You are on page 1of 66

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΕΙΩΝ – ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ


ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΟΥΛΗ – ΛΕΙΒΑ∆ΙΤΗ


ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Ε.Μ.Π.

ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ 
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 

ΑΘΗΝΑ 2008
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

ΠΕΡ ΙΕΧΟΜΕ ΝΑ

1.  Η ΓΗ ΣΑΝ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ......................................................................................................... 10 
1.1.  Το ηλιακό σύστημα ........................................................................................................... 10 
1.2.  ΓΕΝΙΚΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ........................................................................................................  12 
1.3.  ΠΕΔΙΟ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ ............................................................................................................. 17 
1.4.  ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ ..................................................................................................................  20 
1.5.  ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ – ΗΛΙΑΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ............................................................................. 23 
1.6.  Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ........................................................................................... 26 
1.7.  ΚΛΙΜΑ ................................................................................................................................ 37 
1.8.  ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ ........................................................................................................... 38 
2.  ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ................................................................................................................... 40 
2.1.  Ο πυρήνας ......................................................................................................................... 40 
2.2.  Ο μανδύας ......................................................................................................................... 41 
2.3.  Φλοιός ............................................................................................................................... 42 
2.4.  Ζώνες της Γης .................................................................................................................... 43 
3.  ΤΟ ΓΗΙΝΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ........................................................................................................ 44 
3.1.  Ισοστασία .......................................................................................................................... 45 
3.2.  Μεταβολές του γήινου αναγλύφου .................................................................................. 47 
6.  ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ ............................................................................................................... 72 
6.1.  Διαπερατότητα .................................................................................................................. 74 
6.2.  Πoρώδες. ........................................................................................................................... 75 
6.3.  Υδροφόροι ορίζοντες ........................................................................................................ 76 
6.4.  Η προέλευση του υπόγειου νερού ................................................................................... 78 
6.5.  Επίδραση του θαλασσινού νερού στο παράκτιο γλυκό νερό. .......................................... 78 
6.6.  Πηγάδια ............................................................................................................................. 80 
6.7.  Πηγές ................................................................................................................................. 80 
6.8.  Η σημασία των υπόγειων νερών στον πετρολογικό κύκλο .............................................. 83 

11.  ΩΚΕΑΝΟΙ ...................................................................................................................... 131 
11.1.  Θαλάσσια ρεύματα και παλίρροιες ............................................................................ 133 
11.2.  Κύματα ........................................................................................................................ 137 
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η γεωλογία μελετά την ιστορία της Γης, τον τρόπο γένεσης, την κατασκευή και την
εξέλιξή της και γενικά τα διάφορα στάδια που πέρασε από την εποχή που δημιουργήθηκε ο
πρώτος στερεός φλοιός έως σήμερα. Η γεωλογία έχει ένα πολύ πλατύ πεδίο έρευνας και,
όπως είναι φυσικό, αποτελείται από πολλούς ειδικούς κλάδους.

Η Γενική Γεωλογία χωρίζεται:

α) Στη Δυναμική Γεωλογία που εξετάζει τις ενδογενείς και εξωγενείς δυνάμεις που
επέδρασαν στις μεταβολές του στερεού φλοιού και

β) Στην Τεκτονική Γεωλογία που εξετάζει τις κινήσεις του φλοιού και τις διάφορες
παραμορφώσεις των πετρωμάτων, όπως είναι οι πτυχώσεις, οι διαρρήξεις και οι
παραμορφώσεις.

Η Ιστορική Γεωλογία ή Στρωματογραφία μελετά την αλληλοδιαδοχή και την ηλικία


των στρωμάτων.

Η Εφαρμοσμένη Γεωλογία αποτελεί την εφαρμογή της γεωλογίας για πρακτικούς


σκοπούς.

Η Φυσική Γεωλογία ασχολείται με τον μηχανισμό εξέλιξης της Γης, με τα


αποτελέσματα και τον σχηματισμό των διαφόρων μορφών ανάγλυφου της επιφάνειας που
συνεχώς μεταβάλλονται από εξωγενείς ή ενδογενείς δυνάμεις, δίνοντας γένεση σε άλλες
μορφές.

Προκειμένου να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τις διεργασίες που συντελούνται


τόσο στο εσωτερικό της Γης από την επίδραση των ενδογενών δυνάμεων, όσο και στην
επιφάνειά της από την επίδραση των εξωγενών δυνάμεων, πρέπει να την θεωρήσουμε και να
την εξετάσουμε σαν μέρος του αστρικού μας συστήματος, γιατί μετά από όσα αναφέραμε πιο
πάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι οι λειτουργίες και οι ισορροπίες που συμβαίνουν στη Γη,
βασίζονται σε λεπτές αλληλεξαρτήσεις μεταξύ πολλών παραγόντων που δρουν και
επηρεάζουν τις λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα.

Σελίδα 9
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

1. Η ΓΗ ΣΑΝ ΠΛΑΝΗΤΗΣ

1.1. Το ηλιακό σύστημα

Σύμφωνα με τις ενδείξεις που υπάρχουν, το σύμπαν δημιουργήθηκε πριν από 13


δισεκατομμύρια χρόνια περίπου σαν ένα ιδιαίτερα πυκνό και θερμό σύννεφο από ύλη, το
οποίο διαμορφώθηκε τελικά όπως το ξέρουμε σήμερα:

Δισεκατομμύρια γαλαξίες με δισεκατομμύρια άστρα ο καθένας, μέσα σε έναν χώρο


διαμέτρου περίπου 1023km ή 1010 έτη φωτός. Το σύμπαν αποτελείται κυρίως από Η και Ηe
και η μέση του πυκνότητα είναι 10-28 gr/cm3.

Ο ήλιος είναι ένα από τα πιο τυπικά άστρα και μαζί με όλο το ηλιακό σύστημα φαίνεται
ότι δημιουργήθηκε πριν από 5-δισεκατομμύρια-χρόνια περίπου. Το ηλιακό σύστημα, εκτός
από τον ήλιο, αποτελείται από 8 πλανήτες, 32 δορυφόρους, πολλούς αστεροειδείς και
πολλούς κομήτες και μετεωρίτες. Μέχρι πρόσφατα (καλοκαίρι 2006) στους πλανήτες
εντάσσονταν και ο Πλούτωνας που βρίσκεται στη μακρινότερη απόσταση από τον Ήλιο και
είναι μικρότερος από τη σελήνη, και με νεότερες έρευνες κατετάγει στους πλανήτες νάνους.
Στο εξωτερικό τμήμα του ηλιακού μας συστήματος διαπιστώθηκε με τα νέα τηλεσκόπια ότι
κινούνται πολλά μικρά σώματα παραπλήσιου μεγέθους που δεν μπορεί να θεωρηθούν
πλανήτες.

Ο ήλιος περιέχει σχεδόν το σύνολο της ύλης του συστήματος, κάτι λιγότερο από το
999ο/οο. Η μεγάλη αυτή μάζα του ηλίου που αποτελείται βασικά από υδρογόνο και ήλιο,
αντιστοιχεί σε 2Χ1027 τόνους και είναι η ουσιαστική δύναμη που ελέγχει τις κινήσεις των
άλλων μελών του συστήματος. Οι πλανήτες και οι αστεροειδείς κινούνται σε ελλειπτικές
τροχιές στο ίδιο περίπου επίπεδο όλοι, σύμφωνα με τους νόμους του Κέπλερ.

Μέσα στο ηλιακό σύστημα, το διαπλανητικό κενό είναι μεγάλο. Οι διαστάσεις των
πλανητών συγκριτικά με τις αποστάσεις τους είναι πολύ μικρές. Για να έχουμε καλύτερη
αντίληψη των μεγεθών αυτών, μπορούμε να κάνουμε μια σμίκρυνση κατά 10 δισεκατομμύρια
(δηλαδή 10x10-9). Τότε, ο Ήλιος θα έχει διάμετρο 7cm, η Γη 1,2 mm και θα απέχει 15 m από
τον Ήλιο των 7 εκατοστών. Ο Δίας, που είναι ο μεγαλύτερος πλανήτης, θα έχει διάμετρο 1,5
cm και θα απέχει 80 m.

Σελίδα 10
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Το διαστρικό κενό είναι ακόμα πιο μεγάλο. Στην ίδια κλίμακα, το κοντινότερο άστρο
στη γη, ο Σείριος, (που έχει σχεδόν τη μέση απόσταση των άστρων στο γαλαξία μας), θα
απέχει 4.000 km, δηλαδή σχεδόν όσο απέχει η Ισλανδία ή η Αντίς Αμπέμπα από την Αθήνα.
Στην ίδια κλίμακα, η διάμετρος του γαλαξία θα είναι σχεδόν όσο απέχει η γη από τον Ήλιο.

Οι πλανήτες όσον αφορά τις ιδιότητές τους, χωρίζονται σε γήινους που είναι οι πρώτοι
τέσσερις και στους μεγάλους πλανήτες που είναι οι επόμενοι τέσσερις. Οι γήινοι πλανήτες
είναι μικροί και με μεγάλη πυκνότητα. Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι στο εσωτερικό
έχουμε μεγαλύτερη πυκνότητα εξαιτίας των μεγάλων πιέσεων που δέχονται σε σχέση με τη
διάμετρο τους και κάνουμε την απαραίτητη αναγωγή, θα βρούμε ότι οι πυκνότητες είναι όλες
περίπου ίσες και μάλιστα λίγο μεγαλύτερες από την πυκνότητα που έχουν τα επιφανειακά
πετρώματα της γης.

Σχ. 1. Στο σχήμα φαίνεται η θέση των πλανητών γύρω από τον ΄Ηλιο.

Σχ. 2. Στο σχήμα φαίνεται το μέγεθος των πλανητών σε σχέση με τον Ήλιο.

Σελίδα 11
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Οι μεγάλοι πλανήτες είναι μεγάλοι σε μέγεθος αλλά με μικρή πυκνότητα, γύρω στο 1
gr/cm3. Ο Κρόνος μάλιστα έχει πυκνότητα 0.7 gr/cm3, που σημαίνει ότι επιπλέει στο νερό. Η
σύνθεση των πλανητών αυτών είναι πολύ διαφορετική. Έχουν πολύ υδρογόνο και ήλιο, αλλά
θα πρέπει να έχουν και αρκετό σίδερο και άλλα πετρώδη υλικά σαν και αυτά των γήινων
πλανητών. Κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουν σαφή διαχωρισμό μεταξύ του στερεού-υγρού
πλανήτη και της ατμόσφαιράς τους. Ο Κρόνος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δακτυλίων,
που αποτελούν στο ισημερινό επίπεδο ένα πολύ λεπτό στρώμα (η εκτίμηση είναι από 10 cm
έως 10 km) από κρυστάλλους σκόνης με περίβλημα πάγου. Τελευταία (Μάρτιος 1977)
ανακαλύφθηκε ότι και ο Ουρανός έχει αντίστοιχους δακτυλίους.

1.2. ΓΕΝΙΚΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΓΗΣ

Ιστορικό
Οι άνθρωποι από την αρχαιότητα πίστευαν ότι η Γη ήταν ένας μεγάλος κυκλικός δίσκος
με ορισμένη ακτίνα, ακίνητος στη μέση του σύμπαντος. Στην εποχή του Όμηρου πίστευαν ότι
στη μέση αυτού του δίσκου υψωνόταν ο Όλυμπος, ο οποίος περιβαλλόταν από ωκεανό. Ο
Ησίοδος πίστευε ότι ο δίσκος αυτός βρισκόταν ανάμεσα στον ουράνιο θόλο και τον Άδη. Στη
συνέχεια, μέτρησαν και την απόσταση με το πέσιμο του άκμονα του Ήφαιστου.

Πρώτος φαίνεται ότι μίλησε για τη σφαιρικότητα της Γης ο Πυθαγόρας, που πιθανόν να
το διδάχθηκε αυτό από τους Βαβυλώνιους ή του Αιγυπτίους. Τη δημοσίευση, όμως, την
έκανε πρώτος ο Παρμενίδης (540-470 π.Χ.). Αργότερα, ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.)
αποδεικνύει τη σφαιρικότητα της Γης με τις σεληνιακές εκλείψεις, γιατί μόνο μια σφαίρα
ρίχνει κυκλική σκιά σε μια επιφάνεια. Υπολόγισε μάλιστα και το μήκος ενός μέγιστου
κύκλου και το βρήκε ίσο με «τεσσαράκοντα μυριάδας σταδίων», δηλ. 74.000 km. Ο
Δικαίαρχος (350-290 π.Χ.), μαθητής του Αριστοτέλη, υπολόγισε το μήκος σε 55.500 χλμ.,
αλλά ακόμη πιο ακριβής είναι η μέτρηση του Ερατοσθένη (276-195 π.Χ.), ο οποίος τον
υπολόγισε σε 40.500.000 m. Οι σύγχρονες γεωδαιτικές μετρήσεις δίνουν 40.076.594m.

Σχήμα και μέγεθος της Γης


Η Γη είναι ένας από τους 8 πλανήτες του Ηλιακού συστήματος. Μπορούμε να την
θεωρήσουμε σαν ξεχωριστό πλανήτη, γιατί έχει ζωή και ιδιαίτερες ιδιότητες. Απέχει από τον

Σελίδα 12
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Ήλιο 150.000.000 km. Με πρώτη προσέγγιση το σχήμα της Γης, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις
επιφανειακές ανωμαλίες, είναι σφαιρικό με διάμετρο 12.600 km και με περιφέρεια 40.075
km. Η ολική έκταση της επιφάνειάς της είναι 504·106 km2.

Προσεκτικότερη μελέτη δείχνει ότι είναι ελλειψοειδές από περιστροφή. Αυτό


συμβαίνει, γιατί η Γη έχει κάποια πλαστικότητα και κατά την περιστροφή της παίρνει σχήμα
πεπλατυσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον ισημερινό. Το σχήμα αυτό, με μεγάλη
ακρίβεια είναι ελλειψοειδές από περιστροφή. Το γήινο ελλειψοειδές έχει μεγάλο ημιάξονα
α=6.378.140 m και μικρό b=6.355.140 m. Η διαφορά των δύο ημιαξόνων είναι 23 km. Σαν
Γη αναφοράς παίρνουμε το γήινο ελλειψοειδές με ομογενή μάζα και ημιάξονες ίσους με
αυτούς της πραγματικής Γης.

Η επιφάνεια της Γης αποτελείται από ξηρά και θάλασσα. Η ξηρά και οι πυθμένες των
ωκεανών παρουσιάζουν έντονο ανάγλυφο με θετικές και αρνητικές αποκλίσεις από την
στάθμη της θάλασσας. Για το λόγο αυτό σε περιπτώσεις που χρειαζόμαστε μεγαλύτερη
ακρίβεια μετρήσεων, για να έχουμε ένα πιο τελειοποιημένο μοντέλο με τις ίδιες μηχανικές
ιδιότητες και λιγότερες ανωμαλίες, χρησιμοποιούμε το γεωειδές.

Γεωειδές είναι μια ισοδυναμική επιφάνεια του πεδίου βαρύτητας της Γης, που
αντιστοιχεί στην επιφάνεια της μέσης στάθμης της θάλασσας, διορθωμένη από τις επιδράσεις
της θερμοκρασίας, των ρευμάτων κλπ. και που θεωρούμε ότι προεκτείνεται και στην ξηρά.
κάτω από τις οροσειρές.

Κινήσεις της Γης


Οι κινήσεις της Γης επηρεάζουν πάρα πολύ τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες
στηρίζονται ορισμένες επιστήμες της Γης, όπως π.χ. η γεωδαισία, η γεωφυσική, η
ωκεανογραφία κλπ. Μπορούμε να κατατάξουμε τις κινήσεις της Γης σε δύο βασικές
κατηγορίες: την περιφορά γύρω από τον ΄Ηλιο και την περιστροφή γύρω από τον άξονά της.

α. Περιφορά γύρω από τον ΄Ηλιο:

Είναι γνωστό από τον πρώτο Νόμο του Kepler (1571-1630) ότι η γη περιστρέφεται σε
ελλειπτική τροχιά γύρω από τον ΄Ηλιο, που βρίσκεται σε μια από τις εστίες. Η ελλειπτική
αυτή τροχιά δεν απέχει και πολύ από το να είναι κυκλική, μια που η επιπλάτυνσή της είναι
μόνον e=0.017. Εάν θεωρήσουμε, με πρώτη προσέγγιση, την τροχιά σαν κυκλική, τότε η
ακτίνα της θα ήταν περίπου 150x106km. Η Γη βρίσκεται στην κοντινότερη απόσταση από τον
΄Ηλιο στις 3 Ιανουαρίου κάθε χρόνου και η θέση αυτή λέγεται περιήλιο (απέχει 146,4x106 km

Σελίδα 13
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

από τον ΄Ηλιο), ενώ στην μακρινότερη απόσταση, στο αφήλιο, βρίσκεται στις 4 Ιουλίου
(απέχει 151,2x106 km από τον ΄Ηλιο).

Ο δεύτερος νόμος του Kepler ορίζει ότι η Γη κατά την περιφορά της γύρω από τον
Ήλιο διαγράφει 12 ελλειπτικούς τομείς, που έχουν ίσες επιφάνειες. Η μέση τροχιακή
ταχύτητα περιφοράς της γύρω από τον ΄Ηλιο είναι 107 km/h ή 29,6 m/sec.

Σχ. 3 Η Γη στο αφήλιο στις 4 Ιουλίου και στο περιήλιο στις 3 Ιανουαρίου. Η Γη στους 12 μήνες
διαγράφει 12 ίσα εμβαδά.

Σχ. 4 Οι διαφορετικές θέσεις της Γης γύρω από τον Ήλιο κατά τη διάρκεια ενός χρόνου.

β. Περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της

Η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της μπορεί να περιγραφεί με δύο τρόπους,
δηλαδή είτε ότι είναι αντίθετη από τη φορά του ρολογιού, είτε προς την ανατολή (από Δ προς
Α). Ο άξονας περιστροφής της Γης σχηματίζει γωνία 230 26΄ με το επίπεδο ελλειπτικής, η
οποία διατηρείται σταθερή κατά την περιφορά της γύρω από τον Ήλιο. Η ηλιακή ακτινοβολία

Σελίδα 14
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

που δέχεται ένας τόπος πάνω στη Γη μεταβάλλεται κατά την περιφορά της Γης γύρω από τον
Ήλιο, προκαλώντας την εναλλαγή των εποχών.

Η περίοδος περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της είναι 1 στροφή το
ημερονύκτιο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα εισαγωγής της έννοιας του χρόνου, την οποία οι
άνθρωποι από τα παλιά χρόνια προσπάθησαν να αξιοποιήσουν.

Ο χρόνος που χρειάζεται η Γη για να γυρίσει γύρω από τον ήλιο ορίζει τον ηλιακό
χρόνο (ηλιακή ημέρα) που μετράμε με τα ρολόγια μας, ενώ ο χρόνος που χρειάζεται ένας
αστέρας για να ξαναπεράσει από το μεσημβρινό ενός τόπου ορίζει τον αστρικό χρόνο.

Οι δύο χρόνοι δεν είναι ίδιοι. Η αστρική μέρα είναι μικρότερη από την ηλιακή κατά 4
min. Αυτό συμβαίνει γιατί η Γη, συγχρόνως με την περιστροφή της, περιφέρεται και γύρω
από τον Ήλιο, διανύοντας μια ορισμένη απόσταση.

Η γραμμική ταχύτητα περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της μεταβάλλεται με
το γεωγραφικό πλάτος φ, ενώ όπως είναι φυσικό η γωνιακή της ταχύτητα παραμένει η ίδια
για όλα τα σημεία. Έτσι, στον ισημερινό έχουμε γραμμική ταχύτητα γύρω στα 465 m/sec,
στον Πόλο η γραμμική ταχύτητα μηδενίζεται, ενώ στο πλάτος των 40ο (περίπου της Ελλάδος)
φθάνει τα 357 m/sec.

Η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της προκαλεί το γνωστό από τη Φυσική
φαινόμενο Coriolis, που το έχουμε έντονο στις θαλάσσιες παλίρροιες, και στη βλητική.
Κλασσική έμεινε η περίπτωση του τηλεβόλου «Μεγάλη Μπέρθα» στον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, του οποίου το βλήμα στην απόσταση των 113 km απέκλινε από το στόχο του κατά
1,6 km.

Αποδείξεις της στροφής της γης γύρω από τον άξονά της έχουμε πολλές από την
καθημερινή μας εμπειρία, με προεξέχουσα περίπτωση το γνωστό Εκκρεμές του Foucault
(Παρίσι, 1851), καθώς και την εμπειρία από την κατακόρυφη πτώση των σωμάτων, όπου
έχουμε απόκλιση πάντα προς την ανατολή, εκτός της περίπτωσης που ένα σώμα ρίχνεται
κάθετα προς τα πάνω σε έναν από τους πόλους.

γ. Κίνηση του Πόλου. Μετάπτωση. Κλόνηση.

Το γεγονός ότι η Γη δεν είναι ένα ομογενές αυστηρά γεωμετρικό σώμα ούτε απόλυτα
στερεό καθώς και άλλες δυναμικές δράσεις που εξασκούνται πάνω της, προκαλούν την
κίνηση του Πόλου, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί με αστρονομικές μεθόδους και να
εκφραστεί ως προς έναν μέσο Πόλο αναφοράς (γεωγραφικός πόλος).

Σελίδα 15
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Φαινόμενα που ενδιαφέρουν άμεσα την ανθρωπότητα, σαν τους σεισμούς, βρίσκονται
σήμερα στο δρόμο της μελέτης και του συσχετισμού τους με την κίνηση του Πόλου.

Η επιπλάτυνση της Γης είναι η κύρια αιτία για άλλες συστηματικές κινήσεις της Γης
που συνδέονται με τις βασικές κινήσεις της που περιγράφηκαν προηγούμενα δηλαδή με την
περιστροφή γύρω από τον ήλιο και την στροφή γύρω από τον άξονά της.

Σχ. 5. Η γεωμετρία της παλιρροϊκής έλξης της Σελήνης και τα παραγόμενα φαινόμενα της
μετάπτωσης και κλόνησης.

Η μετάπτωση οφείλεται στο φυσικό γεγονός, ότι η Γη περιστρεφόμενη αντιστέκεται σε


κάθε δύναμη που προσπαθεί να της αλλάξει τη γωνία κλίσεως του άξονά της, όπως είναι η
παλιρροϊκή έλξη που εξασκεί η Σελήνη πάνω στη Γη, με αποτέλεσμα να «σέρνει» τον άξονα
στροφής έτσι ώστε να διαγράφει μια κωνική μορφή στο χώρο. Η φορά της μεταπτώσεως είναι
αντίθετη από τη φορά στροφής της Γης και παρ’ όλο που φαίνεται στο σχήμα 5 ότι η γωνία
του κώνου που διαγράφεται λόγω της μεταπτώσεως είναι 47ο, στην πραγματικότητα η
μετάπτωση είναι πολύ μικρή γύρω στα 50,2 δευτερόλεπτα τόξου το χρόνο, που σημαίνει πως
για να διαγραφεί όλος ο κώνος (πλήρης περιστροφή) απαιτούνται 25.800 χρόνια.

Εκείνος που μελέτησε πρώτος το φαινόμενο της μεταπτώσεως ήταν ΄Ελληνας, ο


΄Ιππαρχος το 120 π.Χ., συγκρίνοντας παλιότερες παρατηρήσεις. Από το παραπάνω σχήμα,
βλέπουμε πως ο αστέρας που υλοποιεί σήμερα τη διεύθυνση του Βόρειου Πόλου είναι ο
Πολικός, όμως σε 12.000 σχεδόν χρόνια δεν θα είναι πια ο Πολικός αλλά ο Βέγας.

Σελίδα 16
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Οι δυνάμεις που προκαλούν την μετάπτωση δεν εφαρμόζονται σταθερά, με αποτέλεσμα


η μετάπτωση να μην είναι ομαλή αλλά να παρουσιάζει «κλονισμούς». Η τροχιά που
προκαλείται από την μετάπτωση είναι σαν κυματοειδής και το φαινόμενο λέγεται κλόνηση.

Η κλόνηση μεταβάλλεται με αρκετά πολύπλοκο τρόπο και θεωρείται σαν μια διόρθωση
της τάξεως του ενός δευτερολέπτου τόξου, που πρέπει να επιβληθεί στην μετάπτωση που
είναι γύρω στα 50,2 δευτερόλεπτα το χρόνο.

Τέλος, από όσα είπαμε πιο πάνω τρία χαρακτηριστικά των κινήσεων της Γης μπορούν
να θεωρηθούν σπουδαία:

α) Η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της.

β) Η σταθερή κλίση του άξονα περιστροφής της Γης ως προς το ελλειπτικό επίπεδο.

γ) Ο σχεδόν σταθερός προσανατολισμός του άξονα περιστροφής ως προς τους


αστέρες.

1.3. ΠΕΔΙΟ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ

Όλα τα σώματα στο σύμπαν έλκουν το ένα το άλλο. Η ελκτική αυτή δύναμη είναι η
βαρύτητα. Το πεδίο βαρύτητας της Γης είναι ο χώρος μέσα στον οποίο κάθε σώμα δέχεται
την επίδραση της ελκτικής δύναμης της Γης. Η δύναμη με την οποία δύο σώματα έλκονται
μεταξύ τους καθορίζεται από τον πρώτο νόμο του Νεύτωνα και είναι ανάλογη με το γινόμενο
των μαζών τους και αντίστροφη προς το τετράγωνο της αποστάσεως που τα χωρίζει.

M1 ⋅ M 2
F=
d2
Έτσι, αν σκεφθούμε πως η μάζα της Γης, Μ, είναι πολύ μεγάλη, 2.1027 τόνοι, σε σχέση
με τη μάζα m ενός σώματος που βρίσκεται στην επιφάνειά της, βλέπουμε ότι η δύναμη που
ασκείται από αυτήν είναι πολύ μεγάλη.

Κάθε σώμα στη Γη έχει βάρος. Το βάρος του είναι η δύναμη που ενεργεί σ’ αυτό από
την έλξη της Γης. Αν θεωρήσουμε το σώμα σαν μια μάζα Μ1, η δύναμη δηλ. το βάρος του
είναι η έλξη πάνω σ’ αυτό ενός άλλου σώματος Μ2 που είναι ολόκληρη η Γη και βρίσκεται
σε απόσταση ίση με την ακτίνα της r.

Σελίδα 17
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Από το δεύτερο νόμο του Νεύτωνα έχουμε

F = m1.g g= επιτάχυνση της βαρύτητας

Άρα, η ελκτική δύναμη που ασκείται ανά μονάδα μάζας είναι ίση με την επιτάχυνση.
Συνήθως μιλάμε για «επιτάχυνση» ή «ένταση» της βαρύτητας παρά για δύναμη.

Η μελέτη του πεδίου βαρύτητας της Γης εντοπίζεται κυρίως με τη μέτρηση της
επιτάχυνσης της βαρύτητας g και βοηθά τις μελέτες για τον προσδιορισμό του μεγέθους, του
σχήματος της Γης, καθώς και της πυκνότητας των πετρωμάτων που είναι το αντικείμενο
πολλών επιστημών.

Οι κεντρόφυγες δυνάμεις οφείλονται στην περιστροφή της Γης και δρουν κατά
διεύθυνση κάθετη προς τον άξονα περιστροφής. Οι κεντρόφυγες δυνάμεις έχουν τη μεγίστη
τιμή στον ισημερινό και μηδενίζονται στους πόλους, με αποτέλεσμα τη διόγκωση στον
ισημερινό και την επιπλάτυνση στους πόλους.

Η επιτάχυνση της βαρύτητας g στην επιφάνεια της Γης είναι g=980 cm/sec2 ή 980 gal.
Μεταβάλλεται με το γεωγραφικό πλάτος κατά +2,5ο/οο περίπου. Η κανονική μεταβολή της
βαρύτητας με το γεωγραφικό πλάτος οφείλεται σε δύο λόγους: α) στην περιστροφή της Γης
και β) στην απόκλιση του σχήματος της Γης από το κανονικό σχήμα σφαίρας. Εκτός όμως
από αυτή τη μεταβολή έχουμε μεταβολές με το ύψος, με τη μορφολογία του εδάφους και με
τη θέση της Σελήνης και του ΄Ηλιου.

Σχ. 6. Οι δυνάμεις βαρύτητας σημειώνονται με μαύρα βέλη και οι κεντρόφυγες δυνάμεις με λευκά
βέλη. (φωτ. από R. Flint & B. Skinner, 1975)

Σελίδα 18
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Για να μπορέσουν οι μετρήσεις βαρύτητας να είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους, θα πρέπει


να μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχες τιμές αναφοράς. Δηλαδή αν μπορούσαμε προς
στιγμή να φανταστούμε πως η Γη είναι ένα τέλειο ελλειψοειδές εκ περιστροφής όπου σε κάθε
σημείο του μπορούμε να υπολογίσουμε μαθηματικά την ένταση της βαρύτητας που προκαλεί
αυτό το γεωμετρικό σώμα και που στην περίπτωση αυτή λέγεται κανονική βαρύτητα, τότε
συγκρίνοντας την πραγματική τιμή του g που μετράμε με τα εκκρεμή ή τα βαρυτόμετρα σε
σημεία της φυσικής επιφανείας της Γης (που αντιστοιχούν σε σημεία του ελλειψοειδούς), με
την κανονική βαρύτητα μπορούμε να συντάξουμε χάρτες του πεδίου βαρύτητας, στους
οποίους σχεδιάζουμε καμπύλες που συνδέουν σημεία με την ίδια τιμή του g (ισοβαρείς
καμπύλες).

Άλλοι χάρτες αυτής της οικογένειας είναι οι χάρτες που απεικονίζουν τις διαφορές
υψομέτρου των σημείων του γεωειδούς που συνδέεται άμεσα με το πεδίο βαρύτητας, από τα
αντίστοιχα σημεία του ελλειψοειδούς.

Μετρήσεις βαρύτητας μπορούν να γίνουν με μεγάλη ευκολία στην ξηρά και με


περισσότερη δυσκολία πάνω στη θάλασσα και στο βυθό της, καθώς και στον αέρα. Όπως
είναι ευνόητο, η Γη δεν έχει καλυφθεί ολόκληρη από μετρήσεις βαρύτητας, κυρίως λόγω των
δυσκολιών να μετρήσουμε στη θάλασσα, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της γήινης
επιφάνειας. Τις κυριότερες εφαρμογές των μετρήσεων βαρύτητας ή βαρυτομετρίας, όπως
λέγεται, τις συναντάμε στη γεωδαισία και στην εφαρμοσμένη γεωφυσική.

Όργανα μέτρησης της βαρύτητας


Το πιο γνωστό όργανο για την απόλυτη μέτρηση του g, είναι το εκκρεμές. Το εκκρεμές
μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για σχετικές μετρήσεις βαρύτητας, δηλαδή για παρατηρήσεις
διαφορών στην τιμή της βαρύτητας από ένα σημείο σε άλλο.

Σήμερα έχουν κατασκευαστεί όργανα μετρήσεως της απόλυτης τιμής του, βασιζόμενα
στο χρόνο που χρειάζεται μια μικρή μάζα να πέσει κατακόρυφα, σαν σ’ έναν σωλήνα
σταθερού μήκους. Οι ακρίβειες στη μέτρηση του g έχουν φθάσει σήμερα στην τάξη του μgal,
δηλαδή 10-6gal ή 10-3 mgal.

Σελίδα 19
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

1.4. ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ

Η Γη συμπεριφέρεται σαν ένας τεράστιος μαγνήτης. Απόδειξη της ύπαρξης του γήινου
μαγνητικού πεδίου είναι η μαγνητική πυξίδα. Η μαγνητική βελόνα της προσανατολίζεται
παράλληλα προς τις δυναμικές γραμμές του γήινου μαγνητικού πεδίου και δείχνει πάντα το
βοριά. Μερικά ορυκτά είναι φυσικοί μαγνήτες και αν αναρτηθούν με όμοιο τρόπο όπως η
μαγνητική βελόνα, ώστε να μπορούν να κινηθούν ελεύθερα, συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο
ακριβώς τρόπο με αυτή. Η φυσική μαγνήτιση του μαγνητίτη και η μαγνητική δύναμη της Γης
ανακαλύφθηκαν από τους Κινέζους πριν 4.000 χρόνια. Από πολύ παλιά, επίσης, ήταν
γνωστός ο μαγνητισμός και στο δυτικό ημισφαίριο. Η λέξη μαγνήτης μάλιστα προέρχεται
από το «Μαγνήτη λίθο» δηλ. πέτρα της Μαγνησίας, από την ομώνυμη περιοχή της
Θεσσαλίας όπου οι αρχαίοι ΄Ελληνες ανακάλυψαν μαγνητίτη.

Το μαγνητικό πεδίο που περιβάλλει τη Γη μοιάζει με αυτό που σχηματίζεται γύρω από
ένα μαγνητικό δίπολο, όταν ρίξουμε τριγύρω του ρινίσματα σιδήρου. Αυτά ακολουθούν τις
δυναμικές γραμμές του πεδίου. Τα σημεία από τα οποία φεύγουν και καταλήγουν οι
δυναμικές γραμμές, ονομάζονται πόλοι και ο χώρος που εκτείνονται μαγνητικό πεδίο.

Η Γη λοιπόν περιβάλλεται από ένα μαγνητικό πεδίο, το οποίο έχει δημιουργηθεί από
ένα δίπολο που βρίσκεται στο κέντρο της Γης. Ο μεγάλος άξονας του διπόλου λέγεται
μαγνητικός άξονας της Γης και όταν τον προεκτείνουμε κόβει την επιφάνεια της Γης σε δύο
σημεία που λέγονται μαγνητικοί πόλοι. Οι μαγνητικοί πόλοι δεν συμπίπτουν με τους
γεωγραφικούς και έχουν γεωγραφικές συντεταγμένες, ο μεν βόρειος μαγνητικός πόλος φ=75 ο
Ν και λ=101ο W, ο δε νότιος μαγνητικός πόλος φ=67ο S και λ=143ο Ε. Παρατηρούμε ότι οι
μαγνητικοί πόλοι δεν βρίσκονται ο ένας στους αντίποδες του άλλου και αυτό σημαίνει ότι ο
μαγνητικός άξονας της Γης δεν περνάει από το κέντρο της.

Εάν παρατηρήσουμε τη μαγνητική βελόνα της πυξίδας, βλέπουμε ότι δεν δείχνει
ακριβώς το βόρειο πόλο, αλλά σχηματίζει γωνία με αυτόν. Τη γωνία αυτή ονομάζουμε
απόκλιση. Επίσης η μαγνητική βελόνα σχηματίζει γωνία και με το οριζόντιο επίπεδο, το
εφαπτόμενο στη δυναμική γραμμή του τόπου. Τη γωνία αυτή ονομάζουμε έγκλιση. Η
έγκλιση και η απόκλιση διαφέρουν από τόπο σε τόπο και αυτό δείχνει ότι η διεύθυνση των
δυναμικών γραμμών και η ένταση του μαγνητικού πεδίου ποικίλουν επίσης από τόπο σε
τόπο.

Σελίδα 20
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Πηγή του γήινου μαγνητισμού


Τόσο γρήγορες μεταβολές όμως, μόνο σε ένα υγρό μπορεί να συμβούν και αυτό
συνηγορεί για τη θεωρία του δυναμό.

Ο προσδιορισμός της θέσης του Μαγνητικού πόλου σε διάφορες εποχές στην ιστορία
της Γης, στηρίζονται στη μαγνήτιση των πετρωμάτων που λέγεται παλαιομαγνητισμός. Οι
παλαιομαγνητικές μέθοδοι στηρίζονται στην ιδιότητα που έχουν τα μαγνητικά ορυκτά να
προσανατολίζονται παράλληλα προς το Γήινο μαγνητικό πεδίο. Κάθε μαγνητικό ορυκτό έχει
ένα σημείο Curie, θερμοκρασία πάνω από την οποία ο μαγνητισμός καταστρέφεται. ΄Οταν
ψύχεται κάθε μαγνητικό ορυκτό κάτω από το σημείο Curie, αποκτά μαγνήτιση και
προσανατολίζεται παράλληλα προς το Γήινο μαγνητικό πεδίο. Μελετώντας τα μαγνητικά
ορυκτά που βρίσκονται στα διάφορα εκρηξιγενή ή ιζηματογενή πετρώματα και τα αγγεία,
βρίσκουμε τα χαρακτηριστικά που είχε το μαγνητικό πεδίο την εποχή που ψύχθηκαν. Με τη
μέθοδο αυτή, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε εποχή που οι πόλοι ήταν ανεστραμμένοι και στη θέση
που είναι σήμερα ο βόρειος μαγνητικός πόλος ήταν κάποτε ο νότιος. Κατά τη διάρκεια των
τελευταίων 4 εκατομμυρίων χρόνων διαπιστώθηκαν 9 περίοδοι τέτοιων αναστροφών.

Η έκταση και το σχήμα του Γήινου μαγνητικού πεδίου


Παρατηρήσεις και μετρήσεις του σχήματος και της έκτασης του μαγνητικού πεδίου
έδειξαν ότι δεν είναι συμμετρικό, αλλά έχει ένα απιοειδές σχήμα (Σχ. 7). Οι δυναμικές
γραμμές είναι συμπιεσμένες προς την πλευρά του ΄Ηλιου και η εξωτερική τους επιφάνεια
απέχει 10 γήινες ακτίνες από την επιφάνεια της Γης, ενώ στη σκιερή είναι πολύ πιο
εκτεταμένο και δεν προσδιορίζεται η εξωτερική του επιφάνεια. Αυτό συμβαίνει γιατί ηλιακοί
άνεμοι φέρνουν σωματίδια από τον ΄Ηλιο, προσκρούουν στην εξωτερική επιφάνεια του
μαγνητικού πεδίου που λέγεται μαγνητόσφαιρα και την συμπιέζουν, πράγμα που δεν
συμβαίνει στην αντίθετη πλευρά όπου το μαγνητικό πεδίο αναπτύσσεται πολύ περισσότερο.

Όργανα μετρήσεως του μαγνητικού πεδίου και η έντασή του


Υπάρχουν όργανα που μετράνε τη διεύθυνση και την ένταση του μαγνητικού πεδίου
και λέγονται μαγνητόμετρα. Είδη μαγνητομέτρων έχουμε στις κλασσικές μορφές δίπολου ή
γαλβανομέτρου ή σε πιο εξελιγμένα μαγνητόμετρα πρωτονίου, των οποίων η αρχή στηρίζεται
στη μετάπτωση του σπιν του πρωτονίου.

Σελίδα 21
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Μετρήσεις της διευθύνσεως και εντάσεως του μαγνητικού πεδίου γίνονται σε περίπου
90 σταθερούς μαγνητικούς σταθμούς σ’ όλο τον κόσμο. Επιπρόσθετα, γίνονται μετρήσεις
πυκνώσεως με απλά μαγνητόμετρα, από τις οποίες κατασκευάζονται μαγνητικοί χάρτες.

Σχ. 7 Σχ. 8

Σχ. 7. Οι δυναμικές γραμμές που σχηματίζει το μαγνητικό πεδίο της Γης και η θέση του μαγνητικού
διπόλου σε σχέση με τον άξονα περιστροφής. (φωτ. από R. Flint & B. Skinner, 1975).

Σχ. 8. Τομή του γήινου μαγνητικού πεδίου. Ρεύμα από ιονισμένα σωματίδια από τον ήλιο
παραμορφώνουν το μαγνητικό πεδίο και δημιουργείται ένα μέτωπο πρόσκρουσης. (φωτ. από R.
Flint & B. Skinner, 1975)

Μονάδα μετρήσεως του μαγνητικού πεδίου είναι το oersted. Μαγνητικό πεδίο ενός
oersted αντιστοιχεί σε δύναμη ενός dyn ανά cm ανά μονάδα μαγνητικής μάζας. Στην
επιφάνεια της Γης έχουμε ένα μαγνητικό πεδίο κατά μέσο όρο 0,50 oersted. ΄Ενα μέγιστο 0,7
oersted εμφανίζεται στον Νότιο μαγνητικό πόλο, ενώ ένα δεύτερο μέγιστο 0,6 oersted στο
βόρειο μαγνητικό πόλο. Στο μαγνητικό ισημερινό έχουμε γύρω στα 0,25 oersted.

Μια άλλη μονάδα μετρήσεως του μαγνητικού πεδίου είναι το γάμμα (gamma). 1
oersted αντιστοιχεί σε 100.000 gamma ή 1 γ=10-5 οersted. Το μαγνητικό πεδίο δεν είναι
σταθερό, αλλά μεταβάλλεται με το χρόνο κατά διεύθυνση γύρω στα ±5′ και κατά ένταση
γύρω στα ±5γ.

Σελίδα 22
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

1.5. ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ – ΗΛΙΑΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Η ενέργεια που φθάνει στην επιφάνεια της Γης προέρχεται κυρίως από τρεις πηγές:

1) Την ακτινοβολία που φθάνει στη Γη και προέρχεται κυρίως από τον Ήλιο.

2) Την κινητική ενέργεια που προέρχεται από την περιστροφή της Σελήνης της Γης
και του Ήλιου και εμφανίζεται σαν παλίρροιες και 3) Την ενέργεια που
προέρχεται από το εσωτερικό της Γης.

Σχ. 9. Η ηλιακή ενέργεια φθάνει στη Γη με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. (Hamblin,


K., 1978).

Τα ποσά θερμότητας που δέχεται η Γη από τις τρεις αυτές πηγές ανά εικοσιτετράωρο
είναι τα ακόλουθα:

• Ηλιακή ενέργεια37,00×1017 cal.

• Ενέργεια προερχόμενη από το εσωτερικό της Γης 6,6×1017 cal.

• Παλίρροιες 0,6×1017 cal.


Όπως βλέπουμε από τις τιμές, κύρια πηγή ενέργειας είναι ο Ήλιος.

Από την ακτινοβολία που δέχεται η Γη, 40% ανακλάται στο διάστημα χωρίς καμιά
μεταβολή. Ήταν η ανακλώμενη ακτινοβολία, που είδαν οι αστροναύτες, όταν από τη Σελήνη
αντίκρισαν τη Γη. Το υπόλοιπο 60% απορροφάται ένα μέρος από την ατμόσφαιρα και
μετατρέπεται σε θερμότητα και ένα άλλο μέρος από την ξηρά και τη θάλασσα. Η ενέργεια

Σελίδα 23
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

αυτή που απορροφάται από τη θάλασσα θερμαίνει το νερό και προκαλεί εξάτμιση, οι ατμοί
σχηματίζουν τα σύννεφα και αυτά τη βροχή και τα χιόνια. Η ενέργεια που απορροφάται από
την ξηρά θερμαίνει σταδιακά τον αέρα με επαγωγή και προκαλεί ανέμους και αυτοί με τη
σειρά τους κύματα κλπ. Έτσι, ο κυριότερος παράγοντας αποσαθρώσεως και διαβρώσεως που
δρα στην επιφάνεια της Γης είναι η ενέργεια που παράγεται από τον Ήλιο. Η ποσότητα
ενεργείας που δέχεται η Γη με αυτή που εκπέμπει στο διάστημα θα πρέπει να είναι ίση, γιατί
η θερμοκρασία της Γης ούτε ελαττώνεται ούτε αυξάνει.

Η ηλιακή ενέργεια που φθάνει στη Γη, κατά ένα μέρος χρησιμεύει για τη θέρμανση της
ατμόσφαιρας. Μεγάλο μέρος ενέργειας απορροφάται από την ξηρά και τη θάλασσα,
προκαλώντας εξάτμιση του νερού και δημιουργία νεφών.

Σχ 10. Η ενέργεια που φθάνει στη Γη προέρχεται από τρεις πηγές. Δύο βρίσκονται έξω από τη Γη
και μια στο εσωτερικό της. Η ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων μεγάλου μήκους
κύματος διαφεύγει στο διάστημα. (Hamblin, K., 1978).

Η κατανομή της ενέργειας που δέχεται η επιφάνεια της Γης δεν είναι η ίδια σε όλη τη
Γη, αλλά μεταβάλλεται με το γεωγραφικό πλάτος και την εποχή. Γενικά, στη διάρκεια του
χρόνου οι περιοχές του ισημερινού δέχονται περισσότερη ενέργεια από τις πολικές, ενώ η
εκπεμπόμενη ενέργεια δεν διαφέρει πολύ με το πλάτος. Έτσι, έχουμε κέρδος ενέργειας στα
χαμηλά πλάτη και απώλεια στα μεγάλα.

Αν θεωρήσουμε μια μέση απόσταση Ήλιου-Γης, τότε η Γη δέχεται ενέργεια


2 cal/cm2.min (για την ακρίβεια 1,94 cal/cm2 min). Η μονάδα 1cal/cm2 = 1 lg (langley).
΄Εχουμε 1,94 lg/min, που ισοδυναμεί με ισχύ 1,4 Kw/m2 περίπου, για ολόκληρη δε την
επιφάνεια της Γης η ισχύ της ηλιακής ενέργειας φθάνει σε 175×1012 Κw.

Σελίδα 24
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Σχ. 11.Η ηλιακή ενέργεια που φθάνει στη γήινη επιφάνεια ποικίλλει με το γεωγραφικό πλάτος. Η
ακτινοβολία που διασχίζει το επίπεδο ΑΑ1 ανέρχεται σε 2,88×103 cal/24h. Οι ακτίνες που περνούν
κάθε cm2 του ΑΑ1 προσπίπτουν σε ένα cm2 στη γήινη επιφάνεια, αν οι ακτίνες είναι κάθετες ee1.
Επειδή όμως η γήινη επιφάνεια είναι κυρτή, σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη διαχέονται σε
μεγαλύτερη επιφάνεια pp1.( Hamblin, K., 1978).

Το ηλιακό φάσμα, όπως ξέρουμε, περιλαμβάνει ακτινοβολίες διαφόρων μηκών


κύματος. Το 50% της ηλιακής ενέργειας ανήκει στο υπέρυθρο τμήμα μεγάλου μήκους
κύματος (λ>0,7μ) το 41% ανήκει στην ορατή περιοχή του φάσματος (0,4μ<λ<0,7μ) και μόνο
το 9% ανήκει στην περιοχή της υπεριώδους ακτινοβολίας και των ακτίνων Χ (λ<0,4μ).

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, ένα μέρος της ακτινοβολίας απορροφάται από τη Γη και
την ατμόσφαιρα και ένα άλλο ανακλάται στο διάστημα. Η επιφάνεια του εδάφους επειδή
θερμαίνεται από την ηλιακή ακτινοβολία που απορροφά, γίνεται πηγή ακτινοβολίας μεγάλου
μήκους κύματος. Συνήθως, η Γη θεωρείται, σαν πράσινο σώμα που απορροφά και εκπέμπει
ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος (στο υπέρυθρο τμήμα του φάσματος). Το ποσό της
επανεκπεμπόμενης ακτινοβολίας δι’ ανακλάσεως λέγεται albedo (αλμπέντο).

Μια ποσότητα περίπου 32% από αυτό, είναι σε μικρό μήκος κύματος (λ<0,7μ) και το
υπόλοιπο 68% σε μορφή υπέρυθρης ακτινοβολίας. Το albedo είναι διαφορετικό για κάθε
περιοχή π.χ. για δασικές περιοχές είναι 25-30%, χιόνι 45-90%, σκούρο έδαφος 5-15%, έρημοι
25-30%, σύννεφα 5-85%. Οι υδάτινες επιφάνειες ανακλούν την άμεση ηλιακή ακτινοβολία
κατά 2-58% και τη διάχυτη κατά 17% περίπου.

Σελίδα 25
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

1.6. Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ

Ατμόσφαιρα είναι η αεριώδης μάζα η οποία περιβάλλει τη Γη, αποτελεί ένα σώμα με
αυτή και μετέχει σε όλες τις κινήσεις της Γης .

Το ύψος στο οποίο φθάνει η ατμόσφαιρα, θεωρητικά είναι αυτό στο οποίο η δύναμη της
βαρύτητας αντιτίθεται στη διαφυγή των μορίων των αερίων προς το κοσμικό διάστημα.
Θεωρητικοί υπολογισμοί δείχνουν, ότι η ατμόσφαιρα της Γης μπορεί να εκτείνεται πάνω από
τους πόλους μέχρι το ύψος των 28.000 Κm και πάνω από τον ισημερινό έως 42.000 Κm.

Το ύψος όμως που η ατμόσφαιρα γίνεται αισθητή με διάφορα φαινόμενα που


συμβαίνουν μέσα σ’ αυτή, είναι κατά πολύ μικρότερο και δεν υπερβαίνει τα 3.000km. H
πυκνότητα του αέρα μεταβάλλεται με το ύψος. Έτσι, η πυκνότητα του αέρα στην επιφάνεια
του εδάφους είναι 1,3×10-3 gr/cm3, σε ύψος 20 km είναι 0,9.10-4 gr/cm3 και σε ύψος 300 km
είναι 6,7×10-27gr/cm3. Στα εξώτατα στρώματα φαίνεται ότι αναμιγνύεται βαθμηδόν με το
ενδοπλανητικό διάστημα, το οποίο δεν είναι απολύτως κενό, αλλά περιέχει άτομα και μόρια
διαφόρων αερίων. Η γήινη ατμόσφαιρα λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια τοπική πύκνωση
της ενδοπλανητικής ατμόσφαιρας.

Από θεωρητικούς υπολογισμούς, το 50% περίπου του συνόλου της μάζας της
ατμόσφαιρας (δηλ. 5,26×1021 gr) περιλαμβάνεται σε ένα στρώμα που εκτείνεται από την
επιφάνεια του εδάφους μέχρι ύψους 5 km. Τα 75% σε ένα στρώμα ύψους 10 km, τα 95% σε
ένα στρώμα ύψους 20 km, ενώ το 99% της ατμόσφαιρας περιλαμβάνεται στο στρώμα που
φθάνει τα 40km από την επιφάνεια.

Η σύνθεση της ατμόσφαιρας


Η ατμόσφαιρα της γης στα κατώτερα στρώματα δηλ. μέχρι ύψους 25 km περίπου,
αποτελείται: α) από ξηρό αέρα, β) από υδρατμούς και γ) από αιωρήματα διαφόρου
προελεύσεως (aerosols).

Όπως φαίνεται στον πίνακα, τα βασικά αέρια που αποτελούν τον ατμοσφαιρικό αέρα
είναι το άζωτο και το οξυγόνο που καταλαμβάνουν το 99% του όγκου, ενώ τα υπόλοιπα
παρουσιάζουν αναλογίες μικρότερες του 1%.

Σελίδα 26
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
Περιεκτικότητα επί τοις 100%
Αέρια
κατά όγκο)
΄Αζωτο Ν 78,08
Οξυγόνο Ο 20,95
Αργό Ar 0,93
Διοξ. Άνθρακα CO2 0,03
Νέο Ne 18,18.10-4
΄Ηλιο He 5,24.10-4
Μεθάνιο CH4 2,2.10-4
Κρυπτό Kr 1,14.10-4
Οξειδ. Αζώτου N2O (0,05±0,1).10-4
Υδρογόνο H2 0,5.10-4
Ξένο Χe (0.0,087).10-4
΄Οζον O3 (0.0,07).10-4 και (1-3).10-4

α) Ξηρός αέρας. Η σύνθεση του ατμοσφαιρικού αέρα είναι η αναφερόμενη στον


πίνακα Ι και είναι περίπου σταθερή σε κάθε σημείο πάνω στην επιφάνεια της Γης. Η σύσταση
είναι η ίδια πάνω από ξηρές, θάλασσες, δασοσκεπείς ή ερημικές περιοχές, πεδινές ή ορεινές
κατοικημένες ή όχι, ισημερινές ή πολικές. Αυτό οφείλεται στις έντονες αναμίξεις της
ατμόσφαιρας, εξαιτίας των ανέμων και των ρευμάτων.

Η σύνθεση της ατμόσφαιρας παραμένει η ίδια σε αναλογίες μέχρι του ύψους των 80
Κm με εξαίρεση το διοξείδιο του άνθρακα και το όζον, γι’ αυτό και η περιοχή αυτή της
ατμόσφαιρας καλείται ομοιόσφαιρα, ενώ η περιοχή που βρίσκεται πάνω από αυτήν
ετερόσφαιρα.

Υψηλότερα από το τμήμα αυτό, επικρατεί το ατομικό υδρογόνο (Η+) και η περιοχή
αυτή ονομάζεται πρωτονιόσφαιρα.

Η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα μεταβάλλεται ελαφρά με


το χρόνο και τον τόπο π.χ. η περιεκτικότητά του είναι μικρότερη την ημέρα από τη νύκτα και
το καλοκαίρι και το φθινόπωρο από το χειμώνα.

Επίσης, παρατηρείται μεγαλύτερη ποσότητα CO2 πάνω από ηπείρους από ότι πάνω από
ωκεανούς, γιατί το αέριο αυτό απορροφάται από το θαλασσινό νερό και αποτίθεται στους
πυθμένες των ωκεανών. Κοντά σε πυκνοκατοικημένες βιομηχανικές περιοχές, η
περιεκτικότητα σε CO2 είναι πολύ μεγάλη και φθάνει έως 0,05%.

Σελίδα 27
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Το διοξείδιο του άνθρακος προέρχεται από διάφορες καύσεις, οξειδώσεις οργανικών


ουσιών, αναπνοή ζωικών οργανισμών, διαπνοή φυτών και από ηφαίστεια.

Η σημασία της υπάρξεως CO2 στην ατμόσφαιρα είναι πολύ μεγάλη παρά τη μικρή του
αναλογία, γιατί είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη των φυτών και γιατί απορροφά
ακτινοβολία την οποία στη συνέχεια εκπέμπει συμβάλλοντας στην αύξηση της θερμοκρασίας.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προοδευτική αύξηση του CO2 στην ατμόσφαιρα,
η οποία αποδίδεται στην αυξημένη βιομηχανική δραστηριότητα. Το 1900 η περιεκτικότητα
σε CO2 ήταν 292 cm3/m3, ενώ σήμερα έφθασε στα 330 cm3/m3. H περιεκτικότητα σε CO2
κατά το ύψος μέχρι το 20 km δεν παρουσιάζει ουσιώδη μεταβολή, υψηλότερα όμως
σημειώνεται πτώση.

Το όζον είναι το άλλο στοιχείο στην περιεκτικότητα του οποίου παρατηρούνται


μεταβολές. Όπως και το CO2, βρίσκεται σε πολύ μικρή αναλογία στον ατμοσφαιρικό αέρα, η
σημασία όμως και αυτού για τη ζωή στη Γη είναι πολύ μεγάλη γιατί έχει την ιδιότητα να
απορροφά ισχυρά την υπεριώδη ακτινοβολία (λ 2900Å) εμποδίζοντας το καταστρεπτικό αυτό
τμήμα του φάσματος για τη ζωή να φθάσει στη γη. Η απορρόφηση της υπεριώδους
ακτινοβολίας έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου
παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση.

Το όζον σχηματίζεται εξαιτίας της διασπάσεως του μοριακού οξυγόνου (Ο2) από την
υπεριώδη ακτινοβολία.

Η περιεκτικότητα του όζοντος στα κατώτερα στρώματα της ατμοσφαίρας μέχρι ύψους
10 km είναι πολύ μικρή. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται μεταξύ 15-35 km και γι’
αυτό η περιοχή αυτή καλείται οζονόσφαιρα και αποτελεί τμήμα της χημιόσφαιρας.

Αν θεωρήσουμε ότι το όζον συγκεντρωνόταν με κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και


πιέσεις γύρω από την επιφάνεια της Γης, θα σχημάτιζε ένα στρώμα πάχους μόλις 3 mm.

β) Υδρατμοί: Οι υδρατμοί που περιέχει η γήινη ατμόσφαιρα προέρχονται από την


εξάτμιση των υδατίνων επιφανειών και γενικά κάθε υγρής επιφάνειας. Η ποσότητά τους
μεταβάλλεται με το χρόνο και από τόπο σε τόπο και κυμαίνεται από 0-4% κατά όγκο. Το
ποσοστό τους μας δίνει το δείκτη υγρασίας και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις ατμοσφαιρικές
λειτουργίες. Οι υδρατμοί αποτελούν σημαντική πηγή θερμότητας στην ατμόσφαιρα.

γ) Ατμοσφαιρικά αιωρήματα (Αerosols): είναι σωματίδια μικρού μεγέθους 10-20μ.,


τα οποία αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Η σύστασή τους είναι ποικίλη από απόψεως χημικής

Σελίδα 28
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

συστάσεως και χημικών ιδιοτήτων.΄Έχουν μεγάλη σημασία γιατί αποτελούν πυρήνες


συγκεντρώσεως των υδρατμών για τη δημιουργία των νεφών και της βροχής. Επίσης, τα
σωματίδια αυτά καθορίζουν το βαθμό θολώσεως της ατμόσφαιρας και το βαθμό ρυπάνσεώς
της ιδιαίτερα από τα διάφορα καυσαέρια, καπνό, κονιορτό κλπ.

Τα ατμοσφαιρικά αιωρήματα, ανάλογα με την προέλευσή τους διακρίνονται σε:

α) σωματίδια γήινης προελεύσεως και β) σωματίδια κοσμικής προελεύσεως.

Τα σωματίδια γήινης προελεύσεως είναι:

• Σωματίδια διαφόρων οργανικών ουσιών.

• Σωματίδια που εκτοξεύονται από το εσωτερικό της γης (ηφαίστεια).

• Σωματίδια προερχόμενα από την αποσάθρωση πετρωμάτων.

• Σωματίδια βιομηχανικής προελεύσεως.

• Σωματίδια ραδιενεργά.

• Μόρια χλωριούχου νατρίου κλπ.

Προέλευση του οξυγόνου


Το οξυγόνο εμφανίστηκε στην ατμόσφαιρα της Γης πολύ μετά τα άλλα αέρια δηλ. Ν,
CO2 και υδρατμούς. ΄Οσον αφορά στην προέλευση του οξυγόνου, υπάρχουν διάφορες
θεωρίες από τις οποίες επικρατέστερες είναι οι ακόλουθες.

Κατά την πρώτη, ένα μέρος των υδρατμών ανέβαινε σε ύψη μεγαλύτερα των 60km,
όπου διεσπάτο εξαιτίας της ισχυρής υπεριώδους ακτινοβολίας σε Η+ και Ο-. Τα άτομα του Η,
ως ελαφρότερα διέφευγαν στο διάστημα, ενώ τα άτομα του Ο παρέμεναν στην ατμόσφαιρα
εξαιτίας της βαρύτητας.

Κατά τη δεύτερη θεωρία, το οξυγόνο δημιουργήθηκε από τα πρωτογενή φυτά που


αναπτύσσονταν χωρίς οξυγόνο, αλλά παρήγαν οξυγόνο κατά τη διάρκεια του βιολογικού τους
κύκλου.

Αρχή και εξέλιξη της γήινης ατμόσφαιρας


Σύμφωνα με τις κοσμογονικές θεωρίες που επικρατούν σήμερα, θεωρείται ότι η
ατμόσφαιρα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη γη και η ιστορία της αρχίζει πριν από 4,5
τρισεκατομμύρια χρόνια.
Σελίδα 29
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Κατά την πρώτη φάση, η Γη είναι μια υπέρθερμη πυκνή μάζα αερίων μεγάλου πάχους.
Τα αέρια είχαν πιθανώς την ίδια σύσταση με τα αέρια που υπήρχαν στον ΄Ηλιο σε διάπυρη
κατάσταση και μεγάλο μέρος τους διέφυγε στο διάστημα εξαιτίας των πολύ υψηλών
θερμοκρασιών και του σχετικά μικρού μεγέθους της Γης .

Η δεύτερη φάση αρχίζει όταν, εξαιτίας της προοδευτικής ψύξεως της Γης, άρχισε
αφενός να σχηματίζεται ο φλοιός και αφετέρου στην ατμόσφαιρα από χημικές διεργασίες
άρχισαν να εμφανίζονται υδρατμοί και από πλανητική ύλη, άζωτο και CO2.

Στην τρίτη φάση της ιστορίας της γήινης ατμόσφαιρας η θερμοκρασία έπεσε τόσο ώστε
σχηματίστηκαν σύννεφα, τα οποία με το χρόνο γίνονταν πυκνότερα και χαμηλότερα. Στην
αρχή σημειώνονταν λίγες βροχές, αλλά λόγω της υψηλής θερμοκρασίας το νερό εξατμιζόταν
αμέσως. ΄Οταν όμως η θερμοκρασία έπεσε κι άλλο, άρχισαν συνεχείς και κατακλυσμιαίες
βροχές. Τα νερά των βροχών σχημάτισαν τους ποταμούς, τους ωκεανούς, τις θάλασσες και
τις λίμνες και άρχισαν να διαβρώνουν τα πετρώματα. Κατά την εποχή αυτή, μεγάλη
ποσότητα CO2 εξαφανίστηκε από την ατμόσφαιρα από διάφορες αιτίες, όπως είναι η
απορρόφηση μέρους αυτού, από τα νερά των ωκεανών και η δημιουργία ανθρακικών
πετρωμάτων.

Μετά τις κατακλυσμιαίες βροχές, το πυκνό στρώμα των νεφών άρχισε να παρουσιάζει
ρωγμές, μέσα από τις οποίες έφθανε το ηλιακό φως στην επιφάνεια της Γης, στην οποία δεν
είχε εμφανιστεί ακόμη ζωή.

Επακολούθησαν μεγάλες γεωλογικές μεταβολές, εκρήξεις ηφαιστείων, πτυχώσεις του


φλοιού, ρήγματα και δημιουργία ιζηματογενών πετρωμάτων. Στην περίοδο αυτή εμφανίστηκε
και η ζωή, χωρίς να ξέρουμε το χρόνο και το μηχανισμό της προέλευσής της.

Κατακόρυφη θερμοβαθμίδα
Βρέθηκε ότι η θερμοκρασία μεταβάλλεται με το ύψος. ΄Οσο ανερχόμαστε στην
ατμόσφαιρα και απομακρυνόμαστε από την επιφάνεια της Γης, παρατηρείται πτώση της
θερμοκρασίας. Η θερμοκρασία πέφτει κατά 0,65οC ανά 100 μέτρα κατά μέσο όρο. Η
μεταβολή αυτή της θερμοκρασίας με το ύψος, ονομάζεται κατακόρυφη θερμοβαθμίδα.

Φυσική διαίρεση της ατμόσφαιρας


Η μελέτη της ατμόσφαιρας παρουσίασε μεγάλο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο γιατί εκεί
δημιουργούνται και εκδηλώνονται τα διάφορα μετεωρολογικά φαινόμενα που επιδρούν

Σελίδα 30
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

άμεσα ή έμμεσα στη ζωή μας και καθορίζουν και το κλίμα των περιοχών.Η μελέτη της
κατακόρυφης θερμοβαθμίδας μας βοήθησε να διαιρέσουμε την ατμόσφαιρα σε διάφορα
τμήματα (Σχ. 12).

Σχ. 12. Μέση μεσημβρινή τομή της ατμόσφαιρας.(από Καραπιπέρη,1964).

Από την επιφάνεια της Γης και μέχρι ενός μέσου ύψους 11-12 km, παρατηρείται μια
πτώση της θερμοκρασίας κατά 0,65οC με το ύψος. Το τμήμα αυτό της ατμόσφαιρας
ονομάζεται Τροπόσφαιρα. Πάνω από την Τροπόσφαιρα ακολουθεί ένα άλλο τμήμα που
ονομάζεται Στρατόσφαιρα. Η διαχωριστική επιφάνεια ή ζώνη ανάμεσα στα δύο αυτά
τμήματα ονομάζεται τροπόπαυση. Η τροπόπαυση στις ισημερινές περιοχές βρίσκεται σε ύψος
17-18 km, στις εύκρατες σε 11-12 km και στις πολικές 7-8 km. Στις εύκρατες περιοχές
παρατηρούνται 2 τροποπαύσεις, η μια πάνω από την άλλη και απέχουν μεταξύ τους 2,5-5 km.
Η απόσταση αυτή αυξάνεται το χειμώνα και ελαττώνεται το καλοκαίρι. Πολλοί υποστηρίζουν
ότι στα μέσα πλάτη υπάρχει και τρίτη τροπόπαυση.

Η θερμοκρασία της τροπόπαυσης πάνω από τις ισημερινές περιοχές έχει τις μικρότερες
τιμές και φθάνει στους –70οC έως –80οC, ενώ πάνω από τις πολικές τους –55οC έως –60οC.

Σελίδα 31
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Η τροπόσφαιρα ανάλογα με την τιμή της κατακόρυφης θερμοβαθμίδας που


παρουσιάζει, χωρίζεται σε 4 περιοχές:

α) Την κατώτερη τροπόσφαιρα, η οποία αρχίζει από την επιφάνεια του εδάφους και
φθάνει μέχρι ύψους 1-1,5 km.

β) Τη μεσαία, που βρίσκεται σε ύψος από 1,5 έως 5-6 km.

γ) Την ανώτερη, σε ύψος από 6 έως 8-9 km.

δ) Την περιοχή της τροπόπαυσης σε ύψος 9-12 km.

Στρατόσφαιρα: Από την περιοχή της τροπόπαυσης έως του ύψους των 50-55km
βρίσκεται η στρατόσφαιρα. Η στρατόσφαιρα χωρίζεται σε δύο περιοχές:

Α) την κατώτερη στρατόσφαιρα, η οπoία εκτείνεται από την τροπόσφαιρα μέχρι


ύψους 35 km. Στο τμήμα αυτό δεν παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές της
θερμοκρασίας.

Β) την ανώτερη στρατόσφαιρα, από ύψος 35 έως 50-55 km. Στο τμήμα αυτό, η
θερμοκρασία αυξάνει και στο ύψος των 50-55 km φθάνει στους 15οC. Η αύξηση
της θερμοκρασίας οφείλεται στη μεγάλη συγκέντρωση όζοντος, η οποία
παρατηρείται σε ύψος 20-40 km και το οποίο απορροφά ισχυρώς την υπεριώδη
ακτινοβολία.

Πάνω από τη στρατόσφαιρα εκτείνεται η μεσόσφαιρα. Η διαχωριστική επιφάνεια


στρατόσφαιρας - μεσόσφαιρας ονομάζεται στρατόπαυση.

Μεσόσφαιρα: Η μεσόσφαιρα εκτείνεται από το ύψος 50-55 km έως του ύψους των 80-
85 km. Στην περιοχή αυτή, η θερμοκρασία ελαττώνεται και στο ανώτερο ύψος της φθάνει
τους –90οC.

Πάνω από τη μεσόσφαιρα εκτείνεται η θερμόσφαιρα. Η διαχωριστική επιφάνεια


μεσόσφαιρας και θερμόσφαιρας ονομάζεται μεσόπαυση. Η θερμόσφαιρα χαρακτηρίζεται από
μια συνεχή αύξηση της θερμοκρασίας που φθάνει στα ανώτερα τμήματά της, 400-500 km,
τους 1500οC.

Το εξωτερικό τμήμα της ατμόσφαιρας ονομάζεται εξώσφαιρα.

Η διαχωριστική επιφάνεια θερμόσφαιρας και εξώσφαιρας ονομάζεται θερμόπαυση.


Στην περιοχή της εξώσφαιρας, η πυκνότητα των αερίων Ο και Η είναι πολύ μικρή και έχουν
μεγάλη κινητικότητα. Οι θερμοκρασίες εδώ είναι κινητικές. Η θερμοκρασία ενός σώματος

Σελίδα 32
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

καθορίζεται από την απορρόφηση της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τον ΄Ηλιο και από
την ακτινοβολία του σώματος αυτού.

Ιονόσφαιρα: Στην ανώτερη ατμόσφαιρα υπάρχει μια περιοχή με μεγάλη αγωγιμότητα,


στην οποία ο αριθμός των ιόντων και των ελευθέρων ηλεκτρονίων είναι τόσο μεγάλος, ώστε
επηρεάζεται η διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Επίσης, ορίζεται σαν περιοχή της
ατμόσφαιρας στην οποία ο δείκτης διαθλάσεως των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων είναι
διάφορος της μονάδας. Ο όρος εισάχθηκε από τον R.Watson Watt. Την επιβεβαίωση της
υπάρξεως της περιοχής αυτής έκανε ο Marconi με τη σύνδεση δια ηλεκτρομαγνητικών
κυμάτων δύο τόπων που απείχαν 2000 περίπου μίλια.

Ατμοσφαιρική πίεση: Ο ατμοσφαιρικός αέρας ασκεί πίεση στην επιφάνεια της Γης
εξαιτίας της κινητικής ενέργειας των μορίων του, η οποία ονομάζεται ατμοσφαιρική πίεση.
΄Οταν ο αέρας βρίσκεται σε ηρεμία, η κίνηση των μορίων του είναι τυχαία. Η πίεση αυτή
είναι στατική ή βαρομετρική πίεση.

Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να ορίσουμε την ατμοσφαιρική πίεση σαν την πίεση
που δέχεται μια επιφάνεια είτε λόγω της κινητικής ενέργειας του αέρα είτε λόγω του βάρους
της αερίου στήλης που υπέρκειται της επιφάνειας. Η ατμοσφαιρική πίεση ελαττώνεται με το
ύψος. Μεταβάλλεται επίσης ανάλογα με τις ατμοσφαιρικές συνθήκες, με τον τόπο και τον
χρόνο.

Υγρασία: Με τον όρο υγρασία εννοούμε το σύνολο των υδρατμών που περιέχεται σε
έναν ορισμένο όγκο αέρα. Σχετική υγρασία είναι ο λόγος της ποσότητας των υδρατμών που
περιέχονται σε δεδομένη στιγμή σε έναν όγκο αέρα προς την μέγιστη ποσότητα των
υδρατμών που μπορεί να περιέχει ο αέρας στη συγκεκριμένη θερμοκρασία και πίεση.

Θερμοκρασία αέρα
Κύριες πηγές θερμότητας για την ατμόσφαιρα της Γης είναι: 1) ο ΄Ηλιος, 2) το σύνολο
των απλανών αστέρων και 3) το εσωτερικό της γης.

Η θερμότητα που προσλαμβάνει η γη από το σύνολο των απλανών αστέρων είναι


μηδαμινή, εξαιτίας των τεραστίων αποστάσεων. Επίσης, από το εσωτερικό της Γης στην
επιφάνεια υπολογίζεται ότι φθάνει θερμοκρασία περίπου 1οC, λόγω του συντελεστού
αγωγιμότητας του στερεού φλοιού. Επομένως σαν μοναδική πηγή θερμότητας παραμένει ο
΄Ηλιος, του οποίου η ακτινοβολία ρυθμίζει αμέσως και εμμέσως τη θερμοκρασία της
ατμόσφαιρας. Αμέσως διότι η ατμόσφαιρα απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία που διέρχεται

Σελίδα 33
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

απ’ αυτή και εμμέσως γιατί η ατμόσφαιρα απορροφά την υπέρυθρο ακτινοβολία που
αντανακλάται από το έδαφος.

Η θερμοκρασία δεν είναι σταθερή σε όλη την επιφάνεια της Γης αλλά μεταβάλλεται
από τόπο σε τόπο, με το γεωγραφικό πλάτος, κατά τη διάρκεια της ημέρας και κατά την
διάρκεια του χρόνου.

Οι θερμομετρικές συνθήκες σ’ οποιονδήποτε τόπο στην επιφάνεια της Γης, εξαρτώνται:

Από την ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο όριο της ατμόσφαιρας και
από τις απώλειες που υφίσταται κατά τη διάβαση μέσα από την ατμόσφαιρα από ανακλάσεις,
διαχύσεις και απορρόφηση.

• Από την ανακλαστικότητα της επιφάνειας του εδάφους.

• Από τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του εδάφους.

• Από το ισοζύγιο ακτινοβολιών Γης– ατμόσφαιρας – διαστήματος.

• Από τις εναλλαγές θερμότητας κατά τις μεταβολές των καταστάσεων του
νερού.

• Από τη μεταφορά θερμότητας από την κίνηση και ανατάραξη του αέρα.

• Από τα ατμοσφαιρικά και θαλάσσια ρεύματα.


Κατά τη διάρκεια της ημέρας παρατηρούνται εναλλαγές της θερμοκρασίας, με ένα
μέγιστο τις μεσημεριανές ώρες και ένα ελάχιστο τα ξημερώματα. Η διαφορά αυτή της
θερμοκρασίας λέγεται θερμομετρικό εύρος.

Το θερμομετρικό εύρος είναι ημερήσιο, όταν αφορά στη μεταβολή της θερμοκρασίας
ενός 24ώρου ή ετήσιο στη διαφορά θερμοκρασίας ενός τόπου κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Το θερμομετρικό εύρος έχει μεγάλη σημασία και από κλιματολογικής πλευράς και από
μετεωρολογικής. Εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος, τη γεωγραφική θέση, την εποχή, το
υψόμετρο κλπ.

Αναστροφές της θερμοκρασίας


Η θερμοκρασία, όπως είδαμε πιο πάνω, ελαττώνεται με το ύψος. Η θερμοκρασία στην
περίπτωση αυτή θεωρείται θετική. Καμιά φορά όμως συμβαίνει το αντίστροφο, δηλ. η
θερμοβαθμίδα αυξάνει με το ύψος και τότε θεωρείται αρνητική. ΄Οταν συμβαίνει το
φαινόμενο αυτό, τότε λέμε ότι έχουμε αναστροφή θερμοκρασίας.
Σελίδα 34
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Το στρώμα του αέρα μέσα στο οποίο συμβαίνει το φαινόμενο αυτό, λέγεται στρώμα
αναστροφής. Το ύψος της βάσης του στρώματος αυτού από το έδαφος, ονομάζεται ύψος
αναστροφής και η ολική αύξηση της θερμοκρασίας (από τη βάση του στρώματος μέχρι την
κορυφή του) μέγεθος αναστροφής.

Η βάση του στρώματος αναστροφής λέγεται πάτωμα και το ανώτερο σημείο οροφή ή
ταβάνι του στρώματος αναστροφής. Η απόσταση από το πάτωμα έως το ταβάνι του
στρώματος, ονομάζεται πάχος ή βάθος αναστροφής.

Οι αναστροφές θερμοκρασίας είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Το πάχος του στρώματος


αναστροφής ποικίλλει από λίγα μέτρα έως 2-3 χιλιόμετρα. Το μέγεθος αναστροφής φθάνει
τους 10οC ή και περισσότερo.

Ανάλογα με το ύψος που δημιουργούνται οι αναστροφές, διακρίνονται σε αναστροφές


επιφανείας, όταν η αναστροφή αρχίζει από την επιφάνεια της γης και σε αναστροφές
ελεύθερης ατμόσφαιρας, όταν εμφανίζονται πάνω από την επιφάνεια και σε ύψη που
ποικίλουν.

Οι αναστροφές συμβαίνουν κυρίως όταν τα κατώτερα στρώματα ψύχονται ισχυρά,


εξαιτίας έντονης ακτινοβολίας ή όταν μια θερμή μάζα αέρα περάσει πάνω από μια
ψυχρότερη.

Ορεογραφικές αναστροφές συμβαίνουν όταν μια περιοχή έχει έντονο ανάγλυφο. Οι


άνεμοι που φυσούν με διεύθυνση τους ορεινούς όγκους, κατά την κίνησή τους ακολουθούν
τη μορφή του ανάγλυφου. Θερμές μάζες αέρα ανεβαίνουν στην κορυφή, χάνουν θερμότητα
από την εκτόνωση των υδρατμών και κατεβαίνουν προς την αντίθετη πλευρά ψυχρότερες με
μεγάλη ταχύτητα και εκτοπίζουν τις θερμές μάζες που υπήρχαν. Δημιουργείται τότε
αναστροφή της θερμοκρασίας. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι παράγοντες που δημιουργούν
αναστροφές.

Τα στρώματα αναστροφής είναι πολύ ευσταθή από θερμοδυναμικής πλευράς και


εγκλωβίζουν τα στρώματα που βρίσκονται κάτω απ’ αυτά, εμποδίζοντας τη δημιουργία
ανοδικών ρευμάτων και γενικά την κυκλοφορία του αέρα σ’ αυτά.

Η ρύπανση λοιπόν στις περιπτώσεις αναστροφής είναι συνάρτηση της διάρκειας του
φαινομένου και της ποσότητα εκπομπής των ρυπαντών. ΄Οταν η διάρκεια είναι μεγάλη
εξαιτίας της ευστάθειας των εγκλωβισμένων στρωμάτων, εμποδίζεται η διάχυση και
διασπορά των ρυπαντών, με συνέπεια τα στρώματα αέρα που εμπλουτίζονται συνεχώς με
καινούργιες ποσότητες ρυπαντών που συνεχίζουν να παράγονται στην πόλη. Στις περιπτώσεις
Σελίδα 35
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

αυτές και εφόσον προβλέπεται παράταση του μετεωρολογικού αυτού φαινόμενου, είναι
απαραίτητα τα μέτρα περιορισμού ή και διακοπής των δραστηριοτήτων, ώστε να μην
επιβαρύνεται άλλο η ατμόσφαιρα μέχρι της αποκαταστάσεως της φυσιολογικής
καταστάσεως. Οι αναστροφές χωρίζονται σε πραγματικές και ψευδοαναστροφές.

Μόλυνση – Ρύπανση
Ακούμε συνεχώς γύρω μας να γίνεται συζήτηση για τη μόλυνση του περιβάλλοντος (τη
μόλυνση της ατμόσφαιρας, της θάλασσας κλπ). Ο όρος αυτός, πολλές φορές δεν
χρησιμοποιείται με τη σωστή του έννοια. Για το λόγο αυτό, θα δώσουμε τον ορισμό των
λέξεων μόλυνση και ρύπανση ώστε να ακριβολογούμε.

Σαν μόλυνση χαρακτηρίζουμε την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών


(βακτηριδίων, μυκήτων κλπ) η οποία παρατηρείται στο περιβάλλον (αέρα, νερό, έδαφος)
πάνω από ένα ορισμένο ανώτατο όριο για κάθε περίπτωση.

Σαν ρύπανση χαρακτηρίζουμε κάθε αλλαγή των φυσικών, χημικών, βιολογικών ή


ραδιολογικών χαρακτήρων του περιβάλλοντος (αέρα, νερού, εδάφους), που οφείλεται κυρίως
στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι μεταβολές αυτές μπορεί να έχουν επίδραση πρώτα στην
υγεία των ανθρώπων και γενικά προκαλούν υποβάθμιση του περιβάλλοντος με δυσμενείς
επιπτώσεις και με σοβαρή συνέπεια τη διαταραχή της ισορροπίας στη φύση.

Ατμοσφαιρική ρύπανση
Η ατμοσφαιρική ρύπανση υπάρχει από πολύ παλιά. Αναφέρονται στην ιστορία
περιστατικά ρυπάνσεως και απαγορευτικές διατάξεις από τον 13ο αιώνα. Το Λονδίνο είναι
μια περιοχή την οποία από παλιά απασχόλησε, ίσως περισσότερο και εντονότερα από άλλες
περιοχές το πρόβλημα, της ρύπανσης που προερχόταν κυρίως από καπνό και ομίχλη
(καπνομίχλη).

Από την μεγάλη κατανάλωση πετρελαίου εξαιτίας της αύξησης της βιομηχανίας,
εμφανίζονται νέοι ρυπαντές, οξειδωτικά, υπεροξείδια, οζονίδια και προϊόντα αντιδράσεως
υδρογονανθράκων με τη συμμετοχή της ηλιακής ενέργειας. Ο τύπος αυτός της ρύπανσης
καλείται φωτοχημικός. ΄Οταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες ατμοσφαιρικές συνθήκες και η
συγκέντρωση των ρυπαντών είναι αυξημένη, δημιουργείται το φωτοχημικό φαινόμενο. Ο
τύπος αυτός της ρύπανσης εμφανίστηκε γύρω στο 1940 στο Los Angeles και αργότερα
απασχόλησε και άλλες περιοχές. Η ρύπανση αυτή αντιμετωπίζεται δυσκολότερα γιατί είναι
χημικά πολύπλοκη.
Σελίδα 36
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Τα τελευταία χρόνια, η ατμοσφαιρική ρύπανση από περιορισμένο τοπικά φαινόμενο


έγινε σοβαρό ζήτημα που απασχολεί όλο και περισσότερες περιοχές.

1.7. ΚΛΙΜΑ

Καιρός είναι η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή που αναφέρεται σε
ορισμένη στιγμή ή περίοδο και χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών
στοιχείων.

Κλίμα είναι ο μέσος καιρός, η μέση καιρική κατάσταση, που βγαίνει από τις μέσες
τιμές των μετεωρολογικών ή κλιματολογικών στοιχείων που εξάγονται από μακροχρόνιες
παρατηρήσεις, τουλάχιστον τριάντα ετών.

Τα διάφορα κλιματικά στοιχεία είναι η θερμοκρασία του αέρα, τα ατμοσφαιρικά


κατακρημνίσματα (βροχή, χιόνι κλπ), ο άνεμος, η υγρασία του αέρα, η νέφωση, η
ηλιοφάνεια, κλπ. Απ’ αυτά, σπουδαιότερα είναι η θερμοκρασία και η βροχή.

Η διαμόρφωση του κλίματος μιας περιοχής καθορίζεται από το γεωγραφικό πλάτος του
τόπου, την απόκλιση του ήλιου, την κατανομή ξηρών και θαλασσών, το γήινο ανάγλυφο, τη
φύση και την κατάσταση του εδάφους, τα θαλάσσια ρεύματα, τις διάφορες ατμοσφαιρικές
διαταράξεις και από την γενική κυκλοφορία της ατμόσφαιρας.

Από τους παράγοντες αυτούς, ο σπουδαιότερος είναι το γεωγραφικό πλάτος του τόπου,
γιατί αυτό σε συνδυασμό με την απόκλιση του ήλιου, ρυθμίζει το ποσό της ηλιακής ενέργειας
που δέχεται ο τόπος. Το ποσό αυτό ρυθμίζει τη θερμοκρασία του εδάφους και του αέρα και
αποτελεί το σπουδαιότερο κλιματικό στοιχείο. Οι θερμομετρικές διαφορές που
παρατηρούνται στις διάφορες περιοχές είναι το σπουδαιότερο αίτιο της δημιουργίας των
ανέμων.

Η κατανομή των ξηρών και θαλασσών έχει μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των
κλιματικών συνθηκών εξαιτίας της διαφορετικής συμπεριφοράς των δύο αυτών στοιχείων.

Η θερμοκρασία στις θάλασσες παρουσιάζει πιο ομοιόμορφη κατανομή εξαιτίας της


συνεχούς κινήσεως των νερών και της μεγαλύτερης θερμοχωρητικότητας απ’ ότι στις ξηρές,
όπου το ανάγλυφο και η φύση του εδάφους δημιουργεί μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ των
διαφόρων τόπων. Επίσης, το ποσό των υδρατμών πάνω από τις θαλάσσιες εκτάσεις είναι

Σελίδα 37
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

πολύ μεγαλύτερο από ότι πάνω από τις ξηρές και μάλιστα από το εσωτερικό των ηπείρων, με
αποτέλεσμα οι βροχές να είναι περισσότερες. Τέλος, οι άνεμοι πάνω από τις θάλασσες είναι
ισχυρότεροι και σταθερότεροι, γιατί δεν συναντούν μεγάλη τριβή.

Το γήινο ανάγλυφο ασκεί μεγάλη επίδραση στις κλιματικές συνθήκες π.χ. η


θερμοκρασία, η απόλυτη υγρασία και η ατμοσφαιρική πίεση ελαττώνονται με το ύψος, ενώ
αντίθετα η νέφωση, η βροχή, το χιόνι, η ένταση του ανέμου, η διαφάνεια της ατμόσφαιρας
και η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας αυξάνουν με το ύψος. Το ανάγλυφο τροποποιεί τη
ροή των ανέμων και επιδρά στη διανομή της βροχής.

Τα θαλάσσια ρεύματα επιδρούν τόσο στην κατανομή των θερμοκρασιών των


θαλασσών, όσο και στις κλιματικές συνθήκες των παράκτιων περιοχών. Π.χ. το ψυχρό ρεύμα
του Λαβραδόρ επιτείνει τη δριμύτητα των χειμώνων των παράκτιων περιοχών του Καναδά
και της Νέας Γης, ενώ το θερμό ρεύμα του κόλπου επιδρά ευνοϊκά το χειμώνα στις
ανατολικές ακτές των Η.Π.Α.

1.8. ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώση του κλίματος που επικρατεί σε κάθε περιοχή,
για τη ζωή του ανθρώπου και τις καλλιέργειες. Εξίσου όμως μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει
και από γεωμορφολογικής πλευράς.

Το κλίμα είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία και διαμόρφωση των


διαφόρων γεωμορφών. Στο κλίμα οφείλεται επίσης κατά μεγάλο μέρος και η εκδήλωση
πολλών φυσικών φαινομένων (όπως πλημμύρες, κινήσεις μαζών) που ευνοούνται κάτω από
ορισμένες κλιματικές συνθήκες. Η γνώση τους οδηγεί στην πρόβλεψη και την αποτροπή
τους, που παρουσιάζει ζωτικό ενδιαφέρον για τη ζωή του ανθρώπου. Με βάση κοινά
κλιματολογικά και λιθολογικά χαρακτηριστικά μπορούμε να δημιουργήσουμε ομάδες και να
τις μελετήσουμε γεωμορφολογικά, να επισημάνουμε και καθορίσουμε το βαθμό
επικινδυνότητας εμφάνισης ανεπιθύμητων συμβάντων και να λάβουμε προληπτικά μέτρα.
Για τους λόγους αυτούς, μπορούμε να χωρίσουμε κατ’ αρχήν τη Γη σε κλιματικές ζώνες με
βάση τη θερμοκρασία, τις βροχοπτώσεις και την εξάτμιση. Οι ζώνες αυτές είναι:

Σελίδα 38
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Η διακεκαυμένη ή υγρή τροπική που περιλαμβάνεται ανάμεσα στους δύο τροπικούς


κύκλους (10ο-12ο Β και Ν). Χαρακτηρίζεται από υψηλές θερμοκρασίες όλο το χρόνο (25ο-
27οC) και από δύο περιόδους βροχών.

Δύο ημίξηρες τροπικές ζώνες (βόρεια και νότια της προηγούμενης). Σ’ αυτές, το κλίμα
αρχίζει να παρουσιάζει εποχικότητα και οι ανώτερες θερμοκρασίες παρατηρούνται τη ζεστή
υγρή περίοδο, ενώ οι κατώτερες την ξηρή.

Ακολουθούν δύο άλλες ζώνες που φθάνουν μέχρι το πλάτος 30οΒ και Ν, οι ξηρές
τροπικές ζώνες. Στις ζώνες αυτές απαντώνται οι μεγαλύτερες έρημοι, όπως η Σαχάρα. Στη
ζώνη αυτή δημιουργούνται καθοδικά ρεύματα, με σποραδικές βροχές. Η ζώνη αυτή
αντικαθίσταται από μια άλλη, την ημίξηρη υποτροπική. Σ’ αυτήν, επικρατούν καθοδικά ξηρά
ρεύματα από τις τροπικές το καλοκαίρι, ενώ το χειμώνα οι χαμηλές πιέσεις προκαλούν
βροχοπτώσεις και χαμηλές θερμοκρασίες. Στη ζώνη αυτή, έχουμε εναλλαγή εποχών και το
κλίμα χαρακτηρίζεται σαν «Μεσογειακού τύπου». Παρατηρούνται μεγάλες διακυμάνσεις
στον τύπο του κλίματος, ανάλογα με την απόσταση από τη θάλασσα.

Ακολουθούν οι εύκρατες ζώνες που φθάνουν μέχρι το πλάτος των 45ο-50ο Β και Ν. Σ’
αυτές διακρίνεται ο ωκεάνιος τύπος κλίματος, με όχι μεγάλο ετήσιο θερμομετρικό εύρος (η
υγρή εύκρατη ζώνη) με ήπιους χειμώνες, δροσερό καλοκαίρι και βροχοπτώσεις όλο το χρόνο.
Μακριά από τους ωκεανούς, το θερμομετρικό εύρος μπορεί να φθάσει 40ο-50ο. Η ζώνη αυτή
καλείται ημίξηρη εύκρατη.

Σε πλάτος 55ο-60ο Β εκτείνεται η ψυχρή ζώνη και στις πολικές περιοχές συναντώνται οι
αρκτικές ζώνες με μικρό ύψος κατακρημνισμάτων και χαμηλές θερμοκρασίες, ώστε το
υπέδαφος να είναι μόνιμα παγωμένο. Η διάρκεια της ημέρας και της νύχτας μπορεί να φθάσει
τους 6 μήνες.

Το κλίμα είναι πολύ καθοριστικός παράγοντας για την αποσάθρωση των πετρωμάτων
και τη δημιουργία του αναγλύφου. Η διάβρωση σε κάθε κύκλο εξέλιξης γίνεται με τον ίδιο
μηχανισμό στις διάφορες κλιματικές ζώνες, αλλά διαφέρει σε ταχύτητα και στη δημιουργία
των γεωμορφών. Για παράδειγμα, το ανάγλυφο που δημιουργείται από την ποτάμια διάβρωση
είναι διαφορετικό σε διαφορετικές κλιματικές συνθήκες.

Σελίδα 39
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

2. ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΓΗΣ

Οι γνώσεις που έχουμε για τον πλανήτη μας από άμεσες παρατηρήσεις περιoρίζoνται
στην επιφάνεια της Γης και σε μικρό βάθος από αυτή (έως 16 km). Κάτω όμως από την
επιφάνεια υπάρχει μία τεράστια περιοχή, στην οποία συμβαίνουν εντελώς διαφορετικές
διεργασίες που αποτελείται από υλικά, για τα οποία έχουμε πληροφορίες μόνο από έμμεσες
παρατηρήσεις. Οι παρατηρήσεις αυτές προέρχονται από την προσεκτική εξέταση της
επιφάνειας, τη μέτρηση της ταχύτητας περιστροφής της Γης, την ταχύτητα διάδοσης των
σεισμικών κυμάτων και τις ανωμαλίες μετάδοσής τoυς, καθώς και τις διαφορές που
παρoυσιάζoυν τα πεδία βαρύτητας και μαγνητισμού από τόπο σε τόπο.

Από την μελέτη όλων αυτών των στοιχείων συμπεραίνεται, ότι η Γη αποτελείται από
τρεις στoιβάδες που διακρίνονται μεταξύ τoυς: τον πυρήνα, τον μανδύα και το φλοιό. Τα όριά
του είναι σαφή και ευδιάκριτα γιατί αποτελούνται από διαφορετικά υλικά (Σχ. 13).

2.1. Ο πυρήνας

Ο πυρήνας βρίσκεται στο εσωτερικό τμήμα της Γης και έχει ακτίνα 3.488 km (λίγο
περισσότερο από το μισό της γήινης ακτίνας). Διακρίνεται σε εσωτερικό και εξωτερικό
πυρήνα από τις φυσικές ιδιότητες και πιστεύεται ότι ο εξωτερικός πυρήνας βρίσκεται σε ένα
είδος υγρής κατάστασης. Η μέση πυκνότητα του πυρήνα είναι μεγαλύτερη των 11,5 gr/cm3,
δηλ. πυκνότητα που έχουν μόνο τα μέταλλα. Με τη σκέψη ότι τα υλικά που αποτελούν την
Γη είναι τα ίδια με αυτά των μετεωριτών, συμπεραίνεται ότι ο πυρήνας αποτελείται από
σίδηρο και νικέλιο. Παρόλα αυτά, άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι αποτελείται από
αδιαφοροποίητη πλανητική ύλη με υδρογόνο σε μεγάλη αναλογία.

Σελίδα 40
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

2.2. Ο μανδύας

Γύρω από τον πυρήνα, από τον οποίο διαχωρίζεται με την ασυνέχεια Gutemberg και με
πάχος 2.800 km περίπου, αναπτύσσεται ο μανδύας. Ο μανδύας χωρίζεται επίσης σε ανώτερο
ή εξωτερικό και κατώτερο ή εσωτερικό μανδύα με μια. ασυνέχεια δεύτερης τάξης, την
ασυνέχεια Repetti.

0 ανώτερος μανδύας έχει πάχος 900 km περίπου και χωρίζεται με βάση τις φυσικές του
ιδιότητες σε δύο στρώματα. Το ανώτερο που φθάνει σε βάθος 100 ή 200 km από την κορυφή
του μανδύα, ονομάζεται στρώμα Gutember ή ασθενόσφαιρα. Στo τμήμα αυτό, παρατηρούνται
πολύ χαμηλές ταχύτητες διάδοσης των σεισμικών κυμάτων, κάτω από το στρώμα

Σχ. 13. Σχηματική τομή της Γης.

Σελίδα 41
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Σχ. 14. Σχηματική τομή της λιθόσφαιρας.

2.3. Φλοιός

Φλοιός είναι η ανώτερη στιβάδα που εκτείνεται από την επιφάνεια της Γης έως το
μανδύα, από τον οποίο διαχωρίζεται με την ασυνέχεια Mohorovicic. Το βάθος στο οποίο
συναντάται η επιφάνεια Mohorovicic ποικίλει από λίγα χιλιόμετρα (5-8 km) κάτω από τους
ωκεάνιους πυθμένες, έως 70 km κάτω από μεγάλες οροσειρές. Ο φλοιός πρακτικά είναι δύο
τύπων, ο ηπειρωτικός και ο ωκεάνιος. Ο φλοιός αποτελείται από τρία κυρίως στρώματα: το
ιζηματογενές, το γρανιτικό και το βασαλτικό. Το πάχος του είναι μεγαλύτερο κάτω από τις
ηπείρους και κυρίως στις ορεινές περιοχές και μικρότερο κάτω από πεδιάδες. Στους πυθμένες
των ωκεανών, σχεδόν λείπει τελείως.

Ο ηπειρωτικός φλοιός αποτελείται κυρίως από γρανιτικό υλικό και ονομάζεται Sial ή
σιαλική στιβάδα.

Ο ωκεάνιος φλοιός αποτελείται από βασαλτικό υλικό και ονομάζεται Sima (Σχ. 14).

Λιθόσφαιρα

Ο ηπειρωτικός και ωκεάνιος φλοιός, μαζί με το ανώτερο τμήμα του μανδύα


ονομάζονται λιθόσφαιρα και το πάχος της φθάνει τα 40km κάτω από τους ωκεανούς και τα
150km κάτω από τις ηπείρους.

Σελίδα 42
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

2.4. Ζώνες της Γης

Στο προηγούμενο κεφάλαιο περιγράψαμε την εσωτερική κατασκευή της Γης. Στο
ανώτερο τμήμα όμως της Γης καθώς και γύρω από αυτή, διακρίνουμε περιοχές ή ζώνες, στο
εσωτερικό των οποίων στο εσωτερικό συμβαίνουν διάφορες διεργασίες. Διακρίνουμε 4
τέτοιες ζώνες: την ατμόσφαιρα, την υδρόσφαιρα, τη βιόσφαιρα και τη ζώνη αποσαθρωμάτων.
Καθεμιά από τις ζώνες αυτές περιβάλλει την άλλη και σε μια έκταση η μια αναμιγνύεται με
την επόμενη.

α) Ατμόσφαιρα είναι η αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη, αποτελεί ένα σώμα με
αυτή και μετέχει σε όλες τις κινήσεις της. Το ύψoς στο οποίο φθάνει η ατμόσφαιρα,
θεωρητικά είναι αυτό στο οποίο η δύναμη της βαρύτητας αντιτίθεται στη διαφυγή των
μορίων, των αερίων πρoς το κοσμικό διάστημα. Το πραγματικό ύψος όμως, στην
πραγματικότητα είναι κατά πολύ μικρότερο και δεν υπερβαίνει τα 3.000 km.

β) Υδρόσφαιρα είναι η ζώνη που περιλαμβάνει τoυς ωκεανoύς, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα ποτάμια, τα
χιόνια και τους πάγoυς, συμπεριλαμβανομένων των παγετώνων, καθώς και τα υπόγεια νερά. Ένα πολύ μικρό μέρoς
του νερού υπάρχει στην ατμόσφαιρα με την μορφή υδρατμών. Αν όλο αυτό το νερό που αποτελεί την υδρόσφαιρα
ήταν μοιρασμένο ομοιόμορφα στην επιφάνεια της Γης, θα σχημάτιζε έναν ωκεανό με βάθoς 3.000 m. περίπου.

γ) Ζώνη αποσαθρωμάτων. Το ανώτερο τμήμα του στερεού φλοιού της Γης που έρχεται σε επαφή με την
ατμόσφαιρα και την υδρόσφαιρα, θρυμματίζεται σε μικρά ή μεγάλα κομμάτια εξαιτίας χημικών και μηχανικών
αντιδράσεων που συμβαίνουν στην ζώνη αυτή. Τα θρυμματισμένα πετρώματα που βρίσκονται στην επιφάνεια,
δημιουργούν ένα στρώμα που χαρακτηρίζεται σαν ζώνη αποσαθρωμάτων. Στην αγγλική βιβλιογραφία αναφέρεται
ως ριγόλιθος (rigolite). Τα αποσαθρώματα μπορεί να βρίσκονται στη θέση που δημιουργήθηκαν, αλλά μπορεί και
να έχουν μεταφερθεί. Τα υλικά πoυ έχουν μεταφερθεί από εξωτερικές διεργασίες, oνoμάζoνται ιζήματα.

δ) Βιόσφαιρα, όπως φαίνεται και από το όνομά της, είναι η ζώνη μέσα στην οποία ζoυν όλοι οι ζωικoί
οργανισμοί. Περιλαμβάνει επίσης και την οργανική ύλη που δεν έχει ακόμη αποσυντεθεί. Η βιόσφαιρα εκτείνεται
μέσα στις άλλες ζώνες που περιγράψαμε. Εν τoύτoις, ζωικoί οργανισμοί συναντώνται κυρίως σε μια περιοχή με
κατακόρυφο ύψoς 20.000m., που εκτείνεται από ένα όχι μεγάλο βάθoς κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι
μερικές χιλιάδες μέτρα πάνω απ' αυτή. Προϊόντα της ζώνης αυτής είναι οι άνθρακες, το πετρέλαιο, μεγάλο μέρoς
από τα ασβεστολιθικά πετρώματα και το μεγαλύτερο μέρoς του οξυγόνου που αναπνέουμε.

Σελίδα 43
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

3. ΤΟ ΓΗΙΝΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ

Η ανάγλυφη επιφάνεια της Γης

Όπως όλοι ξέρουμε, η επιφάνεια της Γης παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία αναγλύφου. Το
μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας καλύπτεται από ωκεανούς και θάλασσες και ένα μικρότερο
αποτελείται από ηπείρους.

Οι εκτάσεις που βρίσκονται πάνω από την στάθμη της θάλασσας αποτελούν το 29,2%
του συνόλου της επιφάνειας της Γης, ενώ το υπόλοιπο το 70,8% από θάλασσα.

Οι ήπειροι αποτελούνται από πεδιάδες, οροπέδια, όρη ή βουνά. Το μέσο υψόμετρο των
ηπείρων είναι 800 m.

Όρος ή βουνό είναι μια μάζα ξηράς, που είναι αισθητά υψηλότερη από τις περιoχές που
την περιβάλλουν. Οι μεγάλες ορεινές ζώνες ονομάζονται κoρδιλλιέρες. Τα ξεχωριστά
τμήματα των ορεινών ζωνών ονομάζονται οροσειρές, όταν αποτελούν μια συμπαγή και
συνεχή ενότητα με διαδοχικές ράχες. Κάθε ήπειρος χαρακτηρίζεται από διαφορετικό μέσο
γεωγραφικό ύψος:

Έτσι έχουμε: Ευρώπη 300m., Ασία 1000 m. και Βόρειος Αμερική 800 m.

Οι ωκεάνιες λεκάνες, που αποτελούν και το μεγαλύτερο τμήμα της γήινης επιφάνειας
δεν είναι ομαλές, αλλά παρουσιάζουν όπως και οι ήπειροι μεγάλη ποικιλία αναγλύφου.

Το μέσο βάθος των ωκεάνιων λεκανών είναι 4 km. Σε πολλά μέρη όμως και κυρίως
στις άκρες τους υπάρχουν το τάφρoι, που το βάθος τους κυμαίνεται από 7,6 km -11 km
περίπου. Στο μέσον περίπου των λεκανών, υψώνονται επιμήκεις ράχες με απότομες κλιτύες.
Κοινό χαρακτηριστικό των ηπειρωτικών και των ωεανίων λεκανών είναι η ύπαρξη
ηφαιστειακών κώνων μικρού ή μεγάλου μεγέθους, που πολλές φορές υψώνονται σαν ψηλά
βουνά στις ηπείρους ή ξεπροβάλουν σαν νησιά στους ωκεανούς. Επίσης, παρατηρούνται
ζώνες διάρρηξης με μεγάλα συστήματα ρηγμάτων.

Σελίδα 44
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

3.1. Ισοστασία

Η γήινη επιφάνεια αποτελείται από βουνά, πεδιάδες και ωκεάνιες λεκάνες που
βρίσκονται σε μια κατάσταση ισορροπίας. Η κατάσταση αυτή της ισορροπίας που επικρατεί
στο στερεό φλοιό, χαρακτηρίζεται με τον όρο ισοστασία.

Για να εξηγηθεί πώς ο στερεός φλοιός με το τόσο διαφορετικό ανάγλυφο βρίσκεται σε


κατάσταση ισορροπίας, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες. Υπέθεσαν στην αρχή, ότι τα βουνά
ήταν μάζες πετρωμάτων τοποθετημένες πάνω σ’ έναν άκαμπτο φλοιό. Μετρήσεις όμως
βαρύτητας που έγιναν στο Περού από τον Bougeur τον 18ο αιώνα, απέδειξαν ότι η έλξη που
ασκούσαν οι ορεινοί όγκοι στο εκκρεμές ήταν κατά πολύ μικρότερη απ’ αυτήν που είχαν
υπολογίσει μαθηματικά, θεωρώντας ότι τα βουνά είχαν την ίδια πυκνότητα με τα υπόλοιπα
πετρώματα του φλοιού. Το ίδιο παρατηρήθηκε αργότερα και στην περιοχή των Ιμαλαΐων, από
μια ερευνητική αποστολή με αρχηγό τον Pratt.

Ο Pratt για να εξηγήσει τις ανωμαλίες αυτές διατύπωσε τη θεωρία του, ότι η
λιθόσφαιρα αποτελείται από κομμάτια που έχουν διαφορετική πυκνότητα και κάθε κομμάτι
επιπλέει σε ένα υγρό υπόστρωμα με μεγαλύτερη πυκνότητα. Τα κατώτερα τμήματα των
κομματιών αυτών, βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και το ύψος τους ελέγχεται από την
πυκνότητά τους (Σχ. 15). Το επίπεδο αυτό ονομάστηκε επιφάνεια αντιστάθμισης.

Ο Airy (1885), παίρνοντας υπόψη τα ίδια στοιχεία, υπέθεσε ότι ο γήινος φλοιός
αποτελείται από πετρώματα της ίδιας περίπου πυκνότητας, που επιπλέουν σε ένα πυκνότερο
υπόστρωμα. Όπως συμβαίνει με κομμάτια πάγου που είναι βυθισμένα στο νερό, όσο
μεγαλύτερο τμήμα αναδύεται από το νερό, τόσο μεγαλύτερο βύθισμα έχουν. Έτσι, θεώρησε
ότι και τα βουνά βυθίζονται περισσότερο στο υγρό υπόστρωμα απ ’ ότι οι πεδιάδες, δηλ.
έχουν ρίζες. Όπως και στη θεωρία του Pratt, οι ανισότητες αντισταθμίζονται σε ένα βάθος. Το
βάθος όμως της επιφάνειας αντιστάθμισης, είναι αυτό του μεγαλύτερου τεμάχους.

Τα δύο αυτά μοντέλα είναι βέβαια εξιδανικευμένα, εξακολουθούν όμως να είναι


χρήσιμα και σήμερα. Το μοντέλο του Airy φαίνεται να εξηγεί καλύτερα τις μεταβολές που
γίνονται στα βουνά από τη διάβρωση, ενώ η θεωρία. του Pratt ερμηνεύει καλύτερα τις
μεταβολές που παρατηρούνται στις μεσοωκεάνιες ράχες και τα βαθύτερα στρώματα.

Σελίδα 45
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Σχ. 15 Οι δυο θεωρίες της ισοστασίας. Α. Η θεωρία του Pratt, Β. Η θεωρία του Airy (κατά Bowie,
1927 και Longwell, 1925)

Ξέρουμε ότι τα βουνά διαβρώνονται στη διάρκεια του χρόνου. Στο μικρότερο αυτό
όγκο που απομένει, αντιστοιχούν μικρότερες ρίζες, κατά τη θεωρία του Airy. Συνεπώς, θα
πρέπει να έχουμε μια προοδευτική ανύψωση των ελαφρότερων μαζών και με τον τρόπο αυτό,
η διάβρωση συνεχίζεται προσβάλλοντας εκτός από το ανάγλυφο που βλέπουμε και τις
αντισταθμιστικές του ρίζες.

Για τη διαδικασία αυτή, θα πρέπει να δρουν κατακόρυφες κινήσεις μεγάλης εκτάσεως


στο φλοιό. Δίπλα σε περιοχές που υπάρχει ισοστατική ισορροπία, υπάρχουν περιοχές με
μεγάλες ισοστατικές ανωμαλίες. Γενικά, η ισοστατική ισορροπία είναι ένας πολύπλοκος
μηχανισμός που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες π.χ. την ορογένεση, τη διείσδυση
μάγματος, την ηφαιστειότητα, τις προσχώσεις κλπ. Για τη μελέτη της ισοστατικής
κατάστασης μιας περιοχής χρησιμοποιούνται βαρυτομετρικές μέθοδοι. Η αντιστάθμιση είναι
ένα φαινόμενο που εξελίσσεται πολύ αργά στο γεωλογικό χρόνο.
Σελίδα 46
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

3.2. Μεταβολές του γήινου αναγλύφου

Το γήινο ανάγλυφο μεταβάλλεται με το χρόνο. Εκρήξεις ηφαιστείων δημιούργησαν


ψηλούς κώνους, αποθέσεις ποταμών διεύρυναν τις πεδιάδες στις εκβoλές τους, ενώ σε άλλες
περιοχές η θάλασσα εισχώρησε βαθύτερα στην ξηρά. Η ύλη στη λιθόσφαιρα, την υδρόσφαιρα
και την ατμόσφαιρα βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και αποτελεί ένα πολύπλοκο μηχανισμό,
που λειτουργεί βασικά με τη θερμότητα του Ήλιου και τη βοήθεια διαφόρων παραγόντων,
όπως του αέρα, του νερού και του πάγου που κινείται, προκαλώντας μεταβoλές στη μορφή
του αναγλύφου.

Οι μεταβολές αυτές γίνονται αργά και καθορίζονται από φυσικούς νόμους.


Παρουσιάζουν μια διαδοχή από επαναλαμβανόμενα φαινόμενα. Η κυκλική επανάληψη
φυσικών γεγονότων ονομάζεται κύκλος.

Τους κύκλους εξέλιξης μπορούμε να τους διακρίνουμε σε δύο ομάδες.

• Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τους κύκλους εξέλιξης που έχουν βασικά


εξωτερική προέλευση και ενεργούν στο φλοιό ή πολύ κοντά στην επιφάνεια,
σαν αποτέλεσμα των κινήσεων και των χημικών αντιδράσεων του νερού, του
πάγου, του αέρα και των ζωντανών οργανισμών. Η ομάδα αυτή προκαλεί
καταστροφή των πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση), των υλικών και
στη συνέχεια απόθεση.

• Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους κύκλους εξέλιξης που οφείλονται σε


γηγενείς δυνάμεις, όπως είναι η εκρηξιγενής δραστηριότητα, η μεταμόρφωση,
η ανύψωση ή καταβύθιση τμημάτων του φλοιού και οι πτυχώσεις που
ενεργούν μέσα ή δια μέσου του φλοιού, σαν αποτέλεσμα χημικών επιδράσεων
στα υλικά του φλοιού και του μανδύα.

Οι δύο αυτές ομάδες λειτουργούν με τον έλεγχο της βαρύτητας και βρίσκονται σε
αντίθεση μεταξύ τους. Οι πρώτες, που έχουν εξωτερική προέλευση, προκαλούν καταστροφή
της ξηράς, ενώ οι δεύτερες ανανέωσή της. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση αυτή δεν είναι
τόσο έντονη και ο διαχωρισμός είναι δύσκολος γιατί συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η
ταξινόμηση των παραγόντων αυτών στις ομάδες που αναφέραμε, γίνεται μόνο για πρακτικούς
λόγους.

Οι γεωλογικοί κύκλοι εξέλιξης είναι πολλοί. Οι κυριότεροι απ' αυτούς είναι ο


υδρολογικός, ο πετρολογικός, ο γεωχημικός και ο τεκτονικός.
Σελίδα 47
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

0 υδρολογικός ή κύκλος του νερού περιλαμβάνει τις κινήσεις του νερού μεταξύ της
υδρόσφαιρας, της λιθόσφαιρας και της ατμόσφαιρας. Η ατμόσφαιρα και η υδρόσφαιρα
επιδρούν στην λιθόσφαιρα, φθείροντας τα πετρώματα και μεταφέροντας τα κατάλοιπα σε
χώρους ιζηματoγένεσης.

0 πετρολογικός κύκλος περιλαμβάνει το σχηματισμό πετρωμάτων, καθώς και τις


μεταβολές τους και τη δημιουργία άλλων τύπων πετρωμάτων.

0 τεκτονικός κύκλος περιλαμβάνει τις μετακινήσεις μεγάλων μαζών πετρωμάτων,


βύθιση ή ανύψωσή τους, πτύχωση και ρηγμάτωση.

Σελίδα 48
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

6. ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ

Τα υπόγεια νερά αποτελούν μέρος της υδρόσφαιρας. Κάτω από την επιφάνεια του
εδάφους και σε βάθη που ποικίλουν, τα κενά και οι ρωγμές των πετρωμάτων είναι γεμάτα
νερό. Το νερό αυτό το ονομάζουμε υπόγειο. Τα αποθέματα των υπόγειων νερών είναι πάρα
πολύ σπουδαία για τους εξής λόγους:

α) Αποτελούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του υδρολογικού κύκλου και συντηρούν τη
ροή των ποταμών κατά τις ξηρές περιόδους (Σχ. 27).

β) Συμβάλλουν στις μεταβολές του γεωλογικού κύκλου με διάλυση και απόθεση


υλικών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.

γ) Προμηθεύουν μεγάλες ποσότητες νερού στα ζώα, φυτά και τον άνθρωπο.

δ) Αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα για την κατανομή της βλάστησης και
επηρεάζουν τη διάβρωση.

Σχ. 27. Ο υδρολογικός κύκλος. (από R. Flint & B. Skinner, 1975).

Σελίδα 72
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Αν ρίξουμε μια ματιά στο σχήμα 8 που απεικονίζει τον υδρολογικό κύκλο, βλέπουμε
ότι μέρος από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα διηθείται μέσα στο έδαφος και
συγκεντρώνεται στα κενά και τις ρωγμές των πετρωμάτων, τα οποία συμπεριφέρονται σαν
μια δεξαμενή. Η δεξαμενή αυτή δέχεται τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα κατά περιοδικά
διαστήματα και στη συνέχεια τροφοδοτεί, με έναν πιο κανονικό ρυθμό τα ποτάμια ή
εκφορτίζεται στη θάλασσα.

Το υπόγειο νερό αποτελεί μόνο το 1% του συνόλου των νερών που αποτελούν την
υδρόσφαιρα, αλλά είναι 35 φορές περισσότερο του συνολικού όγκου των νερών που
συναντώνται στην επιφάνεια σαν λίμνες και ποτάμια. Το 97,6% του νερού της υδρόσφαιρας
αποτελεί τους ωκεανούς.

Υδροφορείς ή υδροφόρα στρώματα ονομάζονται τα διαπερατά στρώματα που


αποθηκεύουν νερό ή αυτά μέσα στα οποία κυκλοφορεί νερό. Τα στρώματα αυτά συνιστούν
δεξαμενές αποθήκευσης νερού και αποτελούν πηγές παροχής νερού. Μπορεί να
λειτουργήσουν ως αγωγοί μεταφοράς νερού (μόνο βέβαια με την παρέμβαση του ανθρώπου),
να λειτουργήσουν ως φίλτρα καθαρισμού (με διάφορες τεχνικές) και να ρυθμίσουν παροχές
επιφανειακών νερών.

Το βάθος κάτω από την επιφάνεια, στο οποίο συναντάμε τα υπόγεια νερά ονομάζεται
στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα ή όπως συνήθως λέμε απλά, υδροφόρος ορίζοντας.
Υδροφόρος ορίζοντας συναντάται σχεδόν σε κάθε περιοχή. Μερικές περιοχές είναι πιο
ευνοημένες. Το πρόβλημα είναι εάν υπάρχει νερό σε επαρκή ποσότητα για τη χρήση που το
θέλουμε, σε ποιο βάθος μπορεί να βρεθεί, τι διαλυμένες ουσίες περιέχει και γενικά τι
ποιότητας είναι. Επίσης μπορεί να είναι εγκλεισμένο στο πέτρωμα σε μικρά κενά, ώστε είναι
πρακτικά αδύνατο να το χρησιμοποιήσουμε ή και να είναι αλμυρό.

Περισσότερο από τη μισή ποσότητα των υπόγειων νερών τη συναντάμε μέχρι το βάθος
των 750 m από την επιφάνεια. Κάτω από το βάθος αυτό, μειώνεται η ποσότητα. Εντούτοις,
έχει βρεθεί υπόγειο νερό σε βάθος 9,4 km.

Σελίδα 73
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

6.1. Διαπερατότητα

Κατά την αναζήτηση υπόγειων νερών βλέπουμε ότι μερικά πετρώματα έχουν την
ιδιότητα να αφήνουν το νερό να περνά μέσα απ' αυτά ή να περιέχουν μια ορισμένη ποσότητα
νερού, ενώ άλλα όχι.

Τα πετρώματα που επιτρέπουν στο νερό ή άλλα υγρά όπως το πετρέλαιο να περνούν
μέσα απ' αυτά, χαρακτηρίζονται ως διαπερατά ή στην περίπτωση του νερού υδροπερατά.
Τέτοια μπορεί να είναι πετρώματα με πόρους, όπως η άμμος, ο ψαμμίτης κλπ. ή με ρωγμές
και ρήγματα που επικοινωνούν μεταξύ τους και μπορεί το νερό να κυκλοφορεί, όπως
εκρηξιγενή πετρώματα. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται ως μικροπερατά, ενώ τα δεύτερα ως
μακροπερατά.

Διαπερατότητα ή υδροπερατότητα, είναι η ιδιότητα του πετρώματος να επιτρέπει στο


νερό ή άλλα υγρά να περνούν μέσα απ' αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι
αλλουβιακές αποθέσεις άμμων και χαλικιών.

Αδιαπέρατα ή υδροστεγανά είναι τα πετρώματα που δεν επιτρέπουν στο νερό να


κυκλοφορεί μέσα σ' αυτά. Αυτά μπορεί να είναι πετρώματα πορώδη, όπως η άργιλος ή
συμπαγή χωρίς πόρους, όπως διάφορα εκρηξιγενή πετρώματα.

Το νερό μέσα στα πετρώματα κινείται (ρέει) με μια ταχύτητα από λίγα εκατοστά το
χρόνο έως λίγα μέτρα την ημέρα. Η ταχύτητα ροής εξαρτάται από τη διαπερατότητα του
πετρώματος και την υδραυλική του κλίση.

Τα πετρώματα με μικρό πορώδες έχουν μικρή διαπερατότητα. Εν τούτοις, το υψηλό


πορώδες δεν εξασφαλίζει τη διαπερατότητα γιατί αυτή εξαρτάται από το μέγεθος των κενών
χώρων και την επικοινωνία που έχουν μεταξύ τους. Π.χ. στις αργίλους που έχουμε πορώδες
έως 50%, τα κενά ανάμεσα στα κοκκώδη συστατικά τους είναι πολύ μικρά, μικρότερα από
0,005mm, σαν τριχοειδείς σωλήνες. Το νερό που βρίσκεται μέσα σ' αυτά τα κενά
εγκλωβίζεται και δεν κινείται, γιατί αναπτύσσονται ισχυρές μοριακές τάσεις. Τα πετρώματα
αυτά προσροφούν νερό και αυξάνεται ο όγκος τους, αλλά επειδή δεν κυκλοφορεί
συμπεριφέρονται σαν αδιαπέρατα πετρώματα. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος των πόρων,
τόσο πιο μεγάλη διαπερατότητα παρουσιάζουν τα πετρώματα.

Το σχήμα των ιζηματογενών πετρωμάτων μπορεί να μεταβληθεί αν ασκήσουμε πίεση


πάνω σ’ αυτά. Αυτό συμβαίνει με σύγχρονη μείωση του πορώδους του πετρώματος, γιατί τα
κοκκώδη συστατικά μετακινούνται και καταλαμβάνουν τους κενούς χώρους. Αντίθετα, αν
Σελίδα 74
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

αρθεί η πίεση το πέτρωμα μπορεί να ανακτήσει το παλιό του σχήμα με σύγχρονη διαστολή
των συμπτυγμένων κοκκωδών συστατικών. Το φαινόμενο αυτό λέγεται αναδιαστολή και
έχει πολλές γεωλογικές εφαρμογές. Παράδειγμα της συστολής και αναδιαστολής είναι η
κινούμενη άμμος (Σχ. 28). Αν σταθεί κανείς σε κινούμενη άμμο, με το βάρος του τη
συμπιέζει και το νερό που βγαίνει από τους πόρους γεμίζει τη γύρω περιοχή. Η άμμος
κινείται σαν ρευστό. Αν απομακρυνθεί το βάρος, η άμμος αναδιαστέλεται και ξαναγεμίζει με
νερό, επανερχόμενη στην προηγούμενη κατάσταση.

Σχ.28. Στο σχήμα φαίνονται σε τομή οι συνθήκες που δημιουργούν το φαινόμενο της κινούμενης
άμμου.

6.2. Πoρώδες.

Αν εξετάσουμε τη δομή ενός πετρώματος, βλέπουμε ότι τα συστατικά τους πολλές


φορές παρουσιάζουν τέτοια διάταξη, ώστε ανάμεσά τους να παραμένουν κενά. Τέτοια
διάταξη παρουσιάζουν κυρίως τα ιζηματογενή πετρώματα, που αποτελούνται από κοκκώδη
συστατικά, τα κενά των οποίων γεμίζουν πολλές φορές με ορυκτή κόλλα, ενώ στα εκρηξιγενή
και μεταμορφωσιγενή ή διάταξη είναι πυκνότερη και αναπτύσσονται ρωγμές και διακλάσεις.
Τα κενά αυτά ονομάζονται πόροι και η διάταξη αυτή πορώδες.

Το πορώδες εκφράζεται με το ποσοστό του όγκου των κενών χώρων προς τον
συνολικό όγκο του πετρώματος. Έτσι ένα πολύ πορώδες πέτρωμα έχει σχετικά μεγάλο
ποσοστό κενών χώρων, ανεξάρτητα του μεγέθους τους. Η χαλαρή άμμος έχει πορώδες 35%,
οι ψαμμίτες Ι5% και οι άργιλοι έως 50%.

Σελίδα 75
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

6.3. Υδροφόροι ορίζοντες

Τα υπόγεια νερά τα συναντάμε υπό τη μορφή α) του ελεύθερου ή φρεάτιου υδροφόρου


ορίζοντα και β) του υπό πίεση υδροφόρου ορίζοντα

Α) Ελεύθερος ή φρεάτιος υδροφόρος ορίζοντας

Το βάθος κάτω από την επιφάνεια, στο οποίο συναντάμε τα υπόγεια νερά ονομάζεται
στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα ή όπως συνήθως λέμε απλά, υδροφόρος ορίζοντας. Η
στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα αποτελεί μια ομαλή επιφάνεια που ακολουθεί με μεγάλη
προσέγγιση το ανάγλυφο της γης, αλλά είναι πολύ πιο ομαλή. Τα πετρώματα που
συναντώνται από την επιφάνεια του εδάφους έως τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα είναι
υδροπερατά επιτρέπουν την κατείσδυση του νερού. Αν θεωρήσουμε μια κατακόρυφη τομή,
διακρίνουμε τρεις διαδοχικές ζώνες(Σχ. 29):

α) Η ζώνη διαπότισης είναι το τμήμα που βρίσκεται ανάμεσα στην επιφάνεια του
εδάφους και τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα. Στην ζώνη αυτή, ένα μέρος από
το νερό συγκρατείται από το έδαφος και προσροφάται στη συνέχεια από τις ρίζες
των φυτών και το υπόλοιπο κατεισδύει και τροφοδοτεί τον υδροφόρο ορίζοντα.

β) Η ζώνη εποχικής εμπότισης (ή ακόρεστη ζώνη) περιλαμβάνεται ανάμεσα στην


επιφάνεια που βρίσκεται η στάθμη του υδροφόρου oρίζoντα κατά την περίοδο
μεγάλης υγρασίας (βροχοπτώσεων) και στο επίπεδο που υποχωρεί η στάθμη κατά
την περίοδο της ξηρασίας.

γ) Η ζώνη μόνιμης εμπότισης (ή κορεσμένη ζώνη) εκτείνεται κάτω από την


προηγούμενη ζώνη και είναι το τμήμα του εδάφους στο οποίο υπάρχει νερό σε
όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Σε περιοχές που η ζώνη εποχικής εμπότισης φθάνει στην επιφάνεια, δημιουργούνται.


πλημμύρες και περιοδικές πηγές. Εκεί που η ζώνη μόνιμης εμπότισης φθάνει στην επιφάνεια
του εδάφους παρατηρούνται αναβλύσεις νερού (seapages}, έλη, λίμνες και ποταμοί. Μετά
από παρατεταμένη ξηρασία πολλές πηγές, έλη, ακόμη και. ποταμοί, ξεραίνονται, γιατί η
στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα πέφτει κάτω από το συνηθισμένο επίπεδο.

Σελίδα 76
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Σχ. 29. Υδροφόρος ορίζοντας

Β) Υπό πίεση υδροφόρος ορίζοντας ή αρτεσιανό νερό.

Όταν ένας υδροφορέας βρίσκεται ανάμεσα σε δύο υδροστεγανά στρώματα,


δημιουργείται ο υπό πίεση υδροφόρος ορίζοντας ή όπως αλλιώς λέγεται περιορισμένος
υδροφόρος ορίζοντας, γιατί είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στα πετρώματα αυτά και η
επιφάνειά του δεν μπορεί να ανυψωθεί ανάλογα με την ποσότητα των νερών που τον
εμπλουτίζουν. Στην περίπτωση αυτή τα επιφανειακά πετρώματα μπορεί να είναι και
υδροστεγανά Για να δημιουργηθεί υπό πίεση υδροφόρος ορίζοντας, είναι απαραίτητο να
υπάρχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Το υδροφόρο στρώμα να έχει μεγάλη επιφανειακή εξάπλωση για να


εξασφαλίζεται η τροφοδοσία του

β) Ο υδροφορέας να είναι εγκλεισμένος ανάμεσα σε δύο στεγανά πετρώματα.

γ) Οι σχηματισμοί αυτοί να είναι με κλίση ή να σχηματίζουν σύγκλινο.

δ) Η περιοχή τροφοδοσίας να έχει αρκετή υψομετρική διαφορά από τα σημεία


υδροληψίας (τα πηγάδια, ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία υδραυλική πίεση για
να σπρώχνει το νερό προς την επιφάνεια).

ε) Αρκετές βροχοπτώσεις, για να εξασφαλίζεται η απαραίτητη ποσότητα νερού.

Οι υπό πίεση υδροφόροι ορίζοντες δημιουργούν μια ειδική κατηγορία πηγαδιών, τα


αρτεσιανά πηγάδια. Τα πηγάδια αυτά πήραν το όνομά τους από την περιοχή Artois της
Γαλλίας, όπου πρωτοπαρατηρήθηκε το φαινόμενο. Στην Ελλάδα γεωτρήσεις αρτεσιανής
μορφής έχουμε στις λεκάνες της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Δράμας, των Τρικάλων, της
Άρτας κ.λ.π.

Σελίδα 77
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Στα αρτεσιανά πηγάδια ή γεωτρήσεις, το νερό βρίσκεται σε αρκετή υδραυλική πίεση,


ώστε όταν βρίσκει διέξοδο, ανεβαίνει προς την επιφάνεια ή ή και ακόμη υψηλότερα από
αυτή.

Σε μια περιοχή, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, είναι δυνατόν να υπάρχουν


συγχρόνως φρεάτιος και υπό πίεση υδροφόρος ορίζοντας ή πολλές φορές και περισσότεροι
του ενός υπό πίεση υδροφόροι ορίζοντες.

Στους υδροφόρους ορίζοντες η κίνηση των υπόγειων νερών είναι συνεχής, ακολουθεί
την κλίση του στεγανού υποκείμενου στρώματος και ελέγχεται από υδρογεωλογικές
παραμέτρους που καθορίζουν τη δυναμική τους. Συνήθως εκφορτίζονται πλευρικά σε
γειτονικούς υδροφορείς ή αναβλύζουν στην επιφάνεια του εδάφους και υποθαλάσσια με
πηγές που τροφοδοτούν αντίστοιχα το υδρογραφικό δίκτυο, τις λίμνες και τη θάλασσα.

6.4. Η προέλευση του υπόγειου νερού

Το νερό της βροχής, το χιόνι., το νερό των ποταμών και των λιμνών πoυ διηθείται μέσα
στο έδαφος χαρακτηρίζεται ως μετεωρικό και. αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των νερών του
υδροφόρου ορίζοντα. Εκτός όμως από το μετεωρικό, υπάρχει και νερό με διαφορετική
προέλευση, όπως αποδεικνύουν προσδιορισμοί με C14. Γλυκό ή αλμυρό νερό έχει κλειστεί
μέσα σε ιζηματογενή πετρώματα και λέγεται "σύμφυτο" (connate). Κατά τη διάρκεια της
διαγένεσης των πετρωμάτων, δηλ. συμπύκνωσης εξαιτίας του βάρους τους, αποβάλλεται.
μεγάλη ποσότητα από το νερό αυτό και. εμπλουτίζει τον υδροφόρο ορίζοντα. Το νερό αυτό
λέγεται και "νεκρό" ή «απολιθωμένο» .

Επίσης κατά την εκρηξιγενή δραστηριότητα, ατμός και θερμό νερό ανεβαίνει στην
επιφάνεια και αυτό αναφέρεται ως «νεαρό» (Juvenile).

6.5. Επίδραση του θαλασσινού νερού στο παράκτιο γλυκό


νερό.

Στα πηγάδια που ανοίγουμε κοντά στην ακτή διαπιστώνουμε ότι το νερό το συναντάμε
στη στάθμη της θάλασσας περίπου και είναι γλυκό, παρόλο που τα πετρώματα που

Σελίδα 78
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

βρίσκονται προς την ακτή μπορεί να είναι διαπερατά. Αυτό συμβαίνει γιατί το γλυκό νερό
που έχει μικρότερο ειδικό βάρος, περίπου 1, επιπλέει πάνω στο θαλασσινό, που είναι
βαρύτερο. Αυτό, διαρκεί όσο επικρατεί μια σχετική υδροστατική ισορροπία μεταξύ άντλησης
γλυκού νερού και εισροής θαλασσινού μέσα από τα πορώδη πετρώματα. Έτσι, στις παράκτιες
περιοχές δημιουργείται ένας φακός γλυκού νερού που επιπλέει πάνω στο θαλασσινό (Σχ. 30)..

Αν αντλήσουμε μια ποσότητα γλυκού νερού η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα θα


κατέβει, αλλά συγχρόνως θα διεισδύσει και μια ποσότητα αλμυρού νερού. Αν η στάθμη του
υδροφόρου ορίζοντα κατεβεί κάτω από την στάθμη της θάλασσας, τότε το αλμυρό θα ανέβει
στο επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με αποτέλεσμα να αντλούμε πια θαλασσινό νερό.
Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει η άντληση να ελέγχεται με μεγάλη προσοχή.

Για να υπολογιστεί σε ποιο βάθος κάτω από τη στάθμη της θάλασσας συναντάμε το
αλμυρό νερό, έχουν γίνει πολλές μελέτες και βρέθηκε ο ακόλουθος εμπειρικός τύπος:

h=t/g-1 όπου h= το βάθος του γλυκού νερού κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, t= το
ύψος του γλυκού νερού πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, g= το ειδικό βάρος του
θαλασσινού νερού. Στη Β. Ευρώπη που μελετήθηκε ο τύπος αυτός, δίνει πολύ καλά
αποτελέσματα.

Σχ. 30. Στο διάγραμμα φαίνεται το γλυκό νερό (σε σχήμα φακού) να επιπλέει πάνω στο βαρύτερο
θαλασσινό.

Σελίδα 79
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

6.6. Πηγάδια

Για την άντληση νερού, η πιο απλή μέθοδος είναι να σκάψουμε σε βάθος ένα πηγάδι
μέχρι να συναντήσουμε τον υδροφόρο ορίζοντα. Πριν αρχίσουμε όμως, πρέπει να ελέγξουμε
τι πετρώματα συναντώνται στην περιοχή και ποια είναι η διαδοχή τους, ώστε να
υπολογίσουμε το βάθος του υδροφόρου ορίζοντα. Επίσης να μελετήσουμε την τεκτονική της
περιοχής, γιατί αν υπάρχουν ρήγματα, εξαρτάται από τη διάταξή τους αν το νερό του
υδροφόρου ορίζοντα θα βρει διέξοδο στο πηγάδι ή όχι. Τέλος, το πηγάδι θα πρέπει να φθάνει
τη ζώνη μόνιμης εμπότισης για να λειτουργεί.

6.7. Πηγές

Τα σημεία που το νερό του υδροφόρου ορίζοντα βρίσκει φυσική διέξοδο και τρέχει
στην επιφάνεια ονομάζονται πηγές. Πηγές σχηματίζονται όταν ένα αδιαπέρατο στρώμα, όπως
η άργιλος, βρίσκεται κάτω από ένα διαπερατό, όπως ο ψαμμίτης και η πέτρωμα,
μακροπερατό, όπως έναν γρανίτη ή καρστικοποιημένο ασβεστόλιθο, το νερό τους
διακόπτεται από την επιφάνεια του εδάφους, τότε από το σημείο αυτό αναβλύζει νερό
δημιουργώντας πηγές. Επίσης, όταν έχουμε ένα συμπαγές με ρωγμές κυκλοφορεί μέσα στις
ρωγμές που συμπεριφέρονται σαν αγωγοί. Αν η επιφάνεια του εδάφους κόβει τέτοιους
κύριους αγωγούς, σχηματίζονται πηγές (Σχ.31) .

Σχ. 31. Συνήθεις συνθήκες σχηματισμού πηγών. α. Υδροπερατό στρώμα επίκειται επαφή
αδιαπέρατου. Στην επαφή του σχηματίζονται πηγές. β. Πηγές σε ένα πέτρωμα με ρωγμές γ.
Καρστική πηγή. (από R. Flint & B. Skinner, 1975).

Σελίδα 80
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Θερμές πηγές, Γκέυζερ, Φουμαρόλες

Παρατηρούνται πηγές, που το νερό τους έχει θερμοκρασία αισθητά υψηλότερη από τη
θερμοκρασία του περιβάλλοντος και που πολλές φορές φθάνει τους 700 ή και 900 C. Η
προέλευση της θερμοκρασίας είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, στο οποίο δεν έχει δοθεί μέχρι
τώρα ικανοποιητική απάντηση, εκτός από τις περιοχές που υπάρχει ενεργός ή πρόσφατη
ηφαιστειακή δραστηριότητα. Τα θερμά νερά, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας περιέχουν
διαλυμένα διάφορα συστατικά και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται και σαν ιαματικά ή
θερμομεταλλικά

Στον ελληνικό χώρο έχουμε πολλές θερμομεταλλικές πηγές κυρίως χλωριονατριούχες,


εξαιτίας της διείσδυσης θαλασσινού νερού, καθώς και θειούχες, από αναγωγή της γύψου από
οργανικές ουσίες. Μερικές απ' αυτές είναι στο Λουτράκι, στην Αιδηψό, στα Καμένα Βούρλα,
στην Υπάτη, στον Λαγκαδά, στη Νιγρίτα , στον Καϊάφα, στην Κυλλήνη, κλπ. Η θερμότερη
πηγή της Ευρώπης είναι του Πολυχνίτου της Λέσβου, με θερμοκρασία 87,60C.

Θερμές πηγές υπάρχουν σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας. Μια ειδική
κατηγορία θερμών πηγών είναι τα Γκέυζερ (Geysirs) ή διαλείποντες θερμοπίδακες. Οι πηγές
αυτές λειτουργούν κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, εκτινάσσοντας με ορμή στήλη
μεγάλου ύψους από θερμό νερό και υδρατμούς. Η ονομασία Γκέυζερ δόθηκε από την πιο
μεγάλη πηγή Geysir της Ισλανδίας. Οι πηγές αυτές βρίσκονται σε περιοχές πρόσφατης
ηφαιστειακής δραστηριότητας και συναντώνται εκτός από την Ισλανδία, στη Ν. Ζηλανδία, τη
Β. Αμερική (Yellowston Park), την Κεντρική Αμερική, τη N. Aμερική, το Θιβέτ, την Ιαπωνία
κ.λ.π. Από τις 425 πηγές γκέυζερ που υπάρχουν ανά τον κόσμο, οι 225 βρίσκονται στο
Yellowston Park καθώς και περισσότερες από 3.000 θερμές πηγές και περί τις 7.000
εμφανίσεις υδροθερμικών αναβλημάτων και φουμαρόλες.

Οι φουμαρόλες αποτελούν μια υδροθερμική εμφάνιση παραπλήσια των γκέυζερ αλλά


αντί νερού εκπέμπονται ατμοί. Οι φουμαρόλες είναι διαρρήξεις τις επιφάνειας του εδάφους
που συνδέονται άμεσα μια μια υπερθερμη πηγή που βρίσκεται στο βάθος.Για κάποιο λόγο
πολύ λίγο νερό εισέρχεται μέσα στη ρωγμή της φουμαρόλης, το οποία ακαριαία μετατρέπεται
σε ατμό εξ αιτίας της θερμότητας και τότε ένα σύννεφο ατμού εκπέμπεται από το άνοιγμα. Οι
φουμαρόλες παρουσιάζουν συνεχή ή διαλείπουσα λειτουργία και στην πραγματικότητα είναι
απλά θερμές πηγές χωρίς νερό.

Το νερό των γκέυζερ είναι κατά ένα μέρος μετεωρικό και το άλλο νεαρό, δηλ.
μαγματικής προέλευσης, όπως φαίνεται από τις ισοτοπικές συνθέσεις του C14. Μεταφέρει

Σελίδα 81
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

μεγάλες ποσότητες διαλυμένου υλικού, που το αποθέτει στην επιφάνεια σε υψώματα και
αναβαθμίδες, το μεν ανθρακικό ως τραβερτίνη, το δε πυριτικό ως γκεϋζερίτη.

Ο Bunsen για να εξηγήσει τη λειτουργία των γκέυζερ υποστήριξε την άποψη ότι
υπέρθερμο νερό και υδρατμοί που προέρχονται από κατώτερα τμήματα της γης ανέβαζαν τη
θερμοκρασία του νερού που υπήρχε στους αγωγούς, στο σημείο βρασμού, οπότε αυτό
εκτινασσόταν προς τα πάνω. Οι έρευνες όμως έδειξαν, ότι η θερμοκρασία του νερού (130οC)
στο βάθος των 22m ήταν χαμηλότερη από το σημείο βρασμού (136ο C) που αντιστοιχεί στην
πίεση της στήλης που βρίσκεται από πάνω. Ο Thorkelson υποστήριξε ότι το φαινόμενο
συμβαίνει γιατί το θερμό νερό περιέχει μεγάλη αναλογία διαλυμένων αερίων (Σχ. 32). Αυτά
μέσα στους αγωγούς και τις δεξαμενές που κυκλοφορεί το νερό, ελευθερώνονται σαν
φυσαλίδες και καθώς βρίσκονται σε επαφή με το ζεστό νερό παθαίνουν κορεσμό σε
υδρατμούς. Όταν η θερμοκρασία του νερού πλησιάζει το σημείο βρασμού, μεγάλη ποσότητα
από υδρατμούς ανεβαίνει στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα στις δεξαμενές και τους αγωγούς
να πέσει απότομα η πίεση. Τότε δημιουργείται βρασμός και το νερό μετατρέπεται σε μια
αφρισμένη μάζα που ξεπηδά με δύναμη προς τα πάνω και φθάνει σε ύψος 65 m από την
επιφάνεια.

Σχ. 32. Σχηματική τομή της θερμoπηγής Γκέυζερ.

Σελίδα 82
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Οάσεις

Μέσα στις ερήμους συναντώνται τοποθεσίες με βλάστηση και νερό. Αυτές ονομάζονται
οάσεις και δημιουργούνται όπου ο υδροφόρος ορίζοντας είναι πολύ κοντά στην επιφάνεια ή
εκεί που υπάρχει τοπική ανάβλυση αρτεσιανού νερού.

6.8. Η σημασία των υπόγειων νερών στον πετρολογικό


κύκλο

Η σημασία των υπόγειων νερών στη φύση και κυρίως στον πετρολογικό κύκλο είναι
μεγάλη. Το νερό διαλύει διάφορα ορυκτά, μεταφέρει στερεά υπολείμματα και άλλα τα
αποθέτει ή τα κατακρημνίζει μέσα στα πετρώματα και τα αποσαθρώματα και άλλα υλικά τα
μεταφέρει στα ποτάμια και τις θάλασσες.

Κύριες διεργασίες είναι η διάλυση ανθρακικών ενώσεων και η δημιουργία


ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Η μεταφορά καταλοίπων από το υπόγειο νερό και μεταφορά
τους στα ποτάμια είναι τεράστια και μπορεί να υπολογισθεί ότι η απόπλυση

στερεών συστατικών από το υπόγειο νερό προκαλεί φθορά σε ένα στρώμα πετρωμάτων
της τάξης του 1 cm πάχους, σε 930 χρόνια περίπου.

Τεράστιες ποσότητες διαλυμένων υλικών μεταφέρονται στις θάλασσες και αποτελούν


το 3,5% του βάρους του θαλασσινού νερού. Αν μπορούσε να εξαχθεί όλο αυτό το διαλυμένο
υλικό και να σκορπιστεί στην ξηρά, θα δημιουργούσε ένα στρώμα πάχους μεγαλύτερου των
150rn.

Σαν πετρογενετικός παράγοντας τα υπόγεια νερά σχηματίζουν, όπως είπαμε, ασβεστίτη,


αραγονίτη, προκαλούν συγκόλληση των πορωδών ιζημάτων, απολίθωση, σχηματισμό
κονδύλων, απόθεση πυριτικών ενώσεων κλπ.

Πολλά από τα μεταλλεύματα που περιέχουν οικονομικά αξιόλογα ορυκτά έχουν


αποτεθεί από υδροθερμικά διαλύματα, που έχουν ελευθερωθεί κατά την εκρηξιγενή
δραστηριότητα. Το υπόγειο νερό δημιουργεί αξιόλογο ορυκτό πλούτο και χαρακτηρίζεται
σαν "μεταλλογενετικός παράγοντας".

Τεράστιες ποσότητες διαλυμένων υλικών μεταφέρονται στις θάλασσες και αποτελούν


το 3,5% του βάρους του θαλασσινού νερού. Αν μπορούσε να εξαχθεί όλο αυτό το διαλυμένο

Σελίδα 83
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

υλικό και να σκορπιστεί στην ξηρά, θα δημιουργούσε ένα στρώμα πάχους μεγαλύτερου των
150 rn.

Σαν πετρογενετικός παράγοντας τα υπόγεια νερά σχηματίζουν, όπως είπαμε, ασβεστίτη,


αραγονίτη, προκαλούν συγκόλληση των πορωδών ιζημάτων, απολίθωση, σχηματισμό
κονδύλων, απόθεση πυριτικών ενώσεων κλπ.

Πολλά από τα μεταλλεύματα που περιέχουν οικονομικά αξιόλογα ορυκτά έχουν


αποτεθεί από υδροθερμικά διαλύματα, που έχουν ελευθερωθεί κατά την εκρηξιγενή
δραστηριότητα. Το υπόγειο νερό δημιουργεί αξιόλογο ορυκτό πλούτο και χαρακτηρίζεται
σαν "μεταλλογενετικός παράγοντας".

Πολλά από τα μεταλλεύματα που περιέχουν οικονομικά αξιόλογα ορυκτά έχουν


αποτεθεί από υδροθερμικά διαλύματα, που έχουν ελευθερωθεί κατά την εκρηξιγενή
δραστηριότητα. Το υπόγειο νερό δημιουργεί αξιόλογο ορυκτό πλούτο και χαρακτηρίζεται
σαν "μεταλλογενετικός παράγοντας".

Σελίδα 84
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

11. ΩΚΕΑΝΟΙ

Το 71% της γήινης επιφάνειας, όπως έχουμε αναφέρει, καλύπτεται από θαλασσινό
νερό. Η κατανομή ξηράς και θάλασσας δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά το βόρειο ημισφαίριο
καταλαμβάνεται κατά 40% από ξηρά ενώ το νότιο μόνο κατά 20% και γι’ αυτό oνoμάζεται
και ημισφαίριο ύδατος. Η κατανομή αυτή της ξηράς και οι δίοδοι που δημιουργούνται
ανάμεσά της, παίζουν πολύ σπουδαίο ρόλο στην κυκλοφορία των θαλάσσιων ρευμάτων. Οι
πυθμένες των ωκεανών δεν είναι ομαλοί, αλλά διασχίζoνται από βαθιές και στενές τάφρους
μεγάλου βάθους, καθώς και από υποθαλάσσιες ράχες. Aντίθετα με αυτό που θα περίμενε
κανείς, τα μεγάλα βάθη των ωκεανών συναντώνται κοντά στις άκρες των ωκεάνιων λεκανών,
όπως είναι η τάφρος του Ειρηνικού ωκεανού, που έχει βάθος μεγαλύτερο από 11 km κοντά
στο νησί Guam, ενώ προς το κέντρο των λεκανών υψώνονται μεσοωκεάνιες ράχες ύψους έως
600 μέτρα περίπου.

Το μέσο βάθος των ωκεανών είναι περίπου 4 km. Ο όγκος του θαλασσινού νερού
υπολογίζεται σε 1.350.106 km3, αλλά μπορεί να μεταβληθεί ελαφρά από την τήξη ή την
ανάπτυξη παγετώνων.

Μια τοπογραφική τομή ωκεάνιας λεκάνης και ενός ηπειρωτικού τμήματος


παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Μια λεπτομερής όμως μελέτη τους, θα αποκάλυπτε πολλές
διαφορές.

Τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά μιας ωκεάνιας λεκάνης είναι: οι ηπειρωτικές


κρηπίδες, οι ηπειρωτικές κατωφέρειες, οι υποθαλάσσιες κοιλάδες, οι τάφροι, τα αβυσσικά
πεδία, τα υποθαλάσσια όρη κλπ ( Σχ .58). Τα τμήματα των ηπείρων που περιλαμβάνονται
ανάμεσα στη στάθμη της θάλασσας και την ισοβαθή των 200 m, αποτελούν το 11% της
συνολικής επιφάνειας της Γης. Το τμήμα αυτό (ηπειρωτικό περιθώριο, continental margin)
είναι αναπτυγμένο στον Ατλαντικό και τον Ινδικό ωκεανό, ενώ στον Ειρηνικό είναι πολύ
περιορισμένο. Στο βάθος των 200 m ελαττώνεται η επίδραση των θαλασσίων κυμάτων και
αποτελεί επίσης όριο της επίδρασης των κυμάτων ανοικτής θάλασσας. Σε μια τομή ωκεάνιας
λεκάνης διακρίνονται τα ακόλουθα τμήματα:

Σελίδα 131
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Σχ. 58. Σχηματική τομή ωκεάνιας λεκάνης

α) Η Ηπειρωτική κρηπίδα είναι το αβαθές και σχεδόν επίπεδο υποθαλάσσιο τμήμα


της ηπειρωτικής μάζας. Το μέσο πλάτος του είναι 60m αλλά μπορεί να φθάσει
έως 1300 km. Η προέλευση της ηπειρωτικής κρηπίδας, καθώς και τα
χαρακτηριστικά της οφείλονται στη δράση των κυμάτων και των ρευμάτων που
δρουν κατά μήκος της ακτής, καθώς και στη διαβρωτική δράση παραγόντων που
δρουν στην ξηρά.

β) Η Ηπειρωτική κατωφέρεια είναι η κλιτύς που βρίσκεται ανάμεσα στην


ηπειρωτική κρηπίδα και τη βαθιά θάλασσα. Η ηπειρωτική κατωφέρεια αποτελεί
το όριο ανάμεσα στον ηπειρωτικό και τον ωκεάνιο φλοιό.

γ) Τα Aβυσσικά πεδία είναι περιοχές επίπεδες που εκτείνονται πέρα από την
ηπειρωτική κατωφέρεια προς τη βαθιά θάλασσα και η κλίση τους είναι περίπου 1
m/km.

δ) Η Ωκεάνια τάφρος είναι μια επιμήκης, στενή και βαθιά λεκάνη στον θαλάσσιο
πυθμένα.

Οι ωκεάνιες λεκάνες καλύπτονται από ιζήματα που διακρίνονται σε χερσαία, πελαγικά,


υποθαλάσσιας ηφαιστειότητας και κοσμικής προέλευσης.

Τα χερσαία ιζήματα μεταφέρονται στη θάλασσα με τα ποτάμια, τον αέρα, τoυς


παγετώνες και από τα κύματα που διαβρώνουν τις ακτές.

Τα πελαγικά ιζήματα είναι οργανικής προέλευσης, όστρακα, σκελετοί ζώων κλπ και
συναντώνται κυρίως στα μεγάλα βάθη.

Σελίδα 132
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Τα ιζήματα από υποθαλάσσια ηφαιστειακή δραστηριότητα αποτελούνται από


ηφαιστειακή τέφρα και, τέλος, τα ιζήματα κοσμικής προέλευσης είναι μικροσκοπικού
μεγέθους τμήματα μετεωριτών.

Το θαλασσινό νερό περιέχει 3,5% περίπου διαλυμένες ορυκτές ουσίες. Οι κυριότερες


είναι: χλώριο 55%, Νάτριο 30,62%, επίσης σε μικρότερη αναλογία περιέχει SO4, Mg, Ca, Κ,
HCO3, Br και Sr. Αν οι ουσίες αυτές κατακρημνίζονταν, θα κάλυπταν τους θαλάσσιους
πυθμένες με άλατα πάχους 56 m.

Το θαλασσινό νερό έχει αλμυρότητα 35ο/οο. Τα κυριότερα στοιχεία που προκαλούν την
αλμυρότητα είναι το Na και το Cl. Όταν το νερό εξατμίζεται, τα άλατα που κατακρημνίζονται
αποτελούνται κατά 75% από NaCl.

11.1. Θαλάσσια ρεύματα και παλίρροιες

Το θαλασσινό νερό βρίσκεται σε συνεχή κίνηση που οφείλεται στην ηλιακή ενέργεια,
στην περιστροφή της Γης και στην έλξη των διάφορων αστρικών σωμάτων, κυρίως του
Ήλιου και της Σελήνης. Οι κινήσεις αυτές προκαλούν τις παλίρροιες, τα θαλάσσια ρεύματα,
κύματα που δημιουργεί ο αέρας και κύματα τσουνάμι που οφείλονται σε σεισμικές δονήσεις.
Τα κύματα και τα ρεύματα τροποποιούν τις ακτές της χέρσου, μεταβάλλοντας το σχήμα τους
με τη συνεχή διαβρωτική τους δράση, καθώς επίσης και με τη μεταφορά και την απόθεση
ιζημάτων. Η δράση των παραγόντων αυτών μεταβάλλεται με τις εποχές ή τις μέρες.

Παλίρροιες
Η έλξη που ασκεί η Σελήνη στη Γη κατά την περιφορά της γύρω απ' αυτή, προκαλεί
παλίρροιες, δηλ. περιοδική ανύψωση και χαμήλωμα της στάθμης της θάλασσας, που γίνεται
κατά μέσο όρο κάθε δώδεκα ώρες και είκοσι έξη λεπτά.

Οι παλίρροιες επηρεάζονται α) από την περιστροφή της Γης, β) από τις ηπείρους που
αποτελούν μεγάλα εμπόδια στην κίνηση των ρευμάτων γύρω από την Γη, γ) από την τριβή
στον πυθμένα, ιδιαίτερα σε αβαθείς θάλασσες και δ) από τη θέση του Ήλιου, της Σελήνης και
της Γης (Σχ.59).

Όταν η Γη, η Σελήνη και ο Ήλιος βρίσκονται στην ίδια ευθεία γραμμή, η έλξη που
ασκούν πάνω στη Γη αθρoίζεται και έτσι δημιουργούνται πολύ μεγάλες παλίρροιες, γνωστές

Σελίδα 133
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

σαν παλίρροιες των ισημερινών συζυγιών. Όταν ο 'Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε ορθή
γωνία ως προς τη Γη, δημιουργούνται οι πιο χαμηλές παλίρροιες, γιατί όπου η Σελήνη
προκαλεί πλημμυρίδα ο Ήλιος προκαλεί άμπωτη.

Σχ. 59 Παλίρροιες

Οι παλίρροιες στις ανοικτές θάλασσες είναι μικρές και δεν δημιουργούν ρεύματα. Η
διαφορά στάθμης ανάμεσα στη χαμηλή και την υψηλή παλίρροια είναι λίγα μέτρα και στις
κλειστές θάλασσες λίγα εκατοστά (στη Μεσόγειο 30cm, στη Μαύρη θάλασσα l0cm). Σε
αβαθείς όμως θάλασσες και ειδικά όπου η παλίρροια συγκεντρώνεται ανάμεσα σε ακτές που
συγκλίνουν, οι διακυμάνσεις της στάθμης είναι μεγάλες και δημιουργούνται ισχυρά ρεύματα
(π.χ. πορθμός του Εύριπου). Σε περιπτώσεις που φυσάει κατά τη διεύθυνση κίνησης των
συγκεντρωμένων παλιρροϊκών νερών, η ταχύτητα των ρευμάτων μπορεί να φθάσει τα 25
km/h με μεταβολή στάθμης πάνω από 16m. Τα ρεύματα αυτά προκαλούν έντονη κίνηση των
ιζημάτων.

Ρεύματα κατά μήκος ακτής.


Καθώς τα θαλάσσια κύματα πλησιάζoυν με μια γωνία προς την ακτή, κατά την
απόσυρση του νερού, στη ζώνη κυματογής, δημιουργούνται ρεύματα μεταφοράς παράλληλα
προς την ακτή. Τα ρεύματα αυτά παρασύρουν και μεταφέρουν ιζήματα με αιώρηση ή
αναπήδηση, διαγράφοντας μια τεθλασμένη πορεία με γενική κίνηση, όμως φανερά
παράλληλη στην ακτή (σχ.60).
Σελίδα 134
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Επιφανειακά ρεύματα
Ο αέρας που φυσά πάνω από τους ωκεανούς, εκτός από τα κύματα που δημιουργεί,
προκαλεί και μετακίνηση του νερού που βρίσκεται στην επιφάνεια και μέχρι του βάθους των
50-100 m. Τα επιφανειακά στρώματα του νερού κυκλοφορούν με τη μορφή ρευμάτων,
διαγράφοντας κυκλικές τροχιές κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού στο βόρειο
ημισφαίριο και κατά την αντίθετη στο νότιο ημισφαίριο. Η ταχύτητα των ρευμάτων είναι
γενικά μικρή, αλλά σε περιοχές αβαθείς και στενές αυξάνει. Στο κενό μεταξύ Φλώριδας και
Κούβας, η ταχύτητα φθάνει τα 3mil/h.

Σχ. 60. Τα κύματα πλησιάζουν με γωνία την ακτή. Στη ζώνη κυματoγής το νερό παρασύρει
ιζήματα προς την ακτή, ενώ κατά την απόσυρση του προς την αντίθετη κατεύθυνση, αναγκάζoντάς
τα να διαγράψουν τεθλασμένη τροχιά. Στη ζώνη αυτή δημιουργούνται ρεύματα παράλληλα στην
ακτή. (Hampling,1978).

Η δημιoυργία τoυς οφείλεται κυρίως στις διαφoρετικές θερμoκρασίες που έχουν τα


νερά στις πoλικές και τις τρoπικές περιοχές, καθώς και στη διαφoρά αλατότητας, που έχουν
ως συνέπεια τη διαφoρά πυκνότητας των νερών. Έχουν μεταγωγικό χαρακτήρα. Η πυκνότητα
του θαλασσινoύ νερού αυξάνει καθώς το νερό ψύχεται ή όταν αυξάνει η αλατότητά του. Η
αλατότητα του νερού αυξάνει με την εξάτμιση, ενώ ελαττώνεται όταν στην περιoχή χύνονται
πoτάμια ή λιώνουν οι πάγoι. Η βύθιση μιας μάζας πυκνού θαλασσινoύ νερού κάτω από
λιγότερo πυκνό νερό, προκαλεί ρεύματα πυκνότητας.

Σελίδα 135
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Η κυκλοφορία των ρευμάτων καθoρίζεται από τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των


ηπείρων και από τoυς ανέμoυς που επικρατoύν στις διάφoρες περιοχές. Η γνώση της
κυκλoφορίας των ρευμάτων είναι πολύ σημαντική, γιατί επηρεάζoυν το κλίμα των περιοχών,
διευκoλύνoυν τη μετακίνηση και την εξάπλωση διαφόρων ζωικών ειδών και κυρίως
θαλασσινών και αναμιγνύoυν το νερό των ωκεανών. Mια πλήρης ανάμιξη των νερών
συντελείται κάθε 1800 χρόνια περίπου.

Στην υδρόγειοo παρατηρούμε την κυκλοφορία ψυχρών και θερμών ρευμάτων, των
οποίων η δημιoυργία oφείλεται κυρίως στις διαφορές θερμοκρασίας των τρoπικών και
πoλικών περιοχών.

Στον Aτλαντικό ωκεανό παρατηρoύνται τα εξής κύρια ρεύματα: Tο ρεύμα του Κόλπου,
το Boρειοατλαντικό, το Aνταρκτικό και το Βραζιλανό. Eπίσης δημιουργείται ένα ρεύμα στα
στενά του Γιβραλτάρ, μεταξύ Μεσογείου και Aτλαντικoύ.

Στη Mεσόγειο η εξάτμιση είναι πολύ έντονη, με αποτέλεσμα να χαμηλώνει η στάθμη


και να αυξάνει η αλλατότητά της. Αυτό έχει σαν συνέπεια επιφανειακά ρεύματα με
μικρότερη πυκνότητα από τον Aτλαντικό δια μέσου του πορθμού του Γιβραλτάρ, καθώς και
από την Μαύρη θάλασσα και τη θάλασσα του Μαρμαρά δια μέσου των Δαρδανελίων να
χύνονται στη Mεσόγειo. Αντίθετα, στο βάθος πυκνότερα ρεύματα κινoύνται παράλληλα πρoς
τον πυθμένα πρoς τις περιoχές αυτές. Kάτι ανάλογο συμβαίνει στα νερά της Ερυθράς
θάλασσας, που έχουν μεγάλη αλμυρότητα και του Iνδικoύ καθώς και της Βαλτικής με τις
Bόρειες θάλασσες.

Στον Eιρηνικό και τον Iνδικό ωκεανό, η κυκλοφορία των ρευμάτων είναι διαφορετική.
Ένα ψυχρό ρεύμα κινείται από την Aνταρκτική προς βορρά και πιθανώς να φθάνει μέχρι την
Kαλιφόρνια και την Ιαπωνία.

Pεύματα θολότητας.
Τα ρεύματα θολότητας είναι ρεύματα πυκνότητας, τα οποία παρoυσιάζoυν ακόμη
μεγαλύτερη πυκνότητα, εξαιτίας των αιωρουμένων ιζημάτων. Τα ρεύματα αυτά δεν είναι
συνεχή, αλλά παρατηρούνται κατά διαστήματα, κυρίως σε εκβολές ποταμών, με τη μορφή
ενός θολού ρεύματος κάτω από καθαρό νερό.

Πολλοί τα περιγράφουν σαν ρεύματα λάσπης που κινούνται κάτω από καθαρό νερό. Τα
όρια του ρεύματος αυτού είναι ευδιάκριτα. Δημιουργούνται κυρίως στα δέλτα και τις εκβολές
ποταμών, όπου το πυκνό νερό που μεταφέρει ιζήματα έχει αρκετή κινητική ενέργεια για να

Σελίδα 136
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

συνεχίσει τη ροή του παράλληλα στον πυθμένα, κάτω από το αραιότερο καθαρό νερό της
θάλασσας ή της λίμνης. Δημιουργούνται και σε άλλες δέσεις όμως και οφείλονται σε
υποθαλάσσιες κατολισθήσεις ιζημάτων που έχουν αποτεθεί στην ηπειρωτική κρηπίδα ή την
ηπειρωτική κατωφέρεια. Οι κινήσεις μαζών οφείλονται στη βαρύτητα και μπορεί να
επιταχυνθούν από δονήσεις, σεισμούς κλπ. Τα ρεύματα που δημιουργούνται μεταφέρουν τα
ιζήματα, απογυμνώνοντας έτσι τις κλιτύες και τα αποθέτουν σε βαθύτερα σημεία των
ωκεάνιων λεκανών, δημιουργώντας αβυσσικά πεδία. Η απόθεση των ιζημάτων γίνεται με τη
μορφή ριπιδίων και συναντώνται στα στόμια των υποθαλασσίων τάφρων.

Η διαβρωτική δράση των ρευμάτων θολότητας είναι τεράστια. Προκειμένου να


κατασκευαστούν υποθαλάσσια έργα ή να τοποθετηθούν αγωγοί ή καλώδια στον πυθμένα, θα
πρέπει εκτός από τις τoπoγραφικές και γεωλογικές μελέτες, να γίνεται μελέτη των ρευμάτων
θολότητας.

Η πυκνότητα των ρευμάτων θoλότητας είναι συνήθως γύρω στο 1,02 gr/cm3 και η
ταχύτητα τους μικρότερη από 30 cm/sec. Πυκνότερα όμως ρεύματα που κυλούν σε μια
ηπειρωτική κατωφέρεια με κλίση 40 m/km, μπορούν να αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύτητα
από ένα ποτάμι που κυλάει στην ξηρά.

Θεωρητικά, ρεύματα θoλότητας με πυκνότητα 1,15 gr/cm3 και ταχύτητα 116 km/h,
μπορεί να μετακινήσουν ιζήματα l4.000 φoρές μεγαλύτερα από αυτά που μετακινεί ρεύμα
καθαρού νερού με την ίδια ταχύτητα.

11.2. Κύματα

Τα κύματα είναι το μέσον μεταδόσεως μιας μορφής ενέργειας από ένα σημείο σε ένα
άλλο και δημιουργούνται από μια δύναμη.

Στους ωκεανούς τα κύματα δημιουργούνται από τη δράση του ανέμου, που φυσά και
διαταράσσει την επιφάνεια, δημιουργώντας βυθίσματα και ανυψώσεις που μετακινούνται
κατά την διεύθυνση του ανέμου. Μέρος της ενέργειας του ανέμου μετατρέπεται σε ενέργεια
του νερού.

Ο αέρας δημιουργεί κύματα ταλαντώσεως, δηλ. τα μόρια του νερού κινούνται


διαγράφοντας μια κλειστή κυκλική πορεία γύρω από την αρχική τους θέση, ενώ μετακινείται
μόνο η μορφή του κύματος. Αυτό συμβαίνει στις βαθιές θάλασσες, ενώ όταν το κύμα
Σελίδα 137
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

πλησιάζει στην ακτή όπου το βάθος μειώνεται, τότε το μέγεθος του κύματος μειώνεται και
μετατρέπεται σε κύμα μεταφοράς.

Τα χαρακτηριστικά του κύματος.


Για να περιγράψουμε ένα θαλάσσιο κύμα χρησιμοποιούμε τους ίδιους όρους που
χρησιμοποιούμε και στα άλλα κυματοειδή φαινόμενα.

Μήκος κύματος (λ): είναι η oριζόντια απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών του.

'Υψος κύματος (h): είναι η κάθετη απόσταση ανάμεσα σε ένα χαμήλωμα (κοιλιά) και
στην αμέσως επόμενη κορυφή. Το ύψος κύματος εξαρτάται από την ένταση του ανέμου, τη
διάρκεια, την έκταση της επιφάνειας του νερού πάνω στην οποία φυσά ο άνεμος και το βάθος
του νερού. Το ύψος του κύματος αποκτά τη μεγαλύτερη τιμή, όταν η απώλεια ενέργειας
εξαιτίας της προώθησης των κυμάτων εξισορροπηθεί από την ενέργεια που προέρχεται από
τον άνεμο. Κάτω από την επιφάνεια και σε βάθος λ/2, η κυματοειδής κίνηση του νερού
σχεδόν μηδενίζεται. Το βάθος αυτό λέγεται βάση του κύματος.

Μέτωπο κύματος: είναι η γραμμή που ενώνει τις κορυφές των κυμάτων ή των
ρευμάτων και είναι κάθετη προς το μήκος κύματος.

Μια σειρά από κύματα, που oνoμάζεται αλυσίδα ή ακολουθία κυμάτων, έχει τα
ακόλουθα χαρακτηριστικά: μήκος κύματος (λ) , ύψος κύματος (h) και περίοδο (Τ).

Περίοδος (T): είναι ο χρόνος που απαιτείται για να περάσουν δύο διαδοχικές κορυφές
από ένα ορισμένο σημείο.

Η ταχύτητα (υ) βρίσκεται με μεγάλη προσέγγιση από τον τόπο υ = λ/Τ.

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, στις βαθιές θάλασσες τα κύματα είναι ταλάντωσης και
προωθείται μόνο η μορφή του κύματος (Σχ.61). Όταν περνά μια αλυσίδα κυμάτων, τα
αντικείμενα που επιπλέουν υψώνονται και χαμηλώνουν, διαγράφοντας μια κυκλική τροχιά
γύρω από τον εαυτό τους, χωρίς να μετακινούνται αισθητά. Η μετακίνησή τους οφείλεται
στον αέρα που τα παρασύρει και τελικά η τροχιά γίνεται ασύμμετρη. Ως βαθιά νερά,
χαρακτηρίζουμε αυτά που το βάθος τους είναι μεγαλύτερο του λ/2. Όσο όμως τα κύματα
πλησιάζουν προς την ακτή που τα νερά είναι αβαθή (βάθος μικρότερο του λ/2), παθαίνουν
πολύ σημαντικές αλλαγές. Αν παρατηρήσουμε μια αλυσίδα κυμάτων, βλέπουμε ότι όσο
πλησιάζουν στην ακτή, η ταχύτητά τους ελαττώνεται, καθώς και το μήκος κύματός τους, ενώ
το ύψος τους αυξάνει. Το μόνο χαρακτηριστικό που μένει αμετάβλητο είναι η περίοδος.

Σελίδα 138
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Αποτέλεσμα αυτών των μεταβολών είναι ότι τα κύματα συγκεντρώνονται το ένα κοντά
στο άλλο. Αν η αλυσίδα αυτή πλησιάζει πλάγια προς την ακτή, οι κορυφογραμμές των
κυμάτων μετατοπίζονται και τείνουν να γίνουν παράλληλες προς την ακτή. Έτσι, ένα
μέτωποπου κατευθύνεται προς την ακτή με γωνία 40ο-50ο στα βαθιά νερά, φθάνει με μια
γωνία μικρότερη των 5ο. Η αλλαγή αυτή στην ταχύτητα, που συνοδεύεται και από την αλλαγή
της πορείας του μετώπου των κυμάτων, λέγεται διάθλαση (Σχ.62). Η διάθλαση αποτελεί το
βασικότερο παράγοντα που ελέγχει τη μεταβολή των ακτών, γιατί ελέγχει τη διαβρωτική
δράση των κυμάτων κατά μήκος των ακτών, καθώς και τη μεταφορά και την απόθεση των
ιζημάτων.

Σχ. 61. Στο σχήμα φαίνεται η μεταβολή του μήκους του κύματος όσο πλησιάζει προς την ακτή και
μειώνεται το βάθος, ενώ αυξάνει το ύψος του κύματος. (Flint and Skinner, 1975).

Σελίδα 139
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Σχ. 62 Το σχήμα απεικονίζει τη διάθλαση των κυμάτων. Μπροστά από τα ακρωτήρια φαίνεται η
συγκέντρωση των μετώπων των κυμάτων, ενώ μπροστά από τους κόλπους το μήκος κύματος είναι
πολύ μεγαλύτερο. Τα βέλη δείχνουν τα σημεία της μεγαλύτερης διάβρωσης εξαιτίας της
συγκέντρωσης της ενέργειας. (Flint and Skinner, 1975).

Σχ. 63. Κύμα που «σπάζει» στην ακτή.

Σελίδα 140
Γεωμορφολογία Α. Αλεξούλη - Λειβαδίτη

Η δραστικότητα των κυμάτων εξαρτάται από το μήκος και το ύψος του κύματος. Όσο
μεγαλύτερο είναι το ύψος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η τροχιά που διαγράφει το νερό κατά
την κίνησή του. Την ολική ενέργεια του κύματος μπορούμε να την αναπαραστήσουμε με μια
στήλη νερού που κινείται κυκλικά. Καθώς το κύμα πλησιάζει σε αβαθή νερά, το μήκος
κύματος και η ταχύτητα μειώνονται εξαιτίας της τριβής του νερού στον πυθμένα, ενώ το
ύψος αυξάνει καθώς η στήλη του νερού ακουμπάει στον πυθμένα. Όσο προχωρεί σε πιο ρηχά
νερά, τόσο μεγαλώνει το ύψος του, έως ότου φθάσει στο κρίσιμο σημείο όπου η κορυφή του
κύματος γέρνει μπροστά από τη στήλη του νερού που την υποστηρίζει και τότε το κύμα
προσπίπτει (σπάζει) στην ακτή με στροβίλους που κυλούν με δύναμη, παρασύροντας άμμο
και χαλίκια (Σχ.63).

Απ’ όσα είπαμε, βλέπουμε ότι η δύναμη των κυμάτων είναι τεράστια και αποτελούν
καθοριστικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση των ακτών με την ισχυρή διάβρωση που
προκαλούν και τη μεταφορά και απόθεση των ιζημάτων. Η θαλάσσια διάβρωση γίνεται με
μηχανική υδραυλική δράση, απορρίνιση, σμίκρυνση και διαλυτική διάβρωση

Σελίδα 141

You might also like