Ολο και περισσότερο μιλούμε για ηθική. Υπάρχουν ειδικοί που ασχολούνται με το θέμα, αλλά δεν είναι μόνοι τους· ακόμη και ο καθημερινός λόγος έχει πάρει ηθική τροπή και το πρώτο πράγμα που κάνει κάποιος, όταν αποφασίζει να ανοίξει το στόμα του για τα κοινά, είναι να καυτηριάσει συμπεριφορές, ώστε να καταλάβουμε όλοι ότι η εποχή βαδίζει από το κακό στο χειρότερο. Με άλλα λόγια, η ηθική αναπαύεται στην κοινοτοπία της κατήχησης.


Το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Εμφανίζεται κάθε φορά που η απόσταση λόγου και πράξεων μεγαλώνει επικίνδυνα και η γέφυρα ανάμεσά τους αιωρείται στο κενό. Είναι όμως μοιραίο ο λόγος για τα ήθη των ανθρώπων και τη συμπεριφορά τους να πάρει τη μορφή κατήχησης; Ισως όχι. Στην ιστορική συγκυρία που απλώνεται από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και διατρέχει τον 17ο στο σύνολό του, αρθρώνεται ένας λόγος που τείνει να κατασταλάξει σε λογοτεχνικό είδος, στο οποίο ανήκουν οι ηθολόγοι ή μοραλιστές. Πρόκειται για λαμπρά ονόματα στην ιστορία της σκέψης, όπως είναι ο Montaigne, ο Πασκάλ, ο Λα Ροσφουκό, ο La Bruyère. Οι συγγραφείς αυτοί σκέφτονται και γράφουν σε μιαν εποχή όπου ο Θεός είναι κρυμμένος και ο κόσμος δείχνει μόνο το φυσικό ή το γήινο πρόσωπό του: οι προτάσεις καθολικής ισχύος έχουν χάσει το κύρος τους, οι ολιστικές αντιλήψεις μοιάζουν περισσότερο με επιθυμίες, οι αξίες έχουν μετατραπεί σε χρησιμοθηρικά συνθήματα, ενώ πουθενά δεν μπορεί να αναζητηθεί οποιαδήποτε εγγύηση για την ενότητα του κόσμου.


Η ιδιομορφία των ηθολόγων, που είναι αιχμηρή πρωτοτυπία, έγκειται στο γεγονός ότι αρνούνται να καλύψουν τα κενά του κόσμου είτε με εντεταλμένη θεωρία είτε με τις τυμπανοκρουσίες της ηθικολογίας. Ενώ οι ηθικολόγοι όλων των εποχών και των αποχρώσεων μας διδάσκουν αυτό που πρέπει να κάνουμε, μοιράζοντας με αυτάρεσκη βεβαιότητα το καλό και το κακό, έχοντας οι ίδιοι εξασφαλίσει εκ των προτέρων μια περίοπτη θέση στη χώρα του καλού, οι ηθολόγοι αρνούνται ακριβώς την ίδια τη δυνατότητα να διατυπωθούν γενικοί κανόνες και αρκούνται στην περιγραφή, ταυτοχρόνως κριτική και περιπαικτική, δηλαδή πεζή και σοβαρή, της συμπεριφοράς των ανθρώπων ως έχει. Με άλλα λόγια, οι ηθολόγοι επιχειρούν, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, να ισορροπήσουν σε μια μετέωρη σκάλα, φτιάχνοντας από την αρχή, ο καθένας για λογαριασμό του, ένα ένα τα βήματά της.


Είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν γιατί δεν μπορούν να στηριχτούν πουθενά. Οι πόλεμοι των θρησκειών τούς δίδαξαν ότι οι Εκκλησίες δεν διστάζουν να αιματοκυλίσουν τον κόσμο, όταν, κρίνοντας πως διακυβεύονται τα συμφέροντά τους, στρεβλώνουν έναν λόγο αγάπης σε λόγια μίσους. Στην πολύ γήινη αυτή προοπτική, ευφάνταστοι ιερείς δεν το έχουν σε πολύ να κόψουν και να ράψουν μια ηθική στα μέτρα τους και να μας απειλήσουν ότι, αν δεν προσαρμοστούμε στα μέτρα αυτά, είμαστε όργανα του σατανά. Αλλά η ηθική δεν είναι αποκλειστικό αντικείμενο της Εκκλησίας· είναι περιοχή την οποία διεκδικεί και η φιλοσοφία. Στη δεύτερη αυτή προοπτική, η ηθική παίρνει τις περισσότερες φορές τη μορφή συστηματικού λόγου, ο οποίος εμφανίζεται με τον αέρα του ορθολογισμού. Τώρα πια δεν πρέπει να υποταγούμε σε κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλονται από την αυθεντία της Εκκλησίας αλλά σε κανόνες που υποβάλλονται από την αυθεντία του λόγου. Ετσι, η ρύθμιση της ζωής των ανθρώπων γίνεται υπόθεση των ειδικών, οι οποίοι ξετυλίγουν σε συμπαγές σύστημα, ικανό να αντισταθεί στις επιθέσεις του κακού, το τείχος του αληθούς, του αγαθού και του ωραίου. Αν η ηθική των φιλοσόφων βρίσκεται μακριά από τις επιταγές της Εκκλησίας, βρίσκεται, τις περισσότερες φορές, ακόμη μακρύτερα από τη ζωή των ανθρώπων. Γιατί οι φιλόσοφοι «προσφέρουν απλόχερα τον έπαινο σε μια ανθρώπινη φύση που δεν υπάρχει πουθενά και κατακεραυνώνουν με τα λόγια τους αυτήν που υπάρχει πραγματικά».


Ανάμεσα στα δύο αυτά οχυρά κυκλοφορούν οι ηθολόγοι. Δεν τους ενδιαφέρει να ελέγξουν τα ήθη των ανθρώπων, αλλά τα λόγια των επικριτών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στρέφουν τα βέλη τους, μετρώντας την απόσταση που χωρίζει τις λέξεις από τα πράγματα, εναντίον όλων όσοι θεωρούν εαυτούς κήρυκες της αρετής. Η μέθοδός τους προσαρμόζεται κάθε φορά στο συγκεκριμένο θέμα που συζητούν, συγκρίνοντας τις προθέσεις της ηθικολογίας με τις πράξεις της. Από ‘δώ και η αποσπασματική γραφή των ηθολόγων, η οποία σχεδιάζει ανύσματα που ο αναγνώστης μπορεί να διατρέξει ανάλογα με το ήθος του, αλλά που ο ηθολόγος αρνείται να τα ενσωματώσει στην προσχεδιασμένη ευφορία ενός τελικού σχήματος. Από τη σκοπιά αυτή οι ηθολόγοι εργάζονται, δηλαδή σκέφτονται και γράφουν, στο ρήγμα που υπάρχει ανάμεσα στην αγαθή πρόθεση και στα πρακτικά της αποτελέσματα. Εκεί, στο βάθος του ρήγματος, συναντούν συσπειρωμένη στον εαυτό της την ανθρώπινη πράξη, καθώς ετοιμάζεται για άλλη μία φορά να παρουσιαστεί ευπρόσωπη στον κόσμο.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.