Μετά

ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ότι οι άνθρωποι που ζουν έναν πόλεμο έχουν την ίδια αίσθηση. Την αίσθηση ότι αυτό που συμβαίνει είναι πρωτοφανές. Επίσης, άνθρωποι που ζουν μια προσωπική τραγωδία, μια απώλεια, έναν εκτοπισμό αισθάνονται ότι από τη μια στιγμή στην άλλη έχουν γίνει μέρος μιας πραγματικότητας που τους ήταν αδιανόητη. Με τη σημαντική διαφορά, στη δεύτερη περίπτωση, ότι αυτή την αδιανόητη πραγματικότητα τη μοιράζονται με μερικούς ακόμα ανθρώπους κι όχι με ένα ολόκληρο έθνος ή, όπως τώρα, με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Αυτό που ζούμε είναι όντως αδιανόητο και είναι, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, οικουμενικό. Συμβαίνει τώρα και συμβαίνει ταυτόχρονα σε όλο τον πλανήτη. Και είναι σαφές ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος, δεν θα επανέλθει ποτέ στην προηγούμενη «κανονικότητα», όπως για παράδειγμα ήλπιζε η πλειονότητα των πολιτών στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Το νέο στην περίπτωση της συγκεκριμένης πανδημίας δεν είναι η μαζική απώλεια ζωών, οι τραγικές επιλογές στις οποίες εξωθήθηκε το υγειονομικό προσωπικό, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η καραντίνα και οι αναγκαστικοί νόμοι. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και το Ολοκαύτωμα είναι πολύ πρόσφατα. Το νέο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι αποδείχτηκε πως μπορείς να κλείσεις όλους τους κατοίκους του πλανήτη στο σπίτι τους, να τους κάνεις να συμμορφωθούν με διατάγματα έκτακτης ανάγκης, να κανονικοποιήσεις και να ελέγξεις τη συμπεριφορά τους, και όλα αυτά μέσα σε λίγες ώρες. Από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι αυτό είναι δυνατό, ο κόσμος δεν μπορεί να είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Δεν λέω ότι δεν έπρεπε να γίνει αυτό για να εμποδιστεί η εξάπλωση του ιού – μάλλον έπρεπε. Αλλά από τη στιγμή που αποδείχτηκε ότι είναι δυνατό να βρεθεί όλος ο πλανήτης σε κατάσταση εξαίρεσης, δεν έχει καμιά σημασία αν η απειλή είναι πραγματική ή φανταστική, «φυσική» ή «κατασκευασμένη» – απλώς περνάμε σε άλλο επίπεδο.

Αντανακλαστικά
Δεν περιμέναμε τον SARS-COV-2 για να μάθουμε πόσο ανεπαρκείς είναι οι επιτελείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαν την ευκαιρία να το αποδείξουν αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Στη διάρκεια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, στη διαχείριση του προσφυγικού και, τώρα, στη διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας. Παρά τις διακηρύξεις τους, είναι αδύνατο να διαχειριστούν μια πρόκληση ως «ενωμένη Ευρώπη». Η σχεδόν αυτόματη αντίδραση αυτού του δυσαρμονικού πολιτικού σώματος όταν βρίσκεται μπροστά σε μια κατάσταση που απαιτεί αλληλεγγύη είναι να ενεργοποιεί τα εθνικά σύνορα μετατρέποντας τη γαλάζια Ευρώπη σε χαμαιλέοντα που είχε την ατυχία να βρεθεί πάνω σε καρό τραπεζομάντηλο. Η προσφυγή στα εθνικά σύνορα ως πολιτικό αντανακλαστικό επιβεβαιώνει πόσο στενά συνυφασμένο είναι το έθνος κράτος με την κουλτούρα του καπιταλισμού, αλλά και πόσο δύσκολα εξελίσσεται ο ίδιος ο καπιταλισμός προς νέες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας. Το βλέπουμε στον φασισμό, που είναι πάντα εκεί, περιμένοντας να βλαστήσει μέσα από τις ρωγμές του αστικού πολιτικού ρασιοναλισμού· το βλέπουμε στην κλειστοφοβική περιχαράκωση που γεννά η συνειδητοποίηση του τέλους της αποικιοκρατίας και ο φόβος αντιστροφής των σχέσεων κέντρου περιφέρειας· το βλέπουμε στην προσπάθεια του κεφαλαίου να αντιδράσει στην πανδημία αναζητώντας καταφύγιο στα πιο θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας και στην υποστήριξη του κράτους.

Έχει ενδιαφέρον, ωστόσο, να δούμε και την άλλη πλευρά, τα αντανακλαστικά στο πεδίο της κριτικής θεωρίας. Από πολύ νωρίς άρχισε να γίνεται λόγος για το μετά και να διατυπώνονται αντικρουόμενες απόψεις για την κατάσταση εξαίρεσης στην οποία τέθηκαν όλες οι κοινωνίες του πλανήτη. Μάλιστα, με αφορμή ένα κείμενο του Agamben, αναπτύχθηκε έντονος διάλογος μεταξύ εκείνων των φιλοσόφων που ήταν πρόθυμοι να συμμορφωθούν με τα μέτρα περιορισμού και εκείνων που επέμεναν να βλέπουν τη συγκυρία ως ένα τεράστιας εμβέλειας πείραμα βιοπολιτικής. Η αλήθεια είναι ότι απλοποιώ τη σύνθετη επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, αλλά έχω λόγο που το κάνω. Ο κοινός παρονομαστής πίσω από μεγάλο μέρος των αντιδράσεων της κριτικής θεωρίας είναι η υπεράσπιση των «κλασικών αξιών» του ανθρωπισμού. Διαβάζω κείμενα που υπερασπίζονται το έντυπο έναντι του ψηφιακού βιβλίου, τη διά ζώσης διδασκαλία έναντι της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, την παρουσία στην επιχείρηση έναντι της τηλε-εργασίας. Και είναι όμορφα, στρογγυλά κείμενα. Αλλά είναι λάθος. Είναι λάθος, επειδή ξεχνούν ότι η εκτύπωση είναι κι αυτή μια τεχνολογία, η οποία απέκτησε σταδιακά καθεστώς «φυσικότητας»· ότι η από καθέδρας διδασκαλία και οι διά ζώσης εξετάσεις είναι μηχανισμοί εξουσίας που χρησιμοποιούν ακριβώς τον σωματικό καταναγκασμό για να επιτύχουν την πειθάρχηση των υποκειμένων· ότι, με ανάλογο τρόπο, η οργάνωση του φυσικού χώρου της εργασίας αποτυπώνει τον κατακερματισμό της ζωντανής εργασίας και τις σχέσεις ιεραρχίας που βρίσκονται στη βάση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης.

Δυνητικότητα
Είναι ανθρώπινο να υπερασπιζόμαστε αυτό που γνωρίζουμε έναντι εκείνου που δεν γνωρίζουμε. Έχουμε περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουμε σε ένα οικείο περιβάλλον. Ωστόσο, όταν βρισκόμαστε στο επίπεδο της θεωρίας, τα εξελικτικά αντανακλαστικά δεν μας βοηθούν να καταλάβουμε τη δυναμική των πραγμάτων. Και είναι φυσικό αυτό, εφόσον η αλλαγή εξ ορισμού τροποποιεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την πραγματικότητα που μας περιβάλλει και μας ορίζει. Σε αυτό το επίπεδο, η ζωή δεν αφορά το τι μένει και το τι χάνεται, αλλά την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αλλάζουν τα πράγματα και την επεξεργασία των μέσων που θα μας επιτρέψουν να συμμετέχουμε στη δυναμική της αλλαγής. Αυτό οφείλει να συλλάβει η θεωρία και –αν μου επιτρέπεται– αυτό είναι που δεν κατάλαβαν πολλοί στην παρέμβαση του Agamben.

Χρειαζόμαστε εργαλεία. Ο εξορκισμός του εργασιακού μεσαίωνα και της περιβαλλοντικής καταστροφής και η επίκληση της αλληλεγγύης και της φυσικότητας δεν μας προσφέρουν τα εργαλεία για να καταλάβουμε τον βαθύ μετασχηματισμό που επιφέρει σε πλανητικό επίπεδο η πανδημία του SARS-CoV-2· δεν μας προσφέρουν τα εργαλεία για να αρθρώσουμε πειστικό πολιτικό λόγο. Κι αυτό επειδή ζούμε μια κατάσταση που δεν είναι πραγματική. Ζούμε μια από αυτές τις σπάνιες στιγμές της Ιστορίας που το πραγματικό διαρρηγνύεται για να αποκαλύψει το δυνητικό.

H αναφορά στο δυνητικό (virtuel) καθώς και στη διαδικασία της δυνητικοποίησης παραπέμπουν στο έργο του γάλλου φιλοσόφου Gilles Deleuze. Ο επίσης γάλλος φιλόσοφος Pierre Lévy επεξεργάστηκε την έννοια του δυνητικού και τη χρησιμοποίησε για να περιγράψει μεγάλες μεταβάσεις στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Θεωρώ ότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον να δούμε την περίσταση που ζούμε υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου σχήματος. Σε πολύ αδρές γραμμές, ο Lévy ορίζει δύο δίπολα: Πραγματικό-πιθανό και «ενεργεία υπαρκτό»-δυνητικό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πρώτο δίπολο ορίζει τη σφαίρα της πραγματικότητας και το δεύτερο τη σφαίρα της δυνητικότητας. Συνήθως, ζούμε στη σφαίρα της πραγματικότητας. Το πιθανό αποτελεί ένα σύνολο από εναλλακτικά σενάρια που φτιάχνονται από το υλικό του πραγματικού και προσδιορίζουν εναλλακτικές διαδρομές στον χώρο των πιθανοτήτων. Το εκάστοτε πραγματικό ορίζεται από την τροχιά που κάθε φορά διαγράφεται μέσα σε αυτόν τον χώρο. Σε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες, όμως, η σφαίρα της πραγματικότητας διαρρηγνύεται για να αποκαλύψει τη σφαίρα της δυνητικότητας. Αυτό που παρουσιάζεται μπροστά μας με αμεσότητα δίνει τη θέση του σε ένα ρευστό πεδίο προβλημάτων, από τα οποία το ενεργεία υπαρκτό προέκυψε ως μία από τις δυνατές λύσεις. Η μετάβαση στη σφαίρα του δυνητικού επαναφέρει στο προσκήνιο όλα τα στοιχεία που συμμετείχαν στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου πεδίου προβλημάτων και επανενεργοποιεί τις δυναμικές που εμψύχωναν τη διαδικασία αναζήτησης λύσης. Υπό αυτή την έννοια, η μετάβαση στη σφαίρα του δυνητικού μεταφέρει την ενδεχομενικότητα στο παρόν, ακυρώνει τα τετελεσμένα και πολλαπλασιάζει τα μέλλοντα.

Σίγουρα αδικώ τη λεπτοδουλεμένη ανάλυση του Lévy, αλλά διασώζω, ελπίζω, τα βασικά σημεία, ώστε να μπορέσω να διατυπώσω έναν ισχυρισμό. Η κατάσταση την οποία ζούμε δεν είναι πραγματική, αλλά δυνητική. Την ενεργοποίηση της δυνητικότητας δεν την προκάλεσε, ασφαλώς, η πανδημία του SARS-CoV-2· τα σημάδια είχαν φανεί εδώ και πολύ καιρό. Οι συζητήσεις για την Ανθρωπόκαινο, η ρευστοποίηση των ταυτοτήτων και των διακρίσεων που ήταν συνυφασμένες με το νεωτερικό εγχείρημα, καθώς και η νέα πολιτισμική δυναμική που αναδύεται από τη μετάβαση στην ψηφιακότητα πίεζαν επίμονα τα κέλυφος του ενεργεία υπαρκτού. Όπως συμβαίνει πάντα στις διαδικασίες δυνητικοποίησης, όλοι οι συντελεστές ήταν ήδη εκεί. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα συμβάν που θα επέφερε τη λύση των δεσμών που συγκρατούσαν τις μορφές του πραγματικού σε μια διατεταγμένη ισορροπία. Η έλευση της πανδημίας και το τεράστιο πείραμα βιοπολιτικής που τη συνόδευσε ήταν αυτό το συμβάν.

Νέα γνώση
Τι μπορούμε να κάνουμε σε αυτές τις συνθήκες; Σίγουρα δεν ωφελεί να κάνουμε προβλέψεις ή σχέδια για την επόμενη μέρα – δεν έχει κανένα νόημα να είμαστε αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, τεχνοφιλικοί ή τεχνοφοβικοί. Η αλήθεια είναι ότι τα κάνουμε όλα αυτά, φορτώνοντας με θόρυβο το σήμα που εκπέμπει η συγκυρία. Ωστόσο, αυτό που πάνω απ’ όλα απαιτείται στις συγκεκριμένες συνθήκες είναι η παραγωγή νέας γνώσης· η χαρτογράφηση του δυνητικού και η κατανόηση των δυναμικών που για πρώτη φορά αποκαλύπτονται με διαύγεια μπροστά στα μάτια μας. Σε ορισμένους στοχαστές των απαρχών της νεότερης φιλοσοφίας απαντά η φράση: scientia potentia est. Η φράση αυτή είναι ίσως σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Τη μεταφράζουμε «η γνώση είναι δύναμη», αλλά σε αυτή την απόδοση χάνουμε το στοιχείο της δυνατότητας/ικανότητας που περιέχει ο όρος potentia. Η γνώση, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αναφέρεται στη θεωρητική κατάρτιση ή στην εγκυκλοπαιδική αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά στη συγκέντρωση των πόρων και στη διαμόρφωση των δεξιοτήτων που θα μας επιτρέψουν να πλοηγηθούμε σε ένα πεδίο δυνατοτήτων, να κάνουμε επιλογές και συμμαχίες, να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που μας προσφέρει η ρευστότητα του πλαισίου για να επηρεάσουμε την πορεία του συντελούμενου μετασχηματισμού.

Ποιες είναι οι δυνατότητες που εγκλείονται στη δυνητική πραγματικότητα που μας αποκαλύπτει η πανδημία; Υπάρχει μια πίεση να διαβάσουμε τη δυναμική της νέας κατάστασης μέσω των κατηγοριών και των διακρίσεων του παρελθόντος. Τα σενάρια που προκύπτουν με αυτό τον τρόπο είναι περιορισμένα, κάποια αισιόδοξα και κάποια απαισιόδοξα, αλλά σε όλα όλοι θα είναι εκεί την επόμενη μέρα – απλώς θα βρίσκονται σε διαφορετική θέση. Ίσως θα πρέπει να τολμήσουμε να δούμε πέρα από αυτόν τον περιορισμένο ορίζοντα και να αναμετρηθούμε με όλο το φάσμα των δυνατοτήτων που θέτει στη διάθεσή μας η δυνητικοποίηση του ενεργεία υπαρκτού. Οι τρόποι οργάνωσης της πραγματικότητας είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που στεγάζουν οι οικείες αφηγήσεις και οφείλουμε να τους φέρουμε στο φως. Τη στιγμή που όλοι εστιάζουν στη διαχείριση της επερχόμενης ύφεσης, κάποιοι θεωρητικοί στρέφονται στις θεωρίες της αποανάπτυξης (décroissance) ως ένα ριζικά εναλλακτικό πλαίσιο συζήτησης για την οικονομία. Τη στιγμή που το κράτος εργαλειοποιεί τον ανθρωπισμό, φιλόσοφοι και ανθρωπολόγοι εξερευνούν την προοπτική ενός δυναμικού μετα-ανθρωπισμού που θα εμπνεύσει νέες αξιακές διεκδικήσεις και ριζοσπαστικές πολιτικές πρακτικές. Τέτοιες είναι οι συζητήσεις που θα πρέπει να κάνουμε, τέτοιες είναι οι συζητήσεις που αξιοποιούν πραγματικά τη δυναμική της κατάστασης. Δεν λέω ότι δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για τις αποφάσεις που θα πάρει το Eurogroup, αλλά ίσως και το Eurogroup θα πρέπει να αρχίσει να ανησυχεί για τις δυνατότητες που ενεργοποιεί η αποσταθεροποίηση του εδραίου και η κινητοποίηση του δυνατού.

Ποιοι και με ποιους; Ίσως το πιο πιεστικό ερώτημα σε αυτή τη νέα συνθήκη είναι το ερώτημα του υποκειμένου και των συμμαχιών. Φυσικά, δεν υπάρχει μόνο ένα υποκείμενο, ούτε η αλλαγή υπόκειται σε κάποια ηθική ή μεταφυσική νομοτέλεια. Ίσα-ίσα, αυτό είναι το νόημα της δυνητικότητας. Το νέο στοιχείο, όμως, είναι ότι παράγοντες που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν θεωρηθεί υποκείμενα της αλλαγής εισβάλλουν ορμητικά στο προσκήνιο. Ταπεινές μορφές ημιζωής, όπως οι ιοί, είναι σε θέση να υπονομεύσουν τις θεμελιώδεις λειτουργίες της καπιταλιστικής κανονικότητας, εξαιτίας και μόνο της προσπάθειάς τους να αναπαραχθούν. Οι μηχανές που εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε συμμετέχουν σε κοινά επικοινωνιακά πλαίσια με τους ανθρώπους και εγκαθίστανται σε μια μεταιχμιακή ζώνη που εισχωρεί σταδιακά στην επικράτεια της ανθρώπινης επιτελεστικότητας. Νέα νομαδικά υποκείμενα αναδύονται από τον συνδυασμό επισφάλειας και αυτενέργειας που ενεργοποιεί η ψηφιακότητα, συγκροτώντας ταξικά υβρίδια που καθιστούν ανεπίκαιρες τις κοινωνικές ταξινομήσεις του παρελθόντος.

Δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις, αλλά ένα πεδίο προβλημάτων που πρέπει να εξερευνήσουμε. Η επόμενη μέρα δεν είναι εκεί να μας περιμένει και η πρόκληση δεν είναι να ανακαλύψουμε πώς θα είναι, ώστε να προετοιμαστούμε κατάλληλα και να πάρουμε θέσεις μάχης. Οι επόμενες μέρες είναι πολλές και η πρόκληση είναι να βρούμε τους τρόπους που θα μας επιτρέψουν να πλοηγηθούμε στη δυναμική της αλλαγής, ώστε να βρεθούμε πλησιέστερα στην μέρα που επιθυμούμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 85, στις 25 Απριλίου 2020.


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ που προηγείται προσπαθώ να στοιχειοθετήσω τον ισχυρισμό ότι η κατάσταση στην οποία ζούμε με αφορμή την πανδημία του SARS-CoV-2 δεν είναι πραγματική, αλλά δυνητική. Αυτό σημαίνει πως ό,τι μέχρι τώρα παρουσιαζόταν μπροστά μας με αμεσότητα δίνει τη θέση του σε ένα ρευστό πεδίο προβλημάτων από το οποίο το ενεργεία υπαρκτό προκύπτει ως μία από τις δυνατές λύσεις. Οι δυναμικές, από την αλληλεπίδραση των οποίων αυτό προέκυψε, ενεργοποιούνται εκ νέου, εμπλουτισμένες και διαφοροποιημένες από τη συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία. Τα τετελεσμένα ακυρώνονται και η ιστορική ενδεχομενικότητα μεταφέρεται στο παρόν. Η διάρρηξη του πέπλου της πραγματικότητας αποκαλύπτει ένα φάσμα δυνατών λύσεων, καθώς και τις δυνάμεις που εμπλέκονται στην υλοποίησή τους. Ποια είναι η θέση των υποκειμένων σε αυτό το δυνητικό πεδίο;

Η δυνητικότητα φέρνει τα άτομα αντιμέτωπα με δύο θεμελιώδη ζητήματα. Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη συνθήκη, η απραξία δεν αποτελεί επιλογή. Στη συνθήκη της δυνητικότητας, η πραγματικότητα δεν αναπαράγει τον εαυτό της. Αντιθέτως θρυμματίζεται, πολλαπλασιάζεται, ενεργοποιείται, εκρήγνυται. Συνεπώς, το μόνο που μπορεί να επιφέρει η απραξία, η προσδοκία ότι το αύριο θα είναι ίδιο με το χθες, είναι η συντριβή του υποκειμένου τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Το έχουμε ξαναδεί αυτό στην πρόσφατη Ιστορία. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η συντριβή του υποκειμένου είχε ήδη αποτυπωθεί σε έναν αριθμό λογοτεχνικών και θεατρικών έργων πριν μετατραπεί σε οδυνηρή πραγματικότητα. Η δυναμική της αλλαγής επιβάλλει στο άτομο την ανάγκη της δράσης ως τη μοναδική στάση που θα του επιτρέψει να διατηρήσει επαφή με τη μετασχηματιζόμενη πραγματικότητα, καθώς και με τον αναπόφευκτο δικό του μετασχηματισμό.

Το δεύτερο ζήτημα με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα τα άτομα στη συνθήκη της δυνητικότητας αφορά την ευθύνη που απορρέει από τη γνώση. Δεν είναι όλες οι λύσεις που εγκυμονεί η δυνητικότητα ισομορφικές παραλλαγές μιας προκαθορισμένης μεταφυσικής αναγκαιότητας. Ίσα-ίσα, η ουσία της δυνητικότητας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι η μορφή των λύσεων που εγκυμονεί δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη και το ποια από αυτές θα υλοποιηθεί εξαρτάται από τις δυναμικές που θα ενεργοποιηθούν. Ως εκ τούτου, τα υποκείμενα καλούνται να επιλέξουν και να αναλάβουν την ευθύνη των επιλογών τους. Σε αυτή τη φάση, το κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι πλέον η ηγεμονική πρακτική, που υποτάσσει τα άτομα στην αναπαραγωγή μιας εδραιωμένης κοινωνικής σχέσης, αλλά η αύξηση των βαθμών ελευθερίας που επιτρέπει στα άτομα να μετατρέψουν τη γνώση της πραγματικότητας σε δύναμη που οδηγεί στη δημιουργία μιας άλλης πραγματικότητας.

Αυτό σημαίνει ότι τα υποκείμενα όχι μόνο δεν μπορούν να μείνουν αμέτοχα, αλλά ότι λειτουργούν σε ένα πλαίσιο, όπου η αναζήτηση λύσης εγγράφεται αναπόφευκτα στην προοπτική της σύγκρουσης. Η δυνητικότητα επανεκκινεί την πολιτική ως δύναμη αυθεντικής δημιουργίας στην καρδιά ενός χειμαζόμενου κόσμου.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 85, στις 25 Απριλίου 2020.

Image Credit:

Walter Battiss, Watermelon Eater, Λιθογραφια

Walter Battiss, Red Rock, 1949

Jackson Polloc, Moon Woman, 1942

Pablo Picasso, Νεκρη φυση, c. 1920