Μετάφραση του "excavation" σε Ελληνικά
Οι εκσκαφή, ανασκαφή, όρυξη είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "excavation" σε Ελληνικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: She finished excavating the sarcophagus and wants us there. ↔ Τέλείωσε την εκσκαφή της σαρκοφάγου και μας θέλει εκεί.
the act of excavating, or of making hollow, by cutting, scooping, or digging out a part of a solid mass [..]
-
εκσκαφή
noun feminineact of excavating, or of making hollow [..]
She finished excavating the sarcophagus and wants us there.
Τέλείωσε την εκσκαφή της σαρκοφάγου και μας θέλει εκεί.
-
ανασκαφή
noun femininearchaeological excavation [..]
Well, as you know, state law requires excavation of the site.
Όπως ξέρετε, ο νόμος της πολιτείας απαιτεί ανασκαφή στο σημείο.
-
όρυξη
The removal of earth from its natural position.(Source: HARRIS)
-
Λιγότερο συχνές μεταφράσεις
- Ανασκαφή
- εξόρυξη
-
Εμφάνιση αλγοριθμικά δημιουργημένων μεταφράσεων
Αυτόματες μεταφράσεις του " excavation " σε Ελληνικά
-
Glosbe Translate
-
Google Translate
Μεταφράσεις με εναλλακτική ορθογραφία
-
Εκσκαφή
She finished excavating the sarcophagus and wants us there.
Τέλείωσε την εκσκαφή της σαρκοφάγου και μας θέλει εκεί.
Εικόνες με "excavation"
Φράσεις παρόμοιες με "excavation" με μεταφράσεις σε Ελληνικά
-
χώρος εκσκαφής (ανασκαφής)
-
πλευρά εκσκαφής (ανασκαφής)
-
σωρός εκσκαφής (ανασκαφής)
-
ανασκαφέν άνοιγμα · εκσκαφείσα οπή
-
ανασκάβω · ανασκάπτω · ανασκάφτω · εκσκάπτω
-
Εκσκαφέας · ανασκαφέας · εκσκαφέας · φαγάνα
-
ανασκάβω · ανασκάπτω · ανασκάφτω · εκσκάπτω
-
Εκσκαφέας · ανασκαφέας · εκσκαφέας · φαγάνα