Statistics Explained

ΑΕΠ και λογαριασμοί των νοικοκυριών σε περιφερειακό επίπεδο

Revision as of 18:32, 23 March 2015 by Corselo (talk | contribs) (→‎Βλέπε επίσης)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

This Statistics Explained article is outdated and has been archived - for recent articles on regional GDP see here.

Δεδομένα από τον Μάρτιο του 2012. Πιο πρόσφατα στοιχεία: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων.

Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) αποτελεί βασικό δείκτη μέτρησης της οικονομικής ανάπτυξης των κρατών: το πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου παρουσιάζει μια περιφερειακή ανάλυση του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), με βάση το επίπεδο του κατά κεφαλή ΑΕΠ, καθώς και τη μεταβολή του κατά τα τελευταία χρόνια. Οι μακροοικονομικοί λογαριασμοί παρέχουν σημαντικές πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γίνει μια περιφερειακή ανάλυση της οικονομίας. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία (τα οποία είναι διαθέσιμα μόνο σε τρέχουσες τιμές) χρησιμοποιούνται επίσης για την κατανομή των δαπανών στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ για τη συνοχή. Κάθε περιφέρεια της ΕΕ καλύπτεται από την πολιτική συνοχής: Ωστόσο, τα περισσότερα διαρθρωτικά ταμεία προσανατολίζονται στις περιφέρειες του επιπέδου NUTS 2 των οποίων το κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι μικρότερο από το 75&nbsp•% του μέσου όρου της EΕ-27 (με βάση το μέσο όρο τριετίας).

Το δεύτερο μέρος του παρόντος άρθρου εξετάζει το περιφερειακό εισόδημα των νοικοκυριών (επίσης διαθέσιμο μόνο σε τρέχουσες τιμές). Κατά τον τρόπο αυτό παρέχονται πληροφορίες σε σχέση με πρωτογενές εισόδημα (για παράδειγμα, το εισόδημα από την εργασία) καθώς και το διαθέσιμο εισόδημα που προκύπτει από ανακατανομή (φόρων, κοινωνικών παροχών και λοιπές μεταβιβάσεις) από το κράτος. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία για τα περιφερειακά εισοδήματα των νοικοκυριών αφορούν το 2008, ενώ η ανάλυση του ΑΕΠ βασίζεται στο έτος αναφοράς 2009.

Χάρτης 1: Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), κατά περιφέρειες NUTS 2 , 2009
(% του μέσου όρου της ΕΕ-27, EU-27=100) - Πηγή: Eurostat (nama_r_e2gdp)
Χάρτης 2: Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), κατά περιφέρειες NUTS 3 , 2009(1)
(% του μέσου όρου της ΕΕ-27, EU-27=100) - Πηγή: Eurostat (nama_r_e3gdp)
Διάγραμμα 1: Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), κατά περιφέρειες NUTS 3, 2009
(% του μέσου όρου της ΕΕ-27, EU-27=100) - Πηγή: Eurostat (nama_r_e2gdp)
Χάρτης 3: Μεταβολή κατά κεφαλήν ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), κατά περιφέρειες NUTS 2, 2000-2009 (1)
(διαφορά σε ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2000) • σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 ) - Πηγή: Eurostat (nama_r_e2gdp)
Πίνακας 1: Διασπορά ΑΕΠ, κατά περιφέρειες NUTS 2, 2000 και 2009
(%) - Πηγή: Eurostat (nama_r_e0digdp), (nama_r_e2gdp) and (demo_r_d3avg)
Χάρτης 4: Πρωτογενές κατά κεφαλή εισόδημα ιδιωτικών νοικοκυριών σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), κατά περιφέρειες NUTS 2, 2008(1)
(% του μέσου όρου της EΕ-27, EΕ-27=100) - Πηγή: Eurostat (nama_r_ehh2inc)
Διάγραμμα 2: Διαθέσιμο εισόδημα ιδιωτικών νοικοκυριών, κατά περιφέρειες NUTS 2 2008 (1)
(PPCS per inhabitant) – Πηγή: Eurostat (nama_r_ehh2inc)

Βασικά στατιστικά στοιχεία

Το ΑΕΠ και τα εισοδήματα των νοικοκυριών υπολογίζονται αρχικά στο εθνικό νόμισμα, και στη συνέχεια μετατρέπονται σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που λαμβάνουν υπόψη τους τα διαφορετικά επίπεδα τιμών μεταξύ κρατών μελών, και έτσι μπορεί να γίνει πιο ακριβής σύγκριση. Για το ΑΕΠ χρησιμοποιείται μια γενική ισοτιμία, ενώ για το εισόδημα των νοικοκυριών χρησιμοποιείται μια ειδική ισοτιμία αγοραστικής δύναμης για τις δαπάνες τελικής κατανάλωσης.

Με βάση τις ΙΑΔ αντί για τις αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες) οι δείκτες αυτοί μετατρέπονται σε ένα τεχνητό κοινό νόμισμα που ονομάζεται μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), ή στην περίπτωση του εισοδήματος του νοικοκυριού σε μία μονάδα αγοραστικής δύναμης όσον αφορά την κατανάλωση (ΜΑΔΚ). Η χρήση των MΑΔ και ΜΑΔΚ καθιστά δυνατή τη σύγκριση της αγοραστικής δύναμης μεταξύ των περιφερειών των κρατών μελών που χρησιμοποιούν διαφορετικά νομίσματα και, όπου τα επίπεδα τιμών είναι διαφορετικά. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των ΜΑΔ ανατρέξτε στο παρακάτω τμήμα για τις πηγές και τη διαθεσιμότητα δεδομένων.

Περιφερειακό κατά κεφαλή ΑΕΠ

Ο χάρτης 1 δείχνει το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε κάθε περιφέρεια NUTS επιπέδου 2 ως ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ-27, ο οποίος σε απόλυτες τιμές μειώθηκε σε ΜΑΔ 23 500 το 2009, από ΜΑΔ 25 000 το 2008. Μεταξύ των περιφερειών NUTS επιπέδου 2 στην ΕΕ, το κατά κεφαλή ΑΕΠ κυμάνθηκε από ΜΑΔ 6  400 (27 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27) στην περιφέρεια Severozapaden της Βουλγαρίας σε ΜΑΔ 78 & amp; nbsp; 000 (332 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27) στην περιφέρεια Inner London του Ηνωμένου Βασιλείου. μεταξύ των δύο άκρων της κατάταξης υπήρχε συντελεστής 12,2 προς 1. Το Λουξεμβούργο (266 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27), η περιφέρεια της βελγικής πρωτεύουσας (223 & amp; nbsp;%) και η γερμανική περιφέρεια του Αμβούργου (188 & amp; nbsp;%) κατέλαβαν από τη δεύτερη έως την τέταρτη θέση όσον αφορά την κατάταξη των περιφερειών με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, και ακολουθούν η σλοβακική, η γαλλική και η τσεχική περιφέρεια της πρωτεύουσας με 178 & amp; nbsp;%, 177 & amp; nbsp;% και 175 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27, αντίστοιχα. Πολλές από τις περιφέρειες με υψηλό κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν περιφέρειες της πρωτεύουσας ή γειτονικές προς αυτήν περιφέρειες — αυτή ήταν η περίπτωση του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, Δανίας, Ιρλανδίας, Ισπανίας, Γαλλίας, Λουξεμβούργου (που αποτελεί ενιαία περιφέρεια), των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, της Σλοβακίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές περιφέρειες με μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ περισσότερο από 25 & amp; nbsp;% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 στη Νότια Γερμανία, γύρω από μεγάλες πόλεις στη Δυτική Γερμανία, στη Βόρεια Ισπανία και στην Ιταλία, στη Δυτική Αυστρία, σε πολλές περιφέρειες των Κάτω Χωρών, καθώς και στη βελγική περιφέρεια που περιβάλλει την Αμβέρσα, στη νησιωτική περιφέρεια Åland (Φινλανδία) και στη Βορειοανατολική Σκωτία (Ηνωμένο Βασίλειο). Στο πλαίσιο αυτό, η σλοβακική και τσεχική περιφέρεια της πρωτευούσας Πράγα και Bratislavský kraj ήταν οι μόνες περιφέρειες από τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 (από τις 39 περιφέρειες), στις οποίες το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν περισσότερο από 25 & amp; nbsp;% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Η επόμενη πιο ευημερούσα περιφέρεια (με βάση τον δείκτη αυτό) των κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά, δηλαδή το Βουκουρέστι — Ilfov στη Ρουμανία με 111 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27. Η σλοβενική περιφέρεια Ζahodna Slovenija και η ουγγρική περιφέρεια Közép-Magyarország ήταν οι μόνες άλλες περιφέρειες κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 με μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ-27.

Συνολικά, υπήρχαν 68 περιφέρειες με μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο 25 & amp; nbsp;% ή πιο κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ-27. Συνολικά 20 περιφέρειες από αυτές βρίσκονταν συγκεντρωμένες σε έξι από τα κράτη μέλη της ΕΕ-15: Ιταλία (πέντε νότιες περιφέρειες), η Γαλλία (τέσσερις υπερπόντιες περιφέρειες), Ελλάδα, Πορτογαλία (από τέσσερις περιφέρειες η καθεμία), το Ηνωμένο Βασίλειο (δύο περιφέρειες) και η Ισπανία (περιφέρεια Extremadura). Οι υπόλοιπες 48 περιφέρειες βρίσκονταν στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007• και τα δώδεκα κράτη μέλη είχαν τουλάχιστον μία περιφέρεια που βρισκόταν κάτω από το επίπεδο αυτό, εκτός από την Κύπρο και τη Μάλτα. Μεταξύ των περιφερειών αυτών υπήρχαν 22 περιφέρειες όπου το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ δεν ξεπερνούσε το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-27, και αυτές οι περιφέρειες βρίσκονταν στη Βουλγαρία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία και στη Σλοβακία. 38,5 εκατ. άτομα περίπου ζούσαν στις 22 περιφέρειες των οποίων το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ ήταν 50 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 ή λιγότερο, αριθμός που ισοδυναμεί με το 7,7 & amp; nbsp;% του πληθυσμού της EΕ-27.

Γενικά χαμηλό μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ καταγράφηκε και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στην Κροατία, μολονότι η περιφέρεια Sjeverozapadna Hrvatska (περιφέρεια της κροατικής πρωτεύουσας) κατέγραψε επίπεδα ισοδύναμα με 78 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27.

Ο πίνακας 1 παρουσιάζει μια ανάλυση της αναλογίας του πληθυσμού το 2009 που ζούσε σε περιφέρειες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε ΜΑΔ), χαμηλότερο του 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 και με ποσοστό πάνω από το 125 & amp; nbsp;% του μέσου όρου. Το 2009 το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε περιοχές όπου το κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν μικρότερο από 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 ήταν 23,3 & amp; nbsp;%, ενώ το ποσοστό που ζούσαν σε περιοχές όπου η τιμή αυτή ήταν μεγαλύτερη από 125 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 ήταν 19,0 & amp; nbsp;% • το ποσοστό του πληθυσμού στη μέση βαθμίδα (κατά κεφαλή ΑΕΠ ανά κάτοικο μεταξύ 75 & amp; nbsp;% και 125 & amp; nbsp;%) ήταν 57,7 & amp; nbsp;%. Στα τρία κράτη μέλη της Βαλτικής, καθένα με μόνο μία περιφέρεια NUTS επιπέδου 2, το σύνολο του πληθυσμού ζούσε σε περιοχές με μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ κάτω του 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 • Αυτό ίσχυε και για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (μόνο μία περιφέρεια). Στη Ρουμανία, τη Σλοβακία, την Πολωνία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Πορτογαλία και τη Σλοβενία, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζούσε σε περιοχές με μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο από 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 • το ίδιο ποσοστό καταγράφηκε επίσης και στην Ισλανδία.

Αντίθετα, στο Λουξεμβούργο (μία περιφέρεια NUTS επιπέδου2) το σύνολο του πληθυσμού ζούσε σε μια περιφέρεια με μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο άνω των 125 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27• Στην Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες και τη Φινλανδία, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζούσε σε τέτοιες περιφέρειες. Στα δύο νησιωτικά κράτη μέλη την Κύπρο και τη Μάλτα (κάθε ένα αντιστοιχεί σε μόνο μια περιφέρεια NUTS επιπέδου 2) το σύνολο του πληθυσμού ζούσε σε περιοχές με κατά κεφαλή ΑΕΠ στη μεσαία βαθμίδα (μεταξύ 75 & amp; nbsp;% και 125 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27), όπως συνέβαινε και με την πλειονότητα του πληθυσμού στο Ηνωμένο Βασίλειο (86,8 & amp; nbsp;%),στη Γαλλία (78,8 & amp; nbsp;%), στη Σουηδία (78,5 & amp; nbsp;%), στην Ελλάδα (78,3 & amp; nbsp;%), στην Ισπανία (77,9 & amp; nbsp;%), στη Γερμανία (70,5 & amp; nbsp;%),στη Δανία (69,7 & amp; nbsp;%), στο Βέλγιο (64,0 & amp; nbsp;%) και στην Αυστρία (60,6 & amp; nbsp;%).

Πιο λεπτομερής περιφερειακή ανάλυση

Ενώ ο χάρτης 1 επικεντρώνεται στις περιφέρειες NUTS επιπέδου 2, οι οποίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές όσον αφορά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας για τα διαρθρωτικά ταμεία, ο χάρτης 2 παρέχει μια πιο λεπτομερή ανάλυση των περιφερειακών οικονομιών, με βάση τις περιφέρειες NUTS επιπέδου 3. Είναι λογικό η συνολική ανάλυση να είναι παρόμοια με εκείνη για τις περιφέρειες NUTS επιπέδου 2, παρόλο που υπάρχουν ορισμένες περιφέρειες NUTS επιπέδου 3 που διαφέρουν από τις περιφέρειες του υψηλότερου επιπέδου (NUTS επίπεδο 2) στις οποίες ανήκουν. Το φαινόμενο αυτό ενδέχεται συχνά να οφείλεται στην καθημερινή μετακίνηση προς και από τον τόπο εργασίας στις κεντρικές περιφέρειες NUTS επιπέδου 3 από γειτονικές περιοχές και οδηγεί σε συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στις δομημένες περιοχές. Για παράδειγμα, στη βουλγαρική περιφέρεια της πρωτεύουσας NUTS επιπέδου 2 της Yugozapaden το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ (εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) ήταν 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27, αλλά στο αναλυτικότερο επίπεδο NUTS 3, η περιοχή Σόφιας (stolitsa) κατέγραψε τιμή 104,3 & amp; nbsp;% για τον εν λόγω δείκτη, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις περιφέρειες NUTS επιπέδου 3 είχαν τιμές κάτω των 50 & amp; nbsp;%. Παρόμοια κατάσταση σημειώθηκε στην πολωνική περιφέρεια της πρωτεύουσας NUTS επιπέδου 2 Mazowieckie, όπου οι περιφέρειες NUTS επιπέδου 3 Οstrolecko-Siedlecki και Radomski κατέγραψαν κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) μικρότερο από το μισό του μέσου όρου της Mazowieckie, που ανέβηκε λόγω του σχετικά υψηλού επιπέδου της περιφέρειας NUTS επιπέδου 3 Miasto Warszawa.

Στο εσωτερικό της γερμανικής περιφέρειας Oberbayern ( NUTS επίπεδο2), καταγράφηκε ένα πολύ μεγάλο φάσμα τιμών για τον δείκτη αυτό μεταξύ των περιφερειών NUTS επιπέδου 3: Η Fürstenfeldbruck κατέγραψε κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) που αντιστοιχούσε στο 79,6 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27, ενώ η München Landkreis κατέγραψε αναλογία 330,2 & amp; nbsp;%. Κατά τον ίδιο τρόπο στην περιφέρεια Rheinhessen-Pfalz (NUTS επίπεδο 2) η περιφέρεια NUTS επιπέδου 3 Südwestpfalz κατέγραψε μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) 52.3 % του μέσου όρου της EΕ-27 ενώ η περιφέρεια Ludwigshafen am Rhein (Kreisfreie Stadt) κατέγραψε 215.3 %. Οι γερμανικές περιφέρειες NUTS επιπέδου 3 Ρέγκενσμπουργκ, Schweinfurt, wolfsburg, Düsseldorf και Koblenz (όλες Kreisfreie Städte) κατέγραψαν μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των περιφερειών NUTS επιπέδου 2 στις οποίες ανήκαν δηλαδή, Oberpfalz, Unterfranken, Braunschweig, Düsseldorf και Koblenz αντίστοιχα. Στο ίδιο πλαίσιο, η περιφέρεια NUTS επιπέδου 3 Οost-groningen των Κάτω Χωρών κατέγραψε μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) 72,8 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27, που ήταν λιγότερο από το ήμισυ του ύψους (170 & amp; nbsp;%) που καταγράφηκε στο Groningen (NUTS επίπεδο 2) συνολικά.

Μείζονες περιφερειακές διαφορές εντός των ίδιων των χωρών

Ενώ ο χάρτης 2 τονίζει ορισμένες περιπτώσεις όπου υπήρχαν μεγάλες διαφορές στο κατά κεφαλή ΑΕΠ μεταξύ των περιφερειών NUTS επιπέδου 3 της ίδιας περιφέρειας NUTS επιπέδου 2 • το διάγραμμα 1 παρουσιάζει μία ανάλυση των σημαντικών περιφερειακών διαφορών στο εσωτερικό των χωρών. Σημειώνεται ότι η Κύπρος και το Λουξεμβούργο περιλαμβάνουν μόνον μία περιφέρεια σε επίπεδο NUTS 3.

Το 2009, το υψηλότερο επίπεδο περιφερειακού μέσου όρου του κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν λιγότερο από δύο φορές το χαμηλότερο επίπεδο στη Δανία, τη Μάλτα και τη Σουηδία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες που παρουσιάζονται στο διάγραμμα 1 η διαφορά ήταν μεγαλύτερη, υπερβαίνοντας το συντελεστή 5 προς 1 στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Πολωνία και στη Ρουμανία και φθάνοντας συντελεστή 10,5 προς 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Σε πολλά κράτη μέλη η περιφέρεια της πρωτεύουσας (NUTS επίπεδο 3) είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε ΜΑΔ ): η κατάσταση αυτή καταγράφηκε στο Βέλγιο, στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δανία, στην Εσθονία, στην Ιρλανδία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στη Μάλτα, στην Πολωνία, στην Πορτογαλία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (επισημαίνεται ότι υπάρχουν δύο περιφέρειες NUTS επιπέδου 3 που απαρτίζουν την πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου), καθώς και στην Κροατία και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Στο πλαίσιο αυτό, η περιφέρεια της πρωτεύουσας είχε το υψηλότερο μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όλα τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007, εξαιρουμένης της Ρουμανίας, όπου το υψηλότερο επίπεδο έχει καταγραφεί στην περιφέρεια που περιβάλλει την περιοχή πρωτευούσης. Παρόμοια κατάσταση παρατηρήθηκε στη Γαλλία, όπου η περιφέρεια NUTS επιπέδου 3 με το υψηλότερο μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν μια περιφέρεια που συνόρευε με την περιφέρεια της πρωτεύουσας. Η Γερμανία είναι το μόνο κράτος μέλος όπου η περιφέρεια της πρωτεύουσας NUTS επιπέδου 3 είχε μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ κατώτερο από τον εθνικό μέσο όρο.

Σύγκλιση

Στον χάρτη 3 απεικονίζεται το εύρος της αλλαγής του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά την περίοδο 2000-2009, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (εκφραζόμενο σε ποσοστιαίες μονάδες επί του μέσου όρου της ΕΕ-27). Πρέπει να σημειωθεί ότι η περίοδος που αποτελεί αντικείμενο έρευνας καλύπτει πολλά έτη κατά τα οποία η ΕΕ συνολικά κατέγραψε σχετικά μεγάλη ανάπτυξη και στη συνέχεια εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ανάλυση αυτή βασίζεται σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην ΕΕ, μια αρνητική αξία για μία μεμονωμένη περιφέρεια μπορεί να εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει πραγματική ανάπτυξη, αν και χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 που στο διάστημα αυτής της περιόδου κατέγραψε (σε τρέχουσες τιμές) ανάπτυξη 23,0 & amp; nbsp;%. Η ανάλυση συγκρίνει την κατάσταση σε δύο έτη και δεν αντικατοπτρίζει τις κινήσεις των επιμέρους ετών μεταξύ της αρχής και του τέλους, αλλά αντανακλά το συνολικό αποτέλεσμα αυτών των ετών από κοινού. Αυτό το συνολικό αποτέλεσμα μπορεί να αντικατοπτρίζει τις περιόδους κατά τις οποίες ο ρυθμός μεταβολής του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε μία περιφέρεια ήταν θετικός (επέκταση) σε συνδυασμό με περιόδους όπου ο ρυθμός μεταβολής ήταν αρνητικός (συρρίκνωση).

Περιφέρειες που επεκτάθηκαν σχετικά γρήγορα, των οποίων το κατά κεφαλή ΑΕΠ αυξήθηκε περισσότερο από 10 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ-27, εμφαίνονται στη βαθύτερη διαβάθμιση του ιώδους. Αντίθετα, οι περιφέρειες που γνώρισαν τα χαμηλότερα ποσοστά επέκτασης ή ακόμη και συρρίκνωση (εκείνες με πτώση κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ-27) εμφανίζονται στην πιο ανοικτή απόχρωση του ιώδους..

Πολλές περιφέρειες πρωτεύουσας κατέγραψαν σημαντικές αυξήσεις, ιδίως μεταξύ των κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007. Τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 καταγράφηκαν στις περιφέρειες πρωτεύουσας της Σλοβακίας (+ 69%), Ρουμανίας (+ 55), Βουλγαρίας (+ 38) και Τσεχικής Δημοκρατίας (+ 36), ακολουθούμενες από τις περιφέρειες πρωτεύουσας της Ελλάδας (+ 29) και του Ηνωμένου Βασιλείου (+ 28). Περιφέρειες πρωτεύουσας κατείχαν επίσης τις δύο πρώτες θέσεις στο άλλο άκρο της κατάταξης, με τη βελγική περιφέρεια της πρωτεύουσας (Région de Bruxelles-Capitale/Brussels Hoofdstedelijk Gewestνα καταγράφει μείωση κατά 33% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, ακολουθούμενη από την περιοχή πρωτεύουσας της Αυστρίας – Βιέννη (-25%).

Ο χάρτης δείχνει ότι αυτή η μέτρηση της οικονομικής επίδοσης υπερέβη το μέσο όρο της ΕΕ-27 στις νοτιοδυτικές και ανατολικές απομακρυσμένες περιοχές της ΕΕ, ιδίως στις περιφέρειες των κρατών μελών της Βαλτικής, της Πολωνίας, Τσεχικής Δημοκρατίας, Σλοβακίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Κύπρου προς ανατολάς, και της Ισπανίας προς δυσμάς. Εκτός από την Ισπανία και την Ελλάδα, άλλα 15 κράτη μέλη που είχαν μία περιφέρεια με αύξηση άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-27 ήταν, μεταξύ άλλων, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία, κάθε περιφέρεια επέτυχε αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) μεταξύ του 2000 και του 2009, η οποία ήταν πάνω από το μέσο όρο ρυθμού ανάπτυξης της ΕΕ-27• αυτό συνέβη επίσης στα κράτη μέλη της Βαλτικής, την Κύπρο και το Λουξεμβούργο χώρες που αποτελούν μόνο μια περιφέρεια σε επίπεδο NUTS 2.

Αντίθετα, οι περιφέρειες της Δανίας, Ιρλανδίας, Ιταλίας, Αυστρίας και Σουηδίας σημείωσαν χαμηλότερη αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) από τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ΕΕ-27 , όπως συνέβη με τη Μάλτα (η οποία είναι μία μόνο περιφέρεια). Σε 53 περιφέρειες το κατά κεφαλή ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ή περισσότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, και καμία από αυτές δεν βρισκόταν στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007. Οι περιφέρειες αυτές βρίσκονταν κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο (16 περιφέρειες), η Γαλλία ή η Ιταλία (11 περιφέρειες κάθε), ενώ υπήρχαν τέσσερις τέτοιες περιοχές στη Σουηδία, τρεις κάθε στο Βέλγιο και στη Γερμανία και μία κάθε στη Δανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τις Κάτω Χώρες και την Αυστρία.

Συνολική αύξηση της σύγκλισης στο εσωτερικό της ΕΕ

Η περιφερειακή σύγκλιση του κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) μπορεί να αξιολογηθεί κατά διάφορους τρόπους. Η απλούστερη προσέγγιση είναι ο υπολογισμός της αναλογίας μεταξύ των υψηλότερων και χαμηλότερων τιμών. Με τη μέθοδο αυτή, μεταξύ των διαφόρων περιφερειών της ΕΕ-27 η διαφορά μειώθηκε από 17,1 το 2000 σε 12,2 το 2009, κυρίως λόγω της ταχύτερης ανάπτυξης στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιεί μόνο τις ακραίες τιμές και δεν λαμβάνει υπόψη τη συντριπτική πλειονότητα των περιφερειών. Μια συνολική αξιολόγηση της περιφερειακής σύγκλισης παρέχεται από ένα δείκτη της διασποράς του περιφερειακού ΑΕΠ: περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού παρατίθενται πιο κάτω με τον τίτλο πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων. Η μέτρηση αυτή λαμβάνει υπόψη της τις αποκλίσεις του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε κάθε περιφέρεια NUTS επιπέδου 2 από τον εθνικό μέσο όρο, σταθμισμένη με βάση τον πληθυσμό σε περιφερειακό επίπεδο. Στον πίνακα 1 γίνεται σύγκριση των εθνικών τιμών της διασποράς (που καταρτίζεται από τα δεδομένα NUTS επίπεδο 2) για το 2000 με εκείνες για το 2009. Το 2009 τα περισσότερα από τα κράτη μέλη της ΕΕ-15 είχαν χαμηλότερο βαθμό διασποράς από τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007, μολονότι αυτό δεν ίσχυε στην περίπτωση της Σλοβενίας ή της Πολωνίας. Επιπλέον, το επίπεδο της διασποράς εν γένει αυξήθηκε μεταξύ 2000 και 2009 στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007: η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Βουλγαρία, ενώ οι μικρότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στη Σλοβενία και την Πολωνία. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι η διαδικασία για την κάλυψη της οικονομικής υστέρησης που επιδιώκεται σε πολλά από τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 συνοδεύτηκε από αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων.

Υπήρξε μια πιο ετερόκλητη εικόνα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-15. Στην Ελλάδα ο βαθμός διασποράς αυξήθηκε σημαντικά, ενώ σημειώθηκαν μικρότερες αυξήσεις στη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Ο βαθμός διασποράς μειώθηκε μεταξύ του 2000 και του 2009 στην Αυστρία (εκτιμήσεις Eurostat), στη Φινλανδία, στην Ισπανία, στην Ιταλία (επίσης εκτιμήσεις της Eurostat), στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στη Δανία, ενώ παρέμεινε αμετάβλητος (και χαμηλός) στις Κάτω Χώρες.

Τελικά, η αυξανόμενη σύγκλιση στο εσωτερικό πολλών κρατών μελών της ΕΕ-15 και η αυξανόμενη σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών αντιστάθμισε την αυξανόμενη απόκλιση σε άλλα κράτη μέλη, και ως εκ τούτου οι εκτιμήσεις της Eurostat υποδηλώνουν ότι σημειώθηκε αύξηση στην περιφερειακή σύγκλιση συνολικά για την ΕΕ-27.

Από τη σύγκριση μεταξύ των στοιχείων για το 2000 και 2009 προκύπτει ότι έξι περιφέρειες μπόρεσαν να ανέβουν από λιγότερο από το κατώτατο όριο του 75 & amp; nbsp;% που χρησιμοποιείται για τα διαρθρωτικά ταμεία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στο 75 & amp; nbsp;% ή και περισσότερο: Yugozapaden (Βουλγαρία), Βόρειο Αιγαίο (Ελλάδα), Ανδαλουσία (Ισπανία), Mazowieckie (Πολωνία) ο Região Autónoma dos Açores (Πορτογαλία) και Bουκουρέστι – Ilfov (Ρουμανία). Στις περιφέρειες αυτές κατοικούσαν 18,2 εκατομμύρια άτομα το 2009, ή περίπου 3,6 & amp; nbsp;% του πληθυσμού της ΕΕ-27. Ταυτόχρονα, ωστόσο, το κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) στην περιφέρεια West Wales and the Valleys, (Ηνωμένο Βασίλειο) μειώθηκε από 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 και έπεσε κάτω από το κατώτατο αυτό όριο, ενώ στη νότιο-ιταλική περιφέρεια της Puglia το επίπεδο του δείκτη αυτού μειώθηκε από μία θέση επάνω από το 75 & amp; nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 σε επίπεδο κατώτερο από το όριο αυτό.

Ιδιωτικό εισόδημα των νοικοκυριών: αποτελέσματα 2008

Στις οικονομίες αγοράς με κρατικούς μηχανισμούς ανακατανομής, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δύο στάδια της κατανομής του εισοδήματος. Η πρωτογενής κατανομή αφορά το εισόδημα των νοικοκυριών που παράγεται απευθείας από συναλλαγές στην αγορά, με άλλα λόγια, την αγορά και πώληση των συντελεστών παραγωγής και των εμπορευμάτων. Σε αυτό περιλαμβάνεται, πιο συγκεκριμένα, το εισόδημα από αμειβόμενη εργασία και την αυτοαπασχόληση, καθώς και τα εισπραχθέντα εισοδήματα υπό μορφή τόκων, μερισμάτων και των ενοικίων. Τόκοι και τα πληρωτέα μισθώματα καταγράφονται ως αρνητικοί στοιχείων και το υπόλοιπο του συνόλου των συναλλαγών αυτών είναι γνωστό ως πρωτογενές εισόδημα των νοικοκυριών.

Η δεύτερη έννοια αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή αυτό που προκύπτει από τα πρωτογενή εισοδήματα με την προσθήκη όλων των κοινωνικών παροχών και νομισματικών μεταβιβάσεων (από την κρατική αναδιανομή) και την αφαίρεση των φόρων εισοδήματος και περιουσίας καθώς και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και παρόμοιες μεταφορές — ως εκ τούτου, αντικατοπτρίζει το διαθέσιμο εισόδημα που μπορούν οι άνθρωποι ξοδέψουν ή αποταμιεύσουν.

Ο χάρτης 4 παρέχει επισκόπηση του πρωτογενούς εισοδήματος ανά κάτοικο στις περιφέρειες, σε NUTS επιπέδου 2 για 24 από τα κράτη μέλη: σε αντίθεση με το ΑΕΠ, σε NUTS επίπεδο 3 δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το εισόδημα του νοικοκυριού. Το μέσο ετήσιο πρωτογενές εισόδημα ανά κάτοικο στην ΕΕ-27 ήταν ΚΒΜΙ 17 & amp; nbsp; 200 το 2008. Το πρωτογενές εισόδημα κυμάνθηκε μεταξύ ΚΒΜΙ 36 & amp; nbsp; 800 ανά κάτοικο στην περιοχή inner London (Ηνωμένο Βασίλειο) σε ΚΒΜΙ 3 & amp; nbsp; 600 στο Severozapaden (Βουλγαρία), συντελεστής 10,2 προς 1.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του Χάρτη 4 είναι το σχετικά υψηλό εισόδημα ανά κάτοικο το οποίο καταγράφηκε στις περιφέρειες της πρωτεύουσας. Το υψηλότερο επίπεδο του εισοδήματος ανά κάτοικο στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δανία, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Πορτογαλία, στη Ρουμανία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφηκε στην περιφέρεια NUT S επιπέδου 2 που καλύπτει την περιοχή της πρωτεύουσας•Σημειωτέον ότι έξι άλλα κράτη μέλη δεν διαθέτουν καμία περιφερειακή κατανομή σε επίπεδο περιφερειών NUTS επιπέδου 2. Η Λισαβόνα (Πορτογαλία) και το Βερολίνο (Γερμανία) ήταν οι μόνες περιφέρειες της ΕΕ-15 που περιέχουν πρωτεύουσες που ανέφεραν πρωτογενές εισόδημα ανά κάτοικο κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-27, ενώ η περιφέρεια Bratislavský kraj (Σλοβακία) ήταν η μοναδική περιοχή πρωτεύουσας από τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 που ανέφερε πρωτογενές εισόδημα ανά κάτοικο πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ-27.

Από τις 51 σε περιφέρειες NUTS επιπέδου 2 που ανέφεραν κατά κεφαλή πρωτογενές εισόδημα άνω των 25 & amp; nbsp;% υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2008, 19 βρίσκονταν στη Γερμανία, επτά στην Ιταλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, έξι στην Αυστρία, τέσσερις στο Βέλγιο, από τρεις στην Ισπανία και στις Κάτω Χώρες, και από μια στη Γαλλία και στη Σουηδία. Κέντρα με υψηλό μέσο εισόδημα ανά κάτοικο υπήρχαν σε ολόκληρη την Αυστρία, στη νότια Αγγλία και βορειοανατολική Σκωτία στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στη βορειοανατολική Ισπανία. Επιπλέον, υπήρχε σαφής διαχωρισμός Βορρά — Νότου στην Ιταλία (υψηλότερα εισοδήματα στη βόρεια) και Ανατολής – Δύσης στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες (υψηλότερα εισοδήματα στη δυτική πλευρά).

Υπάρχουν 28 περιφέρειες NUTS επιπέδου 2 με κατά κεφαλή πρωτογενές εισόδημα 50 & nbsp;% του μέσου όρου της ΕΕ-27 ή μικρότερο — όλες οι περιφέρειες αυτές βρίσκονταν σε κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 — δέκα επτά ήταν στην Πολωνία, στη Ρουμανία (όλα εκτός από την περιφέρεια πρωτεύουσας Βουκουρέστι – Ilfov), 6 στη Βουλγαρία (όλες οι βουλγαρικές περιφέρειες),4 στην Ουγγαρία και μία στη Σλοβακία.

Το πρωτογενές εισόδημα στην ΕΕ-27 μειώθηκε κατά 13,3 & amp; nbsp;% ως αποτέλεσμα της κρατικής παρέμβασης (αναδιανομή), με αποτέλεσμα μέσο διαθέσιμο εισόδημα ΚΒΜΙ 14 & amp; nbsp; 900 ανά κάτοικο το 2008. Η περιοχή Inner London (ΚΒΜΙ 26 & amp; nbsp; 600 ανά κάτοικο) είχε το υψηλότερο επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος ανά κάτοικο (όπως και στην περίπτωση του πρωτογενούς εισοδήματος), ενώ η Severozapaden (Βουλγαρία) ανέφερe το χαμηλότερο επίπεδο (ΚΒΜΙ 3 & amp; nbsp; 800). Στο πλαίσιο αυτό, η αναλογία μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου περιφερειακού επιπέδου ήταν 6,9 προς 1 (έναντι 10,2 προς 1 για πρωτογενούς εισοδήματος).

Aπό τη σύγκριση μεταξύ του πρωτογενούς και του διαθέσιμου εισοδήματος προκύπτει η εξισορροπητική επίδραση που ασκεί γενικά η κρατική παρέμβαση. Η ανακατανομή οδήγησε σε αισθητά υψηλότερα σχετικά εισοδήματα στη Νότια Ιταλία, στη Δυτική Ισπανία και στις δυτικές περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και στις ανατολικές περιφέρειες της Βουλγαρίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Ρουμανίας. Αν και οι περισσότερες περιφέρειες, NUTS επιπέδου 2 ανέφεραν ότι το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο ήταν χαμηλότερο από το πρωτογενές εισόδημα ανά κάτοικο, ωστόσο 30 περιφέρειες επωφελήθηκαν από κοινωνικές παροχές και λοιπές μεταβιβάσεις σε τέτοιο βαθμό ώστε το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο να είναι υψηλότερο • επτά από τις περιφέρειες αυτές ήταν στην Πολωνία, από πέντε στην Πορτογαλία και στη Ρουμανία, από τέσσερις στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τρεις στη Βουλγαρία και από μία στη Γερμανία και στην Ιταλία.

Στο διάγραμμα 2 παρουσιάζεται η μεταβολή στο κατά κεφαλή διαθέσιμο εισόδημα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ το 2008 και στη Νορβηγία το 2007. Οι περισσότερες περιφέρειες της πρωτεύουσας ανέφεραν το υψηλότερο επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος ανά κάτοικο, από όλες τις περιφέρειες της χώρας τους. Αυτό συνέβη στα 14 από τα 21 κράτη μέλη που έχουν περισσότερες από μία περιφέρειες NUTS επιπέδου 2. Μεταξύ των υπόλοιπων επτά κρατών μελών με πολλές περιφέρειες (Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Αυστρία και Φινλανδία), το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο για τις περιφέρειες των πρωτευουσών παρέμεινε γενικά πάνω από τον εθνικό μέσο όρο• ωστόσο, αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση της περιφέρειας της πρωτεύουσας των Βρυξελλών de Bruxelles-Capitale/Brussels Hoofdstedelijk Gewest (Βέλγιο) ή του Βερολίνου (Γερμανία).

Το κατά κεφαλή διαθέσιμο εισόδημα ήταν 2,5 φορές πιο υψηλό στο Bουκουρέστι – Ilfov απ΄ότι στη βορειοανατολική περιφέρεια της Ρουμανίας, η μεγαλύτερη αναλογία μεταξύ περιφερειών στην ίδια χώρα • Υπήρξε επίσης σχετικά μεγάλο φάσμα στο διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο μεταξύ των υψηλότερων και των χαμηλότερων περιφερειών της Γαλλίας, της Ελλάδας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σλοβακίας. Στο άλλο άκρο της κατάταξης, το διαθέσιμο κατά κεφαλή εισόδημα ήταν αρκετά ομοιογενές στη Δανία (όταν το ανώτατο μέσο περιφερειακό εισόδημα ήταν 1,08 φορές υψηλότερο από ό, τι στη χαμηλότερη περιφέρεια), στην Αυστρία (1,09), στη Σλοβενία (1.16) και στην Ιρλανδία (1.17).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΟΛ) ορίζει τη μεθοδολογία για τους περιφερειακούς λογαριασμούς στην ΕΕ. ΕΣΟΛ) συμφωνεί πλήρως με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς, το σύστημα εθνικών λογαριασμών 1993 (ΣΕΛ 1993). Μετά από διεθνή συμφωνία για μια επικαιροποιημένη έκδοση του ΣΕΛ, το 2008, το ΕΣΟΛ τροποποιήθηκε επίσης.

Το ΑΕΠ είναι ο κεντρικός δείκτης των εθνικών λογαριασμών, ο οποίος συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας ή μιας περιοχής. Μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων: την προσέγγιση εκροών• την προσέγγιση δαπανών• και την προσέγγιση εισοδήματος.

Περιφερειακά στοιχεία για τις κατηγορίες εισοδημάτων των ιδιωτικών νοικοκυριών συλλέγονται για τους σκοπούς των περιφερειακών λογαριασμών σε επίπεδο NUTS 2. Τα στοιχεία για το εισόδημα των νοικοκυριών για το 2008 στη Βουλγαρία (και, ως εκ τούτου, στην ΕΕ- 27) είναι εκτιμήσεις.

Συγκρίσεις μεταξύ του τόπου εργασίας και του τόπου κατοικίας

Μια περιφερειακή σύγκριση του επιπέδου των οικονομικών εκροών μπορεί να γίνει συγκρίνοντας το περιφερειακό ΑΕΠ με τον πληθυσμό της συγκεκριμένης περιοχής • Σε αυτό το επίπεδο αποκτά σημασία η διάκριση μεταξύ τόπου εργασίας και τόπου κατοικίας. Το ΑΕΠ μετρά το οικονομικό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται εντός των εθνικών ή περιφερειακών συνόρων, ανεξάρτητα εάν αυτό αποδίδεται σε εργαζόμενους που κατοικούν ή όχι στην εκάστοτε υπό εξέταση περιοχή. Ως αποτέλεσμα, το περιφερειακό κατά κεφαλή ΑΕΠ βασίζεται σε έναν αριθμητή που αντικατοπτρίζει τον τόπο εργασίας (το ΑΕΠ που παράγεται στην περιφέρεια), που διαιρείται με ένα παρονομαστή που αντικατοπτρίζει τον τόπο κατοικίας ( τον πληθυσμό που ζει στην περιοχή). Είναι πολύ σημαντικός ο υπολογισμός αυτός όταν υπάρχουν σημαντικές καθαρές ροές μετακινήσεων προς ή από περιοχή. Περιοχές που χαρακτηρίζονται από σημαντικό αριθμό εισερχόμενων διασυνοριακών εργαζομένων εμφανίζουν συχνότατα περιφερειακό κατά κεφαλή ΑΕΠ εξαιρετικά υψηλό (σε σύγκριση με γειτονικές περιφέρειες). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα οικονομικά κέντρα όπως οι περιφέρειες του Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), Βιέννη (Αυστρία), Αμβούργο (Γερμανία), Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία) ή το Λουξεμβούργο. Λόγω αυτής της ανωμαλίας, τα υψηλά επίπεδα του κατά κεφαλή ΑΕΠ που έχουν καταγραφεί για ορισμένες περιφέρειες με καθαρές εισροές μετακινούμενων εργαζομένων δεν οδηγούν αναγκαστικά σε αντίστοιχα υψηλή επίπεδα εισοδήματος των ατόμων που ζουν στην ίδια περιοχή.

Αντίθετα, το ιδιωτικό εισόδημα νοικοκυριών, ανεξαρτήτως του αν θα βασίζεται σε πρωτογενές ή διαθέσιμο εισόδημα, αντικατοπτρίζει το εισόδημα των κατοίκων της περιοχής. Ως τέτοιο, το ιδιωτικό εισόδημα του νοικοκυριού μπορεί να συγκριθεί άμεσα με το μόνιμο πληθυσμό στην ίδια περιοχή. Εκτός από τα άτομα που μετακινούνται καθημερινά, άλλοι παράγοντες μπορούν επίσης να συμβάλουν ώστε η περιφερειακή κατανομή του εισοδήματος να μην αντιστοιχεί στην κατανομή του ΑΕΠ, όπως το εισόδημα από μισθώματα, τόκους ή μερίσματα που εισπράχθηκαν από τους μόνιμους κατοίκους της συγκεκριμένης περιφέρειας, αλλά κατεβλήθησαν από διαμένοντες σε άλλες περιοχές.

Ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης

Το περιφερειακό ΑΕΠ υπολογίζεται στο τοπικό νόμισμα της περιοχής (και συνεπώς της χώρας). Το ΑΕΠ μπορεί να μετατραπεί σε κοινό νόμισμα να καταστεί πιο εύκολα συγκρίσιμο — για παράδειγμα, να μετατρέπει σε ευρώ ή δολάρια.

Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αντικατοπτρίζουν πολλούς παράγοντες που αφορούν την προσφορά και τη ζήτηση στις αγορές συναλλάγματος, όπως το διεθνές εμπόριο, προβλέψεις για τον πληθωρισμό και διαφορικά επιτόκια. Οι ισοτιμίες, όμως, δεν αντικατοπτρίζουν όλες τις διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Για να αντισταθμιστεί αυτό, το ΑΕΠ μετατρέπεται με τη βοήθεια συντελεστών μετατροπής, που είναι γνωστοί ως ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ), σε τεχνητή κοινή νομισματική μονάδα, που καλείται μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ). Με τον τρόπο αυτόν, καθίσταται δυνατή η σύγκριση της αγοραστικής δύναμης διαφόρων εθνικών νομισμάτων. Ακόμη και σε μια νομισματική ένωση, όπως είναι η ζώνη του ευρώ, ένα νόμισμα εξακολουθεί να εμφανίζει διαφορετική αγοραστική δύναμη μεταξύ των χωρών, ανάλογα με το εθνικό επίπεδο τιμών. Σε γενικές γραμμές, η χρήση σειρών ΜΑΔ μάλλον παρά σειρών που βασίζονται στο ευρώ τείνουν να έχουν εξισορροπητικό αποτέλεσμα καθώς οι περιφέρειες με πολύ υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ευρώ τείνουν επίσης να έχουν σχετικά υψηλά επίπεδα τιμών (για παράδειγμα, το κόστος διαβίωσης στο κεντρικό Παρίσι ή Λονδίνο είναι γενικά υψηλότερο από το κόστος ζωής στις αγροτικές περιοχές της Γαλλίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου).

Υπολογισμοί για το ΑΕΠ ανά κάτοικο που βασίζονται σε σειρές ΜΑΔ αντί σε σειρές ευρώ μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικές διαφορές στην κατάταξη των περιφερειών. Για παράδειγμα, το 2009, η περιφέρεια Östra Mellansverige της Σουηδίας κατέγραψε ότι είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ 26 600 ευρώ, με αποτέλεσμα να καταταχθεί πάνω από την περιφέρεια Marche της Ιταλίας, με 25 600 ευρώ. Ωστόσο, σε ΜΑΔ, η Marche, με 24 600 ΜΑΔ κατά κεφαλήν, προηγείται της Östra Mellansverige, με PPS 23 800.

Διασπορά περιφερειακού κατά κεφαλήν ΑΕΠ

Από το 2007, η Εurostat υπολογίζει έναν παράγωγο δείκτη που συνοψίζει τις διαφορές στο κατά κεφαλή ΑΕΠ, σε όλες τις περιφέρειες της ίδιας χώρας. Η διασπορά «Δ» του περιφερειακού ΑΕΠ σε επίπεδο NUTS 2 ορίζεται ως το άθροισμα των απόλυτων διαφορών μεταξύ περιφερειακού και εθνικού κατά κεφαλή ΑΕΠ, σταθμισμένο ανάλογα με το περιφερειακό ποσοστό του πληθυσμού και εκφράζεται ως ποσοστό του εθνικού κατά κεφαλή ΑΕΠ:

Dispersion of regional GDP per inhabitant RYB2012.png







Στην προαναφερθείσα εξίσωση:

  • yi είναι το περιφερειακό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιφέρειας i•
  • y είναι το εθνικό μέσο όρο για το κατά κεφαλή ΑΕΠ .
  • pi είναι ο πληθυσμός της περιφέρειας i•
  • P είναι ο εθνικός πληθυσμός •
  • n είναι το πλήθος των περιφερειών της χώρας.

Η αξία του εν λόγω δείκτη διασποράς είναι μηδενική, εάν οι τιμές του περιφερειακού κατά κεφαλή ΑΕΠ ανά κάτοικο είναι ίδιες σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Το επίπεδο της διασποράς θα αυξηθεί, αν, ενώ όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμείνουν ίδιες, οι διαφορές στο κατά κεφαλή ΑΕΠ μεταξύ των περιφερειών αυξηθούν. Αξία 30 & amp; nbsp;% σημαίνει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάθε περιφέρειας, σταθμισμένο βάσει του πληθυσμού των περιφερειών, διαφέρει από την εθνική τιμή κατά μέσο όρο κατά 30 & amp; nbsp;%.

Πλαίσιο

Η οικονομική ανάπτυξη εκφράζεται συνήθως σε όρους ΑΕΠ, το οποίο σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της μακροοικονομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης, καθώς και για την παροχή της βάσης για συγκρίσεις μεταξύ των περιφερειών. Το ΑΕΠ είναι επίσης σημαντικός δείκτης από τη σκοπιά της πολιτικής, επειδή είναι καίριας σημασίας για τον προσδιορισμό του βαθμού στον οποίο κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να συμβάλει στον προϋπολογισμό της ΕΕ, ενώ χρησιμοποιούνται μέσοι όροι του ΑΕΠ τριετίας για να αποφασισθεί ποιες περιφέρειες θα είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.

Επίσης, το ΑΕΠ έχει καταλήξει να θεωρείται ως αντιπροσωπευτικός δείκτης της συνολικής του βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο, ως εκ του σχεδιασμού και του σκοπού του, δεν μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία συζητήσεων χάραξης πολιτικής σε όλους τους τομείς. Το ΑΕΠ δεν μετρά, επί παραδείγματι, την περιβαλλοντική αειφορία ή την κοινωνική ένταξη και οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να συνεκτιμώνται, όταν ο δείκτης ΑΕΠ χρησιμοποιείται για ανάλυση. Πράγματι, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι το ΑΕΠ από μόνη της δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την μέτρηση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων.

Ορισμένες διεθνείς πρωτοβουλίες επικεντρώθηκαν στο ζήτημα αυτό και τον Αύγουστο του 2009, η Ευρωπαϊκής Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση με τίτλο ‘Το ΑΕΠ και μετά από αυτό: μετρώντας την πρόοδο σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο’ (COM τελικό 433/2009), που παρουσιάζει μια σειρά δράσεων για τη βελτίωση και συμπλήρωση των μέτρων ΑΕΠ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι υπάρχει προφανής ανάγκη για τη συμπλήρωση του ΑΕΠ με στατιστικές που καλύπτουν άλλες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους, από τις οποίες εξαρτάται η ευημερία των ατόμων. Η ανακοίνωση πρότεινε πέντε δράσεις για καλύτερη μέτρηση της προόδου σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο:

Δράση 1: Προσθήκη περιβαλλοντικών και κοινωνικών δεικτών στο ΑΕΠ (έναν συνολικό περιβαλλοντικό δείκτη, της ποιότητας ζωής και της ευημερίας ) • Δράση 2: πληροφορίες σε σχεδόν πραγματικό χρόνο για τη λήψη αποφάσεων (Αυξημένη επικαιρότητα των περιβαλλοντικών και κοινωνικών δεικτών) • Δράση 3: αύξηση της ακρίβειας των εκθέσεων για την κατανομή και τις ανισότητες Δράση 4: ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού πίνακα αποτελεσμάτων όσον αφορά την αειφόρο ανάπτυξη (συντονίζεται από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος) • Δράση 5: Επέκταση των εθνικών λογαριασμών σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Regional economic accounts - ESA95 (t_reg_eco)
Disposable income of private households, by NUTS 2 regions (tgs00026)
Primary income of private households, by NUTS 2 regions (tgs00036)

Βάση δεδομένων

Regional economic accounts - ESA95 (reg_eco)
Household accounts - ESA95 (reg_ecohh)
Allocation of primary income account of households at NUTS level 2 (nama_r_ehh2p)
Secondary distribution of income account of households at NUTS level 2 (nama_r_ehh2s)
Income of households at NUTS level 2 (nama_r_ehh2inc)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για γραφήματα, πίνακες και χάρτες (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι