ειπωθούν οι απαραίτητεςδιπλωματικές συγγνώμες απουσία αλκοόλ και να μπορέσειαυτός να επιστρέψει με ελαφρά την καρδία στη φοιτητούπολη για- 97 -


Μιχάλης Φουντουκλήςμια νέα χρονιά. «Γιατί;» θα με ρωτήσετε. Γιατί ήταν οι γονείς τουκαι τους αγαπούσε.ΚΡΥΜΜΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣΠίσω στο σπίτι της Φαίης τα πράγματα ήταν ήσυχα. Η Φένια περνούσεπού και πού για καφέ ή για να πάρει τη Φαίη να πάνε χορό.Τον αγαπούσαν πολύ το χορό, ίσως ήταν το μοναδικό πράγμα πουτις ένωνε. Απόδειξη αυτού ήταν πως όταν έπιναν οι δυο τους καφέ,το μόνο που είχαν να συζητήσουν, πέρα από τα τυπικά, ήταν ο χορός.(Σε αυτό το σημείο ας ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση για την ερμηνείατης φράσης «πίνω καφέ» ή αλλιώς «πάμε για καφέ». Η έκφρασηαυτή, λεξιλογικά μπορεί να έχει διάφορες ερμηνείες, όμωςφοιτητικά περιλαμβάνει μια καφετέρια και κάτι να πιείς. Αυτό το«κάτι» δεν είναι απαραίτητο να είναι καφές. Για την ακρίβεια δενχρειάζεται καν να είναι υποπροϊόν του. Μπορεί κάλλιστα να είναιένας χυμός, ένα ανθρακούχο νερό, ένα πράσινο τσάι, μια ζεστή σοκολάταή οτιδήποτε άλλο μπορεί να σκαρφιστούν οι υποχθόνιοι ιδιοκτήτεςκαφετέριας να πουλήσουν, ΕΚΤΟΣ από αλκοόλ. Εκεί η έκφραση«πάμε για καφέ», παύει να ισχύει. Όταν η ενέργεια προϋποθέτεικατάποση αλκοόλ, τότε η έκφραση μεταλλάσσεται στο: «πίνωμπίρα» και αντίστοιχα στο: «πάμε για μπίρα». Όπου και σε αυτή τηνπερίπτωση είναι μηδαμινής σημασίας το αν θα πιείτε μπύρες τελικάή ουίσκι ή τεκίλα ή βότκα ή φράουλες. Όχι, όχι φράουλες. Οιφράουλες θα ήταν στην πρώτη κατηγορία. Ξέρω είναι λίγο μπέρδεμαστην αρχή, μα μόλις το συνηθίσεις σου βγαίνει αυτόματα.)Η Φένια δεν έτρεφε πολύ σεβασμό στο πρόσωπο της Φαίης. Τηθεωρούσε μια εντάξει κοπελίτσα, που δυστυχώς συνέβαλε με την- 98 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>πραότητα και την αφέλεια της στην υποβάθμιση του γυναικείου φίλου.Κατέτασσε τη Φαίη ως την τυπική κοπέλα που ψάχνει να βρειέναν αξιόπιστο και δυνατό αντρικό ώμο να πέσει πάνω και να μηνξεκουνήσει ποτέ. Αυτό ήταν το ύψιστο αμάρτημα που θα μπορούσενα διαπράξει, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις της Φένιας. Παρ’όλα αυτά το κοινό πάθος τους για το χορό, έκανε τη Φένια να μαλακώνειαπέναντι στη Φαίη. Έβλεπε τη σπίθα στα μάτια της να φουντώνεικάθε φορά που μιλούσε για χορό, για κινήσεις που κατάφερενα κάνει, για κάποια φιγούρα που είδε στο ίντερνετ ή ακόμακαι για τα πιο απόκρυφα όνειρα της. Εκεί ήταν που, κάπου μέσατης, τής τα συγχωρούσε όλα και την αγαπούσε πάλι από την αρχή.Η Φαίη βίωνε μια παιδική έπαρση όταν μιλούσε για το πάθος της.Ήταν πολύ καλή και η Φένια πίστευε πως θα μπορούσε άνετα να γίνειεπαγγελματίας. Όμως δεν την είχε ικανή να το τολμήσει και ταχρόνια δεν βοηθούν. Έτσι μια μέρα, κάπου στο δεύτερο δεκαήμεροτου Δεκέμβρη, μιας και η παρέα είχε πάρει άδεια και οι δυο τουςείχαν αρκετό χρόνο μαζί τις τελευταίες ημέρες, η Φένια αποφάσισενα της μιλήσει. Για το καλό της, όπως είχε σκεφτεί το προηγούμενοβράδυ.«Ρε Φαίη, αυτά τα όνειρα για τα οποία μιλάς με τόσο ενθουσιασμό»,έκανε μια μικρή παύση να πιάσει τις πρώτες αντιδράσεις στοπρόσωπο της Φαίης, «έχεις σκοπό να τα πραγματοποιήσεις κιόλας,ή θα μείνουν εκεί στο ράφι να τα λες στα παιδιά και στα εγγόνιασου;»«Θέλω…» απάντησε η Φαίη διστακτικά, «αλλά…»«Αλλά τι ρε συ; Δεν υπάρχει αλλά».«Ε, οι γονείς μου».«Τι με τους γονείς σου; Για τα δικά σου όνειρα μιλάμε τώρα, όχιγια τα δικά τους».«Μωρέ…»«Φαίη, άκουσε με λίγο. Μπορεί να βρίσκεις ενδιαφέρουσα τη διακοσμητική.Και είσαι ένα άτομο που γενικά ό,τι κάνει, το κάνει να- 99 -


Μιχάλης Φουντουκλήςείναι και ενδιαφέρον και αυτό είναι υπέρ σου. Αλλά δεν είναι αυτόπου θες. Είσαι μικρή ακόμα, μα όχι και τόσο μικρή για κάποιεςαποφάσεις. Άμα πιάσεις τα είκοσι πέντε και αρχίσεις να μετράςαντίστροφα προς τα τριάντα, δεν θα έχεις την ίδια άνεση να προγραμματίζειςπολύχρονα και πολυέξοδα όνειρα, γιατί όλοι θα θέλουναπό σένα να τελειώσεις. Να τελειώσεις με ό,τι κάνεις, με τιςσπουδές, τα όνειρα τους πόθους σου. “Φτάνουν παιδάκι μου όλααυτά, τώρα πρέπει να σοβαρευτείς”, έτσι θα σου πουν. “Να βρειςμια δουλειά και ένα καλό παιδί”. Και εσύ θα νιώθεις πως ο χρόνοςτρέχει και χάνεις πόρτες και ευκαιρίες. Γι’ αυτό σου λέω πρέπει νακάνεις την κίνησή σου τ ώ ρ α. Τώρα που έχεις τους γονείς σου στοχέρι. Όσο είσαι μακριά τους και σπουδάζεις. Άμα πας πίσω, στολέω, δεν θα γίνει τίποτα».«Πού το ξέρεις;»«Ε, τι πού το ξέρω ρε συ. Κοίτα, ο καθένας έχει τα δυνατά του σημεία.Και η επανάσταση δεν είναι το δικό σου. Εσύ έχεις άλλα χαρίσματα.Όπως το να δίνεσαι σε αυτό που κάνεις εκατό τοις εκατό.Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μόνο όμως αν κάνεις αυτό που αξίζειςκαι θες. Και αυτή σχολή δεν είναι για σένα.«Και τι να κάνω, να αρχίσω να δηλώνω αριστερά και δεξιά ότιθα φύγω και θα πάω να σπουδάσω χορεύτρια; Ξέρεις τι θα κάνουνόλοι; Θα το ρίξουν στα γέλια. Και δίκιο θα ‘χουν μεταξύ μας».Κάπου εκεί η Φένια κατάλαβε πως δεν είχε ελπίδα να επηρεάσειάλλο το μυαλό της φίλης της. Η Φαίη ήταν πολύ αδύναμη σε χαρακτήρακαι φοβόταν, ίσως και με το δίκιο της. Εκείνο το βράδυ η Φένιαστεναχωρέθηκε πολύ για το μέλλον της Φαίης. Λυπήθηκε καινευρίασε με το Θεό που έδωσε το νταηλίκι σε ανθρώπους με λάθοςόνειρα. Παρ’ όλα αυτά της είπε μια τελευταία κουβέντα.«Δεν χρειάζεται να δηλώσεις κάτι, για να είσαι. Αρκεί να το κάνειςκαι να το αγαπάς. Ό,τι δεν το χάνεις, δεν σε χάνει. Και ό,τι χάνεις,το χάνεις για πάντα».- 100 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ΜΠΑΝΑΝΑ-ΒΥΣΣΙΝΟΤο τέλος του Δεκέμβρη σηματοδοτούσε τις αρχές των χριστουγεννιάτικωνδιακοπών, αλλά έφερνε μαζί και τα πρώτα αγχωτικά μηνύματατης εξεταστικής που θα ακολουθούσε. Οι σχολές ήταν έτοιμεςνα κλείσουν για διακοπές την Παρασκευή που ερχόταν. Ο Πέτροςδούλευε πυρετωδώς, καθώς το χριστουγεννιάτικο κλίμα είχεκάνει τον κόσμο να διψάσει, τόσο για ποτά όσο και για δώρα. Τα πολύχρωμαλαμπιόνια που έστεκαν πάνω από κάθε δρόμο και σοκάκικαι τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ηχούσαν απ’ τα γκρίζαηχεία του δήμου, έδιναν την εντύπωση πως η πόλη τελούσε υπό δικτατορίαξωτικών και καλικάτζαρων.Η Φένια καθόταν μόνη στο μπαρ και έπινε ένα χυμό μπανάναβύσσινο.Ο Πέτρος γυρόφερνε το μπαρ, καθώς το αφεντικό τονείχε αφήσει υπεύθυνο μέχρι να πεταχτεί να ψωνίσει τα απαραίτηταδώρα. Είχε περάσει και μια άσπρη πετσέτα στον ώμο και ένιωθε οάρχοντας του καπηλειού. Στο μαγαζί ο ντιτζέι έπαιζε το «One morecup of coffee before I go» του Bob Dylan, προσπαθώντας μάλλοννα περάσει υπόγεια μηνύματα.«Πότε φεύγεις;» ρώτησε η Φένια καθώς πιπιλομασούλαγε το καλαμάκιτης.«Δεν θα φύγω. Θα μείνω εδώ τις γιορτές. Θα δουλεύω».«Γιατί; Δεν θες να πας να δεις τους δικούς σου;»«Καλά δεν τρελαίνομαι κιόλας. Η κυρα-Στέλλα γίνεται αφόρητητις γιορτές. Αν δεν φας εκατόν ένα μελομακάρονα δεν σ’ αφήνεισε ησυχία. Την τελευταία φορά πήρα πέντε κιλά μόνο απ’ αυτά.Άσε που θα μαζέψω και λεφτά. Δεν μπορώ να αφήσω και τον Φρανςμόνο του, θα πελαγώσει. Ήδη έχουν φύγει τρεις για τα σπίτια τους».«Ποιοι;»«Η Μελίνα, η κοπέλα που δουλεύει τα Σάββατα έξω μαζί μου;» ΗΦένια έγνεψε καταφατικά. «Ο Τάσος, το παιδί που είναι στη λάντζα- 101 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκαι ο Γιάννης, ο φίλος του dj που δουλεύει τα σαββατοκύριακα».«Εγώ λέω να φύγω Παρασκευή βράδυ ή Σάββατο πρωί».«Κάτσε ρε Φένια να το γιορτάσουμε όλοι μαζί την Παρασκευή. Τιβιάζεσαι, δύο βδομάδες θα λείπεις!»«Ποιοι να το γιορτάσουμε ρε Πητ; Μας έφαγε η μαρμάγκα με τιςμαλακίες τους».«Ε, ήταν αναμενόμενο ότι θα γίνει. Όταν υπάρχει έρωτας στη μέσηόλα στραβώνουν. Φιλίες. Παρέες. Διαθέσεις. Ακόμα και οι διακοπές.Είχαμε πει με τον Τόλη, να πάμε φέτος τα Χριστούγεννα Βουλγαρίαμία βδομάδα για snowboard, σε ένα ξενοδοχείο που μέχρικι ο σεΐχης του Ντουμπάι θα ζήλευε. Αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά ούτεπου μιλάμε πια. Βλακείες».«Όλα αυτά χωρίς λόγο τώρα ρε. Καλά, γιατί δεν μιλάτε εσείς; Δεντο καταλαβαίνω. Ό,τι ζήτημα υπάρχει είναι μεταξύ Τρολ, εμένα καιΦανής».«Ο ψηλός παρεξηγήθηκε που δεν του σταθήκαμε όπως λέει. Νομίζειότι πήραμε το μέρος της Φαίης. Ρε συ Φένια, πραγματικά δεντα καταλαβαίνω αυτά τα πράματα». Ένας πελάτης έκανε νόημα ναπληρώσει και έτσι ο Πέτρος αναγκάστηκε να κάνει μια παύση. Μόλιςεπέστρεψε συνέχισε, ρίχνοντας τα ρέστα στην ταμιακή. «Δενμπορώ να καταλάβω πως είναι δυνατόν μια φιλία τόσων ατόμων, ναχαλάει τώρα για χάρη του εγωισμού του καθενός. Δηλαδή είναι γελοίαη κατάστασή μας. Θα μας ακούσει κάνας σοβαρός άνθρωποςκαι θα βάλει τα γέλια».«Οι σοβαροί μας τελείωσαν», είπε η Φένια χαμογελώντας καιύστερα συνέχισε: «Έλα μωρέ θα δεις, όλα θα φτιάξουν. Δεν είμαστεεμείς για να είμαστε χώρια». Ο Πέτρος δεν το σχολίασε.Μια κοπέλα μπήκε στην καφετέρια. Προχώρησε ψάχνοντας τηνπαρέα της ανάμεσα στα κοκκινισμένα, από τη θέρμανση, κεφάλιατων πελατών. Ένα χέρι σηκώθηκε ξεχωρίζοντας από το ανθρώπινοστρώμα κεφαλιών, εκείνη το είδε, αναγνώρισε τον κάτοχό του καικινήθηκε με χαμόγελο προς τα εκεί. Ο Πέτρος την κοιτούσε επίμο-- 102 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>να στο ντεκολτέ. Ήταν ομολογουμένως αρκετά πλούσιο. Και αρκετάγυμνό. Η Φένια χαμογέλασε.«Τι έγινε με τη δικιά σου, το Λύκο;»«Τίποτα, τι θες να ‘γινε;» Ο Πέτρος δεν είχε αποφασίσει αν έπρεπενα μιλήσει στους υπόλοιπους για το βράδυ που είχε περάσειμαζί της.«Την ξαναείδες από τότε;» επέμεινε η Φένια.«Από πότε;» προσπάθησε να κερδίσει χρόνο ο Πέτρος.«Από τότε που ήμασταν και εμείς εδώ». Μια παρέα του έκανε νόημα,βγάζοντας τον απ’ τη δύσκολη θέση. Μα όταν γύρισε, δεν είχεάλλα περιθώρια υπεκφυγών.«Κοιμηθήκαμε μαζί», είπε αδιάφορα την ώρα που έβαζε καφέσ’ ένα ψηλό ποτήρι, προσπαθώντας να μειώσει τη σημασία αυτώνπου έλεγε.«Τι;! Πότε; Ε; Πού; Γιατί; Ε;» Το γούρλωμα της Φένιας πρόδιδεακριβώς το μέγεθος της έκπληξής της.«Πριν κάνα μήνα. Πάνω κάτω...» Το σκέφτηκε λίγο. «Μερικές μέρεςμετά απ’ το σκηνικό εδώ».«Και;»«Και τι;»«Και τι τι;»«Και τι τι τι;» Κανείς δεν έκανε πίσω.«Και τι είπατε;»«Δεν είπαμε. Το πρωί που ξυπνήσαμε εγώ ήμουν μες στις γλύκεςκαι τις καλημέρες. Αυτή έμοιαζε φρικαρισμένη. Ε, μετά έφυγα».«Δεν είπατε τίποτα;»Ο Πέτρος είχε ετοιμάσει τους καφέδες μιας αντροπαρέας, οιοποίοι πλέον έστεκαν μπροστά στο μπαρ, περιμένοντας κάποιον νατους παραδώσει. Έμοιαζαν ίδιοι, μα δεν ήταν. Ο ένας ήταν μέτριοςκαι οι άλλοι τρεις γλυκοί. Ένας εκ των οποίων είχε ζαχαρίνη. Ηοποία είναι σαν την ασπιρίνη, αλλά σε ζάχαρη. Καταλάβατε;«Μου είπε σε κάποια φάση πως αυτό που έγινε δεν αλλάζει τίπο-- 103 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτα. Αυτό». Ο Πέτρος δεν άντεχε να ακούει τα λόγια του. Πήρε τουςκαφέδες και τους πήγε. Μετά γύρισε και κάθισε στο σκαμπό του.Πήρε έναν χρωματιστό αναδευτήρα και άρχισε να τον μασουλάει.Ήταν πορτοκαλί. Και είχε και μια φράουλα στο πάνω μέρος του.Μια πορτοκαλί φράουλα. Κοιτούσε κάπου στο υπερπέραν.«Δεν αξίζει», είπε η Φένια αφήνοντας την ανάσα που κρατούσεμέσα της τα τελευταία δευτερόλεπτα.«Όλα αξίζουν…» είπε ο Πέτρος κρύβοντας στο ρυθμό του μιαυπόνοια πως θα συνεχίσει την πρότασή του, «…μέχρι να μην αξίζουνπια». Η πόρτα του fra.p.e. άνοιξε. Ήταν ο βασιλιάς του ροκ, οΆλεξ. Ο Πέτρος σηκώθηκε, πήρε την μπασκέτα με τα άπλυτα ποτήριακαι την έχωσε στο πλυντήριο.«Το θέμα είναι πότε είναι αυτό το πια», είπε η Φένια.«Ποιο πια;» χώθηκε στη συζήτηση ο περίεργος Αλ.«Πια ποιο;» λογόπαιξε ο Πέτρος.«Ποιο ποιο;» έδωσε συνέχεια η Φένια.«Πια πια;» χαριέντισε ο Πητ.«Ποιο πια πιάτα σπάνε, και τα αρχίδια μου κουνάνε. Θα μιλήσετεσαν άνθρωποι ρε;»Ο Πέτρος χαμογέλασε και τους κέρασε από τα στρογγυλά μπισκοτάκιασοκολάτας που κι οι δύο τόσο λαχταρούσαν.«Ο Τζίζας δεν δωροδοκείται ρε! Για το Λύκο λέτε;»«Μάγος είσαι;» είπε χαμογελαστά ο Πέτρος.«Όχι, ξωτικό εξήντα πέντε level», απάντησε το ίδιο χαμογελαστάο Αλεξάκης.«Τα ξωτικά είναι φυλή ρε», διόρθωσε ο πρώτος.«Γιατί οι μάγοι τι είναι;» απόρησε ο δεύτερος.«Τσιράκια του Σάουρον», αινιγμάτισε ο πρώτος.«Άσ’ τον αυτόν, έχασε το δαχτυλίδι του κι από τότε δεν τον ξαναείδεκανείς. Με τα δικά σου να δούμε τι θα κάνουμε. Το είπε ο ΚύριοςΚαρπούζης στα ζώδια της εβδομάδας: Προδοσίες και ίντριγκεςστο στενό φιλικό και ερωτικό σας κύκλο. Προσπαθήστε να κρατή-- 104 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>σετε τις ισορροπίες». Ο Άλεξ εμφάνισε και το περί ου ο λόγος τεύχοςμέσα από το μπουφάν του.«Τίποτα άλλο που να επισημαίνει ο αστραφέντης;»«Να, λέει εδώ, στον εργασιακό χώρο είναι ώρα να κάνετε ένα μικρόδιάλειμμα για να ανανεωθείτε και να προετοιμαστείτε για τονέο έτος που προμηνύεται προκλητικό».«Τώρα μάλιστα. Τίποτα άλλο;»«Γράφει επίσης ότι θα χάσετε το ντέρμπυ της Κυριακής».«Βρε, που να του…»Η ΓΑΤΟΥΛΑΟ Πέτρος σκούπιζε τον πάγκο στο μπαρ. Ήταν δώδεκα και τέταρτοτα ξημερώματα. Καταλάβατε έτσι; Το βράδυ αργά, δεν είχεήλιο τίποτα, για αυτές τις δώδεκα και τέταρτο μιλάω. Το fra.p.e.ήταν στα κλεισίματα, δύο παρέες είχαν μείνει και αυτές είχε σκοπόνα τις ξεφορτωθεί γρήγορα. Ήθελε να γυρίσει σπίτι του, νύσταζεκαι είχε ήδη αρκετά να κάνει. Το άρθρο για το τεύχος Ιανουαρίουέπρεπε να παραδοθεί νωρίτερα αυτό το μήνα στα κεντρικάτου «Πα.Π.Α.Κ.Ιου», εν όψει εορτών. Εκτός αυτού είχε αναλάβει ναστέλνει και σε μια τοπική φυλλάδα, μία στήλη με προτάσεις για θέατρο,κινηματογράφο και λογοτεχνία. Δεν είχε ιδέα καν τι θα πρότεινε.Δεν είχε δει καμία παράσταση, κανένα έργο και δεν είχε διαβάσεικανένα βιβλίο τον τελευταίο καιρό, παρ’ όλα αυτά έπρεπε νασκαρφιστεί κάτι για να βγάλει τον εαυτό του από τη δύσκολη θέση.Είχε ήδη χαμηλώσει τα φώτα στους τοίχους και είχε κλείσει αυτάτου μπαρ, αφήνοντας μόνο τα μικρά σποτάκια από πάνω του. Τιςμέρες που έχει πολύ κόσμο, το μαγαζί λειτουργούσε αργά περισσότεροσαν κλαμπ, με τα άσπρα φώτα του και δυνατή, ηλεκτρονικήμουσική. Καθημερινές όμως, το αφεντικό είχε δώσει το ελεύθεροστο προσωπικό να δίνει ό,τι χαρακτήρα θέλει, σε μουσικό και- 105 -


Μιχάλης Φουντουκλήςατμοσφαιρικό επίπεδο.Αφού ο Πέτρος τελείωσε και με τον πάγκο, καθάρισε τη μηχανήτου εσπρέσο, τοποθέτησε όλα τα καθαρά ποτήρια στα ράφια τουςκαι διόρθωσε όλες τις καρέκλες του μαγαζιού, ώστε να βρίσκονταισυμμετρικά ανά άξονα, σε κάθε τραπέζι. Μια κοπέλα, από τη μεγαλύτερηπαρέα που είχε ξεμείνει στο μαγαζί, τον παρατηρούσε. Ηκοπέλα σκεφτόταν ότι ήταν γλυκούλης και μετάφρασε τις κινήσειςτου ως μια ευγενική υπόδειξη να ξεκουμπιστούν, έτσι είπε στηνπαρέα της να φύγουν και σηκώθηκε να ζητήσει λογαριασμό. Ο Πέτρος,αντιθέτως, δεν ταχτοποιούσε τις καρέκλες για να τους διώξει.Παρ’ όλο που ήθελε να τους διώξει. Και το πέτυχε.«Σου την έχουμε σπάσει ε;» είπε η μικρή αναρωτούσα.«Όχι, σιγά! Καθίστε όσο θέλετε, γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ».«Έλα, δεν το πιστεύεις αυτό!»«Καλά, εντάξει, δεν το πιστεύω. Μην κάτσετε ό σ ο θέλετε! Αλλάδεν υπάρχει πρόβλημα, έχετε χρόνο».Ο Πέτρος χαμογέλασε και άρχισε να παίζει με τα μαλλιά του, σημάδιότι η εν λόγω γάτα του άρεσε.«Καλά, εγώ πάντως τους είπα να φύγουν», είπε κάνοντας ένα νεύμαπρος την παρέα της. «…να φύγουμε!» διόρθωσε μόνη της αμέσως.Κοκκίνισε εμφανώς από το λάθος της.«Αφού είναι και οι άλλοι», είπε ο Πέτρος δείχνοντας διακριτικάένα ζευγάρι, πιθανότατα παράνομο, που είχε κρυφτεί στο πιο απόμακροτραπέζι του μαγαζιού. «Μείνετε τουλάχιστον μέχρι να φύγουναυτοί. Δεν θα αντέξω να τους χαζεύω να χαμουρεύονται γιαπολύ ακόμα!»Η Γατούλα γέλασε χαριτωμένα. Ήταν αρκετά όμορφη. Ξανθούλαμε κοντό καρέ μαλλί και ζαχαρί δέρμα. Το μάτια της ήταν καστανάκαι είχε μερικές ανεπαίσθητες φακίδες γύρω από τη μύτη. Ήτανντυμένη με τζιν και κοντή μπλούζα χρώματος κόκκινου, που έγραφεμε μεγάλα γράμματα «I’m with stupid», ενώ από δίπλα υπήρχεένα βέλος που έδειχνε τον εκάστοτε κακομοίρη που στεκόταν στα- 106 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>αριστερά της. Ο Πέτρος έκανε ένα βήμα πιο κει, να μην τον δείχνειτο βέλος. Η παρέα της Γατούλας άρχισε να σηκώνεται, ενώ έναςψηλός τύπος τής έκανε νόημα να δει τι γίνεται με το λογαριασμό.«Είστε είκοσι δύο ευρώ», είπε ο Πέτρος προσπαθώντας να δείξειπως είχε πιάσει το νόημα. Γενικότερα.Η Γατούλα πήγε στο τραπέζι, διαβουλεύτηκε με τους φίλους της,πήρε το παλτό της, ένα σκούρο καφέ μοντγκόμερι, και ένα σκούφοπλεκτό σε κόκκινο χρώμα, όπως και μια χούφτα κέρματα. Ξαναπλησίασε.«Ήθελες δεν ήθελες μας σήκωσες!» είπε, ενώ άπλωσε το χέριτης που λαμπύριζε από ψεύτικο χρυσό και ασήμι. Απομιμήσεις παλιών,ξεχασμένων καιρών.«Αλλά μιας κι εγώ φταίω που θα ‘σαι μόνος σου τώρα, να κάνειςχάζι τους δύο ξενέρωτους, θα μείνω να σου κάνω παρέα μέχρι ναφύγουν! Τι λες;»Ο Πέτρος σκέφτηκε να πει «όχι» από ευγένεια, αλλά μετά σκέφτηκεπως η ευγένεια είναι για τους παντρεμένους, τους Άγγλουςκαι τους μαλάκες, και συμφώνησε. Έτσι η Γατούλα έμεινε και ο Πέτροςτην κέρασε ένα σφηνάκι τεκίλα με πορτοκάλι και καφέ εσπρέσοαπό πάνω, μια από τις μυστικές συνταγές του για καλό καμάκιτα καλοκαίρια. Άραξαν στον πάγκο του μπαρ, να κουτσομπολεύουντο μάλλον παράνομο ζευγάρι της γωνίας. Τελικά αποδείχτηκεπως όντως κάτι έκρυβαν, η κοπέλα ήταν γνωστή της Γατούλας καιτα είχε με ένα παιδί που ήταν τώρα φαντάρος. Την ημέρα δήλωνε«ερωτευμένη Πηνελόπη» και το βράδυ δήλωνε σκέτο «Πηνελόπη»και αντί να υφαίνει τον αργαλειό, ύφαινε τα δίχτυα της γύρω από διάφορουςμνηστήρες, πάντα του στυλ «είμαι ωραίος, έχω και μηχανήμα όχι απ’ αυτή που κουρεύει το γκαζόν», με τους οποίους ερωτοτροπούσεσε ξενοδοχεία, πλαζ και χιονοδρομικά. Όποτε προέκυπτενα τους κυκλοφορήσει και στην πόλη, το έκανε σε μέρη πουήξερε ότι μαζεύονταν μόνο φοιτητές από άλλες πόλεις και όχι ντόπιοι,ώστε να προστατεύεται από τα αδιάκριτα βλέμματα των φί-- 107 -


Μιχάλης Φουντουκλήςλων του Οδυσσέα. Μετά από περίπου δύο ώρες κουτσομπολιού, τοπαράνομο ζευγάρι αποφάσισε να φύγει για κάποιον ερημικότεροπροορισμό. Ο μνηστήρ έβαλε το μπουφάν με τα προστατευτικά καιτο λογότυπο της yamaha. Η Πηνελόπη έβαλε το παλτό της, τα γυαλιάηλίου, ακόμα και το κράνος της μηχανής, σε μια απέλπιδα προσπάθειανα μην την αναγνωρίζει ούτε η μάνα της και ακολούθησεμε το κεφάλι ψηλά. Ο τύπος καθώς περνούσε μπροστά από τον Πέτροτού έκανε νόημα πως «τα λεφτά είναι στο τραπέζι, συν το κατιτίςσου». Ο Πέτρος σκέφτηκε να τον μουντζώσει και το έκανε, μααπό μέσα του, παίρνοντας έτσι την ηθική ικανοποίηση της πράξηςκαι αποφεύγοντας παράλληλα πιθανές άσχημες συνέπειες. Ο τύποςκρατούσε από το χέρι την ερωμένη του, καθώς εκείνη, σχεδόντυφλή με όσα είχε φορέσει στο κεφάλι της, κινδύνευε να στουκάρεισε τοίχους, κολώνες, τραπέζια και καρέκλες.«Λοιπόν, να φεύγω κι εγώ», είπε παιχνιδιάρικα η Γατούλα, σε μιαδιπλωματική προσπάθεια να μείνει.«Κάτσε λίγο, να κλείσω και φεύγουμε μαζί αν είναι».«Καλά», του απάντησε ευχαριστημένη. Ήταν Γατούλα. Νιαρ!«Σου άφησε φιλοδώρημα ο τύπος;» τον ρώτησε αφηρημένα ενώπαρατηρούσε τον πίνακα που δέσποζε στο διαχωριστικό τοίχο τηςτουαλέτας. Είχε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού της και προσπαθούσενα καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν σκύλος με γλάστραγια κεφάλι ή απλώς μια γλάστρα με αλογοουρά ή ένα άλογοπου είχε πάρει δώρο ένα φυτό στο σκύλο του. Δεν ήξερε αν τηςάρεσε. Θα ήθελε όμως να ήταν κάποιος εκεί να της πει αν έπρεπενα της αρέσει. Για τον πίνακα μιλώντας πάντα· ο Πέτρος τής άρεσεσίγουρα.«Είκοσι λεπτά, ο τσίπης», αποκρίθηκε η φωνή του Πέτρου απόκάπου χαμηλά μέσα στο μπαρ. Σηκώθηκε κοκκινισμένος έχονταςβγάλει όλα τα απαραίτητα βύσματα. Έπειτα πήρε το παλτό και τοτσαντάκι του, έκλεισε τα φώτα και οδήγησε τη νέα του συντροφιάπρος την πιάτσα των ταξί.- 108 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Δεν μου είπες το όνομά σου», τη ρώτησε καθώς της άνοιγε τηνπόρτα.«Ναι, όντως. Δεν στο είπα», αποκρίθηκε εκείνη με νάζι.ΣΠΑΖΟΚΕΦΑΛΙΕΣ 2-Ρε Μπάμπη. Πες καμιά ομοιοκαταληξία με το «θαμπό».-Ζαμπό.-Ζαμπό; Όπως;-Όπως ζαμπό και μπέικο.-Άμε γεια σου.ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΙΟι γιορτές είχαν έρθει για τα καλά πλέον, η πόλη ήταν στολισμένημε χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια. Από παντού κρέμονταν φιγούρεςαγγέλων, ξωτικών και καλικατζάρων, δομημένες με μερικάακόμα λαμπιόνια. Η κατανάλωση ενέργειας πρωτοφανής, συνέχιζενα σπάει κάθε χρόνο το ατομικό της ρεκόρ. Η πόλη έσφυζεαπό ζωή, όλοι ψώνιζαν δώρα σαν δαιμονισμένοι ώστε κανέναανιψάκι να μην μείνει παραπονεμένο. Οι εργασίες του δήμου είχανπαγώσει και τα έργα δημιουργούσαν ακόμα μεγαλύτερο κομφούζιοστους οδηγούς, που είχαν αρχίσει να καταριούνται ακόμα καιτον Άι-Βασίλη. Το λιμάνι είχε στολιστεί και φωταγωγηθεί πιο λαμπράαπό ποτέ και μια μεγαλοπρεπής σκηνή είχε στηθεί για το πολιτιστικόπρόγραμμα των εορτών. Αυτή η τολμηρή κίνηση του νέουδημάρχου, δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα πέρα από το να γλιτώσειμερικά έξοδα απ’ τη λειτουργία του φάρου, που πλέον ήταναχρείαστος. Τα κύματα, που κανείς δεν είχε προσκαλέσει, έσκασανακάλεστα στο ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, κάνοντας τη γιορτή- 109 -


Μιχάλης Φουντουκλήςαξέχαστη τόσο για τους κουστουμάτους πολιτικούς και τους μουσικούςτης μπάντας του δήμου, αλλά και για τους υπόλοιπους εν δυνάμειψηφοφόρους. Το ρεβεγιόν ναυάγησε και βυθίστηκε μαζί μετην παλίρροια.Η τελευταία μέρα του Δεκέμβρη, βρήκε την παρέα μοιρασμένη σεόλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Η Φαίη ήταν πίσω στην οικογένεια,όπου μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά παρευρίσκοντο σε ένακοσμικό ρεβεγιόν στη μέση του πουθενά. Ένα ρεβεγιόν που προσπαθούσενα μοιάσει σε αυτά της πρωτεύουσας, που η τηλεόρασηπροωθεί τόσο κοπιαστικά, και που τόσο ζήλευαν ο κος και η κα Πετρόπουλου.Η Φαίη ανάμεσα στα χαμόγελα που μοίραζε στους φίλουςτου μπαμπά, συλλογιζόταν τα λόγια της Φένιας και κατά πόσοθα έπρεπε να τα αφήσει να την επηρεάσουν. Ανάμεσα στα καναπεδάκιακαι στο γκουακαμόλε, σκεφτόταν πως δεν είναι σαν τους γονείςτης. Πως ό,τι και να της έλεγαν, ό,τι και να την έκαναν να πιστεύειμετά από τόσα χρόνια γαλούχησης, το μυαλό της είχε πάρειτο δρόμο του. Την ώρα που γυρνούσε βαργεστημένη τους διαδρόμουςτου υπερπολυτελούς σπιτιού-κάστρου, σκεφτόταν πωςδεν ήθελε να επιστρέψει πίσω στο πατρικό της. Της έλειπε… μα καιόχι. Την ώρα που έμεινε σε ένα μπαλκόνι, έχοντας ήδη πιεί αρκετά,σκεφτόταν τον Τόλη. Κατά τις τρεις τα ξημερώματα το μόνο πουσκεφτόταν ήταν το κρεβάτι της.Η Φανή γύρισε στην πρωτεύουσα μαζί με τον Άλεξ ,αφού ούτως ήάλλως ήταν και γειτονόπουλα. Πριν φύγουν κανόνισαν να περάσουνμαζί το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πίνοντας μπύρες σε ένα λόφο κοντάστη γειτονιά τους. Αποφάσισαν πως όταν αλλάξει ο χρόνος θαγδυθούν και θα τρέξουν στους δρόμους μπουγελώνοντας τους περαστικούςμε φτηνή “σαμπάνια” που θα είχαν κερδίσει στη σκοποβολήτου λούνα-παρκ. Τελικά το σχέδιο είχε μια μικρή απόκλιση.Η “σαμπάνια” πάντως παρέμεινε και παρέα με τις μπύρες δημιούργησεέναν εκρηκτικό συνδυασμό με τον οποίο είχαν μια μεγάληφιλοσοφική συζήτηση γύρω από το σύμπαν, τις γιορτές και- 110 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τους Sex Pistols.Ο Τόλης εξαφανίστηκε και κανένας δεν έμαθε τι και πού και πώςπέρασε τις διακοπές του. Κανείς δεν είχε νέα του για τις δύο εκείνεςβδομάδες, το κινητό του άλλες φορές τους παρακαλούσε γιαπροώθηση και άλλες ενημέρωνε πως ο χρήστης βρισκόταν εκτόςδικτύου, πιθανόν σε κάποια από τις κατακόμβες που είχαν σκάψειοι νάνοι στη Μόρια. Η τελευταία που έφυγε για το σπίτι της ήταν ηΦένια.Μετά την αναχώρησή τους, ο Πέτρος είχε ξεμείνει πίσω στηνπόλη, μόνος, χωρίς γνωστούς. Η δουλειά ήταν αφόρητη, ο κόσμοςμέσα στην ψεύτικη ευτυχία των γιορτών και ο Πέτρος ήθελε ναεκραγεί σε χιλιάδες, μικροσκοπικά, πολύχρωμα μυγάκια τα οποίαθα τρύπωναν στα αυτιά και τα ρουθούνια όλων των υπερβολικά αισιόδοξωνπελατών του fra.p.e. και θα ζουζούνιζαν τα κάλαντα σελα ύφεση, χτυπώντας χύτρες με μεταλλικές κουτάλες αντί για τρίγωνα.Κάπου στην εικόνα είχε ενταχθεί και ο Άι-Βασίλης ντυμένοςμόνο με κόκκινες ζαρτιέρες να παίζει ρουλέτα με τους καφέδεςτων πελατών, μπερδεύοντάς τους ώσπου ο τύπος που έπινε το φραπέγλυκό να κατέληγε με το σκέτο και ο τύπος με το φυσικό χυμό νακατέληγε με τη σοκολάτα βιενουά.Η μάχη ήταν σκληρή, όσο και η δουλειά, μα οι μέρες πέρασανκαι ο Πέτρος και η παράνοια του δεν πέρασαν καθόλου άσχημα. Ταβράδια ξεφυσούσαν τον ίδιο πνιχτό αέρα και τα πρωινά γυρνούσανανόρεχτα τις σελίδες στο ημερολόγιο. Μα αυτό δεν ήταν το ζητούμενο.Κάπου μακριά σε κάποια άλλη χώρα, τα παιδιά πεινούσαν,όπως ενημέρωναν διαφημίσεις σε μπουκάλια νερού, αλλά αυτόεπίσης δεν ήταν κανενός το ζητούμενο. Το βράδυ της πρωτοχρονιάςάλλαξαν πολλά περισσότερα από το τελευταίο ψηφίο της χρονιάς.Αλλά κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα για αρκετούς μήνες μετά.Το τραγούδι που διάλεξε ο ντιτζέι για να κλείσει τη χρονιά ήταν έναμπιτάτο ρεμίξ του «It’s a wonderful world».- 111 -


Ιανουάριος_Ή αλλιώς, κέρδισα το φλουρί πατέρα!ΜΙΚΡΕΣ ΑΠΟΧΕΣ, ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΧΕΣΊσως η φετινή χρονιά να μην είναι δίσεκτη, μα δεν σημαίνει πωςδεν θα είναι και δυσοίωνη. Ο κύριος υπουργός παιδείας ανακοίνωσεμε στόμφο τις νέες ρυθμίσεις. Προώθησε τα απροώθητα. Τουλάχιστονγια κάποιους. Αλλαγές έρχονταν και μαζί τους κινητοποιήσεις.Ο κόσμος στους δρόμους και όχι μόνο για τις εκπτώσεις.Μια λέξη διαδιδόταν ψιθυριστά, δειλά, από στόμα σε στόμα, ανάμεσαστα ταραγμένα χείλη των φοιτητών. Καταλήψεις. Με έναν απλόαναγραμματισμό του όγδοου και ένατου γράμματος της λέξης αυτής,φανερώνονταν και οι υπεύθυνοι. Καταληψίες.Υπάρχουν τρία είδη φοιτητών. Οι συνειδητοποιημένοι φοιτητές, οιαραχτοί-και-light φοιτητές και εκείνοι. Οι άνετοι. Οι αεράτοι. Αυτοίπου θεωρούν ότι η ζωή τους διέπεται από ανατρεπτικούς κανόνες.Κανόνες που βρίσκουν όλους τους άλλους ανάποδα. Και οι άλλοιέχουν λάθος, γιατί εκείνοι με το χύμα στυλάκι, τη χύμα ομιλίακαι το γενικό σταρχιδισμό που τους διέπει, δηλώνουν επαναστάτες.Λες και ο επαναστάτης είναι επάγγελμα. Δεν είναι ευχαριστημένοιμε τίποτα, όλοι και όλα τους φταίνε και τίποτα δεν πάει καλά. Εκεί-


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>νοι που θα είναι οι πρώτοι οι οποίοι θα αντιδράσουν στις αλλαγέςστα πανεπιστήμια και οι τελευταίοι που θα αποσυρθούν, ενώ παράλληλαείναι οι πρώτοι που θα την κοπανήσουν από τα μαθήματακαι οι τελευταίοι που θα πάνε. Εκείνοι που ζητούν από τον υπουργόνα παραμείνουν δωρεάν τα βιβλία στα πανεπιστήμια, ενώ ήδηέχουν κάνει τα δικά τους συγγράμματα, κομοδίνα και τραπεζάκιαγια την τηλεόραση. Εκείνοι που θα ξεσηκωθούν, που θα τους πνίξειτο δίκιο και θα πάρουν τους δρόμους οργανώνοντας συλλαλητήριακαι ομιλίες όπου θα μιλήσουν θαρραλέα και βαρύγδουπα μελέξεις όπως κατεστημένο, κλουβί, αντίδραση, χούντα, εποπτεία,αστυνόμευση της ψυχής, ενότητα, εκμετάλλευση, τίμιος αγώνας,κάνοντας και μια τιμητική νύξη στη χρονιά του Πολυτεχνείου λεςκαι κάτι τέτοιο θα τους δώσει επιπλέον κύρος ή θα κάνει ιερότεροτον αγώνα τους.Εν τέλει η λύση είναι πάντα ίδια. Κατάληψη. Αγώνας στους δρόμους.Με ύφος «θα τους δείξουμε τώρα», «θα δούνε τι θα πάθουνε»και «δεν παίρνουν τα χαμπάρια τους, χαμός θα γίνει». Εκείνοιπου θα αντιδράσουν στα ιδιωτικά πανεπιστήμια γιατί κάποιοςτους έχει πει πως ό,τι έχει μέσα τις λέξεις ιδιωτικό, επιχείρηση,κυβέρνηση, νόμος, ξένος/η/ο είναι απλά λάθος και ό,τι σχετίζεταιμε αυτά είναι επίσης λάθος και ό,τι και να πουν αυτοί που το υποστηρίζουνέχουν και πάλι λάθος. Είναι οι ίδιοι που δεν δέχονται κάποιοςνα τους περιορίζει στα πόσα χρόνια θα τελειώσουν τη σχολήτους, βρίσκοντας λογική στους σαραντάρηδες επί πτυχίω. Αυτοίπου παραμυθιάζονται ότι αγωνίζονται για κάτι ιδανικό, για ένα καλύτεροαύριο, για έναν κόσμο που ούτε ο πιο σαχλορομαντικός σεναριογράφοςτου Χόλυγουντ δεν θα τολμούσε να επινοήσει.Μα ο αγώνας τους δεν είναι τίποτα παραπάνω από νεανικές εκρήξειςθυμού στους δρόμους. Δύο ωρίτσες πορεία και μετά βουρ στιςκαφετέριες για τάβλι. Νιώθουν πως ήρθε η ώρα για επανάστασηκαι ακόμα κι αν αυτή δεν είναι απαραίτητη θα την κάνουν να είναι.Κάτι τελευταίο. Πριν έρθει η κριτική και η επανάσταση, ας γίνει- 113 -


Μιχάλης Φουντουκλήςη αυτοκριτική. Έπειτα η σκέψη. Η κατανόηση και η επεξεργασία.Φιλτράρισμα. Ανοιχτά μυαλά. Και βγάλτε πια αυτά τα βιβλία πρινχάσουν την ισορροπία τους οι τηλεοράσεις σας._ΠαΠΑΚΙΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΟΥΡΟΥΝΙΟΥΟ Πέτρος μπήκε στο σπίτι του. Εξαθλιωμένος. Οι διακοπές τελείωσανκαι είχε έρθει η ώρα να ξεκουραστεί. Άνοιξε την τιβί και προσπάθησενα κεντράρει σε κάτι πριν τον πάρει ο ύπνος. Μάταια, οΟρφέας τον σκέπασε σχεδόν αμέσως. Γλυκές νότες κάλυψαν ταόνειρά του, ενώ εκείνος ταξίδευε σε χώρες μακρινές, γνώριζε βελούδινεςγυναίκες και έφερνε εις πέρας τρανά και σπουδαία πράγματα.Ξύπνησε από το διαπεραστικό ήχο του κουδουνιού της εξώπορτας.Μόνο που δεν ήταν της δικής του. Ήταν του Αποστολόπουλου.Του ιδιωτικού ντετέκτιβ, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεσητης κας Μαρουλάτου, χωρίς όμως να γνωρίζει τι τον περίμενε. Ότανάνοιξε την εξώπορτα, ένας ύπουλος πυροβολισμός τον άφησε στοντόπο. Ο κουκουλοφόρος που τον είχε ξεγελάσει, ικανοποιημένοςαπό την ιδιοφυή ιδέα που είχε να περιμένει με το πιστόλι πίσω απότην πόρτα, γελούσε χαιρέκακα πάνω απ’ το πτώμα του νεκρού ντετέκτιβ.Το γέλιο του ήταν τόσο σατανικό που τον παρέσυρε να κλείσειτα μάτια του, ανήμπορος να αντικρίσει την τρανή σατανικότητατου εαυτού του. Έτσι δεν πρόσεξε το σώμα του νεκρού ντετέκτιβ νασαλεύει. Δεν ήταν και τόσο νεκρός τελικά. Ο Πέτρος έτριψε τα μάτιατου μέχρι να ξετσούξουν, όταν άκουσε και δεύτερο πυροβολισμό.Αυτή τη φορά ήταν απ’ τον ίδιο τον Αποστολόπουλο. Ο δράστηςέπεσε νεκρός, φαινομενικά, μα ο Αποστολόπουλος δεν ήταν το ίδιοαφελής. Λίγο επιδειξίας μόνο. Έβγαλε το σακάκι του, αποκαλύπτονταςτο αλεξίσφαιρο γιλέκο του.- 114 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Ήσουν πολύ λίγος…» Έκανε ένα βήμα προς το δράστη τραβώνταςτην κουκούλα-γυναικείο καλτσόν που φορούσε στο κεφάλι. Καθώςτην έβγαζε συνέχισε την πρότασή του, «…Μαρκόπουλε», δείχνονταςέτσι στο φανατισμένο κοινό του, πως ήδη ήξερε ποιος ήτανο, παραλίγο, δολοφόνος του, και ο μόνος λόγος που αφαίρεσε τηνκουκούλα ήταν για την τηλεοπτική επιβεβαίωση του πόσο καλόςήταν. Ναι, ήταν πολύ καλός. Πήγε πίσω στην καρέκλα του. Έκατσε.Έβγαλε ένα πούρο. Το άναψε. Πήρε το ουίσκι απ’ το συρτάρι όπουτο είχε φυλαγμένο για τέτοιες ηρωικές <strong>στιγμές</strong> και ανέβασε τα πόδια,σταυρωτά, στο γραφείο. Ξεφύσησε το βαρύ καπνό του πούρουκυκλικά στον αέρα και έπειτα σήκωσε το ακουστικό να ενημερώσεικαι τους regular μπάτσους, ότι ήταν πολύ καλός. Ο Πέτρος πάτησετο μπουτόν και η συσσώρευση των σκηνοθετικών, σκηνογραφικών,σεναριακών και υποκριτικών κλισέ σταμάτησε βίαια. Ευχάριστα βίαιαόμως. Επιτέλους ησυχία.Ο Πέτρος κοίταξε το ρολόι του. Ήταν απόγευμα. Ποιας μέραςόμως; Κινήθηκε προς την κουζίνα μηχανικά να βάλει λίγο γάλα μεδημητριακά. Πρώτα έβαλε τα δημητριακά. Μετά είδε ότι το γάλαέχει χαλάσει. Έφαγε τα δημητριακά σκέτα, σιχτιρίζοντας το ήδη χιλιοσιχτίριστοσυνήθειο του να βάζει πρώτα τα δημητριακά στο μπολκαι έπειτα το γάλα. Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο. Μετά ξετύλιξε γιαακόμα μια φορά την τηλεοπτική συσκευασία, ελπίζοντας να βρεικάτι άλλο μέσα. Και αυτή φιλοξενούσε χαλασμένο γάλα. Έβαλε ειδήσεις.Πρώτο θέμα, καταλήψεις στα πανεπιστήμια. Καλά πότεέγινε αυτό; αναρωτήθηκε. Κοίταξε το ρολόι του, αλλά αυτή τη φοράπάτησε κι ένα κουμπάκι. Τετάρτη; Η φρίκη ήταν όχι όση θα περίμενενα ήταν, όταν συνειδητοποίησε πως κοιμόταν για δύο μέρες. Δενθα έπρεπε να πεινάω πολύ; σκέφτηκε και πείνασε πολύ.Η τιβί έπαιζε το σόλο της και στα παράθυρα είχαν ήδη κάνει τηνεμφάνισή τους οι πρώτοι μονομάχοι. Φοιτητές απ’ τη μια. Πολιτικοίαπ’ την άλλη. Τα πνεύματα ήταν ήρεμα. Χρονιάρες μέρες ακόμα,όλοι κόσμιοι και βαρυστομαχιασμένοι. Ο Πέτρος δεν παρακολου-- 115 -


Μιχάλης Φουντουκλήςθούσε. Ένας γνώριμα σύντομος ήχος τον ειδοποίησε ότι είχε μίααναπάντητη κλήση. Κοίταξε το κινητό του. Είχε τριάντα πέντε αναπάντητεςκλήσεις τελικά. Οι πρώτες τριάντα ήταν απ’ τη μάνα του.Δύο απ’ τον Τόλη, δύο απ’ τον Άλεξ και μία απ’ τον Φριτζ. Ο αδερφόςτου Πέτρου δούλευε ως σχεδιαστής προγραμμάτων και λογισμικούσε μια πόλη αρκετά μακριά, κάπου. Σίγουρα εντός συνόρων.Ο Φριτζ τα πήγαινε αρκετά καλά, μέχρι που άρχισε να φουμάρειδιάφορες ουσίες αγνώστου πατρός, με παρέες αγνώστου μητρώου.Μετά πέρασε σε αυτό που οι ιατροδικαστές ονομάζουν, «προχωρημένησήψη», μεταφορικά. Πάντως ζούσε ακόμα και αυτό ήταν ένααπό τα δυνατά επιχειρήματα που έδινε στον εαυτό του για να συνεχίσει.Ο Πέτρος αποφάσισε να πάρει πρώτα τηλέφωνο τη μάνα του καιμετά τον Τόλη. Έτσι πάει. Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση.«Ναι; Πέτρο;»«Έλα μάνα».«Πού είσαι παιδάκι μου, έχω φάει τον κόσμο να σε βρω!» Η μάνατου σαν καλοφορτισμένη θερμάστρα άρχισε να πυρώνει το χώρο.«Ελπίζω να μην σου έπεσε βαρύς».«Τι; Δεν σ’ ακούω παιδί μου, για πάρε το μηδέν!» Ο Πέτρος ξεβράχνιασετο βραχνιασμένο, απ’ τα τσιγάρα, λαιμό του.«ΤΙ λες ρε μάνα, ποιο μηδέν; Έχουμε περάσει το 2000, έχεις πάρειχαμπάρι;» Άναψε τσιγάρο. Και ξαναβράχνιασε.«Πέτρο, πάλι καπνίζεις;» Είναι απίστευτό το πώς οι μάνες ακούνκαι βλέπουν πάντα αυτά που πρέπει να δουν και να ακούσουν. Πάντα.Ακόμα και όταν είκοσι εννιά νόμοι της φυσικής συνιστούν τοαντίθετο.«Όχι». Ο Πέτρος πήγε να αποφύγει την αλήθεια. Είχε ήδη αρχίσεινα παίζει με τη φράντζα στο πλάι του κεφαλιού του, μία απ’ τις μικρέςλεπτομέρειες που μόνο κάποιος που τον ήξερε καλά, το αναγνώριζεως σημάδι ψεύδους.«Τι όχι, αφού άκουσα αναπτήρα». Η κυρα-Στέλλα δεν είχε σκο-- 116 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>πό να παραιτηθεί. Αφού είχε ακούσει αναπτήρα. Και ήξερε τι είχεακούσει.«Άναψα το γκαζάκι να κάνω έναν καφέ», είπε με σχετική απάθειαο Πέτρος τραβώντας άλλη μια τζούρα.«Τι καφέ παιδί μου τέτοια ώρα, δεν θα σε παίρνει ο ύπνος μετά».Η κυρα-Στέλλα άλλαξε θέμα σε ανύποπτο χρόνο, καθώς άκουσεκάτι που δεν της κόλλαγε στη συζήτηση, μα είχε κάθε πρόθεση ναεπιστρέψει στο προηγούμενο θέμα λίαν συντόμως.«Τώρα τι σχέση έχει αυτό ρε μάνα;»«Πώς δεν έχει σχέση; Αφού δύο μέρες σε ψάχνω και δεν σε βρίσκωπουθενά». Να το, το έκανε πάλι. «Αποφεύγεις και την ίδιασου τη μάνα τώρα; Μόνο εκείνες τις ξεβράκωτες που πας και τσιλημπουρδίζεις,μόνο αυτές θυμάσαι! Και άρχισες και το κάπνισμαπάλι… και…»Η κυρα-Στέλλα είχε πάρει φόρα. Ο Πέτρος ήξερε πως είχε έρθειη ώρα να αφήσει το ακουστικό στο μπράτσο της πολυθρόνας και ναβάλει τα μακαρόνια για βράσιμο. Ούτως ή άλλως και να ήθελε δενθα μπορούσε να απαντήσει σε καμιά απ’ τις ερωτήσεις της. Από τοτηλέφωνο αδιευκρίνιστοι θόρυβοι έκαναν δεύτερη φωνή σε αυτούςτης τηλεόρασης. Ο Πέτρος προσπαθούσε να καταλάβει αν η μάνατου μιλούσε για το σύστημα παιδείας και ο κύριος Πουριτανόπουλοςγια τα κεφτεδάκια που χάλασαν εκτός ψυγείου πριν ένα χρόνοή ανάποδα. Τελικά αποφάσισε να λύσει την απορία του και σήκωσετο ακουστικό.«Μάνα». Η φωνή στην άλλη γραμμή πήρε ανάσα. «Λυπήσου μεδηλαδή. Δουλεύω κάθε βράδυ εδώ και τρεις εβδομάδες, είμαικομμάτια, σταμάτα να φωνάζεις να χαρείς».«Από λεφτά πώς πας;» Η μαμά μαλάκωσε.«Καλά είμαι. Ο μπαμπάς τι κάνει;» Ο Πέτρος ταυτόχρονα κοιτούσετην κοιλιά του. Του φάνηκε πιο μεγάλη απ’ όσο ήθελε και έτσιαποφάσισε να παίξει λίγο με τις τρίχες στον αφαλό για να ξεχαστεί.«Τα ίδια παιδί μου, τρέχει με τις δουλειές, τα λεφτά, ξέρεις πως- 117 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπάνε».«Καλά σ’ αφήνω τώρα γιατί…» κάπου εδώ έμπαινε μια τυχαίαφράση από το βιβλίο των πρόχειρων δικαιολογιών, «…θα μπω νακάνω ένα μπάνιο». Σωστή επιλογή. Και αυτό γιατί περιείχε μίααπό τις πιο θετικά προδιατεθειμένες πράξεις στο βιβλίο. Να κάνειμπάνιο το παιδί. Να μην βρωμίσει. Να μην γίνω ΕΓΩ η αιτία ναβρωμίσει.«Καλά παιδί μου, να προσέχεις. Άμα μιλήσεις με τον αδερφό σου,να του πεις να με πάρει, και αυτόν τον ψάχνω μέρες».«Καλά, φιλιά τώρα».«Α! Και να κοιτάς πού και πού και την εικόνα της Παναγίτσας τηςΕκαντοπυλιανής που σου ‘χω φέρει. Πες και κάνα λογάκι παιδάκιμου αν σου ‘ρθει, ακούγει αυτή, μεγάλη η χάρη της».«Τώρα αυτό πού… Καλά θα την κοιτάω. Άντε γεια».Το γεγονός ότι ο Φριτζ δεν είχε δώσει σημεία ζωής δεν τον ανησυχούσεκαθόλου. Ο Φρίξος έμοιαζε σε πολλά με τον Πέτρο. Μόνοπου του έλειπε και η λιγοστή μπέσα που είχε, όσον αφορά τη μάνατους. Μια φορά ο Φριτζ δεν της είχε απαντήσει στο τηλέφωνο γιαδύο ολόκληρους μήνες. Η γυναίκα κόντεψε να πάθει συγκοπή καιόλοι γύρω της νευρικό κλονισμό. Είχε τηλεφωνήσει σε όλους,αστυνομίες, νοσοκομεία, πυροσβεστικές, στο 11888 του ΟΤΕ, στο11880 των άλλων, στο Χασαρδέλα, στο Μάκη, στην Πίτσα Μητέρα,στη Λιοπύρη, ακόμα και στη Μητρόπολη σκέφτηκε να τηλεφωνήσει,μα ευτυχώς κάποιος τη σταμάτησε.Ο Πέτρος πήρε τον Φρίξο να τον ψήσει να της το σηκώσει το ρημάδι.Λυπόταν τον κακομοίρη τον πατέρα του, που θα γύριζε πτώμααπό τη δουλειά και θα είχε να υποστεί και τις φωνές και τα μοιρολόγιατης κυρα-Στέλλας. Ο Φρίξος δεν το σήκωνε. Ούτε αυτό ήτανιδιαιτέρως περίεργο. Μάλλον συνηθισμένο. Τέλος, ο Τόλης.«Έλα ρε φάντασμα, πού είσαι; Ζεις;» ακούστηκε η τρολοφωνήστο άλλο άκρο.«Ναι μωρέ. Έλιωσα. Πέθανα. Πήγα άκλαυτος. Και ξαναγύρισα.- 118 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Εσύ; Τι κάνεις;»«Εγώ ακόμα να ξαναγυρίσω».«Απ’ το πανεπιστήμιο;»«Ναι».«Είσαι;»«Είμαι».«Άρα πάμε;»«Πάμε».«Μπορεί να μην τα καταφέρουμε».«Μπορεί…»«Αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε».Μετά από μια αδιευκρίνιστη μερίδα χρόνου βρέθηκαν στο fra.p.e.Το μαγαζί, μονάχα με έναν εκ των υπαλλήλων του παρόντα, ανάρρωνεαπό το καθιερωμένο πρωτοχρονιάτικο ξεφάντωμα. Πέτρος καιΤόλης έκατσαν. Τους σέρβιρε ο Πέτρος. Τα ήπιανε μαζί. Ο υπάλληλοςέπαιζε πόρτες με τον εαυτό του. Κι έχανε.«Πώς ήταν εδώ με τις γιορτές;»«Πώς να ήταν; Τραγωδία».«Δεκτό».«Εκεί;»«Πού;»«Εκεί που ήσουν και δεν ξέρω πού».«Πανεπιστήμιο». Ο Πέτρος στο άκουσμα της καταραμένης αυτήςλέξης, που στα αυτιά του ηχούσε σαν νεκρομαντικό ξόρκι, άσπρισε.Το στόμα του παρέμεινε ανοιχτό και το βλέμμα του χάθηκε κάπουστην άβυσσο.«Κλείσ’ το στόμα Πητ, θα σου μπει καμιά μύγα. Οι άλλοι;»«Αύριο έρχεται ο Άλεξ και η Φένια. Μεθαύριο η Φαίη. Η Φανήπρέπει να ‘χει έρθει ήδη. Είπαμε μεθαύριο πάρτι εδώ, να γιορτάσουμετη νέα χρονιά. Και να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους- 119 -


Μιχάλης Φουντουκλήςγιατί χωρίσαμε για διακοπές σαν μαλακισμένα».«Ναι, μωρέ. Μου λείψατε».«Τι έγινε, έγινες γκέι ρε; Σου λείψαμε;» Ο Πέτρος άρχισε να γελάει,ώσπου μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού τού έκοψετη φόρα. Χαιρόταν που ξαναέβλεπε τον ψηλό, πράσινο και άσχημοφίλο του.Ο dj άλλαξε ύφος και από εκεί που έπαιζε ένα χαλαρό, ροκ κομματάκι,έβαλε κάτι σαν τραγούδι. Από μία κάτι σαν τραγουδίστρια.Η οποία έλεγε κάτι ότι ήθελε να γλύψει. Κάτι αντρικό. Και μετά νατο βάλει στο κάτι της. Ή στο μάτι της. Αυτό δεν ήταν μουσική. Ήτανκάτι άλλο. Ο Πέτρος και ο Τόλης κοιταχτήκαν με νόημα. Έπειτα κοίταξαντον dj. Εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του, είχε σφίξει τα χείλιατου δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω και κουνούσε το κεφάλι τουαριστερά-δεξιά με το ρυθμό.«Καινούργιος;» ρώτησε απορημένος ο Τ.«Εντελώς», απάντησε ο Π.«Θετικός. Έχει ταλέντο. Θα πιάσει», παρατήρησε ο Τ.«Και χορεύει και ωραία. Πρέπει να είναι μπαλαρίνα», αποφάνθηκεο Π.«Να τον στείλουμε σε κάνα ριάλιτι. Θα κάνει θραύση», βγήκε ηετυμηγορία.ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΜΑΝΑ, ΑΠΛΩΣ ΜΑΤΩΝΩΟ Αλεξάκης καθόταν μόνος σπίτι του. Είχε στρίψει ένα μεγάλο, μεγάλο,πολύ μεγάλο τσιγάρο. Είχε βάλει μέσα και μερικά ιχνοστοιχεία.Και μεταλλικά άλατα. Και φούντα. Βασικά φούντα. Άραζε. Καθόταν.Καθόταν αραχτός. Και αραζόταν, κάπνιζε και άκουγε. Στο σιντιπλέιερέπαιζε ένα τραγούδι του Bob Dylan. Ο Αλεξάκης είχε μαστουρώσεικαι είχε αφεθεί στη μαστούρα του πλήρως. Πρώτη μέραπίσω στην πόλη πάντα αυτό έκανε. Την είχε ονομάσει «ημέρα απο-- 120 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>συμπίεσης», κλέβοντας τον όρο από τον Πέτρο. Η πρώτη μέρα μετάαπό κάθε διάστημα απουσίας του, μια μέρα που ήταν αφιερωμένηστην ψυχική του κατάσταση. Η ησυχία έντεινε το συναίσθημα πουμετέδιδε το τραγούδι. Το ίδιο και η μαστούρα του. Τα λόγια του «Ιάκωβου»ηχούσαν καθαρά σαν κρύσταλλο στα αυτιά του. Προσπαθούσενα μην συγκεντρώνεται σε αυτά που λέει το τραγούδι. Ήθελενα πιάσει μόνο την ατμόσφαιρα και το φίλινγκ. Όμως όσο το έλεγεστον εαυτό του, τόσο περισσότερο ασυναίσθητα παρακολουθούσετα λόγια, ώσπου δεν άκουγε τη μουσική, παρά μόνο σιγοτραγουδούσετους στίχους.«That he not busy being born, is busy dying».Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τόσο του άρεσε στονστίχο. Είχε λέξεις παράξενα διαλεγμένες και δημιουργούσε έναλογοπαίγνιο άξιο προσοχής, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ίσως ήταν οιαναθυμιάσεις, ίσως η κατάθλιψη της επιστροφής στην πόλη, αλλάένιωθε κάτι να τον ανατριχιάζει βαθιά όταν άκουγε αυτά τα λόγια.Χαμογέλασε στο άκουσμα μιας φράσης που ακολουθούσε:«And it’s alright ma’ , I can make it».Σκέφτηκε πόσο δυνατό όπλο είναι η μουσική. Πόσο εύκολα μπορείνα σε κάνει να κλάψεις. Ή να γελάσεις. Ή πρώτα το ένα και μετάτο άλλο. Και μετά πάλι το πρώτο. Και τούμπαλιν. Ήθελα να ‘ξεραποιος μάγκας ανακάλυψε τη μουσική, σκέφτηκε ο Άλεξ καθώς ένακύμα καπνού κατέβαινε τον οισοφάγο του.Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν κάποιος. Δεν τον ενδιέφερε. Ξανά.Και πάλι. Τέταρτη φορά που ακούστηκε το κελάιδισμα και ο Άλεξκατέβηκε τα σκαλιά από το πατάρι του σιχτιρίζοντας τον απρόσκλητοεπισκέπτη. Ήταν ο Πέτρος.«Έλα ρε μαλακά, τι κάνεις τόση ώρα;»- 121 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Γαμιέμαι», απάντησε ο Άλεξ και σωριάστηκε στον καναπέ.«Πάλι; Όπως και την άλλη φορά, μόνος σου; Ωραία πρέπει να ‘ναι.Χωρίς άγχος. Χωρίς κρεβατομουρμούρα».«Σχεδόν αστείο», σχολίασε κακομουτσιασμένα ο Άλεξ.«Προσπάθησα», απολογήθηκε ο Πέτρος χαμογελώντας.«Τι έγινε, επέστρεψαν όλοι;» ρώτησε ο Άλεξ τραβώντας ακόμαμια τζούρα απ’ το πράμα που κάπνιζε. Ή έπινε. Ή όπως αλλιώς θέλετε.Έτρωγε.«Ναι, ήρθαν όλοι. Ήρθα να σε πάρω. Πάμε στη Φαίη».«Οκ. Μέχρι να ετοιμαστώ, άκου αυτό. Θα σε βοηθήσει πιστεύω».Ο Άλεξ μάζεψε τα κομμάτια του από τον καναπέ και άρχισε να μετακινείταιαργά-αργά προς την ντουλάπα. Άρχισε να ψάχνει για τακλασικά του ρούχα, τα οποία είχε σε αναρίθμητα αντίτυπα, κρεμασμένατο ένα δίπλα στο άλλο. Ο Πέτρος είχε μείνει με την απορίατου τι ήταν αυτό που έπρεπε να ακούσει. Ο Άλεξ έφαγε μια αναλαμπή-τσικούμ!- και επέστρεψε, πάτησε το Νο 7 στο σιντιπλέιερ καιέδωσε φωνή στο φουλ. Δεν παρέλειψε να βγει και από πάνω όμως,επισημαίνοντας: «Έλα ρε μαλάκα, όλα μόνος μου θα τα κάνω;»Στην αρχή ακούστηκε μια κιθάρα. Έπειτα μια φυσαρμόνικα. Ο Πέτροςάραξε να κάνει ένα τσιγάρο κι αυτός με τη σειρά του. Κανονικότσιγάρο. Όχι ότι τα άλλα είναι ακανόνιστα. Ξέρετε τι θέλω να πω.«Πώς λέγεται το τραγούδι;»«She’s your lover now. Σου πάει γάντι». Ο Πέτρος χαμογέλασε καιάρχισε να ακούει, καθώς ο Μπομπ άφηνε το εισαγωγικό του σόλοκαι ετοιμαζόταν να τραγουδήσει. Ο πρώτος στίχος που του κόλλησεστο μυαλό ήταν στο αρχικό τετράστιχο.«Pain sure brings out the best in people, doesn’t it?»Το ζύγισε. Μεγάλη αλήθεια είπες τώρα Μπομπ, σκέφτηκε ο Πέτρος.Ο άνθρωπος όταν πονάει, όταν στεναχωριέται, όταν ζορίζεται,όταν τα βρίσκει σκούρα, όταν βλέπει πως μπροστά του υπάρ-- 122 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>χει ένας γκρεμός, ένας τούβλινος τοίχος, μια καταιγίδα έτοιμη νατον κατασπαράξει, τότε είναι που μεταμορφώνεται. Κανείς δεν ξέρειακριβώς ποια χημική αντίδραση γίνεται μέσα του και τι ενεργοποιεί,αλλά ένα είναι σίγουρο. Πως όταν πονάμε βγάζουμε τον καλύτεροεαυτό μας. Όταν έχουμε φτάσει στον πάτο και νιώθουμε ότιδεν πάει παρακάτω, τότε κάποιου είδους τοξίνη εκκρίνεται από τονοργανισμό μας -ας την ονομάσουμε για χάρη της ιστορίας «καλυτερίνη»-και μας κάνει απλά καλύτερους. Σε όλα. Παντού. Στις σχέσειςμας, στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους γύρω μας. Φεύγειο εγωισμός μας, πέφτουν οι μάσκες, τα τείχη. Είναι η περίοδοςπου ενεργοποιείται έντονα η έμφυτη ανάγκη για έκφραση. Γιααγάπη. Αγαπάμε. Νοιαζόμαστε. Είναι η πιο όμορφη περίοδος, παρ’όλο που δεν της φαίνεται. Είναι αυτές οι καταστάσεις που μας ωριμάζουν.Ο Αλεξάκης είχε περάσει στο μπάνιο να κάνει ένα γρήγορο ντουςμπας και ανακτήσει τις αισθήσεις του στο φουλ. Είχε ξεχάσει πωςμόλις ντύθηκε και έτσι αναγκάστηκε να ξεντυθεί πάλι. Κάπου τότε,το αυτί του έπιασε έναν ακόμα ενδιαφέροντα στίχο.«Yes, you, you just sit around and ask for ashtrays,can’t you reach?»Χαμογέλασε κι εκείνος. Του φάνηκε αστείο. Και τραγικό. Συνειρμικάο στίχος τού θύμισε μια παλιά του γνωριμία. Τον Καρμοίρη.Τον Στέλιο όπως τον λέγανε, αλλά η παρέα τον φώναζε «Καρμοίρη».Η τότε παρέα του, πίσω στο πρώτο έτος.Ο Στέλιος λοιπόν είχε μια κοπέλα, την Άννα. Η Άννα καλή και χρυσήκοπέλα, αλλά… μάλλον όχι. Δεν ήταν ούτε καλή ούτε χρυσή. ΗΆννα ήταν απαράδεκτη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η πάρτητης, τίποτα άλλο. Θα χρησιμοποιούσε ό,τι μέσο διέθετε για να πετύχειαυτό που ήθελε. Πώς γίνεται τώρα και κάθε φορά που μια τέτοιακοπέλα ψάχνει για ένα υποχείριο, πάντα βρίσκεται κάποιος- 123 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπρόθυμος. Ένας προσωπικός σκλάβος τής χτυπάει την πόρτα. Τοθύμα. Ο τελευταίος του πάτου. Ο μηδέν. Αυτός που θα της πραγματοποιήσεικάθε επιθυμία. Αυτός ήταν ο Στέλιος για την Άννα. Ό,τιζήταγε λοιπόν η Άννα, ο Στέλιος εκεί. Παγωτό η Άννα; Παγωτό. Κιας ήταν πέντε το πρωί στο κλαμπ και χόρευαν. Κι ας ήταν το κοντινότεροπερίπτερο στα δεκαπέντε χιλιόμετρα. Κι ας χιόνιζε έξω.Έπρεπε να πάει σπίτι η Άννα γιατί κουράστηκε; Σπίτι η Αννούλα. Κιας ήταν ο Στέλιος στο πανεπιστήμιο σε σύσκεψη με τον επιτηρητήτου. Θα τα παράταγε όλα και θα έτρεχε για να μην πάρει το λεωφορείοη Αννούλα που δεν θα είχε θέση και θα έπρεπε να σταθεί όρθια.Όταν δε η Αννούλα είχε περίοδο… Α, τότε ήταν το καλύτερο.Τότε ήταν η αποκορύφωση. Ποιος την έπιανε την Αννούλα τότε. ΟΠέτρος αναπόλησε την τελευταία φορά που η Αννούλα είχε ζητήσεικάτι απ’ τον Στέλιο. Ή μάλλον το προτελευταίο.Ήταν σε φιλικό σπίτι και έπαιζαν χαρτιά. Έπιναν τα κρασάκια τους,γελούσαν, χαριεντιζόντουσαν, όταν ξάφνου κάτι απερίγραπτο συνέβη.Η Αννούλα ανακάλυψε ότι βαρέθηκε. Και ήθελε να πάει σπίτι. ΗΑννούλα δεν ήταν όμως σαν τα άλλα κορίτσια. Φυσικά δεν θα έκανευπομονή και ούτε θα έβαζε σε κίνηση τους γυναικείους πλεονασμούςπου διέθετε σε μπούστο και νάζι, για να πείσει τον αγαπητικότης να φύγουν. Όχι. Η Αννούλα είχε απαιτήσεις. Είχε ύφος. Είχεαποφασίσει. Γύρισε επί τόπου στον Στέλιο λέγοντας: «Πάμε να φύγουμε,βαρέθηκα». Ο Στελάρας ο απλός, δεν ήξερε τι να απαντήσει.Το «όχι» δεν πέρασε ιδιαίτερα απ’ το μυαλό του. Ούτε το: «Ρε τι λεςτώρα, σοβαρέψου». Να μην γίνει καν λόγος για κάτι ποιο ακραίο,του στυλ: «Πάρε ταξί και παράτα με εδώ που είμαι με την παρέα καιγουστάρω, γιατί δεν παίζει να σηκωθώ να φύγω επειδή εσύ ξαφνικάβαρέθηκες ω! μέγα κέντρο του κόσμου». Όχι. Ο Στελίνιο είπεκατά λέξη -και ήταν μία μόλις η λέξη- «τώρα;». Ο μέγας αρσενικός.Ο κυνηγός. Ο άντρας των σπηλαίων. Ο Χουλκ. Ο Μπίγκφουτ. Το Γέτι.Το καλύτερο που κατέβασε το κεφάλι του ήταν το «τώρα;».Προφανώς η Αννούλα απάντησε: «Ναι, τώρα», έπειτα ζούληξε- 124 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>και μια δικαιολογία στην πρόταση, «Γιατί είμαι πολύ κουρασμένηκαι πρέπει να ξυπνήσω νωρίς», και αυτό γιατί δεν ήθελε να χάσειτην αξιοπιστία της με τους υπόλοιπους της παρέας. Λες και τηνείχε ποτέ. Ο Στελάρας σηκώθηκε σαν βρεγμένη γάτα, αποχαιρέτησεγενικεύοντας τη δικαιολογία της Αννούλας σε πρώτο πληθυντικό,«Εμείς θα την κάνουμε γιατί είμαστε πτώματα και έχουμε νασηκωθούμε νωρίς το πρωί», πάνω στο σκεπτικό του «και ενώθηκανεις σάρκα μιαν», έβαλε το παλτό του και για πότε έκλεισαν τηνπόρτα πίσω τους, κανείς δεν κατάλαβε.Οι υπόλοιποι είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Το μόνο που ειπώθηκεεπί του θέματος ήταν ένα αόριστο, «τι έγινε τώρα ρε μαλάκες;»Αξίζει να σημειωθεί πως το σπίτι όπου βρίσκονταν ήτανσε ορεινή περιοχή. Έξω έβρεχε. Ο Στελάρας έπαιζε χαρτιά, μα ηΑννούλα ήταν αυτή που είχε ρέντα. Τον έβαλε να πάει μέχρι εκείπου είχαν αφήσει το αμάξι και να το φέρει μπροστά της για να μηνβραχεί. Μόλις έφτασε το αμάξι με τον βρεγμένο-εις-διπλούν-καιδιμπλούμΣτέλιο, η Αννούλα δεν κουνήθηκε. Περίμενε να της ανοίξειτην πόρτα και να της παράσχει μια αυτοσχέδια ομπρέλα σηκώνονταςτο παλτό του, αφού δεν είχαν φέρει δική τους επειδή εκείνητο είχε βρει περιττό.Στη διαδρομή, αφού του τα έχωσε που δεν είχε πάρει ομπρέλα, μετην αιτιολογία ότι αυτός θα έπρεπε να ήξερε καλύτερα για τον καιρόεδώ πάνω αφού σε φίλο του είχαν πάει στο κάτω-κάτω, μετά γενίκευσετο κράξιμο με ατάκες του στυλ, «τι σόι άντρας είσαι εσύ;»και «πώς θα με προστατεύεις, αν ούτε μια ομπρέλα δεν σκέφτεσαινα φέρεις;» Ο Στέλιος ζητούσε συγνώμη για ό,τι πιθανό και απίθανοπαράπτωμα μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ότι θα τουκαταλογίσει η Αννούλα. Όλα αυτά σύμφωνα με όσα έμαθε ο Πέτροςαπό μια φίλη της Αννούλας, με την οποία κάποια χρόνια αργότεραο Πέτρος φασώθηκε (βλ. ήρθε σε σεξουαλικού είδους επαφή) σεένα πάρτι μεθυσμένος. Αχ, η Ασπασία. Ωραίος κώλος, καλή φωνή,μέτριο βυζί αλλά μούρη κανάτα. Έτσι την είχε χαρακτηρίσει ο Άλεξ,- 125 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπροκαλώντας τη δυσαρέσκεια, αλλά και το γέλιο του φίλου του.Πού είχαμε μείνει όμως; Α, ναι, είχαμε μείνει στην Αννούλα. Καιστο Στέλιο. Και στο λάστιχο. Που και αυτό έμεινε. Ο Στέλιος το άλλαξεμόνος του προφανώς, «και γρήγορα, σε παρακαλώ», γιατί«βιαζόντουσαν» και «κρύωναν» παρ’ όλη τη θέρμανση. Ο Στελάραςο ήρωας άλλαξε και το λάστιχο, ζήτησε και συγνώμη για τα νεράπου έσταξε πάνω στην αγαπημένη του καθώς επέστρεψε στο αμάξι.Εκείνη δεν του το συγχώρεσε ποτέ. Όταν έφτασαν σπίτι της κατέβηκεκαι του είπε -ή μάλλον τον ενημέρωσε- πως θα μείνει μόνητης εκείνο το βράδυ και του έκλεισε την πόρτα στη μάπα. Τις πόρτεςμάλλον. Και του αυτοκινήτου και την εξώπορτα.Ο Στελάρας ο άφωνος δεν έκανε κίνηση να βάλει μπρος, προσπαθώνταςνα βρει ένα σημάδι αξιοπρέπειας μέσα του. Μάταια όμως.Η Αννούλα, απ’ την άλλη, άνοιξε το παράθυρο του σπιτιού μετά απόδέκα δευτερόλεπτα και του φώναξε: «Α! Και πού ‘σαι. Μην με ξαναπάρειςτηλέφωνο. Χωρίζουμε. Μαλάκα!» κλείνοντας έτσι τον κύκλοτων πραγμάτων που ζήτησε η Αννούλα από τον Στελάρα το μαλάκα.Το επόμενο πρωί η Αννούλα είχε ήδη ξυπνήσει με άλλον άντρα.Το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Πέτρος, ήταν πως αυτέςοι γυναίκες τραβάνε αυτού του είδους τους άντρες σαν μαγνήτες.Αλλά ακόμα και αυτοί δεν μπορούν να κορέσουν τη δίψα του«θέλω». Αργά ή γρήγορα τους βαριούνται και τους πετάνε. Αυτούςπου έκαναν τα πάντα στο όνομα του έρωτα. Έρωτα… Αυτός δεν ήτανέρωτας. Ήταν, είναι και θα είναι καθαρός μαζοχισμός. Το τραγικότης υπόθεσης είναι ότι η Αννούλα βρήκε άλλον Στελάρα και ο Στέλιοςβρήκε άλλη Αννούλα. Και ο κύκλος της ζωής συνεχιζόταν αρμονικάμε το λιοντάρι να πηδάει το λαγό.Το τραγούδι είχε ήδη τελειώσει μέχρι ο Πέτρος να επιστρέψει απ’το εθιστικό φλας μπακ. Πρόλαβε μόνο ν’ ακούσει τον τελευταίο στίχο,καθώς ο Άλεξ πάταγε το στοπ.- 126 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«But it’s all right Ma’ it’s life and life only»ΤΑ ΦΕΜΙΝΟΒΑΜΠΙΡ ΚΑΙ ΤΟ ΦΛΟΥΡΕΙΔώδεκα και τέταρτο τα ξημερώματα, η παρέα έσκασε μύτη στοfra.p.e. Είχε προηγηθεί ένα μικρό meeting στο σπίτι της Φαίης,όπου όλοι άφησαν παρέα στον παλιό το χρόνο τις έχθρες και τιςπαρεξηγήσεις τους και αποφάσισαν να το γιορτάσουν πιο κοσμικά.Η Φανή με τη Φαίη είχαν φτιάξει μια βασιλόπιτα για το νέο έτος.Ξέρετε έτσι για το γούρι. Για φλουρί είχαν κρύψει μέσα ένα χαρτάκιπου έγραφε: «φλουρεί». Το αστείο το καταλάβαιναν μόνο αυτές,που καθώς έψηναν την πίτα συζητούσαν για τα ανορθόγραφα σημειώματατων μεταναστών, που ζητούσαν οικονομική βοήθεια. Ημόδα που ξεκίνησε από αυτούς, είχε εξαπλωθεί σε όλους τους ζητιάνουςκαθώς πίστευαν πως με αυτό τον τρόπο θα προκαλούσαντην αμέριστη συμπάθεια του κόσμου. Έτσι έβλεπες πλέον όλουςτους άμοιρους, άπορους, κουφούς, κουλούς, κουτσούς, τρελούς,ναρκομανείς, να κρατούν ανορθόγραφα σημειώματα.Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο. Ήταν και Σάββατο βράδυ μία εβδομάδασχεδόν μετά το ρεβεγιόν, ο κόσμος σαν κοσμοπολίτικο βαμπίρείχε αρχίσει να ξαναδιψάει για ξενύχτι, ποτό και σεξ. Ο dj έπαιζεένα γνωστό κομμάτι των Suede και τα φωτορυθμικά που είχανεγκατασταθεί με το νέο έτος, έδιναν στο μαγαζί μια πολύ bistro εμφάνιση.Όπως ακριβώς έπρεπε.«Τι είναι αυτά ρε μαλάκα;» είπε ο Άλεξ απευθυνόμενος προς τοφίλο και υπάλληλο Πέτρο. «Λες κι έχω έρθει σε πάρτι με πυγολαμπίδεςνιώθω».«Ωραία είναι», παρατήρησε η Φένια που γενικότερα της άρεσαντέτοιου είδους παρεμβάσεις.«Σαν ντίσκο είναι!» έδωσε το στίγμα της η Φαίη καθώς πήγαινενα βρει τρόπο να κόψουν και να σερβίρουν τη βασιλόπιτά τους, κοι-- 127 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνώς πιάτα, πιρούνια και μαχαίρια. Είχε ήδη φροντίσει όμως ο μισοαμερικάνοςπατρόνας του μαγαζιού και ερχόταν με ένα τραπεζάκιπαραμάσχαλα και ασημικά για να καλωσορίσει την παρέα. Τη Φένιαβασικά ήθελε να καλωσορίσει. Αλλά και την παρέα κατ’ επέκταση.Του είχε λείψει η παρουσία της στο χώρο και στο χρόνο, αφούένιωθε ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανέναν άλλον σε αυτήτην παράξενη πατρίδα.Ως αντάλλαγμα για την εξυπηρέτηση, τα παιδιά αποφάσισαν νατου παραχωρήσουν τη θέση του Χριστού στη βασιλόπιτα. Ούτωςή άλλως του Σπιτιού, του Θεού, της Παναγίας και των Αγίων καιμπλαμπλαμπλα τα είχαν από καιρό καταργήσει, γιατί τους μείωναντις πιθανότητες για την υπέρτατη νίκη του φλουριού. Παρά τηνέκτακτη συμμετοχή του outsider Φρανς, εκπλήξεις στη διεκδίκησητου τούρτινου τίτλου δεν υπήρξαν. Το κέρδισε ο Πέτρος. Για πολλοστήφορά. Βέβαια όταν ο Πέτρος σήκωσε αυτό που, και καλά, έπρεπενα είναι στρογγυλό και μεταλλικό, απόρησε. Ο Αλεξάκης έπεσεαπό πάνω του να δει τι είναι, ως αυθεντικός περίεργος. Ο Πέτροςάνοιξε το χαρτάκι και γέλασε, ενώ ο Άλεξ ρώτησε προς τις “μαγείρισσες”:«Ποιος φλουρεί ρε παιδιά; Και τι φλουρεί δηλαδή; Τοφλούριο;» Η παρέα γέλασε. Η παρέα ήπιε. Μετά γέλασε λίγο ακόμα.Μετά ξαναήπιε. Μετά γέλαγε συνέχεια.«Πότε θα ξαναδούμε το Λύκο;» ρώτησε ο Άλεξ με ανυπομονησία.«Γιατί, σου ‘λειψε;» απάντησε ο Πέτρος προσπαθώντας να χαμογελάσει,ενώ ταυτόχρονα κατέβαζε μια γουλιά μπίρας.«Μας έχει λείψει η φάτσα σου όταν τον βλέπεις», απάντησε γιαλογαριασμό του Άλεξ η Φανή, την ώρα που με το δικό της μπουκάλιμπίρας τσούγκρισε ελαφρώς το αιωρούμενο μπουκάλι του Πέτρου,σε μια φιλική προσπάθεια να τον κάνει να πανικοβληθεί.«Ακούσατε τα νέα για το πανεπιστημιακό μας μέλλον;» πετάχτηκεστο άκυρο η Φαίη, αλλάζοντας άποψη στη συζήτηση. Τα ερωτηματικάνεύματα, ακολουθούμενα με μερικά «τι;» αποτέλεσαν το σύνολοτων απαντήσεων προς την ερώτηση. Η Φαίη συνέχισε: «Εμείς- 128 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>αύριο έχουμε συνέλευση και όλα δείχνουν ότι θα το κλείσουμε».«Ναι κι εμείς», είπε ο Πέτρος. Από τα πρόσωπα των υπολοίπωνφαινόταν πως πάνω-κάτω όλοι γνώριζαν το ίδιο για τις σχολέςτους. Ο Τόλης είχε κρεμάσει μια γκριμάτσα, χαρακτηριστική τωναπόψεων του περί καταλήψεων.«Γιατί κοιτάς έτσι ρε στριμμένε!» αναφώνησε επιδεικτικά ο Άλεξ.Το χαμόγελο του τόνιζε την ελαφρότητα του σχολίου του.«Γιατί οι καταλήψεις είναι ένα θέμα. Οι καταληψίες ένα άλλο. Τοπαίζουν όλοι τους ιστορία. Καλά, ας κάνουν ό,τι θέλουν, εμένα γιατίδεν μ’ αφήνουν να μπω στο γραφείο μου; Τι τους φταίω εγώ δηλαδή;»«Όχι εσύ, αλλά αυτοί για τους οποίους δουλεύεις», απάντησε συνωμοτικάη Φανή.«Και αυτοί για τους οποίους δουλεύουν αυτοί, για τους οποίουςδουλεύεις εσύ», πρόσθεσε δύο φορές πιο συνωμοτικά ο Άλεξ.«Και γιατί δεν πάνε σε εκείνους τότε και τα σκοτίζουν σε ‘μένα;Να πάνε στον υπουργό να του χτίσουν με τούβλα το γραφείο. Γιατίτο δικό μου;» Τον Τόλη τον έπνιγε το δίκιο του. Και με το δίκιο του.«Γιατί εκεί δεν μπορούν να πάνε, δεν τους παίρνει, θα τους μπαγλαρώσουνόλους. Ενώ σ’ εσένα μπορούν. Και το κάνουν», εξήγησεη Φένια μπαίνοντας ενεργά στη συζήτηση. Είχε απόψεις και είχεσκοπό να τις καταθέσει.«Κατάλαβα. Κόμπλεξ κατωτερότητας». Έλυσε το μυστήριο ο Τόλης.«Κάπως έτσι», είπε ένας απ’ όλους. «Ο καθένας όπου μπορεί»,είπε ένας απ’ τους υπόλοιπους, «κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί», συνέχισεένας ακόμα, «για να σπάσει τα νεύρα», ο προτελευταίος,«σε όσους περισσότερους μπορεί», ο τελευταίος και καταϊδρωμένος.«Το καλύτερο το κάνει ο υπουργός όμως. Τη σπάει σε μισό εκατομμύριοφοιτητές και βάλε».«Ε, ναι, είναι ο καλύτερος. Γι’ αυτό είναι και υπουργός. Δεν είναι- 129 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκάνας τυχαίος! Έχει ταλέντο».Ακολούθησε ένα από τα κλασικά ελληνικά τσουγκρίσματα, geiamas, opa!, Ellada, mouzaka, tsatsiki, mpouzoukia, για να νιώσουνόλοι καλά και όλοι Έλληνες.«Μυρίζομαι φασαρίες δηλαδή;» είπε ο Πέτρος μετά το τσούγκρισμα,κοιτώντας προς τη μεριά του Τόλη.«Άμα αρχίσουν πάλι τα “δεν σ’ αφήνω να περάσεις ρε κωλοδεξιέ”,εννοείται ότι θα έχουν φασαρίες. Άσε που τη θυμάμαι τη φάτσαεκείνου του μαλάκα από πέρσι. Φέτος δεν ξέρει τι ξύλο έχει ναμαζέψει, χαμός θα γίνει».«Δεν παίρνει τα χαμπάρια του!» πρόσθεσε ο Άλεξ πατριωτικά.«Γι’ αυτό πας γυμναστήριο όλο το χρόνο ρε; Για να παίζεις ξύλοστις καταλήψεις;» απόρησε, χωρίς πραγματικά να απορήσει, η Φένια.«Το γυμναστήριο, είναι θέμα πειθαρχίας, εκγύμνασης και καλήςφυσικής και πνευματικής κατάστασης», επεξήγησε ο Τόλης με τοπλέον εμβριθές ύφος που διέθετε.«Νους υγιείς, εν σώματι υγιή», πρόσθεσε η Φανή.«Υγιές», διόρθωσε η Φένια.«Υγιή, είπαμε», ξαναδιόρθωσε η Φανή.«Υγιές. Νους υγιείς, εν σώματι υγιές», την ξανα-ματα-διόρθωσεη Φένια, προσθέτοντας ολόκληρη τη φράση ως ηχητική επιβεβαίωσητου γνωμικού της.«ΥΓΙΗ, κοπέλα μου. Χώνεψε το! Υ – ΓΙ – Η», στράβωσε η Φανή.«Αφού δεν την παλεύετε με τις αρχαιοελληνικές εκφράσεις, γιατίτις χρησιμοποιείτε; Νομίζετε ότι σας κάνουν πιο έξυπνες; Το ίδιοχαζές είστε», αποφάσισε να χωθεί σαν σφήνα ο Άλεξ στον κοριτσοκαυγά.Μέγα λάθος.«Τι θες κι εσύ ρε; Άξεστε τύπε!» αντιγύρισε μια φράση η Φένια.«Άξεστε σωβινιστή τύπε», πρόσθεσε τα μπαχάρια η Φανή.«Βρε, δεν πάτε κι οι δύο στο διάολο», τις διαολόστειλε ο Άλεξ.«Ωραίο επιχείρημα ρε! Ωραίο λεξιλόγιο. Χωριάτη!» απάντησαν η- 130 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Φενιο-Φανή.«Α, μου θες επιχείρημα; Οκ. Αντί να τσακώνεστε για το πώς ακριβώςτο είπε ένας μαλάκας ονόματι Αρχιομήδης ή Περσιανθαγόραςή Φρικαλεοκλής, πριν τρεις χιλιάδες χρόνια που δεν είχε ανακαλυφτείούτε ο φραπές, δεν κοιτάτε αυτό που είπε και να αρχίσετε ναγυμνάζεστε λίγο, που έχουν αρχίσει και κρέμονται τα πατσοκοίλιααπ’ τα κοντά μπλουζάκια που φοράτε; Πώς σου φαίνεται αυτό γιαεπιχείρημα;» Η Φένια κοκκίνισε. Ο Άλεξ κατάλαβε ότι είχε χτυπήσειφλέβα και συνέχισε:«Και μην μου αρχίσετε τώρα τα “εμείς πάμε χορό” και μαλακίες,γιατί αυτά είναι γκέι. Χορός και κουραφέξαλα. Πάτε εκεί φτιαγμένεςκαι μακιγιαρισμένες λες και έχετε πάει για πασαρέλα και δενχύνετε ούτε μια σταγόνα ιδρώτα. Κουνάτε τα ποδαράκια σας πάνω-κάτωσαν να είστε τίποτα μη-μου-άπτου κούκλες από πορσελάνη.Και μετά νομίζετε ότι γυμναστήκατε!»Το θέμα του χορού έκανε τη Φαίη να μπει και αυτή στη συζήτηση,συσπειρώνοντας τη γυναικεία γροθιά απέναντι στον κατακτητή.«Καλά, αυτό που λες Αλεξάκη είναι χοντρή μαλακία. Ο χορός σεπεθαίνει και πάω και στοίχημα πως ούτε τρία λεπτά δεν θ’ άντεχεςεκεί μέσα».«Τρία λεπτά κάνετε μόνο να δέσετε τα πουέντ σας!» απάντησε μευφάκι ο Άλεξ.«Οι πουέντ είναι στο μπαλέτο ρε ανίδεε!» τον διόρθωσε η Φένια,παίρνοντας μια ανάσα από την πολιορκία.«Κλασικό μπαλέτο, σύγχρονος, υπερσύγχρονος, υπερσυντέλικος,τζαζ, στριτ τζαζ, στριπ τζαζ, άντερ δε στριτ τζαζ, όβερ δε μπριτζτζαζ και τζατζίκια. Έχουν βγάλει μερικοί έξυπνοι σαράντα διαφορετικάήδη χορού -που βασικά μπορούν όλα να συμμαζευτούν σεένα ή δύο- και σας παίρνουν τα λεφτάκια σας κανονικά, για να μπορείτεεσείς να κάνετε κόντρες μεταξύ σας για το ποια κάνει το χορόμε το πιο εφετζίδικο όνομα». Ο Αλεξάκης ένιωθε να τις έχει τουχεριού του. Άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο και συνέχισε: «Για να- 131 -


Μιχάλης Φουντουκλήςμην πιάσω τα περί λάτιν και Κούβα και Φιντέλ και κόκκινα φορέματακαι τα αρχίδια μου κουνιούνται. Πάτε και δίνετε μια περιουσίαγια ανούσια πράγματα που δεν θα σας χρησιμέψουν σε τίποτα».«Ε, όχι και ανούσια!» ακούστηκε το 3Φ σύσσωμο, βγαίνοντας απότα ρούχα του. Μεταφορικά μιλώντας, πονηρέ αναγνώστη. Ο Άλεξείχε πετάξει επίτηδες εκείνη τη σπόντα για να τις τσιτώσει. Τουάρεσε να τις τσιτώνει. Το αγαπούσε. Το απολάμβανε. Δεν είχε σημασίααν πίστευε αυτά που έλεγε ή τα έλεγε έτσι. Τελείωσε το στρίψιμοτου τσιγάρου του.«Γιατί ρε κορίτσια, για πείτε μου. Αύριο, μεθαύριο που θα τελειώσετετις σχολές σας και θα πάτε να παντρευτείτε και να ανοίξετεσπίτι, τι θα τις κάνετε τις πιλάτες; Ή μήπως είναι η πιλάτες; Ήτο πιλάτες; Ένας Θεός ξέρει. Ή το χοροθέατρο και το άφροντανς ήτα σεμινάρια έκφρασης που με τόση περηφάνια ανακοινώνετε πωςσυμμετέχετε! Θα χορεύετε παρέα με τη σκούπα σας σαν τους Παπούα;»(Εδώ ας ανοίξουμε μια παρένθεση. Τέτοιου είδους λόγια σε κοπέλεςπου είναι στην ηλικία των είκοσι-κάτι, είναι μεγάλη παγίδα.Παγίδα για θύελλες αντιδράσεων, φωνών, ξεσπασμάτων, λιγοθυμιώνκαι τα ρέστα. Μόλις ένας άντρας ξεστομίσει προς μια μερίδα γυναικώντις λέξεις παντρειά, κουζίνα, σκούπα, φαράσι, νοικοκυρά,σπιτικό, ποδιά και σύζυγος, ή εκφράσεις που είναι άρρηκτα συνδεδεμένεςμε τις παραπάνω, όπως: «τράβα στην κουζίνα σου», «σπιτόγατα»,«μάπα σκουπόξυλο», κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλέσειτο θάνατό του. Ό,τι φεμινιστικό δεσοξιριβονουκλεοτίδιο έχειμέσα το dna τους, αρχίζει να φουσκώνει, να πυρώνει, να βαμπιρίζεικαι να ζητάει αίμα. Αίμα για την τιμή της αφέντρας του. Πρέπει ναείναι κάποιο σύνδρομο αντρικού σωβινισμού και καταπίεσης, αλλάαν πεις σε γυναίκα ότι μια μέρα θα πιάσει το φαράσι, θα αντιδράσειλες και της είπες ότι μόλις κατακρεούργησες τη μάνα και τον πατέρατης με πριόνι.- 132 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Για να μην ξεσηκωθούν οι γυναίκες που πιθανόν διαβάζουν αυτέςτις γραμμές, το κείμενο που κρατάτε στα χέρια σας δεν προωθείφαλλοκρατικές απόψεις, ούτε θα παραθέσει ανέκδοτα του στυλ«Πώς δίνεις μεγαλύτερη ελευθερία σε μια γυναίκα;» τα οποία, ανκαι πετυχημένα, μπορεί να έχουν ολέθριες επιπτώσεις στη διάρκειαζωής του βιβλίου και πιθανόν του ίδιου του συγγραφέως.Το οξύμωρο όμως της υπόθεσης είναι πως πολλές από τις γυναίκες,που στα είκοσι πέντε βγάζουν αφρούς από το στόμα εξαιτίαςτης λεκτικής καταπίεσης που δεχθήκαν, στα τριάντα πέντε έχουνπαντρευτεί και κάνουν ακριβώς αυτό το πράγμα: τις νοικοκυρές.Έχουν κρεμάσει τα πτυχία και τις ιδεολογίες τους στον τοίχο πλάιστο τζάκι, για να τα κοιτούν την ώρα που ψήνουν κάστανα, έχονταςσυμβιβαστεί και αυτές με μια νοοτροπία που εκλείπει για να εκλείπειαπό τη σημερινή κοινωνία. Είναι τρελό πως αυτή η ηλικία τωνμεταεφηβικών χρόνων μεταδίδει μια αγριότητα και μια επιθετικότηταστα άτομα που τη διανύουν, ενάντια σε ό,τι θεωρείται κλισέ,ή μεγαλίστικο. Στα είκοσι πέντε κανείς δεν σκέφτεται πως και αυτόςθα ανοίξει σπίτι και θα παντρευτεί. Ότι θα είναι σε ένα γραφείοκαι θα κάνει την ίδια ή παρόμοια βαρετή δουλειά που κάνουν οι γονείςτου. Ότι θα κάνει στα παιδιά του τα ίδια που τού έκαναν οι γονείςτου και που αυτός τόσο μισούσε. Όχι. Όλοι έχουν “όνειρα”. Καιλέω “όνειρα” και όχι όνειρα, γιατί έχουν διαφορά τα “όνειρα” αυτώνμε τα άλλα. Αυτών δεν είναι όνειρα, είναι ουτοπικές πεποιθήσειςπως αυτοί θα είναι καλύτεροι. Πως δεν θα κάνουν ό,τι έκαναν οι γονείςτους. Οι προηγούμενοι. Κρίνουν το παρελθόν και “ξέρουν” γιατο μέλλον. Μα βέβαια κάποιος που έχει την ικανότητα να παρατηρείπροσεκτικά, μπορεί να διακρίνει ένα άτομο που όντως πιστεύειαυτά που λέει ως όνειρα, από εκείνο το άτομο που απλώς αντιδράχωρίς λογική. Όπως αντιδράει το κάλιο με το νάτριο. Χημικά.)Με αυτό το παρατηρητικό μάτι κοιτούσε ο Άλεξ τα πρόσωπα τωντριών κοπελιών που είχε μπροστά του, προσπαθώντας να δει ποια- 133 -


Μιχάλης Φουντουκλήςαπό τις τρεις απλώς αντιδρά και ποια έχει ελπίδες. Μόνο μία φαινόταννα ξέρει. Μόνο μία δεν ωρυόταν και δεν είχε αφρίσει σαν διψασμένοφεμινοβαμπίρ. Μόνο μία δεν είχε την ανάγκη να εξηγήσειτο μέλλον της, υπό την απειλή μιας πρότασης-πριζώματος. Μίαδεν έβλεπε το μέλλον της σε κάτι που ήταν σίγουρο, μα σε κάτι πουθα ήταν τέλειο αν συνέβαινε. Κάτι που είχε μια δόση ελπίδας να γίνει,ένα πραγματικό όνειρο. Μόνο μία ξεχώριζε σε αυτή την αργήκίνηση που επέβαλε στο οπτικό του νεύρο ο Άλεξ, καθώς έβλεπεδύο αναμαλλιασμένα πρόσωπα να τον κοιτούν με μίσος και κακίαπου τους καταπατούσε τα “όνειρά” τους. Ένα πρόσωπο στο βάθος,να χαμογελάει απορρίπτοντας. Χαμογέλασε και αυτός και μετά πάτησετο mute και τις άφησε να φωνάζουν με τις ώρες, ζαλίζονταςτους γύρω, που στην τελική δεν έφταιγαν και σε τίποτα.Τα φεμινοβαμπίρ βλέποντας ότι δεν ανταποκρίνεται το θύμα τους,στραφήκαν στους άλλους δύο άντρες, οι οποίοι παρακολουθούσανμε ανοιχτό το στόμα, καθώς δύο κοπέλες τούς σιχτίριζαν με βαριέςκατάρες και αυτούς και όλους τους εκπροσώπους του φύλου τους,οι οποίοι δεν ήταν καν, στην πλειονότητά τους, παρόντες. Έτσι οΠέτρος και ο Τόλης τα άκουσαν για όλο τον αντρικό πληθυσμό χωρίςνα πουν κουβέντα.Μετά από ώρα άρχισε να ξημερώνει. Και τα φεμινοβαμπίρ, όπωςκαι τα μακρινά ξαδέρφια τους, τα βαμπίρ, είναι γνωστό πως έπρεπενα πάνε για ύπνο. Όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Η επόμενη μέραήταν μέρα αποφάσεων και όλοι χρειάζονταν έναν καλό τετράωρούπνο για να έχουν καθαρό μυαλό και να αποφασίσουν για το μέλλοντων σχολών τους. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό.ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΕΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙΉρθε η μέρα. Εκείνη η μέρα. Ξέρετε. Όχι η άλλη. Εκείνη. Εκείνηπου κάποιοι καθαρίζουν από το πρωί το λαιμό τους κάνοντας γαρ-- 134 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>γάρες με ζαχαρόνερο και κρόκους αυγών. Άλλοι έκαναν ατελείωτεςπρόβες σε αυτά που είχαν να πουν, για να τα πουν πειστικά, σχεδόνσαν να τα είχαν γράψει οι ίδιοι. Άλλοι έπιναν καφέ. Άλλοι κοιμούνταν.Ήταν πρωί βλέπετε. Κανονικό πρωί, όχι φοιτητικό. Σιγά-σιγάτα λεωφορεία για το πανεπιστήμιο γέμισαν με κάτι άλλο, εκτός απόβρώμα και δυσωδία. Φοιτητές. Φοιτητούδια. Λαμπρά μυαλά. Χτενισμέναμαλλιά. Κραγιόν. Μάσκαρα. Τακούνι. Όλο το σετ. Αν έξω δενείχε φως κάποιος θα μπορούσε με ευκολία να υποθέσει πως το λεωφορείοείχε προορισμό τα μπουζούκια, όχι το πανεπιστήμιο. Αλλάήταν πρωί όπως είπαμε. Πολύ πρωί. Οπότε θα μπορούσε κάλλιστατο λεωφορείο να γυρνούσε απ’ τα μπουζούκια.Οι αίθουσες γέμισαν με άτομα και κατ’ επέκταση πολλή φασαρία.Οχλαγωγία, καφέδες και τσιγάρα. Ο κόσμος είχε αρχίσει ήδηνα ψιθυρίζει ανήσυχος για το τι θα επακολουθούσε. Φήμες εξαπλώνοντανστα αμφιθέατρα για πούλμαν με δεξιούς και κλούβεςμε αριστερούς, ονόματα, διευθύνσεις, κατορθώματα. Ο Άλεξ ήτανεκεί μαζί με τη Φανή. Ήπιαν το καφέ τους μαζί, φραπέ και οι δύο,και μετά ο καθείς το δρόμο του. Ο ένας στο μαθηματικό και ο άλλοςστην ιατρική. Η Φανούλα η γιατρός. Έπρεπε να περπατήσει αρκετάμέχρι να φτάσει στο καταχωνιασμένο τμήμα της ιατρικής. Αλλά άξιζετο κόπο. Εκεί είχαν πρώτης τάξης θέρμανση, όχι σαν τους δευτεροκλασάτουςτου μαθηματικού.Κατά το μεσημεράκι, οι συζητήσεις επί συζητήσεων ήταν έτοιμεςνα αρχίσουν. Τα debates λοιπόν. Ή ντιμπέιτς ελληνιστί. Οι εκπρόσωποιτων πολιτικών παρατάξεων είχαν αγκυροβολήσει σε περίοπτηθέση ντυμένοι με περίοπτα ρούχα και ήταν έτοιμοι για περίοπτεςκαταστάσεις. Ο καθένας με χρωματικές αποχρώσεις τουσυλλόγου που εκπροσωπούσε. Μπλε σακάκια, πράσινα ταγεράκια,κόκκινα κοντομάνικα και ροζ ελέφαντες. Το κοινό έτρεμε από τηναγωνία. Ή από το κρύο, τουλάχιστον στο μαθηματικό. Οι ομιλίεςπου ακολούθησαν έχουν ελάχιστη, αν όχι μηδενική σημασία. Ίσωςπαρατεθεί κάποιο απόσπασμα αργότερα, εντελώς ενδεικτικά. Αν- 135 -


Μιχάλης Φουντουκλήςκαι αμφιβάλω. Πιθανότατα να κρατηθούν κρυφές από το αναγνωστικόκοινό, επειδή δυσχεραίνουν την εγκεφαλική λειτουργία καιυποβαθμίζουν το ανθρώπινο είδος. Ο Άλεξ είχε βουτήξει στην υποβάθμισητού είναι του. Σαν αντίδραση άρχισε να αφαιρείται. Άρχισενα σκέφτεται. Οι σκέψεις του καταπιάστηκαν από ένα μήνυμα στοκινητό που του έστειλε η Φανή, η οποία παράλληλα είχε βγάλει τομπλοκάκι της και ζωγράφιζε ένα πορτρέτο του πρωθυπουργού ντυμένουμε ζαρτιέρες.ΟΤΑΝ ΤΟ ΜΗΛΟ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΗΛΙΑΣε αυτήν εδώ τη χώρα, όλοι παραπονιούνται για το σύστημα. Για τηδιαφθορά. Που ο καθένας κοιτάει την πάρτη του. Όλοι γκρινιάζουν-γρίνια, γρίνια, γρίνια- για τους πολιτικούς που υπόσχονται και δενκάνουν, που κλέβουν και που παραπλανούν τον κοσμάκη, «ε ρε, σετι κράτος ζούμε» και «μας έχουνε ρουφήξει το αίμα» και «παρ’ τονέναν και χτύπα τον άλλον». Κλιμακωτά η γρίνια ανεβαίνει, γραπώνονταςτους από πάνω. Σειρά έχουν οι τράπεζες, που είναι «πίσωαπ’ τους πολιτικούς», τα «ισχυρά κεφάλαια», αυτοί που «κινούντα νήματα», οι «κουστουμάτοι πατρόνες». Αν δε, φουντώσει γιατα καλά το πανηγύρι των ευθυνών, τα σκαλοπάτια οδηγούν στουςΑμερικάνους και καταλήγουν στους Εβραίους «που είναι πίσω απ’όλα». Και κάτω-κάτω ποιος είναι; Ο κοσμάκης. Οι μπατίρηδες. Οιδύσμοιροι. Ο απλός λαός. Οι αθώοι. Οι «νίπτω τας χείρας μου». Ηεργαζόμενη τάξη. Που όλα τα κάνει καλά και κατά έναν ειρωνικότρόπο πάλι στα σκατά επιπλέει. Πάντα. Και οι ευθύνες πάνε όπωςοι εξυπηρετούμενοι στις δημόσιες υπηρεσίες: από τον έναν στονάλλον. Και δώσ’ του μετά οι συζητήσεις στα ταβερνάκια με κρασάκι,και «ρε Μητσάρα πότε θα αλλάξει η Ελλαδίτσα μας;» «ποτέ ρεΠαύλο, αφού πάντα μας καπελώνουν» και «γεια μας, να πάνε κάτωτα φαρμάκια» και «ψιτ, παλικάρι φέρε ακόμα μισό ρετσίνα, γιατί- 136 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>στερέψαμε και που ‘σαι, απ’ τη δική σου έτσι, όχι ξένη» και «ρε συ,μια ζωή τα ίδια, όλο εμείς πληρώνουμε τα καπρίτσια των άλλων»και δώσε τα τζατζίκια στα μουστάκια και δώσε οι τυροκαυτερές νατυροκαίνε τα στομάχια και οι ποικιλίες να ακολουθούνται από ζαντάκκαι μετά επιστροφή με λίγες μπριτζιόλες και κοψίδια και ταπαΐδια και μας σκοτίσατε τα…Όλα αυτά όμως είναι γνωστά και τα έχουν πει κι άλλοι και είναι μέροςτου ίδιου φαύλου κύκλου. Το πρόβλημα είναι ότι θα περίμενεκανείς η νεολαία, η εξαίρετη, ιδιάζουσα, νεολαία, που τα ζει αυτάαπ’ έξω χρόνια τώρα, τα σπουδαγμένα αυτά παιδιά που ακούνε τιςμανάδες και τους πατεράδες τους να λένε το ίδιο ποιηματάκι χρόνιατώρα σαν την προσευχή, να τα έχουν σιχαθεί. Τα παιδιά αυτά γιατα οποία η Κατοχή και η Χούντα είναι ιστορίες που λένε ο παππούςμε τον μπαμπά την ώρα που η γιαγιά με τη μαμά ψήνουν κάσταναστη φωτιά, αυτά τα παιδιά που μεγάλωσαν σε μια περίοδο όπου όλαήταν ευνοϊκά, ή έστω ευνοϊκότερα για συστηματοποιημένη παιδείακαι πολύπλευρη μόρφωση, θα έπρεπε να είχαν απαλλαχτεί από ταχιλιάδες κόμπλεξ που κουβαλούσαν οι προηγούμενοι. Ούτε καταπίεση,ούτε απαγορεύσεις, ούτε «τη ζούμε στα στενά», ούτε τίποτα.Υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, πίτσα και σουβλάκια. Όλα μια χαρά.Σινεμαδάκι τα σαββατοκύριακα, αθλητισμός, ευκαιρίες μόρφωσης,γερό χαρτζιλίκι, τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς; Αυτά ταπαιδιά δεν βρώμισαν το σπίτι τους. Το βρήκαν ήδη βρώμικο.Και τι κάνανε; Μαγνητοφώνησαν τους πολιτικούς. Μαγνητοφώνησαντον μπαμπά και τη μαμά, τον παππού και τη γιαγιά και άρχισαννα μιλάνε σαν αυτούς. Να καπνίζουν σαν αυτούς. Να βρίζουνσαν αυτούς. Να ξενοπηδάνε σαν αυτούς. Να κάνουν τις ίδιες μαλακίεςμε αυτούς. Καρμπόν. Και ποιος φταίει γι’ αυτό; Μπορούμε νααρχίσουνε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά πάλι, από τους γονείς, στουςκαθηγητές και θα καταλήξουμε στους Εβραίους και στο ότι «εμένα- 137 -


Μιχάλης Φουντουκλήςμου φταίει ο Bob Dylan που ψηφίζω αυτόν που μου κλείνει το σπίτι».Κάποιος, αν όχι πολλοί, έχουν κατά καιρούς πρωτοπεί πως «σεένα πρόβλημα ποτέ δεν φταίει μόνο η μια πλευρά». Ίσως πρέπει νααρχίσουμε να κοιτάμε στον καθρέφτη καλύτερα.Πίσω στο ντιμπέιτ, ο πρώτος «κύριος συμφοιτητής σας», τελείωνετην ομιλία του. Τα κύρια σημεία του ήταν, «για πόσο πια θα μαςυποβαθμίζουν;» «πού θα πάει επιτέλους αυτή η ιστορία;» «πρέπεινα τους δείξουμε ότι δεν είμαστε χάνοι», «επανάσταση», «αυτοδυναμία»,«υπεράσπιση της τιμής του ‘71», «μαγκιά, κλανιά καιξύλο», «κατάληψη». Ακούστηκαν άλφα χειροκροτήματα. Ο Άλεξήταν έτοιμος να παρατήσει τα ιδανικά και τα πιστεύω που διαμόρφωσαντο βίο του, για μια γρήγορη λύτρωση προς την κοντινότερηκαφετέρια. Έπιασε το κινητό του και έστειλε ένα ες εμ ες στη Φανή.«Ρε πάμε να φύγουμε; Δεν αντέχω άλλο. Λες και ακούω τους άλλουςστην τηλεόραση είναι. Ολόιδιοι. Έχουν ακόμα και τις ίδιες χειρονομίεςκαι το ίδιο λεξιλόγιο. Για όνομα». Η απάντηση ήρθε άμεσα,αν και δεν τον ευχαρίστησε καθόλου: «Κάτσε ρε συ, τώρα θα μιλήσειτο μαναράκι απ’ τη ΖΑΠ».Η Φανή, άφησε το κινητό της δίπλα, έπιασε και δάγκωσε το στυλόμε τα δόντια της και γλυκοκοίταξε το μαναράκι. Αυτός δεν την είχεπροσέξει καν. Τώρα ζούσε τα δικά του δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας.Μάλλον μια ώρα και δεκαπέντε δηλαδή. Το ντιμπείτ είχε γίνειντι-γουέιτ. Ο Αλεξάκης σηκώθηκε, ενημέρωσε στριμμένος τηνκοκκινομαλλούσα, μέσω της υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων, «Θα‘μαι στο πάρκο για φραπέ», και αποχώρησε με ιδεολογία και τιμήακέραιη. Καθώς απομακρυνόταν από τους «κύριους συμφοιτητέςμας» ένας μαλλιάς που έξυνε με το μολύβι τη μύτη του, τον αγριοκοίταξε.Ο Άλεξ μειδίασε. «Πώς πάνε οι ανασκαφές;» ρώτησε εύθυμα.Ο μαλλιάς έσμιξε τα φρύδια του και γρύλισε.Η Φανή έβαζε τα δυνατά της να παρακολουθήσει τη συζήτηση. Ο- 138 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>όμορφος ξεκίνησε την ομιλία του: «Αγαπητοί κύριοι συμφοιτητέςκαι συμφοιτήτριες, αυτά που ανέφερε προηγουμένως (δύο ώρεςπροηγουμένως) ο συνάδελφος εκπρόσωπος της ΤΡΑΣΠ, είναι μιακαλοστημένη προσπάθεια να ρίξει τις ευθύνες… καθώς αυτοί είναιπου… αλλά εμείς ουδεμία σχέση έχουμε… δεν μπορούμε να παραθέσουμεκάτι που ανάγεται σε προϊστορικές εποχές… η αντίδρασηπρέπει να είναι συλλογική… χωρίς υπερβολές και βιασύνες… αντίδρασησημαίνει διάλογος… ας επανεξετάσουμε το πλαίσιο του νόμου…μήπως… μπορεί να… αναλογιστείτε… (χασμουρητά)… δεν είναιότι εμείς δεν θέλουμε το καλό της φοιτητικής κοινότητας… (τομπούστο της Φανής ξεφούσκωσε)… θα σας φέρω τώρα το παράδειγματου ‘99… ο διάλογος είχε σαν αποτέλεσμα την επανεξέταση…(το μαλλί άρχισε να ζαρώνει)… δεν είχε όλα τα επιθυμητά αποτελέσματαθα μου πείτε… από την άλλη όμως… επανεξετάστε… φανταστείτε…συνοχή… ένωση… διάλογος… αγαπητοί… εμείς δεν, οιάλλοι μεν… δεν πουλάμε φύκια και μεταξωτές κορδέλες… (το μολύβιέπιασε δουλειά πάλι, αυτή τη φορά ζωγράφιζε τον όμορφο τηςΖΑΠ) μπορεί να έχει τελειώσει ο χρόνος μου προ πολλού, αλλά πιστεύω…ελπίζω… θα αγωνιστώ… σας υπόσχομαι…»Ένας απηυδισμένος από τη γαλαρία του αμφιθεάτρου, ρώτησεβαριεστημένα «αργούμε;» Μερικοί ακόμα σηκώθηκαν και έφυγαν.Ένας άλλος είχε πιάσει κουβεντούλα με μερικές κοπελίτσες, ετώνδεκαοχτώ, που μόλις είχαν περάσει στο πανεπιστήμιο και ένιωθανπως έπρεπε να είναι σωστές απέναντι στην κοινωνία και στους κύκλουςτης, τώρα που είχαν αυτομολήσει από το σπίτι τους. Τελικάτις έψησε να πιούνε κάνα κρασάκι, σε μαγαζί που θα τους πήγαινεαυτός, «ένα παλιό καπηλειό από τα ψαγμένα, που δεν το ξέρουνπολλοί». Η αριστερή πτέρυγα του αμφιθεάτρου ήταν αφιερωμένηστους «ό,τι λες είναι λάθος, αφού δεν είσαι ένας από μας». Κανείςδεν πλησίαζε εκεί γιατί υπήρχε κίνδυνος να κουφαθείς από τιςαγριοφωνάρες και τα ξελαρυγγιάσματα. Θα μπορούσε να σε απειλήσειακόμα και κάποιο τραύμα από τα αντικείμενα που εκσφενδό-- 139 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνιζαν κατά καιρούς, αν ο δράστης είχε ασχοληθεί με την καλαθοσφαίρισηή τη σκοποβολή.Ο Άλεξ είχε αράξει σε ένα τραπεζάκι και δυσανασχετούσε με τοφραπεδάκι του, έχοντας ρίξει τα μούτρα στο πάτωμα. Δυόμισηευρώ ο καφές; σκεφτόταν. Δυόμιση ευρώ ο καφές; παραμίλαγε ρητορικά,με αρκετή ένταση.«Γεια σου! Ο Ανέστης δεν είσαι; Ο ξάδερφος της Μαιρούλας;»μια ανύποπτη φωνή εκ δεξιών, προσπάθησε να ταράξει τους συλλογισμούςτου. Η κοπελίτσα που είχε μιλήσει έκατσε ακάλεστη καιαποφάσισε να δώσει μερικές εξηγήσεις που της φάνηκαν τόσοαπαραίτητες όσο και επαρκείς: «Είμαι η Βίρμα, είχαμε γνωριστείτα Χριστούγεννα στο πάρτι του πατέρα της Μαίρης, θυμάσαι;»«Δυόμιση ευρώ ο φραπές;» Φωνή εξοργισμένη. Ο Άλεξ δεν τηθυμόταν.«Τι;»«Δυόμιση ευρώ ο γαμημένος ο φραπές; Στο πανεπιστήμιο είμαστερε πούστη μου!»«Μήπως να σ’ αφήσω;» ρώτησε φρικαρισμένη η κοπέλα της οποίαςτο όνομα άλλαζε στο μυαλό του Άλεξ κάθε τόσο. Τώρα έμοιαζενα την έλεγαν Βιρμανία.«Στο ΠΑ – ΝΕ – ΠΙ – ΣΤΗ – ΜΙ – Ο!»Η Μπούρμα έκανε να φύγει. Ο Άλεξ σαν σύγχρονος Ράμπο τησταμάτησε. «Κάτσε. Σόρυ». Ήταν λιγομίλητος. Και ωραίος. Ήτανο Ράμπο. Εκείνη έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα σε μέγεθος αναπτήρα,πήρε από μέσα ένα τσιγάρο σε μέγεθος οδοντογλυφίδας και τίναξετα πλατινέ μαλλιά της πίσω καθώς περίμενε να την ανάψουν.Ο Άλεξ ήταν ήδη αναμμένος. Από το φραπέ. Μες το συλλογιστικότου παραλήρημα το μόνο που θυμόταν ήταν μια Μαίρη και κάτι γιαένα βλήμα.«Τι κάνει το Μαράκι λοιπόν;» αποφάσισε να ψαρέψει ανακόντα- 140 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>στον ποταμό Σιττάνγκ».«Εεε, αυτό ήθελα να μάθω κι εγώ, νόμιζα ότι μπορεί να είχες νέατης εσύ…» Η κοπελίτσα ένιωθε άβολα και είχε αρχίσει ήδη να μετανιώνειπου είχε καθίσει.«Εγώ; Γιατί να ξέρω εγώ; Εγώ είμαι σκέτο βλήμα!» Ο Άλεξ δενήξερε, αυτοσχεδίαζε, είχε απορίες, κάποιος έπρεπε να του τις λύσει.Η Μπούρκα σάστισε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει και έτσι απάντησετο αυτονόητο.«Επειδή είσαι ξάδερφός της;»Αχά! Κάτι έπιασε. Ξάδερφος Μαίρης, Μαίρη; Μαίρη… Μαίρη! ΗΜαιρούλα!«Η Μαιρούλα!» Καταχάρηκε με την υπολογιστική ισχύ του μυαλούτου. Χαμογέλασε λες και μόλις έμαθε ότι κέρδισε το τζόκερ.«Ναι;»«Α, δεν έχω ιδέα. Καλά θα ‘ναι», είπε με απάθεια. Φούσκα ο τζόγος.«Α. Καλά, απλά εγώ νόμιζα, πως, ξέρεις, εσύ… κι αυτή… ξέρεις…μιας και… αφού… πάντως ο θείος της ο Αριστείδης πολύ καλός, τονσυμπάθησα πολύ». Η Φούρκα δεν ήξερε τι να πει και είχε αρχίσεινα κατασκευάζει απόψεις που μπορεί να ανέσταιναν την ήδη νεκρήσυζήτηση. Ο Άλεξ δεν συμπαθούσε ιδιαιτέρως τον «Αριστείδητον ανοιχτοχέρη», όπως τον αποκαλούσε όχι επειδή έβαζε βαθιάτο χέρι στην τσέπη, αλλά γιατί πάντα χούφτωνε όποιο θηλυκόήταν σε ακτίνα βολής. Περιορίστηκε σε ένα ουδέτερο «χμ» και έναψεύτικο μειδίαμα.«Εσύ, πώς και δεν έχεις πάει να ψηφίσεις;» Η Φλώρα άλλαζεθέμα και όνομα ποιο γρήγορα απ’ ό,τι αλλάζουν λάστιχα στα πιτστοπ της φόρμουλα ένα. Προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου. Δεντης έκανε σωστό να σηκωθεί και να φύγει.«Σκασίλα μου, αφού όλο τα ίδια λένε. Θα πάω σε κάνα δυο ώρες,δεν θα ‘χουν τελειώσει ακόμα, να δεις».- 141 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Ναι, αλλά αν δεν ακούσεις τις απόψεις τους πώς θα ψηφίσεις;»Είχε και αυτή τα δίκια της. Ήθελε κάτι παραπάνω. Μόνο που λιγόστευετο φως στο τούνελ. Και ξέρετε τι λένε για το φως στο τέλοςτου τούνελ. Μπορεί να είναι και επερχόμενο τρένο.«Τι να ακούσω ρε κοπέλα μου, αφού τα ίδια λένε. Αυτά που λένεκαι οι πατεράδες τους στην τηλεόραση. Θα τα δω στις ειδήσεις, ταίδια θα ‘ναι. Ο έτσι θα θάβει τον αλλιώς, ότι δεν κάνει καλά τη δουλειάτου. Ο αλλιώς θα λέει πως όλα θα πάνε καλά αρκεί να κάνουμευπομονή και μετά θα σκάσει μύτη κι ο αλλιώτικος και θα πει ότι είναιμαλάκες και ο έτσι και ο αλλιώς και να παν να γαμηθούν και θατο κλείσουμε το μπουρδέλο και φωτιά στους τοίχους και αντίδραση.Και τελικά θα κλείσουμε».«Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι θα κλείσουμε;»«Γιατί ό,τι ιδεολογία και φούμαρα να πουλάν αυτοί εκεί πάνω -έναδάχτυλο προέκταση ενός προτεταμένου χεριού έδειξε κάπου αόρισταπρος τα κτήρια- εν τέλει όλοι θέλουν να κλείσουμε για να πάνεδιακοπές στα χιονοδρομικά και στα σαλέ. Όλα τα άλλα είναι μπούρδες.Λόγια του αέρα. Για να νιώσουν αυτοί σημαντικοί κι εμείς χρήσιμοι.Μετά το παίζουν και επαναστασίες».Η Φωφώ δεν άντεξε άλλο. Ιδίως εκείνο το «επαναστασίες» τήςπλήγωσε τη νεοελληνική της καρδιά. Τον θυμόταν για καλύτεροπαιδί. Ίσως έπρεπε να αναθεωρήσει. Χαμογέλασε ευγενικά καιέκανε να φύγει. Αυτή τη φορά ο Άλεξ δεν έκανε τίποτα. Έβαλε τοκαλαμάκι στο στόμα του και μασουλισορούφηξε 0,27 ευρώ καφέ.Ήταν και πετιμέζι. Ε, ρε θα τους πάρει και θα τους σηκώσει.- 142 -


Φλεβάρης_Ή γιατί τα όνειρα κάνουν κακόΧιόνι πηχτό. Στα βουνά. Καλές μέρες. Ήλιος. Είχε όμως κρύο. Σανίδες.Γάντια και γυαλιά. Και λουκέτα. Επ’ αόριστον. Κάποιοι σταβουνά και κάποιοι στους δρόμους. Και αρκετοί σπίτι τους. Όλοι είχαντη δική τους ατζέντα να ικανοποιήσουν. Καταλήψεις. Παντού.Τι να πει κανείς; Ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο; Κανείς και όλοι.Δεν υπάρχει λογική στο θέατρο του παραλόγου. Δεν υπάρχει ούτελογική ούτε ευαισθησία. Ούτε ζόμπι. Όσοι το είχαν πάρει χαμπάρι,μαζεύτηκαν σε γκρουπάκια, έδωσαν πέντε καφέδες προμήθειαέκαστος για βενζίνη και εξάρτυση και έφυγαν για τα βουνά. Πλησίαζεκαι η πανσέληνος. Είχε βάλει και κρύο. Το ‘παμε αυτό. Ο Πέτροςχτύπησε το κουδούνι του Άλεξ. Η πόρτα άνοιξε και ο προφήτηςάνοιξε ντυμένος μόνο με το μπουρνούζι του, βαστώντας στηνάκρη των χειλιών ένα τσιγάρο, έτοιμο να πέσει. Ύφος αγελάδας πουμόλις έχει γίνει σταρ του Χόλυγουντ και μαλλί αχινός σε απεικόνισητου Νταλί.«Εσύ είσαι;» ρώτησε ρητορικά, εμφανώς απογοητευμένος.«Ναι, γιατί, σε χαλάω;»«Γιατί, πότε με έφτιαξες για να με χαλάσεις; Τον Μπάμπη περιμένω.Με το μεσημεριανό μου». Καθώς ο Άλεξ έκανε μεταβολή


Μιχάλης Φουντουκλήςγια να επιστρέψει στην πολυθρόνα του, ο Πέτρος παρατήρησε ότιστο πίσω μέρος του μπουρνουζιού του έγραφε με χρυσά γράμματα«ΕΓΩ».«Εσύ;» ο Πέτρος αποφάσισε να σχολιάσει.«Εγώ;» μια απάντηση-ερώτηση στην ερώτηση-απάντηση.«Ε, εσύ! Όχι;»«Εγώ, εγώ, βεβαίως-βεβαίως».Ο Πέτρος μάζεψε από την κουζίνα δύο πόντους σκόνη με το δάχτυλότου. Άνοιξε δύο τυχαία ντουλάπια και αντίκρισε μονάχα ιστούςαράχνης γύρω από ένα κουτί ζάχαρης.«Ρε μαλάκα, πότε θα μάθεις να μαγειρεύεις; Τι θα γίνει με τηνπάρτη σου;»«Γιατί να μάθω, δεν κατάλαβα;»«Να χαρώ εγώ προκοπή. Άμα βρεις γυναίκα ρε, ποιος θα της μαγειρεύει;»Ο Άλεξ έπιασε την πολυθρόνα του και ο Πέτρος τον καναπέ. Είχεκουβαλήσει μαζί του κάτι χάρτες. Ο Άλεξ πήρε αγκαλιά το τασάκι,το φραπέ και το πακέτο με τον καπνό του. Έβαλε το πόδι σταυρωτάεπάνω στο άλλο πόδι, θυμίζοντας τριχωτή εκδοχή της Σάρον Στόουνστο Βασικό Ένστικτο.«Θα βρω γυναίκα για να μαγειρεύει αυτή ρε, όχι εγώ! Άκου εκείλογική ο δικός σου. Εμ, θα την μπαστακωθώ, εμ θα της μαγειρεύωκιόλας;»«Πού ζεις ρε πατατοκέφαλε; Πλέον έχουμε ισότητα. Πάνε αυτάπου ήξερες. Οι γυναίκες ξεσηκωθήκαν, θέλουν καταμερισμό τουνοικοκυριού και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας».«Ναι, τις έχω δει εγώ και τις δικές μας που ούτε ένα αβγό δεν ξέρουννα βράσουν. Μηδέν παιδεία από το σπίτι πια. Άχρηστες».«Μίλησε και ο χρήσιμος τώρα. Σε ποιον είσαι χρήσιμος εσύ ρε;»Ως απάντηση στο ερώτημα του Πέτρου, χτύπησε το κουδούνι.Ο Άλεξ σηκώθηκε αργά, άφησε το ποτήρι του φραπέ στον πάγκοκαι απάντησε θριαμβευτικά αυτό που και οι δύο σκέφτονταν: «Στον- 144 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Μπάμπη!» Έπειτα τον προσπέρασε σαν ντίβα με το κεφάλι ψηλάκαι χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, τιβάθος θα μπορούσε να έχει το χολ μιας γκαρσονιέρας είκοσι πέντετετραγωνικών. Άνοιξε την πόρτα.«Καλώς τον άρχοντα του οβελία, τον βασιλέα της σούβλας, τονΘεό των κρεατικών προσμείξεων!»«Τι κάνεις ρε ρεμάλι;»«Μπάμπη. Με πληγώνεις…» Ο Άλεξ είχε νάζι.«Ρε, πότε θα σοβαρευτείς εσύ;»«Mpampis. Stamata sou lew. Πλιζ!»«Δύο διπλές γύρο, ζαμπό, μπέικο, ουγγαρέζα, ας γιούζουαλ. Χαμένοκορμί. Μάθε να μαγειρεύεις ρε!» Ο Μπάμπης ήταν αμείλικτος.«Ρε, τι πάθατε όλοι απ’ το πρωί; Συνεννοημένοι είστε;» παραπονέθηκεο Αλεξάκης καθώς έψαχνε πού είχε κρυφτεί το γαλάζιοπεντάευρό του, ψαχουλεύοντας άσκοπα το γαλάζιο μπουρνούζι.Το γαλάζιο πεντάευρο ήταν στο χέρι του. Το γαλάζιο μπουρνούζιδεν είχε τσέπες.«Τι ψαχουλεύεις ρε, αφού δεν έχει τζέμπες».«Τι δεν έχει;»«Τζέμπες».«Mpampis, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπώ, αλλά θα πρέπει να σε πληγώσω.Εκτός κι αν αναφέρεσαι σε κάποιο ανερχόμενο ποδοσφαιρικόαστέρι απ’ τη Βραζιλία, ονόματι Φαβέλ Τζέμπες, τότε ατύχησες.Ελληνιστί, τζέμπες, δεν».«Η μαμά σου τι κάνει;» Ο Μπάμπης πάντα έφερνε στην κουβέντατη μητέρα του εκάστοτε συνομιλητή του, όταν ο τελευταίος κατάφερνενα τον προσβάλει με κάποιον τρόπο. Δεν το έκανε με κακίαόμως. Είχε στυλ. Είχε ρυθμό. Και χαμόγελο.«Καλά είναι, σου στέλνει τα φιλιά της». Ο Άλεξ δεν παρεξηγούσετέτοιες ατάκες, ιδίως από τον πατέρα-Μπάμπη. Αν ο Άλεξ ήταν ουπολογιστής τότε ο Μπάμπης ήταν το τροφοδοτικό. Αν ο Άλεξ ήταν- 145 -


Μιχάλης Φουντουκλήςο καπνός τότε ο Μπάμπης ήταν η καμινάδα, αν δε ο Άλεξ ήταν τονερό τότε ο Μπάμπης ήταν το σιντριβάνι.«Αυτή σου χάρισε το μπουρνούζι;»«Όχι, αυτό είναι της μάνας σου». Ο Αλεξάκης δεν άφησε την ευκαιρίανα πάει χαμένη. Ο Μπάμπης κοκκίνισε. Φούντωσε. Έλαμψε.Έγινε Λάμπεις. Του την είχανε φέρει μπαμπέσικα. Με το ίδιο του τονόμισμα. Ηρέμησε. Χαμογέλασε.«Η μάνα μου ρε, δεν νταραβερίζεται με κουμμουνιστές και αναρχικούς.Έχει και κάποιο γούστο».«Το τι κάνει η μάνα σου, άσε να το ξέρω εγώ καλύτερα!» Ο Αλεξάκηςέριξε και δεύτερο χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη.Ο Μπάμπης δεν απάντησε. Το άφησε να περάσει. Ίσως έχασε τημάχη, μα όχι και τον πόλεμο.«Θα κάτσεις λίγο μαζί μας Mpampis;»«Έχεις καφέ;»«Φραπέ».«Βάλε έναν και κάθομαι. Σκέτο, χωρίς ασπράδι (βλ. φρέντο)». ΟΜπάμπης πέρασε στο καθιστικό και ο Αλεξάκης πήγε στην κουζίνανα χτυπήσει το φραπεδάκι. Τα τοπωνύμια ίσως ξεγελούν. Στονίδιο χώρο ήταν όλοι τους. Η μεταξύ τους απόσταση ήταν μόλις δύομέτρα.«Πέτρο».«Μπαμπά!» αναφώνησε ο Πέτρος με ανακούφιση. Είχε ένα σταυρόλεξοστα χέρια του. Και ένα φραπέ μπροστά του. Έλυνε βαριεστημέναοριζοντίως και καθέτως. Ο Μπάμπης χαμογέλασε. Αυτάτα παιδιά ήταν «τα παιδιά του». Και είχε πολλά παιδιά σε αυτή τηνπόλη.«Τι οργανώνετε;» ρώτησε, παρατηρώντας τους χάρτες που ήταναπλωμένοι στο τραπέζι.«Αλήθεια, τι οργανώνουμε;» ρώτησε και ο φραπεδοχτυπητής,βρίσκοντας την ευκαιρία να λύσει την απορία του για τους χάρτεςπου είχε κουβαλήσει ο Πέτρος.- 146 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Ταξιδάκι». Έλυσε μαζικά τις απορίες ο Πέτρος. «Πάμε βουνό».«Ναι ε!» επιδοκίμασε ο Μπάμπης.«Ναι ε;» ακούστηκε η αμφιβάλλουσα ηχώ από τα βάθη της κουζίνας.«Ναι», δήλωσε τελεσίδικα ο Πέτρος. Δεν είχε ξεχάσει την αποστολήπου του είχε αναθέσει η υπόλοιπη παρέα. Να ενημερώσει,και όχι να ρωτήσει, τον Άλεξ. Να μην τον αφήσει να αρνηθεί. Ναείναι αποφασιστικός και σταθερός. Να μην ενδώσει στις όποιεςαντιρρήσεις. Η παρέα είχε καιρό να κάνει εκδρομή. Είχε έρθει ηώρα.«Και πού πάτε;» ρώτησε ο Άλεξ αρχίζοντας ήδη να σκερτσάρει.«Και πού πάτε;» απόρησε η ντελιβεράδικη ηχώ από το καθιστικό.Ο Πέτρος δεν ήξερε προς τα πού έπρεπε να απευθύνει το λόγο.Αριστερά του στον φραπεδοχτυπητή ή δεξιά του στον γυροκουβαλητή.Έτσι ήπιε μια γουλιά από τον καφέ και απάντησε και στουςδύο, κοιτώντας στη μέση όπου βρισκόταν η τηλεόραση.«Πάμε -τονισμένο το «με»- στο χιονοδρομικό. Φεύγουμε αύριο,γυρνάμε μεθαύριο. Εύκολα πράγματα». Η κυρία δημοσιογράφοςπου εκείνη την ώρα ανέλυε το κυκλοφοριακό στους δρόμους τηςπρωτεύουσας, δεν έδειχνε να συγκλονίζεται ιδιαίτερα με την απάντησητου Πέτρου. Πιθανόν να ζήλευε. Δεν ήθελε να δείξει τα αισθήματατης. Ήταν πολύ ικανή σε αυτό. Ήταν μέρος της δουλειάςτης. Από την άλλη ο Αλεξάκης δεν ήταν.«Τι θα κάνουμε εκεί πάνω ρε;» ρώτησε ρίχνοντας δύο παγάκιαστο ποτήρι. Η πόρτα του καταψύκτη θα είχε κλείσει με μεγαλύτεροθόρυβο και μανία, αν δεν είχε τα ανατομικά μαξιλαράκια στο πλάι.Ο Πέτρος ετοιμάστηκε να απαντήσει, μα δεν πρόλαβε.«Σνάουπορτ!» Η φωνή του Μπάμπη τόνισε τον έκδηλο θαυμασμότου για το χειμερινό αυτό σπορ που του είχε κλέψει την καρδιά,παρ’ όλο που δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτό. Ούτε καν το όνομά του.«Snowboard Mpampis, snowboard». Ο Αλεξάκης σέρβιρε τοναφελή πατέρα του. Δεν μπορούσε να τον παρεξηγήσει. Ήταν θέμα- 147 -


Μιχάλης Φουντουκλήςσεβασμού.«Ρε μαλάκα τρελαθήκατε, τι θα κάνουμε εκεί πάνω; Αφού δεν ξέρουμετέτοια εμείς».«Καιρός να μάθουμε. Οι άλλοι τι είναι δηλαδή που πάνε; Πιο έξυπνοι;»«Όχι. Πιο αργόσχολοι. Πιο κυριλέδες. Και πιο λεφτάδες. Αυτά».«Έλα ρε, ξεκόλλα με τα χρήματα και τις δικαιολογίες. Κάνε καικάτι διαφορετικό μια φορά στη ζωή σου!»«Ναι ρε ρεμάλι, τράβα μπας και μάθεις καμιά τέχνη στο βουνό».Ο Μπάμπης σιγοντάρισε την κουβέντα κλίνοντας προς το πλευρότου Πέτρου. Ο Αλεξάκης δεν έμοιαζε να μπορεί να ξεφύγει από τηνκαλοστημένη παγίδα.«Η μόνη τέχνη που παίζει εγώ να μάθω στο βουνό είναι η τέχνητου Γέτι».«Και ποια τέχνη είναι αυτή;»«Να κρύβομαι μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουν όλοι οι περίεργοι».«Κοίτα χούμορ το παλικάρι μου. Απ’ τις πατάτες μου θα είναι! Κάποιοςμού είχε πει πως η ουσία που έχουν μέσα αυξάνει τη Θεά ουσίατου εγκεφάλου».Ο Πέτρος αποφάσισε να μην σχολιάσει. Αντ’ αυτού φόρεσε τοεπικριτικό του ύφος προς τον Άλεξάκη, αυτό που πρόβαρε όλο τοπρωί.«Θα έρθω ρε, αλλά άμα σπάσω κάνα πόδι εσείς μετά θα με νταντεύετε…»«Φεύγω ρεμάλια, έχουμε και δουλειές μερικοί από μας». Ο Μπάμπηςκίνησε να φύγει.«Σιγά πατέρα! Πήγαινε να εκτελέσεις το άγιο έργο σου!»«Ρεμάλια».Ο Πέτρος επέστρεψε στο εφτά καθέτως. Του είχε εξαντλήσει τηνυπομονή και ακόμα δεν μπορούσε να το βρει. Ο Μπάμπης είχε φτάσειστην πόρτα. Άνοιξε και πήρε το κόκκινο τσαντάκι του. Παρατή-- 148 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ρησε πως τα σουβλάκια του Άλεξ ήταν ακόμα μέσα. Τα ακούμπησεστο τραπεζάκι δίπλα στην είσοδο.«Το φαί σου ρε! Νηστικός θα μείνεις;»«Ε, με ζαλίσατε, ένα μυαλό έχω χειμώνα καλοκαίρι. Άστα εκεί ρεΜπάμπη».«Ε, ρε νεολαία!»«Μπάμπη, πριν φύγεις. Εφτά καθέτως, γυναικεία μορφή της αρχαίαςΕλλάδας, μούσα πολλών αρχαίων τραγικών, εφτά γράμματα».Ο Μπάμπης έπιασε το αστείο.«Η μαμά του Αλεξάκη». Η πόρτα έκλεισε.«Αυτό είναι δεκατέσσερα ρε αναλφάβητε!» Η πόρτα είχε κλείσει.Ο Μπάμπης χαμογελούσε καθώς απομακρυνόταν. Και ήταν δεκαπέντεγράμματα.Το επόμενο πρωί σακίδια στοιβάχτηκαν, σάντουιτς διπλοτυλίχτηκαν,διαθέσεις αναπτερώθηκαν, πορτοφόλια άδειασαν, ντεπόζιταγέμισαν, σιντί εγγράφτηκαν, ένα αμάξι, μία μηχανή, δύο οδηγοί,τέσσερις συνεπιβάτες, ένας προορισμός. Χιονοδρομικό κέντροΕλαφίνας. Χίλια κάμποσα μέτρα υψόμετρο, κρύο, ήλιος, γυαλιά ηλίου,σανίδια με ετικέτες και χρονοχρέωση, χιόνια, τούμπες, καφέδες,βρεγμένα ρούχα, κι άλλα χιόνια, κι άλλες διαδρομές, κι άλλεςτούμπες, χαμόγελα, τσιγάρα, φωνές, πανικός, δεν παίρνετε τα χαμπάριασας, μετά σουπίτσα, ζεστό ψωμί, ζεστά ρούχα, ηρεμία χαλάρωση.Δύο δωμάτια πανδοχείου, άδεια πορτοφόλια, λίγες δυνάμειςγια επιβίωση, κρεβάτια, κουβεντούλα, τα δύο δωμάτια έγινανένα, συζητήσεις, φασαρία, μίνι μπαρ, βότκες, τεκίλες, σοκολάτεςκαι αρωματικά μαντηλάκια, πετσέτες και μπουρνούζια στα σακίδια,οδοντόβουρτσες, οι έξι έμειναν τρεις. Φανή, Φαίη και Άλεξ.Οι δύο οδηγοί και η μία συνοδηγός ξεκουράζονταν για την οδήγησητης επομένης.«Κορίτσια, τώρα που είμαστε οι τρεις μας, δεν γδυνόμαστε να κά-- 149 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνουμε σεξάκι;» Ο Άλεξ ξαπλωμένος ανάμεσα στις δύο κοπέλες,είπε να δοκιμάσει την τύχη του. Μεταξύ αστείου και πιο αστείου.Χαμογελούσε, τα δόντια του άστραφταν και είχε και ένα τσιγάρο νακρέμεται κάπου στην αριστερή άκρη των χειλιών του.«Θα ‘θελες», απάντησε η μία για λογαριασμό της και για λογαριασμότης άλλης. Χωρίς επιβεβαίωση. Δεν ήταν απαραίτητη.«Γιατί, θα σας χάλαγε ρε;»«Με σένα; Εμ βέβαια», απάντηση η δεύτερη για λογαριασμό τηςπρώτης.Ο Αλεξάκης ανασηκώθηκε στηρίζοντας το βάρος του στους αγκώνες.«Σοβαρά τώρα. Θα το κάνατε ποτέ; Δύο σε έναν. Σάντουιτς μεδιπλό τυρί».«Μαλακίες λες τώρα. Γιατί να το κάνουμε;»«Γιατί όχι;»«Σου λείπει το σεξ αγόρι μου; Υπάρχει λύση και γι’ αυτό. Κοστίζειλίγο βέβαια».«Γιατί να πληρώσω αφού υπάρχει ελεύθερο στον κόσμο;»«Γιατί αλήθεια;»Παύση.Η Φανή συνέχισε.«Εμένα μου το είχε προτείνει κάποτε ένας πρώην μου».«Τι σου είχε πει δηλαδή;» ρώτησε αφελώς η Φαίη.«Θυμάμαι ήμασταν διακοπές, καλοκαίρι, μεγάλη παρέα. Είχαμεπιεί αρκετά. Ήμασταν στην παραλία, εκείνος ήταν ωραίο παιδί, τονγούσταρε και μια φίλη μου, το ήξερα. Ε, σε κάποια φάση μού είπε,πως του είχε κάνει κίνηση η φίλη μου και πως εκείνος της είπε ότιθα έκανε κάτι μαζί της, μόνο αν συμφωνούσα κι εγώ να είμαι μαζί.Έτσι, είπε, δεν θα ήταν κεράτωμα».«Ναι, θα ήταν ευλογία», πετάχτηκε ο Αλεξάκης.«Και εσύ τι είπες;»«Δεν του απάντησα, σηκώθηκα και έφυγα. Την άλλη μέρα ρώτησατην Ασπασία, τη φίλη μου, αν όντως είχε γίνει κάτι τέτοιο. Εκεί-- 150 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>νη γέλασε και μου είπε ότι της είχε πει ακριβώς το ίδιο. Ότι εγώτου είχα πει να το κάναμε με κάποια άλλη για να ανανεώσουμε τησχέση μας και πως εκείνος είχε σκεφτεί την ίδια, επειδή ήταν φίλημου και έτσι θα ένιωθα πιο οικεία».«Καλός μαλάκας!» αναφώνησε η Φαίη.«Καλός», επαναπροσδιόρισε ο Άλεξ, παραλείποντας διακριτικάτο “μαλάκας”. Είχε πλέον ένα ίνδαλμα.«Πες μου ότι συμφωνείς τώρα;» Η Φαίη ανασηκώθηκε και κάθισεοκλαδόν στο στρώμα.«Εκατό τοις εκατό». Ο Άλεξ ένωσε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλιτου και τράβηξε μια γερή τζούρα απ’ το τσιγάρο. «Γιατί να μην τοκάνεις, δεν κατάλαβα; Οι άντρες είμαστε πληθυσμιακά λιγότεροι.Πρέπει να καλύψουμε ολόκληρο το γυναικείο πληθυσμό».«Σίγα τα κελεπούρια». Η Φαίη είχε αρχίσει να θίγεται σε διάφοραεπίπεδα. Προσωπικά. Κοινωνικά. Φυλετικά. Οικουμενικά. Γραμματικά.«Εγώ δεν θέλω το αγόρι μου να κοιτάει άλλες κοπέλες. Πόσομάλλον να κάνει κάτι με κάποια».«Γιατί ρε, σου ανήκει; Άμα ο τύπος έχει πέραση γιατί να περιορίζεταιδηλαδή; Αφού είναι στη φύση του ανθρώπου να τα θέλει όλα.Ταυτόχρονα».«Άμα τα θέλει όλα, να πάει σε καμιά που να τα δίνει. Σε καμιάχαζή που θα του κάνει τα χατίρια. Εγώ μπορώ να του προσφέρωεμένα. Και μόνο εμένα. Και πιστεύω πως καμία γυναίκα που σέβεταιτον εαυτό της δεν θα έκανε τέτοια παραχώρηση στο αγόρι της.Εκτός κι αν είναι…»«Τελικά δέχτηκα». Η Φανή αποφάσισε να προλάβει τη φίλη τηςπριν πει κάτι που θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Η Φαίη κοκκίνισεκαι σώπασε απότομα. Στράφηκε προς το ταβάνι και δεν είπε τίποταάλλο. Ο Άλεξ γύρισε και κοίταξε τη Φανή. Εκείνη χαμογελούσεαφηρημένα.«Εμένα εξακολουθεί να μου φαίνεται κακή ιδέα», μονολόγησε ηΦαίη χαμηλόφωνα και γύρισε πλευρό να κοιμηθεί.- 151 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΗ επιστροφή στη βάση είναι πάντα πιο σιωπηλή. Είναι στη φύσητου ανθρώπου να σκέφτεται το μετά. Αυτό που ακολουθεί. Όλοι είχανχαθεί σε σκέψεις πάνω στις υποχρεώσεις τους. Στα πρέπειτους. Ο Τόλης σκεφτόταν τα δύο γκομενάκια στο κυλικείο της σχολής,που τη μία την ψιλογούσταρε, αλλά εκείνη του το έπαιζε πιοδύσκολη, παρ’ όλα αυτά του έριχνε κάτι κλεφτές ματιές πού καιπού, και την άλλη που του ριχνόταν χύμα και απροκάλυπτα, αν καιεκείνος δεν πολυτρελαινόταν. Η Φένια και η Φαίη συζητούσαν, χαμηλοφώνωςλόγω νύστας, για το αν θα γίνει τελικά η εξεταστική. Οικαταλήψεις δεν έμοιαζαν να τελειώνουν και αν δεν άλλαζε η κατάστασητο πολύ σε δύο βδομάδες, η εξεταστική θα χανόταν. Τοεξάμηνο «πουφ!», σκόνη, αέρας, θρύψαλα. «Παράταση σπουδών».Μια φράση που δεν σε τρελαίνει όταν ήδη έχεις δώσει πολλές παρατάσειςκαι θες να προχωρήσεις. Να εξελιχθείς. Να αλλάξεις περιβάλλον,ασχολίες, ζωή. Να κάνεις κάτι καινούργιο. Ο Αλεξάκηςσκεφτόταν τα τραγούδια για τη φοιτητική συναυλία που σε μια βδομάδαθα ήταν μέρος των εκδηλώσεων για τις καταλήψεις. Πρόβες.Τσακωμοί. Προβλήματα. Πανικός. Άκληροι Δέκα.Ο Πέτρος σκεφτόταν τη Ναταλία. Ούτε τη δουλειά. Ούτε τη χαμένηεξεταστική. Ούτε το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τις τριτοκοσμικέςχώρες, τον πόλεμο στο Ιράκ, τον πληθωρισμό, την παγκοσμιοποίηση,τίποτα, νιετ, νάδα, ριέν. Μόνο εκείνη υπήρχε στο μυαλότου. Σκεφτόταν τι να έκανε εκείνη τη στιγμή. Λογικά θα ήταν σπίτιτης, σε εκείνον τον κόκκινο καναπέ και θα χάζευε τηλεόραση.Θα είχε στα πόδια της εκείνο το μαξιλάρι με την κεντημένη καρδιάπάνω, που τόσο αγαπούσε. Θα είχε τα μαλλιά της λυμένα, αφού δενθα την ένοιαζε να τα έχει φτιαγμένα. Θα φορούσε μια γκρίζα φόρμακαι ένα πουλοβεράκι και θα έμοιαζε τόσο ήρεμη, τόσο γαλήνια.Ανά διαστήματα, όταν κατάφερνε η οθόνη να ερεθίσει την αίσθησητου χιούμορ της, θα χαμογελούσε, ίσως και να γελούσε ελαφρά- 152 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>και τότε… τότε θα ήταν απλώς υπέροχη. Και αυτός; Πώς κολλούσεστην εικόνα; Αυτός θα γυρνούσε στην πόλη, θα άφηνε τα παιδιά, θαέπαιρνε το αμάξι και θα πήγαινε κοντά της. Θα πάρκαρε σε εκείνοτο άδειο οικόπεδο πίσω από το σπίτι της και θα ανέβαινε τα μαρμάρινασκαλοπάτια της εισόδου. Δεν θα άνοιγε με τα κλειδιά του, παρ’όλο που θα είχε, για να μην την τρομάξει, θα χτυπούσε το κουδούνισαν όλους τους άλλους και θα του άνοιγε εκείνη. Και θα ήταν τόσοόμορφη. Και θα τη φιλούσε λες και την έβλεπε για πρώτη φορά.Και θα κάθονταν αγκαλιά στον κόκκινο καναπέ. Και δεν θα είχεανάγκη πλέον το κόκκινο μαξιλάρι με την κεντημένη καρδιά επάνω,γιατί θα είχε τη δική του αγκαλιά. Δέντρο. Δέντρο; «Ρεεεε!» Ναι,δέντρο. Και πάμε κατά πάνω του. Θόρυβος. Φρεναρίσματα. Φωνές.Σύγκρουση. Λάστιχα να ξεφουσκώνουν. Ατμοί.«Καλά ρε μαλάκα, τι σκέφτεσαι γαμώ! Θα μας σκοτώσεις!» ΟΑλεξάκης πάνω στη Φανή και από πάνω του η Φαίη. Η επιθυμίατης χτεσινής βραδιάς είχε ένα κυνικό τρόπο να επιστρέψει με σάρκακαι οστά. Λίγα αίματα, επιφανειακοί τραυματισμοί. Πρώτα πανικός.Οδική βοήθεια. Μετά τσιγάρο και γέλια.Είναι ωραία να είσαι στην ηλικία που μπορείς ακόμα να γελάςόταν τρακάρεις με ένα δέντρο. Είτε μεταφορικά, είτε κυριολεκτικά.ΠΑΡΑΞΕΝΙΕΣ 3-Ρε συ Μπάμπη, πόσο χρόνων είναι ο αδερφός σου;-Κοσπέντε, σα και τα μούτρα σου. Γιατί;-Και είναι παντρεμένος μου έλεγε;-Ναι, εδώ και δυο χρόνια.-Μικρός, ε; Εσύ πώς και γλίτωσες;-Εγώ θα το σκεφτώ καλά πριν ανοίξω οικογένεια.-Ρε Mpampis δεν είναι φύλλο η οικογένεια να την ανοίξεις.-Τρία κι εξήντα παρακαλώ.- 153 -


Μιχάλης Φουντουκλής-Ε, είσαι…-Και εσύ.ΣΤΑΓΟΝΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ΛΙΜΝΗ Η ΑΓΑΠΗΛίγο πριν τη μέση του μήνα, μια μέρα πριν για την ακρίβεια και μίαμέρα μετά τα δίσεκτα, για κάποιο λόγο γιορτάζουν οι ερωτευμένοι.Όχι λόγω του έρωτα πάντως. Πριν φτάσει ακόμα εκείνη η μέρα,τα μαγαζιά αρχίσουν να αλλάζουν τους οπτικούς χρωματισμούς καιοι αποχρώσεις τείνουν όλες προς το κόκκινο. Συναντάς αρκουδάκιακαι λουλούδια σε κάθε γωνία. Σε κάθε βιτρίνα, απ’ το πιο μεγάλοεμπορικό μέχρι τον αθίγγανο που τα πουλάει σε μουσαμά στουςδρόμους, το κυρίως πιάτο έχει έρωτα. Άμεσα συνυφασμένα με τονέρωτα πλέον είναι τα αρκουδάκια και τα λουλούδια. Τα σημάδια τηςπαγκοσμιοποίησης έχουν αρχίσει να γαργαλάνε τις πατούσες τηςαγάπης και η αηδία έγκειται όχι τόσο στην εμπορική κίνηση, μαστην κοινωνική αποδοχή. «Αχ Λάμπη μου, θα μου πάρεις ένα αρκουδάκι;Είναι τόόόσο γούτσου!» Και βέβαια ο Λάμπης θα το πάρει.Σιγά μην και δεν το πάρει ο Λάμπης. Χαζός είναι; Πρέπει ναβρίσκεται μέσα ο Λάμπης όταν θα αρχίσει να βρέχει έξω. Μεταφορικάμιλώντας πάντα. Δεν είναι δυνατόν να πάει κόντρα στο ρεύμα.Όχι σε τέτοια θέματα τουλάχιστον. Έτσι, ποτέ δεν θα σκεφτεί οΛάμπης και ο κάθε Λάμπης: «Τι τη χρειάζομαι αυτή τη γιορτή ρεφίλε; Εγώ είμαι ερωτευμένος ούτως ή άλλως και μπορώ να γιορτάζωόποτε θέλω».Ο έρωτας δεν είναι για τα κλισέ ερωτοπαρασκευάσματα που βγαίνουνμαζικά από εργοστάσια στις Ινδίες ή το Μπαγκλαντές. Ο έρωταςπάντα ήθελε πρωτοτυπία. Προσωπική έκφραση. Το δικό σουστίγμα, Λάμπη μου. Μια πινελιά δική σου, ένα κάτι που να τις λέειμετά από πέντε-δέκα χρόνια που θα σε έχει ξεχάσει, πως αυτό τοδώρο στο έκανε ο Λάμπης και ξόδεψε και μια-δυο μέρες να το κά-- 154 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>νει. Δεν το αγόρασε απ’ τον πρώτο τυχόντα κάτω απ’ την πόρτα σου,γιατί το θυμήθηκε τελευταία στιγμή. Ο κόσμος είναι γεμάτος απότύπους εμπορικούς. Οι ρομαντικοί είναι που έχουν αρχίσει καιεκλείπουν._ΠαΠΑΚΙΟ Πέτρος είχε εμπνευστεί αυτό το άρθρο παρατηρώντας ένα ζευγαράκιπου προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα αγοράσει το κόκκινοαρκουδάκι που του πρόσφερε η χρυσομαλλούσα, μελαμψή κυρίαστο δρόμο. Μετά τα πρώτα δέκα, «ζουζουνάκι μου», και «μωάκιμου» και «έλαααα» και «εγώ που σα ααπάω;» μα και της μελαμψήςτα «έλα κύριος πάρε σε κορίτσι σου, τόσο όμορφο έχει, πάρε να χαρείςομορφιά της», ο τύπος υπέκυψε και έδωσε τα πέντε ευρώ πουτσιγκουνευόταν τόση ώρα. Ο Πέτρος σηκώθηκε απ’ το παγκάκι καιαποφάσισε να πάει μέχρι το σινεμά με τα πόδια, αφού βαριόταν ναπεριμένει τον Άλεξ να μαζέψει τη Φανή, που κλασικά είχε αργήσει.Έβαλε τα ακουστικά του αναπαραγωγέα προηχογραφημένης μουσικής,ή αλλιώς εμ πι θρι πλέιερ, στα αυτιά και πάτησε το κουμπί εκκίνησης.Το εναρκτήριο λάκτισμα. Το βάδισμά του άρχισε να επιταχύνεικαι να συντονίζεται με το ρυθμό του κομματιού που άκουγε,το «I still haven’t found what I’m looking for» των U2. Ένα κομμάτιπου πάντα τον έβαζε σε σκέψεις. Καθώς διέσχιζε έναν από τουςπιο εμπορικούς δρόμους της πόλης, μία από της πιο εμπορικέςμέρες του χρόνου, πέρασε δίπλα από ένα σεβαστό αριθμό ζευγαριών.Αγόρι-κορίτσι. Ενίοτε και αγόρι-αγόρι ή κορίτσι-κορίτσι. Καθώςόμως άκουγε τον Bono να τραγουδάει πριν δύο δεκαετίες, ότιέχει σκαρφαλώσει τα ψηλότερα βουνά και έχει διασχίσει τις πιοδύσβατες ζούγκλες για να είναι μαζί της και παρ’ όλα αυτά δεν είχεβρει αυτό που πραγματικά έψαχνε, ο Πέτρος σκεφτόταν....Τι είναι αυτό που πραγματικά έψαχνε ο φίλος Bono; Την απόλυ-- 155 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτη αγάπη; Τον απόλυτο σύντροφο; Αυτόν που κάθε στιγμή, σε κάθεπετάρισμα των βλεφάρων θα είναι το ίδιο τέλειος με το προηγούμενο;Και πόσο πολύ αξίζει να τον ψάχνει για κάτι τέτοιο; Πόσο αξίζεινα απορρίπτει τα προηγούμενα και πάντα να κοιτάει μπροστά,προς το επόμενο; Τόσα και τόσα ζευγάρια τριγυρνούν ανέμελα μέσασε κάτι που μοιάζει η απόλυτη ευτυχία. Είναι έτσι; Ή ξεγελούν τονεαυτό τους; Μήπως έχουν θέσει το δικό τους πήχη πολύ χαμηλά;Μήπως απλώς συμβιβάζονται; Μοιάζουν όμως τόσο χαρούμενοι.Ίσως αυτή να είναι και η λύση. Ίσως το να ξεγελάς τον εαυτό σουπιάνει. Πιάνει ίσως σε αυτούς. Σε μένα όχι τόσο. Δεν μπορώ να ξεγελάσωτο μυαλό μου. Έχω ερωτευτεί και είμαι ερωτευμένος. Ίσωςμε μια ιδέα. Ίσως με ένα τίποτα. Αλλά είμαι. Μα και εγώ έχω συμβιβαστεί,έχω συμβιβαστεί με την ελπίδα. Η ελπίδα πρέπει να υπάρχει.Και να διεκδικείται. Πρέπει πάντα να ψάχνεις το τέλειο. Επειδήδεν το βρίσκουν όλοι, δεν σημαίνει πως δεν θα το βρεις καιεσύ. Και αν δεν το βρεις, τουλάχιστον θα έχεις ζήσει τα πράγματαόπως τα αγαπάς. Όταν έρθει η ώρα να σκεφτείς για παιδιά και οικογένεια,βλέπουμε. Ο έρωτας πρέπει να συμβολίζει το τέλειο. Τουπερφυσικό. Το αψεγάδιαστο...Τον φόβιζαν τόσο οι ίδιες του οι σκέψεις. Μα ήταν ακόμα μικρόςκαι δεν είχε ανάγκη να τις αναθεωρήσει. Έφτασε.ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥΈνα φερμουάρ άνοιξε οριζοντίως και από μέσα ξεπρόβαλε κάτιπου δύσκολα θα έβρισκες σε μια γυναικεία τσάντα. Η κυρία Μιραφιώρηκοίταξε ειρωνικά τον Αποστολόπουλο, τον ιδιωτικό ντετέκτιβπου η ίδια είχε προσλάβει πριν μερικές βδομάδες για να βρειτον άντρας της. Τον ίδιο ντετέκτιβ που αυτή τώρα σημάδευε με έναρεβόλβερ σαν και το δικό του.«Δεν το περίμενες αυτό Αποστολόπουλε;» του είπε με βλέμμα γε-- 156 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>μάτο ικανοποίηση. «Σε προσέλαβα, να ψάξεις να βρεις τον άντραμου, γιατί οι γλώσσες της πιάτσας έλεγαν για σένα πως είσαι πιαξεφτισμένος, ένα τίποτα. Ένας αλκοολικός χαμένος κάπου στονπάτο του ουίσκι του. Άλλα εσύ, όχι! Έπρεπε να το πάρεις προσωπικά,έπρεπε να κάνεις το αναπάντεχο, το απροσδόκητο».Ο Αποστολόπουλος καθόταν ήρεμος στην αναπαυτική γυριστή καρέκλατου και κάπνιζε, σαν από μια άλλη εποχή, ένα από τα σαντέτου, άφιλτρο, όπως ήταν κι ο ίδιος άλλωστε. Η ζωή του κρεμόταναπό μια νευρική κίνηση του δείκτη της κυρίας Μιραφιώρη. Όλαέμοιαζαν να έχουν χαθεί για το θρυλικό ντετέκτιβ των βορείων προαστίων,μα αυτός φαινόταν πιο ήρεμος και απ’ το μάτι του κυκλώνα.«Νομίζετε πως δεν έχω καταλάβει ότι εσείς η ίδια είχατε σκοτώσειτον άντρα σας κυρία Μιραφιώρη;» της είπε χωρίς να γυρίσει νατην αντικρίσει. «Νομίζετε πως δεν έμαθα για τα εφτά εκατομμύριαευρώ, σε χρυσές λίρες, που έκρυβε τόσο χρόνια ο μακαρίτης πεθερόςσας; Νομίζετε πως δεν ξέρω για το προβληματικό συκώτι σας,για το οποίο ο άντρας σας αρνιόταν πεισματικά να βοηθήσει; Ή γιατον κρυφό πάθος σας με τον τζόγο και τους νέους άντρες, που μόνοη νύχτα μαρτυράει; Νομίζετε ότι δεν γνωρίζω για το ρεβόλβερ πουμε σημαδεύει αυτή τη στιγμή, έτοιμο να μου στερήσει το ξημέρωμα;Γνωρίζω κυρία Μιραφιώρη. Γνωρίζω...»Ο Αποστολόπουλος είχε καταπλήξει όχι μόνο την κυρία Μιραφιώρη,η οποία είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο νευρική, αλλά καιτο τηλεοπτικό του κοινό, ανάμεσά τους ο Άλεξ, ο Πέτρος, ο Τόληςκαι η Φανή που παρακολουθούσαν με αγωνία την εξέλιξη της τελευταίας,ίσως, βραδιάς του Αποστολόπουλου, ιδιωτικού ντετέκτιβ,χωρίς να μπορούν να βρουν έστω και μια τυφλή ελπίδα σωτηρίας. ΟΑποστολόπουλος ήταν στα σίγουρα νεκρός. Παρ’ όλα αυτά το πρόγραμματης τηλεόρασης έδειχνε πως η σεζόν συνεχίζεται για ακόμαδέκα επεισόδια, πιθανώς για ξεκάρφωμα.Παίρνοντας αυτό που, ίσως, ήταν η τελευταία τζούρα από το σαντέτου, ο Αποστολόπουλος συνέχισε: «Απ’ τις κηλίδες αίματος που- 157 -


Μιχάλης Φουντουκλήςβρήκα στο πίσω μέρος του αμαξιού σας, γνωρίζω ότι εσείς σκοτώσατετον άντρα σας. Γνωρίζω για το συκώτι σας γιατί ανάγκασαμε ωμή και ακατέργαστη βία τον προσωπικό σας ιατρό, κύριο Αυγουλίδη,να μου το αποκαλύψει. Γνωρίζω για τα εφτά εκατομμύριαευρώ, σε χρυσές λίρες, γιατί αποπλάνησα την προσωπική σας υπηρέτρια,τη δεσποινίς Αλιφαντή, σε μια νύχτα άγριου σεξ. Αγνό κορίτσι,καθαρό και καθώς πρέπει, πάντα με το σεις και με το σας,μα λέει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε, όταν ξέρεις που ναπατήσεις. Γνωρίζω για το πάθος σας με τον τζόγο και τον Αρμάντο,τον Ανδαλουσιανό νεαρό μασέρ σας που συχνά ζεσταίνει τα σεντόνιατης προσωπικής σας σουίτας στο καζίνο Μοντ Πλεζίρ. Και…»Η καρέκλα του Αποστολόπουλου άρχισε να γυρνάει αργά προς τομέρος της Κυρίας Μιραφιώρη, η οποία ακούγοντας άλαλη το μέγεθοςτης αντρίλας του Αποστολόπουλου, το πόσο καλός πραγματικάήταν, είχε αρχίσει να τρέμει χωρίς να καταλαβαίνει αν ήταν απ’ τοφόβο ή απ’ την ερωτική έλξη. Το κοινό είχε μείνει άναυδό και κρεμότανστην κυριολεξία απ’ την επόμενη φράση του ιδιωτικού ντετέκτιβ.Το κύκνειο άσμα του. Οι μπίρες και τα ποπ-κορν είχαν ξεχαστείστα τραπεζάκια και όλοι μασουλούσαν τα νύχια τους. Η καρέκλατου Αποστολόπουλου ολοκλήρωσε την περιστροφή της καιεκείνος αντίκρισε την κυρία Μιραφιώρη. Έμοιαζε πιο σκουρόχρωμοςαπ’ ό,τι κανονικά, ενώ ξεκολλούσε από το πρόσωπο του κάτιπου έμοιαζε να είναι ψεύτικες φαβορίτες.«…Και γνωρίζω πως το ρεβόλβερ σας είναι άδειο, κυρία Μιραφιώρη,γιατί εγώ αφαίρεσα της σφαίρες, χτες το βράδυ στο καζίνοπου σας έκανα έρωτα, προσποιούμενος ότι είμαι ο Αρμάντο, ο Ανδαλουσιανόςμασέρ σας». Η στιγμή ήταν τόσο δυνατή και ο Αποστολόπουλοςτόσο καλός, που ακόμα και τα εργοστάσια της ΔΕΗ υπερφορτώθηκαναπό το μέγεθος της ενέργειας που έκπεμψε. Ξαφνικάτα φώτα της πόλης έσβησαν. Ο Άλεξ, ο Πέτρος, ο Τόλης και η Φανήέμειναν με ανοιχτό το στόμα και με κλειστό το φως. Απόλυτη ησυχία,με μόνη εξαίρεση ένα μακρινό συναγερμό που επίμονα σφύρι-- 158 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ζε το μόνο ρυθμό που ήξερε.«Πω, είναι πολύ καλός», αποφάσισε να σπάσει τη μαύρη σιγή οΠέτρος.«Ο Αποστολόπουλος είναι το ίνδαλμά μου», συμπλήρωσε ο Άλεξ.«Μαλάκας είναι», είπε η Φανή εμφανώς απογοητευμένη. «Αντί ναβγάλει φωτογραφίες με την κυρία Φιραμιώρη, ή όπως στο διάολοτη λένε, γυμνή και μετά να την εκβιάζει για ένα μερίδιο από τα εφτάεκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, κάθεται και της λέει πόσο καλόςείναι. Και πόσο φτωχός θα είναι σε λίγο αφού θα συλλάβει τονάνθρωπο που τον προσέλαβε. Δεκάρα δεν θα δει, ο μαλάκας».«Φτωχός, πλην τίμιος», πρόσθεσε με άκρατο σεβασμό ο Άλεξ.«Και πού το ξέρεις ότι δεν είχε σκοπό να την εκβιάσει; Ότι δεντην εκβιάζει ήδη αυτή τη στιγμή που εμάς μας έχει καλύψει το σκότοςτης άγνοιας;»«Η πολλή λογοτεχνία σου ‘χει κάνει κακό αγόρι μου, κόψ’ την. Καισιγά μην την εκβίαζε, δεν ξέρεις πώς πάνε αυτές οι σειρές μωρέ;Αυτή θα φρίκαρε, θ’ άρχισε να πυροβολεί άσκοπα, εκείνος θα τηςέπιασε το χέρι απ’ τον καρπό και θα της έριξε πρώτα ένα φιλί, καιμετά μια-δυο καλές -συμπλήρωσε το ηχητικό επιφώνημα ο Τόληςμισοκοιμισμένος απ’ την πολυθρόνα του- θα την έδεσε καρεκλοπόδαρακαι θα την τσουβάλιασε η αστυνομία. Το επεισόδιο θα κλείσειμε τον αρχηγό της αστυνομίας, που κανείς δεν θυμάται το όνομάτου και που κλασικά παίζει μόνο στο τέλος και στην αρχή, ναλέει στον Αποστολόπουλο πόσο καλός είναι. Σκατά με φράουλες».«Σαν πολύ δεν βρίζεις τώρα τελευταία;» ρώτησε ο Άλεξ επικριτικά.«Και εσένα τι σε νοιάζει ρε; Πατέρας μου είσαι;» Η Φανή είχε αρχίσεινα νευριάζει, χωρίς εμφανή λόγο. Ο Άλεξ δεν απάντησε, μονάχαακούστηκε να σηκώνεται και να πηγαίνει προς το μπαλκόνι,παρέα με μερικά σιχτίρια σε κάθε έπιπλο στο οποίο σκόνταφτε.Ησυχία.«Οι άλλες τι ώρα τελειώνουνε χορό;» ρώτησε ο Πέτρος. «Εσύ για-- 159 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτί δεν μιλάς ρε;» Ο Τόλης δεν αντέδρασε στο σκούντημα του Πέτρου.«Κοιμήθηκε», αποκρίθηκε μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε νααπομακρύνεται. Ένας συρτός ήχος ακούστηκε και η μπαλκονόπορταάνοιξε για δεύτερη φορά. Ο Πέτρος έμεινε μόνος του. Χωρίςφως. Χωρίς ελπίδα. Τη σκέφτηκε. Το Λύκο. Η φωνή της σκέψηςτου απλώθηκε στο σκοτεινό και άδειο δωμάτιο. Πήρε μορφήκαι υπόσταση μέσα στο απόλυτο τίποτα και άρχισε να βασανίζει έναήδη βασανισμένο μυαλό.-Γιατί να μην μπορώ να την έχω…;-Γιατί πολλές φορές δεν έχουμε αυτό που θέλουμε.-Γιατί;-Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να στο εξηγήσει. Μάλλον γιατί πολύαπλά, άλλα θέλει ο ένας και άλλα ο άλλος.-Αντικρουόμενα συμφέροντα δηλαδή;-Κάπως έτσι.-Μα ξέρω πως αν έκανε μια προσπάθεια και έμενε μαζί μου γιαλίγο, θα της άρεσε. Θα έβρισκε κάτι καλό. Θα ήμουν αυτό που πάνταονειρευόταν.-Και να σε ρωτήσω εγώ κάτι: πού ξέρεις εσύ, τι ονειρεύεται;-Όλοι δεν ονειρεύονται έναν άνθρωπο να αγαπήσουν και να τουςαγαπήσει;-Ίσως, μα πολλές φορές βάζουν διαφορετικές εικόνες στο μυαλότους και δεν βλέπουν αυτό που βλέπεις εσύ.-Δεν θα ήταν ο κόσμος τους ομορφότερος αν το έβλεπαν;-Όχι, ο δικός σου κόσμος θα ήταν ομορφότερος.-Εγώ ξέρω να αγαπάω, δεν έχω ανάγκη.-Όλοι έχουν ανάγκη. Μην γίνεσαι εγωιστής τώρα.-Γιατί είμαι εγωιστής;-Γιατί τα θες όλα εδώ και τώρα. Σαν τα κακομαθημένα παιδάκιαπου κρέμονται απ’ το μπράτσο του πατέρα τους γκρινιάζοντας και- 160 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>μυξοκλαίγοντας γιατί δεν τους αγόρασε το αγαπημένο τους παιχνίδι.-Πάντα μου άρεσαν τα παιχνίδια.-Βλέπεις; Για σένα οι γυναίκες είναι ακόμα ένα παιχνίδι. Τίποταπαραπάνω. Κάτι για να ενθουσιαστείς μέχρι να το βαρεθείς καιμετά το πετάς. Χωρίς έγνοια, χωρίς ενδοιασμούς.-Δεν είναι έτσι. Πάντα με στεναχωρούσε να χωρίζω. Μα για να βρωαυτές που αξίζουν, έπρεπε να περάσω κι απ’ τις άλλες.-Δεν υπάρχουν αυτές και οι “άλλες”. Όλες ίδιες είναι. Το μόνο πουτις ξεχωρίζει είναι αυτές που σου έκατσαν και αυτές που δεν σουέκατσαν. Οι τελευταίες είναι αυτές με τις οποίες κόλλησες. Τις θεοποίησες,τις έκανες στο μυαλό σου τον απόλυτο στόχο, το τέλειοθηλυκό. Η απόλυτη αιθέρια ύπαρξη που έχει όλα τα καλά, ενώ όλατα κακά της εξανεμίζονται. Όσες σου δόθηκαν τις θεώρησες δεδομένες.Πήρες ό,τι ήταν να πάρεις και…-Έδωσα όμως. Έδωσα πολλά. Σε όλες.-Έδωσες μόνο εκεί που ήθελες, στους άλλους τίποτα. ΤυπικόςΣκορπιός.-Μην αρχίζεις κι εσύ σαν τον Κύριο Καρπούζη τώρα.-Σου λείπει η ευτυχία. Αυτή που θα έρθει μέσα απ’ την ανιδιοτέλεια,τη συμπόνια και την αγάπη για τον πλησίον σου. Για τα συναισθήματατου.-Τι έγινε, με πήγαινες στο κατηχητικό όσο κοιμόμουν;-Μην γίνεσαι γελοίος. Είναι ανθρώπινα συναισθήματα αυτά για ταοποία μιλάμε. Ανθρώπινες καρδιές. Σαν αυτές που ζωγραφίζειςστα τετράδια, μόνο που αυτές δεν είναι απλώς σχήματα.-Έτσι είναι ο έρωτας. Μάχη. Ένα ναρκοπέδιο. Δεν υπάρχουν αιχμάλωτοι.Είμαστε μικροί και πρέπει να ζήσουμε κάποια πράγματα,δεν μπορώ να αφήσω μια μέτρια κατάσταση να εμποδίζει την πραγματικήμου ευτυχία.-Και ποια είναι η πραγματική, η απόλυτη ευτυχία; Αυτή που θα ψάχνειςμια ζωή και ποτέ δεν θα βρεις; Και πόσους είσαι διατεθειμέ-- 161 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνος να ποδοπατήσεις μέχρι να τη βρεις;-Όσους χρειαστούν.-Είσαι καθίκι.-Τι να σου πω... Διαφωνούμε.-Αυτό που ζεις τώρα το έχουν ζήσει αυτές που εσύ απέρριψες γιαχάρη της «πραγματικής ευτυχίας», όπως την ονόμασες.-Τις λυπάμαι.-Εγώ εσένα λυπάμαι.-Γιατί;-Γιατί αυτό που νομίζεις πως θα βρεις έτοιμο, δεν βρίσκεται. Πρέπεινα το δημιουργήσεις. Όπως οι χρυσοθήρες ξέρουν να διαχωρίζουντο ακατέργαστο χρυσάφι από τα υπόλοιπα μεταλλεύματα καιμετά με πολλή υπομονή και αγάπη το σμιλεύουν μέχρι να λάμψει.Τόσο επιπόλαια που εξετάζεις τα πέτρωμα σου, έχεις ήδη πετάξειμια περιουσία. Χώρια τα έξοδα και την κούραση.-Η κούραση είναι μεγάλη. Δεν αντέχω άλλο.-Τι δεν αντέχεις άλλο; Με νευριάζεις.-Γιατί;-Δεν σου αξίζει τίποτα από αυτά που έχεις. Να το ξέρεις. Εγώ σουεύχομαι να μην τα χάσεις ποτέ. Ποτέ να μην αναγκαστείς να μάθειςμε τον άσχημο τρόπο τι μετράει στη ζωή και τι όχι.-Αρκετά μιλήσαμε για μένα. Θα μου πεις γιατί δεν μπορώ να τηνέχω;-Γιατί δεν σε γουστάρει ρε μάγκα, γι’ αυτό. Αποδέξου το.-Μα πώς δεν με γουστάρει; Αφού μου έχει πει τόσα.-Μιλάς εσύ για λόγια; Οι πράξεις μετράνε. Στα λόγια όλοι καλοί είμαστε.Εσύ δε, πρώτος. Τάζεις έρωτες και παντοτινές αγάπες σεκάθε μία που είναι του γούστου σου και σου κάνει τη δύσκολη καιμόλις την καταφέρεις, πού πάει ο έρωτας; Πού πάνε οι παντοτινέςαγάπες και οι όρκοι πίστης;-Μα ζώντας τες συνειδητοποιώ πως δεν είναι...-Α, ναι. Ο ιδανικός έρωτας.- 162 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>-Η πραγματική ευτυχία.-Το απόλυτο.-Αυτή.-Είσαι βλάκας. Αλλά θα μάθεις. Όλοι μαθαίνουν αργά ή γρήγορα,μην ανησυχείς.-Ξέρεις τι λένε, ε; Αν ο ένας είναι βλάκας, αυτός που μιλάει σε ένανβλάκα τι είναι;-Εξυπνάδες. Σε αυτές είσαι καλός. Και στα ωραία λόγια και στιςφανφάρες. Όμως είσαι λίγος. Ρηχός. Δεν αποκαλύπτεις τίποτα παραπάνωαπ’ τη φλοίδα. Ό,τι σε συμφέρει. Ένας πραγματικός…-Σκορπιός. Ναι, το είπαμε.-Όλα αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Χιλιάδες φορές. Αλλά εξακολουθείςκαι με φωνάζεις.-Έχει μοναξιά γι’ αυτό. Πίσω στο θέμα μας τώρα.-Δεν υπάρχει θέμα φίλε μου. Δεν υπάρχει τίποτα. Δεν λέω πως είσαιάσχημος. Δεν λέω πως δεν μπορείς να την κάνεις ευτυχισμένη.Δεν λέω πως δεν μπορεί να ευτυχήσεις κι εσύ μαζί της. Λέω απλώςπως τώρα δεν μπορείς να την έχεις. Τέλος.-Και πότε θα μπορώ;- Δεν ξέρω, μπορεί ποτέ. Ευχαριστήθηκες;-Καθόλου.«Τι καθόλου;» ακούστηκε η φωνή της Φανής από το διάδρομο.«Τίποτα».«Τι λέτε εσείς οι δύο εδώ;»«Ποιοι δύο;»Δύο μορφές εισέβαλαν αργά στο σκοτεινό δωμάτιο. Η Φένια και ηΦαίη. Το τιμ ήταν πλέον όλο παρών.«Τι λέτε;»«Μπείτε, πάρτε καρέκλες, αν τις βρείτε, και καθίστε. Ο Πέτροςμιλάει για το Λύκο υπό το σκότος της… πώς το είπες πριν ρε;»«Άγνοιας», συμπλήρωσε ο Πέτρος το απόφθεγμά του. Οι σούστες- 163 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτου καναπέ έτριξαν, ακούστηκαν μερικά σουξου-μουρμουρητοειδήτου στυλ «κάνε πιο κει», «έχουμε νερό;» «πιάνεις μία τα τσιγάρα;»και τέτοια. Ο Άλεξ έκατσε δίπλα στη Φανή, εμφανώς ανανεωμένος.Ακολούθησαν και η Φένια με τη Φαίη. Ο Τόλης ξύπνησε απότομακαι σηκώθηκε να φτιάξει φραπέ.«Γιατί κλείσατε τα φώτα ρε; Θα σκοτωθούμε».«Α, καλά. Καλημέρα αγόρι μου».Εκεί υπό το φως του σκοταδιού και μετά την προσωπική του κάθαρση,ο Πέτρος ένιωσε για μια στιγμή πιο δυνατός. Έτσι, διηγήθηκεσε όλους τα γεγονότα των Χριστουγέννων. Το βράδυ που πέρασανμε τη Ναταλία, το πρωινό ξενέρωμα, τα πάντα. Τους είπε ακόμακαι για τη Γατούλα, την κοπέλα που είχε γνωρίσει και που είχε διακριτικάαποφύγει από τότε. Είναι αξιοσημείωτο το πώς τα ίδια λόγιαμεταφέρονται τόσο διαφορετικά από άτομο σε άτομο, ανάλογαμε την προσωπικότητα του καθενός. Μετά το μονόλογο του Πέτρουοι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Κανείς δεν τις εξωτερίκευσε όμως.Η Φένια έχασε πολύ από το σεβασμό που του είχε, μετά τα όσαέμαθε για τη Γατούλα. Το θεωρούσε ανεπίτρεπτο κάποιος κοντινόςτης να φερθεί έτσι σε μια κοπέλα. Να τη χρησιμοποιήσει, όπως ηίδια θεωρούσε. Ο Άλεξ πίστευε ότι ο Πέτρος μπερδεύεται με σκέψειςπου εκείνος δεν θα έκανε ποτέ, γιατί πολύ απλά τις βρίσκειάχρηστες, του πεταμού. Ένιωσε ότι έπρεπε να βοηθήσει το φίλοτου να προσεγγίσει αυτή τη “Γατούλα”, καθώς ακουγόταν καλή κοπέλα.Η Φανή τον συμμεριζόταν και τον καταλάβαινε, ίσως καλύτερααπ’ όλους τους άλλους. Σκέφτηκε πως αν αυτή είχε ζήσει ταίδια πράγματα, σχεδόν σίγουρα θα είχε πράξει το ίδιο και είναι πιθανόννα είχε διαλέξει τις ίδιες ακριβώς λέξεις για να τα περιγράψειέπειτα. Ίσως με μερικές πιο καυτές λεπτομέρειες για το βράδυμε τη Γατούλα. Η Φαίη δάκρυσε από τον πόνο του ανεκπλήρωτου,το μόνιμο βάσανο στα ερωτικά της ζωής της. Πραγματικά νοιαζότανγια τον Πέτρο και ένιωθε τον πόνο του για δικό της, παρ’ όλοπου αυτό που είχε εκείνη στο μυαλό της δεν ήταν το ίδιο με αυτό- 164 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>που ο Πέτρος περιέγραφε και ζούσε. Α, και ο Τόλης. Ο Τόλης προσπαθούσενα κάνει το χτυπητήρι του καφέ στην κουζίνα να δουλέψει.Μάταια, γιατί δεν είχε ρεύμα. Τελικά χτύπησε τον καφέ μεκουτάλι και όταν επέστρεψε στο σαλόνι, είχε χάσει την ευκαιρία ναγίνει μάρτυρας των εξομολογήσεων του Πέτρου. Είχε αργήσει. Μιαμέρα. Σαν την αγάπη.ΣΠΑΖΟΚΕΦΑΛΙΕΣ 3-Ρε Μπάμπη, έλα να βοηθήσεις γιατί προσπαθώ να…-Τα πας περίφημα. Είναι τέσσερα ευρώ.-Ζητάς λεφτά από το ίδιο σου το παιδί ρε;-Πότε σε έκανα και δεν θυμάμαι;-Άκαρδος ρε πατέρα...-Άφραγκος είμαι.-Εσύ; Με το καλύτερο σουβλάκι της πόλης;-Σταμάτα, κοκκινίζω.-Μπάμπη, ξέρεις, σε εκτιμώ βαθύτατα.-Ψάξε λίγο πιο βαθύτατα μπας και βρεις τα τέσσερα ευρώ. Λέρα.Ο Φλεβάρης είναι τόσο μικρός. Του λείπουν μόνο λίγες μέρες, μαμοιάζει πάντα τόσο μικρός. Και η εξεταστική τόσο μεγάλη. Τ ό σ ομεγάλη. Ο χειμώνας τελειώνει με το Φλεβάρη και έρχεται η άνοιξη.Αυτό στα χαρτιά, γιατί πρακτικά τέλη Φλεβάρη καταλαβαίνειςχειμώνα. Ο Μάρτης είναι ένα ενδιάμεσο ξεκίνημα. Το νέο εξάμηνο,μπορεί να μην είναι τόσο ανάλαφρο όσο το χειμερινό, καθώς κουβαλάειτην κούραση τόσων μηνών στην πλάτη του, παρ’ όλα αυτά είναιμια νέα αρχή. Κάθε αρχή και δύσκολη όμως, όπως έλεγαν κάποιοισοφοί όταν γνωμάτευαν τις ιδιοτροπίες της ζωής. Κάπου. Κάποτε.- 165 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΣτην παρέα η ανασκόπηση βρήκε τον Άλεξ να γράφει γυμνόςστο παγωμένο μπαλκόνι του στίχους, για τραγούδια που και ο ίδιοςαδυνατούσε να κατανοήσει γιατί τα γράφει. Παρέα με τον Τζίμη καιτην Κάνναβη να διηγείται ιστορίες του μυαλού του, ενός μυαλούμε πολλά αγκάθια και αιχμηρές προεξοχές. Η σκέψη του γυρνούσεγύρω από πλημυρισμένους διαδρόμους, γεμάτους ανασφάλειες,φοβίες, έρωτα και πόνο.Η Φένια αδιάφορα φυτοζωούσε μέχρι να τελειώσει το διάβασμα,η εξεταστική ήταν κάτι που την επηρέαζε βαθύτερα από τους υπόλοιπους,την τοποθετούσε σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μιαλυτρωτική πνοή από τα κύματα της καθημερινότητας της. Έβαζε τοκεφάλι κάτω και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν αυτό. Ησχολή. Τίποτα παραπάνω. Για ένα τόσο ανήσυχο μυαλό όσο της Φένιας,αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση.Η Φαίη δεν χρωστούσε μαθήματα. Η εξεταστική της ήταν διπλή,όπως όλων των τεχνικών σχολών και έτσι είχε άπλετο χρόνο ναετοιμάσει όσα έπρεπε. Ήταν άριστη και το μόνο που μπορούσε νατην αποσπάσει από τη νιρβάνα του διαβάσματος, ήταν οι σκέψειςπου ήταν ανήμπορη να τις περιορίσει. Ο Τόλης έμπαινε πάλι στοκεφάλι της σαν μια καρφίτσα που τσιμπάει με πόνους περιοδικούς,σαν το κουνούπι που γυροφέρνει το αυτί σου, δηλώνοντας συνεχώςτην παρουσία του. Μεταξύ του χορού και της διασκέδασης προτιμούσετο χορό, τα μαθήματα αυξάνονταν και όλο και περισσότεροέδινε ένα κομμάτι του εαυτού της εκεί, παρά αλλού.Η Φανή, κενή από συναισθηματικά φορτία, με μικρές μπαταρίεςστο συγκεκριμένο θέμα, πάντα ζούσε τη στιγμή. Οι στόχοι τηςήταν βραχυπρόθεσμοι και φρόντιζε να πραγματοποιούνται. Ποτέδεν έδινε δικαίωμα στον εαυτό της να ονειρευτεί κάτι που μπορείνα ήταν και άπιαστο. Ήθελε πάντα να έχει το πάνω χέρι και σχεδόνπάντα το είχε. Σχεδόν.Ο Πέτρος από μικρός είχε ένα πρόβλημα. Δινόταν υπερβολικά εύκολα.Συναισθηματικός, ενθουσιώδης, μετρούσε τις πράξεις ανά-- 166 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>λογα με τους ανθρώπους και αντίστροφα. Είχε μάθει να δέχεταιτην ευτυχία μέσω τρίτων, όχι απευθείας μέσω του εαυτού του. Δενμπορούσε να συλλάβει το, κατά τη γνώμη του, άδικο της ζωής. Δενμπορούσε να συνειδητοποιήσει πως ο πόνος της ανεκπλήρωτηςαγάπης είναι τόσο μεγάλος, μιας αγάπης που εκείνος μεγαλοποιούσεστο μυαλό του μέρα με τη μέρα και δεν μπορούσε να νιώσειυπομονετικός. Δήλωνε ερωτευμένος με μια κοπέλα που δεν μπορούσενα ξεμπλέξει τη ζωή της και μέσα στο κουβάρι άλλος βρίσκειτην αρχή και άλλος το τέλος.Ο Φλεβάρης πάντως είχε βρει το τέλος του. Και μαζί του ο χειμώνας.Μια στάλα δροσιάς έπεσε πάνω σε ένα γκριζωπό πλακάκι τουδήμου, καθώς οι πάγοι στα φύλλα μιας νεραντζιάς άρχισαν να γίνονταινερό από το πύρινο άγγιγμα του ήλιου. Η νεραντζιά, πλήρωςσυγχρονισμένη με τη φυσική εξέλιξη των εποχών, είχε αφεθεί σταχέρια των στοιχείων της φύσης να τη διαμορφώνουν, άλλοτε αρμονικά,άλλοτε άγρια και επίπονα. Η επιβίωσή της εξαρτάται καθαράαπό την αντοχής της. Από τα μεγάφωνα μιας διπλανής καφετέριαςακουγόταν το «Here goes the fear» των Doves.- 167 -


Μάρτης_Ή αλλιώς, όταν πέφτουν οι κουρτίνες«Μάρτης γδάρτης, εκείνη κοίταξε μπροστά τηςΔεν βρήκε τίποτα, εκείνη η σπάνια ομορφιά τηςΕίχε κρυφτεί, είχε χαθεί, είχε λύσει τα δεσμά της.Φύλακας άγγελος, μια άχαρη ριπή, η πίκρα κοντά τηςΚαθώς ο κύκλος έκλεινε τα βράδια της Τετάρτης,χάθηκε μακριά, στους βάλτους της καρδιάς της.Εκείνος έψαχνε μια ελπίδα στα χαρτιά τηςΣε όσα είχε μπροστά του, δεν έβγαζε ρίμα η λέξη της αγάπης.Τα μαλλιά της, το άρωμά της,τα μάτια του, τα μάτια της, ο πόνος του ερωτά τηςΠώς να ξεχάσει, όσα είχε πει, πώς να εμφανιστεί μπροστά τηςΕκείνη είχε κυλήσει, αργά απ’ τη φωτιά τηςΜικρές χαρές συγκρατούν τα χέρια, τα φτερά τηςΕκείνος έκλαψε, μα δάκρυ δεν βγήκε, μονάχα η λησμονιάς της.Στιγμές σχοινοβατούσαν αγγίζοντας τ’ όνειρά της.Ήταν μόνος, ήταν μόνη, πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτό πουέμοιαζεΜια αιώνια αλυσίδα, που τον κρατούσε μακριά της;»_ΠαΠΑΚΙ


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Ο Πέτρος προτιμούσε να γράφει στο χέρι. Το αγαπούσε. Αν και πολλέςφορές οι σκέψεις του σχηματίζονταν πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπορούσετο χέρι του να συγκρατήσει και πολλές χάνονταν πάλι βαθιά,στο κενό του μυαλού του. Κάποια βράδια ξυπνούσε έντρομος,ιδρωμένος, με μια σκέψη στο μυαλό, η οποία είχε επιστρέψει σανένα κακό μαντάτο που δαιμονισμένα τριγυρνούσε γύρω απ’ τα ίδιαμέρη. Ανατρίχιαζε και ξαναέπεφτε για ύπνο, αφού πρώτα έπινε έναποτήρι παγωμένο νερό. Κάθε τέτοιο βράδυ το μυαλό του ταξίδευεεκεί όπου εκείνος δεν τολμούσε να ταξιδέψει την ημέρα. Όσα μπορούσενα χαλιναγωγήσει, τα έγραφε σε ό,τι είχε πρόχειρο τη δεδομένηστιγμή. Γιατί η ζωή έχει εκατομμύρια <strong>στιγμές</strong>. Δεδομένες καιμη. Μερικές από αυτές, τις έδινε στο «Πα.Π.Α.Κ.Ι.» κάθε βδομάδα,για να μην τις αντιμετωπίζει μόνος. Το πού θα οδηγούσε αυτό, κανείςόμως δεν ήξερε. Έτσι ο Μάρτης είχε φτάσει. Παρ’ όλο που δενείχε φέρει μαζί του την άνοιξη, ήρθε ως μια επιβεβαίωση πως καιο χρόνος πολλές φορές ξεχνάει.ΠΥΡΙΝΟ ΒΙΟΣΕφτά παρά δέκα. Απόγευμα. Έξω ήλιος με δόντια, η θερμοκρασίααπαιτούσε την παρουσία χοντρού μακρυμάνικου ακόμα και τιςώρες που οι δρόμοι πύρωναν από τις ακτίνες του μεγάλου κίτρινουκύκλου, που τα παιδιά πάντα ζωγραφίζουν με ένα πλατύ χαμόγελο.Ο Πέτρος βγήκε από την εξώπορτα έχοντας έναν κόμπο στο στομάχι.Πήγαινε να συναντήσει τη Ναταλία. Ήθελε λέει να μιλήσουνε.Και τι να πούνε πάλι; αναρωτήθηκε. Πολλές σκέψεις πέρασαν απότο μυαλό του. Από την πιο αισιόδοξη, ότι είχε χωρίσει και τον έψαχνεαπεγνωσμένα γιατί δεν άντεχε λεπτό μακριά του, μέχρι και τοπιο απαισιόδοξο, ότι απλώς ήθελε να πιούνε καφέ. Όπως έχουν πει- 169 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπολλοί στο παρελθόν, ο θάνατος δεν είναι πάντα η χειρότερη μοίρα.Ήταν τώρα τέσσερις περίπου μήνες που την είχε στο μυαλό τουκαι σε όλα τα συναισθήματά του. Ο Πέτρος άρχισε να αλλοιώνεται,να διαβρώνεται, όπως η αλμύρα της θάλασσας πετσικάρει τα ξύλιναπαραθυρόφυλλα των παραλιακών σπιτιών. Όσο δεν την έβλεπεοι μέρες του κυλούσαν πιο ήρεμα. Είχε και τη δουλειά, τη σχολή,την εφημερίδα, τους φίλους, την τεκίλα, πολλούς τρόπους να ξεχαστεί,να αλλάξει μελάνι στον εγκέφαλο, πριν αυτός καεί απ’ τις δυσλειτουργίες.Οι γνώριμοι δρόμοι τον οδηγούσαν σε γνώριμα στέκια, καθώςπερνούσε από τη μόνη πράσινη πλατεία της πόλης και όδευε γιατην καφετέρια όπου είχαν δώσει ραντεβού. Μια γλυκιά, μικρή, γαλλικούτύπου καφετέρια, όπου ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει πιο αργάγια τους θαμώνες του. Το γιατί οι πλατείες πλέον αντί για δέντρα είχανμπετόν και πλακάκια, δεν θα το καταλάβαινε ποτέ.Σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, όπου τα δέντρα ήταν λιγότερααπό τις λακκούβες και τα χαντάκια σχηματίζονταν σε ανύποπτα σημείαστους δρόμους, ο Άλεξ περίμενε κάποιον ή κάτι ανυπόμονα,χτυπώντας τα χέρια του νευρικά στην πλάτη από ένα ξύλινο παγκάκι,το οποίο είχε τοποθετηθεί εκεί ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Γι’ αυτούςπου περιμένουν.Λίγο πιο έξω απ’ το κέντρο, εκεί όπου τα δέντρα ζούσαν όπωςακριβώς τα είχε προορίσει η φύση, ελεύθερα, ο Τόλης περίμενεκάποιον. Κρατούσε το κράνος του και ένα δεύτερο παραμάσχαλα.Ένιωθε νευρικά, παράξενα και έκανε κύκλους γύρω απ’ το ίδιοπλακάκι κοιτώντας επίμονα το ρολόι ξανά και ξανά.Ο Πέτρος κάθισε στη μια πλευρά ενός μεγάλου, παραλληλόγραμμου,ξύλινου τραπεζιού. Αν όλες οι πλευρές του ήταν διαθέσιμες,εκεί θα μπορούσαν να σερβιριστούν τουλάχιστον δέκα άτομα, όμωςδεν ήταν. Διαθέσιμες δηλαδή. Ήταν οι μισές, οι άλλες μισές ήτανστην υπηρεσία του προσωπικού. Καφέδες και αναψυκτικά, χυμοίκαι αφεψήματα, τοστ και σάντουιτς με γαλοπούλα, ζαμπόν ή προ-- 170 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>σούτο, βάφλες, παγωτά, κάθε λογής καλούδι περνούσε μπροστάαπό τα μάτια του καθώς την περίμενε. Έμοιαζε ήρεμος, αν και τομυαλό του κάθε άλλο παρά ήρεμο δεν ήταν. Ανήσυχος. Τον απασχολούσεμέχρι και η μικρότερη λεπτομέρεια. Μήπως δεν είχε διαλέξειτο σωστό τραπέζι να κάτσουν, μήπως εκεί θα είχε πολύ κόσμογύρω και θα τους άκουγαν όλοι; Προσπαθούσε να φανταστείστο μυαλό του τη συνάντησή τους, σαν να ήταν σκηνή από δραματικήταινία. Κάνοντας και αυτός ζουμ σε διάφορες λεπτομέρειες,προτιμώντας αυτό το πλάνο από εκείνο, δίνοντας ρεσιτάλ φωτογραφίας.Σηκώθηκε, αντάλλαξε βλέμμα με μια σερβιτόρα η οποία τονκοίταξε μήπως ήθελε κάτι. Με ένα μικρό, διακριτικό χαμόγελο τηνπροσπέρασε και πέρασε στο βάθος του μαγαζιού όπου τα τραπέζιαήταν λιγότερα και πιο διάσπαρτα. Έκανε να σηκωθεί πάλι μα το μετάνιωσε.Ηρέμησε, έλεγε στον εαυτό του. Ό,τι και να γίνει. Εκείνηδεν φαινόταν πουθενά. Είχε αργήσει.Μερικά στενά πιο κάτω ο Άλεξ έψαχνε ένα όνομα, ανάμεσα σε δέκα-δεκαπέντεακόμα. Τελικά το βρήκε, πάτησε το κουμπί που δέσποζεδεξιά του και περίμενε μέχρι ο ηλεκτρονικός πορτιέρης νατου επιτρέψει να περάσει. Κάπου στην απέναντι μεριά του δρόμου,ένας προληπτικός περαστικός απέφυγε να περάσει κάτω από μιασκάλα με αποτέλεσμα να στραμπουλήξει τον αστράγαλο του κατεβαίνονταςαπ’ το πεζοδρόμιο. Οι σακούλες με τα ζαρζαβατικά πουκουβαλούσε χύθηκαν στο δρόμο. Την ώρα που η πόρτα έτριζε περιμένονταςανυπόμονα κάποιον να τη σπρώξει, μια μελιτζάνα έφτασεστα πόδια του Άλεξ. Δύο παιδιά γελούσαν με τον άτυχο προληπτικό.Τα γέλια τους διακόπηκαν απ’ το κλείσιμο της πόρτας. Το τζάμιχρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα να πάψει να τρίζει απ’ τη δόνησηκαι ο Άλεξ χρειάστηκε τα ίδια περίπου δευτερόλεπτα για να φτάσειστο ασανσέρ. Το χολ της εισόδου μύριζε έντονα δεντρολίβανο. Προορισμόςτου, ο έβδομος. Το δώμα.- 171 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΟ Τόλης έφερε τη μηχανή σε όρθια θέση και σήκωσε το σταντ.Αφού σιγουρεύτηκε πως το κλειδί ήταν στη μίζα, έβαλε μπρος καιτο δίκυκλο συνονθύλευμα από μέταλλο και πλαστικό έβγαλε μιακραυγή άξια της κατάφρακτης παρουσίας του. Ο «Γκοτζίλας» είχεξυπνήσει. Το κέντρο βάρους ξαφνικά μετακινήθηκε ελαφρώς προςτα πίσω. Δύο χέρια σφιχταγκάλιασαν τη μέση του Τόλη, καθώς αυτόςείχε βγάλει το λουρί και ο «Γκοτζίλας» ξεκινούσε ελεύθεροςτην πορεία του προς την ελευθερία. Προορισμός του μια γραφικήκαι ήσυχη ταβέρνα, χωμένη στα μέρη που πάντα χώνονται οι γραφικέςκαι ήσυχες ταβέρνες. Πού και πού μούγκριζε λίγο παραπάνω,ειδικά αν κάποιος ανίδεος οδηγός τού ‘κλεινε το δρόμο ή αν έβρισκεπολλά, καταραμένα, κόκκινα φανάρια στο διάβα του. Ο Τόληςτον είχε εκπαιδευμένο όμως. Ο Γκοτζίλας μούγκριζε, αλλά δεν δάγκωνε.Όταν τα πρώτα ορεκτικά, έφτασαν στο τραπέζι, μια συζήτησηφαινόταν πως ήταν έτοιμη να ξεκινήσει.«Γεια». Μια γλυκιά, απαλή φωνή ξύπνησε τον Πέτρο από τη χειμερίανάρκη στην οποία είχε υποβάλει τον εαυτό του, μέχρι να εμφανιστείη Ναταλία. Με μόνη παρέα το φραπέ και το τσιγάρο, περίμενευπομονετικά χωρίς να μπορεί να αποφασίσει αν το πρόσμενε ήόχι. Καθώς σήκωσε το βλέμμα του αντίκρισε κάτι για το οποίο δενείχε προετοιμαστεί να αντικρίσει. Ήταν η Γατούλα. Έτσι τη θυμόταν.Η φωνή της, το άρωμά της, όλα του θύμισαν κάτι οικείο. Ένα ακορντεόνακούστηκε στο βάθος, κοντά στην είσοδο, καθώς είχε κάνειτην είσοδό της μια κομπανία από low budget μουσικούς δρόμου.Χαμόγελα, καπελάκι και κάτι από Παρίσι επιβλήθηκε για μια στιγμήστην ατμόσφαιρα. Μα ήταν ακόμα μια στιγμή.«Γεια! Τι κάνεις;» Ο Πέτρος δεν έδωσε άμεσο σημείο αντίδρασης.Ανήμπορος να αποφασίσει αν πρέπει να της προτείνει να κά-- 172 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τσει ή όχι, έμεινε να την κοιτάει χαμογελαστός. Η Γατούλα είδε πωςκάτι δεν πήγαινε καλά και έφυγε λέγοντας: «Χάρηκα που σε είδα!Φαίνεσαι καλά. Πολύ πιο ήρεμος από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε.Να περνάς καλά!»Καθώς η Γατούλα έκανε το πρώτο βήμα, ο Πέτρος μπήκε σε διαβολικόπειρασμό να τη σταματήσει, σήκωσε ακόμα και το δείκτητου χεριού του, μα τελικά αποφάσισε πως δεν ήταν καλή ιδέα. Πρινπεράσουν δύο τζουρογουλιές φραποτσίγαρου, ένα δεύτερο «γεια!»ήρθε να ταράξει τη γαλήνια λιμνούλα που είχε ξανασχηματιστεί στομυαλό του.«Γεια! Κάτσε». Αυτή τη φορά είχε έρθει το σωστό άτομο.«Τι κάνεις; Πώς τα περνάς;» Οι ερωτήσεις της έσκασαν απανωτάστο τραπέζι με περίσσιο ενδιαφέρον, χωρίς όμως οπτική επαφήκαθώς εκείνη έβγαζε το σφιχτοδεμένο παλτό της. Φορούσε έναμαύρο μαλλιαρό παλτό, με ένα δυνατό κόκκινο φουλάρι. Από κάτωφορούσε μονάχα ένα κολάν που λογικά θα ήταν πολύ χοντρό· έξω οκαιρός δεν συγχωρούσε. Ένα ζωηρό «καλά!» ακούστηκε ως απάντηση-κλειδίστις παραπάνω ερωτήσεις. Ζωηρό, ώστε να μοιάζειόσο πιο πειστικό γίνεται. Η Ναταλία άφησε την τσάντα της στοπάτωμα και αμέσως έκανε πίσω, δίνοντας χώρο στη σερβιτόρα νααφήσει το ποτήρι με το νερό.«Ένα χυμό μπανάνα-βύσινο θα ήθελα».Η σερβιτόρα, συγκαταβατική όπως το απαιτούσε η δουλειά της,χαμογέλασε για επιβεβαίωση.«Ευχαριστώ», πρόσθεσε η Ναταλία, γιατί είχε τρόπους.«Λοιπόν;»«Τι λοιπόν;»«Τι ήθελες να πούμε;«Έτσι; Ξεροσφύρι; Πες μου τα νέα σου πρώτα!»Ο Πέτρος γρύλισε από μέσα του. Δεν του άρεσε αυτό το παιχνίδι.Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε Ευζώνοι, που έλεγε και οπαππούς του ο Τζανής. Ο οποίος παππούς Τζανής, πλέον δεν ζού-- 173 -


Μιχάλης Φουντουκλήςσε, είχε πεθάνει πριν τέσσερα χρόνια, δύο μήνες και μια μέρα, σεηλικία ενενήντα τεσσάρων. Ένα ωραίο πρωινό ο κυρ-Τζάνος, όπωςτον φώναζαν οι γείτονες, πήρε τα κλειδιά της κόρης του, της κυρα-Στέλλαςκαι μπήκε στο Ι.Χ. για βόλτα στην παραλιακή. Χωρίς ναβλέπει, χωρίς να ακούει και χωρίς να μπορεί να κρατήσει σταθεράτο τιμόνι από το πάρκινσον, ήταν θαύμα Θεού που δεν σκοτώθηκεκαι κανένας άλλος εκείνο το βράδυ. Αυτός «τα είχε φάει τα ψωμιάτου», όπως έλεγε και η κυρά-Στέλλα σε όσους περνούσαν για συλλυπητήρια,μαζί και στον εαυτό της για πολλές μέρες μετά την κηδεία.Ο Πέτρος είχε προσπαθήσει να ψυχολογήσει την κίνηση τουπαππού, να οδηγήσει με τον Χάρο ανεβασμένο στο καπό, μα θεώρησεπως ο κυρ-Τζάνος θα είχε τους λόγους του, γιατί πολλά ήταν,μα τρελός όχι. Πίσω στον πολύ γλυκό καφέ όμως.«Νέα; Νέα. Τι νέα; Χμ. Καλά». Ο Πέτρος, προσπάθησε. Δεν τουβγήκε. Είπε να προσπαθήσει λίγο ακόμα. «Η σχολή καλά, πιστεύωνα τελειώσω φέτος. Αν τα καταφέρω…»«Θα τα καταφέρεις!» τον διέκοψε με ενοχλητική αισιοδοξία.«Γιατί το λες;»«Γιατί έτσι! Δεν ξέρω. Το νιώθω!» Η αισιοδοξία της, απόρροια τηςπροσπάθειας να σπάσει τον πάγο, έφερε αποτέλεσμα.«Αμ νοτ γκόινγκ του μέικ ιτ!» δήλωσε ο Πέτρος στροβιλίζονταςμια τζίβα απ’ τα μαλλιά του. Έπειτα ήπιε άλλη μια τζουρογουλιάφραποτσίγαρου και είπε: «Πέρα απ’ τη σχολή, δουλειά. Καλά κιεκεί. Ήρεμα».«Στο παπάκι, γράφεις ακόμα;»«Ναι. Μπούρδες».«Δεν είναι μπούρδες! Είναι πολύ ωραία!»«Μπούρδες».«Πέτρο, να σε ρωτήσω κάτι;» Ένα καταφατικό, σχετικά απαθές,νεύμα προς απάντησή της και συνέχισε: «Έχεις γράψει ποτέ κάτικαι να σκέφτεσαι εμένα;»«Γιατί; Τι σημασία έχει;»- 174 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Έχει. Για μένα έχει».«Μην με ρωτάς τέτοια πράματα. Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω».«Την αλήθεια».«Η αλήθεια πολλές φορές είναι άσχημη».«Καλά. Πάντως…» Η σερβιτόρα με το δίσκο της διέκοψε μια συζήτησηπου είχε ξεκινήσει ήδη με δυσκολία. Η ατμόσφαιρα είχε γλυκάνεικαθώς μια από τις τελευταίες συνθέσεις του Yann Tiersenκοσμούσε τα αυτιά και τις ψυχές του κόσμου. Η μυρωδιά της λιωμένηςσοκολάτας που μπεν-μαριζόταν, μπορούσε να γλυκάνει τιςκαρδιές ακόμα και τον πιο πικραμένων. Ο φωτισμός καθώς και οιταπετσαρίες, με μια γαλήνια, σαν από αμπαλάζ απόχρωση του πορτοκαλί,έδεναν τον κόσμο μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά η ατμόσφαιραήταν τεταμένη. Και ήταν μόνο η αρχή.«Πέρνα». Η φωνή προστακτική, η πόρτα μισάνοιχτη, ο φωτισμόςτεχνητός αν και έξω ήταν ηλιόλουστη μέρα. Ο Άλεξ πέρασε στο μικρόδιάδρομο, προχώρησε ανοίγοντας ακόμα μια πόρτα. Φυσικόφως δραπέτευσε και ξεχύθηκε στο μικρό χολ της εισόδου για μερικέςμόνο <strong>στιγμές</strong>, μέχρι κι εκείνη η πόρτα να κλείσει. Ένα δωμάτιο-θερμοκήπιοστο δώμα ήταν η συνέχεια και ο τελικός προορισμόςτου μικρού αυτού στούντιο. Το καλοκαίρι αυτό το δωμάτιοθα μπορούσε να θερμοκηπεύσει ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές καιάλλα οπωροκηπευτικά. Με λίγο καλό χώμα και λίπασμα οι τακτικέςεπισκέψεις στο μανάβη θα ήταν πλέον περιττές. Όμως αν καιο χώρος για ανθρώπους ήταν ανυπόφορος και ο Θεός το είχε προορίσειγια κατοικία ζαρζαβατικών, τελικά νοικιαζόταν σε φοιτητές.Γι’ αυτό υπήρχε και το μέσα δωμάτιο. Με αρκετά καλή μόνωση καικλιματιστικό ήταν σαν ένα σανατόριο θερμοκρασίας.Τώρα όμως δεν ήταν καλοκαίρι. Ήταν χειμώνας. Μάρτης, γδάρτηςπου λένε. Και το δωμάτιο είχε υποφερτή θερμοκρασία. Σε αυτόβοηθούσαν και τα φυτά που υπήρχαν σε γλάστρες όλων των σχημά-- 175 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτων και μεγεθών, περιμετρικά του γυάλινου αυτού επιστεγάσματος.Μια τέτοια κατασκευή στις σκανδιναβικές χώρες θα έκανε θραύση,στην Ελλάδα όμως ακόμα και το χειμώνα αποδεικνυόταν υπερβολικάθερμή.Στο παλιό αυτό δώμα είχε δημιουργηθεί ένας ξεκούραστος χώρος.Τα ξύλινα έπιπλα έδεναν όμορφα με το πράσινο του χώρου.Ένας καναπές δέσποζε στο κέντρο και προς τα πίσω. Μπροστά καιπρος το κέντρο ένας μεγάλος πάγκος, χρήσιμος τόσο για γραφείο,όσο και για τραπέζι κουζίνας.Ο Άλεξ είχε αρχίσει να ιδρώνει, δεν ήταν όμως σίγουρος αν ήτανλόγω της θερμοκρασίας ή λόγω της θέας του γυμνού γυναικείουκορμιού που έστεκε θελκτικά απέναντί του, ακουμπισμένο στο μεγάλοξύλινο πάγκο. Ένιωθε τον ιδρώτα να στάζει απ’ το μέτωπό του,μαρτυρώντας την ταραχή του, αλλά και τη ζέστη. Εκείνη ήταν απόώρα ιδρωμένη. Οι σταγόνες κυλούσαν αργά από το πρόσωπό της,κόκκινες σαν αίμα, έχοντας πάρει λίγο απ’ το χρώμα των μαλλιώντης. Χρωμάτιζαν το στητό της στήθος διασχίζοντάς το, στέκοντανλίγο στο στολισμένο αφαλό της. Εκεί έβρισκαν ταίρι με το κόκκινολαμπύρισμα που είχε τοποθετηθεί με βελόνα πριν αρκετά χρόνια.Ακολουθώντας πιστά τις καμπύλες του καλοσχηματισμένου κορμιούτης, οι δρόμοι οδηγούσαν ανάμεσα στα πόδια της. Εκεί το καλοξυρισμένοδέρμα της, μαρτυρούσε τη σπάνια τέχνη με την οποίαήταν σχεδιασμένη. Το λουλούδι της κοκκίνιζε και αυτό, ίσως απ’τις κόκκινες σταγόνες ιδρώτα, ίσως απ’ τον πόθο της. Οι μηροί τηςσαν φυσική εξέλιξη ενός εξωτικού ταξιδιού, οδηγούσαν τις σταγόνεςμέχρι τα γόνατα, από εκεί στις λείες γάμπες της, φτάνονταςμετά από πολύ κόπο, στο πάτωμα. Η ξύλινη επίστρωση είχε ποτίσειακριβώς δίπλα στα κόκκινα νύχια των ποδιών της. Θα μπορούσεκάποιος να υποθέσει πως βάφτηκαν από μόνα τους, χωρίς προσπάθεια,μόνο και μόνο από την ώρα που έστεκε και ίδρωνε εκεί.Ένα ακόμα λαμπύρισμα ξεχώριζε, καθώς μια ασημένια αράχνηισορροπούσε ανάμεσα στα πλούσια στήθη της. Η ασημένια αλυ-- 176 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>σίδα είχε πυρώσει, όπως είχε πυρώσει και όλο το είναι του Άλεξ.Και όχι μόνο.«Έλα κοντά μου». Μια προσταγή που θα φάνταζε θεόσταλτη σταμάτια κάθε άντρα.«Δεν είπες ότι θες να μιλήσουμε;» Ο Άλεξ είχε απορίες. Και δενέκανε ούτε ένα βήμα αν δεν τις έλυνε πρώτα.«Μετά. Τώρα θέλω να με γαμήσεις». Ένα διαολεμένο χαμόγελοσχηματίστηκε στα χείλη της Φανής, καθώς ο Άλεξ ξεροκατάπιε.Δεν ήταν ότι δεν του είχε περάσει από το μυαλό. Τα Χριστούγενναείχαν βρεθεί αρκετές φορές λίγο πιο κοντά, από το κοντά, οένας με τον άλλο. Ο πόθος της για αυτόν, είχε γεμίσει με τη μυρωδιάτου το χώρο. Η αφροδισιακή ουσία που έκρινε από τους αδένεςτης, είχαν οδηγήσει τον Άλεξ σε μια ακραία ορμονική κατάσταση.Οι αισθήσεις του είχαν αποσυντονιστεί, έτσι που πότε νόμιζε πωςκρύωνε, πότε πως ζεσταινόταν, πότε χαμογελούσε, πότε σοβάρευε,ενώ θα μπορούσε εύκολα να ορκιστεί ότι άκουγε καμπάνες να χτυπάνε.Την ήθελε.Έκανε ένα βήμα μπρος, μα δεν τόλμησε δεύτερο. Στάθηκε και τηνκοιτούσε. Εκείνη, βλέποντας τον κομπλαρισμένο παρατηρητή της,αποφάσισε να του δώσει ένα επιπλέον κίνητρο. Εξάλλου η αμηχανίατου τήν ερέθιζε περισσότερο. Άνοιξε ελαφρά τα πόδια τηςκαι άρχισε να χαϊδεύει το κορμί της απαλά, πότε με την εξωτερικήπλευρά των νυχιών και πότε με ολόκληρη την παλάμη. Σαν να προσπαθούσενα απλώσει ομοιόμορφα ένα αόρατο επίστρωμα πάνωτης. Η μικρή αράχνη έπεσε στο μάτι του Άλεξ. Βρισκόταν σε ένασημείο που σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να το δει ένας ξένος.Εκείνη η μικρή ζωγραφιστή αράχνη πάνω στο απαλό, ξυρισμένοτης δέρμα. Ο Άλεξ γδύθηκε και την πλησίασε. Η Φανή τού έριξε μιατελευταία ματιά πριν κλείσει τα βλέφαρά της. Εκείνη η ματιά είχεσυσσωρευμένη μέσα της, όλη της την ύπαρξη ως γυναίκα, όλα τηςτα θέλω. Αν ο Άλεξ ερμήνευε πλήρως το νόημα της ματιάς, εκείνηδεν θα χρειαζόταν να ξαναμιλήσει για τίποτα.- 177 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΜόλις έφτασε μπροστά της, γονάτισε και έφερε τη μικρή ζωγραφιστήαράχνη κοντά στα μάτια του. Την παρατηρούσε από μια ανάσαμακριά. Τα λεπτά πόδια της αράχνης απλώνονταν στο χώρο, χαρούμεναπου είχαν δει για ακόμα μια φορά το φως του ήλιου. Έναςμικροσκοπικός σταυρός ήταν σχεδιασμένος μέσα στο κεφάλι της.Η ανάσα του Άλεξ είχε βαρύνει πολύ και εκείνη την ένιωθε σαννα ανάσαινε μέσα στο κορμί της. Η ζέστη που ανέδυε την ερέθιζεακόμα περισσότερο και το γλυκό μαρτύριο τελείωσε όταν εκείνοςακούμπησε τα χείλη του και φίλησε τη μικρή ζωγραφιστή αράχνη.Τα χέρια του είχαν ακουμπήσει τα δικά της και τη χάιδευαν, πότετραβώντας την προς τα κάτω και πότε σηκώνοντάς την. Συνέχισενα τη φιλάει και να τη χαϊδεύει. Το μικρό της λουλούδι είχε ανθίσειαπό το πάθος και εκείνος απαλά με τη γλώσσα του ακολούθησεόλες τις γραμμές που είχαν χαραχτεί μπροστά του. Με τα δάκτυλάτου περιεργάστηκε τα ανοιχτά της πόδια, σαν μικρό παιδί που γιαπρώτη φορά αντικρίζει κάτι σπάνια όμορφο στο κόσμο.«Δεν αντέχω άλλο, γάμησέ με». Η προσταγή είχε γίνει ανυπόμονα,καθώς οι γυναικείες της άμυνες είχαν καταρρεύσει μπροστά στονπόθο της ηδονής.«Δεν έχω φέρει τίποτα», είπε αυτό που σκεφτόταν ο Άλεξ, χωρίςνα υπολογίζει πολύ αυτό που έλεγε και σηκώθηκε μπροστά της.Η Φανή χωρίς να ανοίξει καν τα μάτια της, είπε αδιάφορα: «Δενμε νοιάζει, γάμησέ με τώρα, όπως είσαι».Εκείνος μπήκε μέσα της και για την επόμενη μία ώρα τα τζάμιαθόλωσαν στο μικρό δώμα του έβδομου ορόφου. Τα φυτά κοκκίνισαν.Ο ήλιος χλόμιασε.«Σου αρέσει;»«Πολύ!»«Τι σου άρεσε περισσότερο;»«Χμ. Αυτό!»- 178 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Δεν σου φάνηκε λίγο;»«Λίγο;»Αμηχανία. Νευρικά χαμόγελα. Βλέμματα χαμένα. Σκέψεις.«Να σε ρωτήσω κάτι; Τη μηχανή σου γιατί τη βάφτισες Γκοτζίλα;»«Δεν τη βάφτισα εγώ, τα αυτοκόλλητα υπήρχαν εκεί πριν την αγοράσω».«Ααα!»Άλλη μία παύση.«Λοιπόν;»«Λοιπόν».Τσιγάρο. Τζούρα. Τσίπουρο. Τσούγκρισμα. Τσούξιμο.«Πω, δεν το αντέχω το τσίπουρο, με καίει!»«Είναι ωραίο όμως. Ειδικά τώρα που έχει και κρύο».Πάλι σιωπή.«Τόλη, πρέπει να πούμε κάτι».«Πρέπει;»Χαμόγελα.«Ε, δεν πρέπει;»«Πρέπει, ναι. Θα αρχίσεις εσύ ή εγώ;»«Σ’ αγαπάω».Χέρι που τρέμει. Τσίπουρο. Τσούξιμο. Τσιγάρο. Τζούρα.«Μάλιστα».Σιωπή. Ένα γκαρσόνι, σαν από μηχανής Θεός, ήρθε και μάζεψε ταπιάτα. Ο Τόλης χτυπούσε νευρικά το μικρό δάχτυλο του ποδιού τουστο πόδι της καρέκλας δεξιά του. Το κάθισμα της καρέκλας είχεπάνω χαραγμένους αριθμούς, ημερομηνίες και γράμματα. «ΛΥΚΕΙΟΝΕΑΠΟΛΗΣ ‘06 ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ» , «ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΦΩΣ ΜΟΥ, ΒΟΥΙ-ΖΕΙ Ο ΚΡΟΤΑΦΟΣ ΜΟΥ», «ΤΟΥΛΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΠΑΟΚ». Του φάνηκαναστεία, μα δεν γέλασε. Δεν το σήκωνε η στιγμή. Τα φύλαξε στη μνήμητου για να τα χρησιμοποιήσει αργότερα.«Αυτό μόνο έχεις να πεις; Μάλιστα;» Η Φαίη είχε κοκκινίσει.Ντρεπόταν. Είχε ήδη κάνει ένα τεράστιο βήμα για αυτήν, ένα βήμα- 179 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπου της πήρε χρόνια να το τολμήσει. Αν ήταν εκεί η Φένια θα τηςέλεγε πως έπρεπε να νιώθει περήφανη που κατάφερε να ξεπεράσειτο φόβο της και να μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτό που ένιωθε. Μαακριβώς επειδή της είχε πάρει χρόνια να το κάνει, είχε πλέον καιτην ύψιστη σημασία, και ένα «μάλιστα» ήταν κάπως προσβλητικό.Ένιωθε το φόβο να γεμίζει κάθε πτυχή της ακάλυπτης καρδιάς της.Είχε βγει από το καβούκι της και η πρώτη επαφή με την άγρια επιφάνειατης ωμής πραγματικότητας, αιωρούνταν απειλητικά πάνωαπό τις πιο εύθραυστες πτυχές της προσωπικότητας της. Το μαρτύριοσυνεχιζόταν με κάθε λεπτό που περνούσε σιωπηλό. Τα μεζεδάκιαπάντως ήταν καταπληκτικά.Ένα μικρό κρουασανάκι, έβοσκε στο ασημένιο λιβάδι μαζί με ταδύο μικρά του αδερφάκια. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο, το πιο καλοθρεμμένο.Ξάφνου, μια τραγική στιγμή, ένα θεόρατο χέρι από ψηλάήρθε και το πήρε μαζί του, χωρίζοντάς το από τα αδέρφια του. Τρόμοςεπικράτησε στο λιβάδι, μιας και αυτό που έμοιαζε ως τιμωρίαΘεού, τρομοκράτησε τα άλλα δύο μικρά κρουασανάκια, τα οποίασυνειδητοποίησαν τη ματαιότητα της ύπαρξής τους. Δεν μπορούσανόμως να κουνηθούν, είχαν βαρύνει πολύ από το βούτυρο καιέτσι έμειναν ακούνητα να θρηνούν το χαμένο τους αδερφό, νιώθονταςτην ύστατη στιγμή τον πόνο της απώλειας.«Είναι πολύ ωραία αυτά τα κρουασανάκια!»«Αν και αρκετά βαριά. Πρέπει να τους βάζουν πολύ βούτυρο».«Ποιοι;»«Οι κρουασανάδες».Η Ναταλία χαμογέλασε. Της άρεσε η αφέλεια με την οποία αντιμετώπιζετη ζωή πολλές φορές ο Πέτρος. Αν και η ίδια δεν ήτανποτέ τόσο αφελής. Εξάλλου ήταν γυναίκα.«Θέλω να μάθω αληθινά τι σκέφτεσαι για μένα».«Και εγώ το ίδιο θέλω να μάθω».- 180 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Μην πας να βγάλεις άκρη με μένα, είμαι πολύ μπερδεμένη».Ο Πέτρος τσίτωσε. Από τα ηχεία ακουγόταν το «Sometimes» τουJames, ή των James αν θέλετε. Ένα αισιόδοξο τραγούδι για μιααπαισιόδοξη στιγμή. Ο Πέτρος ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει. Γιαπράγματα που δεν ήξερε αν πρέπει να πει. Πάντα πίστευε πως δενπρέπει να λες στους άλλους χύμα τι πιστεύεις γι’ αυτούς, ιδίωςόταν δεν είσαι ήρεμος και αντικειμενικός. Άρχισε να στρίβει ένατσιγάρο. Τα γαλάζια χαρτάκια του μειώθηκαν και ένα μικρό χαρτάκι,διαφορετικό από τα άλλα, τον προειδοποίησε πως του απέμενανμόνο δέκα τσιγάρα. Μάταια. Εκείνος είχε αλλού το μυαλό του.«Όταν μια γυναίκα λέει ότι είναι μπερδεμένη, λέει ψέματα».«Είναι πολύ άσχημο αυτό που λες και δεν είναι αλήθεια». Η Ναταλίασοβάρεψε. Ίσως θίχτηκε. Ίσως φοβήθηκε. Ίσως ένιωσε απροστάτευτη.«Δεν μου είπες ότι θέλεις να μάθεις τι σκέφτομαι για σένα;»«Αυτό σκέφτεσαι για μένα; Ότι είμαι μια κοπέλα που θέλει μόνονα σε κοροϊδεύει; Να σου λέει ψέματα;»«Μην τραγικοποιείς τα πράγματα. Δεν είπα αυτό». Το τσιγάροήταν έτοιμο. Η Ναταλία δεν ήταν έτοιμη. Γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν.«Πιστεύω ότι είσαι ανώριμη. Και δεν υπολογίζεις καθόλουτα συναισθήματα των άλλων. Και κοιτάς βασικά την πάρτη σουκαι τη βόλεψή σου. Και το “είμαι μπερδεμένη” το έχεις σαν δικαιολογίαστον εαυτό σου, σαν μια κατάσταση στην οποία μπαίνεις γιανα μπορείς να κάνεις αυτά που θες, όταν τα θες, χωρίς να νιώθειςτύψεις γι’ αυτά. Κοιμήθηκες μαζί μου. Κοιμήθηκες μαζί του. Μεερωτεύτηκες; Όχι. Μου χαμογέλασες. Όπως και σε αυτόν. Με απομάκρυνες.Όπως και αυτόν. Κάνεις του κεφαλιού σου. Κάνεις ό,τισου κατέβει. Υπολογίζεις σε σένα και στο πώς εσύ θα είσαι καλύτερατην κάθε δεδομένη στιγμή».«Πέτρο, δεν σε πιστεύω. Αν έχεις τέτοια γνώμη για μένα, γιατί μουμιλάς; Είναι πολύ άσχημο αυτό που λες. Και είναι λάθος».Ο Πέτρος είχε ήδη μετανιώσει γι’ αυτά που είπε. Όχι γιατί δεν τα- 181 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπίστευε, αλλά γιατί δεν έπρεπε να της τα πει έτσι. Δεν είχε διαλέξειπροσεκτικά τις λέξεις και ένιωθε ότι το μήνυμα που ήθελε ναπεράσει, δεν θα περνούσε. Μα και να περνούσε τι διαφορά θα έκανε;Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο τέλειο πλάσμα, να μην είναι τέλειοστα πάντα;«Δεν θα μιλήσω άλλο. Θέλω μόνο να μου πεις… Μάλλον όχι. Δενθέλω να μου πεις τίποτα. Δεν έχει νόημα. Τα λόγια πάντα έλεγαπως δεν έχουν σημασία, μόνο οι πράξεις. Και έτσι είναι. Οι πράξειςέχουν νόημα. Αλλά εγώ τα λόγια πιστεύω. Απ’ τα λόγια δένομαι.Τα κρεμάω ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι μου και τα χαζεύω σαν να‘τανε τα αστέρια. Κάθε τι που έχεις πει, έχει χαραχτεί στην καρδιάμου. Και δεν μου αρέσει αυτό, γιατί τα λόγια είναι αέρας. Με διαφορετικήτονικότητα». Άφησε μερικά χρήματα στο τραπέζι. Έπιασετην τσάντα του και σηκώθηκε απότομα. «Ξέρεις κάτι. Βαρέθηκα.Βαρέθηκα να νιώθω ότι παίζω σε σαπουνόπερα. Σε ριάλιτι. Αγαπάω,μα δεν μ’ αγαπάνε, πονάω, κλαίω, κυνηγάω. Δεν βλέπω τιςκάμερες, δεν νιώθω τους προβολείς, δεν μ’ αρέσει και το σενάριο.Κουράστηκα. Κουράστηκα να σκέφτομαι εσένα. Να γράφω γιασένα. Να πονάω για σένα. Να χαμογελάω για σένα. Έκανα τη ζωήμου έναν κύκλο γύρω απ’ τη δική σου. Γιατί; Έτσι ένιωθα. Ενθουσιασμός;Κεραυνοβόλος έρωτας; Αληθινή αγάπη; Γιν και Γιανγκ; Ήαπλώς ένα καπρίτσιο της στιγμής; Δεν ξέρω τι. Ό,τι και να ήταν, τοβαρέθηκα.»Δεν πρόκειται να σε πιέσω να αλλάξεις τη ζωή σου, να ιππεύσουμεμαζί στο ηλιοβασίλεμα. Το ξέρω ότι σου αρέσω. Το ξέρωγιατί το βλέπω στα μάτια σου. Και τα μάτια λένε πάντα την αλήθειασε κάποιον που ξέρει να κοιτάζει. Αλλά βολεύτηκες. Και κολακεύτηκες.Και έμεινες στάσιμη. Δικαίωμά σου. Όμως εγώ δεν μπορώνα μείνω άλλο στάσιμος. Κουράστηκα. Το ποια πορεία θα ακολουθήσειςείναι στο χέρι σου. Αλλά από μένα δεν πρόκειται να πάρειςτίποτα καινούργιο και τίποτα από αυτά που ήδη πήρες, μέχρι νατα κερδίσεις. Είσαι πανέμορφη, μια βασίλισσα, μια οπτασία. Ακό-- 182 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>μα και οι βασίλισσες όμως πρέπει να κερδίζουν το στέμμα τους».Η σερβιτόρα έστεκε άφωνη δίπλα από τον Πέτρο με ένα δίσκοφρέσκα ποτήρια με νερό. Δροσερά. Είχε το ένα στο χέρι και ήτανέτοιμη εδώ και ώρα να τους το αφήσει. Όταν ο Πέτρος σηκώθηκε,εκείνη παραμέρισε και από εκεί και πέρα έγινε μάρτυρας τουξεσπάσματος. Ο Πέτρος πήρε το ποτήρι από το χέρι της, το ήπιε,έσταξε λίγο στο άλλο του χέρι και δρόσισε το κεφάλι του. Ένιωθεζέστη, παρ’ όλο που έξω έκανε κρύο. Δεν ήταν καλά. Έφυγε.Τα θολά τζάμια του δώματος απέκτησαν μια νέα… θολούρα. Πιο αέρινη,πιο πηχτή. Μαστούρα. Ένα άγνωστης χημικής υπόστασης τσιγάρο,άλλαζε μεριά σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ καθώς ο Άλεξ καιη Φανή, γυμνοί, ξαπλωμένοι στη φλοκάτη είχαν χαθεί σε μία άλλη,προσωπική τους διάσταση. Κανείς απ’ τους δύο δεν είχε το κουράγιονα χαλάσει τη στιγμή. Με τις ορμόνες τους αποφορτισμένες,τα μυαλά ελεύθερα από κάθε είδους απασχόληση και τα πνευμόνιατους γεμάτα με ένα σύννεφο που θόλωνε το ρεαλισμό, ταξίδευαν,όπως ακριβώς τους γέννησε η μάνα τους, σε κόσμους όπου ταπράγματα κυλούσαν σαν σε κλεψύδρα στο κενό. Δύο κόκκοι άμμουπου πότε κυλούσαν προς τα κάτω και πότε αιωρούνταν προςτα πάνω. Ο χρόνος έμοιαζε να αμφιταλαντεύεται. Επειδή όμως καμίαστιγμή δεν κρατάει για πάντα, λίγο αργότερα η σιωπή έσπασε.«Όταν μου είπες στο τηλέφωνο πως θέλεις να μιλήσουμε, δενείχα ακριβώς αυτό στο νου μου».«Δεν σε χάλασε». Η Φανή κατέβασε άλλη μια τζούρα, αργά προσπαθώνταςνα μαζέψει όσο περισσότερο καπνό μπορούσε, κράτησεγια λίγο την αναπνοή της, σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει καιμόλις όλα ξεκίνησαν πάλι, έκανε πάσα το τσιγάρο στα αριστερά της,χωρίς να κουνήσει το απλανές βλέμμα της από τη χρωματισμένηψευδοροφή.«Παίζει και να με χάλασε».- 183 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Γιατί;»«Γιατί είσαι επικίνδυνη».«Και σε χαλάει αυτό;»«Όχι. Με χαλάει το ότι δεν με χαλάει». Ο Αλεξάκης προσπαθούσεπολύ να βγάλει νόημα σε όσα έλεγε. Αλλά ήταν η στιγμή δύσκοληκαι οι καιροί παράξενοι. Και τα σκυλιά δεμένα επίσης. Το τσιγάροεπεστράφη ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως έφυγε. Μόνο λίγομικρότερο.«Μ’ αρέσεις».Παύση.«Φράουλες».Δεύτερη παύση. Επεξεργασία. Τζούρα.«Τι φράουλες;»«Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Έπρεπε να απαντήσω κάτι».«Γιατί έπρεπε;»«Ξέρω ‘γω; Δεν πρέπει να απαντάς κάτι, όταν ο άλλος σου λέεικάτι τόσο προσωπικό;»«Όχι. Ποτέ δεν πρέπει. Αλλά αν θες να απαντήσεις κάτι, μπορείςνα πεις μόνο “ευχαριστώ”. Αυτό θα έφτανε».«Και ‘μένα μ’ αρέσεις».«Αράχνες».Χαμογέλασαν και οι δύο. Κανένας δεν κούνησε το βλέμμα του απότο πορτοκαλοκόκκινο ταβάνι. Με την άκρη του ματιού τους, συνειδητοποίησανπως είχαν την ίδια ακριβώς αντίδραση.«Σ’ αρέσουν οι αράχνες ε;»«Πολύ».«Γιατί;»«Γιατί… χμ...» Παύση. «Γιατί έχουν πολλά πόδια».«Και;»«Και όταν έχεις πολλά πόδια πατάς πιο σταθερά. Και δεν πέφτεις».«Ναι. Αλλά τα δικά τους πόδια είναι τριχωτά. Τα δικά σου όχι».- 184 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Μ’ αρέσει αυτή σου η παρατήρηση».«Μια ξυρισμένη αράχνη».Σιωπή. Μερικά λεπτά κύλησαν, μερικές τζούρες πάρθηκαν, μερικάχαμόγελα ανταλλάχθηκαν υπόκωφα, το ταβάνι είχε όλη την προσοχήπάνω του. Η Φανή χαμένη κοιτούσε το παράθυρο και ο Άλεξτο ταβάνι.«Σ’ αυτό το σπίτι έμενε ένας αυτόχειρας».«Φαίνεται».«Από τι;»«Από το ταβάνι του. Είναι τόσο μπερδεμένο. Μοιάζει να έχει ζωγραφιστείαπό τα χέρια ενός ανισόρροπου ανθρώπου, που βρίσκεταιστη φθαρμένη άκρη της κλωστής του. Έτοιμος να σπάσει».«Εγώ έβαψα το ταβάνι». Σιωπή. Αμηχανία. Ανάμικτα συναισθήματα.Μπέρδεμα. Η Φανή συνέχισε: «Ξέρεις τι είναι αυτό που μουαρέσει σε σένα;»«Τι;»«Που όταν σου είπα, “μ’ αρέσεις”, εσύ απάντησες “φράουλες”».«Δεν βγάζει νόημα αυτό που λες. Έχω αρχίσει και κρυώνω. Ναντυθούμε;»«Όχι». Άλλη μια φορά το τσιγάρο έφτασε στα χέρια της Φανής.«Θα φέρεις λίγο τσίπουρο τουλάχιστον; Να ζεσταθούμε;»«Θα φέρω».Καθώς η Φανή σηκώθηκε και περπάτησε προς το μέσα δωμάτιο,ο Άλεξ παρατήρησε το σώμα της. Το δέρμα της ήταν τόσο λείο,τόσο απαλό, λες και είχε γεννηθεί μόλις χτες. Ο χρόνος δεν τηνείχε επηρεάσει καθόλου. Και δεν μπορεί κανείς να πει ότι η Φανήείχε κάνει μια ήσυχη και ήρεμη ζωή. Είχε μπελάδες στη ζωή της,είχε ζήσει δύσκολες καταστάσεις, παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε τίποταπάνω της που να το μαρτυρεί. Ο Άλεξ θαύμασε τις καμπύλες τουκορμιού της, καθώς αυτές διαγράφονταν θολά μέσα στην κάπνα,το ημίφως και την υγρασία. Μια φιγούρα με κόκκινα μαλλιά. Ήτανεκείνη ακριβώς η στιγμή που την ερωτεύτηκε. Ένα ρίγος τον δια-- 185 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπέρασε. Προσπάθησε να κρατήσει τη στιγμή αυτή χαραγμένη στομυαλό του, σαν φωτογραφία, ώστε να μπορεί να τη φέρνει ξανά καιξανά μπρος στα μάτια του όταν το είχε ανάγκη. Ο χρόνος κυλούσεσε μικρές δόσεις. Κάθε δόση, μια στιγμή. Κάθε στιγμή ένα συναίσθημα.Κάθε συναίσθημα μια εμπειρία. Ένας διαπεραστικός ήχοςγυαλιού να ακουμπάει σε γυαλί έφτασε στα αυτιά του και η Φανήεμφανίστηκε με δύο σφηνοπότηρα στο ένα χέρι και ένα πλαστικόμπουκάλι νερού στο άλλο. Όμως τα φαινόμενα πολλές φορές απατούν.Η ετικέτα από το μπουκάλι νερού έλειπε για να υποδηλώνειακριβώς αυτό. Τη διαφορετικότητα του.«Στην υγειά σου».«Στην υγειά σου».«Στην υγειά μας λοιπόν».Τσούγκρισμα, τσίπουρο, τζούρα, τζίφος.«Κι εγώ κρυώνω».«Ε, περίμενε δεν πιάνει αμέσως. Πιες άλλο ένα».Η Φανή ήπιε άλλο ένα.«Καλύτερα;»«Ναι».«Τι σ’ έπιασε σήμερα. Θέλω να πω, όλο αυτό, σήμερα, τι;»Η Φανή ήπιε ένα τρίτο σφηνάκι και προσπάθησε να απαντήσει.«Εγώ, δεν είμαι τόσο... Δεν ήμουν ποτέ έτσι εγώ, δεν, εγώ ήθελαπάντα… Κοίτα, ο τρόπος που εμείς… Δηλαδή όλα κυλάνε τόσο… δηλαδήείναι περίεργο, κατάλαβες; Είναι πολύ περίεργο όλο αυτό. Καιωραίο. Και περίεργο γιατί δεν… Από μικρή εγώ πάντα δεν ήθελα,όχι δεν ήθελα, δεν προσπαθούσα, γιατί δεν πιστεύω πως αν προσπαθείς…αλλά και η προσπάθεια μετράει… χλομό όμως… Λέω μαλακίες».«Ναι».«Τι, ναι; Κατάλαβες τίποτα;»«Ναι, λες μαλακίες».Χαμόγελα. Σιωπή. Ανασυγκρότηση. Τσιγάρο. Τζούρα. Τσίπουρο.- 186 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Τσούγκρισμα. Τσίτωμα. Χαμόγελο.«Δεν θα βγάλω άκρη με ‘σένα σήμερα».«Αλεξάκη; Άντε γαμήσου αγόρι μου».«Έλα σόρυ, από αμηχανία τα λέω όλα αυτά».Σιωπή. Ηρεμία. Γαλήνη. Ο Άλεξ ξεκίνησε να στρίβει ένα ακόμα. ΗΦανή γέμισε τα ποτήρια. Η στιγμή σήκωνε ποτό και τσιγάρο.«Όπως έχει πει κι ο Μπάμπης, η ζωή είναι σαν την πίτα. Είναι πιοκαλή για την υγεία σου όταν είναι στα κάρβουνα, μα όλοι θέλουν νατη λαδώνουν».«Πού κολλάει τώρα αυτό το άτοπο, ασυγχρόνιστο και -μεταξύμας- βλακώδες, γνωμικό που σου είπε ένας καμένος ντελιβεράςπου όλη μέρα μαστουρώνει τσικνίζοντας το γύρο του;»«Ο Μπάμπης δεν είναι ο Μπάμπης ο τυχαίος. Ο Μπάμπης ξέρει.Λέει πολλά, αν μπορέσεις να συλλάβεις αυτά που ο ίδιος αδυνατείμε τις ατάκες του. Τεσπά, αυτό που ήθελα να πω, είναι πως εγώ σεθέλω λαδωμένη».«Ε;»«Λαδωμένη, όχι στα κάρβουνα».Η Φανή χαμογέλασε.«Θα το πούμε στους άλλους;»«Μπορούμε».«Θα μας κράξουν».«Μπορούνε».«Θα με βγάλεις και πρώτο ραντεβού;»«Μπορεί».«Θα με ξαναγαμήσεις;»«Τώρα;»«Ναι».«Είσαι αχόρταγη».«Είσαι μαλάκας».Το τσιγάρο έσβησε. Τα ποτήρια άδειασαν. Το ταβάνι χάζευε και τατζάμια θόλωσαν.- 187 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΚάπου σε ένα άλλο τραπέζι μιας άλλης γειτονιάς, ακριβώς την ίδιαώρα, τα πράγματα δεν κυλούσαν τόσο ανέμελα.«Εσύ; Μ’ αγαπάς;»«Τι με ρωτάς τώρα;»«Μια ερώτηση».«Και τι, ερώτηση είναι αυτή; Είναι ερώτηση αυτή; Δηλαδή, αυτήερώτηση είναι;»«Ναι. Και θέλω μια απάντηση».«Δεν ξέρω».«Δεν ξέρεις αν μ’ αγαπάς ή δεν ξέρεις να απαντήσεις;»«Σε βρίσκω τραβηγμένη».«Εγώ σου άνοιξα τα χαρτιά μου και εσύ με βρίσκεις τραβηγμένηπου θέλω μια απάντηση;»«Ποια χαρτιά σου; Πώς είναι δυνατόν να μου λες τέτοιες κουβέντεςόταν δεν με ξέρεις καλά-καλά;»«Τι δεν σε ξέρω ρε Τόλη, τόσα χρόνια σε ξέρω!»«Τόσα χρόνια με γνωρίζεις. Δεν με ξέρεις. Κανείς σας δεν με ξέρει».«Ε, δώσε μου μια ευκαιρία να σε μάθω. Θέλω να σε μάθω».«Δεν ξέρω».«Πάλι δεν ξέρεις. Ξέρεις κάτι ποτέ;»Ένα ποτήρι ακουμπήθηκε με βία στο τραπέζι, έλκοντας τα βλέμματαμερικών από τα γύρω τραπέζια. Μετά όλοι επέστρεψαν σεαυτό που έκαναν πριν. Και η γη συνέχισε να γυρίζει.«Λυπάμαι, μα αυτό που θες να ακούσεις, δεν θα στο πω. Δεν μπορώνα στο πω».«Γιατί; Επειδή δεν το νιώθεις;»«Δεν ξέρω τι νιώθω για σένα. Αλλά δεν μπορώ να σου πω κάτιμόνο και μόνο επειδή το ζητάς».«Θες να είσαι μαζί μου;»- 188 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Δεν ξέρω».«Με βρίσκεις ερωτεύσιμη;»«Δεν ξέρω».«Θα ‘θελες να με γαμήσεις;» Τα τελευταία λόγια ακούστηκαν περισσότεροαπ’ ό,τι θα έπρεπε. Η Φαίη είχε αναψοκοκκινίσει. Ο Τόληςδεν απάντησε. Η Φαίη συνέχισε: «Χρόνια τώρα σκέφτομαι τοτι θα πουν οι άλλοι, αν πω αυτά που σκέφτομαι. Και δεν τα λέω.Και στροβιλίζονται στο κεφάλι μου αφηνιασμένα σαν ζωύφια καιμου προκαλούν πόνο. Θα σκάσω. Δεν αντέχω άλλο να μην μιλάω.Το ξέρεις χρόνια ότι σε γουστάρω. Και παίζεις μαζί μου. Σ’ αρέσεικατά βάθος που σε γουστάρω και δεν κάνεις τίποτα γι’ αυτό.Και τώρα που έρχομαι εγώ, το μόνο που μου λες είναι δεν ξέρω καιδεν ξέρω».«Αφού δεν ξέρω».«Ξέρεις. Όλοι ξέρουν».Σιωπή. Σκέψη. Αμφιβολία. Αποδοχή.«Δεν σ’ αγαπάω. Ούτε είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Ναι, θα σεγαμούσα».«Ευχαριστώ». Η Φαίη σηκώθηκε, ήπιε το υπόλοιπο του τσίπουρουμονομιάς, δεν την έκαψε καθόλου, πήρε την τσάντα της καιέφυγε. Περπάτησε για περίπου τριάντα λεπτά μέχρι που κάλεσεένα ταξί να τη μαζέψει από το δρόμο. Ο Τόλης δεν κουνήθηκε. Δενμίλησε. Δεν είπε τίποτα. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Ήπιε το υπόλοιποκαραφάκι, κάπνισε εφτά ακόμα τσιγάρα και μετά από μία ώρα περίπουέφυγε με τον Γκοτζίλα.ΣΠΑΖΟΚΕΦΑΛΙΕΣ 4-Μαλάκα, ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου.-Του σταθερού;-Ναι.- 189 -


Μιχάλης Φουντουκλής-Και; Πόσο;-Είναι εκατόν εξήντα ευρώ.-Οεο! Και τι θα κάνεις ρε;-Πήρα τη μάνα μου.-Και πώς το δέχτηκε;-Της τηλεφώνησα και της λέω: «Έλα μάνα, ήρθε ο λογαριασμός τηλεφώνου.Είναι εφτακόσια ευρώ». Εκείνη φρίκαρε. Την άφησα λίγαδευτερόλεπτα να κράξει και είπα: «Έλα πλάκα σου κάνω, διακόσιαπενήντα είναι μόνο». Και μου απαντάει: «σε καλό σου παιδάκι μουμε τρόμαξες! Θα σ’ τα στείλω αύριο».-Γιατί διακόσια πενήντα;-Ε, να μην πάρω κάτι για τον κόπο μου;-Ποιο κόπο;-Του να συλλάβω αυτό το ιδιοφυΐες σχέδιο.-Ε, είσαι…-Σατανικός!ΦΑΟΥΣΤΑπόγευμα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να μετράει την ώρα που του είχεαπομείνει. Βαριόταν. Ήθελε να πάει αλλού, σε άλλα μέρη. Η πόληείχε ζεστάνει καθώς ο Μάρτης πλησίαζε στο τέλος του. Τα χιονοδρομικάέκλεισαν και οι φανατικοί των χειμερινών σπορ αποχαιρέτησανο ένας τον άλλο με βαριά καρδιά, ανανεώνοντας το ραντεβούγια του χρόνου. Τα ποτάμια άρχισαν να φουσκώνουν και ήδη ταπρώτα περιστατικά με αγνοούμενους ορειβάτες σε πλαγιές και χαράδρες,κοσμούσαν τα πανικόβλητα δελτία ειδήσεων. Φαινομενικάτίποτα δεν είχε αλλάξει στην παρέα, παρ’ όλο που όλοι υπογείωςσυζητούσαν σαν τους Χιώτες σε δυάδες, για το θέμα της Φαίηςμε τον Τόλη. Οι τύποι όμως και η πρέπουσα συμπεριφορά κρατούντανσταθεροί και η παρέα έμοιαζε σαν τις αμερικάνικες παρέ-- 190 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ες της τηλεόρασης που όλοι είναι τόσο αγαπημένοι και χαρούμενοικαι που τα αστραφτερά χαμόγελα τους είναι άξια διαφήμισης οδοντόπαστας.Ο Πέτρος καθόταν ως συνήθως στον υπολογιστή της Φαίης καιπροσπαθούσε να σκεφτεί τι θα έγραφε στο Πα.Π.Α.Κ.Ι. για τον επόμενομήνα. Η σεζόν ολοκληρωνόταν σύντομα, περί τα τέλη Ιουνίου.Είχε επιστρατεύσει κάθε ίχνος εγωισμού για να ξεχάσει τη Ναταλία,μα κατά έναν διαβολικό τρόπο το μόνο που γυρόφερνε στιςσκέψεις του ήταν εκείνη. Πολλές φορές ο Πέτρος σκεφτόταν ότιερωτευόταν απλά και μόνο για να κάνει τον κόσμο να μοιάζει ομορφότερος.Έτσι τώρα, μπροστά από τα χιλιάδες μικροσκοπικά λαμπάκιαπου συγχρονισμένα αναβόσβηναν με υποδειγματική ακρίβεια,προσπαθούσε να τιθασεύσει την υπέρμετρη ανάγκη του γιαέρωτα.Λίγο παραδίπλα, ένας φορητός υπολογιστής παρασιτούσε, κλέβονταςένα μέρος της τηλεφωνικής γραμμής της Φαίης, για να συνδεθείστο ίντερνετ. Ένα παράσιτο που ήλεγχε ο Άλεξ. Ως αυθεντικόςλάτρης του διαδικτύου, του άρεσε να περνάει χιλιάδες ώρες μπροστάστην οθόνη, να μιλάει με διαδικτυακούς φίλους, να παίζει παιχνίδια,να χαζεύει χρήσιμες κι άχρηστες πληροφορίες, να κατεβάζειταινίες και τραγούδια, να τσεκάρει γκομενάκια και να πουλάεισε on-line δημοπρασίες αντικείμενα από καιρό αχρείαστα. Η τελευταίααυτή ασχολία, που είχε κερδίσει το μεγαλύτερο μερίδιο τουδιαδικτυακού του χρόνου, πέρα απ’ την ικανοποίηση τού να πουλάεισαβούρες σε ξένους, του άφηνε κι ένα καλό χαρτζιλίκι. Ο Άλεξως δογματικός ρακοσυλλέκτης της γενιάς του, είχε γεμίσει το σπίτιτου με άπειρα μικροπράγματα από τη δεκαετία του ‘80. Και πλέονστα ‘10, η δεκαετία του ‘80 ήταν ρετρό για εκατομμύρια έφηβουςκαι μη. Όμως τώρα, είχε ένα πανούργο σχέδιο. Ένα σχέδιο τόσο πανούργοπου ακόμα και το ίδιο τρόμαζε από την πανουργία του.«Καλά, έχω έμπνευση σήμερα».«Τι;» ακούστηκε μια ανδρική, αδιάφορη φωνή από τον καναπέ. Ο- 191 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΤόλης παρακολουθούσε τα νέα με τα πόδια απλωμένα σε ένα τραπεζάκι.«Δεν παίρνεις τα χαμπάρια σου».«Θα μας πεις;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή απ’ την πολυθρόνα.Η Φανή διάβαζε ένα από τα άπειρα φεμινιστικοειδή περιοδικάμόδας και γυναικείων συμβουλών που ήταν στοιβαγμένα σε έναψάθινο καλάθι.«Ένα σχέδιο τόσο πανούργο...» Μερικά πλήκτρα ακούστηκαν μεαπαράμιλλο ζήλο και ενθουσιασμό. Τα χέρια του είχαν πάρει φωτιά.«...που ακόμα και το ίδιο τρομάζει από την πανουργία του!»«Αλεξάκη. Πες. Τέλος». Η Φανή σηκώθηκε και πήγε προς το μέροςτου. Δεν είχε σκοπό να περιμένει για να ικανοποιήσει την περιέργειάτης.«Τι λέτε εσείς;» Η Φένια πέρασε στο σαλόνι από την κουζίνα μεένα πιάτο κόκκινα μήλα, κομμένα σε μικρά, βαρκοειδή κομμάτιαστο ένα χέρι και ένα κουτί μερέντα στο άλλο.«Όχι ρε φίλε, αυτό είναι όντως σατανικό!» Ο Πέτρος είχε αφήσειτα χέρια του να αιωρούνται πάνω από το δικό του πληκτρολόγιο καιείχε γείρει ολόκληρος πάνω από την οθόνη του Άλεξ, μοιάζονταςμε τον πύργο της Πίζας.«Τι είναι μωρέ;» Ο Τόλης, απαθής, βαρύς κι ασήκωτος, δεν κούνησερούπι απ’ τον καναπέ του, κάνοντας ανεπαίσθητα ηλεκτρονικάνεύματα προς την τηλεόραση όταν ήθελε να αλλάξει κανάλι.«Σατανικό!»«Ιδιοφυές»«Ανυπέρβλητο!»«Ανησυχητικά καλοστημένο!»«Θα πείτε τι γίνεται;»«Μεγαλειώδες!»«Σωτήριο!»«Αναντικατάστατο…»«Ρε, μιλήστε. Βαριέμαι να σηκωθώ». Τα ηλεκτρονικά νεύματα- 192 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>προς το τηλεοπτικό κουτί είχαν γίνει συχνότερα και πιο αγχωτικά.«Κοσμογονικό!»«Ατιθάσευτο!»«Ακατανίκητο!»«Πομπώδες!»«Ε, είστε μαλάκες». Η τηλεόραση έκλεισε. Δύο πόδια κατέβηκαναπό το προαναφερθέν τραπεζάκι. Το τηλεκοντρόλ έπνιξε το πόνοτου κυλώντας στον καναπέ. Άτυχο ως ήταν, είχε πολλή φορά καιέσκασε βίαια στο πάτωμα. Βήματα πλησίασαν την κατενθουσιασμένηπαρέα. Τα πλήκτρα του υπολογιστή του Άλεξ συνέχισαν ναακούγονται μανιασμένα, σαν γραφομηχανή συγγραφέα με έξαρσηνέων ιδεών που προσπαθεί να τις καταγράψει όλες, πριν το μυαλότου χάσει εκείνο το σπάνιο ερέθισμα και γυρίσει πίσω στις ίδιεςκυκλικές, κοινότοπες σκέψεις.«Σπάνιο, μοναδικό!»«Φρικαλέο!»«Ηράκλειο!»«Ακόμα, δεν κατάλαβα. Τι στα κομμάτια κάνετε;»«Υπέρμετρο!»«Ένα αριστούργημα!»Ο Άλεξ πάτησε τα τελευταία πλήκτρα με αργούς, σίγουρους ρυθμούς,όπως τα τελευταία βήματα ενός αθλητή σε αγώνα δρόμου,ο οποίος έχοντας αφήσει μίλια πίσω τον ανταγωνισμό, ανοίγει ταχέρια και τερματίζει με στυλ και άνεση. Όλα είχαν μπει στη θέσητους. Κανείς δεν μιλούσε.«Θα μιλήσει κανείς; Ρε!» Τίποτα. «Νιώστε λίγο… Ρε Αλεξάκη;»«Έλα».«Τι κάνεις;»«Περιμένω».«Τι περιμένεις;»«Έναν αγοραστή».«Τι πουλάς πάλι;»- 193 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Την ψυχή μου».«Ορίστε;»«Σατανικό. Απλώς σατανικό!» Η φωνή της Φανής δεν μπορούσενα κρύψει τον ενθουσιασμό της.«Πώς πουλάς την ψυχή σου ρε μαλάκα;» Ο Τόλης δεν μπορούσενα μπει στο νόημα. Δεν είχε μεγάλη εμπειρία πάνω στο παράδοξοτου διαδικτύου.«Τι πώς ρε; Τα πάντα πουλάς στο ίντερνετ. Ό,τι μαλακία θες. Απόπαλιά τραπεζομάντηλα, οδοντόβουρτσες, οδηγούς για να δέσεις τακορδόνια σου, παλιούς δίσκους, καινούργιους δίσκους, δίσκουςσερβιρίσματος, σερβιέτες, σαβούρες, σβούρες, μπουγελόφατσες,μπουγάδες, μπουκάλες, μπουφέδες, καφέδες, κορίνες, τζάμια, βιτρίνες,στίχους, τοίχους, τίτλους ευγενείας και γαλάζια αίματα».«Και υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν για όλα αυτά;»«Ναι», είπε ο Άλεξ.«Ναιιι», είπε ο Πέτρος.«Ναι!» είπε η Φανή.«Ναι…» είπε η Φένια.«Τραγικό ε;»«Τελείως».«Και πόσο την πουλάς;»«Εκατό ευρώ».«Φτηνός είσαι. Να χαρώ εγώ αυτοεκτίμηση!»«Δεν είναι θέμα αυτοεκτίμησης. Είναι θέμα αυτοκριτικής».«Στα εκατό ξεκινάει ο πλειστηριασμός», πετάχτηκε η Φανή.«Το πού θα φτάσει είναι άλλο θέμα», ολοκλήρωσε ο Πέτρος.«Και πόση ώρα κρατάει όλο αυτό;»«Ο πλειστηριασμός; Δύο ώρες».«Έχουμε τίποτα ακόμα;»«Όχι. Αν και είναι άπειρος κόσμος μέσα. Μιλάμε για εκατοντάδες».«Και είναι αξιόπιστο αυτό; Θα πάρεις χρήμα;»- 194 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Πιο σίγουρο απ’ ότι αυτός θα πάρει την ψυχή μου».«Τι κάνετε;» είπε η Φαίη που μόλις είχε βγει απ’ την κουζίνα μετους φραπέδες.«Ο Άλεξ πουλάει την ψυχή του στο ίντερνετ».«Τόσο χαμηλά έχεις πέσει;»«Εκεί που άλλοι βλέπουν τον ξεπεσμό, εγώ οραματίζομαι την ιδιοφυία».«Keep walking». Η Φένια έπιασε ένα κομμάτι μήλου, το βούτηξεστη μερέντα και τίμησε πρώτη τη δροσιστική και γλυκιά δημιουργίατης. Η μυρωδιά της σοκολάτας ξεχύθηκε στο χώρο.«Μερέντα!» ακούστηκε μια χαριτωμένη φωνή, εφάμιλλη αυτήςτου Σπίντι Γκοντζάλες, και ξαφνικά το βάρος της παρέας μετατοπιστηκεστο μπολ με τα μήλα. Μέσα σε λίγα λεπτά η αναίμακτη σφαγήπου ακολούθησε, αποδεκάτισε τη στρατιά των μήλων, αφήνονταςμερικά σκόρπια τα οποία τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Μάταια.Ήταν παγιδευμένα. Ξαφνικά ένας ηλεκτρονικός πνιχτός ήχος επέστρεψετο ενδιαφέρον όλων στον υπολογιστή.«Ωπ, να ο πρώτος!»«Jakeκob_1977. Τι όνομα είναι αυτό ρε. Κάνας κατεστραμμένοςθα ‘ναι απ’ το Ουισκόνσιν».«Μην μιλάς έτσι για τον πιθανό αφέντη μου», ο Άλεξ επίπληξε τηΦανή. Είχε μπει στο ρόλο του.«Πόσα δίνει;»«Εκατόν είκοσι».«Χουβαρντάς ο δικό σου».«Ωπ, κι ένας άλλος, εκατόν τριάντα».«Μεγάλη σφαγή».«Ντέρμπι».Τα καφεδάκια μοιράστηκαν και το σόου είχε ήδη αρχίσει. Μέχριοι φραπέδες να φτάσουν στη μέση, η ώρα του πλειστηριασμούπλησίαζε προς το τέλος της. Οι προσφορές αρκετές και οι μονομάχοικονταροχτυπιούνταν με διαφορές εικοσάευρων. Παράλλη-- 195 -


Μιχάλης Φουντουκλήςλα η παρέα το διασκέδαζε με τα ονόματα τους. «Mairy_porkins»,«Luke_n_the_duke», «Johnny flipit», «Mr. Spaghetti», «Ringoguy», «paokaras24». Το τελευταίο υπόκειται σε μια παγκόσμιαθεωρία που ανάγεται σε διαφήμιση γνωστής ελληνικής μπίρας:παντού υπάρχει ένα παόκι. Η παρέα άρχισε να επαναπαύεται,όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει σε μια προσφορά του «Ι_was_batman_now_i’m_that man», στα διακόσια πενήντα. Οι υπόλοιποιενδιαφερόμενοι δεν αξιολογούσαν την ψυχή του Άλεξ ικανήνα τους στερήσει ακόμα ένα εικοσάευρο. Ο Αλεξάκης σηκώθηκεαπ’ την καρέκλα και κινήθηκε θριαμβευτικά προς το μπάνιο. Μετο ύφος χιλίων καρδιναλίων που τον χαρακτήριζε όταν ένιωθε καλάμε τον εαυτό του, είπε: «Πάω να εξαγνιστώ». Ήχος. Ήχος υπολογιστή.Νέα προσφορά.«Άλεξ...» είπε ο Πέτρος«Άλεξ», είπε η Φανή«Άλεξ!» είπε η Φένια.«Τι;»«Ε, έλα λίγο. Πρέπει να το δεις αυτό». Πανικός, φωνές και σκόνη,οχλαγώγησαν την επιστροφή και των χιλίων καρδιναλίων, καθώςο Άλεξ έσυρε και τους χίλιους, σύσσωμους στον υπολογιστήτου, αφού πρώτα έκανε μια στάση από το μπολ με τα μερεντόμηλα,παίρνοντας χωρίς τύψεις το τελευταίο. Δεν το έφαγε ποτέ. ΟΠέτρος απήγγειλε αυτό που όλοι έβλεπαν ως κακόγουστο αστείο,γραμμένο στην οθόνη του υπολογιστή.>>> Νέα προσφορά: 666 ευρώ, από το χρήστη Φάουστ Η δημοπράτηση τελειώνει σε πέντε λεπτά


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Μαλάκες», μάζεψε τις σκέψεις του ο Άλεξ, «πρέπει να μπει κάποιοςνα κάνει μεγαλύτερη προσφορά, τώρα!»«Τι λες μωρέ; Πού θα βρούμε τόσα λεφτά; Γίνεσαι υπερβολικός».«Ρε τι υπερβολικός, δεν βλέπεις; Φάουστ. 666!»«Χαλάρωσε, κάνα πιτσιρίκι θα ‘ναι απ’ τη Νέα Υόρκη που τον λένεΜπομπ και η φάτσα του έχει γεμίσει σπυράκια απ’ την πολλή τσόντα».«Ρε, δεν με νοιάζει ρε, να μπει κάποιος τώρα!! Ανεβάστε την τιμήκαι μετά μην πληρώσετε, σιγά μην σας κυνηγήσω!» Ο Πέτρος έπιασετο διπλανό υπολογιστή πάλι και ο αγώνας με το χρόνο ξεκίνησε.«Μαλάκες, δεν μπαίνει!»«Πού δεν μπαίνει;»«Στο ίντερνετ! Λέει, το δίκτυο είναι υπερφορτωμένο, να προσπαθήσουμεπάλι».«Ε, προσπάθα!»«Προσπάθα; Τι λέξη είναι αυτή;» Η Φένια και η Φανή το διασκέδαζανβλέποντας τους πανικόβλητους άντρες. Όλοι πάγωσαν. Νέοςήχος απ’ τον υπολογιστή.>>> Ο χρήστης Φάουστ σας έστειλε ένα προσωπικό μήνυμα:Say hi to your new master


Μιχάλης Φουντουκλής«Να φτιάξουμε έναν».«Απ’ το κινητό; Θα μας πάρει χρόνια!»«Δοκίμασε τον υπολογιστή εσύ, θα προσπαθήσω εγώ από δω!»«Ρε, το κινητό σου μου ζητάει κωδικό ασφαλείας και κάτι μαλακίες»«Τι;»«Τι τι;»«Τι τι τι; Κωδικό ασφαλείας λέω!»«Και πού να ξέρω εγώ, βάλε 12345, πάντα κάτι τέτοιο είναι! Ήπάτα το μηδέν».«Ποιο μηδέν ρε κι εσύ σαν τη μάνα μου;»«Από δω δεν μπαίνει, λέει τώρα πως ο απομακρυσμένος υπολογιστήςδεν αποκρίνεται!»«Ρε τον απομακρυσμένο… Κουκουνάρια πες του».Ο Αλεξάκης πάντα έλεγε κουκουνάρια όταν ήθελε να πει «παπάρια»ή «αρχίδια» χωρίς να βρίσει. Και τώρα δεν ήθελε να βρίσει.Ένας ενδόμυχος φόβος τον άγγιζε βαθιά μέχρι την ψυχή του. Γιαόσο ακόμα ήταν δική του δηλαδή.«Μπήκα!» Ο Πέτρος έριξε ένα ελπιδοφόρο φως στο δωμάτιο.«Κάνε προσφορά, χτύπα!»Αδρεναλίνη, φωνές, φασαρία.«Δεν μ’ αφήνει».«Τι εννοείς δεν σ’ αφήνει;»«ΔΕΝ Μ’ ΑΦΗΝΕΙ! Αυτό εννοώ!»>>> Ο πλειστηριασμός έληξε.Αγοραστής, ο χρήστης Φάουστ για εξακόσια εξήντα έξι ευρώ.


Απρίλης_Ή αλλιώς, ΑπρίλιοςΦέτος το Πάσχα έπεφτε αργά. Τέλη Απρίλη. Αυτό σήμαινε πως μετάτις διακοπές, έφτανε η εξεταστική. Επίσης αυτό σήμαινε πως μέχριτις διακοπές κανείς δεν θα διάβαζε γιατί όλοι είχαν τη δικαιολογία-καραμέλα:«θα διαβάσω στις διακοπές». Πράγμα που κανείςδεν έκανε και κανείς δεν πίστευε πραγματικά ότι θα κάνει εξ αρχής.Όμως οι placebo δικαιολογίες είναι το άλφα και το ωμέγα τηςφοιτητικής κοινότητας. Μπορείς να κάνεις ό,τι θες αρκεί να βρειςμια καλή δικαιολογία, έτσι για να υπάρχει. Κατά τα άλλα ο Απρίληςείναι από τους πιο ουδέτερους μήνες. Τίποτα το συγκλονιστικό δενφαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα για τον Απρίλη. Και συνήθως είναιαυτοί οι μήνες που κρύβουν εν τέλει και τα πιο συγκλονιστικά.Ο Άλεξ με τη Φανή ανακοίνωσαν το δεσμό τους στην παρέα, τιςπρώτες μέρες του Απρίλη. Τα γέλια ήταν τόσο μακρόσυρτα πουτους τσάντισαν και σηκώθηκαν και έφυγαν. Κανείς δεν τους σταμάτησεγιατί κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει. Ο Τόληςμε τη Φαίη είχαν αρχίσει να μιλάνε πάλι, έστω και τυπικά, ματο θέμα τους ήταν ακόμα νωπό. Για τη Φαίη τουλάχιστον, την οποίαείχε αναλάβει η Φένια. Τα ζευγάρια που χωριστήκαν διαμόρφωσανπολλά από τα μελλοντικά συμβάντα και αυτό που έμοιαζε ένα ήρε-


Μιχάλης Φουντουκλήςμο τέλος της σεζόν, δεν ήρθε ποτέ.ΣΠΑΖΟΚΕΦΑΛΙΕΣ 5-Ρε Τόλη;-Τι;-Γιατί χαθήκαν τα όνειρά μας;-Δεν χαθήκαν, πήγαν περίπατο.-Θες να πεις, ψάχνουν το δρόμο τους;-Ακριβώς.-Εμείς;-Εμείς τι;-Εμείς πού χαθήκαμε;-Εκεί που δεν το περίμενε κανείς.-Δηλαδή;-Στην επιστροφή.ΤΑΞΙΔΙΑ, ΤΑ ΞΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑΞΙ ΔΙΑΈνας δρόμος. Τέσσερις λωρίδες ανά κατεύθυνση. Διαχωριστικό γιαπροστασία στη μέση με φυτά και θάμνους. Ψηλές κολώνες λιμανιούμε φώτα κίτρινα για να μην κουράζουν το μάτι. Μαύρη, καλοστρωμένηκαι τραχιά άσφαλτος για σταθερότητα και άνετη οδήγηση.Στις στροφές ξεκάθαροι οι ανακλαστικοί σημαντήρες προειδοποιούνκαι προστατεύουν. Ταμπέλες και έξοδοι καλοφώτιστες, σηματοδοτούντα μέρη όπου μπορεί κάποιος να εξέλθει από αυτή τηνεθνική οδό, η οποία στην Ελλάδα ως είδος σπανίζει.Λακκούβες, μιάμιση λωρίδα με το ζόρι ανά κατεύθυνση, χωρίς διαχωριστικό,χωρίς αναισθητικό, μάχη, πόλεμος, σφαγή, lights outκαι όποιος επιζήσει. Μια μηχανή, δύο αναβάτες. Ο Πέτρος και ο- 200 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Τόλης έφυγαν. Το είχαν ανάγκη και οι δύο. Λίγο να ξεφύγουν, ναξεσκάσουν και να ξεσκεπάσουν. Τον αδερφό του Πέτρου, ο οποίοςείχε χαθεί κάπου στο μικρόκοσμο του. Μια διαδρομή μερικώνωρών, που θα γίνονταν μερικές παραπάνω, με στάσεις για βενζίνη,καφέ και χάζι. Ξεκίνησαν αρκετά νωρίς, προσπαθώντας να αποφύγουντους Παρασκευάτικους εκδρομείς που θα ξεκινούσαν μαζίτους. Το «προβάδισμα της ψυχικής γαλήνης», όπως θα έλεγε κάποιοςμε εμπειρία στην υπεραστική οδήγηση. Ο Πέτρος πήρε τοπολυπόθητο ρεπό από τη δουλειά για τέσσερις μέρες, προφασιζόμενοςοικογενειακή ανάγκη. Αίτιο όχι αναίτιο. Απ’ την άλλη ο Τόληςπήρε άδεια από τα δύο γκομενάκια τη Λαμπρή και την Ελίνα πουείχε κλείσει για το σαββατοκύριακο, με σκοπό να τους δείξει πώςνα «γρασάρουν τα γρανάζια» ή κάτι παρόμοιο. Απελευθερώθηκαναπό τα δεσμά, γέμισαν τα σακίδια τσιγάρα και λεφτά, και μερικάρούχα όπου χωρούσαν, και οι δρόμοι υποτάχθηκαν στον Γκοτζίλα.Τα ταξίδια είναι όμορφα. Τα ταξίδια με τη μηχανή είναι ακόμα πιοόμορφα. Συγγραφική διαύγεια να σου πετύχει. Ας ξαναπροσπαθήσω:Τα ταξίδια αποτελούν μερικές από τις ομορφότερες <strong>στιγμές</strong>στη ζωή ενός ανθρώπου. Από τα νυχτερινά σουλατσαρίσματα στιςγειτονικές πόλεις για ποτό, αγάπη και βραδινό μπάνιο, μέχρι τις διηπειρωτικέςκαι υπερατλαντικές αυτομολήσεις με χρονοδιάρκειακαι χρονοχρέωση. Είναι εκείνες οι <strong>στιγμές</strong> που βγαίνεις απ’ το καβούκισου και έρχεσαι σε επαφή με το παγκόσμιο, με το όλο. Βλέπειςμέρη που σου θυμίζουν κάτι το οικείο, μα και κάτι το διαφορετικό.Γνωρίζεις ανθρώπους που ανατομικά σου είναι γνώριμοι, μαδιαφέρουν σε χρώμα, γλώσσα, λογική, χιούμορ και τρόπο σκέψης.Βλέπεις πως πέρα από το άσπρο και το μαύρο υπάρχει μια σωρείαχρωμάτων και αποχρώσεων και αν μπορέσεις να φιλτράρειςαυτό το μαζικό βομβαρδισμό ερεθισμάτων, ίσως πάψεις να είσαιμαύρος ή άσπρος και γίνεις λίγο μπλε ή λίγο κόκκινος ή λίγο μωβή τουρκουάζ ή λαχανί ή βεραμάν ή γουατέβερ. Και τελικά αν είσαιτόσο ταξιδιάρης και φτάσεις στα περιβόητα παιδάκια στην Κένυα- 201 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπου διψάνε, και τα οποία έχω προαναφέρει μια χούφτα φορές, τότείσως και να μπορέσεις να συνδεθείς μαζί τους, να τα νιώσεις πραγματικά,να τα βοηθήσεις.«Ρε συ Τόλη, πού είμαστε;»«Κάτσε να ρωτήσω». Ο Γκοτζίλας ήθελε να προχωρήσει, μα τολουρί στο λαιμό έσφιξε, αναγκάζοντάς τον για μία ακόμα φορά ναυποταχθεί στον αφέντη.«Συγνώμη;»Ένα κεφάλι στρίβει. Ρυτιδιασμένο. Γέρικο. Στο πάνω μέρος έναζεύγος μάτια, ίσα-ίσα διακρίνονται ανάμεσα στις μελαμψές ρυτίδες.Μια γκρίζα τραγιάσκα κρύβει το σημείο όπου κάποτε φύτρωνανόμορφα, ζωντανά μαλλιά. Μερικές τρίχες ξεφεύγουν τόσο σταπλάγια της τραγιάσκας όσο και στο άνοιγμα του γαλάζιου, ριγέ πουκάμισου.Ο παππούλης μοιάζει να δυσκολεύεται να σταθεί για πολύστην ίδια θέση χωρίς να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστείκατάχαμα. Γι’ αυτό ο Τόλης συνεχίζει χωρίς ανάσα.«Πού είμαστε;»«Στ’ Άλιδες!» Η φωνή, αν και με στόμφο, ήταν αδύναμη, μόλιςπου υπερκάλυψε το μουγκρητό του Γκοτζίλα.«Στις ποιες;» Απορία. Ο Τόλης έσβησε τη μηχανή μπας και ακούσεικαλύτερα. Μάταιο. Ό,τι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε και «ο έχωνωτά ακούειν, ακουέτω». Και όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται επίσης,αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ο γέρος δεν έμοιαζε αποφασισμένοςούτε να προχωρήσει, ούτε να πλησιάσει, ούτε να φωνάξει.Ούτε να ξαναμιλήσει γενικότερα. Σαν παγιδευμένος σε λογικό παράδοξο,ο εγκέφαλός του δεν φαινόταν να μπορεί να δώσει καμίαείδους οδηγία, έτσι έκανε αυτό που σε Αμερική και Αγγλία θα ονόμαζανhovering. Ο δρόμος έρημος, αν και έμοιαζε να υπάρχει ζωήσε αυτό το μικρό χωριό που έτυχε να βρεθεί στα πόδια τους. Αν καιποτέ τίποτα δεν βρίσκεται τυχαία στα πόδια σου.Ένα μουγκρητό, πολύ πιο αδύναμο από αυτό του Γκοτζίλα, ακούστηκεκάπου πίσω μακριά και ένα ακόμα δίτροχο ζώο πλησίασε.- 202 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Ένας μεσήλικας πάνω σε ένα υπερήλικο, σμπαραλιασμένο μηχανάκιπου έμοιαζε μόλις και μετά βίας ικανό να συγκρατήσει τον επιβάτη,πόσο μάλλον την ξέχειλη μπάκα του.«Καλημέρα Δήμαρχε!» είπε περνώντας ο κύριος με το μηχανάκι,σχεδόν χάνοντας την ισορροπία του αφού προσπάθησε να οδηγήσειμε το ένα χέρι και να χαιρετήσει με το άλλο.«Στ’ Αλίδες!» Η ίδια πνιχτή, νευρόσπαστη κραυγή προς απάντηση.Ο Πέτρος με τον Τόλη κοιτάχτηκαν. Κανείς απ’ τους δύο δενήλπιζε να πάρει κάποια απάντηση απ’ τον παππούλη, μα δεν τουςέκανε καρδιά να φύγουν. Είχαν περιέργεια να δουν αν θα μπορέσεινα συνεχίσει το δρόμο του ή αν θα μείνει εκεί για πάντα, σαν κολώνααλύπητα γδαρμένη απ’ τα σημάδια του χρόνου, να πληροφορείπεραστικούς και ντόπιους πως εδώ είναι «Στ’ Αλίδες».Μια παχουλή κυρία γύρω στα πενήντα βγήκε από ένα μπακάλικομε τέσσερις τσάντες σε κάθε χέρι, συνεχίζοντας μια συζήτησηπου μάλλον είχε ξεκινήσει εντός του καταστήματος, αυξάνονταςτον τόνο και την ένταση της φωνής της όσο απομακρυνόταν, ελπίζονταςνα διατηρήσει τη συζήτηση ζωντανή. Ο παππούλης γύρισεαργά αλλά σταθερά το κεφάλι του για να αντικρίσει την παχουλή κυρίαη οποία εντός δευτερολέπτων θα περνούσε δίπλα του.«Γεια σου Δήμαρχε!» είπε η παχουλή κυρία. Στα παιδιά είχε δημιουργηθείη εντύπωση πως ζούσαν σε έναν ατέρμονο κύκλο, σαντην ημέρα της μαρμότας. Η ζέστη τούς είχε χτυπήσει κατακούτελα,ήταν κουρασμένοι και παρ’ όλα αυτά δεν είχαν σκοπό να κουνηθούν.Ήθελαν και οι δύο να δουν τι θα γίνει παρακάτω σε αυτότο μικρό δρόμο, αυτού του μικρού χωριού. Ο παππούλης ξάφνιασετόσο τα παιδιά όσο και την παχουλή κυρία, όταν έκανε μια μικρή,αλλά δυναμική, κίνηση προς το μέρος της. Της γρύλισε «Στ’Αλίδες», γεμίζοντάς την με σάλια, καθώς αυτό που αρχικά έμοιαζεμε κίνηση να τη χαιρετήσει, στην πραγματικότητα ήταν μια επιθετικήπροειδοποίηση παρόμοια με αυτή που κάνουν τα σκυλιά ότανκάποιος τα πλησιάζει άγαρμπα για να τα χαϊδέψει και νιώθουν να- 203 -


Μιχάλης Φουντουκλήςαπειλείται ο χώρος τους. Η παχουλή κυρία τρόμαξε, πισωπάτησε,βρήκε τοίχο και της έπεσε μία τσάντα πάνω στον πανικό. Μέσα σεκλάσματα δευτερολέπτου τη σήκωσε, ίσιωσε το φουντωτό καπέλοτης που της είχε κατέβει στα μούτρα και με το τρόμο ζωγραφισμένοστο πρόσωπό της άνοιξε βήμα για μακριά. Τα τακούνια της γέμισαντο δρόμο με ήχους νευρικού καλπασμού.Σαν από μηχανής Θεός, μια κοπέλα γύρω στα τριάντα και κάτιβγήκε από το σπίτι έξω απ’ το οποίο είχαν σταθμεύσει προσωρινάτα παιδιά. Η ίδια σκέψη τους έσκασε στο μυαλό, καθώς εκείνημε βήμα γοργό και πολυάσχολο, ετοιμαζόταν να τους προσπεράσει.Πρόλαβε να της μιλήσει ο Πέτρος. Ο Τόλης έμεινε με τις λέξεις στηγλώσσα του και κατάπιε τον ίδιο αέρα.«Συγνώμη, πού βρισκόμαστε;»«Στο Λιβάδι. Πού πάτε;»«Στο πέρα χωριό».«Α, δεν είναι μακριά. Θα πάρετε το δρόμο ευθεία μέχρι την πλατείακαι από εκεί θα ακολουθήσετε τις ταμπέλες για Λιβαδοχώρι.Κάπου στα μέσα της διαδρομής θα δείτε ένα εκκλησάκι και τηστροφή που ψάχνετε».«Να ‘σαι καλά!» Ο Πέτρος χαμογέλασε ανακουφισμένος και η κοπέλακίνησε να φύγει, μα τη σταμάτησε ο Τόλης που τον είχε φάει ηπεριέργεια για τη μυστική τοποθεσία που ξεστόμιζε με τόση προσπάθεια,ξανά και ξανά, ο παππούλης. Μπορεί εκεί να βρισκότανκρυμμένος ένας αρχαίος θησαυρός και ο παππούλης, νιώθοντας τοτέλος του να πλησιάζει, είχε την ανάγκη να μαρτυρήσει το μυστικό.«Συγνώμη, ο παππούλης, τι λέει συνέχεια; Ποιες είναι αυτές οιΣτ’ αλίδες; Και τι του έχουν κάνει;»Η κοπέλα άρχισε να γελάει σαν να θυμήθηκε κάτι αστείο μετάαπό καιρό.«Δεν λέει Στ’ αλίδες!»«Και τι λέει;»«Είστε αλήτες».- 204 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Γιατί είμαστε αλήτες;» Η κοπέλα δεν ήξερε τι να απαντήσει καιέτσι χαμογέλασε. «Και γιατί τον φωνάζουν όλοι δήμαρχο;» επέμεινεο Τόλης.«Γιατί είναι!»Παύση. Σκέψη. Επεξεργασία.«Αλλά γιατί ψηφίζουν κάποιον που…», το ξανασκέφτηκε. «Άστο».«Έτσι δεν γίνεται πάντα;» Με τα τελευταία της λόγια, η κοπέλαέδειξε ότι βιάζεται, χαμογέλασε ευγενικά και πήρε το δρόμοτης. Καθώς ο Γκοτζίλας πέρασε μπροστά απ’ τον παππούλη, εκείνοςέστριψε το κορμί του αργά, παρακολουθώντας την πορεία πουδιέγραφαν οι αναβάτες του μεταλλικού θηρίου. Ο Πέτρος ως συνεπιβάτης,γύρισε το κεφάλι του και παρατήρησε τον παππούληπου ίσιωσε την τραγιάσκα του -αν και δεν είχε φύγει από τη θέσητης- και με αναπάντεχη σβελτάδα πήρε το δρόμο του, που τόσηώρα έμοιαζε ανήμπορος να ακολουθήσει. Ο Πέτρος συνέχισε νατον κοιτάει από τον καθρέφτη να μικραίνει και να μικραίνει, ώσπουχάθηκε τελείως από το οπτικό του πεδίο.Η νύχτα ομορφαίνει μια πόλη. Κρύβει της αδυναμίες της, την ασχήμιατης. Πολλοί άντρες θα υποστηρίξουν ότι το ίδιο κάνει και στιςγυναίκες. Αλλά αυτοί οι ίδιοι άντρες, αγαπητή γυναίκα αναγνώστρια,είναι νάρκισσοι, φαλλοκράτες και γουρούνια. Ή τουλάχιστονέτσι θα υποστηρίξουν πολλές γυναίκες. Εκείνες οι γυναίκες όμως,αγαπητέ άντρα αναγνώστη, είναι κομπλεξαρισμένες, φεμινίστριεςκαι επιθετικές. Οπότε η αλήθεια ποια είναι; Ότι η νύχτα ομορφαίνειτα πάντα. Όπως και το ποτό. Ομορφαίνουν την πόλη, τον κόσμο,τη μουσική, τη διάθεση. Γι’ αυτό και τα μπαρ είναι η καλύτερη διέξοδοςγια ένα βράδυ ευγενούς ψυχαγωγίας.Ο Άλεξ και τα 3Φ βγήκαν τσάρκα. Μπαρότσαρκα συγκεκριμένα.Μαγαζί και σφηνάκι. Αυτή ήταν η συμφωνία. Και όταν έβρισκαν τοκατάλληλο κλίμα και τον κατάλληλο κόσμο θα έδεναν την άγκυρα- 205 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτους. Υπήρχε και ένα μυστικό σχέδιο, που η Φαίη αγνοούσε. Να τημεθύσουν και να τις πλασάρουν ένα αρσενικό. Έτσι ωμά το είχανσυζητήσει ο Άλεξ με τη Φανή και είχαν μετέπειτα βάλει στο κόλποκαι τη Φένια. Ύστερα από μερικά μπαρ και μερικά σφηνάκια, το κεφάλιείχε ήδη αρχίσει να ομορφαίνει τα πράγματα και βρήκαν έναμπαράκι που έμοιαζε να είναι το κατάλληλο. Το «Ναυάγιο» άνοιξεδιάπλατα της πόρτες του και ο Άλεξ και οι γυναίκες του στάθμευσανσε ένα μικρό σταντ, άφησαν τσάντες και τσαντάκια στα πόδιατους και μοίρασαν εργασίες. Ο Άλεξ έστριψε τσιγάρο γι’ αυτόν καιτη Φανή, κάπου στην πορεία του ζήτησε και η Φένια ένα. Δεν κάπνιζειδιαίτερα, μα συχνά-πυκνά έκανε ένα, έτσι για να μην ξεχάσειπώς είναι. Η Φένια απ’ την άλλη ανέλαβε να παραγγείλει ποτά,δηλαδή τεκίλες. Η Φανή ανέλαβε να τσεκάρει τον αντρικό πληθυσμόμιας και, όπως η ίδια υποστήριζε, έκοβε το μάτι της. Είχε στονου της κάτι το συγκεκριμένο για τη Φαίη. Οι άντρες γι’ αυτήν ήτανανοιχτά βιβλία. Από το στήσιμο, την εμφάνιση και τους μορφασμούςτου προσώπου, μπορούσε να καταλάβει τι στυλ είχε ο καθένας,τι μέθοδο πεσίματος θα ακολουθούσε αν έβλεπε κάτι το ενδιαφέρον,πώς θα φερόταν στο κρεβάτι και το σημαντικότερο γι’ αυτήν,πόσο ευγενικός και σωστός θα ήταν. Η Φανή υποστήριζε πωςποτέ δεν έπεφτε έξω αν και η ίδια θυμόταν τουλάχιστον τέσσεριςπεριπτώσεις που είχε πέσει.«Βρήκα».«Τι βρήκες;»«Θύμα».Ένα νεύμα υπέδειξε στον Άλεξ τον πιθανό στόχο.«Καλός είναι, μας κάνει».«Και βέβαια μας κάνει, αφού τον διάλεξα εγώ».«Θα ‘ρθει λες;»«Από μόνος του;»«Ναι».«Ε, όχι».- 206 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Έχεις κάτι στο νου;»«Πολλά. Κάποια θα στα δείξω αργότερα. Στις τουαλέτες».«Γίνεσαι πρόστυχη».«Το ξέρω». Η Φανή χαμογέλασε, μετά πήγε στο μπαρ. Έμεινε εκείγια λίγα λεπτά ψιθυρίζοντας στο αυτί του μπάρμαν. Αυτός ήταν πουθα έβγαζε το φίδι από την τρύπα. Αυτή ήταν εν μέρει και η δουλειάτου άλλωστε. Σχεδόν ταυτόχρονα, η μια σερβιτόρα του μαγαζιούπαρέδωσε ένα ποτό στη Φαίη, «απ’ το παιδί εκεί» και η άλλησερβιτόρα παρέδωσε ένα ποτό στο παιδί, «απ’ την κοπέλα εκεί».Ο συγχρονισμός με τον οποίο τα δύο ποτά κεράστηκαν ήταν άξιοςδαφνών, καθώς όταν η Φαίη γύρισε να ευχαριστήσει το νεαρό με τοκλασικό «στην υγειά σου» από απόσταση, εκείνος είχε μόλις στρέψειτο βλέμμα του για να κάνει το ίδιο. Το καλοσχεδιασμένο πλάνο,σκηνοθετικά, δεν άφησε καμία υπόνοια συνωμοσίας, καθώςκαι οι δύο νόμιζαν ότι ευγενικά χαιρετούσαν αυτόν που τους κέρασε.Μετά από λίγο ο νεαρός που αναθάρρεψε είπε να δοκιμάσειτην τύχη του και με καρφωμένο το χαμόγελο της πρώτης γνωριμίας,έκατσε δίπλα στη Φαίη. Το μόνο που έφτασε στα αυτιά της παρέαςήταν το «γεια σου!» Και η αντίστοιχη, μα πιο σεμνότυφη, απάντησητης Φαίης. Μετά το παιχνίδι πέρασε σε πιο κλειστούς κύκλους. Ψίθυροικαι χαχανίσματα πνίχτηκαν από τη μουσική, το ποτό ζέσταινετις καρδιές και τα πνευμόνια και όλα έμοιαζαν να βαίνουν καλώς.Οι υπόλοιποι τρείς ένιωθαν πως το έργο τους τελείωσε και πλέοναπολάμβαναν το ποτό τους, νικητές στο πεδίο της μάχης.«Πόσο καιρό παίζεται η ιστορία σας πίσω απ’ την πλάτη μας;» ΗΦένια είχε απορίες και έπρεπε να τις λύσει.«Όχι πολύ», απάντησε αδιάφορα η Φανή.«Ούτε λίγο», συμπλήρωσε εξίσου αδιάφορα ο Άλεξ.«Πάντως τα παιχνίδια στα μπαρ έχουν αλλάξει χαρακτήρα πια».Η Φανή άλλαξε το θέμα της συζήτησης ανάλογα με ό,τι τις ερχότανστο κεφάλι. Μετά από μια μελαγχολική παύση συμπλήρωσε: «Δενυπάρχει φλερτ στις μέρες μας».- 207 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Συμφωνώ», συμπλήρωσε η Φένια έχοντας κάποιον συγκεκριμένοστο νου της.«Έχεις κάποιον συγκεκριμένο στο νου σου;» ρώτησε ο Αλεξάκηςπου είχε πιάσει το νόημα.Η Φανή γύρισε πλευρό και πλέον η Φαίη ήταν χωρίς υποστήριξη.«Ε, ξέρετε, να μωρέ, μου αρέσει λίγο, κάπως, ο Ιεροκλής».«Ελπίζω να μιλάς για τον Στολτίδη», απάντησε ο Άλεξ που τελικάείχε πιάσει λάθος νόημα.«Τον ποιον;» απόρησε η Φένια που δεν σκάμπαζε γρι από μπάλα.«Τον Φρανς εννοεί μωρέ», έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις ηΦανή.Όλοι χαμογέλασαν καθώς ο dj έβαλε τη «Φανή» του Καζούλη.«Βρε τον Φρανς το γυναικοκατακτητή…» μονολόγησε ο Άλεξ.«Χέστης είναι μωρέ, τόσες φορές έχουμε βρεθεί τετ α τετ και δενκάνει τίποτα. Και να πεις ότι δεν του ‘δειξα. Του ‘δειξα».«Τι του ‘δειξες δηλαδή;»«Χέσε μας ρε Άλεξακη. Τα συναισθήματά μου εννοώ».«Ε, είναι ντροπαλό το παιδί ρε, μην το αδικείς. Είναι δύσκολα πιατα πράματα για έναν άντρα».«Ε;» ακούστηκαν δυο απορημένες φωνές.«Γι’ αυτό φταίτε εσείς οι γυναίκες και το φεμινιστικό σας κίνημα».Ο Άλεξ άγγιζε πάλι το αγαπημένο του θέμα. Τις γυναίκες.«Γιατί φταίμε εμείς, δεν κατάλαβα;»«Τι γιατί; Παλιότερα ήσασταν το αδύναμο φύλο. Ξεκάθαροι ρόλοι.Εμείς οι κυνηγοί εσείς τα θηράματα. Η τακτική ήταν συγκεκριμένηκαι είτε θα είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα είτε όχι. Τώρα…»«Τώρα τι;» Η Φανή και η Φένια κρατιόνταν με νύχια και με δόντιαγια να μην ξεσπάσουν πάνω του, μόνο και μόνο επειδή ήθελαν απόπεριέργεια να δουν πού το πάει.«Τώρα, που έχετε κηρύξει την αυτοδυναμία σας και το παίζετεαπελευθερωμένες...»«Δεν το παίζουμε, είμαστε», τον διέκοψε απότομα η Φανή, ανή-- 208 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>μπορη να ελέγξει το θυμό που είχε αρχίσει να βράζει μέσα της.«Όχι. Το παίζετε. Δεν είστε. Θέλετε λέτε άντρες με αρχίδια, αλλάτα πολλά αρχίδια σας τρομάζουν».«Τι λες μωρέ; Εσείς έχετε γίνει φλώροι και δεν μπορείτε να πείτεδυο κουβέντες σε μια γυναίκα χωρίς να φανείτε πρόστυχοι ή απελπισμένοι».Εδώ όλοι γύρισαν το κεφάλι ψάχνοντας τον Τόλη, μα τότε θυμηθήκανπως έλειπε. Ο Άλεξ ξεροκατάπιε.«Έ, εντάξει, κάποιες φορές, είμαστε και εμείς λίγο… κόπανοι»,ανάσα, «και εσύ φιλαράκι, να της φερθείς καλά, μην γίνεις κόπανος»,έριξε μια γρήγορη κατσάδα στο νεαρό που μιλούσε με τηΦαίη, ο οποίος δεν είχε καταλάβει καν ότι όλοι αυτοί ανήκαν στηνίδια παρέα. Έπειτα ο Άλεξ σταύρωσε τα πόδια και άρχισε να κάνειαυτό που ήξερε καλύτερα: να στρίβει τσιγάρο. Σαν να ήταν συνεννοημένος,ο κεντρικός πυλώνας της ΔΕΗ δέχθηκε έναν κεραυνόαπό την επικείμενη καταιγίδα και η πόλη βυθίστηκε στο σκότος.Το μαγαζί άδειασε. Έξω ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Έπρεπε ναείχα φέρει ομπρέλα, σκέφτηκε ο Άλεξ. Τέρμα τα ξίδια. Θα βρέξει.«Θα πάμε με ταξί, διά τέσσερα;» πρότεινε η Φανή. Κανείς δεναποκρίθηκε. Μόνο η Φαίη ετοιμάστηκε να πει «δια πέντε», αλλάτο μετάνιωσε.Το κουδούνι γκρίνιαζε άσκοπα. Δεν το άκουγε κανένας. Θα μπορούσανα πω πως το κουδούνι ντρίνιαζε άσκοπα, καθώς το ντριν ακουγότανπεντακάθαρα σε ολόκληρη την πολυκατοικία, που έμοιαζε ναείναι από χρόνια εγκαταλελειμμένη. Βλέπετε είχαν φτάσει μεσημέρι.Και ο Φρίξος έλειπε. Πόσο καιρό, ήταν το ερώτημα.«Ρε Πητ, δεν είναι εδώ. Άστο το ρημάδι, θα σηκώσουμε όλη τηγειτονιά στο πόδι».«Πού είναι πάλι ο τρελός; Δεν σηκώνει τηλέφωνα, δεν απαντάεικουδούνια, έλεος με αυτό το παιδί».- 209 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Τι είσαι ρε μαλάκα, πατέρας του; Μεγάλο παιδί είναι, ξέρει τικάνει».«Το ότι είναι μεγάλο παιδί δεν σημαίνει ότι ξέρει τι κάνει. Πάμενα φύγουμε».Ο Γκοτζίλας ξύπνησε και η συζήτηση συνεχίστηκε αργότερα σεένα τοπικό σουβλατζίδικο, όχι σαν του Μπάμπη, αλλά hey, κανείςδεν είναι τέλειος.«Ρε, πρέπει να αφήνεις τον κόσμο να κάνει τα λάθη του. Δεν μπορείςνα συμβουλεύεις και να τους πατρονάρεις όλους για πάντα.Λες μία, λες δύο, τέρμα. Από κει και πέρα είναι δικό του θέμα», ξεκαθάρισεο Τόλης.«Είναι αδερφός μου ρε, τι θες να κάνω; Να τον αφήσω στην πρέζατου; Μέχρι να με πάρουν μια μέρα τηλέφωνο οι τύποι στα λευκάνα πάω να τον μαζέψω;»«Κοίτα μπορεί η αλήθεια να ‘ναι σκληρή, αλλά οι άνθρωποι μπαίνουνστο ποτάμι κάποια στιγμή κουβαλώντας ό,τι εφόδια έχουνμαζί τους μέχρι τότε, με αυτά θα τη βγάλουν. Άλλοι θα πάνε καλάκαι άλλοι όχι. Και δυστυχώς αυτοί δεν σώζονται από τρίτους. Πρέπειοι ίδιοι να το θελήσουν».«Και ποιος δεν το θέλει ρε; Θέλει κανείς να πονάει; Να εξαρτιέταιαπό μια ουσία που τον σκοτώνει, πότε αργά και πότε γρήγορα;»«Ναι».«Ε, λες μαλακίες, κανείς δεν το θέλει».«Τότε γιατί το κάνει;»«Γιατί; Γιατί είναι μαλάκας, γι’ αυτό. Και δεν σκέφτεται. Αν σκεφτότανδεν θα ήταν έτσι».«Να σου πω κάτι. Μπορεί να μην σκέφτεται στην επιφάνεια, αλλάστο πίσω μέρος του μυαλού, εκεί όπου ζει εκείνη η μικρή φωνούλα,όλοι σκέφτονται. Εκεί όλοι ξέρουν. Απλώς μερικοί διαλέγουν νατη σωπαίνουν και το καταφέρνουν με τον καιρό».«Εγώ ξέρω ότι είναι αδερφός μου. Είναι αίμα μου. Και αν θα πρέπεινα γίνω δεύτερος ή πρώτος πατέρας του για να τον κρατήσω στη- 210 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ζωή, θα το κάνω».«Εσύ ρε Πέτρο θα τον κρατήσεις στη ζωή; Αυτό είναι εγωιστικό».«Καλά,τι λες τώρα;»«Για σένα θα τον κρατήσεις; Άμα αυτός θέλει να τη σκοτώσει τηζωή του, τότε εσύ τι δικαίωμα έχεις;»«Έχω, γιατί μαζί με τη δική του τη ζωή σκοτώνει και τη δική μουκαι της μάνας του».«Άρα δεν το κάνεις γι’ αυτόν, αλλά για εσένα και τους γονείς σου.Δηλαδή για να μην χάσεις εσύ κάτι, προτιμάς να επιβάλεις τον εαυτόσου στον άλλο. Η αλήθεια όμως είναι πως εκείνος γουστάρει τηζωή του να τη ρίξει στα σκουπίδια. Για τον άλφα ή βήτα λόγο. Μπορείςνα τον συμβουλέψεις, να προσπαθήσεις να τον κάνει να δεικαι μια άλλη οπτική, αλλά χωρίς να του την επιβάλεις. Δεν έχει νόημααυτό».«Από πότε μου έγινες εσύ ψυχίατρος;»«Από ανέκαθεν».«Όχι “από ανέκαθεν”. Ή ανέκαθεν ή από πάντα».«Εσύ από πότε έγινες φιλόλογος;»Χαμόγελα.«Παρ’ τον στο κινητό πάλι. Μπορεί να το σηκώσει».«Σιγά μην το σηκώσει. Σκατά».«Από κάνα φίλο του δεν έχεις τηλέφωνο;»«Έχω, του Μπαταρία. Και ενός… Κάγκελου».«Ονόματα είναι αυτά;»«Όχι, στάσεις ζωής».Η εκδρομή στέφθηκε, αλλά με μαραμένα στεφάνια. Ο Φριτζ άφαντος,σε μια από τις γνωστές-άγνωστες περιπλανήσεις του, μαζίμε τους γνωστούς-άγνωστους φίλους του. Παρ’ όλα αυτά μια εκδρομήείναι πάντα μια εκδρομή. Δηλαδή κάτι το ευχάριστο. Έπειτααπό λίγες μέρες, καθώς ο Απρίλης θα πλησίαζε στο τέλος του και- 211 -


Μιχάλης Φουντουκλήςο κόσμος θα ετοίμαζε τις χρωματιστές απόχες του για να πιάσει τοΜάη, ο Φρίξος θα έκανε την εμφάνισή του στα κανάλια της τηλεόρασης,μαζί με τους φίλους του να διεκδικούν το δικό τους κομμάτιαπ’ την πίτα. Κάπου έξω από το Πολυτεχνείο της πρωτεύουσας μεκαπνούς, μάσκες και άποψη για τον κόσμο.Ο Απρίλης ζέσταινε τη γη, η Φαίη ζέσταινε το φαγητό της και οΠέτρος προσπαθούσε να ζεστάνει την καρδιά του. Μάταια. Εφησυχασμένοςαπό την κατανόηση της συναισθηματικής του ιδιαιτερότητας,προσπαθούσε να ξεπεράσει έναν έρωτα που είχε χτίσει μόνοςστο μυαλό του, ίσως για να κάνει τη ζωή του λίγο πιο πικάντικη.Πάντως αυτό που συμπέρανε είναι πως ακόμα και οι φτιαχτοί έρωτεςπονάνε αληθινά.Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΕΜΑΡΑΣΚαναπές. Τηλεόραση. Τέσσερα πόδια στο τραπέζι, σταυρωμένα ανάδύο. Τηλεκοντρόλ. Ανία.-Ρε Πέτρο.-Έλα.-Πιάσε μία τα τσιγάρα μου.-Ξέρεις, σκεφτόμουν…-Χαίρομαι για σένα, πιάσ’ τα μία τώρα, είναι δίπλα απ’ το αριστερόσου πόδι.-…Πόσα θα μου έδινες για να σου δώσω τα τσιγάρα σου;-Ε;-Πόσο αξίζει η βαρεμάρα σου;-Χμ, δύσκολη ερώτηση.-Σκέψου το.-Θα έλεγα, άνετα είκοσι με τριάντα λεπτά.-Κι αν ήθελες μια μπίρα απ’ το ψυγείο τώρα;-Μα δεν θέλω, μόνο τα τσιγάρα θέλω, γι’ αυτό κάνε μία με το πόδι- 212 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>προς τα δω.-Ναι, λέμε ρε παιδί μου, άμα.-Ίσως και μισό ευρώ αν ήταν παγωμένη.-Και αν ήθελες να πεταχτώ να σου φέρω κάτι σημειώσεις απ’ τηΦανή;-Απ’ τη Φανή; Μπορεί και πεντάευρο.-Τι έγινε; Μαλώσατε;-Περίπου. Θα της περάσει.-Εσένα, θα σου περάσει;-Πέτρο; Πόσα θες για να μ’ αφήσεις να δω τον αγώνα;-Έλα, αφού χάνετε ούτως ή άλλως- στραβοκοίταγμα. Με δύο ευρώδεν ξαναμιλάω.-Ωραία, σου κερνάω το επόμενο ταξί.-Πάντως μαλάκα, θα μπορούσα να το κάνω επάγγελμα αυτό.-Ποιο;-Το να κάνω αυτά που βαριέται να κάνει ο κόσμος, επί πληρωμής.-Είναι πολλά, δεν βαριέσαι;-Βαριέμαι η αλήθεια είναι.-Σπρώξε τα τσιγάρα τότε. Και έχασες και το ταξί.ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΤΣΙ Η ΑΓΑΠΗΑυτή ήταν η πρόταση-κλειδί για μια από τις γνωστές συζητήσειςμεταξύ Τόλη και Πέτρου, οι οποίες όλο και συχνότερα απασχολούσαντις μεταμεσονύχτιες ώρες τους. Ο Πέτρος έκλεινε το μαγαζίπερίπου στις δύο το πρωί, τις καθημερινές τουλάχιστον. Ο Τόληςκάπου τότε ξεμπέρδευε από τις υποχρεώσεις του διδακτορικούτου, που σαν πανεπιστημιακό βαμπίρ τού ρουφούσε το αίμαόλο και περισσότερο. Έτσι έπιναν μια μπίρα πριν πάνε για ύπνο.Όμως περνούσαν καλά και η μια γινόταν δύο και το μισάωρο, μίαώρα και προς το τέλος του Απρίλη κατέληγαν πολλές φορές να βλέ-- 213 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπουν την αυγή. Ο τόπος δεν ήταν προκαθορισμένος. Πότε το λιμάνι,πότε το κάστρο στην παλιά πόλη, πότε κάποιο παγκάκι πλατείαςή ένα αντικέ καφενείο, πατσατζίδικο ή κάποιο βρώμικο, ακόμα καισε τοπικό κωλάδικο είχαν καταλήξει ένα βράδυ που έβρεχε ο ουρανόςαλύπητα. Κανείς απ’ τους δύο δεν πίστευε πως θα μπορούσαννα ταιριάξουν ως άτομα, γιατί πολύ απλά όντως δεν ταίριαζανκαθόλου, ούτε ιδεολογικά, ούτε φιλοσοφικά, ούτε ηθικά, ούτε κοινωνικά,ούτε συναισθηματικά, ούτε πολιτικά. Μέχρι και στα αθλητικάαντίθετοι ήταν· ο Τόλης ασχολιόταν, ο Πέτρος όχι. Όπως όμωςσε όλες τις γνήσιες φιλίες, ήταν θέμα αρχών και σεβασμού. Σεβασμόςπροσώπου, χαρακτήρα και αποφάσεων. Από συγκυρίες, όπωςη αϋπνία και η ανάγκη για κουβέντα, πέρασαν πολλά βράδια καιέχτισαν κάτι δυνατό ανάμεσά τους. Και είναι τόσο ευχάριστα περίεργο,πόσο πιο εύκολα χτίζονται αυτές οι φιλίες της καρδιάς μετάτα μεσάνυχτα. Ο χρόνος κύλαγε αδάμαστος όταν ήταν μαζί, ενώ τοχάος κυριαρχούσε όταν ήταν χωριστά.«Απίστευτη!» ο Πέτρος κάτι θυμήθηκε. Από εκείνα τα κάτι ταοποία θυμάσαι πού και πού.«Τι ρε;»«Ούτε το ένα δεν μου έδωσε!»«Το ένα; Το ένα τι; Το ένα τουίξ; Το ένα μπουένο;»«Όχι, το ένα σχέδιο».«Εξηγήσου. Δεεεεεν…»«Την Παρασκευή. Πήρα τη Ναταλία και πήγαμε μια βόλτα πριν τηδουλειά. Και μας σταμάτησε στο δρόμο ένας τύπος, Ρώσος, Σλάβος,σκλάβος, δεν ξέρω τι σκατά ήταν, και άρχισε να τη ζωγραφίζειή μάλλον να την κόβει με ένα ψαλίδι...»«Σατανικό, ανατρίχιασα»«…σε ένα χαρτί».«Α. Προχώρα».«Και της έκανε, κόβοντας, το αρνητικό περίγραμμά της σε καρικατούρα.Πολύ πετυχημένο αν θες τη γνώμη μου».- 214 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Καλόγουστο ακούγεται».«Είπα κι εγώ, να το παίξω…»«Κορόιδο;»«Άντρας».«Το ίδιο κάνει. Άσε να μαντέψω. Της είπες πως ένα σκίτσο δενμπορεί την ομορφιά της ούτε στο ελάχιστο να καθρεφτίσει; Πως ηαστείρευτη πηγή απ’ την οποία ο Κρόνος…»«Όχι, σκάσε, απλά το πλήρωσα».«Αα. Αααα. Α».«Το σκίτσο έβγαινε σε δύο αντίτυπα. Έξυπνοί οι Ρώσοι. Σου λένετο κάνουμε διπλό. Όταν έρχεται το ζευγαράκι κάνουμε σκίτσο τουτύπου…»«Κάνουμε και σκίτσο της κοπέλας…»«…Και τους λέμε ν’ ανταλλάξουν ο καθένας από ένα αντίτυποώστε να έχουν ο ένας τον άλλον…»«…Και βγάζουμε διπλά λεφτά!»«Το ‘πιασες. Είσαι καλός».«Και εσύ φίλε μου. Πες μου όμως το πρόβλημα; Η παρατυπίαποια ήταν; Σε ξεγέλασε ο Ρώσος;»«Όχι. Η γυνή! Δεν μου έδωσε το αντίτυπό της, το έξτρα».«Ε, ούτε εσύ της έδωσες δικό σου».«Δεν είναι αυτό το θέμα! Εξάλλου εγώ το πλήρωσα».«Ρε Πητ. Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί ταλαιπωριέσαι ακόμα με τηντύπισσα; Την έχεις δει, πέντε, δέκα -καχύποπτο βλέμμα-, δεκαπέντεέστω φορές στη ζωή σου. Πόσο πολύ μπορεί να τη γουστάρεις;Δηλαδή, πόσο την έχεις ερωτευτεί; Μήπως όλο αυτό είναι λίγο στομυαλό σου;»«Ρε, είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω αντικρίσει…»«Οκ, δεκτό. Πέρα από αυτό όμως, δεν είναι και πολύ εντάξει. Δηλαδήτο λουκ της, τα αιτιολογεί όλα;»«Ε, όχι ρε».«Τα περισσότερα;»- 215 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Ίσως και να το κάνω αυτεπάγγελτα. Εν γνώσει μου. Ίσως να έχωανάγκη κάτι τέτοιο για να βλέπω τη ζωή…»«Τη Ναταλία».«Όχι, τη ζωή. Να βλέπω τη ζωή πιο όμορφη».«Μα νόμιζα πως είπες ότι είναι η πιο όμορφη απ’ όλες».«Ναι, η Ναταλία. Η ζωή όμως;»«Και η ζωή είναι όμορφη. Απλά τα ‘χει μ’ άλλον».«Και η Ναταλία το ίδιο…»«Χμ… Δεν είναι έτσι η αγάπη όμως».«Και πώς είναι δηλαδή;»«Η αγάπη είναι σαν τις σφραγίδες στα κλαμπ. Ξέρεις που σουβάζουν για να δείχνουν ότι έχεις πληρώσει. Έτσι όσες φορές κιαν βγεις και ξαναμπείς δεν ξαναπληρώνεις. Έτσι είναι κι η αγάπη.Ανιδιοτελής. Μια φορά δίνεις και μετά είσαι μέσα».«Μαλάκα, δεν κατάλαβα τίποτα απ’ όσα είπες».«Σάμπως κατάλαβα εγώ; Το άκουσα κάπου στην τηλεόραση καιήταν πολύ βαθυστόχαστο. Συμβουλή ολόκληρη».ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΑΟ Άλεξ ήταν έτοιμος να σηκώσει το τηλέφωνο. Χρειαζόταν συμβουλή.Χρειαζόταν τον Μπάμπη. Επειγόντως.«Έλα Mpampis», η φωνή του απεγνωσμένου ασώτου υιού στη μιαάκρη του ακουστικού.«Έλα ρεμάλι», η βαριά, στριφνή απάντηση από την άλλη.«Mpampis, χρειάζομαι τη συμβουλή σου. Επειγόντως. Πιάσε μιαμερίδα κοντοσούβλι-320γρ. χοιρινό νωπό, ξέρεις, ένα τζάτζο, δύοπατ και έλα».«Μουστ και κετς θες;»«Και δεν φέρνεις; Καίγομαι».«Σε δύο είμαι εκεί».- 216 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Η ταχύτητα με την οποία ο Μπάμπης ο σουβλατζής ετοίμαζε τιςπίτες, έχει απασχολήσει κατά καιρούς διάφορους επιστήμονες πουκινούνται στο πεδίο του χωροχρόνου και των κβάντων. Η αστραπιαίαεκτέλεση οιαδήποτε παραγγελίας, στοιχείο πάνω στο οποίο οΜπάμπης είχε στηρίξει το πλάνο επιχειρηματικότητάς του, θα ήτανλογικά αποδεκτή μόνο αν το οβελιστήριο του με όνομα «Η ΤΑΧΥΣ»,βρισκόταν σε κάποια αρχαία, χαμένη χρονοδίνη. Παρ’ όλες τις πολύχρονεςμυστικές μελέτες κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσειγιατί η παραγγελία ερχόταν όντως σε δύο. Λεπτά. Ο Άλεξ είχε τηδική του θεωρία για να εξηγήσει το εξωπραγματικό αυτό γεγονός.Πίστευε πως ο χρόνιος παρασκευαστής του πιτοτυλιχτού σαλατόγυρουείχε αναπτύξει, λόγω εμπειρίας, μαντικές ικανότητες, με αποτέλεσμανα γνωρίζει την παραγγελία του επόμενου τηλεφωνήματοςπριν αυτό καν πραγματοποιηθεί. Όπως και να είχε, ο Μπάμπηςχτύπησε το κουδούνι σε ακριβώς δύο λεπτά.«Πατέρα!» Μια οικεία αναφώνηση καθώς η πόρτα άνοιγε.«Παιδί μου. Τι σου κάνανε;»«Κάτσε Mpampis, έχω πρόβλημα. Ούτε το χόρτο δεν μου δίνειλύση».«Δεν σου ‘χω πει ρε μαλακισμένο να κόψεις αυτές τις βλακείες;Μόνο τα πρόβατα και οι χορτοφάγοι τρώνε όλη μέρα χόρτα και μεκανέναν απ’ τους δύο δεν έχω ιδιαίτερες συμπάθειες».«Ρε πατέρα, άσε το κήρυγμα, με ταλαιπωρεί η δικιά μου».«Τι της έκανες;»«Καλά δεν ακούς τι σου λέω; Αυτή με ταλαιπωρεί!»Ο Μπάμπης έριξε ένα επικριτικό βλέμμα στον άσωτο υιό του. «Ρερεμάλι, μια ζωή προβλήματα έχεις με τις γυναίκες. Άρα δεν σουφταίνε αυτές. Λέγε τι έκανες;»«Τίποτα, τίποτα. Μπορεί ίσως να ξέσπασα λίγο παραπάνω και ναείπα λίγες λέξεις που δεν έπρεπε. Ξέρεις εμένα μ’ αρέσει να λέωτα πράγματα όπως τα σκέφτομαι».«Αυτό είναι που γουστάρω σε σένα».- 217 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Ε, τώρα δεν θέλει ούτε να με βλέπει».«Θα της περάσει. Πίστεψέ με».«Πίστευε και μη ερεύνα».«Νήστευε και μη ταβέρνα».«Βλέπω το χιούμορ σου Mpampis διατηρείται σε δυναμικά επίπεδα».«Το γυμνάζω, γι’ αυτό. Ο μικρός τι κάνει;»«Ποιος, ο Πέτρος;»«Ναι».«Τραβιέται κι αυτός. Μ’ ένα χαλόνι που του έχει βάλει τα δύο πόδιασε ένα παπούτσι».«Ή τα δύο παπούτσια σε ένα πόδι;»«Όπως το βλέπει ο καθένας αλήθεια. Το ίδιο σκατά είναι και ταδύο».«Οι γυναίκες είναι σαν τα γραμματόσημα…»«Όσο τις φτύνεις κολλάνε;»«Όχι. Είναι σαν τα γραμματόσημα γιατί όποιος βρίσκει μία που νατου φαίνεται ωραία, πιστεύει πως είναι και σπάνια. Μοναδική. Τουπαίρνει λίγο καιρό μέχρι να μπορέσει να συνειδητοποιήσει πόσοκοινή είναι».«Κακό πράγμα η απομυθοποίηση Mpampis».«Μιας και είπες απομυθοποίηση, καμιά μύθος έχεις να πιούμε;»«Κάτσε να σε στρώσω, πιάσε καρέκλα κι έρχομαι. Εσύ Μπάμπηέχεις ερωτευτεί ποτέ;»«Βέβαια, ένα χαλόνι καστανό, όταν ήμουν πιτσιρίκι, κάπου σταχρόνια σου».«Ήταν κεραυνοβόλος;»«Ποιος;»«Ο έρωτας ρε Mpampis».«Ναι, την ερωτεύτηκα εν ριπή ο φαλού».«Εε, οφθαλμού;»«Όχι. Ο φαλού». Ο Δον Ζουαν της πίτας έκλεισε το μάτι πονηρά- 218 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>και κούνησε το δείκτη του κυκλικά, ώσπου να δείχνει κάτω, εκείπου βρισκόταν το όργανο του ερωτά του.«Είσαι σιχαμερός».«Εσύ είσαι οχτώ και σαράντα. Λέρα».ΚΡΑΤΗΡΑΣΟ Πέτρος ήταν έτοιμος να βγει. Τελευταία μέρα του Απρίλη έλαχενα είναι Σάββατο. Είχε περάσει από το πανεπιστήμιο, παρ’ όλοπου ήταν μέρα που ούτε κι οι Εβραίοι δεν δουλεύουν, για να πειένα «καλησπέρα» και να λάβει ένα «καλή τύχη» απ’ τον Τόλη, πουσε αντίθεση με τους Εβραίους, δούλευε. Το μπάνιο τον είχε δροσίσεικαι είχε καθαρίσει το δέρμα του από τη γύρη και τις σκόνεςπου του προκαλούσαν αλλεργία. Ο καιρός έξω ήταν αίθριος, δενπίστευε πως θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από ένα ελαφρύ σακάκι.Διάλεξε και ένα από τα αγαπημένα του καπέλα που να ταιριάζειλίγο με το στυλ και κλείδωσε τρεις φορές την πόρτα ασφαλείας.Είχε ραντεβού με τη Ναταλία, στο σπίτι της. Όσο κι αν έλεγε να ξεκολλήσει,αυτός ήταν εκεί σαν να μην πέρναγε μια μέρα. Θα μπορούσεκανείς να πει πως βάδιζε στο στόμα του Λύκου. Βρε το Ναταλάκι,σκέφτηκε, χαμογελώντας, ότι θα ήταν η πρώτη ατάκα τουΆλεξ, όταν αύριο του διηγούνταν τι είχε γίνει. Ο Άλεξ πάντα είχεέναν τρόπο να αφαιρεί ένα κομμάτι της βαρύτητας των καταστάσεωνκαι αυτό ήταν κάτι που ο Πέτρος το ζήλευε.Ο Πέτρος είχε ένα γερό μισάωρο περπάτημα μέχρι το σπίτι τηςκαι διάλεξε να ακολουθήσει την πιο ήσυχη διαδρομή για να συγκεντρώσειτις σκέψεις του παράλληλα. Άνοιξε τα ψηλά κουμπιά τουσακακιού του όσο και το βήμα του και βυθίστηκε στις σκέψεις.Τι ήθελε από αυτή την κοπέλα; Πόσο πολύ την είχε όντως ερωτευτεί;Μήπως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού του; Μήπωςτο γεγονός ότι δεν μπορούσε να την έχει, τον έκανε να τα νιώ-- 219 -


Μιχάλης Φουντουκλήςθει όλα αυτά; Εξαιρετικά πιθανό. Πώς θα μπορούσε να έχει μιασίγουρη απάντηση; Πώς θα μπορούσε να βεβαιωθεί; Σε έναν απόεκείνους τους εσωτερικούς διαλόγους που έκανε, είχε πει πως δεναξίζει να κυνηγάς κάτι που από μόνο του φαίνεται ότι δεν τραβάει.Μια σχέση που για να προχωρήσει πρέπει να εφευρίσκεις συνέχειακάτι καινούργιο και πρωτότυπο, δεν μοιάζει να φτουράει. Στο κάτω-κάτωτι πάει να πει «είναι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω γνωρίσει»,μια φράση που συχνά επαναλάμβανε στον εαυτό του, σαν έναξόρκι, ικανό να τον κάνει να ενώσει βουνά και να χωρίσει λίμνες γιανα βρίσκεται πλάι της.Είχε πλησιάσει την κεντρική πλατεία και παρατήρησε για πρώτηφορά την άνοιξη σε ένα ανθισμένο παρτέρι, ενώ η σκέψη του δίκαζετην απομυθοποίηση. Το βήμα του γοργό, όπως του έβγαινε, ήδηείχε διανύσει τα μισά της διαδρομής. Ένα λεωφορείο κόντεψε νατον πατήσει όταν αναγκάστηκε να κατέβει απ’ το πεζοδρόμιο, αφούμόνο πεζοδρόμιο δεν ήταν με τόσα εμπόδια, λακκούβες και κακοτεχνίες.Έχασε τον ερωτικό ειρμό των σκέψεων του γεμίζονταςοργή και αγανάκτηση. Η κατάντια της κοινωνίας του φαινόταν τόσοντε φάκτο, τόσο παγιωμένη, που ούτε τη σκέψη του δεν ήθελε νασπαταλήσει για να την αναλογιστεί.Καθώς έστριψε στη οδό Λ. ένα τεράστιο γιασεμί που είχε ξεχυθείαπό τα μεταλλικά σύνορα μιας στριφογυριστής καγκελαρίας, αναθέρμανετο ρομαντισμό του. Έκοψε ένα άνθος, μα του φάνηκε λίγοκαι έκοψε και δεύτερο, αυτή τη φορά με λίγο περισσότερο κοτσάνι.Πήρε μια τζούρα και αισθάνθηκε λίγο γήινος, έκλεισε τα μάτια καιένιωσε μακριά από τους μπετονένιους τοίχους της καθημερινότηταςτου. Κοίταξε το μίνι ματσάκι και σκέφτηκε πως κάθε γυναίκαστη ζωή του έμοιαζε με αυτό. Ότι αυτός αναζητούσε τα μικρά αυτάματσάκια για να νιώθει καλύτερα μέσα σε ένα αφιλόξενο, απρόσωποκαι παγερό περιβάλλον.- 220 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Γεια!» ακούστηκε η γνωστή γλυκιά, σαν από σαντιγί, φωνή τηςαγαπημένης του μούσας.«Γεια. Ε, δεν μπορώ τελικά. Απόψε. Για απόψε δηλαδή. Δεν μπορώ.Ήρθα απλώς να σου αφήσω αυτό», είπε αστραπιαία ο Πέτροςκαι εμφάνισε την τούφα από γιασεμί. Το κακόμοιρο τσαμπάκι είχεμαραθεί απ’ την υγρασία της παλάμης του και δεν έμοιαζε άξιο ναθεωρηθεί δώρο. «Μην ανησυχείς, θα φουντώσει αν του ρίξεις λίγονερό». Έκανε να φύγει. Μα ξαναγύρισε. «Κανείς δεν αξίζει όληαυτή την ταλαιπωρία. Καταλαβαίνεις;» Η τελευταία του λέξη δενείχε ίχνος κακίας ή αυστηρότητας. Με αυτά τα λόγια έφυγε, αυτή τηφορά χωρίς να ξαναγυρίσει.Ο Λύκος έμεινε άφωνος στο κατώφλι της πόρτας του, καθώς οΠέτρος απομακρυνόταν ολοταχώς προς το κοντινότερο ανώνυμομπαράκι στο οποίο θα μπορούσε να βουτήξει τα νεύρα του στο γιατρικότους. Δυστυχώς το σώμα του τον οδήγησε μοιραία στο fra.p.e.που ήταν και το μόνο μέρος στο οποίο ήξερε να πάει μηχανικά.Το μόνο σκαμπό που ήταν άδειο στο μπαρ έπρεπε να γίνει δικό του.Το σήκωσε απ’ τη γωνία που ήταν παρατημένο πριν προλάβει κάποιοςνα το εντοπίσει. Το καλό του να δουλεύεις σε ένα μαγαζί, είναιότι μαθαίνεις το χώρο και ξέρεις πού να ψάξεις όταν αναζητάςκάτι. Καθώς κουβαλούσε το σκαμπό που ήταν μισοκρυμμένο πίσωαπ’ τον καλόγερο με τα παλτά, μια παρέα έδειξε σημάδια δυσφορίαςπου δεν είχε παρατηρήσει τον κρυμμένο αυτό θησαυρό. Όλοιεκτός απ’ τον τύπο που είχε πάρει σχεδόν με το ζόρι στα πόδια τουμία από τις κοπέλες, που μόλις είχε γνωρίσει, «για να μην κάθεταιόρθια και στραβώσει» όπως καθόλου κομψά έθεσε. Εκείνη εμφανώςαπογοητευμένη απ’ την απώλεια της σωτηρίας της κοίταξετον Πέτρο στα μάτια καθώς περνούσε δίπλα της. Ο Πέτρος τηναγνόησε. Είχε τα δικά του και δεν ήταν έτοιμος να το παίξει κύριος.Εξάλλου αν τόσο δεν της άρεσε, μπορούσε πάντα και να σηκωθεί.- 221 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΟ Πέτρος κοιτούσε το μικρό ποτήρι, ευρέως γνωστό στους κύκλουςπελατών, σερβιτόρων και μπάρμεν ως σφηνοπότηρο, ότανάκουσε μια φιλική φωνή. Το στόμα του Τόλη που μιλούσε, φαινότανπαραμορφωμένο αν το κοιτούσες μέσα απ’ το σφηνοπότηρο.«Τι έγινε;» Ο Τόλης έκατσε όρθιος, απουσία σκαμπό, ακουμπώνταςτο πόδι του στο μεταλλικό σίδερο στο κάτω μέρος της μπάρας,επιχειρώντας να δώσει έτσι στη στάση του άποψη. «Δεν πήγες;»«Πήγα. Αλλά έφυγα». Ο Πέτρος μιλούσε διστακτικά, χαρακτηριστικότης αβεβαιότητας των επιλογών του.«Γιατί; Τι έγινε;»Ο Πέτρος σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα μέχρι τη μέσα πλευρά τηςμπάρας, έβαλε μια τεκίλα για το φίλο του και επέστρεψε πάλι στοσκαμπό.«Σου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσεις μια κοπέλα και να την εξιδανικεύσεις;Να την κάνεις σύμβολο;»«Εεε… Όχι, αλλά συνέχισε».«Είναι ωραίο συναίσθημα αυτό. Κάτι που δεν αλλοιώνεται απ’ τοατελές του ανθρώπινου».«Ε; Έχεις πάρει τίποτα;»«Όχι. Απλώς σκέφτομαι».«Πάντα σκέφτεσαι. Να δω πότε θ’ αρχίσεις να ζεις κιόλας».«Γι’ αυτό έφυγα. Γιατί αν έμενα εκεί μαζί της, τίποτα δεν επρόκειτονα βγει σε καλό».Ο Τόλης ίσα που άκουσε το τελευταίο σχόλιο απ’ το φίλο του, καθώςτο μάτι του είχε πέσει στη θελκτική Φραντζέσκα. Η Φραντζέσκαήταν μία από τις τρεις καθηγήτριες χορού της Φένιας και τηςΦαίης. Επίσης η πρώτη στη σειρά προτίμησης του Τόλη. Ψηλή μεμακριά πόδια, κόκκινα μαλλιά λίγο πιο δαμασκηνί όμως απ’ τηςΦανής, άσπρο δέρμα με λίγες φακίδες στο πρόσωπο, κάπου λίγομετά τα τριάντα όπως ο ίδιος εκτιμούσε, ήταν μια λάτιν παρουσία σεένα κατά τα άλλα εργοστασιακό σκηνικό. Η χορεύτρια είχε δείξει τοενδιαφέρον της για τον Τρολ και παλιότερα- ως εκεί. Του Τόλη βέ-- 222 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>βαια δεν του καιγόταν καρφί ιδιαιτέρως για τη Φραντζέσκα, γι’ αυτόκαι δεν είχε αντιδράσει. Τώρα όμως λίγο η τεκίλα, λίγο η συζήτησηκαι λίγο η μοναξιά, αποφάσισε να πάει να της μιλήσει.Ο Πέτρος έμεινε αγκαλιά με το σφηνοπότηρο του, κοιτώντας τουπόλοιπο μαγαζί να διασκεδάζει, είδε πρόσωπα να μιλούν με ενδιαφέρον,άλλα αναψοκοκκινισμένα απ’ τη ζέστη ή από τα γέλια, είδεμάτια να κοιτούν λαμπερά το συνομιλητή τους και ζήλεψε όλουςαυτούς τους ανθρώπους που έμοιαζαν να περνούν τόσο ευχάριστακαι διασκεδαστικά το βράδυ τους. Αναρωτήθηκε αν όντως εκείνητη στιγμή όλοι αυτοί περνούσαν τόσο καλά ή αν βαριόνταν κατά βάθοςκαι απλά είχαν καλύτερες θεατρικές ικανότητες από εκείνον.Γιατί όταν ο Πέτρος βαριόταν, όλοι το καταλάβαιναν.Μπήκε για άλλη μια φορά μέσα από τη μπάρα, έβαλε στον εαυτότου μια τεκίλα και έστειλε με τον Διαμαντή, το σερβιτόρο της σημερινήςβραδιάς, ένα ακόμα ποτό στον Τόλη. Όταν επέστρεψε στηθέση του, το μάτι του έπεσε πάνω σε μια κοπέλα που πραγματικάήταν πανέμορφη. Ίσως η πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει ποτέ,ετοιμάστηκε να πει, μα συγκρατήθηκε, από σεβασμό προς την αξιοπιστίατων δηλώσεων του. Ο Πέτρος πολλές φορές έκανε flashforward σε σκηνές από την εξιδανικευμένη σχέση που θα ήθελενα έχει. Με μια κοπέλα χωρίς πρόσωπο μα μονάχα σιλουέτα, φανταζόταννα κάθεται στον καναπέ μαζί του, να έχει κουρνιάσει στηναγκαλιά του φορώντας εκείνες τις λαγουδίσιες παντόφλες της πουκι εκείνος τις λάτρευε, και να παρακολουθούν μαζί ταινία. Τη φανταζόταναφοσιωμένη στην ταινία, να γελάει με τα ίδια αστεία πουγελούσε κι αυτός, να κάνει σχόλια ρίχνοντας το μαλλί πίσω στηνπλάτη της, χωρίς να χαλάει την ατμόσφαιρα της ταινίας και πάντανα βρίσκει χρόνο να του κάνει ένα από τα ανύποπτα χαδάκιαπου τόσο του άρεσαν. Τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα να επισημαίνουνπόσο θερμή στην πραγματικότητα ήταν, ενώ τα δάχτυλάτης λεπτά και λυγερά να ξανεμίζουν τα μαλλιά της, όπως ακριβώςθα έκανε ένα απαλό ρεύμα αέρα. Μετά μια λάμψη και ξαφνικά να- 223 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτη, τη φανταζόταν καθισμένη στο χαλί του σαλονιού, να παίζει μαζίμε την παρέα επιτραπέζια παιχνίδια. Το χαμόγελό της τόσο δυνατόπου σε έκανε κι εσένα να χαμογελάς. Μετά μια λάμψη και οι δυοτους πηγαίνουν βόλτα στο δρόμο, είναι νύχτα, περπατούν κάνονταςσχήματα, χαζεύουν τον κόσμο γύρω τους και μιλούν φιλοσοφικά γιατις αλήθειες που έχουν ανακαλύψει στη ζωή τους. Αυτές οι εικόνες,αναμφίβολα επηρεασμένες απ’ τις πολλές χολυγουντιανές ταινίεςπου έχει δει στον υπολογιστή του, τού έρχονταν από μόνες τουςκαι υποσυνείδητα τις αναζητούσε.«Η ζωή δεν είναι ταινία…» μια φωνή σαν απ’ το μυαλό του, περιγέλασετις αισθήσεις του. Ήταν όμως απ’ τα αριστερά του. Και ήταντης Γατούλας.«Όμως πολλές φορές μοιάζει ε;»«Μόνο αν τη θες να μοιάζει!» απάντησε η Γατούλα τόσο πιο χαριτωμένα.«Πάμε να φύγουμε;»«Πάμε».«Φεύγω», είπε από μακριά στον Τόλη κι εκείνος χαμογέλασε.«Και εγώ», απάντησε ο Τόλης και ο Πέτρος τού ανταπέδωσε τοχαμόγελο.«Τα λέμε αύριο», είπε πάλι ο Πέτρος, επιβεβαιώνοντας αυτό πουκαι ο Τόλης σκεφτόταν ταυτόχρονα. Ένας από τους συνηθισμένουςτους καφέδες στο γραφείο του στο πανεπιστήμιο.«Κράτα γερά», επιβεβαίωσε και ο Τόλης χαμογελώντας.Ειρωνικά, εκείνη η στιγμή ήταν και η τελευταία φορά που τονείδε.- 224 -


Μάιος_Ή αλλιώς, «όταν η άνοιξη χόρτασε να σκορπάειχαρταετούς στον ουρανό»ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΑΣΤΡΟΝ«Και τι θα δείτε;»«Αυτό τι σου λέει;»«Όχι, δεν είναι καλό, το ‘χω δει».«Μπάμπη δεν σου ξεφεύγει τίποτα ε;»«Πολλή υπόθεση, λίγη δράση... Να δείτε αυτό καλύτερα».«Α, παίζει η Κάρμεν Ηλέκτρα; Αυτή δεν ήταν κορίτσι του Μιτς;»«Του ποιανού;»«Του Μιτς απ’ το μπέιγουοτς, Mpampis».«Εγώ την ξέρω απ’ το μπέιμπγουοτς. Πολλή δύναμη στον κινητήρα».«Και από ζυγοστάθμιση;»«Αλφάδι».«Κίνηση;»«Στους τέσσερις τροχούς».«Σασμάν;»«Και σασμάν και αμορτισέρ και καρμπιρατέρ και Φρανκ ντε Πιερκαι απ’ όλα».


Μιχάλης Φουντουκλής«Χμ, δεν ξέρω. Αυτό μου μοιάζει καλύτερο. Παίζει κι ένας γνωστόςμπιμουβάς».«Ρε τσόντα θα πάτε να δείτε ή μπας-κλας ταινία του κώλου;»«Γιατί και η τσόντα τι είναι;»«Η τσόντα είναι ποίηση».«Είστε σοβαροί;» μια γυναικεία φωνή χάλασε τον αντρικό φιλοσοφισμό.«Θες να τα ξαναβρείτε και θα την πας να δείτε τσόντα;»«Γιατί, πιστεύεις δεν θα της αρέσει;» ρώτησε ο Άλεξ με την απορίααπότομα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, καθώς άκουγε τηΦένια να τον επιπλήττει. Η Φένια απ’ την άλλη δίστασε να απαντήσει.«Άστο, ξέχνα το», είπε αδιάφορα. Όντως παίζει να της αρέσει,μονολόγησε πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Ένιωθε νευριασμένη.Μέσα από το θέατρο αυτό του παραλόγου ένιωθε την προσωπικήτης ανωτερότητα να ενισχύεται. Θεωρούσε πως ήταν η μόνη στηνπαρέα, λογική και άρτια μεγαλωμένη για να τύχει μιας καλύτερηςμοίρας.Ο Άλεξ φαλλοκράτης, οπαδός του σταρχιδισμού, τεμπέλης καιανώριμος, ζύγιζε τη ζωή με ασθενικά κριτήρια. Η Φανή φαντασμένηκαι συνεπαρμένη, νυμφομανής με άποψη-φούσκα για τα πάντα,νάρκισσος και κατά τα άλλα απαίδευτη στις κακουχίες της ζωής,προικισμένη με ένα σωρό καλά που δεν της άξιζαν. Η Φαίη ντροπαλήκαι ανήμπορη να διεκδικήσει ό,τι θέλει, από τον άντρα πουποθεί μέχρι και την καριέρα της, καταδικάζοντας την ίδια της τηζωή σε χρόνια παράλυση. Ο Τόλης πεζός και αμάθευτος σε αυτόπου ονομάζεται ευαισθησία και ανιδιοτέλεια, ζορίζοντας μόνο ταδικά του λουριά, έθετε στον εαυτό του όρια που ήξερε ότι μπορεί ναφτάσει και ποτέ δεν ζητούσε παραπάνω. Τέλος ο Πέτρος, κλεισμένοςστο δικό του παραμύθι, κάπου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας,κάπου μεταξύ ψυχασθένειας και σωτηρίας, ποιητής κατάφαντασία, ρομαντικός, αγαπητικός της μοναξιάς του, τής έμοιαζε.Ίσως ήταν ο δεύτερος ποιο σωστός απ’ όλους μετά την ίδια.- 226 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Γιατί όμως να έχει τέτοια τύχη; Ή μάλλον τέτοια ατυχία. Γιατί είχεκολλήσει τώρα εδώ σε ένα αχούρι να ετοιμάζει φραπέδες για δύοαγροίκους, οι οποίοι συζητούσαν σε πιο σινεμά με τσόντες έπρεπενα πάει ο ένας την κοπέλα του; Πόσο πιο σουρεάλ μπορούσε να γίνειη κατάσταση; Η Φένια παράτησε κάτω τα ποτήρια και πήρε τομπουφάν της απ’ την πολυθρόνα.«Φεύγω», κοινοποίησε χωρίς να περιμένει απάντηση.«Ε;» είπε ο Άλεξ.«Καφέ;» είπε ο Mpampis.«Γεια», είπε η Φένια και πήρε τους δρόμους. Έκανε ένα μεγάλοπερίπατο. Εκείνη ήταν η μέρα που κατάλαβε πως έπρεπε να μάθεινα αγαπάει τους ανθρώπους γύρω της χωρίς αυτήν την αυστηρήκριτική, χωρίς να προσπαθεί να τους αλλάξει και να τους διαμορφώσειόπως αυτή πίστευε ότι θα έπρεπε να είναι. Γιατί οι άνθρωποιδιαφέρουν και το ποιος είναι σωστός και ποιος όχι είναι μια κουβένταχωρίς πάτο και ήταν καταδικασμένη σε δυστυχία αν τη συνέχιζε.Στο κάτω-κάτω της γραφής και η ίδια της έσερνε τα δικά τηςμειονεκτήματα, ένα σωρό βαλίτσες από μια ταραγμένη ζωή.ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΠρώτη του Μάη και όλα στην πόλη είχαν παραλύσει. Εργάτες καιεργοδηγοί φόρτωσαν αμάξια, μηχανές και λεωφορεία, και κατευθύνθηκανπρος την εξοχή. Να πιάσουν το Μάη. Οι φοιτητές πουτο πρωινό ξύπνημα δεν ήταν και το δυνατό τους σημείο, σηκώθηκαν,ως επί το πλείστον, το μεσημέρι για να βρουν μια πόλη ερημωμένη.Οι μόνοι που ακόμα βρίσκονταν εκεί ήταν οι αριστεροί φίλοιτους που είχαν διαδηλώσει στο κέντρο της πόλης, διατηρώνταςέτσι μια παράδοση ζεστή χωρίς απαραίτητα να τους έχει βιωματικάαπασχολήσει ποτέ. Όπως και να ‘χε τα φοιτητικά στέκια γέμισανκαι μερικοί αποφάσισαν να πιάσουν το Μάη του χρόνου.- 227 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΗ παρέα απέτυχε να κανονίσει κάτι για την Πρωτομαγιά. Αυτή ηαποτυχία στηριζόταν σε τρεις βασικούς παράγοντες. Τον Πέτρο, τιςχορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης και τον Σάουρον.Ο ΚΥΡ-ΘΥΜΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΟΡΕΥΤΡΙΕΣ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗΣΉταν περίπου τέτοια εποχή, πριν τέσσερα χρόνια όταν ο κυρ-Θύμιος, μαζί με τον κολλητό του τον Λεωνίδα, ταξίδεψαν στας Ευρώπας.Πορτογαλία για την ακρίβεια. Ποιος είναι ο κυρ-Θύμιος; Είπαμε.Θείος της Φαίης και της Φανής. Κοινός, μακρινός και γουστόζος.Και ντυμένος στα χρώματα του έθνους.Μπλε κασκόλ, μπλε καμουφλάζ, η σημαία της Ελλαδάρας μεταξοτυπίαστη μούρη και οι δύο παλικαράδες, σαράντα εφτά χρονώνέκαστος, σε μια έξαρση εφηβείας πήγαν να υποστηρίξουν τοόνειρο. Η Εθνική στον τελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου.Γύρω τους κι άλλοι πατριώτες, παιδιά με σημαίες στομπόι τους και προσωπάκια βαμμένα μπλε με άσπρο, έφηβοι μεντουντούκες και βουβουζέλες, αλλά και ανάσες που βρωμούσανμπίρα και σουβλάκι γιατί ναι, και εκεί υπήρχε gyros pita. Η Ελλάδατελικό, «impossible is nothing», «θα πάρω την κούπα και θαφύγω, Λούις Φίγκο, Λουις Φίγκο», «πάμε ρε Ελλαδάρα», «θα τουςπάρουμε τα σώβρακα», «δεν μας ξέρουν καλά εμάς», «ποιος Ζιντάνκαι ποιος Ζεράρ ντε Παρτιέ καλά μας τα ‘πε και αυτός!» Καινα σου οι καπνοί κι οι τσίκνες και τα «γεια μας!» και τα «ώπα!», τακρασιά και οι μπίρες να χύνονται στα τραπέζια απ’ τα τσουγκρίσματα.Αληθινό ελληνικό γλέντι μέχρι πρωίας. Ο κυρ-Θύμιος βέβαιαως αυθεντικός Έλλην (μαζί και ο φίλος Λεωνίδας) δεν είχαν προμηθευτείεισιτήρια για τον τελικό. Πιστεύω πως η στάση του ήτανπερίπου η εξής: «Ναι μωρέ θα βρούμε, μην αγχώνεσαι», ενώ για τοθέμα ξενοδοχείου: «Έλα μωρέ, ολόκληρη Πορτογαλία ένα δωμάτιοδεν θα ‘χει και για μας;» Εισιτήριο επιστροφής; «Σιγά μωρέ πόσοι- 228 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Έλληνες θα γυρίζουν, μια σταλιά είναι η Ελλαδίτσα μας!»Έτσι όταν το απόγευμα του τελικού τα hanged over, απ’ την πολλήαλκοόλη και τα πολλά τσουγκρίσματα, Ελληνοπαλικάρια έφτασανέξω απ’ το γήπεδο, αγκομαχώντας για το εικοσάλεπτο περπάτημαπου αναγκάστηκαν να κάνουν, δεν υπήρχε εισιτήριο ούτε για δείγμα.Υπήρχαν όμως και άλλοι Έλληνες σαν κι αυτούς, που είχαν σκάσειμύτη χωρίς εισιτήριο, «τσολιάδες», όπως θα έλεγε και ο Άλεξ.Αλλά όπως είπαμε, εισιτήρια γιοκ. Για την ακρίβεια δεν υπήρχανεβδομάδες πριν, αλλά αυτό ήταν κάτι το ασήμαντο. Ο ένστολος, καιάμοιρος ελεγκτής, απορούσε τι είχε φταίξει και τι πλήρωνε, να έχειτριακόσιους νοματαίους να του φτύνουν σάλια και θυμό στα μούτρα,σε σπαστά αγγλικά. Αδικημένοι απ’ τους πάντες και τα πάντα, απαιτούσαννα τους παραδώσει το κεφάλι του Ιωάννη στο πιάτο.«Μίστερ, γιου σίριους; Ελλαδάρα ρε, φαίναλ κι εμείς απ’ έξω;»«What sir?»«US λέω, US? OUT? GREECE FINAL FRIEND!»«Ρε Θύμιο, πες κι εσύ κάτι στον καραβανά από δω, δεν ταξίδεψαεγώ μέχρι την άλλη μεριά του κόσμου για να μείνω έξω».«Μίστερ, εδώ, εγώ σου μιλάω, Greece in the final μίστερ!»«Yes I know sir, but you have no tickets. I am very sorry but youcannot go in».«Βρε το μαλάκα, τι λέει ρε Θύμιο;»«Τι να λέει, ότι δεν έχουμε εισιτήρια. Τι είναι αυτοί οι Πορτογάλοιρε;»Από πίσω η οχλαγωγία έδινε ρυθμό και ο Λεωνίδας έξαλλος καιαναψοκοκκινισμένος προσπαθούσε να βρει το δίκιο που δεν είχεποτέ.«Ε, ρε τρόμπες Πορτογάλοι, μου θέλετε και να μπείτε στην Ευρώπηρε, γαμώ το πόρτο-ρίκο σας ρε!» Από πίσω το αβαδαντάρισματου πλήθους συνέχισε με ατάκες του στυλ, «πες τα αδερφέ!»,«πάνε να μας φάνε πάλι ρε!», «τσιράκια των Αμερικάνων κι αυτοί!»και η ένταση όλο και δυνάμωνε. Δεν θα αργούσε να ξεσπάσει ένας- 229 -


Μιχάλης Φουντουκλήςπατροπαράδοτος ελληνικός καυγάς. Ήδη μια ομάδα παρακείμενωναστυνομικών είχε μυριστεί τη φασαρία και είχε αρχίσει να χαϊδεύεινευρικά την πάνω μεριά των γκλοπ τους.«Ρε συ Θύμιο, πόσα γαμημένα χιλιόμετρα είναι η Πορτογαλία;»«Πού να ξέρω ρε μαλάκα; Σου μοιάζω για πιλότος;»«Ε, περίπου ρε! Τι σκατά σου μάθανε στο λύκειο;»«Ξέρω ‘γω, καμιά δεκάρα χιλιάδες;»«ΜΙΣΤΕΡ! ΤΕΝ ΘΑΟΥΣΑΝΤ ΚΙΛΙΟΜΙΤΕΡΣ! ΤΕΝ ΡΕ! ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑΜΠΩ;»«Excuse me sir?»«ΦΑΚ ΠΟΡΤΟ-ΡΙΚΟ ΑΪ ΣΕΪ!»«Sir, I have to ask you to leave please. All of you. Or I will beforced to call the police and things might get ugly».«Τι “άγκλι” λέει ρε Θύμιο, εσύ που τα μιλάς;» Ο κυρ-Θύμιος ήτανο σπουδαγμένος από τους δύο. Δηλαδή είχε βγάλει το λύκειο καιείχε και μια πινελιά αγγλικής στο πετσί του.«Λέει δεν σ’ αφήνει γιατί είσαι άσχημος».Ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους οργισμένους Έλληνες στο πλευρότου δεν είχε σκοπό να κάνει πέρα όμως. Έτσι τα πράγματα «didget ugly». Μετά από μισή ώρα και οι τριακόσιοι Ελληνάρες είχανβγει στη γύρα με θιγμένο τον εγωισμό απ’ την ταπείνωση και τιςμπαστουνιές, ψάχνοντας για κάνα μπαράκι που να δείχνει τον αγώνα.Το τσούρμο απ’ όπου περνούσε σκορπούσε πανικό, χάος, βρωμιά,ενώ κάποιος με αρκετή φαντασία θα μπορούσε να τους παρομοιάσειμε τους τρελούς Γαλάτες. Μόλις δε, μπήκε το νικητήριογκολ, οι σκέψεις όλων δεν ήταν στο να πανηγυρίσουν, μα στονα βρουν εκείνον τον κακομοίρη ελεγκτή και να του φωνάξουν «ΙΝΓΙΟΡ ΦΕΙΣ ΡΕ, ΧΑΡΙΣΤΕΑΣ ΡΕ, ΧΑΟΥ ΓΙΟΥ ΛΑΪΚ ΙΤ ΝΑΟΥ ΜΑΛΑΚΑ!ΕΕΕ, ΟΟΟ, ΠΗΡΑΜΕ, ΤΟ ΠΗΡΑΜΕ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ» και άλλα τέτοιασυναφή. Όπως και έκαναν. Και είπαν και μερικά παραπάνω γιατη μάνα του. Και πάλι τις μάζεψαν και πάλι βγήκαν στη γύρα, αυτήτη φορά όμως, για πάρτι.- 230 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Η Ελλάδα το Ευρωπαϊκό; Δεν υπήρχε μεγαλύτερη δικαιολογίαγια διασκέδαση εκείνη τη στιγμή. Ο Λεωνίδας οδήγησε τους τριακόσιουςτου στα στενά των δρόμων της Λισαβόνας, αναζητώντας τοκατάλληλο στέκι για το βράδυ. Δηλαδή ένα στριπτιζάδικο. Δυστυχώςη αναζήτηση στα τυφλά δεν απέδωσε καρπούς και έτσι μετάαπό αρκετό περπάτημα αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν στο πρώτοσυμπαθητικό μαγαζί που θα είχε οποιουδήποτε είδους γυναικείοχορευτικό. Με την ελπίδα να το κάνουν αυτοί στριπτιζάδικο.Μετά από συμβούλιο αποφάσισαν να κάτσουν στο «COLOMBUS»,για δύο λόγους. Πρώτον γιατί θα είχε κάτι χορεύτριες τάνγκο καιδεύτερον γιατί θα έδειχνε την απονομή του κυπέλου στην τηλεόραση,καθότι ο μαγαζάτορας δήλωσε αγνός φιλέλλην (μόλις είδετους τριακόσιους πιθανούς πελάτες). Αφού απόλαυσαν το live, πουτελικά ήταν βραζιλιάνικη σάμπα αλλά στα μάτια τους όλα τα λατινοαμερικάνικαχορευτικά ισούνταν με τάνγκο, κέρασαν δύο απότις μαύρες χορεύτριες ποτά. Οι οποίες μαύρες χορεύτριες βέβαιαήταν Βραζιλιάνες και όχι από τη Σιγκαπούρη, όμως έπινανSingapore Sling γεγονός που έπεισε τους τριακόσιους ότι κατάγονταναπό εκεί. Δυο-τρεις τις πρότειναν να τους ακολουθήσουν στοξενοδοχείο τους. Βέβαια ίσως και να είχαν καταφέρει κάτι αν είχανξενοδοχείο να τις πάνε, αλλά πάνω στην έξαρση του τελικού,είχαν αμελήσει να βρουν δωμάτιο, έστω και τελευταία στιγμή. Έτσιοι μαύρες χορεύτριες έφυγαν απογοητευμένες, το πλήθος έσπασεκαι οι τριακόσιοι περιπλανήθηκαν από παγκάκι σε παγκάκι μέχριτο πρωί, τραγουδώντας το ρεφρέν του «We are the champions»,με έξτρα έμφαση στο «my friend». Βέβαια η ιστορία στην πατρίδαακολούθησε άλλη πορεία, πέρασε τα όρια της μυθοπλασίας καιο κυρ-Θύμιος διηγούνταν τις χορεύτριες της Σιγκαπούρης με κάθεευκαιρία, είτε στις ανιψιές του είτε στους φίλους τους, αποκτώνταςέτσι κύρος πρωθυπουργού στη χειρότερη.- 231 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ – ΜΕΡΟΣ ΝΤΕΥΤΕΡΟΝΌπως είπαμε λοιπόν, ο πρώτος παράγοντας της αποτυχίας του νακανονιστεί κάτι για Πρωτομαγιά ήταν ο Πέτρος. Ο Πέτρος δεν είχεδώσει σημάδι ζωής εδώ και δύο μέρες, όχι ότι αναρωτήθηκε κανείςπού είναι. Ο Πέτρος ήταν με τη Γατούλα. Περνούσαν τις μέρεςκαι τις νύχτες στο σπίτι της, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς ρούχα, χωρίςρολόγια, χωρίς τηλέφωνα, μονάχα με τηλεόραση, ταινίες, τσιγάρα,μουσική, φαγητό, γλυκά και πολύ-πολύ σεξ. Πολύ. Η Γατούλαήταν αχόρταγη. Ο Πέτρος όχι τόσο, μα του άρεσε η ιδέα του να είναι,οπότε και το αφομοίωσε. Οι ώρες κυλούσαν σαν μαστουρωμένεςκαι σύντομα δεν είχε διαφορά αν έξω ήταν μέρα ή νύχτα. Κρύοή ζέστη. Ήλιος ή βροχή ή και χιόνι. Η μυρωδιά του φρέσκου αέρατους χτυπούσε μόνο όταν άνοιγαν τα παράθυρα για να αερίσουν τονντουμανιασμένο χώρο.Ο δεύτερος παράγοντας ήταν ο κυρ-Θύμιος που είχε σκάσει εκτάκτωςστην πόλη για κάτι δουλειές και αποφάσισε να κάνει μια στάσηνα δει τα ανιψούδια του. Και αφού ο κυρ-Θύμιος δεν βρήκε καμίαστο σπίτι της, αρκέστηκε να χωθεί σε ένα μπαράκι που του άρεσεη ονομασία, το fra.p.e. Εκεί συνάντησε τον Άλεξ και τον Τόληστην έξοδο, έτοιμους να πάνε για ουζάκια. Τον πήρανε μαζί τους,άλλο που δεν ήθελε ο κυρ-Θύμιος σαν άκουσε για ούζα και μεζέδες,και άρχισαν τα «πού ‘σαι ρε θείο», «τι κάνετε ρε ρεμάλια», «τιτραβάει η καρδιά σου, τσιπουράκι ή ουζάκι;»Ο κυρ-Θύμιος ως γνωστόν, μετά το τρίτο ποτηράκι άρχιζε τις ιστορίεςκαι αυτή με τις χορεύτριες ήταν η αγαπημένη των παιδιών.Παρ’ ότι την είχαν ακούσει τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε φορές,κάθε μία ήταν καλύτερη απ’ την προηγούμενη, ανάλογα και με τοπόσο μεθυσμένος ήταν ο κυρ-Θύμιος. Αρχικά οι χορεύτριες ήτανδυο μαύρες καλλονές, μετά τέσσερις ξανθιές γαλανομάτες με μπότεςμέχρι τους γλουτούς, μια άλλη φορά ήταν οχτώ φορώντας μόνογούνες Σιβηρίας και τραγουδούσαν σοβιετικά τραγούδια, χοροπη-- 232 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>δώντας στο κρεβάτι και λούζοντας τον εαυτό τους με βότκα.Η Φένια όντας άκεφη είχε πιάσει τη λογοτεχνία απ’ το πρωί, αλλάζονταςμπαλκόνια για ν’ αποφεύγει τον ήλιο. Η συνεχής παρουσίατης στα μπαλκόνια τσίτωνε τις αντρικές μερίδες της απέναντιπολυκατοικίας, που ακόμα προσπαθούσαν να κλείσουν ραντεβούμε μία -όποια να ‘ναι- από τις αγαπητές κοπελούδες. Η Φένια ακάθεκτηπροσπαθούσε να τελειώσει το πρώτο μέρος του Άρχοντα τωνΔαχτυλιδιών, μόνο και μόνο επειδή είχε υποσχεθεί στον Πέτρο ότιθα προσπαθήσει, αν και τη δυσκόλευε τρομερά. Το έβρισκε παντελώςβαρετό. Με τον μόνο που ένιωθε οικεία ήταν τον Σάουρον, τονΆρχοντα του Σκότους, ο οποίος στο Βασίλειο της Μόρντορ παρακολουθούσετους πάντες και τα πάντα με το μοχθηρό και μισητό τουμάτι, σπέρνοντας κατάρες και σινάφια.ΜΑΥΡΟ ΑΤΣΑΛΙΔώδεκα και τριάντα οχτώ. Το πρωί. Ανάθεμα κι αν κανείς κατάλαβε.Αν έλεγα δώδεκα και τριάντα οχτώ το βράδυ θα ήταν λάθος, αλλάόλοι θα καταλάβαιναν ποια ώρα της ημέρας εννοώ. Δώδεκα καιτριάντα εννιά. Ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν. Ο Πέτρος, υπασπιστήςτου fra.p.e, πάλευε μέχρι θανάτου με το λυσσασμένο κόσμοτου Σαββατόβραδου. Ποτά, δυνατή μουσική που σου τρυπάει τα αυτιά,ιδρώτας, κάψιμο στα χέρια απ’ τα λεμόνια. Ο μόνος τρόπος νααντέξεις τη δουλειά στο μπαρ Σάββατο βράδυ, είναι να την έχειςμάθει μηχανικά. Τα χέρια σου να πιάνουν μόνο ό,τι πρέπει και ότανπρέπει. Πολύ σημαντικό. Ο Πέτρος ίσα που έβλεπε απ’ τα φωτορυθμικάτο ποτό που έβαζε. Το φως έφευγε και επανερχόταν βίαια,όπως βίαιο ήταν και το κομμάτι που έπαιζε. Δεν ήταν σίγουρος γιατον τίτλο του, αλλά είχε την εντύπωση πως λεγόταν «Black Steel»από τον Tricky. Είχε ώρα να πάρει ανάσα. Η τεκίλα του είχε νερώσει.«I got a letter from the government the other day, opened it- 233 -


Μιχάλης Φουντουκλήςand read it, they said they were suckers», άγριος ήχος, μια γυναικείαφωνή να ξεσπάει σε έναν ρευστό μονόλογο, τόσο παγωμένοόσο και το ίδιο το ατσάλι. Για κάθε παραγγελία που τελείωνε, τρειςνέες έφταναν στα χέρια του. Η απελπισία των σερβιτόρων τον έκανενα χαίρεται που τουλάχιστον η μεταλλική μπάρα τον προστάτευεαπό το μαινόμενο κόσμο, που πότε παλλόταν, πότε χοροπηδούσε,πότε κραύγαζε και πότε χτυπιόταν αριστερά-δεξιά, αδιαφορώνταςγια το ποιον μετακινούσε στο διάβα του. Ιδρώτας. «How long hasit been? They got me sittin’ in the state pen. I gotta get out, butthat thought was thought before», τα μπάσα κουνούσαν τα ποτήρια,τα έκαναν να τρίζουν μεταξύ τους. «I’m not a fugitive on therun, I’m not a fugitive on the run…» Η μουσική έδινε το ρυθμό καιτην ένταση που είχε ανάγκη για να δουλέψει. Από ώρα είχε δει τοκινητό του να αναβοσβήνει αρκετές φορές, μα ούτε λόγος να κοιτάξειποιος τον έψαχνε. Ούτε για αστείο. Πιθανόν να ήταν η Γατούλα.Μπορεί η Ναταλία, ή κάποιος απ’ τα παιδιά. Δεν είχε το χρόνοούτε καν να τσεκάρει γύρω του. Μπορεί να βρίσκονταν παντού. Παντούκαι πουθενά. «I’ m not a fugitive on the run, I’m not a fugitiveon the run», σαν δεύτερη σκέψη του η τραγουδίστρια επαναλάμβανεεκστατικά την ίδια φράση.Ο πανικός κόπασε γύρω στις τέσσερις και πρόλαβαν να ξαποστάσουνλίγο. Ο Φρανς, μιας και είχε φρικάρει απ’ την ώρα που ξεκίνησετο μακελειό, ανέλαβε να στρίψει τσιγάρα για το προσωπικό. ΟΠέτρος σκεφτόταν με ποια σειρά να κάνει αυτά που ήθελε πριν πέσειπάλι στη δουλειά. Να καπνίσει ένα τσιγάρο, να πιει ένα ποτό,να κατουρήσει και να κοιτάξει το κινητό του. Τελικά πήρε το κινητό,ένα τσιγάρο απ’ τον στριφτοκάρυδο, όπως φώναζαν το Σαββατιάτικοπόστο του Φρανς, το ποτήρι με την τεκίλα και πήγε προςτην τουαλέτα, σε μια φιλόδοξη προσπάθεια να τα κάνει όλα ταυτόχρονα.Γύρισε απ’ το μέρος, που ακόμα και ο βασιλέας πήγαινε μόνοςτου, χωρίς τσιγάρο, χωρίς ποτήρι, χωρίς κινητό και καθώς έμοια-- 234 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ζε, χωρίς ψυχή. Το βλέμμα του πλανιόταν κάπου στο άπειρο, λεςκαι είχε δει φάντασμα. Είχε χλομιάσει και ήταν εμφανές πως είχεξεράσει τουλάχιστον τα σημερινά. Πήγε στο μπαρ, πήρε την τσάντατου και έφυγε.Ο Φρανς, ο Μανώλης, το παιδί που δούλευε μαζί του στο μπαρ, καιόποιος άλλος από το προσωπικό δεν ήταν απασχολημένος εκείνητην ώρα, έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ο dj έπαιζε απ’ τον ίδιο δίσκοτο «Hell is around the corner».5 ΜΑΗΟ Τόλης πέθανε στις πέντε του Μάη τα ξημερώματα. Ο Απόστολοςπέθανε. Στις πέντε του Μάη. Τα ξημερώματα. Έφτασε στο νοσοκομείομε βαριά τραύματα και πριν μπει στο χειρουργείο ξεψύχησε.Ο Γκοτζίλας είχε πάρει την εκδίκησή του. Τόσος καιρός συσσωρευμένηςκαταπίεσης, βγήκε στην επιφάνεια, απελευθερώθηκε.Το κτήνος που ζούσε με τον Τόλη συγκαταβατικά, τελικά τον νίκησε.Η οργή που εναπόθετε μέσα του κάθε φορά που ο αφέντηςτον περιόριζε, έφτασε στο όριό της και μια τελευταία στροφή έγινεη σταγόνα που ξεχειλίζει. Ο Τόλης έστριψε, μα το κτήνος δενυπάκουσε. Βρυχήθηκε χαιρέκακα, τέντωσε το λαμαρινένιο προσωπείοτου δείχνοντας τα κοφτερά του δόντια και λυσσασμένο ξεκίνησεμια ξέφρενη, αυτοκαταστροφική πορεία εκτός δρόμου και τυλίχθηκεστις φλόγες.Ο Απόστολος πέθανε. Στις πέντε του Μάη. Τα ξημερώματα. Είχεπει επανειλημμένα ότι «το να οδηγείς μια μηχανή ήταν, είναι καιθα είναι η καλύτερη απόφαση που έχεις πάρει ποτέ, μέχρι τη μέραπου θα πεθάνεις». «Σταμάτα μωρέ, χτύπα ξύλο», όλοι του έλεγανκαι χτυπούσαν όποια ξύλινη επιφάνεια υπήρχε γύρω τους, λεςκαι αυτό θα έκανε καμία διαφορά. Ο Τόλης απαντούσε «ξέρω πωςέτσι θα πεθάνω», μα εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν το τέλος του, ξαφ-- 235 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνιασμένος συνειδητοποίησε πως πραγματικά δεν το είχε πιστέψειποτέ. Το είχε πει με την ίδια βαρύτητα που το είχε ακούσει να τολένε πολλά «σκληρά καρύδια» της μεγάλης Χολυγουντιανής οθόνης.Μα αυτοί πάντα τη γλίτωναν. Το ίδιο πίστευε και αυτός μέχριπου το οδόστρωμα του έκλεισε τα μάτια.«Ήταν ένας άδικος χαμός». Αυτή η φράση ακουγόταν από νέουςκαι γέρους σαν πνοή γέρικου ανέμου, στο μικρό κοιμητήρι τουχωριού του όπου τον έθαψαν. Ο Πέτρος σκιαζόταν κάθε φορά πουτην άκουγε, και ποιος χαμός δεν είναι άδικος δηλαδή; Κάποιος απ’τα βάθος πίσω είπε ανάμεσα σε λυγμούς, «δεν πέθανε ρε παιδιά,μόνο κοιμάται».Ο θάνατος είναι μια περίεργη ψυχολογική κατάσταση για όσουςτον βιώνουν μέσω ενός κοντινού προσώπου. Κανείς τους δεν μπορούσενα συνειδητοποιήσει ότι ο Τόλης χάθηκε και δεν θα τον ξαναβλέπανε.Με την ίδια δυσκολία που κανείς δεν συνειδητοποιείαμέσως έναν κεραυνοβόλο έρωτα ή μια απόλυση ή τα κέρδη απόκάποιο τυχερό παιχνίδι και γενικότερα κάθε μεγάλη και απότομηαλλαγή στη ζωή του. Αυτά τα πράγματα θέλουν χρόνο για να κατακαθίσουν,και για να θρηνήσεις χρειάζεσαι χρόνο να συνειδητοποιήσειςτι συνέβη. Στην αρχή είναι αυτοματοποιημένη η αντίδραση,μονάχα από τη σκέψη πως τον έχασες, αφού δεν είσαι σε θέση νανιώσεις την απώλεια.Έτσι και ο Πέτρος για μέρες μετά ήταν ανήμπορος να κλάψει ήνα λυπηθεί, ενώ πεισματικά έπιανε τον εαυτό του να παίρνει τηλέφωνοτον Τόλη για να βγούνε, πολλές φορές μηχανικά έφτανε έξωαπ’ την πόρτα του γραφείου του στο πανεπιστήμιο, μόνο και μόνογια να παραξενευτεί με το άγνωστο όνομα στην ταμπέλα. Και είναιαυτή η απόρριψη της συνήθειας και της ρουτίνας που σε πονάει γιασου θυμίζει αυτό που πολλές φορές από κεκτημένη ταχύτητα έχειςλησμονήσει. Σαν μια πληγή στο χέρι που τσούζει κάθε φορά πουπροσπαθείς να κόψεις λεμόνια, για να σου θυμίζει ότι είναι ακόμαεκεί. Έτσι του ξέφευγε ένα δάκρυ κάθε φορά που προσπαθούσε να- 236 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τον δει και θυμόταν πως αυτό δεν πρόκειται να γίνει.Συνειδητοποιούσε πως ο Τόλης δεν θα ζούσε να δει την επόμενημέρα, την επόμενη εκδρομή τους, να ακούσει το επόμενο αστείοπου θα τον κάνει να ξεκαρδιστεί στα γέλια, να γνωρίσει τη γυναίκατου και να νιώσει την ανάγκη να χαμογελάσει μπροστά στην ομορφιάτης, να νιώσει την πληρότητα τού να χαζεύει το παιδί του, πουδεν θα ένιωθε εκείνο το ρίγος στη σπονδυλική στήλη που έχει νιώσεικάθε άντρας, όταν εκείνο τον πρωτοφωνάξει «μπαμπά». Πουδεν θα ζούσε να γεράσει και να νιώσει την ολοκλήρωση η οποία θατον οδηγούσε σε αμοιβαίο συμβιβασμό με το θάνατο ή έστω για ναδιαπιστώσει πως αυτή η ολοκλήρωση και αυτός ο συμβιβασμός είναικάτι αδύνατο γι’ αυτόν.Μα όσα είχαν ζήσει μεταξύ τους τού έμοιαζαν με μικροσκοπικές<strong>στιγμές</strong> από ένα μεγάλο σύνολο στιγμών, που όλα μαζί σαν μικράφώτα θα έφτιαχναν μια λαμπερή εικόνα. Μια εικόνα στον ουρανόπου γέροι πια, θα μπορούσαν να τη βλέπουν και να τη θαυμάζουν,σαν το δικό τους προσωπικό επίτευγμα. Μπορεί να ήταν και έναεκατομμύριο <strong>στιγμές</strong> στο σύνολό τους και αυτοί είχαν μόλις προλάβεινα αποκαλύψουν λίγες από αυτές, αποσπασματικά, ίσα-ίσαγια να δουν ότι αυτό που μπορούσαν να διαβάσουν στο σύνολο είναικάτι όμορφο. Και το παζλ αυτό θα έμενε πάντα ανολοκλήρωτο,πεταμένο κάτω, ένα εκατομμύριο <strong>στιγμές</strong> να κείτονται, στο νεκρικόπάτωμα μεταξύ του χτες και του αύριο. Αυτό τον κατασπάραζε,αυτό τον έτρωγε ζωντανό.Μια από εκείνες τις κουρασμένες νύχτες που το σώμα του ήτανκουρέλι, μα το μυαλό σε εγρήγορση, τις ώρες που δυσκολευόταννα ελέγξει τις σκέψεις του, έκατσε στο γραφείο. Άναψε το μικρόλαμπατέρ που είχε δίπλα, χαρίζοντας μια κόκκινη απόχρωση στοχώρο. Το κάλυμμα της λάμπας ήταν κεντημένο, διαφανές σε ένααπαλό, κρεμώδες χρώμα. Είχε χρόνια βέβαια να το χρησιμοποιήσει,από τότε που το σπίτι της Φαίης είχε γίνει το κέντρο των πολιτιστικώνδραστηριοτήτων για την παρέα.- 237 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΣκόνη εκτινάχθηκε απ’ το στατικό ηλεκτρισμό και πέταξε στοναέρα για να γλιτώσει το ξεσκόνισμα. Από τα ηχεία ακουγόταν το«Death and all of his friends» των Coldplay. Ο Πέτρος πήρε έναχαρτί, ένα μολύβι και ένα κομπιουτεράκι, και έκατσε αποφασισμένοςνα μετρήσει ακριβώς πόσες <strong>στιγμές</strong> γνώριζε τον Τόλη. Γνωριστήκαμεπριν έξι χρόνια και… οχτώ μήνες, αποφάσισε. Με μερικούςγρήγορους υπολογισμούς, συμπέρανε πως αυτό ήταν όχι έναεκατομμύριο <strong>στιγμές</strong>, όπως αρχικά είχε σκεφτεί, παραλληλίζονταςτον τίτλο της στήλης του στο Πα.Π.Α.Κ.Ι, μα διακόσια εφτά εκατομμύριακαι τριακόσιες εξήντα χιλιάδες. Διακόσια εφτά εκατομμύριακαι τριακόσιες εξήντα χιλιάδες <strong>στιγμές</strong>. Άφησε το μολύβι στο τραπέζικαι άρχισε να κλαίει.Η συναισθηματική φόρτιση ήταν τόσο μεγάλη που όταν το πρώτοδάκρυ κύλησε, απλώς ξεχείλισε το ποτήρι και ο Πέτρος ξέσπασεσε λυγμούς. Δυνατούς. Διατρητικούς. Ανατριχιαστικούς. Το μέτωπότου ακούμπησε το τραπέζι και τα χέρια του σταύρωσαν απόπάνω, σαν να φοβόταν μην του πέσει το ταβάνι στο κεφάλι. Ένιωθεμέσα του όλα να φουσκώνουν. Ο χρόνος κυλούσε τόσο πιο γρήγορααπ’ το κανονικό και ο Πέτρος ένιωθε να παρασέρνεται σε μια δίνηόπου όλα κυλούν βίαια. Τα σάλια του άρχισαν να στάζουν στο πάτωμα.Ήθελε να φωνάξει «Ώπα ρε, σταματήστε! Πάμε πάλι πίσω», μετην ελπίδα όλα να γυρίσουν όπως ήταν. Σαν ένα παιχνίδι απ’ αυτάπου έπαιζε ο Άλεξ στον υπολογιστή, όπου μπορούσες να σώσεις τοχαρακτήρα σου και αν εκείνος πέθαινε κάποια στιγμή, απλώς πατούσεςένα κουμπί και όλα γύριζαν στον πριν.Ζαλίστηκε από την ταχύτητα, ξέρασε ανάμεσα στα πόδια του. Είδετο χαρτί στο τραπέζι. Είχε γίνει μούσκεμα και τα γράμματα είχανξεθωριάσει. Σήκωσε το μολύβι και τα ξαναπάτησε από πάνω μεδύναμη. Ένιωσε την ανάγκη να διορθώσει ό,τι έχει τη δύναμη να διορθώσει.Η αναπνοή του είχε γίνει απότομη και βίαιη. Δυσκολευόταννα αναπνεύσει, κάθε ανάσα έμοιαζε με ανάσα κολυμβητή πρινκάνει βουτιά. Πνιχτή και αγχωτική, τον έκανε να νιώθει πως η καρ-- 238 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>διά του θα σπάσει από την ένταση.Φόρεσε τα πρώτα ρούχα που βρήκε, πήρε κλειδιά και έφυγε μεβήμα γρήγορο. Στο δρόμο βάδιζε χωρίς να ξέρει προς τα πού. Οχρόνος στηριζόταν σε ανισοϋψείς κολώνες και έμοιαζε να γέρνειεπικίνδυνα πλέον. Η μικρή φωνούλα που σεργιάνιζε συνήθως τέτοιεςώρες και <strong>στιγμές</strong> κοντά του, τού υπενθύμιζε πως ό,τι και νακάνει, τα πράγματα δεν θα γίνουν όπως ήταν. Έτσι βούρκωνε καιπιεζόταν να μην μοιάζει διαφορετικός στο δρόμο όταν περνούσαναπό δίπλα του κορίτσια, αγόρια, ζευγάρια, στο δικό τους μήκος κύματος,με χαμόγελα στα χείλη, καθώς γι’ αυτούς εκείνες οι μέρεςήταν σαν όλες τις άλλες. Ο Πέτρος τούς κοιτούσε λες και είναι ασήμαντοι,αφού δεν καταλαβαίνουν τι έχει γίνει ή απλώς δεν το έχουνμάθει ακόμα. Δεν ήξερε για πού κινούσε, μα ήταν το τελευταίοπου τον ένοιαζε. Συνέχισε να περπατάει ευθεία και από τη φυσικήροή των πραγμάτων έφτασε στη μαρίνα. Πέρασε όλα τα πολυτελήγιοτ, τα ψαροκάικα, μερικά ταχύπλοα που είχαν χωθεί στα κενάκαι σκαρφάλωσε στον κυματοθραύστη. Εκεί εξαντλημένος χάθηκεγια λίγο στο μαύρο της θάλασσας, κοίταξε το απέραντο των αστεριώνκαι αποφάσισε ότι εκείνος θα κρατούσε τις ένα εκατομμύριο<strong>στιγμές</strong> μονάχα. Όπως ήταν και ο τίτλος της στήλης του, τίτλο πουείχε προτείνει ο Τόλης. Θυμόταν ότι του είχε κάνει εντύπωση, καθώςδεν τον είχε για δημιουργικό τύπο.Ο Πέτρος έβγαλε ένα νόμισμα απ’ την τσέπη. Αφού αποφάσισεςγια αυτόν, θ’ αποφασίσεις και για μένα, σκέφτηκε. Διάλεξε πλευρές,έστριψε το νόμισμα και εκείνο έκατσε κορώνα. Όπως πάντα.Χαμογέλασε για λίγο. Μετά δάκρυσε. Έπειτα έκλαψε. Ύστερα έφυγε.Πίσω στο σπίτι του η μουσική ακόμα έπαιζε. Το τραγούδι με τίτλο«42» έφτανε στο τέλος του. Ο Κρις Μάρτιν επαναλάμβανε…«You thought you might be a ghost,you didn’t get to heaven but you made it across».- 239 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΑΠ’ ΤΟ ΕΔΩ ΣΤΟ ΕΚΕΙΗ Φαίη ήταν στον καναπέ της. Φορούσε ένα κόκκινο μπλουζάκιμε τη μικρή pucca, το γνωστό κορίτσι-καρικατούρα, σταμπαρισμένοστο ύψος του στήθους της. Φορούσε επίσης το κάτω από έναπυτζαμοείδες νυχτικό, αδιάφορου σχήματος, όψης και χρώματος.Ας το πούμε γκρι. Είχε τα πόδια της μαζεμένα στο πλάι, θυμίζονταςκαθιστή γοργόνα. Κρατούσε ένα από τα μαξιλάρια του καναπέαγκαλιά, προσπαθώντας να παρακολουθήσει μια σειρά στην τηλεόραση.Κανονικά σε λίγο θα άρχισε να καταφθάνει η παρέα, γιατί ξεκινούσετο αγαπημένο αστυνομικό τους σίριαλ. Μα ο ντετέκτιβ Αποστολόπουλοςδεν θα είχε την τιμητική του απόψε. Αν και ούτε ταδύο προηγούμενα επεισόδια τα είχαν παρακολουθήσει, η Φαίη είχεαποφασίσει να δει το αποψινό. Είχε ετοιμάσει και ποπ-κορν όπωςσυνήθιζε και είχε κρύψει μια μικρή σακούλα με χρησιμοποιημέναχαρτομάντιλα δίπλα στον καναπέ. Αυτό που έπαιζε τώρα ήταν μιαανούσια σειρά με απαράδεκτους χαρακτήρες, απαράδεκτο σενάριοκαι απαράδεκτη ηθοποιία. Θυμήθηκε όμως πως και τον Αποστολόπουλοκάπως έτσι άρχισαν να τον παρακολουθούν, πέρσι που ήτανο πρώτος κύκλος επεισοδίων. Ήταν πάντα πριν από τις νύχτες κινηματογράφου,νύχτες όπου προβάλλονταν στο συγκεκριμένο κανάλι,κλασικές και χιλιοπαιγμένες ταινίες. Έτσι η τηλεόραση άνοιγεαπό νωρίς και η παρέα μαζευόταν και χλεύαζε για ζέσταμα τονΑποστολόπουλο και το υπόλοιπο καστ. Τους άρεσε να κοροϊδεύουντην τηλεόραση, ήταν πιο διαδραστικό απ’ το να την παρακολουθούν.Όμως σιγά-σιγά συνήθισαν τον πολυμήχανο ιδιωτικό ντετέκτιβκαι έτσι όταν οι νύχτες κινηματογράφου σταμάτησαν, γιατί είχανκουραστεί να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, ο Αποστολόπουλοςέγινε το πρώτο θέμα της βραδιάς. Πώς φτάσαμε απ’ το εδώστο εκεί, σκέφτηκε η Φαίη με νέα δάκρυα στα μάτια. Μα το «εδώ»- 240 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>απ’ το «εκεί» δεν είχε καμία διαφορά στον κόσμο. Μόνο στις ψυχέςτων ανθρώπων.Η πόρτα του fra.p.e. άνοιξε και η Φένια πλησίασε το μπαρ. Πλησίαζεήδη το κλείσιμο και ο κόσμος είχε αραιώσει, τόσο που το μαγαζίήταν πλέον πιο αισθητό απ’ ό,τι ο κόσμος μέσα. Ο dj έπαιζε τοτελευταίο του τραγούδι, το «Angel» των Massive Attack. Του άρεσενα κλείνει τις Παρασκευές έτσι. Ο Φρανς μόνος του πίσω από τηνμπάρα, έκανε το ταμείο της Σταυρούλας, μιας από τις σερβιτόρεςπου είχε ζητήσει να φύγει λίγο νωρίτερα. Είχε έρθει το αγόρι τηςγια Σαββατοκύριακο, όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία.«Γεια». Ως απάντηση πήρε το χαμόγελο του Φρανς. «Βάλε μου σεπαρακαλώ ένα ποτό».Η Φένια κάθισε σε ένα σκαμπό και κράτησε με το χέρι τα μαλλιάτης, με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε μια στέκα. Ήταν σκεπτική.Ο Φρανς την κέρασε ένα ποτάκι, τζιν με σόδα όπως το συνήθιζε.Για την ακρίβεια όπως το συνήθιζε η Φένια, όταν ήταν στις κλειστέςτης. Ο Φρανς δεν ρωτούσε, έβαζε. Είχε την ικανότητα να θυμάταιπολλές λεπτομέρειες, που σε άλλους μπορεί να φαίνοντανασήμαντες. Αυτό αρέσει στις γυναίκες. Ο Φρανς ήταν άντρας πουαρέσει στις γυναίκες. Όχι από την άποψη ότι ήταν ιδιαίτερα όμορφοςή γεροδεμένος, αυτά ούτως ή άλλως δεν μετράνε τόσο πολύ.Ίσως στην αρχή. Όχι μετά. Μετά βάρυνε η ικανότητα του να συγκρατείτις λεπτομέρειες, όπως το τι ποτό της αρέσει να πίνει μόνη τηςκαι τι με παρέα, ποιο είναι το αγαπημένο της χρώμα, ποια σειράστην τηλεόραση της αρέσει πολύ και ποια βλέπει έτσι, για να περνάειη ώρα. Πότε έχει γενέθλια, πότε πρέπει να μιλήσεις και πότεπρέπει να την αφήσεις να πει τα δικά της. Τι από αυτά που λέει σημαίνουνκάτι γι’ αυτήν και τι λέει έτσι, για να πει κάτι. Ποιο είναι τοαγαπημένο της φαγητό, τι της αρέσει να τρώει όταν είναι στις μέρεςεκείνες του μήνα, τι της αρέσει να ακούει για τον εαυτό της και- 241 -


Μιχάλης Φουντουκλήςτι όχι. Αυτές και ακόμα ένα σωρό απειροελάχιστες λεπτομέρειες,που μόνο κάποιος σαν τον Φρανς μπορούσε να θυμάται.Ας πούμε όταν η Φένια είχε πρωτοπαραγγείλει το τζιν με τη σόδα,είχε βγάλει από μέσα το συνοδευτικό λεμονάκι και έτσι αυτός δεντις ξαναέβαλε ποτέ, αν και πάντα της έφερνε μερικά σε ένα πιατάκι,σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη. Ο Φρανς ήταν πολύ προσεκτικόςμε αυτά, ήταν έτσι ο χαρακτήρας του. Αγαπούσε τις λεπτομέρειεςπου κάνουν τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστό. Και αυτό, όπωςπροείπα, αρέσει στις γυναίκες. Βέβαια η Φένια δεν είχε σκοπό νακάνει κάποιο βήμα και τον Φρανς τον διέκρινε έλλειψη θάρρουςκαι αυτοπεποίθησης· δεν θα μπορούσε να τα έχει και όλα εξάλλου.Συνεπώς, τίποτα δεν συνέβη εκείνο το βράδυ. Ούτε το επόμενο.Ούτε το παραεπόμενο. Ούτε κανένα.Ο Άλεξ είχε γίνει ένα με το πάτωμα. Αυτή η έκφραση έχει παρά-χρησιμοποιηθείμεταφορικά, ώστε να μπορεί να περιγράψει τοπόσο πολύ ο Άλεξ είχε γίνει ένα με το πάτωμα. Ήταν λες και μια αόρατηδύναμη, εφάμιλλη της βαρύτητας, τον είχε καθηλώσει -σχεδόνχτίσει- στο πάτωμα. Ένιωθε εκείνη την αίσθηση που νιώθει κάποιοςόταν πρωταρχίζει να καπνίζει ή όταν το ξαναρχίζει μετά απόκαιρό. Εκείνη τη ζαλάδα. Την ένιωθε βέβαια χίλιες φορές πιο δυνατή.Ένιωθε σαν να έπεφτε συνέχεια. Αυτό το υγρό που βρίσκεταικάπου στον εγκέφαλο και είναι υπεύθυνο για την ισορροπία,αλλά κανείς δεν θυμάται το όνομά του, πρέπει να είχε μαζευτεί όλομπροστά, γιατί ο Άλεξ ένιωθε πως το πίσω μέρος του κεφαλιού τουήταν κενό και ελαφρύ σαν πούπουλο. Και έπεφτε. Συνεχώς. Μάλλονκάπου θα έφταιξαν οι φιλοσοφικές, και επιεικώς μεταλλαγμένες,πίτες του Μπάμπη, κάπου το αλκοόλ που κατανάλωσε και κάπουτα υπερμεγέθη και υπερχορταριασμένα τσιγάρα που είχε καπνίσειάφτερ. Μα ούτε ο Μπάμπης, ούτε το Τζόνυ με την κόκκινηετικέτα, ούτε ο Τζίμης, ούτε η Κάνναβη δεν ήταν δυνατόν να τον- 242 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ηρεμήσουν. Όσο από αυτά και να χρησιμοποιούσε. Όχι, δεν γινόταντίποτα. Μαυρίλα. Σκουπίδια. Απομόνωση. Θρύψαλα. Φράουλες.Τουλάχιστον οι χημικές αντιδράσεις όλων αυτών που συνδύασε,τον κατέστησαν ανήμπορο σκέψης και πράξης. Το μυαλό του ταξίδευεσε μονοπάτια στενά, δίχως φώτα στους δρόμους. Οι κάτοικοιεκεί ήταν γρουσούζηδες και κατσιασμένοι, και ο ουρανός σχημάτιζεσύννεφα με λέξεις. Η πρώτη λέξη «χορός». Μια αταίριαστηλέξη, εκτός κι αν ήταν χορός της βροχής. Εκεί είχε κάποιο νόημα.Μα και το νόημα, τι νόημα έχει;Ξάφνου μια άσπρη νεράιδα με κόκκινα μαλλιά, ξεπρόβαλε απόμια λίμνη. Ο Άλεξ τη χαιρέτησε με ένα λουλούδι που είχε μαζέψειαπό τον κήπο της γιαγιάς του. Η νεράιδα χαμογέλασε, ενώ εκείνοςδεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Προσπάθησε να αγγίξει τα χείλιατου, μα το χέρι του σηκωνόταν και σηκωνόταν χωρίς να φτάνει ποτέτο στόμα. Τα χέρι του ταξίδευε χρόνια ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Σεκάποια φάση τερμάτισε, δεν πήγαινε πιο πάνω. Γαμώτο. Τότε, θυμήθηκετα κοχύλια. Βέβαια! Τα κοχύλια. Πώς τα είχε ξεχάσει; Χίλιακοχύλια είχε κρύψει πέρσι το Πάσχα στην ντουλάπα. Γιατί όμως;Δεν θυμόταν. Για την ακρίβεια, θυμόταν πως είχε κάτι να κάνει μετη Μίνα και αμυδρά με ένα ροζ μαγιό. Ή μήπως ήταν η Κίνα καιόχι η Μίνα; Ίσως πάλι να μην είχε μαγιό η εικόνα, μα ένα σταυρό.Ένα σταυρό που έμοιαζε με αράχνη. Αράχνη, ναι. Κάτι θύμιζε αυτό.Προσφάτως είχε προστεθεί στην εικόνα κι ένα παιδί, ο Μάγος, -δηλαδήδεν θα ήταν παιδί πια- που δεν κόλλαγε βέβαια ούτε με τα χίλιακοχύλια, ούτε με τη Μίνα, ούτε με το ροζ μαγιό και σίγουρα ούτεμε την Κίνα. Εκτός κι αν είχε μετακομίσει εκεί πρόσφατα, κάτι πουο Άλεξ δεν γνώριζε και, το σημαντικότερο, δεν τον ένοιαζε. Τότε,γιατί ο Μάγος ήρθε στο προσκήνιο; Ίσως λόγω του ότι ήταν μια μισητήμορφή στο μυαλό του. Μια χαιρέκακη μορφή απ’ το σχολείοπου μονίμως φώναζε στα διαλλείματα «ο Ανέστης είναι χέστης, οΑνέστης είναι χέστης», και πουφ! εξαφανιζόταν πριν τον προλάβεικαι τον πιάσει να του ρίξει δυο καλές, όπως θα έλεγε κι ο…- 243 -


Μιχάλης Φουντουκλής…ΤζούραΤο σκηνικό θόλωσε ακόμα περισσότερο. Αλήθεια ο Ανέστης ποιοςήταν; Εγώ; Εγώ είμαι; Θα μπορούσε… Δεν είμαι σίγουρος όμως.Ίσως να ρωτήσω τη νεράιδα. Πού πήγε η νεράιδα; Ο Άλεξ ανασηκώθηκεελαφρώς, μα εκεί που κοιτούσε δεν υπήρχε ούτε νεράιδα,ούτε Μάγος, ούτε Μίνα ή Κίνα, ούτε το ροζ μαγιό της, ούτε τα χίλιακοχύλια. Μόνο ο τοίχος. Είχε αρχίσει να βρέχει, ή κάτι τέτοιο τέλοςπάντων, ένιωθε μικρές σταγόνες να του τσιμπάνε το δέρμα. Μήπωςήταν μυρμήγκια; Ξέρετε τα μυρμήγκια που μπαίνουν και κόβουνβόλτα κάτω από το δέρμα όταν στηρίζεσαι πολύ ώρα πάνω στοίδιο σημείο του σώματος. Αυτά τα μυρμήγκια. Χίλιες καρφίτσες ταέλεγε ο Τόλης. Ή μήπως χίλια κοχύλια; Πού είναι αλήθεια η Μίνα;Ωραίο χαλόνι η Μίνα... Ξάπλωσε ξανά, γιατί το κεφάλι του κουράστηκενα κοιτάζει τον τοίχο. Αλλά είχε μικρό στήθος. Νταξ’, όχι ότιείναι πρόβλημα πάντα, δηλαδή βολεύεσαι και με μικρό ρε παιδίμου, αλλά όπως και να το δεις, είναι ένα μείον.Τα βλέφαρα έκλεισαν.Το σκοτάδι έκανε τα πράγματα να μοιάζουν πιο κοντά.Είδε τα χίλια κοχύλια να του τρυπούν το δέρμα σαν καρφίτσες.Ήταν και η Μίνα εκεί και μάζευε όσα μπορούσε να κρατήσει. Είχεκαι το ροζ μαγιό της. Ήταν τόσο όμορφη, όσο ήταν και πριν δώδεκαχρόνια που την είχε δει για τελευταία φορά. Ή μήπως ήτανέντεκα; Ή μήπως δεκατρία; Τα νούμερα περνούσαν δίπλα του τεράστια.Όμως το πρόσωπό της ήταν διαφορετικό. Είχε κόκκινο μαλλί.Και σαφώς μεγαλύτερο στήθος. Είχε κι έναν σταυρό με μια αράχνηκρεμασμένο στο στήθος. Ο Τόλης όμως πού ήταν; Στην άκρη. Μόνοςτου και κοίταζε πέρα, προς τη δύση. Μήπως να πήγαινε να τουκάνει παρέα; Ή μήπως να καθόταν να χαζέψει τη Μίνα λίγο παραπάνω;Να δει πόσα κοχύλια θα χωρέσει το μαγιό της, πριν τσιτώ-- 244 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>σει και σπάσει, αφήνοντας ακάλυπτα τα πάντα. Σκοτείνιασε. Η βροχήεπέστρεψε. Ο Τόλης δεν είχε ούτε κουκούλα ούτε αδιάβροχο. ΗΜίνα δεν είχε πρόβλημα φορούσε το μαγιό της, αλλά ο Τόλης;Έπρεπε να ‘χα φέρει ομπρέλα, σκέφτηκε λίγο πριν ο ύπνος τοναφήσει άσκιαχτο απ’ τα όνειρα των ξύπνιων.Η Φανή ποτέ δεν καθόταν στο γραφείο της και σχεδόν ποτέ δενέγραφε. Έβαζε στυλό κάτω μόνο στις εξετάσεις και αυτό με πολλή,πολλή προσπάθεια. Μα σίγουρα όχι στο γραφείο της. Ακόμα καισημειώσεις όταν κρατούσε, πάντα είχε το τετράδιο στα πόδια ή στοπάτωμα ή στην πλάτη του μπροστινού ή κάπου αλλού. Πάντως τώραήταν καθισμένη στο γραφείο και έγραφε. Οποιοσδήποτε με αετίσιαόραση ή έστω λάτρης της λεπτομέρειας θα καταλάβαινε ότι η Φανήείχε κλάψει νωρίτερα. Ήταν ντυμένη και μακιγιαρισμένη με ειδικάαδιάβροχα καλούδια, λες και θα έκαναν έφοδο τα media στο σπίτιτης από στιγμή σε στιγμή. Είχε χρώματα μπροστά της. Εκείνες τιςξυλομπογιές που αν τις βρέξεις γίνονται νερομπογιές. Τα δάκρυαπαρεμπόδιζαν το έργο της. Έγραφε με χρώματα, για χρώματα… Δενήξερε τι έγραφε, μόνο ό,τι τις έβγαινε...«Χρωμάτισα σύννεφα,Κόκκινο, μπλε,Μωβ.Κεραυνοί πλησιάζουν.Περίεργα αισθήματαΑνάμεικτα, δυσπρόσιτα.Σύννεφα.Αν μπορούσα να τα δω αλλιώςΊσως να χρωμάτιζα τον ουρανό εγώΊσως να μπορούσα να χτίσωΈνα καλύτερο τοπίο.- 245 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΜια νέα εικόνα να μοιράζει φθηνέςΕμπειρίες σε όσους έσταζεΤο φρέσκο της χρώμα επάνω.Κόκκινο, κίτρινοΠορτοκαλί.Μια συνεχόμενη ρόδα, ένας αέραςΝα λυσσομανάει και να δέρνειΌσους τολμούν να τον αψηφήσουν.Τα μαλλιά του να ανεμίζουν σε ρυθμούςΠου θα ταίριαζαν σε γοργόνα.Πάνω στο σιδερένιο άλογο,ένας μύθος που αγγίζειΤα όρια του τι είναιΑληθινόΚαι τι ανάγκη.Μια χρωματιστή κορδέλαΠιάνει ένα μέρος των μαλλιών τουΚαι τα σφίγγει για να αντέχουν.Μπλε, κίτρινο,Πράσινο.Φεύγεις μα σε κρατάω κοντά μου…»Κάθε φορά που έγραφε το όνομα ενός χρώματος, το χρωμάτιζεαπό πάνω. Ξάφνου κοίταξε γύρω τις. Θυμήθηκε ότι έπρεπε να φύγει.Δεν είχε κουράγιο. Βαριόταν. Πονούσε. Έσταζε. Σηκώθηκε καιτο παρεό που φορούσε κόλλησε στην καρέκλα, αφήνοντάς τη γυμνή.Σταμάτησε. Το σήκωσε και καλύφθηκε. Για πρώτη φορά δενένιωθε βολικά να κυκλοφορεί γυμνή, ένιωθε… απροστάτευτη, αδύναμη.Δίπλα στο κρεβάτι είχε ακουμπήσει τα ρούχα που είχε διαλέξειγια εκείνο το βράδυ. Άρχισε να τα φοράει, μα στη μέση σταμάτησε.Τα πέταξε το πάτωμα. Διάλεξε άλλα. Πιο κόκκινα. Μόλιςτα φόρεσε έπεσε στο κρεβάτι. Έπρεπε να ξεκινήσει αν ήταν να μην- 246 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>αργήσει πολύ. Ήδη έπρεπε να ήταν εδώ και μία ώρα στο ραντεβούτης. Τα μάτια της μούσκευαν το σεντόνι. Δεν είχε συναίσθηση του τιείχε γίνει. Απλώς έκλαιγε και ένιωθε πως έκλαιγε για κάτι που τηςείπαν. Τα πέδιλά της έπεσαν στο πάτωμα, μια ένδειξη ότι θα αργούσεκι άλλο. Ή ότι δεν θα πήγαινε ποτέ. Την πήρε ο ύπνος. Στογραφείο το γραπτό της, ζαρωμένο από το νερό των δακρύων της,έστεκε μόνο του, με τρεις ξυλομπογιές δίπλα του. Κόκκινο, κίτρινο,πορτοκαλί.<strong>1.000.000</strong> ΣΤΙΓΜΕΣΚάποιος, κάποτε, είχε πει πως κάθε δευτερόλεπτο που περνάει,είναι μία στιγμή. Μία στιγμή απ’ την αιωνιότητα. Ζούμε τόσες <strong>στιγμές</strong>καθημερινά και τις περισσότερες δεν τις θυμόμαστε, δεν είναιάξιες της μνήμης μας. Κάποιες μπορεί και να είναι, μα πάνωστην καθημερινή πίεση τις ξεχνάμε, τις αφήνουμε στο πλάι. Και γιαεκείνες όμως έρχεται μια μέρα που τις θυμόμαστε. Όσες άξιζαν,μα δεν πήραν την προσοχή που έπρεπε.Μια στιγμή μπορεί να είναι ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, ένα αναπάντεχογέλιο, μια ατάκα, μια εικόνα, ένα τοπίο, μια νότα, μια έκφραση,μια αγκαλιά, ένα δάκρυ, ένα φιλί, μια σβούρα, μια χειρονομία,το στρίψιμο ενός νομίσματος. Μια στιγμή μπορεί να αποφασίσειγια χιλιάδες, εκατομμύρια-εκατομμυρίων <strong>στιγμές</strong> μετά. Μια στιγμήαρκεί για πολλά. Αρκεί για να πονέσεις, να κλάψεις, να ερωτευτείς,να κάνεις μια βλακεία, μια χαζομάρα, ένα έγκλημα, μια αυτοθυσία,μια ερώτηση, να δώσεις την απάντηση, να σκεφτείς, να φανταστείς,να ονειρευτείς. Ακόμα και ν’ ανάψεις ένα τσιγάρο. Η στιγμή είναιακαριαία και πολυσύνθετη. Δεν περιμένει το ρολόι, ούτε τον ήλιο.Εγώ ήμουν πάντα ένας άνθρωπος ο οποίος κρατούσε τις καλύτερες<strong>στιγμές</strong> από κάθε τι που τελείωνε. Δεν με ενδιέφεραν οι κακές.Τις έβρισκα ανούσιες, περιττές. Χαριτωμένα άχαρες. Όχι ότι- 247 -


Μιχάλης Φουντουκλήςέχω συμπαθήσει όλους όσους έχω γνωρίσει. Απλά, δεν θυμάμαι τακακά. Τα έχω διαγράψει ήδη. Τα καλά δυσκολεύομαι να αποχωριστώ.Μάλλον όχι να αποχωριστώ, αλλά να συνειδητοποιήσω ότι τελείωσαν.Είναι αστείο μα ο άνθρωπος ήταν, είναι και θα είναι, ονπου ζει βάσει συνήθειας. Ό,τι έχουμε συνηθίσει και το γνωρίζουμε,ιδίως πράγματα θεμελιώδη, όπως η γη, ο κόσμος, η οικογένεια,τα φύλα, οι φίλοι και οι έρωτες, είναι δύσκολο να τα αποχωριστούμε.Όταν συμβεί κάτι απρόβλεπτο, αδυνατούμε να επανέλθουμε.Αυτές δεν είναι καταστάσεις εφάμιλλες όσων αντιμετωπίζουμεκαθημερινά, μα είναι η ίδια τους η ιδιαιτερότητα που τις ξεχωρίζει.Υπάρχει όμως και μια ακόμα, μεγαλύτερη συνήθεια. Αυτή της ίδιαςτης ζωής. Αυτή που όλοι λένε πως «ξέρουν», μα λίγοι έχουν συνειδητοποιήσειπραγματικά. Ατάκες του στυλ, «κανείς δεν ζει γιαπάντα» και «μέχρι αύριο παίζει να ‘χω πεθάνει!» είναι ατάκες πουόλοι έχουμε εκστομίσει, μα είναι τόσο μεγάλη η απόσταση μεταξύτης κατανόησης και του βιώματος μιας κατάστασης. Ούτε οι πιογκουρού της εσωτερικής αναζήτησης, αυτοκριτικής και αυτοέλεγχουδεν μπορούν να ισχυριστούν ότι ο θάνατος τούς αφήνει αδιάφορους.Ότι μπορούν να τον κοιτάζουν στα μάτια και να χαμογελάνε.Όχι, είναι ψέμα και όσοι το λένε, απλώς κοροϊδεύουν τον εαυτότους, για να νιώσουν καλύτερα. Οι ειλικρινείς και πραγματικοί αυτογνώστεςθα σου πουν πόσο πολύ τους έχει κλονίσει/ απορρυθμίσει/αποσυντονίσει/ καταβάλλει ένας θάνατος. Κανείς δεν ζει γιαπάντα ναι, μα αυτός που θα πεθάνει αύριο δεν το ξέρει, και αν τουτο πεις δεν θα το πιστέψει._ΠαΠΑΚΙΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣΚαθώς ο Μάης ξέφτιζε, ένα ακόμα καλοκαίρι είχε αρχίσει να ξεμυ-- 248 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>τίζει, φοβισμένο προς το παρόν, με δειλά βήματα. Πότε λίγο παραπάνωζέστη, πότε λιγότερες βροχές, η δύση του ήλιου έπαιρνε μεγαλύτερηπαράταση μέρα με τη μέρα, ενώ η αυγή βιαστικότερη απόποτέ, ξυπνούσε τους πάντες σχεδόν πριν τα κοκόρια προλάβουν ναλαλήσουν. Ήδη πολλοί είχαν αρχίσει να ακολουθούν τους χειμερινούςκολυμβητές στις παραλίες, αφού τα νερά ζεσταίνονταν. Μέραμε τη μέρα όλο και περισσότεροι επιχειρούσαν βουτιές και τα πρώταμαυρίσματα γίνονταν περιζήτητα, καθώς το ποιος έχει πιο σοκολατίδέρμα στην εποχή μας, είναι ένας σημαντικός παράγοντας χαρακτήρα,σεβασμού και κοινωνικού πόθεν έσχες.Όμως το τέλος του Μάη επιφυλάσσει, μαζί με την αρχή του Ιούνη,μία δυσάρεστη έκπληξη: την εαρινή εξεταστική. Υπάρχει βέβαια-εκτός από το πενήντα, πενήντα και το τηλέφωνο- και η βοήθειατου Σεπτεμβρίου, την οποία οι περισσότεροι έχουν σκοπό ναχρησιμοποιήσουν.Ο Άλεξ την έβγαζε σπίτι της Φανής τον περισσότερο καιρό. Εκείνηπερνούσε τις ώρες της κλεισμένη μέσα και όποτε ο Άλεξ έλειπεγια πάνω από μισή μέρα τον αναζητούσε, φοβόταν να μείνει μόνητης. Κάθε μέρα που περνούσε τον έφερνε και πιο κοντά της, παρ’όλο που ο Άλεξ μετά το περιστατικό είχε γίνει πιο ιδιότροπος καικλειστός. Έγραφε πολλά τραγούδια και σιγομουρμούριζε πως ήθελενα τα παίξει στο μνημόσυνο, αλλά η Φανή δεν ρώτησε ποτέ. Τοσεξ πολλές φορές έφερνε κλάματα και στις δύο πλευρές, μα τουλάχιστονείχαν ο ένας τον άλλο. Και σε αυτές τις <strong>στιγμές</strong>, είναι τόσοσημαντικό να έχεις κάποιον να αγκαλιάζεις με όλη σου την αγάπηκαι να ξέρεις πως μπορείς να κλάψεις πάνω του, να τον φιλήσεις,να καλύψεις τις ανάγκες σου.Η Φαίη δεν είχε καμία αντρική αγκαλιά να κουρνιάσει και έτσιείχε βολευτεί με αυτή της Φένιας. Μετά την κηδεία τής είχε ζητήσεινα κοιμηθεί σπίτι της. Από τότε κοιμούνταν κάθε βράδυ αγκαλιά,μια φρέσκια συνήθεια αυτοσυντήρησης. Προς τις αρχές Ιουνίουη Φένια ξενοίκιασε και μέχρι να τελειώσει τη διπλωματική και- 249 -


Μιχάλης Φουντουκλήςνα ορκιστεί, μετέφερε όλα της τα πράγματα στης Φαίης. Είχε σκοπόνα γυρίσει πίσω στην πόλη της, μα για χάρη της Φαίης αποφάσισενα μείνει λίγο ακόμα. Πήγαιναν για χορό όλο και συχνότερα, διαθέτονταςτεράστια αποθέματα ενέργειας που κυκλοθυμικά ανανεώνοντανκαθημερινά. Εκεί βρήκαν την πολυπόθητη εκτόνωση. Εκείη Φαίη γνώρισε καλύτερα τη Φραντζέσκα, η οποία αν και ποτέ δεντης αποκάλυψε το σκηνικό μεταξύ της και του Τόλη, αποφάσισε νατην πάρει υπό την προστασία της. Σε πολύ σύντομο διάστημα αναγνώρισεμέσα στη Φαίη το πάθος που είχε και η ίδια μικρότερη, καιγια αυτό την παρότρυνε να πάρει μια υποτροφία και να συνεχίσει τοχορό στη Γαλλία. Μετά από πολλή πίεση η Φαίη αποδέχτηκε το δύσκολοέργο του να έρθει αντιμέτωπη με τους γονείς της.Ο Πέτρος απ’ την άλλη, είχε χαθεί. Δεν τον είχε δει κανένας και τοτέλος του Μάη τον βρήκε να δίνει εξετάσεις επέκτασης του διπλώματοςγια δίκυκλο. Το νόμισμα τού είχε δείξει το δρόμο, τώρα αυτόςαπλώς τον ακολουθούσε.- 250 -


Ιούνιος_Ή πώς να κυνηγήσετε μέλισσεςΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΕΣΟ Πέτρος έδινε τα τελευταία του μαθήματα. Έχοντας χαθεί απόπροσώπου γης για δεκαπέντε βράδια, επέστρεψε από τη χώρα τουΠοτέ-Ποτέ, διαβασμένος. Αισθάνθηκε παράξενα καθώς βγήκε απότη σχολή, έχοντας δώσει και το τελευταίο μάθημα. Μετά από κόπο,ιδρώτα και εφτά χρόνια σπουδών, βρέθηκε να μην χρωστάει τίποτακαι δεν έβγαλε ούτε έναν αναστεναγμό. Ψέλλισε μόνο ένα ξερό«πάει, τέλειωσε». Ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της μέχρι τότεζωής του είχε μόλις ολοκληρωθεί. Περίμενε να νιώσει κάτι το ξεχωριστό,μα δεν ένιωσε τίποτα. Ώρες-ώρες ένιωθε πιο άβολα απόπριν. Ένιωθε πως τώρα τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Τα βράδιαδυσκολευόταν να κοιμηθεί. Η Γατούλα κυριαρχούσε στο μυαλό τουχωρίς την παράλογη δόση έρωτα που είχε προηγηθεί, μα με μια ειλικρινήχαρά και περιέργεια. Να την ανακαλύψει σιγά-σιγά. Η Ναταλίαδεν υπήρχε πουθενά, παρά μονάχα σε λιγοστές σκέψεις πουέκανε όταν ήταν μεθυσμένος. Η καρδιά του πονούσε σε μέρη οικεία,δεν είχε το θάρρος και την όρεξη να περιπλανηθεί ξανά στοάγνωστο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν είδε τα παιδιά ήταν


Μιχάλης Φουντουκλήςότι του έλειψαν, αλλά δεν τους το είπε, γιατί πάντα δυσκολευόταννα εκφράσει τα μέσα του.Ενώ ο χρόνος κυλούσε στο fra.p.e. με φραπέ και τυπικές κουβέντες,ο Πέτρος πίστεψε πως όλοι τους ήταν σαν καρικατούρεςαπό κόμικ. Μια ιστορία βαμμένη άσπρο-μαύρο. Ένιωθε περίεργα,σχεδόν σαν να τον έπιανε ναυτία. Έβλεπε τον Άλεξ, τη Φανή, τηΦαίη και τη Φένια σε αργή κίνηση. Τα πρόσωπά τους κουρασμένα,έμοιαζαν όλοι να έχουν μεγαλώσει απότομα. Τσιγάρα, χαμόγελα,προβληματισμένα μάτια, δάκρυα σε χρόνο ανύποπτο, χείλη σφιγμέναπου έκρυβαν τη θλίψη μέσα τους. Όλοι προσπαθούσαν να νιώσουνόπως πριν, μα κανείς δεν μπορούσε. Ο Πέτρος παρατήρησεπολλές διαφορές στους φίλους του. Ήταν άτομα που τα ζούσε χρόνιακαι μπορούσε αμέσως να καταλάβει και την παραμικρή αλλαγήστην ψυχοσύνθεσή τους.Η Φανή για παράδειγμα, ήταν ντυμένη όπως ακριβώς ντυνότανπάντα η Φανή, δηλαδή ελάχιστα. Όμως είχε πάρει αγκαζέ τον Άλεξ,ήταν σχεδόν κολλημένη πάνω του. Δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει τοπώς παρουσιαζόταν και πιθανότατα δεν την ένοιαζε πια. Ο Πέτροςέπαιρνε όρκο πως πριν δυο-τρεις μήνες, κάτι τέτοιο δεν θα το έκανεποτέ, γιατί η Φανή πάντα πρόσεχε την εικόνα της από οπτικήτρίτου προσώπου. Πώς δηλαδή φαίνεται στους άλλους, στον τυχαίοπεραστικό, στον απέναντι, σε όλους. Δεν θα άφηνε ποτέ τον εαυτότης να φανεί σαν η γυναικούλα του κυρίου. Ήταν πολύ σχολαστικήσε αυτό το ζήτημα και όποιος τη γνώριζε μπορούσε να ανιχνεύσειτις αλλαγές που έκανε κατά τη διάρκεια της καθημερινότηταςστη στάση της, στα μαλλιά, στο χαμόγελο, στο πού καθόταν,στα πάντα. Μικροδιορθώσεις, που το μυαλό της, τις έκανε αυτόματα.Πλέον έμοιαζε να μην την απασχολεί. Έμοιαζε πιο… ανθρώπινη,πιο καθημερινή.Ο Άλεξ είχε ξυριστεί. Ακόμα και τίποτα άλλο να μην λεγόταν γι’αυτόν, ήταν ήδη αρκετό. Ο Πέτρος στα έξι χρόνια που τον ήξερε,δεν τον είχε δει ποτέ ξυρισμένο. Αυτή η διαστρέβλωση της ανα-- 252 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>μενόμενης εικόνας, με νέες και εκτός χαρακτήρα αντιδράσεις, τονενοχλούσε πάνω απ’ όλα στην παρέα. Με το χρόνο, όλα θα φτιάξουν,καθησύχασε τον εαυτό του. Όλοι έμοιαζαν να αγαπιούνται περισσότεροτώρα. Κανείς δεν έλεγε κακίες, κανείς δεν την έμπαινεστον άλλο. Όλα ήταν ήρεμα. Φοβήθηκε καθώς σκέφτηκε πως κιαυτός θα είχε υποστεί λογικά τις ίδιες αλλαγές. Αλλαγές που δενσυνειδητοποιούσε, όπως η Φανή δεν συνειδητοποιούσε τις δικέςτης.«Λοιπόν μένετε μαζί;» Ο Πέτρος απεύθυνε την ερώτηση στη Φαίηκαι στη Φένια, αν και στην ουσία τον ενδιέφερε να μάθει για τονΑλεξάκη με τη Φανή.«Ναι μωρέ, έχει πλάκα». Η Φένια συμφωνούσε και το έδειξε χαμογελώντας.«Και εσείς;» Ο Πέτρος είχε στραφεί προς τους άλλους.«Και εμείς, τι;»«Και εσείς, μαζί;»Μια περίεργη απάντηση κάπου ανάμεσα στο «ναι» και στο «όχι»,με λίγο «περίπου» και «πολλές φορές», του έδωσε να καταλάβειπως το θέμα δεν ήταν ξεκάθαρο.«Πήρα άδεια οδήγησης για μηχανή», είπε ξαφνικά ο Πέτρος καιήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Όσοι απ’ την παρέα δεν είχε τύχεινα το μάθουν, έμειναν άφωνοι. Οι υπόλοιποι εξίσου άφωνοι, μαπλέον συνηθισμένοι, βρήκαν μια καλή ευκαιρία να μάθουν παραπάνωγια την αψυχολόγητη κίνηση του φίλου τους. Όλοι ήθελαν ναρωτήσουν το γιατί, μα κανείς δεν ήξερε αν ήταν ο κατάλληλος. Τελικάτην απόφαση πήρε η Φανή.«Γιατί; Είναι θέμα συντήρησης ή απλώς δεν πιστεύεις ότι μπορείνα τριτώσει το κακό;»«Είναι θέμα ψυχολογίας υποθέτω».«Εε, δηλαδή;» βρήκε την ευκαιρία να χωθεί και η Φαίη.«Πάντα λέγαμε με τον… Με τον Τόλη να μου μάθει να οδηγώ. Τημηχανή του. Πήγα και την πήρα απ’ την μάντρα. Την έχω δώσει για- 253 -


Μιχάλης Φουντουκλήςεπισκευή, μόλις είναι έτοιμη -μάλλον σε κάνα δυο βδομάδες- θατην πάρω και θα φύγω».«Για πού;»«Ε;»«Τι, ταξίδι;»«Για πάντα;»Πολλές διαφορετικές ερωτήσεις. Πού να πρωταπαντήσει. Η απάντησηήταν ένα γενικό «ναι» προς όλες τις κατευθύνσεις. Ούτως ήάλλως δεν είχε σημασία να δώσει εξηγήσεις. Για τον Πέτρο, αυτή ηχρονιά είχε τελειώσει, ένιωθε σαν να μην βρισκόταν εκεί.«Από Σεπτέμβρη βλέπουμε…» μονολόγησε, προχωρώντας μόνοςτου τη συζήτηση παρακάτω. Τους είχε μπερδέψει όλους. Η Φανήήταν η μόνη που τον ένιωθε. Μάλλον ένιωθε το πώς ήταν και το γιατίέκανε όλα αυτά. Και ήξερε τι έπρεπε να του πει, για να είναι καλύτερααυτός. Τι άξιζε να του πει. Έτσι και του το είπε:«Θα περάσεις τέλεια! Θα με πάρεις μαζί σου;»Ο Πέτρος χαμογέλασε. Την κοίταξε για μια στιγμή, την ευχαρίστησεμε τα μάτια. Γιατί όντως αυτό ήταν που είχε ανάγκη να ακούσει.Μια απάντηση με χιούμορ και εμπιστοσύνη. Η Φανή του χαμογέλασεκαι μετά κοίταξε τον Άλεξ, ο οποίος τους κοιτούσε και τους δύο,χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι γίνεται. Ένιωθε ζήλεια. Γιατί να πάειμαζί του διακοπές;«Τι είναι ρε Αλεξάκη; Ζηλέψαμε που θα πάω με το μαναράκι εδώστο εξωτερικό;»«Εγώ; Χα! Δεν θα ‘σαι καλά μου φαίνεται».«Έτσι είναι μωρό μου, όποιος έχει το πιο γρήγορο εργαλείο ρίχνεικαι την γκόμενα!»Ο Πέτρος χαμογέλασε. Σκεφτόταν ότι ήταν η πρώτη φορά πουάκουγε τη Φανή να λέει κάποιον «μωρό μου». Αν και ήξερε πως τοείπε χάριν εκφραστικότητας, παρ’ όλα αυτά ήταν αστείο να ακούειένα άτομο σαν τη Φανή να χρησιμοποιεί τόσο παράταιρες λέξεις.Μετά συνειδητοποίησε πως η Φανή είπε και τη λέξη «γκόμενα».- 254 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Μια λέξη που σιχαινόταν όπως ο διάολος το λιβάνι. Όπως τα βαμπίρτο σκόρδο και ο Σάουρον τα Χόμπιτ. Γκόμενα; Η Φανή παίζεινα στραγγάλιζε όποιον ξεστόμιζε τέτοια λέξη! Έχουν όντως αλλάξειτα πράγματα, σκέφτηκε ο Πέτρος.«Θα πάω στο Παρίσι!» ανακοίνωνε η Φαίη σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου.Βρήκε την ευκαιρία μιας και τα νέα έπεφταν σαν μετεωρίτεςστο τραπέζι.«Ε;»«Πότε;»«Πού;»«Για πόσο;»«Για χαλαρώστε ρε παιδιά, ένας-ένας τις εκπλήξεις».Όλα ακούστηκαν στο τραπέζι. Τους άφησε να ρωτήσουν και μετάσυνέχισε με τις δικές τις εξηγήσεις, αυτές που είχε σκοπό να πει.«Η Φραντζέσκα μού είχε κλείσει συνέντευξη για μια υποτροφίαχορού στο Παρίσι. Και με πήρανε!»«Μπράβο!» είπε η Φανή, αν και ο εγωκεντρικός τρόπος σκέψηςτης, την έκανε να υποβαθμίζει την κατάσταση. Σιγά, δεν έγινε καιτίποτα. Η Φανή δεν ενθουσιαζόταν όταν κάτι καλό τύχαινε σε άλλον.Ήταν θέμα αυτοσυντήρησης του εγωισμού της. Ο Άλεξ απ’ τηνάλλη είχε καταχαρεί.«Τι λες τώρα ρε! Πωωω γουστάρω διακοπές Παρίσι με Πύργο τουΆιφελ και Γαλλιδούλες και Μουλέν… -βλέμμα στραβωμένο εκ τουαγκαζέ του- άσχημες… ναι… πολύ άσχημες οι Γαλλιδούλες. Ναι,βέβαια».«Σιγά μην είναι και γαλοπούλες», ακούστηκε η αυστηρή φωνήτης Φανής.Ο Πέτρος χαμογέλασε. Ειλικρινά. Χαιρόταν για τη Φαίη. Ένιωθεότι δεν χρειαζόταν να πει τίποτα. Η Φένια το ήξερε ήδη, το είχε μάθειαφού είχε συνοδέψει τη Φαίη στη συνέντευξη και τώρα χαμογελούσε.Μετά σκυθρώπιασε και είπε: «Ωραία, όλοι φεύγετε. Να δωεγώ με ποιον θα μείνω εδώ…»- 255 -


Μιχάλης Φουντουκλής«Εμείς εδώ θα είμαστε ρε!» είπε η Φανή, εκ μέρους του εαυτούτης και του Άλεξ.Η Φένια ένιωθε το χρόνο να κυλάει στα γόνατα, να σέρνεται γιαένα μεγάλο καλοκαίρι, γεμάτο υποχρεώσεις, πρώτα εξεταστική,μετά δουλειά. Οι διακοπές θα ήταν ένα θαύμα, που δεν το έβλεπενα γίνεται. Στα μέσα του Ιούνη ήταν το μνημόσυνο του Τόλη. Κάπουτότε θα έφευγε και ο Πέτρος. Κάπου τότε θα έφευγε και η Φαίη.Κάπου τότε θα έμενε μόνη της. Στο μυαλό της τα ζευγαράκια δενμετράνε για παρέα.ΠΑΡΑΞΕΝΙΕΣ 3Ο Άλεξ είχε αρχίσει να μπερδεύεται. Η ιδέα τού να πουλήσει τηνψυχή του, είχε καταλήξει σε ένα μεταφυσικό ερωτηματικό. Καιτώρα καθόταν μπροστά απ’ τον υπολογιστή, διαβάζοντας στο διαδίκτυογια έναν ακόμα πρωτοπόρο συνάνθρωπο. Έναν τύπο κάπουστην Αυστραλία, ο οποίος πούλησε τον εαυτό μέσω ίντερνετ, έναντιδιακοσίων χιλιάδων δολαρίων. Ο τύπος πούλησε τα πάντα που τουανήκαν, το όνομά του, τη θέση του στην οικογένεια του, τους φίλουςτου, τη δουλειά που είχε ως αρχισυντάκτης σε ένα μικρό περιοδικό,το σπίτι του, όλα του τα ρούχα και παπούτσια, τη συλλογή του απόγραμματόσημα, πούλησε κυριολεκτικά τα ΠΑΝΤΑ που δημιουργούσαναυτόν. Έφυγε με ένα μποξεράκι και μια βαλίτσα με διακόσιεςχιλιάδες δολάρια.Ο Άλεξ άναψε το τσιγάρο του, ακούμπησε τα πόδια πάνω στο τραπέζι,πήγε την πλάτη της πολυθρόνας πίσω και χαμογέλασε στο νέοίνδαλμα του, τον Αυστραλό που τον κοιτούσε από μια ηλεκτρονικήφωτογραφία στην οθόνη του υπολογιστή. Ή μάλλον πρώην Αυστραλό.- 256 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗΔεκατέσσερις Ιούνη. Ο καιρός πλέον είχε καλοκαιριάσει για τακαλά. Τα χειμωνιάτικα μπήκαν στις ναφθαλίνες, τα μαγιό άρχισαννα αντικαθιστούν τα σουτιέν, τα κοντά άσπρα σορτσάκια αντικατέστησαντα τζιν, τα ντεκολτέ μεγάλωναν και ο αντρικός πληθυσμόςανέβαζε θερμοκρασία, όχι μόνο λόγω ζέστης. Ήταν και το γιούροφέτος. Δύο εβδομάδες ακόμα που θα μπορούσαμε να περηφανευόμαστεπως είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης. Μετά…Ο κυρ-Θύμιος πάντως είχε βρει την τέλεια ευκαιρία να αναζωπυρώσειτην ιστορία για τις χορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης,φρεσκάροντας έτσι το κύρος του σε τυχαίες ξανθομαλλούσεςμπι-μπι-μπό που συναντούσε σε μπαρ και σκυλάδικα. Δεκατέσσεριςτου Ιούνη. Οι εξεταστικές είχαν μπει για τα καλά στην ημερήσιαδιάταξη. Η Φένια είχε φουλ πρόγραμμα, χρωστούσε ακόμα πολλά.Η Φαίη σχεδόν τίποτα, οπότε είχε αναλάβει χρέη οικιακής βοηθούγια την πηγμένη συγκάτοικό της. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφείεν όψει εξεταστικής. Παράλληλα έψαχνε να κλείσει δωμάτιο στηνεστία του πανεπιστημίου στη Γαλλία. Το αεροπορικό εισιτήριο τηςήταν για την επόμενη Δευτέρα. Το όλο θέμα την είχε ανανεώσει,της είχε αποσπάσει την προσοχή. Έφευγε και αυτή. Κάπου τότε θαέφευγε και ο Πέτρος, ο οποίος επίσης δεν χρωστούσε πλέον τίποτα,είχε επισήμως τελειώσει.Η Φανή και ο Άλεξ είχαν μέλλον μπροστά τους. Αιώνιοι ανάμεσαστους αιώνιους φοιτητές, απέφευγαν να δηλώσουν όλα τα μαθήματαπου χρωστούσαν, από φόβο μην δίνουν τρία και τέσσερατην ίδια μέρα. Το κλείσιμο στο σπίτι για διάβασμα δεν τους έβγαινεσε καλό, αφού κατέληγαν να ερωτοτροπούν ολημερίς και ολονυχτίςμε ολέθριες συνέπειες για την ακαδημαϊκή τους πρόοδο. Έτσιαποφάσισαν να πηγαίνουν στη Φένια να διαβάζουν όλοι μαζί, μπαςκαι συγκρατηθούν λίγο. Αυτό όμως από αύριο, γιατί σήμερα ήτανδεκατέσσερις του Ιούνη. Σαράντα μέρες μετά το θάνατο του Τόλη.- 257 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΟ Φρανς είχε ετοιμάσει ένα σπέσιαλ πάρτι-αφιέρωμα στο φίλο τωνφίλων του και άρα και δικό του φίλο.Το βράδυ κυλούσε ήρεμα. Οι συζητήσεις ήταν διακριτικές και δενβουτούσαν, παρέμεναν στην επιφάνεια. Γενικότητες. Για τον καιρό.Για τις γυναίκες. Για τους άντρες. Για μπάλα. Άντε και λίγο γιατη σχολή μπας και πετάξει κανένα απ’ τα γνωστά του αστεία ο Άλεξκαι χαλαρώσει το κλίμα. Ο Πέτρος είχε σκοπό να φύγει την επομένη.Δεν το είχε πει σε κανέναν. Ήξεραν ότι θα έφευγε κάποια στιγμή,απλά δεν ήθελε να γίνει στο σημερινό βράδυ ξαφνικά αυτός οεπίτιμος καλεσμένος και να αρχίσουν να πίνουν στην υγειά του- όχι.Το αποψινό θα ήταν μόνο για έναν και για έναν μόνο. Ήταν και ηΓατούλα εκεί. Τη γνώρισε στην υπόλοιπη παρέα και εκείνη ένιωσεάνετα αμέσως, έτσι ήταν ο χαρακτήρας της. Ήταν από τα άτομαπου γνωρίζουν μια παρέα και γίνονται εύκολα μέρος της. «Χαμαιλέοντες»,τους αποκαλούσε ο Πέτρος. Εκτός απ’ τη Γατούλα. Η Γατούλαήταν… η Γατούλα.«Ρε συ Άλεξ;»«Έλα μου». Είχαν μείνει τα δύο αρσενικά μόνα τους μπροστά στομπαρ.«Φεύγω αύριο».«Για πού;»«Δεν ξέρω. Λέω να φτάσω Πορτογαλία».«Θες να δεις τις χορεύτριες τάνγκο ε;»Ο Πέτρος χαμογέλασε και τελείωσε μονορούφι την τεκίλα του. ΟΆλεξ ένιωθε ένα δέσιμο στο στομάχι του.«Η μηχανή;»«Την πήρα το πρωί. Είναι μια χαρά. Καλύτερη από πριν».«Θα γυρίσεις».«Ναι».«Δεν ρώτησα».- 258 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>«Δεν περίμενα να ρωτήσεις».«Τα παιδιά;»«Πες τους το αύριο».«Κι αν θυμώσουν;»«Θα τους περάσει μέχρι το Σεπτέμβρη».«Η Γατούλα;»«Αυτή έχει τη δική της διαδρομή».«Ο Λύκος;»«Στα λημέρια του».«Καμία επικοινωνία;»«Είναι μοναχικός».«Λόουνλι γούλφ».Χαμόγελα. Δύο σφηνάκια παρακαλώ και συνεχίζουμε. Σειρά τουΆλεξ.«Την έχω ερωτευτεί».«Το έχω καταλάβει».«Αυτή το παίζει άνετη».«Είναι όμως;»«Δεν ξέρω…»«Αλεξάκη, γουστάρω ρε φίλε, να πονάς και να παιδεύεσαι».«Άκαρδος κι εσύ, τα ίδια μου ‘λεγε κι ο Μπάμπης το μεσημέρι».«Δεν θα έρθω αύριο στο κοιμητήρι».«Καταλαβαίνω… Μάλλον δεν καταλαβαίνω, αλλά σου έχω εμπιστοσύνη».«Πάω να φύγω».Ο Άλεξ σηκώθηκε. Τα μάτια του είχαν μια γυαλάδα, μα δεν θαέκλαιγε άλλο.«Τα λέμε αδερφέ μου».«Να προσέχετε».«Κι εσύ. Και πού ‘σαι, άμα πετύχεις τις χορεύτριες της Σιγκαπούρης,ρώτα να μάθουμε τι πραγματικά έγινε».Χαμόγελο.- 259 -


Μιχάλης ΦουντουκλήςΤους υπόλοιπους τους χαιρέτησε λες και θα τους έβλεπε αύριο.Το πρωί η Γατούλα ξύπνησε και το μόνο που βρήκε δίπλα της ήτανένα μικρό σημείωμα, γραμμένο σε χαρτί κουζίνας με μαύρο μπικ.«Χωνεύω Αλήθειες Μέχρι Οι Γεύσεις να Έχουν Λίγο Αγάπη…»Το σήκωσε, έτριψε λίγο τα μάτια της και το ξανακοίταξε. Το έβλεπεακόμα θολό, αν και υποψιαζόταν τι γράφει. Ξαναέτριψε τα μάτιατης να φύγουν οι τσίμπλες. Πήγε προς το μπάνιο, άφησε το σημείωμαστο τραπέζι της κουζίνας, πλύθηκε και μόλις βγήκε απ’ τομπάνιο το ξαναδιάβασε. Της πήρε ώρα να βγάλει νόημα. Ήταν καιπρωί. Ήταν δωδεκάμισι.Ο Άλεξ ήταν από νωρίς ξύπνιος. Δεν είχε κοιμηθεί πολύ. Κάπνιζετη νέα του πίπα, που του είχε πάρει δώρο η Φανή. Είχε σκαλισμένηστο πλάι μια αρκετά προκλητική γοργόνα. Είχε πάρει και το τεύχοςαπό το Πα.Π.Α.Κ.Ι, το τελευταίο της χρονιάς. Φιλοξενούσε ένααφιέρωμα στον Τόλη και τον άδικο χαμό του. Ακολουθούσαν κάτιδηλώσεις από οργανισμούς υπέρ της προστασίας του μοτοσικλετιστή,μερικές δηλώσεις των τοπικών φορέων για το θέμα της ασφάλειαςστην εθνική οδό, του οδοστρώματος και τα λοιπά. Δεν στάθηκεπουθενά, γιατί το μόνο που θα έκαναν ήταν να τον εκνευρίσουν.Βρήκε το άρθρο του Πέτρου. Ήταν ένα ποίημα. Το διάβασε αρκετέςφορές. Το άφησε και το ξαναδιάβασε ύστερα από λίγο.«Είσαι ένα κύμα που δίνει ρυθμόΈνα τραίνο που δεν έχει σταθμόΜια ανάσα σε ένα δέντρο ψηλόΕίσαι η βροχή που σκάει στο καπόΕίσαι ένα σχήμα ασύμμετρο- 260 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>Μια χαραμάδα σε μουντό ουρανόΕίσαι η ελπίδα που πεθαίνει στο τέλοςΕίσαι το χέρι που αφήνει το βέλοςΤο τελευταίο γεύμα στον κατάδικοΕίσαι η άδεια για ένα φαντάροΕίσαι ο καπνός που φυσάει το φουγάροΈνα πινέλο που βάφει μουντόΕίσαι το γκρίζο, το μουντό της ΑθήναςΕίσαι κομμάτι της ίδιας ρουτίναςΈνας ακόμα δηλωμένος τρελόςΕίσαι η μπάλα που κυλάει στο γρασίδιΤο χαμόγελο που σου ‘χει ξεφύγειΈνα δωμάτιο βαμμένο λευκόΕίσαι ο ήχος που σβήνει τη νύχταΈνα αθώο παιδικό καληνύχταΕίσαι όσα μπόρεσες να κλέψεις ως εδώ»._ΠαΠΑΚΙΑφού το διάβασε αρκετές φορές, προσπάθησε να το μελοποιήσειστην κιθάρα του, αλλά τελικά το άφησε για αργότερα. Έπρεπε ναφέρει τον Τζίμη και την Κάνναβη ενδιάμεσα. Σηκώθηκε και έβαλεστο πικάπ το «The end» των Doors, ήταν και πάλι το κομμάτιπου έπρεπε να ακούσει. Έστριψε ένα μεγάλο, μεγάλο, και πιο μεγάλοαπό τα μεγάλα, τσιγάρο. Το άναψε και γύρισε σελίδα, φτάνονταςστον Κύριο Καρπούζη και τις ζωδιακές προβλέψεις του. Χαμογέ-- 261 -


Μιχάλης Φουντουκλήςλασε και αποφάσισε να διαβάσει ενδεικτικά το ζώδιο της Φανήςκαι του Πέτρου, το Σκορπιό. Πριν προλάβει όμως να φτάσει στουςσκορπιούς, μια πρόταση τού αιχμαλώτισε το βλέμμα: «Θα δείτε πουθα χιονίσει». Ήταν στους Καρκίνους. Ο ίδιος ήταν Καρκίνος. Θαδούμε που θα χιονίσει; Δεν τον έπεισε ο Κύριος Καρπούζης καιο Άλεξ προχώρησε στους Σκορπιούς. Εκεί τα πράγματα ήταν πιοεντός εποχής. Μόνο εμείς έχουμε μείνει στο χειμώνα, σκέφτηκε.Πήρε μια δυνατή τζούρα, κατεβάζοντας σχεδόν το μισό τσιγάροκαι παράτησε την εφημερίδα δίπλα. Έπιασε την κιθάρα και άρχισεαπό ντο ματζόρε, συνεχίζοντας σε φα. Δεν του άρεσε. Ξεκίνησεξανά παίζοντας σε τέσσερα τέταρτα, από λα μινόρε, ντο ματζόρε,μετά φα ματζόρε και μετά πάλι ντο ματζόρε. Καλύτερα. Του έδωσεκι έναν πιο φάνκυ ήχο. Δεν τρελάθηκε, μα ήταν καλή προσπάθεια.Τράβηξε κι άλλη τζούρα. Ένας προειδοποιητικός ήχος τον πληροφόρησεπως είχε μήνυμα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του. Άφησετην κιθάρα και έπιασε το πληκτρολόγιο. «Έχετε ένα νέο μήνυμααπό το χρήστη Φάουστ», τον πληροφορούσε μια μικρή, μπλε ταμπέλα.Ήταν από το νέο του αφέντη.>>> Is it snowing in Hell?


Καλοκαίρι_Μια αδιάφορη εποχήΤο καλοκαίρι στην πανεπιστημιακή ορολογία είναι από το τέλοςΙούνη, μέχρι και το τέλος Αυγούστου, άντε αρχές Σεπτέμβρη γιατους πολύ διαβασμένους (βλ. φυτά). Από πολλούς θεωρείται η πιοόμορφη εποχή του χρόνου και όταν λέω από πολλούς, υπενθυμίζωπως το βιβλίο αυτό αναφέρεται σε φοιτητές.Υπάρχουν λοιπόν αυτοί που υποστηρίζουν ότι το καλοκαίρι «είναιτέλειο» και «τα σπάει» και άλλα τέτοια συναφή, άτομα που κυρίωςπερνούν τα καλοκαίρια τους απ’ το ένα νησί στο άλλο, να πίνουμεμαργαρίτες και πίνιες κολάδες και ντάκιρι με φράουλες, κάτωαπ’ το ηλιοβασίλεμα.Απ’ την άλλη υπάρχει μια σεβαστή μερίδα φοιτητών που θεωρούντο καλοκαίρι μια κατάρα, που «σώζεται κάπως» λόγω θάλασσας.Αυτοί είναι συνήθως οι φοιτητές που δουλεύουν τα καλοκαίρια.Αυτοί που φτιάχνουν και σερβίρουν εκείνες τις μαργαρίτες καιτις πίνιες κολάδες και τα ντάκιρι με τις φράουλες και όλα τα συναφή.Αυτοί που βαστούν τον ήλιο στο βασίλεμά του για να τον χαζεύουνοι ερωτευμένοι.Όπως και να έχει το καλοκαίρι είναι μια αντιφατική εποχή καιοι απόψεις πάνω στην εποχή αυτή αντιφάσκουν επίσης. Και όπως


Μιχάλης Φουντουκλήςέχει πει και κάποιος, όχι αρκετά διάσημος για να θυμάμαι το όνοματου, «κάθε τι που προκαλεί τόσο φανατικά αντιφατικές αντιδράσεις,είναι σίγουρα πολύ καλύτερο από αυτό που προκαλεί μέτριες».Το συγκεκριμένο καλοκαίρι, μπορούμε απλά να πούμε ότι κύλησεπάνω σε ασημοστόλιστες ράγες και ο χρόνος πήγαινε τρία βήματαμπρος και δύο πίσω. Άργησε μα τελικά ο Σεπτέμβρης έφτασε.Α, και η Εθνική έπαψε επιτέλους να θεωρείται Βασίλισσα της Ευρώπης.Θεός φυλάξοι, δεν θέλουμε τέτοιους τίτλους εμείς.- 264 -


Σεπτέμβρης_Ή αλλιώς, επίλογοςΦΤΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΙΣΑ, ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΕΝΑ ΨΑΡΙΚάθε Σεπτέμβρης είναι πιο βαρύς από τον προηγούμενο, κάθε χρονιάλίγο πιο γριά. «Όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια», όπως αρεσκόταννα λέει η Φένια για πολλά θέματα. Ήταν η αγαπημένη τηςέκφραση. Του Πέτρου η αντίστοιχη ήταν το «φτερά ζωγράφισα, ναπαντρευτώ ένα ψάρι». Φράσεις τις οποίες είχαν πει ένα βράδυ στοσπίτι της Φαίης όπου έπαιζαν ένα παιχνίδι, προσπαθώντας να γράψουνιστορίες χρησιμοποιώντας μόνο έξι λέξεις. Ήταν όντως διασκεδαστικόκαθώς μερικές ήταν πολύ πετυχημένες όπως το «Μαγείαζήλεψε ο ήλιος κι έκαψε», αλλά και μερικές πιο αστείες όπωςτο γνωστό «Πίσω απ’ τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης», το οποίο είπεο Άλεξ, αλλά επειδή ήταν εφτά λέξεις έφαγε το όμικρον και το πρόφερε:«Πίσω απ’ τις λέξεις κρύβετ’ Άλεξης», μασουλώντας όσαγράμματα μπορούσε, μέχρι να βαρεθούν όλοι να διαφωνούν μαζίτου και να τον αφήσουν να κάνει του κεφαλιού του.Ο Πέτρος αναλογιζόταν την ατάκα και χαμογελούσε. Το κεφάλι τουακουμπούσε στο στύλο του λεωφορείου. Ακολουθούσε την κλασικήδιαδρομή προς το σπίτι του. Ακόμα ένας Σεπτέμβρης που επέστρε-


Μιχάλης Φουντουκλήςφε, ακόμα μια στάση Παναγούλα. Ακόμα μια απ’ τα ίδια. Η ίδια ζέστηπου τον έκανε να νιώθει νερουλός, τρύπιος. Το αυτοματοποιημένοσήμα, πέρασε -για άλλη μια φορά- από τον εγκέφαλο στο δείκτηκαι το κόκκινο μπουτόν σήμανε στον οδηγό πως κάποιος πάλιθέλει να κατέβει. Εκεί έξω. «Όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια»,σκέφτηκε μεγαλοφώνως, επιβεβαιώνοντας το γνωμικό της Φένιας.Καθώς κατέβηκε, από μπροστά του πέρασε μια κοπέλα. Έμοιαζεβιαστική. Κρατούσε τσάντες από διάσημες μάρκες και φορούσεένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου για μύγες, ξέρετε εκείνα τα τεράστια.Ο Πέτρος την πρόλαβε λίγο στο προφίλ και το βλέμμα του την ακολούθησεμέχρι να χαθεί από το τοπίο. Που ήταν αρκετή απόσταση.Εντυπωσιάστηκε. Τι γυαλιά φοράνε ρε παιδάκι μου, σκέφτηκε. Λεςκαι κρύβονται από προσώπου γης.Σταμάτησε έξω από το σπίτι του καταϊδρωμένος, μα δεν είχε όρεξηνα ανέβει. Συνειδητοποίησε πως ούτε φέτος είχε βγάλει το ψυγείοαπό την πρίζα και ούτε που θυμόταν τι είχε αφήσει μέσα γιατρεις μήνες. Είχε φτάσει χτες στην πόλη. Το προηγούμενο βράδυπάρκαρε τον Γκοτζίλα έξω από της Φαίης και έμεινε εκεί. Ήταν καιη Φένια, είχαν πολλά να πούνε. Μετά από ένα καλοκαίρι όλα ανανεώνονται,μέχρι και οι φιλίες. Η Φανή και ο Άλεξ θα επέστρεφανέπειτα από μερικές μέρες.Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να σημειώσω, πως υπάρχειμια στιγμή στη ζωή κάθε φοιτητή, που όλα όσα κάνει και ξανακάνειεπανειλημμένα για χρόνια, του είναι πλέον βαρετά. Και τα σταματάει.Μπουχτίζει να ζει τις ίδιες καταστάσεις, να βλέπει τα ίδιαάτομα, να ακούει τις ίδιες ατάκες. Εκείνη είναι η στιγμή που αποφασίζειότι θα φύγει και θα σταματήσει να είναι φοιτητής. Αυτόμεταφράζεται στο ότι θα πάρει πτυχίο -αν είναι εφικτό- ή απλάθα τα παρατήσει και θα κάνει κάτι άλλο. Είναι η φυσική εξέλιξητων πραγμάτων, αλλιώς όλοι θα έμεναν φοιτητές για πάντα. Αυτήη στιγμή είχε έρθει για τον Πέτρο. Το κατάλαβε επιστρέφοντας σταπάτρια εδάφη. Ένιωσε βαθιά μέσα στο πετσί του, πως έπρεπε να- 266 -


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong>φύγει. Για τα καλά.Μεταξύ της αυλόπορτας και της εισόδου του σπιτιού του το μετάνιωσεκαι έκανε μεταβολή. Άρχισε να περπατάει με σκοπό να φτάσειστο σπίτι της Γατούλας. Μα έφτασε στο σπίτι της Ναταλίας, καθώςτα πόδια δύσκολα ξεχνούν ό,τι έχουν μάθει. Δεν έχει γυρίσειακόμα από τις διακοπές, σκέφτηκε αντικρίζοντας τα πατζουρόφυλλατης μονοκατοικίας της κλειστά και σκονισμένα.Έφυγε από της Ναταλίας και πήγε στη Γατούλα. Ανέβηκε στον τρίτο.Χτύπησε το κουδούνι και εκείνη άνοιξε, ως συνήθως, με κάτιελάχιστα διακριτικό πάνω της. Ήταν και καλοκαίρι ακόμα, τουλάχιστοναπό άποψη θερμοκρασίας. Της χαμογέλασε και αποφάσισεπως ίσως καθόταν λίγο παραπάνω. Είχε βαρεθεί πλέον τις άσκοπεςπροκλήσεις και είχε εκτιμήσει την ομορφιά της απλότητας αυτούπου είχε με τη Γατούλα. Στα μικρά και απλά πράγματα που χαίρεσαινα έχεις και ξεχνάς ότι υπάρχουν.Για αυτόν, ο Α, ο Τ και τα 3Φ θα ήταν για πάντα η οικογένεια, μιακατάσταση δυναμικής εκτόνωσης, προστριβών αλλά και συμπαράστασης,ίσως λίγο ιδιόρρυθμης συμπαράστασης, αλλά hey, δενμπορείς να τα έχεις όλα. Η Λαμπρινή, και το fra.p.e. θα είναι πάντατα στέκια όπου γεννιούνταν οι πιο τρελές ιδέες, που γίνονται πράξειςτα πιο τραβηγμένα όνειρα, εκεί που έρχονται τα πιο απρόσμεναγέλια, τα μέρη που λάβαιναν χώρα όλων των ειδών οι συζητήσεις-από τις σοβαρές μέχρι τις κουτσομπολίστικες- εκεί που έρχονταιοι συμβουλές, οι ψυχαναλύσεις και οι εξομολογήσεις, πάνταμε τη βοήθεια ποτού ή καφέ. Για τον Πέτρο ο έρωτας, οι γυναίκεςκαι ο ενθουσιασμός της πρώτης ματιάς, είναι μόνο ένας τρόπος,ένα όπλο να γίνει η ζωή λίγο πιο όμορφη, λίγο πιο παραμύθι. Γιατίδίχως αυτή την αίσθηση, καταντά πολύ ανάλατη. Τέλος, το πανεπιστήμιοθα είναι πάντα το μέρος όπου είχε το χρόνο και τα ερεθίσματαγια να τα κατανοήσει όλα αυτά. Ένας κόσμος από μόνος του.Ένας κόσμος μέσα στον κόσμο. Μια ζωή μέσα στη ζωή. Μια ζωήγεμάτη <strong>στιγμές</strong>. Εκατομμύρια <strong>στιγμές</strong>. Μια ζωή που πλέον ένιω-- 267 -


Μιχάλης Φουντουκλήςθε πως είχε ήδη αφήσει πίσω. Μα ήταν τόσο χαρούμενος που τηνείχε ζήσει.ΓΥΝΑΙΚΕΣ-Τι κάνεις αγόρι μου;-Όλα καλά αδερφέ. Πώς πέρασες;-Όμορφα.-Όμορφα; Έλειπες δύο μήνες στο εξωτερικό και το μόνο που έχειςνα πεις είναι «όμορφα»; Τίποτα πιο ποιητικό;Χαμόγελο. Ο Πέτρος ακούμπησε στο κάγκελο έτσι ώστε να έχειπλάτη στη θάλασσα. Ήθελε να χαζέψει λίγο και προς την πόλη.-Εντάξει λοιπόν. Στην Πορτογαλία, τα σπίτια έχουν μικρές τρύπεςστις οροφές, σαν φεγγίτες. Όλα τους. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ,μικρές κλεψύδρες, σαν νεράιδες πετούσαν μέσα στο δωμάτιο.Σβούριζαν πάνω απ’ το κρεβάτι μου, γεμάτες με θειάφι και μετρούσαντο χρόνο σε <strong>στιγμές</strong>. Και κάθε μια από αυτές ήταν η πιο όμορφηπου έχω δει στη ζωή μου. Και ήταν τόσο γλυκές, που ξόδευανκάθε λίγο κόκκους σκόνης, γιατί μ’ αγαπούσαν και ήθελαν να μεμάθουν κι εμένα να αγαπώ.-ΤΕΛΟΣ-- 268 -


ΕυχαριστίεςΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΩ όσους με βοήθησαν, ο καθένας μετο δικό του τρόπο και στο δικό του χρόνο. Τους γονείς μου και τηνοικογένειά μου που με στήριξαν, τους φίλους μου και τους φίλουςτων φίλων μου –που είναι και δικοί μου φίλοι– για το χιούμορκαι τις ιδέες τους, που από συζητήσεις σε τραπέζια πήρανσάρκα και οστά ή μάλλον πένα και χαρτί. Πιο συγκεκριμέναθα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γιάννη για τη βοήθεια στην επιμέλειατων γραπτών μου όλα αυτά τα χρόνια, τα παιδιά από τα Γιάννεναμε τα κασμέρια τους και τη ζωή που κρύβουν και που όποιοςείναι τυχερός να τη γευτεί θα νιώσει πάλι νέος. Την ΕμμανουέλαΚαραγιαννάκη για το τετράστιχο στο τέλος της σελίδας, αλλάκαι τα πανέμορφα κολάζ που κοσμούν το εξώφυλλο και οπισθόφυλλο,καθώς και την Ελένη Λαμπροπούλου για τη γραφιστικήεπεξεργασία που τα τελειοποίησε. Τέλος τον Κύριο Καρπούζηγια τα σχέδια του βιβλίου και τις αστρολογικές προβλέψεις του.«Ένα κομμάτι για τη μοναξιά, την ευφυΐα, τη φυγή.Και ένα ακόμα για την τρέλα, την παρόρμηση,για ένα εκατομμύριο <strong>στιγμές</strong>.Και τα δύο μοιράζονται την παιδικότητα…»


http://voreiodytikes.blogspot.com


-Μαλάκα, ήρθε ο λογαριασμόςτου τηλεφώνου.-Του σταθερού;-Ναι.-Και; Πόσο;-Είναι εκατόν εξήντα ευρώ.-Οέο! Και τι θα κάνεις ρε;-Πήρα τη μάνα μου.-Και πώς το δέχτηκε;-Της τηλεφώνησα και της λέω:«Έλα μάνα, ήρθε ο λογαριασμόςτηλεφώνου. Είναι εφτακόσιαευρώ». Εκείνη φρίκαρε.Την άφησα λίγα δευτερόλεπτανα κράξει και είπα: «Έλα πλάκασου κάνω, διακόσια πενήνταείναι μόνο». Και μου απαντάει:«Σε καλό σου παιδάκι μου, μετρόμαξες! Θα σ’ τα στείλω αύριο».-Γιατί διακόσια πενήντα;-Ε, να μην πάρω κάτι για τονκόπο μου;-Ποιον κόπο;-Του να συλλάβω αυτό το ιδιοφυέςσχέδιο.-Ε, είσαι…-Σατανικός!Κολάζ: Εμμανουέλα ΚαραγιαννάκηΣύνθεση: Ελένη Λαμπροπούλου


<strong>1.000.000</strong> <strong>στιγμές</strong> είναι πολλές <strong>στιγμές</strong>. Στιγμέςχαράς, <strong>στιγμές</strong> λύπης. Στιγμές έρωτα, απόγνωσης, φόβου,μανίας, κατάθλιψης, ελπίδας, κίνησης, στάσης. Στιγμές αναμονής,<strong>στιγμές</strong> πόνου, γέλιου, <strong>στιγμές</strong> κρύου, ζέστης, βροχής,συννεφιάς, ήλιου, πάγου, <strong>στιγμές</strong> με όνειρα, <strong>στιγμές</strong> με κέφικαι χαρά, με αυτοσαρκασμό, με όρεξη για αυτοκριτική και βελτίωση.Στιγμές ανάλαφρες, <strong>στιγμές</strong> βαριές και ασήκωτες, <strong>στιγμές</strong>που όλα μοιάζουν ξένα και άλλες που όλα μοιάζουν παλιάκαι γνώριμα. Στιγμές βασιλικές και <strong>στιγμές</strong> να ζητιανεύουνένα κομμάτι ψωμί. Στιγμές από μια τυχαία χρονιά, έξι τυχαίωνφοιτητών. Στιγμές απ’ τον Πέτρο, τον Ανέστη που αργότεραέγινε Αλέξανδρος ή Άλεξ, ή Αλεξάκης για τους φίλους, απ’ τονΑποστόλη ή Τόλη ή Τρολ, <strong>στιγμές</strong> από τα 3Φ, τη Φένια, τη Φαίηκαι τη Φανή. Στιγμές από τον Κύριο Καρπούζη, τον Καβάτζα,το Λύκο, τη Γατούλα, τον Μπάμπη το σουβλατζή, τον Φρανς, τηΦραντζέσκα, την κυρα-Στέλλα, τον Φριτζ, τον κυρ-Θύμιο καιτις χορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης. Στιγμές που στο σύνολότους μιλούν για τη ζωή, τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, ταόνειρα, την αυτοεκτίμηση, την πίστη και την ελπίδα, το θάνατοαλλά και την ανθρώπινη ψυχή. Όλες μαζί δημιουργούν μια εικόνα,που αν είμαστε τυχεροί θα μπορούμε γέροι πια να χαζεύουμεστον ουρανό, καθώς τα χρόνια θα σβουρίζουν γύρω μας.Και εμείς θα είμαστε αργοί και κουρασμένοι. Γιατί ένα εκατομμύριο<strong>στιγμές</strong> είναι πολλές <strong>στιγμές</strong>...voreiodytikes.blogspot.com

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!