Λύματα

*

Rigor mortis

Η λάσπη σέρνει μέσα της καρπούς ανδρών
Και φλούδες μισοφαγωμένης σήψης
Κομμάτια έμβρυα και ρούχα
Στο πέτο φιλημένα τρυφερά

Το απορριμματοφόρο λιτανεύει της καρδιάς τον θησαυρό
Που αιφνίδιος διαρρήκτης, Φως αλλουθινό
Τον ψηλαφίζει
Κι όπως εμούν τα λύματα της σάρκας οι έσχατοι παλμοί
Με πικραμένη οργή σ’ εγκαταλείπει
Στ’ ανάξια σου τιμαλφή.

~.~

Η Επίσκεψη

Τέτοια η λάμψη που σκοτείνιασαν τα πάντα

Χιλιάδες σχήματα γυαλί
στο πρόσωπο της απραγίας
σπάρθηκαν

Χαράχτηκαν και ψέμα και σιωπή
Κι απ’ τα σκισίματά τους έμπαιναν πουλιά
Μες στην αυτοπεποίθηση της σκοτομήνης

Άρπαζαν με τα ράμφη τους τα ορατά
Κι αργά
Βυθίζονταν μαζί στο νόημά τους

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ

*