ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ (4°)

dasos_dikaio_4


«Όστις κλέπτει, σφετερίζεται ή βλάπτει εις τα δάση ξυλικήν, τιμωρείται…»

Νομοθετικό διάταγμα «Περί των εις τα δάση ανομημάτων», 10 Ιουλίου 1836
(το πρώτο νομοθέτημα για τα δάση)

 

Εποικιστικά δάση – 
Το τοπίο

Οι εποικιστικές εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, δηλαδή οι διατιθέμενες για χρήσεις προβλεπόμενες από την αγροτική νομοθεσία και διαχειριζόμενες από τις αγροτικές υπηρεσίες, αποτέλεσαν μετά το Σύνταγμα του 1975, εκτάσεις ιδιαίτερης αντιμετώπισης, με δύο νομοθεσίες, την αγροτική και τη δασική, ν’ ασχολούνται με αυτές. Σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 75 του νόμου 998/1979, τα εποικιστικά δάση απαγορευόταν να εκχερσωθούν και να διατεθούν σε χρήσεις, ενώ οι κοινόχρηστες δασικές εκτάσεις μπορούσαν να διατεθούν, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της διάταξης. Το μεγάλο ζήτημα που εν προκειμένω τίθεντο αφορούσε στη διαχείριση των εκτάσεων αυτών από τις αγροτικές υπηρεσίες της χώρας. Τούτο ως αρμοδιότητα ήταν ασύμβατο διοικητικά κι επιστημονικά, και ίσως μοναδικό φαινόμενο στα δασικά χρονικά χωρών του προηγμένου κόσμου: οι αγροτικές υπηρεσίες να διαχειρίζονται δάση και δασικές εκτάσεις, παρά την ύπαρξη δασικών υπηρεσιών!

Αργότερα, με το άρθρο 15 του νόμου 1734/1987 περιήλθαν στη διαχείριση της δασικής υπηρεσίας μόνον τα εποικιστικά δάση των κατονομαζόμενων στη διάταξη δασοπονικών ειδών, εφόσον αυτά δεν ήταν χρήσιμα στην κτηνοτροφία (!), και υπήχθησαν στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας τα κληροτεμάχια με συγκεκριμένη κάλυψη των προηγούμενων δασοπονικών ειδών (τουλάχιστον 15%, που έγινε 25% με την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του νόμου 3147/2003) –τούτο βεβαίως ήταν επιστημονικά ανεπίτρεπτο, το να διαχωρίζονται δηλαδή δασοπονικά είδη σε «άξια κι ανάξια» της δασικής προστασίας, και συνιστούσε μια μεγάλη αντινομία στη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, με επιπτώσεις στη λειτουργία τους, αντίθετο με ότι επιτάσσεται από τους κανόνες της φυσικής διαχείρισής τους.

Διαπιστώνεται δε ότι η πρακτική αντιμετώπιση των καταστάσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις, κατίσχυε της επιστημονικής και διαμόρφωνε πολιτικές σε βάρος των φυσικών οικοσυστημάτων· που, υποτίθεται, ότι η παρούσα νομοθεσία προστάτευε. Ήλθε όμως –και πάλι!– ο ανώτατος δικαστής για να επαναφέρει την ορθότητα κρίνοντας ως ανίσχυρες τις προηγούμενες διατάξεις, με τις αριθ. 32, 33, 34/2013 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, θεωρώντας ότι προσκρούουν σε συνταγματικές διατάξεις. Τελικώς, η αποκατάσταση της προστασίας και διαχείρισης των παραπάνω δασών επήλθε με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του νόμου 4061/2012, με την οποία δεν υπήγοντο στα διαχειριζόμενα ακίνητα από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων τα δάση, οι δασικές και οι αναδασωτέες εκτάσεις, γεγονός που σημαίνει ότι τέτοιας μορφής εκτάσεις, που διαχειρίζονταν το συγκεκριμένο υπουργείο, περιέχονται πλέον στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και διαχειρίζονται από τις δασικές υπηρεσίες.

Δάση εποικιστικά διαχειρίζονταν από τις αγροτικές υπηρεσίες! (από το αρχείο του συγγραφέα)

Δάση εποικιστικά διαχειρίζονταν από τις αγροτικές υπηρεσίες! (από το αρχείο του συγγραφέα)

Η αντιμετώπιση του τοπίου, ως έννοια αισθητική και δηλοποιητική του τόπου, δεν αποτελούσε στοιχείο ενασχόλησης νομοθεσιών, και δη περιβαλλοντικών, μέχρι τη δεκαετία του ’80, που ο νομοθέτης για πρώτη φορά, με το νόμο 1650/1986, ασχολήθηκε ειδικώς με τα ζητήματα αυτά. Η δασική νομοθεσία μολαταύτα, ασχολούνταν με στοιχεία του τοπίου, καθορίζοντας με διατάξεις της την προστασία τους, σε άλλες δε περιπτώσεις καθόριζε τον εμπλουτισμό και τη σύνθεση του χώρου με φυσικά στοιχεία, για την αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου –αυτό γινόταν βέβαια, χωρίς ν’ αναφέρεται ειδικώς στο τοπίο, προέκυπτε όμως ότι θεωρούσε συναρτώμενη την παρεμβατική ανθρώπινη ενέργεια στο φυσικό περιβάλλον, με την αναβάθμιση του τοπίου. Ενδεικτική τούτης της αντιμετώπισης είναι η διάταξη του άρθρου 190 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969, με την οποία επιβαλλόταν στους ιδιοκτήτες κτημάτων που γειτνιάζουν με οδούς συγκοινωνίας, όπως και στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, ν’ αναπτύσσουν δένδρα ή αλσύλλια παράλληλα με τις οδούς ή με τις σιδηροδρομικές γραμμές. Ήταν μια διάταξη θετικής παρέμβασης του ανθρώπου στο τοπίο, εμπλουτίζοντάς το με φυσικά στοιχεία κι αναβαθμίζοντας το φυσικό περιβάλλον της περιοχής, η οποία δυστυχώς καταργήθηκε με το άρθρο 79 του νόμου 998/1979, χωρίς ν’ αντικατασταθεί από άλλη, που να καθορίζει ισοδύναμης (τουλάχιστον) μορφής αντιμετώπιση.

Ανάλογης αντιμετώπισης είναι και η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969. Αφορά στις δασικές αστυνομικές διατάξεις των δασαρχών, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντός ή στοιχείων του. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, δύναται για λόγους δασοπονικούς, προστατευτικούς, τουριστικούς κι αισθητικούς να ρυθμίζεται ή και ν’ απαγορεύεται πλήρως κατά χώρο, χρόνο και τρόπο κάθε υλοτομία, συλλογή ή κατασκευή δασικών προϊόντων, καθώς και η υλοτομία, κλάδευση ή εκρίζωση παντός δένδρου, θάμνου, φρυγάνου και χόρτου ακόμα, που φύεται σε γεωργικώς ή δενδροκομικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις, σε χορτολίβαδα και σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές. Οι ρυθμίσεις και οι απαγορεύσεις των υλοτομιών ή των κλαδεύσεων επεκτείνονται και στα δένδρα των δενδροστοιχιών, δημόσιων ή ιδιωτικών.

Με τη συγκεκριμένη διάταξη, όλο το φάσμα του φυσικού περιβάλλοντος και στοιχείων της ελληνικής υπαίθρου τελούν υπό την άμεση εποπτεία της δασικής υπηρεσίας, η οποία ρυθμίζει ή απαγορεύει τις δυνάμενες να το βλάψουν ή να το υποβαθμίσουν ενέργειες. Πρόκειται για μια «προχωρημένη» διάταξη, αρκετά πρώιμη για την εποχή της, που δείχνει το βαθύ πνεύμα θεώρησης του φυσικού περιβάλλοντος, που δεν περιορίζεται αυστηρά στο δασικό αντικείμενο, ως φύσει αντικειμένου της δασικής νομοθεσίας, αλλά επεκτείνεται και στα στοιχεία που συνθέτουν τη φυσική ολότητα της ελληνικής υπαίθρου.

Μόνη νομοθεσία που ασχολείτο με το τοπίο πριν το νόμο 1650/1986 ήταν η δασική (από το αρχείο του συγγραφέα).

Μόνη νομοθεσία που ασχολείτο με το τοπίο πριν το νόμο 1650/1986 ήταν η δασική (από το αρχείο του συγγραφέα).

Η προστασία του τοπίου και της βιοποικιλότητας αντιμετωπίστηκε από τη δασική νομοθεσία και με τη διάταξη του άρθρου 2 του νόμου 3208/2003 –θα έπρεπε, μολαταύτα, ως περιβαλλοντική νομοθεσία, να περιλαμβάνει ολόκληρο κεφάλαιο με το εν λόγω αντικείμενο. Η συγκεκριμένη διάταξη θα μπορούσε να είναι σημαντική, συμβάλλουσα στην οικολογική και περιβαλλοντική ανάπτυξη περιοχών της χώρας, καθώς και στην αναβάθμιση τοπίων, εάν είχε περισσότερο βάθος και ουσία, αν καθόριζε υποχρεώσεις και διαδικασίες, και δεν επαφίονταν σ’ ένα πλαίσιο δυνητικών ενεργειών (κοντολογίς: σε δυνατότητες). Επίσης, θα ήταν περισσότερο «πιστευτή» κι εφαρμόσιμη εάν δεν ανατρεπόταν από το πνεύμα του ίδιου του νόμου, ο οποίος, ενώ με τον ορισμό του δάσους άφηνε εκτός προστασίας τις κάτω των τριών στρεμμάτων δασικές νησίδες και τους συναφείς βλαστητικούς σχηματισμούς, ερχόταν επόμενα, με την εν λόγω διάταξη, με δυνητικές ενέργειες να τις προστατεύσει ή να παροτρύνει στη δημιουργία τους! Η προβλεπόμενη ενέργεια, με τον τρόπο αυτό, δεν προάγεται ως συνειδητή δράση, και μάλιστα, σ’ ένα άλλο επίπεδο, την αντιστρατεύεται το ίδιο το πνεύμα του νόμου! –για το λόγο τούτο εξάλλου, η διάταξη αγνοήθηκε και δεν εφαρμόστηκε. Η διάταξη αναφέρεται σε μέριμνα της προστασίας του τοπίου και διατήρησης της βιοποικιλότητας κατά τη μελέτη και οργάνωση της δασοπονικής διαχείρισης εκτάσεων (παράγραφος 1), σε δημιουργία φυσικών στοιχείων στο χώρο (βλαστητικών σχηματισμών) από φορείς, με τη σύναψη προγραμματικής σύμβασης (παράγραφος 2), ή από τους ιδιοκτήτες αγρών με ατέλειες ή οικονομικές ενισχύσεις (παράγραφοι 3 και 4).

Γενικώς, μπορούμε να πούμε ότι η έννοια του τοπίου στην Ελλάδα δεν καλλιεργήθηκε και δεν αφομοιώθηκε μέσα από την περιβαλλοντική αισθητική και την προστασία του περιβάλλοντος, και δεν αναπτύχθηκε η ανάλογη παιδεία ως προς τα ζητήματα αυτά. Δε μπορούμε επομένως να ζητούμε από τον απαίδευτο περιβαλλοντικά –πολύ δε περισσότερο αισθητικά– Έλληνα, και τον μη συνειδητό σε θέματα προστασίας του (μικρο)περιβάλλοντός του, να δημιουργήσει τοπίο ή να το αναδείξει μέσα από περιβαλλοντικές δράσεις, χωρίς μάλιστα να τον έχουμε κατευθύνει κατάλληλα και υπεύθυνα! Εθελοτυφλούμε στο πρόβλημά μας ή καμωνόμαστε πως δίνουμε λύσεις, σ’ ένα αγνοημένο ζήτημα!..

Η έννοια του τοπίου δεν καλλιεργήθηκε και δεν αφομοιώθηκε στην Ελλάδα (από το αρχείο του συγγραφέα).

Η έννοια του τοπίου δεν καλλιεργήθηκε και δεν αφομοιώθηκε στην Ελλάδα (από το αρχείο του συγγραφέα).

 

Οι εργολάβοι στους χειμάρρους – 
Αποκλειστική αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας – 
Δασικές Περιβαλλοντικές Μελέτες

H δασική υπηρεσία, με την ίδρυση της Υπηρεσίας Χειμάρρων, όπως ήδη αναφέρθηκε στο σχετικό μέρος παραπάνω, πρόσφερε ανεκτίμητης αξίας έργο στο αντιχειμαρρικό πρόβλημα της χώρας και στην αποκατάσταση των ορεινών εδαφών των λεκανών απορροής. Το συγκεκριμένο αντικείμενο, φύσει δασοτεχνικό, «εκτελείτο ανεξαρτήτως τάξεως (λεκανών απορροής) υπό του Κράτους», και η μελέτη και εκτέλεση των έργων ανετίθετο στη δασική υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 224 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969. Πλην όμως, το συγκεκριμένο αντικείμενο, το συνυφασμένο με τη γνώση και διαχείριση του ορεινού χώρου από τη δασική υπηρεσία, καθώς και με τη λειτουργία του φυσικού/δασικού περιβάλλοντος υπό τη μελέτη και εποπτεία της, αποδόθηκε και σε άλλους φορείς  με το άρθρο 7 του νόμου 4258/2014, παρά το γεγονός ότι εκ της φύσεώς του είναι δασοτεχνικό, προορισμένο να εκτελείται από τη δασική υπηρεσία. Διευκρινίζουμε εν προκειμένω ότι οι εκτελούντες το συγκεκριμένο δασοτεχνικό αντικείμενο ιδιώτες δασολόγοι, λειτουργούντες ως εργολάβοι, δεν περιλαμβάνονται στην προηγούμενη κρίση μας λόγω της ειδικής γνώσης του αντικειμένου και της θεώρησης του δάσους υπό την περιβαλλοντική του σκοπιά, κι όχι αυστηρά τεχνοκρατικά.

Μια αναδρομή στην ιστορία του αντικειμένου τούτου, καταδεικνύει το μεγαλείο της προσπάθειας που συντελέστηκε για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και την εύρυθμη λειτουργία του ορεινού φυσικού χώρου από τη δασική υπηρεσία κατά το παρελθόν. Το όλο αντιχειμαρρικό έργο μελετήθηκε κι εκτελέστηκε από τη δασική υπηρεσία, σύμφωνα με τη τεχνογνωσία που είχε αποκτηθεί, την οικείωσή της με τον ορεινό χώρο και την ειδική γνώση της γι’ αυτόν. Το να εκτελείται πια (και) από «τρίτους», που δεν έχουν την κατάλληλη σπουδή κι εμπειρία στο ιδιαίτερο και δύσκολο τούτο αντικείμενο, όπως και την ανάλογη περιβαλλοντική παιδεία και κουλτούρα (βλέπε: μηχανικοί), αποτελεί μιαν αρνητική εξέλιξη για το μέλλον του ορεινού χώρου γενικότερα.

Ο Αντώνιος Ανδριανόπουλος το 1931, μεταφέρει για το παραπάνω ζήτημα την άποψη του καθηγητή Demontzey κι επεξηγεί: «Ο λόγος που κρίνονται προτιμητέοι οι δασολόγοι έναντι των πολιτικών μηχανικών είναι ότι γνωρίζουν με ποίον τρόπον να διαχειρίζονται τη φύση, και ότι τα έργα διευθετήσεως ορεινών ρευμάτων είναι έργα που εξυπηρετούν την φύσην. Η γνώσιν των εις στα φυτοκομικά έργα, που αποτελούν μέρος της όλης διευθετήσεως, είναι αναμφισβήτητος. Έπειτα, ως απέδειξεν η πείρα, οι μη δασολόγοι μηχανικοί, ευρισκόμενοι ενώπιον των αποτελεσμάτων των μη τιθασσευομένων χειμάρρων, απογοητεύονται και εγκαταλείπουν την προσπάθειαν. Αντιθέτως οι δασολόγοι, συνδυάζοντες τα δομικά έργα με τα φυτοκομικά, επιτυγχάνουν τη διευθέτηση και των μάλλον ατιθάσσων χειμάρρων. Ένας επιπλέον λόγος της προτιμήσεως του δασολόγου εις τας διευθετήσεις χειμάρρων είναι, ότι ούτοι είναι εθισμένοι εις την τραχείαν ζωήν της ορεινής υπαίθρου από νεότητος και συγκεντρώνουν κεφάλαιον γνώσεων και πείρας ως προς τας φυσικάς δυνάμεις, πράγμα που τους επιτρέπει να εργάζωνται με μικρά μέσα και να χρησιμοποιούν όλα τα υπό της φύσεως και τοπικών συνθηκών παρεχόμενα πλεονεκτήματα. Αρμόζει μετά τούτων η χρησιμοποίησις δασολόγων στο αντικείμενο της διευθετήσεως των ορεινών ρευμάτων, ως των πλέον αρμοδίων για την άσκησή του» (βλέπε σχετικά: Ανδριανόπουλου Αντ., «Μηχανικοί ή δασολόγοι διά τη διευθέτησιν των χειμάρρων;», περιοδικό «Δασική Επιθεώρησις», έτος Α΄, τεύχος 1ο, Αθήνα 1931).

53_all

Έργα στέρεα, κραταιά, δημιουργημένα κατά το παρελθόν από τη δασική υπηρεσία για την αντιχειμαρρική προστασία του ορεινού χώρου (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Ένα βασικό πεδίο διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, κρίσιμων για την εφαρμογή της, είναι αυτές του άρθρου 5 του νόμου 998/1979, που αφορούν στις αρμοδιότητες της δασικής υπηρεσίας. Το δασικό αντικείμενο είναι βεβαίως ευρύ και πολυποίκιλο, ευαίσθητο και σημαντικό, αφού αφορά φυσικό αγαθό και δημόσια περιουσία, γι’ αυτό και ο νομοθέτης αποσαφήνισε την αποκλειστική αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί των δασών και των δασικών εκτάσεων, καθώς και επί των δημόσιων χορτολιβαδικών, ενώ η άσκηση αρμοδιοτήτων άλλων υπηρεσιών σε αυτές τις εκτάσεις ασκείται μόνο εφόσον δε θίγονται τα υπό την εποπτεία της δασικής υπηρεσίας παραπάνω οικοσυστήματα, και δεν αντίκειται η αρμοδιότητά τους στην εφαρμοζόμενη από τη δασική υπηρεσία διοίκηση. Τελευταίως όμως, με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του νόμου 4280/2014, που αντικατέστησε διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, κι ειδικότερα με τη διαμορφωθείσα παράγραφο 5α του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί των δημοσίων πεδινών χορτολιβαδικών εκτάσεων, η οποία υφίστατο με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979. Με τον τρόπο αυτό, οικοσυστήματα σημαντικά για τον οικολογικό τους ρόλο και για την φυσική ισορροπία του τόπου, τα χορτολιβαδικά και τα φρυγανικά στις πεδινές περιοχές της χώρας, δεν προστατεύονται πλέον οικολογικά, αλλά μόνο ως περιουσία του δημοσίου, εφαρμοζομένης στο εξής επί αυτών της νομοθεσίας περί δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Τούτο συνιστά αγνόηση της σημασίας τους ως οικοσυστημάτων, κάτι που δεικνύει ανάρμοστη και μη λογική συμπεριφορά από το διαχειριστή άνθρωπο.

Περαιτέρω, η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επεκτείνεται και επί πάρκων και αλσών, καθώς και επί της δασικής βλάστησης των αρχαιολογικών χώρων, με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού να έχουν αποφασιστικό λόγο στην τελευταία περίπτωση. Στους οικείους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στους οικιστικούς φορείς ή στα νομικά πρόσωπα εδόθη η αρμοδιότητα της μέριμνας για την ανάπτυξη, βελτίωση, αναδάσωση και προστασία των πάρκων και αλσών (σχετική η παράγραφος 2 της διάταξης), που συνίσταται στη μέριμνα της διαχείρισης και προστασίας των παραπάνω χώρων, των οποίων όμως, η εποπτεία και διοίκηση ασκείται από τη δασική υπηρεσία. Η δε φιλοσοφία του νομοθέτη για τη δημιουργία πάρκου ή άλσους σε σχέδιο πόλης, είναι ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 41 του νόμου 998/1979, αυτό νοείται ως αναδάσωση, η οποία εκτελείται από τους παραπάνω φορείς, που τους ανατέθηκε η σχετική μέριμνα, εν αδυναμία όμως ή εν αρνήσει αυτών να το πράξουν, το έργο εκτελείται από τη δασική υπηρεσία.

Η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί πάρκων και αλσών υφίσταται από το 1900, όταν καθιερώθηκε με το νόμο ΒΨΜ της 8ης Απριλίου 1900 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί πάρκων και αλσών υφίσταται από το 1900, όταν καθιερώθηκε με το νόμο ΒΨΜ της 8ης Απριλίου 1900 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Από τις θετικές κι οπωσδήποτε από τις μπροστύτερα της εποχής της διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, που δείχνει το προσανατολισμένο σε μια οικολογική λογική πνεύμα του νομοθέτη, είναι εκείνη της παραγράφου 5 του άρθρου 45 του νόμου 998/1979, που καθορίζει την υποχρέωση υποβολής μελέτης επιπτώσεων στο περιβάλλον του εκτελούμενου κατόπιν επιτρεπτής επέμβασης έργου στις εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία. Με δεδομένο ότι εν έτει 1979, που ίσχυσε ο παραπάνω νόμος, δεν υπήρχε περιβαλλοντική νομοθεσία (η ισχύς της άρχισε με το νόμο 1650/1986), η δασική νομοθεσία είχε αναλάβει σχετική πρωτοβουλία και υποχρέωνε στην υποβολή περιβαλλοντικών μελετών με προδιαγραφές που συνέταξε, για τα έργα που εκτελούνταν στα δασικά εδάφη –τέτοιες προδιαγραφές συνετάχθησαν και κατά την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αργότερα, το 1986, και, μπορούμε να πούμε ότι δεν είχαν την επιστημονικότητα των προδιαγραφών της δασικής υπηρεσίας. Στο ίδιο παραπάνω άρθρο, και συγκεκριμένα στην παράγραφο 2 αυτού, καθορίστηκε κάτι πολύ σημαντικό για την αλλαγή χρήσης των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα και τη διασφάλισή τους από την κατάχρηση της χρήσης τους, ότι οι επεμβάσεις σε αυτές αποτελούν εξαιρετικό μέτρο και διενεργούνται αφού αποκλειστεί η δυνατότητα διάθεσης άλλων εκτάσεων που δεν προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία για τον αιτούμενο σκοπό. Αυτή η διάταξη καταργήθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 18 του νόμου 1734/1987 και επανήλθε με το άρθρο 36 του νόμου 4280/2014.

Ιδιοκτησία δασικής γης-
Βόσκηση δασικών εδαφών 

Ο νομοθέτης στο νόμο 998/1979 (στην παράγραφο 1 του άρθρου 62), έχοντας κατά νου το διττό ρόλο των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, ως δημόσια περιουσία και ως φυσικό αγαθό, καθιέρωσε το τεκμήριο του δημοσίου σε αυτές, το οποίο, όπως ήδη έχουμε πει, προέκυπτε από το νομοθετικό διάταγμα «Περί ιδιωτικών δασών» της 17ης Νοεμβρίου 1936 (ΦΕΚ 69/1836), σύμφωνα με το οποίο, μετά την προθεσμία που τίθετο για την εξέταση των τίτλων από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, θεωρούνταν όλα τα δάση ως «αδιαφιλονίκητα εθνικά». Πρέπει δηλαδή, το πρόσωπο που επικαλείται ή αξιοί δικαίωμα επί αυτών των εκτάσεων να το αποδείξει, ενώ για το δημόσιο αρκεί η θεώρησή του ως περιουσιακού του στοιχείου.

Αν και η παραπάνω διάταξη αποτέλεσε μια σημαντική, διασφαλιστική των δασικών εδαφών ενέργεια του νομοθέτη, αλλά και της προστασίας της δημόσιας περιουσίας, εντούτοις στην ίδια αυτή διάταξη καθορίζονται εξαιρέσεις από το τεκμήριο του δημοσίου περιοχών της χώρας, βάζοντας και το δημόσιο, σε αυτές τις περιπτώσεις, ν’ αποδείξει τα δικαιώματά του. Δηλαδή, οι αντίδικοι ως προς την κυριότητα της δασικού χαρακτήρα έκτασης τίθενται σε ίση μοίρα από πλευράς βάρους αποδείξεως, κάτι που σημαίνει ότι το βάρος της απόδειξης θα επιβάλλεται στους διαδίκους κατά την κρίση του δικαστηρίου. Τούτο, αν και δικαιολογούνταν από τον τρόπο που περιήλθαν στο ελληνικό κράτος αυτές οι περιοχές (όχι ως διάδοχο κράτος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με δικαίωμα πολέμου), εντούτοις η ιδιαίτερη αντιμετώπισή τους δεν εξυπηρετεί την προστασία και τη διαχείρισή τους, κυρίως λόγω των προσδοκιών που δημιουργεί η (εν δυνάμει ή υφιστάμενη) κυριότητά τους, και της επιδίωξης από τους ιδιοκτήτες τους της εκμετάλλευσης της δασικής γης, αγνοώντας το εν αυτής δασικό οικοσύστημα, ενώ ζήτημα γεννάται και από τη μη ενιαία θεώρηση ως προς το καθεστώς ιδιοκτησίας των περιοχών της χώρας με δασικό χαρακτήρα, καθόσον η ιδιαίτερη αντιμετώπιση εισάγει εξαίρεση στη γενικότερη, με προκύπτουσες συνέπειες. Πάντως ο νομοθέτης, για να μη μετατραπεί η παραπάνω εξαίρεση σε τεκμήριο κυριότητας υπέρ του ιδιώτη, όρισε με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του νόμου 998/1979, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του νόμου 4280/2014, ότι οι εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική υπηρεσία θεωρούνται δημόσιες, εκτός αν υπάγονται σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 10 του ν. 3208/2003, που καθορίζει τις περιπτώσεις που το ελληνικό δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας.

Νεοτέρως δε, με τη διάταξη του άρθρου 67 του νόμου 4042/2012 προστέθηκε στις περιοχές της χώρας που δεν ισχύει το τεκμήριο του δημοσίου για τις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις και η περιοχή της Μάνης, στα διοικητικά όρια των Καλλικρατικών Δήμων Ανατολικής και Δυτικής Μάνης. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η επιστημονική επιτροπή των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που αποτελείται από ιστορικούς και καθηγητές πανεπιστημίων, από την οποία ζητήθηκε σχετική γνωμοδότηση, απεφάνθη με το από 21 Οκτωβρίου 2011 πρακτικό (9η συνεδρία) ότι: «…η Μάνη ποτέ δεν υπήρξε ανεξάρτητη ηγεμονία αλλά αποτελούσε, ως την Επανάσταση του 1821, τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Καθώς και ότι, «ανεξάρτητα από ιδιαιτερότητες ή προνόμια λειτουργούσε στα πλαίσια του οθωμανικού διοικητικού συστήματος». Με βάση αυτά η Μάνη δεν ήταν δυνατό να υπαχθεί στις εξαιρέσεις του τεκμηρίου κυριότητας, όμως υπήχθη με την προαναφερόμενη διάταξη, καθώς, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση αυτής, η Μάνη αυτοδιοικούνταν, αφού «στην περιοχή της Μάνης ίσχυε κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας ιδιότυπο νομικό καθεστώς διότι η περιοχή αυτή ουδέποτε είχε υποταγεί εξ ολοκλήρου στους Τούρκους, αλλά διετήρησε την ανεξαρτησία της, κατά τα τελευταία μάλιστα έτη της Τουρκοκρατίας διοικούνταν από Έλληνα Μπέη που διορίζονταν από τον Σουλτάνο και καταβάλλονταν σε αυτόν φόρος υποτελείας».

Σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, όπως εν προκειμένω στην Κρήτη, το ελληνικό δημόσιο οφείλει ν’ αποδείξει την κυριότητά του επί των δασών και δασικών εκτάσεων (από το αρχείο του συγγραφέα).

Σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, όπως εν προκειμένω στην Κρήτη, το ελληνικό δημόσιο οφείλει ν’ αποδείξει την κυριότητά του επί των δασών και δασικών εκτάσεων (από το αρχείο του συγγραφέα).

Η βόσκηση των δασικών εδαφών απασχόλησε από καταβολής της τη δασική νομοθεσία, αφού αυτή συμβάλει στην ορεινή οικονομία και ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης των φυσικών οικοσυστημάτων. Ήδη, όπως προείπαμε, ένα από τα πρώτα νομοθετήματα του νέου ελληνικού κράτους, συνταχθέν από του Βαυαρούς, αφορούσε στη ρύθμιση της βοσκής στα δάση [το νομοθετικό διάταγμα της 4ης (16ης) Σεπτεμβρίου 1836 «Περί του κανονισμού της βοσκής των δασών»]. Ενώ αργότερα, όπως ήδη αναφέραμε, η δικτατορία του Μεταξά επέβαλλε αυστηρούς περιορισμούς στη βόσκηση των δασών, ακολουθώντας το δόγμα, «η αίγα αποτελεί εθνικό κίνδυνο». Η ρύθμιση της βοσκής στο δασικό κώδικα του 1969 (σχετικό το άρθρο 103 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969) αντιμετωπίστηκε πρόχειρα κι αντιεπιστημονικά, ως διαχείριση μιας κατάστασης από την τοπική κοινωνία, δηλαδή από τους οικείους ΟΤΑ, οι οποίοι δημοπρατούν τη χρήση της βοσκής. Δεν ειδώθηκε η βοσκή υπό το πρίσμα της διαχείρισης ενός φυσικού οικοσυστήματος, για το οποίο, λόγω της ιδιαίτερης φόρτισής του από την κτηνοτροφική δραστηριότητα, επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί με κριτήρια επιστημονικά και δη αειφορικά. Με το νόμο 1734/1987, στα άρθρα 1 έως 3, επιχειρήθηκε να χωροθετηθεί η χρήση της βοσκής και να γίνει αποκλειστική των δασικών εδαφών, αναιρούμενου με τον τρόπο αυτό του προορισμού του δάσους, επ’ ωφελεία της εν λόγω χρήσης. Με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αριθ. 664/1990, 370/1997 κ.ά. κρίθηκε ότι αντίκεινται στα άρθρα 24 παράγραφος 1 και 117 του Συντάγματος οι διατάξεις του νόμου 1734/1987 με τις οποίες προβλέπεται οριοθέτηση βοσκοτόπων, λόγω της αναίρεσης δι’ αυτών της συνταγματικής προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων.

Υπερβοσκημένες γαίες (από το αρχείο του συγγραφέα).

Υπερβοσκημένες γαίες (από το αρχείο του συγγραφέα).

Έκτοτε παρέμειναν να εφαρμόζονται για τη βόσκηση των δασικών εδαφών, οι προαναφερόμενες διατάξεις του δασικού κώδικα του 1969, με τις οποίες κάθε άλλο παρά διαχείριση και προστασία των βοσκήσιμων εκτάσεων γινόταν. Το ζήτημα τελικώς αντιμετωπίστηκε –μετά τη χρόνια κακή διαχείριση των βοσκήσιμων δασικών εδαφών– με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 60 του νόμου 4264/2014, που τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 103 του δασικού κώδικα και καθόρισε ότι η βόσκηση πλέον ασκείται κατόπιν διαχειριστικών μελετών. Η διάταξη αυτή, αν και στηρίζεται στην ορθή επιστημονική βάση της διαχείρισης των βοσκοτόπων (έννοια καινοφανής ο «βοσκότοπος», στη δασική νομοθεσία, μετά την καταργηθείσα διάταξη του νόμου 1743/1987, όπου για πρώτη φορά ορίστηκε, αναφερόμενη σε χρήση εδάφους κι όχι σε χαρακτήρα έκτασης), εντούτοις διασυνδέει τη βόσκηση, και γενικότερα τη διαχείριση του βοσκότοπου, με τα κοινοτικά κι εθνικά προγράμματα, από τα οποία προκύπτουν δεσμεύσεις ως προς τη χρήση της βοσκής και ως προς τη μορφή της εκμετάλλευσης, που έχουν επίπτωση στην ομαλή κι απρόσκοπτη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων –παρά το γεγονός ότι η παράγραφος 2 του τροποποιηθέντος παραπάνω άρθρου του δασικού κώδικα προσπαθεί να το διασφαλίσει αυτό, είναι όμως δύσκολο στην πράξη να εφαρμοστεί.

Ότι απομένει χλωρό βόσκεται!.. (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

Ότι απομένει χλωρό βόσκεται!.. (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

 

Δόμηση δασών 

Η μεταβολή του προορισμού των δασών των δασικών εκτάσεων, και η δημιουργία συντελεσμένων καταστάσεων επί αυτών, με την έκδοση πράξεων της διοίκησης, ακόμη και στις περιπτώσεις που η δασική υπηρεσία ήταν απούσα στις παραπάνω διαδικασίες, αντιμετωπίστηκε από το νομοθέτη με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του νόμου 998/1979, όπου ορίστηκε ότι, δεν κηρύσσονται αναδασωτέες, και κατ’ επέκτασιν δεν υπάγονται στις δασικές διατάξεις, οι εκτάσεις που απώλεσαν τη δασική βλάστησή τους πριν την 11η-6-1975 (ημερομηνία ισχύος του Συντάγματος), και δεν χρησιμοποιήθηκαν για έτερο σκοπό, ώστε η ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη χρήση τους να είναι αδύνατη. Ο ανώτατος δικαστής καθόρισε την εφαρμογή της διάταξης αυτής με σειρά αποφάσεών του (ΣτΕ 1573/2002, 2257/2002, 4589/2005, 3080/2007, 1285/2009, 185/2012 κ.ά.), κρίνοντας ότι, οι επεμβάσεις που οδήγησαν στη μεταβολή του προορισμού των δασών πρέπει να έχουν συντελεστεί με πράξη της διοίκησης, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο της νομιμότητας.

Η οικία στο μεσογειακό δάσος αποτελεί εν δυναμεί θύμα των συνθηκών του (φωτογραφία από το διαδίκτυο)

Η οικία στο μεσογειακό δάσος αποτελεί εν δυναμεί θύμα των συνθηκών του (φωτογραφία από το διαδίκτυο)

Η παραπάνω κρίση του δικαστή περιελήφθη σε διάταξη νόμου, και συγκεκριμένα στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του νόμου 3889/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του νόμου 4164/2013. Μετέπειτα υπήρξε και νέα αντίστοιχη ρύθμιση, με το άρθρο 23 του νόμου 4258/2014, που ήδη αναφέρθηκε στο σχετικό κεφάλαιο για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, με την οποία θεωρήθηκε ως νόμιμη διοικητική ενέργεια, και άρα μη αντιβαίνουσα στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, η συμπερίληψη πριν την 11η-6-1975 σε σχέδιο πόλης ως οικοδομικά τετράγωνα, δάσους ή δασικής έκτασης, κυριότητος του δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., που πλέον δεν απολαμβάνουν της δασικής προστασίας −ακόμη κι αν το δάσος είναι υφιστάμενο! Επιπρόσθετα ορίστηκε ότι επιτροπή θα γνωμοδοτεί για την άρση των τυχόν διοικητικών πράξεων προστασίας των παραπάνω εκτάσεων. Βλέπουμε έτσι ότι, με την αντιμετώπιση που προαναφέρθηκε, η όποια προστασία των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων που άλλαξαν χρήση πριν το Σύνταγμα του 1975 ή που εξακολουθούν να είναι δάση σε σχέδια πόλης (η δεύτερη παραπάνω περίπτωση), απώλεται, με τη δασική υπηρεσία, που αγνοήθηκε κατά το παρελθόν κατά τις εφαρμοζόμενες πρακτικές, να τίθεται σήμερα εκτός της εποπτείας τους, παρά το γεγονός ότι ο ανώτατος δικαστής έκρινε ως αντισυνταγματικές αντίστοιχες ρυθμίσεις κατά το παρελθόν (σχετική η απόφαση ΣτΕ 1403/1990).

Ο νομοθέτης, εμμένων στις ρυθμίσεις περιπτώσεων δόμησης των δασών πριν το Σύνταγμα του 1975, επανήλθε στο ζήτημα αυτό με τη διάταξη της παραγράφου 41 του άρθρου 28 του νόμου 4280/2014, που συμπλήρωσε την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του νόμου 3889/2010 όπως ίσχυσε, καθορίζοντας ότι δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις τα ακίνητα εκτός σχεδίου με οικοδομική άδεια που εκδόθηκε πριν την 11η-6-1975, και ότι οι εκτάσεις αυτές δεν κηρύσσονται αναδασωτέες και δεν προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, ούτε απαιτείται να βεβαιώσει η δασική υπηρεσία το χαρακτήρα τους. Διαπιστώνουμε με τούτα ότι θεωρούνται παρελθόν τα δάση των συγκεκριμένων περιπτώσεων που δομήθηκαν ή που τέθηκαν σε καθεστώς δόμησης, και δεν προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, καθιερώνοντας έτσι ο νομοθέτης ένα πολεοδομικό status γι’ αυτά, αποκλείοντάς τα από το προστατευτικό, της δασικής νομοθεσίας, που προϋπήρχε. Επιπρόσθετα, ως συνέχεια της προηγούμενης ρύθμισης (επόμενη παράγραφος της παραπάνω), ρυθμίστηκαν και οι περιπτώσεις εκτάσεων που δομήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νόμου 4030/2011 με άδεια δόμησης, χωρίς ν’ απαιτείται ο έλεγχος της μορφής τους κατά το χρόνο δόμησης. 

Οικισμοί σε δάση, καθορισθέντες πριν το Σύνταγμα του 1975 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Οικισμοί σε δάση, καθορισθέντες πριν το Σύνταγμα του 1975 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Στο ίδιο «ρυθμιστικό» πνεύμα τής μη υπαγωγής στις δασικές διατάξεις εκτάσεων που διαρρυθμίστηκαν πολεοδομικά αλλά έπασχαν τα σχέδιά τους, είναι και η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του παραπάνω νόμου, που καθορίζει ως υπαγόμενους στο καθεστώς των οικισμών της περίπτωσης α΄ του άρθρου 23 του νόμου 3889/2010 όπως ισχύει, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, τις περιπτώσεις οικισμών που οριοθετήθηκαν δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 532/1970 ή δυνάμει κανονιστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από το νόμο 998/1979. Είναι οικισμοί που οριοθετήθηκαν χωρίς σχετική εξουσιοδότηση, με μη ορθή οριοθέτηση, κι αντιμετώπιζαν πρόβλημα νομιμότητας, κρίνοντας το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι οι αποφάσεις καθορισμού τους στερούνται έννομων συνεπειών (ΣτΕ 1060/1985, 1274/1996 κ.ά.) Πολλοί δε από αυτούς τους οικισμούς, στα πλαίσια έλλειψης κανόνων οριοθέτησής τους, συμπεριέλαβαν δάση, πολλά από τα οποία δομήθηκαν. Η δασική υπηρεσία, ακολουθώντας τη νομολογία, εισήλθε στους εν λόγω οικισμούς κι εφάρμοσε τη δασική νομοθεσία, ασκώντας μέτρα προστασίας στις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις που περιελήφθησαν εντός τους. Με τη νεότερη παραπάνω διάταξη όμως, η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας αναιρείται, και πλέον οι δασικού χαρακτήρα εκτάσεις αυτών των οικισμών δεν προστατεύονται, καταλαμβανόμενες από το καθεστώς δόμησης. 

Το «αυστηρό» Σύνταγμα και η «ανεκτική» δασική νομοθεσία

Αφήσαμε για το τέλος τη συνταγματική επιταγή της προστασίας των δασών, όπως προσδιορίζεται στα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος. Ενός Συντάγματος, που σ’ ότι αφορά στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας, κρίνεται ως ένα από τ’ αυστηρότερα και προστατευτικότερα του κόσμου. Είναι κρίσιμο το γεγονός ότι ο συντακτικός νομοθέτης καθιέρωσε στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 την αρχή της αειφορίας για τα φυσικά οικοσυστήματα, που σημαίνει την υποχρέωση για τη διηνεκή και υγιή παρουσία τους –κάτι εξαιρετικά σημαντικό για τη διασφάλισή τους–, ενώ καθόρισε και την απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας, εκτός κι αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Κι έδωσε την εξουσιοδότηση στον κοινό νομοθέτη να συντάξει το σχετικό νόμο (το δασικό) για την προστασία των δασών, προσδιορίζοντας ο κοινός νομοθέτης, ειδικώς στο νόμο αυτόν, τις δυνάμενες χρήσεις που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και που επιτρέπεται χάριν τούτων η νόμιμη αλλαγή χρήσης των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας.

Δάση κοντά στα αστικά κέντρα, όπως εν προκειμένω ο Υμηττός, υπόκεινται σε συνεχή φθορά και υποβάθμιση (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

Δάση κοντά στα αστικά κέντρα, όπως εν προκειμένω τα δάση του Υμηττού, υπόκεινται σε συνεχή φθορά και υποβάθμιση (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

Κάμοντας κριτική στη στάση και τη συμπεριφορά του κοινού νομοθέτη, σε σχέση με την παραπάνω δυνατότητα/εξουσιοδότηση που του εδόθη από τον συντακτικό, μετά και την αναδρομή που προηγήθηκε, μπορούμε να πούμε ότι κατά το μάλλον ή ήττον λειτούργησε καταχρηστικά ή παρελκυστικά ως προς την εμπιστοσύνη του· για το λόγο αυτό εξάλλου και πολλές δασικές διατάξεις κρίθηκαν κατά την εφαρμογή τους ως «αντισυνταγματικές». Διότι, όπως παραπάνω εκτέθηκε, ο κοινός νομοθέτης επισώρευσε στα δάση και στις δασικές εκτάσεις της χώρας χρήσεις, πολλές κι ετερόκλητες, οι περισσότερες από τις οποίες μπορούσαν ν’ αποφευχθούν, μ’ αποτέλεσμα την απώλειά τους ή την υποβάθμισή τους. Ενώ, και στο ζήτημα της προστασίας αυτών, δε μπορούμε να πούμε ότι επιτέλεσε την αποστολή του, από το στιγμή που δεν καθόρισε μια συγκεκριμένη και σταθερή δασική πολιτική. Παρέμεινε δε ανεκτικός στη φθορά, αν κρίνουμε από τη στάση του να νομιμοποιεί καταστάσεις. Και να σκεφτεί κανείς σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτή του Έλληνα προς το φυσικό του περιβάλλον, εκφραζόμενη μέσα από τις ενέργειες του κοινού νομοθέτη, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το εικαστικό γαλλικό περιοδικό cahiers d’ art, σε αφιέρωμα που είχε για την Ελλάδα, τη χαρακτήρισε ως φυσικό και ιστορικό μουσείο, κάτι που δηλοί την υψηλή αξία που απέδιδε στο φυσικό και ιστορικό περιβάλλον της –το οποίο οι Έλληνες, εκφραζόμενοι διά του κοινού νομοθέτη, αγνοούν!

Εκτός από την πρόβλεψη για την αειφορία των φυσικών οικοσυστημάτων, ο συντακτικός νομοθέτης διασφάλισε την απόλυτη προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας, με την υποχρέωση κήρυξής τους ως αναδασωτέων, σε περίπτωση καταστροφής της δασικής τους βλάστησης από πυρκαγιά ή άλλη αιτία, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος. Με την παράγραφο 4 δε του ιδίου άρθρου καθόρισε τη δυνατότητα για την απαλλοτρίωση των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας μόνο υπέρ του δημοσίου, για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. Μολαταύτα, και παρά τη συνταγματική αυτή απαίτηση, επιτρέπονται χρήσεις από τη δασική νομοθεσία σε αναδασωτέες εκτάσεις, όπως και η δυνατότητα ν’ απαλλοτριώνονται δασικού χαρακτήρα εκτάσεις για να πραγματοποιηθούν έργα από ιδιώτες (π.χ., τα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας). Μάλιστα, με το άρθρο 46 του νόμου 998/1979, όπως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου 4280/2014, καθιερώθηκε ο «εξαιρετικός χαρακτήρας των επιτρεπτών επεμβάσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις» για συγκεκριμένες χρήσεις, προτάσσοντας με τον τρόπο αυτόν ο κοινός νομοθέτης το προβλεπόμενο από το Σύνταγμα δημόσιο συμφέρον για τη μεταβολή του προορισμού τους, που όμως αποτελεί κατ’ εξαίρεση λόγο μεταβολής του προορισμού δασών και δασικών εκτάσεων, μεταφέροντάς το με τον τρόπο αυτό και στις αναδασωτέες εκτάσεις.

Επιτρεπόμενες χρήσεις σε αναδασωτέες εκτάσεις, όπως η εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε αυτές (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

Επιτρεπόμενες χρήσεις είναι δυνατές σε αναδασωτέες εκτάσεις, όπως η εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε αυτές (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

 

Τι θέλουμε και τι εντέλει επιδιώκουμε από τα δάση μας;

Διαπιστώνουμε μετά τούτων ότι, το δάσος στο δίκαιό του πονεί. Ότι, όχι λίγες φορές το δίκαιό του το αδικεί! Αυτό συμβαίνει όταν ο κοινός νομοθέτης προτάσσει το δημόσιο συμφέρον προκειμένου να εξυπηρετηθούν καταστάσεις, μια πρακτική που τελικά αποβαίνει σε βάρος του δάσους, η προστασία του οποίου πρώτιστα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον· που όμως, με τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση, δεν εξυπηρετείται λόγω της απώλειας του φυσικού αγαθού. Ειδικώς παρατηρούμε ότι σε ανώμαλες περιόδους (πόλεμοι, εκλογές, πρόσφυγες, οικονομική κρίση κ.ά.), όπως και σε καιρούς ανάκαμψης και ανασυγκρότησης (ανοικοδόμηση μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ευρωπαϊκά κονδύλια, μεγάλα δημόσια έργα, επενδύσεις κ.ά.), η νομοθέτηση για τα δάση είναι έντονη κι αρνητική, με χαρακτηριστικό στοιχείο την κατά περίπτωση νομοθέτηση και τη νομιμοποίηση –ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στο χρονικό διάστημα 2010-2014, από την αρχή δηλαδή της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα μέχρι σήμερα, 38 νόμοι περιέλαβαν διατάξεις για τα δάση, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν στο πνεύμα που προαναφέρθηκε! Κείνο δε που έχει ιδιαίτερη σημασία, και ως γενική παρατήρηση ισχύει, είναι ότι ουδέποτε χαράχθηκε κεντρική δασική πολιτική, ποτέ δεν υπήρξαν στόχοι, σχεδιασμός (με μακροπρόθεσμη εφαρμογή) και όραμα –εξόν από κάποιους τομείς (διαχείριση, αντιδιαβρωτική προστασία, πυρκαγιές), που κι αυτοί στην πορεία εγκαταλείφθηκαν· και πάντως δεν αποτέλεσαν μέρος μιας σύνολης δασικής πολιτικής, που ν’ αντιμετωπίζει ολιστικά το δασικό ζήτημα, και στην οποία θα περιλαμβάνονται αγνοημένοι τομείς του δασικού αντικειμένου, όπως το τοπίο, η βιοποικιλότητα, το αστικό και περιαστικό πράσινο, οι φρυγανικές εκτάσεις της χώρας κ.ά.

Η ξύλευση των δασών, ασκούμενη κατά το επιβαλλόμενο μέτρο, συντελεί στη συνέχεια κι ανάπτυξη των δασών, ικανοποιώντας ταυτόχρονα βασικές ανθρώπινες ανάγκες (από το αρχείο του συγγραφέα).

Η ξύλευση των δασών, ασκούμενη κατά το επιβαλλόμενο μέτρο, συντελεί στη συνέχεια κι ανάπτυξη των δασών, ικανοποιώντας ταυτόχρονα βασικές ανθρώπινες ανάγκες (από το αρχείο του συγγραφέα).

Με τούτα βέβαια δεν απαξιώνουμε και δεν παραβλέπουμε τις σοβαρές προσπάθειες που γίνηκαν για τα δάση μας και την ενίοτε καλή νομοθέτηση που υπήρξε γι’ αυτά (στην οποία, δεν παραλείπουμε στο κείμενό μας ν’ αναφερθούμε). Όμως δε ημπορούμε ν’ αγνοήσουμε τις αρνητικές καταστάσεις που έφθειραν τα δάση μας και διαμόρφωσαν τη σήμερη, μειωτική κατά μεγάλο μέρος εικόνα του φυσικού περιβάλλοντός μας, καταστάσεις που κατά ένα μέρος τους ανακύπτουν μέσα από τη δασική νομοθεσία. Αυτή η εικόνα του περιβάλλοντός μας, πέρα από τις νοοτροπίες που επικράτησαν και τις υστερήσεις που υπήρξαν, πήγαζε από τη δική μας αντιμετώπιση για τα δάση, και κύρια από το γεγονός ότι ως πολιτεία και ως δασική υπηρεσία δεν είχαμε ξεκαθαρίσει μια βασική αρχή, ώστε αντίστοιχα να χαράξουμε δασική πολιτική: Τι θέλουμε και τι εντέλει επιδιώκουμε από τα δάση μας; Τελευταίως μόνο τούτο ειδώθη, με τη διάταξη της παραγράφου 1β του άρθρου 60 του νόμου 4280/2014, στην οποία καθορίστηκε ότι με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής συντάσσεται εντός έτους από την ισχύ του νόμου ολοκληρωμένο Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας της χώρας. Επίσης, στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου προβλέπεται το σχέδιο να συνταχθεί σε ορίζοντα εικοσαετίας, καθορίζοντας τη νέα στρατηγική για τα δάση στην Ε.Ε., κι αναφέρονται τ’ αντικείμενα που θα περιλάβει, καθώς και τους πόρους και το προσωπικό που θ’ απαιτηθεί για την υλοποίησή του.

Μετά το πέρασμα 178 χρόνων εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι, «το δίκιο του δάσους χάνεται στο δίκαιό του, όταν ο Έλλην με πνεύμα πρακτικό και περιπτωσιακά νομοθετεί, χωρίς στόχους και στρατηγική». Στοιχείο της νοοτροπίας του Έλληνα προς το φυσικό του περιβάλλον, αποτελεί η νομοθέτηση γι’ αυτό, η οποία, αν μη τι άλλο, πρέπει ν’ απορρέει από συγκεκριμένη δασική πολιτική και να διέπεται από όραμα –άλλως χάνουμε το δάσος στις διατάξεις του!..

Δάση της Πίνδου κατά τη δεκαετία του 1950 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Δάση της Πίνδου κατά τη δεκαετία του 1950 (από το αρχείο του συγγραφέα).

 

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

 

________________________________________________________________________________________________________

Το Δάσος στο δίκαιό του (3°)

Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (3ο από το 4ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»

________________________________________________________________________________________________________

Το Δάσος στο δίκαιό του (2°) 

Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (2ο από το 4ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»
________________________________________________________________________________________________________

2 Το Δάσος στο δίκαιό του (1°)

Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (1ο από το 4ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»

________________________________________________________________________________________________________

dasika xronika copy

 




ΚατηγορίεςΔόμηση - Αυθαίρετα, Δασική Πολιτική, Κτηνοτροφία - Βοσκότοποι, Νομοθεσία, Υδατικοί πόροι

Tags: , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading